ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΟΥΝ ΤΑ ΤΙΜΙΑ ΔΩΡΑ ΚΑΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;

Τα Τίμια Δώρα και οι τρεις Μάγοι εμφανίζονται μόνο στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Ο Ματθαίος απευθυνόταν στους εξ Ιουδαίων προσήλυτους πιστούς και είχε στόχο να εξαλείψει κάθε αμφιβολία περί του Ιησού ως αναμενόμενου Μεσσία και να επιβεβαιώσει ότι ήταν σταλμένος από τον Θεό να εκπληρώσει τις προφητείες των Γραφών.
Τα Τίμια Δώρα που έφεραν οι σοφοί της ανατολής στο βασιλιά που είχε μόλις γεννηθεί ήταν χρυσός, λιβάνι και σμύρνα. Ο Μελχιόρ έφερε τον χρυσό, που συμβόλιζε ότι το βρέφος θα γινόταν βασιλιάς. Ο Γκασπάρ έφερε το λιβάνι, σύμβολο της θείας καταγωγής. Και ο Βαλτάσαρ έφερε τη σμύρνα, η οποία συμβόλιζε τον πρόωρο θάνατο του Ιησού. Ως αντάλλαγμα για τα δώρα, οι Μάγοι ζήτησαν ένα από τα σπάργανα του βρέφους, απόδειξη για όσους δε θα τους πίστευαν, το οποίο και τους έδωσε η ίδια η Παναγία.
Μεταξύ των ποικίλων θησαυρών και πολυτίμων κειμηλίων πού με πολλή ευλάβεια φυλάσσονται στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου στο Άγιον Όρος, χωρίς αμφιβολία την πρώτη θέση καταλαμβάνουν τα Τίμια Δώρα. Ό χρυσός βρίσκεται υπό την μορφή είκοσι οκτώ επιμελώς σκαλισμένων επιπέδων πλακιδίων, ποικίλων σχημάτων (παραλληλογράμμων, τραπεζοειδών, πολυγώνων κτλ.) και διαστάσεων περίπου 5 εκ. χ 7 εκ.
Κάθε πλακίδιο έχει διαφορετικό σχέδιο πολύπλοκης καλλιτεχνικής μικροεπεξεργασίας. Ό λίβανος1 και ή σμύρνα2 διατηρούνται ως μείγμα υπό την μορφή εξήντα δύο περίπου σφαιρικών χανδρών μεγέθους μικρής ελιάς.
Επειδή κυρίως ή πνευματική αλλά και ή υλική, ιστορική και αρχαιολογική αξία των Τιμίων Δώρων είναι ανυπολόγιστη, φυλάσσονται με ιδιαίτερη επιμέλεια στο θησαυροφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Για λόγους ασφαλείας είναι κατανεμημένα σε διάφορες λειψανοθήκες, μόνο μέρος δε αυτών εκτίθεται εις προσκύνησιν των επισκεπτών της Ιεράς Μονής ή μεταφέρεται προς αγιασμό εκτός Αγίου Όρους στις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις.
Γράφει ό Ευαγγελιστής Λουκάς για την Παναγία ότι «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. β’ 19, 51). Πιστεύεται δε από τους θεολόγους ερμηνευτές ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα «ρήματα», τα λόγια και τα γεγονότα δηλαδή της ζωής του Κυρίου, ή Θεοτόκος τα εκμυστηρεύθηκε στον Άγιο Απόστολο Λουκά ό όποιος και τα συμπεριέλαβε στο Ευαγγέλιο του.
Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι παράλληλα με τα άγια «ρήματα» του Κύριου, ή Υπεραγία Θεοτόκος «διετήρει» και ότι άλλο σχετικό με την επίγεια ζωή του Κυρίου, και φυσικά, και τα Τίμια Δώρα.
Σύμφωνα με την ίστορικοθρησκευτική μας παράδοση, προ της Κοιμήσεως της ή Παναγία Μητέρα του Κυρίου τα παρέδωσε μαζί με τα Άγια Σπάργανα του Χριστού, την Τίμια Εσθήτα και την Αγία Ζώνη της στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων οπού και παρέμειναν μέχρι το έτος 400 μ.Χ. περίπου. Κατά το έτος τούτο ό αυτοκράτωρ Αρκάδιος τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη προς αγιασμό του λαού και προστασία και προβολή της Βασιλευούσης.
Εκεί παρέμειναν μέχρι και της αλώσεως της πόλεως από τους Φράγκους το έτος 1204 μ.Χ. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλείας μαζί με αλλά ιερά κειμήλια στη Νίκαια της Βιθυνίας, προσωρινή πρωτεύουσα του Βυζαντίου, όπου και παρέμειναν για εξήντα περίπου χρόνια. Με την υποχώρηση των Σταυροφόρων επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου επεστράφησαν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι της υποδουλώσεώς της στους Τούρκους το 1453 μ.Χ.
Μετά την Άλωση ή ευλαβέστατη Μάρω, χριστιανή σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β’ (1421-1451) και μητρυιά του Μωάμεθ Β’ του Πορθητού, τα μετέφερε αυτοπροσώπως στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου στο Αγιον Όρος. Ή Μονή αυτή της ήταν γνωστή καθόσον ό πατέρας της Γεώργιος Βράγκοβιτς, δεσπότης της Σερβίας, έκτισε το καθολικό της εις τιμήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρας Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.
Κατά την αγιορείτικη παράδοση, καθώς η Μάρω ανήρχετο από τον αρσανά (λιμάνι) στην Μονή, ή Κυρία Θεοτόκος την εμπόδισε με υπερφυσικό τρόπο να πλησίαση στη Μονή και έτσι να παραβίαση το άβατον του Αγίου Όρους.
Αυτή υπήκουσε και παρέδωσε ταπεινά τα Τίμια Δώρα στους ευλαβείς μοναχούς και πατέρες, οι όποιοι και έστησαν στο σημείο εκείνο της θεομητορικής παρουσίας ένα Σταυρό πού σώζεται μέχρι σήμερα και λέγεται «Σταυρός της Βασιλίσσης». Το σουλτανικό έγγραφο με τις σχετικές πληροφορίες παραδόσεως των Τιμίων Δώρων φυλάσσεται στο αρχείο της Μονής του Αγίου Παύλου.
Η αυθεντικότητα των Τιμίων Δώρων στηρίζεται κατά ένα μέρος στην προφορική παράδοση και κατά το υπόλοιπο στην ιστορία. Εκείνο όμως πού ακράδαντα βεβαιώνει την αυθεντικότητα των Τιμίων Δώρων είναι ή άρρητη ευωδία πού ορισμένα απ’ αυτά αδιαλείπτως και ορισμένα κατά καιρούς αναδίδουν και ή πλούσια ιαματική και θαυματουργική χάρις πού μέχρι τις μέρες μας αναβλύζουν.

Πηγή: www.dogma.gr

ΤΙ ΗΤΑΝ ΟΙ 3 ΜΑΓΟΙ ΚΑΙ ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΑΝ;

Οι 3 μάγοι είναι βιβλικά πρόσωπα της Καινής Διαθήκης (Ματθ. 2,1-2) τα οποία,
όταν ο Ιησούς γεννήθηκε στη Βηθλεέμ έφτασαν από την ανατολή στα Ιεροσόλυμα για να Τον προσκυνήσουν.
Ο ευαγγελιστής Ματθαίος δεν παρέχει λεπτομέρειες ούτε για τον αριθμό τους, ούτε για το τι ακριβώς ήταν αυτοί οι μάγοι, ίσως επειδή το θεωρούσε κάτι γνωστό και δεδομένο για τους ανθρώπους της έποχης του
Σχετικά με τον προσδιορισμό «Μάγοι», δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε από την σημερινή σημασία της λέξης «μάγος». Σήμερα η λέξη αυτή χρησιμοποιείται με την έννοια του ανθρώπου που κάνει διάφορες μαγείες ερχόμενος σε επαφή με τον Σατανά.
Όμως,  η λέξη Μάγος την εποχή εκείνη, χρησιμοποιούνταν για τους σοφούς, τους ιατρούς, τους μελετητές των άστρων, τους ερμηνευτές των ονείρων και τους μορφωμένους των Μήδων, των Περσών, των Χαλδαίων και των Βαβυλωνίων. Επίσης σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, «Μάγοι» ονομαζόταν μία από τις έξι φυλές των Μήδων, και όσοι άνηκαν σε αυτή τη φυλή ασκούσαν καθήκοντα ιερέων ή ονειροκριτών, ασχολούνταν με τον αποκρυφισμό κ.τ.λ. 

Οι 3 μάγοι- Ρώσικη εικόνα
Η ιδιαίτερη πατρίδα των Μάγων, που προσκύνησαν το Θειο Βρέφος, δεν αναφέρεται. Απλώς γίνεται αναφορά ότι ήρθαν από την Ανατολή. Η λέξη «Ανατολή» στην Βίβλο σημαίνει α) ολόκληρη την πέρα από του Ιορδάνη περιοχή, β) την απέραντη συριακή και αραβική έρημο, γ) τις περιοχές της Βαβυλωνίας, Ασσυρίας και Περσίας.
Ο Ωριγένης λέει ότι οι Μάγοι προέρχονταν από την Χαλδαία. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ως πατρίδα τους την Περσία. Άλλοι αναφέρουν ως προέλευσή τους από την Βαβυλώνα. Ο Άγιος Ιουστίνος αναφέρει ότι οι Μάγοι προέρχονταν από την Αραβία.

Στην άποψη ότι οι τρεις Μάγοι ήταν Πέρσες, συμβάλει και ένα γεγονός που έλαβε χώρα το 614 μ.Χ. στη Βηθλεέμ. Την εποχή εκείνη, είχαν καταλάβει την πόλη οι Πέρσες του Χοσρόη του 2ου, οι οποίοι αν και έκαναν πολλές καταστροφές, δεν πείραξαν τον Ναό της Γεννήσεως. Αυτό έγινε γιατί, όπως λέγεται, στο ναό υπήρχε μια εικόνα (κατά άλλους ψηφιδωτό) που απεικόνιζε τους Μάγους να προσκυνούν τον Χριστό. Οι Πέρσες κατακτητές αναγνώρισαν τους ομοεθνής τους από τα ρούχα και έτσι άφησαν τον Ναό της Γεννήσεως απείραχτο.
Σύμφωνα με παράδοση που προέρχεται από το απόκρυφο Αρμενικό Ευαγγέλιο παιδικής ηλικίας του Ιησού (συριακό πρωτότυπο που μεταφράστηκε στα Αρμενικά κατά τον 11ο αιώνα), οι μάγοι ήταν τρεις και τα ονόματα αυτών, Μελχιώρ, Βαλτασάρ και Γασπάρ.
Η προσκύνηση αυτή των μάγων πρέπει να συνέβη μετά την Υπαπαντή του Κυρίου (είσοδος στον Ναό, σαράντα ημέρες μετά τη γέννησή Του). Κατόπιν, με θεϊκή παρέμβαση είδαν οι μάγοι σε όνειρο ότι δεν έπρεπε να ξαναγυρίσουν στον Ηρώδη αλλά να φύγουν από άλλο δρόμο για την πατρίδα τους. Η προσκύνηση των μάγων εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 25 Δεκεμβρίου.
Αργότερα, βαπτίσθηκαν από τον Απόστολο Θωμά και χειροτονήθηκαν επίσκοποι.Το 69 μ.Χ. έλαβαν την είδηση ότι σε λίγο θα πεθάνουν. Πρώτος πεθαίνει ο Μελχιόρ, σε ηλικία 130 ετών. Μετά από έξι μέρες ο Βαλτάσαρ σκοτώνεται από έναν ειδωλολάτρη μπροστά στην Αγία Τράπεζα στα 109 του χρόνια. Μετά από άλλες έξι μέρες πεθαίνει ο Γκασπάρ στα 90 του χρόνια. 

Η λειψανοθήκη των 3 μάγων
Παράδοση του 11ου αιώνα αναφέρει ότι τα λείψανα των Τριών Μάγων, τα μετέφερε η Αγία Ελένη στην Κωνσταντινούπολη αλλά τα μετέφερε στο Μιλάνο το 344 ο αρχιεπίσκοπος Μιλάνου Ευστόργιος Α”. Τα λείψανα τού τα είχε εμπιστευθεί ο αυτοκράτορας Κώνστας Α”. Το 1164 δωρήθηκαν στον Αρχιεπίσκοπο Κολωνίας από τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φρειδερίκο Α΄ Βαρβαρόσσα που τα είχε ιδιοποιηθεί. Ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Όθωνας Δ΄, γύρω στο 1199, δώρησε τρία χρυσά και διακοσμημένα με πολύτιμες πέτρες στεφάνια για τις κάρες των Τριών Μάγων. Τον 13ο αιώνα ανοικοδομήθηκε περίλαμπρος καθεδρικός ναός της πόλεως όπου μέχρι σήμερα βρίσκονται. Έκτοτε ένα σταθερό ανά τους αιώνες και μεγάλο ρεύμα προσκυνητών τα επισκέπτεται κάθε μέρα.

Η κεντρική σκηνή με την παράσταση της Προσκύνησης των Τριών Μάγων. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι και η διακόσμηση με δύο καμεό περιμετρικά της Θεοτόκου. Αριστερά καμεό του 2ου αι. π. Χ. με τον Μέγα Αλέξανδρο και δεξιά καμεό του πρώτου μισού του 1ου αι. με την Αθηνά Πρόμαχο.
Στις 20 Ιουλίου του 1864, η λάρνακα ανοίχτηκε, και ανακαλύφθηκαν τρεις σχεδόν πλήρεις σκελετοί, υφάσματα του 2ου-3ου αιώνα και νομίσματα του 12ου αιώνα.
Το 2004, η σειρά επιμορφωτικών εκπομπών τηλεόρασης «Mummy Detective» του Learning Channel έκανε μία εκπομπή για τους Τρεις Μάγους και ανάμεσα σε άλλα ζήτησε από τις εκκλησιαστικές αρχές του Καθεδρικού Ναού της Κολωνίας να εξετάσουν οι ειδικοί της εκπομπής τα λείψανα των Τριών Μάγων, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. 

ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΝΗΣΤΕΙΑ!


Μέγας Βασίλειος: Νηστεία αληθινή είναι η αποξένωση από το κακό, η εγκράτεια της γλώσσας, η αποχή από το θυμό, ο χωρισμός από τις επιθυμίες, την κατάκριση, το ψέμα και την ψευδορκία.
Μην περιορίζεις το καλό της νηστείας μόνο στην αποχή από τα φαγητά. Διότι αληθινή νηστεία είναι η αποξένωση από τα κακά.
Εγκράτεια ονομάζουμε όχι την παντελή αποχή από τις τροφές, διότι αυτό είναι βίαιος θάνατος, αλλά αποχή από τις απολαύσεις, με σκοπό να συντρίψουμε το φρόνημα της σαρκός και να πετύχουμε τον σκοπό της ευσέβειας.
Η μετάνοια χωρίς τη νηστεία είναι αργή.
Η αυστηρή εγκράτεια απαιτεί μέτρο στη γλώσσα, περιορισμό στους οφθαλμούς και έλλειψη περιέργειας στ’ αυτιά.
Η εγκράτεια καταργεί την αμαρτία, απομακρύνει τα πάθη, νεκρώνει το σώμα μαζί με τα φυσικά πάθη και τις (καταστρεπτικές) επιθυμίες.

ΑΝΑΨΕ ΚΥΡΙΕ, ΣΤΙΣ ΠΑΓΩΜΕΝΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ ΤΗΝ ΦΛΟΓΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΣΟΥ!

Άναψε Κύριε στις παγωμένες καρδιές μας την φλόγα της αγάπης Σου.

ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΣΙΤΡΙΑΝ ΕΧΩ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΝ ΘΕΟΝ!

Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, μή μου ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων, παρακαλῶ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει.

ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΣΙΤΡΙΑΝ ΕΧΩ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΝ ΘΕΟΝ!

Καὶ σὲ μεσίτριαν ἔχω, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, μή μου ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων, παρακαλῶ σε, Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Η ΠΟΛΥΦΑΓΙΑ ΚΑΙ Η ΑΚΟΛΑΣΙΑ!


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Τίποτε δεν είναι για το σώμα πιο εχθρικό και βλαβερό όσο η πολυφαγία και η ακολασία.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΑΣ ΠΡΟΣΕΧΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ!


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Ας προσέχουμε λοιπόν την ανάγνωση των Γραφών, γιατί, αν προσέχεις την Γραφή, σου απομακρύνει τη στενοχώρια, σου φυτεύει την ευχαρίστηση, αφανίζει την κακία, ριζώνει την αρετή, δεν αφήνει στην αναταραχή των πραγμάτων να παθαίνεις αυτά που παθαίνουν όσοι ταλαιπωρούνται από τρικυμία. Η θάλασσα μαίνεται, εσύ όμως πλέεις με γαλήνη, γιατί έχεις κυβερνήτη την ανάγνωση των Γραφών και αυτό το σχοινί δεν το σπάζει ο πειρασμός των περιστάσεων!

ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ: ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ, ΤΟ ΦΩΣ, Η ΖΩΗ, Η ΑΛΗΘΕΙΑ, Η ΧΑΡΑ, Η ΟΔΟΣ!


Εγώ είμαι ο Δημιουργός!
Εγώ είμαι το Φως!
Εγώ είμαι η Ζωή!
Εγώ είμαι η Αλήθεια!
Εγώ είμαι η Χαρά!
Εγώ είμαι η Οδός!

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ!


Τ Ο   Μ Υ Σ Τ Ι Κ Ο
π.   Δ η μ η τ ρ ί ο υ   Μ π ό κ ο υ

Προτοῦ ξημερώσει, νύχτα ἀκόμη, ξύπνησε, καθὼς τὸ συνήθιζε, ὁ γέρο-Φιλάγριος. Ἄλλαξε φυτίλι στὸ καντήλι ποὺ τρεμόσβηνε κι ἀνάβοντας δυὸ κεριὰ μπρὸς στὶς εἰκόνες, διάβασε τὶς ἑωθινές του προσευχές, τὸ Μεσονυκτικὸ καὶ τὸν Ὄρθρο.
Ἔφεγγε γιὰ τὰ καλὰ ὅταν τελείωσε. Τράβηξε τὸ ξύλινο πορτόφυλλο ποὺ ἔκλεινε τὸ ἄνοιγμα τῆς σπηλιᾶς καὶ βγῆκε στὸν ἐξώστη, ἕνα φυσικὸ πλάτωμα τοῦ βράχου πάνω ἀπ’ τὸν γκρεμό. Ἀπὸ χαμηλὰ ἀνέβαινε, μόνιμο τραγούδι στ’ αὐτιά του, τὸ βουητὸ τοῦ νεροῦ, καθὼς κυλοῦσε ὁρμητικὰ στὸ φαράγγι. Τὸ καλοκαίρι μόνο ἡσύχαζε, γινόταν φλύαρο μουρμουρητό, μητρικὸ νανούρισμα στὸν ὕπνο του.
Ἡ ἀνατολὴ ρόδιζε στὸ βάθος κι ἕνα ὑπέροχο σύνολο ἁπαλῶν χρωματισμῶν ξεχυνόταν τριγύρω. Τὰ μάτια του μαγεύτηκαν στὴ θέα τῆς αὐγῆς. Φωνὲς πουλιῶν, θροΐσματα φύλλων, γρυλίσματα ἀγριμιῶν, γέμιζαν ὀμορφιὰ τὴν ἄγρια φύση. Πῶς τ’ ἀγαποῦσε ὅλα αὐτά! Φιλάγριος, βλέπεις!
Ἀνάπνευσε τὸν πρωινὸ ἀέρα κι ἕνα κύμα εὐφορίας φούσκωσε τὴν καρδιά του.
«Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε…»
«Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῆς γῆς… τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, …τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά…»
Δὲν ἦταν μόνο μιὰ ὄμορφη φθινοπωριάτικη μέρα ἡ σημερινή. Εἶχε κάτι ξεχωριστὸ καὶ γι’ αὐτόν.
Ξαναγύρισε στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς, πῆρε στὰ χέρια του ἕνα μακρὺ ξεφλουδισμένο ξύλο καὶ τό ’φερε ἔξω. Τὸ σήκωσε ψηλὰ καὶ τὸ κοίταξε στὸ φῶς. Ἦταν γεμάτο χαρακιές. Κάθε χαρακιὰ κι ἕνας χρόνος. Πολλὲς χαρακιές, πολλὰ χρόνια!
Χαμογέλασε. Ἔβγαλε τὸν παλιό του σουγιὰ καὶ τράβηξε μιὰ χαρακιὰ ἀκόμα κάτω ἀπ’ τὶς ἄλλες. Ἑκατό!
Σήμερα γινόταν ἑκατὸ χρονῶν! Χαμογέλασε πάλι.
-  Ἦρθε ὁ καιρός!… μουρμούρισε.
Ἀνασύροντας τὶς βαρειὲς κουρτίνες τοῦ χρόνου ἡ μνήμη του ἔτρεξε πολὺ πίσω. Τότε πού, δεκάδες χρόνια πρίν, ἀφήνοντας τὸν κόσμο, ξεκινοῦσε τὸ μακρὺ ταξίδι γιὰ τὸ ἀσκηταριό του.
-  Θὰ ξαναϊδωθοῦμε στὰ ἑκατό μας, ἂν ζοῦμε, εἶπε στὴ δίδυμη μοναδικὴ ἀδελφή του, βλέποντας τὰ δάκρυα στὰ μάτια της, τάχα ἀστειευόμενος γιὰ νὰ κρύψει καὶ τὴ δική του συγκίνηση. Θὰ γιορτάσουμε μαζὶ τὰ ἑκατοστά μας Χριστούγεννα.
Ἐκείνη χαμογέλασε πικρὰ μὲς στὰ δάκρυά της καὶ τὸν φίλησε γιὰ τελευταία φορά…
-  Ἦρθε ὁ καιρός, Μαργαρίτα! ξανάπε καὶ τὰ μάτια του βούρκωσαν. Ποιὸς θὰ τὸ πίστευε! Νὰ ζεῖς ἄραγε;
Ἑτοιμάστηκε, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ ξεκίνησε. Περπάτησε μέρες πολλές. Ἄφησε πίσω του βουνὰ καὶ κάμπους, διέσχισε ποτάμια καὶ δάση, πέρασε πολιτεῖες καὶ χωριά. Μὰ ἔβλεπε ἕναν κόσμο ἀγνώριστο. Τεράστια κτίρια, αὐτοκίνητα, φῶτα. Πρωτόγνωρα πράγματα γι’ αὐτόν.
Σὲ μιὰ πράσινη κοιλάδα, ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνά, μιὰ μικρὴ πολιτεία σήμανε τὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ του. Ἐδῶ ἦταν ἡ πατρίδα του. Ἀλλαγμένη κι αὐτὴ ἐντελῶς. Προχώρησε σιγὰ γιὰ ’κεῖ ποὺ κάποτε βρισκόταν τὸ σπιτικό τους. Μιὰ πολυκατοικία ὑψωνόταν τώρα στὴ θέση του. Οἱ ἄνθρωποι τὸν κοίταζαν μὲ περιέργεια.
Ρώτησε γιὰ τὴν ἀδελφή του. Εἶχε πεθάνει ἀπὸ χρόνια. Ζοῦσε ὅμως μιὰ κόρη της μὲ τὸν ἄντρα της καὶ τὰ παιδιά τους. Τοῦ ’δειξαν τὸ σπίτι της. Ὁ ἐρημίτης τράβηξε κατακεῖ.
Τὸν δέχτηκαν μὲ χαρά, παρὰ τὴν ἔκπληξη ποὺ δοκίμασαν στὴν ἀπρόσμενη ἐμφάνισή του. Ἡ ἀνεψιά του, μιὰ μεσόκοπη καλοβαλμένη γυναίκα, βάλθηκε φιλότιμα νὰ περιποιηθεῖ τὸν θεῖο της, ποὺ μόνο ἀκουστὰ τὸν εἶχε ἀπ’ τὴ συχωρεμένη μάνα της. Τοῦ παραχώρησε ἕνα δικό του δωμάτιο γιὰ ὅσον καιρὸ θά ’μενε κοντά τους.
Ἀπόμεναν δυὸ βδομάδες γιὰ τὰ Χριστούγεννα…
Ἀπὸ τὴν ἄλλη κιόλας μέρα ὁ γέρο-Φιλάγριος βάλθηκε νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὴ μεγάλη γιορτή. Νὰ τὴ γιορτάσει, ὅπως ἔπρεπε. Νήστευε, διάβαζε προσευχές, ἔκανε μετάνοιες, τὸ κομποσχοίνι του ἔτρεχε ἀσταμάτητα.
Μά, ἔξω ἀπ’ αὐτόν, κανένας ἄλλος δὲν ἔμοιαζε νὰ περιμένει Χριστούγεννα. Κινοῦνταν ὅλοι διαφορετικά. Εἶχαν γυρίσει στὰ καθημερινά τους. Στὴ δουλειὰ οἱ γονεῖς, στὶς σπουδές τους τὰ παιδιά. Τὸ μεσημέρι μαζεύονταν γιὰ φαγητό, ἀλλὰ καμμιὰ φορὰ συγκεντρώνονταν μόνο τὸ βράδυ. Περνοῦσαν σχεδὸν πλούσια. Εἶχαν τὸν τρόπο τους καὶ τὰ βόλευαν.
Κάτι ὅμως δὲν πήγαινε καλά. Ὁ γέρο-Φιλάγριος τὸ διαισθάνθηκε ἀμέσως, βλέποντας συνέχεια πρόσωπα κουρασμένα γύρω του. Σχεδὸν τρόμαξε, ὅταν εἶδε καὶ στὰ παιδιὰ ἀκόμα μάτια μαραμένα, ἀνέκφραστα. Χωρὶς νὰ σπιθίζει μέσα τους ἡ φλόγα τῆς ζωῆς.
-  Πόσο θὰ πλήττεις μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ βαρετὰ ποὺ κάνεις, παππού! τοῦ εἶπε μιὰ μέρα ὁ μικρότερος γιὸς τῆς ἀνεψιᾶς του, ἀφοῦ γι’ ἀρκετὴ ὥρα τὸν παρατηροῦσε νὰ κυλάει τὸ κομποσχοίνι του.
-  Γιατί τὸ λὲς αὐτό, παιδί μου;
-  Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ποὺ κάνουμε ὅλοι ἐδῶ πέρα, παππού. Βαριούμαστε! Καὶ πιὸ πολὺ ἐμεῖς τὰ παιδιὰ μὲ τὸ διάβασμα.
Αὐτὸ ἦταν! Ὅλα ἔσβηναν στὴ θαμπὴ ὁμίχλη τῆς ρουτίνας.
Μιὰ θανατερὴ μονοτονία ἔριχνε τὸ καταθλιπτικὸ πέπλο πάνω τους. Κάθε μέρα τὰ ἴδια πράγματα. Ἴδιο πρόγραμμα, ἴδια δουλειά, ἴδιος ρυθμός. Ἴδια, καὶ ὄχι πάντα εὐχάριστα, πρόσωπα. Ἡ ἐπανάληψη, ἀπαράλλαχτα, τοῦ ἴδιου καθημερινοῦ μοτίβου κατάπινε ἀδηφάγα τὴ ζωντάνια τους. Πάνω σὲ ἀγέλαστα, συνοφρυωμένα πρόσωπα μιὰ κάθετη γραμμὴ ἀνάμεσα στὰ μάτια χάραζε τὸ μέτωπο στὰ δυό, ἀποτυπώνοντας τὴν ἔκφραση τοῦ μόνιμα ἀνικανοποίητου ἀνθρώπου.
Καὶ στὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ ὅλοι ξεσποῦσαν ἀσυγκράτητα. Κούραση, γκρίνια, ἐκνευρισμός!
Δὲν περνοῦσε μέρα ποὺ νὰ μὴν ἀκούσει ὁ γέρο-μοναχὸς τὸν βαριεστημένο ἀναστεναγμὸ τῆς ἀνεψιᾶς του:
-  Οὔφ! Πῶς ἀντέχω ἀκόμα! Τίποτε εὐχάριστο δὲν ἔχει ἡ ζωή μας. Καμμιὰ ἀλλαγή. Εἶναι τόσο ἄχαρη καὶ μονότονη! Μιὰ κόλαση!
Μιὰ μέρα ὁ γέρο-Φιλάγριος δὲ βάσταξε.
-  Γιατί τὸ λὲς αὐτό, κόρη μου; Ἔγινε κόλαση πιὰ καὶ θλιβερὴ μονοτονία ἡ ἀσίγαστη λαχτάρα τῆς καρδιᾶς νὰ βλέπεις γύρω σου αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶς; Τὸ ν’ ἀντικρύζουν κάθε πρωὶ τὰ μάτια σου τὸν κόσμο ποὺ σὲ συντροφεύει; Τὸν οὐρανό, τὸν ἥλιο, τὰ πουλιά; Πῶς γίνεται νὰ ζεῖς σὰν κόλαση τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ; Τί θά ’κανες, ἂν ὁ Θεὸς τ’ ἀποτραβοῦσε πίσω;
Τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ; Αὐτὰ ποὺ ἀπόκτησαν μὲ τὸ δικό τους μόχθο μιὰ ὁλόκληρη ζωή;
Θυμήθηκε τὰ λόγια τῆς μάνας της:
«Δὲν εἶναι τίποτε δικό μας. Ἔχουμε μόνο ὅσα θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἔχουμε».
Ἔμεινε συλλογισμένη…
Ἡ νύχτα εἶχε προχωρήσει ἀρκετά, ὅταν, ἀποτελειώνοντας ἐπιτέλους τὶς δουλειές της, ἔπεσε ἀποκαμωμένη νὰ κοιμηθεῖ. Ὁ ἄντρας της εἶχε ξαπλώσει ἀπὸ νωρίς. Στὸ διπλανὸ δωμάτιο ἀκουγόταν ἥσυχα ἡ ἀνάσα τῶν παιδιῶν. Μόνο στὸ δωμάτιο τοῦ θείου της ἄναβε ἀκόμα τὸ φῶς.
-  Καϋμένε θεῖε! μουρμούρισε. Πῶς ἀντέχεις ἕναν αἰώνα τὰ ἴδια πράγματα! Ἐγὼ θὰ εἶχα τρελλαθεῖ.
Βυθίστηκε σ’ ἕναν ὕπνο βαθύ…
Ξαφνικὰ τὸ κουδούνισμα τοῦ τηλεφώνου ἔσκισε ἄγρια τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία. Τινάχτηκε τρομαγμένη.
-  Ἐμπρός! φώναξε μὲ πνιγμένη φωνή.
-  Ἐλᾶτε γρήγορα! Ἔγινε ἀτύχημα. Ὁ ἄντρας σας μὲ τὸν γιό σας εἶναι στὸ νοσοκομεῖο!
-  Ἀτύχημα; Πότε; Πῶς;
Ἡ γραμμὴ ἔκλεισε πρὶν πάρει καμμιὰ ἀπάντηση. Ντύθηκε ἀλαφιασμένη. Τὸ σπίτι ἦταν ἄνω-κάτω. Μὰ πότε ἔγιναν ὅλα αὐτά; Ἔτρεξε στὸ αὐτοκίνητο. Τὸ κεφάλι της βούιζε, πήγαινε νὰ σπάσει. Ἔτρεμε ὁλόκληρη, τὸ τιμόνι χόρευε στὰ χέρια της.
Πάρκαρε μὲ βιάση στὴν εἴσοδο τοῦ νοσοκομείου χτυπώντας μὲ δύναμη τὸ πίσω αὐτοκίνητο. Οὔτε ποὺ στάθηκε νὰ δεῖ. Ὅρμησε μέσα, ἀλλὰ παντοῦ ἐπικρατοῦσε πανδαιμόνιο. Τὰ ἀσθενοφόρα μπαινόβγαιναν στὴν αὐλὴ τρελλαίνοντας μὲ τὶς σειρῆνες τὸ μυαλό της, ἐνῶ οἱ ψυχρές, γαλαζωπὲς λάμψεις τους ἔσκιζαν σὰν στιλέτα τὴν καρδιά της.
Ἔτρεχε στοὺς ἀχανεῖς διαδρόμους, μὰ τὰ πόδια της ἦταν μολύβι ἀσήκωτο. Ἄρρωστοι, τραυματίες, γεμάτα φορεῖα συνέθεταν τὸ μακάβριο πλάνο. Πουθενὰ ὁ ἄντρας της καὶ τὸ παιδί της. Μὲ τὴν ἀγωνία της ν’ ἀνεβαίνει στὸ ζενίθ, βλέπει ξαφνικὰ δυὸ νοσοκόμους νὰ σπρώχνουν, τρέχοντας σχεδόν, στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου τὰ φορεῖα τους. Οἱ τραυματίες εἶχαν τὰ μάτια κλειστά, δεμένα τὰ κεφάλια τους μὲ ματωμένες γάζες. Τῆς φάνηκε πὼς ἦταν οἱ δικοί της.
-Μιὰ στιγμή! Περιμένετε! φώναξε μ’ ὅλη της τὴ δύναμη.
Μὰ οἱ νοσοκόμοι, σὰ νὰ μὴν ἄκουσαν τίποτε, ἔσπρωξαν τὰ περιστρεφόμενα πορτόφυλλα τοῦ χειρουργείου καὶ χάθηκαν πίσω τους. Ἐκεῖνα ἐπέστρεψαν μὲ φόρα φέρνοντάς της κατάμουτρα, σὰν εἰρωνεία, τὴν φαρδειὰ ἐπιγραφή τους: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ.

Μὰ ποιὸς λογάριαζε τώρα τέτοια; Τὰ ἔσπρωξε κι αὐτὴ μὲ δύναμη καὶ χύθηκε ὁρμητικὰ ξωπίσω τους. Δὲν πρόλαβε νὰ κάνει βῆμα, ὅταν δυὸ ἀτσαλένιες τανάλιες τὴν κράτησαν ἀκίνητη κι ἕνας πανύψηλος νοσοκόμος τὴν πέταξε στὶς πλάκες τοῦ διαδρόμου. Σωριάστηκε χτυπώντας δυνατὰ στὸ δάπεδο τὸ κούτελό της καί, βγάζοντας μιὰ δυνατὴ κραυγή,… ξύπνησε.
Ναί! Ἦταν μόνο ἕνα ὄνειρο! Ἕνας φριχτὸς ἐφιάλτης!
Ἀνακαθισμένη στὸ κρεβάτι ἀνάσαινε βαριὰ μὲ τὸ πρόσωπο λουσμένο στὸν ἱδρώτα. Τὰ παιδιά, ὁ ἄντρας της, ὅλοι εἶχαν μαζευτεῖ ἀπ’ τὶς φωνές της γύρω της. Βλέποντάς τους νὰ τὴν τριγυρίζουν, ἕνα κύμα ἀγάπης ξεχείλισε ἀπ’ τὴν καρδιά της γιὰ ὅλους. Ὁ γέρο-Φιλάγριος ξεπρόβαλε ἀπὸ τὴν πόρτα. Μόλις τὸν ἀντίκρυσε, ξέσπασε αὐθόρμητα:
-  Ὢ θεῖε! Τί κόλαση νὰ μᾶς πάρει πίσω ὁ Θεὸς τὰ δῶρα του! Τί εὐτυχία ἔχουμε καὶ δὲν τὸ νοιώθουμε!
Χαμογέλασε ὁ γεράκος καλοκάγαθα.
-  Ὑπάρχουν καὶ χειρότερα, παιδί μου. Τὰ δῶρα του εἶναι θαυμάσια καὶ εἶναι σίγουρα φριχτὴ κόλαση νὰ τὰ χάνεις. Μὰ εἶναι ἀσύγκριτα φριχτότερη ἡ κόλαση νὰ χάσεις Ἐκεῖνον ποὺ τὰ δίνει. Τὰ δῶρα του, ὅσο ὑπέροχα κι ἂν εἶναι, δὲν παύουν νά ’ναι μικρὸ μόνο δεῖγμα τῆς ἄρρητης ὀμορφιᾶς Ἐκείνου ποὺ τὰ χαρίζει.
Ἄκουγαν ὅλοι ἀμίλητοι, προσεχτικοί. Ὁ γέροντας συνέχισε:
-  Νοιώθουμε εὐτυχία μὲ τὰ δῶρα του; Ἀνείπωτη ὅμως εὐτυχία θά ’τανε νὰ ἔχουμε Αὐτὸν τὸν ἴδιο! Θὰ ζούσαμε σὰν σὲ παράδεισο! Ποιὸς θά ’νοιωθε ἀνία τότε; Ποιὰ πληκτικὴ μονοτονία θὰ μποροῦσε νὰ εἰσβάλει στὴ ζωή του, ἀκόμα κι ἂν ζοῦσε ἑκατὸ χρόνια σὲ μιὰ σπηλιὰ στὴν ἐρημιά;
-  Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ μυστικό σου, παππού; ρώτησε κάποιος.
-  Ναί, παιδί μου! Ὅταν ἀγαπᾶς, δὲν νοιώθεις πλήξη. Ποτὲ δὲν σοῦ εἶναι βαρετὸ νὰ κάνεις κάτι γιὰ νὰ δείξεις τὴν ἀγάπη σου. Ἀντίθετα, τὸ λαχταρᾶς. Ψελλίσματα λαχτάρας εἶναι καὶ οἱ προσευχές μου. Ἐρωτικὸ τραγούδι, τὰ λόγια της ἀγάπης μου γιὰ Ἐκεῖνον, ποὺ νύχτα-μέρα ἀναζητῶ καὶ λαχταρῶ ἀδιάκοπα νὰ συναντήσω. Πῶς νὰ μπουχτίσω, ὅταν μ’ αὐτὰ τοῦ ἐκφράζω τὴν ἀγάπη μου; Ἡ πλήξη συνοδεύει μόνο τὴν ἀνέραστη ζωή!
Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων οἱ καμπάνες γέμισαν τὸν ἀέρα τῆς μικρῆς πόλης μὲ ἤχους γιορτινούς.
Ἐκεῖνα τὰ Χριστούγεννα γιόρτασαν ὅλοι χαρούμενοι. Εἶχαν ξαναβρεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον κι ὅλοι μαζὶ τὸν Θεό.
…Κι ὁ γέρο-Φιλάγριος εἶπε πὼς ἦταν τὰ καλύτερά του Χριστούγεννα!…


Χριστούγεννα 2003

ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ!

ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ!

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ


ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!


Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΝΙΓΗΚΕ ΚΑΤΑΠΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΓΩΪΣΜΟ ΤΟΥ!


Κανείς ποτέ δεν πνίγηκε καταπίνοντας τον εγωϊσμό του!

ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ: Η ΒΑΘΙΑ ΛΥΠΗ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΜΑΣ, ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΗ ΝΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ!


Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: Η βαθιά λύπη που έχουμε μέσα μας για τις αμαρτίες μας, είναι αρκετή να μας σώσει, κι ας μην καταβάλουμε σωματικούς κόπους.

ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ: Η ΣΚΕΠΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΠΛΩΝΕΤΑΙ ΕΠΑΝΩ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ!


Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: Η σκέπη και η πρόνοια του Θεού απλώνεται επάνω σε όλους τους ανθρώπους, την βλέπουν όμως όσοι καθάρισαν τον εαυτό τους από την αμαρτία.

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: ΜΕΡΙΚΟΙ ΤΡΩΝΕ ΜΕ ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΗΣΤΗΣΙΜΑ ΑΠΟ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ!


Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: Μερικοί ναι μεν τηρούν τις καθιερωμένες νηστείες, αλλά τρώνε με λαιμαργία περισσότερα νηστήσιμα από ότι πρέπει!

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ: Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ, Η ΘΕΙΑ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ!


Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων: Η ελεημοσύνη, η θεία ευσπλαχνία και συμπάθεια, έκαναν τον Κύριο του ουρανού να γίνη στη γη άνθρωπος!