«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»
ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων
το τραύμα»
Η ανακομιδή της τίμιας
Ζώνης της Θεοτόκου, άλλοι λένε ότι έγινε από το βασιλιά Αρκάδιο και άλλοι από
το γιο του Θεοδόσιο τον Β'. Η μεταφορά έγινε από την Ιερουσαλήμ
στην Κωνσταντινούπολη και την τοποθέτησαν σε μια χρυσή θήκη, που ονομάσθηκε
αγία Σωρός. Όταν πέρασαν 410 χρόνια, ο βασιλιάς Λέων ο Σοφός άνοιξε την αγία
αυτή Σωρό για τη βασίλισσα σύζυγο του Ζωή, που την διακατείχε πνεύμα ακάθαρτο.
Όταν λοιπόν άνοιξε την αγία Σωρό, βρήκε την τίμια Ζώνη της Θεοτόκου να
ακτινοβολεί υπερφυσικά. Και είχε μια χρυσή βούλα, που φανέρωνε το χρόνο και την
ήμερα που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Αφού λοιπόν την προσκύνησαν, ο
Πατριάρχης άπλωσε την τιμία Ζώνη επάνω στη βασίλισσα, και αμέσως αυτή
ελευθερώθηκε από το δαιμόνιο. Όποτε όλοι δόξασαν το Σωτήρα Χριστό και ευχαρίστησαν
την πανάχραντη Μητέρα Του, η οποία είναι για τους πιστούς φρουρός, φύλαξ,
προστάτις, καταφυγή, βοηθός, σκέπη, σε κάθε καιρό και τόπο, ήμερα και νύκτα.
Στη συνέχεια η Αγία Ζώνη τεμαχίστηκε και τεμάχιά της μεταφέρθηκαν σε διάφορους
ναούς της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση της Πόλης από τούς Σταυροφόρους το
1204 μ.Χ., κάποια τεμάχια αρπάχτηκαν από τους βάρβαρους και απολίτιστους
κατακτητές και μεταφέρθηκαν στη Δύση. Ένα μέρος όμως διασώθηκε και παρέμεινε
στην Κωνσταντινούπολη και μετά την απελευθέρωση της Πόλης από τον Μιχαήλ Η'
Παλαιολόγο. Φυλασσόταν στον ιερό ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών. Η τελευταία
αναφορά για το άγιο λείψανο είναι ενός ανώνυμου Ρώσου προσκυνητή στην
Κωνσταντινούπολη μεταξύ του 1424 και 1453 μ.Χ.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τούς Τούρκους το 1453 μ.Χ., είναι
άγνωστο τι απέγινε το υπόλοιπο μέρος της Αγίας Ζώνης στη συνέχεια. Έτσι το
μοναδικό σωζόμενο τμήμα είναι αυτό που φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου·
με εξαιρετικά περιπετειώδη τρόπο έφτασε εκεί.
Ο Άγιος Κωνσταντίνος είχε κατασκευάσει έναν χρυσό σταυρό για να τον προστατεύει
στις εκστρατείες. Στη μέση του σταυρού είχε τοποθετηθεί τεμάχιο Τιμίου Ξύλου· ο
σταυρός έφερε επίσης θήκες με άγια λείψανα Μαρτύρων, και ένα τεμάχιο της Τιμίας
Ζώνης. Όλοι οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έπαιρναν αυτόν τον σταυρό στις
εκστρατείες. Το ίδιο έπραξε και ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β Ἄγγελος (1185-1195)
σε μία εκστρατεία εναντίον του ηγεμόνα των Βουλγάρων Ασάν. Νικήθηκε όμως και
μέσα στον πανικό ένας ιερέας τον πέταξε στο ποτάμι για να μην τον βεβηλώσουν οι
εχθροί. Μετά από μερικές μέρες όμως οι Βούλγαροι τον βρήκαν· έτσι πέρασε στα
χέρια του Ασάν.
Οι Βούλγαροι ηγεμόνες μιμούμενοι τούς Βυζαντινούς αυτοκράτορες έπαιρναν μαζί
τους στις εκστρατείες το σταυρό. Σε μία μάχη όμως εναντίον των Σέρβων ο
βουλγαρικός στρατός νικήθηκε από τον Σέρβο ηγεμόνα Λάζαρο (1371-1389). Ο
Λάζαρος αργότερα δώρισε το σταυρό του Αγίου Κωνσταντίνου στην Ιερά Μονή
Βατοπαιδίου μαζί με το τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης.
Οι Άγιοι Πατέρες της Ιεράς Μονής διασώζουν και μία παράδοση σύμφωνα με την
οποία η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου αφιερώθηκε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου από τον
αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ Καντακουζηνό (1341-1354), ο οποίος στη συνέχεια
παραιτήθηκε από το αξίωμα, εκάρη μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ και μόνασε στην
Ιερά Μονή Βατοπαιδίου.
Τα θαύματα που πραγματοποίησε και πραγματοποιεί η Τιμία Ζώνη είναι πολλά. Βοηθά
ειδικά τις στείρες γυναίκες να αποκτήσουν παιδί. Αν
ζητήσουν με ευλάβεια τη βοήθειά της Παναγίας, τούς δίδεται τεμάχιο κορδέλας που
έχει ευλογηθεί στην λειψανοθήκη της Αγίας Ζώνης· αν έχουν πίστη, καθίστανται
έγκυες. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει την κατάθεση της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου
στις 31 Αυγούστου.
+π.Αλεξάνδρου Σμέμαν "Η Παναγία"
Η εικόνα της Παναγίας,
το «Ἄξιον ἐστι», είναι μια από τις περίφημες εικόνες του Αγίου Όρους. Βρίσκεται
στο ναό του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους, θεωρούμενη ως «κοινή εφέστιος
προστάτις» εικόνα όλων των Αγιορείτικων Μονών, φέρουσα στο πλαίσιό της τις
σφραγίδες και των 20 Μονών. Αρχικά η εικόνα αυτή βρισκόταν σε ένα παντοκρατορινό
κελί στην τοποθεσία τη λεγόμενη κοιλάδα του «Ἄδειν» κοντά και κάτω από τη σκήτη
του Αγίου Ανδρέα.
Την 11 Ιουνίου 980 μ.Χ. (κατά άλλους το 982 μ.Χ.) ο γέροντας έλειπε από το
κελί, καθώς είχε πάει σε μια αγρυπνία στις Καρυές, αφήνοντας μόνο τον
υποτακτικό του. Ο υποτακτικός τη νύχτα έκανε κανονικά τον κανόνα του. Ακούει σε
μια στιγμή να του χτυπάνε την πόρτα, ανοίγει και βλέπει έναν περαστικό να του
ζητάει να τον φιλοξενήσει, πράγμα που γίνεται. Συνεχίζει ο μοναχός τον κανόνα
του μέχρι που φτάνει στην θ' ωδή «Τὴν Τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ...». Τότε
τον διακόπτει ο φιλοξενούμενος και του λέει: «Όχι, πρώτα θα πεις: Ἄξιον ἐστιν ὡς
ἀληθῶς...» ως συμπλήρωμα του υπό του Κοσμά Μαϊουμά Μεγαλυνάριου της Θεοτόκου. Ο μοναχός
ενθουσιασμένος ζητάει να του γράψει ο νέος τον ύμνο για να μπορεί να το ψάλλει
και αυτός. Επειδή όμως δε βρέθηκε μελάνι και χαρτί μέσα στο κελλί, ο
μυστηριώδης ξένος μοναχός χάραξε τον ύμνο με το δάκτυλό του σε μια πέτρινη
πλάκα και προσθέτοντας ότι έτσι πρέπει να ψάλλεται στο εξής ο ύμνος αυτός από
όλους τους Ορθόδοξούς, έγινε άφαντος.
Οι Αγιορείτες έστειλαν την πλάκα στον βασιλιά και στον
Πατριάρχη Νικόλαο Χρυσοβέργη, ο οποίος ενέκρινε την εισαγωγή του αγγελικού
αυτού ύμνου στο λειτουργικό βίο της Εκκλησίας. Την δε εικόνα, μπροστά
στην οποία ψάλθηκε για πρώτη φορά ο αγγελικός ύμνος, τη μετέφεραν στο Πρωτάτο,
στο οποίο καθιερώθηκε να γίνεται και η ετήσια πανήγυρη σε ανάμνηση του θαύματος
και προς τιμή της Θεοτόκου.
Σύμφωνα με το αρχαίο συναξάριο, η γιορτή αυτή αρχικά τελούνταν στο Κελλί, όπου
είχε γίνει το θαύμα, και μάλιστα προς τιμή του αρχάγγελου Γαβριήλ, που χωρίς
άλλο ήταν ο θαυμαστός εκείνος ξένος μοναχός.
Έτσι, το Μεγαλυνάριο αυτό της Θεοτόκου που συνέθεσε ο Κοσμάς (ο επίσκοπος
Μαϊουμά) σήμερα ονομάζεται «Άξιον Εστί», εκ των δύο πρώτων λέξεων του
Θεομητορικού αυτού Ύμνου που έχει ως εξής:
Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς,
μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον,
τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον,
καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν.
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ
καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ
τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν,
τὴν ὄντως Θεοτόκον,
σὲ μεγαλύνομεν.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι το γεγονός αυτό είναι πολύ παλαιό
και τούτο μαρτυρείται από τα Μηναία της Εκκλησίας, όπου στις 11 Ιουνίου
αναγράφεται: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν».
Η εικόνα «Ἄξιον Ἐστί» έχει διαστάσεις 70,5x44 εκ. χωρίς την αργυρή θήκη που την
περιβάλλει. Λόγω του χρόνου που πέρασε, η μορφή της Θεοτόκου ήταν πολύ
σβησμένη, αλλά μετά ανακαίνιση διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση και
διαβάζεται η επιγραφή «Μήτηρ Θεού Καρυώτισσα». Κατασκευάστηκε στην
Κωνσταντινούπολη κατά το πρότυπο της Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου της Κύπρου,
έργο του Ευαγγελιστού Λουκά και απεικονίζει την Θεοτόκο με τη μορφή που είχε
λίγο πριν την κοίμησή της.
Στις 3 Οκτωμβρίου 1913 μ.Χ., μετά από ολονύκτια αγρυπνία στο Ναό του Πρωτάτου,
οι Αγιορείτες μοναχοί συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα της αιωνίου και
αδιασπάστου ενώσεως με την Μητέρα Ελλάδα και το υπέγραψαν ένας-ένας με μετάνοια
ενώπιον της εικόνας αυτής.
Η πρώτη έξοδος της εικόνος «Άξιον Εστί» από το Άγιον Όρος έγινε το 1963 μ.Χ.
κατά τον εορτασμό της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, όταν μεταφέρθηκε στην
Αθήνα, όπου την προσκύνησαν πλήθη πιστών. Το 1985 μ.Χ. μεταφέρθηκε με πλοίο του
Πολεμικού Ναυτικού για προσκύνηση στη Θεσσαλονίκη, όπου οι επίσημοι της πόλεως
την υποδέχθηκαν μπροστά στο Λευκό Πύργο με τιμές Αρχηγού Κράτους.
Εμφάνιση της Παναγίας «Άξιον Εστί» στον Γέροντας Παΐσιο
Διηγήθηκε ο Γέροντας Παΐσιος: «Τη Δευτέρα της Διακαινησίμου καθόμουν στο
Αρχονταρίκι και έλεγα την ευχή. Ξαφνικά αισθάνθηκα μια ευωδία, άλλο πράγμα!
Βγήκα στο διάδρομο να δω από πού προέρχεται, πήγα στην Εκκλησία, τίποτα. Βγήκα
έξω στην αυλή. Η ευωδία ήταν πολύ πιο έντονη. Ακούστηκε να χτυπά το τάλαντο.
Κοίταξα και είδα να κατεβαίνει προς τα κάτω η λιτανεία, και κατάλαβα ότι
προέρχεται από την εικόνα της Παναγίας».
Αυτή την ημέρα γίνεται η λιτανεία της θαυματουργού εικόνος του «Ἄξιον ἐστίν».
Κατεβαίνει πιο κάτω από το Κουτλουμούσι, ως το Κελλί των Αγίων Αποστόλων
(Αλυπίου). Το Κελλί της «Παναγούδας» απέχει ένα χιλιόμετρο περίπου. Από αυτή
την απόσταση η Παναγία έστειλε τρόπον τινά τον χαιρετισμό της στον Γέροντα.
Μεσοπεντηκοστή
Την Τετάρτη μετά την
Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την
εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η γιορτή αποτελεί ένα σταθμό ανάμεσα στο Πάσχα και
την Πεντηκοστή.
Η περικοπή που διαβάζεται
την ημέρα αυτή αναφέρεται στη συζήτηση του Χριστού με τους Ιουδαίους
διδασκάλους στο Ναό.
Ἡμέρα χαρμόσυνος, καὶ εὐφροσύνης ἀνάπλεως, πεφανέρωται σήμερον, φαιδρότης δογμάτων γάρ, τῶν ἀληθεστάτων, ἀστράπτει καὶ λάμπει, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κεκοσμημένη ἀναστηλώσεσιν, Εἰκόνων τῶν ἁγίων νῦν, ἐκτυπωμάτων καὶ λάμψεσι, καὶ ὁμόνοια γίνεται, τῶν Πιστῶν θεοβράβευτος.
▪︎Η Θαυματουργός Ιερά Εικόνα της Υπαπαντής▪︎
Παραπλεύρως του καθολικού της Μονής βρίσκεται παρεκκλήσιο αφιερωμένο στην Υπαπαντή του Σωτήρος Χριστού, όπου φυλάσσετε η ομώνυμη θαυματουργός ιερή εικόνα η πυροβοληθείσα, που διέσωσε την Μονή από τους Γερμανούς κατακτητές.
Το έτος 1940 τάγμα Γερμανών στρατιωτών εισβάλλει στην Μονή ιδρύοντας στρατιωτικό φυλάκιο με σκοπό να σταματήσουν τη φυγή πολλών Κρητών Ανταρτών από τη νότια Κρήτη προς τη Μ. Ανατολή, αλλά και την προστασία τους από τη Μονή. Ο στρατηγός των Γερμανών θέλοντας να βεβηλώσει τον Ναό της Παναγιάς κάθισε πάνω στην Αγία Τράπεζα. Τότε άκουσε τη φωνή Της Θεοτόκου προτρέποντας τον τρεις φορές να σηκωθεί και να φύγει από το σπίτι Της και όταν αυτός επέμενε αρνούμενος, η Παναγία τον ράπισε. Αυτός τότε, οργισμένος πυροβόλησε την Ι. Εικόνα, όμως οι σφαίρες δεν την διαπέρασαν, αλλά άφησαν πάνω της, ως αδιάψευστα σημάδια του θαύματος, οπές και αυτό έγινε αιτία της φυγής των Γερμανών από την Μονή.
Την Kυριακή μετά την
ενδεκάτη Οκτωβρίου, μνήμη επιτελούμε των Aγίων Πατέρων της αγίας και Oικουμενικής
Eβδόμης Συνόδου.
Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τις 24 Σεπτεμβρίου
έως τις 13 Οκτωβρίου 787 μ.Χ., με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Ειρήνης, η
όποια ασκούσε χρέη αντιβασιλέως. Υπό την προεδρία του
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ταρασίου συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι πενήντα
ορθόδοξοι επίσκοποι, και σε αυτούς προστέθηκαν άλλοι δεκαεπτά ιεράρχες, οι
όποιοι αποκήρυξαν την αίρεση των εικονομάχων.
Πλάι
στους αντιπροσώπους του Πάπα Ρώμης και των Πατριαρχών Αντιοχείας και
Ιεροσολύμων, οι μοναχοί οι όποιοι υπέφεραν δεινούς διωγμούς επί βασιλείας των
εικονομάχων αυτοκρατόρων Λέοντος Γ’ Ίσαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου
Ε’ Κοπρωνύμου (741 – 775 μ.Χ.) αποτελούσαν έντονη παρουσία· ήταν περίπου εκατόν
τριάντα έξι.
Μετά από επιμελή προετοιμασία, οι Πατέρες της Συνόδου αναθεμάτισαν τους
αιρετικούς, οι όποιοι για περισσότερα από πενήντα έτη απαγόρευαν στους
ορθόδοξους χριστιανούς να τιμούν τις σεπτές εικόνες του Χρίστου και των αγίων
Του διότι αυτό αποτελούσε δήθεν ειδωλολατρία. Έθεσαν
έτσι τέρμα στην πρώτη περίοδο της εικονομαχίας, η οποία όμως ξέσπασε εκ νέου
λίγα χρόνια αργότερα επί Λέοντος Ε’ Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.) και δεν σταμάτησε
οριστικά παρά το 843 μ.Χ., χάρις στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα και στον πατριάρχη
άγιο Μεθόδιο. οι άγιοι Πατέρες αναθεμάτισαν τους αιρετικούς πατριάρχες
Αναστάσιο, Κωνσταντίνο και Νικήτα, αποκήρυξαν τη δήθεν οικουμενική σύνοδο που
συνεκλήθη στο ανάκτορο της Ιερείας με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Ε’ το 754
μ.Χ., και κήρυξαν αιωνία τη μνήμη των άγιων υπερμάχων της Ορθοδοξίας: του
πατριάρχου αγίου Γερμανού (715 – 730 μ.Χ.), του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού,
του Γεωργίου Κύπρου, και όλων όσοι είχαν υποστεί βασάνους και εξορίες ως
υπέρμαχοι των αγίων εικόνων. Στον Όρο της πίστεως που ανέγνωσαν στην
έβδομη και τελευταία συνεδρία της Συνόδου, οι Πατέρες διεκήρυξαν:
«Ορίζομεν συν ακριβεία πάση και εμμελεία, παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και
ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων και
ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις,
εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς· της τε
του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου
δεσποίνης ημών της αγίας Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων, και πάντων άγιων και
οσίων ανδρών. Όσω γάρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και
οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και
επιπόθησιν, και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησαν απονέμειν, ου μην
την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει - αλλ’ ον
τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις εύαγγελίοις και
τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την
τούτων τιμήν ποιεισθαι, καθώς και τοις αρχαίοις εύσεβώς είθισται. η “γαρ της
εικόνος τιμή έπι το πρωτότυπον διαβαίνει”, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί
εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των άγιων Πατέρων
ημών διδασκαλία, είτουν παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις
πέρατα δεξαμένης το ευαγγέλιον».
Οι άγιοι Πατέρες ως εκ τούτου απεδείχθησαν υπέρμαχοι όχι μόνον των αγίων
εικόνων αλλά, στην ουσία, αυτού του ιδίου του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως του
Υιού του Θεού: «Πάλαι μεν ο Θεός ο ασώματος τε και ασχημάτιστος ουδαμώς
εικονίζετο, νυν δε σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος
εικονίζω Θεού το ορώμενον. Ού προσκυνώ τη ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης
δημιουργόν, τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον και εν ύλη κατοικήσαι καταδεξάμενον και
δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον, και σέβων ου παύσομαι την ύλην, δι’ ης η
σωτηρία μου είργασται». Προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, ο Λόγος του Θεού
την θέωσε χωρίς εκείνη να χάσει τα ιδιώματά της. Γι’ αυτό τον λόγο, ενώ εν τη
δόξα Του είναι ακατάληπτη στις αισθήσεις μας, η ανθρώπινη φύση του Σωτήρος
δύναται ωστόσο να αποτυπωθεί. η εικόνα του Χριστού - την πιστότητα της οποίας
φυλάσσει η παράδοση της Εκκλησίας - καθίσταται κατά συνέπεια αληθής παρουσία
του θεανθρώπινου προτύπου της, αγωγός χάριτος και αγιασμού σε όσους με πίστη
της απονέμουν τιμητική προσκύνηση.
Η δεύτερη Σύνοδος της Νικαίας είναι η έβδομη και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος
που αναγνωρίζει η Ορθόδοξος Εκκλησία. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν
να συγκληθούν στο μέλλον άλλες οικουμενικές Σύνοδοι, άλλα ότι ως έβδομη η
Σύνοδος της Νικαίας συμπληρώνει τον αριθμό που μέσα στην Αγία Γραφή
αντιπροσωπεύει την τελειότητα και ολοκλήρωση (π.χ., Γεν. 2, 1-3). Σφραγίζει το
πέρας της περιόδου των δογματικών συγκρούσεων, που επέτρεψαν στην Εκκλησία να
διευκρινίσει με σαφείς και ακριβείς ορισμούς τα όρια της ορθοδόξου πίστεως.
Εφεξής, κάθε αίρεση δύναται και θα δύναται να αναχθεί σε μία από τις πλάνες που
αναθεμάτισε η Εκκλησία στις οικουμενικές συνόδους, από την πρώτη (325 μ.Χ.) έως
την έβδομη (787 μ.Χ.) εν Νικαία Σύνοδο.
Μνήμη της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου
Η ΣΤ’ Οικουμενική
Σύνοδος έγινε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 680 μ.Χ. επί της βασιλείας του Kωνσταντίνου
Δ' και καταδίκασε τον Μονοθελητισμό. Ο αριθμός των Πατέρων που έλαβαν μέρος
στην Σύνοδο ανέρχεται στους 150.
Το Συναξάρι αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος «Ἠθροίσθη δὲ ἐν
τῷ Τρούλλῳ τοῦ Παλατίου, τῷ λεγομένῳ, Ὠάτῳ, ἀναθέματι καθυποβαλοῦσα Σέργιον, καὶ
Πύρρον, καὶ Πέτρον, καὶ Παῦλον, Ἐπισκόπους γενομένους Κωνσταντινουπόλεως· Μακρόβιόν
τε τὸν Ἀντιοχείας, καὶ Κῦρον τὸν Αλεξανδρείας, καὶ Ὁνώριον τὸν Ῥώμης, Στέφανόν
τε καὶ Πολυχρόνιον, καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς».
Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος, υπήρξε η κατάληξη πεντηκονταετών θεολογικών και
εκκλησιαστικών ερίδων (7ος αιώνας μ.Χ.) περί το θέμα αν ο Θεάνθρωπος Χριστός,
τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, σε μία Υπόσταση (ένα πρόσωπο), έχει δύο
ενέργειες και θελήσεις ή μία. Η Σύνοδος των Αγίων Πατέρων καταδίκασε τη
χριστολογία των μονοθελητών, όσων δηλαδή υποστήριζαν, ότι ο Χριστός έχει μόνον
μία θέληση και ενέργεια, διότι αυτή η χριστολογία δεν ήταν παρά «μεταμφιεσμένη»
επανεμφάνιση της ήδη απερριμμένης και καταδικασμένης αιρέσεως του
μονοφυσιτισμού (στην Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, 451 μ.Χ.). Η
ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος ουσιαστικώς δικαίωσε τη χριστολογία και τους αγώνες των
Αγίων Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων και Μαξίμου του Ομολογητού κατά της
αιρέσεως του μονοθελητισμού και δογμάτισε, ότι επειδή ο Χριστός έχει τέλειες
τις δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, έχει και δύο φυσικές θελήσεις και δύο
ενέργειες (θεία και ανθρώπινη), όπως προκύπτει και από τις ίδιες τις
Ευαγγελικές διηγήσεις.
Ο
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580 - 662 μ.Χ.), πρώτα Ηγούμενος της Μονής
Χρυσουπόλεως κοντά στην Κωνσταντινούπολη, αγωνίσθηκε για πολλά χρόνια χωρίς
«ανώτερη» εκκλησιαστική υποστήριξη, ενώ τα Πατριαρχεία της Ανατολής και η Ρώμη
είχαν αποδεχθεί την αίρεση κάτω από επίδραση του μονοθελήτου Αυτοκράτορος
Κώνσταντος Β΄ (641 - 668 μ.Χ.). Ο Άγιος Μάξιμος περιήλθε
γη και θάλασσα από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Ρώμη, όπου και βοήθησε στη
Σύνοδο του Λατερανού (649 μ.Χ.) κατά του μονοθελητισμού, υπό τον ορθόδοξο Πάπα
Μαρτίνο. Ο Άγιος Μάξιμος συνελήφθη και πέθανε στην εξορία στη
Λαζική. Όταν σε ανάκριση ο αιρετικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πέτρος του
είπε να ενωθεί με την καθολική (παγκόσμια) εκκλησία που είχε δεχθεί την αίρεση,
ο Άγιος Μάξιμος απάντησε: «Ο Θεός των όλων (Χριστός), μακαρίζοντας τον Πέτρο
για όσα είπε, ομολογώντας Αυτόν καλώς, είπε ότι Καθολική Εκκλησία είναι η ορθή
και σωτήριος ομολογία της πίστεως σ' Αυτόν» (και όχι η ενότητα μέσα στην
αίρεση, μέσα στην ψευδή πίστη).
Οι αντίπαλοι της Ορθοδοξίας, αιρετικοί Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος
(610 - 638 μ.Χ.), Πύρρος (638 - 641, 654 μ.Χ.), Παύλος Β΄ (641 - 653 μ.Χ.) και
Πέτρος (654 - 666 μ.Χ.), οι αιρετικοί Πατριάρχες Αντιοχείας Μακάριος (650 - 685
μ.Χ.) και Αλεξανδρείας Κύρος (630 - 642 μ.Χ.), ο αιρετικός Πάπας Ρώμης Ονώριος
(625 - 638 μ.Χ.) και οι Στέφανος, Πολυχρόνιος και Κωνσταντίνος αναθεματίσθηκαν
από την ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο.
Σήμερα ο μονοθελητισμός και ο μονοενεργητισμός αποτελούν συστατικά της
χριστολογίας των «μετριοπαθών» (σεβηριανών) μονοφυσιτών, δηλ. των μονοφυσιτών
Κοπτών (της Αιγύπτου), των Αρμενίων, των Αιθιόπων, των Συροϊακωβιτών και των
Ινδών του Μαλαμπάρ. Δυστυχώς, ο σύγχρονος θεολογικός διάλογος από το 1990 μ.Χ.
και εξής, αποφαίνεται, αντιθέτως προς τις Άγιες Οικουμενικές Συνόδους, ότι
δήθεν οι προαναφερθέντες μονοφυσίτες είναι Ορθόδοξοι και ότι οι Άγιοι Πατέρες
δήθεν τους παρεξήγησαν.
Η διακήρυξη του δόγματος περί δύο φυσικών θελήσεων και ενεργειών στο Χριστό από
την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ελέγχει επίσης και τους αιρετικούς Λατίνους (την
παπική-ρωμαιοκαθολική «εκκλησία»), οι οποίοι μερικούς αιώνες αργότερα δια του
στόματος των σχολαστικών τους μεσαιωνικών θεολόγων και κυρίως τον 14ον αιώνα
μ.Χ. δια των αντι-παλαμικών και αντι-ησυχαστών φιλοσόφων στην Ανατολή,
αρνήθηκαν τη διάκριση φύσεως και φυσικής ενεργείας στο Θεό, αντίθετα με τους
Αγίους Πατέρες της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου και σύνολη την εκκλησιαστική
διδασκαλία.
Η καταδίκη του Πάπα Ονωρίου από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, τρανώς αποδεικνύει
ότι είναι εκκλησιολογικά ψευδής και απαράδεκτος ο θεολογικός μύθος των παπικών
περί «αλαθήτου» του Πάπα.
Το νομοθετικό έργο (την έκδοση ιερών Κανόνων) της ΣΤ', καθώς και της
προηγηθείσης Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου (553 μ.Χ.) συμπλήρωσε η Πενθέκτη
Οικουμενική Σύνοδος (Κωνσταντινούπολη, 691 μ.Χ.).