ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΤΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ
ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΤΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ
 
ΤΑ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ
 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει καθορίσει δύο Σάββατα, τα οποία αφιερώνει στους κεκοιμημένους της. Είναι τα μεγάλα Ψυχοσάββατα, το ένα πριν από την Κυριακή της Απόκρεω και το άλλο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής.
Για την ιστορία και μόνο ας γνωρίζουμε ότι η καθιέρωση του Σαββάτου προ των Απόκρεω ως Ψυχοσαββάτου, έγινε μαλλον και αυτό κατ᾿ απομίμησιν του Σαββάτου προ της Πεντηκοστής, που ήταν και το μόνο που υπήρχε αρχικά.
Βέβαια η αγάπη των ανθρώπων για τους δικούς τους, που δεν ζούν πια μαζί τους, δημιούργησε την εκκλησιαστική παράδοση άλλων τεσσάρων ψυχοσάββατων, που δεν συμπεριλαμβάνονται όμως στο Τυπικό της Εκκλησίας μας. Αυτά είναι, το ψυχοσάββατο της Τυρινής, το Σάββατο της α΄ εβδομάδος των νηστειών, όπου και εορτάζουμε το «δια κολλύβων» θαύμα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, το Σάββατο του Λαζάρου και το Σάββατο πρίν την εορτή του Αγίου Δημητρίου. Ένα ακόμα ψυχοσάββατο θα βρούμε στην παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Βουλγαρίας, το Σάββατο προ της Συνάξεως των Αρχαγγέλων.
 
* Με το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής διατρανώνεται η πίστη μας για την καθολικότητα της Εκκλησίας, της οποίας την ίδρυση και τα γενέθλια (επί γης) γιορτάζουμε κατά την Πεντηκοστή. Μέσα στη μία Εκκλησία περιλαμβάνεται η στρατευομένη εδώ στη γη και η θριαμβεύουσα στους ουρανούς.
 
* Το Ψυχοσάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω έχει θεσπιστεί γιατί η επόμενη ημέρα είναι αφιερωμένη στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εκείνη τη φοβερή ημέρα κατά την οποία όλοι θα σταθούμε μπροστά στο θρόνο του μεγάλου Κριτή. Για το λόγο αυτό με το Μνημόσυνο των κεκοιμημένων ζητούμε από τον Κύριο να γίνει ίλεως και να δείξει τη συμπάθεια και τη μακροθυμία του, όχι μόνο σε μας αλλά και στους προαπελθόντας αδελφούς, και όλους μαζί να μας κατατάξει μεταξύ των υιών της Επουράνιας Βασιλείας Του.
 
ΤΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ
 
Σύμφωνα με τους Αποστόλους τα μνημόσυνα είναι τα εξής:
■ Τα «τριήμερα» συμβολίζουν την Ανάσταση του Κυρίου μετὰ την τριήμερη παραμονή Του στον τάφο και τελούνται με την ευχή ν᾿ αναστηθεί και ο νεκρός στην ουράνια βασιλεία.
■ Τα «εννιάμερα» τελούνται για τα εννέα τάγματα των αΰλων αγγέλων, με την ευχή να βρεθεί κοντά τους η άϋλη ψυχή του νεκρού.
■ Τα «τεσσαρακονθήμερα» τελούνται για την Ανάληψη του Κυρίου, που έγινε σαράντα μέρες μετά την Ανάστασή Του, με την ευχή να «αναληφθεί» και ο νεκρός, να συναντήσει το Χριστὸ στους ουρανούς και να ζήσει για πάντα μαζί Του.
■ Τα «ετήσια», τέλος, τελούνται την επέτειο ημέρα του θανάτου, σε ανάμνηση των γενεθλίων του νεκρού, καθώς, για τους πιστοὺς χριστιανούς, ημέρα της αληθινής γεννήσεως είναι η ημέρα του σωματικού θανάτου και της μεταστάσεως στην αιώνια ζωή.
 
Μνημόσυνα, αντίστοιχα με τα παραπάνω, χωρίς αυτά βέβαια να συμπεριλαμβάνονται στο τυπικό της Εκκλησίας μας, μα περισσότερο στην παράδοση της και στην ανάγκη εκδήλωσης της αγάπης των ανθρώπων για τους οικείους τους που δεν ζούν πλέον μαζί τους, τελούνται τον τρίτο, έκτο και ένατο μήνα απο την ημέρα του θανάτου, («τρίμηνα», «εξάμηνα», «εννεάμηνα») κατόπιν αδείας “ευλογίας” του αρμοδίου ιερέως.
Την μεγαλύτερη βέβαια ωφέλεια στους νεκροὺς την προξενεί η τέλεση της Θείας Λειτουργίας στη μνήμη τους, γιατὶ τότε, με τις μερίδες τους στο άγιο δισκάριο, «ενώνονται αόρατα με το Θεό και επικοινωνούν μαζί Του και παρηγορούνται και σώζονται και ευφραίνονται εν Χριστώ» (άγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης).
Εκτός από τα ειδικά για κάθε νεκρό μνημόσυνα, η Εκκλησία έχει στις καθημερινές ακολουθίες της, γενικές δεήσεις για τους κεκοιμημένους, όπως είναι λ.χ. το νεκρώσιμο μέρος της Ακολουθίας του Μεσονυκτικού και οι σχετικές αναφορές στις «εκτενείς δεήσεις» του Εσπερινού, του Ορθρου και της Θείας Λειτουργίας.
Πρέπει να σημειωθεί, αν και αυτονόητο, ότι η Εκκλησία τελεί μνημόσυνα μόνο για τους ορθοδόξους χριστιανούς που κοιμήθηκαν μέσα στους κόλπους της.
 
ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
 
Θα πρέπει, τέλος, να εξηγήσουμε ότι πολλά λάθη από την άγνοια του παρελθόντος έχουν φτάσει ως τις μέρες μας, και θα πρέπει άμεσα να διορθωθούν.
■ Τα μνημόσυνα θα πρέπει να γίνονται την ημέρα που πρέπει, αν αυτό είναι εφικτό, αλλιώς κατ’ οικονομία και μόνο ο ιερέας θα επιτρέψει την τέλεση του νωρίτερα ή αργότερα.
■ Το σπάσιμο γυάλινων αντικειμένων ή άλλων τοιούτων,το σκέπασμα των καθρεφτών και των τηλεοράσεων για άγνωστο λόγο και η απαίτηση των συγγενών από τον ιερέα να κάνει αγιασμό στο σπίτι του αποθανόντος για να φύγει το κακό, είναι άκρως ειδωλολατρικές συνήθειες και είναι καιρός με την καθοδήγηση των ιερέων μας, να εξαληφθούν από την παράδοση της Εκκλησίας μας.
■ Στα μνημόσυνα παραθέτουμε και ευλογούνται μόνο καλώς βρασμένα κόλλυβα (σιτάρι) ως ενδεικτικά της Αναστάσεως καὶ ὄχι ἀλλα ὑποκατάστατα (κουλουράκια – ψωμάκια – γλυκά κ.τ.λ.). Τα κόλλυβα συμβολίζουν τις αμαρτίες του αποθανόντος κι εμείς όταν τα τρώμε λέμε “ο Θεός να τον συγχωρέσει”.
■ Τὸ πρῶτο Σάββατο τῆς Τεσσαρακοστῆς δὲν εἶναι «Ψυχοσάββατο», ἀλλὰ ἑορτάζουμε τὸ «διὰ κολλύβων» θαῦμα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος.
■ Στὰ Ψυχοσάββατα μποροῦμε νὰ παραθέτουμε κόλλυβα εἴτε στην Εκκλησία, στον Ἑσπερινὸ τῆς Παρασκευῆς και στὴν Θεία Λειτουργία τοῦ Σαββάτου, εἴτε στα κοιμητήρια, κατόπιν συννενοήσεως με τους ιερείς, το Σαββάτο μετά την Θεία Λειτουργία, είτε καὶ στὰ δύο. Πρόκειται περὶ τῆς ἰδίας ἀξίας, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἀκολουθία διαβάζεται.
■ Τὰ εὐλογηθέντα κόλλυβα δεν τὰ πετάμε ποτέ στὰ σκουπίδια, παρά μόνο τα μοιράζουμε σε γνωστούς και φίλους εις μνημόσυνο και συγχώρεση του αποθανόντα.
 
Υ.Σ : Αν ψάξουμε και στα ιδιαίτερα ήθη και έθιμα κάθε τόπου θα βρούμε σίγουρα και άλλες συνήθειες των ανθρώπων, άλλες σωστές και άλλες εντελώς λανθασμένες. Για τον λόγο αυτό πάντα για ότι απορία έχουμε να ερωτούμε τον ιερέα που σίγουρα ξέρει κάτι παραπάνω από εμάς σ’ αυτά τα θέματα.
 
Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΑΝΑΠΑΥΣΕΙ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΜΑΣ!!!
 
ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2023

ΑΡΧΙΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ: ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ!


 ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΙ
ΜΕΤΑ ΤΗ Θ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ!! 

Μετά τη Θεία Κοινωνία!
 
Έχουμε βάλει μέσα μας το Χριστό! Σκεφθείτε να υβρίζουμε τον πλησίον μας, να τον αδικούμε, να τον κλέβουμε!
«Ενώ έχουμε φάει «αμνό», να γινόμαστε «λύκοι»! Ενώ έχουμε φάει «πρόβατο», να αρπάζουμε σαν τα λιοντάρια! Πώς θα απολογηθούμε, όταν κάνουμε τέτοιες αμαρτίες , έχοντας προηγουμένως κοινωνήσει;» ( Άγιος Ι. P.G. 58: 508 ).
Μια τέτοια αμαρτία (μετά τη Θ. Κοινωνία ) ζυγίζει πολύ βαριά! Ο Άγιος Ι. καυτηριάζει ακόμα και όσους μετά τη Θ. Κοινωνία το ρίχνουν στο κρασί και στο φαγοπότι, διώχνοντας έτσι από πάνω τους τα χαρίσματα της Θ. Κοινωνίας! «Μη ρίψης χαράν τοσαύτην, μη εκχέης, τον θησαυρόν, μη επεισαγάγης μέθην την της αθυμίας μητέρα, την του διαβόλου χαράν, την μυρία τίκτουσαν κακά. Τον δε Χριστόν ένδον έχων τολμάς ,ειπέ μοι, τοσαύτην επεμβαλείν μέθην;» ( P.G. 61: 232 ) .
Και αν από μόνη της η τρυφή προκαλεί τον πνευματικό θάνατο ( Α΄ Τιμ. 5:6 ) πόσο μάλλον μετά τη Θ. Κοινωνία! «Και ει εν άλλω καιρώ τούτο γινόμενον απόλλυσι, πολλώ μάλλον μετά την των μυστηρίων κοινωνίαν». ( P.G. 61: 231 ). Έλαβες «άρτον ζωής», και κάνεις πράγματα που επιφέρουν τον θάνατο; Δεν φρίττεις, «Συ δε άρτον ζωής λαβών, πράγμα θανάτου ποιείς, και ου φρίττεις;». ( P.G. 61:231 ) . Γι’ αυτό και ο Άγιος Ι. συνιστά ακόμα και νηστεία και μετά την Θ. Κοινωνία! Γράφει: «Πριν κοινωνήσεις , νηστεύεις για να κοινωνήσεις άξια. Αφότου όμως μεταλάβεις, θα πρέπει να αυξήσεις την εγκράτεια, για να μην φανείς ανάξιος γι’ αυτό που έλαβες. Τί λοιπόν; Πρέπει να νηστεύουμε και μετά τη Θεία Κοινωνία; Καλό είναι αυτό, αλλά δεν θα σας υποχρεώνω να το κάνετε. Απλά σας συμβουλεύω να μην το ρίχνετε στο φαγοπότι και στην απληστία» ( PG 61:231) .
 
Ελεημοσύνη!
 
Ο Άγιος Ι. το θεωρεί αδιανόητο , να έχεις κοινωνήσει, και να αδιαφορείς για τον πλησίον σου! Να βλέπεις μπροστά σου το Χριστό γυμνό και πεινασμένο στο πρόσωπο του άλλου, και συ να μην του δίδεις σημασία! «Τι λέγεις; Ανάμνησιν Χριστού ποιείς, και πένητας παροράς και ου φρίττεις;» ( P.G. 61:229 ) . «Αν έκανες μνημόσυνο του παιδιού σου ή του αδερφού σου, και δεν έκανες, όπως λέει το έθιμο, «τραπέζι» στους φτωχούς, δεν θα σε έτυπτε η συνείδησή σου; Όμως τώρα που γίνεται «ανάμνηση» του Δεσπότου σου και δεν κάνεις το παραμικρό!» (P.G. 229- 230 ) . «Θρέψωμεν τον Χριστόν, ποτίσωμεν, ενδύσωμεν∙ ταύτα της τραπέζης εκείνης άξια» ( P.G. 61: 232 ). Συνιστούσε μάλιστα στους πιστούς να φέρνουν τους αρρώστους στο Ναό, ώστε έχοντας (οι πιστοί) προηγουμένως κοινωνήσει, να δείχνουν αμέσως και εμπράκτως την κοινωνία τους με τον πλησίον, βοηθώντας τους αρρώστους!
Ο Άγιος Ι. έφθασε μάλιστα στο σημείο να ειπεί, πως όποιος έχει κοινωνήσει και δεν βοηθά τον πλησίον του, κάνει μεγαλύτερο έγκλημα από τον άσπλαχνο δούλο της παραβολής! ( Μτ. 18: 23-43 ). Ενώ δηλαδή ο κύριός του του χάρισε δέκα χιλιάδες τάλαντα, αυτός ( ο δούλος ) δεν ήθελε να χαρίσει στον σύνδουλό του ούτε εκατό δηνάρια! «Και ο Κύριος οργίσθηκε και τον παρέδωσε στους βασανιστές» ( Μτ. 18:34 ) . Και ο Άγιος Ι. σχολιάζει: «Γεύθηκες το Αίμα Δεσποτικόν, και δεν δίδεις σημασία στον αδερφό σου; ! Δεν άκουσες τι έπαθε αυτός που απαιτούσε τα εκατό δηνάρια; ! Ακύρωσε τη «δωρεά» που του έκανε ο κύριός του! Δεν καταλαβαίνεις πως τέτοιος είσαι και συ ακόμα και χειρότερος! Ήσουν πάμφτωχος (από αρετές) «μυρίων γέμων αμαρτημάτων», και όμως ο Θεός σου συγχώρησε τις αμαρτίες σου, και σε δέχθηκε στην «Τράπεζά» Του. Και συ ούτε καν συγκινήθηκες , ώστε να γίνεις πιο φιλάνθρωπος προς τον πλησίον! Λοιπόν τίποτε άλλο δεν απομένει και για σένα, παρά να σε παραδώσουν στους βασανιστές!» ( P.G.61, 230 , ελεύθερη απόδοση ) .
 
Ο «δίσκος» στις εκκλησίες
 
Ήδη στην πρώτη Εκκλησία μετά τη μετάληψη των αχράντων μυστηρίων έβγαινε «δίσκος» υπέρ των πτωχών. Και ο «προεστώς» «διαμοίραζε» τα χρήματα, είτε στις χήρες, ή στα ορφανά, ή στους φτωχούς, ή στους φυλακισμένους, ή στους ξένους, ή στους αρρώστους». ( Άγιος Ιουστίνος , P.G. 6:429, & A΄Κορ. 16:2 -8 & Ρωμ. 15:23- 30 ) . Θα θυμούνται οι παλαιότεροι πως ο δίσκος στην εκκλησία έβγαινε αμέσως μετά τον «καθαγιασμό» , στο «Ἄξιον Ἐστί», λίγο δηλαδή προ της Θ. Κοινωνίας. Είχε και αυτό τη σημασία του: Τώρα που ο Χριστός θα σου «δώσει» το Σώμα Του, δώσε και συ «κάτι»!
 
Πηγή: «ΝΑΟΣ, ΙΕΡΕΑΣ, Θ.ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ, Θ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ»
ΑΡΧΙΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: ΓΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΙΛΑΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ!

 Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Γιατί πρέπει να φιλάμε το χέρι του Ιερέα 

Ο Ιερέας σας μπορεί να είναι μόλις 25 χρονών. Μα η Ιερωσύνη του είναι από καταβολής κόσμου. Όταν λοιπόν, του ασπάζεστε το χέρι, προσκυνάτε την Ιερωσύνη του, που φθάνει διαδοχικά από τον Χριστό και τους Αποστόλους μέχρι τον Ιερέα σας. Όταν φιλάτε το χέρι του παπά σας, φιλάτε ολόκληρη την αλυσίδα των Οσίων και Αγίων Ιερέων και Ιεραρχών, από τους Αποστόλους μέχρι σήμερα. Ασπάζεστε και προσκυνάτε τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Βασίλειο, τον Άγιο Σάββα και όλους τους ”επίγειους αγγέλους και Ουρανίους ανθρώπους”, που όταν ήταν στη γη, κοσμούσαν την Εκκλησία και τώρα στολίζουν τον Ουρανό! Είναι φίλημα Άγιον, όπως γράφει στους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος. Να ασπάζεστε λοιπόν το χέρι του Ιερέα που σας ευλογεί. Είναι ευλογημένο από τον Θεό. Με την Χάρη της Ιερωσύνης. Με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Να το φιλάτε το χέρι του Ιερέα σας. Όσο νέος και αν είναι. Και να τον ακούτε. 

ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΡΗΓΙΝΙΩΤΗΣ: ΟΙ "ΚΑΛΟΙ" ΚΑΙ "ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ" ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ

 ΟΙ "ΚΑΛΟΙ" ΚΑΙ "ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ" ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ
Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Ο Ιησούς Χριστός δεν δίδαξε έναν ατομικό δρόμο σωτηρίας, ξεχωριστό για τον καθένα μας, αλλά ίδρυσε την Εκκλησία, μια κοινότητα ανθρώπων, ενωμένων σαν ένα σώμα, που έχει κεφαλή τον ίδιο το Χριστό.

Γι’ αυτό το λόγο, πάντοτε η Εκκλησία είναι «αγία και άμωμος» (προς Εφεσίους, 5, 27), όχι επειδή «όλοι οι χριστιανοί είμαστε άγιοι» (δεν πιστεύω να θεωρείς τον εαυτό σου άγιο), αλλά επειδή έχει κεφαλή το Χριστό, που είναι ο απολύτως άγιος. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι γύρω μας είναι άγιοι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσο νομίζουμε – ίσως όχι «μεγάλοι άγιοι», που να κάνουν θαύματα, αλλά «μικροί άγιοι», απλοί ευσεβείς και ταπεινοί χριστιανοί, γεμάτοι αγάπη και καλοσύνη, που σέβονται ακόμη κι εκείνους που εμείς νομίζουμε πως «δεν το αξίζουν».

Επειδή λοιπόν ο Χριστός ίδρυσε την Εκκλησία και όχι ατομικούς δρόμους σωτηρίας, γι’ αυτό πηγαίνουμε στο ναό και λατρεύουμε το Θεό, και μάλιστα ονομάζουμε και το ναό «εκκλησία», δηλαδή συγκέντρωση, συνάντηση. Εκεί βρισκόμαστε όλοι μαζί, ώστε οι πιο ενάρετοι και δυνατοί στην πίστη να «σπρώχνουν» προς το Θεό με την προσευχή τους και τους πιο αδύναμους και αμαρτωλούς.

Δυστυχώς, πολλοί από εμάς νομίζουμε πως είμαστε ενάρετοι και πιστοί, αλλά πηγαίνουμε στο ναό γεμάτη κατάκριση, βλέπουμε τους πιο αδύναμους (ή φαινομενικά πιο αδύναμους) και τους δικάζουμε μέσα μας, επειδή κρίνουμε – με το δήθεν αλάνθαστο και δίκαιο κριτήριό μας – ότι δεν συμπεριφέρονται σωστά μέσα στην εκκλησία ή ότι δεν είναι σωστοί γενικά στη ζωή τους. Αν ήμασταν αληθινοί χριστιανοί (καλύτεροι από εκείνους που καταδικάζουμε), πρώτον, θα λυπόμασταν για τις αδυναμίες και τις αμαρτίες των συνανθρώπων μας, αντί να νιώθουμε αντιπάθεια και περιφρόνηση ή μίσος γι’ αυτούς, και, δεύτερον, θα προσευχόμασταν στο Θεό να μην τους λογαριάσει τις αμαρτίες και τις αδυναμίες τους, αλλά να τους βάλει στον παράδεισο μαζί μ’ εμάς και με όλο τον κόσμο, δίπλα μας, ως αδελφούς μας.

Και στο τέλος, αφού δεν έχουμε αγάπη και συγχώρηση για τον πλησίον μας, αλλά μίσος και περιφρόνηση, ο Θεός μπορεί να επιτρέψει να γίνουμε τόσο σκληροί, που να μη θέλουμε καν να πηγαίνουμε στην εκκλησία – τι να πάμε να κάνουμε σ’ έναν τόπο που δέχεται και τους αμαρτωλούς, τους σέβεται και θέλει τη σωτηρία τους; Εμείς θέλουμε τη σωτηρία μόνο του εαυτού μας ή, άντε, και των παιδιών μας ή εκείνων, τους οποίους «εγκρίνουμε» εμείς… Κάνουμε λοιπόν, ουσιαστικά, μια δική μας θρησκεία, στην οποία τη θέση του Ιησού Χριστού (του κριτή ζώντων και νεκρών, που κρίνει για να σώσει, όχι για να καταδικάσει) την παίρνουμε εμείς οι ίδιοι!

Οι «καλοί» και οι «κακοί» ιερείς

Εκπρόσωπος όλου του λαού μπροστά στο Θεό, μέσα στη θεία λειτουργία και τις άλλες τελετές που κάνουμε όλοι μαζί στην εκκλησία, είναι ο ιερέας.

Η θεία λειτουργία δεν τελείται μόνο από τον ιερέα, αλλά από όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς που βρίσκονται σ’ αυτήν. Ο ιερέας είναι ο εκπρόσωπος του λαού, που δανείζει τα χέρια του για να αγγίξουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου και να πραγματοποιήσουν τα ιερά μυστήρια. Όμως δεν τα τελεί μόνος του. Χωρίς το «αμήν» του ψάλτη (που σημαίνει «μακάρι», δηλ. «να γίνει» αυτό που λέει ο ιερέας) και τις άλλες απαντήσεις που δίνει ο ψάλτης στα λόγια του ιερέα, δεν μπορεί να τελεστεί η θεία λειτουργία. Ο ψάλτης μιλάει εξ ονόματος όλων των λαϊκών, δηλαδή εκείνων που δεν είναι κληρικοί (ιερείς), και αυτά που λέει (το «αμήν», το «Κύριε ελέησον», το «Πιστεύω», το «Πάτερ ημών» κ.τ.λ.) κάποτε τα έλεγε όλος ο λαός. Γι’ αυτό, τα παλιά βιβλία της Εκκλησίας, όταν ανέφεραν τα λόγια του ψάλτη στη θεία λειτουργία, έγραφαν ότι τα λέει «ο λαός».

Αν λοιπόν σε κάποιο χωριό ή σε κάποια ενορία ο ιερέας (ή ο ψάλτης) δεν είναι «καλός» και έντιμος, αυτό οφείλεται στο ότι εμείς οι χριστιανοί δεν προσφέραμε στην Εκκλησία το καλύτερο παιδί του τόπου, το πιο ενάρετο, ηθικό, πιστό, έντιμο και άγιο, να γίνει ιερέας. Δεν κατευθύναμε π.χ. τα παιδιά μας προς αυτή την κατεύθυνση – όλοι περνάμε το μήνυμα στα παιδιά μας ότι είναι σπουδαίο επάγγελμα να γίνουν γιατροί π.χ., επειδή οι γιατροί «βγάζουν λεφτά» βέβαια κι όχι επειδή προσφέρουν στην κοινωνία, αλλά κανείς δεν λέει στο παιδί του πως είναι σπουδαίο επάγγελμα (λειτούργημα) το να γίνει ιερέας και ότι θα άξιζε να το επιλέξει, αν βέβαια το ίδιο θέλει να κάνει τον αγώνα που χρειάζεται γι’ αυτό.

[Γράφω πως και το να είσαι ιερέας είναι «επάγγελμα», επειδή η λέξη «επάγγελμα» στ’ αρχαία ελληνικά σημαίνει «υπόσχεση» (επαγγέλλομαι = υπόσχομαι) και εννοεί την υπόσχεση που δίνει ο άνθρωπος στην κοινωνία ότι θα προσφέρει σε όλους μέσω του επαγγέλματός του].

Πώς λοιπόν θέλεις, αδελφέ μου, να έχεις καλό ιερέα, όταν ούτε εσύ ο ίδιος γίνεσαι αυτός ο καλός ιερέας, ούτε το παιδί σου προτρέπεις να γίνει; Και μάλιστα, αν το θελήσει, ίσως να το υποβάλεις σε τρομακτικό ψυχολογικό πόλεμο και συναισθηματικό εκβιασμό για να μη γίνει! Αναγκαστικά λοιπόν θα έχεις τον ιερέα που σου προέκυψε, αυτόν που επέτρεψε ο Θεός να έχεις.

Πρέπει όμως να ξέρω, κατ’ αρχάς, πως ο ιερέας που έχω στην ενορία μου και πιθανόν να μην τον θεωρώ «καλό», ίσως είναι πολύ καλύτερος απ’ όσο νομίζω. Ίσως απλώς έχει κάποια ανθρώπινη αδυναμία (π.χ. κάνει κήρυγμα με απότομο ύφος, λόγω χαρακτήρα ή επειδή έχει αγωνία για τη σωτηρία των ανθρώπων) ή ίσως απλώς εγώ είμαι προκατειλημμένος εναντίον του χωρίς λόγο. Ίσως δεν μου αρέσουν αυτά που λέει, επειδή με «ξεβολεύουν» και μου ζητούν να γίνω ειλικρινά υπεύθυνος και αληθινός χριστιανός, πράγμα που δεν μου αρέσει και δε με αφήνει κι ο διάβολος να μου αρέσει…

Είναι πάρα πολύ εύκολο να πιστέψουμε συκοφαντίες εναντίον των ιερέων και να πείσουμε τον εαυτό μας ότι ο παπάς που έχουμε μπροστά μας π.χ. είναι φιλοχρήματος ή κλέφτης ή ότι δήθεν αποκαλύπτει τα μυστικά της εξομολόγησης ή ακόμη και ότι είναι γυναικάς ή ομοφυλόφιλος ή παιδεραστής κ.τ.λ., χωρίς να έχουμε δει πραγματικά καμιά απόδειξη. Κι όμως αυτές οι κατηγορίες μπορεί να είναι κοινές συκοφαντίες ή αποτέλεσμα προκατάληψης και ρατσισμού εναντίον των ιερέων. Αυτή η προκατάληψη και ο ρατσισμός στην εποχή μας έχει φτάσει με μεγάλα ύψη και φυσικά τον προωθεί κι ο διάβολος, ακριβώς για να μας βγάλει έξω από την εκκλησία.

Πήγαινε, αδελφέ μου, αδελφή μου, να γνωρίσεις καλύτερα τον παπά της ενορίας σου, συζήτησε μαζί του αυτά που πιστεύεις ως ελαττώματά του και είμαι βέβαιος ότι θ’ αλλάξεις εντελώς την άποψή σου γι’ αυτόν. Όχι ότι δεν υπάρχουν και ιερείς με μεγάλα ελαττώματα (ίσως όχι πάντως μεγαλύτερα από τα δικά μου ή τα δικά σου), όμως οι περισσότεροι ιερείς δεν είναι έτσι που νομίζει ο κόσμος. Ούτε πάμπλουτοι είναι, ούτε διεφθαρμένοι, ούτε υποκριτές – πολύ πιθανότερο να είναι αγωνιστές, που βοηθούν όσο μπορούν και όσους μπορούν, και βιοπαλαιστές, που επιβιώνουν έντιμα με την οικογένειά τους μέσα σ’ αυτή τη χαοτική και βρόμικη κοινωνία (που τους μισεί), όπως μπορούν.

«Σε ποιον παπά να πάω;»

Όμως το πρόβλημα έχει άλλη μια πολύ σοβαρή πλευρά. Πολλές φορές αρνούμαστε να πάμε στην εκκλησία ή να κοινωνήσουμε ή να παντρευτούμε ή ακόμη και να βαφτίσουμε τα παιδιά μας, επειδή δεν εγκρίνουμε τον ιερέα που έχουμε μπροστά μας, αλλά θέλουμε να βρούμε έναν «άγιο ιερέα» και να πλησιάσουμε το Θεό μέσω αυτού.

Ας είμαστε ειλικρινείς: η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη, αλλά και επιζήμια για μας τους ίδιους. Κατ’ αρχάς, είναι εγωιστικό να απαιτούμε έναν άγιο ιερέα για να λειτουργηθούμε, να κοινωνήσουμε, να παντρευτούμε ή να βαφτίσουμε τα παιδιά μας – ακόμη και για να εξομολογηθούμε, εκτός πια κι αν έχουμε κάνει (ή συνεχίζουμε να κάνουμε ή σκοπεύουμε να κάνουμε) εγκλήματα ή τόσο φοβερά αμαρτήματα που χρειάζονται εξειδικευμένη αντιμετώπιση… Οι άνθρωποι που ζούμε μια συνηθισμένη ζωή, μπορούμε μια χαρά να εξομολογηθούμε σε οποιονδήποτε «πνευματικό» (εξομολόγο ιερέα) και να ωφεληθούμε, να προσεγγίσουμε το Θεό, να πάρουμε καθοδήγηση για τη ζωή μας και να σωθούμε, και εμείς και η οικογένειά μας.

Καλό είναι λοιπόν να πλησιάσουμε τον ιερέα της ενορίας μας, ως απλοί άνθρωποι και απλοί χριστιανοί, και να μη νομίζουμε πως εμείς ειδικά είμαστε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις, που πρέπει να «διαλέγουμε» τους ιερείς, να απορρίπτουμε τους περισσότερους και να πηγαίνουμε μόνο σ’ αυτούς που… εγκρίνουμε.

Άσε που το κριτήριό μας δεν είναι αλάνθαστο. Ο ιερέας που απορρίπτω, ίσως είναι ένας κρυφός άγιος, ενώ εκείνος που θεωρώ σωστό και «σπουδαίο» ίσως έχει κι αυτός τις αδυναμίες του, όπως κι εγώ. Και αν ωστόσο κάποια μέρα μάθω ότι έχει κι εκείνος αδυναμίες, θα πέσει από την υπόληψή μου και ούτε σ’ εκείνον θα πηγαίνω; Δηλαδή θα αποκόψω εντελώς τον εαυτό μου από την Εκκλησία και συνεπώς κι από το Χριστό, γιατί ο Χριστός, όπως είπαμε, ίδρυσε την Εκκλησία (ώστε να είμαστε όλοι μαζί) και όχι ατομικούς δρόμους σωτηρίας, που ο καθένας να μπορεί να τους διαμορφώνει «κατά τη γνώμη μου» και να τους ακολουθεί «με τον τρόπο του».

Εξάλλου, ακριβώς επειδή οι μεγάλοι και θαυματουργοί άγιοι στον κόσμο είναι σχετικά λίγοι, ο Θεός δέχεται τη θεία λειτουργία και από τα αδύναμα, αμαρτωλά και «χωματένια» χέρια όλων των ιερέων Του. Όπως εμείς ελπίζουμε ότι ο Θεός ακούει τις προσευχές μας, παρόλο που είμαστε αδύναμοι και αμαρτωλοί (και όχι άγιοι), έτσι πρέπει να ξέρουμε πως ο Θεός δέχεται τα ιερά μυστήρια και τις ιερές τελετές που κάνουν όλοι οι κανονικά χειροτονημένοι ιερείς, ακριβώς επειδή αγαπά όλους τους ανθρώπους και δεν έχει την απαίτηση (που έχουμε εμείς, μέσα στον υπερβολικό εγωισμό μας) να είναι αναμάρτητος ο άνθρωπος για να δεχτεί ο Θεός τη λειτουργία και την προσευχή του. Συνεπώς, και ο πιο αμαρτωλός – ας πούμε – ιερέας, όταν λειτουργεί, εξομολογεί, παντρεύει, βαπτίζει, κηδεύει, τελεί ευχέλαιο ή αγιασμό κ.λ.π., οι πράξεις του είναι έγκυρες και δεκτές από το Θεό ακριβώς όπως και ενός αγίου ιερέα, για χάρη των ανθρώπων που συμμετέχουν σ’ αυτές και που ο Θεός θέλει τη σωτηρία τους.

Και λάθος ακόμη αν κάνει ο ιερέας κατά τη διάρκεια μιας τελετής, αν π.χ. δεν είναι μορφωμένος και δεν διαβάζει σωστά τα λόγια της Εκκλησίας ή αν για κάποιο λόγο μπερδευτεί ή ξεχάσει ή παραλείψει κάτι, ο Θεός δέχεται τις ιερές τελετές ως σωστές, για χάρη των ανθρώπων. Ας έχουμε εδώ και το παράδειγμα του αγίου Νικολάου Πλανά, ενός ιερέα σχεδόν αγράμματου, που όντως έκανε λάθη στην ανάγνωση των λειτουργικών κειμένων, όμως η καρδιά του ήταν τόσο ενάρετη, πιστή και ταπεινή, που ήταν θαυματουργός άγιος ενώ ακόμη ζούσε (έζησε στην Αθήνα τις αρχές του 20ού αιώνα, μέχρι το 1930 περίπου). Γύρω μας υπάρχουν κι άλλοι «Πλανάδες», που όμως το μάτι μας, το γεμάτο εγωισμό, καχυποψία και κατάκριση, αρνείται να τους δει.

Όμως, ξαναλέω, δε χρειάζεται να είναι άγιος ο ιερέας για να γίνει δεκτή από το Θεό η τελετή που τελεί. Εκτός των άλλων, όπως είπαμε, τις τελετές δεν τις τελεί μόνο ο ιερέας, αλλά όλος ο λαός – και μέσα σε αυτόν το λαό υπάρχουν και πολλοί άξιοι χριστιανοί. Και τέλος, εκείνος που πραγματικά κάνει έγκυρες τις τελετές της Εκκλησίας μας είναι ο ίδιος ο Θεός. Ο Θεός («ο Πατήρ, δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι») μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί (που εμείς προσφέρουμε – και μήπως είμαστε άξιοι εμείς;) σε σώμα και αίμα Χριστού, Εκείνος παντρεύει, Εκείνος βαφτίζει, Εκείνος δίνει άφεση αμαρτιών κατά την εξομολόγηση κ.τ.λ. Και το κάνει για χάρη μας, αλλά θέλει κι εμείς να είμαστε ταπεινοί, όχι εγωιστές, και να καταδεχόμαστε τον ιερέα Του που έχουμε μπροστά μας (στο χωριό μας, στην ενορία μας), όχι να τον απορρίπτουμε και να ψάχνουμε για «πιο κατάλληλους», που μπορεί μάλιστα – παραπλανημένοι εύκολα από το διάβολο – να μην τους βρούμε ποτέ. 

Δυο παραδείγματα: απόστολος Παύλος
και άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός

Πώς να κλείσουμε τώρα; Ας κλείσουμε με δυο γνωστά παραδείγματα, από δυο αγίους που πρόσφεραν τα πάντα για το Χριστό και τελικά έδωσαν και τη ζωή τους γι’ Αυτόν και για τους συνανθρώπους τους: τον απόστολο Παύλο και τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό (έναν άγιο ιερομόναχο, που γύρισε τη μισή Ελλάδα κηρύττοντας και βοηθώντας τους υπόδουλους χριστιανούς, μέχρι που τον κρέμασαν οι Τούρκοι λίγο πριν το 1800).

Όταν τον απόστολο Παύλο τον είχαν συλλάβει οι Ρωμαίοι, τον παρουσίασαν μπροστά στο Μεγάλο Συνέδριο των Ιουδαίων και, όταν εκείνος άρχισε να απολογείται, ο αρχιερέας Ανανίας διέταξε να τον χτυπήσουν στο στόμα. Ο Παύλος τότε του μίλησε απότομα και, όταν οι άλλοι του είπαν «τον αρχιερέα του Θεού βρίζεις;», ο Παύλος ζήτησε συγγνώμη και απάντησε ότι δεν ήξερε πως ήταν ο αρχιερέας – παρόλο που αυτός ο αρχιερέας (που ήταν αρχιερέας της εβραϊκής θρησκείας, όχι χριστιανός) αποσκοπούσε στο θάνατό του! Κι όμως ο απόστολος Παύλος τον σεβάστηκε, επικαλούμενος λόγια της Παλαιάς Διαθήκης, που διδάσκουν το σεβασμό προς τους άρχοντες του λαού. Το επεισόδιο αυτό βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη, στο βιβλίο Πράξεις τον αποστόλων, κεφάλαιο 23 (κγ΄).

Το δεύτερο παράδειγμα είναι τα λόγια του αγίου Κοσμά του Αιτωλού προς τους χριστιανούς της εποχής του, που ήταν αμόρφωτοι και αγνοούσαν το περιεχόμενο και το νόημα της Ορθοδοξίας, ακριβώς όπως κι εμείς σήμερα (και επιπλέον ζούσαν κάτω από το ανελέητο γιαταγάνι του Τούρκου). Έλεγε: «Αν συναντήσω στο δρόμο έναν ιερέα και έναν άγγελο, θα χαιρετήσω πρώτα τον ιερέα και μετά τον άγγελο». Και τούτο, επειδή ο ιερέας (ακόμη κι αν είναι ή φαίνεται «ανάξιος») κάνει κάτι, που ο άγγελος δεν μπορεί να κάνει: κρατάει στα χέρια του το σώμα και το αίμα του Χριστού (τη θεία μετάληψη) και εξομολογεί τους χριστιανούς, ζητώντας γι’ αυτούς άφεση αμαρτιών από το Θεό.

Τελειώνοντας, θα επισημάνουμε ότι, κατά τη θεία λειτουργία, ο ιερέας δεν εμφανίζεται μπροστά στο Θεό ως άγιος, αλλά ως πολύ αμαρτωλός, που παραδέχεται την ανθρώπινη αναξιότητά του και ζητάει έλεος και συγχώρηση, όχι μόνο από το Θεό, αλλά κι από τους ανθρώπους. Στις προσευχές που διαβάζει κατά τη θεία λειτουργία (γραμμένες από δύο μεγάλους αγίους, το Μέγα Βασίλειο και τον ιερό Χρυσόστομο) ο ιερέας ζητάει συγχώρηση από το Θεό και Τον παρακαλεί να δεχτεί από τα ταπεινά χέρια του την αναίμακτη θυσία του ψωμιού και του κρασιού και να τα μεταβάλει σε σώμα και αίμα Χριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Και δύο φορές – πριν σηκώσει τα Άγια και πριν κοινωνήσει ο ίδιος – ο ιερέας εμφανίζεται στην ωραία πύλη και υποκλίνεται μπροστά στο λαό, ζητώντας απ’ όλους («τους μισούντας και αγαπώντας» αυτόν, δηλ. κι αυτούς που τον αγαπούν και εκείνους που τον μισούν) να τον συγχωρήσουν.

Αν λοιπόν είμαστε χριστιανοί, ας τον συγχωρήσουμε – κι ας συγχωρήσουμε επίσης όλους τους ανθρώπους, και τους πιο «κακούς» (κατά τη γνώμη μας) κι εκείνους που θεωρούμε ότι «δεν το αξίζουν», ώστε να συγχωρεθούμε κι εμείς από το Θεό για τα λάθη και τις αμαρτίες που σίγουρα έχουμε κάνει και συνεχίζουμε να κάνουμε κάθε μέρα. Αυτό είπε άλλωστε ο Χριστός: συγχωρείτε, για να συγχωρεθείτε, γιατί με το μέτρο που κρίνετε τους άλλους, μ’ αυτό θα κριθείτε (βλ. κατά Λουκάν ευαγγέλιο, κεφ. 6, στίχοι 27-49).

Αμήν.

ΑΓΙΟΣ ΘΕΡΑΠΩΝ

Κυριακή 2 Ιουλίου 2023

ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΧΟΥΝ ΓΡΑΦΤΕΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

 
Γιατί τα Ευαγγέλια έχουν γραφτεί στα Ελληνικά;
 
Η δύναμη της ελληνικής γλώσσας αντικατοπτρίζεται και μέσα από τα τέσσερα Ευαγγέλια, δίνοντας το στίγμα της εποχής, οπότε και γράφτηκαν δηλαδή τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Για τα τέσσερα Ευαγγέλια επελέγη η Ελληνική γλώσσα, η οποία μιλιόταν την Ελληνιστική Εποχή, γνωστή ως «Κοινή», και όχι η Αραμαϊκή, η οποία ήταν η μητρική γλώσσα των Ιουδαίων, και θα φάνταζε λογικότερη επιλογή μιας και τα Ευαγγέλια γράφτηκαν από Ιουδαίους.
Ο λόγος ήταν φυσικά η δύναμη και η απήχηση που είχε η Ελληνική σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ως παγκόσμια γλώσσα των γραμμάτων στο πλευρό της Λατινικής.
Τα Ελληνικά που χρησιμοποίησαν οι Ευαγγελιστές ήταν στην καθομιλουμένη-απλουστευμένη της εποχής γλώσσα, την «Κοινή», που αποτελούσε την ενδιάμεση γλώσσα μεταξύ της Αττικής των Κλασικών Χρόνων και της Νεοελληνικής.
Μόνη εξαίρεση αποτελεί το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο που γράφτηκε πρώτα στα Αραµαϊκά και αργότερα στα Ελληνικά.
Τα κείμενα αυτά αποτελούν, πέρα από την προσωπική κατάθεση της μαρτυρίας αυτοπτών μαρτύρων, των Ευαγγελιστών Ματθαίου και Ιωάννη, των γεγονότων γύρω από τη ζωή του Χριστού, που περιγράφονται παράλληλα με τη μεταφορά των προφορικών παραδόσεων που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, αλλά και των μικρών γραπτών συλλογών που αναφέρονταν στη ζωή του Ιησού και κυκλοφορούσαν μεταξύ των πρώτων Χριστιανών.
Από αυτά τα κείμενα δεν έχει διασωθεί μέχρι στιγμής κανένα, ο απόηχός τους είναι όμως αναγνωρίσιμος από τους ειδικούς στα Ευαγγέλια, αλλά και τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, από τον οποίο έχουμε και το πρώτο κείμενο το 51 μ.Χ. γύρω από τον Ιησού, την πρώτη επιστολή προς Θεσσαλονικείς.
Το πρώτο Ευαγγέλιο γράφτηκε από τον Μάρκο, μαθητή του Αποστόλου Παύλου και αργότερα του Πέτρου, στη Ρώμη, μετά το μαρτύριο των δύο αυτών Αποστόλων και πριν από το έτος 70 μ.Χ. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η πιθανότερη χρονολογία συγγραφής του Ευαγγελίου του Μάρκου είναι το 65 μ.Χ. Τα όσα περιγράφονται σε αυτό φαίνεται ότι αποτελούν τον απόηχο κυρίως των διηγήσεων του Αποστόλου Πέτρου. Ο Μάρκος ονομαζόταν αρχικά Ιωάννης και το ρωμαϊκό όνομα με το οποίο έγινε γνωστός τού δόθηκε αργότερα.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μάρκος ίδρυσε την εκκλησία της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο, ενώ είναι ο προστάτης της Βενετίας μετά την κλοπή του λειψάνου του από δύο εμπόρους της Γαληνότατης το 828, οι οποίοι το μετέφεραν στη Βενετία. Θεωρείται ότι πιθανότατα ο Μυστικός Δείπνος έλαβε χώρα στο σπίτι της θείας του, αδερφής του Αποστόλου Βαρνάβα, της Μαρίας, στην Ιερουσαλήμ.
Το δεύτερο, χρονικά, Ευαγγέλιο είναι εκείνο του μαθητή του Ιησού, του τελώνη, δηλαδή του φοροεισπράκτορα Ματθαίου από τη Γαλιλαία, το οποίο γράφτηκε μεταξύ του 70 και του 80 μ.Χ. και καταγράφει την προσωπική μαρτυρία του στο πλευρό του Χριστού. Για τη ζωή, τη δράση και τον θάνατό του είναι γνωστά ελάχιστα στοιχεία.
Υστερότερο είναι το Ευαγγέλιο του Λουκά, μεταξύ 80 και 90 μ.Χ. Ο Λουκάς ήταν γιατρός, καταγόταν από την Ελλάδα και υπήρξε στενός συνεργάτης του Παύλου, συνοδεύοντάς τον σε πολλές από τις περιοδείες του. Μάλιστα, όταν ο Παύλος ήταν φυλακισμένος στη Ρώμη, μόνο ο Λουκάς ήταν μαζί του. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, κήρυξε στη Νότια Ευρώπη και μαρτύρησε στην Ελλάδα. Ο Λουκάς είναι ο συγγραφέας και των Πράξεων των Αποστόλων, που περιλαμβάνονται επίσης στην Καινή Διαθήκη.
Το τελευταίο χρονικά Ευαγγέλιο έχει ως συγγραφέα τον μαθητή του Χριστού, τον Ιωάννη. Θεωρείται ότι γράφτηκε περί το 90-100 μ.Χ. και είναι από τα πλέον λεπτομερή, με ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος. Ακριβώς λόγω του ύφους του χαρακτηρίζεται ως «Θεολόγος».
Ο Ιωάννης δίδαξε στη Μικρά Ασία και στην Ελλάδα και πέθανε στην Πάτμο, όπου και εξορίστηκε μαζί με άλλους χριστιανούς επί αυτοκράτορα Δομητιανού. Στο νησί αυτό έγραψε και την περίφημη “Αποκάλυψη”, η οποία με έντονα συμβολικά στοιχεία, που έχουν προκαλέσει ανά τους αιώνες πολλές συζητήσεις, απευθύνεται στους χριστιανούς της Μικράς Ασίας, με στόχο να τους ενθαρρύνει ώστε να υποφέρουν τα δεινά που περνούσαν, με τη διαβεβαίωση ότι αυτά θα τελειώσουν σύντομα.
Τα Ευαγγέλια του Μάρκου, του Ματθαίου και του Λουκά χαρακτηρίζονται ως «συνοπτικά», καθώς έχουν μεγάλες ομοιότητες μεταξύ τους. Οι Ματθαίος και Λουκάς βασίστηκαν στο Ευαγγέλιο του Μάρκου για να συγγράψουν τα δικά τους, προσθέτοντας τις επιπλέον πληροφορίες που γνώριζαν.
 
Τα “βιβλία” της εποχής –
Σε πάπυρους και περγαμηνές τα πρώτα Ευαγγέλια
 
Τα πρωτότυπα κείμενα των Ευαγγελίων και οι πρώτες “εκδόσεις” που κυκλοφόρησαν αρχικά στην Ελληνιστική Κοινή και από τον 2ο αιώνα στις άλλες γλώσσες, όπου άρχισαν να μεταφράζονται, γράφτηκαν – όπως όλα τα κείμενα της εποχής – σε φύλλα πάπυρου αλλά και περγαμηνές.
Τα μεν πρώτα ακολουθούσαν τη μακραίωνη παράδοση της Αιγύπτου με την επεξεργασία των βλαστών του φυτού “πάπυρος”, που φύεται στις όχθες του ποταμού Νείλου, τα οποία κόβονταν σε λωρίδες και συγκολλούνταν με την κολλώδη ουσία του φυτού μεταξύ τους, δημιουργώντας αυτό που γνωρίζουμε ως πάπυρο.
Τα φύλλα αυτά, στα οποία γράφονταν κείμενα της εποχής, τυλίγονταν σε κυλινδρικούς ράβδους για την αποθήκευσή τους. Πρόκειται για τα γνώριμα από την αγιογραφία ειλητάρια που κρατούν οι Άγιοι σε πολλές παραστάσεις της ορθόδοξης εικονογραφίας. Αποσπάσματα της Καινής Διαθήκης σε πάπυρο, τα οποία έχουν διασωθεί, χρονολογούνται από το 125 μ.Χ.
Όμως ο πάπυρος είχε ένα βασικό μειονέκτημα: δεν ήταν ανθεκτικός ειδικά σε περιβάλλοντα εκτός Αιγύπτου. Έτσι η διάδοχη κατάσταση ήταν η περγαμηνή, που αποτελούσε επεξεργασμένο δέρμα ζώων, κυρίως βοδιού και κατσίκας, πάνω στο οποίο γράφονταν τα κείμενα.
Στη συνέχεια διπλωνόταν στη μέση δημιουργώντας τα “τετράδια”, δηλαδή τετρασέλιδα που ενώνονταν σχηματίζοντας τα βιβλία της εποχής, γνωστά ως “κώδικες”. Για την ιστορία, το όνομα της περγαμηνής προέρχεται από το κυριότερο κέντρο παραγωγής και εμπορίας της περγαμηνής, την Πέργαμο στη Μικρά Ασία.
 
Τα τέσσερα ζώα… σύμβολα των Ευαγγελιστών
 
Στην εικονογραφία, από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, οι Ευαγγελιστές συμβολίζονται με τέσσερα ζώα, τα οποία συχνά συνοδεύουν τον Χριστό σε δόξα. Φυσικά η επιλογή του συμβολισμού δεν είναι τυχαία, αλλά παραπέμπει στην προφητεία του Ιεζεκιήλ, σύμφωνα με την οποία είδε τον Θεό να κάθεται στον θρόνο περιστοιχιζόμενος από Αγγέλους που είχαν τη μορφή τεσσάρων ζώων, ανθρώπου, λιονταριού, μοσχαριού και αετού.
Πηγή του συμβολισμού είναι επίσης η “Αποκάλυψη” του Ιωάννη (Δ’ 4-7: «και το ζώον το πρώτον όμοιον λέοντι, και το δεύτερον ζώον όμοιον μόσχω και το τρίτον ζώον έχον το πρόσωπον ως ανθρώπου, και το τέταρτον ζώον όμοιον αετώ πετομένω»).
Το μοτίβο της αντιστοίχισης των τεσσάρων ζώων με τους Ευαγγελιστές είναι κοινό σε Ανατολή και Δύση και προτάθηκε αντίστοιχα για τις δύο Εκκλησίες από τον Άγιο Ιερώνυμο και τον Επιφάνιο της Κύπρου. Σύμφωνα με αυτό, ο αετός συμβολίζει τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ο λέοντας τον Μάρκο, ο άνθρωπος (ή άγγελος) τον Ματθαίο και ο μόσχος τον Λουκά. Για τον Ιωάννη, ο αετός επελέγη καθώς ο λόγος που χρησιμοποιεί είναι τόσο συγκλονιστικός, με τέτοιο πνευματικό περιεχόμενο, που μοιάζει με το πέταγμα του βασιλιά των πτηνών, του αετού.
Ο λέοντας, ο βασιλιάς των ζώων, είναι το σύμβολο του Ευαγγελιστή Μάρκου είτε γιατί το Ευαγγέλιό του ξεκινάει με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο στην έρημο όπου ζουν λιοντάρια, είτε γιατί η βασιλεία του Χριστού συμβολίζεται με ένα βασιλικό ζώο, όπως το λιοντάρι. Για τον Ματθαίο η επιλογή του ανθρώπου σχετίζεται με το γεγονός ότι το Ευαγγέλιό του ξεκινάει με τη γενεαλογία του Ιησού Χριστού.
Τέλος, για τον Λουκά το μοσχάρι παραπέμπει στον βασιλιά των κατοικίδιων ζώων, καθώς ξεκινάει το Ευαγγέλιό του από τη λατρεία του παλαιού νόμου, κατά την όποια τα θυσιαζόμενα ζώα ήταν κατά κανόνα βόδια, όπως περιγράφεται και στη θυσία του μοσχαριού από τον πατέρα του Προδρόμου, τον Ζαχαρία.
 
ΔΟΓΜΑ

Κυριακή 7 Μαΐου 2023

ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

 


Μια απλή και περιεκτική εξήγηση της Θείας Λειτουργίας
 
Η λειτουργία των Κατηχουμένων
 
Η Λειτουργία των Κατηχουμένων, αντιστοιχεί στην παρουσία Του ανάμεσα στους ανθρώπους, στους οποίους δίδαξε τον Λόγο της Αλήθειας.
Στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού μπορούσαν να συμμετέχουν σ’ αυτήν και οι Κατηχούμενοι, δηλαδή όσοι προετοιμάζονταν να γίνουν Χριστιανοί, χωρίς να έχουν βαπτισθεί ακόμη.
Ο Ιερέας αρχίζει μέσα από το Άγιο Βήμα με την εκφώνηση:
«Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων».
Έτσι δοξολογεί τον Τριαδικό Θεό και τον προσκαλεί να είναι παρών στο μυστήριο. Την ίδια ώρα ο Ιερέας κρατάει στα χέρια του το Ευαγγέλιο και σταυρώνει με αυτό την Αγία Τράπεζα.
Ο λαός απαντάει: «Αμήν». Είναι μια εβραϊκή λέξη που σημαίνει «ας γίνει» ή «πραγματικά, αληθινά».
 
Τα ειρηνικά
 
Στη συνέχεια, ο διάκονος όρθιος μπροστά στην Ωραία Πύλη μοιάζει με άγγελο που καλεί τον λαό να προσευχηθεί.
Αρχίζει με την αίτηση για την ειρήνη, γιατί χωρίς αυτήν είναι αδύνατη η προσευχή.
Και οι πιστοί αναφωνούν νοερά, μαζί με τον χορό* που ψάλλει: «Κύριε ελέησον»(=Κύριε, ελέησέ μας).
Όρθιος μπροστά στην Ωραία Πύλη, κρατώντας πάντα ανασηκωμένο το οράριο σαν απλωμένη αγγελική φτερούγα, ο διάκονος παρακινεί τον λαό σε προσευχή
για την «άνωθεν ειρήνη» και την σωτηρία των ψυχών τους,
για την ειρήνη όλου του κόσμου, για να είναι ακλόνητες οι άγιες Εκκλησίες του Θεού και για την ένωση όλων των ανθρώπων,
για τον ιερό ναό και όσους μπαίνουν μέσα σ’ αυτόν με πίστη, ευλάβεια και φόβο Θεού,
για τον Αρχιεπίσκοπο,
για το έθνος μας, τους άρχοντες και τον στρατό,
για την πόλη ή το χωριό, όπου τελείται η Λειτουργία,
για να είναι ευνοϊκές οι καιρικές συνθήκες, για να δώσει η γη πλούσιους καρπούς και για χρόνια ειρηνικά,
για τους ταξιδιώτες, τους αρρώστους, τους κουρασμένους, τους αιχμαλώτους
για να απαλλαγούμε όλοι μας από κάθε οργή, κίνδυνο και δύσκολη περίσταση.
Για να δείξει την αδυναμία των προσευχών μας, ο διάκονος στρέφεται στις μορφές της Θεοτόκου και των Αγίων, στο Τέμπλο, και καλεί τους πιστούς να θυμηθούν εκείνους που ήξεραν να προσεύχονται καλύτερα από εμάς, και που τώρα παρακαλούν για μας στους ουρανούς. Μας καλεί επίσης να προσφέρουμε ο καθένας τον εαυτό του κι ο ένας τον άλλον, καθώς και όλη τη ζωή μας στον Χριστό και Θεό μας.
(Νικολάι Βασιλίεβιτς Γόγκολ,
«Στοχασμοί Στη Θεία Λειτουργία» – Διασκευή)
Η ειρήνη
«Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν!
Ειρήνη πάσι!
Πολύ συχνά ακούμε στον ναό εκφωνήσεις και ευχές που μιλούν για την ειρήνη. Μας υπενθυμίζουν ότι βρισκόμαστε στον οίκο του Θεού της ειρήνης και ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι το βασίλειο της ειρήνης. Γι’ αυτό κάθε πιστός πρέπει να βιώνει την ειρήνη στις σχέσεις του προς τον Θεό, προς τους ανθρώπους και προς τον ίδιο τον εαυτό του.
Προς τον Θεό, με τη διαρκή μετάνοια και την τήρηση των εντολών Του.
Προς τους ανθρώπους, με την αγάπη, την υπομονή, την πραότητα, την ανοχή, την σπλαγχνικότητα.
Και προς τον εαυτό του, με την υπακοή στην φωνή της συνειδήσεώς του.
Ας θυμόμαστε πάντα την συμβουλή του Αποστόλου: «Να Επιδιώκετε Την Ειρήνη Με Όλους. Επιδιώκετε Και Την Αγιότητα, Χωρίς Την Οποία Κανείς Δεν Θ’ Αντικρύσει Τον Κύριο» (Εβρ. 12,14).
(Άγιος Ιωάννης Της Κροστάνδης)
 
Τα «αντίφωνα»
 
Είναι στίχοι από ψαλμούς, που συνοδεύονται από έναν ύμνο («εφύμνιο»).
Ψάλλονται «κατ’ αντιφωνίαν», δηλαδή κάποιος απαγγέλει τον στίχο και στη συνέχεια, όλος ο χορός ψέλνει το «εφύμνιο».
Τα αντίφωνα είναι τρία.
 Το πρώτο έχει σαν εφύμνιο το: «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς».
Το εφύμνιο του δευτέρου είναι: «Σώσον ημάς, Υιέ Θεού, ο αναστάς εκ νεκρών, ψάλλοντάς Σοι: Αλληλούια».
Το εφύμνιο του τρίτου είναι το απολυτίκιο της ημέρας.
Τρεις φορές επαναλαμβάνεται η μικρή συναπτή : «’Ετι και έτι εν ειρήνη….», «Αντιλαβού, σώσον…», «Της Παναγίας αχράντου…». Δεν είναι επανάληψη παλαιών ή των ίδιων αιτήσεων, αλλά είναι αναζήτηση καινούργιων εμπειριών. Ξανά και ξανά λοιπόν ζητάμε το έλεος Του, γιατί είναι απερίγραπτοι και απερινόητοι οι οικτιρμοί Του. Εκτός αυτών η επανάληψη μέσα στη Λατρεία και τη ζωή γενικότερα είναι σύνηθες φαινόμενο, εφ’ όσον είναι ευχάριστη η επανάληψη και ουσιώδης. Ποια μάνα δεν φιλάει ξανά και ξανά το παιδί της.
 
Η μικρή είσοδος
 
Είναι μια μικρή λιτανεία, που γίνεται στην αρχή σχεδόν της Θ. Λειτουργίας.
Η μικρή είσοδος συμβολίζει την έναρξη της δημόσιας ζωής και δράσης του Χριστού. Όταν, δηλαδή, αφού βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, άρχισε να εμφανίζεται μπροστά στα πλήθη των ανθρώπων και να τους διδάσκει τον Λόγο του Θεού.
Ενώ ψάλλεται το «γ’ αντίφωνο», που είναι το απολυτίκιο της ημέρας, ο ιερέας πλησιάζει στην αγία Τράπεζα, παίρνει το Ευαγγέλιο και το βγάζει έξω, στον λαό.
Δεν βγαίνει από την κεντρική πύλη του Ιερού Βήματος, την «Ωραία Πύλη», αλλά από την πλαϊνή.
Ο Ιερέας κρατάει στα χέρια του το Ιερό Ευαγγέλιο. Είναι το πιο ιερό βιβλίο για την Εκκλησία μας. Βρίσκεται πάντοτε πάνω στην Αγία Τράπεζα. Περιέχει αποσπάσματα από τα τέσσερα ευαγγέλια, δηλ. τα κείμενα στα οποία οι τέσσερις Ευαγγελιστές (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης) κατέγραψαν τη ζωή και τη διδασκαλία του Χριστού.
Κρατάει μάλιστα το Ευαγγέλιο μπροστά από το πρόσωπό του. Δείχνει ότι δεν περνάει ανάμεσά μας αυτός, αλλά ο Κύριος που σε λίγο θα μας διδάξει.
Μπροστά από τον Ιερέα πηγαίνουν παιδιά με λαμπάδες και εξαπτέρυγα. Η λαμπάδα στην Μικρή Είσοδο συμβολίζει τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Αυτός προχώρησε μπροστά από τον Χριστό, για να ετοιμάσει το δρόμο Του. Κήρυττε στους ανθρώπους ότι «Να, Έφτασε Η Βασιλεία Των Ουρανών».
 
Μόλις φτάσει στο κέντρο του ναού ο ιερέας αναφωνεί: «Σοφία. Ορθοί». Διακηρύσσει έτσι ότι η Σοφία του Θεού φανερώθηκε στον κόσμο με το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Με το «Ορθοί» καλεί όλους να σταθούν ευλαβικά όρθιοι.
Ύστερα όλοι μαζί ψέλνουμε: «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ. Σώσον ημάς, Υιέ Θεού, ο αναστάς εκ νεκρών, ψάλλοντάς Σοι: Αλληλούια».
Δηλαδή: «Ελάτε, Ας Προσκυνήσουμε Κι Ας Λατρεύσουμε Τον Χριστό. Σώσε Μας, Υιέ Του Θεού, Εσύ Που Αναστήθηκες Από Τους Νεκρούς, Εμάς Που Σου Ψέλνουμε: Αλληλούια».
Στη συνέχεια μπαίνει πάλι στο Ιερό Βήμα. Οι ψάλτες ψέλνουν τα απολυτίκια της εορτής ή του αγίου, που τιμά η Εκκλησία την ημέρα εκείνη. Κι ακόμη, το απολυτίκιο του Αγίου, στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός και το κοντάκιο της εορτής.
Σε λίγο ψέλνουμε τον Τρισάγιο Ύμνο, δηλαδή το «Άγιος ο Θεός, άγιος Ισχυρός, άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς».
Αυτό σημαίνει: «Άγιος Είσαι Ο Θεός, Άγιος Και Ισχυρός, Άγιος Και Αθάνατος. Ελέησέ Μας».
 
Τα αναγνώσματα
 
Στη συνέχεια, ο αναγνώστης θα διαβάσει τον Απόστολο, δηλαδή ένα κομμάτι από τις επιστολές που έγραψαν οι Απόστολοι σε διάφορες Εκκλησίες ή από τις «Πράξεις των Αποστόλων».
Όταν τελειώσει και ο Απόστολος, ο Ιερέας θα εμφανισθεί στην Ωραία Πύλη. Θα κρατάει και πάλι το Ευαγγέλιο, ανοιχτό αυτή τη φορά.
Μπορούμε να δούμε ότι στο κάλυμμα του βιβλίου από την μία πλευρά είναι σκαλισμένη η εικόνα της Σταύρωσης και από την άλλη, της Ανάστασης.
Τώρα οι πιστοί ακούν ένα απόσπασμα από το ιερό αυτό βιβλίο, που θα το διαβάσει ο Ιερέας.
«Με τα κεφάλια σκυμμένα ευλαβικά, προσέχοντας το Ευαγγέλιο, όλοι αγωνίζονται να δεχθούν μέσα τους τον σπόρο του θείου Λόγου. Τον σπόρο που σπέρνει ο ουράνιος σποριάς με το στόμα του Ιερέα Του στις καρδιές τους. Όχι όμως στις καρδιές εκείνες, που ο Σωτήρας παρομοίασε με τη γη δίπλα στο δρόμο, όπου, αν και έπεσε ο σπόρος, καταπατήθηκε και τα πετεινά του ουρανού, δηλ. οι κακές σκέψεις μας, τον κατέφαγαν.
 Ούτε στις καρδιές που μοιάζουν με πέτρινο έδαφος, όπου μολονότι δέχονται μετά χαράς τον σπόρο του λόγου, αυτός δεν βγάζει βαθειές ρίζες –γιατί είναι καρδιές χωρίς βάθος κι ο σπόρος μόλις βλαστήσει ξεραίνεται. Ούτε και στις καρδιές που μοιάζουν με γη γεμάτη αγκάθια (τις φροντίδες και τις μέριμνές μας), που πνίγουν τον σπόρο μόλις φυτρώσει. Καρποφορεί μόνο στις καρδιές που μοιάζουν με την καλή γη και δίνουν καρπό, άλλη εκατό φορές περισσότερο, άλλη εξήντα και άλλη τριάντα».
(Νικολάι Γκόγκολ, Στοχασμοί Στη Θεία Λειτουργία)
 
Η Λειτουργία των πιστών
 
Στα παλιά χρόνια, που οι Χριστιανοί βαπτίζονταν σε μεγάλη ηλικία, όσοι δεν είχαν βαπτισθεί ακόμη, αλλά πήγαιναν στη Θεία Λειτουργία για να ακούσουν τον Λόγο του Θεού –οι Κατηχούμενοι– έφευγαν από το ναό μετά το Ευαγγέλιο, μόλις τελείωνε ο Ιερέας το κήρυγμα. Έμεναν τότε μόνο οι βαπτισμένοι Χριστιανοί, οι Πιστοί. Αυτοί μόνο μπορούσαν να συμμετέχουν στη Θεία Λειτουργία και όταν θα ερχόταν η ώρα, να κοινωνούν.
Έτσι, μετά το Ευαγγέλιο αρχίζει το μέρος της Θείας Λειτουργίας, που ονομάζεται Λειτουργία των Πιστών.
Από το σημείο αυτό δεν επιτρέπεται να φεύγει κανείς από το ναό. Όλοι θα μείνουν μέχρι το τέλος της Θ. Λειτουργίας!
Ο ψάλτης αρχίζει τον Χερουβικό Ύμνο, που καλεί τους πιστούς να ξεχάσουν κάθε φροντίδα την ώρα εκείνη, γιατί θα υποδεχθούν τον Βασιλιά των Όλων, μαζί με στρατιές Αγγέλων.
Την ώρα εκείνη ο Ιερέας απλώνει πάνω στην Αγία Τράπεζα το Ειλητό, ένα μεταξωτό πανί, που εικονίζει την ταφή του Κυρίου. Πάνω σ’ αυτό το πανί θα τοποθετηθούν, μετά τη Μεγάλη Είσοδο, ο άγιος Δίσκος (που περιέχει τον Αμνό και τις μερίδες της Παναγίας, των Αγίων και όλων των πιστών) και το Άγιο Ποτήριο (που περιέχει κρασί και λίγο νερό). Ύστερα, βγαίνει στην Ωραία Πύλη και θυμιάζει όλους τους πιστούς για να θυμίσει σε όλους πως πρέπει να κατευθύνουν την προσευχή τους σαν θυμίαμα μπροστά στον Κύριο, λέγοντας τον 50ο ψαλμό του Δαυίδ, δηλαδή τον ψαλμό της μετανοίας. Το θυμίαμα αυτό συμβολίζει τη σμυρναλόη του Νικοδήμου. Πριν πάρει στα χέρια του ο Λειτουργός τα τίμια Δώρα, ζητά συγγνώμη από τους τυχόν συλλειτουργούς του Ιερείς, και κατόπιν βγαίνει στην Ωραία Πύλη και ζητά συγγνώμη από το λαό.
 
Η Μεγάλη Είσοδος
 
Ο Ιερέας ξεκινάει από την Προσκομιδή και, κρατώντας τον Άγιο Δίσκο και το Άγιο Ποτήριο, περνάει ανάμεσα από τους πιστούς και από την Ωραία Πύλη μπαίνει στο Ιερό Βήμα για να τα τοποθετήσει πάνω στην Αγία Τράπεζα και να τα σκεπάσει με ένα τετράγωνο ύφασμα, τον «Αέρα», που συμβολίζει το λίθο που σφράγισε τον Πανάγιο Τάφο.
Η λιτανεία αυτή συμβολίζει την είσοδο του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα για το πάθος και την πορεία του Κυρίου προς τον Γολγοθά και τον Πανάγιο Τάφο (δηλαδή την εναπόθεση Του στην Αγία Τράπεζα). Λέγεται «Μεγάλη Είσοδος» διότι πλησιάζει η τέλεση του μεγάλου Μυστηρίου. Το θυμίαμα κατά την Μεγάλη Είσοδο συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα με τη φωτιά του θυμιατού και τον ευωδιαστό καπνό του θυμιάματος. Το θυμίαμα μετά την απόθεση των τιμίων Δώρων επάνω στο Αντιμήνσιο και την κάλυψη τους με τον Αέρα, υποδηλώνει τα αρώματα των Μυροφόρων. Σε ορισμένους ναούς και στα μοναστήρια, μετά την Μεγάλη Είσοδο, κλείνονται πρώτα τα Βημόθυρα (οι ξύλινες μικρές πόρτες της Ωραίας Πύλης), που σημαίνουν την κάθοδο στον Άδη, και κατόπιν το καταπέτασμα (η κουρτίνα της Ωραίας Πύλης), που υποδηλώνει την εγκατάσταση της κουστωδίας.
 
Συναπτή Τιμίων Δώρων
 
Ύστερα από τη Μεγάλη Είσοδο ακολουθούν οι «Αιτήσεις». Με αυτές ο Ιερέας μας καλεί να ζητήσουμε από τον Κύριο ειρηνική και χωρίς αμαρτίες την ημέρα μας, Άγγελο φύλακα από κάθε κακό, συγχώρηση των αμαρτιών μας, τα καλά και ωφέλιμα για τις ψυχές μας και ειρήνη στον κόσμο και άλλα πνευματικά αγαθά. Κι εμείς, σε κάθε αίτηση, απαντάμε: «Παράσχου, Κύριε» (δηλαδή, «Χάρισέ μας, Κύριε»).
Κατόπιν μας προτρέπει να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλο. Στηρίζεται στα λόγια του Χριστού, σύμφωνα με τα οποία δεν είναι δυνατόν να προσφέρει κανείς το δώρο του στον Θεό, αν προηγουμένως δεν έχει συγχωρεθεί με τον αδελφό του.

Σύμβολο της Πίστεως

Πλησιάζει μετά η ομολογία της πίστεως, όταν δηλαδή όλοι μαζί θα πούμε το «Πιστεύω». Γι’ αυτό ακολουθεί το παράγγελμα του διακόνου: «Τας θύρας, τας θύρας! Εν σοφία πρόσχωμεν». Στα παλιά χρόνια οι θυρωροί έπρεπε να προσέχουν τις πόρτες, μήπως μπει στο ναό κάποιος κατηχούμενος ή άπιστος.
Ενώ απαγγέλουμε το Σύμβολο της Πίστεως, ο Ιερέας ξεσκεπάζει τα τίμια Δώρα και ανακινεί πάνω τους τον «Αέρα». Αυτό συμβολίζει την πνοή του Αγίου Πνεύματος, που σε λίγο θα τα καθαγιάσει.
 
Αγία Αναφορά
 
Μετά καλούμαστε να σταθούμε με ευλάβεια και σεβασμό: «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου…». Τώρα θα προσφέρουμε στο Θεό το μεγάλο Μυστήριο, δείγμα λατρείας και αφοσίωσης.
Ο Ιερέας αρχίζει να απαγγέλλει τη μεγάλη ευχή του Καθαγιασμού των τιμίων Δώρων. Με αυτήν ευχαριστεί τον Θεό για όσα μας έχει δώσει και ιδίως, γιατί έστειλε τον Μονογενή Υιό Του που μας παρέδωσε το μεγάλο Μυστήριο.
Στο σημείο αυτό εκφωνεί τα λόγια, με τα οποία ο Κύριος συνέστησε το Μυστήριο στη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου:
«Λάβετε, φάγετε, τούτο μου εστί το Σώμα, το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών» -δηλαδή, «Λάβετε και φάγετε, αυτό είναι το Σώμα μου, που για χάρη σας κομματιάζεται, για τη συγχώρεση των αμαρτιών σας». Την ώρα αυτή ο Ιερέας δείχνει το ψωμί, που σε λίγο θα γίνει Σώμα Χριστού.
Και μετά από λίγο, δείχνει το Άγιο Ποτήριο με το κρασί και λέει:
«Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το Αίμα μου, το της Καινής Διαθήκης, το υπέρ ημών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» -δηλαδή, «Πιείτε απ’ αυτό όλοι, αυτό είναι το Αίμα μου, το αίμα της Καινής Διαθήκης, που χύνεται για σας και για όλους, για την άφεση των αμαρτιών σας».
Και καταλήγει ο Ιερέας, υψώνοντας μαζί τον Άγιο Δίσκο και το Άγιο Ποτήριο: «Τα σα εκ των σων σοί προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα» -δηλαδή, «αυτά τα δικά Σου Δώρα προσφέρουμε σ’ Εσένα σε κάθε καιρό και για όλες τις ευεργεσίες Σου».
Και ακολουθεί η μεγάλη στιγμή. Ο Ιερέας παρακαλεί τον Θεό να στείλει το Άγιο Πνεύμα στα τίμια Δώρα και να τα μεταβάλει σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Ο Ιερέας ευλογεί με το σημείο του Σταυρού πάνω από τον Άγιο Άρτο, λέγοντας: «Και ποίησον τον μεν άρτον τούτον τίμιον σώμα του Χριστού σου. Αμήν» -δηλαδή, «Και κάνε αυτόν τον Άρτο, το ίδιο το τίμιο Σώμα του Χριστού Σου. Αμήν».
Και μετά ευλογεί πάνω από το Άγιο Ποτήριο, λέγοντας: «Το δε εν τω Ποτηρίω τούτω τίμιον αίμα του Χριστού σου. Αμήν» -που σημαίνει: «Κι αυτό που είναι μέσα σε τούτο το Ποτήριο, (κάνε το) το ίδιο το τίμιο Αίμα του Χριστού Σου. Αμήν».
Και στη συνέχεια, ευλογώντας σταυρωτά τον Άγιο Άρτο και το Άγιο Ποτήριο, ο Ιερέας λέει: «Μεταβαλών τω Πνεύματί Σου τω Αγίω. Αμήν, αμήν, αμήν» -δηλαδή, «Αφού τα μεταβάλεις με το Πνεύμα Σου το Άγιο. Αμήν, αμήν, αμήν».
Έτσι γίνεται το θαύμα της μεταβολής του ψωμιού και του κρασιού, που προσέφεραν οι Χριστιανοί, στο ίδιο το Σώμα και το ίδιο το Αίμα του Χριστού. Πόσο μεγάλη είναι η τιμή που μας γίνεται, να παρευρισκόμαστε στο μεγάλο αυτό θαύμα!
Την ίδια ώρα οι πιστοί ψάλλουν: «Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν, σοί ευχαριστούμεν, Κύριε, και δεόμεθά σου ο Θεός ημών» -που σημαίνει: «Εσένα υμνούμε, Εσένα ευλογούμε, Εσένα ευχαριστούμε, Κύριε, και Σε παρακαλούμε, Θεέ μας».
Μετά τον Καθαγιασμό των τίμιων Δώρων, ο Ιερέας μνημονεύει όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Πρώτα τους Αγίους –και εξαιρετικά την Θεοτόκο. Ύστερα τους κεκοιμημένους Χριστιανούς. Τέλος, τους ζωντανούς, με πρώτον τον Αρχιεπίσκοπο. Και για να μη μείνει κανείς έξω από το μεγάλο Δείπνο, στο τέλος ζητάει από τον Κύριο να θυμηθεί: «και ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει και πάντων και πασών» -δηλαδή, «και όλους όσους έχει στο νου του ο καθένας, άντρες και γυναίκες».
 
Δίπτυχα
 
Μετά τον Καθαγιασμό των τίμιων Δώρων, ο Ιερέας μνημονεύει όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Πρώτα τους Αγίους –και εξαιρετικά την Θεοτόκο. Ύστερα τους κεκοιμημένους Χριστιανούς. Τέλος, τους ζωντανούς, με πρώτον τον Αρχιεπίσκοπο. Και για να μη μείνει κανείς έξω από το μεγάλο Δείπνο, στο τέλος ζητάει από τον Κύριο να θυμηθεί: «και ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει και πάντων και πασών» -δηλαδή, «και όλους όσους έχει στο νου του ο καθένας, άντρες και γυναίκες».
Σε λίγο, αρχίζει η προετοιμασία για την Θεία Κοινωνία.
Όταν ο Ιερέας παύσει να μνημονεύει τα ονόματα των πιστών, βγαίνει στην Ωραία Πύλη και ευλογεί όλο το εκκλησίασμα με τον Τίμιο Σταυρό, λέγοντας: «Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων υμών», δηλαδή: «Και ας είναι οι δωρεές του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού μαζί με όλους σας». Και οι πιστοί απαντούν: «Και μετά του πνεύματός σου» -«Και με το δικό σου πνεύμα».
Και τότε, αμέσως αρχίζει η προετοιμασία για την Θεία Κοινωνία.
 
Με μια σειρά δεήσεις μπροστά από τα καθαγιασμένα ήδη Τίμια Δώρα, ο Ιερέας παρακαλεί τον Θεό να αξιώσει αυτόν και τους πιστούς να μεταλάβουν τα άχραντα μυστήρια. Και ο λαός απαντά: «Κύριε ελέησον» ή «Παράσχου Κύριε».
 
Η Κυριακή Προσευχή
 
Τότε απαγγέλουν όλοι μαζί την «Κυριακή προσευχή», δηλ. την προσευχή που δίδαξε ο Κύριος στους μαθητές του, πάνω σε ένα ύψωμα της Γαλιλαίας:
Με την Κυριακή προσευχή, το Πάτερ ημών δηλαδή, οι πιστοί παρακαλούν τον Θεό, που τον ονομάζουν Πατέρα τους:
Να δοξάζεται το όνομα του Θεού σε όλους τους ανθρώπους, με τα λόγια και τα έργα των πιστών Του
Να έρθει η Βασιλεία του Θεού στις ψυχές όλων των ανθρώπων
Να εφαρμόζεται από όλους τους ανθρώπους το άγιο θέλημα του Θεού
Να δώσει ο Θεός «τον επιούσιο άρτο», δηλ. όλα όσα είναι αναγκαία για την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου, και πρώτα απ’ όλα το ίδιο το Σώμα και το Αίμα Του
Να συγχωρήσει τις αμαρτίες τους, με την προϋπόθεση ότι κι αυτοί θα συγχωρούν τις αμαρτίες των άλλων
Να μην επιτρέψει να βρεθούν σε περιστάσεις που θα τους εκθέσουν στον κίνδυνο της αμαρτίας.
Και στο τέλος, ομολογούν –με το στόμα του Ιερέα- ότι ο Θεός μπορεί να τους δώσει όλα αυτά γιατί είναι ο αιώνιος βασιλιάς και ο Παντοδύναμος Θεός, που προστατεύει και βοηθά τους ανθρώπους.
 
Κοινωνικό
 
Στη συνέχεια ο Ιερέας ευλογεί τους πιστούς, λέγοντας: «Ειρήνη πάσι» -«Ειρήνη σε όλους»- και σε λίγο τους λέει: «Πρόσχωμεν» -«Ας προσέξουμε».
Αμέσως ύστερα, υψώνει τον Άγιο Άρτο και αναφωνεί: «Τα άγια τοις αγίοις»-δηλαδή, «Τα άγια Δώρα είναι για τους αγίους». Εννοεί με αυτό ότι πρέπει να είναι άγιοι όσοι θα δεχτούν μέσα τους το Άγιο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Ότι δηλαδή πρέπει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι και καθαρισμένοι από τις αμαρτίες τους για να κοινωνήσουν. Και βέβαια, ο Χριστιανός καθαρίζεται από τις αμαρτίες όταν τις ακουμπά στο επιτραχήλιο του Πνευματικού, στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολόγησης, αφού πρώτα μετανοήσει (μετανοιώσει) ειλικρινά γι’ αυτές. Τότε κλείνει η Ωραία Πύλη.
Ο Ιερέας χωρίζει σε 4 μέρη τον Άγιο Άρτο. Το πρώτο από αυτά τα μέρη το ρίχνει μέσα στο Άγιο Ποτήριο, που περιέχει το πανάχραντο Θείο Αίμα. Το δεύτερο το βάζει στην άκρη για να κοινωνήσουν ο ίδιος και ο διάκονος, χωριστά από το Αίμα. Και τα άλλα μέρη τα κόβει σε μικρότερα τεμάχια, ανάλογα με τον αριθμό εκείνων που θα κοινωνήσουν.
 
Μ’ αυτόν τον τεμαχισμό δεν διαιρείται το Σώμα του Χριστού. Και στο μικρότερο κομματάκι απ’ αυτά διατηρείται ολόκληρος ο Χριστός – όπως κάθε μέλος του ζωντανού σώματος μας είναι παρούσα ψυχή, όχι μερισμένη, αλλά ενιαία και αδιαίρετη. Όπως σε ένα καθρέφτη, που αν σπάσει σε χίλια κομμάτια, τα ίδια αντικείμενα εξακολουθούν να καθρεφτίζονται ακόμα και στο μικρότερο κομμάτι. Όπως τέλος ένας ήχος διατηρείται ακέραιος και ολόκληρος έστω και αν τον ακούνε χιλιάδες αυτιά.
Ακόμη, θα ρίξει στο Άγιο Ποτήριο το «άγιο ζέον», δηλ. ζεστό νερό, που συμβολίζει την ζεστή Πίστη όσων συμμετέχουν στη Θ. Λειτουργία και τη θερμότητα του Αγίου Πνεύματος.
Ύστερα γονατίζει και διαβάζει κάποιες ευχές με τις οποίες παρακαλεί τον Κύριο να μεταλάβει αξίως. Ο ίδιος και ο διάκονος, αν υπάρχει, κοινωνούν πρώτα το Σώμα και μετά το Αίμα του Κυρίου, χωριστά. Και αφού κοινωνήσουν, βάζουν προσεκτικά ό,τι υπάρχει πάνω στον Άγιο Δίσκο, μέσα στο Άγιο Ποτήριο.
 
Στον καιρό της πρώτης Εκκλησίας, οι πιστοί κοινωνούσαν τα θεία Μυστήρια χωριστά, όπως σήμερα οι κληρικοί, παίρνοντας ο καθένας στα χέρια του το πανάχραντο Σώμα του Κυρίου, και πίνοντας ύστερα από το Ποτήριο το πανάχραντο Αίμα Του. Όταν όμως κάποιοι χριστιανοί αμαθείς και απαίδευτοι – χριστιανοί στο όνομα μόνο – άρχισαν να παίρνουν τα Τίμια Δώρα στα σπίτια τους και να τα χρησιμοποιούν σε δεισιδαιμονικές και βλάσφημες τελετές, ή και μέσα στην Εκκλησία να τα αντιμετωπίζουν με ασέβεια, δημιουργώντας θόρυβο και ταραχή, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θέσπισε να δίνονται στο λαό ενωμένα το Σώμα και το Αίμα. Και όχι μέσα στα χέρια τους, αλλά απευθείας στο στόμα, με την αγία Λαβίδα, που εικονίζει την λαβίδα εκείνη με το αναμμένο κάρβουνο, με την οποία το πύρινο Σεραφείμ άγγιξε τα χείλη του προφήτη Ησαΐα, θυμίζοντας έτσι σε όλους τι είναι αυτό που άγγιξε τα χείλη τους. Αφού κοινωνήσει πρώτα ο ίδιος και έπειτα μεταδώσει τα Θεία Δώρα και στο διάκονο, ο λειτουργός του Χριστού, εμφανίζεται σαν ένας καινούργιος άνθρωπος, καθαρισμένος με τη θεία Κοινωνία από όλα του τα αμαρτήματα, σαν αληθινά άγιος αυτή τη στιγμή και άξιος να μεταδώσει τα Θεία Δώρα στους πιστούς.
 
Θεία Κοινωνία - Θεία Μετάληψη
 
Βγαίνει στην Ωραία Πύλη, κρατώντας το Άγιο Ποτήριο και καλεί τους πιστούς λέγοντας: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» -δηλαδή, «Πλησιάστε με φόβο Θεού, πίστη και αγάπη».
Και όσοι είναι προετοιμασμένοι –καθαρισμένοι από τις αμαρτίες τους, νηστικοί εκείνο το πρωΐ, χωρίς μίσος για κάποιον αδελφό τους, με προσευχή– πλησιάζουν για να δεχθούν μέσα τους το Σωμα και το Αίμα του Χριστού. Για να γίνουν «σύσσωμοι και σύναιμοι Χριστού» -δηλ. για να έχουν το ίδιο με τον Χριστό Σώμα και το ίδιο Αίμα.
 
Ευχαριστία - Απόλυση

Μετά την Θ. Κοινωνία ψέλνουν όλοι το «Είδομεν το φως το αληθινόν…», έναν ύμνο για το Άγιο Πνεύμα, με τον οποίο ομολογούν την πίστη τους στην Αγία Τριάδα και την δοξολογούν, με αφορμή το μεγάλο μυστήριο που τελέσθηκε με τη δύναμη του Τριαδικού Θεού και στο οποίο όλη η Εκκλησία συμμετείχε.
Όλοι οι πιστοί ευχαριστούν τον Θεό, για το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, το οποίο κοινώνησαν. Και βέβαια, εννοείται ότι κανείς δεν φεύγει πριν ευχαριστήσει τον Θεό για τα μεγάλα αυτά Δώρα. Αλλιώς μοιάζει με τον Ιούδα, που έφυγε από τον Μυστικό Δείπνο, αμέσως μόλις έλαβε από τον Άρτο.
Οι πιστοί, γεμάτοι ευγνωμοσύνη στον Κύριο για την Θεία Κοινωνία και για τις πλούσιες ευλογίες ψέλνουν τον ύμνο του Ιώβ: «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος» -«Ας είναι το όνομα του Κυρίου ευλογημένο, τώρα και πάντοτε».
 
Ύστερα, ο Ιερέας ευλογεί τους πιστούς και κάνει την απόλυση. Τώρα οι πιστοί μπορούν να απολυθούν εν ειρήνη, δηλαδή να αποχωρήσουν από το ναό με την ειρήνη του Θεού, για να πάνε στο σπίτι τους να … συνεχίσουν την Θεία Λειτουργία. Όχι απαραίτητα να ψάλλουν, αλλά με την συμπεριφορά τους από εκεί και στο εξής  να φέρονται όπως αρμόζει σε όποιον κατοικεί μέσα του ο Χριστός. Να μεταφέρουν τον αγιασμό που δέχθηκαν σε όλους τους γύρω τους, στους οποίους βέβαια θα φέρονται με την αγάπη του Χριστού, που πρώτα στην Θ. Λειτουργία έζησαν.
Όσοι δεν κοινώνησαν, στο τέλος παίρνουν αντίδωρο από το χέρι του Ιερέα. Αντίδωρο είναι αυτό που δίνεται αντί για το δώρο, την Θ. Ευχαριστία. Ο καθένας, παίρνοντας ένα κομμάτι αντίδωρο, πρέπει να το δέχεται σαν ψωμί από το συμπόσιο εκείνο, όπου ο ίδιος ο Δημιουργός μίλησε στον λαό Του, και να το τρώει με ευλάβεια, θεωρώντας όλους τους ανθρώπους γύρω του σαν αληθινά και πολυαγάπητα αδέρφια του. Και, σύμφωνα με την αρχαία συνήθεια, πρέπει να το φάει πριν από κάθε άλλη τροφή. Μπορεί ακόμη να το πάρει στο σπίτι, στην οικογένειά του, ή να το προσφέρει σε αρρώστους, σε φτωχούς και σε κάθε άλλον, που για οποιονδήποτε λόγο δεν μπόρεσε να έρθει στην εκκλησία για την Λειτουργία.
Αλλά Και Όποιος Κοινώνησε Προσέχει, Σύμφωνα Με Την Παλαιά Ευλαβική Συνήθεια, Να Μην Φτύσει Την Ημέρα Εκείνη. Το Αίμα Του, Είπαμε, Έχει Γίνει Ένα Με Του Χριστού Το Αίμα Και Στο Στόμα Του Ενδέχεται Να Βρίσκεται Ακόμη Κάποιο Μικρό Κομμάτι Αγίου Άρτου, Που Ωστόσο Είναι Ολόκληρο Του Χριστού Το Σώμα.
Και βέβαια, δεν συμμετέχουμε στα άχραντα μυστήρια μόνο κάθε… Χριστούγεννα και Πάσχα. Σίγουρα, αν δεν κοινωνήσουμε σ’ αυτές τις μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας μας, τα κοσμικά τραπέζια και τα πανηγύρια μόνο δεν έχουν κανένα νόημα. Δεν γεννιέται μέσα μας ο Χριστός ούτε ζούμε την Ανάστασή Του. Μόνο με την Θεία Κοινωνία γίνεται αυτό.
Η συμμετοχή μας, ωστόσο, να είναι όσο γίνεται πιο τακτική. Εννοείται, με την ευλογία του πνευματικού μας και μετά από κατάλληλη προετοιμασία. Όσο συχνότερα μπορεί κανείς να παίρνει μέρος σ’ αυτό το ιερό πανηγύρι της Αγάπης.
 
Διακόνημα