Σελίδες

ΑΝΘΡΩΠΕ, ΓΕΝΝΗΘΗΚΕΣ ΑΠΟ ΘΑΥΜΑ!


Άνθρωπε γεννήθηκες από θαύμα, ζεις μέσα στο θαύμα, η ύπαρξή μας είναι ένα πολύπλευρο θαύμα και το μόνο που δεν πιστεύεις είναι στο θαύμα!

Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 23η Μαΐου 2018
ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Εδώ και αρκετά χρόνια η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. εμφανίζεται πρωτοπόρος στο συγκρητισμό. Χωρίς αμφιβολία έχει ξεπεράσει την αντίστοιχη Σχολή των Αθηνών και έχει αναδειχθεί σε πρωταθλήτρια Σχολή σε συγκρητιστικές επιδόσεις. Σε επιδόσεις και εκδηλώσεις, που πραγματικά θα τις ζήλευαν ακόμη και παπικές και προτεσταντικές Θεολογικές Σχολές της Ευρώπης. Ιδιαίτερα μάλιστα μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης βάλθηκε με ένα πρωτοφανή οίστρο, να εφαρμόσει στην πράξη τις κακόδοξες εκκλησιολογικές αποφάσεις της.


Τι να μνημονεύσει κανείς πρώτο και τι δεύτερο σ’ αυτές τις επιδόσεις; Την πρωτιά της στη δημιουργία κατευθύνσεως μουσουλμανικών σπουδών; Ή την διοργάνωση ενός πλήθους συνεδρίων, όπως αυτό που πραγματοποιείται στις ημέρες μας από 21 έως 24 Μαΐου; Ή την προβολή και διαφήμιση πατριαρχών και επισκόπων διεθνούς φήμης, όπως πρόσφατα του πρώην οικουμενικού πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου, (σύμφωνα με έγκυρες μαρτυρίες, μασόνου 33ου βαθμού), του μοιραίου και τραγικού αυτού ανθρώπου, που προώθησε όσο κανένας άλλος την παναίρεση του Οικουμενισμού στην εκκλησία μας;
 Ένα ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των ολεθρίων αυτών επιδόσεων ήρθε να προσθέσει πρόσφατα με την  διοργάνωση Ημερίδας, προκειμένου να τιμήσει έναν παπικό «αρχιεπίσκοπο». Σύμφωνα με ανακοίνωση στο διαδίκτυο «την Τρίτη 15 Μαΐου 2018 και ώρα 11:30, η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. διοργανώνει στην αίθουσα Συνεδριάσεων της Θεολογικής Σχολής  Διεθνή Επιστημονική Ημερίδα, αφιερωμένη στον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο Καθολικών Κερκύρας, Ζακύνθου και Κεφαλληνίας και Αποστολικό Βικάριο Θεσσαλονίκης κ. Ιωάννη (Σπιτέρη), με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών ιερατικής διακονίας»! Η Ημερίδα εντάσσεται στα πλαίσια εκδηλώσεων «Διαδρομές Θεολογικού Διαλόγου και διαχριστιανικής καταλλαγής».Σύμφωνα με το πρόγραμμα εισηγητές ήταν οι: α) Ευαγγελία Αμοιρίδου, «Πνευματικοί, ακαδημαϊκοί και ποιμαντικοί βηματισμοί από τα καντούνια της Κέρκυρας στα ίχνη του Φραγκίσκου της Ασίζης και του Αντωνίου της Πάδοβας» και β)Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, Οικουμενικές εμπνεύσεις και δράσεις. Ακολούθησε επίδοση πλακέτας και μουσική εκδήλωση (http://aktines.blogspot.gr/2018/05/blog-post_41.html#more).

Με έκπληξη διαβάσαμε ότι ο τιμώμενος αιρετικός «αρχιεπίσκοπος» τιμήθηκε από την Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή «με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών ιερατικής διακονίας»του. Πράγμα που σημαίνει με απλά ελληνικά ότι η εν λόγω Σχολή, ακολουθώντας και εφαρμόζοντας πάνω στην πράξη τις κακόδοξες εκκλησιολογικές αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης, (η οποία ως γνωστόν αναγνώρισε πλήρη εκκλησιαστικότητα στους αιρετικούς παπικούς), έρχεται τώρα να τιμήσει τον εν λόγω παπικό «αρχιεπίσκοπο»! Για τους καθηγητές της Σχολής ο παπικός«αρχιεπίσκοπος»έχει πλήρη και κανονική αρχιεροσύνη, η δε 50ετής ιερατική και ποιμαντική του διακονία υπήρξε θεοφιλής και θεάρεστη, ώστε αξίζει και πρέπει να τιμηθεί όχι απλώς από τους παπικούς, αλλά και από μας τους Ορθόδοξους! Μ’ άλλα λόγια η 50ετής προσηλυτιστική του δράση εις βάρος του ορθοδόξου ποιμνίου, εξ’ αιτίας της οποίας ως άλλος προβατόσχημος λύκος κατασπάραζε και έστελνε στην απώλεια της αιρέσεως του Παπισμού πλήθος ψυχών, υπήρξε κατά πάντα θεάρεστη και γι’ αυτό έπρεπε να τιμηθεί!!!
Αδυνατούν δυστυχώς οι καθηγητές της Σχολής να συνειδητοποιήσουν, ότι μέσα στην αίρεση δεν υπάρχει ποιμαντική, διότι απλούστατα δεν υπάρχει σωτηρία. Στην αίρεση μία μόνο ποιμαντική υπάρχει, η ποιμαντική, που οδηγεί στην απώλεια. Λυπούμεθα, διότι αναγνωρίζοντας τον Παπισμό ως Εκκλησία, ακυρώνουν συνοδικές αποφάσεις δέκα αιώνων, που τον καταδίκασαν ως αίρεση και τον απέκοψαν από το σώμα της Εκκλησίας. Λυπούμεθα διότι με τη διαγωγή τους εφαρμόζουν πάνω στην πράξη την κακόδοξη οικουμενιστική θεωρία περί Μιας, αλλά ταυτόχρονα και «διηρημένης Εκκλησίας»! Λυπούμεθα, διότι απεμπολούν τον όρο«Καθολική» από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας και τον χαρίζουν στους αιρετικούς παπικούς. Λυπούμεθα και οδυρόμεθα, διότι είδαμε σε φωτογραφίες της Ημερίδας, να παρίστανται σε αυτή και ορθόδοξοι Επίσκοποι, οι οποίοι «τίμησαν» με την παρουσία τους τον αιρετικό «αρχιεπίσκοπο»!  
Κλείνοντας εκφράζουμε την λύπη μας καθώς διαπιστώνουμε όλο και εναργέστερα  την απομείωση των Ορθοδόξων κριτηρίων των ακαδημαϊκών θεολόγων της πατρίδος μας, οι οποίοι εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αντί να είναι οι άγρυπνοι οφθαλμοί της θεολογικής επιστήμης και οι φύλακες των Ορθοδόξων δογμάτων και των ευσεβών παραδόσεων, έγιναν φερέφωνα του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού. Ειλικρινά λυπούμεθα για τις Σχολές μας, οι οποίες, ενώ πριν μερικές δεκαετίες ήταν προπύργια της Ορθοδοξίας, τώρα απέβησαν εκκολαπτήρια θεολόγων με αλλοιωμένο, φρόνημα. Θεολόγων οι οποίοι θα μεταδίδουν στη συνέχεια στα σχολεία και στο λαό το δηλητήριο της αιρέσεως και θα οδηγούν στην απώλεια πλήθος ψυχών. Λυπούμεθα, αλλά δεν απογοητευόμεθα. Διότι το τιμόνι της Εκκλησίας το κρατάει στα χέρια του ο Θεός! Ο Θεός είναι εκείνος που θα δώσει τελικά τη νίκη στην Ορθοδοξία. Δεν θα θριαμβεύσει τελικά η αίρεση, όσο και αν φαίνεται, ότι τώρα συνεχώς κερδίζει έδαφος. Η «ένωση των εκκλησιών» δεν θα είναι τελικά μονόδρομος. Μια μέρα ο συγκρητισμός των ημερών μας θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος, όπως ακριβώς κατέρρευσε ο Μαρξισμός-Λενινισμός στις χώρες του πρώην υπαρκτού Σοσιαλισμού.

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

Ο ΨΕΥΔΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ

Ο ΨΕΥΔΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ
ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ιωάννου Κ. Διώτη,
Θεολόγου και Δημοσιογράφου


Η ρίζα του κακού
Η ρίζα του μεγάλου εκκλησιαστικού κακού είναι ο Παπισμός, ο οποίος παρήγαγε τον Προτεσταντισμόν. Γέννημα δε του Παπισμού είναι και η παναίρεσις του Οικουμενισμού. Ο Οικουμενισμός είναι άκρως επικίνδυνος. Αμβλύνει το ορθόδοξον φρόνημα και δημιουργεί κλίμα ανοχής όλων των αιρέσεων.
Ο Παπισμός ενόθευσε και εδυσφήμησε τον Χριστιανισμόν με την «Ιεράν Εξέτασιν» και τας άλλας καταχρήσεις και αιρετικάς θέσεις του. Ο δε Προτεσταντισμός, κατ' ουσίαν, ηρνήθη τον πραγματικόν Χριστιανισμόν. Ο Προτεσταντισμός συνέβαλε κατά πολύ εις την εξάπλωσιν του ορθολογισμού και της αθεΐας.
Ίσως τινές θεωρήσουν ότι είναι υπερβολικαί και άκρως αυστηραί αυταί αι θέσεις και δεν θα έπρεπε να προβάλλωνται, επειδή εις την εποχήν μας γίνονται συνεχείς διάλογοι και άλλαι κινητοποιήσεις δια την κακώς εννοουμένην ένωσιν των κακώς λεγομένων «εκκλησιών», εκτός της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Δυστυχώς η μέχρι τούδε κατάληξις όλων των σχετικών προσπαθειών είναι, μεταξύ άλλων κακών, και η δημιουργία του Οικουμενισμού. Αυτό είναι σατανικόν επίτευγμα.

Τώρα λοιπόν χρειάζεται μεγαλυτέρα αυστηρότης ορθοδόξου ελέγχου, όχι ένεκα φανατισμού, αλλά δια λόγους προφυλάξεως και διασφαλίσεως του ορθοδόξου χριστιανικού φρονήματος και δια να δοθή έναυσμα αφυπνίσεως από τον λήθαργον της πλάνης όλων των αποσχισθέντων από το σώμα της πραγματικής Εκκλησίας του Χριστού.

Επιστροφή και όχι ένωσις

Η λέξις «ένωσις» να αντικατασταθή από την λέξιν επιστροφή. Ένωσις σημαίνει σύναψις, σύνδεσις, συγχώνευσις κυρίως ισοτίμων πραγμάτων. Ένωσις δύο η περισσοτέρων μερών ως έχουν, χωρίς να υποστούν διαφοροποίησιν. Λέγομεν ένωσις κρατών, ένωσις πολιτικών κομμάτων, ένωσις συλλόγων κ.λπ. Επιστροφή λοιπόν των αποκεκομμένων από τον αληθινόν Χριστιανισμόν. Επιστροφή εις την ΙεράνΠαράδοσιν και εις την απαραχάρακτον ΑγίανΓραφήν. Επιστροφή εις τας δύο αυτάς ανοθεύτους πηγάς της Θείας Αποκαλύψεως. Αυτή είναι η θεραπεία της αποστασίας, της αρνήσεως, της προδοσίας και πάσης κακοδοξίας. Η λεγομένη«ένωσις» της Ορθοδοξίας με τα αιρετικά σχήματα περιέχει ουσιαστικόν εννοιολογικόν προβληματισμόν. Δια τους αιρετικούς πρέπει να χρησιμοποιήται η λέξις «επιστροφή», αφού προηγουμένως καταδικάσουν τας αιρετικάς θέσεις των.

Κακόδοξοι και όχι «ετερόδοξοι»

Όχι «ετερόδοξοι», αλλά κακόδοξοι. Ο
όρος «ετερόδοξα» δόγματα προκαλεί σύγχυσιν, ως να υπάρχουν και άλλα διαφοροποιημένα, κατά τινα τρόπον, δόγματα. Ίσως τα δόγματα αυτά να θεωρούνται και ανεκτά. Κακόδοξα λοιπόν και αιρετικά δόγματα και όχι ετερόδοξα. Ο όρος«ετερόδοξος» δεν εκφράζει, ευθέως και σαφώς, την έννοιαν της αιρέσεως, αλλά ότι υπάρχουν και άλλα τινά δόγματα, διαφορετικά μεν, αλλ' ίσως να έχουν και χαρακτήρα τινά ουδετερότητος. Ο όρος αυτός επαναπαύει τους αιρεσιάρχας και τους οπαδούς των και δεν δημιουργεί εις αυτούς τον φόβον και τον τρόμον, ότι είναι αιρετικοί και οφείλουν να επιστρέψουν εις τας μητρικάςαγκάλας της πραγματικής Εκκλησίας του Χριστού. Αι αντικανονικαί και προκλητικαί φιλοφρονήσεις προς τους κακοδόξους αιρετικούς αποτρέπουν αυτούς να συνειδητοποιήσουν την αποστασίαν των και να επιστρέψουν εις την ορθήνπίστιν. Εδραιώνονται περισσότερον εις τας αιρετικάς πλάνας των. Το μέγα και ολέθριον κακόν των τοιούτων αναγνωριστικών φιλοφρονήσεων ήρχισε κυρίως από τον αποβιώσαντα Πατριάρχην Αθηναγόραν. Τα όσα προδοτικά της Εκκλησίας του Χριστού ερεύγματα του Αθηναγόρου εδημοσιεύθησαν εις προηγούμενον φύλλον του «Ορθοδόξου Τύπου» (27-4-2018) είναι φρικιαστικά και απίστευτα.

Ψευδοχριστιανισμός

Εάν ο Παπισμός δεν είχεν αποσκιρτήσει της “πατρώας δόξης”, ως ο άσωτος υιός της παραβολής, ο γνήσιος Χριστιανισμός θα είχεναναπτυχθή και θα είχε διαδοθή εις ολόκληρον τον κόσμον, ανά τους διαρρεύσαντας αιώνας. Ο Παπισμός και προ της οριστικής αποκοπής του από την Εκκλησίαν του Χριστού είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα εις την Εκκλησίαν. Η αιτία ήτο πάντοτε ο εγωισμός ωρισμένων Παπών της Ρώμης να έχουν, όχι απλώς τιμητικόν, αλλά πρωτείον εξουσίας, όπως μετέπειτα το επισημοποίησεν η Ρώμη. Η εγωιστική δοξομανία των Παπών ήτο συνεχώς πρόξενος προστριβών μεταξύ Ανατολής και Δύσεως.
Οι Παπικοί και οι Προτεστάνται δεν έχουν τον γνήσιον Χριστιανισμόν. Έχουνψευδοχριστιανισμόνκαι αποστρέφονται τον πραγματικόν Χριστιανισμόν, ο οποίος εκφράζεται και βιώνεται εις την Ορθοδοξίαν.

«Κατάκριτοι και απόβλητοι»
Και μόνον εάν τις δεχθή την αίρεσιν του φιλιόκβε είναι κατάκριτος και ανάξιος χριστιανός, ως απεφάνθη η επί του Μεγάλου Φωτίου (879-880 μ.Χ.) συγκροτηθείσα εις τον Ναόν της Αγίας Σοφίας Σύνοδος εκ 383 Επισκόπων, μεταξύ των οποίων ήσαν και εκπρόσωποι του Πάπα Ιωάννου του Η . Εις τα Πρακτικά της Συνόδου αυτής, η οποία θεωρείται ως Η  Οἰκουμενική, αναγράφεται ότι όποιος αφαιρέσει η προσθέσει τι εις το Σύμβολον της Πίστεως θα είναι«κατάκριτος και πάσης χριστιανικής ομολογίας απόβλητος» και «ανάθεμα» εις αυτόν. Η αιτία συγκλήσεως της Συνόδου αυτής ήτο η μη ακόμη επίσημος παρά των Φράγκων προσθήκη του φιλιόκβε (ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού) εις το αμετάβλητον Σύμβολον της Πίστεώς μας («Πιστεύω εις ένα Θεόν…»).
Εάν δια μίαν μόνον αίρεσιν οι Παπικοί είναι «κατάκριτοι και πάσης χριστιανικής ομολογίας απόβλητοι», πόσον μάλλον, όταν έχουν αναπτυχθή πλείσται άλλαι αιρέσεις και κακοδοξίαι εις τον Παπισμόν, όπως το πρωτείον εξουσίας, το ψευδοαλάθητον του Πάπα κ.α. Τι να είπωμεν όμως περί του Προτεσταντισμού, ο οποίος έχει πολυδιαιρεθή; Εις εκατοντάδας ανέρχονται αι προτεσταντικαί παραφυάδες. Εγράφη ότι υπάρχουν 33.000 διαφορετικαί αγιογραφικαί και θεολογικαί ερμηνείαι εις τον Προτεσταντισμόν («Ο.Τ.» 4-5-2018).

Οι Προτεστάνται έχουν παραμορφώσει και έχουν κακοποιήσει την Πίστιν μας εις τον Χριστόν με την ολοκληρωτικήνάρνησίν των της μιας πηγής της Θείας Αποκαλύψεως, ήτοι της Ιεράς Παραδόσεως, και με την διαστροφήν των νοημάτων της ετέρας πηγής της Θείας Αποκαλύψεως, δηλαδή της Αγίας Γραφής. Είναι δυνατόν να έχουν αυτοί σχέσιν με τον πραγματικόν Χριστιανισμόν; Έκαστος Προτεστάντης είναι και εις ψευδοαλάθητος Πάπας, αφού ισχυρίζεται ότι αυτός έχει πλήρη αυτάρκειαν και μόνος του αυτός γνωρίζει όλην την ευαγγελικήν Αλήθειαν.
Κατά τον Μ. Αθανάσιον (Επιστολή Α  πρὸςΣεραπίωνα), η Εκκλησία έχει θεμελιωθή«εις την εξ αρχής Παράδοσιν και Διδασκαλίαν και Πίστιν της Εκκλησίας, ην ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε Απόστολοι εκήρυξαν και οι Πατέρες εφύλαξαν. Εν τοιαύτη γαρ η Εκκλησία τεθεμελίωται και ο ταύτης εκπίπτων ούτ’ αν είηούτ’ αν έτι λέγοιτο Χριστιανός». Αυτός λοιπόν, ο οποίος εκπίπτει από την αληθινήν Εκκλησίαν του Χριστού, ούτε είναι ούτε λέγεται Χριστιανός.

Εις τους αιρετικούς ο εγωπαθής φανατισμός

Θέλω να αντικρούσω εκ των προτέρων την πιθανήν κατηγορίαν ότι είμαι φανατικός. Όχι. Ούτε φανατικός είμαι ούτε εμπαθής ούτε άκριτος, αφού δεν επιμένω εις κάτι ιδικόν μου, αλλ' εμμένω σταθερώς εις όσα εδίδαξεν ο Κύριος και Θεός ημών Ιησούς Χριστός, εις όσα εκήρυξαν οι Άγιοι Απόστολοι και εις όσα ανέπτυξαν οι Άγιοι και σοφοί Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ο εγωπαθής φανατισμός υπάρχει εις τους αιρετικούς και αποστάτας, οι οποίοι εμμένουν και επιμένουν επί αιώνας εις τα ιδικά των αυθαίρετα και ανατρεπτικά της ορθής εις τον Χριστόν Πίστεως κατασκευάσματά των.
Παρέχω την διαβεβαίωσιν ότι ειλικρινώς αγαπώ όλους τους αδελφούς μου Παπικούς και Προτεστάντας. Ως τέκνα και δούλοι του αυτού ουρανίου Πατρός είμεθα όλοι αδελφοί. Εις τους χώρους αυτούς εγνώρισα πολλούς εξαιρετικούς ανθρώπους και με λυπεί πολύ το γεγονός ότι οι αδελφοί μου αυτοί είναι λίαν πεπλανημένοι εκκλησιαστικώς. Εκ της Πατερικής σοφίας μανθάνομεν ότι την αμαρτίαν πρέπει να μισώμεν και όχι τον αμαρτωλόν άνθρωπον. Την αίρεσιν μισώ και όχι τον αιρετικόν, δια τον οποίον προσεύχομαι να ανανήψη.

Η Ορθοδοξία είναι η πραγματική Εκκλησία

Ποιούμαι εκ βαθέων έκκλησιν προς όλους τους Παπικούς και Προτεστάντας να επιστρέψουν εκεί από όπου εξεκλαδίσθησαν. Ο κορμός του Χριστιανισμού είναι η Ορθοδοξία. Ο διακεκριμένος βυζαντινολόγος ιστορικός SirStRunciman προέβλεψεν ότι ο 21ος αιών θα είναι ο αιών της Ορθοδοξίας. Η τοιαύτη αντίληψις υπάρχει και εις πολλούς άλλους ξένους διανοουμένους. Η Ορθοδοξία είναι η πραγματική Εκκλησία του Χριστού. Αυτή η Εκκλησία δεν διηρέθη. Κατέχει την πλήρη και απόλυτον Αλήθειαν. Μέλη της Εκκλησίας αυτής απεστάτησαν. Όσοι υποστηρίζουν την θεωρίαν των κλάδων, δηλαδή ότι και η Ορθοδοξία εξεκλαδίσθη και συνεπώς κατέχει μόνον μέρος της Αληθείας, αυτοί διαψεύδουν τον Χριστόν, ο οποίος είπε δια την Εκκλησίαν ότι «πύλαιάδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Μτθ. ις18).

Δεν είναι πραγματικοί Χριστιανοί

Όλοι αυτοί οι πεπλανημένοι αδελφοί μας να προβληματισθούν εντόνως και να ανησυχήσουν σφοδρώς. Εν προσευχή, εν ταπεινώσει και εν μετανοία να συνειδητοποιήσουν και να αντιληφθούν, βοηθούμενοι από τον Θεόν, ότι δεν είναι πραγματικοί Χριστιανοί. Τούτο, ως εξετέθη ανωτέρω, δεν είναι προσωπική μου διαπίστωσις. Είναι διδασκαλία της Η ΟἰκουμενικῆςΣυνόδου και του Μεγάλου Αθανασίου. Εξάγεται δε τούτο και από άλλα Πατερικά κείμενα. Οι αδελφοί μας αυτοί να εξέλθουν εκ του σκότους της πλάνης και να εισέλθουν εις το ανέσπερον φως του Χριστού, το οποίον φωτίζει την Αλήθειαν της «Μιας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας». Οι ηγέται αυτών φέρουν την πρώτηνευθύνην και αυτοί πρέπει πρώτον να συγκλονισθούν και να αφυπνισθούν από τον αιρετικόνλήθαργον. Επειδή όμως οι αιρεσιάρχαι αυτοί ηγέται δυσκόλως μετανοούν, οι ευρισκόμενοι μακράν της Αληθείας του Θεού και ακολουθούντες τους ηγέτας αυτούς να επιστρέψουν μεμονωμένως και καθ' ομάδας εκεί από όπου έγινεν η αποκοπή των. Τότε και οι εν λόγω ηγέται θα σκεφθούν με ωριμότητα και, εάν όχι όλοι, οι πολλοί θα επιστρέψουν και αυτοί. Βεβαίως δεν θα επιστρέψουν προς ικανοποίησιν ουδενός προσώπου η προσώπων, αλλά δια την αιώνιονσωτηρίαν των. Οι ενσυνείδητοι και αμετανόητοι αιρετικοί δεν θα γίνουν κληρονόμοι της ουρανίου Βασιλείας. Οι Παπικοί και Προτεστάνται δεν θα δυνηθούν ποτέ να υποστηρίξουν, μετά αποδεικτικού λόγου, ότι δεν είναι αιρετικοί και αρνηταί της Ιεράς Αποστολικής και Αγιοπατερικής Παραδόσεως.

Εφθάσαμεν εις τον θεοκατάρατον Οικουμενισμόν
Αδελφοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, πιστά μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, εδώ εφθάσαμεν κατόπιν πολλών δεκαετιών με τους ψευδοενωτικούς διαλόγους και με τους προδοτικούς συμβιβασμούς κορυφαίων εκκλησιαστικών παραγόντων. Εφθάσαμεν εις τον δαιμονικόν, θεοκατάρατον και τρισκατάρατονΟικουμενισμόν. Με την ύπουλονσυνισταμένην αυτήν εκ πολλών αιρέσεων και κακοδοξιών ήρχισε και συνεχίζεται η άμβλυνσις και αλλοίωσις του ορθοδόξου φρονήματος. Αυτό επεδίωξαν και επέτυχον εις ένα βαθμόν οι μακρυνθέντες από την ΟρθόδοξονΧριστιανικήνΑλήθειαν. Μετά από τόσους διαλόγους, συνέδρια και πολλάςάλλας κινήσεις δια την ψευδοένωσιν με τον Παπισμόν και τον Πρωτεσταντισμόν δεν παρετηρήθη διάθεσις επιστροφής ούτε ενός εκατοστού του μέτρου. Εφθάσαμεν ακόμη και ευρισκόμεθα εις την πορείαν προς την πανθρησκείαν, δια της οποίας επιδιώκεται η εξαφάνισις της Ορθοδοξίας. Η υποστήριξις του Οικουμενισμού, ακόμη και από ορθοδόξους εκκλησιαστικούς ηγέτας, συντομεύει την πορείαν αυτήν προς την πανθρησκείαν.

Η ψευδοαγία Σύνοδος

Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, παραδόξως και σκανδαλωδώς, η εν Κρήτη Σύνοδος , κατ’ ουσίαν, Προκαθημένων ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών (Ιούνιος 2016) εχαρακτηρίσθη ως«αγία», ενώ εις την πραγματικότητα ήτο μία ψευδοαγίαΣύνοδος, διότι, όχι μόνον δεν κατεδίκασε την παναίρεσιν του Οικουμενισμού, αλλά ενίσχυσε τον Οικουμενισμόν με την παραδοχήν ότι ο κακόδοξος και αιρετικός Παπισμός, καθώς και όλαι αι παραφυάδες του ασχέτου προς τον πραγματικόν Χριστιανισμόν Προτεσταντισμού είναι «εκκλησίαι». Η Σύνοδος αυτή έπρεπε να αποφανθήαυθεντικώς ότι ο Παπισμός είναι εις συρφετός αιρέσεων και ο Προτεσταντισμός έχει αρνηθή τον πραγματικόνΧριστιανισμόν.
Επί τη ευκαιρία, δια την αμφιλεγομένην, αντιλεγομένην και σφοδρώς κατηγορουμένην αυτήν Σύνοδον, θέτω και το θέμα της μη δημοσιοποιήσεως, ως έχω αντιληφθή, του οικονομικού απολογισμού δαπανών οργανώσεως και λειτουργίας αυτής της Συνόδου. Επιβάλλεται να γνωστοποιηθούν τα εξής: Πόσον χρηματικόν ποσόν συνεκεντρώθη, από ποίας συγκεκριμέναςπηγάς προήλθε το ποσόν αυτό, πόσα χρήματα διετέθησαν, ποίον το υπόλοιπονχρηματικόν ποσόν και που διετέθη το υπόλοιπον αυτό ποσόν.

Να ισχύση η Πατερική αυστηρότης

Το καταχθόνιον σύνθημα ότι δεν είναι σημαντικαί αι διαφοραί μεταξύ της Ορθοδοξίας και των κακοδόξων και αιρετικών ομολογιών είναι εφεύρημα του Διαβόλου και δι' αυτό η σύγχρονος αντιαιρετική κριτική επιβάλλεται να γίνεται με την σχετικήν Πατερικήν αυστηρότητα. Ιδού δύο τοιαύτα παραδείγματα. Τον Πάπαν να καταράσθεείπεν ο ιερομάρτυς και εθνομάρτυς άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Ο δε άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς είπε και αυτός ότι εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου Γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: Του Αδάμ, του Ιούδα και του ΠΑΠΑ.
Ναι μεν εν αγάπη πρέπει να γίνεται ο έλεγχος των αιρετικών, αλλά μετά αυθεντικής παρρησίας και δυνάμεως πολλής. Ουδεμία συγκατάβασις εις τα της Πίστεως. Ως προς τους διαλόγους, η Ορθοδοξία δεν φοβείται τον οιονδήποτε διάλογον. Ο Θεός έκαμε διάλογον και με τον Διάβολον (οι πειρασμοί του Κυρίου, η περίπτωσις του Ιώβ κ.α.). Όμως, η Ορθοδοξία διαλέγεται, όχι ως αναζητούσα, αλλ' ως έχουσα και προβάλλουσα την πλήρη, ακεραίαν και ανόθευτον Θείαν Αλήθειαν της μοναδικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ- ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε πρὸς οὐρανίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον τὸ σκῆνός σου ὅσιε. Σὺ γὰρ ἐν τῇ Ἀσία ὡς αἰχμάλωτος ἤχθης, ἔνθα καὶ ὠκειώθης τῷ Χριστῷ Ἰωάννη. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Σάββατο 26 Μαΐου 2018

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΟΓΙΑΤΖΗ: ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 660/2018 ΤΟΥ ΣΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΟΓΙΑΤΖΗ
Θεολόγου Καθηγητή του 3ου ΓΕΛ Υμηττού,
Γραμματέα του Εποπτικού Συμβουλίου της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 660/2018 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

Είναι γνωστό ότι εδώ και κάποιες δεκαετίες εξελίσσεται η προσπάθεια της υποβάθμισης και της ουσιαστικής κατάργησης του μαθήματος των Θρησκευτικών στο ελληνικό σχολείο.
Το έργο αυτό έχει αναλάβει μια φαινομενικά ετερόκλητη συμμαχία, αριστερών, κεντρώων και δεξιών οπαδών του κοσμοπολιτισμού και της αποδόμησης των εθνικών παραδόσεων, που εργάζεται εντατικά για να αποδυναμώσει τους πυλώνες της ελληνικής ταυτότητας, την ελληνική ιστορική και ορθόδοξη συνείδηση και τη γλώσσα. Οι κατά τα άλλα ιδεολογικοί και πολιτικοί αντίπαλοι, ομονοούν όταν με πάθος επιτίθενται στα θέσμια του έθνους, άλλοι με την ταυτότητα του αριστερού, άλλοι ως ευρωπαϊστές και κάποιοι ως ανανεωτές και εκσυγχρονιστές[1].

Στην ανίερη αυτή σύναξη αυτή προχώρησαν, δυστυχώς, εδώ και κάποια χρόνια, μερικοί θεολόγοι και ορισμένοι αρχιερείς.Τα κίνητρα των νεόκοπων αυτών μελών δεν είναι της παρούσης να αναλυθούν, όμως η ιδεολογική τους ταύτιση και συμπόρευση με τους αποδομητές, παρά τις φαιδρές αντιπαραθέσεις για τα μάτια του κόσμου, έχει πια αποκαλυφθεί και προκαλεί θλίψη και αγανάκτηση σε κάθε πολίτη που αγαπά και νοιάζεται για την Εκκλησία και την πατρίδα.
Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση 660/2018 που κατήργησε το ισχύον πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών αποτελεί μια σημαντική νίκη στον αγώνα για την αποτροπή της υποβάθμισης και της διάλυσης του. Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε και θα σχολιάσουμε τα βασικά σημεία της αποφάσεως και εκτενέστερα τις απόψεις της μειοψηφίας του ΣτΕ.


Α. ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ

Τα κυριότερα σημεία του σκεπτικού είναι τα εξής:
1. Βασικό στοιχείο της συνταγματικής παράδοσης της Ελλάδος είναι η επίκληση της Αγίας Τριάδος και η αναφορά στο πραγματικό γεγονός της επικρατούσας θρησκείας δηλαδή της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας.
2. Η έννοια της πρόβλεψης του αρ. 16, παρ. 2,  είναι η καλλιέργεια της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, δηλαδή της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Αυτό συνάγεται:
α. Από το πραγματικό γεγονός της επικρατούσας θρησκείας.
β. Από την εφαρμογή του παραπάνω άρθρου του Συντάγματος του 1975 στους νόμους που ακολούθησαν την ψήφισή του. Συγκεκριμένα οι βασικοί νόμοι της εκπαίδευσης 309/1976 και 1566/1985 (που ισχύει μέχρι σήμερα) ορίζουν ως σκοπό της παιδείας την καλλιέργεια της ορθόδοξης συνείδησης.
γ. Από το συνδυασμό της πρόνοιας του Συντάγματος με την πρόβλεψη του άρθρου 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης  της Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα (ΕΣΔΑ) που κατοχυρώνει το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν την εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Συνεπώς η ερμηνεία του άρ. 16 παρ. 2 του Συντάγματος κατά την πρόσφατη και παλιότερη νομολογία δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Όπως τονίζουν ορισμένοι δικαστές της πλειοψηφίας «η έννοια του ιερού ως έγκυρης πρότασης νοηματοδότησης του βίου εμφανίζεται ιστορικά στην Ελλάδα με τη χριστιανική ορθοδοξία».
3. Η θρησκευτική συνείδηση γεννάται και διαμορφώνεται σταδιακά, πριν από την έναρξη της σχολικής ζωής, στους κόλπους της οικογένειας. Κατά συνέπεια σκοπός της παιδείας είναι η ανάπτυξη της ήδη δεδομένης συνείδησης. Η προσπάθεια αλλοίωσης και κλονισμού της συνείδησης αυτής «συνιστά μορφή ομαδικού προσηλυτισμού ιδιαιτέρως σοβαρή».
4. Το μάθημα των Θρησκευτικών απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους μαθητές και όχι στους ετερόδοξους αλλόδοξους ή άθεους, οι οποίοι διατηρούν το δικαίωμα της απαλλαγής, εφόσον το επιθυμούν. Για τους Ρωμαιοκαθολικούς, Ιουδαίους και Μουσουλμάνους μαθητές προβλέπεται διδασκαλία του οικείου δόγματος (ν. 4386/2016). Το δικαστήριο σημειώνει σχετικά ότι «σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της ισότητος (άρθρο 4 παρ. 1 του Σ/τος) και τις διατάξεις των άρθρων 9 και 14 της ΕΣΔΑ και της παρ. 1 του ΠΠΠ αυτής, το Κράτος δεν μπορεί ρυθμίζοντας το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών, να στερήσει από τους μαθητάς που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία το δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζει σε μαθητάς που ανήκουν σε άλλες θρησκείες, να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεώς των (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών)». Η διάκριση αυτή παραβιάζει κάθε έννοια δικαίου και εισάγει διαφορετική μεταχείριση των ορθοδόξων και ετεροδόξων μαθητών.
5. Η προστασία του δικαιώματος των γονέων να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις εκτείνεται σε όλο το φάσμα των μαθημάτων, όπου οι θρησκειολογικές και φιλοσοφικές αναφορές δεν πρέπει να έχουν χαρακτήρα κατηχητικό ή προσηλυτιστικό σε κάποια άλλη θρησκεία ή ιδεολογία.
6. Το ισχύον πρόγραμμα δεν υπηρετεί τους σκοπούς που το Σύνταγμα θέτει γιατί: α. Είναι ελλιπές κατά το περιεχόμενο. β. Η διδασκαλία του Χριστιανισμού δεν είναι αυτοτελής, αμιγής και διακριτή σε σχέση με αυτή των άλλων δογμάτων και θρησκειών και γ. δεν είναι επαρκής από την άποψη του χρόνου που διατίθεται. Δηλαδή το δικαστήριο διαπιστώνει την ακαταλληλότητα της θεματικής διάρθρωσης που έχει ως αποτέλεσμα τη σύγχυση και την αποδυνάμωση της συνοχής της διδασκαλίας της ορθόδοξης πίστης. Σχετικά η ελάσσων πλειοψηφία διαπιστώνει στο σκεπτικό της ότι στο πρόγραμμα κυριαρχεί η θρησκειολογική ενημέρωση και ως εκ τούτου παραβιάζεται η υποχρέωση της μετάδοσης «του βιώματος του ιερού αντλουμένου, κατά πρόσφορο τρόπο, από τη χριστιανική ορθοδοξία».
7. Για το ζήτημα των απαλλαγών τόσο η πλειοψηφία, όσο και η μειοψηφία του δικαστηρίου αναγνωρίζουν το δικαίωμα αυτό μόνο στους ετερόδοξους, τους αλλόδοξους και τους άθεους και θεωρούν θεμιτή την αποκάλυψη του θρησκεύματος για την άσκηση του δικαιώματος αυτού.

Β. ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ

Η μειοψηφία του Δικαστηρίου, 5 στους 20 δικαστές, προβάλλει ορισμένα από τα γνωστά επιχειρήματα των αντιπάλων του μαθήματος, τα οποία θα σχολιάσουμε εκτενέστερα στη συνέχεια:
1. Οι μειοψηφήσαντες δικαστές υποστηρίζουν ότι η προμετωπίδα του Συντάγματος και η πρόβλεψη για την επικρατούσα θρησκεία δεν επηρεάζουν το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και δεν υπονοούν προνομιακή μεταχείριση των ορθοδόξων ως προς αυτό. Και τα δύο αυτά είναι σωστά, αλλά δεν έχουν σχέση με την υπόθεση που συζητείται.
Οι ίδιοι ερμηνεύουν το άρ. 16 παρ. 2 με διαφορετικό τρόπο και σημειώνουν ότι ως “ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως” νοείται η εξοικείωση των μαθητών με το θρησκευτικό φαινόμενο στην ιστορική του πορεία και στη σύγχρονη πραγματικότητα, με έμφαση βεβαίως στην παρουσίαση των διδαγμάτων και των αρχών της Ορθοδοξίας, δηλαδή της “επικρατούσας” θρησκείας με την προεκτεθείσα έννοια».
Η θέση αυτή της μειοψηφίας για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης έχει διατυπωθεί, εδώ και πολλά χρόνια, από συνταγματολόγους του κεντροαριστερού χώρου, όπως οι Δ.Τσάτσος, Γ.Κουμάντος και Γ. Σωτηρέλλης και επαναλαμβάνεται από τους υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ[2]. Πέρα από τις απόψεις της πλειοψηφίας που παραθέσαμε προηγουμένως και συνιστούν την ορθή ερμηνεία του Συντάγματος, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το «θρησκευτικό φαινόμενο» είναι μια έννοια γενική της οποίας η πραγματική έκφραση είναι τα διάφορα θρησκεύματα. Προφανώς, η «εξοικείωση» με μια ποικιλία θρησκευμάτων και ηθικών συμπεριφορών νοείται όχι μόνο ως γνωστική, αλλά και βιωματική. Όπως, όμως, υποστηρίζει η επικρατούσα σήμερα επιστημονική θεώρηση, οι θρησκείες είναι διακριτά και αυτόνομα συστήματα που συγκροτούνται από δόγματα και διδασκαλίες, διηγήσεις, λατρευτικές πράξεις, έθιμα, καλλιτεχνικά έργα, καθημερινές συνήθειες, ηθικές εντολές και συνοπτικά από ποικίλες μορφές ζωής. Επιπλέον σε όλες τις μεγάλες θρησκείες υπάρχουν, όπως και στον Χριστιανισμό, κλάδοι και σχολές με αποκλίνουσες και σε μερικές περιπτώσεις διαμετρικά αντίθετες διδασκαλίες και ηθικές πρακτικές. Με βάση τη διαπίστωση αυτή εξοικείωση, γνωστική και βιωματική, με μια θρησκεία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ένταξη του ατόμου στον κόσμο της και οπωσδήποτε δεν μπορεί να είναι αντικείμενο σχολικού μαθήματος η εξοικείωση με πολλές διαφορετικές θρησκείες και τις παραλλαγές τους. Το εγχείρημα αυτό, το οποίο προτείνει η μειοψηφία του Σ.τ.Ε. στηρίζοντας το ισχύον πρόγραμμα, είναι επιστημονικά και παιδαγωγικά απαράδεκτο και το μόνο αποτέλεσμα που έχει είναι η πρόκληση σύγχυσης και κλονισμού στους μαθητές και η υποβάθμιση χρονικά και ουσιαστικά της διδασκαλίας της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ορθή επιστημονικά και παιδαγωγικά μέθοδος είναι για το ελληνικό σχολείο, η διδασκαλία του ορθόδοξου χριστιανικού βιώματος του ιερού που συμπληρώνεται με τη μετάδοση αξιόπιστων γνώσεων και πληροφοριών για τις άλλες θρησκείες και φιλοσοφικές θεωρήσεις (θρησκευτικός γραμματισμός-μάθηση για τη θρησκεία), με κύριο στόχο τη γνωριμία, την αλληλοκατανόηση και την ειρηνική συνύπαρξη με τους πιστούς τους και σε ένα δεύτερο επίπεδο την ενθάρρυνση της συνεργασίας σε κοινές δραστηριότητες για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων.
2. Παρατηρούν, επίσης, ότι «η ανάπτυξη της “εθνικής συνειδήσεως” κατά το Σύνταγμα δεν εξαρτάται από την ανάπτυξη “θρησκευτικής συνειδήσεως” ούτε από την πίστη σε συγκεκριμένο θρήσκευμα, διότι ελληνική εθνική συνείδηση απολύτως θεμιτώς μπορεί να έχουν και όσοι ασπάζονται διαφορετικό ή δεν ασπάζονται κανένα θρήσκευμα». Αν έτσι συμβαίνει θα πρέπει να διερωτηθούμε ποιά είναι τα κριτήρια της ελληνικότητας και πώς μπορεί αυτά να διαχωριστούν από την ορθόδοξη παράδοση. Γιατί οι δικαστές αυτοί, ενώ ορθά αποδέχονται ότι «ως ανάπτυξη της “εθνικής συνείδησης” νοείται η συνειδητοποίηση της συμμετοχής στην εθνική κοινότητα που προσδιορίζεται διαχρονικά ως ελληνική με πολιτιστικά και γλωσσικά κριτήρια», αρνούνται το ίδιο για τη θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων και ζητούν αυτή να αναπτυχθεί και να καλλιεργηθεί με την «εξοικείωση» με πολλές διαφορετικές θρησκείες και πολιτισμούς και όχι με τη συνειδητοποίηση της μετοχής στην οικεία θρησκευτική κοινότητα, της οποίας, άλλωστε οι μαθητές είναι ενεργά μέλη;
3. Η μειοψηφία υποστηρίζει, ακόμα, ότι το «Κράτος κατά την παροχή της εκπαίδευσης, περιλαμβανομένου του μαθήματος των θρησκευτικών, που απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και όχι μόνον σε ορθοδόξους μαθητές δεν επιτρέπεται να επιβάλλει συγκεκριμένη “κοσμοθεωρία” ως την μόνη αποδεκτή ή αληθινή, αλλά οφείλει τηρώντας την αρχή της ουδετερότητας, να δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε οι μαθητές να διαμορφώσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους και να επιλέξουν κριτικά την κοσμοαντίληψη της αρεσκείας τους». Απορούμε σε ποιά χώρα του κόσμου και σε ποιό εκπαιδευτικό σύστημα δεν διδάσκονται κοσμοθεωρίες, αξίες και συμπεριφορές ως μόνες αληθινές ή τουλάχιστον οι καλύτερες σε σύγκριση με άλλες. Στους στόχους της εκπαίδευσης δεν συμπεριλαμβάνεται και η καλλιέργεια δημοκρατικής συνείδησης; Οι δημοκρατικές αξίες δεν προβάλλονται ως οι μόνες αποδεκτές; Μήπως οι μαθητές εξοικειώνονται με τις φασιστικές και τις ναζιστικές, τις κομμουνιστικές και τις ολιγαρχικές αξίες και μετά καλούνται να επιλέξουν κριτικά την κοσμοαντίληψη της αρεσκείας τους; Ένας μαθητής με ρατσιστικές ιδέες και συμπεριφορά γίνεται ανεκτός ή μήπως αποδοκιμάζεται ή και τιμωρείται στο σχολείο;  Όταν οι μαθητές διδάσκονται την πίστη στην πατρίδα και το σεβασμό στη σημαία τηρείται η αρχή της ουδετερότητας; Υπάρχει ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός Ελλήνων πολιτών που εμφορούνται από διαφόρων αποχρώσεων αντιδημοκρατικές αντιλήψεις. Άλλοι απεχθάνονται την αξία της πατρίδας και καίνε τις σημαίες. Μήπως οι απόψεις τους διδάσκονται στο σχολείο παράλληλα με τις δημοκρατικές και πατριωτικές αξίες;
Αλλά και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ υποθ. Kjeldsen,  7.12.1996, σκ. 53) αναγνωρίζεται ότι «στην πράξη είναι πολύ δύσκολο για πολλά από τα μαθήματα που διδάσκονται, να μην έχουν, λιγότερο ή περισσότερο, αποχρώσεις και επιρροές φιλοσοφικού χαρακτήρα. Το ίδιο ισχύει και για το θρησκευτικό χαρακτήρα, αν λάβει κανείς υπόψη την ύπαρξη θρησκειών που συγκροτούν ένα ευρύ σύνολο δογματικών και ηθικών οντοτήτων, που έχει ή μπορεί να έχει απαντήσεις σε κάθε ερώτηση φιλοσοφικής, κοσμολογικής ή ηθικής φύσεως».
4. Στη συνέχεια της προηγούμενης άποψης οι δικαστές της μειοψηφίας υποστηρίζουν ότι: «Το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις που προαναφέρθηκαν ουδόλως υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών αμιγώς ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα, διότι τούτο θα ισοδυναμούσε όχι με ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης με την προεκτεθείσα έννοια, αλλά με “επιβολή θρησκευτικής συνείδησης” συγκεκριμένου περιεχομένου, όπερ αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το Κράτος και ματαιώνουν το δικαίωμα του μαθητή να επιλέξει και να διαμορφώσει κριτικά ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς του και της αντίληψής του για τον κόσμο και τον άνθρωπο». Όπως, όμως, παρατηρεί το σκεπτικό της πλειοψηφίας ο χώρος γέννησης της θρησκευτικής συνείδησης δεν είναι το σχολείο αλλά η οικογένεια. Επομένως, είναι παράλογο το επιχείρημα ότι το ορθόδοξο μάθημα στο σχολείο «επιβάλλει» θρησκευτική συνείδηση στους βαπτισμένους χριστιανούς. Εξάλλου, όσοι απομακρύνονται από την Εκκλησία ή ανήκουν σε άλλες θρησκευτικές κοινότητες ή είναι άθεοι διατηρούν το δικαίωμα της απαλλαγής, που προστατεύει τη θρησκευτική τους ελευθερία. Γιατί, όμως, οι δικαστές δεν εξηγούν πως γίνεται να είναι κακή η «επιβολή συνείδησης» για τους ορθόδοξους και καλή για τις τρεις άλλες θρησκευτικές κοινότητες; Σε ποιο κράτος του κόσμου υπάρχει διπλό καθεστώς διδασκαλίας των θρησκευτικών;
Οι ίδιοι, ως επιφανή μέλη της ελληνικής κοινωνίας, όφειλαν να γνωρίζουν ότι το ορθόδοξο  μάθημα των Θρησκευτικών είναι πλουραλιστικό και καλλιεργεί την κριτική σκέψη, αφού η μέθοδος και ο τρόπος διδασκαλίας του, έτσι όπως στοιχειοθετείται και προσφέρεται στα μαθήματα της Γενικής Παιδαγωγικής και της Διδακτικής των Θρησκευτικών, στις αποκλειστικά αρμόδιες για την κατάρτιση των καθηγητών Θεολογικές μας σχολές, δεν έχει καμιά σχέση με οποιαδήποτε λογική κατηχητισμού ή δογματικού διαποτισμού ή με πρακτικές επιβολής συγκεκριμένων θρησκευτικών δοξασιών[3]. Οι διδάσκοντες το μάθημα διέπονται από το ήθος του διαλόγου και της ανοιχτής συνείδησης[4], όπως επιβάλλεται σε ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα.
5.Σε συνέχεια των προηγουμένων σκέψεων η μειοψηφία υποστηρίζει ότι «ναι μεν οι κείμενες διατάξεις παρέχουν την δυνατότητα εξαίρεσης του μαθητή από μάθημα που αντίκειται στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ή τις πεποιθήσεις των γονέων του, πλην η άσκηση της δυνατότητας αυτής αποτελεί έσχατο μέσο διότι δημιουργεί στεγανά μεταξύ των μαθητών και ενισχύει το αίσθημα του αποκλεισμού εις βάρος του ομαδικού πνεύματος που πρέπει να καλλιεργεί το σχολείο, της ενσωμάτωσης στο σχολικό περιβάλλον και της κοινωνικοποίησης του παιδιού (ΕΔΔΑ προαναφερθείσα απόφαση Osmanoglu, σκ.103). Ακριβώς αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί ένα μάθημα θρησκευτικών πολυφωνικό και αξιολογικά ουδέτερο κατά τα εκτεθέντα». Η ασαφής αυτή παράγραφος μπορεί να έχει δύο ερμηνείες: α. Ότι οι απαλλαγές πρέπει να καταργηθούν. Αυτό όμως δεν είναι δυνατό, όπως έχει επανειλημμένα αποφασίσει το ΕΔΔΑ και γι’αυτό δεν προτείνουν την κατάργησή τους. β. Ότι με το ισχύον πρόγραμμα θα μειωθούν οι απαλλαγές. Πώς όμως θα γίνει αυτό, αφού το διαθρησκειακό μάθημα δεν μπορεί, ως ουδέτερο, να είναι υποχρεωτικό ούτε για τους ορθόδοξους;
6. Η πρόταση των δικαστών είναι «ένα μάθημα θρησκευτικών πολυφωνικό και αξιολογικά ουδέτερο». Το ορθόδοξο μάθημα είναι πολυφωνικό, αλλά δεν είναι αξιολογικά ουδέτερο, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει αξιολογικά ουδέτερο μάθημα. Είναι φανερό ότι στις παραπάνω σκέψεις οι μειοψηφίσαντες δικαστές αντιφάσκουν χαρακτηριστικά. Από τη μια αποφαίνονται ότι το μάθημα πρέπει να είναι «ουδέτερο» και από την άλλη παραβλέπουν ότι οι προσδοκώμενες επάρκειές του υποχρεώνουν τους μαθητές να υποστούν μια κοσμική ιδεολογική και ηθική αγωγή με στόχο τη διαμόρφωση μιας συγκρητιστικής οικουμενικής συνείδησης. Η αγωγή του μαθήματος αυτού, το οποίο επιπλέον διδάσκεται αποκλειστικά με βιωματικές μεθόδους, πραγματοποιείται με τη διαθρησκειακή μέθοδο, με την οποία τα παιδιά βρίσκονται αντιμέτωπα με ένα νεφέλωμα σκόρπιων ιδεών, εννοιών και πρακτικών από διάφορες θρησκείες, των οποίων τις διδασκαλίες και τις πρακτικές  καλούνται να αφομοιώσουν, να αξιολογήσουν και να βρουν απαντήσεις σε δικά τους υπαρξιακά και ηθικά ερωτήματα. Με άλλα λόγια οι μαθητές ασχολούνται με πολλές θρησκείες και στη συνέχεια καλούνται να αναπτύξουν τη δική τους «προσωπική» θρησκεία. Όπως είναι φανερό το ισχύον μάθημα όχι μόνο δεν είναι ουδέτερο, αλλά βασίζεται σε ιδεολογικές αρχές και αξίες που αντιστρατεύονται τη χριστιανική διδασκαλία και επομένως συνιστά σοβαρή περίπτωση προσηλυτισμού σε μια αντιχριστιανική σχετικιστική κοσμική ιδεολογία και πρόταση ζωής.
Ένα σύγχρονο ελληνικό μάθημα Θρησκευτικών δεν μπορεί να έχει σχέση τον συγκρητισμό, τον σχετικισμό και τον μηδενισμό, που καλλιεργείται με την ισοπεδωτική και ουδέτερη διαθρησκειακή  διδασκαλία, αλλά αποσκοπεί στο να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε ο μαθητής, αφού αναπτύξει και διαμορφώσει πρωτίστως τις δικές του πεποιθήσεις και αξίες, να μπορεί να αξιολογεί, να κρίνει, και να διαλέγεται με άλλες θρησκευτικές, ηθικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις και στάσεις ζωής. Το μάθημα μέσω του διαλόγου αποκρούει τόσο τη σχετικοκρατία όσο και τον φονταμενταλισμό και παρέχει στους μαθητές τα κατάλληλα εφόδια για να μπορέσουν να αναπτύξουν, στο σύγχρονο πλουραλιστικό περιβάλλον, τη δική τους προσωπικότητα και τη δική τους συνείδηση ταυτότητας.
7. Στις απόψεις της μειοψηφίας δεν αποφεύγεται η συνηθισμένη στην ιδεολογική συμμαχία διαστρέβλωση της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Συγκεκριμένα, παραπέμπουν αποσπασματικά στην απόφαση Kjeldsen γράφοντας: «Ειδικότερα, το πρόγραμμα θρησκευτικής εκπαίδευσης μπορεί μεν να περιλαμβάνει “πληροφορίες ή γνώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα” πλην η μετάδοσή τους πρέπει να είναι “αντικειμενική, κριτική και πλουραλιστική” και να μην επιδιώκει “κατηχητικό σκοπό” (ΕΔΔΑ7.12.1996, Kjeldsen,σκ. 53). Όμως, ολοκληρωμένο το παραπάνω παραθέμα αναδεικνύει ένα διαφορετικό νόημα: «Το κράτος για να εκπληρώσει την εκπαιδευτική του αποστολή πρέπει να φροντίζει ώστε οι πληροφορίες ή οι γνώσεις που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα να μεταδίδονται με ένα τρόπο κριτικό, πολυφωνικό και αντικειμενικό. Τo κράτoς απαγορεύεται να προωθεί ένα κατηχητικό σκοπό, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι δε σέβεται τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων». Όπως είναι φανερό, η παράγραφος αυτή δεν αναφέρεται σε κατήχηση στο μάθημα των Θρησκευτικών, αλλά στα υπόλοιπα μαθήματα, αφού η υπόθεση Kjeldsen για την οποία γίνεται λόγος αφορά τη διδασκαλία του μαθήματος της Σεξουαλικής αγωγής στη Δανία[5].
8. Τέλος, στο σκεπτικό της μειοψηφίας δεν γίνεται καθόλου λόγος για την παραβίαση της αρχής της ισότητας σε βάρος των ορθοδόξων μαθητών.Η σιωπή αυτή είναι εύλογη, γιατί η αντίφαση με τις προτάσεις της για το μάθημα είναι κραυγαλέα. Αν, δηλαδή, στα Θρησκευτικά πρέπει να τηρείται η αρχή της ουδετερότητας, τότε γιατί διδάσκεται στους Καθολικούς ο Ρωμαιοκαθολικισμός, στους Εβραίους ο Ιουδαϊσμός και στους Μουσουλμάνους ο Ισλαμισμός, ενώ στους Ορθόδοξους ο συγκρητισμός της «οικουμενικής συνείδησης»; Προφανώς η αρχή της δήθεν ουδετερότητας εφαρμόζεται μόνο για τους ορθόδοξους πολίτες και λειτουργεί ως πρόσχημα για  την παραβίαση των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας και ως μέσο επιβολής της αθεϊστικής ιδεολογικής ατζέντας του ισοπεδωτικού των συνειδήσεων κοσμοπολιτισμού.

Γ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι κοινωνικές, πολιτικές και εκπαιδευτικές επιπτώσεις της απόφασης 660/2018 του ΣτΕ είναι ιδιαίτερα σημαντικές σε πολλά επίπεδα:
1. Η κατοχύρωση του μαθήματος και της εργασίας των Θεολόγων Καθηγητών.
Σύμφωνα με την απόφαση:
α. Το μάθημα είναι υποχρεωτικό για τους ορθόδοξους μαθητές και το παρακολουθούν και όσοι άλλοι το επιθυμούν.
β. Πρέπει να διδάσκεται επί ικανό αριθμό ωρών.
γ. Δικαίωμα απαλλαγής έχουν οι ετερόδοξοι, οι αλλόδοξοι και οι άθεοι.
Αντίθετα με το ισχύον πρόγραμμα:
α. Το μάθημα, ως ουδέτερο-διαθρησκειακό είναι στην ουσία προαιρετικό, αφού όλοι οι μαθητές (και οι ορθόδοξοι) έχουν δικαίωμα απαλλαγής[6].
β. Οι ώρες του μαθήματος μπορούν να μειώνονται κατά τη βούληση του Υπουργού, όπως συνέβη με τη μείωση των ωρών στο Δημοτικό από τον Ν. Φίλη.
γ. Τα θρησκευτικά δεν είναι κανονικό μάθημα, αφού δεν έχουν εγχειρίδια, διδακτέα και εξεταστέα ύλη και γι’αυτό σε τυχόν επαναφορά ενός πανελλαδικού συστήματος εξετάσεων, τύπου τράπεζας θεμάτων, θα περιθωριοποιηθούν και σταδιακά, σε συνδυασμό με τις ελεύθερες απαλλαγές,  θα εξαφανιστούν.
Όπως αβίαστα συνάγεται ο ορθόδοξος προσανατολισμός είναι ο μόνος που μπορεί να κατοχυρώσει την ισχυρή θέση του μαθήματος στο ελληνικό σχολείο και συνακόλουθα τη θέση των Θεολόγων Καθηγητών. Όσο για το επαναλαμβανόμενο παραμύθι, ότι δήθεν, ως διαθρησκειακό, το μάθημα μπορεί να είναι υποχρεωτικό για όλους, αυτό κατέρρευσε με την εφαρμογή του ισχύοντος προγράμματος, όπως και τα υπόλοιπα παραμύθια του ΣΥΡΙΖΑ.

2. Οι κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις.
Με την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου επαναβεβαιώθηκε η βούληση του ελληνικού λαού σχετικά με το περιεχόμενο της ελληνικής παιδείας. Όπως γράφαμε σε προηγούμενο κείμενο μας για το, τότε πιλοτικό, πρόγραμμα σπουδών: «Η εισαγωγή αυτού του τύπου της θρησκευτικής παιδείας στην Ελλάδα είναι αντίθετη, όχι μόνο με τις συνταγματικές και νομικές πρόνοιες για τον χαρακτήρα του μαθήματος, αλλά και με τη θρησκευτική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας μας. Ο κύριος σκοπός της ελληνικής θρησκευτικής παιδείας είναι σήμερα, και πρέπει να συνεχίσει να είναι, η καλύτερη γνωριμία και η βιωματική προσέγγιση των μαθητών/τριών με την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία και πρόταση ζωής και η παρουσίαση στους νέους μας της συμβολής της Εκκλησίας στην ιστορία, τον πολιτισμό, τη διαμόρφωση της ταυτότητας και της ατομικής και κοινωνικής ζωής των Ελλήνων. Κι αυτό γιατί η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση είναι η ζωντανή πίστη της πλειοψηφίας των Ελλήνων και όχι απλά η πολιτισμική τους παράδοση. Συνεπώς η διδασκαλία των Θρησκευτικών στο σχολείο, στους μαθητές που είναι Ορθόδοξοι και σε όσους άλλους το επιθυμούν, είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής παιδείας και αγωγής, ως βασικός συντελεστής της διαμόρφωσης της ταυτότητας και της ιδιοπροσωπία τους»[7].
Το προηγούμενο ορθόδοξο πρόγραμμα παρακολουθούσε η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών, ενώ οι περισσότερες από τις λίγες απαλλαγές ήταν προσχηματικές. Αυτό και μόνο το γεγονός αποδεικνύει ότι το μάθημα ήταν ανοιχτό και πλουραλιστικό, χωρίς να χάνει τον ορθόδοξο χριστιανικό προσανατολισμό του. Επιπρόσθετα, η τάση που επικρατεί σήμερα στη νομολογία του ΕΔΔΑ τονίζει ότι η φιλελεύθερη ισορροπία και η ουδετερότητα του κράτους απέναντι στις θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν εξασφαλίζεται με την επιβολή της αθεϊστικής ουδετερόθρησκης ιδεολογίας πάνω στις υπόλοιπες θρησκευτικές αντιλήψεις και μάλιστα στις πεποιθήσεις της πλειοψηφίας του λαού. Ο πλουραλισμός δεν εξασφαλίζεται με την απαγόρευση της προβολής των θρησκευτικών πεποιθήσεων, αλλά αντίθετα με τη διευκόλυνση της έκφρασής τους στο Δημόσιο σχολείο[8].Συνεπώς, η απόφαση του ΣτΕ όχι μόνο δεν αποτελεί οπισθοδρόμηση, αλλά μας εναρμονίζει με τις τελευταίες εξελίξεις του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτές εκφράστηκαν από το δικαστήριο του Στρασβούργου, βάσει των οποίων το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της ατομικής θρησκευτικής συνειδήσεως του κάθε παιδιού ανήκει στους γονείς και στο ίδιο και όχι στο κράτος, στα κόμματα,  στις ιδεολογίες ή στους «προοδευτικούς»και μη πανεπιστημιακούς.

Η απόφαση 660/2018 του ΣτΕ επιβεβαίωσε την προηγούμενη νομολογία του, δηλ. τις αποφάσεις 3356/1995 και 2176/1998, καθώς και την απόφαση 115/2012 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων. Για πρώτη φορά σε ολομέλεια και με μεγάλη πλειοψηφία 20 προς 5, απέρριψε τις παρερμηνείες του Συντάγματος των «προοδευτικών» συνταγματολόγων, πολιτικών και θεολόγων και επιβεβαίωσε ως υποχρεωτικό το ορθόδοξο θεολογικό μάθημα των Θρησκευτικών. Κατανοούμε την ταραχή των αποδομητών. Θλιβερές καρικατούρες του χρεοκοπημένου «προοδευτισμού» κατηγορούν και υβρίζουν, ενώ συγχρόνως αρνούνται την εφαρμογή της αποφάσεως, δηλαδή τη νομιμότητα. Έτσι αποκαλύπτονται σε όλους ως εχθροί του λαού και της δημοκρατίας, απομεινάρια ενός  ιδεοληπτικού παρελθόντος που έφερε τη χώρα στο σημερινό της αδιέξοδο. Μαζί τους και οι μηδίσαντες ιεράρχες συνεχίζουν, μοιραίοι και άβουλοι, το «διάλογο» για το καταργημένο πρόγραμμα και τα παιχνίδια εξουσίας. Στους τελευταίους ταιριάζουν οι στίχοι από την προφητεία Ιεζεκιήλ (κεφ. 34), τους οποίους ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης επέλεξε ως προοίμιο στο πάντοτε επίκαιρο διήγημα του «Η επίσκεψις του Αγίου Δεσπότη»: «Τάδε λέγει Κύριος Κύριος. Ὦ ποιμένες Ἰσραήλ. Μὴ βόσκουσι ποιμένες ἑαυτούς; οὐχὶ τὰ πρόβατα βόσκουσιν οἱ ποιμένες;» (Ακούστε τι λέει ο Κύριος ο Θεός: Αλίμονο σ΄ εσάς ποιμένες των Ισραηλιτών, που τρέφετε τον εαυτό σας! Δε θα έπρεπε οι ποιμένες να τρέφουν τα ποίμνια;).





[1] Χαρακτηριστικό των ιδεολογικών αυτών ταυτίσεων είναι το πρόσφατο (22/4/2018) σχόλιο του «φιλελεύθερου» δημοσιογράφου Σ. Κασιμάτη, με τίτλο «Είναι η Ελλάδα»http://www.kathimerini.gr/955222/opinion/epikairothta/politikh/otan-h-vlakeia-symferei.. ««Μεσαιωνική» έκρινε την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ο Ν. Φίλης, με την οποία ανατρέπονται οι αλλαγές που είχε επιφέρει στον τρόπο διδασκαλίας των Θρησκευτικών. Τι εκπλήσσεται; Αφού μεσαιωνική είναι, ούτως ή άλλως, η Εκκλησία. Αν επιμένει τόσο πολύ στον τρόπο διδασκαλίας των Θρησκευτικών είναι επειδή γνωρίζει ότι μόνον η υποχρεωτική κατήχηση, μεταμφιεσμένη σε μάθημα Θρησκευτικών, μπορεί να συντηρεί την κοσμική εξουσία της. Αν έπαυε η επίδραση της μασκαρεμένης κατήχησης μέσω του σχολείου, μέσα σε μια γενιά η Εκκλησία θα είχε πάρει τη θέση που της αρμόζει σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτεία. Θα είχε αρθεί έτσι το μεγαλύτερο εμπόδιο της χώρας προς τον Διαφωτισμό»
[2]Βλ Δ. Βογιατζή, «Θρησκευτικών απολογία»: Πληροφορίες και σκέψεις για τη θέση του μαθήματος στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, Κοινωνία τ. 44 (2002), 341-362 &, 45 (2003), 41-59 και στην ιστ. http://agogi59.blogspot.gr/2013/01/blog-post_4937.html.
[3]Η.Ρεράκη, «Το μάθημα των Θρησκευτικών σήμερα», Κοινωνία (2009), τ.1, 28.
[4]T.Kothmann, Ο μορφωτικός χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση (Ευρωπαϊκό πλαίσιο-Γερμανικό παράδειγμα), 19, στο http://www.pi-schools.gr.
[5] Εξάλλου, στο σκεπτικό της ίδιας απόφασης (Kjeldsenandothersv. Denmark, παρ.53-57) το δικαστήριο απαντώντας στο επιχείρημα των γονέων ότι ανάλογη με την ζητούμενη από αυτούς εξαίρεση από την Σεξουαλική Αγωγή ισχύει για το μάθημα των Θρησκευτικών παρατηρεί: «Πάνω απ’ όλα το Δικαστήριο θεωρεί ότι υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ διδασκαλίας των Θρησκευτικών και της σεξουαλικής εκπαίδευσης. Η πρώτη εξ’ ανάγκης διαδίδει δόγματα (tenets)  και όχι απλές γνώσεις (mereknowledge). Το δικαστήριο κρίνει ότι δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη δεύτερη»
[6] Το μέλλον του μαθήματος, όπως το ονειρεύονται οι αντίπαλοί του, το έχει περιγράψει ο Γ. Καμίνης σε πόρισμα που συνέταξε ως Συνήγορος του Πολίτη (αρ. πρωτ. 3607.02.2.3/7.6.2002) όπου υποστηρίζει ότι «το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος («Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική  … αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης») δημιουργεί υποχρέωση της πολιτείας να παρέχει θρησκευτική εκπαίδευση, όχι όμως και υποχρέωση των πολιτών να την δέχονται. Συνεπώς, κατ’ αρχήν, δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών θα έπρεπε ν’ αναγνωρισθεί ακόμη και στους ορθοδόξους μαθητές».
[7]Δ.Βογιατζή, Κριτικές παρατηρήσεις για το πλαίσιο βασικών άρχων του Νέου πιλοτικού προγράμματος σπουδών των Θρησκευτικών δημοτικού –γυμνασίου, Κοινωνία, τ. 2, (2012), 175-188 και στην ιστ. http://agogi59.blogspot.gr/2013/03/blog-post.html
[8]ΕΔΔΑ, αποφ. 18-3-2011 για τη υποθ. Lautsi and others v. Italy (application no. 30814/06), 41, στην ιστοσελίδα.www.echr.coe.int/echr/en/hudoc.

http://thriskeftika.blogspot.gr

Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: ΑΝ ΤΗΝ ΘΛΙΨΗ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗ!

Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: Αν τη θλίψη σου την κάνεις προσευχή, αν τον πόνο σου δεν τον αφήνεις μέσα σου, αλλά τον κάνεις ανάταση, τότε μεταβάλλεται σε δύναμη! 

Nα αγωνίζεσαι απαλά και χωρίς βία να μεταμορφώσεις τα αμαρτωλά πάθη σε καλά. Οι τρεις 'Ιεράρχες δεν έβλεπαν το κακό και δεν περιγράφουν τον διάβολο. Δεν ασκούσαν βία πάνω τους, ώστε να καταπιέσθει το νευρικό σύστημα. Με απαλό και ερωτικό τρόπο έστρεφαν αβίαστα τον νου τους προς τον Χριστό, και τα άλλα υποχωρούσαν, κι έτσι δεν υπήρχε καμία καταπίεση. Δίνονταν στον Χριστό και όλη ή δυναμικότητά τους πήγαινε εκεί. Δεν έμενε τίποτα για τον αντίθετο. Αν την θλίψη σου την κάνεις προσευχή, αν τον πόνο σου δεν τον αφήνεις μέσα σου, αλλά τον κάνεις ανάταση, τότε μεταβάλλεται σε δύναμη.

ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: ΜΕ ΟΤΙ ΣΧΕΤΙΖΕΣΑΙ ΑΠ' ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΕΠΗΡΕΑΖΕΣΑΙ!

Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: Μὲ ὅ,τι σχετίζεσαι ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ ἐπηρεάζεσαι: ἕνα κακὸ βιβλίο σοῦ κάνει κακό, ἕνα καλὸ βιβλίο σὲ ὠφελεῖ. Κι᾿ ὅταν ἀκόμα δὲν εἶσαι ἕτοιμος νὰ τὸ ἐφαρμόσεις στὴν πράξη, ὅμως ἐπειδὴ τὸ ἐπιθυμεῖς ἐσωτερικά, σιγά-σιγά, μὲ τὸν καιρό, χωρὶς βία καὶ πίεση, ὡριμάζει ἡ ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ καὶ τελικὰ τὸ πράττεις.

ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: ΟΤΑΝ ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!

Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: Όταν πηγαίνεις στην εκκλησία και τα παιδιά σου δεν θέλουν να σε ακολουθήσουν, μην τα εξαναγκάζεις, αλλά και μην αδιαφορήσεις γι' αυτά!

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΑΙ ΧΩΡΙΣ ΑΓΩΝΙΑ!

Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: Να προσεύχεσαι χωρίς αγωνία, ήρεμα, με εμπιστοσύνη στην αγάπη και στην πρόνοια του Θεού! Μην κουρασθείς να προσεύχεσαι!