ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ



Είδα στον ύπνο μου πως επισκέφθηκα τον Παράδεισο κι ένας άγγελος ανέλαβε να με ξεναγήσει.
Περπατούσαμε δίπλα - δίπλα σε μια τεράστια αίθουσα γεμάτη με αγγέλους.
Ο άγγελος οδηγός μου σταμάτησε μπροστά στον πρώτο σταθμό εργασίας και είπε:
«Αυτό είναι το Τμήμα Παραλαβής. Εδώ παραλαμβάνουμε όλες τις αιτήσεις που φτάνουν στον Θεό με τη μορφή προσευχής».
Κοίταξα γύρω - γύρω στον χώρο. Έσφυζε από κίνηση, με τόσο πολλούς αγγέλους να βγάζουν και να ταξινομούν αιτήσεις γραμμένες σε ογκώδεις στοίβες από χαρτιά και σημειώματα, από ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.

Μετά, προχωρήσαμε σε έναν μακρύ διάδρομο, μέχρι που φτάσαμε στον δεύτερο σταθμό. Ο άγγελος μού είπε:
«Αυτό είναι το Τμήμα Συσκευασίας και Παράδοσης. Εδώ οι χάρες και οι ευχές που έχουν ζητηθεί προωθούνται και παραδίδονται σ' αυτούς που τις ζήτησαν».

Πρόσεξα και πάλι πόση κίνηση είχε και εδώ. Αμέτρητοι άγγελοι πηγαινοέρχονταν δουλεύοντας σκληρά, αφού τόσες πολλές επιθυμίες είχαν ζητηθεί και συσκευάζονταν για να παραδοθούν στη γη.
Τέλος, στην άκρη ενός μακρινού διαδρόμου, σταματήσαμε στην πόρτα ενός πολύ μικρού σταθμού. Προς μεγάλη μου έκπληξη μόνο ένας άγγελος καθόταν εκεί, χωρίς να κάνει ουσιαστικά τίποτα.
«Αυτό είναι το Τμήμα των Ευχαριστιών» μου είπε σιγανά ο φίλος άγγελός μου.
Έδειχνε λίγο ντροπιασμένος. «Πώς γίνεται αυτό; Δεν υπάρχει δουλειά εδώ;» ρώτησα.

«Είναι λυπηρό» αναστέναξε ο άγγελος. «Αφού παραλάβουν τις χάρες τους οι άνθρωποι, πολύ λίγοι στέλνουν ευχαριστήρια».
«Πώς μπορεί κάποιος να ευχαριστήσει τον Θεό για τις ευλογίες που παρέλαβε;» ρώτησα πάλι.
«Πολύ απλά», απάντησε. «Χρειάζεται μόνο να πεις: Ευχαριστώ Θεέ μου!»


ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΥΛΑΚΑ ΑΓΓΕΛΟ


Τό παρακάτω περιστατικό τό ἀφηγήθηκε μέ μεγάλη συγκίνηση μιά εὐσεβέστατη κυρία, ἀρκετά ἡλικιωμένη, ἡ ὁποία ἀξιώθηκε νά δεῖ ἕνα ἀπ᾿ τά παιδιά της ν᾿ ἀφιερώνεται στό Θεό. Συνέβη ὅταν ἦταν νεαρή μητέρα κι εἶχε τά παιδάκια της μικρά.
Ἔπειδή ἡ ζωή ἦταν δύσκολη τότε κι ἐργαζόταν μόνο ὁ σύζυγος, προσπαθοῦσαν μέ οἰκονομία νά ζήσουν, γιά νά μπορέσουν νά χτίσουν κι ἕνα σπιτάκι, μήπως γλυτώσουν ἀπ᾿ τό ἐνοίκιο, πού τούς ἐξαντλοῦσε οἰκονομικά. Τά παιδάκια ὅμως ἦταν ἀδύνατα, καί εἰδικά τό ἕνα.
Ὁ γιατρός στόν ὁποῖο τά πῆγαν, συνέστησε καλή διατροφή· καλύτερη ἀπ᾿ ὅση εἶχαν.
Ἡ μητέρα συμφώνησε μαζί του καί προσπαθοῦσε νά πείσει καί τό σύζυγό της, ὁ ὁποῖος, ἄν καί ἦταν κι ἐκεῖνος καλός πατέρας καί τ᾿ ἀγαποῦσε τά παιδιά, ἤθελε νά ἐξακολουθήσει τή μικρή ἀποταμίευση, γιά τό λόγο πού προαναφέρθηκε. Ἔτσι ἔφτασαν νά διαφωνήσουν.

Ἥρεμα, βέβαια, ἀλλά δημιουργήθηκε ἕνα στενόχωρο ἀδιέξοδο. Αὐτή ἡ συζήτηση ἔγινε μέσα στόν κῆπο τοῦ Ζαππείου, ὅπου οἱ γονεῖς εἶχαν βγεῖ περίπατο μαζί μέ τά μικρά παιδάκια τους. Ἡ νεαρή μητέρα, ἡ ὁποία σημειωτέον ἦταν ὀρφανή ἀπό μικρό παιδί καί δέν εἶχε κοντά της κανέναν συγγενῆ, γιά νά βοηθήσει νά πειστεῖ ὁ σύζυγος, ἔνιωσε πολύ πόνο καί τά μάτια της γέμισαν δάκρυα. Δέν εἶπε ὅμως οὔτε λέξη.
Ἦταν ἄνθρωπος πού εἶχε τήν δύναμη τῆς ὑπομονῆς καί τῆς σιωπῆς στίς δύσκολες ὧρες. Προσευχήθηκε ὅμως νοερά ἐκείνη τή στιγμή μέ ἀφάνταστη πίστη καί πόνο καί εἶπε στό Θεό:
"--Θεέ μου! Λυπήσου με, καί φώτισέ τον! Λυπήσου με, γιατί δέν ἔχω κανέναν νά μέ βοηθήσει! Κανέναν!..."Ἐνῶ ὅμως ἔλεγε αὐτά μέ τή μυστική προσευχή της, βλέπει δίπλα της φωτεινή μεγαλοπρεπῆ ὕπαρξη! Ἕνα γλυκύτατο Ἄγγελο τοῦ Θεοῦ μέ ξανθά μαλλιά, πού τήν κοίταζε μέ πολλή ἀγάπη καί συμπάθεια! Ταράχτηκε ἐλαφρά, ἀλλά καί πάλι κατάφερε καί δέ μίλησε.

Ὁ Ἄγγελος, ὁ Ἄγγελος της, ἀμέσως ἔγινε ἄφαντος, ἀφοῦ πρῶτα τῆς ἔδωσε τό ἐλπιδοφόρο μήνυμα τοῦ Θεοῦ: "Δέν εἶσαι μόνη, κόρη μου!..."Σέ λίγο ἀκούστηκε γλυκειά καί ταπεινωμένη ἡ φωνή τοῦ συζύγου της νά λέει:
"-- Ἔχεις δίκιο, "Μαρία" μου. Πρῶτα εἶναι ἡ ὑγεία τῶν παιδιῶν μας καί μετά ἔχει ὁ Θεός καί γιά τό σπίτι!" Νά πῶς λύνονται οἱ διαφωνίες, ὅταν ὑπάρχουν ἄνθρωποι προσευχῆς! Καί τό ἄλλο:
Κανείς δέν εἶναι πραγματικά μόνος, ἀλλά νιώθει μόνος, ἄν δέν ζεῖ κατά Θεόν...

Ἀπό τό βιβλίο: "Μηνύματα ἀπό τόν Οὐρανό"

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ!


ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ!

Η δασκάλα που έβαλε τα παιδιά να γράψουν 10 φορές την φράση: «Δεν υπάρχει Θεός»…
Κάτοικοι από ένα μεγάλο χωριό της βόρειας Πελοποννήσου, διηγήθηκαν το εξής περιστατικό, που συνέβη στο χωριό τους. Ήταν όλοι εντυπωσιασμένοι και προβληματισμένοι.
Στο χωριό τους είχε πάει μια νεαρή δασκάλα, που κόντεψε να κάνει κακό στα παιδιά και να τα δηλητηριάσει με την απιστία της. Δεν φοβόταν και δεν πίστευε στον Θεό και δυστυχώς ήθελε να μεταδώσει τις ιδέες της στα παιδιά. Μια μέρα τόλμησε και τους έβαλε να γράψουν στην Ορθογραφία την φράση: “Δεν υπάρχει Θεός”! Να την γράψουν δέκα φορές!
Ευτυχώς, το πήραν είδηση οι γονείς και αγανακτισμένοι είπαν στα παιδιά, αντί γι’ αυτό που τους είπε αυτή, να γράψουν την φράση “Υπάρχει ο Θεός” δέκα φορές.
Τα παιδάκια άκουσαν τους γονείς τους, οι οποίοι δίδαξαν ο καθένας το παιδί του να πιστεύει και να αγαπά τον Θεό, που είναι ο Δημιουργός και ο Προστάτης όλου του κόσμου και ιδιαίτερα του ανθρώπου.
Όταν πήγαν όμως τα παιδιά στο σχολείο και η άπιστη αυτή είδε τι είχαν γράψει, άρχισε και τα έβριζε έξαλλη και τους έβαλε τιμωρία να γράψουν εκατό φορές αυτό που τους είπε εκείνη!
Φοβισμένα τα παιδάκια όταν πήγαν σπίτι τους τα είπαν όλα στους γονείς τους. Εκείνοι εντυπωσιασμένοι από το αντίθεο πείσμα της προέτρεψαν και πάλι τα παιδάκια να γράψουν εκατό φορές το “Υπάρχει ο Θεός”. Τα παιδιά το έκαναν, αλλά ήσαν φοβισμένα γιατί φοβόντουσαν τον θυμό της.
Την Δευτέρα πήγαν στο σχολείο διστακτικά. Την περίμεναν να έρθει, την περίμεναν… και τελικά τα είδε ο Διευθυντής και πήρε τηλέφωνο σπίτι της. Καμία απάντηση. Τηλεφώνησε στην οικογένειά της (γιατί ήταν από άλλο μέρος), ούτε οι γονείς της γνώριζαν τίποτε.
Τελικά απευθύνθηκε στην αστυνομία και στον κ. Εισαγγελέα. Παραβίασαν το σπίτι της και την βρήκαν μέσα νεκρή. Εντυπωσιάστηκαν όταν το έμαθαν αλλά και όσοι το άκουσαν.
Τι σήμαινε αυτός ο αιφνίδιος θάνατος; Ο Θεός γνωρίζει. Όμως το γεγονός δημιουργεί δέος. Μήπως θέλησε να την προλάβει από του να βαρύνει ανεπανόρθωτα την ψυχή της; Μήπως θέλησε να προστατέψει τις παιδικές ψυχές από το δηλητήριο της αθεΐας;
Ο Κύριος ας ελεήση την ψυχή της κι εμείς ” Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου “, κατά την προτροπή του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Ας προσέχουμε δε, τι λέμε και τι διδάσκουμε τα αθώα παιδιά μας.

Από το βιβλίο: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ουράνια μηνύματα
Θαυμαστά γεγονότα»
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ
ΜΟΝΑΣΤΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2019

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΜΕ ΤΑ ΨΩΜΙΑ


Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΜΕ ΤΑ ΨΩΜΙΑ

Ένας πλούσιος αγρότης, του οποίου τα ψωμιά ήταν γεμάτα αποθέματα σιτηρών, εν αναμονή των αυξήσεων των τιμών συχνά έλεγε τη συνηθισμένη προσευχή για τους φτωχούς που ήταν σε ανάγκη. Η Προσευχή, πάντα έλεγε το αίτημα αυτό: "Θεέ, θυμήσου τους φτωχούς και τους πεινασμένους και εκπληρωσε τις ανάγκες τους!" Ο ίδιος ο αγρότης δεν βοηθούσε κανέναν και μόνο περίμενε ότι ο Θεός θα έκανε όλα αυτά.
Κάποτε, όταν ο αγρότης ξεκίνησε την προσευχή του «για τους φτωχούς και τους πεινασμένους», ο γιος του είπε στον πατέρα του: «Μπορώ να πάρω τα μισά από τα ψωμιά που βρίσκονται στα κάδους σου;» Ο πατέρας εξέφρασε έκπληξη για το αίτημα αυτό: «Τι είναι για εσένα ; Τι θα κάνεις με αυτά ; "Ο γιος είπε:" Θα απαντήσω στην προσευχή σου! "

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

ΔΟΞΑ ΤΟΝ ΘΕΟ!


Κάποτε υπήρχε μια φτωχή γυναίκα, η οποία όλη την ώρα, ό, τι καλό και να της συνέβαινε κοίταζε τον ουρανό και έλεγε "Δόξα τω Θεώ" και αισθανόταν πολύ ευγνώμων για το οτιδήποτε.
Κάπου εκεί κοντά της όμως έμενε ένας πλούσιος άνθρωπος. Κάθε φορά λοιπόν περνούσε μπροστά από τό σπίτι της γυναίκας την άκουγε να λέει "Δόξα τω Θεώ, Ευχαριστώ Κύριε".

Στην αρχή δεν έδινε σημασία, αλλά κάποια στιγμή, αυτό άρχισε να τον εκνευρίζει. "Πως μπορεί αυτή η γυναίκα, τόσο φτωχή, να ευχαριστεί συνέχεια το Θεό;" σκεφτόταν.

Μια μέρα λοιπόν, αφού ξαναπέρασε μπροστά από το σπίτι της και την άκουσε να λέει πάλι "Δόξα τω Θεώ", νευρίασε τόσο πολύ που είπε στον υπηρέτη του "Πήγαινε στου Σούπερ Μάρκετ και γέμισε δύο καρότσια τρόφιμα. Πήγαινέ τα σ' αυτή τη γυναίκα και όταν σε ρωτήσει
  ποιος τα έφερε θα της πεις οτι ο Διάβολος τα έφερε".

Έτσι λοιπόν κι έκανε ο υπηρέτης. Την επόμενη μέρα πήγε στο Σούπερ Μάρκετ, γέμισε δύο καρότσια με τρόφιμα, τόσο που ξεχείλιζαν, και πήγε στη γυναίκα. 

Όταν έφτασε της χτύπησε τη πόρτα. "Α, Δόξα τω Θεώ, ευχαριστώ Κύριε" είπε εκείνη μόλις βγήκε έξω και αντίκρισε τα δυο καρότσια.

"Δεν θέλετε να μάθετε ποιος σας έστειλε τα τρόφιμα;" την ρώτησε ανυπόμονα ο υπηρέτης.

"Όχι παιδί μου, δεν έχει σημασία. Όταν θέλει ο Θεός και ο Διάβολος τον υπηρετεί" και παίρνοντας τα δυο καρότσια μπήκε μέσα ευτυχισμένη...

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ

Κάποιος που θα καταλαβαίνει…

Πήγε κάποτε ένας πιτσιρίκος να αγοράσει ένα σκυλάκι από petshop. Μπαίνει, λοιπόν, στο μαγαζί και ρωτάει τον ιδιοκτήτη πόσο στοιχίζει ένα κουταβάκι. «100 ευρώ» του λέει εκείνος. «Τι κρίμα», λέει ο μικρός, «δεν έχω τόσα χρήματα.» Ψάχνει τις τσέπες του και βλέπει ότι έχει 7,58 ευρώ. «Έχω μόνο τόσα», λέει. «Μπορώ με αυτά να δω τουλάχιστον τα κουτάβια και να τα χαϊδέψω λιγάκι;
Ο καταστηματάρχης το σκέφτεται λίγο, σφυρίζει, και τα κουτάβια έρχονται τρέχοντας κοντά του. Ένα από τα κουτάβια κούτσαινε λίγο και ήρθε τελευταίο στην παρέα. Μόλις το είδε ο μικρός, είπε: «Αυτό θέλω να αγοράσω!» «Μα, αυτό είναι ανάπηρο ξέρεις και δε θα μπορέσει ποτέ να παίξει μαζί σου όπως τα άλλα», του λέει ο κύριος. «Εγώ δε σου συνιστώ να πάρεις αυτό, διάλεξε κανένα άλλο.» «Όχι», λέει ο μικρός, «εγώ αυτό θα αγοράσω όταν μαζέψω τα χρήματα.»
Αφού με τα πολλά ο καταστηματάρχης βλέπει ότι ο μικρός δεν αλλάζει γνώμη, του λέει: «Εντάξει, μπορείς να πάρεις αυτό το κουτάβι δωρεάν, δε θέλω χρήματα.» Έξαλλος ο μικρός τού αποκρίνεται: «Όχι, αυτό το κουτάβι αξίζει τα ίδια χρήματα με τα άλλα, έχει την ίδια αξία.» Βγάζει, λοιπόν, τα 7,58 ευρώ που είχε πάνω του, τα δίνει στον κύριο και του λέει: «Τα υπόλοιπα θα σου τα δίνω ένα ευρώ την ημέρα, ώσπου να σε ξεχρεώσω.»
Ο καταστηματάρχης δεν κατάλαβε την εμμονή του μικρού να αγοράσει ένα ανάπηρο ζώο και τότε ο μικρός σηκώνει το παντελόνι του και δείχνει το πόδι του που ήταν τεχνητό (πρόσθετο μεταλλικό) και λέει: «Δε χρειάζομαι ένα σκύλο να τρέχει γιατί και εγώ δεν μπορώ να τρέξω βλέπετε, και νομίζω ότι ο σκύλος χρειάζεται κάποιον που θα τον καταλαβαίνει!»

ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΑΡΙΖΟΝΑΣ: Η ΓΙΑΓΙΑ ΠΟΥ ΗΞΕΡΕ ΠΟΤΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ!


Η ΓΙΑΓΙΑ ΠΟΥ ΗΞΕΡΕ ΠΟΤΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

Ήταν μια γιαγιά, που είχε αρρωστήσει βαριά και την πήγαν στο νοσοκομείο και μετά από μια βδομάδα θα την χειρουργούσαν. 
Η γιαγιά όμως διατείνονταν εκεί στο περιβάλλον της, ότι δεν θα προλάβαιναν να την χειρουργήσουν, διότι σε 3 μέρες και ώρα 5 το απόγευμα, θα πέθαινε!! 
Όσοι την άκουσαν άρχισαν να σκέφτονται: '' Η γιαγιά παλάβωσε, τρελάθηκε! Πράγματι, όταν γεράσει ο άνθρωπος, δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει...''. 

Όμως η γιαγιά ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος! Και πράγματι την τρίτη μέρα της νοσηλείας της, στις 5 το απόγευμα, παρέδωσε το πνεύμα!
Όταν επαληθεύτηκαν τα λόγια της γιαγιά, όλοι άρχισαν να αναζητούν, τι καλό έκανε στη ζωή της, αυτή η γιαγιά. Διαπίστωσαν ότι ήταν νηστευτής μια ολόκληρη ζωή, έφτιαχνε κρυφές ελεημοσύνες και προσευχόνταν νοερώς...
Όταν ο άνθρωπος πληροφορείται από το Θεό, ότι θα πεθάνει, αυτή η Θεϊκή δωρεά επισφραγίζει, ότι είναι για τον παράδεισο.

Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα, Αγίου Όρους.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

ΤΟ ΨΑΡΙ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ


"Γέροντα, δεν μπορώ να αποδεχθώ την παρουσία αυτού του ανθρώπου με τίποτε!"
"Πρέπει να τον δεχθείς παιδί μου".
"Μα έχει κάνει αυτά κι αυτά κι αυτά... Είναι τέτοιος... είναι αλλιώς... είναι παραλλιώς..." είπε ο Διονύσης κι τελείωσε την εξομολόγηση με ένα περίεργο συναίσθημα. Ήταν η πρώτη φορά που ο πνευματικός του τού ζητούσε να κάνει κάτι τόσο κόντρα στην θέλησή του... Πήρε το αμάξι και γύρισε στο σπίτι προβληματισμένος.
Την άλλη μέρα το πρωί μόλις ξαναείδε τον άνθρωπο του οποίου δεν μπορούσε να αποδεχθεί την παρουσία, συγχύστηκε τόσο πολύ που μπήκε στο αμάξι κι έφυγε 100 χιλιόμετρα μακριά σε μια λίμνη πάνω σε ένα βουνό όπου πήγαινε για πρώτη φορά.
Πήγε να ψαρέψει εκεί για πρώτη φορά και να εκτονώσει τα νεύρα του... Στον δρόμο ήπιε αρκετά, αν και το πιοτό δεν τον έπιανε, από την ένταση που είχε μέσα του. Μόλις έφτασε έβγαλε το καλάμι του και κοίταξε αφηρημένα στο βάθος της λίμνης όπου αυτή συναντούσε δύο ψηλές κορφές, ανάμεσα από τις οποίες έτρεχε το ποτάμι που την γέμιζε.
Έσκυψε το κεφάλι του και είπε από μέσα του "Θεέ μου, εάν είναι να αποδεχθώ αυτόν τον άνθρωπο δως μου ένα σημάδι. Δώσε μου το πιο μεγάλο ψάρι που έπιασα ποτέ ως τώρα!".
Σήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να ψαρεύει... Μετά από πέντε λεπτά νόμισε ότι το τεχνητό δόλωμα πιάστηκε σε κλαδιά στον πάτο της λίμνης. Άρχισε να μαζεύει με δυσκολία περιμένοντας να κοπεί η πετονιά όμως όχι! Ω του θαύματος, η πετονιά αντί να κοπεί άρχισε να κινείται δεξιά κι αριστερά... "Ψάρι είναι!" σκέφτηκε. Μετά από λίγο το έβγαλε πάνω στον αφρό και με δυσκολία το τράβηξε έξω ώσπου να καταλήξει στην απόχη του.
Ήταν μια δίκιλη σολοπέστροφα! Πρώτη φορά έπιανε τέτοιο ψάρι! Άρχισε να ουρλιάζει και να κλαίει ταυτόχρονα... Άφησε το καλάμι και τα πόδια του λύγισαν... Είχε πιάσει το ψάρι της ...υπακοής!
Την άλλη μέρα κάλεσε τον άνθρωπο του οποίου δεν άντεχε την παρουσία του, με την οικογένειά του και το φάγανε παρέα...

Από τότε είχε ξαναπάει είκοσι φορές στην ίδια λίμνη χωρίς να πιάσει κανένα ψάρι της προκοπής. Απ' ότι έμαθε στην περιοχή τέτοιο ψάρι δεν βγήκε ποτέ από την δημιουργία της τεχνητής λίμνης!
Ο άνθρωπος του οποίου δεν άντεχε την παρουσία στην πορεία έκανε στροφή 180 μοιρών στην ζωή του και γίνανε πολύ φίλοι και πλέον ψαρεύουν και μαζί...

ΟΤΑΝ "ΕΞΑΝΑΓΚΑΖΕΙΣ" ΤΟΝ ΘΕΟ


Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἄρχισε ὁ γέροντας Πνευ­ματικὸς νὰ διηγεῖται στὸ πνευματικοπαίδι του μιὰ προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ κάποιον θεοφοβούμενο ἄνθρωπο παλαιὰ στὴ Μυτιλήνη.
–Ποὺ λές, Μιχάλη τὸν λέγανε. Τὸν ἤξερα ἐγὼ προσωπικά. Στὴ Μυτιλήνη ζοῦ­σε, σ’ ἕνα κεφαλοχώρι. Ἄνθρωπος τί­­μιος, ἐργάτης, μὲ φόβο Θεοῦ πάνω του. Οἰκοδόμος ἦταν. Μεροδούλι – μεροφάι. Ὅλη τὴ μέρα στὴ δουλειά, καὶ τὸ βρά­δυ στὸ σπίτι, στὴν οἰκογένειά του. Εἶ­χε γυναίκα καὶ ὀχτὼ παιδιά. Οὔτε ἕνα, οὔτε δύο. Ὀχτὼ τοῦ Θεοῦ τὰ εἶχε. Ἡ γυναίκα του δὲν ἐργαζόταν. Καὶ νά ’θελε, ποῦ νὰ εὐκαιρήσει μὲ ὀχτὼ παιδιά; Ἕνα ἡμερομίσθιο, καὶ μ’ αὐτό, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τά ’βγαζαν πέρα. Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός.

Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός, γιατὶ ἐκεῖνοι δὲν Τὸν ἄφηναν. Κατάλαβες; Ἦταν θεοσεβούμενη οἰκογένεια ἡ οἰκογένεια τοῦ κυρ-Μιχάλη, παιδί μου. Ἀπὸ τὴν ἐκ­κλη­σία δὲν ἔλειπαν Κυριακές, γιορτές, καὶ στὴ ζωή τους πολὺ προσεκτικοί. Καὶ μὲ ἐλεημοσύνες ἐπιπλέον, ὅσο μπο­ροῦ­σαν. Τί νὰ μποροῦσαν δηλαδή; ἀπ’ τὸ ὑ­στέρημά τους οἱ ἄνθρωποι… Κυλοῦσε ἡ ζωή τους ἥσυχα, κι αὐτοὶ δόξαζαν τὸν Θεό.
Κάποτε ὅμως ἦρθαν μέρες δύσκολες. Ἀναδουλειὲς στὸ νησί. Ἄρχισε νὰ στενεύεται ὁ κυρ-Μιχάλης. Πῶς νὰ τὰ καταφέρνει δέκα στόματα νὰ τρέφει καθημερινά; Κι ἡ καημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴν ἄλλη πιὸ πολὺ δυσκολευόταν. Ξέρεις τί ’ναι νὰ ξημερώνει, καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ μάνα ἂν θὰ βρεῖ νὰ ταΐσει τὰ μικρά της; Μαρτύριο σωστὸ γιὰ τὴ μητρικὴ καρδιά.

Καὶ ἔφτασε κι ἡ μέρα ποὺ δὲν εἶχε τίποτε στὸ σπίτι νὰ δώσει στὰ παιδιά. Ἀδειανὰ ὅλα τὰ ράφια. Κοίταξε χλωμή, πανιασμένη τὸν ἄντρα της:
–Ἂν σήμερα δὲν φέρεις κάτι στὸ σπίτι, τοῦ ’κανε, νὰ ξέρεις, τὰ παιδιὰ θὰ μείνουν νηστικά. Οὔτε ψίχουλο δὲν ὑπάρ­χει.

Ἔφυγε ὁ Μιχάλης γιὰ τὴν πιάτσα, μπὰς καὶ βρεῖ τίποτε. Στὸ δρόμο περνοῦσε ἔξω ἀπ’ τὸν κοιμητηριακὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ. Κοντοστάθηκε μιὰ στιγμὴ κι ἀ­μέ­σως τὸ ἀποφάσισε. Ἄλλαξε τὸ πρό­γραμμά του.
–Δὲν θὰ πάω στὴν πλατεία. Θὰ μπῶ ἐδῶ.
Μπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔκανε τὸ σταυ­­ρό του. Ἄναψε τὸ κερὶ καὶ κατευθύνθηκε μπροστὰ στὸ τέμπλο. Ἔπεσε στὰ γόνατα, σήκωσε τὰ χέρια του καὶ παρακαλέθηκε:
–Ὀχτὼ τὰ ἔχω, Χριστέ μου. Δικά Σου εἶναι, Ἐσὺ μοῦ τά ’δωσες. Ἐσὺ ποὺ μοῦ τά ’δωσες, φρόντισε νὰ τὰ θρέψεις. Δὲν ἔχουν τίποτε γιὰ σήμερα νὰ φᾶνε.
Ἔμεινε λίγη ὥρα ἔτσι γονατισμένος καὶ τέλος ξαναμίλησε:
–Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι.

Εἶπε, καὶ κατευθύνθηκε στὸ ἀναλόγιο. Πῆρε τὸ Ψαλτήρι κι ἄρχισε νὰ διαβάζει.
Δὲν θά ’χε περάσει μισὴ ὥρα, κι ἀπ­έ­ξω ἀκούστηκαν συνομιλίες. Στὴν ἀρ­χὴ δὲν ἔδωσε σημασία. Μετὰ διέκρινε τὴ φω­νὴ τοῦ παπᾶ τους. Μιλοῦσε μὲ κάποιον ἄγνωστο. Ἔπιασε μιὰ λέξη, ἂν ἄ­κουγε καλά…

–Ἕναν οἰκοδόμο πρέπει νὰ βρεῖς…
Πετάχτηκε ἔξω.
–Παπα-Γιάννη, τὴν εὐχή σου.
–Νά τος! φώναξε ὁ παπάς. Τὸν ξέρεις τὸν Μιχάλη;
Κι ἀμέσως πρὸς τὸν Μιχάλη:
–Μιχάλη, τὸν γνωρίζεις τὸν κύριο;
–Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
–Εἶναι τοῦ Γρηγόρη τοῦ…, μακαρίτης τώρα, ἀπ’ τὸν ἀπάνω μαχαλά. Μᾶς ἦρθε χθὲς ἀπ’ τὴν Ἀμερική, χρόνια τώρα ἐκεῖ, δυὸ δεκαετίες κοντά. Τὸν θυμᾶσαι;
–Ἅμα λές, παπά μου, δυὸ δεκαετίες, ἐγὼ ἀκόμα δὲν ἤμουν ἐδῶ. Μετὰ ἐγκα­ταστάθηκα στὸ χωριό. Τὸν πατέρα του τὸν μακαρίτη τὸν ἔχω ἀκουστά.
–Κύριε Μιχάλη, εἶστε οἰκοδόμος;
–Ναί, παιδί μου.
–Ἐνδιαφέρομαι νὰ φτιάξω τὸν τάφο τῶν γονέων μου. Θέλω νὰ χτίσω κάτι ὡ­ραῖο, ἐπίσημο, σὰν τύμβο. Σὰν εἰκο­νο­στάσι. Νὰ χωράει κανεὶς νὰ μπεῖ μέσα, ν’ ἀνάψει τὸ κερί, τὸ καντήλι. Κατάλαβες; Ξέ­ρεις ἀπὸ τέτοια;
–Πῶς δὲν ξέρω, παλληκάρι μου. Ἔχω φτιάξει κι ἄλλοτε.
–Πόσα θέλεις νὰ μοῦ τὸ φτιάξεις;
Κοντοστάθηκε ὁ κυρ-Μιχάλης. «Νὰ πῶ ἑκατὸ χιλιάδες δραχμές», πῆρε νὰ σκέ­­φτεται, «μὴν τοῦ φανοῦν πολλά. Νὰ πῶ ἑβδομήντα;».
–Διακόσιες χιλιάδες σοῦ φτάνουν;
–…
–Ἔ, δὲν διαθέτω περισσότερα. Δέχεσαι;
–Δέχομαι.
–Πάρ᾿ τα.
Καὶ τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι φάκελλο φουσκωμένο.

Μὲ τρεμάμενα χέρια ὁ κυρ-Μιχάλης ὁ οἰκοδόμος ξαναμπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔ­πεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔκλαψε. Ὥρα πολλή. Κάποτε σηκώ­θηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι του. Στὴ γυ­ναίκα του καὶ τὰ ὀχτὼ παιδιά του. Τοῦ Θεοῦ ὅλα.

–Κατάλαβες, παιδί μου; κατέληξε ὁ γέ­­ροντας Πνευματικός. Αὐτὸς ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴν πίστη του, τὴν προσευ­χή του, ἔ­τσι ποὺ τὴν ἔκανε, πῶς νὰ ποῦμε… τὸν ἐξανάγκασε τὸν Θεό. Ἔτσι δὲν εἶναι; Για­τὶ ἡ πίστη, ἡ ἀληθινή, ἡ ἀκράδαντη, αὐτὸ κάνει. Ἐξαναγκάζει τὸν Θεό. Συμ­φωνεῖς;

Ο ΓΕΡΟ ΚΩΣΤΑΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΥΠΗΡΕΤΟΥΣΕ Η ΠΑΝΑΓΙΑ


Αλλά και οι λαϊκοί πού μένουνε στο Άγιον Όρος παίρνουνε μία χάρη, παρ’ ότι πολλές φορές βλέπουμε ότι δεν έχουνε και βίο σωστό και πολλές φορές ίσως μας σκανδαλίζουν.
Μερικοί λένε: «τι τους θέλουμε αυτούς τους κοσμικούς εδώ πέρα και δεν τους βγάζει έξω ή Ιερά Κοινότης».
Σε παλαιότερη εποχή, απ’ ότι μας λέει ο παπά-Ακάκιος των Παχωμαίων πού είναι μεγαλύτερος, αποφάσισε ή Ιερά Κοινότης να τους μαζέψει όλους αυτούς -εμείς τους λέγαμε «ζεύγαλους» ή «καβιώτες»- και να τους βγάλει έξω, να τους κάνη εξορία από το Άγιον Όρος, διότι οι περισσότεροι από αυτούς μεθούσανε, πέφτανε στους δρόμους, ζούσαν άσωτη ζωή.
Τότε υπήρχαν τα καράβια τα μεγάλα, όπως το «Γεώργιος Φ», πού ερχότανε από Θεσσαλονίκη και πήγαινε Καβάλα, και κάθε δεκαπενθήμερο περνούσε από την Δάφνη. Αυτή ήταν ή συγκοινωνία του Αγίου Όρους. Όταν τους μαζέψανε εκεί στην Δάφνη, είπαν: «Μια πού είναι τώρα μαζεμένοι όλοι -ίσως να ήταν καμιά πενηνταριά άτομα- να τους βγάλουμε μία φωτογραφία, έτσι για ανάμνηση, για την ιστορία, να τους έχουμε».
Όταν έβγαλαν την φωτογραφία και εμφανίσανε την πλάκα, είδανε επάνω απ’ όλους αυτούς τους «ζεύγαλους» την Παναγία μας να τους σκεπάζει. Παρουσιάστηκε ή Παναγία στην πλάκα, οπότε αποφάσισαν οι πατέρες να μη τους διώξουν: «Αφού ή Παναγία μας τους σκεπάζει, ποιοι είμαστε εμείς πού θα τους διώξουμε;».
Γνωρίσαμε έναν απ’ αυτούς, πού τον έλεγαν γέρο-Κώστα, ο όποιος έμενε στο Μπουραζέρι, πριν να πάνε ακόμα εκεί οι πατέρες, όταν ήταν λίγοι Ρώσοι. Είχανε εξώσπιτα απ΄ έξω και ζούσανε κάποιοι απ αυτούς τους «ζεύγαλους»· Σ’ ένα καλυβάκι εκεί ζούσε και ο γέρο-Κώστας.
Έναν βαρύ χειμώνα είχε πέσει πολύ χιόνι και ο γέρο-Κώστας αρρώστησε από γρίπη. Είχε πέσει 60-70 πόντους χιόνι και δεν μπορούσε κανείς να πάει να τον δη. Όταν έλιωσε το χιόνι, πήγαν οι άλλοι λαϊκοί, οι «ζεύγαλοι», εκεί να τον δουν, και του λένε:
«Γέρο-Κώστα πώς τα πέρασες με το χιόνι; Ποιος σου έφερνε ψωμί εδώ πέρα; Είχες τρόφιμα να περάσης;».
«Είχα αρρωστήσει, παιδιά, πολύ άσχημα και θα πέθαινα από γρίπη, αλλά μία μαυροφόρα κυρία ερχότανε, άναβε την σόμπα μου και μ’ έκανε και τσάι. Μου ‘δινε και παξιμάδι και έτσι πέρασα αυτή την κρίση. Αλλιώς θα πέθαινα, θα ήμουν πεθαμένος».
Τον υπηρετούσε ή Παναγία και αυτός το θεωρούσε τόσο φυσιολογικό…

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ

Η γυναίκα της αμαρτίας και ο ερημίτης

Έβαλε κάποτε στο νου της μια γυναίκα της αμαρτίας καί στοιχημάτισε με τους φίλους της, πως θα το πετύχαινε να παρασύρει στα δίχτυα της τον Ερημίτη, που ζούσε στο βουνό, μακριά από την πόλη καί που όλοι έλεγαν γι’ αυτόν πως ήταν άγιος άνθρωπος.
Φόρεσε ένα πυκνό πέπλο, που έκρυβε την ομορφιά της κι’ ανέβηκε στο βουνό. Οι φίλοι της την περίμεναν στα μισά του δρόμου. Όταν βράδιασε, χτύπησε την πόρτα της σπηλιάς του Ερημίτη. Εκείνος όταν την είδε, ταράχτηκε…
Πώς βρέθηκε τάχα γυναίκα τέτοια ώρα σ’ αυτή την έρημο;
Πλάνη σου είναι τούτη, διάβολε, συλλογίστηκε.
Τη ρώτησε ποια ήταν καί τί γύρευε. Εκείνη έβαλε τα κλάματα.
— Ώρες ολόκληρες πλανιέμαι σ’ αυτές τις ερημιές, Αββά. Έχασα το δρόμο καί τη συντροφιά μου κι’ ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα εδώ. Μα για τ’ όνομα του Θεού, μη με αφήσεις να με φάνε τα θηρία.
Ο Ερημίτης βρέθηκε σε δίλημμα. Να βάλει γυναίκα στην κατοικία του; Τέτοιο πράγμα δεν του είχε συμβεί ποτέ. Μα ν’ αφήσει πάλι το πλάσμα του Θεού να φαγωθεί από τα θηρία; Αυτό θα ήταν απάνθρωπο, σχεδόν έγκλημα. Νικήθηκε, τέλος, από την συμπάθεια καί την έβαλε μέσα. Εκείνη τότε τράβηξε δήθεν με αφέλεια το πέπλο της καί του φανέρωσε τα θέλγητρά της. Ο πειρασμός άρχιζε να φλογίζει τον αγωνιστή, αφού η πράξη δεν ήταν πια δύσκολη. Έριξε κατά γης μερικά ξερά φύλλα κι’ είπε στη γυναίκα να πλαγιάσει, ενώ αυτός τράβηξε στο βάθος της σπηλιάς. Γονάτισε κι’ έκανε θερμή προσευχή. Απόψε συλλογίστηκε, έχω να δώσω την πιο σκληρή μάχη εναντίον του ορατού καί αόρατου εχθρού. Ή θα νικήσω ή θα χάσω όλους μου τους κόπους.
Όσο προχωρούσε ή νύχτα τόσο η φλόγα της επιθυμίας τον έκαιγε. Για μια στιγμή ένοιωσε να λυγίζει η αντίστασή του καί τρόμαξε.
Αυτοί, πού μολύνουν το σώμα με αμαρτωλές πράξεις, πηγαίνουν στην κόλαση, είπε σχεδόν φωναχτά. Για κάνε δοκιμή, αν θα αντέχεις στη βασανιστική φωτιά. Άναψε το λυχνάρι του κι’ έβαλε το δάχτυλό του στη φλόγα. Μα η άλλη φλόγα δεν τον άφηνε να νοιώσει τον πόνο από το κάψιμο. Αφού αχρηστεύθηκε το πρώτο δάχτυλο, έβαλε στη φλόγα του λυχναριού το δεύτερο, το τρίτο… Μέχρι να ξημερώσει έκαψε καί τα πέντε δάχτυλα του χεριού του.
Εκείνη η αθλία παρακολουθούσε κρυφά τον υπεράνθρωπο αγώνα του δούλου του Θεού καί, βλέποντας τον να καίει με πείσμα όλα του τα δάχτυλα το ένα πίσω από το άλλο, τόσο πολύ ταράχτηκε, που από τον τρόμο της ξεψύχησε. Οι φίλοι της στό μεταξύ έκαναν αιφνιδιασμό στη σπηλιά του ερημίτη για να γελάσουν σε βάρος του. Τον βρήκαν όμως απ’ έξω να προσεύχεται.
— Μήπως φάνηκε από δω χτες βράδυ καμιά γυναίκα; τον ρώτησαν.
— Μέσα είναι καί κοιμάται, τους αποκρίθηκε εκείνος. Μπήκαν μέσα καί τη βρήκαν νεκρή.
—Αββά, πέθανε, φώναξαν τρομαγμένοι. Εκείνος τότε ξεσκέπασε το χέρι του καί τους έδειξε τα δάχτυλά του.
— Για δέστε δω, τί μου έκανε η θυγατέρα του διαβόλου; Η εντολή του Χριστού όμως με προστάζει να κάνω καλό αντί κακού. Στάθηκε καί προσευχήθηκε πάνω από το άψυχο σώμα καί την επανέφερε στη ζωή.

Πηγή: Γεροντικό

ΣΕ ΠΟΣΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΠΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ;

ΣΕ ΠΟΣΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΠΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ;

Ρώτησε ένας άνθρωπος με το "πνεύμα του κόσμου" ένα νεαρό παλικάρι:
- Καλά, βρε παιδί μου! Συ το πιστεύεις, ότι με τη θεία Κοινωνία έρχεται μέσα σου ο Χριστός; Σε πόσους ανθρώπους μπορεί να μπει πια… Αφού είναι ένας!

Ο νεαρός έμεινε για λίγο συλλογισμένος. Και μετά του απάντησε ως εξής:

- Εδώ μένεις;
- Ναι!
- Πόσα παράθυρα έχει η πόλη μας;
- Δεν τα μέτρησα. Αλλά πολλά. Εκατοντάδες χιλιάδες. Εκατομμύρια!
- Από τα παράθυρα αυτά, δεν μπαίνει στα σπίτια μας ο ήλιος;
- Ναι, βέβαια!
- Μα πόσους ήλιους έχουμε;
- Ένα. Μόνον ένα!

 Τον ρώτησε λοιπόν το έξυπνο παλικάρι:
- Και πώς γίνεται και ο ένας ήλιος μπαίνει σε τόσες χιλιάδες σπίτια, από τόσα παράθυρα;

Κάτι πήγε να ψελλίσει ο άλλος, αλλά δεν βρήκε λόγια. 

Έτσι ο νεαρός του εξήγησε:
- Κοίταξε... Σκέψου καλύτερα μήπως έχεις λάθος λογισμό. Σε σύγκριση με τον ήλιο, ο Θεός είναι πολύ πιο μεγάλος! Και πιο σοφός! Και πιο δυνατός! Μπορεί να κάνει ό,τι θέλει! Και δεν είναι καθόλου λογικό και σωστό κάτι που το θεωρείς τόσο φυσικό για τον ήλιο, να το βρίσκεις αδύνατο και απαράδεκτο για το Θεό. Εφόσον λοιπόν ο Θεός είναι ασύγκριτα πιο μεγάλος από τον ήλιο, όλα Του είναι δυνατά και όλα τα μπορεί!

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Ο ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ Ο ΕΡΗΜΟΣ


Από νωρίς άρχισε ο σταυρός του. Ο πατέρας του, που ήταν αρκετά μεγάλος, πέθανε γρήγορα. Τη μητέρα του, που ήταν μια πολύ απλοϊκή χωρική, την ξαναπάντρεψαν οι δικοί της με το ζόρι σε άλλο τόπο! Τον Μιχαλάκη και την αδελφή του τους έκλεισαν σ  ἕνα ίδρυμα. Όταν μεγάλωσαν τα δύο παιδιά, το μεν κορίτσι το πήρε υπό την προστασία της κάποια πονόψυχη συγγενής, τον δε Μιχαλάκη τον έδιωξε το ίδρυμα, γιατί, λέει, μεγάλωσε! Ο Μιχαλάκης όμως δεν είχε μεγαλώσει και ούτε μπορούσε ποτέ να μεγαλώσει. Κι αυτό, γιατί είχε παιδική καρδιά και απλό μυαλό. Ήταν λογικός, αλλά απονήρευτος και ευκολόπιστος. Όλους τους θεωρούσε καλούς! Αυτή ήταν η «καθυστέρησή» του. Τον βοήθησε το ότι ήταν εργατικός. Τα αφεντικά όμως στα οποία πήγαινε για να βγάλει ένα κομμάτι ψωμί, οι περισσότεροι δεν άφηναν την ευκαιρία να πάει … χαμένη. Τον εκμεταλλεύονταν ασυνείδητα. Και αυτός ο φτωχός, μόλις το καταλάβαινε, προσπαθούσε να βρει άλλη δουλειά, αλλά και πάλι έπεφτε στα ίδια.
Εν τω μεταξύ η αδελφή του μορφώθηκε λιγάκι, βρήκε και μια δουλίτσα και ύστερα έναν σύζυγο. Ποτέ όμως δεν είπε σε κανέναν είτε συγγενή είτε ξένο πως είχε έναν λίγο «καθυστερημένο» αδελφό. Φοβόταν μη χαλάσει ο γάμος της και οι κοινωνικές σχέσεις της. Καμία επαφή, κανένα ενδιαφέρον. Τρόμος την έπιανε, μήπως και μαθευτεί το … τρομερό, κατά τη γνώμη της, μυστικό…
Ο καημένος ο Μιχαλάκης πληγωμένος, ώριμος νέος πλέον κατά την ηλικία, δεν έπαυε να την αγαπάει. Να την πλησιάσει όμως δεν τολμούσε. Ήξερε ότι δεν τον ήθελε. Του το είχαν πει κάποιοι συγγενείς από την πλευρά της μητέρας τους. Πήγαινε όμως στο απέναντι πεζοδρόμιο απ  ἐκεῖ που δούλευε η αδελφή του, για να τη δει έστω και από μακρυά! Και στον γάμο της, όταν έμαθε ότι επ  οὐδενί ήθελε να παρουσιαστεί ο αδελφός της, μαζί με μια συγγενή που τον λυπόταν, ανέβηκε κρυφά στον γυναικωνίτη της Εκκλησίας που θα γινόταν ο γάμος, για να κρυφοκαμαρώσει την αδελφούλα του νύφη!
Ω, πόσες πληγές είχε η ψυχή του πάνω της! Κι όμως, είχε μια παιδικότητα, μια καλωσύνη αγγελική. Δεν παραπονιόταν, δεν θύμωνε, ρωτούσε για όλους τους συγγενείς αν ήταν καλά με μια ήρεμη ανεξίκακη αγάπη. Χαρακτηριστική ήταν η απάντησή του όταν του είπαν πως δεν έπρεπε να πάει στον γάμο της αδελφής του. Είπε σοβαρά και νηφάλια:
» Όχι, δεν θα παρουσιαστώ. Δεν θέλω να κάνω κακό στην αδελφή μου!».
Κι έτσι, με ταπεινώσεις, ταλαιπωρίες και στερήσεις κύλησε η ζωή του κι έφθασε στη μέση ηλικία. Είχε μαζέψει λίγα χρήματα από τις δουλειές που έκανε, αλλά ένας επιτήδειος του είπε ότι δήθεν θα συνεταιρισθούν κάνοντας μαζί κάποια δουλειά και τελικά του τα » έφαγε «. Κι έμεινε ο φτωχός Μιχάλης πάλι χωρίς δουλειά, χωρίς ένα κομμάτι ψωμί. Τότε αναγκάστηκε να πάει να φυλάει τα ζώα κάποιου που είχε κτήμα, φάρμα, έξω από την πόλη. Το πως ζούσε εκεί, που κοιμόταν, τι έτρωγε, ο Θεός το ξέρει.
Αυτό που τελικά μαθεύτηκε είναι το ότι σε μια από τις δυνατές παγωνιές του χειμώνα πριν λίγα χρόνια τον βρήκαν παγωμένο, νεκρό μέσα στην καλύβα των ζώων!
Έτσι έπαψαν όλοι να ντρέπονται για τον φτωχό Μιχαλάκη. Όταν όμως τον δούνε μεθαύριο στον ουρανο να λάμπει σαν μικρός ήλιος, να δούμε αν θα ντρέπονται για τη συμπεριφορά τους όσοι τον εκμεταλλεύτηκαν, όσοι τον πλήγωσαν, όσοι τον αγνόησαν. Όποιος υπομένει για τον Χριστό τις θλίψεις και τις ταλαιπωρίες αυτής της ζωής χωρίς να αγανακτήσει, χωρίς να μνησικακήσει, τον αναμένει η αιώνια μακαριότητα κοντά στον Θεό.
Το μεγάλο όμως αυτό κατόρθωμα, δεν πραγματοποιείται και δεν επιτυγχάνεται αν ο άνθρωπος δεν έχει μυστηριακή ζωή, μέσα στην οποία να ενώνεται με τον Χριστό. Αν ο άνθρωπος δεν εξομολογείται, δεν κοινωνάει, δεν προσεύχεται, δεν αγαπά τον Θεό, δεν τηρεί τις εντολες του Θεού στη ζωή του, δεν είναι δυνατόν να επιτύχει τον εξαγιασμό και την σωτηρία του.
Μερικοί διατυπώνουν την απορία τι θα απογίνουν τόσοι άνθρωποι που δεν γνώρισαν Χριστό. Αυτό, βέβαια, είναι θέμα του Θεού. Αλλά, όπως γράφει και ο απόστολος Παύλος, αυτοί θα κριθούν σύμφωνα με τον έμφυτο ηθικό νόμο, τη συνείδηση που έχει φυτέψει ο Θεός μέσα σε κάθε ανθρώπινη ψυχή(Ρωμ. β : 14).
Αυτοί όμως που γνώρισαν την αλήθεια και τον θείο νόμο, ας προβληματιστούν αν δεν τον σέβονται και δεν τον τηρούν. Σ  ἐκεῖνον που εδόθη πολύ, θα ζητηθεί και πολύ. Εμείς οι Ορθόδοξοι Έλληνες ειδικά, ας αναλογιστούμε τις ευθύνες που έχουμε ενώπιον του Θεού, ενώπιον της ανθρωπότητας, ενώπιον της αθάνατης ψυχής μας.
Είθε!

Από Το Βιβλίο: «Νεώτερα Θαύματα Της Παναγίας Στη Βαρνάκοβα
& Ιστορίες Για Την Αιωνιότητα» 
Εκδόσις: Ιεράς Γυν. Μ. Παναγίας Βαρνάκοβας Δωρίδα 2007

ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΕΧΑΓΙΑΣ - Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ "ΕΙΡΗΝΗ ΥΜΙΝ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ"


ΕΙΡΗΝΗ ΥΜΙΝ, ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ

Τύπος και υπογραμμός αρετής ανεδείχθη ο εξ Επανομής Θεσσαλονίκης καταγόμενος, τροχιοδρομικός Σταύρος Κεχαγιάς. Εγγενήθη το έτος 1910 και εκοιμήθη σε ηλικία 82 ετών.
Υπήρξε άνθρωπος μεγίστης πίστεως και πολλής αγάπης. Προ πάντων ήταν ο ειρηνοποιός. Όταν ευρίσκετο εμπρός σέ διαφωνούντες είχε πάντοτε στη γλώσσα του την προσφιλέστατη προτροπή: «ΕΙΡΗΝΗ ΥΜΙΝ παιδιά μου, ΕΙΡΗΝΗ ΥΜΙΝ». Είχε στο τσεπάκι του γιλέκου του μέντες και καραμέλες και κερνούσε τούς διαπληκτιζομένους. Όταν κάποιος τον κακολογούσε, τον άφηνε να ξεθυμάνει και στο τέλος τον κερνούσε μία καραμέλα λέγων: «Μπράβο παιδί μου. Πάρε τώρα μία καραμέλα».
Ποτέ δεν θύμωνε.

Επί κατοχής, όταν η πείνα θέριζε τούς ανθρώπους, είχε περιθάλψει πολλές οικογένειες. Η γιαγιά Μαρούδα (η γυναίκα του) έπλενε τα ρούχα και τα εκκαθάριζε από τις ψείρες. Το σπίτι του παππού Σταύρου ήταν πάντοτε ανοικτό και πάντοτε γεμάτο από φιλοξενουμένους. «Που θα μείνουμε απόψε; Στον Σταύρο και στην Μαρούδα», έλεγαν οι παρεπιδημούνται ξένοι εν Θεσσαλονίκη.
Η μάνα του είχε πολλά παιδιά. Όλα τα παιδιά τα είχε μάθει να κάνουν διάφορες εργασίες και εργόχειρα. Ούτως πως ό παππούς γνώριζε να μαγειρεύει, να κεντάη, να καθαρίζει το σπίτι.
Ήταν στο έπακρον ταπεινός. Ύπεκλίνετο στον πλέον μικρότερό του. Έβγαζε το καπέλο του στους πάντες, με το δεξί του χέρι και με το αριστερό έκανε σχήμα τιμής και σεβασμού. 

Ευγενέστατος, με μία ανυπόκριτη, αυθόρμητη αγάπη. Είχε γίνει εγγυητής προκειμένου να σωθεί από την πορνεία μία κοινή γυναίκα. Για να επιβεβαιώνεται η ηθική της αποκατάσταση πήγαιναν μαζί κατά διαστήματα στο αστυνομικό τμήμα ηθών. Τελικώς αργότερα την υπάνδρευσε και αυτή και το παιδί της. Έπεσκέπτετο πολλά ιδρύματα, ορφανά, φυλακές και ασθενείς. Στην πνευματική του ζωή ήταν επιμελέστατος. Άνθρωπος των Αγίων Μυστηρίων.
Ανελάμβανε να προστατεύση και να σπουδάσει πτωχά, εγκαταλελειμμένα και ορφανά παιδιά. Συχνά πήγαινε στο αρτοποιείο και παντοπωλείο και πλήρωνε το χρέος των πτωχών, χωρίς κανείς να το γνωρίζει, παρά μόνον ο πατήρ ημών ο Ουράνιος «ο βλέπων εν τω κρύπτω και αποδίδων εν τω φανερώ».
Προησθάνθη τον θάνατόν του και παρήγγειλε να μη σπαταληθούν χρήματα για στεφάνια κ.λπ. Ξεψύχησε με το «ειρήνη υμίν» και με το «αγαπάτε αλλήλους». Αυτός ήταν ο πάππους ο Σταύρος, ο άνθρωπος της ειρήνης και της αγάπης ο άξιος εργάτης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΠΛΟΙ ΚΑΙ ΑΠΛΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ ΚΟΤΣΩΝΗΣ. 2000

http://agiostherapon.blogspot.com

ΠΟΣΟ ΚΑΝΟΥΝ Τ' ΑΥΓΑ;


Μία πλούσια κυρία ρώτησε: “ Πόσo κάνουν τα αυγά; ”
Ο γέρος πωλητής απάντησε: “ 30 λεπτά το ένα αυγό, κυρία ”

Του είπε: “ Θα πάρω 10 αυγά για 2,50 Ευρώ ή αλλιώς θα φύγω ”.
Ο γέρος πωλητής απάντησε: “ Εντάξει, πάρτε τα στην τιμή που θέλετε. Και ίσως μου φέρει γούρι η επίσκεψη σας, γιατί σήμερα δεν έχω πουλήσει ούτε ένα μέχρι τώρα. ”

Η κυρία πήρε τα αυγά και έφυγε έχοντας την αίσθηση πως κέρδισε. Έβαλε τα αυγά στο διθέσιο αυτοκίνητο της και πήγε στο απέναντι εστιατόριο με τη φίλη της. Εκεί, παρήγγειλαν ό, τι τους άρεσε.
Και παρόλο που πήραν πολλά πιάτα, έφαγαν λίγο και άφησαν τα υπόλοιπα στο τραπέζι. Στη συνέχεια, ζήτησε τον λογαριασμό. Ήταν €37,30 και έδωσε €40,00 λέγοντας στον σερβιτόρο να κρατήσει τα ρέστα.

Αυτό το περιστατικό ήταν αρκετά φυσιολογικό για τον σερβιτόρο, αλλά έδειχνε επώδυνο για τον φτωχό πωλητή αυγών που τις κοιτούσε από μακριά.

Το θέμα είναι:
Γιατί δείχνουμε πάντα την δύναμη μας όταν βλέπουμε έναν φτωχότερο άνθρωπο;
Και γιατί γινόμαστε απλόχεροι σε όσους δεν έχουν και τόσο ανάγκη την γενναιοδωρία μας;

Κάποτε διάβασα κάπου:
Ο πατέρας μου αγόραζε απλά πράγματα από φτωχούς πλανόδιους σε ακριβή τιμή παρόλο που δεν τα χρειαζόταν. Μερικές φορές μάλιστα, συνήθιζε να τους πληρώνει πολύ παραπάνω.
Με παραξένεψε αυτή η συνήθεια του και έτσι τον ρώτησα: “ Γιατί το κάνεις αυτό; “ Τότε ο πατέρας μου απάντησε:
" Παιδί μου, αυτό που κάνω είναι μια πράξη φιλανθρωπίας τυλιγμένη με αξιοπρέπεια ".

http://apantaortodoxias.blogspot.com

Ο ΑΘΕΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


Κάποτε ένας εξαίρετος χειρουργός γιατρός, κληρονομεί μια μεγάλη κλινική από τον πατέρα του, καλοπαντρεύεται με μια ενάρετη χριστιανή και δημιουργεί μια ωραία οικογένεια. Σύντομα τρία παιδάκια συμπληρώνουν την χαρά του.
Όλα τα καλά γύρω του: Χρήματα, κλινική, παιδιά, τα πάντα! Η γυναίκα του, αληθινό διαμάντι αρετής , ταπεινή, γλυκομίλητη, ευσεβέστατη. Το σπίτι τους σχεδόν καθημερινά, μυρίζει λιβάνι, γιατί η κυρά Μαρία συχνά θυμιατίζει, όταν ανάβει κάθε βράδυ το καντηλάκι της.
Τα τρία παιδιά τους, δυό αγόρια, κι ένα κορίτσι, προοδεύουν καταπληκτικά στα γράμματα, στις ξένες γλώσσες, στη μουσική (όλα μαθαίνουν πιάνο), στην αρετή. Η ευσεβέστατη Μαρία, τα οδηγεί στα Κατηχητικά, στην Εκκλησία, στο Χριστό, στις Χ.Μ.Ο. ( Χριστιανικές Μαθητικές Ομάδες ).
Ο γιατρός, ο κ. Παναγόπουλος Νικόλαος κολυμπά μέσα σε πλούσια υλικά αγαθά. Όμως πάντα είναι άκεφος, δύσθυμος, παραπονούμενος! Πότε του φταίει το ένα, πότε το άλλο. Πάντα βρίσκει κάτι να δικαιολογήσει τη μεγάλη στενοχώρια του.

Κάποια μέρα φωνάζει έναν παλιό, παιδικό του φίλο, θεολόγο, και του εξομολογείται:
- Βρε Παναγιώτη, όλα τα καλά του Θεού τα ‘χω! Δεν μου λείπει τίποτε! Ένα δεν έχω: γαλήνη, χαρά, ευτυχία. Δεν μπορώ να κοιμηθώ ήρεμα τα βράδυα. Βλέπω τρομερά όνειρα, στριφογυρίζω άυπνος στο κρεβάτι μου!
- Με τη χριστιανική πίστη πώς τα πάμε;
- Θα σου μιλήσω «ξεκάθαρα», ντόμπρα! Δεν πιστεύω στο Θεό! Είμαι άθεος! Ίσως φταίει η Γερμανία, όπου σπούδασα, ίσως ο … Καζαντζάκης ! Έχω διαβάσει, Παναγιώτη μου, πολλά έργα του. Μια σκέψη είναι στο μυαλό μου: η θρησκεία είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα. Θεός δεν υπάρχει!
- Αγαπητέ Νίκο, μήπως εδώ κρύβεται η αιτία της λύπης σου; Μήπως δεν έχεις γερά στηρίγματα στη ζωή σου; Ο Πασκάλ, ο μεγάλος εφευρέτης, τον ξέρεις, λέγει: «Επειδή έχω μελετήσει αρκετά, έχω πίστη χωρικού, αν μελετήσω περισσότερο θα 'χω πίστη χωρικής». Αρκετοί επιστήμονες ομολογούν δημόσια την πίστη τους. Η χριστιανική πίστη, η λατρεία, η προσευχή, η συμμετοχή μας στα μυστήρια της Εκκλησίας είναι ουρανόσταλτα δώρα, χαρίζονται από τον Θεό σ’ όλους τους ανθρώπους, για να έχουν χαρά μόνιμη.
- Τότε, αγαπητέ Παναγιώτη, γιατί δεν τα δίνει και σε μένα; Γιατί ζω μέσα στο σκοτάδι, στη λύπη;
- Εσύ τα ζήτησες; Το Ευαγγέλιο, που δεν διαβάζεις, γράφει: «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν». Εσύ, έχεις ζητήσει ποτέ σου τα δώρα του Θεού;
- Όταν ήμουν στο Δημοτικό, η μακαρίτισσα η μητέρα μου μ’ έστελνε στο Κατηχητικό και τότε πίστευα αρκετά. Τώρα δεν πιστεύω τίποτε. «Δεν υπάρχει Θεός, αλλά ύλη», λέγει ο Μπύχνερ. Ο Καζαντζάκης δεν πιστεύει σε τίποτε, είναι ελεύθερος! Έτσι και γω, δεν παραδέχομαι ότι υπάρχει κάποια ανώτερη δύναμη!
- Η απιστία , Νίκο, γεννά ό,τι υπάρχει μέσα σου. Θέλεις να φύγει η λύπη σου;
- Αν θέλω λέει; Πάρα πολύ!!!
- Η λύση πανεύκολη. Ονομάζεται Εξομολόγηση!
- Α! Παναγιώτη! Εγώ δεν έχω καμιά σχέση με παπάδες, ούτε θέλω να ‘χω. Όλοι τους είναι «ζήτουλες», «τσαρλατάνοι», εκμεταλλευτές του κόσμου! Ζουν με την αφέλεια των πολλών!
- Τότε μείνε μοναχός σου, για να ροκανίζει η λύπη το εσωτερικό σου!
- Ένα λεπτό, Παναγιώτη! Εσύ πιστεύεις ότι, αν εξομολογηθώ, θα ηρεμήσω;
- Απόλυτα! Εκατό τοις εκατό!
- Είσαι σίγουρος;
- Άκου, προσεκτικά! Όσοι εξομολογούνται ειλικρινά, βρίσκουν λύτρωση, χαρά, γαλήνη. Η εξομολόγηση είναι Μυστήριο μεγάλο, ωφελιμώτατο, γιατί το πανάγιο Πνεύμα απομακρύνει όλες τις ενοχές , δροσίζει απαλά κάθε φλεγόμενη καρδιά!
- Διστάζω, Παναγιώτη. Εγώ δεν πιστεύω. Δεν έχω εξομολογηθεί ποτέ μου. Αλλά και να ‘θελα, πάλι δεν μπορώ.
- Γιατί Παναγιώτη μου;
- Να, εγώ «κοτζάμ γιατρός» κλινικάρχης, ντρέπομαι να πω τ’ αμαρτήματά μου! Ντρέπομαι! Αλλά και να νικήσω τη ντροπή μου, πάλι δεν θα το αποφασίσω! Ξέρεις γιατί;
- Όχι!
- Ποιος με βεβαιώνει ότι ο παπάς δεν θ’ ανοίξει το στόμα του και δεν θα πει παντού τα δικά μου;
- Άκου Παναγιώτη, εγώ εξομολογούμαι σε κάποιο γέροντα πνευματικό, τον π. Κωνσταντίνο, στον άγιο Γεώργιο Καρύτση. Είναι θεολόγος και τάφος. Θέλεις να πάμε;
- Τι να πω Παναγιώτη;
- Ό,τι σε φωτίσει ο Θεός! Αν πεις ό,τι βαραίνει την ψυχή σου, θα φύγει το βάρος, θα κοιμάσαι, σαν παιδάκι!
- Καλά, θα το σκεφτώ.

Ο θεολόγος αναχωρεί ήρεμος από την κλινική . Αμέσως αρχίζει διάλογο θερμό με τον ουρανό.
- Ω! Χριστέ μου, φώτισε το πλανεμένο πρόβατό Σου! Λασπόνερα πολλά έχουν σκεπάσει την πίστη, την ευσέβεια. Φώτισέ τον, οδήγησέ τον στη μάντρα Σου, για να δοξάζει το άγιο όνομά Σου.

Η προσευχή για τον άλλο κάνει θαύματα! Σε μερικές μέρες , ο καλός θεολόγος παίρνει ένα χαρούμενο τηλεφώνημα:
- Παναγιώτη, εξομολογήθηκα! Έχεις απόλυτο δίκιο, φίλε μου! Γαλήνεψα, ηρέμησα, τώρα είμαι χαρούμενος. Τώρα κοιμάμαι, σαν παιδάκι, όπως το είπες! Σ’ ευχαριστώ, Παναγιώτη, γιατί άνοιξες τα μάτια μου!
Ω! ουρανόσταλτη, ατίμητη μάνα! Εσύ έκρυψες στην καρδιά του γιατρού τα πρώτα χριστιανικά σπέρματα. Αυτά βλάστησαν ύστερα από πολλά χρόνια!
Γονείς, γιαγιάδες, παππούδες, σπέρνετε χριστιανικούς σπόρους στις ψυχές των παιδιών, εγγονών σας. Ουδέποτε τα χριστιανικά λόγια πηγαίνουν χαμένα!
Όσοι εξομολογείσθε, όσοι πίνετε ολόδροσα, γάργαρα νερά, οδηγείστε κάποιον γνωστό φίλο σας στη βρυσομάνα, που λέγεται εξομολόγηση!

Πηγή: «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΩΦΕΛΙΜΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ»