Επειδή μετά την έκδοση
των πρόσφατων δύο αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ για τα Θρησκευτικά (ΣτΕ 1749 και 1750/2019)
αλλά και των δύο
αντίστοιχων πέρυσι (ΣτΕ
660/2018 και ΣτΕ 926/2018) κάποιοι, κυρίως θεολόγοι του ΚΑΙΡΟΥ και οι
συντάκτες των ακυρωθέντων προγραμμάτων σπουδών, συνεχώς κινδυνολογούν
ισχυριζόμενοι ότι ήρθε το τέλος του μαθήματος ή ότι η υποχρεωτικότητα του
κλονίζεται και αυτό μετατρέπεται σε προαιρετικό, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε
προς αυτούς και σε όλους τους αληθινά ενδιαφερόμενους, ότι οι σχετικές με το
χαρακτήρα του μαθήματος αποφάσεις του ΣτΕ κάνουν ρητά λόγο για υποχρεωτικό
μάθημα.
Η διδασκαλία ορθόδοξου
χριστιανικού μαθήματος και η παρακολούθησή της είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τις
συνταγματικές επιταγές και την διαμορφωθείσα πλούσια νομολογία. Δεν θα
παραπέμψουμε σε καμία από τις τέσσερις πρόσφατες προαναφερθείσες αποφάσεις του
ΣτΕ αλλά σε μία παλαιότερη, την απόφαση ΣτΕ
2176/1998, που μεταξύ άλλων αναφέρει: «Επειδή, από τας προαναφερθείσας
διατάξεις του Συντάγματος αλλά και της Συμβάσεως της Ρώμης, ερμηνευομένας εν
συνδυασμώ μεταξύ των, εν όψει του γνωστού τοις πάσιν γεγονότος ότι η
συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού πρεσβεύει την ορθόδοξο χριστιανική
θρησκεία [βλ. ΣτΕ 3533/1986, βλ. επίσης ΣτΕ3356/1995],
όπως τούτο άλλωστε μαρτυρείται και από την κατά τα εκτεθέντα, επίκλησιν εις
αυτήν ταύτην την κεφαλίδα του Συντάγματος της Αγίας Τριάδος, αλλά και τον
χαρακτηρισμόν, εις την προπαρατεθείσα διάταξιν του άρθρου 3 του Συντάγματος του
ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος ως "επικρατούσης θρησκείας" εις την
Ελλάδα, συνάγεται, κατά τα ήδη κριθέντα [ΣτΕ 3356/95], ότι μεταξύ των σκοπών
της παρεχομένης εις τα σχολεία παιδείας είναι και η "ανάπτυξις", εις
τουλάχιστον επαρκή βαθμόν, της θρησκευτικής συνειδήσεως των ελληνοπαίδων
συμφώνως προς τας αρχάς του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος, η διδασκαλία του
οποίου είναι, ως εκ τούτου, υποχρεωτική, όπως είναι υποχρεωτική και η
παρακολούθησις από τους μαθητάς, οι οποίοι ανήκουν εις την κατ' Ανατολάς
Ορθόδοξον Χριστιανικήν Εκκλησίαν, του αντιστοίχου μαθήματος [βλ. και τας
διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 1 εδαφ. α, 6 παρ. 2 εδαφ. β του ν.
1566/1985, ΦΕΚ Α 167 και 2 παρ. 2, 3 παρ. 3 και 4 του Π.Δ. 479/1995, ΦΕΚ Α
170]».
Αμέσως παρακάτω η ίδια
απόφαση ορίζει τα σχετικά με τις απαλλαγές και λέει: «Εξυπακούεται βεβαίως ότι
της παρακολουθήσεως του ως άνω μαθήματος απαλλάσσονται και δη χωρίς καμία
δυσμενή συνέπεια, οι μαθηταί εκείνοι διά τους οποίους γίνεται αξιόπιστος
δήλωσις, είτε υπ' αυτών των ιδίων, είτε υπό των γονέων τους, ότι είναι άθεοι,
ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι και έχουν, ως εκ τούτου, πρόβλημα θρησκευτικής
συνειδήσεως [ΣτΕ 3356/95], δοθέντος μάλιστα ότι η δήλωσις αυτή ουδόλως
αντιβαίνει εις το άρθρον 13 του Συντάγματος διότι κατά τα επίσης ήδη κριθέντα [ΣτΕ
3356/95] δεν αποτελεί μέσον προς δίωξη του μαθητή λόγω των διαφόρων,
ενδεχομένως, θρησκευτικών του πεποιθήσεων, οι οποίες πρέπει πάντως να είναι
σεβαστές, αλλά, όλως αντιθέτως, αποβλέπει εις το να διευκολύνει τον μαθητήν να
απολαύσει "ανεμπόδιστα" την ελευθερία της θρησκευτικής του
συνειδήσεως και να διευκολύνει επίσης τους γονείς τους να ασκήσουν το
αντίστοιχον, κατά τα εκτεθέντα, δικαίωμά τους».
Επομένως ήδη από το
1998 το ΣτΕ είχε αποφανθεί και για τον ορθόδοξο χριστιανικό χαρακτήρα του
μαθήματος και για την υποχρεωτικότητά του και για το γεγονός ότι δικαίωμα
απαλλαγής έχουν μόνον άθεοι, ετερόδοξοι και αλλόθρησκοι.
Αν και είχαν υπόψη
τους αυτή και άλλες παρόμοιες δικαστικές αποφάσεις οι συντάκτες των «νέων»
Προγραμμάτων Σπουδών επιχείρησαν να χτίσουν ένα πολυθρησκειακό μάθημα με την
ψευδή υπόσχεση ότι αυτό θα αφορούσε όλους τους μαθητές ανεξαρτήτως θρησκεύματος
και θα οδηγούσε σταδιακά στην πλήρη κατάργηση των απαλλαγών! Έτσι ήταν
αναπόφευκτη από την πλευρά των θεολόγων εκπαιδευτικών αλλά και των ορθοδόξων
γονέων η προσφυγή εκ νέου στο ΣτΕ, το οποίο επανέλαβε με τέσσερις αποφάσεις του
την παλιά νομολογία, που είχε το ίδιο δημιουργήσει, στηριζόμενο στο ίδιο
σκεπτικό και την ίδια ερμηνευτική προσέγγιση των σχετικών διατάξεων του
Συντάγματος.
Αντί συμμόρφωσης προς
τις πολλαπλές αυτές δικαστικές αποφάσεις και παρά την επαναλαμβανόμενη ακύρωση
του σχεδιασμού και των προγραμμάτων τους οι συντάκτες τους τώρα στράφηκαν στην
ακατάπαυστη κινδυνολογία, μάλλον προσδοκώντας περισσότερο και από την Ένωση
Αθέων την μετατροπή του μαθήματος σε προαιρετικό, ώστε να νιώσουν οι ίδιοι
δικαιωμένοι για τις επιλογές και τις αντιλήψεις τους. Έχουν όμως πλέον χάσει
κάθε λογικό, νομικό, θεολογικό και παιδαγωγικό επιχείρημα και απλώς φωνασκούν
ατάκτως ή και συντεταγμένα – ακόμη και χθες επανέλαβαν τις γνωστές
καταστροφολογίες τους σε ημερίδα στη Θεσσαλονίκη.
Το σημαντικό σε κάθε
περίπτωση είναι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να αντιληφθεί την
προϊστορία και την ουσία του προβλήματος και να μην εμπιστευθεί πρόσωπα που θα
την εκθέσουν οδηγώντας το Υπουργείο σε νέες καταδικαστικές αποφάσεις και
ακυρώσεις Υπουργικών Αποφάσεων. Αντιθέτως με ξεκάθαρο τρόπο πρέπει να
προχωρήσει στην εφαρμογή των πολλών σχετικών δικαστικών αποφάσεων ικανοποιώντας
έτσι και τις προσδοκίες της πλειονότητας όσων διδάσκουν το μάθημα των
Θρησκευτικών, δασκάλων και θεολόγων, αλλά και των γονέων των μαθητών.
Ο χρόνος που κυλά
πάντως, μαζί με το πέπλο σιωπής εκ μέρους της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας
για το θέμα, γεννούν εύλογα πολλά ερωτηματικά για το τι σκέφτεται τελικά να
πράξει η κυβέρνηση.