Ἐπιθυμία καί πράξις
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Σημειώσεις:
1. Χρυσοστόμου, τόμος Γ’, Ἀθήνα 1995, σελ. 143.
2 Ὅπ. παρ., σελ. 145.
3. Ὅπ. παρ., σελ. 144.
ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Ἐπιθυμία καί πράξις
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης
Κοσμικές δραστηριότητες χωρίς
αποτέλεσμα
Λησμονοῦν οἱ συγκεκριμένοι αὐτοὶ νέοι κληρικοὶ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐπηρεάζονται μόνο ἀπὸ τὸν ἐνάρετο βίο τους. Μόνο τότε πείθουν καὶ προσελκύουν. Οὔτε τὰ γλαφυρὰ καὶ ρητορικά τους κηρύγματα ἀποδίδουν πνευματικοὺς καρπούς, ὅταν λείπει ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν. Οἱ πρῶτες ἐντυπώσεις γρήγορα διαλύονται καὶ δὲν ὁδηγοῦν στὴ μετάνοια καὶ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ τρόπου ζωῆς. Χρειάζεται ἀδιάκοπος πνευματικὸς ἀγώνας, γιὰ νὰ εἶναι ἄξιοι ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ γιὰ νὰ τὸ πετύχουν αὐτὸ ἂς στοχάζονται τὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ χαρακτήριζε τὸν ἑαυτὸ του ταλαίπωρο: «Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν· ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοΐ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας»[1].
Δηλαδή, «εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ μὲ ἔσωσε διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Τὸ συμπέρασμα λοιπὸν εἶναι ὅτι ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου, χωρὶς τὴ βοήθεια καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ νοῦ μου δουλεύω στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ μέλη ὅμως τῆς σάρκας μου δουλεύω στὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας»[2].
Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι πρὸ τῆς χειροτονίας τους ἐργάζονταν στὰ πληκτικὰ γραφεῖα τῆς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας ἢ στὰ πανεπιστήμια ὅπου μονίμως ἀπουσιάζει ὁ Θεός, ἀκόμα καὶ στὶς θεολογικὲς σχολές, δὲν ἀλλάζουν μετά. Εἶναι δύσκολη ἡ μετάνοιά τους, γιατί δὲν ἔχουν πνευματικὰ βιώματα, οὔτε καὶ ἐπικοινώνησαν ποτὲ μὲ ἐνάρετους γέροντες, γιὰ νὰ σταθεροποιηθοῦν στὴν πνευματικὴ ζωή. Ὡστόσο, ἔχουν τὴ λαμπρὴ ἐμφάνιση μὲ τὰ ἐγκόλπια, τὶς ράβδους καὶ τὰ ἐντυπωσιακὰ ἄμφια καὶ πιστεύουν ὅτι ἔτσι ποιμαίνουν τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ!
Ὁ Χριστὸς ἔλεγε στὰ πλήθη ὅτι οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι εἶναι διπρόσωποι καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι ἐπιφυλακτικοὶ ἀπέναντί τους: «Ὅσα σᾶς λένε νὰ τηρεῖτε, νὰ τὰ τηρεῖτε καὶ νὰ τὰ πράττετε· νὰ μὴν κάνετε ὅμως κατὰ τὰ ἔργα τους, γιατί λένε μόνο καὶ δὲν πράττουν»[3].
Κάτι παρόμοιο παρατηροῦμε καὶ σὲ μερικοὺς σύγχρονους κληρικούς, οἱ ὁποῖοι δὲν τηροῦν αὐτὰ ποὺ διδάσκουν στοὺς ἄλλους. Κάποτε προχωροῦν καὶ πιὸ πέρα. Διαστρέφουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὶς προσαρμόζουν μὲ τὶς ἀνήθικες πράξεις τους. Τὶς ἐξηγοῦν «θεολογικῶς», γιὰ νὰ δικαιολογοῦν τὸν ἔνοχο ἑαυτό τους καὶ νὰ ἐμφανίζονται προοδευτικοὶ στοὺς κοσμικοὺς καὶ ἄσχετους μὲ τὴν πίστη στὸ Θεό.
Σημειώσεις:
Ρωμ ζ΄ 25,
Ἡ Καινὴ Διαθήκη, μὲ σύντομη ἑρμηνεία, Π.Ν. Τρεμπέλα, Ἀθήνα
2011, σελ. 669.
Ματθ. κγ΄ 3.
(Πηγή: “Ορθόδοξος Τύπος”)
Π. Ευμένιος Σαριδακης: Ο Θεός τα θέλει όλα και όχι ο,τι μας περισσεύει.
Αν είμαστε υπερήφανοι κι εγωιστές ο Θεός θα μας ταπεινώσει, γιατί «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».
Ο διάβολος φοβάται τον ταπεινό, ενώ τον υπερήφανο τον αγαπά γιατί είναι δικός του.
Τη α’ του μηνός Σεπτεμβρίου:
Αρχή της Ινδίκτου, ήτοι του
νέου εκκλησιαστικού έτους
(Ιερομόναχος Μακάριος ο
Σιμωνοπετρίτης)
Τι σημαίνει Ινδικτιών
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζει σήμερα τήν ἀρχή τῆς Ἰνδικτιῶνος – ἀπό τή λατινική λέξη «indictio», ἡ ὁποία σημαίνει ὁρισμός – δηλαδή τήν ἔναρξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ὁ ὅρος προῆλθε ἀπό τήν συνήθεια τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων νά ὁρίζουν διά θεσπίσματος γιά διάστημα δεκαπέντε χρόνων τό ποσό τοῦ ἐτήσιου φόρου, πού εἰσέπρατταν αὐτή τήν ἐποχή γιά τή συντήρηση τοῦ στρατοῦ. Κατ’ ἐπέκτασιν καθιερώθηκε νά ὀνομάζονται ἰνδικτιῶνες καί οἱ δεκαπενταετεῖς αὐτοί κύκλοι πού ἄρχισαν ἐπί Καίσαρος Αὐγούστου, τρία χρόνια πρίν ἀπό τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
Γιατί ο Σεπτέμβριος θεωρείται αρχή του Εκκλησιαστικού έτους.
Ἐπειδή ὁ Σεπτέμβριος εἶναι ἐποχή συγκομιδῆς καρπῶν καί προετοιμασίας γιά τό νέο κύκλο βλαστήσεως, ταίριαζε νά ἑορτάζουν οἱ χριστιανοί τήν ἀρχή τῆς γεωργικῆς περιόδου ἀποδίδοντας εὐχαριστίες στόν Θεό γιά τήν εὔνοιά του πρός τήν κτίση. Εἶναι αὐτό πού ἤδη ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου· τήν πρώτη δηλαδή μέρα τοῦ ἑβδόμου ἰουδαϊκοῦ μηνός, ἀρχές Σεπτεμβρίου, τελοῦσαν τήν ἑορτή τῆς Νεομηνίας ἤ τῶν Σαλπίγγων, κατά τήν ὁποία ἐσχόλαζαν ἀπό κάθε ἐργασία, γιά νά προσφέρουν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων «εἰς ὀσμήν εὐωδίας Κυρίῳ» (Λευιτ. 23,18).
Ὁ Χριστός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ δημιουργός τοῦ χρόνου καί τοῦ σύμπαντος, ὁ προάναρχος Βασιλεύς τῶν αἰώνων, ὁ ὁποῖος ἐσαρκώθη, γιά νά ἀποκαταλλάξει τά πάντα εἰς Ἑαυτόν καί νά συναγάγει Ἰουδαίους καί Ἐθνικούς σέ μία Ἐκκλησία, ἤθελε νά ἀνακαφαλαιώσει ἐν ἑαυτῷ τόν αἰσθητό κόσμο καί τό γραπτό Νόμο. Ἔτσι, αὐτή τήν ἡμέρα πού ἡ φύση ἑτοιμάζεται νά διατρέξει ἕνα νέο κύκλο ἐποχῶν, ἑορτάζουμε τό γεγονός, κατά τό ὁποῖο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἰσῆλθε στή Συναγωγή καί ἀνοίγοντας τό βιβλίο τοῦ Ἠσαΐου ἀνέγνωσε τό χωρίο, ὅπου ὁ Προφήτης ὁμιλεῖ ἐπ’ ὀνόματος τοῦ Σωτῆρος: «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με (…), κηρῦξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18).
Ὅλες οἱ Ἐκκλησίες, συναθροισμένες «ἐπί τό αὐτό», ἀναπέμπουν σήμερα δοξολογία πρός τόν ἕνα τρισυπόστατο Θεό, ὁ ὁποῖος διαμένει στήν αἰώνια μακαριότητα, διακρατεῖ τά πάντα στή ζωή καί στέλνει ἄφθονες τίς εὐλογίες του κάθε ἐποχή στά κτίσματά του. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀνοίγει τίς θύρες τοῦ νέου ἔτους καί μᾶς προσκαλεῖ νά τόν ἀκολουθήσουμε, γιά νά γίνουμε μέτοχοι τῆς αἰωνιότητός του.
[Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου (Ἱερομονάχου), Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. A΄ Σεπτέμβριος (Ὁρμύλια: Ἱ. Κοιν. Εὐαγγ. Θεοτόκου, 2007), 1-3, 11-13].
Αρχιμ. Βασίλειος Μπακογιάννης
Τα Εγκώμια είναι σύμπτωμα…
Καί φέτος ἀνά τήν Ἑλλάδα ψάλθηκαν τά Ἐγκώμια τῆς Παναγίας, «βγῆκε» καί Ἐπιτάφιος. Μέ κριτήρια κοσμικά, κρίνεται ὡς πράξη εὐλαβείας-τιμῆς πρός τήν Παναγία· ὅμως, μέ κριτήρια ὀρθόδοξα, πνευματικά, θεολογικά, εἶναι σύμπτωμα πνευματικῆς νόσου· τῆς νέας ἐποχῆς, πού ἄρχισε ἤδη νά εἰσέρχεται στήν Ἐκκλησία· «ἡ νέα ἐποχή», ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος, «δέν θά ἀδειάσει τίς ἐκκλησίες ἀπό κόσμο, ἀλλά θά ἀλλάξει τά μυαλά τοῦ κόσμου πού ἔρχεται στήν ἐκκλησία»· κάτω τά παλιά· νέα τάξη πραγμάτων· μέ πάντα «καλό» σκεπτικό.
Τό βλέπουμε καθημερινῶς στήν πράξη· Λειτουργία στό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας (τί χρειάζεται ἡ ἐκκλησία;), ἤ στό σολέα τοῦ Ναοῦ (οὔτε τό Ἱερό χρειάζεται…)· συνεχῆ «Εὐχέλαια», χωρίς νά ὑπάρχει λόγος σοβαρός· Θ. Κοινωνία μετά ἀπό φαγοπότι· Παρακλήσεις σέ Ἁγίους, καί ὄχι στήν Παναγία, κατά τά ἄλλα ἄς κάνουμε Ἐγκώμια πρός τιμή της!
«Πῶς βλέπετε τά Ἐγκώμια τῆς Παναγίας;», ρώτησα, ὅταν ἄρχισαν νά εἰσέρχονται στήν Ἐκκλησία, ἕναν ρεαλιστή, συνειδητοποιημένο Γέροντα· «γυναικεῖες ὑστερίες…!», ἀπάντησε εὐθέως καί ἀκαριαίως. Ὑπερβολή; Προκατάληψη;
Ἐγκώμια στήν Παναγία, αἰῶνες πρίν, ἔχουν γράψει διάφοροι ὑμνογράφοι, ἀλλά παρέμεναν κλειδωμένα στά συρτάρια· δέν εἰσήχθησαν δηλαδή στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὅταν κάποιοι, μέσα 19ου αἰ., τό προσπάθησαν, ἐπενέβη δυναμικῶς ἡ Ἐκκλησία καί ἔβαλε στόπ. (Ἐγκύκλιος 135/4319.21.4.1865).
Καί τοῦτο, γιατί οὐσία τῆς γιορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, εἶναι ἡ μετάσταση· ὅτι τό σῶμα της δέν ἔμενε στόν τάφο, ἀλλά μετέστη, ἑνωμένο μέ τήν ἁγία της ψυχή στόν οὐρανό. Πρόκειται γιά θαῦμα· μεγαλεῖο, δόξα τῆς Παρθένου. Ὅμως, τά Ἐγκώμια καί ὁ Ἐπιτάφιος δέν βοηθοῦν τόν λαό νά κατανοήσει αὐτό τό μεγαλεῖο.
Στίς ἡμέρες μας, ἡμέρες ἀσεβείας, καί κατά παράβαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας τάξεως, τείνουν νά ἐπικρατήσουν σ’ ὅλες τίς ἐνορίες ἀνά τήν Ἑλλάδα· τάχα ἀπό εὐλάβεια καί τιμή στήν Παναγία· ἡ ὁποία τηροῦσε ἐπακριβῶς, ὄχι μόνο τό νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τά ἤθη τοῦ τόπου της.
Τέλος πάντων. Θέλεις τόσο πολύ νά τιμήσεις τήν Παναγία (τιμή ἁγίου μίμηση ἁγίου…), καί νά ψάλλεις τά Ἐγκώμια; Τήρησε τήν τάξη τῶν Ἐγκωμίων, ἡ ὁποία ὁρίζει: νά ψέλνονται ἀνήμερα τῆς Κοιμήσεως, στόν ὄρθρο, μετά τήν θ΄ ὠδή.
Τά Ἐγκώμια τοῦ Χριστοῦ λέγονται τή Μ. Παρασκευή, τή μέρα τῆς ταφῆς Του· δέν λέγονται οὔτε Κυριακή τῶν Βαϊων, οὔτε Μ. Δευτέρα, οὔτε Μ. Πέμπτη, οὔτε στήν Ἀποκαθήλωση. Θά ἦταν ἀδικαιολόγητο, ἀδιανόητο, νά γιορτάζεται ἡ ταφή τή Μ. Παρασκευή, καί μεῖς νά λέμε τά Ἐγκώμια τῆς ταφῆς Του, τήν Κυριακή τῶν Βαϊων!
Καί ὅμως τά Ἐγκώμια τῆς Παναγίας λέγονται σέ ἄσχετο χρόνο, ἐκτός τῆς γιορτῆς, τῆς ταφῆς· καί δύο, καί τρεῖς, καί τέσσερις, καί πέντε μέρες πρίν· «κατά τό βούλεσθαι»· ἄλλη ἐνορία τά λέει σέ Ἑσπερινό, ἄλλη σέ Παράκληση, ἄλλη σέ ἀγρυπνία, ἄσχετη μέ τή γιορτή. Εἶναι ἀμφίβολο ἄν ὑπάρχει ἐνορία, πού νά λέει τά Ἐγκώμια στόν ὄρθρο τῆς γιορτῆς, μετά τήν θ΄ὠδή!
Καί εἶναι ἀπορίας ἄξιον πῶς θεολόγοι, Μοναχοί, Ποιμένες καί λοιποί ἀνεχόμαστε ἤ στηρίζουμε μιά τέτοια κατάσταση;! Σύμπτωμα…!
Καί ἄν οἱ Μητροπολῖτες οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν ἔνορκη διαβεβαίωση-δέσμευση (ὅρκο!) ὅτι θά τηροῦν «ἀπαρασαλεύτως τάς ἱεράς Παραδόσεις», δέν σεβασθοῦν τόν ὅρκο τους, στό κρασί, κάθε τόσο θά προστίθεται νερό, καί ἀπό τό πολύ νερό, τό κρασί θά γίνει νερουλό, καί θά καμαρώνουμε, ὅτι ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί διαθέτουμε τό καλύτερο κρασί….