ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΤΙ ΘΕΛΟΥΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΛΟΓΟΙ; ΑΝΑΠΤΥΞΗ Η ΑΠΟΠΝΙΞΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ;

Τι θέλουν κάποιοι συνταγματολόγοι;
Ανάπτυξη ή απόπνιξη της θρησκευτικής συνείδησης;
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ

Οι δύο πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για τα Θρησκευτικά ανέτρεψαν την παρερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος, που αναφέρεται στην «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων»,  την οποία, τα τελευταία χρόνια, μια μερίδα συνταγματολόγων, επιστημόνων και διανοουμένων προσπαθεί να επιβάλλει, μακράν κάθε παιδοκεντρικής προοπτικής, ως κυρίαρχη γραμμή της θρησκευτικής αγωγής στη χώρα μας.

Κεντρικό οπλοστάσιο της συγκεκριμένης παρερμηνευτικής γραμμής, όσον αφορά στην «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης», αποτέλεσαν οι θέσεις του κ. Σωτηρέλη στο βιβλίο του «Θρησκεία και Εκπαίδευση». Στο  ως άνω βιβλίο του ο κ. Σωτηρέλης αναφέρει ότι το μάθημα των Θρησκευτικών, με το περιεχόμενο και τον τρόπο που διδάσκεται, προδιαγράφει τους μαθητές, ως δεδομένους υπό εκκόλαψη πιστούς, κάτι που απέχει από την κριτική σκέψη και την ελεύθερη επιλογή και προσεγγίζει προς τον δογματισμό (Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Θρησκεία και Εκπαίδευση κατά το Σύνταγμα και την ευρωπαϊκή Σύμβαση. Από τον κατηχητισμό στην πολυφωνία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 31998, σ. 48-49).
Το μάθημα των θρησκευτικών, σύμφωνα με τις θέσεις του βιβλίου, επιβάλλει μονομερώς ένα συγκεκριμένο σύστημα θρησκευτικών αξιών (ό.π., σ. 53) και έχει προπαγανδιστικό χαρακτήρα (ό.π., σ. 276). Η πρόταση του κ. Σωτηρέλη είναι «να παρέχεται στους μαθητές μια σφαιρική, αντικειμενική, ουδέτερη και απροκάλυπτη ενημέρωση για το θρησκευτικό φαινόμενο και τις διάφορες εκφάνσεις του» (ό.π., σ. 402).
Υποστηρίζεται ακόμη ό­τι το μάθημα «θα πρέ­πει να συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει την ε­ξέ­τα­ση των θε­με­λι­ω­δών ε­ξη­γή­σε­ων της ύ­παρ­ξης που δί­δε­ται α­πό άλ­λες θρη­σκεί­ες ή φι­λο­σο­φί­ες και ό­τι γι­α τα θέ­μα­τα αυ­τά ε­παρ­κείς ε­ξη­γή­σεις μπο­ρούν να δι­α­τυ­πω­θούν χω­ρίς α­να­φο­ρά στο με­τα­φυ­σι­κό» (ό.π., σ. 334-335).
Με άλλα λόγια, η πρόταση του ως άνω βιβλίου είναι  να διδάσκονται τα παιδιά θρησκείες και φιλοσοφίες αλλά, όμως, χωρίς συγκεκριμένη πίστη και συγκεκριμένο Θεό. Μάλιστα, στο βιβλίο, λαμβάνοντας υπόψη την οικογενειακή ανατροφή και τον νηπιοβαπτισμό, χα­ρα­κτη­ρί­ζεται «ι­δι­αί­τε­ρα ε­πι­κίν­δυ­νο και το οι­κο­γε­νει­α­κό πε­ρι­βάλ­λον, που εί­ναι δυ­να­τόν να εγ­χα­ρά­ξει α­νε­ξί­τη­λα στη συ­νεί­δη­ση του παι­δι­ού τον φα­να­τι­σμό και τη μι­σαλ­λο­δο­ξί­α». Μπρο­στά σ’ αυ­τήν την, κα­τά τις θέσεις του βιβλίου, «προ­πα­γάν­δα», που κάνουν οι γονείς και το σχολείο ε­να­ντί­ον των παι­δι­ών τους, θε­ω­ρείται το πολυθρησκειακό συνονθύλευμα ως «λύ­τρω­ση α­πό τον κίν­δυ­νο αυ­τό», με τον ισχυρισμό ό­τι αυ­τό θα μπο­ρέ­σει να α­πε­γκλω­βί­σει τα παι­δι­ά «α­πό ο­λο­κλη­ρω­τι­κές νο­ο­τρο­πί­ες και πρα­κτι­κές α­παί­δευ­των ή φα­να­τι­κών γο­νέ­ων» (ό.π., σ. 345).
Σε άρθρο του (25-04-2018), επίσης, με τίτλο: «Θεοκρατία ή Δημοκρατία», ο ίδιος συγγραφέας εξανίσταται  ως προς τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για τα Θρησκευτικά, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες περίπου απόψεις: «Η θέση της πλειοψηφίας (του ΣτΕ) είναι ανερμάτιστη αλλά και ανατριχιαστική, διότι αφ’ ενός   απομακρύνεται  εμφανώς από τις αρχές και τις αξίες μιας σύγχρονης –ανοιχτής και δημοκρατικής– ευρωπαϊκής κοινωνίας, αφ’ ετέρου, μηρυκάζει τις πλέον ακραίες θεοκρατικές αντιλήψεις…, αντιμετωπίζει την εκπαίδευση σαν προέκταση των κατηχητικών σχολείων της Εκκλησίας,  επανεισάγοντας, εν τέλει, μια εκδοχή απροκάλυπτου θρησκευτικού ολοκληρωτισμού, αποκόπτει πλήρως την “ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης” από την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και από την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, επικαλούμενη αυθαίρετα μια θεοκρατική ερμηνεία της “επικρατούσας θρησκείας”».

Με βάση τα παραπάνω σημειώνουμε ότι:
α) Υπάρχει σύγχυση ως προς την ερμηνεία που δίνεται στη «θρησκευτική ουδετερότητα», διότι άλλο είναι η θρησκευτική  ουδετερότητα του κράτους ως ισότιμη και ισάξια αντιμετώπιση των διαφόρων θρησκευτικών δογμάτων ή θρησκειών και άλλο η θρησκευτική ουδετερότητα ως κοινή υποχρεωτική διδασκαλία σε παιδιά που ανήκουν σε διάφορα δόγματα ή θρησκείες. Διότι αυτής της μορφής η ουδετερότητα οδηγεί στον ομαδικό προσηλυτισμό, που τα αποξενώνει από τη δική τους πίστη και τους μεταλλάσσει τη θρησκευτική τους συνείδηση σε ουδέτερη. Αυτό δεν είναι πλέον ανάπτυξη, αλλά μετάλλαξη ή απόπνιξη της θρησκευτικής συνείδησης, κατ΄ουσίαν επομένως προσηλυτισμός στην α-θεϊα ή την πανθρησκεία που είναι το ίδιο.

β) Από παιδαγωγικής πλευράς, το άρθρο 16, όταν ορίζει «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» δεν ομιλεί για ουδέτερη ούτε για μια νέα θρησκευτική συνείδηση ούτε φυσικά για μια πολυθρησκειακή συνείδηση. Το Σύνταγμα δεν ορίζει τη δημιουργία νέας, ουδέτερης, δηλαδή μηδενικής θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, αλλά την ανάπτυξη της ήδη  υπάρχουσας θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, όπως την εννοεί και η απόφαση του ΣτΕ.
Επειδή δε η πλειονότητα των Ελλήνων είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, γι αυτό ο εν ισχύει εκπαιδευτικός Νόμος 1566/1985, ο οποίος είναι εκείνος που ερμήνευσε, εφάρμοσε και εφαρμόζει το Σύνταγμα το Σύνταγμα από το 1985 έως σήμερα, όρισε, ως σκοπό της παιδείας, την υποβοήθηση των μαθητών στο σχολείο, προκειμένου «να έχουν πίστη στα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης παράδοσης». Πού ήταν κάποιοι Συνταγματολόγοι όλα αυτά τα χρόνια (33 χρόνια) που εφαρμόζεται στην ελληνική παιδεία αυτή και όχι η νεόκοπη ερμηνεία του Συντάγματος; Πού ήταν όταν δημιουργήθηκε με βάση αυτήν την ερμηνεία το Αναλυτικό Διαθεματικό Πρόγραμμα Σπουδών 2003- 2006 και τα Βιβλία των Θρησκευτικών;
Εξάλλου, τι σημαίνει η ουδέτερη, κατά τον συγγραφέα, θρησκευτικότητα. Υπάρχει στην ουσία ουδέτερη  θρησκευτικότητα ή ουδέτερος θρησκευόμενος ή άθεος θρησκευόμενος. Και φυσικά υπάρχει, αλλά μόνον στα θεωρητικά μυαλά εκείνων που μεθοδεύουν με αρρωστημένες βερμπαλιστικές και ανεπιστημονικές θέσεις να επιβάλουν ξενόφερτους και παρακμιακούς στόχους στη θρησκευτική ζωή της χώρας. 
Ωστόσο, για όσους την ευαγγελίζονται και την μεθοδεύουν, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι για τις θρησκευτικές μειονότητες των Ελλήνων (Εβραίων, Μουσουλμάνων, Ρωμαιοκαθολικών), οι οποίοι καλώς απολαμβάνουν την ανάπτυξη της δικής τους, αποκλειστικά, θρησκευτικής συνειδήσεως, κανείς από τους λαλίστατους πλουραλιστές «προοδευτικούς» συνταγματολόγους και άλλους «ειδικούς»  δεν ενοχλείται και δεν διαμαρτύρεται!  Στην αμιγή θρησκευτική αγωγή των θρησκευτικών μειονοτήτων δεν βλέπουν μονοφωνία, κατηχητισμό, ομολογιακότητα, φανατισμό, μισαλλοδοξία, δογματική επιβολή θρησκευτικών δοξασιών ή  ανάγκη ουδέτερης αντικειμενικής και απροκάλυπτης ενημέρωσης! Μόνον  η ορθόδοξη διδασκαλία έχει τέτοια κουσούρια και τους ενοχλεί! Μόνον η Ορθοδοξία οδηγεί στη θεοκρατία και σε ένα απροκάλυπτο θρησκευτικό ολοκληρωτισμό! Μόνον την Ορθοδοξία παρερμηνεύουν και θεωρούν εχθρό της πολιτείας.

γ) Το ακυρωθέν από το ΣτΕ πολυθρησκειακό μάθημα, από παιδαγωγικής πλευράς, οδηγεί στην απομάκρυνση του παιδιού από την ορθόδοξη παράδοση των γονέων του, με ταυτόχρονη παραβίαση των δικαιωμάτων και του παιδιού και των γονέων, γεγονός νομικά κολάσιμο, που δεν βλέπουμε, όμως, να ευαισθητοποιεί τις κατά τα άλλα δημοκρατικές ευαισθησίες των υπερασπιστών της θρησκευτικής ανοικτότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ελευθερίας της συνειδήσεως των παιδιών.

δ) Από παιδαγωγικής πλευράς, η ύπαρξη σταθερών αληθειών, κανόνων και δογμάτων στο σχολικό χριστιανικό θρησκευτικό μάθημα δεν αποτελεί δογματισμό, όπως δεν αποτελούν δογματισμό  για το μάθημα της φυσικής οι υπάρχουσες σταθερές θεωρίες που ισχύουν σε αυτήν. Εξάλλου όλες οι θρησκείες του κόσμου και αυτές που διδάσκονται στην Ελλάδα πέρα της χριστιανικής πίστεως έχουν παρόμοιες δογματικές αλήθειες και κανόνες ζωής. Πρόβλημα μπορεί να υπάρχει μόνον, αν το μάθημα διδάσκεται με δογματικό τρόπο, δηλαδή, αν υπάρχει βίαιη εγχάραξη ιδεών και πεποιθήσεων.
Στο μάθημα όμως των Θρησκευτικών είναι σε όλους γνωστό ότι ο μαθητής, χωρίς να παρεμποδίζεται ή να αποθαρρύνεται, μπορεί ελεύθερα να αμφισβητήσει ή να προβληματισθεί σχετικά με την ορθότητα του υλικού που του προσφέρεται ή ακόμη και να το απορρίψει.
Ο δογματισμός υποδηλώνει άμεσο ή έμμεσο εξαναγκασμό ή πίεση του μαθητή από τον δι­δά­σκο­ντα για να αποδεχθεί άκριτα την προς μάθηση ύλη. Γι­α να γίνεται λόγος για δο­γμα­τι­σμό, συνεπώς,  πρέ­πει να υ­πάρ­χει αποδεδειγμένα και όχι με ανεπιστημονικές εμμονές διδακτικός αυταρχισμός ή κατεξουσιασμός, α­πό­κρυ­ψη σχε­τι­κών με το θέ­μα μαρ­τυ­ρι­ών, άρ­νη­ση πα­ρο­χής ευ­και­ρι­ών γι­α κρι­τι­κή θε­ώ­ρη­ση του εκάστοτε διδακτικού θέ­μα­τος, α­πο­φυ­γή δι­α­λό­γου και ο, τι­δή­πο­τε άλ­λο μπο­ρεί να συ­ντε­λέ­σει στην επιβολή των με­τα­δι­δο­μέ­νων και στην καταπάτηση της ελευθερίας του μαθητή.

 ε) Ως προς τις απαράδεκτες  ύβρεις εναντίον των γονέων, που υπάρχουν εντός του ως άνω βιβλίου, είναι ανάγκη να μάθουν όσοι αποδεικνύουν την άγνοιά τους ότι η επιστημονική παι­δα­γω­γι­κή κοι­νό­τη­τα βλέ­πει το σχο­λεί­ο ως προ­έ­κτα­ση της οι­κο­γέ­νει­ας και τη σχέση οικογένειας - σχολείου, ως πνευ­μα­τι­κή ε­πι­κοι­νω­νί­α με­γά­λης μορ­φω­τι­κής ση­μα­σί­ας.

Η παιδαγωγική επιστήμη, επομένως, θε­ω­ρεί τους γο­νείς ως φυ­σι­κούς παι­δα­γω­γούς των παιδιών τους και την ε­πί­δρα­ση που α­σκούν σ’ αυτά, ως αν­θρω­πο­λο­γι­κή α­νά­γκη του α­να­πτυσ­σό­με­νου αν­θρώ­που.
Οι συκοφαντικοί λοιπόν χαρακτηρισμοί: «φανατικοί γονείς με ολοκληρωτικές νοοτροπίες» και άλλα πολλά, που δεν αναφέρθηκαν στο παρόν άρθρο, αποδεικνύουν ότι η ενασχόληση ορισμένων  με θέματα θρησκευτικής αγωγής διεξάγεται στο πλαίσιο έλλειψης κριτηρίων παιδαγωγικής επάρκειας, που συνοδεύεται μάλιστα από ένα ακατάλληλο και μη δημοκρατικό πνεύμα επιβλητικότητας, αυταρχισμού, αυθάδειας, ολοκληρωτισμού και επιθετικότητας που δεν συνάδει με τη σπουδαία και λεπτή λειτουργία της αγωγής.

Ορθόδοξη Αλήθεια, 16.05.2018

Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Η ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

Ἡ Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν: Χαιρετίζει τίς ὑπ’ ἀρ. 660/2018 καί 926/2018 ἀποφάσεις τῆς Ὁλομελείας τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, οἱ ὁποῖες δικαιώνουν μέ πανηγυρικό τρόπο τή θέση τῆς ΕΠΜ καί τῶν ὁμοδίκων μας (Ἱ.Μ. Πειραιῶς, ΠΕΘ, γονεῖς καί καθηγητές), καθώς καί τῆς πλειοψηφίας τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ λαοῦ μας, γιά τά νεοεποχήτικα προγράμματα σπουδῶν τῆς μειοψηφικῆς ὁμάδας θεολόγων «ΚΑΙΡΟΣ» καί τῶν Ὑπουργῶν Φίλη καί Γαβρόγλου.


Ἐπαινεῖ τούς Δικαστικούς του ΣτΈ, οἱ ὁποῖοι μέ ἀμάχητα νομικά ἐπιχειρήματα ἐξέδωσαν τίς ἀνωτέρω ἱστορικές ἀποφάσεις καί ἀπέδειξαν ὅτι ἡ Ἑλληνική Δικαιοσύνη, παρά τόν πόλεμο πού δέχεται ἀπό ἀντιδημοκρατικές φωνές πού δέν σέβονται τή διάκριση τῶν ἐξουσιῶν, ἀποτελεῖ ἐγγύηση γιά τήν τήρηση τῆς νομιμότητας.
Καταδικάζει ἀπερίφραστα τίς ἀήθεις καί χυδαῖες ἐπιθέσεις πρός τό Ἀνώτατο Δικαστήριο τῆς χώρας ἀπό τήν κυβέρνηση καί τά στρατευμένα ΜΜΕ, οἱ ὁποῖες ὑπερβαίνουν κατά πολύ τά ὅρια τῆς κοσμίας κριτικῆς τῶν δικαστικῶν ἀποφάσεων.
Ἀπαιτεῖ τήν ἄμεση ἐφαρμογή τοῦ σκεπτικοῦ τῶν ἀνωτέρω ἀποφάσεων ἀπό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας, μέ τήν κατάργηση τῶν ἀντισυνταγματικῶν καί προσηλυτιστικῶν προγραμμάτων σπουδῶν καί τήν εἰσαγωγή νέων μέ ὀρθόδοξο περιεχόμενο καί ὁμολογιακό χαρακτήρα.
Γνωστοποιεῖ πρός πᾶσα κατεύθυνση ὅτι θά διεκδικήσει ἀνυποχώρητα καί μέ κάθε νόμιμο μέσο τήν ἐφαρμογή τοῦ Συντάγματος μέχρι τήν τελική ἀπόσυρση τῶν ἀκυρωθέντων ἀπό τό ΣτΈ προγραμμάτων.
Καλεῖ τούς δασκάλους καί τούς θεολόγους νά σταματήσουν νά διδάσκουν τούς προδήλως ἀντισυνταγματικούς φακέλλους. Τονίζεται δέ ὅτι «Πᾶς ἐκπαιδευτικός (τῆς στοιχειώδους ἤ μέσης ἐκπαιδεύσεως), πού καλεῖται, νά διδάξει τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ὑποχρεοῦται νά σεβασθεῖ τίς ἀποφάσεις τῆς Ὁλομελείας τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας 660/2018 καί 926/2018 καί νά ἀρνηθεῖ, νά ἐξακολουθήσει, νά διδάσκει τό «προηγουμένης κοπῆς» μάθημα Θρησκευτικῶν (τό γνωστό πολυθρησκειακό), ἔστω καί ἄν τοῦ δοθεῖ ἐντολή πρός τοῦτο. Ἐκ δέ τῆς τοιαύτης ἀρνήσεώς του καμμία δυσμενής συνέπεια δέν ἀνακύπτει εἰς βάρος του οὔτε πειθαρχική, οὔτε καί ποινική. Ἀρκεῖ νά ἀναφέρει, ὅτι ἀρνεῖται νά διδάσκει μάθημα Θρησκευτικῶν πολυθρησκειακό, διότι τοῦτο τυγχάνει «προδήλως ἀντισυνταγματικό» ὡς κυριαρχικῶς καί ἀμετακλήτως ἔχουν ἀποφανθεῖ οἱ προαναφερόμενες ἀποφάσεις τῆς Ὁλομελείας τοῦ ΣτΈ, οἱ ὁποῖες πέραν τῆς προδήλου ἀντισυνταγματικότητος τῆς πολυθρησκευτικῆς ὕλης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἐπισημαίνουν περαιτέρω καί τήν διά τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ διάπραξη καί ἀξιοποίνου πράξεως καί μάλιστα ὁμαδικῶς καί ὑπό συνθῆκες ἰδιαιτέρως ἐπιβαρυντικῆς περιστάσεως.»(ἀπό 16/4/2018 Γνωμοδότηση Νομικῶν Γεωργίου Κρίππα Συνταγματολόγου, Ἀποστόλου Βλάχου Προέδρου Ἐφετῶν).
Καλεῖ τούς γονεῖς τῶν μαθητῶν νά ἐπιστρέψουν τούς φακέλλους στό Ὑπουργεῖο καί νά διεκδικήσουν ἀπό τό σχολεῖο μέ κάθε νόμιμο τρόπο τήν ἀνάπτυξη τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνείδησης τῶν τέκνων τους.

Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν orthros.eu

Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

ΕΞΩΔΙΚΟ ΣΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΣΥΡΕΙ ΤΟ ΠΟΛΥΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΗΣ
ΕΞΩΔΙΚΟΣ ΔΗΛΩΣΙΣ – ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ

1. Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, εδρευούσης εν Πειραιεί, νομίμως εκπροσωπουμένης.
2. Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ Μεντζελόπουλου, κατοικούντος εν Πειραιεί.
3.«ΕΣΤΙΑΣ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ» αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας, νομίμως εκπροσωπουμένης, εδρευούσης εν Αμαρουσίω, Βορείου Ηπείρου 47.
4. Χρήστου Παπασωτηρίου του Ιωάννου, κατοίκου Αθηνών, οδός Ευβοίας 36 Β΄, μέλους τής ως άνω αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας, ατομικώς και ως ασκούντος την γονικήν μέριμναν και επιμέλειαν επί του προσώπου του ανηλίκου υιού μου.
5. Βασιλείου Κοκολάκη, μέλους τής ως άνω αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας, ατομικώς και ως ακούντος την γονικήν μέριμναν και την επιμέλειαν τών ανηλίκων τέκνων μου.
ΠΡΟΣ
Υπουργόν Παιδείας, Ερεύνης και Θρησκευμάτων, εδρεύοντα εν Αμαρουσίω Αττικής, οδός Ανδρέου Παπανδρέου, αρ. 37.
_______________________
Κατόπιν ασκήσεως τής από 11ης Νοεμβρίου 2016 ημετέρας αιτήσεως ακυρώσεως εξεδόθη η ώδε συνημμένη υπ’ αριθ. 660/2018 απόφασις τής Ολομελείας τού Συμβουλίου τής Επικρατείας, δι’ ής ηκυρώθη η υπ’ αριθ. 143575/Δ2 απόφασις του υμετέρου υπουργείου περί «προγράμματος σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Δημοτικόν και στο Γυμνάσιον» δημοσιευθείσα εις το ΦΕΚ Β΄ 2920 τη 13η-9-2016. Δυνάμει τής εν λόγω αποφάσεως υπ’ αριθ. 660/2018 ΟλΣτΕ εκρίθη ότι το ως άνω πρόγραμμα σπουδών και συνάμα η προειρημένη απόφασις τού υμετέρου υπουργείου αντίκεινται προς το Σύνταγμα και τους Νόμους και διεπιστώθησαν, μεταξύ των άλλων, τα εξής:
«14. (…) στις ανωτέρω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις αντίκεινται ρυθμίσεις νόμων ή κανονιστικών διοικητικών πράξεων, με τις οποίες, μέσω, κυρίως, των προγραμμάτων διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, για τους αποτελούντες την κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού μαθητάς δεν υπηρετείται ο ως άνω συνταγματικός σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως, αλλά επιχειρείται ο κλονισμός ή και η μεταβολή αυτής. Ειδικότερα, σχολική διδασκαλία που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή ή την αλλοίωση της θρησκευτικής αυτής συνειδήσεως των μαθητών, όπως αυτή διαμορφώνεται στο πλαίσιο της οικογενείας, θα συνιστούσε μορφή ομαδικού προσηλυτισμού ιδιαιτέρως σοβαρή, ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών που δεν διαθέτουν την κριτική αντίληψη και ωριμότητα των ενηλίκων κατά παράβαση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 του Σ/τος. Περαιτέρω, ως αποστολή της Παιδείας, η, υπό την προεκτεθείσα έννοια «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως» αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους, επιτελείται δε κυρίως με τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, το οποίο για να υπηρετεί τον εν λόγω σκοπό, πρέπει να διδάσκεται επί ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως (βλ. ΣΕ 2176/1998, 3356/1995) και να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να καλλιεργεί αμφιβολίες ως προς τα εν λόγω στοιχεία που συγκροτούν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, ούτε να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών. Η διδασκαλία των ανωτέρω στοιχείων, η οποία καθιστά το μάθημα των θρησκευτικών «ομολογιακό», είναι απολύτως συμβατή με την, καθιερούμενη στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Σ/τος, απαραβίαστη θρησκευτική ελευθερία, διότι δεν συνιστά επιβολή πίστεως προς την επικρατούσα θρησκεία, αφού το μάθημα αυτό, μέσω του οποίου πραγματώνεται ως σκοπός της παιδείας η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως» υπό το προεκτεθέν κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Σ/τος περιεχόμενο (ήτοι η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως), απευθύνεται αποκλειστικά, ως εκ του ανωτέρω περιεχομένου του, στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετεροδόξους, αλλοθρήσκους ή αθέους». «(…)το πρόγραμμα σπουδών (…) παρουσιάζει (…) σοβαρές ελλείψεις ως προς το περιεχόμενο της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας. [Όλως ενδεικτικώς: δεν γίνεται αναφορά στην Αγία Ομοούσιο και Αδιαίρετο Τριάδα, την οποία επικαλούνται στην κεφαλίδα τους όλα τα ελληνικά Συντάγματα που ίσχυσαν μέχρι σήμερα, και δη σύμφωνα με το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, ενώ στην ΘΕ 6 της Γ τάξης του Δημοτικού (με τίτλο «ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός») ο Ιησούς Χριστός παρουσιάζεται ως «ξένος», ως «προσδοκώμενος Μεσσίας», ως «δάσκαλος που όλοι θαυμάζουν», ως «αγαπημένος φίλος», όχι όμως ως Σωτήρας του κόσμου]. Στις εν λόγω ελλείψεις εντάσσεται και η μη οριοθέτηση της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας με επισήμανση των χαρακτηριστικών της στοιχείων που την διακρίνουν από άλλα χριστιανικά δόγματα και άλλες θρησκείες. Αντιθέτως, στο επίμαχο πρόγραμμα σπουδών δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή στοιχείων κοινών στην διδασκαλία τόσο της ορθόδοξης εκκλησίας όσο και άλλων χριστιανικών δογμάτων και άλλων θρησκειών. Δεύτερος παράγοντας που καθιστά το επίμαχο πρόγραμμα σπουδών απρόσφορο για την ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως είναι το γεγονός ότι η διδασκαλία στοιχείων της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως δεν γίνεται αυτοτελώς και διακριτώς, αλλά εκ παραλλήλου -πολλές φορές στο πλαίσιο της ίδιας ώρας διδασκαλίας- και ισοτίμως με τη διδασκαλία στοιχείων, συχνά υπερβολικά λεπτομερειακών, άλλων θρησκειών ή χριστιανικών ομολογιών [π.χ. στην Γ τάξη του Δημοτικού από τις οκτώ θεματικές ενότητες (ΘΕ) μόνο οι ΘΕ 4, 6 και 7 έχουν αμιγώς ή κυρίως χριστιανική, όχι αποκλειστικώς ορθόδοξη, θεματολογία, ενώ οι ΘΕ 1, 4, 5, 6 και 7 έχουν εκτενείς αναφορές και σε άλλες θρησκείες/, στην Ε τάξη του Δημοτικού από τις επτά ΘΕ αμιγώς χριστιανική, όχι αποκλειστικώς ορθόδοξη, θεματολογία έχουν οι ΘΕ 4, 5, 6 και 7, ενώ οι υπόλοιπες τρεις έχουν εκτενείς αναφορές και σε άλλες θρησκείες/στην ΣΤ τάξη του Δημοτικού από τις επτά ΘΕ μόνο η ΘΕ 4 έχει αμιγώς ορθόδοξη θεματολογία, οι ΘΕ 1, 2, 3 και 7 έχουν χριστιανική,όχι αποκλειστικά ορθόδοξη, θεματολογία, η ΘΕ 5 αναφέρεται στις διάφορες χριστιανικές ομολογίες, ενώ η ΘΕ 6 αποκλειστικά σε άλλες θρησκείες. Στην Α΄ Τάξη του Γυμνασίου από τις έξη ΘΕ οι ΘΕ 1 - 4 έχουν χριστιανική, όχι αποκλειστικά ορθόδοξη, θεματολογία, ενώ οι ΘΕ 5 και 6 έχουν ως αποκλειστικά αντικείμενα τον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ και τις «θρησκείες της μακρινής Ανατολής»/στην Β τάξη του Γυμνασίου από τις έξι ΘΕ στην ορθοδοξία αποκλειστικά αναφέρεται μόνο η ΘΕ 6, η ΘΕ 2 αναφέρεται κυρίως σε χριστιανική, όχι αποκλειστικά ορθόδοξη, θεματολογία, ενώ οι ΘΕ 1, 3, 4 και 5 περιέχουν θεματολογία που αφορά σε όλες τις θρησκευτικές παραδόσεις/στην Γ τάξη του Γυμνασίου από τις έξι ΘΕ οι ΘΕ 1, 3, 5 και 6 έχουν θεματολογία εν γένει χριστιανική, όχι αποκλειστικά ορθόδοξη, ενώ οι ΘΕ 2 και 4 αφορούν σε όλες τις θρησκείες του κόσμου]. Η αναφορά, εξ άλλου, στις διδασκαλίες άλλων θρησκειών δεν είναι μόνο εκτενής, παράλληλη και ταυτόχρονη (στο πλαίσιο δηλαδή της ίδιας ΘΕ) με την χριστιανική εν γένει, σπανίως δε αποκλειστικά ορθόδοξη, διδασκαλία, αλλά περιλαμβάνει πλήθος υπερβολικά λεπτομερειακών στοιχείων [όλως ενδεικτικώς: αναφορά σε εβραϊκές εορτές και τελετές (Ρος Ασανά, Πέσαχ, Σαβουώτ, Σουκώτ, Χανουκά κ.ά.), στις ΘΕ 2 της Γ Δημοτικού, ΘΕ 4 της Δ Δημοτικού και ΘΕ 5 της Α Γυμνασίου/αναφορά σε μουσουλμανικές εορτές («Ιντ αλ-φίτρ») στην ΘΕ 2 της Γ Δημοτικού/αναφορά στα 99 ονόματα του Αλλάχ και σε σύμβολα του Θεού (όπως η ινδουιστική σβάστικα, το γιν και το γιάνγκ κ.ά.) στη ΘΕ 2 της Γ Δημοτικού/αναφορά σε όρους και έννοιες του Ισλάμ (Σαχάντα, Χαντίθ, Ούμμα) και του Ιουδαϊσμού (σεμά, τεφιλίν, μεζουζά), στην ΘΕ 5 της Α Γυμνασίου/αναφορά στις «φαντασμαγορικές εορτές» (Diwali, Pongal, Holi) του ινδουισμού και σε λατρευτικές συνήθειες (γιάντρας, μάντρα, μάνταλα) του ινδουισμού και του βουδισμού στη ΘΕ 6 της Α Γυμνασίου]. Επίσης στις ΘΕ κάθε τάξης περιέχονται, όπως έχει εκτεθεί, και «ενδεικτικές δραστηριότητες» στις οποίες περιλαμβάνονται, στο πλαίσιο του μαθήματος των θρησκευτικών, η εκμάθηση χορών από άλλες χώρες και η οργάνωση διαγωνισμού χορού (ΘΕ 5 της Γ Δημοτικού), η δημιουργία χορογραφίας (ΘΕ 5 της Γ Γυμνασίου), μουσική κλασική και κινέζικη (ΘΕ 5 και 8 της Γ Δημοτικού, ΘΕ 6 της Α Γυμνασίου), ελαφρά και «λαϊκά» τραγούδια (ΘΕ 2 της Δ Δημοτικού, ΘΕ 4 και 5 της Γ Γυμνασίου). Από τα ανωτέρω στοιχεία του εισαγόμενου με την προσβαλλόμενη απόφαση προγράμματος σπουδών καθίσταται σαφές ότι με αυτό δεν παρέχεται μία αμιγώς ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, αλλά προκαλείται σύγχυση στη θρησκευτική συνείδηση των ορθοδόξων χριστιανών μαθητών, στους οποίους αποκλειστικά, όπως έχει εκτεθεί, μπορεί να απευθύνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 2 και 13 παρ. 1 του Συντάγματος, το μάθημα των θρησκευτικών, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται, κατά την πρώτη από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις, ως σκοπός της παιδείας, η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως. Τέλος, εν όψει αφ' ενός μεν του αριθμού των ωρών διδασκαλίας που προβλέπονται από την προσβαλλόμενη απόφαση για το μάθημα των θρησκευτικών (56 - 58 ώρες διδασκαλίας για κάθε μία από τις Γ - ΣΤ τάξεις του Δημοτικού  και 46 - 48 για τις Α - Γ τάξεις του Γυμνασίου) εντός του, οκτάμηνης περίπου διαρκείας, σχολικού έτους, αφ' ετέρου δε της συνυπάρξεως σε εκτενή βαθμό, στο πλαίσιο του μαθήματος αυτού, στοιχείων αναφερομένων σε άλλα δόγματα και σε άλλες θρησκείες, παρίσταται ανεπαρκής για την επίτευξη του προπεριγραφέντος συνταγματικού σκοπού (της αναπτύξεως δηλαδή ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως) ο χρόνος ο οποίος διατίθεται για την διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. 19. Επειδή, από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση α) προς την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος (η οποία αποτελεί το βασικό νομικό θεμέλιο για τη ρύθμιση του επίμαχου ζητήματος), διότι, με το πρόγραμμα σπουδών που εισάγει για τις Γ - ΣΤ τάξεις του Δημοτικού και για το Γυμνάσιο, φαλκιδεύεται ο επιβεβλημένος από τη συνταγματική αυτή διάταξη σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών που ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, β) προς την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει ως απαραβίαστη την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, διότι -ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές και να κατατείνει στην εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεώς τους- με τη σύγχυση που προκαλείται, όπως έχει εκτεθεί από το προπεριγραφέν πρόγραμμα σπουδών και με τον επιδιωκόμενο δι’ αυτού «αναστοχασμό» των μαθητών (ηλικίας 8 - 15 ετών), η εν λόγω απόφαση κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση, την οποία, ήδη πριν από την έναρξη του σχολικού βίου διαμορφώνουν οι μαθητές αυτοί στο πλαίσιο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, είναι δε ικανή η εισαγόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση διδασκαλία ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών αυτών που δεν διαθέτουν την ωριμότητα και την κριτική αντίληψη των ενηλίκων, να τους εκτρέψει από την ορθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους, γ) προς την διάταξη του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, διότι προσβάλλει το ευθέως καθιερούμενο από την διάταξη αυτή δικαίωμα των ανηκόντων στην επικρατούσα θρησκεία ορθόδοξων χριστιανών γονέων να διασφαλίσουν τη μόρφωση και εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις και δ) προς την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητος (άρθρο 4 παρ. 1 του Σ) και προς το άρθρο 14 (σε συνδυασμό με το άρθρο 9) της ΕΣΔΑ, διότι στερεί από τους μαθητές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ενώ η νομοθεσία όπως έχει εκτεθεί προβλέπει για μαθητές ρωμαιοκαθολικούς, εβραίους και μουσουλμάνους τη δυνατότητα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών), μάλιστα δε από δασκάλους προτεινόμενους από την οικεία θρησκευτική κοινότητα. (…)».
            Εξ άλλου, εις ουσιαστικήν εφαρμογήν τής ως άνω – ήδη ακυρωθείσης – υπ’ αριθ. 143575/Δ2 αποφάσεως του υμετέρου υπουργείου και προκειμένου να υλοποιηθή το δι’ αυτής τεθέν και εξ ίσου ακυρωθέν «πρόγραμμα σπουδών τού μαθήματος των Θρησκευτικών στο Δημοτικόν και στο Γυμνάσιον», το υμέτερον υπουργείον έδωκε προς διδασκαλίαν τών μαθητών νέα βιβλία (φακέλλους), περιέχοντα τα στοιχεία τού εν λόγω αντισυνταγματικού, μη συμφώνου τώ Νόμω και εν τέλει ακυρωθέντος προγράμματος σπουδών, ήτοι περιέχοντα στοιχεία, αρχές και δόγματα και ετέρων θρησκειών, καθώς και αιρέσεων (παπισμός, προτεσταντισμός κττ). Περαιτέρω το υπουργείον προέβη και εις την έκδοσιν τής ετέρας υπ’ αριθ. πρωτ. 101470/Δ2/16-06-2017 αποφάσεως με το αυτό σχεδόν, εν πολλοίς ταυτόσημον και απαράλλακτον αντικείμενον, εναντίον τής οποίας έχει ασκηθεί και εκκρεμεί ενώπιον τού ΣτΕ η ημετέρα (και λοιπών αιτούντων) από 26ης-10-2017 αίτησις ακυρώσεως, εξακολουθούσης τής διδασκαλίας τού μαθήματος διά των αυτών ως άνω φακέλλων (νέων βιβλίων).
            ΕΠΕΙΔΗ ωστόσο συμφώνως τή παραγράφω 5 τού άρθρου 95 τού Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η διοίκησις έχει υποχρέωσιν συμμορφώσεως προς τας ακυρωτικάς αποφάσεις τού Συμβουλίου τής Επικρατείας. Η παράβασις τής υποχρεώσεως ταύτης δημιουργεί ευθύνην διά παν υπαίτιον όργανον, ως Νόμος ορίζει».
            ΕΠΕΙΔΗ κατά τας παραγράφους 1, 4 και 5 τού άρθρου 50 τού Π.Δ/τος 18/1989 «1. Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση τής προσβαλλομένης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη. (…) 4. Οι διοικητικές αρχές, σε εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, πρέπει να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό. Ο παραβάτης, εκτός από την δίωξη κατά το άρθρο 259 τού Ποινικού Κώδικα, υπέχει και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση. 5. Οι αποφάσεις τής Ολομελείας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων, αποτελούν μεταξύ τών διαδίκων δεδικασμένο που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από το Συμβούλιο».
            ΕΠΕΙΔΗ κατά συνέπειαν η ώδε συνημμένη ακυρωτική απόφασις υπ’ αριθ. 660/2018 τής Ολομελείας τού ΣτΕ, ex tunc και έναντι πάντων ισχύουσα, αυτόχρημα κατήργησεν την εν θέματι ακυρωθείσαν υπουργικήν απόφασιν υπ’ αριθ. 143575/Δ2/2016 (κατ’ άρθρον 50 ΠΔ/τος 18/1989), τού ακυρωτικού ταύτης αποτελέσματος ανατρέχοντος εις τον χρόνον εκδόσεως τής εν λόγω ακυρωθείσης υπουργικής αποφάσεως. Η τελευταία θεωρείται ως μηδέποτε εκδοθείσα, επανενεχθείσης αυτοδικαίως τής προϋφισταμένης τής εκδόσεώς της πραγματικής και νομικής καταστάσεως (ΣτΕ 4690/1983). Ώστε εν προκειμένω ανεβίωσεν και εξακολουθεί ισχύουσα η προγενεστέρα τής ακυρωθείσης υπουργική απόφασις επί τού προγράμματος σπουδών.
            ΕΠΕΙΔΗ προσέτι κατά παγίαν Νομολογίαν τού Συμβουλίου τής Επικρατείας η ακύρωσις τής ως άνω υπουργικής αποφάσεως καθιστά ακυρωτέαν και οιανδήποτε ετέραν διοικητικήν πράξιν συναφούς τή ακυρωθείση (ΣτΕ 1665/1987), εφ’ όσον και αύτη προσεβλήθη νομοτύπως (ΣτΕ 3028/1986), ώσπερ η ανωτέρω υπ’ αριθ. 101470/Δ2/16-06-2017 υμετέρα υπουργική απόφασις, τής οποίας την ακύρωσιν έχομεν αιτηθεί νομίμως, κατά τα προεκτεθέντα, διά της ετέρας ως άνω από 26ης-10-2017 αιτήσεως ημών ακυρώσεως ενώπιον τού ΣτΕ (αρ. κατ. 2920/17).
            Όθεν, επί τη βάσει τών ανωτέρω διατάξεων τού Συντάγματος και τού Νόμου, καθίσταται αμέσως αντιληπτόν ότι, τόσον υμείς προσωπικώς, ως ιεραρχικώς προϊστάμενος, όσον και άπαντα τα στελέχη τού υμετέρου υπουργείου, καθώς και άπαντες οι διδάσκαλοι και οι καθηγηταί τού μαθήματος θρησκευτικών απάντων των εν Ελλάδι και εν τή αλλοδαπή και υπό την υμετέραν εποπτείαν λειτουργούντων σχολικών μονάδων, εις τας οποίας φοιτούν Ορθόδοξοι Χριστιανοί Ελληνόπαιδες, υπέχετε την νόμιμον υποχρέωσιν εφαρμογής διά θετικών ενεργειών τής ως άνω αποφάσεως υπ’ αριθ. 660/2018 τής Ολομελείας τού ΣτΕ, κατά τε το περιεχόμενον ταύτης και το διατακτικόν. Ειδικώτερον καλείσθε άπαντες οι ανωτέρω διά τής παρούσης να εφαρμόσητε πάραυτα διά θετικών ενεργειών τήν ως άνω απόφασιν υπ’ αριθ. 660/2018 τής Ολομελείας τού ΣτΕ, κατά τε το περιεχόμενον ταύτης και το διατακτικόν, παρέχοντες αφ’ ενός προς τούς Ελληνορθοδόξους μαθητάς θρησκευτικήν εκπαίδευσιν σύμφωνον αποκλειστικώς και μόνον προς τας αρχάς, τα δόγματα και τας παραδόσεις τής Ορθοδοξίας διπλασιάζοντες τας ώρας διδασκαλίας τού μαθήματος, αφ’ ετέρου δ’ απέχοντες τού λοιπού από πάσης ενεργείας αντιβαινούσης προς τα διά της εν λόγω ακυρωτικής αποφάσεως κριθέντα ζητήματα, οία ενδεικτικώς η εξακολούθησις τής διδασκαλίας τού μαθήματος τών θρησκευτικών μέσω των φακέλλων (νέων βιβλίων) ουσιαστικώς επί τή βάσει τού προγράμματος και τού περιεχομένου τής ήδη ακυρωθείσης αποφάσεως και της ομοίας μεταγενεστέρας τοιαύτης υπ’ αριθ. 101470/Δ2/16-06-2017.
            Εξ άλλου οι γ΄ και δ΄ εξ ημών, οίτινες τυγχάνομεν γονείς μαθητών φοιτούντων εις το Δημοτικόν Σχολείον και εις το Λύκειον, επιφυλαττόμεθα ρητώς δι’ ημάς και διά τα ημέτερα τέκνα παντός νομίμου δικαιώματος αποζημιώσεως λόγω ηθικής βλάβης εκ της μέχρι τούδε διδασκαλίας τού μαθήματος των Θρησκευτικών εις αυτά επί τη βάσει τής ακυρωθείσης αποφάσεως, των φακέλλων τού μαθήματος και τής ετέρας υμετέρας υπ’ αριθ. 101470/Δ2/16-06-2017 αποφάσεως.                  
            Αρμόδιος δικαστικός επιμελητής επιδότω νομίμως την παρούσαν, ως και την συγκοινοποιουμένην υπ’ αριθ. 660/2018 απόφασιν τής Ολομελείας τού Συμβουλίου τής Επικρατείας, προς όν απευθύνεται προς γνώσιν του και διά τας εννόμους συνεπείας αντιγράφων άμα άπαν το κείμενον της παρούσης εις την υπ’ αυτού συνταχθησομένην έκθεσιν επιδόσεως.

                                                                 Αθήναι, 13 Απριλίου 2018
                                                               Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος

                                                            ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
                                                                            ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
                                                         ΟΔΟΣ ΕΥΒΟΙΑΣ 36 Β΄ ΑΘΗΝΑΙ

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΜΕ ΤΟ ΑΚΥΡΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΣΤΟΝ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ

Με το ακυρωμένο από το ΣτΕ Πρόγραμμα των Θρησκευτικών προχωράει το Υπουργείο
στον προσηλυτισμό των Ορθοδόξων μαθητών
Ηρακλής Ρεράκης,  Καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ

Το συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), με εμπεριστατωμένη από κάθε άποψη επιχειρηματολογία, ακύρωσε στις 20 Μαρτίου το πολυθρησκειακό Πρόγραμμα Σπουδών και από τότε ξεσηκώθηκε μια απίστευτη συνταγματική ανταρσία, για να καταλήξει τελικά το Υπουργείο Παιδείας σε μια απόφαση κόλαφος, να μην εφαρμόσει την απόφαση του ΣτΕ.

 Βλέπουμε με λύπη μας όλες αυτές τις ημέρες συνέλληνες, κληρικούς, λαϊκούς, θεολόγους, πολιτικούς και δημοσιογράφους, να ενεργούν με σκοπιμότητες, σχεδιασμούς και μεθοδεύσεις και να προσπαθούν να θολώσουν το τοπίο, να παραπλανήσουν και να προσπαθούν να αποδείξουν ότι το ΣτΕ δεν ερμηνεύει σωστά το Σύνταγμα, τους νόμους και το εθνικό και διεθνές δίκαιο και ότι ένα πολυθρησκειακό πρόγραμμα, που πολτοποιεί και προσφέρει στα παιδιά μας, με τη μορφή ενός απαράδεκτου και επικίνδυνου συνονθυλεύματος, την ορθοδοξία με τις χριστιανικές ομολογίες και τις θρησκείες, είναι στη ορθόδοξη κατεύθυνση.
Δεν είναι όμως μόνον η παρερμηνεία και η διαστρέβλωση της αλήθειας αλλά και η δίωξη που εφαρμόζουν ως όπλα επιβολής. Όποιος έχει αντιρρήσεις σε αυτήν την μετάλλαξη της ορθόδοξης συνείδησης των παιδιών σε πολυθρησκειακή, τον αναλαμβάνει η «προοδευτική» ομάδα συκοφάντησης, λασπολογίας και χλευασμού και τον μαυρίζει στο πανελλήνιο με τις χειρότερες μομφές.
Η απόφαση του ΣτΕ ήταν όντως κάτι που δεν ήθελαν και, επειδή δεν έχουν επιχειρήματα να την αντιμετωπίσουν, γι αυτό την δυσφημούν, μέσω μαύρης προπαγάνδας και συκοφαντίας. Ακολουθώντας πιστά την ίδια γραμμή της σπιλώσεως και λασπολογίας των αντιφρονούντων, στράφηκαν αυτή τη φορά, εναντίον των Συμβούλων του ΣτΕ, εκτοξεύοντας απίθανους χαρακτηρισμούς.
Βγήκε ο κ. Φίλης, ο οποίος, όπως θυμόμαστε, ήθελε να επιβάλει στους ορθόδοξους Έλληνες το ουδετερόθρησκο σχολείο και φρόνημα και τώρα βλέπει ότι το ΣτΕ του χάλασε το σχέδιο και εκτόξευσε τα «ωραία» του για την απόφαση του ΣτΕ: Πρόκειται για «σκοταδισμό, μεσαίωνα και αναχρονισμό», για «λανθασμένη ερμηνεία του Συντάγματος».  «Είναι μία απόφαση, η οποία παρερμηνεύει ή και παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις». «Είναι μία μεσαιωνικού τύπου απόφαση».
Βγήκε και ο κ. Γαβρόγλου και είπε: «Δεν μας δεσμεύει η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που ακύρωσε τις αλλαγές Φίλη στο μάθημα των Θρησκευτικών. Δεν θα υποκύψουμε στο κύμα σκοταδισμού. Η απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, δεν έχει καμιά πρακτική επίπτωση και δεν αλλάζει ο πυρήνας της διδασκαλίας». «Η κυβέρνηση δε θα υποκύψει στον σκοταδισμό που κάποιοι θέλουν να φέρουν σε αυτόν τον τόπο». «Το Υπουργείο σέβεται τις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες ωστόσο και αυτές κρίνονται ως προς τα αποτελέσματά τους και ως προς το σκεπτικό τους. Η συγκεκριμένη απόφαση πηγαίνει την εκπαίδευση και την κοινωνία πολλά χρόνια πίσω, καθώς ταυτίζεται και συντάσσεται με απόψεις ακραίων και σκοταδιστικών θεολογικών κύκλων». «Το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων δηλώνει αποφασισμένο να συνεχίσει το έργο της ανανέωσης, του πλουραλισμού και του εκδημοκρατισμού των προγραμμάτων σπουδών και των διδακτικών υλικών όλων των βαθμίδων».
Απορίας άξιο, όμως, είναι πώς οι άνθρωποι του Υπουργείου, που με τις δηλώσεις τους δείχνουν ότι δεν σέβονται όχι μόνον τον λαό και την Εκκλησία, αλλά ούτε και το στήριγμα της δημοκρατίας, το ΣτΕ, οι αποφάσεις του οποίου προσφέρουν στους πολίτες το αίσθημα της ασφάλειας και της προστασίας των δημοκρατικών δικαιωμάτων τους από τις τυχόν αντισυνταγματικές ασυδοσίες και αυθαιρεσίες των κρατικών υπηρεσιών και αποφάσεων, απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη ορισμένων εκκλησιαστικών παραγόντων, οι οποίοι, μάλιστα, δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν να συνεργάζονται με την πολιτεία πάνω στα ακυρωμένα από το ΣτΕ προγράμματα και βιβλία - φακέλους!!
Μένει κανείς πραγματικά άφωνος!  Ίσως, για κάποιον άγνωστο σε μας λόγο, φαίνεται ότι δείχνουν καλοπιστία και δεν θέλουν να δεχθούν ως αληθινό αυτό που όλοι γνωρίζουν, ότι δηλαδή ο ίδιος ο Υπουργός Παιδείας και οι επί του μαθήματος των Θρησκευτικών συνεργάτες του, φαίνεται πως εκμεταλλεύονται  τον διάλογο με την Εκκλησία για τα προγράμματα και τους φακέλους, όταν, μάλιστα, ισχυρίζονται ψευδώς ότι η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον Ιούνιο του 2017, συμφώνησε ομόφωνα με τα «εκσυγχρονιστικά» τους Προγράμματα και τους Φακέλους!
Βέβαια η Εκκλησία -και έτσι πρέπει- συνεχίζει τον διάλογό της με την Πολιτεία για όλα τα θέματα, αλλά, όταν περιμένουν οι ορθόδοξοι χριστιανοί να ακούσουν το αίτημά της για απόσυρση αυτού του ακυρωμένου από το ΣτΕ προγράμματος και ακούν για συνέχιση του διαλόγου πάνω σε αυτό, είναι βέβαιο ότι απογοητεύονται.
Διότι είναι πλέον σαφές ότι η απόφαση του ΣτΕ, έβαλε φρένο στη μεθόδευση που είχε στηθεί από τους ανθρώπους (θεολόγους και μη) του Υπουργείου, με την οποία προσπαθούσαν να παραπλανήσουν την Εκκλησία και τον ελληνικό λαό ότι το ήδη ακυρωμένο πολυθρησκειακό πρόγραμμα είναι ορθόδοξο και έχει ορθόδοξο προσανατολισμό.
Για το πόσο ορθόδοξο είναι αποφάνθηκε με αναλυτικά και αναντίρρητα επιχειρήματα το ΣτΕ, βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους, αφού, όπως διαπίστωσε, με το Πρόγραμμα αυτό «δεν υπηρετείται ο συνταγματικός σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή, της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως, αλλά επιχειρείται ο κλονισμός ή και η μεταβολή αυτής. Ειδικότερα, σχολική διδασκαλία, που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή ή την αλλοίωση της θρησκευτικής αυτής συνειδήσεως των μαθητών, όπως αυτή διαμορφώνεται στο πλαίσιο της οικογενείας, θα συνιστούσε μορφή ομαδικού προσηλυτισμού ιδιαιτέρως σοβαρή, ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών που δεν διαθέτουν την κριτική αντίληψη και ωριμότητα των ενηλίκων». Ίσως, από την πλευρά ορισμένων προσώπων της Εκκλησίας, δεν έχει προσεχθεί ότι η ακύρωση από το ΣτΕ της διδασκαλίας του ως άνω Προγράμματος έγινε ακριβώς επειδή δεν είναι ορθόδοξο.
 Επειδή, όπως αναφέρει η ακυρωτική απόφαση, «η διδασκαλία αυτή δεν είναι ικανή να αναπτύξει, ήτοι να εμπεδώσει και να ενισχύσει, όπως επιβάλλεται από την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος, την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση των μαθητών, διότι η διδασκαλία αυτή α) είναι ελλιπής κατά περιεχόμενο, β) δεν είναι αυτοτελής, αμιγής και διακριτή σε σχέση με την διδασκαλία στοιχείων αναφερομένων σε άλλα δόγματα ή θρησκείες, με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση στους μαθητές ως προς το περιεχόμενο της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, και γ) δεν είναι επαρκής από την άποψη του χρόνου που διατίθεται γι’ αυτήν. Στις εν λόγω ελλείψεις εντάσσεται και η μη οριοθέτηση της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας με επισήμανση των χαρακτηριστικών της στοιχείων, που την διακρίνουν από άλλα χριστιανικά δόγματα και άλλες θρησκείες. Αντιθέτως, στο επίμαχο πρόγραμμα σπουδών δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή στοιχείων κοινών στην διδασκαλία τόσο της ορθόδοξης Εκκλησίας όσο και άλλων χριστιανικών δογμάτων και άλλων θρησκειών». Παράγοντας μάλιστα, κατά το ΣτΕ, «που καθιστά το επίμαχο πρόγραμμα σπουδών απρόσφορο για την ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως είναι το γεγονός ότι η διδασκαλία στοιχείων της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως δεν γίνεται αυτοτελώς και διακριτώς, αλλά εκ παραλλήλου -πολλές φορές στο πλαίσιο της ίδιας ώρας διδασκαλίας- και ισοτίμως με τη διδασκαλία στοιχείων, συχνά υπερβολικά λεπτομερειακών, άλλων θρησκειών ή χριστιανικών ομολογιών».

Ορθόδοξη Αλήθεια, 25.04.2018

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ: ΚΑΜΙΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΩΝ «ΝΕΩΝ» ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΦΙΛΗ - ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΕ


Οι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν το μάθημα των Θρησκευτικών υποχρεούνται να σεβασθούν τις αποφάσεις της ΣτΕ και να αρνηθούν να διδάσκουν το πολυθρησκειακό Πρόγραμμα Σπουδών των Φίλη-Γαβρόγλου, έστω και αν τους δοθεί εντολή προς τούτο. Εκ δε της τοιαύτης αρνήσεώς τους καμμία δυσμενής συνέπεια δεν ανακύπτει εις βάρος του ούτε πειθαρχική, ούτε και ποινική. 

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

Υπό της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων μας υπεβλήθη το κάτωθι ερώτημα και εζητήθη η επ’ αυτού νομική μας άποψη:

«Οι αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου Επικρατείας 660/2018 και 926/2018 ακυρώνουν ισάριθμες αποφάσεις του Υπουργού Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων, οι οποίες εισήγαγαν εις τα σχολεία(στοιχειώδους και μέσης εκπαιδεύσεως: γυμνασίου και λυκείου) ως ύλη του μαθήματος των θρησκευτικών όχι αμιγώς την της κατά το άρθρον 3 του Συντάγματος επικρατούσης ορθόδοξης χριστιανικής Εκκλησίας, αλλά και άλλων επί πλέον θρησκειών, τις ακυρώνουν δε, επί τω λόγω ότι :
α) κατ’ άρθρον 16 παρ. 2 του Συντάγματος, η ύλη του μαθήματος των θρησκευτικών πρέπει να περιλαμβάνει αποκλειστικώς και μόνον  την της επικρατούσης θρησκείας και όχι άλλων θρησκειών,
β) διά της πολυθρησκευτικής ύλης του εν λόγω μαθήματος διαπράττεται «αξιόποινος πράξη», ήτοι ασκείται ομαδικός προσηλυτισμός και, τέλος,
γ) διότι εις τα μουσουλμανικά σχολεία εις την  Ελλάδα και εις το μάθημα των θρησκευτικών διδάσκεται αποκλειστικώς η μουσουλμανική θρησκεία, εις τα εβραϊκά σχολεία διδάσκεται αποκλειστικώς η εβραϊκή θρησκεία, εις δε τα καθολικά σχολεία διδάσκεται αποκλειστικώς ο ρωμαιοκαθολικισμός.
Εις περίπτωση που το Υπουργείο Παιδείας συμμορφωθεί πλήρως προς την ως άνω απόφαση και εισαγάγει εις τα σχολεία ύλη μαθήματος των θρησκευτικών αμιγώς την της κατ’ άρθρον 3 του Συντάγματος επικρατούσης θρησκείας και μόνον, δεν έχουμε ερώτημα, να σας υποβάλουμε. Επομένως, το ερώτημά μας περιορίζεται εις το εξής: Ποιες οι κατά τον νόμο υποχρεώσεις των εκπαιδευτικών της στοιχειώδους και μέσης εκπαιδεύσεως που διδάσκουν το μάθημα των θρησκευτικών, εάν το Υπουργείο Παιδείας τυχόν δεν συμμορφωθεί (εν όλω ή εν μέρει) προς  προαναφερόμενες αποφάσεις του ΣτΕ και εισαγάγει εις τα σχολεία ύλη μαθήματος θρησκευτικών όχι αμιγώς την της επικρατούσης κατά το άρθρον 3 του Συντάγματος θρησκείας αλλά και άλλων θρησκειών, επιτάσσοντας, ως εκ τούτου, αμέσως ή εμμέσως τους ως άνω εκπαιδευτικούς, να διδάσκουν άλλην ύλη και όχι των υπό των  ως άνω αποφάσεων του ΣτΕ νομολογηθείσης;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Επί του ως άνω ερωτήματος η επιστημονική και νομική μας άποψη έχει ως εξής:
1.- Η τυχόν μη πλήρης συμμόρφωση του Υπ. Παιδείας προς τις ως άνω αποφάσεις  του ΣτΕ, συνιστά κατά την adhoc νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) ευθεία παραβίαση του άρθρου 6, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ), λόγω μη σεβασμού της αρχής της «res judicata». Διά τον λόγον δε αυτόν έχουν κατ’ επανάληψη καταδικαστεί ευρωπαϊκές  χώρες (π.χ. ΕΔΑΔ αποφάσεις α) της 13.3.2018, υποθ. CM. κατά Βελγίου προσφυγή Νο 67957/12, β) της 5.10.2017, υποθ. Mazzeo κατά Ιταλίας προσφ. Νο 32269/09, γ) της 19.7.2016, υποθ. Flores Quiros κατά Ισπανίας, προσφ. Νο 75183/10, δ) της 9.4.2015 υποθ. Tchokontio Happi κατά Γαλλίας προσφ. Νο 65829/12, ε) της 30.7.2015 υποθ. Ferreira Santos Pardal κατά Πορτογαλίας προσφ. Νο 30123/10 κ.ά.).  Επομένως, η Ελλάδα (και ειδικότερα το Υπ. Παιδείας) δεν έχει κανένα δικαίωμα, να μην εφαρμόσει τις ως άνω αποφάσεις. Υπ’ όψιν ότι το ΕΔΑΔ, εν περιπτώσει παραβάσεως της αρχής αυτής, επιβάλλει πολύ μεγάλα πρόστιμα, π.χ. η από 20.10.2009 απόφασή του (υποθεση Radu Rädulescu κατά Ρουμανίας, προσφυγή Νο 14884/03) επιβάλλει πρόστιμο εις την Ρουμανία δια μη εφαρμογή δικαστικής αποφάσεως το ποσόν των 305.000 ΕΥΡΩ. Και αυτή είναι η συνταγματική πλευρά του όλου θέματος.

2.- Ερχόμεθα τώρα εις την υπηρεσιακή πλευρά του θέματος. Τι δέον γενέσθαι, εάν το Υπουργείο Παιδείας αρνηθεί, να συμμορφωθεί προς  τις αμετάκλητες αποφάσεις του ΣτΕ και συνεχίσει να εφαρμόζει το κριθέν νομολογιακώς ως αντισυνταγματικό, πολυθρησκειακό Πρόγραμμα Σπουδών,δίδον ανάλογες  εντολές (είτε αμέσως είτε εμμέσως) εις τα υπ’ αυτού υπηρεσιακά όργανα (τους εκπαιδευτικούς), μη συμμορφώσεώς τους προς τις ως άνω αποφάσεις του ΣτΕ. Εν προκειμένω, ως προς το τι οφείλουν να πράξουν τα εν λόγω υπηρεσιακά όργανα (οι εκπαιδευτικοί), το επιλύει ευθέως το άρθρον 25, παρ. 3, του Υπαλληλικού Κώδικα. Η διάταξη αυτή αναφέρει, ότι ο υπάλληλος, εάν του δοθεί εντολή προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη, οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολήΗ ιδία διάταξη αναφέρει, εν συνεχεία, ότι, εάν εις τον Δημ. Υπάλληλο, μετά την εν λόγω αναφορά του, του διαβιβασθεί νέα εντολή εκτελέσεως, διότι τούτο επιβάλλουν εξαιρετικοί λόγοι γενικότερου  συμφέροντος, οφείλει να την εκτελέσει όχι όμως εις πάσαν περίπτωση, αλλάμόνον, όταν η εντολή αντίκειται «εις διατάξεις νόμων ή κανονιστικών πράξεων» και  όχι όταν η εντολή είναι «προδήλως αντισυνταγματική».Εις την παρούσα όμως περίπτωση η τοιαύτη ως άνω διαταγή που θα δοθεί εις τον υπάλληλο, είναι προδήλως αντισυνταγματική, όχι βεβαίως διότι έτσι έκρινε ο υπάλληλος αφ’ εαυτού, αλλά διότι έτσι έκρινε αμετακλήτως η ανωτάτη διά την περίπτωση βαθμίδα της δικαιοσύνης, ήτοι το Συμβούλιο Επικρατείας. Επομένως, βάσει της διατυπώσεως της ως άνω διατάξεως, ο Δημ. Υπάλληλος, σε καμμία περίπτωση, όχι  μόνον δεν υποχρεούται αλλά και δεν δικαιούταινα εκτελέσει εντολή προδήλως αντισυνταγματική, όποιες νεώτερες εντολές και αν λάβει και όποιους λόγους και αν επικαλούνται οι εν λόγω νεώτερες εντολές. Τα ως άνωεπιβεβαιώνονται και από το άρθρον  106, παρ. 3 του Υπαλληλικού Κώδικος, το οποίο έχει ως εξής επί λέξει:
«Το υπαλληλικό καθήκον, κατά την προηγουμένη παράγραφο, σε καμμία περίπτωση δεν επιβάλλει στον υπάλληλο πράξη ή παράλειψη που να αντίκειται προδήλως στις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων».
Η έννοια της  τελευταίας αυτής διατάξεως είναι, ότι ο υπάλληλος δεν επιτρέπεται, σε καμμία περίπτωση,  να διωχθεί  πειθαρχικώς, εάν αρνηθεί να εκτελέσει εντολή προδήλως αντισυνταγματική.

3.- Οι ίδιες ως άνω αποφάσεις του ΣτΕ αποφθέγγονται, ότι η διδασκαλία μαθήματος Θρησκευτικών πολυθρησκειακού (και όχι αποκλειστικώς της επικρατούσης θρησκείας) συνιστά αξιόποινη πράξη, ήτοι συνιστά το έγκλημα του ομαδικού προσηλυτισμού (απαγορεύεται υπό του άρθρου 13, παρ. 2 του Συντάγματος και τιμωρείται ποινικώς κατ’ άρθρον  4 του Ν. 1363/39 ως ετροποποιήθη), υπό δε της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου,εάν ο προσηλυτισμός γίνεται εντός σχολείων, «θεωρείται ιδιαιτέρως επιβαρυντική αιτία». Εννοείται δε, κατόπιν τούτου ότι, εάν τυχόν ασκηθεί ποινική δίωξη διά την εν λόγω αξιόποινο πράξη π.χ. από κάποιον γονέα, θα διωχθεί κατ’ ανάγκην και ο διδάσκων το (πολυθρησκειακό) μάθημα των Θρησκευτικών. Τούτο προκύπτει ευθέως εκ του άρθρου 21 του Ποινικού Κώδικος, το οποίο αναφέρει, ότι ο διαπράττων αξιόποινη πράξη εκτελών εντολή των Αρχών, διώκεται και εκείνος ποινικώς, απαλλάσσεται δε μόνον, εάν υπεχρεούτο, να ενεργήσει «άμεσα»,  χωρίς δηλ. να του επέτρεπε ο χρόνος να εξετάσει την νομιμότητα της διαταγήςΕις την περίπτωσή μας, όμως, ο υπάλληλος που θα λάβει τέτοια εντολή, θα έχει και την νομική και την χρονική δυνατότητα, να εξετάσει τη νομιμότητά της. Κατά συνέπεια, θα φέρει ακεραία την ως άνω ποινική ευθύνη και κατ΄ ανάγκην (δηλ. υποχρεωτικώς) θα διωχθεί και εκείνος ποινικώς (υπ΄ όψιν δε ότι το έγκλημα του προσηλυτισμού διώκεται αυτεπαγγέλτως και όχι κατ΄ έγκλησην, θεωρείται δε τετελεσμένο και από την αρχή, δηλ. από το στάδιο της απλής αποπείρας, χωρίς να απαιτείται κάποιος να επηρεαστεί).

4.- Εις το Διαδίκτυο διέρρευσε η πληροφορία, ότι ο Υπουργός Παιδείας αρνείται, να συμμορφωθεί προς τις επίμαχες αποφάσεις του ΣτΕ επικαλούμενος, το ότι το (πολυθρησκειακό) μάθημα των Θρησκευτικών σήμερα δεν διδάσκεται βάσει των αποφάσεων που ακυρώθηκαν, αλλά  βάσει άλλων  αποφάσεων νεωτέρων, οι οποίες δεν έχουν ακυρωθεί.  Εις το επιχείρημα αυτό αντιτάσσουμε, το άρθρον 95 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίον δεν επιτρέπει τέτοιαν ενέργεια και το οποίο έχει  ως εξής επί λέξει: «Η Διοίκηση έχει υποχρέωση, να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής  γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει». Ο εν προκειμένω σχετικός νόμος είναι το άρθρον 50, παρ. 4, της Δικονομίας ενώπιον του ΣτΕ   (Π.Δ. 18/1989), το οποίο έχει ως εξής επί λέξει: «Οι διοικητικές αρχές σε εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, πρέπει να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια  προς το περιεχόμενο της απόφασης  του Συμβουλίου ή να απέχουν  από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό. Ο παραβάτης εκτός από την δίωξη κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα υπέχει και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση» (ως γνωστόν το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα τιμωρεί ποινικώς τον υπάλληλο διά παράβαση καθήκοντος).  Εν όψει των ως άνω διατάξεων του Συντάγματος και των νόμων δεν υπάρχει περιθώριο εις τον Υπουργό ή εις άλλο όργανο, να αρνηθεί τη συμμόρφωσή του προς τις αποφάσεις τηςΟλομέλειας  του ΣτΕ 660/2018 και 926/2018, προβάλλων οποιανδήποτε αιτιολογία είτε επικαλούμενος νεωτέρα (ομοία ή παρεμφερή προς την ακυρωθείσα) απόφαση είτε άλλον λόγο.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Πας εκπαιδευτικός (της στοιχειώδους ή μέσης εκπαιδεύσεως), που καλείται, να διδάξει το μάθημα των Θρησκευτικών υποχρεούται να σεβασθεί τις αποφάσεις της Ολομελείας  του Συμβουλίου Επικρατείας 660/2018 και 926/2018 και να αρνηθεί, να εξακολουθήσει, να διδάσκει το «προηγουμένης κοπής» μάθημα Θρησκευτικών (το γνωστό πολυθρησκειακό), έστω και αν του δοθεί εντολή προς τούτο. Εκ δε της τοιαύτης αρνήσεώς του καμμία δυσμενής συνέπεια δεν ανακύπτει εις βάρος του ούτε πειθαρχική, ούτε και ποινική.Αρκεί να αναφέρει, ότι αρνείται να διδάσκει μάθημα Θρησκευτικών πολυθρησκειακό, διότι τούτο τυγχάνει «προδήλως αντισυνταγματικό» ως κυριαρχικώς και αμετακλήτως έχουν αποφανθεί οι προαναφερόμενες αποφάσεις  της Ολομελείας  του ΣτΕ, οι οποίες πέραν της προδήλου αντισυνταγματικότητος της ποληθρησκευτικής ύλης του μαθήματος των Θρησκευτικών επισημαίνουν περαιτέρω και την δια της διδασκαλίας αυτού διάπραξη και αξιοποίνου πράξεως και μάλιστα ομαδικώς και υπό συνθήκες ιδιαιτέρως επιβαρυντικής περιστάσεως.

Αθήνα 16 Απριλίου 2018
Οι γνωμοδοτούντες 
Γεώργιος Κρίππας                                          Απόστολος Φ. Βλάχος

Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου               Επίτιμος Πρόεδρος Εφετών

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

«ΧΑΣΤΟΥΚΙ» ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΕ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΛΥΚΕΙΟΥ


Η Ολομέλεια έκρινε περίσσια αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου την διδασκαλία και το πρόγραμμα που προτείνει η απόφαση του τέως υπουργού Παιδείας, Νίκου Φίλη.
Ανελέητα και διαδοχικά είναι τα πλήγματα που δέχεται η κυβέρνηση στο θέμα της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία από το Συμβούλιο της Επικρατείας,
καθώς σήμερα με απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, κρίθηκε περίσσια αντισυνταγματική και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) η διδασκαλία των θρησκευτικών στα Λύκεια της χώρας.

Τον περασμένο μήνα η Ολομέλεια του ΣτΕ (απόφαση 660/2018) είχε κρίνει αντισυνταγματική την από 7.9.2016 απόφαση του τέως υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη με την οποία επήλθε ριζική αλλαγή στο χαρακτήρα και τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στις τάξεις Γ΄ έως ΣΤ του Δημοτικού και του Γυμνάσιου.

Σήμερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 926/2018 απόφασή της με πρόεδρο τον Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Ευθύμιο Αντωνόπουλο, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι η 143579/Δ2/7.9.2016 απόφαση του τότε υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη για το πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών στα Γενικά Λύκεια είναι πολλαπλά αντισυνταγματική και αντίθετη στην ΕΣΔΑ. Για το λόγο αυτό την ακύρωσε.

Η Ολομέλεια του ΣτΕ στη σημερινή απόφασή της βαδίζει στα χνάρια της προηγούμενης απόφασής της για τα Δημοτικά και Γυμνάσια και μάλιστα έχει νέες σκέψεις για τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών που είναι «σκληρότερες» για την κυβέρνηση.

Κατά τους συμβούλους Επικρατείας, «σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της ισότητας και τις διατάξεις των άρθρων 9 και 14 της ΕΣΔΑ, το κράτος δεν μπορεί, ρυθμίζοντας το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, να στερήσει από τους μαθητές που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία το δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζει σε μαθητάς που ανήκουν σε άλλες θρησκείες, να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεώς των (όχι δε και δόγματα άλλων θρησκειών)».

Το πρόγραμμα σπουδών για το μάθημα των θρησκευτικών στα Λύκεια «έχει ποιοτική και ποσοτική ανεπάρκεια ως προς την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προκαλώντας σύγχυση στη θρησκευτική συνείδηση των Ορθοδόξων Χριστιανών μαθητών -στους οποίους αποκλειστικά μπορεί να απευθύνονται τα άρθρα 13 και 16 του Συντάγματος- το μάθημα των θρησκευτικών μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η ανάπτυξη της Ορθόδοξης Χριστιανικής συνειδήσεως».

Με το πρόγραμμα σπουδών στα Λύκεια «δεν επιχειρείται ούτε καν η «θρησκειολογικού» τύπου μετάδοση γνώσεων και πληροφοριών για τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας ή άλλων χριστιανικών ομολογιών ή άλλων θρησκειών, αλλά η επεξεργασία εννοιών, οι οποίες ανάγονται σε διάφορες εκτιμήσεις ή διδακτικά αντικείμενα, εξετάζοντας απλώς από θρησκευτικής σκοπιάς, όχι όμως αποκλειστικώς από Ορθόδοξη Χριστιανική οπτική γωνία».

Επισημαίνεται σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης ότι τόσο από την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, όσο και από το πρόγραμμα σπουδών, «οι μαθητές καθοδηγούνται προς ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης και ζωής που είναι αποσυνδεδεμένο από την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και είναι προς ένα σύστημα αξιών που νοθεύει τη διδασκαλία αυτή».

Παράλληλα, το ΣτΕ επαναλαμβάνει πολλές σκέψεις της προηγούμενης απόφαση που αφορά το μάθημα των θρησκευτικών στα Δημοτικά και Γυμνάσια, όπως ότι η απόφαση του Νίκου Φίλη, είναι αντίθεση στο άρθρο 16 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και μεταξύ των σκοπών της είναι η ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης, γιατί με το πρόγραμμα σπουδών που εισάγεται «φαλκιδεύεται ο επιβαλλόμενος από τη συνταγματική αυτή διάταξη σκοπός της ανάπτυξης, δηλαδή της Ορθόδοξης Χριστιανικής συνείδησης των μαθητών στα ανήκοντα στην επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού,

Ακόμη, αναφέρεται ότι προσβάλλεται ευθέως το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ γιατί στερεί από τους μαθητές του Ορθόδοξου Χριστιανικού δόγματος το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, ενώ η νομοθεσία προβλέπει για μαθητές Ρωμαιοκαθολικούς, Εβραίους και Μουσουλμάνος να διδάσκονται αυτοτελώς το μάθημα αυτό.

Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχαν προσφύγει η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων και 4 γονείς τα παιδιά των οποίων φοιτούσαν στο Λύκειο.

Μειοψηφίες
Αντίθετα, η μειοψηφία τάχθηκε υπέρ της συνταγματικότητας της επίμαχης υπουργικής απόφασης.

Συγκεκριμένα, οι 5 δικαστές που μειοψήφησαν είναι η αντιπρόεδρος Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και οι σύμβουλοι Επικρατείας Ιωάννης Μαντζουράνης Θεόδωρος Αραβάνης, Μιχάλης Πικραμένος και Αναστασία-Μαρία Παπαδημητρίου.