Στη διάσπαση του
ελληνικού λαού στοχεύει το ξενόφερτο αφήγημα
περί χωρισμού
Πολιτείας και Εκκλησίας
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής –Χριστιανικής Παιδαγωγικής
της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
Σοβαρά
ερωτήματα και αμφιβολίες δημιουργούνται σε όλους τους εχέφρονες Έλληνες για το
αν υπάρχει στην ουσία θέμα χωρισμού Εκκλησίας –Πολιτείας ή μήπως είναι, όπως
και πολλά άλλα θέματα, δημιούργημα ιδεολογικών προκαταλήψεων που συνοδεύεται
από ιστορική ημιμάθεια ή παραποίηση και σχέδιο παραγκωνισμούκαι
ξεριζώματοςτηςσχέσεως των Ελλήνων από τη μητέρα και τροφό Ορθόδοξη Εκκλησία, η
οποία,διαχρονικά, αποτέλεσεσύμβολο και εμπνευστήτης πνευματικής ενότητας και
συνοχής του ελληνικού έθνους και λαού.
Είναι
βέβαιο ότι ο βαθύτερς στόχος του αφηγήματος για τον χωρισμόείναι η αποκοπή του
ελληνικού λαού από την πνευματική του παράδοση, εκείνη που τον κράτησε όρθιο
και προσηλωμένο,διά μέσου των αιώνων, στο ακατανίκητο εθνικό του φρόνημα και
έτοιμο, σε κάθε περίπτωση, να αντισταθεί σε εσωτερικούς και εξωτερικούς
επιβολείςτων εθνικών του πνευματικών και εθνικών συνόρων.
Είναι
βέβαιο επίσης ότι μέσα από το αφήγημα του χωρισμού Εκκλησίας – Πολιτείας
εξυφαίνονται και μεθοδεύονται έσωθεν και έξωθεν κατευθυνόμενα σχέδια αποσταθεροποίησης,
που στοχεύουν στην πνευματική αποδυνάμωση, ορφάνια και πτώχευση του λαού μας
από ό, τι του ενέπνεε και του έδινε πίστη, δύναμη, θάρρος και αισιοδοξία για να
μπορεί να αντιμετωπίζει επιτυχώς τόσο τις εθνικές όσο και τις προσωπικές του
δυσκολίες.
Η
Εκκλησία με ό,τι συμβολίζει ήταν πάντοτε παρούσα σε όλες τις δοκιμασίες και
στήριζε και ένωνε τους Έλληνες,στις μεγάλες στιγμές της Ιστορίας, κρατώντας
μέσα τους αταλάντευτα το Πνεύμα που γενούσε την ανιδιοτελή αγάπη, την αφοσίωση
και την ετοιμότητα για θυσίες. Το ξενόφερτο και ξενοκίνητο αφήγημα του χωρισμού
χρησιμοποιείται ως εργαλείο ιδεοληπτικό και διασπαστικό, προπαγανδίζοντας
διεθνιστικούς και πολιτικοοικονομικούς στόχους που στοχεύουν στην αποδυνάμωση
και στο διχασμό των Ελλήνων.
Είναι
γνωστοί οι κύκλοι, τα πρόσωπα και τα κόμματα, που με ιδιαίτερο φανατισμό
υπηρετούν και προωθούν την προπαγάνδα του χωρισμού, σαν να πρόκειται για μια
απελευθέρωση της Πολιτείας από την Εκκλησία ήσαν να είναι σκλαβωμένη και
καταπιεσμένη η Πολιτεία από την Εκκλησία ή,ακόμη, σαν να ισχύει στην Ελλάδα ένα
Παποκαισαρικό σύστημα κατεξουσιασμούαπό το οποίο είναι ανάγκη να απεγκλωβιστεί
και να ανεξαρτοποιηθεί ο λαός μας.
Το πιο
σημαντικό,φυσικά, που σκόπιμα δεν αναφέρεται στην ενορχυστρωμένη
προπαγάνδα,αλλά που συνειδητοποιεί ο ελληνικός λαός είναι ότι τα μέλη της
Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την οποία υποτίθεται ότι θα απελευθερωθεί η Πολιτεία,
αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία (άνω του 90%) του ελληνικού λαού και είναι
ταυτόχρονα και πολίτες της Πολιτείας. Πώς μπορεί, επομένως, να γίνει χωρισμός
Εκκλησίας – Πολιτείας, όταν και οι δύο αυτοί φορείς έχουν το ίδιο και το αυτό
πλήρωμα; Ποιος από ποιον, συνεπώς, θα χωριστεί; Ο ίδιος λαός από τον εαυτό του;
Δεν
μπορεί λοιπόν να εξηγήσει κανείς, λογικά, πώς είναι δυνατό να ευδοκιμεί στην
Ελλάδα ένας ψεύτικος μύθος ένα κατασκευασμένο αφήγημα παραπλάνησης, που θέλει
την Πολιτεία να κινδυνεύει από τον εδώ και αιώνες πνευματικό της συνοδοιπόρο,
την Εκκλησία, μετά μάλιστααπό μια αγαστήσχέσηκαι συνεργασία που είχαν, στο
πλαίσιο του συστήματος της συναλληλίας και του αμοιβαίου σεβασμού.Πώς να
χωριστούν οι δύο αυτοίφορείς, όταν έχουν σφυρηλατηθεί μεταξύ τους ακατάλυτοι
οντολογικοί και ιστορικοί δεσμοί, υπηρετώντας και εκπροσωπώντας μάλιστα τον
ίδιο λαό;
Μόνο σε
ιδεολογική πλάνη και σκοπιμότητα θα μπορούσε να βασιστεί μια τέτοια παράλογη
και τεχνητή έχθρα, ρήξη και αντίθεση που βγάζει ως τελικό αίτημα αυτό το
παράλογο, περίεργο και κατασκευασμένο διαζύγιο μεταξύ Εκκλησίας –Πολιτείας, σε
μια εποχή ιδιαίτερα δύσκολη για τα θέματα του Ελληνισμού. Οι Μεγάλοι αγωνιστές
και απελευθερωτές της Ελλάδος πάλεψαν και υπέρ της πίστεως και υπέρ της
Πατρίδας. Έκαναν τον Σταυρό τους και πήγαιναν στα όρη, στα λαγκάδια και στις
θάλασσες για να αγωνιστούνκαι να θυσιαστούν για την ελευθερία της Πατρίδας.
Γι αυτό,
το θέμα των σχέσεων πολιτείας και Εκκλησίας δεν προσφέρεται για προπαγάνδες και
σκοπιμότητες. Το σχέδιο της εκχώρησης της Ελλάδος στους αλλότριους στόχους
της διεθνοποίησης, της Παγκοσμιοποίησης και της πολιτισμικής μετάλλαξης,
περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, τη διάσπαση της εθνικής, κοινωνικής
και πολιτιστικής συνοχής του ελληνικού λαού, την οποία συγκροτεί η πνευματική
παρουσία και δύναμη της Εκκλησίας στη ζωή των Ελλήνων.
Το
σχέδιο που κατεργάζεται και διεκπεραιώνει ο χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας
είναι το γκρέμισμα και ο χωρισμός εντός της ψυχής του λαού μας εκείνου που
εκφράζεται ως ενότητα, συνοχή και ολότητα με την Ελληνορθόδοξη ταυτότητα. Ο
Έλληνας, σύμφωνα με το σχέδιο, θα πρέπει να διαχωριστεί και να απεμπλακεί από
τα Ορθόδοξα χριστιανικά του χαρακτηριστικά. Διότι η ενότητα και η δύναμη που
εμπεριέχει η ελληνορθόδοξη ταυτότητά του αποτελεί εμπόδιο στα σχέδια
διεθνοποίησης της Ελλάδος και στην σχεδιαζόμενη υποταγή και ένταξή της στην
ομογενοποίηση των λαών που κατεργάζεται η νέα τάξη και Εποχή.
Το
αίτημα για συνταγματική αναθεώρηση και χωρισμό είναι παρωχημένο, περιθωριακό,
ανεδαφικό και ξενοκίνητο. Εκφράζεται με φανατισμό και εμφανή ιδεοληπτική
πρόθεση από μια μικρή ομάδα αυτοκαλούμενων «προοδευτικών» που προέρχονται από
όλους τους χώρους της πολιτικής και συμμαχούν στην απέχθεια που αισθάνονται για
το «ομόθρησκο», που ενώνει και εμπνέει την πλειονότητα του ελληνικού λαού και
δεν είναι άλλο, από την ορθόδοξη εκκλησιαστική του παράδοση και πίστη, η
οποία,όμως,αποτελεί ταυτόχρονα μέρος της εθνικής πολιτιστικής του ταυτότητας
και καθοριστικό στοιχείοτης εθνικής και κοινωνικής συνοχής.
Στην
ουσία όμως τα μέλη της Εκκλησίας δεν μπορούν να χωριστούν από την Πολιτεία τους
ούτε η παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας από ό,τι περιλαμβάνει και εκφράζει ο
ζωντανός πολιτισμός της Ελλάδας, ο οποίος είναι πλήρως μπολιασμένος με την
Ορθοδοξία. Ουσιαστικά, το Πνεύμα της Ορθοδοξίας συνυπάρχει σε μια ολότητα με το
σώμα της Ελλάδας και η αποκοπή του Πνεύματος από το σώμα,θα σημάνει απλώς το
θάνατο του σώματος.
Επομένως,
είναι σαφές ότι η ιδέα του χωρισμού κράτους και Εκκλησίας έρχεται από άλλους
πολιτισμούς και άλλα συστήματα, εκφράζουν άλλες συγκρουσιακές σχέσεις που
είχαν διαμορφωθεί τότε εκεί,μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας και όχι
εκείνες που αναπτύχθηκαν μέσα από μια κοινή ιστορική διαδρομή των δύο Θεσμών
στην Ελλάδα, δηλαδή τις ισότιμες, παράλληλες και με διακριτικούς ρόλους σχέσεις
συναλληλίας.
Οι
σχέσεις αυτές σηματοδότησαν ιστορικά την ενότητα του γένους μας που στηρίχθηκε
στη διαχρονική ειρηνική και γόνιμη συμβίωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την
ελληνική Πολιτεία και η οποία δεν στηρίζεται μόνον στο Σύνταγμα και στους
νόμους, αλλά στην εθνική και θρησκευτική συνείδηση του ελληνικού λαού που
ζυμώθηκε και διαμορφώθηκε σε ένα ενιαίο πολιτισμικό και εθνικό σύνολο μέσα στη
διαδρομή του χρόνου.Η έννοια του «χωρισμού» Εκκλησίας και Πολιτείας είναι
καθαρά ξένη και δεν συμβαδίζει με τους προσανατολισμούς του ελληνικού
πολιτισμού, που στην οντολογική του σύνθεση εμπεριέχει αχωρίστως και αδιαιρέτως
τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία.
Ο
Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος έχει τονίσει από το 2016 ότι το αίτημα
του χωρισμού απηχεί «τη γνωστή φιλοσοφικοκοινωνικήβιοκοσμοθεωρία του
κομμουνιστικού κοσμοειδώλου, όπως γνώρισε τον χωρισμό αυτόν ο καταρρεύσας
υπαρκτός σοσιαλισμός στο ανατολικό μπλοκ, που στην ουσία ήταν διωγμός της
θρησκευτικής πίστεως».
Οι
υπηρετούντες αυτό το κοσμοείδωλο «ελαύνονται από αποτυχημένα αθεϊστικά
ιδεολογήματα και συναντώται με τα υπόλοιπα κόμματα του νεοφιλελεύθερου χώρου,
κάτω από τις ντιρεκτίβες της Νέας Εποχής και της Νέας Τάξεως.Μιλούν για χωρισμό
Εκκλησίας και Κράτους, διάβαζε Έθνους, επικαλούμενοι δήθεν προοδευτικά
συνθήματα. Οι αντιλήψεις όμως περί χωρισμού είναι του περασμένου αιώνα, που
γεννήθηκαν κάτω από μισαλλόδοξο αντιθρησκευτικό και αντικληρικαλιστικό
λαϊκιστικό πνεύμα, που δεν συμβιβάζεται με τις σημερινές κοινωνικές,
πολιτειακές και θρησκευτικές αντιλήψεις».Καταλήγοντας, να τονίσουμε ό, τι έχει
πει και ο Μακαριώτατος, σε άλλη συνάφεια, υποστηρίζοντας την ενότητα Εκκλησίας
και λαού: «Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα του λαού μας με ό,τι
αυτό σημαίνει. Η Εκκλησία δεν πρέπει να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από τον λαό
της».