Όσιος Θαλάσσιος: Νέκρωσε την κακία για να μη βρεθείς νεκρός κατά την ανάσταση και από μικρό θάνατο μεταβείς σε μεγάλο.
Σελίδες
Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ!
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Ο Χριστός είναι το υπόδειγμα της χριστιανικής αγωγής. Επαναστατείτε πρώτα εναντίον του εαυτού σας (των παθών σας) και στη συνέχεια εναντίον της κακίας που υπάρχει γύρω σας και μέσα στον κόσμο. Αναθρέψτε τα παιδιά σας με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτά να επαναστατούν ενάντια στην κακία, και τότε θα έχετε καταφέρει να τους δώσετε σωστή αγωγή.
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΟΥ ΡΟΣΤΩΦ: ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΦΟΒΟ ΘΕΟΥ, ΓΙ' ΑΥΤΟ ΣΕ ΚΥΡΙΕΥΕΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΤΩΝ ΔΟΚΙΜΑΣΙΩΝ!
Άγιος Δημήτριος του Ροστώφ: Δεν έχεις φόβο Θεού, γι’ αυτό σε κυριεύει ο φόβος των δοκιμασιών. Δεν πενθείς για τις αμαρτίες σου, γι’ αυτό είσαι λιπόψυχος. Δεν έχεις «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» (Ψαλμ. 50. 19), γι’ αυτό δεν είσαι ανδρείος στους πειρασμούς. Όποιος έχει φόβο Θεού, όποιος έχει κατά Θεόν πένθος, όποιος έχει ταπείνωσι δεν φοβάται ποτέ τις δοκιμασίες. Και δυναμωμένος με τη χάρι του Θεού πολεμά και νικά και αναμένει την εκπλήρωσι των λόγων Του: «Ο νικών έσται αυτώ ταύτα, και έσομαι αυτώ Θεός και αυτός έσται μοι υιός. Τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις… το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ο εστίν ο θάνατος ο δεύτερος» (Αποκ. 21. 7-8).
Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021
ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ: ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΤΕ ΚΑΛΑ, ΟΤΙ ΟΛΑ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΥ ΑΠΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΜΑΣ!
Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός: Δεν καταλάβατε καλά, ότι όλα τα σχέδια του Αγίου Θεού απεργάζονται την μετάνοιά μας που αποσκοπεί στην αιωνιότητα και την άνω πόλη γιατί αυτός είναι ο σκοπός του ανθρώπου, η θέωση.
ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ: ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΙΣ ΗΔΟΝΕΣ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΡΟ!
Άγιος Μάρκος ο Ασκητής: Εκείνος που απόλαυσε τις ηδονές πέρα από το μέτρο, με εκατονταπλάσιες θλίψεις και στεναχώριες θα πληρώσει την αφθονία των ηδονών.
ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΣΚΗΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ: Ο ΠΡΩΤΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΓΥΝΟΥ ΣΤΟ ΝΑ ΘΕΩΘΟΥΝ, ΝΑ ΑΓΙΑΣΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΣΩΘΟΥΝ!
Γέροντας Εφραίμ Σκήτης Αγίου Ανδρέα: Ο πρώτος σκοπός του γάμου δεν είναι η τεκνοποιία, όπως νομίζουν οι περισσότεροι, αλλά η αλληλοβοήθεια του αντρογύνου, στο να θεωθούν, να αγιάσουν και να σωθούν.
Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021
ΟΣΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος δεν είχε καθορισμένη ημερομηνία εορτασμού στο ελληνορθόδοξο ημερολόγιο. Συνηθιζόταν να μνημονεύεται το όνομα του στις 28 Ιανουαρίου μαζί με τον άλλο μεγάλο Σύρο πατέρα της Εκκλησίας, τον όσιο Εφραίμ.
Ωστόσο εδώ και μερικά χρόνια και με πρωτοβουλία του οσίου γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, ο οποίος ευλαβείτο πολύ τον όσιο Ισαάκ, συντάχθηκε η ακολουθία του και επελέγη η 28η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της οσιακής μνήμης του. Μάλιστα χτίστηκε στο Άγιον Όρος και ο πρώτος ναός του Οσίου, σε κελλί μοναχού της συνοδείας του γέροντος Παϊσίου. Από το βιβλίο «Ασκητικοί λόγοι. Αββάς Ισαάκ του Σύρου», Εκδόσεις Απόστολος Βαρνάβας, διαβάζουμε:
Ο όσιος πατήρ ημών Ισαάκ, ο μέγας και θαυμαστός στην αρετή, ο ουρανοπολίτης αυτός άνθρωπος και επίγειος άγγελος, του θαυμάσιου εκείνου Αβραάμ όχι υιός, αλλά γνήσιος απόγονος, υπήρχε το μεν γένος Σύρος, γεννήθηκε δε κατά άλλους στην Νινευή πόλιν της Μεσοποταμίας, κατ' άλλους γεννήθηκε και ανατράφηκε και μεγάλωσε σε κάποια κωμόπολη, όχι μακριά της Εδέσσης, πόλεως της Συρίας.
Ποίοι υπήρξαν οι γονείς τούτου του μακαρίου πατρός και ποίας καταστάσεως άνθρωποι ήσαν και πώς λεγόντουσαν, είναι άγνωστο. Γνωρίζομε όμως, ότι ο θείος ούτος πατήρ στην ακμή της ηλικίας του απαρνήθηκε τον κόσμο και τα εν τω κόσμο απήλθε μετά του αυτάδελφού του σε κοινόβιο, στα μέρη εκείνα του αγίου μάρτυρος Ματθαίου καλούμενο, οπού και άλλοι πολλοί τότε ασκούσαν την εν σώματι Αγγελική πολιτεία.
Αφού ντύθηκε το αγγελικό σχήμα και τον τρόπον και τον βίον και γυμνάστηκε στους ασκητικούς αγώνας και πόνους και κορέστηκε εκ του γάλακτος της πρακτικής αρετής και αφού με ικανό τρόπο κατεκοίμησε τα άταχτα της σάρκας πάθη και την σάρκα καθυπέταξε στο πνεύματι, πεθύμησε την στερεά της βαθυτέρας θεωρίας του πνεύματος τροφή.
Και αμέσως έφυγε από το κοινόβιο και από όλη εκείνη της ιερά αδελφότητα και δρομαίος ήλθε ως διψασμένο ελάφι στις πηγές των υδάτων σε ερημικό τόπον, μακριά του κόσμου και της συναναστροφής των πολλών, κατοίκησε εντός μεμονωμένου κελιού, μόνος μόνω τω Θεώ και τω εαυτού πνεύματι ασχολούμενος.
Ο δε αυτάδελφος, όταν ανέλαβε την ηγουμενία του κοινοβίου, έγραφε επανειλημμένως προς αυτόν και τον παρακαλούσε δεόμενος, να επανέλθει στην πρώτη αυτού μετάνοια, αλλά ο θείος Ισαάκ γλυκαθείς τη γλυκύτητα της θεωρίας του πνεύματος και της μελέτης των θείων εννοιών και της νοεράς προσευχής, παντελώς δεν πρόσεχε στου αδελφού τις παρακλήσεις, ουδέ συγκατατέθηκε ν' αφήσει το της ησυχίας αμέριμνο και ατάραχο. Και αφού οι παρακλήσεις δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν την επιστροφή του, θεία αποκάλυψις προσκάλεσε αυτών άνωθεν στην αρχιερατική επιστασία των Νινευιτών εκκλησίας. Και εάν ένας τον αδελφών αυτού, εφάνη παρήκοος πρότερον, ύστερον όμως στην θεία φωνή υπέκυψε τον αυχένα μετά ταπεινώσεως. Αφήνει λοιπόν την έρημο και ησυχία ο φιλέρημος και φιλήσυχος Ισαάκ και της μεγαλουπόλεως Νινευή προχειρίζεται επίσκοπος.
Δεν έπρεπε βέβαια ο λύχνος να βρίσκεται υπό τον ερημικό μόδιο κρυμμένος, αλλά να τεθεί επί την ποιμαντική λυχνία, για να διαυγάσει στους μακράν της ερήμου ευρισκομένους της διδασκαλίας και αρετής το φως αλλά αυτό λίγο διήρκεσε, και τόσο, ώστε μόλις ανέτειλε και φάνηκε το φως στον ορίζοντα της εκκλησίας, και πάλιν έδυσε και κρύφτηκε καθότι ο όσιος ούτος πατήρ έπαθε ο,τι και ο θείος Γρηγόριος ο θεολόγος, ο οποίος όταν ψηφίστηκε επίσκοπος Σασίμων, αμέσως αναχώρησε από εκεί. Αίτια δε της αμέσως από την επισκοπική θέση αναχωρήσεις του πατρός Ισαάκ υπήρξε το εξής περιστατικό.
Όταν χειροτονήθηκε ο όσιος και κάθισε στο επισκοπικό οίκημα, παρέστησαν ενώπιον του δύο χριστιανοί, ο ένας ήταν δανειστής, ο άλλος οφειλέτης· και ο μεν δανειστής απαιτούσε το δάνειο, ο δε οφειλέτης ομολογούσε το χρέος, άλλα μη έχων προς το παρόν τα χρήματα ζήτησε μερικές ημέρες προθεσμία αλλά ο άσπλαχνος εκείνος δανειστής, είπε ότι εάν δεν μου αποδώσει, σήμερα αυτός το δάνειο, εγώ εξάπαντος παραδίδω αυτόν στον κριτή. Ο δε όσιος πατήρ Ισαάκ λέγει προς αυτόν, τέκνον, εάν για την εντολή του Ευαγγελίου οφείλεις και τα δια της βίας παρά σου αφαιρεθέντα πράγματα να μη ζητείς, πόσο μάλλον δεν πρέπει να υπομένεις λίγες μέρες ημέρας αυτόν ο οποίος σε παρακαλεί; Ο δε ανελεήμων εκείνος δανειστής, άφες, πάτερ, ήδη το ευαγγέλιον, είπε με αυθάδεια και αναχώρησε από εκεί. Μόλις άκουσε αυτά ο όσιος Ισαάκ, είπε στον εαυτό του εάν αυτοί δεν υπακούν στα προστάγματα του ιερού ευαγγελίου, τι λοιπόν εγώ ήλθα εδώ να πράξω; Αυτά είπε, και ευθύς αναχώρησε πάλιν στην έρημο, και ήλθε και κατοίκησε στο πρώτον του κελίον, οπού μέχρι θανάτου ανδρείως και καρτερικός υπέμεινε.
Ποιους δε αγώνας ανέλαβε ο μακάριος ούτος πατήρ κατά των δαιμόνων και της σαρκός, και ποιός υπήρξε κατά την πρακτική και θεωρητική αρετή, και σε πόση ψυχής τελειότητα έφθασε, και ποια χαρίσματα αξιώθηκε στο βίο όσο ζούσε επί της γης, όλα αυτά είναι περιττό να διηγηθεί κάποιος· Καθόσον ευκόλως εννοούνται από τα ίδια λόγια που περιέχει το παρόν βιβλίο.
Από όσα μπορούν να γίνουν φανερά ότι όσα έγραψε ό θείος ούτος πατήρ, πρώτον κατόρθωσε αυτά ο ίδιος γιατί στον εικοστό έκτον λόγον λέγει, «εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος από τα δεξιά και από τα αριστερά και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις, και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναρίθμητους, και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτω πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα εμαθον»· στον δέκατο πέμπτο λόγο λέγει, «ταύτα έγραψα προς ανάμνησιν εμήν, και παντός έντυχάνοντος τώδε τω συγγράμματι, καθώς κατείληφα από τε της θεωρίας των γραφών, και των αληθινών στομάτων, και μικρόν απ' αυτής της πείρας»· αλλά και όσης χάριτος αξιώθηκε παρά Θεού δεν δυνήθηκε να παρασιώπηση, και σε πολλούς άλλους λόγους αμυδρώς, μάλιστα στον τριακοστό όγδοο φανερώς διακηρύττει λέγων, «πολλάκις οτε ταύτα έγγραφων, υπελείποντό μου οι δάκτυλοι επί τον χάρτη, και ούχ υπέφεραν κατέναντι της ηδονής, της εμπιπτούσης εν τη καρδία μου, και τας αισθήσεις κατασιγαζούσης». Κατά τούτο πρέπει να θαυμάσει κάποιος την αρετή του θείου πατρός, ότι ενώ ευρίσκετο μακράν των ανθρώπων, κατεφλέγετο υπό της προς αυτούς αγάπης, καθώς ο ίδιος περί εαυτού διαμαρτυρόμενος, στον αυτόν λόγον λέγει, «διότι γέγονα μωρός, ούχ' υπομένω φυλάξαι το μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι άφρων για την των αδελφών ωφελείαν διότι αυτή εστίν ή αγάπη ή αληθινή, ήτις ου δύναται υπόμεινε εν τινι μυστήριο εκ των αγαπητών αυτής»· για αυτό στην έρημο ευρισκόμενος, πότιζε αφθόνως δια του ζωηρού νάματος της διδασκαλίας του τας ψυχάς των αδελφών.
Έζησε ο άγιος ούτος, αρχομένης της εβδόμης από κτίσεως κόσμου χιλιάδος, το οποίο εξάγεται από κάποιο χωρίου του τριακοστού τρίτου λόγου, όπου περί των δαιμόνων λέγει ούτως, «εξ εναντίας γαρ τούτων (των δαιμόνων), των εχόντων εξακισχιλίους χρόνους εισφέρεις εαυτόν δογμάτισε» από αυτό γίνεται φανερό, ότι όταν τον λόγον έγραφε, υπήρχε ήδη τελειωμένο το από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστόν έτος.
https://www.saint.gr
Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021
ΑΓΙΟΙ ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ. ΜΑΡΚΟΣ ΚΑΙ ΖΗΝΩΝ ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ
ΑΓΙΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΡΑΤΟΣ Ο ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ 49 ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ
Ο Άγιος Καλλίστρατος μαρτύρησε στη Ρώμη επί Διοκλητιανού (284 - 304 μ.Χ.). Καταγόταν από την Καρχηδόνα και οι γονείς του, καθώς και οι πρόγονοί του, ήταν ευσεβέστατοι χριστιανοί.
Όταν μεγάλωσε ο Καλλίστρατος, κατατάχθηκε στο Ρωμαϊκό στρατό σαν νεοσύλλεκτος αλλά δεν εγκατέλειψε τις ευσεβείς συνήθειές του. Μια από αυτές ήταν η βραδυνή προσευχή. Κάποιοι ειδωλολάτρες στρατιώτες κατήγγειλαν το γεγονός στον ειδωλολάτρη στρατηγό Περσεντίνο.
Εκείνος, αφού διέταξε πρώτα τον βασανισμό του, ακολούθως διέταξε να τον τοποθετήσουν μέσα σε ένα δεμένο σάκκο και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Με θαυματουργό τρόπο ο σάκκος σχίστηκε και δύο δελφίνια έσωσαν τον Καλλίστρατο. Σαράντα εννέα στρατιώτες που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Χριστό. Ο Περσεντίνος τότε εξοργισθείς διέταξε τον αποκεφαλισμό όλων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου Καλλίστρατου στις 27 Σεπτεμβρίου.
ΑΓΙΑ ΑΚΥΛΙΝΑ Η ΖΑΓΚΛΙΒΕΡΙΝΗ
Η Αγία Ακυλίνα καταγόταν από το χωριό Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης και ανατράφηκε από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της όμως, σκότωσε ένα Τούρκο, μετά από φιλονικία μαζί του. Για ν' αποφύγει την τιμωρία του θανάτου, δέχτηκε τον μουσουλμανισμό. Αλλά η μητέρα της έμεινε σταθερή στον Χριστό και κάθε μέρα δίδασκε στην Ακυλίνα την αρετή και την πίστη. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του πατέρα της και τις απειλές των Τούρκων, η Ακυλίνα δεν αρνήθηκε τον Χριστό. Όταν την οδηγούσαν στο μαρτύριο την ακολουθούσε και η μητέρα της, που την παρότρυνε σ' αυτό. Η Ακυλίνα ήλεγχε με θάρρος τους Τούρκους και τη θρησκεία τους, με αποτέλεσμα να πεθάνει μαρτυρικά, μετά από πολυήμερο ραβδισμό, στις 27 Σεπτεμβρίου 1764 μ.Χ. σε ηλικία 19 ετών.
Κανείς δεν γνωρίζει που εναπόθεσαν οι συντοπίτες της το τίμιο λείψανο της. Λέγεται πως οι Τούρκοι θέλησαν ακόμη και νεκρή να την κάνουν δική τους, γι' αυτό και διέταξαν να την θάψουν στο τούρκικο νεκροταφείο που ήταν κοντά στο τζαμί για να ικανοποιήσουν έτσι τον άσβεστο εγωισμό τους. Έτσι κι έγινε. Το θεόσταλτο όμως φώς, που σαν άστρο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω από τον τάφο της , ήταν το σημείο που υποχρέωσε τους χριστιανούς συμπατριώτες της να κλέψουν το σώμα της και να το ενταφιάσουν κάπου όπου θα ήταν ασφαλές. Κατά την παράδοση, τα ονόματα των τολμηρών αυτών ανθρώπων ήταν Τσόπλας , Καλημέρης και Μπούκλας , οι οποίοι λέγεται πως έκαναν όρκο να μην μαρτυρήσουν ποτέ σε κανέναν το μυστικό , γιατί θα υπήρχε ο φόβος να βρεθεί το άγιο λείψανο της στα χέρια των Τούρκων. Χριστιανοί πολλοί έχουν φύγει έκτοτε από τη ζωή με τον καημό να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα της. Σήμερα έχει χτιστεί προς τιμήν της περικαλλής και μεγαλοπρεπής Ιερός Ναός ο οποίος, όμως, παραμένει ελλιπής χωρίς την ευλογία των αγίων της λειψάνων.
Η μνήμη της Αγίας Ακυλίνας τιμάται από το 1957 μ.Χ. στις 27 Σεπτεμβρίου, ημέρα της τελειώσεώς της. Μέχρι τότε η Ακυλίνα εορταζόταν στις 24 Απριλίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ήταν το ότι οι κάτοικοι του Ζαγκλιβερίου ήθελαν να συνδέσουν τις δύο μεγάλες πανηγύρεις του χωριού τους, του Αγίου Γεωργίου, στο όνομα του οποίου τιμώνταν ο κεντρικός ναός του χωριού, και της Αγίας τους. Από το 1957 μ.Χ. όμως η Ακυλίνα άρχισε να εορτάζεται πλέον στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ από το 1984 μ.Χ. και μετά, που συστήθηκε και δεύτερη ενορία στο χωριό, της Αγίας Ακυλίνας, και άρχισε η ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπέστατου ναού προς τιμήν της, η μνήμη της και η εορτή της μετατοπίσθηκαν επισήμως την 27η Σεπτεμβρίου.
Σε κάποιο χειρόγραφο που βρέθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο Ζαγκλιβέρι υπάρχει μία πρόσφατα εκδεδομένη Ακολουθία πρός τιμήν της Ακυλίνας, που ψαλλόταν μέχρι το 1969 μ.Χ.. Η Ακολουθία, ως κάτοχος της οποίας φέρεται ο μοναχός Πολύκαρπος Αθ. Γιακούδης Παντοκρατορινός και της οποίας ο συνθέτης είναι άγνωστος, περιλαμβάνει την Ακολουθία του Εσπερινού, του Όρθρου, τη Λειτουργία, το βίο και το Μαρτύριο της Αγίας. Το Σεπτέμβριο του 1969 μ.Χ. ο υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, συνέθεσε Ακολουθία πρός τιμήν της, η οποία ψάλλεται από τότε στην εορτὴ της Αγίας. Μέχρι σήμερα ακολούθησαν αρκετές εκδόσεις της ίδιας Ακολουθίας, ενώ το 1980 μ.Χ. προστέθηκαν και Χαιρετισμοί και Εγκώμια στην παρθενομάρτυρα από τον ίδιο υμνογράφο.
Η πρώτη εικονογράφηση της νεομάρτυρος χρονολογείται το 1858 μ.Χ. σε κάποιο έργο του ιεροδιακόνου Ιεροθέου της Ιεράς Μονης Λογγοβάρδας και μετέπειτα επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, όπου εικονίζονται όλοι οι μετά την Άλωση νεομάρτυρες. Σ᾿ αυτήν απεικονίζεται και η Ακυλίνα μαζὶ με την Κυράννα και την Άργυρη.
Επίσης στον κεντρικό ναό του Ζαγκλιβερίου, τον Άγιο Γεώργιο, βρίσκονται τρείς από τις παλαιότερες εικόνες της Αγίας. Η πρώτη χρονολογείται το 1903 μ.Χ. και παρουσιάζει ολόσωμη την Αγία· κάτω αριστερά και δεξιά περιέχονται δύο σκηνές από το βίο της, η μαστίγωση και η κοίμησή της, ενώ επάνω αριστερά παριστάνεται ο Χριστός να ευλογεί την Αγία. Η δεύτερη εικόνα που παρουσιάζει επίσης ολόσωμη την Ακυλίνα φέρεται ως δέηση του «Πολυκάρπου ᾿Αθανασίου Γιαγκούδη Ζαγκλιβερινῷ Παντοκρατορινῷ ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει τῇ 1 Σεπτεμβρίου 1904”, είναι δηλαδὴ προσφορά του ίδίου προσώπου, δαπάνη του οποίου έγινε και η πρώτη Ακολουθία πρός τιμήν της νεομάρτυρος. Τέλος, η τρίτη εικόνα είναι δέηση του Παναγιώτη Αναγνώστου το 1913 μ.Χ., και εικονίζονται η Αγία Ακυλίνα μαζὶ με την Αγία Κυράννα. Και οι τρείς εικόνες έχουν αγιορειτικὴ προέλευση.
Το σπίτι της Αγίας όπου και ο τόπος του μαρτυρίου της, σώζεται μέχρι σήμερα, όχι βέβαια σε καλή κατάσταση. Ένα καντήλι που καίει νύχτα μέρα δηλώνει το σεβασμό των Ζαγκλιβερινών στην Αγία Ακυλίνα την οποία τιμούν κατά τη διάρκεια των Ακυλίνειων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Αγίας Ακυλίνας στις 27 Σεπτεμβρίου.
Η μνήμη της Αγίας Ακυλίνας τιμάται από το 1957 μ.Χ. στις 27 Σεπτεμβρίου, ημέρα της τελειώσεώς της. Μέχρι τότε η Ακυλίνα εορταζόταν στις 24 Απριλίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ήταν το ότι οι κάτοικοι του Ζαγκλιβερίου ήθελαν να συνδέσουν τις δύο μεγάλες πανηγύρεις του χωριού τους, του Αγίου Γεωργίου, στο όνομα του οποίου τιμώνταν ο κεντρικός ναός του χωριού, και της Αγίας τους. Από το 1957 μ.Χ. όμως η Ακυλίνα άρχισε να εορτάζεται πλέον στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ από το 1984 μ.Χ. και μετά, που συστήθηκε και δεύτερη ενορία στο χωριό, της Αγίας Ακυλίνας, και άρχισε η ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπέστατου ναού προς τιμήν της, η μνήμη της και η εορτή της μετατοπίσθηκαν επισήμως την 27η Σεπτεμβρίου.
Σε κάποιο χειρόγραφο που βρέθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο Ζαγκλιβέρι υπάρχει μία πρόσφατα εκδεδομένη Ακολουθία πρός τιμήν της Ακυλίνας, που ψαλλόταν μέχρι το 1969 μ.Χ.. Η Ακολουθία, ως κάτοχος της οποίας φέρεται ο μοναχός Πολύκαρπος Αθ. Γιακούδης Παντοκρατορινός και της οποίας ο συνθέτης είναι άγνωστος, περιλαμβάνει την Ακολουθία του Εσπερινού, του Όρθρου, τη Λειτουργία, το βίο και το Μαρτύριο της Αγίας. Το Σεπτέμβριο του 1969 μ.Χ. ο υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, συνέθεσε Ακολουθία πρός τιμήν της, η οποία ψάλλεται από τότε στην εορτὴ της Αγίας. Μέχρι σήμερα ακολούθησαν αρκετές εκδόσεις της ίδιας Ακολουθίας, ενώ το 1980 μ.Χ. προστέθηκαν και Χαιρετισμοί και Εγκώμια στην παρθενομάρτυρα από τον ίδιο υμνογράφο.
Η πρώτη εικονογράφηση της νεομάρτυρος χρονολογείται το 1858 μ.Χ. σε κάποιο έργο του ιεροδιακόνου Ιεροθέου της Ιεράς Μονης Λογγοβάρδας και μετέπειτα επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, όπου εικονίζονται όλοι οι μετά την Άλωση νεομάρτυρες. Σ᾿ αυτήν απεικονίζεται και η Ακυλίνα μαζὶ με την Κυράννα και την Άργυρη.
Επίσης στον κεντρικό ναό του Ζαγκλιβερίου, τον Άγιο Γεώργιο, βρίσκονται τρείς από τις παλαιότερες εικόνες της Αγίας. Η πρώτη χρονολογείται το 1903 μ.Χ. και παρουσιάζει ολόσωμη την Αγία· κάτω αριστερά και δεξιά περιέχονται δύο σκηνές από το βίο της, η μαστίγωση και η κοίμησή της, ενώ επάνω αριστερά παριστάνεται ο Χριστός να ευλογεί την Αγία. Η δεύτερη εικόνα που παρουσιάζει επίσης ολόσωμη την Ακυλίνα φέρεται ως δέηση του «Πολυκάρπου ᾿Αθανασίου Γιαγκούδη Ζαγκλιβερινῷ Παντοκρατορινῷ ἐν ῾Αγίῳ ῎Ορει τῇ 1 Σεπτεμβρίου 1904”, είναι δηλαδὴ προσφορά του ίδίου προσώπου, δαπάνη του οποίου έγινε και η πρώτη Ακολουθία πρός τιμήν της νεομάρτυρος. Τέλος, η τρίτη εικόνα είναι δέηση του Παναγιώτη Αναγνώστου το 1913 μ.Χ., και εικονίζονται η Αγία Ακυλίνα μαζὶ με την Αγία Κυράννα. Και οι τρείς εικόνες έχουν αγιορειτικὴ προέλευση.
Το σπίτι της Αγίας όπου και ο τόπος του μαρτυρίου της, σώζεται μέχρι σήμερα, όχι βέβαια σε καλή κατάσταση. Ένα καντήλι που καίει νύχτα μέρα δηλώνει το σεβασμό των Ζαγκλιβερινών στην Αγία Ακυλίνα την οποία τιμούν κατά τη διάρκεια των Ακυλίνειων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Αγίας Ακυλίνας στις 27 Σεπτεμβρίου.
https://www.saint.gr
Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021
ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΣΠΗΛΕΩΤΗΣ
Περί τα τρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά του
χωριού Σιάς της επαρχίας Λευκωσίας προς το χωριό Αλάμπρα, ευρίσκεται μια
ερειπωμένη εκκλησία δίπλα σε ένα χείμαρο, η οποία λέγεται «Άης Γιάννης» (Άγιος
Ιωάννης). Βορειότερα αυτής της ερειπωμένης εκκλησίας έχει κτιστεί τελευταίως
καινούργια εκκλησία πάλι του Αγίου Ιωάννου. Οι κάτοικοι την αφιέρωσαν στον Άγιο
Ιωάννη τον Θεολόγο.
Η αρχική όμως εκκλησία που κτίστηκε κάποτε στον τόπο της ερειπωμένης εκκλησίας,
κτίστηκε στο όνομα τοπικού αγίου, του Οσίου Ιωάννη Σπηλεώτη (γνωστού και ως
Ποταμίτη). Με την πάροδο του χρόνου αυτή η εκκλησία γκρεμίστηκε και οι κάτοικοι
των γύρω χωριών ξανάκτισαν αυτή που σώζεται ερειπωμένη μέχρι σήμερα. Η εκκλησία
κτίστηκε το 1870 μ.Χ. με απλό πετρόκτιστο κτίσμα, τετράγωνης κατασκευής, κι
ήταν κεραμιδοσκέπαστη. Εσωτερικά στο κέντρο του ναού, υπάρχει χαρακτηριστικά
μια καμάρα, που πιθανόν να υπήρχαν κάποτε τα λείψανα του τοπικού αυτού οσίου τα
οποία εφυλόσονταν εκεί και τα προσκυνούσαν οι πιστοί. Σήμερα αυτή η εκκλησία
έχει εγκαταλειφθεί και δεν λειτουργείται.
Επι ονόματι λοιπόν του τοπικού Οσίου Ιωάννη Σπηλεώτη είχε κτιστεί η πρώτη
εκκλησία και όχι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Στα ανατολικά της εκκλησίας,
γύρω στα δέκα μέτρα, υπάρχει λαξευτή σπηλιά μέσα σε βράχο, κοντά στον μικρό
χείμαρο. Μέσα στην μικρή αυτή σπηλιά που είναι σαν καταφύγιο, στα αριστερά της,
υπάρχει πεζούλα η οποία εχρησιμοποιείτο από τον οικήτορα της ασκητή σαν
κρεβάτι, λαξευμένο στη πέτρα. Στα δεξιά της σπηλιάς υπάρχει στενόμακρο μικρό
κάθισμα. Την σπηλιά αυτή, την χρησιμοποιούσε ο Ασκητής Ιωάννης Σπηλεώτης σαν
καταφύγιο και προστασία από τις βροχές και κυρίως εκεί κατέφευγε τον καιρό του
χειμώνα. Μέχρι και σήμερα σαν επισκεφθείτε την σπηλιά, θα δείτε να διατηρούνται
το πέτρινο κρεβάτι του αγίου, ακόμη και το μαχαιράκι με το οποίο έσκαψε την
σπηλιά.
Στην περιοχή τότε μόνασαν πέντε όσιοι. Οι τρεις αποκαλύφθηκαν. Ο Θεράπων, ο
Ευτύχιος, και ο Ιωάννης Σπηλεώτης. Το 700 μ.χ. στην περιοχή υπήρχε ένας
Ρωμαϊκός συνοικισμός, η λεγόμενη Παμπουλιά. Εκεί έφθασαν αλαμάνοι αγίοι από από
την Παλαιστίνη, μεταξύ αυτών και οι πέντε όσιοι. Ο Ιωάννης Σπηλεώτης πέρασε από
το χωριό Σια, έσκαψε την σπηλιά του, στην οποία έζησε και πήρε το όνομα Άγιος
Ιωάννης Σπηλεώτης.
Το 2002 μ.Χ., μετά από πυρκαγιά που προκλήθηκε στη περιοχή, τρεις ιερείς
έτρεξαν να κοιτάξουν κατά πόσο επηρεάσθηκαν τα εκκλησάκια από την πυρκαγιά.
Επισκεπτόμενοι τον χώρο και ιδιαίτερα το σπήλαιο, κάπου εκεί μέσα σε μια γωνιά,
βρήκαν μια σανίδα όχι πεταμένη αλλά ξεχασμένη. Την μάζεψαν και την πήγαν σε
συντηρητή αγιογράφο. Όταν την καθάρισαν αρκετά καλά έμειναν έκπληκτοι από το εικόνισμα
που αντίκρισαν. Η σανίδα αυτή ήταν παλιά εικόνα μεγάλης αξίας του Άγίου Ιωάννη
Σπηλεώτη. Θεωρείται δεσπόζουσας σημασίας η εικόνα αυτή, γι’ αυτό και την έχουν
φυλαγμένη. Μονάχα την μέρα της γιορτής του Aγίου, εκτίθεται σε προσκύνημα. Στο
ειλατάριο που κρατεί ο Όσιος αναγράφεται «Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός,
σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον».
Τα τελευταία χρόνια ο Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης έχει κάνει διάφορα θαύματα,
μερικά από τα οποία παραθέτονται πιο κάτω:
α) Ο Άγιος Ιωάννης Σπηλεώτης θεράπευσε δεκαπεντάχρονο παιδί από το χωριό Κόρνος
το οποίο έπασχε από λευχαιμία, όταν προσέτρεξαν οι γονείς του προς τον Άγιο και
ζήτησαν τη βοήθεια του.
β) Νέος από τα Κοκκινοχώρια, ο οποίος έπεσε από σκαλωσιά έμεινε παράλυτος εξ
αιτίας βλάβης της σπονδυλικής του στήλης. Ακολούθως είδε τον Άγιο Ιωάννη
Σπηλεώτη στον ύπνο του και του είπε: «Έλα στο σπήλαιό μου και ξάπλωσε στο
κρεβάτι μου και θα γιατρευτείς». και έτσι πήγε στην Σιά και αφού προσκύνησε
στην ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου, ακολούθως πήγε στο σπήλαιο και όταν ξάπλωσε
στο πέτρινο κρεβάτι του Οσίου και επικαλέστηκε την βοήθεια του, σηκώθηκε υγιής
δοξάζοντας τον Θεό και ευχαριστώντας τον Άγιο.
γ) Κάποιος χριστιανός από το χωριό Λύμπια, έπαθε δυστύχημα στον παλαιό δρόμο
Μοσφιλωτής - Αλάμπρας κοντά στο γεφύρι που οδηγεί ο δρόμος στην εκκλησία του
Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Είχε μαζί του και τα δύο του παιδιά που ήταν ακόμη βρέφη
και τα οποία έπαθαν κατάγματα και ευρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση. Την ώρα του
δυστυχήματος ο άνθρωπος αυτός είδε ένα λαμπερό γέροντα με λευκή στολή που
άρπαξε τα δυο του παιδιά και τα σήκωσε πάνω και έτσι δεν έπαθαν περισσότερη
βλάβη. Μετά έμαθε ότι εκεί κοντά ευρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη
Σπηλεώτη, όπου πήγε και προσκύνησε και ακολούθως πήγε και είδε και το σπήλαιο
του.
Επίσης στην Μονή Κύκκου ανακαλύφθηκε η Κάρα του Αγίου Ιωάννη Σπηλεώτη. Ο
επίσκοπος της Μονής Κύκκου Νικηφόρος, παραχώρησε τεμάχιο λειψάνων του Αγίου
στην κοινότητα της Σιάς. Το τεμάχιο αυτό φυλάγεται σε ειδική λειψανοθήκη στην
Κεντρική εκκλησία του Χωριού της Παναγίας Χρυσελεούσας, και μεταφέρεται μόνο
κατά τον συνεορτασμό των Αγίων Ιωάννη Θεολόγου και Σπηλεώτη στις 26
Σεπτεμβρίου.
Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Αρκετοί είχαν την άποψη ότι ο Ιωάννης δεν πέθανε, αλλά μετατέθηκε στην άλλη ζωή, όπως ο Ενώχ και ο Ηλίας. Αφορμή γι' αυτή την άποψη έδωσε το γνωστό ευαγγελικό χωρίο, Ιωάννου κα’ 22. Όμως, ο αμέσως επόμενος στίχος κα' 23 διευκρινίζει τα πράγματα.
Η παράδοση που ασπάσθηκε η Εκκλησία μας είναι η έξης: Ο Ιωάννης σε βαθειά γεράματα πέθανε στην Έφεσο και τάφηκε έξω απ' αυτή. Αλλά μετά από μερικές ήμερες, όταν οι μαθητές του επισκέφθηκαν τον τάφο, βρήκαν αυτόν κενό. Η Εκκλησία μας, λοιπόν, δέχεται ότι στον αγαπημένο μαθητή του Κυρίου συνέβη ότι και με την Παναγία μητέρα Του. Δηλαδή, ο Ιωάννης ναι μεν πέθανε και ετάφη, αλλά μετά τρεις ημέρες αναστήθηκε και μετέστη στην αιώνια ζωή, για την οποία ο ίδιος, να τί λέει σχετικά: «Ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν, ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει» (Α' επιστολή Ιωάννου, ε' 12). Εκείνος, δηλαδή, που είναι ενωμένος μέσω της πίστης με το Χριστό και τον έχει δικό του, έχει την αληθινή και αιώνια ζωή. Εκείνος, όμως, που δεν έχει τον Υιό του Θεού, να έχει υπ’ όψιν του πως δεν έχει και την αληθινή και αιώνια ζωή.
https://www.saint.gr
Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021
ΓΕΡΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛ: ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΣΕΙΕΤΑΙ Η ΓΗ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑΡΑΣΣΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ΜΑΣ;
Όλα αυτά παρέρχονται, ο Παράδεισος είναι αιώνιος, η ψυχή σας είναι αθάνατη. Αυτή να επιμελείσθε…
ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ: ΚΑΙ ΓΙ' ΑΥΤΟ ΠΡΩΤΑ ΑΠ' ΟΛΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΤΟ "ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ"!
Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής: Και γι’ αυτό πρώτα απ’ όλα χρειάζεται το «γνώθι σαυτόν». Δηλαδή να γνωρίσεις τον εαυτό σου, ποιος είσαι. Ποιός είσαι στ’ αλήθεια, όχι ποιός νομίζεις εσύ ότι είσαι. Με τη γνώση αυτή γίνεσαι ο σοφότερος των ανθρώπων. Με τέτοια επίγνωση έρχεσαι σε ταπείνωση και παίρνεις χάρη από τον Κύριο. Διαφορετικά αν δεν αποκτήσεις αυτογνωσία, αλλ’ υπολογίζεις μόνο τον κόπο σου, γνώριζε ότι πάντοτε θα βρίσκεσαι μακριά από το δρόμο. Διότι δεν λέει ο Προφήτης· «ίδε, Κύριε, τον κόπον μου», αλλά «ίδε, λέγει, την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου». Ο κόπος είναι για το σώμα, η ταπείνωση για τη ψυχή και πάλι τα δύο μαζί, κόπος και ταπείνωση, για όλον τον άνθρωπο.
ΙΕΡΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ: ΑΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΟΤΙ ΣΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!
Άγιος Αυγουστίνος: Αν πιστεύεις μόνο ό,τι σου αρέσει από τον Λόγο του Θεού, και απορρίπτεις ό,τι δεν σου αρέσει, δεν πιστεύεις στον Λόγο του Θεού, πιστεύεις στον εαυτό σου.
Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021
ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ; ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ Ή ΝΑ ΣΕ ΑΓΑΠΑΝΕ;
Ρώτησαν κάποτε έναν
γέροντα: «Τι είναι πιο σημαντικό; Να αγαπάς ή να σε αγαπάνε;»
Και ο γέροντας απάντησε: «Τι είναι πιο σημαντικό σε ένα πουλί; Η αριστερή του
φτερούγα ή η δεξιά;» Εσύ, έχεις και τις δύο φτερούγες;
ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ: Η ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΓΡΑΦΗ!
Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: Ἡ δικαιολογία δὲν εἶναι γραμμένη στὴ Γραφή. Οἱ ἅγιοι ὄχι μόνο δὲν δικαιολογοῦνται, ἀλλὰ ὑποφέρουν ἑκουσίως γιὰ τοὺς ἄλλους.
ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ: ΧΑΡΗ ΣΤΟΥΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΓΙΟΥΣ ΜΕΤΑΒΑΛΛΕΤΑΙ Η ΡΟΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ!
Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης: Χάρη στους άγνωστους στον κόσμο αγίους μεταβάλλεται η ροή των ιστορικών και κοσμικών γεγονότων.
Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ
Άγιος Ιωάννης ο Νεομάρτυρας
Ξαφνικά όμως, άρχισε να ζει σαν χριστιανός, πέταξε τα ενδύματα του Δερβίση και ντύθηκε χριστιανικά. Έπειτα πήγε στην Ιθάκη, όπου δέχτηκε το άγιο Βάπτισμα με το όνομα Ιωάννης.
Όταν επανήλθε στην Αιτωλία, παντρεύτηκε στο χωριό Μαχαλάς και έκανε το επάγγελμα του αγροφύλακα. Ο πατέρας του όμως, έστειλε απεσταλμένους να τον μεταπείσουν, αλλά αυτός τους έδιωξε. Τότε συλλήφθηκε από τον Μουσελίμη του Βραχωρίου, στον όποιο ομολόγησε με θάρρος το χριστιανικό του όνομα και την αγάπη του στον Χριστό. Βασανίστηκε ανελέητα. Τελικά τον αποκεφάλισαν στις 23 Σεπτεμβρίου 1814 μ.Χ. Οι χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο λείψανο του και το έθαψαν σ' ένα αγρόκτημα στο Βραχώρι.
Τα άγια λείψανα του οι πιστοι τα μετέφεραν και τα εναπόθεσαν σε κρύπτη της Ιεράς Μονής Προυσού, όπου και ανευρέθησαν στις 4 Ιανουαρίου 1974 μ.Χ. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου στις 23 Σεπτεμβρίου.
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ
«....Εγώ χριστιανός είμαι και τον Χριστό μου πιστεύω για αληθινό Θεό. Οι τιμές και τα οφίκια που μου τάζεις, δεν μου χρειάζονται. Εγώ τον Χριστό μου δεν αρνούμαι, τον Χριστό πιστεύω, για το όνομα του θα πεθάνω, Τούρκος δεν γίνομαι». Αυτή ήταν η δυναμική απάντηση του νεαρού Νικολάου στον κριτή, όταν με πλεκτάνη προσπάθησαν να τον εξισλαμίσουν.
Ο Νικόλαος γεννήθηκε στο Καρπενήσι από γονείς ευσεβείς (ανήκε, κατά παράδοσιν σωζομένην προφορικώς μέχρι σήμερα, στην οικογένεια Καρανίκα), που φρόντισαν και για τη δική του ευσέβεια και μόρφωση. Σε ηλικία 15 χρονών βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, υπηρετώντας στο παντοπωλείο του πατέρα του, στο Ταχτά Καλέ. Κάποιος κουρέας Τούρκος όμως, που του μάθαινε την Τούρκικη γλώσσα, του έδωσε να διαβάσει την Τούρκικη ομολογία πίστης, μπροστά σε μάρτυρες, χωρίς ο Νικόλαος να γνωρίζει τίποτα. Όταν του είπαν ότι γίνεται Τούρκος, ο Νικόλαος αμέσως ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Η δυναμική απάντηση που έδωσε στον κριτή, έκανε τους Τούρκους να τον βασανίσουν μέσα στη φυλακή με τον πιο άγριο τρόπο. Παρ' όλα αυτά όμως, ο Νικόλαος έμεινε ακλόνητος στην πίστη του. Έτσι, τη Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 1672 μ.Χ. τον αποκεφάλισαν. Ήταν 15 χρονών.
Το λείψανο του ενταφιάστηκε στο Μοναστήρι της Παναγίας Χάλκης. Αργότερα η κάρα του Αγίου, μεταφέρθηκε στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου του Άγιου Όρους. Μέρος των Λειψάνων του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Γρηγορίου Αγίου Όρους και Τατάρνας Ευρυτανίας. Η σιαγόνα του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Προυσού Ευρυτανίας. Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στον ομώνυμο Ναό Καρπενησίου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου Νικολάου του Νεομάρτυρα στις 23 Σεπτεμβρίου.
Σπουδαίες πληροφορίες για το μαρτύριο του νεαρού Αγίου έδωσε ο τότε γραμματέας της Γαλλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος είχε εντυπωσιασθεί από το σθένος και την πίστη του Νικολάου.
ΟΣΙΕΣ ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Η Ξανθίππη μαζί με το σύζυγο της Πρόβο, άρχοντος της χώρας, διδάχτηκε τη χριστιανική θρησκεία, και ήλθε σ' αυτή, από τον απόστολο Παύλο (βλ. Pωμ. ιε', 28).
Η Πολυξένη ήταν παρθένος, προτού δε λάβη το άγιο βάπτισμα, είχε αρπαγή από κάποιον άνδρα ασελγή, αλλά η χάρις του Θεού την προστάτευσε και δεν του επέτρεψε να την διαφθείρη. Μεταβαίνοντας από τόπου εις τόπον άκουσε το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου και κατόπιν το κήρυγμα του αποστόλου Φιλίππου στην Ελλάδα. Τέλος, έγινε μαθήτρια του αποστόλου Ανδρέα, ο οποίος την έβάπτισε. Επανερχόμενη στην πατρίδα της, παρέλαβε μαζί της τον απόστολο Ονήσιμο και την συνοδοιπόρο των ταξιδιών της Ρεβέκκα, μαζί μέ την οποία είχε βαπτισθή.
Και οι δύο αδελφές, εργάστηκαν για τη χριστιανική πίστη και οδήγησαν σ' αυτή πολλές γυναίκες. Πέθαναν και οι δύο ειρηνικά σε προχωρημένη ηλικία, χωρίς να πάψουν μέχρι και την τελευταία τους πνοή να στηρίζουν τις ασθενικές ψυχές στη χριστιανική ελπίδα.
Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ: ΠΟΤΕ ΟΙ ΣΥΝΟΔΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ Ή ΤΩΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ;
«Ἡ πρόκληση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σήμερα»,
ἀφιερωμένη στή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
(μέ τήν προσθήκη τῶν ἀπαντήσεων του
σέ ἐρωτήματα πού τοῦ τέθηκαν κατά τήν συζήτηση)
Πρίν περάσω στό θέμα τῆς Εἰσηγήσεώς μου, θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ ἐπιγραμματικά στό τιμώμενο πρόσωπο τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ. Ὁ π. Γεώργιος πρωτοστάτησε -τά τελευταῖα κυρίως χρόνια- στούς πνευματικούς ἀγῶνες πού ἀφοροῦσαν στήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως καί τήν αὐθεντικότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τόσο ὁ κατ’ ἰδίαν, ὅσο καί ὁ δημόσιος λόγος του ἑστίαζε στό Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησιολογία ἦταν τό ἐπίκεντρο τῶν ἐνδιαφερόντων του, τό ὁποῖο διαπερνοῦσε ἀξονικά ὅλες τίς ἐπιστημονικές, ἐκκλησιαστικές καί κοινωνικές παρεμβάσεις του, ἀδιαφορώντας γιά τό ὁποιοδήποτε προσωπικό τίμημα καί μή κάνοντας ἐκπτώσεις στά δόγματα καί τό ὁμολογιακό φρόνημά του. Αἰωνία του ἡ μνήμη!
Ὁ Συνοδικός θεσμός στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό θεσμικό ἐκεῖνο ὄργανο πού παίρνει ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν στή Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐπακριβῆ διατύπωση τῶν δογμάτων της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Συνοδικότητα ἀποτελεῖ τόν ἁγιοπνευματικό ἐκεῖνο τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ὁριοθετοῦνται ἀδιαμφισβητήτως ἡ πίστη καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτόν τόν τρόπο διασφαλίζεται ἡ θεσμική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἡ οἰκουμενικότητά της. Ὁ Συνοδικός θεσμός, δηλαδή, ἀποτελεῖ τήν ἔκφραση τῆς ἑνότητας τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μεταξύ τους, ἀλλά καί τήν ἔκφραση τῆς μίας Ἐκκλησίας ἀνά την Οἰκουμένη.
Ἡ Συνοδικότητα, ὡς θεσμικός τρόπος ἐκφράσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει δογματικές προϋποθέσεις. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἀνάγονται στήν Ἁγιοτριαδική ζωή, στό ἐπίπεδο ὅμως τῆς θείας Οἰκονομίας, καί θεμελιώνονται κατεξοχήν στό Χριστολογικό δόγμα, ἀλλά καί κατ’ ἐπέκταση στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, νοουμένης ὡς μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Χωρίς αὐτές τίς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν βιωματικό καί γι’ αὐτό προσδιοριστικό χαρακτῆρα, ἡ Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας κενώνεται ἀπό τό οὐσιαστικό περιεχόμενό της καί καταντᾶ ἕνας ἀνθρώπινος θεσμός, ὁπότε ἐκπίπτει ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χαρακτῆρα του.
Οἱ Ἁγιοτριαδικές προϋποθέσεις τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζονται μέ σαφήνεια στό ἐπίπεδο τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἔτσι, ὁ Τριαδικός Θεός κατά τήν φανέρωσή Του στόν κόσμο καί τήν Ἱστορία ἐμφανίζεται νά ἐνεργεῖ «συνοδικά». Ὅλα στή δημιουργία καί τήν ἐν Χριστῷ ἀναδημιουργία γίνονται «συνοδικά», γίνονται πάντοτε «ἐκ Πατρός, δι’ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Στόν Τριαδικό Θεό δέν εἶναι μόνο ἡ οὐσία μία καί ἡ αὐτή, εἶναι μία καί ἡ ἐκ τῆς θείας οὐσίας ἐνέργεια, ἡ θέληση καί τό θέλημα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐμφανέστερα, ὅμως, τονίζεται στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν κοινή βούληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώνεται στήν Ἁγία Γραφή: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν». Ἀλλά καί ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι εὐδοκία τοῦ Πατρός, τῇ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά συνέπεια, ὑπάρχει ἀπόλυτη ταυτότητα στήν βούληση, ἐνέργεια καί πράξη τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων, τά ὁποῖα λειτουργοῦν συνοδικά. Καί, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὀφείλουν καί μποροῦν -ἀφοῦ ἔχουν σέ κτιστό ἐπίπεδο, βεβαίως, τίς ὀντολογικές προδιαγραφές, ὡς πραγματικές καί χαρισματικές προϋποθέσεις- νά λειτουργοῦν συνοδικά, κατά τό πρότυπό τους.
Ἡ πρακτική ὅμως δυνατότητα γιά τήν συνοδική λειτουργία τῶν ἀνθρώπων θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα. Καταρχήν, στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου –τοῦ Ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος- κατά τήν ἐνανθρώπησή Του συνῆλθαν καί λειτούργησαν συνοδικά καί ἀκέραια οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη.
Ἡ παραπάνω δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε μέ κάθε ἀκρίβεια στούς δογματικούς Ὅρους - Ἀποφάσεις τῆς Δ΄ καί Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ὅρος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Ὅρος τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φυσικῶν θελήσεών Του, ἐξαρτωμένων φυσικῶς ἐκ τῶν δύο ἀκεραίων φύσεών Του.
Εἰδικότερα, γιά τίς δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ -πού ἀφοροῦν ἄμεσα καί λειτουργικά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας- στόν Ὅρο τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σημειώνονται τά ἑξῆς, χαρακτηριστικῶς: «Καί δύο φυσικάς θελήσεις, ἤτοι θελήματα, ἐν αὐτῷ, καί δύο φυσικάς ἐνεργείας ‘‘ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως’’ (πρόκειται γιά τόν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν, ὡσαύτως κηρύττομεν· καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μή γένοιτο..., ἀλλά ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» (Βλ. Ἰω. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμ. Α΄, 222-223).
Οἱ δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, ἑνώθηκαν -ὅπως καί οἱ φύσεις Του- «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως», πρᾶγμα πού διασφαλίζει τήν ἑνότητα, ἀλλά καί τήν ἰδιαιτερότητα καί ἀκεραιότητα τῶν δύο θελήσεων. Οἱ θελήσεις τοῦ Χριστοῦ -ἐνῶ παραμένουν ἀδιαίρετα ἑνωμένες καί ἐνῶ διατηροῦν «ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως» τά φυσικά χαρακτηριστικά καί τήν ἰδιαιτερότητά τους –δέν ἀντίκεινται ἡ μία πρός τήν ἄλλη, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη θέληση ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑποταγή τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ καί ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν κατανόηση τῆς ἀναμαρτησίας καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἀποτελεῖ ὅμως καί τό «κλειδί» κατανοήσεως τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας καί ἑρμηνείας τοῦ ἀλαθήτου τῶν Ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτό θά γίνει σαφέστερο ἀπ’ ὅσα θά ποῦμε παρακάτω.
Ἡ ὕπαρξη τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί τῶν δύο θελήσεων στό Χριστό -ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεών Του- θεμελιώνει καί τήν ὕπαρξη δύο ἐλευθεριῶν καί δύο θελημάτων στούς πιστούς -ἐξαιτίας τῆς πραγματικῆς καί χαρισματικῆς ἐντάξεώς τους στό μυστηριακό καί θεωμένο σῶμα Του. Ἐδῶ, ὅμως, πρέπει νά διασαφηνίσουμε καί τήν θεμελιώδη διαφορά μας ἀπό τόν Χριστό. Ὁ πιστός ἔχει, ὡς ἴδιο τῆς φύσεώς του, μόνο τήν ἀνθρώπινη θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ ἄλλη -ἡ δεύτερη- θέληση καί ἐλευθερία του εἶναι ἄκτιστη φυσική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία οἰκειώνεται καί διατηρεῖ ἐνεργό, χαρισματικῶς, μόνο ὑπό ὁρισμένες σαφεῖς προϋποθέσεις.
Μάλιστα, ἡ σχέση τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί θελήσεων τοῦ Χριστοῦ παρέχει τό μέτρο καί τόν βαθμό, πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπει ἡ σχέση τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως καί ἐλευθερίας μέ τήν ἄκτιστη φυσική θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ σχέση αὐτή πρέπει νά εἶναι σχέση ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στή χαρισματική ἐλευθερία, πού παρέχεται στόν πιστό, ὡς ζωντανό μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ἡ ἐν Χριστῷ θέληση καί ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ χαρισματική θέληση καί ἐλευθερία καί μάλιστα στό μέτρο ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως καί ἐλευθερίας στήν ἄκτιστη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση, λοιπόν, τῶν δύο φυσικῶν ἐλευθεριῶν στόν πιστό ἔχει χριστολογική θεμελίωση. Ἄλλωστε, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «ὅ γέγονε, δι’ ἡμᾶς γέγονε ὁ Κύριος». Μέ ἄλλα λόγια, ὅ,τι ἔγινε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ φυσικῶς καί «καθ’ ὑπόστασιν», μπορεῖ νά γίνεται καί στό πρόσωπο τοῦ κάθε πιστοῦ χαρισματικῶς, μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό, ἀκριβῶς, εἶναι καί τό νόημα καί ὁ κατεξοχήν σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καί μόνον ὅταν τό Χριστολογικό δόγμα «μεταφράζεται» βιωματικῶς στήν ζωή τῶν πιστῶν, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δυνατή ἡ αὐθεντική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας τῶν Ἐπισκόπων-σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῶν Συνόδων (Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν) - ἀλλά καί ἡ ἔκφραση τῆς αὐθεντικῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν ἡ Συνοδικότητα ἔχει τήν θεολογική ἀφετηρία της στόν Τριαδικό Θεό καί ἄν θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα -ὅπως τεκμηριωμένα ὑποστηρίξαμε-, φανερώνεται ὅμως ἱστορικά, ἐμπειρικά καί θεσμικά στόν τρόπο λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν αὐτή συνέρχεται γιά νά λάβει ἀποφάσεις, πού ἀφοροῦν καίρια τήν ὁριοθέτηση τῆς πίστεως καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της.
Τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς Ἁγιοπνευματικό τρόπο λειτουργίας της- ἐγγυᾶται ἡ Ἴδια ἡ Θεανθρώπινη Κεφαλή της, τόσο διά τῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας σ’ αὐτήν, ὅσο καί διά τῆς χαρισματικῆς λειτουργίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός Του στά μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματός Του, καί εἰδικότερα στά θεσμικά μέλη Του, τούς Ἐπισκόπους, ὅταν αὐτοί συνέρχονται σέ Ἐκκλησιαστικές Συνόδους, μέ τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, συνιστοῦν τίς θεμελιώδεις προϋποθέσεις –τά ἐντελῶς δηλαδή ἀναγκαῖα πνευματικῶς προαπαιτούμενα- γιά τήν Ὀρθόδοξη λειτουργία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων.
Στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους –Τοπικές ἤ Πανορθόδοξες- οἱ Ἐπίσκοποι ἐκπροσωποῦν τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τῆς ἐπαρχίας τους ἰσοτίμως μέ ὅλους τούς ἄλλους Συνοδικούς Ἐπισκόπους καί Προκαθημένους, μηδέ τοῦ «Πρώτου» ἐξαιρουμένου. Σ’ αὐτές τίς Συνόδους, οἱ Ἐπίσκοποι -«ὅλην εἰσδεξάμενοι τήν νοητήν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»- ἀσκοῦν τήν ἀποστολική διακονία τους, κατά τήν ὁποία, διασκεπτόμενοι μεταξύ τους καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀποφασίζουν ὅλοι μαζί μέ ἰσότιμη ψῆφο γιά θέματα δογματικά καί ποιμαντικά, πού ἀφοροῦν καίρια καί προσδιοριστικά τό «μυστήριο τῆς Θεολογίας» καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀποφάσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Συνόδων ὑπόκεινται στήν ἁγιοπνευματική κρίση τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς ἀνά τόν κόσμο Ἐκκλησίας. Ὡς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νοοῦνται ὅλοι οἱ πιστοί –κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί- οἱ ὁποῖοι, δυνάμει τοῦ Ἁγίου Χρίσματός τους, ἐπικυρώνουν ἤ καί ἀπορρίπτουν τίς δογματικές ἀποφάσεις τῶν Συνοδικῶν Ἐπισκόπων, πού τούς ἐκπροσώπησαν, στήν περίπτωση πού αὐτοί δέν ἦσαν «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», διαχρονικῶς. Ἔτσι, ἡ δογματική συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἀποτελεῖ τήν ἀνώτατη αὐθεντία στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία -Ἐκκλησία- ἐκφράζει θεσμικά καί ἀλαθήτως ἡ ὄντως Οἰκουμενική Σύνοδος, καί εὔλογα τότε αὐτή ἔχει δεσμευτικές ἀποφάσεις γιά τό σύνολο τῶν πιστῶν ὅλων τῶν ἐπιμέρους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Ἐδῶ, ὅμως, θά πρέπει νά διευκρινιστεῖ, ὅτι καί ὁ Ὀρθόδοξος πιστός -κληρικός, μοναχός ἤ λαϊκός- δέν διασφαλίζεται ἀπό τήν ἐνδεχόμενη πλάνη μηχανιστικῶς, ἐπειδή ἔχει λάβει, ἁπλῶς, τό Ἅγιο Χρῖσμα καί ἐπειδή βρίσκεται σέ μυστηριακή κοινωνία μέ τούς ποιμένες του. Ἀπό τήν πλάνη διασφαλίζεται ὁ πιστός, μόνον ὅταν ἔχει καί ἐνεργό μέσα του τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβε μέ τό Ἅγιο Χρῖσμα. Αὐτό ὅμως προϋποθέτει ἔντονη ἀσκητική νήψη, ἀγαπητική τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καί ἀκατάκριτη μετοχή τῶν θεουργῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο μέ αὐτές τίς βιωματικές προϋποθέσεις, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνεργό τήν δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί τότε μόνον εἶναι σέ θέση νά ἀνακρίνει τήν πίστη τῶν ποιμένων του καί τότε μόνον ὀφείλει νά τούς ἀκολουθεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα ἑρμηνευτικῶς λέγει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό χωρίο τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν..., ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν» (Ἑβρ. 13,7. Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372).
Τά ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, θεολογικῶς, γιά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, θά ἦταν, νομίζω, πολύ σημαντικό νά τά ἀκούσουμε καί μέ τόν ἁπλό, ἀλλά μεστό πνευματικῶς καί φωτισμένο λόγο ἑνός χαρισματούχου καί ἐπισήμως, πλέον, ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, μέ γραμματικές γνώσεις τῆς Στ΄ Δημοτικοῦ, τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου.
«Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», λέγει, «πάντα λειτουργοῦσε μέ Συνόδους. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λειτουργεῖ ἡ Σύνοδος στήν Ἐκκλησία καί ἡ Γεροντική Σύναξη στά Μοναστήρια. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἡγούμενος ἤ ἡ ἡγουμένη καί τό ἡγουμενοσυμβούλιο νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι πρῶτος μεταξύ ἴσων. Καί ὁ Πατριάρχης δέν εἶναι πάπας. Ἔχει τόν ἴδιο βαθμό μέ τούς ὑπόλοιπους ἱεράρχες. Ἐνῶ ὁ πάπας ἔχει ἄλλο βαθμό –κάθεται ψηλά καί τοῦ φιλοῦν τό πόδι!- ὁ Πατριάρχης κάθεται μαζί μέ τούς ἄλλους ἱεράρχες καί συντονίζει. Καί ἕνας ἡγούμενος ἤ μία ἡγουμένη σέ σχέση μέ τούς προϊσταμένους εἶναι πάλι πρῶτοι μεταξύ ἴσων.
Δέν μπορεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἤ ἕνας ἡγούμενος νά κάνει ὅ,τι θέλει. Φωτίζει ὁ Θεός τόν ἕνα Ἱεράρχη ἤ προϊστάμενο γιά τό ἕνα θέμα, τόν ἄλλο γιά τό ἄλλο. Βλέπεις καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἔτσι καί ἐδῶ, λέει τήν γνώμη του ὁ καθένας, καί ὅταν ὑπάρχει ἀντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στά Πρακτικά. Γιατί, ὅταν πρόκειται γιά μιά ἀπόφαση ἀντίθετη μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἕνας δέν συμφωνεῖ, ἄν δέν ζητήσει νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, θά φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ. Ἄν δέν συμφωνεῖ καί ὑπογράψει, χωρίς νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, κάνει κακό καί φέρει εὐθύνη· εἶναι ἔνοχος. Ἐνῶ, ἄν πεῖ τήν γνώμη του, καί ἡ πλειοψηφία νά εἶναι ἀντίθετη, αὐτός εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι στόν Θεό. Ἄν στήν Ἐκκλησία δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ Σύνοδος ἤ στά μοναστήρια ἡ Σύναξη, τότε, ἐνῶ μιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο πνεῦμα, ἔχουμε παπικό. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λέει καί νά καταχωρίζει ὁ καθένας τήν γνώμη του, ὄχι νά μή μιλάει, γιατί φοβᾶται, ἤ νά κολακεύει, γιά νά τά ἔχει καλά μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο ἤ μέ τόν ἡγούμενο» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, σ. 329-330).
Σέ ἄλλη συνάφεια ἔλεγε: «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθε Ἐπισκόπου γιά νά κάνει ὅ,τι θέλει» (Ἰσαάκ Ἱερομονάχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος, 2004, σ. 691).
Μετά τήν παράθεση τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἄς ἐπανέλθουμε στήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα.
Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιολογική ἐκτροπή τῆς λεγόμενης «Συνόδου» τῆς Κρήτης κατέδειξε, γιά μία ἀκόμη φορά, αὐτό πού εἶναι ἤδη καταγεγραμμένο στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Κατέδειξε, δηλαδή, ὅτι τό Συνοδικό Σύστημα ἀπό μόνο του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνο, ὅταν οἱ Συνοδικοί Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, τό Χριστό, ὁπότε ὡς Συν-Οδικοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶναι στήν πράξη καί «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι».
Ὅπως ἀποδείχθηκε, δυστυχῶς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητο στίς μέρες μας. Γι’ αὐτό καί εἶναι λανθασμένο τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται, ἀπροϋπόθετα, καί κατά κόρον τόσο ἀπό τούς πιστούς ὅσο καί ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ὅτι θά πράξουμε «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «περιμένουμε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας», καθώς ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις.
Τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν οἱ Ἐπίσκοποι στήν Ἐπισκοπή τους καί οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων σέ Τοπικό ἤ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Αὐτοί μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τόν εὐσεβῆ λαό συναποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατά συνέπεια, δέν μπορεῖ ὁ Ἐπίσκοπος νά ἀγνοεῖ τούς πρεσβυτέρους καί τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Τά παραπάνω ἀποδεικνύονται καί ἱστορικῶς. Στήν Α΄ Ἀποστολική Σύνοδο (49 μ.Χ.)- ὅπου Πρῶτος καί Πρόεδρος δέν ἦταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος- ἐκφράστηκε ἡ Συνοδική Ἀλήθεια «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ»: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», σημειώνεται στήν Ἁγία Γραφή. Τό «ἡμῖν» δέν ἦταν ἁπλῶς μόνον οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά καί «οἱ σύν αὐτοῖς», δηλαδή οἱ Πρεσβύτεροι, «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ». Καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί ὁ ἁπλός λαός. Ἀλλά καί στήν περίπτωση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ θεολογική θέση ἑνός νεαροῦ Διακόνου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἐξέφρασε τήν ὅλη Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, καί αὐτή ἡ ὀρθότητα καί Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα ἀπό τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό μόνο ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦ φρονήματός της.
Κι ὅταν λέμε δογματική συνείδηση, ἐννοοῦμε τήν πνευματική γνώση, πού γεννιέται –χαρισματικῶς– στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀπό τήν βιούμενη Χάρη τοῦ ἐνεργοποιημένου Ἁγίου Χρίσματός τους. Εἶναι ἡ συμπυκνωμένη πνευματική ἐμπειρία μέσα στήν Ἐκκλησία, τό λειτουργοῦν δηλαδή μέσα μας Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο λάβαμε. Καί αὐτή εἶναι ἡ μοναδική ἰσότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὅλες οἱ ἄλλες διαφοροποιήσεις –θεσμικές ἤ προσωπικές- ἔχουν δευτερεύουσα σημασία. Γι’ αὐτό, καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί ἀπό τήν ἐνδεχόμενη διανοητική ἤ μή διανοητική ἐνασχόλησή τους. Ὅταν, λοιπόν, αὐτή ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐνεργοποιημένη, ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας.
Ἕνα γεγονός, πού προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν ὄχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί Ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ἀλλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού –ἐνῶ συνιστοῦν τό ἀνώτατο Διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν ὅλες τίς ἐξωτερικές-τυπικές προϋποθέσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων- ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ἤ Ληστρικές Σύνοδοι.
Κι αὐτό, γιατί στά δογματικά θέματα ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια, καθεαυτήν, εἶναι πλειοψηφική. Δηλαδή καί ἕνας ὅταν τήν ἐκφράζει, αὐτή πλειοψηφεῖ, ἔναντι τῶν ἑκατομυρίων καί δισεκατομυρίων ἄλλων ψήφων, πού εἶναι ἀντίθετες. Γιατί ἡ Ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδέα, δέν εἶναι ἄποψη. Εἶναι Ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό, καί ὅσοι διαφωνοῦν μέ αὐτήν, ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ καθαιροῦνται καί ἀφορίζονται, κατά περίπτωση.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι τό Ἴδιο τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τό Ὁποῖο λειτουργεῖ καί ἐκφράζεται καί μέ μεμονωμένα ἅγια πρόσωπα. Λόγου χάρη, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μέ τήν ἁγιότητά του καί τίς θεολογικότατες Ὁμιλίες του στήν ἁρειοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη, μόνος αὐτός ἀνέτρεψε κυριολετικά τό αἱρετικό κλίμα τῆς πρωτεύουσας τῆς Αὐτοκρατορίας καί προετοίμασε πνευματικῶς τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλά, αὐτό τό πρᾶγμα τό ἔδειξε χαρακτηριστικά ἡ Ἱστορία καί στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος –σημειωτέον- εἶχε μαζί του καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξη τότε Δυτική Ἐκκλησία μέ τόν Ὀρθόδοξο Πάπα. Τό ἔδειξε ὅμως καί στή δεύτερη χιλιετία, στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, στήν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Οἱ ἅγιοι ἤτανε μονάδες, ἔναντι τῆς κυριαρχίας τῆς πλειοψηφίας.
Ἀποδεικνύεται ἐδῶ, πώς ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος ἔδωσε τήν ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας καί τόν δικαίωσε ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱστορία σέ σχέση μέ ὅλους τούς ἄλλους, τόν Αὐτοκράτορα, τόν Πατριάρχη καί ὅλους ὅσοι συμμετεῖχαν, καί οἱ ὁποῖοι δέν ἐξέθεσαν τήν ἀλήθεια. Ἄρα, δέν εἶναι θέμα ἀριθμοῦ, ἀλλά θέμα Ἀληθείας ἤ μή Ἀληθείας. Αὐτό τό πρᾶγμα δέν πρέπει νά τό ξεχνοῦμε, γιατί εἶναι ἡ ποιοτική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί ἑτεροδοξίας, στήν πράξη. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τά πράγματα δέν λειτουργοῦν παπικά. Δέν εἶναι ὁ «Πρῶτος» ὑπεράνω καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως στόν Παπισμό, οὔτε φυσικά ὑπάρχει κάποιος ἐπιμέρους Προκαθήμενος ὡς πάπας, πού νά τοποθετηθεῖ πάνω ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἄρα, κριτήριο στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι, ὅτι συνῆλθε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἀπεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά ἦταν δυνατόν νά εἶναι θεωρητικά καί ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, καί ἕνας, δύο, τρεῖς ἤ ἐλάχιστοι ἀπό αὐτούς νά λέγανε κάτι τό ἀντίθετο. Δέν σημαίνει, ὅτι ἐκεῖνο, πού θά πεῖ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων, ἀποτελεῖ ἐχέγγυο τῆς Ἀληθείας, καί ὅτι θά πρέπει ὁπωσδήποτε αὐτό νά τό ἀποδεχτεῖ τό πλήρωμα. Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα στήν Ἐκκλησία. Κριτήριο τῆς Ἀληθείας εἶναι, ἐάν τά λεγόμενα στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶναι «ἑπόμενα τοῖς Ἁγίοις Πατράσι».
Εἶναι θέμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας νά ἀποτιμήσει στό μέλλον, ἐν Συνόδῳ, θεολογικά καί τελεσίδικα, τίς ἀποφάσεις καί αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ «Συνεδρίου» τῆς Κρήτης. Ἕως τότε, ὅμως, μπορεῖ καί πρέπει ὁ κάθε πιστός, παραμένοντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, νά τοποθετηθεῖ στίς μετέωρες καί ἀντιφατικές ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ «Συνεδρίου», μέ τά κριτήρια τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Τά ἀσφαλῆ κριτήρια αὐτῆς τῆς δογματικῆς συνειδήσεως συνοψίζονται στό περιεχόμενο τῆς ἁγιοπατερικῆς ρήσεως: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί ἡ ρήση αὐτή ἀφορᾶ καίρια τόσο τόν τύπο τῶν Συνόδων, ὅσο καί τήν δογματική διδασκαλία τους.
Μέ ἄλλα λόγια, ἄν τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς φορέας τῆς δογματικῆς συνειδήσεώς της- ἐπιβεβαιώνει τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀκυρώνει ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων, θεωρώντας τες ὡς Ψευδοσυνόδους, τότε εἶναι προφανές, ὅτι ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ἐκφραστεῖ μέ φόβο Θεοῦ καί ἔνθεο ζῆλο καί κατεξοχήν στήν προκειμένη περίπτωση γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης (Βλ. σχετικῶς καί π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, Μιά Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σσ. 80-83).
Τέλος, συμπερασματικά, θά λέγαμε, ὅτι ἡ ἐγκυρότητα τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ ἐξαρτᾶται -σέ τελευταία ἀνάλυση- ἀπό τήν ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεων καθεμιᾶς Συνόδου ἀπό τή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
1η Ἐρώτηση: Ἡ ἀποτείχιση πότε πρέπει νά γίνεται καί ἀπό ποιούς; Καί πιό συγκεκριμένα, στή Σύνοδο τῆς Κρήτης ἐκφράστηκαν καί σφραγίστηκαν κάποια ψευδῆ δόγματα, κάποιοι Ἱεράρχες ὑπέγραψαν. Μέ τήν ὑπογραφή τους συναινοῦν στά ψευδῆ δόγματα ἤ ὑπογράφουν ἁπλῶς τήν παρουσία τους στή Σύνοδο; Ὅσοι ὑπέγραψαν συναινετικά πρός τά ψευδῆ αὐτά δόγματα, θά πρέπει οἱ ἱερεῖς τῶν οἰκείων Μητροπόλεών τους νά ἀποτειχιστοῦν ἐξ αὐτῶν;
Ἀπάντηση κ. Τσελεγγίδη: Ἐκεῖνο πού θά ἤθελα νά πῶ στό πρῶτο ἐρώτημα εἶναι, ὅτι ἀποτειχίζεται κατ’ ἀρχήν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀντιλαμβάνεται δεδηλωμένη αἵρεση.
Ἡ ἀποτείχιση εἶναι μιά πολύ σοβαρή ὑπόθεση καί σχετίζεται μέ τήν ἀκρίβεια πού ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἱεροί Κανόνες, ὅμως, δίνουν καί τή δυνατότητα στόν πιστό νά κάνει Οἰκονομία· δηλαδή αὐτός πού ἀποτειχίζεται δέν μνημονεύει τόν Ἐπίσκοπό του, ἐνῶ αὐτός ὁ ὁποῖος τηρεῖ τήν ἀρχή τῆς Οἰκονομίας παραμένει στή μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλά κακίζει μέ ἀκριβῆ καί σαφῆ τρόπο τή δογματική αὐτή ἐκτροπή.
Ὡς πρός τή λεγομένη «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, μέ δεδομένο πάλι ὅτι ἐκεῖ δόθηκε ἐκκλησιαστικότητα, ἐκκλησιαστικοποιήθηκαν δηλαδή κατά κάποιο τρόπο οἱ αἱρέσεις, ἀφοῦ ὀνομάσθηκαν «ἐκκλησίες», καί ὑπέγραψαν κάποιοι αὐτά τά κείμενα, ὅσοι τά ὑπέγραψαν, φυσικά δημιούργησαν, κατά τήν ἐπιεικέστερη ἔκφρασή μου, μία προβληματική κατάσταση καί γιά τούς ἴδιους καί γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τή στιγμή κατά τήν ὁποία οἱ συγκεκριμένες ἐκκλησιαστικές κοινότητες, ὅπως λέγονται εὐρύτερα, ἔχουν σαφῶς δογματικές ἀποκλίσεις καί εἶναι καταδικασμένες στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Ἔγινε, δηλαδή, ἐκεῖ κάτι τό ὁποῖο ποτέ ὥς τώρα δέν ἀποδέχθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Βέβαια, εἶπα στήν Εἰσήγησή μου ὅτι ἡ λεγομένη αὐτή «Σύνοδος» δέν ἐκφράζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν ἔχει δηλαδή τά ἐχέγγυα τῆς Οἰκουμενικότητας αὐτῆς, ὡς Συνόδου.
2η Ἐρώτηση: Πῶς κρίνετε, ὅσον ἀφορᾶ στήν Συνοδικότητα, τίς Ἀποφάσεις τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου σχετικά μέ τά ὑγειονομικά μέτρα καί τό ἐμβόλιο;
Ἀπάντηση κ. Τσελεγγίδη: Κοιτάξτε, ἄν ἀναζητήσει κανείς τίς πνευματικές προϋποθέσεις καί τίς θελογικές προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ὑπόκεινται, πάντοτε πρέπει νά ὑπάρχουν δηλαδή, στή σύγκληση καί τήν Ἀπόφαση ἑνός Συνοδικοῦ σώματος, θά δεῖ ἐδῶ τό ἑξῆς παράδοξο, τό ὁποῖο θά ἔλεγα, ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, ὅτι εἶναι καί πρωτοφανές στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ συμπεριφορά παραπέμπει στήν τακτική τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἡ ὁποία ἔχει ψεχθεῖ καί ἱστορικά ὡς ἐσφαλμένη πράξη.
Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, τί θέλω νά πῶ ἁπλᾶ. Ἡ ΔΙΣ συνῆλθε καί ἀποφάσισε, ὅπως μᾶς εἶπε, ἄν κατάλαβα καλά ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου τῆς Ἐγκυκλίου, ὅτι μετά ἀπό ἐπιστημονική Εἰσήγηση (τῶν εἰδικῶν) τάσσεται ὑπέρ αὐτοῦ πού θέλει ἡ Πολιτεία. Αὐτό ὅμως δέν ἔχει προηγούμενο στήν Ὀρθόδοξη ὑποδομή τῶν Ἀποφάσεων μιᾶς Συνόδου. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἕνας ξεχωριστός χῶρος, ὁ ὁποῖος εἶναι σεβαστός, βεβαίως, ἀλλά ποτέ δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς προϋπόθεση Ἀποφάσεως Συνοδικῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται μέ βάση τήν κειμενική καί βιωματική Παράδοσή της. Τί κεῖται, δηλαδή, στήν Ἁγία Γραφή, στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί στούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί πάντοτε μέ βάση τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία. Κατά συνέπεια, ὁ ἁπλός λαός περίμενε νά λεχθεῖ κάτι τεκμηριωμένο ἐπί θεολογικῆς καί ἁγιοπνευματικῆς βάσεως. Αὐτό δέν ἔγινε. Τό χειρότερο, ὅπως σημείωσα, εἶναι ὅτι ἔγινε κάτι πρωτοφανές. Καί γιατί τό χαρακτηρίζω αὐτό ὡς πρωτοφανές; Ἐπειδή εἶναι ὀδυνηρό. Ἄν αὔριο, παραδείγματος χάριν, ἡ Ἐπιστήμη στήν ἐξέλιξή της ἔρθει καί ἀμφισβητήσει κάθετα, καίρια δηλαδή, αὐτήν τήν ἐπιστημονική ἀποτίμηση τῆς ἐποχῆς μας, πρᾶγμα τό ὁποῖο βεβαίως ἔχει γίνει στό παρελθόν καί κατά κόρον, τότε τί θά ἔχει νά πεῖ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος στήν προκειμένη περίπτωση, γιά νά ἀκριβολογήσουμε; Ὅτι ἐμεῖς τήν δεχθήκαμε καί ἐξαπατηθήκαμε ἀπό τήν Ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἀργότερα μᾶς εἶπε τά ἀντίθετα ἤ διαφορετικά; Αὐτό τό πρᾶγμα, ὡς μεθοδολογία, δηλαδή, εἶναι ἡ ἀποτυχία. Δέν εἶναι ὅτι ἔγινε, ἁπλῶς, ἕνα λάθος. Ἔχω ὑποστηρίξει δημόσια ὅτι ἡ Ἱεραρχία, μιά τοπική Ἱεραρχία, εἴτε στό σύνολό της εἴτε σέ μιά διαρκῆ φανέρωσή της, ὡς Διαρκής δηλαδή Σύνοδος, μπορεῖ νά ἀποφασίσει ἐσφαλμένα πράγματα. Καί αὐτό εἶναι ἀποτυπωμένο ἱστορικά στά κείμενά της. Δηλαδή, γιά τό ἴδιο θέμα, καμιά φορά καί μέ τήν ἴδια σύνθεση, ἔχουμε ἀντίθετη ἀπόφανση. Καί πρόσφατα, αὐτά τά ὁποῖα ἀποφάσισε ἡ Ἱεραρχία μας, πρίν καί μετά τή λεγομένη Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἶναι γνωστά καί ἐπιβεβαιώνουν τήν ἀλήθεια τῶν λεγομένων μας.
Ἀπό τό ἴδιο Σῶμα (τῆς Ἱεραρχίας) -ρωτῶ ἔτσι ἀφελῶς, ἄν μοῦ ἐπιτρέπετε- ποιά ἦταν ἡ σωστή Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Αὐτή πού πάρθηκε στήν ἀρχή (πρίν τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης) ἤ μετά ἀπό αὐτήν; Καί μέ τί κριτήρια μπορεῖ κανείς νά ἀξιολογήσει τό ὀρθό ἤ τό ἐσφαλμένο; Συνεπῶς, λάθη, ὅπως εἴπαμε, γίνονται. Ἀλλά, ἄς μή στηρίζονται αὐτά τά λάθη σέ θεμέλια ξένα πρός τή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἱστορία τῶν Συνόδων, στηρίχθηκε σέ θύραθεν ἐπιστημονικά δεδομένα. Τά δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος, εἶναι ἁγιοπνευματικά καί ἀποκαλυπτικά, δηλαδή, ἐξ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα, ἡ θέση αὐτή (τῆς Ἐγκυκλίου), κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ἄν θέλετε, ἀποτελεῖ ἕνα ὀλίσθημα, ἀφετηριακά ἀπαράδεκτο, πού δέν ἔχει ἱστορικό προηγούμενο. Καί ἑπομένως, θά πρέπει νά προσέχουμε κι ἐμεῖς, ὡς πιστοί, ὅταν ἀκοῦμε τίς Συνοδικές Ἀποφάσεις. Ὅταν συντασσόμαστε ἤ ὄχι μέ αὐτές, μέ τί κριτήρια τό κάνουμε. Γιατί εἶναι τραγικό νά μήν ἀποδέχεται κανείς ὡς πιστός τήν Συνοδική Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Εἶναι Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, μέ βάση τήν Ἐκκλησιολογία της; Μέ βάση αὐτά, δηλαδή, πού εἴπαμε προηγουμένως (στήν Εἰσήγησή μας), γιά τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Ἄλλο εἶναι ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μπορεῖ καί νά ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία καί ἄλλο εἶναι ἡ Ἐκκλησία καθεαυτήν. Καί τά κριτήρια τῆς ἀληθείας πρέπει νά εἶναι, ἐκ τῶν προτέρων, γνωστά καί σαφῆ.