ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ (ΠΕΘ) ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Οι θέσεις της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (ΠΕΘ)
για τη σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών

Η 30ή Ιανουαρίου, ημέρα εορτής των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, έχει καθιερωθεί, από το 1842, ως ημέρα εορτασμού των ελληνικών γραμμάτων σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης. Στα πρόσωπα των Τριών Μεγάλων Πατέρων, που προστατεύουν την παιδεία μας, τιμώνται και εορτάζουν όλοι οι λειτουργοί της. Παραδοσιακά, στα σχολεία την ημέρα αυτή πραγματοποιούνταν εκκλησιασμός των μαθητών και ομιλία εκπαιδευτικού με σχετικό περιεχόμενο. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια η μεγάλη και σημαντική αυτή γιορτή υποβαθμίστηκε, με αποκορύφωμα την ουσιαστική κατάργησή της από την προηγούμενη κυβέρνηση, και την καθιέρωση αργίας και δίωρων εκδηλώσεων την προηγούμενη μέρα. Πρόσφατα, η σημερινή ηγεσία του ΥΠΕΘ εξέφρασε την πρόθεση να επαναφέρει την ημέρα ως σχολική εορτή. Σε αυτή την κατεύθυνση η Υφυπουργός Παιδείας κ. Ζαχαράκη εξέδωσε για το θέμα, μια κατά βάση ορθή εγκύκλιο. Όμως, στη συνέχεια, ακολούθησε το «άδειασμα» της Υφυπουργού από την Υπουργό κ. Κεραμέως, με ανακοίνωση που εξέδωσε και με μια δεύτερη άστοχη εγκύκλιο και νομοθετική ρύθμιση που κατέθεσε. Προφανώς, η προχειρότητα και η έλλειψη διαλογικού πνεύματος από τους υπεύθυνους και τους συμβουλάτορες της Υπουργού, την οδήγησαν σε ένα νέο πολιτικό και επικοινωνιακό ατόπημα,αποδομώντας έτσι μια ορθή πρωτοβουλία.
Η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), την οποία η κ. Υπουργός δεν έχει δεχθεί ακόμη, ως επιστημονική ένωση των Θεολόγων Ελλάδας που είναι, για διάλογο, επισημαίνει το απλό, λογικό και αυτονόητο: Ότι δηλαδή η ημέρα των Τριών Ιεραρχών μπορεί και είναι ανάγκη, πλέον, να είναι μια σχολική εορτή, κατά την οποία, όπως άλλωστε και στις άλλες σχολικές εορτές, δεν γίνονται μαθήματα, αλλά εκδηλώσεις σχετικές με το νόημα της. Η γιορτή θα πρέπει να περιλαμβάνει, κατά το  πρώτο δίωρο του σχολικού προγράμματος, εκκλησιασμό των μαθητών, και, στη συνέχεια στο επόμενο δίωρο, μετά την επιστροφή στο σχολείο, σχετικές εκδηλώσεις για το ευρύ και πολυδιάστατο έργο και τη διδασκαλία των Τριών Προστατών Αγίων της Παιδείας, όπως προβολές ταινιών, καλλιτεχνικές δράσεις, ομιλίες και συζητήσεις, θεατρικά δρώμενα κ.ά. Μέσα από τις δραστηριότητες αυτές, οι μαθητές θα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν όχι μόνο τα πρόσωπα και τη δράση των Τριών Αγίων Ιεραρχών, αλλά και άλλων Αγίων των χριστιανικών γραμμάτων. Θα μπορούν επίσης να προσεγγίζουν, σε διαθεματικό πλαίσιο, μεγάλες μορφές δασκάλων και παιδαγωγών απο την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ειδικότερα, ο εορτασμός του 2021 θα μπορούσε να αφιερωθεί σε σημαντικές προσωπικότητες και δασκάλους του ελληνικού Διαφωτισμού, στους φωτιστές του γένους μας στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, για τους οποίους οι Τρεις Ιεράρχες αποτέλεσαν πρότυπα και πηγή έμπνευσης.
Τονίζουμε επίσης, ότι οι σχολικές γιορτές δεν είναι ευκαιρίες για χάσιμο χρόνου ή για διασκέδαση και ανάπαυλα, αλλά μέρες για να ψυχαγωγούνται, με όλη τη σημασία της λέξεως και να ανατροφοδοτούνται πνευματικά, με αληθινά πρότυπα γνώσης, επιστήμης και αρετής τόσο οι μαθητές όσο και οι δάσκαλοι. Σε μια περίοδο, μάλιστα, κατά την οποία υπάρχει πνευματική,  ηθική και κοινωνική κρίση και ακαρπία, η προβολή δασκάλων και προσωπικοτήτων του πνευματικού ύψους των Τριών Αγίων Ιεραρχών και του πνευματικού, επιστημονικού, κοινωνικού και πολιτισμικού έργου, που άφησαν στην ελληνική πνευματική παράδοση, ενισχύουν τις αρχές και τις αξίες και ομορφαίνουν και εμπλουτίζουν τόσο τη σχολική μόρφωση όσο και την ψυχή εκάστου/ης μαθητή/τριας. Με άλλα λόγια οι Τρείς Πατέρες της Ορθοδοξίας συμβάλλουν αποφασιστικά στην αρετοποιό διαπαιδαγώγηση των μαθητών, αφού, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, “πασῶν τῶν ἐπιστημῶνἀρετή ἀνωτέρα”.
Η ΠΕΘ συγχαίρει την Υπουργό Παιδείας κ. Κεραμέως για την κατάργηση της αργίας που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ.Την καλεί όμως και της προτείνει να αναθεωρήσει την τελευταία ρύθμιση και να προσδώσει, όχι μόνο σε ένα τμήμα της σχολικής ημέρας, αλλά σε ολόκληρη την ημέρα της 30ής Ιανουαρίου τον χαρακτήρα του σχολικού εορτασμού, με ένα πλαίσιο προγραμματικής οργάνωσης και ρύθμισης, όπου θα συμμετέχουν μαθητές και διδάσκοντες, και όπου η εορτή δεν θα τίθεται σε αμφιβολία ή υπό την κρίση ή την περιφρόνηση κανενός. Με τον τρόπο αυτό, θα προσφερθεί από το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας η αίσθηση και η βεβαιότητα ότι ο εορτασμός των Τριών Προστατών Αγίων της ελληνικής Παιδείας, με εκκλησιασμό και διδακτικές - μαθησιακές εκδηλώσεις, που θα έχουν επίκεντρο το πλούσιο και πολύπλευρο έργο των Ιεραρχών, μπορεί να αποτελέσει μια ημέρα πνευματικού προβληματισμού και ηθικοκοινωνικής μαθητείας. Η απόφαση της κ. Υπουργού να γίνονται μαθήματα μετά τον εορτασμό φανερώνει μία τάση υποτίμησης της ίδιας της Εορτής και αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να φανεί ως πρόθεση του Υπουργείου Παιδείας. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι το Υπουργείο ενδιαφέρεται, έτσι ώστε οι μαθητές, σύμφωνα και με τον σκοπό του ισχύοντος εκπαιδευτικού νόμου (1566/85, άρθρ. 1), «να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν αρμονικά το πνεύμα και το σώμα τους, να αποκτούν, μέσα από τη σχολική τους αγωγή, κοινωνική ταυτότητα και συνείδηση, να ενημερώνονται και να ασκούνται πάνω στη σωστή και ωφέλιμη για το ανθρώπινο γένος χρήση και αξιοποίηση των αγαθών του σύγχρονου πολιτισμού, καθώς και των αξιών της λαϊκής μας παράδοσης».
Είμαστε βέβαιοι ότι, με αυτό το περιεχόμενο, η εορτή θα έχει την επιδοκιμασία των μαθητών και των εκπαιδευτικών και θα μπορεί να αποτελεί μια εστία πνευματικής ακτινοβολίας για την παιδεία μας, προς όφελος όλων των Ελλήνων που αγαπούν, σέβονται και τιμούν τους Τρεις Αγίους Οικουμενικούς Φωστήρες.

Το ΔΣ της ΠΕΘ

http://thriskeftika.blogspot.com

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

ΧΑΣΤΟΥΚΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΑΥΡΗΝ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΠΟΧΙΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ


ΧΑΣΤΟΥΚΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΑΥΡΗΝ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
ΤΩΝ ΝΕΟΕΠΟΧΙΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

Τὸ Εὐρωπαϊκὸν Δικαστήριον Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἐκήρυξε παράνομον τὴν ὑποχρεωτικὴν συνεκπαίδευσιν Ὀρθοδόξων καὶ Ἀθέων
Ἀπὸ ἀπροσδόκητη μεριὰ (ἀπὸ τὴν μεριὰ τῶν ἀθέων) ἦλθε ἡ δικαίωση τῶν Ὀρθοδόξων ἀγωνιστῶν ἐκπαιδευτικῶν ποὺ ἐπιβραβεύθηκαν ἀπὸ τὸ ΣτΕ μὲ τὶς πρόσφατες ἀποφάσεις γιὰ τὴν ἀπαγόρευση μεικτῶν θρησκευτικῶν προγραμμάτων, ποὺ δὲν ἐξασφαλίζουν τὴν Ὀρθόδοξη κατάρτιση Ὀρθοδόξων μαθητῶν.

Στὴν ἀπόφαση Παπαγεωργίου καὶ ἄλλων κατὰ Ἑλλάδος, ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στὸ Στρασβοῦργο στὶς 31.10.2019, τὸ πρῶτο τμῆμα τοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἔκρινε ἀντίθετη μὲ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Σύμβαση τῶν Δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου τὴν ὑποχρεωτικὴ συνδιδασκαλία ἐνθέων καὶ ἀθέων. Ἐπιβεβαιώθηκε ἔτσι ἡ λογικὴ τῶν ἀποφάσεων 1749-1750 τοῦ ΣτΕ γιὰ ἀποκλειστικὰ ὀρθόδοξο χαρακτήρα τοῦ μαθήματος.
Τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων διευκρίνησε τὰ ἀκόλουθα:
Δυνάμει τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ πρώτου πρωτοκόλλου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως τῶν Δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου οἱ γονεῖς πρωτίστως εἶναι ἁρμόδιοι γιὰ τὴν ἐκπαίδευση καὶ διδασκαλία τῶν παιδιῶν τους. Οἱ γονεῖς μποροῦν νὰ ἀπαιτήσουν τὸ κράτος νὰ σέβεται τὶς θρησκευτικὲς καὶ πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Ἡ διατήρηση μιᾶς δημοκρατικῆς κοινωνίας ἐπιβάλλει τὸν σεβασμὸ τοῦ πλουραλισμοῦ στὴν ἐκπαίδευση. Αὐτὸ σημαίνει πρακτικὰ ὅτι ὁποιαδήποτε προσπάθεια συστέγασης ἑτεροτήτων, ὅπως εἶναι ἡ διαβόητη φρασεολογία τῶν ἀκυρωθέντων ἀπὸ τὸ ΣτΕ προγραμμάτων σπουδῶν, εἶναι παράνομη. Τὸ κράτος, συνεχίζει τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο, ἀπαγορεύεται νὰ διεξάγει προπαγάνδα ἤ προσηλυτισμό, ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς πεποιθήσεις τῶν θρησκευτικῶν καὶ πολιτικῶν πεποιθήσεων τῶν γονέων. Ὅταν τὸ Δικαστήριο λέει μιλᾶμε γιὰ σεβασμό, δηλ. «respect», ἐννο­οῦμε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸ ἀναγνωρίζω ἤ λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν. Αὐτὸς ὁ σεβασμὸς σὲ αὐτὲς τὶς πεποιθήσεις συνεπάγεται καὶ θετικὲς ὑποχρεώσεις, διατηρώντας ὡστόσο εὐρεῖα διακριτικὴ εὐχέρεια συμμόρφωσης μὲ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Σύμβαση τῶν Δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ Δικαστήριο τονίζει ὅτι ἡ σύμβαση τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου ἔχει ἐπικουρικὸ χαρακτήρα καὶ τὰ συμβαλλόμενα κράτη εἶναι πρωτογενῶς ἁρμόδια, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ δικαιώματα καὶ τὶς ἐλευθερίες ποὺ ἐξασφαλίζονται στὴν Σύμβαση. Ἄρα ὅλη ἡ παραφιλολογία περὶ ὑποχρεωτικῆς ἐπιβολῆς ἐξ Εὐρώπης ἑνὸς οὐδετερόθρησκου μαθήματος εἶναι ψευδής, γιατί, ὅπως τὸ ἴδιο τὸ δικαστήριο διαβεβαιώνει αὐτό, δὲν ἀνήκει στὴν ἁρμοδιότητά του, ἀλλὰ στὰ κράτη. Τὸ Δικαστήριο προσ­θέτει ὅτι τὰ κράτη διὰ τῆς δημοκρατικῆς νομιμοποιήσεώς τους εἶναι καλύτερα καταρτισμένα ἀπὸ ἕνα Διεθνὲς Δικαστήριο νὰ κρίνουν τὶς τοπικὲς ἀνάγκες καὶ συνθῆκες. Πρακτικά, ἐκεῖνο ποὺ τονίζει τὸ Δικαστήριο, εἶναι ὅτι δὲν μποροῦν νὰ ὑποχρεωθοῦν οὔτε οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ ὑποστοῦν προπαγάνδα ἀθεϊστική, οὔτε προπαγάνδα θρησκειολογισμοῦ, ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ ἄθεοι νὰ ἐκπαιδευθοῦν μὲ τὸ ζόρι στὴν Ὀρθοδοξία.
Διὰ τῆς δικῆς του ὁδοῦ καὶ φρασεολογίας τὸ Δικαστήριο ἐπιβεβαιώνει τὸ τοῦ Κυρίου: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν».
Ὡς πρὸς τὸ θέμα τῶν ἀπαλλαγῶν ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ μὴ ἐξαναγκάζονται οἱ μαθητὲς νὰ βρεθοῦν σὲ κατάσταση σύγκρουσης μεταξὺ τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης ποὺ δίνεται ἀπὸ τὸ Σχολεῖο καὶ τῶν θρησκευτικῶν καὶ πολιτικῶν πεποιθήσεων τῶν γονέων τους, διότι αὐτὲς οἱ πεποιθήσεις εἶναι θέματα τῆς προσωπικῆς συνειδήσεως τοῦ κάθε ἑνός.
Ἡ ἐλευθερία ποὺ κατοχυρώνεται μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ σύμβαση συμπεριλαμβάνει καὶ τὸ ἀρνητικὸ μέρος τῆς δυνατότητας κάθε ἀτόμου νὰ μὴ ἐκδηλώνει τὴν θρησκευτικὴ πίστη του ἤ τὴν ἀπουσία ὁποιασδήποτε θρησκευτικῆς πίστης.
Καταδικάζοντας τὴν Ἑλλάδα τὸ Δικαστήριο καταδίκασε τὴν ἔμμεση προσπάθεια τῆς προηγούμενης κυβέρνησης καὶ τῶν θεολόγων συνοδοιπόρων της νὰ ἐγκλωβίσουν τοὺς πάντες σὲ ἕνα ἑνιαῖο πρόγραμμα σπουδῶν ἀδιαφορώντας – γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν φρασεολογία τους- γιὰ τὴν ἑτερότητα τοῦ ὀρθοδόξου μαθητοῦ ἔναντι τοῦ ἑτεροδόξου καὶ ἀθέου ἤ ἀγνωστικιστοῦ, θεωρώντας ὅτι ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ μποῦν σὲ ἕνα κοινὸ μίξερ, γιὰ νὰ μὴ γίνονται δῆθεν διακρίσεις μαθητῶν. Αὐτὴ ἦταν ἡ παγίδα, μὲ τὴν ὁποία ἐξαπάτησαν καὶ πολλοὺς ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐντὸς τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ χώρου. Ἡ καθιέρωση ἀπὸ τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο τοῦ δικαιώματος στὴν ἀπαλλαγὴ ὄχι μόνον δὲν προσβάλλει τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, ὅπως διαδίδουν τὰ παπαγαλάκια τῶν νεοεποχίτικων θεολόγων, ἀλλὰ προστατεύει τὴν σοβαρότητα τοῦ μαθήματος καὶ τοῦ ὀρθοδόξου Θεολόγου ἀπὸ ἐκπτώσεις δῆθεν γιὰ λόγους δημοκρατίας. Τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο ἔδωσε ἕνα μάθημα ὅτι δημοκρατία καὶ ἀνθρώπινα δικαιώματα σημαίνει διάκριση τῶν ἑτεροτήτων καὶ ὄχι ἀψυχολόγητη καὶ ἀντιπαιδαγωγικὴ ὁμογενοποίησή τους.

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Η ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ


Η πολλαπλή αποδόμηση του πολυθρησκειακού μαθήματος Θρησκευτικών
Γράφει ο Κωνσταντῖνος Χολέβας- Πολιτικός Ἐπιστήμων

Άρκετά προβλήματα προξένησαν στούς μαθητές καί στίς μαθήτριες τά πολυθρησκειακά Θρησκευτικά, τά ὁποῖα εἰσήχθησαν στα Δημοτικά, Γυμνάσια καί Λύκεια με τίς ὑπουργικές ἀποφάσεις τοῦ κ. Νίκου Φίλη τό 2016 καί τοῦ κ. Κων. Γαβρόγλου τό 2017. Λίθοι, πλίνθοι καί κέραμοι ἀτάκτως ἐρριμμένα, ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ ἀρχαῖος ἱστορικός Ξενοφῶν. Μία ἀνάμειξη δεκάδων θρησκειῶν, δοξασιῶν καί λαογραφικῶν πληροφοριῶν, οἱ ὁποῖες προκαλοῦσαν σύγχυση στόν μαθητή καί δέν οίκοδομοῦσαν. Εἶναι πλέον ἡ ὥρα νά ἀποσυρθοῦν οἱ λεγόμενοι φάκελοι, δηλαδή τά σχολικά βιβλία τοῦ συγκεκριμένου Προγράμματος Σπουδῶν ἀπό ὅλες τίς τάξεις.
Τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, ὅπως τό ὀνόμασαν οἰ σχεδιαστές του, ἤδη ἀποδομήθηκε ἀπό δικαστικές ἀποφάσεις καί ἀπό τίς ἀπόψεις ἐγκρίτων θεολόγων καί παιδαγωγῶν. Θυμίζω:

Μέ τίς ἀποφάσεις 660/2018 καί 926/2018 τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, δηλαδή τό Ἀνώτερο Ἀκυρωτικό Δικαστήριο τῆς χώρας, δέχθηκε τήν προσφυγή τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων καί μεμονωμένων γονέων, καί ἀκύρωσε τά πολυθρησκειακά Θρησκευτικά ὡς ἀντίθετα πρός τό Σύνταγμα, τούς Νόμους καί τήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου. Το Δικαστήριο ἔκρινε ὅτι τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ ἀκόμη καί ὡς μία μορφή προσηλυτισμοῦ εἰς βάρος τῶν μαθητῶν καί μαθητριῶν. Οἱ δικαστές μάλιστα ἔκριναν ὅτι δέν πρόκειται κἄν για θρησκειολογικό μάθημα, διότι στήν ἀμιγῆ θρησκειολογία, οἱ διαφορετικές θρησκεῖες παρατίθενται σέ ξεχωριστά κεφάλαια καί ὄχι ὅλες μαζί στό ἴδιο κεφάλαιο.
Μέ τίς νεώτερες ἀποφάσεις 1749/2019 καί 1750/2019 τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας (ΣτΕ) ἔκρινε τίς Ὑπουργικές ἀποφάσεις Γαβρόγλου γιά τά Θρησκευτικά ὡς ἄκυρες καί ἀντισυνταγματικές. Το Ἀνώτατο Δικαστήριο θεωρεῖ ὅτι μέ τήν καινούργια ὕλη τοῦ μαθήματος (σχεδόν ταυτόσημη μέ τήν ὕλη πού ὅριζε ὁ Νίκος Φίλης) παραβιάσθηκαν οἱ διατάξεις τοῦ Συντἀγματος γιά τόν σκοπό τῆς Ἐκπαιδεσύεως. Στό ἄρθρο 16, παρ. 2, τό Σύνταγμα καθορίζει ὡς σκοπό τῆς Παιδείας τήν ἀνάπτυξη ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Οἱ δικαστές ἔκριναν ὅτι ὁ συνταγματικός νομοθέτης ἐννοεῖ ἑλληνική ἐθνική συνείδηση, διότι τό κράτος μας εἶναι ἐθνικό κράτος τῶν Ἑλλήνων, καί Ὀρθὀδοξη θρησκευτική συνείδηση. Ἡ ὕλη τοῦ Νέου Προγράμματος Σπουδῶν ἀπορρίπτεται ὡς πολυθρησκειακή, διότι δέν ἀναπτύσσει τή συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων. Μάλιστα τό ΣτΕ ἐπικρίνει τούς σχεδιαστές τοῦ Νέου Προγράμματος Σπουδῶν, διότι σκοπίμως παρουσιάζουν μόνον τά κοινά σημεῖα διαφόρων θρησκειῶν καί δοξασιῶν καί ὄχι τίς διαφορές τους. Τό Δικαστήριο δηλώνει ἐμμέσως πλήν σαφῶς ὅτι δέν ὑπηρετεῖται ὁ σκοπός τῆς Παιδείας μας ὅταν ἰσοπεδώνεται ἡ θρησκευτική, ἐθνική καί πολιτιστική ταυτότητα τῶν μαθητῶν καί τῶν πολιτῶν. 
Στίς 31.10.2019 δημοσιεύθηκε ἡ σχετική ἀπόφαση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου, τό ὁποῖο ἑδρεύει στό Στρασβοῦργο. Τό ΕΔΔΑ, ἐκδικάζοντας μία προσφυγή τῆς Ἑνώσεως Ἀθέων τῆς Ἑλλάδος, ἔκρινε ὅτι καί ἀπό τό πολυθρησκειακό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν δικαιοῦται ὁ γονεύς νά ζητήσει ἀπαλλαγή τοῦ παιδιοῦ του, ὅταν ὑπάρχει παραβίαση τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Τό Δικαστήριο, λοιπόν, καταρρίπτει ἕνα ἀπό τά κυριώτερα ἐπιχειρήματα τῶν σχεδιαστῶν τῶν πολυθρησκειακῶν Θρησκευτικῶν, ὅτι δῆθεν στό μάθημά τους δέν θά ὑπάρχουν ἀπαλλαγές. Ἄρα προσθέτω ἐγώ, ἀφοῦ σέ ἕνα μάθημα Θρησκευτικῶν πάντα θά ὑπάρχουν ἀπαλλαγές ἀλλοθρήσκων καί ἑτεροδόξων, καλύτερα νά ἔχουμε ἕνα μάθημα Ὀρθοδόξου Χριστιανικοῦ πειεχομένου παρά ἕνα πολυθρησκειακό μάθημα, πού προκαλεῖ σύγχυση καί παρουσιάζει τόν Χριστό σάν ἕνα πρόσφυγα δάσκαλο!
Σέ ἐπίπεδο θεολογικῆς κριτικῆς ἐπισημαίνω ὅτι ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἐμφανίσεως τοῦ πολυθρησκειακοῦ Νέου Προγράμματος Σπουδῶν ἀντέδρασαν καί διεφώνησαν δύο γνωστοί Ἁγιορεῖτες λόγιοι. Ὁ (τώρα πλέον) μακαριστός Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, καί ὁ προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων Ἀρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης. 
Μάλιστα ὁ π. Βασίλειος κατέγραψε τήν κριτική σέ ἕνα βιβλίο, τό ὁποῖο ἐξεδόθη τό 2018 μέ τίτλο: Ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης. Ἐκεῖ παίρνει θέση ὑπέρ τοῦ ὁμολογιακοῦ μαθήματος μέ ἔμφαση στήν Ὀρθοδοξία ἀπορρἰπτοντας τό πολυθρησκειακό πείραμα. Γράφει μεταξύ ἄλλων: «Μέ τήν ὀρθόδοξη ἐμπειρία καί ζωή, τό ὁμολογιακό μάθημα εἶναι ἀνοικτό καί ἀπεριόριστο. Τό ἀνοικτό ἀνθρωπίνως εἶναι τό κλειστό καί ἀνυπόφορο. ἡ ὁποιαδήποτε ἐλευθερία του δέν μπορεῖ νά βγῆ ἔξω ἀπό τά ὄρια τῆς φθορᾶς τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου πού δέν χωροῦν τόν ἄνθρωπο». (1)
Ὁ γνωστός θεολόγος καί Ὁμότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας τοῦ Παντείου Πανεπιστημίου Χρῆστος Γιανναρᾶς προσεκλήθη τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2019 σέ θεολογική ἡμερίδα στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μέ ἀντικείμενο τά Θρησκευτικά στήν ἐκπαίδευση. Ἐκεῖ τόνισε ὅτι διαφωνεῖ μέ τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν γιά τά Θρησκευτικά, λέγοντας μάλιστα ὅτι μπορεῖ νά ἔχει ἀρνητικές συνέπειες γιά τά παιδιά τοῦ Δημοτικοῦ.
Ὀ σπουδαῖος παιδαγωγός, κορυφαῖος γλωσσολόγος καί πρώην Πρύτανις τοῦ ΕΚΠΑ Γεώργιος Μπαμπινιώτης ἔχει ταχθεῖ ἐπανειλημμένως ὑπέρ τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανικοῦ μαθήματος καί κατά τῶν θρησκειολογικῶν ἤ πολυθρησκειακῶν πειραματισμῶν. Τόν Δεκέμβριο τοῦ 2018 δήλωσε τά ἑξῆς στό περιοδικό CRASH: 
“Ερώτηση: ....Ποια νομίζετε ότι είναι η πρέπουσα διδασκαλία των Θρησκευτικών ώστε ο ελληνισμός να διατηρήσει την ορθόδοξη πίστη του;
Απάντηση: Έχω μιλήσει επανειλημμένως γι’ αυτό το θέμα. Απαραίτητο και ενδιαφέρον ακόμη και για τα ίδια τα παιδιά δεν είναι να μάθουν τι διδάσκουν τα διάφορα (φιλοσοφικά συνήθως) θρησκευτικά δόγματα, που είναι και πολλά και με πολύ δύσκολες αφηρημένες έννοιες. Σκοπός του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Εκπαίδευση είναι να μάθουν τι πρεσβεύει η επίσημη θρησκεία της πατρίδας τους, εν προκειμένω τί διδάσκει η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία μέσα από την Καινή Διαθήκη και την ορθόδοξη παράδοση των κολοσσών της σκέψεως που είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ιδίως οι Τρεις Ιεράρχες. Τι διδάσκει ο Βουδδισμός, ο Ισλαμισμός, ο Ινδουισμός, ο Κομφουκιανισμός, ο Ταoϊσμός, ο Σαμανισμός, κ.ά.- πέραν μιας γενικής βραχείας πληροφόρησης για τις κυριότερες από αυτές- δεν ενδιαφέρει τον Χριστιανό Έλληνα Ορθόδοξο μαθητή. Τα Θρησκευτικά - αναπόφευκτα και ορθώς- είναι μάθημα θρησκευτικής κατήχησης, διδάσκει δηλαδή στους μαθητές τα κύρια σημεία της χριστιανικής πίστης, δεν είναι μάθημα Θρησκειολογίας, που διδάσκεται περιορισμένα ακόμη και στις Θεολογικές Σχολές. 
Κάτι ακόμη: Η ορθόδοξη χριστιανική πίστη και η Ορθόδοξη Εκκλησία γενικότερα έχουν μακρά ιστορική παράδοση και σύνδεση με τον Ελληνισμό (Τρεις Ιεράρχες, Βυζάντιο, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Επανάσταση του 1821, Αντίσταση). Δεν είναι για τους Έλληνες απλά ένα θρησκευτικό δόγμα ανάμεσα σε άλλα, όπως συμβαίνει ιστορικά με κάποιες άλλες χώρες».
Εὔχομαι νά βρεθεῖ συντόμως ἡ καλύτερη λύση γιά τή διδασκαλία τῶν Ὀρθοδόξων - καί ὄχι πολυθρησκειακῶν- Θρησκευτικῶν στούς μαθητές καί τίς μαθήτριες τοῦ Δημοτικοῦ, τοῦ Γυμνασίου καί τοῦ Λυκείου μέ σεβασμό στό δικαίωμα τῶν ἀλλοθρήσκων καί τῶν ἑτεροδόξων νά ἀπαλλάσσονται, ἐάν καί ὅταν τό ἐπιθυμοῦν. 
(1). Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου Γοντικάκη, Προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ΄Ιβήρων: Ὀ Βασιλεύς τῆς Δόξης, ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων, 2018, σελ.65.

(Ἄρθρο στό περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Δεκεμβρίου 2019)

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΜΕ ΤΗ ΓΝΩΣΗ;


Συνδέεται η πίστη με τη γνώση;
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Θεολογίας ΑΠΘ

Η γνώση έναντι της πίστεως στην ορθόδοξη χριστιανική Πατερική Παράδοση δεν είναι ψεκτή, αλλά η πίστη είναι υψηλότερη. Η γνώση, καταρχάς, είναι εναντίον της πίστεως, ενώ η πίστη υπερβαίνει τους νόμους της γνώσεως.
Η γνώση, σε όλες τις φανερώσεις της, φυλάσσει τα όρια της φύσεως, ενώ η πίστη ενεργεί πάνω από τη φύση.

Η γνώση δεν μπορεί να γνωρίσει και να κάνει τίποτα, χωρίς εξέταση και έρευνα, ενώ η πίστη προσεγγίζει τα πάντα με απλότητα και καθαρή καρδία.
Η γνώση, με βάση τη δέσμευσή της από τη δύναμη του φόβου, απομακρύνεται από καθετί που βλάπτει και καταστρέφει την υλικότητα της φύσεως, ενώ η πίστη, επιτρέπει στον άνθρωπο να χρησιμοποιεί και να αντιμετωπίζει τα πράγματα του φυσικού κόσμου, στο πλαίσιο της ελευθερίας και της μη υποδουλώσεως σ΄ αυτήν.
Στον χώρο της παιδείας, κυρίως τα τελευταία χρόνια, κάτω από την ισχυρή επίδραση της Νεωτερικότητας και της Μετανεωτερικότητας αλλά και εντός μιας κοινωνίας ανθρώπων, που υπόκεινται συνήθως σε μια ισχυρή τάση εκκοσμίκευσης και σχετικισμού, τίθεται συχνά το δίλημμα ανάμεσα στην επιλογή της πίστης ή της γνώσης.
Ο Χριστιανισμός τους παροτρύνει να διατηρούν και να αυξάνουν την πίστη τους, η οποία είναι «ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων», ενώ ο Διαφωτισμός δίνει σχεδόν απόλυτη προτεραιότητα στην ορθολογική γνώση και στα υλικά πράγματα και αρνείται ή υποτιμά άμεσα ή έμμεσα την πίστη.
Η εκκλησιαστική παράδοση, στηριζόμενη στην πίστη, δέχεται το λογικό, αλλά πιστεύει και στο υπέρλογο, στο «ξένον και παράδοξον μυστήριον». Έτσι, κατά τον όσιο Ισαάκ τον Σύρο, είναι σαφές ότι αυτός που προσεγγίζει τη φωτιά κατακαίει τον εαυτό του και αυτός που θα βρεθεί σε ένα χείμαρρο νερού χάνει τη ζωή του.
Στην περίπτωση αυτή, η γνώση προτρέπει τον άνθρωπο να φυλάσσει και να μην παραβαίνει τους όρους της φύσεως. Ωστόσο, με την πίστη «νικούνται» οι όροι της φύσεως και αντιμετωπίζονται διαφορετικά, αφού ο άνθρωπος είναι βέβαιος ότι, διά της πίστεως, μπορεί να προκύψει προσωρινή αναστολή της ισχύος των φυσικών νόμων, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στην ιστορία.
Όλα αυτά είναι εναντίον της απολυτότητας της γνώσεως. Η γνώση εξετάζει από την αρχή το αποτέλεσμα των προσπαθειών του ανθρώπου και προτρέπει τον άνθρωπο να μην επιχειρήσει να κάνει κάτι, αν δεν έχει εξασφαλιστεί λογικά η επιτυχία του.

Η πίστη δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τα πάντα, εφόσον όλα είναι δυνατά και τίποτα δεν είναι αδύνατο, γι΄ αυτόν που πιστεύει στον Θεό.
Η γνώση εμπνέει τον φόβο και ο φόβος τον δισταγμό κι αυτός τη λογική έρευνα και η έρευνα τους τρόπους. Πολλές φορές, μάλιστα, όταν κυριαρχούν συνθήκες έκτακτες, γεμάτες από την αίσθηση της διακινδύνευσης, καταστάσεις όπου η γνώση και η σοφία δεν μπορούν να βοηθήσουν σε τίποτε, η πίστη προσφέρει στον άνθρωπο, όχι πνεύμα υποδουλώσεως στον φόβο, αλλά πνεύμα ελευθερίας, υπομονής και ελπίδας στον Θεό.
Στο ερώτημα, ωστόσο, αν συνάπτεται η γνώση με την πίστη και αν μπορεί να ενωθεί μ΄ αυτήν, η θεολογική παράδοση απαντά θετικά, υπογραμμίζοντας ότι η γνώση ολοκληρώνεται στην πίστη και αποκτά δύναμη να ανέλθει προς τα άνω και να φτάσει στην αίσθηση του υψηλότερου από κάθε αίσθηση και να δει τα ακατάληπτα στον νου και στη γνώση.
Για τη σχέση γνώσεως-πίστεως, ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος διδάσκει ότι η γνώση δεν είναι κατηγορητέα, αλλά «η πίστις υψηλοτέρα αυτής ἐστι».
Κάτω από ορισμένες πνευματικές προϋποθέσεις, όμως, «συνάπτεται η γνώσις τη πίστει», και γίνεται μ΄αυτήν ένα και με την πίστη ολοκληρώνεται και τελειώνεται.
Στην περίπτωση αυτή, πράγματι, «η γνώσις βαθμίς ἐστι δι΄ ης ανέρχεταί τις εις το ύψος της πίστεως». Και τότε λέμε ότι «η γνώσις ανέρχεται», προσανατολίζεται προς τον Θεό, συνδυάζεται με την πίστη και κάνει τον άνθρωπο να συνειδητοποιεί ότι η γνώση είναι «δόσις παρὰ Θεού τη φύσει των λογικών».
Όταν όμως, αντίθετα, «η γνώσις κατέρχεται» καταντά, από τον τρόπο και τη μορφή της χρήσεώς της, «εναντία τη πίστει» και ονομάζεται «ψιλή γνώσις, καθ΄ ότι γυμνή ἐστι πάσης θείας μερίμνης… και τελείως η μέριμνα αυτής εν τω κόσμω τούτω εστί».
Οι παρενέργειες που εμφανίζει στην προσωπικότητα του ανθρώπου η «ψιλή γνώσις», η χωρίς τη σύνδεση με την πίστη γνώση, κατά τον όσιο Ισαάκ, ενδιαφέρουν εξαιρετικά τη σύγχρονη κοινωνία και παιδεία, προκειμένου να κατανοήσουν ποιας μορφής πρότυπα είναι δυνατό να προκύψουν από έναν μονομερή γνωσιολογικό ή και γνωσιοκρατικό προσανατολισμό της παιδείας, που την διατηρεί μακράν του Θεού.
Τέτοιες είναι: ο πλουτισμός, η κενοδοξία, η κόσμηση του σώματος, η αμφισβήτηση της θείας πρόνοιας, η μικροψυχία, η λύπη, η απόγνωση, ο φόβος των δαιμόνων, ο φόβος του θανάτου, ο φόβος των παθών, η εκρίζωση της αγάπης, η εξέταση των εγκλημάτων των άλλων, ο δογματισμός, ο εγωισμός κ.ά.
Με βάση τα παραπάνω, διαπιστώνεται ότι η λογική και η ανθρώπινη γνώση -όπως και πολλά άλλα αγαθά- είναι δώρημα, που δωρίζεται από τον Θεό. Αυτή, όμως, δόθηκε ως τάλαντο εν εξελίξει, όπως και όλα τα άλλα χαρίσματα που λαμβάνει άνωθεν ο άνθρωπος.
Από αυτόν, επομένως, εξαρτάται η προς τα άνω εξέλιξη της γνώσεως. Αν συνδυαστεί με την πίστη και την ελπίδα προς τον Θεό, βοηθά την ανθρώπινη ύπαρξη να ανέρχεται, ακόμη περαιτέρω, στην τέλεια γνώση και να μετέχει στην αποκάλυψη των θείων θεωριών, ενώ, αν δεν συμπλέκεται με την πίστη, βλάπτει τον άνθρωπο, διότι συμβάλλει στο να κατέρχεται υπαρξιακά και να πορεύεται στο σκότος και στην πλάνη.


Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι γνώσεις που μαθαίνουν οι μαθητές στο σχολείο, δεν είναι προς το πνευματικό τους συμφέρον να αποκόπτονται και να απομονώνονται από το όλον της ύπαρξης, δηλαδή από την οντολογική τους υποδομή, που περιλαμβάνει και την πίστη, διότι τότε δημιουργούνται τεράστια ψυχικά κενά στους νέους και μελλοντικούς ενήλικες.
Αυτό που μπορεί να γίνεται, επομένως, είναι να δίνεται στους νέους η ευκαιρία, μέσα από την παιδεία που λαμβάνουν, να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν και την πίστη τους, έτσι, ώστε να την καταστήσουν βαθμίδα, πάνω στην οποία μπορούν να στηρίζονται, υπαρξιακά, προκειμένου να αναπτύσσεται, σταδιακά και αρμονικά, παράλληλα με όλες τις δυνάμεις της ψυχής τους, τόσο η πίστη όσο και η γνώση.
Με αυτή την μορφή ανάπτυξης, η σχολική γνώση καλλιεργείται, ολοκληρώνεται και μετατρέπεται βαθμιαία σε πνευματική γνώση, δηλαδή σε προσωπική και πνευματική σχέση προσέγγισης των νέων με τον Θεό της αγάπης και της αγαθοσύνης, τον συνάνθρωπο και την κτίση.
Η ορθόδοξη πίστη, άλλωστε, ποτέ δεν έθεσε εμπόδια στην ανάπτυξη της γνώσης. Αν υπάρχουν εμπόδια στη σχέση τους, αυτά έρχονται και εισέρχονται στην παιδεία, από την πλευρά όσων ελέγχουν τη γνώση.
Ωστόσο, είναι καλό να ακούμε τους σοφούς πνευματικούς συμβούλους της παραδόσεώς μας, που, μέσα από τις εμπειρίες τους, διδάσκουν ότι, χωρίς την παρουσία της πίστεως στη ζωή των νέων μας, τα υπαρξιακά και ψυχικά κενά πληθύνονται και τα πάθη αγριεύουν και δυναμώνουν.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να αποβαίνει δύσκολη η καλλιέργεια προτύπων αρετής, που είναι απαραίτητα τόσο για την συγκρότηση της κοινωνίας όσο και για την πνευματική καλλιέργεια, τον καταρτισμό και την οικοδομή εκάστου από τους νέους μας «εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού (Εφ. 4, 13).

Ορθόδοξη Αλήθεια, 20/11/2019

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

ΤΑ 22 ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Τά  22 Ὀρθόδοξα Χριστιανικά Σωματεῖα Θεσσαλονίκης μέ ἰδιαίτερη χαρά καί ἱκανοποίηση χαιρετίζουν τήν πρόσφατη ἀπόφαση τοῦ ΣτΕ, πού ἀκυρώνει ὁριστικά τά ἀθεολόγητα προγράμματα Θρησκευτικῶν τῶν προηγούμενων ὑπουργῶν Παιδείας κκ. Φίλη καί Γαβρόγλου.

Μέ τήν ξεκάθαρη αὐτή ἀπόφαση τό Ἀνώτατο Δικαστήριο τῆς χώρας μας ἐπιβεβαίωσε  αὐτό πού ἦταν κοινή πεποίθηση ὄχι μόνον ὅσων προσέφυγαν γιά τό θέμα τῶν νέων προγραμμάτων, ἀλλά καί τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ· ὅτι δηλαδή τά προγράμματα αὐτά ὑπῆρξαν ἐξ ἀρχῆς ἀντι­συνταγματικά, καθώς σέ καμία περίπτωση δέν ὑπηρετοῦσαν τόν συνταγματικό σκοπό τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, «τό ὁποῖο πρέπει νά περιλαμβάνει ὁπωσδήποτε, μέ σαφήνεια καί πληρότητα, τά δόγματα, τίς ἠθικές ἀξίες καί τίς παραδόσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά προκαλεῖ σύγχυση μέ τή διδασκαλία ἄλλων δογμάτων καί θρησκειῶν», ὅπως χαρακτηριστικά τονίζει ἡ ἀπόφαση τοῦ ΣτΕ.
Ὀφείλουμε δοξολογία στόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό γιά τήν ἐξέλιξη αὐτή, ἀλλά καί θερμά συγχαρητήρια πρός τήν Μητρόπολη Πειραιῶς, τήν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων, τήν  Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὅρους, τούς πιστούς γονεῖς πού συνυπέγραψαν τήν προσφυγή, ἀλλά καί ὅλους ἐκείνους, κληρικούς καί λαϊκούς,  πού ἀγωνίστηκαν μέ ἦθος ἀλλά καί ἀποφασιστικότητα, γιά νά μήν διδαχθοῦν τά Ἑλληνόπουλα αὐτό τό πολυ­πολιτισμικό καί πολυθρησκευτικό ἀνακάτεμα, πού καί τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρ­θοδόξου Πίστεως συσκότιζε, ἀλλά καί τήν σωστή θρησκειολογική ἐνημέρωση δέν ὑπηρετοῦσε.

Συντασσόμαστε ἐν τέλει στό πλευρό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῆς Πανελ­ληνίου Ἑνώσεως  Θεολόγων, πού ζητοῦν ἀπό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας τήν ἄμεση ἀπόσυρση τῶν ἐν λόγω προγραμμάτων καί τήν σύνταξη νέου προγράμματος σύμφωνου μέ τίς συνταγματικές ἐπιταγές, ἀλλά καί τήν θέληση καί τίς πεποιθήσεις τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τοῦ πιστοῦ ἑλληνικοῦ  λαοῦ.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΣΤΕ ΕΧΕΙ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΕΙ ΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ


Επειδή μετά την έκδοση των πρόσφατων δύο αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ για τα Θρησκευτικά (ΣτΕ 1749 και 1750/2019)

αλλά και των δύο αντίστοιχων πέρυσι (ΣτΕ 660/2018 και ΣτΕ 926/2018) κάποιοι, κυρίως θεολόγοι του ΚΑΙΡΟΥ και οι συντάκτες των ακυρωθέντων προγραμμάτων σπουδών, συνεχώς κινδυνολογούν ισχυριζόμενοι ότι ήρθε το τέλος του μαθήματος ή ότι η υποχρεωτικότητα του κλονίζεται και αυτό μετατρέπεται σε προαιρετικό, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε προς αυτούς και σε όλους τους αληθινά ενδιαφερόμενους, ότι οι σχετικές με το χαρακτήρα του μαθήματος αποφάσεις του ΣτΕ κάνουν ρητά λόγο για υποχρεωτικό μάθημα.
Η διδασκαλία ορθόδοξου χριστιανικού μαθήματος και η παρακολούθησή της είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές και την διαμορφωθείσα πλούσια νομολογία. Δεν θα παραπέμψουμε σε καμία από τις τέσσερις πρόσφατες προαναφερθείσες αποφάσεις του ΣτΕ αλλά σε μία παλαιότερη, την απόφαση ΣτΕ 2176/1998, που μεταξύ άλλων αναφέρει: «Επειδή, από τας προαναφερθείσας διατάξεις του Συντάγματος αλλά και της Συμβάσεως της Ρώμης, ερμηνευομένας εν συνδυασμώ μεταξύ των, εν όψει του γνωστού τοις πάσιν γεγονότος ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού πρεσβεύει την ορθόδοξο χριστιανική θρησκεία [βλ. ΣτΕ 3533/1986, βλ. επίσης ΣτΕ3356/1995], όπως τούτο άλλωστε μαρτυρείται και από την κατά τα εκτεθέντα, επίκλησιν εις αυτήν ταύτην την κεφαλίδα του Συντάγματος της Αγίας Τριάδος, αλλά και τον χαρακτηρισμόν, εις την προπαρατεθείσα διάταξιν του άρθρου 3 του Συντάγματος του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος ως "επικρατούσης θρησκείας" εις την Ελλάδα, συνάγεται, κατά τα ήδη κριθέντα [ΣτΕ 3356/95], ότι μεταξύ των σκοπών της παρεχομένης εις τα σχολεία παιδείας είναι και η "ανάπτυξις", εις τουλάχιστον επαρκή βαθμόν, της θρησκευτικής συνειδήσεως των ελληνοπαίδων συμφώνως προς τας αρχάς του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος, η διδασκαλία του οποίου είναι, ως εκ τούτου, υποχρεωτική, όπως είναι υποχρεωτική και η παρακολούθησις από τους μαθητάς, οι οποίοι ανήκουν εις την κατ' Ανατολάς Ορθόδοξον Χριστιανικήν Εκκλησίαν, του αντιστοίχου μαθήματος [βλ. και τας διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 1 εδαφ. α, 6 παρ. 2 εδαφ. β του ν. 1566/1985, ΦΕΚ Α 167 και 2 παρ. 2, 3 παρ. 3 και 4 του Π.Δ. 479/1995, ΦΕΚ Α 170]».
Αμέσως παρακάτω η ίδια απόφαση ορίζει τα σχετικά με τις απαλλαγές και λέει: «Εξυπακούεται βεβαίως ότι της παρακολουθήσεως του ως άνω μαθήματος απαλλάσσονται και δη χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, οι μαθηταί εκείνοι διά τους οποίους γίνεται αξιόπιστος δήλωσις, είτε υπ' αυτών των ιδίων, είτε υπό των γονέων τους, ότι είναι άθεοι, ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι και έχουν, ως εκ τούτου, πρόβλημα θρησκευτικής συνειδήσεως [ΣτΕ 3356/95], δοθέντος μάλιστα ότι η δήλωσις αυτή ουδόλως αντιβαίνει εις το άρθρον 13 του Συντάγματος διότι κατά τα επίσης ήδη κριθέντα [ΣτΕ 3356/95] δεν αποτελεί μέσον προς δίωξη του μαθητή λόγω των διαφόρων, ενδεχομένως, θρησκευτικών του πεποιθήσεων, οι οποίες πρέπει πάντως να είναι σεβαστές, αλλά, όλως αντιθέτως, αποβλέπει εις το να διευκολύνει τον μαθητήν να απολαύσει "ανεμπόδιστα" την ελευθερία της θρησκευτικής του συνειδήσεως και να διευκολύνει επίσης τους γονείς τους να ασκήσουν το αντίστοιχον, κατά τα εκτεθέντα, δικαίωμά τους».
Επομένως ήδη από το 1998 το ΣτΕ είχε αποφανθεί και για τον ορθόδοξο χριστιανικό χαρακτήρα του μαθήματος και για την υποχρεωτικότητά του και για το γεγονός ότι δικαίωμα απαλλαγής έχουν μόνον άθεοι, ετερόδοξοι και αλλόθρησκοι.
Αν και είχαν υπόψη τους αυτή και άλλες παρόμοιες δικαστικές αποφάσεις οι συντάκτες των «νέων» Προγραμμάτων Σπουδών επιχείρησαν να χτίσουν ένα πολυθρησκειακό μάθημα με την ψευδή υπόσχεση ότι αυτό θα αφορούσε όλους τους μαθητές ανεξαρτήτως θρησκεύματος και θα οδηγούσε σταδιακά στην πλήρη κατάργηση των απαλλαγών! Έτσι ήταν αναπόφευκτη από την πλευρά των θεολόγων εκπαιδευτικών αλλά και των ορθοδόξων γονέων η προσφυγή εκ νέου στο ΣτΕ, το οποίο επανέλαβε με τέσσερις αποφάσεις του την παλιά νομολογία, που είχε το ίδιο δημιουργήσει, στηριζόμενο στο ίδιο σκεπτικό και την ίδια ερμηνευτική προσέγγιση των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος.
Αντί συμμόρφωσης προς τις πολλαπλές αυτές δικαστικές αποφάσεις και παρά την επαναλαμβανόμενη ακύρωση του σχεδιασμού και των προγραμμάτων τους οι συντάκτες τους τώρα στράφηκαν στην ακατάπαυστη κινδυνολογία, μάλλον προσδοκώντας περισσότερο και από την Ένωση Αθέων την μετατροπή του μαθήματος σε προαιρετικό, ώστε να νιώσουν οι ίδιοι δικαιωμένοι για τις επιλογές και τις αντιλήψεις τους. Έχουν όμως πλέον χάσει κάθε λογικό, νομικό, θεολογικό και παιδαγωγικό επιχείρημα και απλώς φωνασκούν ατάκτως ή και συντεταγμένα – ακόμη και χθες επανέλαβαν τις γνωστές καταστροφολογίες τους σε ημερίδα στη Θεσσαλονίκη.
Το σημαντικό σε κάθε περίπτωση είναι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να αντιληφθεί την προϊστορία και την ουσία του προβλήματος και να μην εμπιστευθεί πρόσωπα που θα την εκθέσουν οδηγώντας το Υπουργείο σε νέες καταδικαστικές αποφάσεις και ακυρώσεις Υπουργικών Αποφάσεων. Αντιθέτως με ξεκάθαρο τρόπο πρέπει να προχωρήσει στην εφαρμογή των πολλών σχετικών δικαστικών αποφάσεων ικανοποιώντας έτσι και τις προσδοκίες της πλειονότητας όσων διδάσκουν το μάθημα των Θρησκευτικών, δασκάλων και θεολόγων, αλλά και των γονέων των μαθητών.
Ο χρόνος που κυλά πάντως, μαζί με το πέπλο σιωπής εκ μέρους της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας για το θέμα, γεννούν εύλογα πολλά ερωτηματικά για το τι σκέφτεται τελικά να πράξει η κυβέρνηση.

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΤΕΛΟΣ ΣΤΟ ΟΥΔΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ


Ηρακλής  Ρεράκης,  Καθηγητής  Πανεπιστημίου
Τέλος στο ουδετερόθρησκο σχολείο

Οι Αποφάσεις 1749 και 1750 (Σεπτέμβριος 2019) του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) τεκμηριώνουν τους λόγους, για τους οποίους ακυρώθηκαν τα πολυθρησκειακά θρησκευτικά:
1) Το ΣτΕ αποφάσισε ότι, με βάση τη διάταξη του άρθρου 16, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ως υποχρεωτική για την ελληνική Παιδεία την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως και τη διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος, που προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία, η διδασκαλία του μαθήματος δεν μπορεί παρά να απευθύνεται, αποκλειστικά, σε ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές.  Κατά τη δική μας ερμηνεία και σύμφωνα με τα συμφραζόμενα των Αποφάσεων, το «αποκλειστικά» σημαίνει ότι η ορθόδοξη διδασκαλία είναι υποχρεωτική μόνον για τους ορθόδοξους μαθητές. Αντίθετα, επιτρέπεται μεν η παρακολούθησή της και από τους άθεους, αλλόθρησκους και ετερόδοξους μαθητές, αλλά γι’ αυτούς και μόνον γι΄ αυτούς το μάθημα είναι προαιρετικό, δηλαδή είναι στην κρίση (τους) ή των γονέων τους, εάν θέλουν να το παρακολουθούν ή να ζητήσουν την απαλλαγή τους.

2) Το ΣτΕ διαπιστώνει ότι από τους στόχους, το περιεχόμενο και τις θεματικές του Νέου Προγράμματος Σπουδών, που τελικά ακύρωσε, προκύπτει ότι δεν αποβλέπει στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των ορθοδόξων χριστιανών μαθητών, διότι δεν περιέχει ολοκληρωμένη και διακριτή, έναντι άλλων δογμάτων και θρησκειών, διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού.
Σε άλλη συνάφεια, αναφέρει ότι η διδασκαλία, με σκοπό την ανάπτυξη της ορθόδοξης θρησκευτικής συνειδήσεως, αποτελεί αποστολή της Παιδείας και συνταγματική υποχρέωση του κράτους.
Γι΄ αυτό πρέπει να διδάσκεται επί ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως, να μην υποβαθμίζεται, κατά τη διδασκαλία και την εξέταση, σε σχέση με άλλα μαθήματα και να περιλαμβάνει, οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών.
 Πρέπει δηλαδή να διατηρεί ως προέχουσα μέριμνα, όχι την παροχή πληροφοριών ή την επεξεργασία γνώσεων ή την ανάπτυξη προβληματισμών ιστορικής, θρησκευτικής ή κοινωνιολογικής φύσεως, αλλά την καλλιέργεια της ορθόδοξης συνειδήσεως.
3) Το ΣτΕ, επίσης, προχώρησε στην ακύρωση του Προγράμματος, διότι σε αυτό αναφέρεται ότι το μάθημα των Θρησκευτικών απευθύνεται σε όλους τους μαθητές «ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή όχι δέσμευσή τους» και ότι «υπερβαίνει παρωχημένες πρακτικές ομολογιακής μονοφωνίας».
4) Το Πρόγραμμα ακυρώνεται, ακόμη, διότι δεν εφαρμόζει:
α) Τον επιβαλλόμενο συνταγματικό σκοπό  του άρθρου 16, ήτοι την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών.
β) Το άρθρο 13, που κατοχυρώνει ως απαραβίαστη την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, διότι θα έπρεπε να απευθύνεται, αποκλειστικά, στους ορθόδοξους μαθητές και να κατατείνει στην εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεώς τους.
γ) Το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (ΕΣΔΑ) για τα δικαιώματα του ανθρώπου, διότι προσβάλλει το δικαίωμα των γονέων να διασφαλίζουν τη μόρφωση των παιδιών τους, σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις.
δ) Τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγματος) και (άρθρο 14 της ΕΣΔΑ), διότι στερεί από τους ορθόδοξους μαθητές το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις τους, ενώ η νομοθεσία προβλέπει, για μαθητές Ρωμαιοκαθολικούς, Εβραίους και Μουσουλμάνους, τη δυνατότητα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών).
Με βάση τους παραπάνω λόγους ακυρώσεως, είναι σαφές ότι το ΣτΕ έπραξε το λογικό και το αυτονόητο, σύμφωνα με το νομικό καθεστώς της χώρας.
Τους λόγους αυτούς, όπως θα δούμε, τους γνώριζαν,  και τους προέβαλλαν, αντιστεκόμενοι στα Νέα πολυθρησκειακά Προγράμματα Φίλη - Γαβρόγλου, πολλοί σεβαστοί κληρικοί, θεολόγοι και λαϊκοί, από αυτούς που αντέδρασαν. Αντίθετα, προκλητική απείθεια και παραβατική συμπεριφορά, έδειξαν εκείνοι, που επεδίωκαν, να μην υπηρετούν τον συνταγματικό σκοπό της διδασκαλίας των Θρησκευτικών, αλλά αλλότριες σκοπιμότητες.
Τη διάθεση απόκλισης του μαθήματος από τις συνταγματικές αρχές έδειξε πολύ ενωρίς ο υπεύθυνος συντονιστής της συγγραφής του Προγράμματος, ο οποίος με άρθρα του, τότε, έθετε τα θεμέλια και τις φιλοσοφικές συντεταγμένες του σχεδίου που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί.
Πριν τη σύνταξη των Προγραμμάτων των Θρησκευτικών, άνοιξε τον χορό των συνταγματικών παραβιάσεων.
Με τις ιδεοληπτικές του αρχές συντόνιζε την κατάργηση του υπάρχοντος και πρόσφατα εγκριθέντος Ορθόδοξου μαθήματος των Θρησκευτικών (2003-2006), στην εκπόνηση του οποίου, μάλιστα, ήταν πάλι, τότε, συντονιστής ο ίδιος.
Τέσσερα χρόνια, μετά την ολοκλήρωση και την εφαρμογή του δικού του Προγράμματος (2003-2006), δηλαδή το 2010, ο ίδιος ακύρωνε τον εαυτό του και απέρριπτε το δημιούργημά του, επειδή, όπως ισχυριζόταν, ήταν ομολογιακό, μονοφωνικό, κατηχητικό και μη πλουραλιστικό.
Έτσι, οργάνωσε τη συγγραφή ενός πλουραλιστικού Προγράμματος, κατ’ αυτόν, με αναπλαισιωμένο τον θεολογικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα  και τη φυσιογνωμία του,  που θα το διαπερνούσε η θεολογία της πολυπολιτισμικότητας και με αυτήν θα σχεδιαζόταν το ουδετερόθρησκο σχολείο, «κομίζοντας μια άλλη μαρτυρία για την αλήθεια της ζωής του ανθρώπου και του κόσμου».
Για αυτήν την οντολογική μετάλλαξη του μαθήματος (αλλά και των μαθητικών συνειδήσεων) από ορθόδοξο σε πολυθρησκειακό υπήρξαν άπειρες αναποτελεσματικές αντιδράσεις από τον εκκλησιαστικό και θεολογικό χώρο, πριν αλλά και μετά την εφαρμογή των Προγραμμάτων στα σχολεία από τον κ. Φίλη (2016) (συνεδριάσεις και αποφάσεις Ιερών Συνόδων, Συνέδρια, ημερίδες, διαλέξεις, πορείες, συλλαλητήρια, άρθρα, πρακτικά συνεδρίων, δηλώσεις Αρχιερέων και πολιτικών κ.ά.).
Η έσχατη αντίδραση, μετά την επιβολή τους στα σχολεία, ήταν η κατ΄ ανάγκη προσφυγή στο ΣτΕ και στη συνέχεια η διά τεσσάρων αλλεπάλληλων Αποφάσεων του ΣτΕ ακύρωσή τους (2018 και 2019):
Μεταξύ πολλών που ακούστηκαν ή γράφτηκαν κατά την περίοδο αυτή, που εξέφραζαν τις αντιφάσεις που εμφάνιζαν αυτά τα Προγράμματα καθώς και τις μεγάλες πνευματικές ανατροπές, που πραγματοποιούσαν στις ψυχές των ορθόδοξων μαθητών, αναφέρουμε τη θέση που εξέφρασε ο Οικουμενικός Πατριάρχης το 2013, προκρίνοντας ένα «πρόγραμμα Χριστοκεντρικό», που να  «έχει ως βαθύτερο στόχο την πνευματική καλλιέργεια των μαθητών».
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος  Ιερώνυμος, επίσης, το 2012, εξέφρασε τις θέσεις του, θεωρώντας τον ομολογιακό (ενν. ορθόδοξο) χαρακτήρα του μαθήματος, ως αναγκαίο για την ταυτότητα των Ελλήνων:
Το 2016, επίσης, ο Αρχιεπίσκοπος, αφού μελέτησε τα νέα Προγράμματα των Θρησκευτικών  έγραφε σε Επιστολή του προς την πολιτική ηγεσία της χώρας:
«Είναι απαράδεκτα και επικίνδυνα, δεν θα αποδώσουν καρπούς, αλλά μεγάλη ζημιά στην Παιδεία και γενικότερα στην Κοινωνία μας.
 Το μάθημα των Θρησκευτικών δεν μετατράπηκε σε θρησκειολογία. Απλώς καταργήθηκε και πρόκειται πλέον για ένα μη θεολογικό μάθημα.
Το εκπαιδευτικό υλικό, όχι μόνο δεν βοηθά το παιδί μιας ορθόδοξης οικογένειας στη διαμόρφωση μιας συνεκτικής εικόνας για την Ορθοδοξία, αλλά κλονίζει  τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και του προκαλεί σύγχυση.
Τα καινούργια προγράμματα με έπεισαν ότι δεν πρόκειται για θρησκευτικά αλλά για επιχείρηση αλλοιώσεως της πίστεώς μας».
Ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος, επίσης, το 2017 ανέφερε: «Είναι άλλο πράγμα να μαθαίνει κανείς όλες τις θρησκείες και άλλο, να μην ξέρει ο ίδιος ποια είναι η δική του η θρησκεία… Πρώτα πρέπει να γνωρίσουμε το ποιοι είμαστε εμείς και τι πιστεύουμε και που πάμε. Να υποστηρίξουμε τον εαυτό μας, την παράδοσή μας, την Πίστη μας, και την Ελλάδα μας».
Το 2012, επίσης, οι αντιπρόσωποι των 20 Ιερών Μονών του Αγίου Όρους έγραφαν για το νέο Πρόγραμμα, σε επιστολή τους προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος: «Φρονούμεν ότι το Μάθημα των Θρησκευτικών θα έδει να είναι ομολογιακόν διά να είναι ανοικτόν, ειδάλλως θα είναι φυλακή».
Ο Μακαριστός Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους, Αρχιμ. π. Γεώργιος Καψάνης έγραφε, ακόμη, το ίδιο έτος προς την Ιερά Σύνοδο: «Τό νέο μάθημα των Θρησκευτικών δεν έχει πια Ορθόδοξο Χριστιανικό χαρακτήρα, δεν βοηθά τους μαθητάς να γνωρίσουν την Χριστιανική τους Πίστιν».
Ο Προηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους Αρχιμ. π. Βασίλειος Γοντικάκης, επίσης, έγραφε το ίδιο έτος προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, για ό, τι πάει να συντελεσθεί στο χώρο της Παιδείας μας με τα νέα Πιλοτικά Προγράμματα Σπουδών: «Ένοιωσα ότι κάτι ιερό και άγιο προδίδεται από το κεφάλαιο της Πίστεώς μας».
Πιστεύουμε ότι το ΣτΕ με τις τέσσερις αλλεπάλληλες ακυρωτικές του αποφάσεις ακύρωσε και φυσικά έδωσε το έναυσμα για την εξαφάνιση από τα ελληνικά σχολεία των μοναδικών αντιχριστιανικών Προγραμμάτων θρησκευτικών, που για πρώτη φορά, από τότε (1836) που θεσπίστηκε το ορθόδοξο μάθημα θρησκευτικών στην ελληνική παιδεία, γράφηκαν, εγκρίθηκαν, επιβλήθηκαν και ίσχυσαν δολίως και παρανόμως από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για μια τριετία (από το 2016 – 2019). Ελπίζουμε ότι η παρούσα Κυβέρνηση θα εφαρμόσει, καθώς είναι υποχρεωμένη, τις αποφάσεις του ΣτΕ και ότι θα αποκαταστήσει το μάθημα στην ορθόδοξη κανονικότητά του, σταματώντας την δόλια εκτροπή του σε όργανο αποορθοδοξοποίησης των νέων μας

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤ. ΠΟΝΗΡΟΣ: ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ 1749 ΚΑΙ 1750/2019 ΤΟΥ ΣΤΕ ΜΕΓΑΣ ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΑΣ


Εὐάγγελος Στ. Πονηρός Δρ Θ., Μ.Φ.
Συντονιστής ἔκπαιδευτικοῦ ἔργου  θεολόγων Ἀττικῆς
Οἱ ἀποφάσεις 1749 καί 1750/2019 τοῦ ΣτΕ μέγας θρίαμβος τῆς ὀρθόδοξης παιδείας καί τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τῶν παιδιῶν μας

   Στίς 20 Σεπτεμβρίου 2019 γνωστοποιήθηκαν οἱ ἀποφάσεις 1749 καί 1750/2019 τῆς ὁλομελείας τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, οἱ ὁποῖες ἀκυρώνουν τά προγράμματα στό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, τά ὁποῖα τέθηκαν σέ ἐφαρμογή ἀπό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας τό 2017 καί ἀποτελοῦσαν ἀπομίμηση τοῦ ξενόφερτου ὅσο καί ἀποτυχημένου religious literacy. Οἱ ἀποφάσεις αὐτές ὁρίζουν ὅτι τό μάθημα τό ὁποῖο δικαιοῦνται οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί μαθητές πρέπει νά εἶναι ὀρθόδοξο χριστιανικό καί κατοχυρώνουν ἔτσι πανηγυρικῶς τά ἀνθρώπινα δικαιώματα τῶν παιδιῶν μας.

Τό ἱστορικό τῆς ὅλης ὑποθέσεως

            Ἄς πάρουμε ὅμως τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή: Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι στά σχολεῖα τῆς Ἑλλάδος ὀρθόδοξο χριστιανικό ἀπό τό 1821 μέχρι σήμερα. Δυστυχῶς ὅμως ἐδῶ καί ἑξήντα χρόνια τό μάθημα αὐτό ἔχει ἀντιμετωπίσει ποικίλες ἐπιθέσεις ἀπό ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ναί μέν εἶναι ἐλαχιστότατοι ὡς πρός τόν ἀριθμό, ὅμως βρίσκουν τόν τρόπο καί εἰσδύουν ἄλλοτε στά μέσα ἐνημερώσεως καί ἄλλοτε στήν ἐκτελεστική ἐξουσία. Παρήγορο εἶναι τό γεγονός ὅτι πάντοτε δικαιώνεται ἀπό τή δικαστική ἐξουσία, ἡ ὁποία ἀποδεικνύει πάντοτε διά τῶν ἀποφάσεών της τήν ἀκεραιότητά της.
            Οἱ ἀήθεις ἐπιθέσεις εἰς βάρος τῆς ὀρθόδοξης παιδείας, κατ΄ οὐσίαν ἐπιθέσεις εἰς βάρος τῶν παιδιῶν μας, ἔχουν πραγματοποιηθεῖ μέ παντοειδή μέσα. Ποιός δέν θυμᾶται τούς θεολογικούς ἀγῶνες τοῦ 1962, ὅταν ὁ τότε ὑπουργός παιδείας ἐπιχείρησε νά μειώσει δραματικά μέχρι καί νά ἀπαγορεύσει τήν ὀρθόδοξη παιδεία; Οἱ τότε φοιτητές θεολογίας, ἔγραψαν ὅμως ἱστορία μέ μαχητική διαδήλωση, ὅπου ὑπῆρξαν καί πολλοί τραυματίες. Ἡ δέ περιβόητη δικτατορία (1967-1974) δέν διόρισε ἀπολύτως κανέναν θεολόγο καθηγητή. Ἀργότερα ἐπῆλθε καί ἡ μείωση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας τοῦ λυκείου: στήν πρώτη ἀπό τρεῖς σέ δύο καί ἔπειτα στήν τρίτη ἀπό δύο σέ μία.
            Ἡ ἐπίθεση στό λύκειο συνεχίσθηκε μέχρι τό 1998, ὁπότε προτάθηκε ἀρχικά ἡ ἀπάλειψη τῶν ὡρῶν τρίτης καί δευτέρας λυκείου, ἀλλά ἀποτολμήθηκε μόνον ἡ μείωση τῶν ὡρῶν τῆς δευτέρας λυκείου ἀπό δύο σέ μία. Ὅμως, κατόπιν προσφυγῆς γονέων μαθητῶν στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀκυρώθηκε διά τῆς ἀποφάσεως 2176/1998 ἡ σχετική ὑπουργική ἀπόφαση καί ἐπανῆλθαν οἱ ὧρες διδασκαλίας στά πρότερα. Μία περίοδος σχετικῆς ἡρεμίας κύλησε γιά μία δεκαετία, χωρίς νά λείπουν ἀπό τά μέσα ἐνημερώσεως καί μερικοί φαιδροί τύποι, οἱ ὁποῖοι διαμαρτύρονταν εἰς βάρος τῆς ὀρθόδοξης παιδείας, διότι τούς ἦταν καί τούς εἶναι ἀδύνατον νά χωνεύσουν ὅτι ὑπάρχει στά ἑλληνικά σχολεῖα μάθημα τό ὁποῖο ἔχει ὡς γενική ἀρχή του τό κέλευσμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ "ἀγαπᾶτε ἀλλήλους".
            Καί αἴφνης τό 2008 σέ περίοδο θερινῶν διακοπῶν, ἐξαπολύεται ἐγκύκλιος τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, ἡ ὁποία ἦταν γραμμένη μέ χαρακτηριστική ἀσάφεια ἔτσι ὥστε νά προτρέπει, κατά παράβαση τοῦ Συντάγματος, τούς ὀρθοδόξους μαθητές νά ἀπαλλάσσονται ἀπό τό ὀρθόδοξο μάθημα θρησκευτικῶν. Μετά ἀπό διαμαρτυρίες ἐκπαιδευτικῶν καί γονέων ἀκολούθησαν καί ἄλλες ἐγκύκλιοι, οἱ ὁποῖες ἦταν λιγότερο ἀσαφεῖς, ὥσπου ὁμάδα ἐκπαιδευτικῶν προσέφυγε στό Διοικητικό Ἐφετεῖο Χανίων, τό ὁποῖο διά τῆς ἀποφάσεως 115/2012 ὅρισε ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί δέν ἀπαλλάσσονται ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν.
            Τό ἕνα πρόβλημα ὅμως διαδέχεται ἕνα ἄλλο. Τό 2011 ἐμφανίσθηκε σέ πιλοτική μορφή πρόγραμμα στό μάθημα θρησκευτικῶν, τό ὁποῖο κάθε ἄλλο παρά ὀρθόδοξο ἦταν. Τό πρόγραμμα αὐτό ἐπιχειροῦσε νά ἀντικαταστήσει τήν ὀρθόδοξη παιδεία διά τοῦ ἤδη ἀποτυχόντος στή χώρα προελεύσεώς του βρεταννικοῦ religious literacy. Προκάλεσε δέ ἄπειρες ἀντιδράσεις: ἡ πιλοτική ἐφαρμογή του ἀπέτυχε παταγωδῶς, ἑπτά συνέδρια συγκλήθηκαν καί ἐπεσήμαναν τά ἀπειράριθμα σφάλματά του, τρεῖς ὀγκώδεις τόμους σχημάτισαν οἰ ἀρνητικές κριτικές οἱ ὁποῖες ἐγράφησαν γι΄ αὐτό. Κι ὅμως, οἱ δημιουργοί του δέν πτοήθηκαν, πέντε ἔτη μετά τήν πρώτη ἐμφάνισή του βρῆκαν, τό 2016, κυβέρνηση πρόθυμη νά τό ἐπιβάλει καθολικῶς. Ἡ καθολική ἐφαρμογή τοῦ παντελῶς ἀκατάλληλου ἐκείνου δημιουργήματος συνάντησε τήν ἀντίσταση τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, κληρικῶν, ἐκπαιδευτικῶν, γονέων, μαθητῶν. Ἀπείλησε μάλιστα καί τήν ἴδια τήν ὕπαρξη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καί κατά συνέπεια τήν ἐπαγγελματική ὑπόσταση τῶν θεολόγων καθηγητῶν, διότι πολλοί ὀρθόδοξοι χριστιανοί γονεῖς ἀπείλησαν νά ἀπαλλάξουν τά παιδιά τους ἀπό τό μάθημα αὐτό, ἐπειδή δέν ἦταν ὀρθόδοξο χριστιανικό. Κι ἐπειδή οἱ λαϊκές ἀντιρρήσεις δέν λαμβάνονται ὑπ΄ ὄψιν ἀπό ὅποια ἐκτελεστική ἐξουσία ἐπιμένει νά αὐθαιρετεῖ, κατετέθη στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας αἴτηση ἀκυρώσεως εἰς βάρος τῶν προγραμμάτων τοῦ 2016 ἀπό κληρικούς, ὀρθοδόξους χριστιανικούς συλλόγους, τήν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων καί ὀρθοδόξους χριστιανούς γονεῖς μαθητῶν. Οἱ προσφυγόντες δικαιώθηκαν καί τά ὑπόδικα προγράμματα ἀκυρώθηκαν διά τῶν ἀποφάσεων 660 καί 926/2018 τῆς ὁλομελείας τοῦ ΣτΕ. Ὅμως τό Ὑπουργεῖο Παιδείας εἶχε σπεύσει νά ἐκδόσει τά ἐν λόγῳ προγράμματα μέ ἐλαφρές λεκτικές παραλλαγές σέ νέες ὑπουργικές ἀποφάσεις! Ἔτσι διατυμπανιζόταν ἐπί ἕνα χρόνο, ὅτι δέν ἀκυρώθηκαν ἀπό τό ΣτΕ τά ἰσχύοντα, ἀλλά τά προηγούμενα καί μή ἰσχύοντα πλέον προγράμματα. Ἡ κίνηση αὐτή ἐπέσυρε νέες αἰτήσεις ἀκυρώσεως, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τίς νέες ἀποφάσεις 1749/2019 καί 1750/2019 τῆς ὁλομελείας τοῦ ΣτΕ, οἱ ὁποῖες ὁμοίως ἀκύρωναν τά ἐπικίνδυνα, ὅπως τά εἶχε χαρακτηρίσει στίς 3/9/2016 ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κος Ἱερώνυμος, προγράμματα.

Κύρια σημεῖα τῶν ἀποφάσεων 1749/2019 καί 1750/2019 τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας

            Μελετώντας τίς δύο ἀποφάσεις παρατηροῦμε ὅτι συμπλέουν, ἔχουν τόν αὐτό προσανατολισμό καί τό αὐτό ἀποτέλεσμα καί τοῦτο διότι τά δύο ἀκυρωθέντα ἐν τέλει προγράμματα, μολονότι τό ἕνα ἀφορᾶ τό δημοτικό καί τό γυμνάσιο καί τό ἄλλο τό λύκειο, εἶναι ταυτόσημα ὡς πρός τίς ἐπιδιώξεις καί ὡς πρός τίς μεθόδους τους.
            Ἑρμηνεύοντας λοιπόν τό ἄρθρο 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο ἐπιτάσσει ὅτι "ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασική ἀποστολή τοῦ κράτους καί ἔχει σκοπό τήν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης καί τή διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολίτες", ἡ ἀπόφαση 1749 παρ. 16 καί ἡ ἀπόφαση 1750 παρ. 15 ὁρίζουν ταυτοσήμως: "Εἰδικότερα, ὡς ἀνάπτυξη τῆς "ἐθνικῆς" συνειδήσεως νοεῖται εὐλόγως, ἐφ΄ ὅσον τό ἑλληνικό Κράτος ἰδρύθηκε καί ὑπάρχει ὡς ἐθνικό Κράτος (βλ. ΣτΕ 460/2013 Ὁλομ.), ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἑλληνικῆς - καί ὄχι ἄλλης - ἐθνικῆς συνειδήσεως, ὡς ἀνάπτυξη δέ τῆς "θρησκευτικῆς" συνειδήσεως νοεῖται, γιά τήν πλειοψηφία, βεβαίως, τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν πού ἀσπάζονται τό δόγμα αὐτό, ἡ ἀνάπτυξη ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ὁλομ. 2176/1998 7μ., 3356/1995), ἐνόψει τοῦ ὅτι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, χαρακτηριζόμενη ὡς "ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα", ἀναγνωρίζεται ἀπό τόν συνταγματικό νομοθέτη, ὅπως προεκτέθηκε, ὡς ἡ θρησκεία τῆς πλειοψηφίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ."
            Ὅσον ἀφορᾶ δέ τό τί σημαίνει ἡ φράση "ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως" ὁρίζουν ταυτόσημα ἡ ἀπόφαση 1749 παρ. 16 καί ἡ ἀπόφαση 1750 παρ. 15: "Περαιτέρω, δοθέντος ὅτι ἡ θρησκευτική συνείδηση γεννᾶται καί διαμορφώνεται σταδιακά, πρίν ἀκόμη ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ σχολικοῦ βίου, στό πλαίσιο τῆς οἰκογένειας (ἡ ὁποία, ὡς "θεμέλιο τῆς συντηρήσεως καί προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους" τελεῖ - ὅπως καί ἡ παιδική ἡλικία - ὑπό τήν προστασία τοῦ Κράτους, κατά τό ἄρθρο 21 τοῦ Συντάγματος), ἀπό τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος σέ συνδυασμό μέ τίς διατάξεις τῶν παρ. 1 καί 2 τοῦ ἄρθρου 13 αὐτοῦ καί τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ ΠΠΠ τῆς ΕΣΔΑ συνάγεται ὅτι ὡς "ἀνάπτυξη" τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως κατά τά ἀνωτέρω νοεῖται ἡ ἐμπέδωση καί ἐνίσχυση τῆς συγκεκριμένης αὐτῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν μέ τή διδασκαλία τῶν δογμάτων, ἠθικῶν ἀξιῶν καί παραδόσεων τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἐκ τούτου δέ ἀφορᾶ ἀποκλειστικά τούς μαθητές, οἱ ὁποῖοι, ἀνήκοντες στήν κατά τά ἄνω πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀσπάζονται τό ὀρθόδοξο χριστιανικό δόγμα (βλ. ΣτΕ 660, 926/2016 Ὁλομ.)."
            Ἐδῶ θά ἀνοίξουμε μία παρένθεση, ὥστε νά διευκρινίσουμε ὅτι ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 βάσει τῆς ὁποίας ἡ θρησκευτική συνείδηση τοῦ παιδιοῦ διαμορφώνεται πρίν ἀκόμη ἀπό τήν σχολική ἡλικία καί ἔχει συγκεκριμένο περιεχόμενο - γιά τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς μαθητές ὀρθόδοξο χριστιανικό - ἀνήκει στόν γράφοντα.
            Πολύ πρό τῆς αἰτήσεως ἀκυρώσεως τῶν ἀντισυνταγματικῶν προγραμμάτων, ἐπειδή ἀκριβῶς κάποιοι εἶχαν ἰσχυρισθεῖ ὅτι τό ἄρθρο 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος εἶναι τάχα ἀόριστο, εἴχαμε δημοσιεύσει ἐπανειλημμένως ὅτι τό ἐν λόγῳ ἄρθρο: "ἀναφέρει «ανάπτυξη εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης», δέν ἀναφέρει «δημιουργία», πολύ δέ περισσότερο δέν ἀναφέρει καί δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναφέρει «παραποίηση», «διαστρέβλωση» ἤ «βιασμό» τῆς συνειδήσεως. Τόσο ἡ ἐθνική, ὅσο καί ἡ θρησκευτική συνείδηση ὑπάρχουν ἤδη, τό παιδί εἶναι ἤδη Ἕλληνας καί τό γνωρίζει, εἶναι ἤδη χριστιανός ὀρθόδοξος καί τό γνωρίζει καί ἡ βάσει τοῦ Συντάγματος κρατική παιδεία, ἀποσκοπεῖ νά ἀναπτύξει τήν συνείδησή του αὐτή, δέν τήν δημιουργεῖ.
Ἑπομένως, δέν εἶναι δυνατόν ὁ Ἕλληνας νά διαπαιδαγωγεῖται ἀπό τό κράτος ὥστε νά ἀναπτύξει π.χ. βραζιλιανή ἤ ἰαπωνική ἐθνική συνείδηση, τήν ὁποία δέν ἔχει. Δέν εἶναι δυνατόν ὁ χριστιανός ὀρθόδοξος νά διαπαιδαγωγεῖται ἔτσι ὥστε νά ἀναπτύξει βουδδιστική ἤ ἰνδουιστική θρησκευτική συνείδηση, τήν ὁποίαν ἐπίσης δέν ἔχει, οὔτε νά ἐπιχειρεῖται νάρκωση τῆς θρησκευτικῆς του συνειδήσεως μέσῳ ἀπαγορεύσεως τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ μαθήματος καί ἀντικαταστάσεώς του ἀπό θρησκειολογικό ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἄσχετο μέ τήν θρησκευτική του συνείδηση. Ὁ βαπτισμένος ἤ ὁ ἐπιθυμῶν νά βαπτισθεῖ χριστιανός ὀρθόδοξος ἔχει ἤδη τήν ὀρθόδοξη χριστιανική θρησκευτική συνείδηση, ὅπως καί ὁ ἔχων ἑλληνική ἰθαγένεια καί ἐθνικότητα ἔχει ἤδη τήν ἑλληνική ἐθνική συνείδηση καί αὐτές καλλιεργεῖ ἡ βάσει τοῦ συντάγματος ἑλληνική παιδεία."[1]
            Προχωρώντας οἱ δικαστικές ἀπόφασεις ὁρίζουν στά αὐτά ὡς ἄνω ἄρθρα τους ὅτι "Τό κυριότερο μέσο, μέ τό ὁποῖο - ἐκτός τῶν ἄλλων (προσευχή, ἐκκλησιασμός) - ὑπηρετεῖται ὁ ἀνωτέρω συνταγματικός σκοπός εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ὁλομ.). Συνεπῶς, στίς ἀνωτέρω ὑπερνομοθετικῆς ἰσχύος διατάξεις ἀντίκεινται ρυθμίσεις νόμων ἤ κανονιστικῶν διοικητικῶν πράξεων, μέ τίς ὁποῖες, μέσῳ, κυρίως, τῶν προγραμμάτων διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, γιά τούς ἀποτελοῦντες τήν κατά τά ἄνω πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ μαθητές, δέν ὑπηρετεῖται ὁ ὡς ἄνω συνταγματικός σκοπός, ἡ ἀνάπτυξη δηλαδή, ὑπό τήν προεκτεθείσα ἔννοια, τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ὁλομ.). Περαιτέρω, ὡς ἀποστολή τῆς Παιδείας, ἡ, ὑπό τήν προεκτεθείσα ἔννοια, "ἀνάπτυξη τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως" ἀποτελεῖ συνταγματική ὑποχρέωση τοῦ Κράτους, ἐπιτελεῖται δέ κυρίως μέ τή διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, τό ὁποῖο γιά νά ὑπηρετεῖ τόν ἐν λόγῳ σκοπό, πρέπει νά διδάσκεται ἐπί ἰκανό ἀριθμό ὡρῶν διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ., 2176/1998 7μ., 3356/1995), νά μήν ὑποβαθμίζεται κατά τή διδασκαλία καί τήν ἐξέταση σέ σχέση μέ ἄλλα μαθήματα καί νά περιλαμβάνει ὁπωσδήποτε, μέ σαφήνεια καί πληρότητα, τά δόγματα, τίς ἠθικές ἀξίες καί τίς παραδόσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά προκαλεῖ σύγχυση μέ τή διδασκαλία ἄλλων δογμάτων καί θρησκειῶν (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ὁλομ.) Πρέπει δηλαδή τό μάθημα νά διατηρεῖ ὡς προέχουσα καί κύρια μέριμνα ὄχι τήν παροχή πληροφοριῶν ἤ τήν ἐπεξεργασία γνώσεων ἤ τήν ἀνάπτυξη προβληματισμῶν ἱστορικῆς, θρησκευτικῆς ἤ κοινωνιολογικῆς φύσεως (ἀντικείμενο ἄλλωστε καί ἄλλων μαθημάτων) ἀλλά τήν καλλιέργεια τῶν κατάλληλων προϋποθέσεων ὥστε νά μπορεῖ νά μεταδοθεῖ τό προεκτεθέν κατά τό Σύνταγμα περιεχόμενό του."
            Τό μάθημα λοιπόν τῶν θρησκευτικῶν εἶναι κατά τίς δικαστικές ἀποφάσεις τό κύριο μέσο ἀναπτύξεως τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως ἐντός τοῦ σχολείου καί πρέπει ὡς πρός τό περιεχόμενο νά εἶναι ὀρθόδοξο χριστιανικό καί νά διδάσκει τίς ἀλήθειες πίστεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νά διδάσκεται σέ ἰκανό ἀριθμό ὡρῶν ἑβδομαδιαίως, νά μή ὑποβιβάζεται σέ σχέση μέ τά ἄλλα μαθήματα ἀλλά καί νά μή συγχέεται ἡ διδακτέα ὕλη του μέ τή διδακτέα ὕλη ἄλλων μαθημάτων. Ἐφ΄ ὅσον δέ διασφαλισθοῦν ὅλα τά ἀνωτέρω, δέν ἀποκλείονται καί θρησκειολογικοῦ περιεχομένου πληροφορίες ἀπό τό ἐν λόγῳ μάθημα[2].
            Ἐφαρμοστικός ὅλων τῶν ἀνωτέρω νόμος εἶναι ὁ ν. 1566/1985, ὁ ὁποῖος στό 1ο ἄρθρο του θέτει μεταξύ τῶν σκοπῶν τῆς πρωτοβάθμιας καί τῆς δευτεροβάθμιας ἐκπαιδεύσεως καί τό νά διακατέχονται οἱ μαθητές ἀπό τά γνήσια στοιχεία τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παραδόσεως[3].
            Ὑπενθυμίζουν δέ γιά μία ἀκόμη φορά οἱ δικαστικές ἀποφάσεις[4] τό δικαίωμα τῶν μή ὀρθοδόξων χριστιανῶν μαθητῶν νά ἀπαλλάσσονται πλήρως ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν χωρίς καμμία δυσμενή ἐπίπτωση γι΄ αὐτούς τούς ἰδίους.
            Ὅλα τά ἀνωτέρω ἐνισχύονται καί ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ Ἑλληνική Δημοκρατία ἔχει προβλέψει ἰδιαίτερο μάθημα θρησκευτικῶν γιά ρωμαιοκαθολικούς καί γιά ἰσραηλίτες μαθητές, ὅπως καί γιά μαθητές οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στή μουσουλμανική μειονότητα τῆς Δυτικῆς Θράκης[5].
            Ἔχοντας οἱ δικαστικές ἀποφάσεις ἤδη παραθέσει διάφορα χαρακτηριστικά ἐπίμαχα σημεῖα τῶν προσβαλλομένων προγραμμάτων[6] ἐξηγοῦν ὅτι τά ἐν λόγῳ προγράμματα παραβιάζουν: α) τό ἄρθρο 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, β) τό ἄρθρο 13 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, γ) τό ἄρθρο 2 τοῦ ΠΠΠ τῆς ΕΣΔΑ[7], δ) τό ἄρθρο 4 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, ε) τό ἄρθρο 14 σέ συνδυασμό μέ τό ἄρθρο 9 τῆς ΕΣΔΑ[8]. Πολλαπλές ἦταν λοιπόν οἱ παραβιάσεις τοῦ Συντάγματος καί τῆς ΕΣΔΑ στίς ὁποῖες ὑπέπεσαν οἱ συντακτικές ἐπιτροπές τῶν ἀκυρωθέντων προγραμμάτων. Θά εἶχαν ὅμως ἀποφευχθεῖ, ὅπως καί οἱ ἀκυρωτικές διαδικασίες, ἐάν οἱ συντακτικές ἐπιτροπές ἦταν ἀνοικτές σέ διάλογο καί ἔδιναν ἔστω καί ἐλάχιστη σημασία στίς χιλιάδες τῶν σελίδων τίς ὁποῖες συμπλήρωναν οἱ ἀρνητικές εἰς βάρος τῶν προγραμμάτων τους κριτικές ἀντί νά ἐφαρμόζουν μέ θρησκευτική εὐλάβεια τό «οὐ μέ πείσῃς κἄν μέ πείσῃς».

Ἐκτός τόπου καί χρόνου ἀντιδράσεις εἰς βάρος τῶν ἀποφάσεων

            Ὅμως τό πάθημα ὄχι μόνο δέν γίνεται μάθημα, ἀλλά κάποιοι συνεχίζουν τήν ὡς ἄνω τακτική ἀπαρέγκλιτα. Διότι, κατά τρόπο ὅλως παράδοξο, ἀμέσως μόλις ἔγινε γνωστό τό ἀκυρωτικό ἀποτέλεσμα τῶν ἀποφάσεων ἀλλά καί ... πρίν ἀκόμη δημοσιευθοῦν τά πλήρη κείμενα τους, ἄρχισαν νά βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητας κάποια ἄρθρα, τά ὁποῖα διαστρέβλωναν πλήρως τίς ἐν λόγῳ ἀποφάσεις.
Κυκλοφόρησε ὁ ἀπαράδεκτος καί παντελῶς ἀνυπόστατος ἰσχυρισμός, ὅτι οἱ ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ μετατρέπουν τό ὀρθόδοξο μάθημα θρησκευτικῶν ... σέ προαιρετικό! Ἀκόμη δημοσιεύθηκε ἡ φήμη, ὅτι διά τῶν ἐν λόγῳ ἀποφάσεων ... ἀπελευθερώνονται οἱ ἀπαλλαγές ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν[9].
Ὅσο καί ἄν μελετήσαμε καί ξαναμελετήσαμε λεπτομερῶς καί ἐπισταμένως τίς ἀποφάσεις, ὅσο καί ἄν ρωτήσαμε εἰδικευμένους δικηγόρους οἱ ὁποῖοι μελέτησαν ἐπίσης ἐπισταμένως τίς ἀποφάσεις, στάθηκε ἀδύνατο νά ἀνακαλύψουμε ποῦ οἱ ἀποφάσεις ὁρίζουν κάτι τέτοιο. Καί ἡ πραγματικότητα εἶναι ἐν τέλει παντελῶς διαφορετική ἀπό ὅ,τι φαντάσθηκαν μερικοί: Οἱ ἀποφάσεις ὄχι μόνον δέν μετατρέπουν τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν σέ προαιρετικό, ὄχι μόνον δέν ἀπελευθερώνουν τίς ἀπαλλαγές ἀπό αὐτό, ἀλλά εἰσάγουν ἕνα ἀκόμη ἐμπόδιο ὥστε νά ἀποτρέψουν τίς αὐθαίρετες καί ἀδικαιολόγητες ἀπαλλαγές, ἀπαλλαγές οἱ ὁποῖες θά εἶχαν σκοπό ἀποκλειστικῶς καί μόνον τή δημιουργία ἐλεύθερης ὥρας γιά κάποιους μαθητές. Ὁρίζουν λοιπόν, ὅπως ἔχουμε ἤδη δεῖ, οἱ δικαστικές ἀποφάσεις, ὅτι γιά τούς δικαιούμενους ἀπαλλαγῆς ἀπό τό ὀρθόδοξο μάθημα θρησκευτικῶν ἐπιβάλλεται ἡ θέσπιση ἰδιαιτέρου μαθήματος, π.χ. μαθήματος ἠθικῆς[10]. Ἡ διάταξη αὐτή δέν εἶναι κάτι νέο, ἀλλά ἁπλῶς ἀποτελεῖ συμμόρφωση μέ τή διεθνή πρακτική.
Ὅσον ἀφορᾶ δέ αὐτό καθ΄ αὐτό τό ζήτημα τοῦ ἄν οἱ ὀρθόδοξοι μαθητές δικαιοῦνται ἀπαλλαγῆς ἀπό τό ὀρθόδοξο μάθημα θρησκευτικῶν ἔχει ἤδη ἀποφανθεῖ τό Διοικητικό Ἐφετεῖο Χανίων διά τῆς ἀποφάσεως 115/2012, ἡ ὁποία ὁρίζει ὅτι δέν συντρέχει λόγος ἀπαλλαγῆς ὀρθοδόξου μαθητή ἀπό τό ὀρθόδοξο μάθημα θρησκευτικῶν. Τήν ἀπόφαση αὐτή δέν ἔχει ἀνατρέψει κατά κανένα τρόπο τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, τό ὁποῖο ὁρίζει διά τῶν ἐν λόγῳ δύο ἀποφάσεών του, ὅτι ἀπαλλαγῆς δικαιοῦνται γιά λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως οἱ ἑτερόδοξοι, οἱ ἀλλόθρησκοι, οἱ ἄθεοι μαθητές[11].  
Ἀντιθέτως, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἐπανειλημμένως ἐπισημάνει, τά ἀκυρωθέντα προγράμματα, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἦταν ὀρθόδοξα χριστιανικά, ἀπελευθέρωναν πλήρως τίς ἀπαλλαγές, διότι κάθε χριστιανός ὀρθόδοξος μαθητής εἶχε τή δυνατότητα νά ἀπαλλαγεῖ παντελῶς ἀπό ἕνα τέτοιο μάθημα, ὅπως καί ἀπείλησαν ἀρκετοί νά τό πράξουν καί μόνο ἡ προοπτική δικαστικῆς νίκης τούς ἔπειθε νά ἀναβάλλουν μία τέτοια λύση.
            Κι ἐπειδή διατυπώθηκε καί ὁ ἰσχυρισμός, ὅτι  "μπαίνουμε σέ μία ἀνεξέλεγκτη κατάσταση κατά τήν ὁποία τό μάθημα θά ὑποτιμηθεί"[12] , διευκρινίζουμε ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς ὀρθοδοξίας δέν εἶναι ὑποτίμηση τῶν παιδιῶν μας ἀλλά παιδεία ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἐφόδιο στόν δρόμο τους πρός τή σωτηρία.
            Δυστυχῶς ὅμως, οἱ ἀνυπόστατοι ἰσχυρισμοί δέν λήγουν ἐδῶ. Διατυπώθηκαν, καί μάλιστα ἀπό ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τά ἑξῆς ἀπαράδεκτα: «Μέ τίς ἀποφάσεις τοῦ ΣτΕ καθιερώνεται μάθημα ὁμολογιακοῦ χαρακτήρα καί περιεχομένου καί καταργεῖται οὐσιαστικά ἡ ὑποχρεωτικότητα τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαιδεύσεως μέ ἐπίκεντρο τήν ὀρθόδοξη παράδοση τοῦ τόπου. Τό ἑπόμενο βῆμα θά εἶναι ἡ μείωση τῶν θεολόγων καί ἡ ἀντικατάστασή τους μέ ἄλλους “θεολόγους”, οἱ ὁποῖοι θά διδάσκουν συναφή καί ἰσότιμα πρός τά Θρησκευτικά μαθήματα (βλ. γερμανικό μοντέλο), ὑπό τό σκεπτικό νά καλυφθεῖ ἡ ἐλεύθερη ὧρα. Ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια θά ἀμφισβητηθοῦν οἱ θεολογικές σπουδές στά πανεπιστήμια τῆς χώρας. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει περιέλθει σέ ἐξαιρετικά δυσχερή θέση, παρά τό ὅτι πολλοί θεωροῦν “νίκη” τήν ἀπόφαση τοῦ ΣτΕ. Δυστυχῶς ὅμως θά ἀποδειχθεῖ μία πύρρειος νίκη, ἡ ὁποία θά ἔχει δυσμενέστατες συνέπειες ὄχι μόνο γιά τή θρησκευτική ἐκπαίδευση, ἀλλά καί γιά τήν Ἐκκλησία καί στίς σχέσεις της μέ τήν Πολιτεία»[13]
            Τά ἀνωτέρω πόρρω ἀπέχουν τῆς ἀληθείας. Κατ΄ ἀρχήν τά ἀκυρωθέντα προγράμματα, παρ΄ ὅλο τόν ἰσχυρισμό τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτου, δέν ἦταν ὑποχρεωτικά γιά κανέναν. Ἐξηγήσαμε ἤδη γιατί δέν ἦταν ὑποχρεωτικά γιά τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς μαθητές καί πῶς ἀπείλησαν θανάσιμα τήν ἐργασιακή ὑπόσταση τῶν θεολόγων ἐκπαιδευτικῶν. Γιά δέ τούς ἀλλοθρήσκους δέν ἦταν ὑποχρεωτικά, διότι οἱ ἀλλόθρησκες οἰκογένειες θέλουν μάθημα σύμφωνα μέ τή δική τους πίστη καί δέν ἐνδιαφέρονται γιά ἕνα ἀλλοπρόσαλλο μεῖγμα ἀξεδιάλυτων πληροφοριῶν γιά τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου ἐν γένει, μεῖγμα ἰκανό νά ἀποπροσανατολίσει ὁποιοδήποτε παιδί σέ ὅποια θρησκεία καί ἄν ἀνήκει - τέτοια ἀκριβῶς ἦταν τά ἀκυρωθέντα προγράμματα στό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. Καί φυσικά τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἰσχύει γιά τούς ἀθρήσκους καί ἀθέους, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν ἀπολύτως κανένα μάθημα θρησκευτικῶν, διότι ἁπλούστατα δέν θεωροῦν τή θρησκεία χρήσιμη. Καί πῶς θά μειωθεῖ ὁ ἀριθμός τῶν θεολόγων καθηγητῶν; Ἐπειδή οἱ ἀλλόθρησκοι θά δικαιοῦνται δικό τους μάθημα; Ἀφοῦ οὕτως ἤ ἄλλως ἀπαλλάσσονταν πάντοτε ἀπό τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν γιά τούς λόγους τούς ὁποίους ἐξηγήσαμε, πῶς θά ἀλλάξει κάτι τώρα στό ζήτημα αὐτό; Καί γιατί θά ἀμφισβητηθοῦν οἱ θεολογικές σπουδές στά πανεπιστήμια τῆς χώρας; Πῶς ἀμφισβητήθηκαν ἀπό τό 1837, ἔτος ἱδρύσεως τοῦ πρώτου πανεπιστημίου στήν Ἑλλάδα, κι ἐνῷ παρέμενε ὅλα αὐτά τά χρόνια τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν στά σχολεῖα τῆς χώρας ὀρθόδοξο χριστιανικό; Γιατί τώρα, πού ξαναγίνεται ὀρθόδοξο χριστιανικό τό σχολικό μάθημα θά πρέπει νά ἀμφισβητηθοῦν οἱ θεολογικές σπουδές στά πανεπιστήμια, οἱ ὁποῖες ὡς ὀρθόδοξες δέν ἀμφισβητήθηκαν ἐδῶ καί ἑκατόν ὀγδονταδύο (182) ἔτη; Ἀντίθετα, ὑπό τήν ἐπιρροή τῶν ἀκυρωθέντων προγραμμάτων, θά ἦταν δυνατόν νά καταργηθοῦν κατ΄ ἀρχήν ὡς ἄχρηστοι ἀρκετοί θεολογικοί κλάδοι οἱ ὁποῖοι διδάσκονται στίς θεολογικές σχολές τῆς Ἑλλάδας καί νά συρρικνωθοῦν ὁρισμένοι ἄλλοι. Σέ τί θά χρησίμευε πλέον ἡ διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στά πανεπιστήμια, ἀφοῦ τά ἀκυρωθέντα προγράμματα δέν τήν περιελάμβαναν; Γιατί θά ἔπρεπε νά διδάσκονται ἐκτενῶς οἱ φοιτητές θεολογίας τήν Καινή Διαθήκη, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τά ἀκυρωθέντα προγράμματα μόνο γιά ἕξι ὧρες θά ἔπρεπε νά διδάσκουν στοιχεῖα ἀπό αὐτήν; Γιατί ἐν τέλει θά εἶναι δυσμενέστατες οἱ συνέπειες γιά τήν Ἐκκλησία καί γιά τίς σχέσεις της μέ τήν Πολιτεία; Ἀπό τό 1821 μέχρι τό 2016, χρονικό διάστημα κατά τό ὁποῖο τό μάθημα θρησκευτικῶν στά σχολεῖα τῆς Ἑλλάδας ἦταν ὀρθόδοξο χριστιανικό, ποιές ἦταν οἱ δυσμενέστατες συνέπειες γιά τήν Ἐκκλησία καί γιά τίς σχέσεις της μέ τήν Πολιτεία; Εἶναι φανερό λοιπόν, ὅτι μέ τέτοιους σαθρούς ἰσχυρισμούς δέν εἶναι δυνατόν νά πάμε μπροστά κατά κανένα τρόπο. Γι΄ αὐτό καλοῦμε ὅσους τούς διετύπωσαν, νά τούς ἀνακαλέσουν καί τότε θά ἔχουν τήν ἐκτίμηση ὅλων. Διότι ὅποιος ἀποδέχεται τό σφάλμα του χαίρει ἐκτιμήσεως, ἐνῷ ὅποιος ἐμμένει σέ αὐτό ὄχι.
            Ἀς μή ἐπιχειρεῖ λοιπόν κανένας ἀπό τοῦδε νά στρεβλώνει τό νόημα δικαστικῶν ἀποφάσεων. Διότι τότε θά ὁδηγηθοῦμε κατ΄ ἀνάγκην στό συμπέρασμα, ὅτι κατ΄ αὐτόν τόν τρόπο ἐπιχειρεῖ νά ἀπενεργοποιήσει τίς δικαστικές ἀποφάσεις καί νά ἐπιβάλει στόν ἑλληνικό λαό ὅσα αὐτός ὁ ἴδιος ἐπιδιώκει. Θά πρέπει ὅμως ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει νά ἔχει ὑπ΄ ὄψη ὅτι τό νά διασπείρεις ψευδεῖς εἰδήσεις στρεβλώνοντας δικαστικές ἀποφάσεις εἶναι ποινικό ἀδίκημα καί θά κινδυνεύσει νά δώσει λόγο στή δικαιοσύνη. Διότι σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 191 παρ. 1 τοῦ ποινικοῦ κώδικα ἡ διασπορά ψευδῶν εἰδήσεων καί φημῶν ἀποτελεῖ ποινικό ἀδίκημα.

Τί δέον γενέσθαι

            Πλέον δέν χωροῦν ἄλλες δικαιολογίες, οὔτε περαιτέρω ἀναβολές. Ἡ ἐκτελεστική ἐξουσία εἶναι ὑποχρεωμένη βάσει τοῦ ἄρθρου 95 παρ. 5 τοῦ Συντάγματος νά ἐφαρμόσει τίς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας.
            Πῶς θά γίνει αὐτό:
α) Κατ΄ ἀρχήν ἐπιβάλλεται ἡ ἄμεση ἔκδοση ὑπουργικῆς ἐγκυκλίου, ἡ ὁποία νά ἀπαγορεύει τή διδασκαλία τῶν ἀκυρωμένων προγραμμάτων, διότι καθένας ὁ ὁποῖος τά διδάσκει κινδυνεύει νά ὑποστεῖ καταγγελία καί ποινική δίωξη.
            β) Ἡ ἀμέσως ἑπόμενη κίνηση θά πρέπει νά εἶναι ἡ προκήρυξη συγγραφῆς νέων ὀρθοδόξων προγραμμάτων καί σχολικῶν βιβλίων, τά ὁποῖα δέν θά ἔχουν καμμία ἀπολύτως σχέση μέ τή φιλοσοφία καί τή διάρθρωση τῶν παλαιῶν, ἀντισυνταγματικῶν καί ἀκυρωμένων ἀπό τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας προγραμμάτων.
            γ) Ἐπειδή ὁ διαγωνισμός συγγραφῆς νέων προγραμμάτων καί νέων σχολικῶν βιβλίων, ἡ συγγραφή τῶν βιβλίων αὐτή καθ΄ αὑτή, ἡ ἔγκριση, ὁ ἔλεγχος, ἡ ἐκτύπωση καί ἡ διανομή τῶν βιβλίων πανελληνίως εἶναι μᾶλλον ἀπίθανο νά ἐπιτευχθοῦν μέχρι τίς ἀρχές τῆς ἑπομένης σχολικῆς χρονιᾶς, θά πρέπει νά δοθεῖ ἄμεσα ἐντολή ἐπανεκτυπώσεως τῶν σχολικῶν βιβλίων τά ὁποῖα ἴσχυαν μέχρι καί τό σχολικό ἔτος 2015-16.
            Ἐάν δέν γίνουν ὅλα αὐτά, καί μάλιστα ὡς τάχιστα, τότε ἔχουμε καί νέα παραβίαση τοῦ Συντάγματος, πράγμα τό ὁποῖο δέν ἐπιτρέπεται σέ δημοκρατούμενη χώρα.

[1]              Εὐάγγελος Στ. Πονηρός, Ὑπερασπίζοντας τή διωκόμενη ὀρθόδοξη παιδεία στό ἑλληνικό σχολεῖο", ἐκδ. Πελασγός, Δημοκρατικός Τύπος, Ἀθήνα 2016, σ. 22-23.
[2]              Βλ. ὁμοίως ἀπόφαση 1749 παρ. 16 καί ἀπόφαση 1750 παρ. 15.
[3]              Βλ. ἀπόφαση 1749 παρ. 19 καί ἀπόφαση 1750 παρ. 18.
[4]              Βλ. ἀπόφαση 1749 παρ. 16 καί ἀπόφαση 1750 παρ. 15.
[5]              Βλ. ἀπόφαση 1749 παρ. 17 καί ἀπόφαση 1750 παρ. 16.
[6]              Βλ. ἀπόφαση 1749 παρ. 20 καί ἀπόφαση 1750 παρ. 19.
[7]              τ.ἔ. Εὐρωπαϊκή Σύμβαση γιά τά Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου.
[8]              Βλ. ἀπόφαση 1749 παρ. 21 καί ἀπόφαση 1750 παρ. 20.
[9]              Καθημερινή 7-10-2019.
[10]           Βλ. ἀπόφαση 1749 παρ. 16 καί ἀπόφαση 1750 παρ. 15.
[11]           ἔνθ΄ ἀνωτέρω.
[12]           Ἄποψη κου Σ. Γιαγκάζογλου, Καθημερινή ἔ.ἀ.
[13]           Ἄποψη σεβ. μητροπολίτου Μεσσηνίας κου Χρυσοστόμου, Καθημερινή ἔ.ἀ.


https://thriskeftika.blogspot.com