ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ- ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΤΩΧΟΝ ΛΑΖΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟΝ!

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή Ε’ Λουκά: Εις τον πτωχόν Λάζαρον και τον πλούσιον 

(Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, κεφ. ιστ΄, χωρία 19 έως 31)

Αποσπάσματα από τις ομιλίες α΄ έως και ζ΄ «Εις τον πτωχόν Λάζαρον και τον πλούσιον» του αγίου Ιωάννου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, σχετικά με την ευαγγελική περικοπή για την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. 

[…] Ήταν, λέγει, κάποιος άνθρωπος πλούσιος, που ζούσε μέσα σε πολλή κακία, δεν είχε λάβει πείρα καμιάς συμφοράς, αλλά τα πάντα έρρεαν ομαλά γι΄ αυτόν όπως το νερό στις πηγές. Το ότι πράγματι καμία συμφορά δεν του συνέβαινε, ούτε αφορμή για στενοχώρια, ούτε καμία ανωμαλία βιωτική, αυτό ακριβώς ο Κύριος το υπαινίχτηκε με αυτό που είπε ότι «ευφραινόταν καθημερινά». Και ότι ζούσε με κακία, γίνεται φανερό και από το τέλος που είχε και πριν από το τέλος του από την περιφρόνηση που έδειξε στον φτωχό. Και το ότι δεν ελεούσε όχι μόνο εκείνον που στεκόταν στην πόρτα του, αλλά ούτε και κανένα άλλον, εκείνος ο ίδιος το έδειξε. Διότι εάν αυτόν που ήταν διαρκώς ριγμένος μπροστά στην πόρτα του και βρισκόταν μπροστά στα μάτια του κάθε ημέρα, και αναγκαζόταν μια και δύο και πολλές φορές να τον βλέπει εισερχόμενος και εξερχόμενος (καθόσον δεν τον συναντούσε σε καμιά συνοικία, ούτε βρισκόταν σε κρυφό και απόμερο τόπο, αλλά εκεί από όπου συνεχώς έμπαινε και έβγαινε ο πλούσιος και αναγκαζόταν έτσι και χωρίς να το θέλει να τον βλέπει), εάν λοιπόν αυτόν δεν ελέησε, που βρισκόταν κατάκοιτος σε τόσο φοβερό κατάντημα και ζούσε μέσα σε τόσο μεγάλη δυστυχία, ή καλύτερα που ταλαιπωριόταν σε όλη του τη ζωή από αρρώστια, και μάλιστα από πολύ φοβερή αρρώστια, για ποιον που θα τύχαινε να συναντήσει θα συγκινούνταν ποτέ; Διότι κι αν την προηγούμενη ημέρα τον προσπέρασε, την επόμενη φυσικό ήταν κάποια συγκίνηση να αισθανόταν· αλλά εάν και κατ΄αυτήν αδιαφόρησε, έπρεπε την τρίτη ή την τέταρτη ή την επόμενη οπωσδήποτε να λύγιζε συγκινούμενος, ακόμα κι αν ήταν αγριότερος από τα θηρία.

Όμως δεν αισθάνθηκε τίποτα παρόμοιο· […] πολλές φορές την ημέρα ο πλούσιος τον έβλεπε να είναι εκεί κατάκοιτος και σιωπηλός, και αυτό ήταν αρκετό να μαλακώσει ακόμη και κάποιον με πέτρινη καρδιά. Διότι πολλές φορές, όταν μας ενοχλούν θυμώνουμε, όταν όμως δούμε αυτούς που χρειάζονται την βοήθειά μας να στέκονται σιωπηλοί και να μη λένε τίποτα, αλλά παρά το ότι πάντοτε δεν πετυχαίνουν, όμως δεν παραπονούνται, επειδή όμως δεν μας δυσαρεστούν, αλλά στέκονται μόνο σιωπηλοί μπροστά μας, κι αν ακόμα είμαστε πιο αναίσθητοι κι από τις πέτρες, κατασυγκινούμαστε, αισθανόμενοι ντροπή για τη μεγάλη τους επιείκεια και πραότητα. Αλλά και κάτι άλλο όχι μικρότερο από αυτά ήταν, το ότι και η εμφάνιση του φτωχού Λαζάρου ήταν ελεεινή, εξαιτίας της πείνας και της μακροχρόνιας αρρώστιας. Και όμως τίποτε από αυτά δεν ημέρωσε και δε μαλάκωσε εκείνον τον ανήμερο.

Πρώτη λοιπόν κακία είναι αυτή, η σκληρότητα και απανθρωπιά που δεν υπάρχει μεγαλύτερη· διότι δεν είναι το ίδιο, το να μην βοηθάς αυτούς που έχουν ανάγκη επειδή είσαι φτωχός, και το να αδιαφορείς για τους άλλους που λιώνουν εξαιτίας της πείνας, τη στιγμή που απολαμβάνεις τόση πολυτέλεια. Πάλι δεν είναι το ίδιο το να προσπεράσεις τον φτωχό που τον είδες μια ή δυο φορές, με το να τον βλέπεις κάθε ημέρα και να μην σε διεγείρει σε συμπάθεια και φιλανθρωπία το αδιάκοπο αυτό θέαμα. Πάλι δεν είναι το ίδιο το να μη βοηθάς τους πλησίον, όταν εσύ βρίσκεσαι μέσα στις συμφορές και στις θλίψεις και σε κακή ψυχική διάθεση, με το να προσπερνάς τους άλλους που λιώνουν από την πείνα, τη στιγμή που απολαμβάνεις τόση ευφροσύνη και αδιάκοπη καλοπέραση, και να κλείνεις τα σπλάχνα σου και να μη γίνεσαι περισσότερο φιλάνθρωπος ούτε εξαιτίας αυτής της χαράς από την καλοπέραση. Διότι ασφαλώς το γνωρίζετε αυτό, ότι κι αν ακόμη είμαστε αγριότεροι από όλους, έχουμε πλασθεί από τη φύση μας να γινόμαστε ημερότεροι και αγαθότεροι όταν ζούμε μέσα σε καλοπέραση. Όμως εκείνος ο πλούσιος της παραβολής ούτε εξαιτίας της υπερβολικής καλοπέρασής του έγινε καλύτερος αλλά παρέμενε άγριος σαν θηρίο, ή, καλύτερα, και κάθε θηρίου μάλλον την αγριότητα και την απανθρωπιά ξεπέρασε με τους τρόπους του.

[…] Ο πλούσιος λοιπόν ζούσε μέσα σε τόση κακία και κάθε ημέρα διασκέδαζε και ντυνόταν με λαμπρά ενδύματα, ανάβοντας φοβερότερη κόλαση για τον εαυτό του και κάνοντας μεγαλύτερη για τον εαυτό του την φωτιά και απαρηγόρητη την καταδίκη και ασυγχώρητη την τιμωρία. Αντίθετα ο φτωχός ήταν ριγμένος μπροστά στην πόρτα του και ούτε απελπίστηκε, ούτε βλασφήμησε, ούτε αγανάκτησε· δεν είπε στον εαυτό του, αυτό που λένε πολλοί· «Τι άραγε σημαίνει αυτό; Αυτός που ζει με την κακία και τη σκληρότητα και την απανθρωπιά τα απολαμβάνει όλα περισσότερο από ό,τι πρέπει, και ούτε λύπη υπομένει ούτε κανένα άλλο ξαφνικό κακό από τα πολλά που συμβαίνουν στους ανθρώπους, αλλά και την ηδονή καθαρή την απολαμβάνει· ενώ εγώ δεν μπορώ να απολαύσω ούτε την απαραίτητη τροφή. Σε αυτόν, ενώ δαπανά όλα τα υπάρχοντά του σε παρασίτους και σε κόλακες και στη μέθη, του τρέχουν όλα άφθονα σαν από πηγές, ενώ εγώ, που λιώνω από την πείνα, γίνομαι παράδειγμα σε όσους με βλέπουν και ντροπή και περίγελως. Άραγε αυτά είναι έργα πρόνοιας; Άραγε επιβλέπει κάποια δικαιοσύνη τα ανθρώπινα πράγματα;». Τίποτε από αυτά δεν είπε, ούτε σκέφθηκε. Από πού φαίνεται αυτό; Από το ότι οι άγγελοι τον οδήγησαν ως τιμητική συνοδεία και τον αποκατέστησαν στην αγκαλιά του Αβραάμ· αν όμως ήταν βλάσφημος δε θα απολάμβανε τόση τιμή. Και οι πολλοί βέβαια γι’ αυτό μόνο θαυμάζουν τον άνθρωπο, διότι ήταν φτωχός· εγώ όμως σας δείχνω ότι υπέμεινε εννέα στον αριθμό δοκιμασίες, όχι για να τιμωρείται, αλλά για να γίνεται λαμπρότερος, πράγμα βέβαια που και έγινε.

Πραγματικά είναι φοβερό πράγμα και η φτώχεια, και το γνωρίζουν όσοι την έχουν δοκιμάσει· διότι κανένας λόγος δε θα μπορέσει να παραστήσει τον πόνο που υπομένουν αυτοί που ζουν στη φτώχεια και δεν γνωρίζουν να αντιμετωπίζουν την κατάσταση με φιλοσοφική διάθεση. Στην περίπτωση όμως του Λαζάρου δεν ήταν αυτό μόνο το φοβερό, αλλά και την αρρώστια είχε αναπόσπαστο σύντροφο και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Και πρόσεχε πώς δείχνει ότι κάθε μία από τις συμφορές είχε φθάσει στο έπακρο. Και το ότι η φτώχεια του Λαζάρου ξεπέρασε κάθε φτώχεια, το έδειξε λέγοντας ότι «δεν απολάμβανε ούτε τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου» (Λουκά, ιστ΄21), το ότι όμως και η αρρώστια είχε φθάσει στο ίδιο μέτρο με την φτώχεια, πέρα από το οποίο δεν ήταν δυνατό να επεκταθεί, και αυτό πάλι ο Κύριος το φανέρωσε λέγοντας ότι «τα σκυλιά έγλυφαν τις πληγές του». Τόσο πολύ εξασθενημένος ήταν, ώστε να μην μπορεί ούτε τα σκυλιά να απομακρύνει, αλλά ήταν ξαπλωμένος, ζωντανός νεκρός, και ενώ τα έβλεπε να έρχονται εναντίον του, όμως δεν είχε τη δύναμη να αμυνθεί. Σε τέτοια αδυναμία βρίσκονταν τα μέλη του, τόσο πολύ είχε φθαρεί από την αρρώστια, τόσο είχε καταβληθεί από τη δοκιμασία. Είδες πόσο πολύ του πολιορκούσαν το σώμα και η φτώχεια και η αρρώστια; Αλλά εάν το καθένα από αυτά και μόνο του είναι φοβερό και αβάσταχτο, πώς δεν ήταν διαμάντι, αυτός που τα υπέμενε ενωμένα μαζί και τα δύο;

Πολλοί πολλές φορές ασθενούν, αλλά δεν στερούνται την αναγκαία τροφή· άλλοι ζουν βέβαια στη χειρότερη φτώχεια, αλλά είναι υγιείς, και το ένα γίνεται παρηγοριά του άλλου· ενώ εδώ και τα δύο αυτά είχαν συντρέξει. Αλλά ίσως έχεις να μου αναφέρεις κάποιον, που βρίσκεται μέσα στη φτώχεια και την αρρώστια. Όμως όχι σε τόση μεγάλη ερημιά. Διότι, και εάν ακόμη δεν μπορεί να βοηθηθεί ούτε από τον εαυτό του, ούτε από τους δικούς του, όμως μπορεί να ελεηθεί απ’ αυτούς που τον βλέπουν με τον να βρίσκεται ανάμεσά τους· αλλά σ’ αυτόν τα δεινά που προαναφέραμε τα έκανε να γίνονται βαρύτερα η αδιαφορία εκείνων που τον έβλεπαν· και αυτήν πάλι την έκανε να φαίνεται βαρύτερη το ότι βρισκόταν μπροστά στην πόρτα του πλουσίου. Εάν δηλαδή αυτά τα πάθαινε βρισκόμενος στην έρημο και σε ακατοίκητο τόπο και δεν τον πρόσεχε κανείς, δε θα πονούσε τόσο· διότι τον να μην υπάρχει κανείς, θα τον έπειθε να υπομένει και χωρίς τη θέλησή του αυτά που του συνέβαιναν· το να βρίσκεται όμως ανάμεσα σε τόσους που μεθούσαν, που ευημερούσαν, και να μην βρίσκει από κανέναν ούτε την παραμικρή φροντίδα, αυτό τον έκανε να αισθάνεται πιο δυνατούς τους πόνους και του άναβε περισσότερο τη στενοχώρια. Διότι εκ φύσεως μας πληγώνουν οι συμφορές, όχι τόσο όταν δεν υπάρχουν εκείνοι που θα μας βοηθήσουν, όσο όταν υπάρχουν, αλλά δεν θέλουν να απλώσουν το χέρι τους, πράγμα βέβαια που και εκείνος τότε πάθαινε. Πράγματι κανείς δεν υπήρχε να τον παρηγορήσει με λόγια, να τον βοηθήσει με έργα, ούτε φίλος, ούτε γείτονας, ούτε συγγενής, ούτε κανείς από όσους τον έβλεπαν μέσα από όλο το διεφθαρμένο σπίτι του πλουσίου.

Επιπλέον κοντά σ’ αυτά του προξενούσε κι άλλη οδύνη και το ότι έβλεπε άλλον να ευτυχεί· όχι διότι ήταν ζηλιάρης και κακός αλλά επειδή εκ φύσεως όλοι μας, όταν οι άλλοι ευημερούν, αισθανόμαστε περισσότερο τις δικές μας συμφορές. Επιπλέον στην περίπτωση του πλουσίου υπήρχε και κάτι άλλο, που μπορούσε να τον πληγώνει. Διότι όχι μόνο, συγκρίνοντας τη δυστυχία του με δικές του ευτυχίες, αισθανόταν μεγαλύτερες τις δικές του συμφορές, αλλά κι όταν σκεφτόταν, ότι ο πλούσιος, αν και ζει με σκληρότητα και απανθρωπιά, όλα του έρχονται ευνοϊκά, ενώ αυτός, αν και ζει με αρετή και καλοσύνη, υποφέρει τα πάνδεινα· και εξαιτίας αυτού πάλι υπέμεινε απαρηγόρητα τη λύπη. Διότι, εάν ήταν δίκαιος, αν ήταν επιεικής, αν ήταν αξιοθαύμαστος ο πλούσιος άνθρωπος, εάν ήταν γεμάτος από κάθε αρετή, δε θα τον λυπούσε· τώρα όμως και στην κακία ζούσε, και είχε φθάσει στον ύψιστο βαθμό της κακίας, και τόση μεγάλη απανθρωπιά έδειχνε και έκανε ό,τι κάνουν οι ίδιοι οι εχθροί, και σαν να ήταν πέτρα, με αδιαντροπιά και ασπλαχνία τον προσπερνούσε, και μετά απ’ όλα αυτά απολάμβανε τόση μεγάλη ευημερία. Σκέψου πως φυσικό ήταν αυτός ο άνθρωπος να πνίγει την ψυχή του φτωχού σαν μέσα σε αλλεπάλληλα κύματα· σκέψου τον Λάζαρο ποιος φυσικό ήταν να είναι, βλέποντας τους παρασίτους, τους κόλακες και τους υπηρέτες να ανεβαίνουν, να κατεβαίνουν, να βγαίνουν, να μπαίνουν, να τρέχουν βιαστικά, να θορυβούν, να μεθούν, να πηδούν και να παρουσιάζουν κάθε άλλη ασέλγεια. Σαν να ήλθε δηλαδή γι’ αυτό στον κόσμο, για να βλέπει τα αγαθά, έτσι ήταν ριγμένος στην εξώπορτα, ζώντας τόσο, όσο για να αισθάνεται μόνο τις συμφορές του, για να υπομένει το ναυάγιο μέσα σε λιμάνι, και να υποφέρει η ψυχή του από φοβερότατη δίψα δίπλα στην πηγή.

Να αναφέρω μαζί με αυτά και ένα άλλο κακό; Δεν είχε να δει έναν άλλο Λάζαρο. Εμείς δηλαδή κι αν ακόμη πάθουμε μύρια κακά, όμως μπορούμε βλέποντας εκείνον να πάρουμε αρκετή παρηγοριά και να νιώσουμε μεγάλη ανακούφιση. Διότι το να βρίσκεις μετόχους στις συμφορές σου ή στα ζητήματά σου ή στις διηγήσεις σου, αυτό δίνει πολλή παρηγοριά σε όσους πονούν. Ενώ εκείνος δεν είχε να δει κανέναν άλλον που να υπέφερε τα ίδια με αυτόν· ή καλύτερα ούτε είχε ακούσει ότι κάποιος από τους προγόνους του είχε τόσα πολλά υποφέρει. Και αυτό ήταν ικανό να του σκοτώσει την ψυχή. Μπορώ μαζί μ’ αυτά και κάτι άλλο να πω, ότι δεν μπορούσε να έχει καμία πίστη για την ανάσταση, αλλά νόμιζε ότι τα παρόντα πράγματα περιορίζονται μόνο σ΄ αυτή τη ζωή· διότι ζούσε πριν από τη χάρη. Εάν τώρα σ’ εμάς, μετά από τόση γνώση του Θεού, τις αγαθές ελπίδες της αναστάσεως, τις τιμωρίες που περιμένουν εκεί τους αμαρτωλούς και τα αγαθά που έχουν ετοιμασθεί για όσους πράττουν το καλό, υπάρχουν μερικοί που δείχνουν τόση μικροψυχία και ζουν τόσο άθλια, ώστε ούτε μ’ αυτές τις προσδοκίες να μην γίνονται καλύτεροι, τι ήταν φυσικό να πάθει εκείνος, που ήταν στερημένος και αυτήν την άγκυρα; Διότι εκείνος καμία τέτοια πίστη δεν μπορούσε να έχει τότε, αφού δεν υπήρχαν ακόμη αυτά τα διδάγματα. Και μαζί μ’ αυτά υπήρχε και κάτι άλλο, το ότι και η υπόληψή του είχε προσβληθεί από τους ανόητους ανθρώπους. Πράγματι συνηθίζουν οι πολλοί, όταν δουν κάποιους να ζουν μέσα στην πείνα και σε συνεχή αρρώστια και στα χειρότερα κακά, να μην έχουν καλή γνώμη γι΄ αυτούς, αλλά από τη συμφορά να κρίνουν και για τη ζωή τους, και να πιστεύουν ότι εξαιτίας της κακίας τους ταλαιπωρούνται έτσι· και πολλά άλλα τέτοια λένε μεταξύ τους, ανόητα βέβαια, όμως τα λένε· ότι δηλαδή αυτός, εάν ήταν φίλος του Θεού, δε θα τον άφηνε να ταλαιπωρείται στη φτώχεια και στις άλλες συμφορές.

[…] Ο Λάζαρος ήταν μεν γεμάτος πληγές, αλλά αυτό προείχε, το ότι είχε μέσα του ψυχή πολυτιμότερη από κάθε χρυσάφι· ή καλύτερα όχι μόνο την ψυχή, αλλά και το σώμα του· διότι αρετή του σώματος δεν είναι η πολυσαρκία και η ευρωστία, αλλά το να αντέχει τόσα πολλά και τέτοιου είδους βάσανα. Καθόσον δεν είναι αποκρουστικός εκείνος που έχει τέτοια τραύματα στο σώμα, αλλά εκείνος που, ενώ έχει πάρα πολλές πληγές στην ψυχή του, δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτές, όπως ήταν εκείνος ο πλούσιος που το εσωτερικό του ήταν γεμάτο πληγές. Και όπως τα σκυλιά του έγλυφαν τα τραύματα, έτσι οι δαίμονες εκείνου τα αμαρτήματα· και όπως αυτός ζούσε στερημένος από τροφή, έτσι εκείνος ζούσε στερημένος από κάθε αρετή.

Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, ας τα φιλοσοφούμε, κι ας μην λέμε, ότι «εάν τον τάδε τον αγαπούσε ο Θεός, δε θα τον άφηνε να γίνει φτωχός». Καθόσον αυτό ακριβώς είναι απόδειξη μεγάλης αγάπης· διότι «εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί και τον μορφώνει διαμέσου των θλίψεων· μαστιγώνει δε με ταλαιπωρίες κάθε υιό, τον οποίον δέχεται κοντά Του ως δικό Του» (Εβρ. 12, 6). Και πάλι· «παιδί μου, εάν προσέρχεσαι να υπηρετήσεις τον Κύριο, ετοίμασε την ψυχή σου για δοκιμασία, κάνε ευθεία την καρδιά σου και δείξε υπομονή» (Εκκλ.2, 1). Ας διώξουμε λοιπόν, αγαπητοί, τις περιττές προλήψεις από τους εαυτούς μας και τα λόγια αυτά του λαού. Διότι λέγει «αισχρά και ανόητα λόγια και άσεμνα αστεία ας μην βγαίνουν από το στόμα σας» (Εφ. 5, 4). Ούτε λοιπόν εμείς οι ίδιοι να τα λέμε, αλλά και αν δούμε άλλους να τα λένε, να τους αποστομώσουμε, να εναντιωθούμε πάρα πολύ, να εμποδίσουμε την αδιάντροπη γλώσσα τους.

[…] Όλα αυτά λοιπόν συλλέγοντάς τα ενώπιόν μας, αγαπητοί, ας μην μακαρίζουμε τους πλουσίους, αλλά εκείνους που ζουν ενάρετα· ας μην ταλανίζουμε τους φτωχούς, αλλά εκείνους που ζουν μέσα στην κακία· ας μην προσέχουμε τα παρόντα, αλλά ας έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας στα μέλλοντα· ας μην εξετάζουμε την εξωτερική ενδυμασία, αλλά εξετάζοντας του καθενός τη συνείδηση και επιδιώκοντας τη χαρά και την αρετή που προέρχονται από τα κατορθώματα, ας μιμηθούμε τον Λάζαρο και πλούσιοι και φτωχοί. Διότι δεν υπέμεινε αυτός έναν και δύο και τρεις μόνο άθλους αρετής, αλλά πολύ περισσότερους, εννοώ τη φτώχεια, την αρρώστια, την αδιαφορία εκείνων που τον έβλεπαν, το ότι υπέμεινε όλα εκείνα τα κακά έξω από το σπίτι εκείνο που μπορούσε όλα αυτά να του τα σβήσει, χωρίς να περιμένει λόγο παρηγοριάς από κανέναν, το ότι έβλεπε τον υπερήφανο εκείνον πλούσιο να απολαμβάνει τόση τρυφή, και όχι μόνο να απολαμβάνει την τρυφή, αλλά και να ζει μέσα στην κακία και να μην παθαίνει κανένα κακό· το ότι δεν είχε να προσβλέψει σε κανένα άλλον Λάζαρο, το ότι δεν μπορούσε να έχει καμία πίστη σε ανάσταση, το ότι είχε, μαζί με τα κακά που έχουμε αναφέρει, κακή υπόληψη από τους πολλούς εξαιτίας των συμφορών εκείνων, το ότι όχι μέχρι δύο και τρεις ημέρες έβλεπε τον εαυτό του σ’ αυτά τα δεινά, αλλά σε όλη του τη ζωή, και τον πλούσιο στα αντίθετα αυτών.

Ποια λοιπόν απολογία θα έχουμε, εάν αυτός με τόση ανδρεία υπέμεινε όλα μαζί τα δεινά, και εμείς δεν υπομείνουμε ούτε τα μισά από αυτά; Διότι δεν έχεις, δεν έχεις να δείξεις ούτε να αναφέρεις κάποιον άλλον που έχει υποστεί τόσο πολλά και τέτοια κακά. Γι’αυτό ακριβώς και ο Χριστός τον τοποθέτησε ανάμεσά μας, ώστε και σε οποιαδήποτε δεινά κι αν πέσουμε, βλέποντας σ’ αυτόν το τόσο υπερβολικό μέγεθος των θλίψεων, να λάβουμε, από τη δική του αρετή και υπομονή, αρκετή παρηγοριά και θάρρος· διότι προβάλλει σαν κοινός διδάσκαλος ολόκληρης της οικουμένης σ΄αυτούς που υποφέρουν από οποιοδήποτε κακό, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να προσβλέπουν προς αυτόν και νικώντας τους όλους με το υπερβολικό μέγεθος των δικών του συμφορών.

[…] « Συνέβηκε», λέγει, «να πεθάνει ο Λάζαρος και να μεταφερθεί από τους αγγέλους» (Λουκά 16, 22). Γίνεται φανερό λοιπόν από την εξεταζόμενη παραβολή ότι οι ψυχές όταν βγουν από το σώμα, δεν μένουν πια εδώ, αλλά αμέσως μεταφέρονται. Και όχι μόνο οι ψυχές των δικαίων, αλλά και οι ψυχές των αμαρτωλών μεταφέρονται εκεί˙ και αυτό πάλι γίνεται φανερό από έναν άλλον πλούσιο, μιας άλλης παραβολής. Επειδή δηλαδή απέδωσαν πλούσια σοδειά τα χωράφια του, είπε μέσα του˙ «τι να κάνω; Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα οικοδομήσω μεγαλύτερες». Τίποτα δεν είναι χειρότερο από μια τέτοια γνώμη. Πράγματι γκρέμισε τις αποθήκες του˙ διότι αποθήκες ασφαλισμένες δεν είναι οι τοίχοι, αλλά τα στομάχια των φτωχών˙ ενώ ο πλούσιος άφησε εκείνες τις αποθήκες και φρόντιζε για τους τοίχους.

Τι λοιπόν του λέγει ο Θεός; «Ανόητε, αυτή τη νύχτα την ψυχή σου ζητούν από σένα». Και πρόσεχε στην περίπτωση του Λαζάρου λέγει ότι μεταφέρθηκε από τους αγγέλους, ενώ στην περίπτωση του πλουσίου λέγει «απαιτούν» και τον ένα τον πήραν σαν αιχμάλωτο, ενώ τον άλλο τον περιστοίχιζαν σαν νικητή. Τον Λάζαρο άγγελοι τον μεταφέρουν, ενώ την ψυχή του άφρονος πλουσίου την απαιτούσαν κάποιες φοβερές δυνάμεις, ίσως σταλμένες γι΄αυτόν τον σκοπό˙ διότι δεν αναχωρεί προς εκείνην τη ζωή μόνη της η ψυχή, επειδή δεν είναι δυνατό. Διότι εάν όταν μεταβαίνουμε από πόλη σε πόλη, έχουμε ανάγκη από οδηγό, πολύ περισσότερο η ψυχή όταν αποσπασθεί από το σώμα και μεταφέρεται προς τη μέλλουσα ζωή, έχει ανάγκη από οδηγούς. Γι΄αυτό πολλές φορές ανεβαίνει προς τα επάνω και προχωρεί πάλι προς το βάθος και φοβάται και φρίττει, όταν πρόκειται να αποχωρισθεί από το σώμα. Διότι πάντα μας κεντρίζει η συνείδηση για τις αμαρτίες μας, πολύ περισσότερο όμως κατά την ώρα εκείνη, όταν πρόκειται να μεταφερθούμε από εδώ εκεί για να λογοδοτήσουμε στο φοβερό δικαστήριο. Για τον λόγο αυτό πρέπει συνεχώς να ετοιμαζόμαστε από εδώ, για την έξοδό μας προς τα εκεί. Διότι τι θα συμβεί εάν αποφασίσει ο Κύριος να μας καλέσει απόψε; Τι αν αύριο; Είναι άγνωστο το μέλλον, γι’ αυτό πρέπει να αγωνιζόμαστε διαρκώς και να είμαστε έτοιμοι για το ταξίδι εκείνο, όπως ακριβώς ο Λάζαρος αυτός διαρκώς υπέμενε και καρτερούσε˙ γι΄αυτό και με τόση τιμή τον οδηγούσαν.

Όμως πέθανε και ο πλούσιος και τάφηκε, σαν να ήταν καταχωνιασμένη η ψυχή του μέσα στο σώμα του, όπως σε μνήμα, και περιέφερε σαν τάφο μαζί της την σάρκα. Διότι δεμένος σαν με κάποια αλυσίδα με τη μέθη και τη γαστριμαργία, έτσι είχε κάνει άπρακτη και νεκρή την ψυχή. Μην προσπεράσεις, αγαπητέ, έτσι απλώς το «ετάφη», αλλά σκέψου εδώ, σε παρακαλώ, τα τραπέζια τα επαργυρωμένα, τα κρεβάτια, τους τάπητες, τα σκεπάσματα, όλα τα άλλα του σπιτιού, τα μύρα, τα αρώματα, το άφθονο καθαρό κρασί, τις ποικιλίες των φαγητών, τα καρυκεύματα, τους μαγείρους, τους κόλακες, τους σωματοφύλακες, τους υπηρέτες, όλη την άλλη πολυτέλεια κατασβησμένη και καταμαραμένη. Όλα στάχτη, όλα τέφρα και σκόνη, θρήνοι και οδυρμοί, χωρίς να μπορεί κανείς να βοηθήσει, ούτε να επαναφέρει την ψυχή που έφυγε. Τότε φάνηκε η δύναμη του χρυσού και της πολλής περιουσίας.

Πράγματι μέσα από την τόση μεγάλη περιποίηση αναχωρούσε γυμνός και μόνος, χωρίς να μπορεί να μεταφέρει μαζί του τίποτε από τον τόσο πλούτο, αλλά έφευγε έρημος και απροστάτευτος. Κανείς από όσους τον υπηρέτησαν, κανείς απ’ όσους τον βοήθησαν δεν ήταν παρών, για να τον γλυτώσουν από την κόλαση και την τιμωρία, αλλά αφού αποσπάσθηκε από όλους εκείνους, τον μετέφεραν μόνο για να υπομείνει τις αφόρητες τιμωρίες. Αλήθεια «κάθε άνθρωπος είναι σαν το χόρτο και κάθε δόξα του ανθρώπου σαν το άνθος του χόρτου. Ξεράθηκε το χόρτο και το άνθος του έπεσε˙ ο λόγος όμως του Κυρίου θα μένει στον αιώνα» (Ησαΐας 40, 6-8). Ήλθε ο θάνατος και όλα εκείνα τα έσβησε˙ και παίρνοντάς τον σαν αιχμάλωτο, έτσι τον οδήγησε σκυμμένο κάτω, γεμάτο ντροπή, χωρίς παρρησία, να τρέμει, να φοβάται, σαν να απήλαυσε όλη εκείνη την τρυφή στα όνειρά του˙ και μετά ο πλούσιος γινόταν ικέτης του φτωχού, και είχε ανάγκη από το τραπέζι εκείνου, που άλλοτε πεινούσε και ήταν μπροστά στα στόματα των σκυλιών· και τα πράγματα άλλαξαν και έμαθαν όλοι, ποιος ήταν ο πλούσιος και ποιος ήταν ο φτωχός και ότι ο Λάζαρος ήταν πιο πλούσιος απ’ όλους, ενώ αυτός πιο φτωχός απ΄ όλους.

[…] Πολλές φορές κάποιος από τους εδώ πλουσίους βρέθηκε εκεί να είναι φτωχότερος όμως, όπως ακριβώς και αυτός ο πλούσιος. Διότι, όταν τον κατέλαβε το βράδυ, δηλαδή ο θάνατος, και βγήκε από το θέατρο της παρούσας ζωής, και έβγαλε το προσωπείο και φάνηκε εκεί ότι είναι φτωχότερος όλων, και τόσο φτωχός, ώστε να μην έχει ούτε μια σταγόνα νερό, αλλά γι’ αυτήν να παρακαλεί επίμονα, χωρίς να εκπληρώνεται ούτε αυτή η αίτησή του. Ποια φτώχεια θα ήταν χειρότερη απ’ αυτήν; Και άκουε πώς. Διότι λέγει, «σήκωσε τα μάτια του προς τον Αβραάμ και του λέγει· πάτερ, λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο, για να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει το στόμα μου». Βλέπεις πόση είναι η θλίψη του; Όταν ήταν κοντά του, τον προσπερνούσε, και τώρα που είναι μακριά του τον καλεί· αυτόν που πολλές φορές, μπαίνοντας και βγαίνοντας δεν τον έβλεπε, αυτό τώρα που είναι μακριά, τον βλέπει με πολύ πόθο.
Και για ποιο λόγο τον βλέπει; Ίσως πολλές φορές είπε αυτός ο πλούσιος· «τι μου χρειάζεται η ευλάβεια και η αρετή; Όλα για μένα είναι σαν να τρέχουν από πηγές· απολαμβάνω μεγάλη αφθονία αγαθών, πολλή ευτυχία, δεν υποφέρω καμιά δυστυχία· για ποιο λόγο να ασκήσω την αρετή; Αυτός ο φτωχός που ζει με δικαιοσύνη και ευσέβεια υποφέρει μύρια βάσανα». Αυτά βέβαια πολλοί πολλές φορές και τώρα τα λένε. Για να ξεριζωθούν λοιπόν αυτές οι κακές σκέψεις, του δείχνει ότι και για την κακία υπάρχει τιμωρία, και τιμή και στέφανος για τους κόπους υπέρ της ευσεβείας. Και δεν τον είδε μόνο γι’ αυτό, αλλά για να πάθει και ο πλούσιος τώρα, σε μεγαλύτερο βαθμό, εκείνο ακριβώς που έπαθε και ο φτωχός. Διότι, όπως ακριβώς σε εκείνον έκανε φοβερότερη την τιμωρία τώρα, το να βρίσκεται στην κόλαση και να βλέπει την ευτυχία του Λαζάρου, ώστε να έχει πιο αφόρητη την τιμωρία, όχι μόνο εξαιτίας του είδους των βασάνων, αλλά και εξαιτίας της τιμής που αξιώθηκε εκείνος.

Και όπως, όταν έδιωξε ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισο, τον παρήγγειλε να κατοικεί απέναντι από τον παράδεισο, για να του ανανεώνει τη λύπη η αδιάκοπη θέα και να του δίνει με μεγαλύτερη ακρίβεια την αίσθηση των αγαθών που έχασε, έτσι λοιπόν κι αυτόν τον έβαλε να κατοικεί απέναντι από τον Λάζαρο, για να δει από ποια αγαθά στέρησε τον εαυτό του. Σου έστειλα, λέγει, μπροστά στην πόρτα σου τον φτωχό Λάζαρο, για να σου γίνει διδάσκαλος της αρετής και αφορμή για φιλανθρωπία· περιφρόνησες το κέρδος, δεν θέλησες να χρησιμοποιήσεις όπως έπρεπε την αφορμή αυτή της σωτηρίας· θα σου χρησιμεύσει λοιπόν τώρα ως αφορμή μεγαλύτερης κολάσεως και τιμωρίας.

[…] Αξίζει όμως κι εκείνο να ερευνήσουμε: γιατί άραγε δεν είδε τον Λάζαρο κοντά σε κανέναν άλλον δίκαιο, αλλά τον είδε μέσα στην αγκαλιά του Αβραάμ; Ήταν φιλόξενος ο Αβραάμ· για να γίνει λοιπόν και αυτός κατήγορος αυτού για την αφιλοξενία του, τον βλέπει μαζί με εκείνον. Διότι εκείνος και τους περαστικούς έψαχνε να βρει και τους οδηγούσε στο σπίτι του, ενώ αυτός αδιαφορούσε και γι’ αυτόν που βρισκόταν μέσα, και ενώ είχε τόσο θησαυρό και αφορμή για σωτηρία, τον προσπερνούσε αδιάφορα κάθε ημέρα, και δεν χρησιμοποίησε όσο μπορούσε την προστασία του φτωχού. Όμως ο πατριάρχης δεν ήταν τέτοιος, αλλά τελείως διαφορετικός· καθόταν μπροστά στις θύρες και συνελάμβανε όλους τους διερχομένους, και όπως κάποιος αλιεύς, ρίχνοντας δίχτυ στη θάλασσα, ανασύρει συνήθως ψάρι, όμως ανασύρει πολλές φορές και χρυσό και μαργαριτάρια, έτσι λοιπόν κι αυτός, αλιεύοντας ανθρώπους, κατόρθωσε να αλιεύσει κάποτε και αγγέλους, και το αξιοθαύμαστο είναι αυτό, ότι χωρίς να το γνωρίζει το έκανε αυτό. Διότι εάν το γνώριζε και τους υποδεχόταν με τόση καλοσύνη, δε θα έκανε τίποτε μεγάλο και αξιοθαύμαστο, ενώ ο έπαινος όλος του αξίζει, επειδή, ενώ αγνοούσε ποιοι ήταν οι διερχόμενοι, και νομίζοντας ότι ήταν απλώς άνθρωποι οδοιπόροι, με τόσο μεγάλη προθυμία τους κάλεσε μέσα στο σπίτι του.

Το πιο υπέροχο λοιπόν είναι όταν και τους τυχόντες και τους περιφρονημένους και τους ευτελείς τους δεχόμαστε με πολλή καλοσύνη. Αυτό γνωρίζοντας και ο Αβραάμ, δεν εξέταζε τους διερχομένους ποιοι ήταν και από πού έρχονταν, όπως ακριβώς εμείς τώρα· αλλά τους δεχόταν όλους χωρίς διάκριση. Διότι αυτός που δείχνει φιλική διάθεση δεν πρέπει να ζητά να δίνουν λόγο για τη ζωή τους, αλλά μόνο να διορθώνει τη φτώχεια και να καλύπτει την ανάγκη. Έναν λόγο συνηγορίας έχει ο φτωχός, τη φτώχεια και το ότι βρίσκεται σε ανάγκη· τίποτε λοιπόν περισσότερο μην του ζητάς, αλλά κι αν ακόμη είναι ο πιο καλός από όλους και του λείπει η αναγκαία τροφή, ας τον απαλλάξουμε από την πείνα. Αυτό και ο Χριστός παρήγγειλε να κάνουμε λέγοντας· «γίνετε όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα σας, ο οποίος ανατέλλει τον ήλιο Του για τους κακούς και τους αγαθούς, και βρέχει για τους δικαίους και τους αδίκους». Είναι λιμάνι για όσους βρίσκονται σε ανάγκη ο ελεήμονας· και το λιμάνι δέχεται όλους τους ναυαγούς και τους απαλλάσσει από τους κινδύνους· και είτε είναι κακοί, είτε είναι αγαθοί, είτε είναι οτιδήποτε άλλο αυτοί που κινδυνεύουν, τους δέχεται όλους μέσα στην αγκαλιά του.

[…] Αλλά ας επαναφέρουμε πάλι στον λόγο μας στο θέμα μας. Όταν λοιπόν τον είδε στην αγκαλιά του Αβραάμ, είπε· «πάτερ Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρο». Για ποιον λόγο δεν απηύθυνε τον λόγο προς τον Λάζαρο; Εγώ νομίζω ότι ντράπηκε και κοκκίνισε και κρίνοντας από τον εαυτό του, νόμιζε ότι οπωσδήποτε θα του κρατά κακία. Διότι, εάν εγώ, λέγει, που απολάμβανα τόση ευτυχία, και σε τίποτα δεν αδικήθηκα, περιφρόνησα τον άνθρωπο που βρισκόταν σε τόσα κακά και ούτε ψίχουλα δεν του έδωσα, πολύ περισσότερο αυτός, που τόσο περιφρονήθηκε, δε θα συγκατανεύσει στην παράκλησή μου. Αυτά δεν τα λέμε για να κατηγορήσουμε τον Λάζαρο, διότι εκείνος δεν κατείχετο από τέτοιες σκέψεις, μη γένοιτο, αλλά επειδή ο πλούσιος αυτά φοβήθηκε και δεν κάλεσε τον Λάζαρο, αλλά φώναξε τον Αβραάμ, για τον οποίο πίστευε ότι αγνοούσε εκείνα που είχαν γίνει. Και ζήτησε εκείνο το δάχτυλο, το οποίο πολλές φορές άφησε να το γλύψουν οι γλώσσες των σκύλων.

Τι λοιπόν είπε εκείνος; «Τέκνο μου, απήλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου». Πρόσεχε σύνεση, πρόσεχε φιλοστοργία δικαίου. Δεν είπε, «απάνθρωπε και σκληρέ και παμπόνηρε, ενώ άφησες σε τόσο μεγάλα κακά τον άνθρωπο θυμάσαι τώρα την φιλανθρωπία και το έλεος και την συγνώμη; Δεν κοκκινίζεις, δεν ντρέπεσαι;» Αλλά τι λέγει; «Τέκνο μου», λέγει, «απήλαυσες τα αγαθά σου». Διότι λέγει «ψυχή ταλαιπωρημένη μην την ταράξεις άλλο» (Εκκλ. 4, 3). Του αρκούν οι τιμωρίες του, ας μην επιβαρύνουμε τις συμφορές του. Εξάλλου και για να μην νομίσει ότι από μνησικακία για τα περασμένα δεν άφησε τον Λάζαρο να πάει, τον ονομάζει «τέκνο μου», απολογούμενος κατά κάποιον τρόπο για τον εαυτό του, με την προσφώνησή του. Αυτό που είναι στην εξουσία μου, λέγει, σου το δίνω, το να μεταβεί όμως από εδώ εκεί, δεν είναι δικό μου.

«Τέκνο μου», λέγει λοιπόν, «θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου και ο Λάζαρος τα κακά· και τώρα αυτός παρηγορείται και εσύ υποφέρεις. Και εκτός από αυτά χάσμα μεγάλο έχει στηριχθεί ανάμεσά μας, ώστε εκείνοι που θέλουν να μεταβούν από εκεί προς εμάς να μην μπορούν, ούτε αυτοί που είναι εδώ να περάσουν προς τα εκεί». Είναι βαριά αυτά που έχουν λεχθεί και πότισαν με μεγάλο πόνο την ψυχή μας. Το ξέρω κι εγώ· αλλά όσο μας πληγώνει η συνείδηση, άλλο τόσο και ωφελεί την ψυχή αυτών που ερεθίζει. Διότι, εάν εκεί μας τα έλεγαν αυτά, όπως στον πλούσιο, πράγματι έπρεπε να θρηνούμε και να οδυρόμαστε και να πενθούμε, διότι δε θα είχαμε καιρό για μετάνοια· επειδή όμως τα ακούμε τώρα που είμαστε εδώ, όπου και είναι δυνατό να μετανοήσουμε και να καθαρισθούμε από τις αμαρτίες και να αποκτήσουμε μεγάλη παρρησία, και να αλλάξουμε ανησυχώντας από τα κακά που συνέβηκαν στους άλλους, ας ευχαριστήσουμε τον φιλάνθρωπο Θεό, που διεγείρει τη δική μας οκνηρία με την τιμωρία των άλλων, και μας αφυπνίζει ενώ κοιμόμαστε. Γι΄ αυτό ακριβώς προλέχθηκαν αυτά, για να μην πάθουμε κι εμείς. Διότι, εάν ήθελε να μας τιμωρήσει, γι’ αυτό προλέγει την τιμωρία, για να σωφρονισθούμε με την πρόρρηση και να αποφύγουμε να τα γνωρίσουμε στην πράξη.

Αλλά γιατί δεν είπε «έλαβες τα αγαθά σου», αλλά «απέλαβες»; Εδώ ανοίγεται μπροστά μας αχανές και μεγάλο πέλαγος νοημάτων. Διότι το «απέλαβες» φανερώνει και σημαίνει κάποια οφειλή· καθόσον απολαμβάνει κανείς αυτά που του οφείλουν. Αν λοιπόν ήταν μιαρός και ακάθαρτος και σκληρός και απάνθρωπος αυτός ο πλούσιος, γιατί δεν του είπε, «έλαβες τα αγαθά σου» αλλά «απόλαβες», σαν να του τα χρωστούσε και να του τα όφειλε; Τι λοιπόν μαθαίνουμε από εδώ; Ότι, και αν είναι μερικοί ακάθαρτοι και έχουν φθάσει στον ύψιστο βαθμό της κακίας, πολλές φορές έχουν κάνει ένα και δύο και τρία καλά. Και το ότι τα λέγω αυτά τώρα, όχι από δική μου σκέψη, γίνεται ολοφάνερο από αυτό. Διότι τι μιαρότερο υπήρχε από τον κριτή εκείνον της αδικίας (στην παραβολή του αδίκου κριτή και της χήρας· βλ. Λουκά 18, 1-8); Αυτός ούτε τον Θεό φοβόταν, ούτε τους ανθρώπους ντρεπόταν· αλλ’ όμως, αν και ζούσε μέσα στην κακία, έκανε κάτι καλό, ελέησε την χήρα, που συνεχώς τον ενοχλούσε, υποχώρησε και εκπλήρωσε την απαίτησή της και την προστάτευσε από εκείνους που την αδικούσαν. Έτσι συμβαίνει να είναι κάποιος ασελγής, αλλά και ελεήμων πολλές φορές, ή απάνθρωπος, αλλά και φρόνιμος· αλλά κι αν είναι ακόλαστος και απάνθρωπος, όμως έκανε κατά τη ζωή του πολλές φορές και κάποιο καλό.

Επειδή λοιπόν ήταν φυσικό και ο πλούσιος, εάν και είχε φθάσει στο ύψιστο σημείο της κακίας, να είχε κάνει κάποιο καλό, και ο Λάζαρος, αν και έφθασε στην κορυφή της αρετής, να είχε αμαρτήσει έστω και ελάχιστα, πρόσεχε πώς και τα δύο αυτά τα υπαινίχθηκε ο πατριάρχης Αβραάμ, λέγοντας· «κι εσύ απήλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά». Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής· εάν κι εσύ έχεις κάνει κάποιο καλό, και σου οφειλόταν γι΄αυτό μισθός, όλα αυτά τα απήλαυσες σ’ εκείνον τον κόσμο, όταν διασκέδαζες, χαιρόσουν τα πλούτη σου, απολάμβανες μεγάλη ευημερία και ευτυχία· και αυτός, αν έκανε κάποιο κακό, όλα τα εξόφλησε με την φτώχεια και την πείνα και με όλα τα μεγάλα κακά με τα οποία ταλαιπωρήθηκε· και γυμνός ο κάθε ένας από σας έχει φθάσει εδώ, εκείνος χωρίς αμαρτίες, κι εσύ χωρίς κατορθώματα δικαιοσύνης· γι΄αυτό και αυτός έχει καθαρή την παρηγοριά, κι εσύ υπομένεις απαρηγόρητη την τιμωρία.

[…] Αλλά ας ακούσουμε και την συνέχεια. «Και εκτός από όλα αυτά», λέγει, «έχει στηριχθεί μεγάλο βάραθρο μεταξύ μας». Επομένως, καλά είπε ο Δαυίδ «ο αδελφός δεν μπορεί να σε σώσει· κανείς δεν μπορεί να δώσει στον Θεό για να τον εξιλεώσει» (Ψαλμ. 48, 8). Πράγματι, δεν είναι δυνατό, κι αν ακόμη είναι αδελφός, κι αν είναι πατέρας, κι αν είναι υιός. Διότι πρόσεχε· «παιδί μου», ονόμασε ο Αβραάμ τον πλούσιο, κι όμως δεν μπόρεσε να φανεί πατέρας· «πατέρα» αποκάλεσε τον Αβραάμ ο πλούσιος, κι όμως, δεν μπόρεσε, όπως ήταν φυσικό, να απολαύσει την πατρική εύνοια, για να μάθεις ότι ούτε συγγένεια, ούτε φιλία, ούτε προσπάθεια, ούτε τίποτ’ άλλο από όσα υπάρχουν, μπορεί να ωφελήσει εκείνον που προδόθηκε από τη δική του τη ζωή.

[…] Άκουσε λοιπόν πώς και ο πλούσιος που ζήτησε δύο χάρες από τον Αβραάμ, και στις δύο απέτυχε. Διότι πρώτα τον παρακάλεσε για τον εαυτό του, λέγοντας, «στείλε τον Λάζαρο»· έπειτα όμως όχι πια για τον εαυτό του, αλλά για τους αδελφούς του· αλλά καμιάς χάριτος δεν αξιώθηκε. Διότι η πρώτη ήταν αδύνατο να γίνει, ενώ η δεύτερη, για τους αδελφούς του, ήταν περιττή. Αλλ’ όμως, εάν θέλετε, ας ακούσουμε κι αυτά τα λόγια με μεγάλη προσοχή. Δεν άκουε ο κατάδικος τον Θεό να του μιλάει, αλλά ο Αβραάμ ήταν στο ενδιάμεσο, για να μεταφέρει στον δικαζόμενο τα λόγια του δικαστή. Διότι δεν έλεγε από μόνος του αυτά που έλεγε, αλλά του διάβαζε τους θείους νόμους και του έλεγε τις αποφάσεις που έβγαζε ο Θεός. Γι’ αυτό ακριβώς ο πλούσιος δεν μπορούσε ούτε να αντιμιλήσει.

Αλλά είναι ώρα πια να ακούσουμε τα λόγια του πλουσίου. «Σε παρακαλώ», λέγει, «πάτερ», δηλαδή δέομαι, σε ικετεύω, «να στείλεις στο σπίτι του πατέρα μου τον Λάζαρο· διότι έχω πέντε αδέλφια· για να τους βεβαιώσει τα όσα γίνονται εδώ, για να μην έλθουν κι αυτοί στον τόπο αυτόν της βασάνου». Επειδή απέτυχε για τον εαυτό του, τώρα παρακαλεί για τους άλλους. Πρόσεχε πώς έγινε φιλάνθρωπος και ήμερος εξαιτίας της κολάσεως. Διότι αυτός που περιφρονούσε τον Λάζαρο, ενώ ήταν μπροστά του, φροντίζει τους άλλους που είναι μακριά· αυτός που αδιαφορούσε γι’ αυτόν που ήταν μπροστά στα μάτια τους, ενδιαφέρεται γι΄αυτούς που δεν βλέπει, και με μεγάλο σεβασμό και βιασύνη ζητεί να δειχθεί κάποια πρόνοια γι΄αυτούς, για να αποφύγουν τα βάσανα που θα τους καταλάβουν. Και παρακαλεί να σταλεί ο Λάζαρος στο σπίτι του πατέρα του, εκεί όπου ήταν τα σκάμματα γι’ αυτόν και είχε ανοιχθεί το στάδιο της αρετής.

Ας τον δουν, λέγει, τώρα με τα στεφάνια, εκείνοι που τον είδαν καθώς αγωνιζόταν· εκείνοι που ήταν μάρτυρες της φτώχειας και της πείνας και των μυρίων συμφορών του, να γίνουν μάρτυρες της τιμής, της μεταβολής, όλης της δόξας, για να διδαχθούν και να μάθουν και από τα δύο, ότι δε θα τελειώσουν τα πράγματά μας σε αυτήν τη ζωή, και να ετοιμασθούν έτσι, για να μπορέσουν να αποφύγουν αυτήν την κόλαση και τιμωρία. Τι είπε τότε ο Αβραάμ; «Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες», λέγει, «αυτούς ας ακούσουν». Δεν ενδιαφέρεσαι εσύ, λέγει, για τους αδελφούς σου περισσότερο από τον Θεό που τους δημιούργησε. Τους έδωσε άπειρους διδασκάλους που τους παροτρύνουν, τους συμβουλεύουν, τους νουθετούν. Τι λοιπόν είπε πάλι αυτός; «Όχι, πάτερ Αβραάμ», λέγει, «αλλά εάν πάει κάποιος από τους νεκρούς, θα τον πιστέψουν».

Αυτά δηλαδή είναι τα λόγια των πολλών. Πού είναι τώρα αυτοί που λένε: «Ποιος ήρθε από εκεί; Ποιος αναστήθηκε από τους νεκρούς; Ποιος είπε αυτά που συμβαίνουν στον Άδη;» Πόσα τέτοια και τόσο μεγάλα είπε στον εαυτό του ο πλούσιος εκείνος όταν απολάμβανε τις τρυφές; Διότι ούτε από αφέλεια παρεκάλεσε να αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς· αλλά επειδή περιφρονούσε τις Γραφές όταν τις άκουγε και τις περιγελούσε και νόμιζε ότι είναι μύθοι τα λεγόμενα, από εκείνα λοιπόν που έπασχε αυτός, πίστευε ότι και τα αδέλφια του θα πάθαιναν. Κι εκείνοι, λέγει, έτσι τα θεωρούν· εάν όμως πάει κάποιος από τους νεκρούς, δε θα αρνηθούν να τον πιστέψουν, δε θα τον περιγελάσουν αλλά θα προσέξουν πολύ τα λεγόμενά τους. Τι είπε τότε ο Αβραάμ; «Εάν δεν ακούνε τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε εάν κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί, θα τον ακούσουν». Και ότι είναι αληθινό αυτό, ότι όποιος δεν ακούει τις Γραφές, ούτε τους νεκρούς εάν αναστηθούν θα τους ακούσει, το απέδειξαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι, επειδή δεν άκουσαν τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε όταν είδαν αναστημένους νεκρούς πίστεψαν· αλλά άλλοτε επιχειρούσαν να σκοτώσουν τον αναστημένο Λάζαρο,κι άλλοτε ορμούσαν επάνω στους αποστόλους, αν και βέβαια πολλοί από τους νεκρούς αναστήθηκαν κατά την ώρα του σταυρού.

[…] Γνωρίζοντας λοιπόν, αγαπητοί, όλα αυτά, ας προσέχουμε τους εαυτούς μας με κάθε ακρίβεια· κι αν τιμωρούμαστε, να ευχαριστούμε· κι αν ευημερούμε, να ασφαλίζουμε τους εαυτούς μας και σωφρονιζόμενοι από τις τιμωρίες των άλλων, να ευχαριστούμε τον Θεό διά της μετανοίας και της κατανύξεως και της διαρκούς εξομολογήσεως· και εάν έχουμε διαπράξει κάποια αμαρτία κατά την παρούσα ζωή, αφού την αποβάλουμε και με πολλή προσπάθεια σβήσουμε την κάθε κηλίδα της ψυχής μας, ας παρακαλέσουμε τον Θεό, να μας αξιώσει όλους να απαλλαγούμε από τις αμαρτίες μας όσο είμαστε εδώ, κι έτσι να πάμε εκεί, ώστε όχι με τον πλούσιο, αλλά με τον Λάζαρο να απολαύσουμε τους κόλπους του πατριάρχη, και να εντρυφούμε με τα αθάνατα αγαθά, τα οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα, μαζί με το άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. 

[Πηγή: Ιερού Χρυσοστόμου έργα, σειρά Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (ΕΠΕ), Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1988, τόμος 25, σελ. (κατ΄επιλογήν από όλες τις ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ‘’Εις τον πτωχόν Λάζαρον και τον πλούσιον’’) 425-529]

(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, Φιλόλογος)

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΕΙΝΑΙ ΠΟΝΗΡΟΣ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ, ΤΟ ΟΜΟΛΟΓΩ ΚΑΙ ΕΓΩ!

 
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Είναι πονηρός ο διάβολος, το ομολογώ και εγώ 

Ψεύτης είναι ο διάβολος και κανένα αληθινό δεν λέγει. Υπόσχεται πολλά, όχι για να δώσει, αλλά για να πάρει. Και παίρνει προσωπείο κηδεμονίας. 

Είναι πονηρός ο διάβολος, το ομολογώ και εγώ, αλλά στον εαυτό του πονηρός, όχι σε εμάς, εάν προσέχουμε. 

Ψυχή που δεν είναι καλά προστατευμένη με προσευχές, με ευκολία ο διάβολος την βάζει στον έλεγχό του και με ευχέρεια τη γεμίζει από κάθε αμαρτία. 

Ο διάβολος δεν πηγαίνει όπου πόρνος, ή βέβηλος, ή άρπαγας, ή πλεονέκτης, αλλά όπου διάγουν βίον ήσυχο και ενάρετο. 

Κακούργο είναι το θηρίο ο διάβολος και όλα πραγματεύεται και κινεί εναντίον της σωτηρίας μας. 

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ' ΛΟΥΚΑ- ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΓΕΡΓΕΣΗΝΩΝ!


 Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή ΣΤ΄Λουκά: σχετικά με τη θεραπεία των δαιμονιζομένων των Γεργεσηνών 

(Λουκά, η΄26-39)
Επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΚΗ΄ του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου 

Όταν λοιπόν τελείωσε το περιστατικό με την κατάπαυση της τρικυμίας, έρχεται άλλο θαύμα φοβερότερο ακόμα. Οι δαιμονισμένοι δηλαδή σαν πονηροί δραπέτες που είδαν τον κύριό τους, έλεγαν: «τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; (: “τι κοινό υπάρχει ανάμεσα σε μας και Εσένα, Ιησού, Υιέ του Θεού; Ήρθες εδώ να μας βασανίσεις, πριν έλθει ο προκαθορισμένος καιρός της κρίσεως και της τιμωρίας μας;’’)» [Ματθ. 8, 29]. Επειδή ο κόσμος θεωρούσε τον Ιησού ακόμη ως έναν απλό άνθρωπο, ήρθαν τώρα οι δαίμονες και διακηρύσσουν τη θεότητά Του. Και αυτοί που την τρικυμισμένη πρώτα και τώρα, έπειτα από την εντολή Του, ησυχασμένη θάλασσα, δεν την άκουγαν που μαρτυρούσε με την απότομη γαλήνευσή της την ομολογία του Δημιουργού της, άκουγαν τους δαίμονες που κραύγαζαν αυτά, που ακριβώς και εκείνη κραύγαζε με τη γαλήνη της. Κι έπειτα, για να μη θεωρηθεί ότι η διακήρυξη αυτή των δαιμόνων απέβλεπε στην κολακεία του Ιησού που λίγο πριν με ένα πρόσταγμά Του είχε επιβληθεί στα στοιχεία της φύσης και είχε κοπάσει την τρικυμία, φωνάζουν δυνατά, βασιζόμενοι στην πείρα τους και λέγουν: «Ήρθες εδώ πρόωρα για να μας βασανίσεις;». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ομολογούν την έχθρα τους προς τον Κύριο, για να μη θεωρηθεί ύποπτη κολακείας η παράκλησή τους· γιατί δέχονταν αόρατα χτυπήματα και τους έδερνε χειρότερη από όσο την θάλασσα τρικυμία κι ένιωθαν να τρυπιούνται και να καίγονται και να παθαίνουν αθεράπευτα κακά και από την παρουσία και μόνο του Ιησού.

Πραγματικά, επειδή κανένας δεν είχε την τόλμη να τους πλησιάσει μέχρι τότε, ο ίδιος ο Χριστός έρχεται προς αυτούς. Και ο μεν Ματθαίος λέγει ότι Του έλεγαν: «ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; (: ήρθες εδώ να μας βασανίσεις, πριν έλθει ο προκαθορισμένος καιρός της κρίσεως και της τιμωρίας μας;)» [Ματθ. 8, 29], ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές πρόσθεσαν ότι Τον παρακαλούσαν και Τον εξόρκιζαν για να μην τους ρίξει στην άβυσσο [πρβλ. Μαρκ 5, 10: «καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ ἵνα μὴ ἀποστείλῃ αὐτοὺς ἔξω τῆς χώρας (: και παρακαλούσε τον Ιησού, με πολλές ικεσίες, να μην τους διώξει έξω από τη χώρα αυτήν) και Λουκ. 8, 51: «καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν (: και παρακαλούσαν τα δαιμόνια Αυτόν να μην τα διατάξει και πάνε στα τρίσβαθα του Άδου)». Διότι νόμιζαν ότι έφτασε γι’ αυτούς η κόλαση και φοβήθηκαν ότι θα τιμωρηθούν πλέον.

Εάν πάλι όσοι μελετούν το Ευαγγέλιο του Λουκά λέγουν ότι ο δαιμονιζόμενος ήταν ένας [βλ. Λουκ. 8, 27: «ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν (: όταν λοιπόν ο Ιησούς βγήκε στην ξηρά, Τον συνάντησε ένας άνθρωπος της πόλεως εκείνης των Γαδαρηνών, ο οποίος είχε μέσα του δαιμόνια από πολλά χρόνια και δεν φορούσε ένδυμα και δεν έμενε σε σπίτι, αλλά μέσα στα μνήματα)»], ενώ ο Ματθαίος κάνει λόγο για δύο δαιμονιζόμενους [βλ. Ματθ.8 ,28: «Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης (: όταν λοιπόν ήλθε στην απέναντι παραλία, στη χώρα των Γεργεσηνών, ήρθαν να Τον συναντήσουν δύο δαιμονιζόμενοι που έβγαιναν από τα μνημεία και οι οποίοι ήσαν άγριοι και επιθετικοί, ώστε να μην μπορεί να περάσει κανείς από τον δρόμο εκείνον)»], ούτε και το γεγονός αυτό παρουσιάζει διαφωνία μεταξύ των δύο ευαγγελιστών. Διότι εάν έγραφε ο Λουκάς ότι ένας μόνο δαιμονιζόμενος υπήρξε και δεν υπήρχε άλλος, θα φαινόταν ότι διαφωνούσε προς τον Ματθαίο. Τώρα όμως που ο ένας μίλησε για έναν δαιμονιζόμενο και ο άλλος για δύο δαιμονιζόμενους, δεν προέρχεται από αντίφαση το πράγμα, αλλά από τον διαφορετικό τρόπο αφηγήσεως. Πραγματικά εγώ νομίζω ότι ο Λουκάς διάλεξε τον φοβερότερο από τους δύο και γι’ αυτόν έκανε λόγο. Γι’ αυτό και περιγράφει πιο τραγικά τη συμφορά του, όπως για παράδειγμα ότι έσπαζε τα δεσμά και τις αλυσίδες με τις οποίες προσπαθούσαν να τον δέσουν και περιπλανιόταν στην έρημο. Ο δε Μάρκος προσθέτει ότι καταξέσκιζε τον εαυτό του με τις πέτρες [βλ. Μαρκ. 5, 5: «καὶ διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις (: και συνεχώς νύκτα και μέρα ήταν στα μνήματα και τα όρη, φώναζε, κατέκοπτε και καταπλήγωνε τον εαυτό του με λίθους)»].

Και οι λόγοι των δαιμονιζόμενων προς τον Ιησού ήσαν αρκετοί για να αποδείξουν τη σκληρότητα και την αναισχυντία τους. «Ήλθες εδώ πρόωρα για να μας βασανίσεις;», λέγουν. Δεν μπορούσαν βέβαια να ισχυριστούν ότι δεν αμάρτησαν, διατυπώνουν όμως την αξίωση να μην τιμωρηθούν πριν από την καθορισμένη ώρα. Επειδή δηλαδή τους βρήκαν τα αθεράπευτα κακά και επειδή αυτοί ενεργούσαν παράνομα και διέστρεφαν και βασάνιζαν με κάθε τρόπο το δημιούργημα του Θεού, γι’ αυτό νόμιζαν ότι εξαιτίας της υπερβολής των συμβάντων, δε θα περίμενε τον καθορισμένο καιρό της κολάσεως, γι’ αυτό Τον παρακαλούσαν και Τον ικέτευαν. Και εκείνοι που δεν τους συγκρατούσαν τα σιδηρά δεσμά, έρχονται δέσμιοι. Εκείνοι που τριγύριζαν στα βουνά, κατέβηκαν στην πεδιάδα. Εκείνοι που εμπόδιζαν τους άλλους να περνούν από εκεί, μόλις είδαν τον Ιησού να τους φράσσει τον δρόμο, στάθηκαν.

Για ποιο λόγο όμως παρέμεναν στα μνήματα οι δαιμονιζόμενοι; Επειδή ήθελαν να δημιουργήσουν στους ανθρώπους ολέθρια αντίληψη, ότι δηλαδή οι ψυχές των αποθανόντων γίνονται δαίμονες, πράγμα που εύχομαι να μη σας περάσει από τον νου ούτε και σαν απλή σκέψη. «Ναι, αλλά ποια απάντηση», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «μπορείς να δώσεις στο γεγονός ότι πολλοί από τους μάγους αρπάζουν παιδιά και τα σφάζουν, ώστε στη συνέχεια να έχουν την ψυχή τους βοηθό στις μαγείες τους;». Και πώς αποδεικνύεται αυτό; Το ότι βέβαια, σφάζουν τα παιδιά, το λέγουν πολλοί, αλλά το ότι οι ψυχές των παιδιών που σφαγιάζονται συνεργάζονται με τους μάγους, από πού το γνωρίζεις; Πες μου, σε παρακαλώ. «Αυτοί», θα απαντούσε αυτός που πιθανόν να εξέφραζε αυτήν την απορία, «οι δαιμονισμένοι φωνάζουν ότι εγώ είμαι η ψυχή του δείνα». Μα κι αυτό είναι πλεκτάνη και απάτη διαβολική. Διότι δεν είναι η ψυχή του αποθανόντος που φωνάζει, αλλά ο δαίμονας που υποκρίνεται αυτά, με σκοπό να εξαπατήσει εκείνους που τον ακούνε. Διότι εάν ήταν δυνατόν να εισέλθει η ψυχή στην υπόσταση του δαίμονος, πολύ ευκολότερα θα εισερχόταν στο δικό της σώμα. Έπειτα, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί λογικά το να συνεργάζεται η σφαγείσα ψυχή με τον σφαγέα της. Ούτε πάλι δικαιολογείται να μπορεί ο άνθρωπος να μεταβάλλει ασώματη δύναμη σε άλλου είδους υπόσταση. Πραγματικά εάν αυτό είναι αδύνατο για τα σώματα και δεν υπάρχει περίπτωση να μεταμορφώσει κανείς το σώμα ανθρώπου σε σώμα όνου, πολύ περισσότερο είναι αυτό αδύνατο για την αόρατη ψυχή και κανένας δε θα μπορέσει να την μετασχηματίσει στην υπόσταση του δαίμονος.

Κατά συνέπεια, οι απόψεις αυτές προέρχονται από μεθυσμένα γραΐδια και προορίζονται να εκφοβίζουν τα μικρά παιδιά. Διότι δεν είναι δυνατόν η ψυχή που αποχωρίζεται από το σώμα να πλανάται πλέον στη γη. Πράγματι, «δικαίων δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος (: η ζωή των δικαίων βρίσκεται κάτω από το παντοδύναμο προστατευτικό χέρι του Θεού και καμία θλίψη και βάσανος δε θα τους εγγίσει, χωρίς ο Θεός να το επιτρέψει)» [Σοφ. Σολ. 3, 1]. Εάν όμως βρίσκονται στα χέρια του Κυρίου οι ψυχές των δικαίων, τότε βρίσκονται και των παιδιών οι ψυχές, διότι τα παιδιά δεν είναι πονηρά. Αλλά και των αμαρτωλών ανθρώπων οι ψυχές αμέσως φεύγουν μακριά από τη γη. Και αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου (πρβ. Λουκ. 16, 19-31). Και σε άλλη περίπτωση όμως λέγει ο Κύριος: «ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ (: αυτήν την νύκτα, που πίστεψες ότι θα αρχίσει η απολαυστική ζωή σου, απαιτούν να πάρουν από εσένα χωρίς αναβολή την ψυχή σου)» [Λουκ. 12, 20].

Βέβαια δεν είναι δυνατόν η ψυχή που εξήλθε από το σώμα να περιφέρεται εδώ κάτω. Και αυτό είναι πολύ φυσικό. Διότι, ενώ όταν βαδίζουμε επάνω στη συνηθισμένη και γνώριμη περιοχή της γης, έχοντας το σώμα μας, δε γνωρίζουμε ποια κατεύθυνση να πάρουμε κάθε φορά που θα βρεθούμε σε άγνωστο δρόμο, εάν δεν έχουμε οδηγό, κατά ποια λογική η ψυχή, που χωρίστηκε από το σώμα και αποξενώθηκε από όλες τις συνήθειές της, θα γνωρίσει πού πρέπει να βαδίζει χωρίς να έχει τον οδηγό της;

Αλλά και από άλλες περιπτώσεις μπορεί κανείς να πληροφορηθεί ότι δεν είναι δυνατόν η ψυχή χωρίς το σώμα της να παραμείνει στη γη. Πραγματικά, ο Στέφανος λέγει: «Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου (: Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου)» [Πραξ. 7, 59]. Και ο Παύλος, επίσης, λέγει: «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος (: Άλλωστε για μένα όλη μου η ζωή είναι ο Χριστός, αφού ζω εν Χριστώ και ο Χριστός ζει εν εμοί. Αλλά και το να αποθάνω είναι κέρδος, διότι θα εκδημήσω έτσι προς τον ουρανό σε πλήρη και τέλεια κοινωνία και ένωση με τον Χριστό)» [Φιλιπ. 1, 21]. Και για τον πατριάρχη Αβραάμ λέγει η Γραφή: «καὶ ἐκλείπων ἀπέθανεν Ἁβραὰμ ἐν γήρᾳ καλῷ πρεσβύτης καὶ πλήρης ἡμερῶν καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ (: Και αφού τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του, πέθανε ο Αβραάμ σε ευτυχισμένα γηρατειά, γέροντας πλήρης ημερών, και προστέθηκε στους προγόνους του που εκδήμησαν από τον κόσμο αυτόν)» [Γεν. 25, 8].

Το ότι βέβαια, ούτε οι ψυχές των αμαρτωλών μπορούν να παραμείνουν εδώ, άκουσε που ο πλούσιος της παραβολής θερμά παρακαλούσε γι’ αυτό, χωρίς να το επιτυγχάνει [βλ. Λουκ. 16, 27-31]. Διότι εάν αυτό ήταν δυνατόν, θα ερχόταν αυτός στη γη και θα γνωστοποιούσε όσα συνέβαιναν εκεί.

Κατά συνέπεια, είναι φανερό ότι οι ψυχές μετά την αποδημία τους από τη γη μεταβαίνουν σε κάποιο χώρο, από όπου δεν έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στη γη, αλλά περιμένουν τη φοβερή ημέρα της κρίσεως.

Κι αν κανένας ρωτήσει: «Για ποιον λόγο πραγματοποίησε ο Χριστός ό,τι του ζήτησαν οι δαίμονες, δίνοντάς τους την άδεια να εισέλθουν στην αγέλη των χοίρων;» [Ματθ. 8, 31-32: «οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν (: Και οι δαίμονες Τον παρακαλούσαν και έλεγαν: ’’εάν θα μας διώξεις από τους δύο αυτούς ανθρώπους, δώσε μας την άδεια να πάμε στο κοπάδι των χοίρων’’. Και είπε σε αυτούς: ’’πηγαίνετε’’. Και αυτοί βγήκαν από τους ανθρώπους και πήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Και ιδού με μανία και γρυλλισμούς όρμησε όλο το κοπάδι των χοίρων από το μέρος του γκρεμού στη θάλασσα και πνίγηκαν στα νερά [Επέτρεψε δε ο Κύριος αυτό, για να τιμωρηθούν έτσι οι ιδιοκτήτες της αγέλης, διότι παρά τον μωσαϊκό νόμο αυτοί έτρεφαν χοίρους].

Θα λέγαμε ότι δεν το έκανε αυτό υπακούοντας σε αυτούς, αλλά επειδή πολλά ήθελε με την ενέργειά Του αυτή να διδάξει· το πρώτο που δίδαξε αυτούς που ελευθερώθηκαν από τους πονηρούς εκείνους τυράννους τους ήταν το μέγεθος της καταστροφής που προκαλούν αυτοί που τους επιβουλεύονται, δηλαδή οι αντίχριστοι δαίμονες. Δεύτερο, να μάθουν όλοι οι άνθρωποι ότι ούτε στους χοίρους τολμούν οι δαίμονες να εισέλθουν, εάν προηγουμένως δεν δώσει άδεια ο Ιησούς. Τρίτο ότι θα μπορούσαν να προξενήσουν σε εκείνους φοβερότερα κακά από ό,τι στους χοίρους, εάν δεν προστατεύονταν σε μεγάλο βαθμό και μέσα ακόμα στη συμφορά τους από την πρόνοια του Θεού. Διότι στον καθένα βέβαια είναι φανερό από κάθε άποψη ότι εμάς τους ανθρώπους οι δαίμονες μας μισούν περισσότερο από τα άλογα ζώα. Επομένως αυτοί που δεν λυπήθηκαν τους χοίρους, αλλά μονάχα μέσα σε μια στιγμή τούς κατέρριξαν όλους στον γκρεμό, πολύ περισσότερο θα το έκαναν στους ανθρώπους, που τους είχαν κυριεύσει, παρασύροντας και επαναφέροντάς τους στις ερημιές, εάν μέσα σ’ αυτή την τυραννική καταπίεση δεν επιδεικνυόταν σε μεγάλο βαθμό πολλή φροντίδα από μέρους του Θεού, που χαλιναγωγούσε και συγκρατούσε και σταματούσε την περαιτέρω ορμή τους. Επομένως, είναι φανερό ότι δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να μην τον προστατεύει η πρόνοια του Θεού. Εάν ωστόσο δεν μας προστατεύει όλους όμοια, ούτε με τον ίδιο τρόπο, και αυτό είναι ένα είδος μεγάλης προνοίας. Διότι αναλόγως προς το ωφέλιμο για τον καθένα εκδηλώνει και την πρόνοιά Του ο Θεός.

Εκτός από όσα ειπώθηκαν παραπάνω, διδασκόμαστε και κάτι άλλο απ’ αυτό το θαύμα, ότι δηλαδή δεν προνοεί μονάχα από κοινού για όλους μας, αλλά και για τον καθένα χωριστά, πράγμα που δήλωσε προς τους μαθητές Του, λέγοντάς τους ότι ακόμα και οι τρίχες του κεφαλιού τους έχουν αριθμηθεί [Ματθ. 10, 30: «ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί (: Αφού ο Πατέρας σας προνοεί ακόμη και για τα σπουργίτια, πόσο μάλλον θα προνοεί για σας; Σκεφτείτε ότι οι τρίχες της κεφαλής σας είναι γνωστές και αριθμημένες από τον Θεό [: Αυτός σας παρακολουθεί και στις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες της ζωής σας]. Μα κι από τους δαιμονισμένους τούτους ανθρώπους μπορεί κανένας να το διαπιστώσει καθαρά αυτό. Πραγματικά θα τους είχαν πνίξει προ πολλού οι δαίμονες, εάν δεν τους προστάτευε αποτελεσματικά η εκ του ουρανού φροντίδα.

Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους επέτρεψε στους δαίμονες να εισέλθουν στην αγέλη των χοίρων, και επιπλέον για να πληροφορηθούν και όσοι κατοικούσαν στα μέρη εκείνα την δύναμή Του. Διότι όπου ήταν πολύ γνωστό το όνομά Του, δεν άφηνε τη δύναμή Του να εκδηλωθεί σε μεγάλο βαθμό, όπου όμως κανένας δεν τον γνώριζε αλλά είχαν πλήρη άγνοια γι’ Αυτόν, εκεί άφηνε να ακτινοβολούν τα θαύματά Του, ώστε να τους προσελκύσει στο να γνωρίσουν τη θεϊκή Του υπόσταση. Ότι βρίσκονταν σε χονδροειδή άγνοια οι κάτοικοι της πόλεως αυτής φαίνεται από το τέλος· διότι ενώ έπρεπε να Τον προσκυνήσουν και να εκδηλώσουν τον θαυμασμό τους για τη δύναμη Του, αντιθέτως αυτοί ήθελαν να Τον απομακρύνουν και «ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν (: όταν Τον είδαν Τον παρακάλεσαν να φύγει από τα όρια της περιοχής τους [και αυτό διότι φοβήθηκαν μήπως με τις παραβάσεις τους υποστούν και άλλη τιμωρία])» [Ματθ. 8, 34].

Αλλά για ποιο λόγο έριξαν στον γκρεμό και σκότωσαν οι δαίμονες τους χοίρους; Ο λόγος είναι ότι παντού προσπαθούν κάθε στιγμή με μεγάλη προθυμία να ρίχνουν τους ανθρώπους στη λύπη και πάντοτε χαίρονται με την καταστροφή. Αυτό άλλωστε έκαμε ο διάβολος και στον Ιώβ. Μολονότι και εκεί ο Θεός το επέτρεψε, όχι βέβαια επειδή και στην περίπτωση αυτή υπάκουσε στον διάβολο, αλλά επειδή ήθελε να αποδείξει τον δούλο Του πιο λαμπρό με την υπομονή και την καρτερία που επρόκειτο να επιδείξει στις δοκιμασίες και ν’ αφαιρέσει κάθε πρόφαση γι’ αναισχυντία από τον δαίμονα και ακόμη να στρέψει κατά της κεφαλής του όσα έκανε σε βάρος του δικαίου Ιώβ. Πραγματικά και τώρα συνέβη το αντίθετο από εκείνο που επιδίωκαν οι δαίμονες· γιατί και η δύναμη του Χριστού ανακηρυσσόταν περίτρανα και παρουσιαζόταν πιο καθαρά η κακία των δαιμόνων, απ’ την οποία ελευθέρωσε αυτούς που είχαν στην κατοχή τους, κι ακόμα ότι μήτε τους χοίρους δεν μπορούσαν ν’ αγγίξουν, αν δεν το επέτρεπε ο Θεός των όλων.

Αν επιχειρούσε τώρα να τα εξετάσει κανένας αυτά και αλληγορικά, δεν θα υπήρχε καμιά δυσκολία στους συσχετισμούς. Πρέπει να γνωρίζουμε καλά, ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που γίνονται πνευματικώς όμοιοι με τους χοίρους εξαιτίας της απουσίας προσπάθειας για χαλιναγώγηση των παθών τους και αυτοί φυσικά επηρεάζονται πιο εύκολα από τις προσπάθειες των δαιμόνων να τους οδηγήσουν στο κακό. Και εφόσον εκείνοι που υφίστανται αυτά, παραμένουν άνθρωποι και δεν φτάνουν στο σημείο να πωρωθούν παντελώς χωρίς μετάνοια, μπορούν και καταφέρνουν να νικήσουν τα δαιμονικά πάθη τους πολλές φορές και με τη μετάνοια και την εξομολόγηση να τα εξαλείψουν· αν όμως μεταμορφωθούν από την αμετανοησία τους και καταντήσουν ολότελα σε κατάσταση χοίρων και ως άλογα ζώα ακολουθούν αμετανόητοι τα πάθη τους, δε δαιμονίζονται μόνο αλλά και κατακρημνίζονται, χάνουν δηλαδή οριστικά την ψυχή τους.

Επιπλέον, για να μη σχηματίσει κανείς την εντύπωση ότι η θεραπεία των δαιμονιζόμενων Γεργεσηνών αυτών νέων και η συνομιλία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού με τους δαίμονες που τους είχαν κυριεύσει ήταν κάτι πλαστό και σκηνοθετημένο, αλλά να πιστέψει απόλυτα ότι πραγματικά βγήκαν οι δαίμονες από τους δύο ταλαίπωρους αυτούς νέους, έρχεται ο θάνατος των χοίρων και το πιστοποιεί αυτό.

Πρόσεξε τώρα εκτός από τη θεϊκή δύναμη, και την πραότητα του Κυρίου. Όταν δηλαδή, ύστερα από τόσες ευεργεσίες που είδαν απ’ Αυτόν οι κάτοικοι της περιοχής, επειδή θίχτηκαν τα οικονομικά τους συμφέροντα από τον πνιγμό των χοίρων, όντας οι ίδιοι όμοιοι με τους χοίρους εξαιτίας του ανεξέλεγκτου πάθους της φιλαργυρίας, ήθελαν να Τον διώξουν, δεν έφερε αντίρρηση, αλλά αναχώρησε, και εγκατέλειψε αυτούς που μόνοι τους έκριναν και παρουσίασαν τον εαυτό τους ανάξιο για τη διδασκαλία Του· έφυγε και τους άφησε πλέον ως δασκάλους για τη θεϊκή Του υπόσταση και δύναμη, αυτούς που ελευθερώθηκαν από τους δαίμονες, καθώς και τους χοιροβοσκούς που έμειναν εντελώς ξαφνικά χωρίς τους χοίρους τους που αφηνιασμένοι όρμησαν και κατακρημνίστηκαν, ώστε απ’ αυτούς να κατανοούν πλέον εις βάθος-άσχετα αν η κακή προαίρεσή τους δεν τους άφηνε να παραδεχτούν τα λάθη και τα πάθη τους- όλα όσα είχαν συμβεί. Ο Κύριος έφυγε, όμως άφησε ζωηρό στις ψυχές τους τον φόβο. Πραγματικά το μέγεθος της ζημίας συντελούσε στη διάδοση της ειδήσεως του γεγονότος αυτού και το συμβάν άγγιζε την ψυχή τους. Από πολλούς ακούονταν φωνές που επιβεβαίωναν το παράξενο αυτό θαύμα· το διακήρυτταν περίτρανα οι θεραπευμένοι, το διακήρυττε το γεγονός του καταποντισμού των ζώων, το διακήρυτταν οι ιδιοκτήτες των χοίρων και οι χοιροβοσκοί.

Παρόμοιες καταστάσεις και σήμερα ακόμη μπορεί να δει κανένας. Πολλοί είναι δυστυχώς οι δαιμονιζόμενοι και στην εποχή μας, άνθρωποι κυριευμένοι από τα δαιμονικά πάθη τους, που τίποτα δεν τους συγκρατεί από τη μανία τους, ούτε σίδερα, ούτε αλυσίδες, ούτε συστάσεις από πνευματικούς ανθρώπους, ούτε συμβουλές, ούτε απειλές ούτε τίποτα παρόμοιο από αυτά.

Πραγματικά, όταν κάποιος για παράδειγμα είναι ακόλαστος και έχει γίνει αιχμάλωτος του σωματικού κάλλους και των σαρκικών επιθυμιών και ηδονών, σε τίποτα δεν διαφέρει από έναν άνθρωπο δαιμονισμένο· αλλά περιφέρεται γυμνός όπως εκείνοι οι δαιμονισμένοι Γεργεσηνοί νέοι, ντυμένος βέβαια με ρούχα, αλλά στερημένος από την αληθινή ενδυμασία και είναι γυμνός από τη δόξα που ως πλάσματος του Θεού τού ταιριάζει· και ναι μεν δεν καταπληγώνει το σώμα του με πέτρες, όπως έκαναν οι δύστυχοι εκείνοι νέοι της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, όμως καταξεσκίζεται με αμαρτήματα που είναι πολύ πιο κοπτερά από πολλές μαζί πέτρες. Ποιος λοιπόν θα μπορέσει να δέσει έναν τέτοιον άνθρωπο; Ποιος θα τον σταματήσει από την ασχημοσύνη και την μανία αυτή που δεν τον αφήνει να συγκεντρωθεί και να ανακτήσει τον αυτοέλεγχό του, αλλά τον κάνει να επιθυμεί να βρίσκεται πάντα στα μνήματα; Διότι τι άλλο από μνήματα δεν είναι τα καταγώγια της πορνείας, γεμάτα από δυσωδία και σαπίλα;

Τέτοιος δεν είναι επίσης και κάθε άνθρωπος που υποφέρει από το δαιμονιώδες πάθος της φιλαργυρίας; Κάθε μέρα αντιμετωπίζει τον φόβο μήπως χάσει τα χρήματά του ή δεν καταφέρει να τα αυξήσει, καθώς και την απειλή ότι κάποιοι μπορούν να του τα κλέψουν, παρά το ότι ακούει συστάσεις των πνευματικών ανθρώπων που προσπαθούν να τον συνετίσουν και προειδοποιήσεις για τη φθορά που η αρρωστημένη φιλοχρηματία του αυτή προξενεί στην ψυχή του. Όλα αυτά τα δεσμά τα σπάει και όταν έλθει κανείς με την πρόθεση να τον απελευθερώσει από τη δουλεία της φιλαργυρίας, τον εξορκίζει να μην τον ελευθερώσει, επειδή θεωρεί μεγάλο βάσανο το να μην βρίσκεται κάτω από την βάσανο αυτήν. Αλλά τι μπορεί να θεωρηθεί αθλιότερο από τον άνθρωπο αυτόν; Διότι εκείνος ο δαίμονας στην περιοχή των Γεργεσηνών, αν και είχε καταφρονήσει τους ανθρώπους, εντούτοις υποχώρησε στην προσταγή του Χριστού και αμέσως βγήκε από το σώμα του ανθρώπου. Αυτός όμως δεν υπακούει ούτε στην προσταγή του Θεού. Πραγματικά, ενώ κάθε ημέρα ακούει το Θεό να του λέγει ότι «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ (: δεν είναι δυνατό να υπηρετείτε τον Θεό και τον πλούτο· ή θα αγαπήσετε τον Θεό και θα περιφρονήσετε τους επίγειους θησαυρούς ή θα υποδουλωθείτε σε αυτούς και θα καταφρονήσετε τον Θεό)» [Ματθ. 6, 24], και να απειλεί με τη γέενα και τις ατέλειωτες κολάσεις, εντούτοις δεν υπακούει. Όχι βέβαια επειδή είναι ισχυρότερος του Χριστού, αλλά επειδή ο Χριστός δε μας κάνει σώφρονες χωρίς να το θέλουμε.

Γι’ αυτό οι άνθρωποι αυτοί ζουν σαν να βρίσκονται στην έρημο, έστω και αν βρίσκονται στο κέντρο των πόλεων. Διότι ποιος άνθρωπος με μυαλό θα ήθελε να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους αυτού του είδους; Εγώ τουλάχιστον θα προτιμούσα να συγκατοικώ με πλήθος δαιμονισμένους, παρά με έναν άνθρωπο που να έπασχε από την νόσο αυτήν. Και για το ότι δεν κάνω λάθος, όταν λέγω αυτά, μας το αποδεικνύει η συμπεριφορά του καθενός από αυτούς. Πραγματικά, οι φιλάργυροι νομίζουν ως εχθρό τους και εκείνον που καμία αδικία δεν τους έχει κάνει και επιθυμούν να τον καταστήσουν δούλο τους, όταν είναι ελεύθερος, και με μύρια κακά τον απειλούν. Αντίθετα, οι δαιμονισμένοι δεν κάνουν τίποτε παρόμοιο, αλλά στρέφουν τη νόσο εναντίον του εαυτού τους. Οι φιλάργυροι, επίσης, καταστρέφουν πολλά σπίτια και γίνονται αιτία να βλασφημείται το όνομα του Θεού και γενικά είναι καταστροφή για την πόλη και την οικουμένη ολόκληρη. Όσοι όμως ενοχλούνται από τους δαίμονες είναι άξιοι μάλλον οίκτου και δακρύων. Και οι τελευταίοι ως επί το πλείστον παραφέρονται κατόπιν σκέψεως συμπεριφερόμενοι σαν έξαλλοι, κατεχόμενοι από μια παράδοξη μανία.

Αληθινά, ποιο παρόμοιο κάνουν όλοι οι δαιμονισμένοι, σαν εκείνο που αποτόλμησε ο Ιούδας και διέπραξε την έσχατη παρανομία; Και όλοι όσοι μιμούνται τη διαγωγή του Ιούδα, σαν τα φοβερά θηρία που δραπέτευσαν από τα κλουβιά τους κατατρομάζουν τις πόλεις· επειδή κανείς δεν τα συγκρατεί. Βέβαια, και αυτούς τους ανθρώπους, δηλαδή τους κατεχόμενους από το πάθος της φιλαργυρίας, τους περιβάλλουν από παντού δεσμά, όπως είναι ο φόβος των δικαστών, η απειλή των νόμων, η κατακραυγή του κόσμου και άλλα περισσότερα από αυτά, αλλά όμως και τα δεσμά αυτά τα σπάζουν και αναστατώνουν τα πάντα. Και εάν κανείς εξαφάνιζε τελείως τις δεσμεύσεις αυτές, τότε θα έβλεπε καθαρά ότι ο δαίμονας που έχουν μέσα τους αυτοί είναι πολύ αγριότερος και πιο μανιώδης από αυτόν που βγήκε τώρα από τους δαιμονισμένους των Γεργεσηνών.

Αλλά επειδή αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί στην πράξη, ας το λάβουμε ως υπόθεση για λίγο και ας αφαιρέσουμε όλες τις δεσμεύσεις από τον φιλάργυρο και τότε θα γνωρίσουμε τη μεγάλη του μανία. Αλλά να μη φοβηθείτε το θηρίο, όταν θα το αποκαλύψουμε. Διότι η σκηνή είναι υποθετική και δεν υφίσταται στην πραγματικότητα. Έστω λοιπόν ένας άνθρωπος που βγάζει φωτιά από τα μάτια του, μαύρος, έχοντας σε κάθε ώμο δράκοντες αντί για χέρια. Έχει επίσης και στόμα όπου αντί για δόντια έχει καρφωμένα ξίφη και αντί για γλώσσα έχει πηγή που βγάζει δηλητήριο και φαρμάκι. Η κοιλιά του πάλι είναι πιο αδηφάγος από κάθε καμίνι και κατατρώγει ό,τι της ρίπτουν. Και τα πόδια του έχουν φτερά και είναι πιο γρήγορα από τη φωτιά. Το πρόσωπό του επίσης ας υποθέσουμε ότι είναι κατασκευασμένο μεικτό από σκύλο και λύκο και ότι δεν ομιλεί σαν άνθρωπος, αλλά εκβάλλει έναν ήχο απαίσιο, αηδιαστικό και φοβερό. Ας πούμε λοιπόν ότι έχει φωτιά και στα χέρια του. Ίσως να σας φαίνονται φοβερά όσα ειπώθηκαν. Ωστόσο δεν τον σκιαγραφήσαμε ακόμη αντάξιο της πραγματικότητας, διότι ύστερα από αυτά πρέπει να προσθέσουμε και άλλα. Πραγματικά, ας υποθέσουμε ακόμη ότι σφάζει εκείνους που συναντά, ότι τους κατατρώγει και γεύεται τις σάρκες τους. Αλλά και από αυτόν είναι πιο φοβερός ο φιλάργυρος, διότι επέρχεται εναντίον όλων σαν Άδης, τους καταβροχθίζει όλους και τριγυρίζει σαν κοινός εχθρός ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους. Επειδή επιθυμεί να μην υπάρχει κανένας άνθρωπος, για να κατέχει αυτός τα πάντα. Δε σταματά, όμως μέχρι εδώ, αλλά, αφού τους αφανίσει όλους με την επιθυμία τους, κατέχεται από τον πόθο να αλλάξει την ουσία του χώματος και να το κάνει χρυσάφι. Και όχι μόνον το χώμα, αλλά και τα όρη και τα φαράγγια και τις πηγές και όλα εν γένει όσα φαίνονται πάνω στη γη.

Και για να αντιληφθείτε ότι δεν παραστήσαμε ακόμη την μανία αυτού, ας μην υπάρχει ο κατήγορος και αυτός που εκφοβίζει, αλλά αφαίρεσε υποθετικώς μόνο τον φόβο των νόμων και τότε θα δεις αυτόν να αρπάζει το ξίφος και να φονεύει τους πάντες, χωρίς να ξεχωρίζει, ούτε φίλο, ούτε συγγενή, ούτε αδελφό, ούτε και τον πατέρα του ακόμη. Μάλλον, όμως, στην προκειμένη περίπτωση δε χρειάζεται ούτε καν να κάνουμε υπόθεση, αλλά ας ρωτήσουμε αυτόν, εάν δεν δημιουργεί στη φαντασία του παρόμοιες φαντασιώσεις και δεν επιτίθεται νοερώς για να φονεύσει τους πάντες, φίλους, συγγενείς και τους ίδιους τους γονείς του. Αλλά μάλλον ούτε και η ερώτηση χρειάζεται. Διότι όλοι γνωρίζουν καλά ότι όσοι κατέχονται από το πάθος αυτό αγανακτούν και για το γήρας του πατέρα τους και εκείνο που είναι γλυκύ και ποθητό από όλους, να έχουν, δηλαδή, παιδιά, το θεωρούν βαρύ και φορτικό. Γι’ αυτό πολλοί, παρακινούμενοι από την ιδέα αυτήν, θεώρησαν καλό την ατεκνία και κατέστησαν ανίκανη τη φύση, όχι με το να φονεύσουν τα παιδιά που γεννήθηκαν, αλλά με το να μην επιτρέψουν να λάβουν καν αρχή.

Λοιπόν, να μην παραξενεύεστε, επειδή σας παρουσίασα κατ’ αυτόν τον τρόπο τον φιλάργυρο, διότι στην πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερος από ό,τι τον περιέγραψα. Αλλά ας σκεφτούμε πώς θα μπορέσουμε να τον απαλλάξουμε από τον δαίμονα. Πώς θα τον απαλλάξουμε, λοιπόν; Εάν αντιληφθεί πλήρως ότι η φιλαργυρία του είναι αντίθετη προς αυτό ακριβώς, δηλαδή, στο να του δίνει χρήματα. Διότι εκείνοι που επιθυμούν να κερδίσουν τα μικρά υφίστανται μεγάλες ζημίες. Γι’ αυτό ακριβώς και έχει γίνει παροιμία ανάλογη με την επιθυμία αυτήν. Πραγματικά, πολλοί πολλές φορές που θέλησαν να δανείσουν με υπερβολικούς τόκους και παρασυρόμενοι από την προσδοκία του κέρδους, δεν ερεύνησαν το ποιόν αυτών που τους δάνειζαν χρήματα, έχασαν μαζί με τον τόκο και το κεφάλαιο ολόκληρο. Άλλοι πάλι που περιέπεσαν σε κινδύνους και δεν θέλησαν να ξοδέψουν λίγα, έχασαν και τη ζωή τους μαζί με την περιουσία τους. Επίσης, ενώ τους δόθηκε η ευκαιρία να αποκτήσουν ή αξιώματα προσοδοφόρα, ή κάτι άλλο παρόμοιο, επειδή κόλλησαν στις λεπτομέρειες, έχασαν το παν. Επειδή δηλαδή δεν γνωρίζουν να σπείρουν, αλλά πάντοτε φροντίζουν να θερίζουν, γι’ αυτό συνεχώς χάνουν τη συγκομιδή. Διότι κανείς δεν μπορεί πάντα να θερίζει, όπως δεν μπορεί διαρκώς να κερδίζει. Αφού λοιπόν δε θέλουν να ξοδεύουν, δεν γνωρίζουν και να κερδίζουν. Αλλά είτε πρέπει να νυμφευτούν, πάλι παθαίνουν το ίδιο. Διότι ή εξαπατήθηκαν και πήραν πλούσια γυναίκα, αλλά με πολλά ελαττώματα, πάλι υπέστησαν μεγαλύτερη ζημία. Διότι τον πλούτο δεν τον δημιουργεί η περιουσία, αλλά η αρετή. Πραγματικά, ποια η ωφέλεια του πλούτου, όταν η γυναίκα είναι πολυέξοδη και άσωτη και διασκορπίζει τα πάντα χειρότερα από τον άνεμο; Ποια η ωφέλεια εάν είναι ακόλαστη και έχει πλήθος εραστών; Ποια η ωφέλεια, εάν είναι μέθυση; Μήπως δε θα κάνει τον σύζυγό της πιο πτωχό από όλους;

Όχι μόνο στο θέμα του γάμου σκέπτονται έτσι, αλλά, παρασυρόμενοι από τη μεγάλη τους αγάπη προς τα χρήματα, αγοράζουν από κακό υπολογισμό όχι τους καλούς δούλους, αλλά φροντίζουν να βρουν τους φτηνούς.

Όλα αυτά λοιπόν αφού τα σκεφτείτε καλά (επειδή δεν μπορείτε ακόμη να ακούσετε τη διδασκαλία για τη γέενα και τη βασιλεία) και αφού καταλάβετε τις ζημίες που υπομένετε κάθε φορά από τη φιλοχρηματία, όταν δανείζετε, όταν αγοράζετε, όταν νυμφεύεστε, όταν υπερασπίζεστε κάποιον, όταν κάνετε οτιδήποτε άλλο, σταματήστε να αγαπάτε υπερβολικά τα χρήματα. Διότι έτσι θα μπορέσετε και εδώ στη γη να ζήσετε με ασφάλεια και αφού κάνετε μικρή προσπάθεια, θα μπορέσετε να ακούσετε και το κήρυγμα για την ευσέβεια και όταν κοιτάξετε με προσοχή, θα δείτε τον ίδιο τον Ήλιο της δικαιοσύνης και θα αποκτήσετε τα αγαθά που Αυτός έχει υποσχεθεί, τα οποία είθε όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΗΓΕΣ:

• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

• Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΚΗ΄, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 10, σελίδες 253-277.

• Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 65, σελ. 80- 91 (ή: 37- 42 του PDF) .
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLVHVFMUh0ODd6QzA/view

• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

• Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

• Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

• Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)

alopsis.gr 

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΕΔΩ ΣΤΗ ΓΗ, ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΚΑ ΚΑΠΟΤΕ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ!

 
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Εδώ στη Γη, όλα τα καλά και τα κακά κάποτε τελειώνουν 

Κοίτα, πόσα κάστρα και παλάτια βασιλιάδων, ηγεμόνων και αρχόντων είναι σωριασμένα σε ερείπια! Σκέψου, πόση δύναμη και πόσο πλούτο είχαν κάποτε! Τώρα έχουν ξεχαστεί και τα ονόματά τους. Λέει η Γραφή: «Πολλοί άρχοντες έχασαν την εξουσία τους και κάθισαν στο χώμα" κι ένας άσημος, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα» .

 Δεν σου φτάνουν αυτά; Συλλογίσου τότε, ποιά είναι η αξία σου όταν κοιμάσαι; Μήπως δεν μπορεί κι ένα ζωύφιο να σε θανατώσει; Ναι, πολλοί πέθαναν έτσι στον ύπνο τους. Αλήθεια, από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας! Κόβεται η κλωστή και τελειώνουν όλα. Έτσι να φιλοσοφείς και να μη σαγηνεύεσαι από την ομορφιά, τα πλούτη, τη δόξα, τις απολαύσεις.
Ένα μόνο να σε απασχολεί: Που τελειώνουν όλα αυτά.
 Θαυμάζεις όσα βλέπεις εδώ στη γη; Πιο αξιοθαύμαστα, όμως, είναι εκείνα που αναφέρονται στις άγιες Γραφές.
 Δείξε μου έναν αγέρωχο άρχοντα ή έναν λαμπροντυμένο πλούσιο, όταν ψήνεται από τον πυρετό, όταν ψυχομαχεί, και τότε θα σε ρωτήσω: "Πού είναι εκείνος, που περνούσε από την αγορά καμαρωτός και περήφανος με ακολούθους και σωματοφύλακες; Πού είναι εκείνος, που φορούσε πανάκριβα ρούχα; Πού είναι η χλιδή της ζωής του, η πολυτέλεια των συμποσίων του, οι υπηρέτες, οι παρατρεχάμενοι, τα γέλια, οι ανέσεις, οι σπατάλες;

 Όλα έφυγαν και πέταξαν. Τί απέγινε το σώμα, που απολάμβανε τόση ηδονή; Πλησίασε στον τάφο και κοίτα τη σκόνη, τη σαπίλα, τα σκουλήκια. Κοίτα και στέναξε πικρά. Και μακάρι το κακό να περιοριζόταν σε τούτη τη σκόνη, που βλέπεις. Από τον τάφο και τα σκουλήκια φέρε τη σκέψη σου στο ακοίμητο σκουλήκι της άλλης ζωής, στο τρίξιμο των δοντιών, στο αιώνιο σκοτάδι, στην άσβεστη φωτιά, στις πικρές και αφόρητες εκείνες τιμωρίες, που δεν θα έχουν τέλος.

  Εδώ, στη γη, και τα καλά και τα κακά κάποτε, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν εκεί, όμως, και τα δύο διαρκούν αιώνια. Και διαφέρουν ως προς την ποιότητα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τούτου τόσο, που δεν είναι δυνατό να εκφράσει κανείς με λόγια.
 Τί έγιναν, λοιπόν, όλα εκείνα τα μεγαλεία; Τί έγιναν τα χρήματα και τα κτήματα; Ποιός άνεμος φύσηξε και τα πήρε και τα σκόρπισε; Τί θέλει, πάλι, κι αυτή η ανώφελη δαπάνη για την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφελεί και τους οικείους του ζημιώνει; Ο Χριστός αναστήθηκε γυμνός από τον τάφο.

 Ας μη γίνεται, λοιπόν, η κηδεία αφορμή ικανοποιήσεως της μανίας μας για επίδειξη. Ο Κύριος είπε: «Πείνασα και μου δώσατε να φάω" δίψασα και μου δώσατε να πιω" ήμουνα γυμνός και με ντύσατε» . Όμως δεν είπε: «Ήμουνα νεκρός και με θάψατε». Γιατί, αν μας παραγγέλλει να μην έχουμε τίποτα περισσότερο από ένα σκέπασμα, όταν ζούμε, πολύ περισσότερο όταν πεθάνουμε. Ποιάν απολογία θα δώσουμε στο Θεό, λοιπόν, όταν ξοδεύουμε τεράστια ποσά για να κηδέψουμε ένα νεκρό σώμα, τη στιγμή που ο Χριστός, με τη μορφή των φτωχών συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος και γυμνός, κι εμείς αδιαφορούμε γι' αυτό;

 Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι ανώφελα για κείνους που έχουν ήδη πεθάνει. Ας τ' ακούσουν, όμως, οι ζωντανοί και ας συνέλθουν, ας λογικευτούν, ας διορθωθούν. Όπου να 'ναι θα έρθει και η δική τους ώρα. Δεν θ' αργήσουν να βρεθούν κι αυτοί, δεν θ' αργήσουμε να βρεθούμε όλοι μας, μπροστά στο φοβερό Κριτήριο, όπου θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας. Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να γίνουμε καλύτεροι, εγκαταλείποντας την αμαρτία και ακολουθώντας την αρετή, για να μη χάσουμε τη βασιλεία των ουρανών, για ν' αποκτήσουμε τα άφθαρτα αγαθά, που έχει ετοιμάσει για μας ο φιλάνθρωπος Κύριος.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΟΤΙ ΘΕΩΡΟΥΜΕ ΣΑΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!

 Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Και τότε ό,τι θεωρούμε σαν απο­τυχία είναι επιτυχία

Η προσευχή είναι μεγάλο αγαθό, αν γίνε­ται και με λογισμό αγαθό· αν ευχαριστούμε το Θεό όχι μόνο όταν μας δίνει, αλλά και όταν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε, αφού και τα δύο τα κάνει για την ωφέλειά μας. 

Έτσι, και όταν δεν παίρνουμε, ουσιαστικά παίρνουμε με το να μην πάρουμε ό,τι δεν μας συμφέρει. Υπάρχουν, βλέπετε, πε­ριπτώσεις που η μη ικανοποίηση του αιτήματός μας είναι πιο ωφέλιμη. Και τότε ό,τι θεωρούμε σαν αποτυχία είναι επιτυχία.  

Ας μη στεναχωριόμαστε, λοιπόν, όταν ο Θεός αργεί να εισακούσει την προσευχή μας. Ας μη χάνουμε την υπομονή μας. Μήπως και πριν ζητήσουμε κάτι, δεν μπορεί να μας το δώσει ο Πανάγαθος; Μπορεί, φυσικά, αλλά περιμένει από μας κάποιαν αφορμή, ώστε να μας βοηθήσει δίκαια. Γι' αυτό ας Του δίνουμε την αφορμή με την προσευχή και ας περιμένουμε με πίστη, με ελπίδα, με εμπιστοσύνη στην πανσοφία και στη φιλανθρωπία Του. Μας έδωσε ό,τι ζητήσαμε; Ας Τον ευχαριστούμε. Δεν μας έδωσε; Και πάλι ας Τον ευχαριστούμε, γιατί δεν γνωρίζουμε, όπως γνωρίζει Εκείνος, τι είναι καλό για μας.  

Ας έχουμε ακόμα υπόψη μας, πως ο Θεός συχνά δεν αρνείται, αλλά μόνο αναβάλλει την ικανοποίηση κάποιου αιτήματός μας. Και γιατί αναβάλλει; Επειδή, χρησιμοποιώντας ως μέσο τη δική μας επιμονή στο αίτημα, θέλει να μας ελκύσει και να μας κρατήσει κοντά Του. Κι ένας φιλόστοργος πατέρας, άλλωστε, όταν του ζητάει κάτι το παιδί του, πολλές φορές αρνείται να του το δώσει, όχι γιατί δεν θέλει, αλλά γιατί μ' αυτόν τον τρόπο το παιδί μένει κοντά του.

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΟΤΑΝ ΚΑΘΕΣΑΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΛΟΓΟ ΘΕΟΥ!

 Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Ὅταν κάθεσαι νὰ διαβάσεις λόγο Θεοῦ
 

Εἶπε μακάριος Ἰωάννης Χρυσόστομος

«Ὅταν κάθεσαι νὰ διαβάσεις λόγο Θεοῦ, νὰ ἐπικαλεῖσαι στὴν ἀρχὴ τὸν Θεὸ ν᾿ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου, ὥστε νὰ μὴν περιοριστεῖς στὸ νὰ διαβάζεις μόνο αὐτὰ ποὺ γράφτηκαν ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἐκτελεῖς, καὶ ἔτσι νὰ μὴ γίνει καταδίκη μας μελέτη τοῦ βίου καὶ τῶν λόγων τῶν ἁγίων».

ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ 

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ- ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ!

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου:
Ερμηνεία αποστολικής περικοπής 

[Τίτ. 3, 8-15]

«Πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος (: Το ότι δικαιωθήκαμε και αναγεννηθήκαμε και θα κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή είναι λόγος και αλήθεια αξιόπιστη. Και γι’ αυτά τα θέματα θέλω να μιλάς με βεβαιότητα και με κύρος, για να φροντίζουν όσοι έχουν πιστέψει στο Θεό να πρωτοστατούν ακούραστα σε καλά έργα. Αυτά είναι τα καλά έργα και τα ωφέλιμα στους ανθρώπους, αυτά για τα οποία σας μίλησα. Τις ανόητες συζητήσεις και γενεαλογίες για τους μυθικούς θεούς ή τους ευγενείς προγόνους, όπως και τις έριδες και τις διαμάχες για τον μωσαϊκό νόμο να τις αποφεύγεις, γιατί δε φέρνουν καμία ωφέλεια και είναι μάταιες. Αιρετικό άνθρωπο, που επιμένει να δημιουργεί σκάνδαλα και διαιρέσεις στην Εκκλησία, μετά την πρώτη και τη δεύτερη νουθεσία, παράτησέ τον και απόφευγέ τον. Να ξέρεις ότι έχει διαστραφεί τέτοιου είδους άνθρωπος και αμαρτάνει· και για την αμαρτία του αυτή ελέγχεται και καταδικάζεται από τη συνείδησή του και από τον ίδιο του τον εαυτό)» [Τίτ. 3, 8-11· ερμην. απόδοση Παναγ. Τρεμπέλα]. 

 Αφού μίλησε ο Παύλος για τη φιλανθρωπία του Θεού και για την ανέκφραστη πρόνοιά Του για εμάς, και αφού είπε ποιοι ήμασταν εμείς και ποιους μας έκανε, προσθέτει και λέγει: «και αυτά τα λόγια θέλω να τα διαβεβαιώνεις εσύ, ώστε, όσοι έχουν πιστέψει στον Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα». Δηλαδή, «αυτά πρέπει να λέγεις και από αυτά να τους προτρέπεις για ελεημοσύνη. Γιατί τα λόγια αυτά δεν είναι κατάλληλα μόνο για ελεημοσύνη και να μην υπερηφανευόμαστε και να μην κακολογούμε τους άλλους, αλλά και για κάθε άλλη αρετή». Έτσι λοιπόν μιλώντας και στους Κορινθίους, λέγει: «Γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι᾿ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε (: Διότι γνωρίζετε την ανεκτίμητη δωρεά του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ότι δηλαδή ενώ ήταν απείρως πλούσιος σε όλες τις τελειότητες της θείας Του υποστάσεως, έγινε πτωχός προς χάριν σας· και φόρεσε την πτωχή ανθρώπινη φύση και έγινε άνθρωπος, για να γίνετε εσείς πνευματικά πλούσιοι με την πτωχεία Εκείνου)» [Β΄Κορ. 8, 9]. Αφού θυμήθηκε την πρόνοια του Θεού και την υπερβολική φιλανθρωπία Του, τους προτρέπει να κάνουν την ελεημοσύνη, όχι έτσι απλώς και σαν δευτερεύον έργο, αλλά με ποιο κύριο σκοπό; «Για να φροντίζουν», λέγει, «να πρωτοστατούν σε καλά έργα». Δηλαδή και τους αδικημένους να βοηθούν όχι μόνο με χρήματα, αλλά και με προστασία που θα μπορούσαν να τους προσφέρουν, και τις χήρες και τα ορφανά να υπερασπίζονται και όλους όσους υποφέρουν να προστατεύουν, γιατί αυτό σημαίνει το «να πρωτοστατούν σε καλά έργα». «Αυτά», λέγει, «είναι τα καλά και τα ωφέλιμα στους ανθρώπους».

«Και να αποφεύγεις τις ανόητες αναζητήσεις και τις γενεαλογίες και τις φιλονικίες και τις διαμάχες για τον νόμο, γιατί είναι ανωφελείς και μάταιες». Τι δηλαδή θέλουν οι γενεαλογίες; Γιατί και στην επιστολή του προς τον Τιμόθεο το αναφέρει αυτό λέγοντας: «μηδὲ προσέχειν μύθοις καὶ γενεαλογίαις ἀπεράντοις, αἵτινες ζητήσεις παρέχουσι μᾶλλον ἢ οἰκονομίαν Θεοῦ τὴν ἐν πίστει (: μήτε να προσέχουν σε μύθους και σε γενεαλογίες απέραντες, οι οποίες προκαλούν μάλλον άσκοπες αναζητήσεις, παρά βοηθούν τη διαχείριση του έργου του Θεού που βασίζεται στην πίστη)» [Α΄Τιμ. 1, 4]. Ίσως και εδώ και εκεί να εννοεί τους Ιουδαίους, που υπερηφανεύονται για το ότι είχαν πρόγονό τους τον Αβραάμ και αδιαφορούσαν για τα δικά τους. Γι’ αυτό τις ονομάζει και «ανόητες» και «ανωφελείς», γιατί το να πιστεύει κανείς σε πράγματα που δεν ωφελούν είναι απόδειξη ανοησίας.

«Φιλονικίες» εννοεί αυτές με τους αιρετικούς, για να μην κουραζόμαστε στα χαμένα, όταν δεν υπάρχει κανένα κέρδος, αφού το τέλος τους είναι το τίποτε. Γιατί, όταν κάποιος είναι διεστραμμένος και προδιατεθειμένος, να μην αλλάξει καθόλου τη γνώμη του, ό,τι και αν γίνει, για ποιο λόγο κουράζεσαι άσκοπα σπέρνοντας επάνω σε πέτρες, ενώ έπρεπε να διαθέτεις τον καλό αυτόν κόπο στους δικούς σου, μιλώντας σε αυτούς για την ελεημοσύνη και τις άλλες αρετές; Πώς λοιπόν λέγει αλλού: «ἐν πρᾳότητι παιδεύοντα τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας (: εκπαιδεύοντας με πραότητα εκείνους που είναι αντίθετα διατεθειμένοι, μην τυχόν τους δώσει ο Θεός μετάνοια, για να έρθουν σε επίγνωση της αλήθειας)» [Β΄Τιμ. 2, 25], ενώ εδώ λέγει «τον αιρετικό άνθρωπο μετά την πρώτη και τη δεύτερη νουθεσία άφηνέ τον, γνωρίζοντας ότι έχει διαστραφεί αυτός και αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του»; Εκεί μιλάει για αυτούς που έχουν κάποια ελπίδα για διόρθωση και για αυτούς που απλώς έχουν αντίθετη γνώμη. Όταν όμως είναι φανερός και γνωστός σε όλους για την ισχυρογνωμοσύνη και την αδιαλλαξία του, για ποιο λόγο αγωνίζεσαι άδικα; Γιατί χτυπάς τον αέρα; Τι σημαίνει «καταδικάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του»; Σημαίνει ότι δεν μπορεί δηλαδή να πει «κανείς δε μου μίλησε, κανείς δε με συμβούλευσε». Όταν λοιπόν μετά τη συμβουλή ο ίδιος επιμένει, τότε καταδικάζει ο ίδιος τον εαυτό του.

Τον αδιόρθωτο λοιπόν ονομάζει «αιρετικό». Όπως δηλαδή το να παραβλέπουμε όσους έχουν ελπίδα για κάποια μεταβολή είναι απόδειξη οκνηρίας, έτσι το να θεραπεύουμε όσους πάσχουν από ανίατες ασθένειες είναι απόδειξη ανοησίας και της χειρότερης παραφροσύνης. Γιατί έτσι τους κάνουμε θρασύτερους.

Πώς λοιπόν παροτρύνεις τον Τίτο να κλείνει το στόμα εκείνων που αντιλέγουν («οὓς δεῖ ἐπιστομίζειν, οἵτινες ὅλους οἴκους ἀνατρέπουσι διδάσκοντες ἃ μὴ δεῖ αἰσχροῦ κέρδους χάριν (: τους ψευδοδιδασκάλους πρέπει ο επίσκοπος να τους αποστομώνει· είναι άνθρωποι οι οποίοι ανατρέπουν ολόκληρα σπίτια, διδάσκοντας πράγματα που δεν πρέπει, μόνο και μόνο για να κερδίσουν χρήματα με αθέμιτο και αισχρό τρόπο)» [Τίτ. 1, 11]), όταν τα κάνουν όλα για την καταστροφή τους; Λέγει όμως προηγουμένως, ότι δεν πρέπει να το κάνει αυτό αποβλέποντας σε δικό τους κέρδος· γιατί δεν θα ωφελούνταν ποτέ σε τίποτε τέτοιοι άνθρωποι, αφού είναι μια για πάντα διεστραμμένοι στη γνώμη τους. Αν όμως καταστρέφουν άλλους, πρέπει να διαφωνείς και να τους πολεμείς και να αντιστέκεσαι προς αυτούς με πολλή δύναμη· και αν βρεθείς σε ανάγκη, βλέποντας άλλους να διαφθείρονται, να μη σιωπάς, αλλά να τους αποστομώνεις, φροντίζοντας έτσι για εκείνους που πρόκειται να καταστραφούν από τις αιρετικές διδασκαλίες αυτών των πλανεμένων ανθρώπων. Και γενικά δεν είναι δυνατό να ανέχεται τις διαμάχες εκείνος που δείχνει πολλή φροντίδα και έχει σωστό τρόπο ζωής. Αλλά, όπως είπα, έτσι να κάνεις· γιατί από την αργία και την περιττή φιλοσοφία φθάνει κανείς να ασχολείται μόνο με τα ονόματα. Γιατί πραγματικά τα περιττά λόγια είναι μεγάλη ζημία, ενώ πρέπει ή να διδάσκουμε ή να προσευχόμαστε ή να ευχαριστούμε. Ούτε πρέπει να αποφεύγουμε να ξοδεύουμε βέβαια τα χρήματα, όχι όμως και τα λόγια· αλλά περισσότερο πρέπει να αποφεύγουμε τα λόγια από τα χρήματα, και να μην παραδίδουμε χωρίς λόγο τον εαυτό μας σε όλους.

«Ὃταν πέμψω ᾿Αρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν (: Όταν θα στείλω τον Αρτεμά προς εσένα ή τον Τυχικό, φρόντισε να έρθεις προς εμένα στη Νικόπολη)» [Τιτ. 3,12]. Τι λέγεις; Εγκατέστησες τον Τίτο στην Κρήτη και τον καλείς πάλι κοντά σου; Όχι για να τον απομακρύνει από το έργο εκείνο, αλλά για να τον συμβουλέψει περισσότερο. Ότι δεν τον καλεί κοντά του για να τον έχει παντού όπου πηγαίνει ακόλουθό του, άκουσε τι λέγει παρακάτω: «ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι (: γιατί εκεί έχω αποφασίσει να παραχειμάσω)». Η Νικόπολη όμως βρίσκεται στη Θράκη.

«Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ ᾿Απολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ (: Τον Ζηνά τον νομοδιδάσκαλο και τον Απολλώ, πρόπεμψέ τους εφοδιάζοντάς τους με ιδιαίτερη επιμέλεια, για να μην τους λείπει τίποτα)». Αυτοί δεν είχαν αναλάβει ακόμη εκκλησίες, αλλά ήταν από τους συντρόφους του Παύλου· περισσότερο δραστήριος ήταν ο Απολλώς, αφού γνώριζε πολύ καλά την Αγία Γραφή, είχε τη δυνατότητα να την ερμηνεύει· διέθετε επίσης και το χάρισμα της ευγλωττίας [βλ. Πράξ. 18, 24: «Ἰουδαῖος δέ τις Ἀπολλὼς ὀνόματι, Ἀλεξανδρεὺς τῷ γένει, ἀνὴρ λόγιος, κατήντησεν εἰς Ἔφεσον, δυνατὸς ὢν ἐν ταῖς γραφαῖς (: Στο μεταξύ ήλθε στην Έφεσο κάποιος Ιουδαίος που λεγόταν Απολλώς και καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Ο άνθρωπος αυτός είχε ευγλωττία, γνώριζε πολύ καλά την Αγία Γραφή και είχε μεγάλη ικανότητα να την ερμηνεύει)»]. «Αν λοιπόν εκείνος ήταν νομικός, δεν έπρεπε», λέγει, «να τρέφεται από άλλους». «Νομικό» όμως εδώ εννοεί τον γνώστη των ιουδαϊκών νόμων. Είναι σαν να έλεγε: «να τους εφοδιάσεις πλουσιοπάροχα, ώστε να μην τους λείψει τίποτε».

«Μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι. ᾿Ασπάζονταί σε οἱ μετ’ ἐμοῦ πάντες. ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. ῾Η χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν (: Με την ευκαιρία μάλιστα της προετοιμασίας αυτής, ας παίρνουν μάθημα επίσης και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα και να συντρέχουν τους αδελφούς στις απαραίτητες υλικές τους ανάγκες, για να μην στερούνται από πνευματικούς καρπούς. Σε χαιρετούν εγκάρδια όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαιρέτησε αυτούς που μας αγαπούν επειδή έχουν κοινή πίστη με εμάς. Σας εύχομαι η Θεία Χάρη να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν.)».

Τι σημαίνει «για να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα»; Να μην περιμένουν όσους έχουν ανάγκη να έρθουν σε αυτούς, αλλά και οι ίδιοι να ενδιαφέρονται για εκείνους που χρειάζονται τη βοήθειά τους. Γιατί αυτός που φροντίζει, έτσι φροντίζει· και έτσι μάλιστα θα κάμει αυτό το πράγμα με πολύ ενδιαφέρον. Γιατί πραγματικά με όσα ευεργετεί, δεν ωφελεί και δεν παρέχει κέρδος σε εκείνους που ευεργετούνται τόσο, όσο σε αυτούς που ευεργετούν· γιατί τους δίνει παρρησία ενώπιον του Θεού. Εκεί όμως δεν υπάρχει κανένα τέλος της μάχης.

«Και ας μαθαίνουν», λέγει «και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα στις αναγκαίες περιπτώσεις, για να μην είναι άκαρποι». Βλέπεις ότι φροντίζει περισσότερο γι’ αυτούς παρά για εκείνους που παίρνουν; Γιατί μπορούσε ίσως να τους στείλει από πολλούς άλλους εφόδια· αλλά «για τους δικούς μας», λέγει, «φροντίζω». Ποιο λοιπόν, πες μου, είναι το όφελος; Αν δηλαδή άλλοι βγάζοντας θησαυρούς έτρεφαν τους διδασκάλους, αυτοί δεν είχαν κανένα κέρδος, γιατί έμεναν άκαρποι. Τι λοιπόν, πες μου, δεν μπορούσε ο Χριστός, που έθρεψε από πέντε άρτους πέντε χιλιάδες ανθρώπους και από επτά άρτους τέσσερις χιλιάδες ανθρώπους, να θρέψει τον εαυτό Του και όσους ήταν μαζί Του; Για ποιο λόγο λοιπόν τρέφονταν από γυναίκες; Διότι λέγει ο ευαγγελιστής Μάρκος: «αἳ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν αὐτῷ, καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα (: Αυτές και όταν βρισκόταν ο Ιησούς στην Γαλιλαία Τον ακολουθούσαν και Τον υπηρετούσαν. Ήταν ακόμη και πολλές άλλες, οι οποίες είχαν ανεβεί μαζί με Αυτόν από την Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα)» [Μάρκ. 15, 41]). Για να μας διδάξει από την αρχή ότι φροντίζει γι΄αυτούς που ευεργετούν.

Δεν μπορούσε ο Παύλος, που με τα δικά του χέρια ικανοποιούσε πλήρως και τις ανάγκες άλλων, να μην παίρνει από πουθενά ό,τι του πρόσφεραν; Τον βλέπεις όμως και να παίρνει και τη ζητάει. Και άκουσε το γιατί: «Οὐχ ὅτι ἐπιζητῶ τὸ δόμα, ἀλλ᾿ ἐπιζητῶ τὸν καρπὸν τὸν πλεονάζοντα εἰς λόγον ὑμῶν (: Σας τα γράφω αυτά, όχι διότι εγώ ενδιαφέρομαι και ζητώ το δώρο, αλλά διότι ενδιαφέρομαι και ζητώ τον πνευματικό καρπό, ο οποίος από την καλή αυτή πράξη σας, θα προκύψει πλούσιος για σας)» [Φιλιπ. 4, 17], λέγει. Και στην αρχή του κηρύγματος, όταν οι πιστοί πουλούσαν όλα τα υπάρχοντά τους και κατέθεταν τα χρήματα στα πόδια των αποστόλων, βλέπεις τους αποστόλους να φροντίζουν περισσότερο γι΄αυτούς, παρά για εκείνους που έπαιρναν. Γιατί, αν φρόντιζαν αποκλειστικά μόνο για τους φτωχούς, δε θα έκαναν κανένα λόγο για τη Σαπφείρα και τον Ανανία, όταν κράτησαν ένα μέρος από τα χρήματα για τον εαυτό τους [βλ. Πράξ. 5, 1-11], ούτε θα προέτρεπε ο Παύλος λέγοντας: «ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός (: Ο καθένας ας δίδει σύμφωνα με την αγαθή διάθεση της καρδιάς του, όχι με λύπη ή από ανάγκη· διότι ο Θεός “αγαπά εκείνον, που δίδει με καλοσύνη, γλυκύτητα και χωρίς γογγυσμό”» [Β΄Κορ. 9, 7]. Τι λέγεις, Παύλε; Φέρνεις εμπόδια στους φτωχούς; «Όχι», λέγει· «γιατί δε βλέπω το δικό τους συμφέρον, αλλά το συμφέρον εκείνων που δίνουν».

Πρόσεχε όμως και τον προφήτη Δανιήλ που όταν έδωσε στον Ναβουχοδονόσορα την άριστη εκείνη συμβουλή, δε φρόντιζε μόνο για τους φτωχούς, αλλά και για τον ίδιο τον βασιλιά ώστε να επιδείξει μακροθυμία ο Θεός για τις αμαρτίες που είχε διαπράξει. Γιατί δεν είπε: «δώσε στους φτωχούς» μόνο, αλλά τι; : «Διὰ τοῦτο, βασιλεῦ, ἡ βουλή μου ἀρεσάτω σοι καὶ τὰς ἁμαρτίας σου ἐν ἐλεημοσύναις λύτρωσαι καὶ τὰς ἀδικίας ἐν οἰκτιρμοῖς πενήτων· ἴσως ἔσται μακρόθυμος τοῖς παραπτώμασί σου ὁ Θεός (: Γι’ αυτό, βασιλιά μου, ας φανεί αρεστή και ας γίνει δεκτή από εσένα η συμβουλή μου• φρόντισε να εξαλείψεις τις αμαρτίες σου με ελεημοσύνες και τις αδικίες σου με έλεος και φιλανθρωπία προς τους πτωχούς. Ίσως θα φανεί έτσι μακρόθυμος ο Θεός για τα αμαρτήματά σου”)» [Δαν. 4, 24]. «Δώσε όλα τα χρήματα», λέγει, «όχι μόνο για να τραφούν άλλοι, αλλά για να απαλλαγείς και ο ίδιος από την τιμωρία». Και πάλι ο Χριστός λέγει: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι (:“Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσεις θησαυρό στον ουρανό, και έλα ακολούθησέ με”)» [Ματθ. 19, 21]. Βλέπεις ότι και εκεί το διέταξε αυτό για εκείνους που θα Τον ακολουθούσαν; Επειδή λοιπόν τα χρήματα είναι εμπόδιο, γι’ αυτό πρόσταξε να τα δίνουμε στους φτωχούς, διδάσκοντας έτσι την ψυχή να είναι φιλεύσπλαχνη και συμπονετική, να περιφρονεί τα χρήματα, να αποφεύγει την πλεονεξία. Γιατί, όποιος μαθαίνει να δίνει σε όποιον δεν έχει, θα συνηθίσει με το πέρασμα του χρόνου και να μην παίρνει από εκείνους που έχουν. Αυτό μας κάνει όμοιους με τον Θεό.

Παρόλο που η παρθενία, η νηστεία και το να κοιμάται κανείς στο χώμα απαιτούν πιο δύσκολο κόπο από αυτή, όμως τίποτε δεν είναι τόσο ισχυρό και δυνατό στο να σβήνει τη φωτιά των αμαρτημάτων μας, όσο η ελεημοσύνη. Αυτή είναι ανώτερη από όλα, στήνει τους εραστές της κοντά στον ίδιο τον βασιλιά. Και πολύ σωστά· γιατί η παρθενία, η νηστεία και το να κοιμάται κανείς στο χώμα σταματάει μόνο γύρω από αυτόν που την ασκεί και δεν έσωσε κανέναν άλλο· η ελεημοσύνη όμως απλώνεται σε όλους και αγκαλιάζει τα μέλη του Χριστού. Άλλωστε τα κατορθώματα εκείνα που απλώνονται σε πολλούς είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ αυτά που σταματούν γύρω από έναν.

Η ελεημοσύνη είναι η μητέρα της αγάπης, της αγάπης που χαρακτηρίζει τον Χριστιανισμό, που είναι μεγαλύτερη από όλα τα θαύματα, με την οποία φαίνονται οι μαθητές του Χριστού. Αυτή είναι φάρμακο για τα δικά μας αμαρτήματα, σαπούνι για την ακαθαρσία της ψυχής μας, σκάλα στηριγμένη στον ουρανό· αυτή συνδέει το σώμα του Χριστού. Θέλετε να μάθετε πόσο μεγάλο αγαθό είναι αυτή; Στην εποχή των αποστόλων όλοι πουλούσαν τα υπάρχοντά τους και έφερναν σε αυτούς τα χρήματα, τα οποία και μοιράζονταν ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός. «Διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν (: Τα χρήματα αυτά διαμοιράζονταν στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες που είχε)» [Πράξ. 4, 35], λέγει. Πες μου λοιπόν, και χωρίς να αναφέρω τα μελλοντικά (ας μην κάνουμε λόγο τώρα για τη βασιλεία των ουρανών, αλλά ας δούμε μόνο στο παρόν) ποιοι κερδίζουν, όσοι παίρνουν ή όσοι δίνουν; Γιατί αυτοί που έπαιρναν παραπονούνταν και διαπληκτίζονταν μεταξύ τους, ενώ αυτοί που έδιναν είχαν μία ψυχή. Λέγει ο Λουκάς : «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά (: Συγχρόνως όμως και το πλήθος εκείνων που είχαν πιστέψει στο Ευαγγέλιο είχαν αρμονική και αδιάσπαστη ομοφροσύνη, μια ψυχή και μια καρδιά˙διότι τόσο οι καρδιές τους όσο και ολόκληρη η πνευματική τους ύπαρξη ήταν ενωμένα. Επικρατούσε δηλαδή μεταξύ τους πλήρης συμφωνία και αρμονία φρονημάτων και συναισθημάτων. Και κανείς απ’ αυτούς δεν βρισκόταν να λέει ότι και το ελάχιστο από τα υπάρχοντά του και την περιουσία του ήταν δικό του, αλλά τα είχαν μεταξύ τους όλα σε κοινή ωφέλεια και χρήση)» [Πράξ. 4, 32] και η χάρη του Θεού ήταν επάνω σε όλους αυτούς και ζούσαν με πολύ όφελος.

Βλέπεις ότι και από εδώ κέρδιζαν εκείνοι; Πες μου λοιπόν από ποιους θα ήθελες να είσαι, από αυτούς που κατέθεταν όλα τα υπάρχοντά τους και δεν είχαν τίποτε, ή από εκείνους που έπαιρναν και τα πράγματα των άλλων; Πρόσεχε τον καρπό της ελεημοσύνης. Τα διαφράγματα και τα εμπόδια εξαλείφτηκαν και αμέσως ενώθηκαν οι ψυχές τους· «όλοι είχαν μία καρδιά και μία ψυχή». Ώστε και χωρίς την ελεημοσύνη, το να προσφέρει κανείς όλα τα χρήματά του έχει μεγάλο κέρδος. Αυτά όμως τα είπα για να μη λυπούνται όσοι δεν έλαβαν κληρονομία από τους προγόνους τους, ούτε να στεναχωρούνται, επειδή έχουν λιγότερα από τους πλουσίους· γιατί, αν θέλουν, έχουν μεγαλύτερα. Και πραγματικά και ελεημοσύνη θα κάνουν με περισσότερη ευκολία, όπως η χήρα, και δε θα δώσουν καμία αφορμή για έχθρα προς τον πλησίον, και από όλους θα είναι πιο ελεύθεροι. Κανείς δε θα μπορέσει να τον απειλήσει αυτόν με δήμευση, αλλά βρίσκεται πάνω από όλα τα κακά.

Και όπως τους γυμνούς, όταν φεύγουν, κανείς δε θα μπορούσε να τους πιάσει γρήγορα, ενώ αυτούς που φορούν και σύρουν μαζί τους πολλά ενδύματα και στολίδια, εύκολα μπορεί να τους συλλάβει κανείς, έτσι είναι και ο πλούσιος και ο φτωχός. Γιατί ο φτωχός, και αν ακόμη συλληφθεί, εύκολα θα μπορέσει να δραπετεύσει· ο πλούσιος όμως, έστω και αν δεν πιαστεί, εμποδίζεται από τα δικά του σχοινιά, τις άπειρες φροντίδες, τις στενοχώριες, την οργή, τους ερεθισμούς του. Όλα αυτά κατακαλύπτουν στο χώμα την ψυχή. Και όχι μόνο αυτά, αλλά και πολλά άλλα, τα οποία μας ακολουθούν από τον πλούτο. Γιατί είναι πιο δύσκολο να σωφρονιστεί ο πλούσιος παρά ο φτωχός, και να ζει με λιτότητα, και είναι πιο δύσκολο να απαλλαγεί από τον θυμό ο πρώτος παρά ο δεύτερος. «Λοιπόν», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «θα έχει περισσότερο μισθό ο πλούσιος, εάν καταφέρει να σωφρονιστεί τελικά;» Καθόλου. «Για ποιο λόγο, όμως, αφού κατορθώνει τα δύσκολα;» Γιατί ο ίδιος επινόησε για τον εαυτό του τις δυσκολίες. Δεν πήρε εντολή να πλουτίζει, αλλά ακριβώς το αντίθετο· αυτός όμως δημιουργεί άπειρα σκάνδαλα και εμπόδια.

Άλλοι πάλι όχι μόνο τα χρήματα δεν αποθέτουν ως ελεημοσύνη στους απόρους, αλλά και την υγεία του σώματος καταφθείρουν, σαν να βαδίζουν στενό δρόμο· εσύ πάλι δεν κάνεις μόνο αυτό, αλλά και αυξάνεις το καμίνι των παθών και περιβάλλεσαι με άλλα. Πήγαινε λοιπόν στον ευρύχωρο δρόμο, γιατί εκείνος δέχεται τέτοιους ανθρώπους. Ο στενός όμως δέχεται αυτούς που θλίβονται, που στενάζουν, που δε βαστάζουν τίποτε, παρά αυτά μόνο τα φορτία που μέσω του δρόμου αυτού είναι δυνατόν να μεταφερθούν, την ελεημοσύνη, τη φιλανθρωπία, την καλοσύνη, την επιείκεια. Αν βαστάζεις αυτά, εύκολα θα μπορέσεις να περάσεις· αν όμως φέρεις την αλαζονεία και τα πάθη της ψυχής και το φορτίο των φροντίδων, τον πλούτο, θα χρειαστείς πολλή ευρυχωρία. Ούτε βέβαια μέσα στον όχλο θα μπορέσεις να μπεις, ώστε να μην χτυπήσεις άλλους ανεβαίνοντας ψηλά, αλλά θα έπρεπε εδώ να υπάρχει μεγάλη διάσταση. Όποιος όμως μεταφέρει χρυσάφι και ασήμι, τα κατορθώματα δηλαδή της αρετής, όχι μόνο δεν τον αποφεύγουν οι συνάνθρωποί του, αλλά τον πλησιάζουν και ενώνονται μαζί του.

Αλλά αν ο πλούτος αυτός είναι αγκάθι, τι είναι η πλεονεξία; Για ποιο λόγο τη φέρεις εκεί; Για να κάνεις μεγαλύτερη τη φλόγα, ρίχνοντας φορτία στη φωτιά; Δεν φτάνει δηλαδή η φωτιά της κόλασης; Σκέψου πώς διασώθηκαν στο καμίνι οι τρεις νέοι [βλ. Δαν. 3, 19-33]. Θεώρησέ το ότι ήταν κόλαση. Θλιμμένοι έπεσαν μέσα σε αυτό, δεμένοι στα χέρια και στα πόδια όλοι μαζί, αλλά μέσα βρήκαν πολλή ευρυχωρία· όχι όμως και όσοι τους περιστοίχιζαν από έξω.

Κάτι τέτοιο θα γίνει και τώρα, αν θέλουμε να στεκόμαστε με γενναιότητα και ανδρεία στους επερχόμενους πειρασμούς. Αν στηρίζουμε τις ελπίδες μας στον Θεό, θα βρεθούμε εμείς σε ασφαλή και ευρύχωρο τόπο, ενώ αυτοί που μας ωθούν θα χαθούν, γιατί «ὁ ὀρύσσων βόθρον εἰς αὐτὸν ἐμπεσεῖται, καὶ ὁ ἱστῶν παγίδα ἐν αὐτῇ ἁλώσεται (: Εκείνος που σκάπτει λάκκο για τον άλλο, θα πέσει ο ίδιος μέσα. Και όποιος στήνει παγίδα εις βάρος άλλων, θα συλληφθεί με αυτήν ο ίδιος)» [Σοφ. Σειρ. 27, 26]. Και αν μας δέσουν τα χέρια και τα πόδια η θλίψη θα μπορέσει να τα λύσει. Γιατί πρόσεχε το θαυμαστό· αυτούς που έδεσαν άνθρωποι, αυτούς έλυσε η φωτιά. Όπως δηλαδή αν κάποιος παραδώσει μερικούς φίλους στους υπηρέτες, και αυτοί σεβόμενοι τη φιλία του κυρίου όχι μόνο δεν τους βλάπτουν αλλά και τους αποδίδουν πολλή τιμή, αυτό έκανε και η φωτιά, επειδή γνώρισε ότι οι νέοι εκείνοι είναι φίλοι του Κυρίου της, έσπασε τα δεσμά τους, τους έλυσε και τους άφησε ελεύθερους, και γινόταν έδαφος γι’ αυτούς και το πατούσαν· και σωστά· γιατί είχαν ριφθεί για τη δόξα του Θεού. Όσοι βρισκόμαστε σε θλίψεις ας έχουμε αυτά τα παραδείγματα.

«Αλλά να», θα έλεγε ίσως κάποιος, «εκείνοι απαλλάχθηκαν από τη θλίψη, εμείς όμως όχι». Και σωστά, γιατί δεν μπήκαν έτσι στο καμίνι, για να απαλλαγούν, αλλά για να πεθάνουν πραγματικά. Άκουσέ τους που λέγουν: «ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ῥύσεται ἡμᾶς·καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν (: Διότι υπάρχει ο Θεός μας, που βρίσκεται στους ουρανούς, και τον οποίον εμείς λατρεύουμε και ο οποίος είναι δυνατός να μας περιφρουρήσει από την φλόγα της καμίνου της καιομένης και να μας γλυτώσει από τα χέρια σου, ω βασιλιά. Αλλά και αυτό εάν δεν γίνει, μάθε, ω βασιλιά, ότι εμείς τους θεούς σου δεν θα λατρεύσουμε, και το άγαλμα, το οποίον εσύ έστησες, δεν θα το προσκυνήσουμε”)» [Δαν. 3, 17-18].

Εμείς όμως σαν να διαπραγματευόμαστε τις τιμωρίες του Θεού, ορίζουμε και χρόνο λέγοντας: «αν μέχρι τότε δεν μας ελεήσει». Γι’ αυτό και δεν απαλλασσόμαστε. Άλλωστε και ο Αβραάμ δεν πήγαινε με σκοπό να λάβει σώο τον υιό του, αλλά για να τον θυσιάσει· και εντελώς απροσδόκητα τον έλαβε σώο. Και εσύ όταν πέσεις σε θλίψη, μην ενεργήσεις γρήγορα, μη βιάζεσαι να απαλλαγείς, όπλισε την ψυχή σου με κάθε υπομονή, και τότε θα απαλλαγείς γρήγορα από τη θλίψη· γιατί γι’ αυτό τη στέλνει ο Θεός, για να σε διδάξει. Όταν λοιπόν από την αρχή μάθουμε να υποφέρουμε τη θλίψη και να μη χάνουμε το θάρρος μας, μάς ελευθερώνει στη συνέχεια, σαν να έχουμε κατορθώσει το παν.

Θέλω να σας διηγηθώ μία ιστορία χρήσιμη και πολλή ωφέλιμη. Και ποια είναι αυτή; Όταν κάποτε έπεσε διωγμός και άναψε σφοδρός πόλεμος εναντίον της Εκκλησίας, συνελήφθησαν δύο άντρες. Και ο ένας ήταν έτοιμος να πάθει οτιδήποτε, ενώ ο άλλος ήταν και αυτός έτοιμος και γενναίος στο να τον αποκεφαλίσουν, αλλά φοβόταν και έτρεμε τα άλλα βασανιστήρια. Πρόσεχε λοιπόν την οικονομία του Θεού· όταν κάθισε ο δικαστής διέταξε να αποκεφαλίσουν εκείνον που ήταν έτοιμος να πάθει οτιδήποτε, τον άλλο όμως, αφού τον κρέμασε, τον έγδερνε, όχι μία και δύο φορές, αλλά τον περιέφερε και σε όλες τις πόλεις. Γιατί λοιπόν επιτράπηκε αυτό; Για να θεραπεύσει με τα βασανιστήρια την ολιγωρία της ψυχής του, για να απομακρύνει κάθε δειλία, για να μη φοβάται ποτέ πια ούτε να διστάζει, ούτε να τρέμει για το πράγμα αυτό. Και ο Ιωσήφ, όταν βιαζόταν πάρα πολύ να βγει από τη φυλακή, τότε κυρίως αυξανόταν η παραμονή του σε αυτήν.

Άκουσέ τον που λέγει στον αρχιοινοχόο στον οποίο και ερμήνευσε σωστά το όνειρο που είχε δει: «ὅτι κλοπῇ ἐκλάπην ἐκ γῆς Ἑβραίων (: αν είμαι δούλος, είμαι διότι μερικοί άνθρωποι με έκλεψαν από την χώρα των Εβραίων)» και «μνησθήσει περὶ ἐμοῦ πρὸς Φαραώ καὶ ἐξάξεις με ἐκ τοῦ ὀχυρώματος τούτου (: μη με λησμονήσεις ενώπιον του Φαραώ και φρόντισε να με βγάλεις από τη φυλακή αυτή)» [Γέν. 40, 14 και Γέν. 40, 15]. Γι’ αυτό παρέμεινε τελικά και άλλο στη φυλακή κατ’ οικονομία Θεού, για να μάθει ότι δεν πρέπει να έχει εμπιστοσύνη, ούτε να ελπίζει σε ανθρώπους, αλλά να στηρίζει τα πάντα στον Θεό.

Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ας ευγνωμονούμε τον Θεό και ας κάνουμε όλα εκείνα που μας συμφέρουν, για να επιτύχουμε τα μελλοντικά αγαθά με τη βοήθεια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.  

ΠΗΓΕΣ:

• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-titum.pdf

• Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Τίτον επιστολή, ομιλία ΣΤ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1989, τόμος 24, σελίδες 118-135.

• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

• Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

• Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

• Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm 

(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος) 

alopsis.gr