ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΟΓΙΑΤΖΗ
Θεολόγου Καθηγητή του
3ου ΓΕΛ Υμηττού,
Γραμματέα του
Εποπτικού Συμβουλίου της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ
660/2018 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
Είναι γνωστό ότι εδώ
και κάποιες δεκαετίες εξελίσσεται η προσπάθεια της υποβάθμισης και της
ουσιαστικής κατάργησης του μαθήματος των Θρησκευτικών στο ελληνικό σχολείο.
Το έργο αυτό έχει αναλάβει μια φαινομενικά ετερόκλητη συμμαχία,
αριστερών, κεντρώων και δεξιών οπαδών του κοσμοπολιτισμού και της αποδόμησης
των εθνικών παραδόσεων, που εργάζεται εντατικά για να αποδυναμώσει τους πυλώνες
της ελληνικής ταυτότητας, την ελληνική ιστορική και ορθόδοξη συνείδηση και τη
γλώσσα. Οι κατά τα άλλα ιδεολογικοί και πολιτικοί αντίπαλοι, ομονοούν όταν με
πάθος επιτίθενται στα θέσμια του έθνους, άλλοι με την ταυτότητα του αριστερού,
άλλοι ως ευρωπαϊστές και κάποιοι ως ανανεωτές και εκσυγχρονιστές[1].
Στην ανίερη αυτή
σύναξη αυτή προχώρησαν, δυστυχώς, εδώ και κάποια χρόνια, μερικοί θεολόγοι και
ορισμένοι αρχιερείς.Τα κίνητρα των νεόκοπων αυτών μελών δεν είναι της παρούσης
να αναλυθούν, όμως η ιδεολογική τους ταύτιση και συμπόρευση με τους αποδομητές,
παρά τις φαιδρές αντιπαραθέσεις για τα μάτια του κόσμου, έχει πια αποκαλυφθεί
και προκαλεί θλίψη και αγανάκτηση σε κάθε πολίτη που αγαπά και νοιάζεται για
την Εκκλησία και την πατρίδα.
Στο πλαίσιο αυτό, η
απόφαση 660/2018 που κατήργησε το ισχύον πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των
Θρησκευτικών αποτελεί μια σημαντική νίκη στον αγώνα για την αποτροπή της
υποβάθμισης και της διάλυσης του. Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε και θα
σχολιάσουμε τα βασικά σημεία της αποφάσεως και εκτενέστερα τις απόψεις της
μειοψηφίας του ΣτΕ.
Α. ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ
Τα κυριότερα σημεία
του σκεπτικού είναι τα εξής:
1. Βασικό στοιχείο της
συνταγματικής παράδοσης της Ελλάδος είναι η επίκληση της Αγίας Τριάδος και η
αναφορά στο πραγματικό γεγονός της επικρατούσας θρησκείας δηλαδή της Ορθοδόξου
Ανατολικής Εκκλησίας.
2. Η έννοια της
πρόβλεψης του αρ. 16, παρ. 2, είναι η καλλιέργεια της θρησκευτικής
συνείδησης των Ελλήνων, δηλαδή της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Αυτό
συνάγεται:
α. Από το πραγματικό
γεγονός της επικρατούσας θρησκείας.
β. Από την εφαρμογή
του παραπάνω άρθρου του Συντάγματος του 1975 στους νόμους που ακολούθησαν την
ψήφισή του. Συγκεκριμένα οι βασικοί νόμοι της εκπαίδευσης 309/1976 και
1566/1985 (που ισχύει μέχρι σήμερα) ορίζουν ως σκοπό της παιδείας την
καλλιέργεια της ορθόδοξης συνείδησης.
γ. Από το συνδυασμό
της πρόνοιας του Συντάγματος με την πρόβλεψη του άρθρου 2 του Πρώτου Πρόσθετου
Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα
(ΕΣΔΑ) που κατοχυρώνει το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν την εκπαίδευση
των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Συνεπώς η ερμηνεία του
άρ. 16 παρ. 2 του Συντάγματος κατά την πρόσφατη και παλιότερη νομολογία δεν
επιδέχεται αμφισβήτηση. Όπως τονίζουν ορισμένοι δικαστές της πλειοψηφίας «η
έννοια του ιερού ως έγκυρης πρότασης νοηματοδότησης του βίου εμφανίζεται
ιστορικά στην Ελλάδα με τη χριστιανική ορθοδοξία».
3. Η θρησκευτική
συνείδηση γεννάται και διαμορφώνεται σταδιακά, πριν από την έναρξη της σχολικής
ζωής, στους κόλπους της οικογένειας. Κατά συνέπεια σκοπός της παιδείας είναι η
ανάπτυξη της ήδη δεδομένης συνείδησης. Η προσπάθεια αλλοίωσης και κλονισμού της
συνείδησης αυτής «συνιστά μορφή ομαδικού προσηλυτισμού ιδιαιτέρως σοβαρή».
4. Το μάθημα των
Θρησκευτικών απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους μαθητές και όχι στους
ετερόδοξους αλλόδοξους ή άθεους, οι οποίοι διατηρούν το δικαίωμα της απαλλαγής,
εφόσον το επιθυμούν. Για τους Ρωμαιοκαθολικούς, Ιουδαίους και Μουσουλμάνους
μαθητές προβλέπεται διδασκαλία του οικείου δόγματος (ν. 4386/2016). Το
δικαστήριο σημειώνει σχετικά ότι «σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της ισότητος
(άρθρο 4 παρ. 1 του Σ/τος) και τις διατάξεις των άρθρων 9 και 14 της ΕΣΔΑ και
της παρ. 1 του ΠΠΠ αυτής, το Κράτος δεν μπορεί ρυθμίζοντας το περιεχόμενο του
μαθήματος των θρησκευτικών, να στερήσει από τους μαθητάς που ασπάζονται
ορισμένη θρησκεία το δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζει σε μαθητάς που ανήκουν σε
άλλες θρησκείες, να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεώς των (όχι δε
και τα δόγματα άλλων θρησκειών)». Η διάκριση αυτή παραβιάζει κάθε έννοια
δικαίου και εισάγει διαφορετική μεταχείριση των ορθοδόξων και ετεροδόξων
μαθητών.
5. Η προστασία του
δικαιώματος των γονέων να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τις
θρησκευτικές τους πεποιθήσεις εκτείνεται σε όλο το φάσμα των μαθημάτων, όπου οι
θρησκειολογικές και φιλοσοφικές αναφορές δεν πρέπει να έχουν χαρακτήρα
κατηχητικό ή προσηλυτιστικό σε κάποια άλλη θρησκεία ή ιδεολογία.
6. Το ισχύον πρόγραμμα
δεν υπηρετεί τους σκοπούς που το Σύνταγμα θέτει γιατί: α. Είναι ελλιπές κατά το
περιεχόμενο. β. Η διδασκαλία του Χριστιανισμού δεν είναι αυτοτελής, αμιγής και
διακριτή σε σχέση με αυτή των άλλων δογμάτων και θρησκειών και γ. δεν είναι
επαρκής από την άποψη του χρόνου που διατίθεται. Δηλαδή το δικαστήριο
διαπιστώνει την ακαταλληλότητα της θεματικής διάρθρωσης που έχει ως αποτέλεσμα
τη σύγχυση και την αποδυνάμωση της συνοχής της διδασκαλίας της ορθόδοξης
πίστης. Σχετικά η ελάσσων πλειοψηφία διαπιστώνει στο σκεπτικό της ότι στο
πρόγραμμα κυριαρχεί η θρησκειολογική ενημέρωση και ως εκ τούτου παραβιάζεται η
υποχρέωση της μετάδοσης «του βιώματος του ιερού αντλουμένου, κατά πρόσφορο
τρόπο, από τη χριστιανική ορθοδοξία».
7. Για το ζήτημα των
απαλλαγών τόσο η πλειοψηφία, όσο και η μειοψηφία του δικαστηρίου αναγνωρίζουν
το δικαίωμα αυτό μόνο στους ετερόδοξους, τους αλλόδοξους και τους άθεους και
θεωρούν θεμιτή την αποκάλυψη του θρησκεύματος για την άσκηση του δικαιώματος
αυτού.
Β. ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ
Η μειοψηφία του
Δικαστηρίου, 5 στους 20 δικαστές, προβάλλει ορισμένα από τα γνωστά επιχειρήματα
των αντιπάλων του μαθήματος, τα οποία θα σχολιάσουμε εκτενέστερα στη συνέχεια:
1. Οι μειοψηφήσαντες
δικαστές υποστηρίζουν ότι η προμετωπίδα του Συντάγματος και η πρόβλεψη για την
επικρατούσα θρησκεία δεν επηρεάζουν το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και
δεν υπονοούν προνομιακή μεταχείριση των ορθοδόξων ως προς αυτό. Και τα δύο αυτά
είναι σωστά, αλλά δεν έχουν σχέση με την υπόθεση που συζητείται.
Οι ίδιοι ερμηνεύουν το
άρ. 16 παρ. 2 με διαφορετικό τρόπο και σημειώνουν ότι ως “ανάπτυξη της
θρησκευτικής συνειδήσεως” νοείται η εξοικείωση των μαθητών με το θρησκευτικό
φαινόμενο στην ιστορική του πορεία και στη σύγχρονη πραγματικότητα, με έμφαση
βεβαίως στην παρουσίαση των διδαγμάτων και των αρχών της Ορθοδοξίας, δηλαδή της
“επικρατούσας” θρησκείας με την προεκτεθείσα έννοια».
Η θέση αυτή της
μειοψηφίας για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης έχει διατυπωθεί, εδώ
και πολλά χρόνια, από συνταγματολόγους του κεντροαριστερού χώρου, όπως οι
Δ.Τσάτσος, Γ.Κουμάντος και Γ. Σωτηρέλλης και επαναλαμβάνεται από τους υπουργούς
του ΣΥΡΙΖΑ[2]. Πέρα από τις απόψεις της πλειοψηφίας που παραθέσαμε
προηγουμένως και συνιστούν την ορθή ερμηνεία του Συντάγματος, θα πρέπει να
υπογραμμίσουμε ότι το «θρησκευτικό φαινόμενο» είναι μια έννοια γενική της
οποίας η πραγματική έκφραση είναι τα διάφορα θρησκεύματα. Προφανώς, η
«εξοικείωση» με μια ποικιλία θρησκευμάτων και ηθικών συμπεριφορών νοείται όχι
μόνο ως γνωστική, αλλά και βιωματική. Όπως, όμως, υποστηρίζει η επικρατούσα
σήμερα επιστημονική θεώρηση, οι θρησκείες είναι διακριτά και αυτόνομα συστήματα
που συγκροτούνται από δόγματα και διδασκαλίες, διηγήσεις, λατρευτικές πράξεις,
έθιμα, καλλιτεχνικά έργα, καθημερινές συνήθειες, ηθικές εντολές και συνοπτικά
από ποικίλες μορφές ζωής. Επιπλέον σε όλες τις μεγάλες θρησκείες υπάρχουν, όπως
και στον Χριστιανισμό, κλάδοι και σχολές με αποκλίνουσες και σε μερικές
περιπτώσεις διαμετρικά αντίθετες διδασκαλίες και ηθικές πρακτικές. Με βάση τη
διαπίστωση αυτή εξοικείωση, γνωστική και βιωματική, με μια θρησκεία μπορεί να
επιτευχθεί μόνο με την ένταξη του ατόμου στον κόσμο της και οπωσδήποτε δεν
μπορεί να είναι αντικείμενο σχολικού μαθήματος η εξοικείωση με πολλές
διαφορετικές θρησκείες και τις παραλλαγές τους. Το εγχείρημα αυτό, το οποίο
προτείνει η μειοψηφία του Σ.τ.Ε. στηρίζοντας το ισχύον πρόγραμμα, είναι
επιστημονικά και παιδαγωγικά απαράδεκτο και το μόνο αποτέλεσμα που έχει είναι η
πρόκληση σύγχυσης και κλονισμού στους μαθητές και η υποβάθμιση χρονικά και
ουσιαστικά της διδασκαλίας της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης.
Από τα παραπάνω
συνάγεται ότι η ορθή επιστημονικά και παιδαγωγικά μέθοδος είναι για το ελληνικό
σχολείο, η διδασκαλία του ορθόδοξου χριστιανικού βιώματος του ιερού που
συμπληρώνεται με τη μετάδοση αξιόπιστων γνώσεων και πληροφοριών για τις άλλες
θρησκείες και φιλοσοφικές θεωρήσεις (θρησκευτικός γραμματισμός-μάθηση για τη
θρησκεία), με κύριο στόχο τη γνωριμία, την αλληλοκατανόηση και την ειρηνική
συνύπαρξη με τους πιστούς τους και σε ένα δεύτερο επίπεδο την ενθάρρυνση της
συνεργασίας σε κοινές δραστηριότητες για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων.
2. Παρατηρούν, επίσης,
ότι «η ανάπτυξη της “εθνικής συνειδήσεως” κατά το Σύνταγμα δεν εξαρτάται από
την ανάπτυξη “θρησκευτικής συνειδήσεως” ούτε από την πίστη σε συγκεκριμένο
θρήσκευμα, διότι ελληνική εθνική συνείδηση απολύτως θεμιτώς μπορεί να έχουν και
όσοι ασπάζονται διαφορετικό ή δεν ασπάζονται κανένα θρήσκευμα». Αν έτσι
συμβαίνει θα πρέπει να διερωτηθούμε ποιά είναι τα κριτήρια της ελληνικότητας
και πώς μπορεί αυτά να διαχωριστούν από την ορθόδοξη παράδοση. Γιατί οι
δικαστές αυτοί, ενώ ορθά αποδέχονται ότι «ως ανάπτυξη της “εθνικής συνείδησης”
νοείται η συνειδητοποίηση της συμμετοχής στην εθνική κοινότητα που
προσδιορίζεται διαχρονικά ως ελληνική με πολιτιστικά και γλωσσικά κριτήρια»,
αρνούνται το ίδιο για τη θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων και ζητούν αυτή να
αναπτυχθεί και να καλλιεργηθεί με την «εξοικείωση» με πολλές διαφορετικές
θρησκείες και πολιτισμούς και όχι με τη συνειδητοποίηση της μετοχής στην οικεία
θρησκευτική κοινότητα, της οποίας, άλλωστε οι μαθητές είναι ενεργά μέλη;
3. Η μειοψηφία
υποστηρίζει, ακόμα, ότι το «Κράτος κατά την παροχή της εκπαίδευσης,
περιλαμβανομένου του μαθήματος των θρησκευτικών, που απευθύνεται σε όλους τους
μαθητές και όχι μόνον σε ορθοδόξους μαθητές δεν επιτρέπεται να επιβάλλει
συγκεκριμένη “κοσμοθεωρία” ως την μόνη αποδεκτή ή αληθινή, αλλά οφείλει
τηρώντας την αρχή της ουδετερότητας, να δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε οι
μαθητές να διαμορφώσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους και να επιλέξουν
κριτικά την κοσμοαντίληψη της αρεσκείας τους». Απορούμε σε ποιά χώρα του κόσμου
και σε ποιό εκπαιδευτικό σύστημα δεν διδάσκονται κοσμοθεωρίες, αξίες και
συμπεριφορές ως μόνες αληθινές ή τουλάχιστον οι καλύτερες σε σύγκριση με άλλες.
Στους στόχους της εκπαίδευσης δεν συμπεριλαμβάνεται και η καλλιέργεια
δημοκρατικής συνείδησης; Οι δημοκρατικές αξίες δεν προβάλλονται ως οι μόνες
αποδεκτές; Μήπως οι μαθητές εξοικειώνονται με τις φασιστικές και τις
ναζιστικές, τις κομμουνιστικές και τις ολιγαρχικές αξίες και μετά καλούνται να
επιλέξουν κριτικά την κοσμοαντίληψη της αρεσκείας τους; Ένας μαθητής με
ρατσιστικές ιδέες και συμπεριφορά γίνεται ανεκτός ή μήπως αποδοκιμάζεται ή και
τιμωρείται στο σχολείο; Όταν οι μαθητές διδάσκονται την πίστη στην
πατρίδα και το σεβασμό στη σημαία τηρείται η αρχή της ουδετερότητας; Υπάρχει
ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός Ελλήνων πολιτών που εμφορούνται από διαφόρων
αποχρώσεων αντιδημοκρατικές αντιλήψεις. Άλλοι απεχθάνονται την αξία της
πατρίδας και καίνε τις σημαίες. Μήπως οι απόψεις τους διδάσκονται στο σχολείο
παράλληλα με τις δημοκρατικές και πατριωτικές αξίες;
Αλλά και στη νομολογία
του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ υποθ. Kjeldsen, 7.12.1996,
σκ. 53) αναγνωρίζεται ότι «στην πράξη είναι πολύ δύσκολο για πολλά από τα
μαθήματα που διδάσκονται, να μην έχουν, λιγότερο ή περισσότερο, αποχρώσεις και
επιρροές φιλοσοφικού χαρακτήρα. Το ίδιο ισχύει και για το θρησκευτικό χαρακτήρα,
αν λάβει κανείς υπόψη την ύπαρξη θρησκειών που συγκροτούν ένα ευρύ σύνολο
δογματικών και ηθικών οντοτήτων, που έχει ή μπορεί να έχει απαντήσεις σε κάθε
ερώτηση φιλοσοφικής, κοσμολογικής ή ηθικής φύσεως».
4. Στη συνέχεια της
προηγούμενης άποψης οι δικαστές της μειοψηφίας υποστηρίζουν ότι: «Το Σύνταγμα
και οι διεθνείς συμβάσεις που προαναφέρθηκαν ουδόλως υποχρεώνουν τον νομοθέτη
να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών αμιγώς ομολογιακό ή κατηχητικό
χαρακτήρα, διότι τούτο θα ισοδυναμούσε όχι με ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης
με την προεκτεθείσα έννοια, αλλά με “επιβολή θρησκευτικής συνείδησης”
συγκεκριμένου περιεχομένου, όπερ αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής
ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το
Κράτος και ματαιώνουν το δικαίωμα του μαθητή να επιλέξει και να διαμορφώσει
κριτικά ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς του και της αντίληψής του για τον
κόσμο και τον άνθρωπο». Όπως, όμως, παρατηρεί το σκεπτικό της πλειοψηφίας ο
χώρος γέννησης της θρησκευτικής συνείδησης δεν είναι το σχολείο αλλά η
οικογένεια. Επομένως, είναι παράλογο το επιχείρημα ότι το ορθόδοξο μάθημα στο
σχολείο «επιβάλλει» θρησκευτική συνείδηση στους βαπτισμένους χριστιανούς.
Εξάλλου, όσοι απομακρύνονται από την Εκκλησία ή ανήκουν σε άλλες θρησκευτικές
κοινότητες ή είναι άθεοι διατηρούν το δικαίωμα της απαλλαγής, που προστατεύει
τη θρησκευτική τους ελευθερία. Γιατί, όμως, οι δικαστές δεν εξηγούν πως γίνεται
να είναι κακή η «επιβολή συνείδησης» για τους ορθόδοξους και καλή για τις τρεις
άλλες θρησκευτικές κοινότητες; Σε ποιο κράτος του κόσμου υπάρχει διπλό καθεστώς
διδασκαλίας των θρησκευτικών;
Οι ίδιοι, ως επιφανή
μέλη της ελληνικής κοινωνίας, όφειλαν να γνωρίζουν ότι το
ορθόδοξο μάθημα των Θρησκευτικών είναι πλουραλιστικό και καλλιεργεί
την κριτική σκέψη, αφού η μέθοδος και ο τρόπος διδασκαλίας του, έτσι όπως
στοιχειοθετείται και προσφέρεται στα μαθήματα της Γενικής Παιδαγωγικής και της
Διδακτικής των Θρησκευτικών, στις αποκλειστικά αρμόδιες για την κατάρτιση των
καθηγητών Θεολογικές μας σχολές, δεν έχει καμιά σχέση με οποιαδήποτε λογική
κατηχητισμού ή δογματικού διαποτισμού ή με πρακτικές επιβολής συγκεκριμένων
θρησκευτικών δοξασιών[3]. Οι διδάσκοντες το μάθημα διέπονται από το
ήθος του διαλόγου και της ανοιχτής συνείδησης[4], όπως επιβάλλεται
σε ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα.
5.Σε συνέχεια των
προηγουμένων σκέψεων η μειοψηφία υποστηρίζει ότι «ναι μεν οι κείμενες διατάξεις
παρέχουν την δυνατότητα εξαίρεσης του μαθητή από μάθημα που αντίκειται στις
θρησκευτικές του πεποιθήσεις ή τις πεποιθήσεις των γονέων του, πλην η άσκηση
της δυνατότητας αυτής αποτελεί έσχατο μέσο διότι δημιουργεί στεγανά μεταξύ των
μαθητών και ενισχύει το αίσθημα του αποκλεισμού εις βάρος του ομαδικού
πνεύματος που πρέπει να καλλιεργεί το σχολείο, της ενσωμάτωσης στο σχολικό
περιβάλλον και της κοινωνικοποίησης του παιδιού (ΕΔΔΑ προαναφερθείσα απόφαση
Osmanoglu, σκ.103). Ακριβώς αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί ένα μάθημα θρησκευτικών
πολυφωνικό και αξιολογικά ουδέτερο κατά τα εκτεθέντα». Η ασαφής αυτή παράγραφος
μπορεί να έχει δύο ερμηνείες: α. Ότι οι απαλλαγές πρέπει να καταργηθούν. Αυτό
όμως δεν είναι δυνατό, όπως έχει επανειλημμένα αποφασίσει το ΕΔΔΑ και γι’αυτό
δεν προτείνουν την κατάργησή τους. β. Ότι με το ισχύον πρόγραμμα θα μειωθούν οι
απαλλαγές. Πώς όμως θα γίνει αυτό, αφού το διαθρησκειακό μάθημα δεν μπορεί, ως
ουδέτερο, να είναι υποχρεωτικό ούτε για τους ορθόδοξους;
6. Η πρόταση των
δικαστών είναι «ένα μάθημα θρησκευτικών πολυφωνικό και αξιολογικά ουδέτερο». Το
ορθόδοξο μάθημα είναι πολυφωνικό, αλλά δεν είναι αξιολογικά ουδέτερο, γιατί
απλούστατα δεν υπάρχει αξιολογικά ουδέτερο μάθημα. Είναι φανερό ότι στις
παραπάνω σκέψεις οι μειοψηφίσαντες δικαστές αντιφάσκουν χαρακτηριστικά. Από τη
μια αποφαίνονται ότι το μάθημα πρέπει να είναι «ουδέτερο» και από την άλλη
παραβλέπουν ότι οι προσδοκώμενες επάρκειές του υποχρεώνουν τους μαθητές να
υποστούν μια κοσμική ιδεολογική και ηθική αγωγή με στόχο τη διαμόρφωση μιας
συγκρητιστικής οικουμενικής συνείδησης. Η αγωγή του μαθήματος αυτού, το οποίο
επιπλέον διδάσκεται αποκλειστικά με βιωματικές μεθόδους, πραγματοποιείται με τη
διαθρησκειακή μέθοδο, με την οποία τα παιδιά βρίσκονται αντιμέτωπα με ένα
νεφέλωμα σκόρπιων ιδεών, εννοιών και πρακτικών από διάφορες θρησκείες, των
οποίων τις διδασκαλίες και τις πρακτικές καλούνται να αφομοιώσουν,
να αξιολογήσουν και να βρουν απαντήσεις σε δικά τους υπαρξιακά και ηθικά
ερωτήματα. Με άλλα λόγια οι μαθητές ασχολούνται με πολλές θρησκείες και στη
συνέχεια καλούνται να αναπτύξουν τη δική τους «προσωπική» θρησκεία. Όπως είναι
φανερό το ισχύον μάθημα όχι μόνο δεν είναι ουδέτερο, αλλά βασίζεται σε
ιδεολογικές αρχές και αξίες που αντιστρατεύονται τη χριστιανική διδασκαλία και
επομένως συνιστά σοβαρή περίπτωση προσηλυτισμού σε μια αντιχριστιανική σχετικιστική
κοσμική ιδεολογία και πρόταση ζωής.
Ένα σύγχρονο ελληνικό
μάθημα Θρησκευτικών δεν μπορεί να έχει σχέση τον συγκρητισμό, τον σχετικισμό
και τον μηδενισμό, που καλλιεργείται με την ισοπεδωτική και ουδέτερη
διαθρησκειακή διδασκαλία, αλλά αποσκοπεί στο να δημιουργήσει τις
κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε ο μαθητής, αφού αναπτύξει και διαμορφώσει
πρωτίστως τις δικές του πεποιθήσεις και αξίες, να μπορεί να αξιολογεί, να
κρίνει, και να διαλέγεται με άλλες θρησκευτικές, ηθικές και φιλοσοφικές
αντιλήψεις και στάσεις ζωής. Το μάθημα μέσω του διαλόγου αποκρούει τόσο τη
σχετικοκρατία όσο και τον φονταμενταλισμό και παρέχει στους μαθητές τα
κατάλληλα εφόδια για να μπορέσουν να αναπτύξουν, στο σύγχρονο πλουραλιστικό
περιβάλλον, τη δική τους προσωπικότητα και τη δική τους συνείδηση ταυτότητας.
7. Στις απόψεις της
μειοψηφίας δεν αποφεύγεται η συνηθισμένη στην ιδεολογική συμμαχία διαστρέβλωση
της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Συγκεκριμένα, παραπέμπουν αποσπασματικά στην απόφαση
Kjeldsen γράφοντας: «Ειδικότερα, το πρόγραμμα θρησκευτικής εκπαίδευσης μπορεί
μεν να περιλαμβάνει “πληροφορίες ή γνώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα” πλην η
μετάδοσή τους πρέπει να είναι “αντικειμενική, κριτική και πλουραλιστική” και να
μην επιδιώκει “κατηχητικό σκοπό” (ΕΔΔΑ7.12.1996, Kjeldsen,σκ. 53). Όμως, ολοκληρωμένο
το παραπάνω παραθέμα αναδεικνύει ένα διαφορετικό νόημα: «Το κράτος για να
εκπληρώσει την εκπαιδευτική του αποστολή πρέπει να φροντίζει ώστε οι
πληροφορίες ή οι γνώσεις που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα να μεταδίδονται με
ένα τρόπο κριτικό, πολυφωνικό και αντικειμενικό. Τo κράτoς απαγορεύεται να
προωθεί ένα κατηχητικό σκοπό, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι δε σέβεται τις
θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων». Όπως είναι φανερό, η
παράγραφος αυτή δεν αναφέρεται σε κατήχηση στο μάθημα των Θρησκευτικών, αλλά
στα υπόλοιπα μαθήματα, αφού η υπόθεση Kjeldsen για την οποία γίνεται λόγος
αφορά τη διδασκαλία του μαθήματος της Σεξουαλικής αγωγής στη Δανία[5].
8. Τέλος,
στο σκεπτικό της μειοψηφίας δεν γίνεται καθόλου λόγος για την παραβίαση της
αρχής της ισότητας σε βάρος των ορθοδόξων μαθητών.Η σιωπή αυτή είναι εύλογη,
γιατί η αντίφαση με τις προτάσεις της για το μάθημα είναι κραυγαλέα. Αν,
δηλαδή, στα Θρησκευτικά πρέπει να τηρείται η αρχή της ουδετερότητας, τότε γιατί
διδάσκεται στους Καθολικούς ο Ρωμαιοκαθολικισμός, στους Εβραίους ο Ιουδαϊσμός
και στους Μουσουλμάνους ο Ισλαμισμός, ενώ στους Ορθόδοξους ο συγκρητισμός της
«οικουμενικής συνείδησης»; Προφανώς η αρχή της δήθεν ουδετερότητας εφαρμόζεται
μόνο για τους ορθόδοξους πολίτες και λειτουργεί ως πρόσχημα για την
παραβίαση των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας και ως μέσο επιβολής της αθεϊστικής
ιδεολογικής ατζέντας του ισοπεδωτικού των συνειδήσεων κοσμοπολιτισμού.
Γ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι κοινωνικές,
πολιτικές και εκπαιδευτικές επιπτώσεις της απόφασης 660/2018 του ΣτΕ είναι
ιδιαίτερα σημαντικές σε πολλά επίπεδα:
1. Η κατοχύρωση του μαθήματος και της εργασίας
των Θεολόγων Καθηγητών.
Σύμφωνα με την
απόφαση:
α. Το μάθημα είναι
υποχρεωτικό για τους ορθόδοξους μαθητές και το παρακολουθούν και όσοι άλλοι το
επιθυμούν.
β. Πρέπει να
διδάσκεται επί ικανό αριθμό ωρών.
γ. Δικαίωμα απαλλαγής
έχουν οι ετερόδοξοι, οι αλλόδοξοι και οι άθεοι.
Αντίθετα με το ισχύον
πρόγραμμα:
α. Το μάθημα, ως
ουδέτερο-διαθρησκειακό είναι στην ουσία προαιρετικό, αφού όλοι οι μαθητές (και
οι ορθόδοξοι) έχουν δικαίωμα απαλλαγής[6].
β. Οι ώρες του
μαθήματος μπορούν να μειώνονται κατά τη βούληση του Υπουργού, όπως συνέβη με τη
μείωση των ωρών στο Δημοτικό από τον Ν. Φίλη.
γ. Τα θρησκευτικά δεν
είναι κανονικό μάθημα, αφού δεν έχουν εγχειρίδια, διδακτέα και εξεταστέα ύλη
και γι’αυτό σε τυχόν επαναφορά ενός πανελλαδικού συστήματος εξετάσεων, τύπου
τράπεζας θεμάτων, θα περιθωριοποιηθούν και σταδιακά, σε συνδυασμό με τις
ελεύθερες απαλλαγές, θα εξαφανιστούν.
Όπως αβίαστα συνάγεται
ο ορθόδοξος προσανατολισμός είναι ο μόνος που μπορεί να κατοχυρώσει την ισχυρή
θέση του μαθήματος στο ελληνικό σχολείο και συνακόλουθα τη θέση των Θεολόγων
Καθηγητών. Όσο για το επαναλαμβανόμενο παραμύθι, ότι δήθεν, ως διαθρησκειακό,
το μάθημα μπορεί να είναι υποχρεωτικό για όλους, αυτό κατέρρευσε με την εφαρμογή
του ισχύοντος προγράμματος, όπως και τα υπόλοιπα παραμύθια του ΣΥΡΙΖΑ.
2. Οι κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις.
Με την απόφαση του
ανωτάτου δικαστηρίου επαναβεβαιώθηκε η βούληση του ελληνικού λαού σχετικά με το
περιεχόμενο της ελληνικής παιδείας. Όπως γράφαμε σε προηγούμενο κείμενο μας για
το, τότε πιλοτικό, πρόγραμμα σπουδών: «Η εισαγωγή αυτού του τύπου της
θρησκευτικής παιδείας στην Ελλάδα είναι αντίθετη, όχι μόνο με τις συνταγματικές
και νομικές πρόνοιες για τον χαρακτήρα του μαθήματος, αλλά και με τη θρησκευτική
και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας μας. Ο κύριος σκοπός της ελληνικής
θρησκευτικής παιδείας είναι σήμερα, και πρέπει να συνεχίσει να είναι, η
καλύτερη γνωριμία και η βιωματική προσέγγιση των μαθητών/τριών με την ορθόδοξη
χριστιανική διδασκαλία και πρόταση ζωής και η παρουσίαση στους νέους μας της
συμβολής της Εκκλησίας στην ιστορία, τον πολιτισμό, τη διαμόρφωση της
ταυτότητας και της ατομικής και κοινωνικής ζωής των Ελλήνων. Κι αυτό γιατί η
ορθόδοξη χριστιανική παράδοση είναι η ζωντανή πίστη της πλειοψηφίας των Ελλήνων
και όχι απλά η πολιτισμική τους παράδοση. Συνεπώς η διδασκαλία των Θρησκευτικών
στο σχολείο, στους μαθητές που είναι Ορθόδοξοι και σε όσους άλλους το
επιθυμούν, είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής παιδείας και αγωγής, ως βασικός
συντελεστής της διαμόρφωσης της ταυτότητας και της ιδιοπροσωπία τους»[7].
Το προηγούμενο
ορθόδοξο πρόγραμμα παρακολουθούσε η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών, ενώ οι
περισσότερες από τις λίγες απαλλαγές ήταν προσχηματικές. Αυτό και μόνο το
γεγονός αποδεικνύει ότι το μάθημα ήταν ανοιχτό και πλουραλιστικό, χωρίς να
χάνει τον ορθόδοξο χριστιανικό προσανατολισμό του. Επιπρόσθετα, η τάση που
επικρατεί σήμερα στη νομολογία του ΕΔΔΑ τονίζει ότι η φιλελεύθερη ισορροπία και
η ουδετερότητα του κράτους απέναντι στις θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν
εξασφαλίζεται με την επιβολή της αθεϊστικής ουδετερόθρησκης ιδεολογίας πάνω
στις υπόλοιπες θρησκευτικές αντιλήψεις και μάλιστα στις πεποιθήσεις της
πλειοψηφίας του λαού. Ο πλουραλισμός δεν εξασφαλίζεται με την απαγόρευση της
προβολής των θρησκευτικών πεποιθήσεων, αλλά αντίθετα με τη διευκόλυνση της
έκφρασής τους στο Δημόσιο σχολείο[8].Συνεπώς, η απόφαση του ΣτΕ όχι
μόνο δεν αποτελεί οπισθοδρόμηση, αλλά μας εναρμονίζει με τις τελευταίες
εξελίξεις του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου προστασίας των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, όπως αυτές εκφράστηκαν από το δικαστήριο του Στρασβούργου, βάσει
των οποίων το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της ατομικής θρησκευτικής
συνειδήσεως του κάθε παιδιού ανήκει στους γονείς και στο ίδιο και όχι στο
κράτος, στα κόμματα, στις ιδεολογίες ή στους «προοδευτικούς»και μη
πανεπιστημιακούς.
Η απόφαση 660/2018 του
ΣτΕ επιβεβαίωσε την προηγούμενη νομολογία του, δηλ. τις αποφάσεις 3356/1995 και
2176/1998, καθώς και την απόφαση 115/2012 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων. Για
πρώτη φορά σε ολομέλεια και με μεγάλη πλειοψηφία 20 προς 5, απέρριψε τις
παρερμηνείες του Συντάγματος των «προοδευτικών» συνταγματολόγων, πολιτικών και
θεολόγων και επιβεβαίωσε ως υποχρεωτικό το ορθόδοξο θεολογικό μάθημα των
Θρησκευτικών. Κατανοούμε την ταραχή των αποδομητών. Θλιβερές καρικατούρες του
χρεοκοπημένου «προοδευτισμού» κατηγορούν και υβρίζουν, ενώ συγχρόνως αρνούνται
την εφαρμογή της αποφάσεως, δηλαδή τη νομιμότητα. Έτσι αποκαλύπτονται σε όλους
ως εχθροί του λαού και της δημοκρατίας, απομεινάρια
ενός ιδεοληπτικού παρελθόντος που έφερε τη χώρα στο σημερινό της
αδιέξοδο. Μαζί τους και οι μηδίσαντες ιεράρχες συνεχίζουν, μοιραίοι και
άβουλοι, το «διάλογο» για το καταργημένο πρόγραμμα και τα παιχνίδια εξουσίας.
Στους τελευταίους ταιριάζουν οι στίχοι από την προφητεία Ιεζεκιήλ (κεφ. 34),
τους οποίους ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης επέλεξε ως προοίμιο στο πάντοτε
επίκαιρο διήγημα του «Η επίσκεψις του Αγίου Δεσπότη»: «Τάδε λέγει Κύριος
Κύριος. Ὦ ποιμένες Ἰσραήλ. Μὴ βόσκουσι ποιμένες ἑαυτούς; οὐχὶ τὰ πρόβατα
βόσκουσιν οἱ ποιμένες;» (Ακούστε τι λέει ο Κύριος ο Θεός: Αλίμονο σ΄ εσάς
ποιμένες των Ισραηλιτών, που τρέφετε τον εαυτό σας! Δε θα έπρεπε οι ποιμένες να
τρέφουν τα ποίμνια;).
[1] Χαρακτηριστικό των ιδεολογικών αυτών ταυτίσεων είναι το
πρόσφατο (22/4/2018) σχόλιο του «φιλελεύθερου» δημοσιογράφου Σ. Κασιμάτη, με
τίτλο «Είναι η Ελλάδα»http://www.kathimerini.gr/955222/opinion/epikairothta/politikh/otan-h-vlakeia-symferei.. ««Μεσαιωνική»
έκρινε την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ο Ν. Φίλης, με την οποία
ανατρέπονται οι αλλαγές που είχε επιφέρει στον τρόπο διδασκαλίας των
Θρησκευτικών. Τι εκπλήσσεται; Αφού μεσαιωνική είναι, ούτως ή άλλως, η Εκκλησία.
Αν επιμένει τόσο πολύ στον τρόπο διδασκαλίας των Θρησκευτικών είναι επειδή
γνωρίζει ότι μόνον η υποχρεωτική κατήχηση, μεταμφιεσμένη σε μάθημα
Θρησκευτικών, μπορεί να συντηρεί την κοσμική εξουσία της. Αν έπαυε η επίδραση της μασκαρεμένης
κατήχησης μέσω του σχολείου, μέσα σε μια γενιά η Εκκλησία θα είχε πάρει τη θέση
που της αρμόζει σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτεία. Θα είχε αρθεί έτσι το
μεγαλύτερο εμπόδιο της χώρας προς τον Διαφωτισμό»
[3]Η.Ρεράκη, «Το μάθημα των Θρησκευτικών σήμερα», Κοινωνία
(2009), τ.1, 28.
[4]T.Kothmann, Ο μορφωτικός χαρακτήρας του μαθήματος των
Θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση (Ευρωπαϊκό πλαίσιο-Γερμανικό παράδειγμα),
19, στο http://www.pi-schools.gr.
[5] Εξάλλου, στο σκεπτικό της ίδιας απόφασης
(Kjeldsenandothersv. Denmark, παρ.53-57) το δικαστήριο απαντώντας στο
επιχείρημα των γονέων ότι ανάλογη με την ζητούμενη από αυτούς εξαίρεση από την
Σεξουαλική Αγωγή ισχύει για το μάθημα των Θρησκευτικών παρατηρεί: «Πάνω απ’ όλα το Δικαστήριο θεωρεί ότι
υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ διδασκαλίας των Θρησκευτικών και της
σεξουαλικής εκπαίδευσης. Η πρώτη εξ’ ανάγκης διαδίδει δόγματα
(tenets) και όχι απλές γνώσεις (mereknowledge). Το δικαστήριο κρίνει
ότι δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη δεύτερη»
[6] Το μέλλον του μαθήματος, όπως το ονειρεύονται οι
αντίπαλοί του, το έχει περιγράψει ο Γ. Καμίνης σε πόρισμα που συνέταξε ως
Συνήγορος του Πολίτη (αρ. πρωτ. 3607.02.2.3/7.6.2002) όπου υποστηρίζει ότι «το
άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος («Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του
Κράτους και έχει σκοπό την ηθική … αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη
της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης») δημιουργεί υποχρέωση της πολιτείας να
παρέχει θρησκευτική εκπαίδευση, όχι όμως και υποχρέωση των πολιτών να την
δέχονται. Συνεπώς, κατ’ αρχήν, δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα των
θρησκευτικών θα έπρεπε ν’ αναγνωρισθεί ακόμη και στους ορθοδόξους μαθητές».