ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΑΥΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΑΥΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ' ΛΟΥΚΑ- ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΤΗΣ ΘΥΓΑΤΡΟΣ ΤΟΥ ΙΑΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΙΜΟΡΡΟΟΥΣΑΝ!

 Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή Ζ΄ Λουκά: 
Λόγος εις την ανάστασιν της θυγατρός του Ιαείρου και εις την αιμορροούσαν
 

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Η’ 41 – 56.

Τω καιρώ εκείνω, ήλθεν προς τον Ιησούν ανήρ ώ όνομα Ιάειρος, και αυτός άρχων της συναγωγής υπήρχε, και πεσών παρά τους πόδας του Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού, ότι θυγάτηρ μονογενής ήν αυτώ ως ετών δώδεκα, και αύτη απέθνησκεν. Εν δέ τω υπάγειν Αυτόν, οι όχλοι συνέπνιγον Αυτόν. Και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος απο ετών δώδεκα, ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τον βίον ουκ ίσχυσεν υπ’ ουδενός θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν, ήψατο του κρασπέδου του ιματίου Αυτού, και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής. Και είπεν ο Ιησούς: τίς ο αψάμενός μου; Αρνουμένων δέ πάντων, είπεν ο Πέτρος και οι σύν αυτώ: επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τίς ο αψάμενός μου; Ο δέ Ιησούς είπεν: ήψατό μου τις’ εγώ γάρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ’ εμού. Ιδούσα δέ η γυνή ότι ουκ έλαθε, τρέμουσα ήλθε, και προσπεσούσα αυτώ δι’ ήν αιτίαν ήψατο αυτού απήγγειλεν αυτώ ενώπιον παντός του λαού, και ως ιάθη παραχρήμα. Ο δέ είπεν αυτή: θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην. Έτι Αυτού λαλούντος, έρχεταί τις παρά του αρχισυναγώγου λέγων αυτώ, ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μή σκύλλε τον διδάσκαλον. Ο δέ Ιησούς ακούσας, απεκρίθη αυτώ λέγων: μή φοβού, μόνον πίστευε, και σωθήσεται. Ελθών δέ εις την οικίαν, ουκ αφήκεν εισελθείν ουδένα, ει μή Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον και τον πατέρα της παιδός και την μητέρα. Έκλαιον δέ πάντες και εκόπτοντο αυτήν. Ο δέ είπε: μή κλαίετε, ουκ απέθανεν αλλά καθεύδει. Και κατεγέλων Αυτού, ειδότες ότι απέθανεν. Αυτός δέ εκβαλών έξω πάντας και κρατήσας της χειρός αυτής, εφώνησε λέγων: η παίς, εγείρου. Και επέστρεψε το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα, και διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν. Και εξέστησαν οι γονείς αυτοίς. Ο δέ παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν το γεγονός. 

Απόδοση:
Εκείνη την εποχή, ήρθε προς τον Ιησού κάποιος που τον έλεγαν Ιάειρο και ήταν άρχοντας της συναγωγής. Αυτός έπεσε στα πόδια του Ιησού, και τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του, γιατί είχε μια μοναχοκόρη δώδεκα χρονών, που ήταν ετοιμοθάνατη. Την ώρα που ο Ιησούς βάδιζε προς το σπίτι, τα πλήθη τον περιέβαλλαν ασφυκτικά. Κάποια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς κανένας να μπορέσει να την κάνει καλά, πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ρούχου του, κι αμέσως η αιμορραγία της σταμάτησε. Τότε ο Ιησούς είπε: «Ποιος με άγγιξε;» Ενώ όλοι αρνιούνταν, ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του έλεγαν: «Διδάσκαλε, οι όχλοι έχουν στριμωχτεί κοντά σου και σε πιέζουν, κι εσύ λες ποιος με άγγιξε;» Ο Ιησούς όμως είπε: «Κάποιος με άγγιξε, γιατί εγώ ένιωσα να βγαίνει από μένα δύναμη». Μόλις η γυναίκα είδε ότι δεν ξέφυγε την προσοχή του, ήρθε τρέμοντας κι έπεσε στα πόδια του και μπροστά σ’ όλο τον κόσμο του είπε για ποια αιτία τον άγγιξε, κι ότι είχε γιατρευτεί αμέσως. Εκείνος της είπε: «Θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε∙ πήγαινε στο καλό».

Ενώ ο Ιησούς ακόμα μιλούσε, ήρθε κάποιος από το σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και του λέει: «Η κόρη σου πέθανε∙ μην ενοχλείς πια το δάσκαλο». Όταν το άκουσε ο Ιησούς, του είπε: «Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί». Φτάνοντας στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού. Όλοι έκλαιγαν και τη θρηνολογούσαν. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Μην κλαίτε∙ δεν πέθανε αλλά κοιμάται». Εκείνοι τον περιγελούσαν, βέβαιοι πως είχε πεθάνει. Ο Ιησούς αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το κορίτσι από το χέρι και του είπε δυνατά: «Κορίτσι, σήκω!» Το πνεύμα της επέστρεψε, κι αυτή αμέσως σηκώθηκε. Ο Ιησούς τότε διέταξε να της δώσουν να φάει. Οι γονείς της έμειναν κατάπληκτοι. Εκείνος όμως τους είπε να μην πουν σε κανέναν τι είχε γίνει.

(Επιμέλεια: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη) 

Λόγος του Αγίου Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, εις την ανάστασιν της θυγατρός του Ιαείρου και εις την αιμορροούσαν

Το έργον επρόφθασε τους λόγους, και οι Φαρισαίοι απεστομώθησαν ακόμη περισσότερο. Διότι ήταν αρχισυνάγωγος αυτός που ήλθε, και το πένθος βαρύ. Το παιδί μονογενές και στο άνθος της ηλικίας του, μόλις δώδεκα ετών. Και το ανέστησε δια μιάς. Εάν δε ο Λουκάς λέγει ότι ήλθαν και είπαν «μη σκύλλε, μη ταλαιπωρείς τον διδάσκαλον’ τέθνηκε γαρ», θα απαντήσωμε τούτο, ότι το «άρτι ετελεύτησε» το είπεν εκείνος στοχαζόμενος τον χρόνο της οδοιπορίας ή για να επαυξήσει την συμφορά. Συνηθίζουν, όσοι παρακαλούν, να μεγαλοποιούν με τα λόγια την συμφορά τους, και να προσθέτουν κάτι επιπλέον ώστε να προσελκύσουν περισσότερο τους ικετευομένους. Κοίτα όμως την απλοϊκότητά του. Δύο πράγματα απαιτεί από τον Χριστόν, και να έλθει ο ίδιος, και να βάλει το χέρι του επάνω. Πράγμα που σημαίνει ότι η μικρή ανέπνεε ακόμη όταν την άφησε. Το ίδιο απαιτούσε και εκείνος ο Σύρος Νεεμάν από τον Προφήτην. Ζητούσε, λέγει, και να εξέλθει, και το χέρι να βάλει επάνω. Πράγματι, όσοι είναι πιο παχείς στον νου, χρειάζονται και την όραση και τα αισθητά πράγματα.

Ενώ λοιπόν ο Μάρκος λέγει ότι έλαβε τους τρεις μαθητάς, καθώς και ο Λουκάς, ο Ματθαίος λέγει απλώς τους μαθητάς. Για ποίον λόγον όμως δεν παρέλαβε τον Ματθαίον, αν και είχε μόλις προσέλθει; Για να του δημιουργήσει μεγαλυτέραν επιθυμία, και επειδή ήταν ακόμη ατελέστερος. Γι’ αυτό τιμά τους τρεις μαθητάς, ώστε να γίνουν και οι άλλοι όπως εκείνοι. Ήταν γι’ αυτόν αρκετό το ότι είδε την αιμορροούσα, και ότι ετιμήθη με το να γίνει ομοτράπεζος του Δεσπότου και να φάγει μαζί του.

Και όταν εσηκώθη να φύγει, τον ηκολούθησαν πολλοί, σαν να περίμεναν κάποιο μεγάλο θαύμα, αλλά και εξ αιτίας του προσώπου που είχε έλθει. Επίσης, επειδή οι περισσότεροι ήσαν παχύτεροι στον νου, εζητούσαν όχι τόσο την επιμέλεια της ψυχής όσο την θεραπεία του σώματος, και συνέρρεαν ωθούμενοι άλλοι από τα παθήματά τους και άλλοι σπεύδοντας να γίνουν θεαταί της διορθώσεως ξένων παθημάτων. Αυτοί όμως που τον επλησίαζαν κυρίως για τους λόγους και την διδασκαλία του ως τότε, ήσαν λίγοι. Πράγματι, γι’ αυτό δεν άφησε να εισέλθουν στην οικία παρά μόνον οι μαθηταί, και πάλιν όχι όλοι, σε κάθε περίπτωση διδάσκοντάς μας να αποφεύγωμε την δόξα των πολλών. «Και ιδού», λέγει, «γυνή εν ρύσει αίματος δώδεκα έτη έχουσα, προσήλθεν όπισθεν, και ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. Έλεγε γάρ εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι». Για ποίον λόγο δεν τον επλησίασε με παρρησίαν; Εντρέπετο για την αρρώστια, επειδή ενόμιζε ότι είναι ακάθαρτος. Διότι αν η γυναίκα που είναι στα έμμηνά της δεν εθεωρείτο καθαρά, πολύ περισσότερο θα θεωρούσε τον εαυτόν της ακάθαρτον εκείνη που πάσχει από τοιούτου είδους ασθένεια. Πράγματι, σύμφωνα με τον νόμο, αυτή η ασθένεια εθεωρείτο πολύ ακάθαρτος. Γι’ αυτό προσπαθεί να μη γίνει αντιληπτή και κρύπτεται. Δεν είχε ούτε αυτή ακόμη σωστήν και διαμορφωμένην γνώμη περί του Κυρίου. Αλλιώς δεν θα επίστευε πως θα περνούσε απαρατήρητη. Και είναι αυτή η πρώτη γυναίκα που προσέρχεται δημοσίως. Είχε ακούσει ότι θεραπεύει και γυναίκες, και ότι τώρα πορεύεται προς την μικρή κόρη που μόλις απέθανε. Δεν τον εκάλεσε όμως στον οίκο της, μολονότι ήταν πλουσία, ούτε προσήλθε φανερά, αλλά μόνον ήγγισε με πίστη κρυφά τα ενδύματά του. Ούτε καν αμφέβαλλεν ούτε είπε μέσα της: θα απαλλαγώ άραγε από την ασθένειά μου; Ή μήπως δεν θα απαλλαγώ; Αλλά επλησίασε γεμάτη ελπίδες για την αποκατάσταση της υγείας της. «Έλεγε γάρ», διηγείται ο Ευαγγελιστής, «εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου του, σωθήσομαι». Είδε από ποίαν οικία είχεν εξέλθει, των τελωνών, και ποίοι τον ακολουθούσαν, αμαρτωλοί και τελώνες. Όλα αυτά την έκαμαν αισιόδοξη. Και ο Χριστός δεν την άφησε να διαφύγει απαρατήρητη, αλλά την παρουσιάζει στο μέσον. (Ο άγιος φαίνεται συμπεραίνει ότι η γυναίκα αυτή, η μετέπειτα αγία Βερονίκη, ήταν πλουσία, από τον χάλκινο ανδριάντα που, όπως διέσωσε η παράδοση, έστησε αργότερα στην αυλή του σπιτιού της.) Και την φανερώνει, για πολλούς λόγους. Αν και μερικοί αναίσθητοι λέγουν ότι αυτό το έκαμε από φιλοδοξία. Γιατί, λέγει, δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη; Τι λέγεις, μιαρέ και παμμίαρε; Αυτός που προστάσσει να σιωπούμε, που αφήνει μύρια θαύματα να περάσουν απαρατήρητα, αυτός αγαπά την δόξαν;

Γιατί λοιπόν την παρουσιάζει στο μέσον; Πρώτον διαλύει τον φόβο της γυναικός, για να μη την ελέγχει η συνείδησις, και ζει με αγωνία σαν να την έχει κλέψει την δωρεά. Δεύτερον, την διορθώνει, επειδή είχε φαντασθεί ότι δεν θα υποπέσει στην αντίληψή Του. Τρίτον, επιδεικνύει σε όλους την πίστη της, ώστε να ποθήσουν και οι άλλοι να την μιμηθούν. Άλλωστε το ότι έδειξε πως τα γνωρίζει όλα πολύ καλά, αποτελεί σημείον όχι μικρότερον από την παύση της ροής του αίματος. Έπειτα, με την στάση της γυναικός κερδίζει τον αρχισυνάγωγον, ο οποίος ήταν έτοιμος να κλονισθεί στην πίστη, και με αυτόν τον τρόπο να χάσει το παν. Επειδή εκείνοι που ήλθαν έλεγαν «μη σκύλλε τον διδάσκαλον, ότι τέθνηκε το κοράσιον», και οι οικιακοί τον περιγελούσαν όταν είπε ότι κοιμάται, ήταν φυσικό κάτι παρόμοιο να πάθει και ο πατέρας.

Γι’ αυτό, προλαβαίνοντας αυτήν την αδυναμία, φέρνει στο μέσον την γυναίκα. Το ότι εκείνος ήταν πολύ παχύς στον νουν, άκου το από τα λόγια που του απευθύνει: «μη φοβού, συ μόνον πίστευε, και σωθήσεται». Και πράγματι, επίτηδες περίμενε να επέλθει ο θάνατος, και τότε να παρουσιασθεί, ώστε να γίνει σαφής η απόδειξις της αναστάσεως. Γι’ αυτό και βαδίζει κάπως αργά, και παρατείνει την συνομιλία του με την γυναίκα, για να αποθάνει εν τω μεταξύ η μικρή, και να έλθουν οι απεσταλμένοι να το αναγγείλουν και να ειπούν: «Μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Αυτό υπονοεί και ο Ευαγγελιστής και το επισημαίνει λέγοντας ότι «έτι λαλούντος αυτού, ήλθαν οι από της οικίας λέγοντες, τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Ήθελε να διαπιστωθεί ο θάνατος, για να μη δημιουργηθούν υποψίες για την ανάσταση. Αυτό κάνει παντού. Έτσι έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, περίμενε και μία και δύο και τρεις ημέρες. Για όλους αυτούς τους λόγους την παρουσιάζει στο μέσον και της λέγει: «Θάρσει, θύγατερ». Όπως ακριβώς είχεν ειπεί και στον παράλυτο: «Θάρσει τέκνον». Επειδή η γυναίκα ήταν φοβισμένη. Γι’ αυτό λέγει «Θάρσει», και την αποκαλεί θυγατέρα. Η πίστις την έκαμε θυγατέρα. Και ακολουθεί το εγκώμιον «η πίστις σου σέσωκέ σε». Ο Λουκάς μάλιστα μας αναφέρει περισσότερα για την γυναίκα. Αφού προσήλθε, λέγει, και έλαβε την υγεία, δεν την εκάλεσεν ο Χριστός αμέσως, αλλά πρώτα ερώτησε: «τις ο αψάμενός μου;». Έπειτα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι του είπαν: «Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου;» (αυτό μάλιστα είναι πολύ μεγάλη απόδειξις του ότι είχε ενδυθεί σάρκα αληθινήν, και ότι είχε καταπατήσει εντελώς την υπερηφάνεια. Διότι δεν τον ακολουθούσαν από μακρυά, αλλά τον είχαν περικυκλώσει από παντού)’ αυτός, λέγει, επέμενε: «ήψατό μου τις. Εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξ εμού εξελθούσαν», αποκρινόμενος με απλοϊκότερο τρόπο, σύμφωνα με το πνευματικόν επίπεδο των παρευρισκομένων. Αυτά τα έλεγε για να πείσει και εκείνην να το ομολογήσει μόνη της. Γι’ αυτό και δεν την ήλεγξεν αμέσως, ώστε αφού αποδείξει ότι τα γνωρίζει όλα σαφώς, να την πείσει να τα ομολογήσει όλα αυθορμήτως. Αυτό θα τον βοηθούσε να διακηρύξει την πίστη της γυναικός, χωρίς να προξενήσει αμφιβολίες.

Είδες ότι η γυναίκα ήταν καλλιτέρα από τον αρχισυνάγωγον; Δεν τον εσταμάτησε, δεν τον εκράτησε. Μόνον με τα άκρα των δακτύλων της τον ήγγισε, και μολονότι ήλθε αργότερα, έφυγε πριν από αυτόν θεραπευμένη. Και εκείνος μεν οδήγησε τον ιατρόν στην οικία του, ενώ σ’ αυτήν ήρκεσε μόνον η αφή.

Αν και ήταν δεμένη με τα δεσμά του πάθους της, της είχε όμως αναπτερώσει το ηθικόν η πίστις. Και πρόσεξε πώς την παρηγορεί με τα λόγια: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Εάν την είχε φέρει στο μέσον για να επιδειχθεί, βεβαίως δεν θα το προσέθετε αυτό. Αλλά το είπε για να ενισχύσει την πίστη του αρχισυναγώγου, και συγχρόνως να διακηρύξει την αρετήν της γυναικός, ώστε να της προξενήσει με αυτά τα λόγια ευχαρίστηση και οφέλειαν όχι μικροτέραν από την σωματικήν υγείαν. Από τούτο γίνεται φανερόν ότι με αυτό που έκαμε ήθελε να δοξάσει εκείνην, και συγχρόνως να διορθώσει τους άλλους, αλλά όχι να προβάλει τον εαυτόν του. Διότι ο ίδιος έμελλε να είναι εξ ίσου θαυμαστός και χωρίς να γίνει αυτό (αφθονότερα από χιονονιφάδες εξεχύνοντο γύρω του τα θαύματα, και πολύ μεγαλύτερα από αυτό και έκαμε και επρόκειτο να κάμει). Ενώ η γυναίκα αυτή, εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα είχεν απέλθει απαρατήρητη, απεστερημένη των μεγάλων αυτών επαίνων. Γι’ αυτό την έφερε στο μέσον και την παρουσίασε ενώπιον όλων, και την απήλλαξε από τον φόβο (διότι, λέγει, επλησίασε τρέμοντας) και την έκαμε να λάβει θάρρος. Και μαζί με την υγεία του σώματος της έδωσε και άλλα εφόδια λέγοντας: «πορεύου εν ειρήνη».

Όταν ήλθε στην οικία του άρχοντος και είδε τους αυλητάς και τον όχλον θορυβημένον, τους είπε: «Αποχωρείτε, ου γαρ απέθανε το κοράσιον, αλλά καθεύδει (κοιμάται δηλαδή). Και κατεγέλων αυτού». Ωραία τα τεκμήρια των αρχισυναγώγων. Αυλοί και κύμβαλα στον θάνατο, για να προκαλέσουν θρήνους. Και ο Χριστός; Εξέβαλε όλους τους άλλους, και έβαλε μέσα τους γονείς, ώστε να μην ημπορούν να ειπούν ότι εθεράπευσε με κάποιον άλλον τρόπο. Ανέστησε λοιπόν με τον λόγο του και πριν από την ανάσταση, λέγοντας: «ου τέθνηκε το κοράσιον, αλλά καθεύδει». Πολλές φορές το κάνει αυτό. Όπως ακριβώς και τότε στην θάλασσαν επετίμησε πρώτα τους μαθητάς, έτσι και εδώ αποβάλλει την ανησυχίαν από τις ψυχές των παρόντων, δεικνύοντας συγχρόνως ότι του είναι εύκολο να εγείρει τους νεκρούς. Το ίδιο έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, όταν είπε: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται». Και συγχρόνως μας μαθαίνει να μη φοβούμεθα τον θάνατο, διότι δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ήδη έχει γίνει ύπνος. Επειδή και ο ίδιος επρόκειτο να αποθάνει, προπαρασκευάζει τους μαθητάς με τα σώματα των άλλων, ώστε να λάβουν θάρρος, και να υπομένουν τον θάνατο με ηρεμία. Πράγματι, από τότε που ήλθεν Αυτός, ο θάνατος είναι πλέον ύπνος. Ωστόσο τον περιγελούσαν. Αυτός όμως δεν ηγανάκτησε που δεν τον επίστευαν για το θαύμα που θα επιτελούσε έπειτα από λίγο, ούτε τους επετίμησε που γελούσαν, ώστε και ο γέλως και οι αυλοί και τα κύμβαλα και όλα τα άλλα να γίνουν απόδειξις του θανάτου.

Επειδή πολλές φορές μετά από τα θαύματα οι άνθρωποι δυσπιστούν, τους προλαμβάνει με τις ίδιες τις αποκρίσεις των. Όπως έγινε και με τον Λάζαρο και με τον Μωυσή. Στον Μωυσήν είπε: «Τι τούτο το εν τη χειρί σου», ώστε όταν το ιδεί να μετατρέπεται σε όφη, να μη λησμονήσει ότι ήταν ράβδος προηγουμένως, αλλά ενθυμούμενος τα ίδια του τα λόγια, να εκπλαγεί για το γεγονός. Και στην περίπτωση του Λαζάρου ερωτά: «Πού τεθείκατε αυτόν»; Ώστε εκείνοι που απήντησαν «έρχου και ίδε» και ότι «όζει, τεταρταίος γάρ εστί», να μην ημπορούν πλέον να απιστήσουν για την ανάσταση του νεκρού. Όταν λοιπόν είδε τα κύμβαλα και τον κόσμο, τους οδήγησε όλους έξω, και θαυματουργεί παρόντων των γονέων, εισάγοντας στο σώμα όχι άλλην ψυχήν, αλλά επαναφέροντας αυτήν την ιδία που εξήλθε, και έτσι εξύπνησε την μικρή σαν από ύπνο. Την πιάνει δε από το χέρι, για να πληροφορήσει αυτούς που παρακολουθούσαν, ώστε με όσα έβλεπαν να τους ανοίξει τον δρόμο για την πίστη της αναστάσεως. Διότι ενώ ο πατέρας έλεγε: «επίθες την χείρα», Αυτός κάνει κάτι περισσότερο. Όχι μόνον θέτει επάνω της το χέρι του, αλλά την πιάνει και την εγείρει, δεικνύοντας ότι τα έχει όλα έτοιμα. Και όχι μόνο την εγείρει, αλλά προστάσσει να της δώσουν και τροφή, για να μη φανεί το γεγονός φανταστικό. Και δεν της δίδει ο ίδιος, αλλά ανέθεσε σ’ εκείνους, όπως έκαμε και με τον Λάζαρο, όταν είπε: «Λύσατε αυτόν, και άφετε υπάγειν», και μετά τον έκαμε ομοτράπεζόν του. Πράγματι, φροντίζει πάντοτε και για τα δύο, για να αποδείξει πλήρως και τον θάνατο και την ανάσταση.

Συ όμως πρόσεξε παρακαλώ όχι μόνον την ανάσταση, αλλά και ότι παρήγγειλε να μη το ειπούν σε κανέναν. Και περισσότερο κοίτα να διδαχθείς από όλα αυτά την ταπεινοφροσύνη και την αποφυγή της ματαιοδοξίας. Μάθε επίσης και τούτο. Ότι εξέβαλε από την οικίαν εκείνους που θρηνούσαν, και τους έκρινε αναξίους γι’ αυτήν την θαυμαστήν θεωρία. Εσύ, μην εξέλθεις με τους αυλητάς, αλλά μείνε μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην. Εάν τους αυλητάς εξεδίωξε τότε, πολύ περισσότερο τώρα. Διότι τότε δεν ήταν ακόμη φανερόν ότι ο θάνατος έγινεν ύπνος. Τώρα όμως αυτό είναι και από τον ήλιον φανερώτερον. Αλλά δεν σου ανέστησε τώρα την μικρή σου θυγατέρα; Θα σου την αναστήσει όμως οπωσδήποτε, και με πιο μεγάλην δόξα. Επειδή εκείνη μετά την ανάστασή της απέθανε πάλι. Ενώ η δική σου όταν αναστηθεί, θα μείνει στο εξής αθάνατος. Κανείς λοιπόν να μη χτυπιέται πλέον από την θλίψιν, ούτε να θρηνεί, ούτε να διαβάλλει το κατόρθωμα του Χριστού. Επειδή όντως ενίκησε τον θάνατο. Τί θρηνείς λοιπόν αδίκως; Αφού το πράγμα έγινε ύπνος, οδύρεσαι και κλαίεις; Αυτό και εθνικοί αν το έκαμαν, θα έπρεπε να τους περιγελούμε. Όταν όμως κάνει ο πιστός αυτές τις ασχημίες, ποία δικαιολογία, ποία συγγνώμη θα υπάρξει, εάν κάνει παρόμοιες ανοησίες, και μάλιστα μετά από τόσον χρόνον και σαφή απόδειξη της αναστάσεως; Συ όμως σαν να προσπαθείς να επαυξήσεις το παράπτωμα, μας φέρνεις και γυναίκες εθνικές για θρηνωδούς, με σκοπό να εξάψεις το πάθος και να ρίξεις λάδι στην φωτιά. Και δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «Τις συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;». Και οι μεν ειδωλολάτρες, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτε για την ανάστασιν, ευρίσκουν όμως λόγους παρηγορίας και λέγουν: Υπόμεινε με γενναιότητα, δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, ούτε να το διορθώσεις με τους θρήνους. Ενώ εσύ που ακούς πνευματικοτέρους και υψηλοτέρους λόγους από αυτούς, δεν εντρέπεσαι να κάμεις μεγαλύτερες ασχημίες από εκείνους; Διότι εμείς δεν έχουμε μόνον αυτό να ειπούμε: υπόμεινε γενναίως επειδή δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, αλλά, υπόμεινε γενναίως, επειδή οπωσδήποτε θα αναστηθεί. Το παιδί κοιμάται, δεν απέθανε, ησυχάζει, δεν εχάθη, το περιμένει ανάστασις και ζωή αιώνιος, και αθανασία και κατάστασις αγγελική. Δεν ακούς τον ψαλμό που λέγει «Επίστρεψον ψυχή μου εις την ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε»; Ο Θεός ονομάζει το πράγμα ευεργεσίαν, και συ θρηνείς; Και τί περισσότερο θα έκαμες εάν ήσουν εχθρός του νεκρού; Εάν κάποιος πρέπει να θρηνεί, αυτός είναι ο διάβολος. Εκείνος ας κτυπά την κεφαλή του, εκείνος ας οδύρεται για το ότι οδεύουμε προς μεγαλύτερα αγαθά. Στην ιδικήν του πονηρίαν αρμόζουν αυτές οι γοερές κραυγές, όχι σ’ εσέ, που μέλλεις να στεφανωθείς και να εύρεις ανάπαυση. Ένα γαλήνιο λιμάνι είναι ο θάνατος. Παρατήρησε από πόσα κακά είναι γεμάτη η ζωή αυτή, σκέψου πόσες φορές την έχεις καταρασθεί. Και τα πράγματα προχωρούν προς το χειρότερο. Αλλά και απ’ αρχής δεν εκληρονόμησες μικρήν καταδίκη: «Εν λύπαις τέξη τέκνα», λέγει, και «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγεί τον άρτον σου», και «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Για τα εκεί όμως τίποτε παρόμοιον δεν έχει λεχθεί, αλλά το εντελώς αντίθετον, ότι «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός», και ότι «από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του Αβραάμ», του Ισαάκ και του Ιακώβ. Και ότι τα εκεί είναι νυμφών πνευματικός και χαρμόσυνες λαμπάδες και ταξίδι στον ουρανό.

Γιατί λοιπόν εντροπιάζεις αυτόν που απήλθε; Γιατί προδιαθέτεις τους άλλους να φοβούνται και να τρέμουν τον θάνατο; Γιατί κάνεις πολλούς να κατηγορούν τον Χριστόν ότι είναι αίτιος μεγάλων δεινών; Ή μάλλον γιατί μετά από αυτά προσκαλείς τους πτωχούς και παρακαλείς τους ιερείς να προσεύχονται; Για να εύρει ανάπαυσιν ο νεκρός, λέγεις, για να τον αντιμετωπίσει ο Δικαστής με ευσπλαχνία. Γι’ αυτά λοιπόν θρηνείς και μοιρολογείς; Άρα τον εαυτόν σου μάχεσαι και πολεμείς, προκαλώντας για σένα καταιγίδαν, ενώ εκείνος έχει προσαράξει σε λιμάνι. Και πώς να αντιδράσω, λέγει, έτσι είναι η φύσις. Δεν ευθύνεται όμως η φύσις ούτε αυτό είναι αναπόφευκτον, αλλά εμείς είμεθα που κάνουμε τα άνω κάτω, εκφυλιζόμεθα και προδίδουμε την ευγένεια των χριστιανών, και τους απίστους τους κάνουμε χειροτέρους. Πώς θα ομιλήσωμε στον άλλον περί αθανασίας; Πώς θα πείσωμε τον εθνικόν, όταν φοβούμεθα και φρίττωμε τον θάνατο περισσότερο από εκείνον; Και μάλιστα πολλοί από τους ειδωλολάτρες, όταν απέθαναν τα παιδιά τους, εφόρεσαν στεφάνι και λευκά ενδύματα, αν και δεν εγνώριζαν τίποτε περί αθανασίας, για να κερδίσουν την παρούσαν δόξα. Και συ ούτε για την μέλλουσα δεν παύεις να κτυπάς το στήθος σου σαν τις γυναίκες. Αλλά τώρα δεν έχεις κληρονόμους της περιουσίας σου, δεν έχεις διάδοχο; Και τί θα προτιμούσες γι’ αυτόν, να κληρονομήσει την περιουσία σου ή τους ουρανούς; Τί θα επιθυμούσες, να κληρονομήσει πράγματα που αφανίζονται, τα οποία μετά από λίγο θα τα άφηνε, ή τα μόνιμα και ακίνητα; Δεν τον έκαμες κληρονόμο σου, αλλά τον έκαμε ο Θεός ιδικόν του. Δεν έγινε συγκληρονόμος των αδελφών του, αλλά του Χριστού. Και σε ποίον θα αφήσωμε τα ενδύματα, σε ποίον τα οικήματα, σε ποίον τους δούλους και τους αγρούς; Πάλι σ’ αυτόν, και μάλιστα με περισσοτέραν ασφάλειαν από ό,τι αν ζούσε. Τίποτε δεν σε εμποδίζει. Εάν οι βάρβαροι μαζί με τους νεκρούς καίουν και τα υπάρχοντά τους, πολύ περισσότερον είναι δίκαιο να στείλεις και συ μαζί με τον νεκρόν αυτά που του ανήκουν. Όχι για να γίνουν στάκτη όπως εκείνα, αλλά για να τον περιβάλεις με μεγαλυτέραν δόξα. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, για να του συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Εάν δίκαιος, για να αυξηθεί ο μισθός και η ανταμοιβή του. Επιθυμείς όμως να τον ιδείς; Ζήσε την ιδίαν ζωή μ’ εκείνον, και γρήγορα θα απολαύσεις το ιερόν του πρόσωπο. Και μαζί με αυτά συλλογίσου και τούτο, ότι και αν δεν ακούσεις εμένα, θα σε πιάσει οπωσδήποτε ο χρόνος. Αλλά τότε δεν θα έχεις κανένα μισθόν, αφού η παρηγορία θα προέλθει από τον χρόνο που θα έχει παρέλθει. Εάν όμως θέλεις τώρα να φιλοσοφήσεις, θα κερδίσεις δύο, τα μεγαλύτερα: και τον εαυτόν σου θα απαλλάξεις από αυτά τα δεινά, και με το πιο λαμπρό στεφάνι θα σε στεφανώσει ο Κύριος. Διότι και από την ελεημοσύνη και από τα άλλα, πολύ ανώτερον είναι το να υπομείνεις την συμφορά με πραότητα. Αναλογίσου ότι και ο Υιός του Θεού απέθανε. Εκείνος για σένα, και συ για τον εαυτόν σου. Και μολονότι είπε «ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον», και ελυπήθη, δεν απέφυγε όμως τον θάνατον, αλλά τον εβίωσε σε όλη του την τραγικότητα. Και δεν υπέμεινε έναν κοινόν θάνατον, αλλά τον χειρότερο. Και πριν τον θάνατο μαστιγώσεις, και πριν τις μαστιγώσεις ονειδισμούς και ειρωνείες και ύβρεις, για να σε μάθει να τα υπομένεις όλα γενναίως. Αφού όμως απέθανε και απέθεσε το σώμα, το έλαβε πάλι πιο ένδοξο, προσφέροντας έτσι σε σένα τις καλλίτερες ελπίδες. Εάν αυτά δεν είναι μύθος, τότε μη θρηνείς. Εάν τα θεωρείς αυτά αξιόπιστα, μη δακρύζεις. Εάν όμως δακρύζεις, πώς θα ημπορέσεις να πείσεις τον εθνικόν ότι πιστεύεις;

Αλλά και έτσι ακόμη σου φαίνεται ανυπόφορο το συμβάν; Γι’ αυτό ακριβώς δεν αξίζει να τον θρηνείς, επειδή εκείνος απηλλάγη από πολλές παρόμοιες συμφορές. Μη τον φθονείς λοιπόν, μη θέλεις το κακό του. Διότι το να αποζητά κανείς τον θάνατον επειδή κάποιος απέθανε πρόωρα, και να τον πενθεί που δεν έζησε για να υποφέρει και άλλα πολλά παρόμοια, σημαίνει ότι τον φθονεί, και θέλει το κακό του. Και μη σκέπτεσαι ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στην οικογενειακήν εστίαν, αλλά ότι και συ ο ίδιος σε λίγο θα πας κοντά του. Μη συλλογίζεσαι ότι πλέον δεν θα επανέλθει εδώ, αλλά ότι και όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας δεν θα παραμείνουν όπως είναι τώρα, αλλά θα μετασχηματισθούν. Διότι και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και τα πάντα θα αναμορφωθούν και τότε θα λάβεις το παιδί σου πίσω λαμπρότερο. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, ο θάνατος εσήμανε την παύση των έργων της κακίας. Διότι εάν ο Θεός εγνώριζε ότι θα παρουσίαζε μεταβολή, δεν θα τον έπαιρνε πριν μετανοήσει. Εάν όμως έφυγε δίκαιος από την ζωή, κατέχει τώρα τα αγαθά με ασφάλεια. Άρα είναι φανερόν ότι τα δάκρυά σου δεν μαρτυρούν φιλοστοργίαν, αλλά πάθος αλόγιστον. Επειδή αν αγαπούσες αυτόν που έφυγε, έπρεπε να χαίρεις και να ευφραίνεσαι που απηλλάγη από αυτήν την τρικυμία. Τί περισσότερον υπάρχει εδώ; Ειπέ μου, τι το νέο και ασύνηθες; Τα ίδια δεν βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνονται; Ημέρα και νύκτα, νύκτα και ημέρα. Χειμών και θέρος, θέρος και χειμών, και τίποτε περισσότερο. Και αυτά μεν είναι πάντοτε τα ίδια. Τα κακά όμως πάντοτε παράδοξα και ανανεωμένα. Με αυτά λοιπόν ήθελες να ταλαιπωρείται καθημερινώς μένοντας εδώ, να αρρωσταίνει, να πενθεί, να φοβείται, να τρέμει και, άλλα μεν από τα δεινά να τα υποφέρει, άλλα δε να φοβείται μήπως τα υποστεί; Ούτε βεβαίως ημπορείς να ισχυρισθείς ότι ταξιδεύοντας στο μέγα τούτο πέλαγος, ήταν δυνατόν να απαλλαγεί από την λύπη και τις μέριμνες και τα άλλα παρόμοια. Και εκτός αυτού συλλογίσου και το άλλο, ότι δεν τον εγέννησες αθάνατον. Και ότι αν δεν απέθαινε τώρα, θα το υφίστατο αυτό λίγο αργότερα. Αλλά δεν τον εχόρτασες; Θα τον απολαύσεις όμως εκεί οπωσδήποτε. Αλλά επιθυμείς να τον βλέπεις και εδώ; Και τι σε εμποδίζει; Έχεις και τώρα αυτήν την δυνατότητα, εάν νήφεις, διότι η ελπίς των μελλόντων είναι πιο φανερά από την όραση. Και αν ζούσε μέσα στα ανάκτορα, συ η ιδία η μητέρα του δεν θα ζητούσες να τον ιδείς, ακούγοντας ότι ευδοκιμεί. Τώρα όμως που τον βλέπεις να έχει αποδημήσει προς τα πολύ ανώτερα, μικροψυχείς για τον σύντομον αυτόν καιρό, και μάλιστα ενώ έχεις αντί εκείνου τον σύζυγό σου; Αλλά δεν έχεις άνδρα; Έχεις όμως παρηγορία τον «Πατέρα των ορφανών και κριτήν των χηρών». Άκου ότι και ο Παύλος αυτήν την χηρεία την μακαρίζει, λέγοντας: «Η δε όντως χήρα και μεμονωμένη ήλπισεν επί Κύριον». Πράγματι αυτή θα ευαρεστήσει περισσότερο τον Θεόν, δεδομένου ότι επέδειξε περισσοτέραν υπομονή. Μη θρηνείς λοιπόν γι’ αυτό το γεγονός, το οποίο θα γίνει αφορμή να στεφανωθείς, για το οποίο θα απαιτήσεις μισθόν. Απλώς επέστρεψες την παρακαταθήκην, εάν παρέδωσες αυτό που ο Θεός σου είχε εμπιστευθεί. Μη μεριμνάς πλέον, αφού εφύλαξες τον θησαυρό σε ασύλητο θησαυροφυλάκιο. Και, αν συνειδητοποιήσεις τι είναι η παρούσα και τι η μέλλουσα ζωή, και ότι αυτή μεν είναι ιστός αράχνης και σκιά, τα δε εκεί όλα αμετάβλητα και αθάνατα, δεν θα χρειασθείς πλέον άλλους λόγους. Τώρα το παιδί έχει απαλλαγεί από κάθε είδους μεταβολήν. Εάν όμως ήταν εδώ, ίσως παρέμενεν ενάρετος, αλλά ίσως και όχι. Ή δεν βλέπεις πόσοι αποκηρύττουν τα παιδιά τους; Πόσοι αναγκάζονται να τα κρατούν κοντά τους αν και είναι χειρότερα από τα αποκηρυγμένα; Ας συλλογιζόμεθα όλα αυτά, και ας φιλοσοφούμε. Με τον τρόπον αυτόν, και τον νεκρό θα ευχαριστήσωμε, και από τους ανθρώπους θα απολαύσωμε πολλούς επαίνους, και από τον Θεόν θα λάβωμε τον μεγάλο μισθό της υπομονής, και θα γίνωμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών. Τα οποία είθε να επιτύχωμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». 

(4ος – 5ος αιών, Migne, PG τομ. 57, στ. 369 – Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 353 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ' ΛΟΥΚΑ- ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΓΕΡΓΕΣΗΝΩΝ!


 Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή ΣΤ΄Λουκά: σχετικά με τη θεραπεία των δαιμονιζομένων των Γεργεσηνών 

(Λουκά, η΄26-39)
Επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΚΗ΄ του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου 

Όταν λοιπόν τελείωσε το περιστατικό με την κατάπαυση της τρικυμίας, έρχεται άλλο θαύμα φοβερότερο ακόμα. Οι δαιμονισμένοι δηλαδή σαν πονηροί δραπέτες που είδαν τον κύριό τους, έλεγαν: «τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; (: “τι κοινό υπάρχει ανάμεσα σε μας και Εσένα, Ιησού, Υιέ του Θεού; Ήρθες εδώ να μας βασανίσεις, πριν έλθει ο προκαθορισμένος καιρός της κρίσεως και της τιμωρίας μας;’’)» [Ματθ. 8, 29]. Επειδή ο κόσμος θεωρούσε τον Ιησού ακόμη ως έναν απλό άνθρωπο, ήρθαν τώρα οι δαίμονες και διακηρύσσουν τη θεότητά Του. Και αυτοί που την τρικυμισμένη πρώτα και τώρα, έπειτα από την εντολή Του, ησυχασμένη θάλασσα, δεν την άκουγαν που μαρτυρούσε με την απότομη γαλήνευσή της την ομολογία του Δημιουργού της, άκουγαν τους δαίμονες που κραύγαζαν αυτά, που ακριβώς και εκείνη κραύγαζε με τη γαλήνη της. Κι έπειτα, για να μη θεωρηθεί ότι η διακήρυξη αυτή των δαιμόνων απέβλεπε στην κολακεία του Ιησού που λίγο πριν με ένα πρόσταγμά Του είχε επιβληθεί στα στοιχεία της φύσης και είχε κοπάσει την τρικυμία, φωνάζουν δυνατά, βασιζόμενοι στην πείρα τους και λέγουν: «Ήρθες εδώ πρόωρα για να μας βασανίσεις;». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ομολογούν την έχθρα τους προς τον Κύριο, για να μη θεωρηθεί ύποπτη κολακείας η παράκλησή τους· γιατί δέχονταν αόρατα χτυπήματα και τους έδερνε χειρότερη από όσο την θάλασσα τρικυμία κι ένιωθαν να τρυπιούνται και να καίγονται και να παθαίνουν αθεράπευτα κακά και από την παρουσία και μόνο του Ιησού.

Πραγματικά, επειδή κανένας δεν είχε την τόλμη να τους πλησιάσει μέχρι τότε, ο ίδιος ο Χριστός έρχεται προς αυτούς. Και ο μεν Ματθαίος λέγει ότι Του έλεγαν: «ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; (: ήρθες εδώ να μας βασανίσεις, πριν έλθει ο προκαθορισμένος καιρός της κρίσεως και της τιμωρίας μας;)» [Ματθ. 8, 29], ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές πρόσθεσαν ότι Τον παρακαλούσαν και Τον εξόρκιζαν για να μην τους ρίξει στην άβυσσο [πρβλ. Μαρκ 5, 10: «καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ ἵνα μὴ ἀποστείλῃ αὐτοὺς ἔξω τῆς χώρας (: και παρακαλούσε τον Ιησού, με πολλές ικεσίες, να μην τους διώξει έξω από τη χώρα αυτήν) και Λουκ. 8, 51: «καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν (: και παρακαλούσαν τα δαιμόνια Αυτόν να μην τα διατάξει και πάνε στα τρίσβαθα του Άδου)». Διότι νόμιζαν ότι έφτασε γι’ αυτούς η κόλαση και φοβήθηκαν ότι θα τιμωρηθούν πλέον.

Εάν πάλι όσοι μελετούν το Ευαγγέλιο του Λουκά λέγουν ότι ο δαιμονιζόμενος ήταν ένας [βλ. Λουκ. 8, 27: «ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν (: όταν λοιπόν ο Ιησούς βγήκε στην ξηρά, Τον συνάντησε ένας άνθρωπος της πόλεως εκείνης των Γαδαρηνών, ο οποίος είχε μέσα του δαιμόνια από πολλά χρόνια και δεν φορούσε ένδυμα και δεν έμενε σε σπίτι, αλλά μέσα στα μνήματα)»], ενώ ο Ματθαίος κάνει λόγο για δύο δαιμονιζόμενους [βλ. Ματθ.8 ,28: «Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης (: όταν λοιπόν ήλθε στην απέναντι παραλία, στη χώρα των Γεργεσηνών, ήρθαν να Τον συναντήσουν δύο δαιμονιζόμενοι που έβγαιναν από τα μνημεία και οι οποίοι ήσαν άγριοι και επιθετικοί, ώστε να μην μπορεί να περάσει κανείς από τον δρόμο εκείνον)»], ούτε και το γεγονός αυτό παρουσιάζει διαφωνία μεταξύ των δύο ευαγγελιστών. Διότι εάν έγραφε ο Λουκάς ότι ένας μόνο δαιμονιζόμενος υπήρξε και δεν υπήρχε άλλος, θα φαινόταν ότι διαφωνούσε προς τον Ματθαίο. Τώρα όμως που ο ένας μίλησε για έναν δαιμονιζόμενο και ο άλλος για δύο δαιμονιζόμενους, δεν προέρχεται από αντίφαση το πράγμα, αλλά από τον διαφορετικό τρόπο αφηγήσεως. Πραγματικά εγώ νομίζω ότι ο Λουκάς διάλεξε τον φοβερότερο από τους δύο και γι’ αυτόν έκανε λόγο. Γι’ αυτό και περιγράφει πιο τραγικά τη συμφορά του, όπως για παράδειγμα ότι έσπαζε τα δεσμά και τις αλυσίδες με τις οποίες προσπαθούσαν να τον δέσουν και περιπλανιόταν στην έρημο. Ο δε Μάρκος προσθέτει ότι καταξέσκιζε τον εαυτό του με τις πέτρες [βλ. Μαρκ. 5, 5: «καὶ διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις (: και συνεχώς νύκτα και μέρα ήταν στα μνήματα και τα όρη, φώναζε, κατέκοπτε και καταπλήγωνε τον εαυτό του με λίθους)»].

Και οι λόγοι των δαιμονιζόμενων προς τον Ιησού ήσαν αρκετοί για να αποδείξουν τη σκληρότητα και την αναισχυντία τους. «Ήλθες εδώ πρόωρα για να μας βασανίσεις;», λέγουν. Δεν μπορούσαν βέβαια να ισχυριστούν ότι δεν αμάρτησαν, διατυπώνουν όμως την αξίωση να μην τιμωρηθούν πριν από την καθορισμένη ώρα. Επειδή δηλαδή τους βρήκαν τα αθεράπευτα κακά και επειδή αυτοί ενεργούσαν παράνομα και διέστρεφαν και βασάνιζαν με κάθε τρόπο το δημιούργημα του Θεού, γι’ αυτό νόμιζαν ότι εξαιτίας της υπερβολής των συμβάντων, δε θα περίμενε τον καθορισμένο καιρό της κολάσεως, γι’ αυτό Τον παρακαλούσαν και Τον ικέτευαν. Και εκείνοι που δεν τους συγκρατούσαν τα σιδηρά δεσμά, έρχονται δέσμιοι. Εκείνοι που τριγύριζαν στα βουνά, κατέβηκαν στην πεδιάδα. Εκείνοι που εμπόδιζαν τους άλλους να περνούν από εκεί, μόλις είδαν τον Ιησού να τους φράσσει τον δρόμο, στάθηκαν.

Για ποιο λόγο όμως παρέμεναν στα μνήματα οι δαιμονιζόμενοι; Επειδή ήθελαν να δημιουργήσουν στους ανθρώπους ολέθρια αντίληψη, ότι δηλαδή οι ψυχές των αποθανόντων γίνονται δαίμονες, πράγμα που εύχομαι να μη σας περάσει από τον νου ούτε και σαν απλή σκέψη. «Ναι, αλλά ποια απάντηση», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «μπορείς να δώσεις στο γεγονός ότι πολλοί από τους μάγους αρπάζουν παιδιά και τα σφάζουν, ώστε στη συνέχεια να έχουν την ψυχή τους βοηθό στις μαγείες τους;». Και πώς αποδεικνύεται αυτό; Το ότι βέβαια, σφάζουν τα παιδιά, το λέγουν πολλοί, αλλά το ότι οι ψυχές των παιδιών που σφαγιάζονται συνεργάζονται με τους μάγους, από πού το γνωρίζεις; Πες μου, σε παρακαλώ. «Αυτοί», θα απαντούσε αυτός που πιθανόν να εξέφραζε αυτήν την απορία, «οι δαιμονισμένοι φωνάζουν ότι εγώ είμαι η ψυχή του δείνα». Μα κι αυτό είναι πλεκτάνη και απάτη διαβολική. Διότι δεν είναι η ψυχή του αποθανόντος που φωνάζει, αλλά ο δαίμονας που υποκρίνεται αυτά, με σκοπό να εξαπατήσει εκείνους που τον ακούνε. Διότι εάν ήταν δυνατόν να εισέλθει η ψυχή στην υπόσταση του δαίμονος, πολύ ευκολότερα θα εισερχόταν στο δικό της σώμα. Έπειτα, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί λογικά το να συνεργάζεται η σφαγείσα ψυχή με τον σφαγέα της. Ούτε πάλι δικαιολογείται να μπορεί ο άνθρωπος να μεταβάλλει ασώματη δύναμη σε άλλου είδους υπόσταση. Πραγματικά εάν αυτό είναι αδύνατο για τα σώματα και δεν υπάρχει περίπτωση να μεταμορφώσει κανείς το σώμα ανθρώπου σε σώμα όνου, πολύ περισσότερο είναι αυτό αδύνατο για την αόρατη ψυχή και κανένας δε θα μπορέσει να την μετασχηματίσει στην υπόσταση του δαίμονος.

Κατά συνέπεια, οι απόψεις αυτές προέρχονται από μεθυσμένα γραΐδια και προορίζονται να εκφοβίζουν τα μικρά παιδιά. Διότι δεν είναι δυνατόν η ψυχή που αποχωρίζεται από το σώμα να πλανάται πλέον στη γη. Πράγματι, «δικαίων δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος (: η ζωή των δικαίων βρίσκεται κάτω από το παντοδύναμο προστατευτικό χέρι του Θεού και καμία θλίψη και βάσανος δε θα τους εγγίσει, χωρίς ο Θεός να το επιτρέψει)» [Σοφ. Σολ. 3, 1]. Εάν όμως βρίσκονται στα χέρια του Κυρίου οι ψυχές των δικαίων, τότε βρίσκονται και των παιδιών οι ψυχές, διότι τα παιδιά δεν είναι πονηρά. Αλλά και των αμαρτωλών ανθρώπων οι ψυχές αμέσως φεύγουν μακριά από τη γη. Και αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου (πρβ. Λουκ. 16, 19-31). Και σε άλλη περίπτωση όμως λέγει ο Κύριος: «ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ (: αυτήν την νύκτα, που πίστεψες ότι θα αρχίσει η απολαυστική ζωή σου, απαιτούν να πάρουν από εσένα χωρίς αναβολή την ψυχή σου)» [Λουκ. 12, 20].

Βέβαια δεν είναι δυνατόν η ψυχή που εξήλθε από το σώμα να περιφέρεται εδώ κάτω. Και αυτό είναι πολύ φυσικό. Διότι, ενώ όταν βαδίζουμε επάνω στη συνηθισμένη και γνώριμη περιοχή της γης, έχοντας το σώμα μας, δε γνωρίζουμε ποια κατεύθυνση να πάρουμε κάθε φορά που θα βρεθούμε σε άγνωστο δρόμο, εάν δεν έχουμε οδηγό, κατά ποια λογική η ψυχή, που χωρίστηκε από το σώμα και αποξενώθηκε από όλες τις συνήθειές της, θα γνωρίσει πού πρέπει να βαδίζει χωρίς να έχει τον οδηγό της;

Αλλά και από άλλες περιπτώσεις μπορεί κανείς να πληροφορηθεί ότι δεν είναι δυνατόν η ψυχή χωρίς το σώμα της να παραμείνει στη γη. Πραγματικά, ο Στέφανος λέγει: «Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου (: Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου)» [Πραξ. 7, 59]. Και ο Παύλος, επίσης, λέγει: «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος (: Άλλωστε για μένα όλη μου η ζωή είναι ο Χριστός, αφού ζω εν Χριστώ και ο Χριστός ζει εν εμοί. Αλλά και το να αποθάνω είναι κέρδος, διότι θα εκδημήσω έτσι προς τον ουρανό σε πλήρη και τέλεια κοινωνία και ένωση με τον Χριστό)» [Φιλιπ. 1, 21]. Και για τον πατριάρχη Αβραάμ λέγει η Γραφή: «καὶ ἐκλείπων ἀπέθανεν Ἁβραὰμ ἐν γήρᾳ καλῷ πρεσβύτης καὶ πλήρης ἡμερῶν καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ (: Και αφού τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του, πέθανε ο Αβραάμ σε ευτυχισμένα γηρατειά, γέροντας πλήρης ημερών, και προστέθηκε στους προγόνους του που εκδήμησαν από τον κόσμο αυτόν)» [Γεν. 25, 8].

Το ότι βέβαια, ούτε οι ψυχές των αμαρτωλών μπορούν να παραμείνουν εδώ, άκουσε που ο πλούσιος της παραβολής θερμά παρακαλούσε γι’ αυτό, χωρίς να το επιτυγχάνει [βλ. Λουκ. 16, 27-31]. Διότι εάν αυτό ήταν δυνατόν, θα ερχόταν αυτός στη γη και θα γνωστοποιούσε όσα συνέβαιναν εκεί.

Κατά συνέπεια, είναι φανερό ότι οι ψυχές μετά την αποδημία τους από τη γη μεταβαίνουν σε κάποιο χώρο, από όπου δεν έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στη γη, αλλά περιμένουν τη φοβερή ημέρα της κρίσεως.

Κι αν κανένας ρωτήσει: «Για ποιον λόγο πραγματοποίησε ο Χριστός ό,τι του ζήτησαν οι δαίμονες, δίνοντάς τους την άδεια να εισέλθουν στην αγέλη των χοίρων;» [Ματθ. 8, 31-32: «οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν (: Και οι δαίμονες Τον παρακαλούσαν και έλεγαν: ’’εάν θα μας διώξεις από τους δύο αυτούς ανθρώπους, δώσε μας την άδεια να πάμε στο κοπάδι των χοίρων’’. Και είπε σε αυτούς: ’’πηγαίνετε’’. Και αυτοί βγήκαν από τους ανθρώπους και πήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Και ιδού με μανία και γρυλλισμούς όρμησε όλο το κοπάδι των χοίρων από το μέρος του γκρεμού στη θάλασσα και πνίγηκαν στα νερά [Επέτρεψε δε ο Κύριος αυτό, για να τιμωρηθούν έτσι οι ιδιοκτήτες της αγέλης, διότι παρά τον μωσαϊκό νόμο αυτοί έτρεφαν χοίρους].

Θα λέγαμε ότι δεν το έκανε αυτό υπακούοντας σε αυτούς, αλλά επειδή πολλά ήθελε με την ενέργειά Του αυτή να διδάξει· το πρώτο που δίδαξε αυτούς που ελευθερώθηκαν από τους πονηρούς εκείνους τυράννους τους ήταν το μέγεθος της καταστροφής που προκαλούν αυτοί που τους επιβουλεύονται, δηλαδή οι αντίχριστοι δαίμονες. Δεύτερο, να μάθουν όλοι οι άνθρωποι ότι ούτε στους χοίρους τολμούν οι δαίμονες να εισέλθουν, εάν προηγουμένως δεν δώσει άδεια ο Ιησούς. Τρίτο ότι θα μπορούσαν να προξενήσουν σε εκείνους φοβερότερα κακά από ό,τι στους χοίρους, εάν δεν προστατεύονταν σε μεγάλο βαθμό και μέσα ακόμα στη συμφορά τους από την πρόνοια του Θεού. Διότι στον καθένα βέβαια είναι φανερό από κάθε άποψη ότι εμάς τους ανθρώπους οι δαίμονες μας μισούν περισσότερο από τα άλογα ζώα. Επομένως αυτοί που δεν λυπήθηκαν τους χοίρους, αλλά μονάχα μέσα σε μια στιγμή τούς κατέρριξαν όλους στον γκρεμό, πολύ περισσότερο θα το έκαναν στους ανθρώπους, που τους είχαν κυριεύσει, παρασύροντας και επαναφέροντάς τους στις ερημιές, εάν μέσα σ’ αυτή την τυραννική καταπίεση δεν επιδεικνυόταν σε μεγάλο βαθμό πολλή φροντίδα από μέρους του Θεού, που χαλιναγωγούσε και συγκρατούσε και σταματούσε την περαιτέρω ορμή τους. Επομένως, είναι φανερό ότι δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να μην τον προστατεύει η πρόνοια του Θεού. Εάν ωστόσο δεν μας προστατεύει όλους όμοια, ούτε με τον ίδιο τρόπο, και αυτό είναι ένα είδος μεγάλης προνοίας. Διότι αναλόγως προς το ωφέλιμο για τον καθένα εκδηλώνει και την πρόνοιά Του ο Θεός.

Εκτός από όσα ειπώθηκαν παραπάνω, διδασκόμαστε και κάτι άλλο απ’ αυτό το θαύμα, ότι δηλαδή δεν προνοεί μονάχα από κοινού για όλους μας, αλλά και για τον καθένα χωριστά, πράγμα που δήλωσε προς τους μαθητές Του, λέγοντάς τους ότι ακόμα και οι τρίχες του κεφαλιού τους έχουν αριθμηθεί [Ματθ. 10, 30: «ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί (: Αφού ο Πατέρας σας προνοεί ακόμη και για τα σπουργίτια, πόσο μάλλον θα προνοεί για σας; Σκεφτείτε ότι οι τρίχες της κεφαλής σας είναι γνωστές και αριθμημένες από τον Θεό [: Αυτός σας παρακολουθεί και στις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες της ζωής σας]. Μα κι από τους δαιμονισμένους τούτους ανθρώπους μπορεί κανένας να το διαπιστώσει καθαρά αυτό. Πραγματικά θα τους είχαν πνίξει προ πολλού οι δαίμονες, εάν δεν τους προστάτευε αποτελεσματικά η εκ του ουρανού φροντίδα.

Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους επέτρεψε στους δαίμονες να εισέλθουν στην αγέλη των χοίρων, και επιπλέον για να πληροφορηθούν και όσοι κατοικούσαν στα μέρη εκείνα την δύναμή Του. Διότι όπου ήταν πολύ γνωστό το όνομά Του, δεν άφηνε τη δύναμή Του να εκδηλωθεί σε μεγάλο βαθμό, όπου όμως κανένας δεν τον γνώριζε αλλά είχαν πλήρη άγνοια γι’ Αυτόν, εκεί άφηνε να ακτινοβολούν τα θαύματά Του, ώστε να τους προσελκύσει στο να γνωρίσουν τη θεϊκή Του υπόσταση. Ότι βρίσκονταν σε χονδροειδή άγνοια οι κάτοικοι της πόλεως αυτής φαίνεται από το τέλος· διότι ενώ έπρεπε να Τον προσκυνήσουν και να εκδηλώσουν τον θαυμασμό τους για τη δύναμη Του, αντιθέτως αυτοί ήθελαν να Τον απομακρύνουν και «ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν (: όταν Τον είδαν Τον παρακάλεσαν να φύγει από τα όρια της περιοχής τους [και αυτό διότι φοβήθηκαν μήπως με τις παραβάσεις τους υποστούν και άλλη τιμωρία])» [Ματθ. 8, 34].

Αλλά για ποιο λόγο έριξαν στον γκρεμό και σκότωσαν οι δαίμονες τους χοίρους; Ο λόγος είναι ότι παντού προσπαθούν κάθε στιγμή με μεγάλη προθυμία να ρίχνουν τους ανθρώπους στη λύπη και πάντοτε χαίρονται με την καταστροφή. Αυτό άλλωστε έκαμε ο διάβολος και στον Ιώβ. Μολονότι και εκεί ο Θεός το επέτρεψε, όχι βέβαια επειδή και στην περίπτωση αυτή υπάκουσε στον διάβολο, αλλά επειδή ήθελε να αποδείξει τον δούλο Του πιο λαμπρό με την υπομονή και την καρτερία που επρόκειτο να επιδείξει στις δοκιμασίες και ν’ αφαιρέσει κάθε πρόφαση γι’ αναισχυντία από τον δαίμονα και ακόμη να στρέψει κατά της κεφαλής του όσα έκανε σε βάρος του δικαίου Ιώβ. Πραγματικά και τώρα συνέβη το αντίθετο από εκείνο που επιδίωκαν οι δαίμονες· γιατί και η δύναμη του Χριστού ανακηρυσσόταν περίτρανα και παρουσιαζόταν πιο καθαρά η κακία των δαιμόνων, απ’ την οποία ελευθέρωσε αυτούς που είχαν στην κατοχή τους, κι ακόμα ότι μήτε τους χοίρους δεν μπορούσαν ν’ αγγίξουν, αν δεν το επέτρεπε ο Θεός των όλων.

Αν επιχειρούσε τώρα να τα εξετάσει κανένας αυτά και αλληγορικά, δεν θα υπήρχε καμιά δυσκολία στους συσχετισμούς. Πρέπει να γνωρίζουμε καλά, ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που γίνονται πνευματικώς όμοιοι με τους χοίρους εξαιτίας της απουσίας προσπάθειας για χαλιναγώγηση των παθών τους και αυτοί φυσικά επηρεάζονται πιο εύκολα από τις προσπάθειες των δαιμόνων να τους οδηγήσουν στο κακό. Και εφόσον εκείνοι που υφίστανται αυτά, παραμένουν άνθρωποι και δεν φτάνουν στο σημείο να πωρωθούν παντελώς χωρίς μετάνοια, μπορούν και καταφέρνουν να νικήσουν τα δαιμονικά πάθη τους πολλές φορές και με τη μετάνοια και την εξομολόγηση να τα εξαλείψουν· αν όμως μεταμορφωθούν από την αμετανοησία τους και καταντήσουν ολότελα σε κατάσταση χοίρων και ως άλογα ζώα ακολουθούν αμετανόητοι τα πάθη τους, δε δαιμονίζονται μόνο αλλά και κατακρημνίζονται, χάνουν δηλαδή οριστικά την ψυχή τους.

Επιπλέον, για να μη σχηματίσει κανείς την εντύπωση ότι η θεραπεία των δαιμονιζόμενων Γεργεσηνών αυτών νέων και η συνομιλία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού με τους δαίμονες που τους είχαν κυριεύσει ήταν κάτι πλαστό και σκηνοθετημένο, αλλά να πιστέψει απόλυτα ότι πραγματικά βγήκαν οι δαίμονες από τους δύο ταλαίπωρους αυτούς νέους, έρχεται ο θάνατος των χοίρων και το πιστοποιεί αυτό.

Πρόσεξε τώρα εκτός από τη θεϊκή δύναμη, και την πραότητα του Κυρίου. Όταν δηλαδή, ύστερα από τόσες ευεργεσίες που είδαν απ’ Αυτόν οι κάτοικοι της περιοχής, επειδή θίχτηκαν τα οικονομικά τους συμφέροντα από τον πνιγμό των χοίρων, όντας οι ίδιοι όμοιοι με τους χοίρους εξαιτίας του ανεξέλεγκτου πάθους της φιλαργυρίας, ήθελαν να Τον διώξουν, δεν έφερε αντίρρηση, αλλά αναχώρησε, και εγκατέλειψε αυτούς που μόνοι τους έκριναν και παρουσίασαν τον εαυτό τους ανάξιο για τη διδασκαλία Του· έφυγε και τους άφησε πλέον ως δασκάλους για τη θεϊκή Του υπόσταση και δύναμη, αυτούς που ελευθερώθηκαν από τους δαίμονες, καθώς και τους χοιροβοσκούς που έμειναν εντελώς ξαφνικά χωρίς τους χοίρους τους που αφηνιασμένοι όρμησαν και κατακρημνίστηκαν, ώστε απ’ αυτούς να κατανοούν πλέον εις βάθος-άσχετα αν η κακή προαίρεσή τους δεν τους άφηνε να παραδεχτούν τα λάθη και τα πάθη τους- όλα όσα είχαν συμβεί. Ο Κύριος έφυγε, όμως άφησε ζωηρό στις ψυχές τους τον φόβο. Πραγματικά το μέγεθος της ζημίας συντελούσε στη διάδοση της ειδήσεως του γεγονότος αυτού και το συμβάν άγγιζε την ψυχή τους. Από πολλούς ακούονταν φωνές που επιβεβαίωναν το παράξενο αυτό θαύμα· το διακήρυτταν περίτρανα οι θεραπευμένοι, το διακήρυττε το γεγονός του καταποντισμού των ζώων, το διακήρυτταν οι ιδιοκτήτες των χοίρων και οι χοιροβοσκοί.

Παρόμοιες καταστάσεις και σήμερα ακόμη μπορεί να δει κανένας. Πολλοί είναι δυστυχώς οι δαιμονιζόμενοι και στην εποχή μας, άνθρωποι κυριευμένοι από τα δαιμονικά πάθη τους, που τίποτα δεν τους συγκρατεί από τη μανία τους, ούτε σίδερα, ούτε αλυσίδες, ούτε συστάσεις από πνευματικούς ανθρώπους, ούτε συμβουλές, ούτε απειλές ούτε τίποτα παρόμοιο από αυτά.

Πραγματικά, όταν κάποιος για παράδειγμα είναι ακόλαστος και έχει γίνει αιχμάλωτος του σωματικού κάλλους και των σαρκικών επιθυμιών και ηδονών, σε τίποτα δεν διαφέρει από έναν άνθρωπο δαιμονισμένο· αλλά περιφέρεται γυμνός όπως εκείνοι οι δαιμονισμένοι Γεργεσηνοί νέοι, ντυμένος βέβαια με ρούχα, αλλά στερημένος από την αληθινή ενδυμασία και είναι γυμνός από τη δόξα που ως πλάσματος του Θεού τού ταιριάζει· και ναι μεν δεν καταπληγώνει το σώμα του με πέτρες, όπως έκαναν οι δύστυχοι εκείνοι νέοι της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, όμως καταξεσκίζεται με αμαρτήματα που είναι πολύ πιο κοπτερά από πολλές μαζί πέτρες. Ποιος λοιπόν θα μπορέσει να δέσει έναν τέτοιον άνθρωπο; Ποιος θα τον σταματήσει από την ασχημοσύνη και την μανία αυτή που δεν τον αφήνει να συγκεντρωθεί και να ανακτήσει τον αυτοέλεγχό του, αλλά τον κάνει να επιθυμεί να βρίσκεται πάντα στα μνήματα; Διότι τι άλλο από μνήματα δεν είναι τα καταγώγια της πορνείας, γεμάτα από δυσωδία και σαπίλα;

Τέτοιος δεν είναι επίσης και κάθε άνθρωπος που υποφέρει από το δαιμονιώδες πάθος της φιλαργυρίας; Κάθε μέρα αντιμετωπίζει τον φόβο μήπως χάσει τα χρήματά του ή δεν καταφέρει να τα αυξήσει, καθώς και την απειλή ότι κάποιοι μπορούν να του τα κλέψουν, παρά το ότι ακούει συστάσεις των πνευματικών ανθρώπων που προσπαθούν να τον συνετίσουν και προειδοποιήσεις για τη φθορά που η αρρωστημένη φιλοχρηματία του αυτή προξενεί στην ψυχή του. Όλα αυτά τα δεσμά τα σπάει και όταν έλθει κανείς με την πρόθεση να τον απελευθερώσει από τη δουλεία της φιλαργυρίας, τον εξορκίζει να μην τον ελευθερώσει, επειδή θεωρεί μεγάλο βάσανο το να μην βρίσκεται κάτω από την βάσανο αυτήν. Αλλά τι μπορεί να θεωρηθεί αθλιότερο από τον άνθρωπο αυτόν; Διότι εκείνος ο δαίμονας στην περιοχή των Γεργεσηνών, αν και είχε καταφρονήσει τους ανθρώπους, εντούτοις υποχώρησε στην προσταγή του Χριστού και αμέσως βγήκε από το σώμα του ανθρώπου. Αυτός όμως δεν υπακούει ούτε στην προσταγή του Θεού. Πραγματικά, ενώ κάθε ημέρα ακούει το Θεό να του λέγει ότι «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ (: δεν είναι δυνατό να υπηρετείτε τον Θεό και τον πλούτο· ή θα αγαπήσετε τον Θεό και θα περιφρονήσετε τους επίγειους θησαυρούς ή θα υποδουλωθείτε σε αυτούς και θα καταφρονήσετε τον Θεό)» [Ματθ. 6, 24], και να απειλεί με τη γέενα και τις ατέλειωτες κολάσεις, εντούτοις δεν υπακούει. Όχι βέβαια επειδή είναι ισχυρότερος του Χριστού, αλλά επειδή ο Χριστός δε μας κάνει σώφρονες χωρίς να το θέλουμε.

Γι’ αυτό οι άνθρωποι αυτοί ζουν σαν να βρίσκονται στην έρημο, έστω και αν βρίσκονται στο κέντρο των πόλεων. Διότι ποιος άνθρωπος με μυαλό θα ήθελε να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους αυτού του είδους; Εγώ τουλάχιστον θα προτιμούσα να συγκατοικώ με πλήθος δαιμονισμένους, παρά με έναν άνθρωπο που να έπασχε από την νόσο αυτήν. Και για το ότι δεν κάνω λάθος, όταν λέγω αυτά, μας το αποδεικνύει η συμπεριφορά του καθενός από αυτούς. Πραγματικά, οι φιλάργυροι νομίζουν ως εχθρό τους και εκείνον που καμία αδικία δεν τους έχει κάνει και επιθυμούν να τον καταστήσουν δούλο τους, όταν είναι ελεύθερος, και με μύρια κακά τον απειλούν. Αντίθετα, οι δαιμονισμένοι δεν κάνουν τίποτε παρόμοιο, αλλά στρέφουν τη νόσο εναντίον του εαυτού τους. Οι φιλάργυροι, επίσης, καταστρέφουν πολλά σπίτια και γίνονται αιτία να βλασφημείται το όνομα του Θεού και γενικά είναι καταστροφή για την πόλη και την οικουμένη ολόκληρη. Όσοι όμως ενοχλούνται από τους δαίμονες είναι άξιοι μάλλον οίκτου και δακρύων. Και οι τελευταίοι ως επί το πλείστον παραφέρονται κατόπιν σκέψεως συμπεριφερόμενοι σαν έξαλλοι, κατεχόμενοι από μια παράδοξη μανία.

Αληθινά, ποιο παρόμοιο κάνουν όλοι οι δαιμονισμένοι, σαν εκείνο που αποτόλμησε ο Ιούδας και διέπραξε την έσχατη παρανομία; Και όλοι όσοι μιμούνται τη διαγωγή του Ιούδα, σαν τα φοβερά θηρία που δραπέτευσαν από τα κλουβιά τους κατατρομάζουν τις πόλεις· επειδή κανείς δεν τα συγκρατεί. Βέβαια, και αυτούς τους ανθρώπους, δηλαδή τους κατεχόμενους από το πάθος της φιλαργυρίας, τους περιβάλλουν από παντού δεσμά, όπως είναι ο φόβος των δικαστών, η απειλή των νόμων, η κατακραυγή του κόσμου και άλλα περισσότερα από αυτά, αλλά όμως και τα δεσμά αυτά τα σπάζουν και αναστατώνουν τα πάντα. Και εάν κανείς εξαφάνιζε τελείως τις δεσμεύσεις αυτές, τότε θα έβλεπε καθαρά ότι ο δαίμονας που έχουν μέσα τους αυτοί είναι πολύ αγριότερος και πιο μανιώδης από αυτόν που βγήκε τώρα από τους δαιμονισμένους των Γεργεσηνών.

Αλλά επειδή αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί στην πράξη, ας το λάβουμε ως υπόθεση για λίγο και ας αφαιρέσουμε όλες τις δεσμεύσεις από τον φιλάργυρο και τότε θα γνωρίσουμε τη μεγάλη του μανία. Αλλά να μη φοβηθείτε το θηρίο, όταν θα το αποκαλύψουμε. Διότι η σκηνή είναι υποθετική και δεν υφίσταται στην πραγματικότητα. Έστω λοιπόν ένας άνθρωπος που βγάζει φωτιά από τα μάτια του, μαύρος, έχοντας σε κάθε ώμο δράκοντες αντί για χέρια. Έχει επίσης και στόμα όπου αντί για δόντια έχει καρφωμένα ξίφη και αντί για γλώσσα έχει πηγή που βγάζει δηλητήριο και φαρμάκι. Η κοιλιά του πάλι είναι πιο αδηφάγος από κάθε καμίνι και κατατρώγει ό,τι της ρίπτουν. Και τα πόδια του έχουν φτερά και είναι πιο γρήγορα από τη φωτιά. Το πρόσωπό του επίσης ας υποθέσουμε ότι είναι κατασκευασμένο μεικτό από σκύλο και λύκο και ότι δεν ομιλεί σαν άνθρωπος, αλλά εκβάλλει έναν ήχο απαίσιο, αηδιαστικό και φοβερό. Ας πούμε λοιπόν ότι έχει φωτιά και στα χέρια του. Ίσως να σας φαίνονται φοβερά όσα ειπώθηκαν. Ωστόσο δεν τον σκιαγραφήσαμε ακόμη αντάξιο της πραγματικότητας, διότι ύστερα από αυτά πρέπει να προσθέσουμε και άλλα. Πραγματικά, ας υποθέσουμε ακόμη ότι σφάζει εκείνους που συναντά, ότι τους κατατρώγει και γεύεται τις σάρκες τους. Αλλά και από αυτόν είναι πιο φοβερός ο φιλάργυρος, διότι επέρχεται εναντίον όλων σαν Άδης, τους καταβροχθίζει όλους και τριγυρίζει σαν κοινός εχθρός ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους. Επειδή επιθυμεί να μην υπάρχει κανένας άνθρωπος, για να κατέχει αυτός τα πάντα. Δε σταματά, όμως μέχρι εδώ, αλλά, αφού τους αφανίσει όλους με την επιθυμία τους, κατέχεται από τον πόθο να αλλάξει την ουσία του χώματος και να το κάνει χρυσάφι. Και όχι μόνον το χώμα, αλλά και τα όρη και τα φαράγγια και τις πηγές και όλα εν γένει όσα φαίνονται πάνω στη γη.

Και για να αντιληφθείτε ότι δεν παραστήσαμε ακόμη την μανία αυτού, ας μην υπάρχει ο κατήγορος και αυτός που εκφοβίζει, αλλά αφαίρεσε υποθετικώς μόνο τον φόβο των νόμων και τότε θα δεις αυτόν να αρπάζει το ξίφος και να φονεύει τους πάντες, χωρίς να ξεχωρίζει, ούτε φίλο, ούτε συγγενή, ούτε αδελφό, ούτε και τον πατέρα του ακόμη. Μάλλον, όμως, στην προκειμένη περίπτωση δε χρειάζεται ούτε καν να κάνουμε υπόθεση, αλλά ας ρωτήσουμε αυτόν, εάν δεν δημιουργεί στη φαντασία του παρόμοιες φαντασιώσεις και δεν επιτίθεται νοερώς για να φονεύσει τους πάντες, φίλους, συγγενείς και τους ίδιους τους γονείς του. Αλλά μάλλον ούτε και η ερώτηση χρειάζεται. Διότι όλοι γνωρίζουν καλά ότι όσοι κατέχονται από το πάθος αυτό αγανακτούν και για το γήρας του πατέρα τους και εκείνο που είναι γλυκύ και ποθητό από όλους, να έχουν, δηλαδή, παιδιά, το θεωρούν βαρύ και φορτικό. Γι’ αυτό πολλοί, παρακινούμενοι από την ιδέα αυτήν, θεώρησαν καλό την ατεκνία και κατέστησαν ανίκανη τη φύση, όχι με το να φονεύσουν τα παιδιά που γεννήθηκαν, αλλά με το να μην επιτρέψουν να λάβουν καν αρχή.

Λοιπόν, να μην παραξενεύεστε, επειδή σας παρουσίασα κατ’ αυτόν τον τρόπο τον φιλάργυρο, διότι στην πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερος από ό,τι τον περιέγραψα. Αλλά ας σκεφτούμε πώς θα μπορέσουμε να τον απαλλάξουμε από τον δαίμονα. Πώς θα τον απαλλάξουμε, λοιπόν; Εάν αντιληφθεί πλήρως ότι η φιλαργυρία του είναι αντίθετη προς αυτό ακριβώς, δηλαδή, στο να του δίνει χρήματα. Διότι εκείνοι που επιθυμούν να κερδίσουν τα μικρά υφίστανται μεγάλες ζημίες. Γι’ αυτό ακριβώς και έχει γίνει παροιμία ανάλογη με την επιθυμία αυτήν. Πραγματικά, πολλοί πολλές φορές που θέλησαν να δανείσουν με υπερβολικούς τόκους και παρασυρόμενοι από την προσδοκία του κέρδους, δεν ερεύνησαν το ποιόν αυτών που τους δάνειζαν χρήματα, έχασαν μαζί με τον τόκο και το κεφάλαιο ολόκληρο. Άλλοι πάλι που περιέπεσαν σε κινδύνους και δεν θέλησαν να ξοδέψουν λίγα, έχασαν και τη ζωή τους μαζί με την περιουσία τους. Επίσης, ενώ τους δόθηκε η ευκαιρία να αποκτήσουν ή αξιώματα προσοδοφόρα, ή κάτι άλλο παρόμοιο, επειδή κόλλησαν στις λεπτομέρειες, έχασαν το παν. Επειδή δηλαδή δεν γνωρίζουν να σπείρουν, αλλά πάντοτε φροντίζουν να θερίζουν, γι’ αυτό συνεχώς χάνουν τη συγκομιδή. Διότι κανείς δεν μπορεί πάντα να θερίζει, όπως δεν μπορεί διαρκώς να κερδίζει. Αφού λοιπόν δε θέλουν να ξοδεύουν, δεν γνωρίζουν και να κερδίζουν. Αλλά είτε πρέπει να νυμφευτούν, πάλι παθαίνουν το ίδιο. Διότι ή εξαπατήθηκαν και πήραν πλούσια γυναίκα, αλλά με πολλά ελαττώματα, πάλι υπέστησαν μεγαλύτερη ζημία. Διότι τον πλούτο δεν τον δημιουργεί η περιουσία, αλλά η αρετή. Πραγματικά, ποια η ωφέλεια του πλούτου, όταν η γυναίκα είναι πολυέξοδη και άσωτη και διασκορπίζει τα πάντα χειρότερα από τον άνεμο; Ποια η ωφέλεια εάν είναι ακόλαστη και έχει πλήθος εραστών; Ποια η ωφέλεια, εάν είναι μέθυση; Μήπως δε θα κάνει τον σύζυγό της πιο πτωχό από όλους;

Όχι μόνο στο θέμα του γάμου σκέπτονται έτσι, αλλά, παρασυρόμενοι από τη μεγάλη τους αγάπη προς τα χρήματα, αγοράζουν από κακό υπολογισμό όχι τους καλούς δούλους, αλλά φροντίζουν να βρουν τους φτηνούς.

Όλα αυτά λοιπόν αφού τα σκεφτείτε καλά (επειδή δεν μπορείτε ακόμη να ακούσετε τη διδασκαλία για τη γέενα και τη βασιλεία) και αφού καταλάβετε τις ζημίες που υπομένετε κάθε φορά από τη φιλοχρηματία, όταν δανείζετε, όταν αγοράζετε, όταν νυμφεύεστε, όταν υπερασπίζεστε κάποιον, όταν κάνετε οτιδήποτε άλλο, σταματήστε να αγαπάτε υπερβολικά τα χρήματα. Διότι έτσι θα μπορέσετε και εδώ στη γη να ζήσετε με ασφάλεια και αφού κάνετε μικρή προσπάθεια, θα μπορέσετε να ακούσετε και το κήρυγμα για την ευσέβεια και όταν κοιτάξετε με προσοχή, θα δείτε τον ίδιο τον Ήλιο της δικαιοσύνης και θα αποκτήσετε τα αγαθά που Αυτός έχει υποσχεθεί, τα οποία είθε όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΗΓΕΣ:

• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

• Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΚΗ΄, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 10, σελίδες 253-277.

• Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 65, σελ. 80- 91 (ή: 37- 42 του PDF) .
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLVHVFMUh0ODd6QzA/view

• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

• Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

• Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

• Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)

alopsis.gr 

ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ' ΛΟΥΚΑ- ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΓΑΔΑΡΗΝΩΝ!

 
Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας
Κυριακή ΣΤ’ Λουκά: Για τη θεραπεία του δαιμονιζομένου των Γαδαρηνών 

[Λουκά 8, 26-39]

«Καὶ κατέπλευσεν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας (: και έφτασαν με το πλοίο στη χώρα των Γαδαρηνών, η οποία βρίσκεται απέναντι από τη Γαλιλαία)» [Λουκ. 8, 26]. 

Κατέβηκε ο Σωτήρας στη χώρα των Γαδαρηνών μαζί με τους άγιους μαθητές. Έπειτα τους συνάντησε κάποιος άνδρας, ο οποίος ήταν κατοικία πολλών και ακαθάρτων πνευμάτων, χωρίς νου και μυαλό, και δεν ξεχώριζε καθόλου από εκείνους που είχαν πεθάνει και βρίσκονταν στη γη και μάλλον ήταν ίσως ακόμα χειρότερος γιατί τριγυρνώντας γυμνός στα μνήματα των πεθαμένων, ήταν απόδειξη της απανθρωπιάς των δαιμόνων. Επιτρέπει βέβαια ο Θεός των όλων κατ’ οικονομίαν κάποιοι να υποταχτούν σε αυτούς, όχι για να υποφέρουν, αλλά μάλλον για να μάθουμε εμείς μέσω αυτών πόσο μισάνθρωποι και μισόκαλοι είναι οι δαίμονες απέναντι εμάς, και έτσι να πάψουμε να θέλουμε να υποτασσόμαστε σε αυτούς, γιατί όταν πάσχει ένας, οικοδομούνται πολλοί…

Ο Γαδαρηνός αυτός, δηλαδή η αγέλη των δαιμονίων που κρυβόταν μέσα του, έτρεχε πίσω από τον Χριστό και φώναζε τα εξής: «Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς (: Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σένα και τι ζητάς από μένα, Ιησού, Υιέ του Θεού του υψίστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις και μη μου επιβάλεις την τιμωρία να κλειστώ από τώρα μέσα στο σκοτάδι του Άδη)» [Λουκ. 8, 28]. Πρόσεξε, σε παρακαλώ, εδώ, δειλία περιπλεγμένη με πολύ θράσος και απόγνωση. Δείγμα βέβαια της διαβολικής απόγνωσης είναι το ότι τολμά να λέγει: «Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα, Ιησού, Υιέ του Θεού;», ενώ δείγμα δειλίας το ότι παρακαλεί να μη βασανιστεί. Αλλά όμως, εάν γνωρίζεις ότι Αυτός είναι οπωσδήποτε Υιός του Υψίστου Θεού, ομολογείς ότι είναι Θεός του ουρανού και της γης, και όλων όσα υπάρχουν σε αυτά, τότε γιατί αρπάζεις αυτά που δεν είναι δικά σου ή μάλλον αυτά που είναι δικά Του; Έπειτα λέγεις: «Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα;». Και ποιος από τους βασιλείς της γης θα ανεχθεί μέχρι τέλους να είναι υποταγμένοι στους βαρβάρους αυτοί που είναι κάτω από τα σκήπτρα του; Βγάζε από το στόμα σου τις κραυγές που σου πρέπουν. Και αυτές είναι αυτό που λες: «σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις».

Και πρόσεχε σε παρακαλώ πάλι την ασύγκριτη δόξα Εκείνου που είναι πέρα από όλα, εννοώ την ακατανίκητη δύναμη του Χριστού. Συντρίβει τον Σατανά, θέλοντας να πάθει μόνο αυτός αυτό. Τα λόγια του Χριστού είναι γι΄αυτόν φωτιά και φλόγες. Είναι λοιπόν αλήθεια όσα λέγει ο μακάριος Ψαλμωδός: «Τὰ ὄρη ὡσεὶ κηρὸς ἐτάκησαν ἀπὸ προσώπου Κυρίου, ἀπὸ προσώπου Κυρίου πάσης τῆς γῆς (: όπως το κερί λιώνει μπροστά στη φωτιά, έτσι λιώνουν τα όρη μπροστά στην παντοδύναμη παρουσία του Κυρίου, ενώπιον του κυρίαρχου και εξουσιαστή όλης της γης)» [Ψαλμ. 96, 5]· με «ὄρη» βέβαια παρομοιάζει εδώ ο Ψαλμωδός τις υψηλές και υπερήφανες δυνάμεις, δηλαδή τις πονηρές. Όμως, προσβάλλοντας τη δύναμη και εξουσία του Σωτήρα μας που είναι φωτιά, αυτές λιώνουν σαν κερί.

Τον ρώτησε ο Χριστός και τον πρόσταξε να πει ποιο είναι το όνομά του. Τον ρωτούσε άραγε επειδή δεν ήξερε και ζητούσε σαν ένας από εμάς να μάθει; Και πώς δεν είναι τελείως ανόητο το να πούμε ή να σκεφτούμε κάτι τέτοιο; Γιατί ως Θεός τα γνωρίζει όλα, και εξετάζει την καρδιά και τους νεφρούς. Ρώτησε κατ’ οικονομία για να μάθουμε ότι μεγάλο πλήθος δαιμονίων κατακυρίευσε μία ψυχή ανθρώπου. Επειδή δηλαδή ο Κύριος γνώριζε το πλήθος των δαιμόνων που κατοικούσαν μέσα σε εκείνον τον άνθρωπο, ενώ εκείνοι που έβλεπαν, έβλεπαν έναν άνδρα και άκουαν μία φωνή, λέγει: «τί σοί ἐστιν ὄνομα; (: ποιο είναι το όνομά σου;)», για να μην πει ο Ίδιος ότι είναι πολλοί και δεν γίνει πιστευτός, αλλά να ομολογήσουν οι ίδιοι ότι είναι πολλοί.

«Καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν· ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν·καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς·ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη (: και τα δαιμόνια αυτά με το στόμα του δαιμονισμένου Τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στα τρίσβαθα του Άδη. Στο μεταξύ εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό. Και τα δαιμόνια Τον παρακαλούσαν να τους επιτρέψει να μπουν σε εκείνους τους χοίρους. Και ο Κύριος τους το επέτρεψε, επειδή αυτοί που έτρεφαν τους χοίρους το έκαναν αυτό παραβαίνοντας τον μωσαϊκό νόμο, ο οποίος απαγόρευε ως ακάθαρτο το χοιρινό κρέας. Με τον τρόπο αυτό ο Κύριος τιμώρησε την παρανομία τους αυτή. Και αφού βγήκαν τα δαιμόνια απ’ τον άνθρωπο, μπήκαν στους χοίρους. Τότε το κοπάδι όρμησε με ασυγκράτητη μανία προς το γκρεμό, κι έπεσε κάτω στη λίμνη και πνίγηκε)» [Λουκ. 8, 31-33].

Παρακάλεσαν λοιπόν τον Κύριο οι δαίμονες που βρίσκονταν μέσα σε εκείνον τον άνθρωπο να μην τους στείλει από τώρα στα τρίσβαθα του Άδη, επειδή προφανώς προηγουμένως είχαν ήδη αποσταλεί άλλοι δαίμονες στην άβυσσο και γι’ αυτό εκείνοι που είχαν απομείνει είχαν καταληφθεί τώρα από φρίκη ενώπιον του Ιησού, μήπως πάθαιναν κάτι ανάλογο. Κατόπιν ζήτησε η αγέλη των ακαθάρτων πνευμάτων την ίση και όμοια με τον εαυτό της αγέλη των χοίρων για να εισχωρήσει. Και ο Χριστός συγκατάνευσε κατ’ οικονομία, αν και δεν αγνοούσε αυτό που θα έκαναν. Τους έδωσε λοιπόν αυτήν την εξουσία, για να γίνει σε εμάς μαζί με τα άλλα και αυτό αφορμή ωφέλειας και ελπίδα ασφάλειας. Γιατί ζητούν την εξουσία των χοίρων, επειδή δηλαδή δεν την είχαν, και αυτοί που δεν είχαν την εξουσία των τόσο μικρών και ευτελών, πώς θα μπορούσαν να βλάψουν κάποιον από τους σφραγισμένους από τον Χριστό με το άγιο Βάπτισμα, και που είχαν στηριγμένη την ελπίδα τους σε Αυτόν;

Αλλά όμως μαζί με αυτό μπορούμε να μάθουμε από αυτό που συνέβη στην αγέλη των χοίρων και τούτο, ότι δηλαδή οι ασεβείς δαίμονες είναι κακοί και επιβουλεύονται εκείνους που τίθενται κάτω από την εξουσία τους· γιατί αυτό θα μπορούσε να το δείξει, και πολύ καθαρά, το ότι καταγκρέμισαν τους χοίρους και τους κατέπνιξαν στα νερά. Και γι’ αυτό ο Χριστός συγκατένευσε όταν Του το ζήτησαν, με σκοπό να μάθουμε εμείς από το συμβάν ποιοι ακριβώς είναι, ότι δηλαδή είναι σκληροί και θηριώδεις.

ΠΗΓΕΣ:

• Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν εὐαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία» (https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

• Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εἰς το κατά Λουκάν Α΄», κεφάλαιο 8ο, σελ. 379-383.

• Παν. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997

• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

(Eπιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)

alopsis.gr