Σελίδες

Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ: ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΑΡΤΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ!


Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΡΤΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
(Ιωάννης 6,22-59)

22 Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος ὁ ἑστηκὼς πέραν τῆς θαλάσσης ἰδὼν ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν ἐκεῖ εἰ μὴ ἓν ἐκεῖνο εἰς ὃ ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ὅτι οὐ συνεισῆλθε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸ πλοιάριον, ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπῆλθον· 
23 ἄλλα δὲ ἦλθε πλοιάρια ἐκ Τιβεριάδος ἐγγὺς τοῦ τόπου, ὅπου ἔφαγον τὸν ἄρτον εὐχαριστήσαντος τοῦ Κυρίου· 
24 ὅτε οὖν εἶδεν ὁ ὄχλος ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ οὐδὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, ἐνέβησαν αὐτοὶ εἰς τὰ πλοῖα καὶ ἦλθον εἰς Καπερναοὺμ ζητοῦντες τὸν ᾿Ιησοῦν. 
25 καὶ εὑρόντες αὐτὸν πέραν τῆς θαλάσσης εἶπον αὐτῷ· ραββί, πότε ὧδε γέγονας; 
26 ᾿Απεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ' ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε. 
27 ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει· τοῦτον γὰρ ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός. 
28 εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· τί ποιῶμεν ἵνα ἐργαζώμεθα τά ἔργα τοῦ Θεοῦ; 
29 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε εἰς ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος. 
30 εἶπον οὖν αὐτῷ· τί οὖν ποιεῖς σὺ σημεῖον ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμέν σοι; τί ἐργάζῃ; 
31 οἱ πατέρες ἡμῶν τὸ μάννα ἔφαγον ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθώς ἐστι γεγραμμένον· ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς φαγεῖν. 
32 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλ' ὁ πατήρ μου δίδωσιν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὸν ἀληθινόν. 
33 ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ. 
34 εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· Κύριε, πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον τοῦτον. 
35 εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε. 
36 ἀλλ' εἶπον ὑμῖν ὅτι καὶ ἑωράκατέ με καὶ οὐ πιστεύετε. 
37 Πᾶν ὃ δίδωσί μοι ὁ πατήρ, πρὸς ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω· 
38 ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με. 
39 τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκέ μοι μὴ ἀπολέσω ἐξ αὐτοῦ, ἀλλὰ ἀναστήσω αὐτὸ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 
40 τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 
41 ᾿Εγόγγυζον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, 
42 καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ᾿Ιησοῦς ὁ υἱὸς ᾿Ιωσήφ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα; πῶς οὖν λέγει οὗτος ὅτι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβέβηκα; 
43 ἀπεκρίθη οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ γογγύζετε μετ' ἀλλήλων. 
44 οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 
45 ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ ἀκούων παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρός με· 
46 οὐχ ὅτι τὸν πατέρα τις ἑώρακεν, εἰ μὴ ὁ ὢν παρὰ τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τὸν πατέρα. 
47 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον. 
48 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. 
49 οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀπέθανον· 
50 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ. 
51 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. 
52 ᾿Εμάχοντο οὖν πρὸς ἀλλήλους οἱ ᾿Ιουδαῖοι λέγοντες· πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν σάρκα φαγεῖν; 
53 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. 
54 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 
55 ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. 
56 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. 
57 καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι' ἐμέ. 
58 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν τὸ μάννα καὶ ἀπέθανον· ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. 
59 Ταῦτα εἶπεν ἐν συναγωγῇ διδάσκων ἐν Καπερναούμ.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
22 Την επόμενη ημέρα, το πλήθος που είχε σταθεί αντίπερα στη λίμνη είδε ότι άλλο πλοιάριο δεν ήταν εκεί παρά μόνο ένα, και ότι ο Ιησούς δεν εισήλθε στο πλοίο μαζί με τους μαθητές του, αλλά οι μαθητές του έφυγαν μόνοι. 
23 Άλλα πλοιάρια ήρθαν από την Τιβεριάδα κοντά στον τόπο όπου έφαγαν τον άρτο, όταν ευχαρίστησε ο Κύριος το Θεό. 
24 Όταν λοιπόν το πλήθος είδε ότι ο Ιησούς δεν είναι εκεί ούτε οι μαθητές του, αυτοί μπήκαν στα πλοιάρια και ήρθαν στην Καπερναούμ, ζητώντας τον Ιησού. 
25 Και όταν τον βρήκαν αντίπερα στη λίμνη, του είπαν: «Ραβί, πότε έχεις έρθει εδώ;» 
26 Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε και είπε: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, με ζητάτε όχι επειδή είδατε θαυματουργικά σημεία, αλλά επειδή φάγατε από τους άρτους και χορτάσατε. 
27 Να εργάζεστε όχι για την τροφή που καταστρέφεται, αλλά για την τροφή που μένει για ζωή αιώνια, που ο Υιός του ανθρώπου θα σας δώσει. Γιατί αυτόν ο Πατέρας σφράγισε, ο Θεός». 
28 Είπαν λοιπόν προς αυτόν: «Τι να κάνουμε, για να εργαζόμαστε τα έργα του Θεού;» 
29 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε: «Αυτό είναι το έργο του Θεού: το να πιστεύετε σε αυτόν που απέστειλε εκείνος». 
30 Είπαν τότε σ’ αυτόν: «Ποιο λοιπόν σημείο κάνεις εσύ, για να δούμε και να σε πιστέψουμε; Τι εργάζεσαι; 
31 Οι πατέρες μας έφαγαν το μάννα στην έρημο καθώς είναι γραμμένο: Άρτο από τον ουρανό τους έδωσε να φάνε». 
32 Είπε τότε σ’ αυτούς ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, ο Μωυσής δε σας έχει δώσει τον άρτο από τον ουρανό, αλλά ο Πατέρας μου σας δίνει τον άρτο τον αληθινό από τον ουρανό. 
33 Γιατί ο άρτος του Θεού είναι εκείνος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο». 
34 Είπαν λοιπόν προς αυτόν: «Κύριε, πάντοτε δώσε μας αυτόν τον άρτο». 
35 Ο Ιησούς τους απάντησε: «Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής. Όποιος έρχεται προς εμένα δε θα πεινάσει, και όποιος πιστεύει σ’ εμένα δε θα διψάσει ποτέ. 
36 Αλλά σας είπα ότι και με έχετε δει και δεν πιστεύετε. 
37 Καθετί που μου δίνει ο Πατέρας θα έρθει προς εμένα, και αυτόν που έρχεται προς εμένα δε θα τον βγάλω έξω, 
38 γιατί έχω κατεβεί από τον ουρανό όχι για να κάνω το θέλημα το δικό μου, αλλά το θέλημα εκείνου που με έστειλε. 
39 Και αυτό είναι το θέλημα εκείνου που με έστειλε: να μη χάσω από Αυτόν τίποτα από ό,τι μου έχει δώσει, αλλά να το αναστήσω την έσχατη ημέρα. 
40 Γιατί αυτό είναι το θέλημα του Πατέρα μου: καθένας που βλέπει τον Υιό και πιστεύει σ’ αυτόν να έχει ζωή αιώνια. και εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα». 
41 Γόγγυζαν τότε οι Ιουδαίοι γι’ αυτόν, επειδή είπε: «Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό», 
42 και έλεγαν: «Δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, που εμείς ξέρουμε τον πατέρα και τη μητέρα του; Πώς λέει τώρα: “Από τον ουρανό έχω κατεβεί”;» 
43 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε: «Μη γογγύζετε μεταξύ σας. 
44 Κανείς δε δύναται να έρθει προς εμένα αν ο Πατέρας που με έστειλε δεν τον ελκύσει. κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. 
45 Είναι γραμμένο στους προφήτες: Και θα είναι όλοι διδαγμένοι από το Θεό. Καθένας που άκουσε και έμαθε από τον Πατέρα, έρχεται προς εμένα. 
46 Όχι ότι τον Πατέρα έχει δει κανείς άλλος εκτός από αυτόν που είναι από το Θεό. αυτός έχει δει τον Πατέρα. 
47 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, όποιος πιστεύει έχει ζωή αιώνια. 
48 Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής. 
49 Οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα στην έρημο και πέθαναν. 
50 Αυτός είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να φάει κανείς από αυτόν και να μην πεθάνει. 
51 Εγώ είμαι ο άρτος ο ζωντανός που κατέβηκε από τον ουρανό. Αν κάποιος φάει από τούτον τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα. Και ο άρτος, λοιπόν, που εγώ θα δώσω είναι η σάρκα μου υπέρ της ζωής του κόσμου». 
52 Μάχονταν λοιπόν μεταξύ τους οι Ιουδαίοι, λέγοντας: «Πώς δύναται αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;» 
53 Τους είπε τότε ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν δε φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε ζωή μέσα σας. 
54 Εκείνος που μου τρώει τη σάρκα και μου πίνει το αίμα έχει ζωή αιώνια, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. 
55 Γιατί η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου είναι αληθινό ποτό. 
56 Όποιος μου τρώει τη σάρκα και μου πίνει το αίμα, μένει μέσα μου κι εγώ μέσα του. 
57 Καθώς με απέστειλε ο ζωντανός Πατέρας κι εγώ ζω για τον Πατέρα, έτσι και όποιος με τρώει θα ζήσει κι εκείνος για μένα. 
58 Αυτός είναι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό, όχι καθώς έφαγαν οι πατέρες και πέθαναν. Όποιος τρώει τούτον τον άρτο θα ζήσει στον αιώνα». 
59 Αυτά είπε, διδάσκοντας στη συναγωγή, στην Καπερναούμ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου