ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023

ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: ΜΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΜΟΝΟΝ ΕΙΝΑΙ, Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ!

Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: Μια θρησκεία μόνον είναι, η Ορθόδοξος Χριστιανική Θρησκεία. Και το πνεύμα αυτό το ορθόδοξον είναι το αληθές. Τα άλλα πνεύματα, είναι πνεύματα πλάνης και οι διδασκαλίες είναι μπερδεμένες.

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΞΑΝΑ Ο ΞΕΝΟΦΕΡΤΟΣ ΜΥΘΟΣ- ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ!

Ξανά ο ξενόφερτος μύθος: Χωρισμός Εκκλησίας - Πολιτείας
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
 
Ξανά επαναφέρουν και χρησιμοποιούν κάποιοι πολιτικοί παράγοντες, ως ιδεολογικό εργαλείο, τον μύθο για χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας. Από τη μια, αυτοπαρουσιάζονται ως εκπρόσωποι «πατριωτικών» κομμάτων και, από την άλλη, ανασύρουν και ανακοινώνουν συνθήματα διχόνοιας, με περιεχόμενο που δεν εκφράζει την ελληνική ιστορική πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία, είναι σαφές ότι η Εκκλησία και η Πολιτεία, από την έναρξη του νεοελληνικού κράτους, συμπορεύονται και αλληλοστηρίζονται, σε μία και την αυτή ενωτική πορεία. Αντίθετα, οι σύγχρονοι -και γνωστοί πλέον σε όλους μας- αναθεωρητές της ιστορίας και της παράδοσης, παρουσιάζουν την Εκκλησία, ως εχθρό της Πολιτείας, από τον οποίον η δεύτερη είναι ανάγκη να απαλλαχθεί. Για να εντυπωσιάσουν τους νέους και τους αδαείς, οι αναθεωρητές δείχνουν ότι οι Έλληνες διακατέχονται από εχθρότητα και μίσος προς ό, τι πιο ιερό έχουμε ως λαός, που είναι η Ορθόδοξη πίστη και Εκκλησία μας. Βέβαια, όπως γνωρίζουμε, κάθε Έθνος σέβεται  και προβάλλει, με περηφάνια, τις δικές του παραδόσεις και τα δικά του ιερά και όσια.
Ωστόσο, στον δικό μας τόπο, τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν άνθρωποι, που χαίρονται, συνειδητά, που είναι Έλληνες και Ορθόδοξοι και που έχουν έναν ξεχωριστό πολιτισμό και μια μοναδική θρησκευτική πίστη. Υπάρχουν όμως και άλλοι, με ξενόφερτες, μοντέρνες και διεθνιστικές αντιλήψεις και ιδεολογίες, που, για τους δικούς τους ατομικούς ή ιδεοληπτικούς λόγους, κάνουν τα πάντα  για να εξαφανίσουν, με τη μέθοδο των συκοφαντικών επιθέσεων και του δημόσιου διασυρμού μέσω των ΜΜΕ και του διαδικτύου, την ελληνορθόδοξη συνείδηση και ταυτότητα του λαού μας, διασπείροντας ψευδείς, σκοταδιστικές και διαστρεβλωμένες πληροφορίες και θεωρίες. Η ιδεολογική τους τυφλότητα παίρνει διαστάσεις επιθετικές και διωκτικές, γεννώντας σχέδια αφανισμού κάθε διαφορετικού, ιδιαίτερα βέβαια, αν αυτό σχετίζεται με την πίστη και την ευσέβεια του λαού.
Από την άλλη πλευρά, οι ίδιοι στηρίζουν και αποδέχονται όλες τις άλλες μορφές των διαφορετικών, που εκφράζουν ανατροπές των ηθών, των εθίμων και γενικά των ριζών και των παραδόσεων του γένους μας. Πάνω από όλα, δεν βάζουν το όλον της Πατρίδας, αλλά το μέρος του ατομικού συμφέροντος ή την ιδεολογική γραμμή της ομάδας που ανήκουν, δείχνοντας μηδενική ανοχή, σε θεσμούς, πίστεις, αρχές, πνευματικά πρότυπα, που οι ίδιοι δεν θέλουν, δεν ανέχονται ή δεν τους συμφέρει να υπάρχουν. Ουδόλως τους ενδιαφέρει, αν η ελληνορθόδοξη ταυτότητα, με όλο το περιεχόμενό της, που εκείνοι αρνούνται, είναι η ταυτότητα που εκφράζει, σέβεται και ευλαβείται η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού. Εκείνοι συνεχίζουν το αντιεκκλησιαστικό αποδομητικό τους έργο, χωρίς σεβασμό στη μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων που είτε πιστεύουν πολύ, είτε πιστεύουν λίγο, πάντως, έχουν αποδεχθεί τον θεσμό της Εκκλησίας και έχουν γίνει, εκουσίως, μέλη της διά του Αγίου Βαπτίσματος.
 
Οι αποδομητές, επιμένουν, επί το έργον, περιφρονώντας, ειρωνευόμενοι και πολεμώντας, με αθεϊστικό φανατισμό, μία και μόνον θρησκευτική πίστη, την ορθόδοξη, υποτιμώντας, όμως έτσι, το πιστεύω των διαφορετικών συμπολιτών τους, που είναι μέλη της ορθόδοξης Εκκλησίας. Ωστόσο, συναντιούνται, τυπικά και υποκριτικά, με εκπροσώπους της Εκκλησίας και συμμετέχουν σε εκκλησιαστικά δρώμενα, προσπαθώντας, έτσι, να δείξουν ένα δήθεν διαλλακτικό πρόσωπο με πολιτικό πολιτισμό. Στην πραγματικότητα, όμως, όλα τα πολιτικοϊδεολογικά  τους οράματα και προγράμματα περιέχουν τη ριζοσπαστικότητα και τη ρήξη με το παρελθόν, την ιστορία και την παράδοση της χώρας. Ωστόσο, βασιζόμενοι στα ριζοσπαστικά τους ιδεώδη και εισάγοντας ξανά στον πολιτικό διάλογο, το θέμα: διαχωρισμός Εκκλησίας – Πολιτείας, δείχνουν ότι δεν σέβονται και περιφρονούν, ταυτόχρονα, όλα όσα προσέφερε η Εκκλησία στο παρελθόν και όσα -μόνο εκείνη- μπορεί να προσφέρει, αν χρειαστεί, στο παρόν και στο μέλλον της χώρας.
Αν και οι ιδεολογικές αφετηρίες τους βρίσκονται μέσα στην ελληνική πολιτική σκηνή, αλιεύοντας οπαδούς, δείχνουν πως δεν τους ενδιαφέρει, που τα εμπόλεμα σχέδιά τους εναντίον της Εκκλησίας είναι, εκτός των άλλων, μη δημοκρατικά, αφού  η συνείδηση του «Δήμου» των Ελλήνων, διαχρονικά, είναι ζυμωμένη εντός της αδιάσπαστης ενότητας Ορθοδοξίας και Ελληνισμού. Αυτήν την αδιάσπαστη σύνδεση τη γνωρίζουν όσοι είναι αληθινοί Έλληνες Ορθόδοξοι Πατριώτες και, πέραν της πίστεως, σέβονται και αναγνωρίζουν, στο όνομα της επιστημονικής αλήθειας αλλά και της Δημοκρατίας, την Μητέρα Εκκλησία για τη διαχρονική της προσφορά προς το Ρωμαίϊκο. Πολύ καλύτερα, όμως, το συνειδητοποιούν και το ομολογούν εκείνοι, που έχουν επίγνωση της περιόδου της Τουρκοκρατίας και των άλλων ιστορικών συμφορών του γένους μας,  όπου οι πρόγονοί μας ήξεραν ότι, τότε, που «όλα τά σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», είχαν μόνον μια και μοναδική αρχή, έναν προστάτη και βοηθό, που τους στήριζε, υλικά και πνευματικά, και αυτή ήταν η Εκκλησία. Αυτή η σύσσωμη φωνή των ενδόξων προγόνων μας, που μέσα από τόσους αιματηρούς και μαρτυρικούς αγώνες, μας παρέδωσαν την Ελλάδα ελεύθερη, εκφράζει την πατριωτική μαρτυρία και μας θυμίζει την αξία και την προσφορά  της Εκκλησίας, που οι ίδιοι βίωσαν αλλά και τη βαθύτατη ευσέβειά τους απέναντι στην ορθόδοξη Εκκλησία, βιώνοντας και εκτιμώντας, εκ του σύνεγγυς, την πολύπτυχη και αποφασιστική συμβολή της στους αγώνες για την ελευθερία της Ελλάδας.
Ο Άνθιμος Γαζής, αναγνωρίζοντας από την προσωπική του εμπειρία, εκτός όλων των άλλων, τον εμπνευστικό ρόλο της ορθόδοξης πίστεως στην απελευθέρωση της Ελλάδος, αναφέρει πως «ό, τι και αν εκάμαμεν, είτε εγώ, είτε οι συνάδελφοί μου, είτε ως εταίροι, είτε ως αγωνισταί, ήτο έμπνευσις και έργον της Θείας Προνοίας, και ουδέν ηθέλομεν πράξει, άνευ της εμπνεύσεως ταύτης».
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός διακήρυττε ότι «το Ελληνικόν Έθνος, αφ’ ού υπέκυψεν εις τον βάρβαρον και σκληρότατον ζυγόν της Οθωμανικής τυραννίας, υστερήθη, όχι μόνον την ελευθερίαν του, αλλά και παν είδος μαθήσεως… και ήταν ενδεχόμενον να εκλείψει διόλου από το Έθνος η Ελληνική γλώσσα, εάν δεν την διέσωζεν η Εκκλησία, προς ήν οφείλεται και κατά τούτο ευγνωμοσύνη».
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, σημείωνε ότι «χωρίς αρετή και θρησκεία δεν σχηματίζεται κοινωνία, ούτε βασίλειον».
Ο Ιω. Καποδίστριας, έγραφε: «Η χριστιανικὴ θρησκεία εσυντήρησε εις τους Έλληνας και γλώσσαν και πατρίδα και αρχαίας ενδόξους αναμνήσεις και εξαναχάρισεν εις αυτούς την πολιτικήν ύπαρξιν, της οποίας είναι στύλος και εδραίωμα… Το πρώτιστον και ουσιωδέστατον των χρεών της ελληνικής κυβερνήσεως είναι να προμηθεύσει εις το έθνος την διδασκαλίαν της πίστεως».
Ο Αδ. Κοραής, πέραν όλων των άλλων αμφισβητούμενων θέσεών του, διακήρυττε ότι «μόνον του Ευαγγελίου η διδαχή εμπορεί να σώσει την αυτονομίαν του Γένους».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συμβούλευε, με περηφάνια, τις νέες γενιές: «Νέοι, πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος…»
Ο Παπαφλέσσας, επίσης, παράγγελνε: «Έλληνες, ποτέ μην ξεχνάτε το χρέος σε Θεό και σε Πατρίδα! Σ’ αυτά τα δύο σας εξορκίζω ή να νικήσουμε ή να πεθάνουμε κάτω από την Σημαία του Χριστού».
Επίσης, το περιεχόμενο του όρκου κάθε Ιερολοχίτη αποδεικνύει ότι οι αγωνιστές της ελευθερίας ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους, επενδύοντας στην αλληλένδετη σχέση Πίστεως και Πατρίδας: «…Ως Χριστιανός ορθόδοξος και υιός της ημετέρας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ορκίζομαι να διαμείνω πιστός εις την Θρησκείαν μου και εις την Πατρίδα μου. Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέρα ρανίδα του αίματός μου υπέρ της Θρησκείας και της Πατρίδος μου. Να χύσω το αίμα μου, ίνα νικήσω τους εχθρούς της Θρησκείας μου ή να αποθάνω, ως Μάρτυς, δια τον Ιησούν Χριστόν…».
Αργότερα, ο σπουδαίος Φ. Κόντογλου υπογράμμιζε: «Η Ελληνική επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στον κόσμο. Είναι αγιασμένη. Κανένας λαός δεν έχυσε τόσο αίμα για την πίστη του Χριστού, όσο έχυσε ο δικός μας, από καταβολή του Χριστιανισμού ίσαμε σήμερα».
Στην ιστορική έρευνα, φαίνεται ότι εκείνοι που επιδίωκαν, με μανία, να διαρρήξουν αυτόν τον ιερό σύνδεσμο ενότητας και συνοχής Εκκλησίας – Πατρίδας (γένους), με στόχους αφελληνιστικούς, ήταν οι Μουσουλμάνοι, κατά την Οθωμανική δουλεία, και, φυσικά, δεν το κατάφεραν.
Οι σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας έχουν τη δική τους ιστορία, καθώς υπήρχαν από την εποχή του Βυζαντίου, ως σχέσεις συναλληλίας και λειτουργούσαν σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης, συνεννόησης, αλληλοσεβασμού και αλληλοβοήθειας.
Τα τελευταία χρόνια, τόσο το ελληνικό Σύνταγμα όσο και ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ρυθμίζουν τις ειρηνικές και δημιουργικές αυτές σχέσεις, προς όφελος και των δύο φορέων αλλά και ολόκληρου του ελληνικού λαού, διατηρώντας ακέραιους τους διαχρονικούς πνευματικούς τους δεσμούς. Στο πλαίσιο αυτό, τα ιδεοληπτικά πυροτεχνήματα κάποιων ριζοσπαστών πολιτικών, για διαχωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας, δείχνουν ότι δεν έχουν εκτιμήσει πως οι βολές τους είναι άστοχες. Και τούτο, διότι, στην ουσία, απευθύνονται σε έναν λαό, που αγαπά την πρόοδο, αλλά όχι την ψεύτικη και αρρωστημένη, εκείνη που επιδιώκει την ανατροπή και εκρίζωση του ένδοξου παρελθόντος και των ιερών και ευσεβών παραδόσεων του γένους μας, καθώς αισθάνονται τους ζωντανούς, ακλόνητους, βαθύτατους και άρρηκτους ιστορικούς και πνευματικούς δεσμούς, που ενώνουν την πολιτική του υπόσταση με την εκκλησιαστική του συνείδηση και ύπαρξη. Εξάλλου, όταν μιλούν για χωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας, δεν μας έχουν εξηγήσει, πώς θα μπορέσει ο Έλληνας - Χριστιανός να μοιράσει και να διαχωρίσει τον εαυτό σε δύο κομμάτια, τον εκκλησιαστικό, ως μέλος της Εκκλησίας από τον πολιτειακό, ως πολίτης. Όμως, το μόνο που καταφέρνουν οι πολιτικοί αυτοί είναι να αποκαλύπτουν την πολιτική αλλά και πνευματική τους ένδεια και αναξιότητα, καθώς δείχνουν, αφενός, ότι δεν τιμούν όσα σέβεται και τιμά η πλειονότητα του ελληνικού λαού και, αφετέρου, φανερώνουν την πρόθεσή τους να ορφανέψουν, τελικά, τους Έλληνες από τις ιστορικές και πνευματικές τους ρίζες, να τους αφήσουν, χωρίς ιερές μνήμες, χωρίς αρχές και πρότυπα, χωρίς, δηλαδή, τις ηθικοκοινωνικές και πνευματικές βάσεις του ελληνικού έθνους, με τις οποίες, ως τώρα, τροφοδοτούνται, πνευματικά, τόσο οι νέοι, όσο και ενήλικες Έλληνες, στο πλαίσιο της δικής τους ελληνορθόδοξης ιστορικής συνείδησης.  
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, με κάθε μέσο και με κάθε μορφής θυσία, συμμετείχε και συνέβαλε, διαχρονικά, με όλες τις υλικές και πνευματικές της δυνάμεις, σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες της Πατρίδας. Φαίνεται ότι οι σύγχρονοι ερασιτέχνες του πολιτικού γίγνεσθαι, που μάλλον δεν θεωρούν την πολιτική, ως διακονία αλλά ως εκμετάλλευση των πολιτών, έφτασαν σε τέτοιο σημείο αγνωμοσύνης και καταπτώσεως, ώστε να μην θέλουν να επιτρέψουν στην Εκκλησία ούτε καν να συμπορεύεται με την Ελλάδα - Πατρίδα. Προς τούτο, γνωρίζοντας άριστα την ιστορία και τη μελλοντική προοπτική αυτών των δεσμών, ο Φώτης Κόντογλου έγραφε: «Πίστη και Πατρίδα είναι για μας ένα πράγμα. Κι όποιος πολεμά το ένα, πολεμά και το άλλο κι ας μην ξεγελιέται. Η μάνα μας, η πνευματική, είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας».
 
https://thriskeftika.blogspot.com

Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΔΙΑΦΟΡΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ, ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΩΝ!

Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Διαφορά Ορθόδοξων, Καθολικών και Προτεσταντών
 
- (Πατήρ Πλακίδας): Γέροντα, ποια είναι η διαφορά μεταξύ Ορθόδοξων και Καθολικών;
- ( Ο Γέροντας έδειξε το κελί του): Το βλέπεις αυτό το κτίριο;
- Το βλέπω.
- Αν βγάλουμε τη λάσπη που υπάρχει, δεν θα στηρίζονται οι πέτρες μεταξύ τους. Αυτό κάνουν οι Καθολικοί. Έβγαλαν το στήριγμα και αποσταθεροποίησαν το οικοδόμημα της Εκκλησίας.
- Τι γίνεται, Γέροντα, με τους Προτεστάντες;
- Α! Αυτοί είναι πιο έξυπνοι. Έβγαλαν και τα πετραδάκια που υπάρχουν και προσπαθούν να σταθεροποιήσουν τις μεγάλες πέτρες μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένα οικοδόμημα. 

Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ: ΑΠΛΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΟΧΗ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ!

Ἁπλές συμβουλές γιά τήν μετοχή μας στήν Θεία Λειτουργία
 
1. Τόν Θεό, ἀδελφοί μου, πού λαχταράει ἡ ψυχή μας, τόν βρίσκουμε καί τόν ἀπολαμβάνουμε στήν θεία Λειτουργία, πού τελοῦμε στούς ἱερούς μας Ναούς. Στήν θεία Λειτουργία ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί νοιώθουμε τό Μυστήριο πού λέγεται «Έκκλησία», γι᾿ αὐτό καί τόν Ναό, ὅπου τελοῦμε τήν Λειτουργία, τόν λέμε καί αὐτόν «Ἐκκλησία». Μήν παραλείπετε, χριστιανοί μου, νά πηγαίνετε κάθε Κυριακή στήν Ἐκκλησία. Καί ἄν τό χωριό σας δέν ἔχει τήν Κυριακή θεία Λειτουργία, γιατί πολλά ἀπό τά χωριά μας δέν ἔχουν ἱερέα, νά πηγαίνετε γιά νά λειτουργηθεῖτε στό διπλανό χωριό. Μήν μένετε ἀλειτούργητοι.
 
 2. Ὅταν μπαίνετε στήν Ἐκκλησία νά κάνετε τόν Σταυρό σας κανονικά. Δυστυχῶς, ἔχουμε τόση ἄγνοια στά θεῖα πράγματα, ὥστε οὔτε τό Σταυρό μας δέν ξέρουμε νά κάνουμε. 
Παλαιότερα, στήν Α΄ Δημοτικοῦ τά παιδάκια μάθαιναν ἕνα ποίημα γιά νά κάνουν κανονικά τόν Σταυρό τους: «Στό κεφάλι, στήν κοιλιά, δεξιά κι ἀριστερά»! Ἔτσι πρέπει νά κάνουμε τόν Σταυρό μας. Ἑνωμένα τά τρία δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ μας (γιά νά ἐκφράσουμε τήν πίστη μας στήν Ἁγία Τριάδα) τά βάζουμε στό κεφάλι μας καί δηλώνουμε μ᾿ αὐτό ὅτι ἐκεῖ ψηλά στόν οὐρανό εἶναι ὁ Χριστός μας· καί ἀπό ἐκεῖ ψηλά κατέβηκε καί σαρκώθηκε στήν Κοιλιά τῆς Παναγίας μας· καί γιά νά τό δηλώσουμε αὐτό κατεβάζουμε τό χέρι μας ἀπό τό κεφάλι καί τό βάζουμε στήν κοιλιά. Καί θά ξανάρθει πάλι ὁ Χριστός μέ τήν Δεύτερη Παρουσία Του! Θά ἔρθει καί θά βρεῖ μιά μπερδεμένη ἀνθρωπότητα. Καί θά κάνει αὐτό πού κάνει ὁ βοσκός: Ξεχωρίζει τά πρόβατα ἀπό τά ἐρίφια. Στήν μιά μεριά, δεξιά, βάζει τά πρόβατα· καί στήν ἄλλη μεριά τά ἐρίφια. Βάζοντας κι ἐμεῖς ἔπειτα, ὅταν κάνουμε τόν Σταυρό μας, τό χέρι μας δεξιά καί ἀριστερά δηλώνουμε αὐτή τήν Δεύτερη Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τόν πόθο μας νά μᾶς πάρει μαζί Του, στά δεξιά Του, στήν Βασιλεία Του τήν ἐπουράνιο!
 
 3. Ἀφοῦ, μπαίνοντας στήν Ἐκκλησία κάνουμε τόν Σταυρό μας, ὅπως εἴπαμε, ἀνάβουμε κερί καί ἀσπαζόμαστε μέ εὐλάβεια τά ἱερά εἰκονίσματα. Καί ἄς 
σκεπτόμαστε ὅτι πρίν ἀπό ἐμᾶς πέρασαν τόσοι ἄλλοι χριστιανοί καί ἀσπάστηκαν καί αὐτοί τά ἴδια αὐτά εἰκονίσματα· ὁ ἀσπασμός δέ στό ἴδιο εἰκόνισμα θεωρεῖται καί σάν μεταξύ μας ἀσπασμός. 
 Ἀφοῦ, λοιπόν, ἀσπαστοῦμε τά ἅγια εἰκονίσματα στεκόμαστε κάπου σέ μιά θέση, στήν θέση τῶν ἀνδρῶν οἱ ἄνδρες καί στήν θέση τῶν γυναικῶν οἱ γυναῖκες, καί προσέχουμε ἀπό ἐκεῖ τήν θεία Λειτουργία. Προσέχουμε αὐτά πού βλέπουμε καί ἀκοῦμε σ᾿ αὐτήν. Καί εἶναι τόσο ὡραῖα καί τόσο γλυκά ὅλα ὅσα λέγονται καί ὅσα γίνονται στήν θεία Λειτουργία! Βέβαια στήν θεία Λειτουργία προσευχόμαστε ὅ,τι θέλουμε, λέμε στόν Θεό ὅ,τι ἔχει ἡ καρδιά μας. Ἀλλά κυρίως στήν θεία Λατρεία πρέπει νά προσέχουμε αὐτά πού λέγονται καί ψάλλονται καί ἄς φαίνεται ὅτι δέν τά καταλαβαίνουμε. Σιγά-σιγά θά τά καταλάβουμε. Τά λόγια τοῦ παππᾶ καί τοῦ ψάλτη ἔχουν ὅλη τήν πίστη μας. Ἡ πίστη μας, ἀδελφοί μου, ἔγινε ψαλμωδία καί τραγούδι, ἔγινε εἰκόνες καί ἱερά σύμβολα.
 
 4. Τό πιό οὐσιαστικό στήν θεία Λειτουργία, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, εἶναι ἡ θεία Κοινωνία. Ὅλα στήν θεία Λειτουργία γίνονται γιά νά ἀκούσουμε στό τέλος «Μετά φόβου Θεοῦ πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Καί προσέρχονται οἱ χριστιανοί γιά νά κοινωνήσουν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλά πρέπει νά κοινωνοῦμε ὅπως μᾶς τό λέει ὁ Ἱερέας: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης». Μέ φόβο Θεοῦ, πού τόν γεννάει ἡ πίστη ὅτι αὐτό πού θά κοινωνήσουμε εἶναι πραγματικά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, αὐτό τό Σῶμα καί τό Αἷμα πού πῆρε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Παναγία Θεοτόκο Μαρία, ὅταν σαρκώθηκε στήν ἁγιασμένη Κοιλία Της. Γι᾽ αὐτό ἡ Παναγία μας λέγεται «ἑστιάτωρ τῆς Θείας Σαρκός»! 
Ναί, στήν πραγματικότητα μᾶς κοινωνάει ἡ Παναγία! Πρέπει λοιπόν νά κοινωνᾶμε μέ φόβο Θεοῦ. Ἀλλά καί μέ ἀγάπη. Ἀγάπη σέ ὅλους καί στόν ἐχθρό μας ἀκόμη πού μᾶς ἔκανε κακό. Δέν τό ἤθελε. Καί νά τό ἤθελε ὁ παλιο-πειρασμός τόν ἔβαλε, αὐτός πού βάζει καί μᾶς καί κάνουμε τόσα καί τόσα. Καί ὅπως ἐμεῖς ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς συγχωρέσει αὐτά τά τόσα πολλά πού πράττουμε ἐνάντια στό ἅγιο θέλημά Του, ἔτσι καί ἐμεῖς πρέπει νά συγχωροῦμε τά ὅσα μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι ἐναντίον μας. Αὐτό σημαίνει τό «καί ἀγάπης», πού λέγει ὁ ἱερέας σ᾽ αὐτούς πού ἔρχονται νά κοινωνήσουν. Πρέπει, χριστιανοί μου, νά ζητᾶμε συγγνώμη καί νά δίνουμε συγγνώμη σέ ὅλους προτοῦ νά κοινωνήσουμε.
 
 5. Ὅταν πλησιάζετε γιά τήν θεία Κοινωνία νά κάνετε τόν σταυρό σας καί ἔπειτα νά παίρνετε τό ἅγιο μανδήλιο καί νά τό βάζετε κάτω ἀπό τό σαγόνι σας ἀνοίγοντας καλά τό στόμα σας. Ὅταν δέ κοινωνήσετε καί βγάλει ὁ ἱερεύς τήν ἁγία λαβίδα ἀπό τό στόμα σας, τότε νά σπουγγίζετε μέ τό ἅγιο μανδήλιο τό στόμα σας καί ὄχι ἐνωρίτερα, ὅταν δέν βγῆκε ἀκόμη ἀπό τό στόμα ἡ ἁγία λαβίδα. Μετά τήν θεία Κοινωνία κάνετε πάλι τόν σταυρό σας καί παραδίδετε τήν σειρά στούς ἄλλους ἀδελφούς σας γιά νά κοινωνήσουν καί αὐτοί.
 
Μέ τέτοια καλή προετοιμασία γιά τήν θεία Κοινωνία, ἀδελφοί μου χριστιανοί, ἔρχεται πραγματικά ὁ Χριστός στήν καρδιά μας καί γινόμαστε «χριστοφόροι», ὅπως μᾶς λέει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος. Μέ τήν Χάρη δέ τοῦ Χριστοῦ μέσα μας θά εἶναι ὄμορφη ἡ ζωή μας, γιατί δέν θά ζοῦμε μέ τίς κακίες, πού ἀσχημίζουν τήν ζωή μας καί μᾶς τήν κάνουν κόλαση. Ἡ θεία Λειτουργία ὅμως εἶναι παράδεισος. Γιατί σέ κάθε θεία Λειτουργία λέγουμε: « Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον»!
Μέ πολλές εὐχές,
 
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023

ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: ΜΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΜΟΝΟΝ ΕΙΝΑΙ, Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ!

Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: Μια θρησκεία μόνον είναι, η Ορθόδοξος Χριστιανική Θρησκεία. Και το πνεύμα αυτό το ορθόδοξον είναι το αληθές. Τα άλλα πνεύματα, είναι πνεύματα πλάνης και οι διδασκαλίες είναι μπερδεμένες.

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

ΟΣΙΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ: ΑΝ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΤΟΣΟ ΑΥΣΤΗΡΗ, Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΔΙΑΤΗΡΟΥΝΤΑΝ, ΚΑΙ ΟΛΑ ΘΑ ΧΑΝΟΝΤΑΝ!

Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ: Αν η Ορθοδοξία δεν ήταν τόσο "αυστηρή", η Αποκάλυψη περί του Θεού δεν θα διατηρούνταν, και όλα θα χάνονταν. Το θέμα έγκειται στο ότι η διαφύλαξη της ακεραιότητας της ευαγγελικής Αλήθειας στην πράξη της ζωής μας συνδέεται με ακραίο αγώνα, αληθινή σταύρωση, την οποία αποφεύγουν όλοι οι άνθρωποι. Κάθε άλλη οδός (η οδός της "μεταφυσικής διδασκαλίας" η οδός της διανοητικής ανάβασης στη θεωρία του Αιωνίου, η οδός της "απέκδυσης" και τα λοιπά), όλα αυτά μας είναι γνωστά και κατορθώνονται με σχετική ευκολία η σταύρωση όμως από την αγάπη του Χριστού και η κάθοδος στον άδη αποκτώνται πράγματι "δια πολλών θλίψεων". 

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΣ: ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ. ΜΕΤΑ ΑΡΚΕΤΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΘΑ ΕΚΑΤΟΝΤΑΠΛΑΣΙΑΣΤΕΙ ΣΕ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!

Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος: Και ξέρετε ε; Τα δύσκολα είναι λίγα χρόνια. Μετά αρκετές δεκαετίες η Ορθοδοξία θα εκατονταπλασιαστεί σε όλον τον κόσμο. Αλλά πρέπει να περάσουμε εγχείρηση. Πρέπει να περάσουμε εξετάσεις. Όποιος τις περάσει. Η Μετάνοια είναι ένας δρόμος. Ο καλύτερος δρόμος. Σας το συνιστώ μαζί με την Αγία Προσευχή.

ΓΕΡΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ: ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΘΑ ΕΡΘΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΩ ΚΑΤΩ!

Γέρων Βασίλειος ο Καυσοκαλυβίτης: Στὴν Ὀρθοδοξία θὰ ἔρθουν τὰ πάνω κάτω. Οἱ λυκοποιμένες θὰ κατασπαράζουν τίς σάρκες τῶν πιστῶν καὶ θὰ τοὺς στέλνουν στὸν γκρεμό, κατευθεῖαν στὶς αἱρέσεις καὶ τα πρόβατα συντετριμμένα θα τρέχουν νὰ βροῦν σωτηρία.

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΣ: ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΝ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!

Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος: Αλλά εμείς ξέρομε ποιο καράβι μπορεί να περάσει το μέγα πέλαγος του κόσμου τούτου και να οδηγηθεί στην αιώνια ζωή, στην χώρα των ζώντων. Αυτό το καράβι είναι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. 

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΕΤΚΑΣ ( ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ) ΤΗΣ ΕΠΙΒΑΤΗΝΗΣ ΣΤΗ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ.

Στο κεντρικώτερο σημείο της Σόφιας, χαμηλά χω­μένη μέσα στο έδαφος υπήρχε μία όμορφη και αρχαία Εκκλησούλα, της Αγίας Πέτκας, δηλαδή της Αγίας Παρα­σκευής της Επιβατηνης. (Στα βουλγαρικά η έκτη ημέρα της εβδομάδος ονομάζεται Πέτακ) που τιμάται ιδιαίτερα εκεί, και που τα λείψανα της σήμερα βρίσκονται στην Ρουμα­νία.
   Με αυτόν τον Ναό συνδέονται εντυπωσιακά και τρο­μερά γεγονότα, που έκαναν «ισχυρούς» της γης να υπο­τάξουν την βούλησί τους σε κάποια άλλη ακαταμάχητη βούλησι και δύναμι.
Γύρω στο 1963 απεφάσισαν οι αρμόδιοι να διαπλατύνουν τον κεντρικό δρόμο. Αυτό εσήμαινε ότι το Χριστια­νικό μνημείο έπρεπε να κατεδαφισθή. Θα απαλάσσονταν έτσι και από ένα ανεπιθύμητο κτίσμα. Το συνεργείο κατεδαφίσεως ετοιμάσθηκε. Τον πρώτο ρόλο θα τον έπαιζε μία μπολντόζα. Σε λίγα λεπτά της ώρας θα τον σώριαζε σε ερείπια. Έτσι υπελόγιζαν τα πράγματα. Τους ήρθαν ό­μως ανάποδα. Τραγουδήθηκε άλλο τραγούδι κι’ όχι αυτό που επιθυμούσαν.
Ενώ έβαζαν εμπρός την μπολντόζα και την κατεύ­θυναν προς τον Ναό, πάθαινε συνεχώς βλάβες. Την έφτια­χναν, αλλά και πάλι έσπαζε. Αδύνατο να πλησιάσουν στην Εκκλησία. Και σαν να μην έφθανε αυτό, μόλις γυρίζει στο σπίτι του ο εργάτης που με μανία επιζητούσε το γκρέμισμα, βρίσκει νεκρό ένα από τα μέλη της οικογε­νείας του!
Εν τω μεταξύ ο υπεύθυνος αυτής της επιχειρήσεως πληροφορήθηκε ότι οι εργάτες δεν κατώρθωσαν τίποτε. Έμαθε και τις λεπτομέρειες. Του φάνηκαν όλα ανόητα, και αγριεμένος είπε: «Δεν αξίζετε τίποτε. Μόνο για παρα­μύθια είσαστε. Αύριο θα πάω να τον γκρεμίσω ο ίδιος»!
Αλλά ο δυστυχής έμεινε μόνο με τα μεγάλα λό­για. Μόλις ανέβηκε μανιώδης επάνω στο μηχάνημα και βάδισε προς την Εκκλησία, και αυτό έσπασε, αλλά — το πιο συνταρακτικό — βρήκε και ο ίδιος ξαφνικά τον θά­νατο! Καταλαβαίνετε τι θλίψις, αλλά και τι τρόμος επα­κολούθησε. Δεν απέμεινε τίποτε άλλο, παρά να ανακα­λέσουν την διαταγή της κατεδαφίσεως.
Και για να ομορφύνη ο χώρος έφτιαξαν κάτι σαν υπό­γεια καταστήματα και μία πλατεία γύρω από τον Ναό, όπως φαίνεται στην προηγούμενη φωτογραφία.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ Δ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

 
Μνήμη της Δ' Οικουμενικής Συνόδου
 
Την Κυριακή μεταξύ της 13ης έως 19ης Ιουλίου εορτάζεται η μνήμη της Δ' Οικουμενικής Συνόδου που έγινε στη Χαλκηδόνα κατά των Μονοφυσιτών το έτος 451 μ.Χ. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της την Κυριακή μεταξύ 13 και 19 Ιουλίου εκάστου έτους.

Άλλες πηγές αναφέρουν, ότι η μνήμη είναι βασικώς των Αγίων Πατέρων της Δ' Οικουμενικής Συνόδου και σε κάποια φάση γιορτάστηκαν και των άλλων Συνόδων, δηλαδή των:
α) των 318 της Α' Συνόδου, που έγινε στη Νίκαια κατά των Αρειανών το έτος 325 μ.Χ
β) των 150 της Β' Συνόδου, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη κατά των Πνευματομάχων το έτος 381 μ.Χ.,
γ) των 200 της Γ' Συνόδου, που έγινε στην Έφεσο κατά του Νεστορίου το έτος 431 μ.Χ.,
δ) των 630 της Δ' Συνόδου, που έγινε στη Χαλκηδόνα κατά των Μονοφυσιτών το έτος 451 μ.Χ.,
ε) των 165 της Ε' Συνόδου κατά του Ωριγένη και των οπαδών του, το έτος 553 μ.Χ.,
στ) των 170 της ΣΤ' Συνόδου, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη κατά των Μονοθελητών το έτος 680 μ.Χ. και
ζ) των 367 της Ζ' Συνόδου, που έγινε στη Νίκαια κατά των εικονομάχων το έτος 781 μ.Χ.
 
https://www.saint.gr

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ: ΜΕ ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ ΝΑ ΕΝΩΘΕΙ ΚΑΝΕΙΣ, ΕΦ' ΟΣΟΝ ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΩΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ!

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Με τον Επίσκοπο επιβάλλεται να ενωθεί κανείς, εφ’ όσον αυτός είναι ενωμένος με την Αλήθεια.

Π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ: ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΟΔΟΠΑΤΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΙΕΡΑΡΧΕΣ!

Π. Σεραφείμ Ρόουζ: Τὴν Ὀρθοδοξία, 
τὴν ὁποία ποδοπατοὺν σήμερα οἱ ἴδιοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες. 

Ναί, ἡ ὑπόλοιπη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἀποκόψει, καὶ θὰ διπλασιάσει τὶς προσπάθειές της… Ναί, εἴμαστε συνειδητοὶ ὅτι ὑπερασπιζόμαστε τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν ὁποία ποδοπατοὺν σήμερα οἱ ἴδιοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες.

Ἀλλὰ πὼς εἴμαστε διαφορετικοὶ σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν 4ο αἰώνα, ποὺ βρήκε κάθε ναὸ στὴν πόλη, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, στὰ χέρια τῶν Ἀριανῶν;

Πὼς εἴμαστε διαφορετικοὶ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι τρεῖς Πατριάρχες εἴχαν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς Μονοθελητές, δήλωσε: «Ἀκόμη καὶ ἄν ὄλος ὁ κόσμος κοινωνήσει μαζὶ τους, ἐγὼ μόνος δὲν θὰ τὸ κάνω!»;

Πὼς εἴμαστε διαφορετικοὶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάρκο τῆς Ἐφέσου, ποὺ ἀψήφισε μία «Οἰκουμενικὴ Σύνοδο» καὶ κάθε ἱεραρχία μὲ τὴν «καθαρὴ, σεκταριστική, παραληρηματικὴ» πεποίθηση ὅτι μόνος του ἤταν στὴν ἀλήθεια; 

π. Σεραφείμ Ρόουζ 
(ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ ἔτους 1970) 

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ: ΕΜΕΙΣ ΔΙ' ΟΥΔΕΝ ΑΠΕΣΧΙΣΘΗΜΕΝ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ, ΑΛΛΑ ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΙ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ!

Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: Εμείς δι’ ουδέν άλλο απεσχίσθημεν των Λατίνων, αλλά διότι είναι όχι μόνον Σχισματικοί, αλλά και Αιρετικοί. Δια τούτο σας παρακαλώ αποφεύγετε τους Παπικούς όπως φεύγει κάποιος από φιδιού και από προσώπου πυρός, αλλά και τους «Ορθοδόξους» που σχετίζονται με Παπικούς. Όσο πιο μακρυά φεύγει κανείς απ’ αυτούς τους «Ορθοδόξους», τόσο πιο κοντά έρχεται εις τους Αγίους Πατέρες. Ενώ όσο πιο κοντά τους έρχεται, τόσο πιο πολύ απομακρύνεται από τους Αγίους μας. Δεν χωρεί καμμία συγκατάβασις σε ό,τι έχει σχέση με την Ορθόδοξη Πίστη μας.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΣ: ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΝ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!

Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος: Αλλά εμείς ξέρομε ποιο καράβι μπορεί να περάσει το μέγα πέλαγος του κόσμου τούτου και να οδηγηθεί στην αιώνια ζωή, στην χώρα των ζώντων. Αυτό το καράβι είναι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

Π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ: "ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΜΕΡΕΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ..."

«Δεν ξέρω τι μέρες έρχονται. Επιμένω πάρα πολύ. Μην νομίσετε ότι θα διακοπεί η λατρεία του Θεού. Όπως συνέβη στην Κωνσταντινούπολη κάποτε, όταν οι αρειανοί κατέλαβαν όλους τους ναούς, και δεν είχε μείνει παρά μόνο ένας ναΐσκος. Αυτός της Αγίας Αναστασίας... 

Τότε ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, εκφώνησε εκείνον τον περίφημο θεολογικό λόγο (Λόγος λγ’, "Προς Αρειανούς, και εις εαυτόν", παράγραφος ιε') περί θεότητος του Ιησού Χριστού, και είπε την περίφημη εκείνη φράση: «χουσιν οτοι τούς οκους, μες τόν νοικον.»

«χουσιν οτοι τος οκους, μες τν νοικον· 
οτοι τος ναος, μες τν Θεόν· 
κα τ ναοί γενέσθαι Θεο ζντος κα ζντες, ερεα μψυχα, λοκαυτώματα λογικ, θύματα τέλεια, θεοί δι Τρίαδος προσκυνουμένης. 
Οτοι δήμους, μες γγέλους·
οτοι θράσος, πίστιν μες·
οτοι τ πειλεν, μες τ προσεύχεσθαι·
οτοι τ βάλλειν, μες τ φέρειν·
οτοι χρυσν κα ργυρον,
μες λόγον κεκαθαρμένον»... 

Είδατε; Είναι το πνεύμα του αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Είναι το πνεύμα του αγίου αποστόλου Παύλου. Είναι το πνεύμα της Αγίας Γραφής. Και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Τους πήραν τους ναούς, αλλά αυτά όλα είναι σχήματα του παρόντος αιώνος. Πήραν τους ναούς, εμείς όμως έχομε αυτόν που κατοικεί στον ναό, και κατοικεί μέσα μας. Αυτοί πήρανε… πήρανε… τα ντουβάρια. Τίποτε άλλο. Βλέπετε, λοιπόν;...

Εμείς οι Έλληνες θεωρήσαμε μεγάλη συμφορά όταν χάσαμε την Αγία Σοφία. Ιδού. Ώδε η Αγία Σοφία. Δεν έχουμε βέβαια εκείνον τον ναόν. Ποιος δεν θα ήθελε να τον έχει!...

Τι θα λέγαμε όμως; Ότι θα στερηθούμε την Θεία Λειτουργία, επειδή χάσαμε τον ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη;... Κι αν δεν είναι ο ναός αυτός, θα είναι μια παράγκα. Κι αν δεν είναι μία παράγκα, θα είναι μια κατακόμβη, ένα δωμάτιο... Και αν δεν υπάρχει ούτε αυτό: Το δάσος!... Η νύχτα, που θα σκεπάζει με τα πέπλα της, για να μη φαίνονται εκείνοι που λατρεύουν τον Θεό... Δεν μας εμποδίζει τίποτα να λατρεύουμε τον Θεό!

Επιμένω πάρα πολύ στο σημείο αυτό. Δεν ξέρω τι μέρες έρχονται. Επιμένω πάρα πολύ... Μη νομίσετε ότι θα διακοπεί η λατρεία του Θεού. Μη νομίσετε ότι θα διακοπεί ο λόγος του Θεού. O εμφανής θα διακοπεί, αναμφισβήτητα, αλλά ο κρυφός δεν θα διακοπεί ποτέ. Μη νομίσετε, πως θα διακοπεί η πίστη μας, μην το νομίσετε ποτέ αυτό! Ποτέ, ποτέ... Γιατί ο λόγος του Θεού είναι ριζωμένος μέσα στις ανθρώπινες καρδιές, και ό,τι κι αν επικρατεί, ο λόγος του Θεού πάντοτε καρποφορεί»... 

Απομαγνητοφώνηση σε ομιλία του πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου

«χουσιν οτοι τος οκους, μες τν νοικον». Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Πηγή: Τάς Θύρας 

«Τ πρόβατα τ μ τς φωνς μου κούει, ς κουσα παρ τν θείων λογίων, ν διδάχθην παρ τν γίων Πατέρων, ν δίδαξα κατ πάντα καιρν μοίως, ο συμμορφούμενος τος καιρος, κα διδάσκων ο παύσομαι, μεθ' ς γεννήθην, κα συναπέρχομαι»...

(Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος Λόγος λγ’. Προς Αρειανούς, και εις εαυτόν. Παράγραφος ΙΕ')

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ Ζ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

 
Μνήμη της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου 

Την Kυριακή μετά την ενδεκάτη Οκτωβρίου, μνήμη επιτελούμε των Aγίων Πατέρων της αγίας και Oικουμενικής Eβδόμης Συνόδου.

Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου 787 μ.Χ., με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Ειρήνης, η όποια ασκούσε χρέη αντιβασιλέως.
Υπό την προεδρία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ταρασίου συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι, και σε αυτούς προστέθηκαν άλλοι δεκαεπτά ιεράρχες, οι όποιοι αποκήρυξαν την αίρεση των εικονομάχων.

Πλάι στους αντιπροσώπους του Πάπα Ρώμης και των Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, οι μοναχοί οι όποιοι υπέφεραν δεινούς διωγμούς επί βασιλείας των εικονομάχων αυτοκρατόρων Λέοντος Γ’ Ίσαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρωνύμου (741 – 775 μ.Χ.) αποτελούσαν έντονη παρουσία· ήταν περίπου εκατόν τριάντα έξι.

Μετά από επιμελή προετοιμασία, οι Πατέρες της Συνόδου αναθεμάτισαν τους αιρετικούς, οι όποιοι για περισσότερα από πενήντα έτη απαγόρευαν στους ορθόδοξους χριστιανούς να τιμούν τις σεπτές εικόνες του Χρίστου και των αγίων Του διότι αυτό αποτελούσε δήθεν ειδωλολατρία.
Έθεσαν έτσι τέρμα στην πρώτη περίοδο της εικονομαχίας, η οποία όμως ξέσπασε εκ νέου λίγα χρόνια αργότερα επί Λέοντος Ε’ Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.) και δεν σταμάτησε οριστικά παρά το 843 μ.Χ., χάρις στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα και στον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο. οι άγιοι Πατέρες αναθεμάτισαν τους αιρετικούς πατριάρχες Αναστάσιο, Κωνσταντίνο και Νικήτα, αποκήρυξαν τη δήθεν οικουμενική σύνοδο που συνεκλήθη στο ανάκτορο της Ιερείας με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Ε’ το 754 μ.Χ., και κήρυξαν αιωνία τη μνήμη των άγιων υπερμάχων της Ορθοδοξίας: του πατριάρχου αγίου Γερμανού (715 – 730 μ.Χ.), του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του Γεωργίου Κύπρου, και όλων όσοι είχαν υποστεί βασάνους και εξορίες ως υπέρμαχοι των αγίων εικόνων. Στον Όρο της πίστεως που ανέγνωσαν στην έβδομη και τελευταία συνεδρία της Συνόδου, οι Πατέρες διεκήρυξαν:

«Ορίζομεν συν ακριβεία πάση και εμμελεία, παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς· της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου δεσποίνης ημών της αγίας Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων, και πάντων άγιων και οσίων ανδρών. Όσω γάρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησαν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει - αλλ’ ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις εύαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιεισθαι, καθώς και τοις αρχαίοις εύσεβώς είθισται. η “γαρ της εικόνος τιμή έπι το πρωτότυπον διαβαίνει”, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των άγιων Πατέρων ημών διδασκαλία, είτουν παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις πέρατα δεξαμένης το ευαγγέλιον».

Οι άγιοι Πατέρες ως εκ τούτου απεδείχθησαν υπέρμαχοι όχι μόνον των αγίων εικόνων αλλά, στην ουσία, αυτού του ιδίου του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού: «Πάλαι μεν ο Θεός ο ασώματος τε και ασχημάτιστος ουδαμώς εικονίζετο, νυν δε σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος εικονίζω Θεού το ορώμενον. Ού προσκυνώ τη ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον και εν ύλη κατοικήσαι καταδεξάμενον και δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον, και σέβων ου παύσομαι την ύλην, δι’ ης η σωτηρία μου είργασται». Προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, ο Λόγος του Θεού την θέωσε χωρίς εκείνη να χάσει τα ιδιώματά της. Γι’ αυτό τον λόγο, ενώ εν τη δόξα Του είναι ακατάληπτη στις αισθήσεις μας, η ανθρώπινη φύση του Σωτήρος δύναται ωστόσο να αποτυπωθεί. η εικόνα του Χριστού - την πιστότητα της οποίας φυλάσσει η παράδοση της Εκκλησίας - καθίσταται κατά συνέπεια αληθής παρουσία του θεανθρώπινου προτύπου της, αγωγός χάριτος και αγιασμού σε όσους με πίστη της απονέμουν τιμητική προσκύνηση.

Η δεύτερη Σύνοδος της Νικαίας είναι η έβδομη και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος που αναγνωρίζει η Ορθόδοξος Εκκλησία. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να συγκληθούν στο μέλλον άλλες οικουμενικές Σύνοδοι, άλλα ότι ως έβδομη η Σύνοδος της Νικαίας συμπληρώνει τον αριθμό που μέσα στην Αγία Γραφή αντιπροσωπεύει την τελειότητα και ολοκλήρωση (π.χ., Γεν. 2, 1-3). Σφραγίζει το πέρας της περιόδου των δογματικών συγκρούσεων, που επέτρεψαν στην Εκκλησία να διευκρινίσει με σαφείς και ακριβείς ορισμούς τα όρια της ορθοδόξου πίστεως. Εφεξής, κάθε αίρεση δύναται και θα δύναται να αναχθεί σε μία από τις πλάνες που αναθεμάτισε η Εκκλησία στις οικουμενικές συνόδους, από την πρώτη (325 μ.Χ.) έως την έβδομη (787 μ.Χ.) εν Νικαία Σύνοδο. 
 

https://www.saint.gr

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ: ΠΟΤΕ ΟΙ ΣΥΝΟΔΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ Ή ΤΩΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ;

Πότε οἱ Συνοδικές Ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν ἤ τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων εἶναι ἀποδεκτές καί ἔχουν δεσμευτικό χαρακτῆρα γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας;
 
Εἰσήγηση τοῦ κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη
τ. Καθηγητῆ τῆς Δογματικῆς τοῦ ΑΠΘ
 
ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ:
«Ἡ πρόκληση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σήμερα»,
ἀφιερωμένη στή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
(μέ τήν προσθήκη τῶν ἀπαντήσεων του
σέ ἐρωτήματα πού τοῦ τέθηκαν κατά τήν συζήτηση)
 
Σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Πρίν περάσω στό θέμα τῆς Εἰσηγήσεώς μου, θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ ἐπιγραμματικά στό τιμώμενο πρόσωπο τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ. Ὁ π. Γεώργιος πρωτοστάτησε -τά τελευταῖα κυρίως χρόνια- στούς πνευματικούς ἀγῶνες πού ἀφοροῦσαν στήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως καί τήν αὐθεντικότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τόσο ὁ κατ’ ἰδίαν, ὅσο καί ὁ δημόσιος λόγος του ἑστίαζε στό Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησιολογία ἦταν τό ἐπίκεντρο τῶν ἐνδιαφερόντων του, τό ὁποῖο διαπερνοῦσε ἀξονικά ὅλες τίς ἐπιστημονικές, ἐκκλησιαστικές καί κοινωνικές παρεμβάσεις του, ἀδιαφορώντας γιά τό ὁποιοδήποτε προσωπικό τίμημα καί μή κάνοντας ἐκπτώσεις στά δόγματα καί τό ὁμολογιακό φρόνημά του. Αἰωνία του ἡ μνήμη!
Ὁ Συνοδικός θεσμός στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό θεσμικό ἐκεῖνο ὄργανο πού παίρνει ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν στή Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐπακριβῆ διατύπωση τῶν δογμάτων της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Συνοδικότητα ἀποτελεῖ τόν ἁγιοπνευματικό ἐκεῖνο τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ὁριοθετοῦνται ἀδιαμφισβητήτως ἡ πίστη καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτόν τόν τρόπο διασφαλίζεται ἡ θεσμική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἡ οἰκουμενικότητά της. Ὁ Συνοδικός θεσμός, δηλαδή, ἀποτελεῖ τήν ἔκφραση τῆς ἑνότητας τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μεταξύ τους, ἀλλά καί τήν ἔκφραση τῆς μίας Ἐκκλησίας ἀνά την Οἰκουμένη.
Ἡ Συνοδικότητα, ὡς θεσμικός τρόπος ἐκφράσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει δογματικές προϋποθέσεις. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἀνάγονται στήν Ἁγιοτριαδική ζωή, στό ἐπίπεδο ὅμως τῆς θείας Οἰκονομίας, καί θεμελιώνονται κατεξοχήν στό Χριστολογικό δόγμα, ἀλλά καί κατ’ ἐπέκταση στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, νοουμένης ὡς μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Χωρίς αὐτές τίς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν βιωματικό καί γι’ αὐτό προσδιοριστικό χαρακτῆρα, ἡ Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας κενώνεται ἀπό τό οὐσιαστικό περιεχόμενό της καί καταντᾶ ἕνας ἀνθρώπινος θεσμός, ὁπότε ἐκπίπτει ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χαρακτῆρα του.
Οἱ Ἁγιοτριαδικές προϋποθέσεις τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζονται μέ σαφήνεια στό ἐπίπεδο τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἔτσι, ὁ Τριαδικός Θεός κατά τήν φανέρωσή Του στόν κόσμο καί τήν Ἱστορία ἐμφανίζεται νά ἐνεργεῖ «συνοδικά». Ὅλα στή δημιουργία καί τήν ἐν Χριστῷ ἀναδημιουργία γίνονται «συνοδικά», γίνονται πάντοτε «ἐκ Πατρός, δι’ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Στόν Τριαδικό Θεό δέν εἶναι μόνο ἡ οὐσία μία καί ἡ αὐτή, εἶναι μία καί ἡ ἐκ τῆς θείας οὐσίας ἐνέργεια, ἡ θέληση καί τό θέλημα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐμφανέστερα, ὅμως, τονίζεται στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν κοινή βούληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώνεται στήν Ἁγία Γραφή: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’  ὁμοίωσιν». Ἀλλά καί ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι εὐδοκία τοῦ Πατρός, τῇ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά συνέπεια, ὑπάρχει ἀπόλυτη ταυτότητα στήν βούληση, ἐνέργεια καί πράξη τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων, τά ὁποῖα λειτουργοῦν συνοδικά. Καί, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὀφείλουν καί μποροῦν -ἀφοῦ ἔχουν σέ κτιστό ἐπίπεδο, βεβαίως, τίς ὀντολογικές προδιαγραφές, ὡς πραγματικές καί χαρισματικές προϋποθέσεις- νά λειτουργοῦν συνοδικά, κατά τό πρότυπό τους.
Ἡ πρακτική ὅμως δυνατότητα γιά τήν συνοδική λειτουργία τῶν ἀνθρώπων θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα. Καταρχήν, στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου –τοῦ Ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος- κατά τήν ἐνανθρώπησή Του συνῆλθαν καί λειτούργησαν συνοδικά καί ἀκέραια οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη.
Ἡ παραπάνω δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε μέ κάθε ἀκρίβεια στούς δογματικούς Ὅρους - Ἀποφάσεις τῆς Δ΄ καί Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ὅρος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Ὅρος τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φυσικῶν θελήσεών Του, ἐξαρτωμένων φυσικῶς ἐκ τῶν δύο ἀκεραίων φύσεών Του.
Εἰδικότερα, γιά τίς δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ -πού ἀφοροῦν ἄμεσα καί λειτουργικά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας- στόν Ὅρο τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σημειώνονται τά ἑξῆς, χαρακτηριστικῶς: «Καί δύο φυσικάς θελήσεις, ἤτοι θελήματα, ἐν αὐτῷ, καί δύο φυσικάς ἐνεργείας ‘‘ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως’’ (πρόκειται γιά τόν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν, ὡσαύτως κηρύττομεν· καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μή γένοιτο..., ἀλλά ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» (Βλ. Ἰω. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμ. Α΄, 222-223).
Οἱ δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, ἑνώθηκαν -ὅπως καί οἱ φύσεις Του- «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως», πρᾶγμα πού διασφαλίζει τήν ἑνότητα, ἀλλά καί τήν ἰδιαιτερότητα καί ἀκεραιότητα τῶν δύο θελήσεων. Οἱ θελήσεις τοῦ Χριστοῦ -ἐνῶ παραμένουν ἀδιαίρετα ἑνωμένες καί ἐνῶ διατηροῦν «ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως» τά φυσικά χαρακτηριστικά καί τήν ἰδιαιτερότητά τους –δέν ἀντίκεινται ἡ μία πρός τήν ἄλλη, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη θέληση ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑποταγή τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ καί ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν κατανόηση τῆς ἀναμαρτησίας καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἀποτελεῖ ὅμως καί τό «κλειδί» κατανοήσεως τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας καί ἑρμηνείας τοῦ ἀλαθήτου τῶν Ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτό θά γίνει σαφέστερο ἀπ’ ὅσα θά ποῦμε παρακάτω.
Ἡ ὕπαρξη τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί τῶν δύο θελήσεων στό Χριστό -ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεών Του- θεμελιώνει καί τήν ὕπαρξη δύο ἐλευθεριῶν καί δύο θελημάτων στούς πιστούς -ἐξαιτίας τῆς πραγματικῆς καί χαρισματικῆς ἐντάξεώς τους στό μυστηριακό καί θεωμένο σῶμα Του. Ἐδῶ, ὅμως, πρέπει νά διασαφηνίσουμε καί τήν θεμελιώδη διαφορά μας ἀπό τόν Χριστό. Ὁ πιστός ἔχει, ὡς ἴδιο τῆς φύσεώς του, μόνο τήν ἀνθρώπινη θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ ἄλλη -ἡ δεύτερη- θέληση καί ἐλευθερία του εἶναι ἄκτιστη φυσική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία οἰκειώνεται καί διατηρεῖ ἐνεργό, χαρισματικῶς, μόνο ὑπό ὁρισμένες σαφεῖς προϋποθέσεις.
Μάλιστα, ἡ σχέση τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί θελήσεων τοῦ Χριστοῦ παρέχει τό μέτρο καί τόν βαθμό, πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπει ἡ σχέση τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως καί ἐλευθερίας μέ τήν ἄκτιστη φυσική θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ σχέση αὐτή πρέπει νά εἶναι σχέση ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στή χαρισματική ἐλευθερία, πού παρέχεται στόν πιστό, ὡς ζωντανό μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ἡ ἐν Χριστῷ θέληση καί ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ χαρισματική θέληση καί ἐλευθερία καί μάλιστα στό μέτρο ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως καί ἐλευθερίας στήν ἄκτιστη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση, λοιπόν, τῶν δύο φυσικῶν ἐλευθεριῶν στόν πιστό ἔχει χριστολογική θεμελίωση. Ἄλλωστε, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «ὅ γέγονε, δι’ ἡμᾶς γέγονε ὁ Κύριος». Μέ ἄλλα λόγια, ὅ,τι ἔγινε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ φυσικῶς καί «καθ’ ὑπόστασιν», μπορεῖ νά γίνεται καί στό πρόσωπο τοῦ κάθε πιστοῦ χαρισματικῶς, μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό, ἀκριβῶς, εἶναι καί τό νόημα καί ὁ κατεξοχήν σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καί μόνον ὅταν τό Χριστολογικό δόγμα «μεταφράζεται» βιωματικῶς στήν ζωή τῶν πιστῶν, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δυνατή ἡ αὐθεντική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας τῶν Ἐπισκόπων-σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῶν Συνόδων (Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν) - ἀλλά καί ἡ ἔκφραση τῆς αὐθεντικῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν ἡ Συνοδικότητα ἔχει τήν θεολογική ἀφετηρία της στόν Τριαδικό Θεό καί ἄν θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα -ὅπως τεκμηριωμένα ὑποστηρίξαμε-, φανερώνεται ὅμως ἱστορικά, ἐμπειρικά καί θεσμικά στόν τρόπο λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν αὐτή συνέρχεται γιά νά λάβει ἀποφάσεις, πού ἀφοροῦν καίρια τήν ὁριοθέτηση τῆς πίστεως καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της.
Τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς Ἁγιοπνευματικό τρόπο λειτουργίας της- ἐγγυᾶται ἡ Ἴδια ἡ Θεανθρώπινη Κεφαλή της, τόσο διά τῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας σ’ αὐτήν, ὅσο καί διά τῆς χαρισματικῆς λειτουργίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός Του στά μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματός Του, καί εἰδικότερα στά θεσμικά μέλη Του, τούς Ἐπισκόπους, ὅταν αὐτοί συνέρχονται σέ Ἐκκλησιαστικές Συνόδους, μέ τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, συνιστοῦν τίς θεμελιώδεις προϋποθέσεις –τά ἐντελῶς δηλαδή ἀναγκαῖα πνευματικῶς προαπαιτούμενα- γιά τήν Ὀρθόδοξη λειτουργία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων.
Στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους –Τοπικές ἤ Πανορθόδοξες- οἱ Ἐπίσκοποι ἐκπροσωποῦν τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τῆς ἐπαρχίας τους ἰσοτίμως μέ ὅλους τούς ἄλλους Συνοδικούς Ἐπισκόπους καί Προκαθημένους, μηδέ τοῦ «Πρώτου» ἐξαιρουμένου. Σ’ αὐτές τίς Συνόδους, οἱ Ἐπίσκοποι -«ὅλην εἰσδεξάμενοι τήν νοητήν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»- ἀσκοῦν τήν ἀποστολική διακονία τους, κατά τήν ὁποία, διασκεπτόμενοι μεταξύ τους καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀποφασίζουν ὅλοι μαζί μέ ἰσότιμη ψῆφο γιά θέματα δογματικά καί ποιμαντικά, πού ἀφοροῦν καίρια καί προσδιοριστικά τό «μυστήριο τῆς Θεολογίας» καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀποφάσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Συνόδων ὑπόκεινται στήν ἁγιοπνευματική κρίση τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς ἀνά τόν κόσμο Ἐκκλησίας. Ὡς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νοοῦνται ὅλοι οἱ πιστοί –κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί- οἱ ὁποῖοι, δυνάμει τοῦ Ἁγίου Χρίσματός τους, ἐπικυρώνουν ἤ καί ἀπορρίπτουν τίς δογματικές ἀποφάσεις τῶν Συνοδικῶν Ἐπισκόπων, πού τούς ἐκπροσώπησαν, στήν περίπτωση πού αὐτοί δέν ἦσαν «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», διαχρονικῶς. Ἔτσι, ἡ δογματική συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἀποτελεῖ τήν ἀνώτατη αὐθεντία στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία -Ἐκκλησία- ἐκφράζει θεσμικά καί ἀλαθήτως ἡ ὄντως Οἰκουμενική Σύνοδος, καί εὔλογα τότε αὐτή ἔχει δεσμευτικές ἀποφάσεις γιά τό σύνολο τῶν πιστῶν ὅλων τῶν ἐπιμέρους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Ἐδῶ, ὅμως, θά πρέπει νά διευκρινιστεῖ, ὅτι καί ὁ Ὀρθόδοξος πιστός  -κληρικός, μοναχός ἤ λαϊκός- δέν διασφαλίζεται ἀπό τήν ἐνδεχόμενη πλάνη μηχανιστικῶς, ἐπειδή ἔχει λάβει, ἁπλῶς, τό Ἅγιο Χρῖσμα καί ἐπειδή βρίσκεται σέ μυστηριακή κοινωνία μέ τούς ποιμένες του. Ἀπό τήν πλάνη διασφαλίζεται ὁ πιστός, μόνον ὅταν ἔχει καί ἐνεργό μέσα του τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβε μέ τό Ἅγιο Χρῖσμα. Αὐτό ὅμως προϋποθέτει ἔντονη ἀσκητική νήψη, ἀγαπητική τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καί ἀκατάκριτη μετοχή τῶν θεουργῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο μέ αὐτές τίς βιωματικές προϋποθέσεις, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνεργό τήν δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί τότε μόνον εἶναι σέ θέση νά ἀνακρίνει τήν πίστη τῶν ποιμένων του καί τότε μόνον ὀφείλει νά τούς ἀκολουθεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα ἑρμηνευτικῶς λέγει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό χωρίο τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν..., ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν» (Ἑβρ. 13,7. Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372).
Τά ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, θεολογικῶς, γιά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, θά ἦταν, νομίζω, πολύ σημαντικό νά τά ἀκούσουμε καί μέ τόν ἁπλό, ἀλλά μεστό πνευματικῶς καί φωτισμένο λόγο ἑνός χαρισματούχου καί ἐπισήμως, πλέον, ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, μέ γραμματικές γνώσεις τῆς Στ΄ Δημοτικοῦ, τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου.
«Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», λέγει, «πάντα λειτουργοῦσε μέ Συνόδους. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λειτουργεῖ ἡ Σύνοδος στήν Ἐκκλησία καί ἡ Γεροντική Σύναξη στά Μοναστήρια. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἡγούμενος ἤ ἡ ἡγουμένη καί τό ἡγουμενοσυμβούλιο νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι πρῶτος μεταξύ ἴσων. Καί ὁ Πατριάρχης δέν εἶναι πάπας. Ἔχει τόν ἴδιο βαθμό μέ τούς ὑπόλοιπους ἱεράρχες. Ἐνῶ ὁ πάπας ἔχει ἄλλο βαθμό –κάθεται ψηλά καί τοῦ φιλοῦν τό πόδι!- ὁ Πατριάρχης κάθεται μαζί μέ τούς ἄλλους ἱεράρχες καί συντονίζει. Καί ἕνας ἡγούμενος ἤ μία ἡγουμένη σέ σχέση μέ τούς προϊσταμένους εἶναι πάλι πρῶτοι μεταξύ ἴσων.
Δέν μπορεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἤ ἕνας ἡγούμενος νά κάνει ὅ,τι θέλει. Φωτίζει ὁ Θεός τόν ἕνα Ἱεράρχη ἤ προϊστάμενο γιά τό ἕνα θέμα, τόν ἄλλο γιά τό ἄλλο. Βλέπεις καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἔτσι καί ἐδῶ, λέει τήν γνώμη του ὁ καθένας, καί ὅταν ὑπάρχει ἀντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στά Πρακτικά. Γιατί, ὅταν πρόκειται γιά μιά ἀπόφαση ἀντίθετη μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἕνας δέν συμφωνεῖ, ἄν δέν ζητήσει νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, θά φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ. Ἄν δέν συμφωνεῖ καί ὑπογράψει, χωρίς νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, κάνει κακό καί φέρει εὐθύνη· εἶναι ἔνοχος. Ἐνῶ, ἄν πεῖ τήν γνώμη του, καί ἡ πλειοψηφία νά εἶναι ἀντίθετη, αὐτός εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι στόν Θεό. Ἄν στήν Ἐκκλησία δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ Σύνοδος ἤ στά μοναστήρια ἡ Σύναξη, τότε, ἐνῶ μιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο πνεῦμα, ἔχουμε παπικό. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λέει καί νά καταχωρίζει ὁ καθένας τήν γνώμη του, ὄχι νά μή μιλάει, γιατί φοβᾶται, ἤ νά κολακεύει, γιά νά τά ἔχει καλά μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο ἤ μέ τόν ἡγούμενο» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, σ. 329-330).
Σέ ἄλλη συνάφεια ἔλεγε: «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθε Ἐπισκόπου γιά νά κάνει ὅ,τι θέλει» (Ἰσαάκ Ἱερομονάχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος, 2004, σ. 691).
Μετά τήν παράθεση τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἄς ἐπανέλθουμε στήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα.
Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιολογική ἐκτροπή τῆς λεγόμενης «Συνόδου» τῆς Κρήτης κατέδειξε, γιά μία ἀκόμη φορά, αὐτό πού εἶναι ἤδη καταγεγραμμένο στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Κατέδειξε, δηλαδή, ὅτι τό Συ­νο­δι­κό Σύ­στη­μα ἀ­πό μό­νο του δέν δι­α­σφα­λί­ζει μη­χα­νι­στι­κά τήν ὀρ­θό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως. Αὐ­τό γί­νε­ται μό­νο, ὅ­ταν οἱ Συ­νο­δι­κοί Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν μέ­σα τους ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νο τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί τήν Ὑ­πο­στα­τι­κή Ὁ­δό, τό Χρι­στό, ὁ­πό­τε ὡς Συν-Ο­δι­κοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶ­ναι στήν πρά­ξη καί «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις πα­τρά­σι».
Ὅπως ἀποδείχθηκε, δυστυχῶς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητο στίς μέρες μας. Γι’ αὐτό καί εἶναι λανθασμένο τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται, ἀπροϋπόθετα, καί κατά κόρον τόσο ἀπό τούς πιστούς ὅσο καί ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ὅτι θά πράξουμε «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «περιμένουμε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας», καθώς ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις.
Τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν οἱ Ἐπίσκοποι στήν Ἐπισκοπή τους καί οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων σέ Τοπικό ἤ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Αὐτοί μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τόν εὐσεβῆ λαό συναποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατά συνέπεια, δέν μπο­ρεῖ ὁ Ἐ­πί­σκο­πος νά ἀ­γνο­εῖ τούς πρε­σβυ­τέ­ρους καί τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τά παραπάνω ἀποδεικνύονται καί ἱστορικῶς. Στήν Α΄ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δο (49 μ.Χ.)- ὅπου Πρῶτος καί Πρόεδρος δέν ἦταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος- ἐκ­φρά­στη­κε ἡ Συ­νο­δι­κή Ἀ­λή­θεια «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ»: «Ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι καί ἡ­μῖν», σημειώνεται στήν Ἁγία Γραφή. Τό «ἡ­μῖν» δέν ἦ­ταν ἁ­πλῶς μό­νον οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, ἀλ­λά καί «οἱ σύν αὐ­τοῖς», δη­λα­δή οἱ Πρε­σβύ­τε­ροι, «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ». Καί ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι καί ὁ ἁ­πλός λα­ός. Ἀλλά καί στήν περίπτωση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ θεολογική θέση ἑνός νεαροῦ Διακόνου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἐξέφρασε τήν ὅλη Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, καί αὐτή ἡ ὀρθότητα καί Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα ἀπό τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἀποτελεῖ τό μόνο ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦ φρονήματός της.
Κι ὅταν λέμε δογματική συνείδηση, ἐννοοῦμε τήν πνευματική γνώση, πού γεννιέται –χαρισματικῶς– στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀπό τήν βιούμενη Χάρη τοῦ ἐνεργοποιημένου Ἁγίου Χρίσματός τους. Εἶ­ναι ἡ συμ­πυ­κνω­μέ­νη πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τό λει­τουρ­γοῦν δηλαδή μέ­σα μας Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο λά­βα­με. Καί αὐ­τή εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή ἰ­σό­τη­τα με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων μέ­σα στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ὅπου ὅλες οἱ ἄλλες διαφοροποιήσεις –θεσμικές ἤ προσωπικές- ἔχουν δευτερεύουσα σημασία. Γι’ αὐτό, καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί ἀπό τήν ἐνδεχόμενη διανοητική ἤ μή διανοητική ἐνασχόλησή τους. Ὅ­ταν, λοι­πόν, αὐτή ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶ­ναι ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νη, ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας.
Ἕνα γεγονός, πού προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν ὄχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί Ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ἀλλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού –ἐνῶ συνιστοῦν τό ἀνώτατο Διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν ὅλες τίς ἐξωτερικές-τυπικές προϋποθέσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων- ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ἤ Ληστρικές Σύνοδοι.
Κι αὐτό, γιατί στά δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα ἡ ἀ­λή­θεια δέν βρί­σκε­ται στήν πλει­ο­νο­ψη­φί­α τῶν Συ­νο­δι­κῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων. Ἡ ἀ­λή­θεια, κα­θε­αυ­τήν, εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή. Δη­λα­δή καί ἕ­νας ὅ­ταν τήν ἐκ­φρά­ζει, αὐ­τή πλει­ο­ψη­φεῖ, ἔ­ναν­τι τῶν ἑ­κα­το­μυ­ρί­ων καί δι­σε­κα­το­μυ­ρί­ων ἄλ­λων ψή­φων, πού εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τες. Για­τί ἡ Ἀ­λή­θεια στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ἰ­δέ­α, δέν εἶ­ναι ἄ­πο­ψη. Εἶ­ναι Ὑ­πο­στα­τι­κή. Εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Γι’ αὐ­τό, καί ὅ­σοι δι­α­φω­νοῦν μέ αὐ­τήν, ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ κα­θαι­ροῦν­ται καί ἀ­φο­ρί­ζον­ται, κα­τά πε­ρί­πτω­ση.
Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι τό Ἴ­διο τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, τό Ὁ­ποῖ­ο λει­τουρ­γεῖ καί ἐκ­φρά­ζε­ται καί μέ με­μο­νω­μέ­να ἅγια πρό­σω­πα. Λόγου χάρη, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μέ τήν ἁγιότητά του καί τίς θεολογικότατες Ὁμιλίες του στήν ἁρειοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη, μόνος αὐτός ἀνέτρεψε κυριολετικά τό αἱρετικό κλίμα τῆς πρωτεύουσας τῆς Αὐτοκρατορίας καί προετοίμασε πνευματικῶς τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλά, αὐ­τό τό πρᾶγμα τό ἔδειξε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἡ Ἱστο­ρί­α καί στό πρό­σω­πο τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος –σημειωτέον- εἶχε μαζί του καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξη τότε Δυτική Ἐκκλησία μέ τόν Ὀρθόδοξο Πάπα. Τό ἔδειξε ὅμως καί στή δεύτερη χιλιετία, στό πρόσωπο τοῦ ἁ­γί­ου Μάρ­κου τοῦ Εὐ­γε­νι­κοῦ, στήν ψευ­δο­σύ­νο­δο τῆς Φλω­ρεν­τί­ας. Οἱ ἅγιοι ἤ­τα­νε μο­νά­δες, ἔ­ναν­τι τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας.
Ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἐδῶ, πώς ἕ­νας ἅγιος ἄν­θρω­πος ἔ­δω­σε τήν ἀ­πάν­τη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τόν δι­καί­ω­σε ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α σέ σχέ­ση μέ ὅ­λους τούς ἄλ­λους, τόν Αὐ­το­κρά­το­ρα, τόν Πα­τριά­ρχη καί ὅ­λους ὅσοι συμ­με­τεῖ­χαν, καί οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἐ­ξέ­θε­σαν τήν ἀλήθεια. Ἄ­ρα, δέν εἶ­ναι θέ­μα ἀ­ριθ­μοῦ, ἀλ­λά θέ­μα Ἀ­λη­θεί­ας ἤ μή Ἀ­λη­θεί­ας. Αὐ­τό τό πρᾶγ­μα δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνοῦ­με, για­τί εἶ­ναι ἡ ποι­ο­τι­κή δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί ἑ­τε­ρο­δο­ξί­ας, στήν πρά­ξη. Στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, τά πράγ­μα­τα δέν λει­τουρ­γοῦν πα­πι­κά. Δέν εἶ­ναι ὁ «Πρῶτος» ὑ­πε­ρά­νω καί τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὅ­πως στόν Παπισμό, οὔ­τε φυ­σι­κά ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ἐ­πι­μέ­ρους Προκαθήμενος ὡς πά­πας, πού νά το­πο­θε­τη­θεῖ πά­νω ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Ἄ­ρα, κρι­τή­ριο στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι, ὅ­τι συ­νῆλ­θε ὅ­λη ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί ἀπεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά ἦταν δυνατόν νά εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κά καί ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, καί ἕ­νας, δύ­ο, τρεῖς ἤ ἐ­λά­χι­στοι ἀ­πό αὐ­τούς νά λέ­γα­νε κά­τι τό ἀν­τί­θε­το. Δέν ση­μαί­νει, ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο, πού θά πεῖ ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων, ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­χέγ­γυ­ο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, καί ὅ­τι θά πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε αὐ­τό νά τό ἀ­πο­δε­χτεῖ τό πλή­ρω­μα. Ὄ­χι, δέν εἶ­ναι ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα στήν Ἐκκλησία. Κρι­τή­ριο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας εἶ­ναι, ἐ­άν τά λε­γό­με­να στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶ­ναι «ἑ­πό­με­να τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».
Εἶναι θέμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας νά ἀποτιμήσει στό μέλλον, ἐν Συνόδῳ, θεολογικά καί τελεσίδικα, τίς ἀποφάσεις καί αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ «Συνεδρίου» τῆς Κρήτης. Ἕως τότε, ὅμως, μπορεῖ καί πρέπει ὁ κάθε πιστός, παραμένοντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, νά τοποθετηθεῖ στίς μετέωρες καί ἀντιφατικές ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ «Συνεδρίου», μέ τά κριτήρια τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Τά ἀσφαλῆ κριτήρια αὐτῆς τῆς δογματικῆς συνειδήσεως συνοψίζονται στό περιεχόμενο τῆς ἁγιοπατερικῆς ρήσεως: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί ἡ ρήση αὐτή ἀφορᾶ καίρια τόσο τόν τύπο τῶν Συνόδων, ὅσο καί τήν δογματική διδασκαλία τους.
Μέ ἄλλα λόγια, ἄν τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς φορέας τῆς δογματικῆς συνειδήσεώς της- ἐπιβεβαιώνει τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀκυρώνει ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων, θεωρώντας τες ὡς Ψευδοσυνόδους, τότε εἶναι προφανές, ὅτι ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ἐκφραστεῖ μέ φόβο Θεοῦ καί ἔνθεο ζῆλο καί κατεξοχήν στήν προκειμένη περίπτωση γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης (Βλ. σχετικῶς καί π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, Μιά Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σσ. 80-83).
Τέλος, συμπερασματικά, θά λέγαμε, ὅτι ἡ ἐγκυρότητα τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ ἐξαρτᾶται -σέ τελευταία ἀνάλυση- ἀπό τήν ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεων καθεμιᾶς Συνόδου ἀπό τή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
 
1η Ἐρώτηση: Ἡ ἀποτείχιση πότε πρέπει νά γίνεται καί ἀπό ποιούς; Καί πιό συγκεκριμένα, στή Σύνοδο τῆς Κρήτης ἐκφράστηκαν καί σφραγίστηκαν κάποια ψευδῆ δόγματα, κάποιοι Ἱεράρχες ὑπέγραψαν. Μέ τήν ὑπογραφή τους συναινοῦν στά ψευδῆ δόγματα ἤ ὑπογράφουν ἁπλῶς τήν παρουσία τους στή Σύνοδο; Ὅσοι ὑπέγραψαν συναινετικά πρός τά ψευδῆ αὐτά δόγματα, θά πρέπει οἱ ἱερεῖς τῶν οἰκείων Μητροπόλεών τους νά ἀποτειχιστοῦν ἐξ αὐτῶν;
Ἀπάντηση κ. Τσελεγγίδη: Ἐκεῖνο πού θά ἤθελα νά πῶ στό πρῶτο ἐρώτημα εἶναι, ὅτι ἀποτειχίζεται κατ’ ἀρχήν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀντιλαμβάνεται δεδηλωμένη αἵρεση.
Ἡ ἀποτείχιση εἶναι μιά πολύ σοβαρή ὑπόθεση καί σχετίζεται μέ τήν ἀκρίβεια πού ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἱεροί Κανόνες, ὅμως, δίνουν καί τή δυνατότητα στόν πιστό νά κάνει Οἰκονομία· δηλαδή αὐτός πού ἀποτειχίζεται δέν μνημονεύει τόν Ἐπίσκοπό του, ἐνῶ αὐτός ὁ ὁποῖος τηρεῖ τήν ἀρχή τῆς Οἰκονομίας παραμένει στή μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλά κακίζει μέ ἀκριβῆ καί σαφῆ τρόπο τή δογματική αὐτή ἐκτροπή.
Ὡς πρός τή λεγομένη «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, μέ δεδομένο πάλι ὅτι ἐκεῖ δόθηκε  ἐκκλησιαστικότητα, ἐκκλησιαστικοποιήθηκαν δηλαδή κατά κάποιο τρόπο οἱ αἱρέσεις, ἀφοῦ ὀνομάσθηκαν «ἐκκλησίες», καί ὑπέγραψαν κάποιοι αὐτά τά κείμενα, ὅσοι τά ὑπέγραψαν, φυσικά δημιούργησαν, κατά τήν ἐπιεικέστερη ἔκφρασή μου, μία προβληματική κατάσταση καί γιά τούς ἴδιους καί γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τή στιγμή κατά τήν ὁποία οἱ συγκεκριμένες ἐκκλησιαστικές κοινότητες, ὅπως λέγονται εὐρύτερα, ἔχουν σαφῶς δογματικές ἀποκλίσεις καί εἶναι καταδικασμένες στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Ἔγινε, δηλαδή, ἐκεῖ κάτι τό ὁποῖο ποτέ ὥς τώρα δέν ἀποδέχθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Βέβαια, εἶπα στήν Εἰσήγησή μου ὅτι ἡ λεγομένη αὐτή «Σύνοδος» δέν ἐκφράζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν ἔχει δηλαδή τά ἐχέγγυα τῆς Οἰκουμενικότητας αὐτῆς, ὡς Συνόδου.
 
2η Ἐρώτηση: Πῶς κρίνετε, ὅσον ἀφορᾶ στήν Συνοδικότητα, τίς Ἀποφάσεις τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου σχετικά μέ τά ὑγειονομικά μέτρα καί τό ἐμβόλιο;
Ἀπάντηση κ. Τσελεγγίδη: Κοιτάξτε, ἄν ἀναζητήσει κανείς τίς πνευματικές προϋποθέσεις καί τίς θελογικές προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ὑπόκεινται, πάντοτε πρέπει νά ὑπάρχουν δηλαδή, στή σύγκληση καί τήν Ἀπόφαση ἑνός Συνοδικοῦ σώματος, θά δεῖ ἐδῶ τό ἑξῆς παράδοξο, τό ὁποῖο θά ἔλεγα, ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, ὅτι εἶναι καί πρωτοφανές στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ συμπεριφορά παραπέμπει στήν τακτική τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἡ ὁποία ἔχει ψεχθεῖ καί ἱστορικά ὡς ἐσφαλμένη πράξη.
Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, τί θέλω νά πῶ ἁπλᾶ. Ἡ ΔΙΣ συνῆλθε καί ἀποφάσισε, ὅπως μᾶς εἶπε, ἄν κατάλαβα καλά ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου τῆς Ἐγκυκλίου, ὅτι μετά ἀπό ἐπιστημονική Εἰσήγηση (τῶν εἰδικῶν) τάσσεται ὑπέρ αὐτοῦ πού θέλει ἡ Πολιτεία. Αὐτό ὅμως δέν ἔχει προηγούμενο στήν Ὀρθόδοξη ὑποδομή τῶν Ἀποφάσεων μιᾶς Συνόδου. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἕνας ξεχωριστός χῶρος, ὁ ὁποῖος εἶναι σεβαστός, βεβαίως, ἀλλά ποτέ δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς προϋπόθεση Ἀποφάσεως Συνοδικῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται μέ βάση τήν κειμενική καί βιωματική Παράδοσή της. Τί κεῖται, δηλαδή, στήν Ἁγία Γραφή, στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί στούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί πάντοτε μέ βάση τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία. Κατά συνέπεια, ὁ ἁπλός λαός περίμενε νά λεχθεῖ κάτι τεκμηριωμένο ἐπί θεολογικῆς καί ἁγιοπνευματικῆς βάσεως. Αὐτό δέν ἔγινε. Τό χειρότερο, ὅπως σημείωσα, εἶναι ὅτι ἔγινε κάτι πρωτοφανές. Καί γιατί τό χαρακτηρίζω αὐτό ὡς πρωτοφανές; Ἐπειδή εἶναι ὀδυνηρό. Ἄν αὔριο, παραδείγματος χάριν, ἡ Ἐπιστήμη στήν ἐξέλιξή της ἔρθει καί ἀμφισβητήσει κάθετα, καίρια δηλαδή, αὐτήν τήν ἐπιστημονική ἀποτίμηση τῆς ἐποχῆς μας, πρᾶγμα τό ὁποῖο βεβαίως ἔχει γίνει στό παρελθόν καί κατά κόρον, τότε τί θά ἔχει νά πεῖ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος στήν προκειμένη περίπτωση, γιά νά ἀκριβολογήσουμε; Ὅτι ἐμεῖς τήν δεχθήκαμε καί ἐξαπατηθήκαμε ἀπό τήν Ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἀργότερα μᾶς εἶπε τά ἀντίθετα ἤ διαφορετικά; Αὐτό τό πρᾶγμα, ὡς μεθοδολογία, δηλαδή, εἶναι ἡ ἀποτυχία. Δέν εἶναι ὅτι ἔγινε, ἁπλῶς, ἕνα λάθος. Ἔχω ὑποστηρίξει δημόσια ὅτι ἡ Ἱεραρχία, μιά τοπική Ἱεραρχία, εἴτε στό σύνολό της εἴτε σέ μιά διαρκῆ φανέρωσή της, ὡς Διαρκής δηλαδή Σύνοδος, μπορεῖ νά ἀποφασίσει ἐσφαλμένα πράγματα. Καί αὐτό εἶναι ἀποτυπωμένο ἱστορικά στά κείμενά της. Δηλαδή, γιά τό ἴδιο θέμα, καμιά φορά καί μέ τήν ἴδια σύνθεση, ἔχουμε ἀντίθετη ἀπόφανση. Καί πρόσφατα, αὐτά τά ὁποῖα ἀποφάσισε ἡ Ἱεραρχία μας, πρίν καί μετά τή λεγομένη Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἶναι γνωστά καί ἐπιβεβαιώνουν τήν ἀλήθεια τῶν λεγομένων μας.
Ἀπό τό ἴδιο Σῶμα (τῆς Ἱεραρχίας) -ρωτῶ ἔτσι ἀφελῶς, ἄν μοῦ ἐπιτρέπετε- ποιά ἦταν ἡ σωστή Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Αὐτή πού πάρθηκε στήν ἀρχή (πρίν τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης) ἤ μετά ἀπό αὐτήν; Καί μέ τί κριτήρια μπορεῖ κανείς νά ἀξιολογήσει τό ὀρθό ἤ τό ἐσφαλμένο; Συνεπῶς, λάθη, ὅπως εἴπαμε, γίνονται. Ἀλλά, ἄς μή στηρίζονται αὐτά τά λάθη σέ θεμέλια ξένα πρός τή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἱστορία τῶν Συνόδων, στηρίχθηκε σέ θύραθεν ἐπιστημονικά δεδομένα. Τά δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος, εἶναι ἁγιοπνευματικά καί ἀποκαλυπτικά, δηλαδή, ἐξ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα, ἡ θέση αὐτή (τῆς Ἐγκυκλίου), κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ἄν θέλετε, ἀποτελεῖ ἕνα ὀλίσθημα, ἀφετηριακά ἀπαράδεκτο, πού δέν ἔχει ἱστορικό προηγούμενο. Καί ἑπομένως, θά πρέπει νά προσέχουμε κι ἐμεῖς, ὡς πιστοί, ὅταν ἀκοῦμε τίς Συνοδικές Ἀποφάσεις. Ὅταν συντασσόμαστε ἤ ὄχι μέ αὐτές, μέ τί κριτήρια τό κάνουμε. Γιατί εἶναι τραγικό νά μήν ἀποδέχεται κανείς ὡς πιστός τήν Συνοδική Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Εἶναι Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, μέ βάση τήν Ἐκκλησιολογία της; Μέ βάση αὐτά, δηλαδή, πού εἴπαμε προηγουμένως (στήν Εἰσήγησή μας), γιά τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Ἄλλο εἶναι ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μπορεῖ καί νά ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία καί ἄλλο εἶναι ἡ Ἐκκλησία καθεαυτήν. Καί τά κριτήρια τῆς ἀληθείας πρέπει νά εἶναι, ἐκ τῶν προτέρων, γνωστά καί σαφῆ.
 
http://aktines.blogspot.com