ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΙ ΑΓΙΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΙ ΑΓΙΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ- ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗΣ!

 
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Κυριακή Γ’ Λουκά: Το θαύμα της νεκρανάστασης 

(Λουκ. ζ’ 11-16)

Πολλοί είναι οι άνθρωποι που αυτοτιτλοφορούνται «Σωτήρες της ανθρωπότητας». Ποιος απ’ όλους τους όμως θα μπορούσε να φανταστεί πως θα ήταν δυνατό να σώσει ανθρώπους από το θάνατο; Στην ιστορία έχουμε δει πολλούς καταχτητές. Κανένας τους όμως δε νίκησε το θάνατο. Στη γη γνωρίσαμε πολλούς βασιλιάδες που είχαν εκατομμύρια υποτελείς. Κανένας τους όμως δεν μπόρεσε να μετρήσει στους υποτελείς του και τους νεκρούς μαζί με τους ζωντανούς.

Κανένας, εκτός από τον μοναδικό Ένα, τον Κύριο Ιησού Χριστό, Εκείνον που μαζί Του δεν μπορεί να συγκριθεί κανένας. Δεν είναι μόνο ο Νέος Άνθρωπος. Είναι ο Νέος Κόσμος, ο Δημιουργός Του. Όργωσε τον αγρό ζώντων και νεκρών κι έσπειρε και στους δυό τον καινούργιο σπόρο της ζωής. Οι νεκροί μπροστά Του είναι όπως κι οι ζωντανοί, οι ζωντανοί όπως οι νεκροί. Ο θάνατος δεν είναι εμπόδιο στη βασιλεία Του. Παραμέρισε το εμπόδιο αυτό κι άνοιξε τη βασιλεία Του στην ιστορία, από τον Αδάμ και την Εύα ως τον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί στη γη. Κοίταξε τη ζωή και το θάνατο του ανθρώπου με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι βλέπουμε εμείς οι θνητοί. Κοίταξε και είδε πως η ζωή δεν τελειώνει με το σωματικό θάνατο, πως η πραγματικότητα του θανάτου για μερικούς ανθρώπους έρχεται πριν από το σωματικό τους θάνατο. Πολλούς ζωντανούς τούς βλέπει στον τάφο, πολλούς νεκρούς σε σώματα ζωντανά. «Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι’ 28), είπε ο ίδιος στους αποστόλους Του. Ο σωματικός θάνατος δεν συνεπάγεται και τον ψυχικό θάνατο. Αυτός προκαλείται μόνο από τη θανάσιμη αμαρτία πριν ή και κατά το σωματικό θάνατο, ξέχωρα απ’ αυτόν.

Με την πνευματική ματιά Του ο Κύριος διαπερνά το χρόνο όπως η αστραπή τα σύννεφα. Οι ζωντανές ψυχές τόσο εκείνων που πέθαναν προ πολλού όσο και αυτών που δε γεννήθηκαν ακόμα εμφανίζονται μπροστά Του. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ είδε σε όραμα μια πεδιάδα γεμάτη οστά νεκρών και δεν μπορούσε να κατανοήσει αν τα οστά αυτά θα μπορούσαν να αναζωογονηθούν, ωσότου του το αποκάλυψε ο Κύριος. «Υιέ ανθρώπου, ει ζήσεται τα οστέα ταύτα;», τον ρώτησε ο Κύριος, «και είπα· Κύριε Κύριε, συ επίστη ταύτα» (Ιεζ. λζ’ 3). Ο Χριστός δεν έβλεπε νεκρά οστά, αλλά τα ζωντανά πνεύματα που είχαν μέσα τους. Το σώμα και τα οστά του ανθρώπου δεν είναι παρά το περίβλημα κι ο εξοπλισμός της ψυχής. Το περίβλημα αυτό γερνάει και γίνεται σαν φθαρμένο ρούχο. Ο Θεός όμως θα το ανακαινίσει και θα ξαναντύσει με αυτό την ψυχή που αναχώρησε.

Ο Χριστός ήρθε για ν’ απαλλάξει τον άνθρωπο από τον αρχαίο φόβο, αλλά και να δημιουργήσει έναν καινούργιο φόβο σ’ αυτούς που αμαρτάνουν. Ο αρχαίος φόβος του ανθρώπου ήταν ο σωματικός θάνατος. Ο καινούργιος φόβος είναι ο πνευματικός θάνατος. Και τον φόβο αυτόν ο Χριστός τον ενίσχυσε, τον έκανε πιο δυνατό. Ο φόβος του σωματικού θανάτου οδηγεί τον άνθρωπο στην αναζήτηση βοήθειας απ’ αυτόν τον κόσμο. Οι άνθρωποι εγκαθίστανται σ’ αυτόν τον κόσμο, σκορπίζονται σ’ αυτόν και πιάνονται απ’ αυτόν, μόνο και μόνο για να σιγουρέψουν τη μεγαλύτερη δυνατή διαμονή για το σώμα τους, να διανύσουν ένα ταξίδι όσο μεγαλύτερο και αβασάνιστο γίνεται. Ο Κύριος όμως λέει σ’ εκείνον που ήταν πλούσιος ολικά αλλά φτωχός πνευματικά: «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ’ 20). Τον άνθρωπο που φροντίζει για το σώμα του αλλά αδιαφορεί για την ψυχή του, ο Κύριος τον αποκαλεί άφρονα, ανόητο. «Ουκ εν τω περισσεύειν τινί η ζωή αυτού έστιν εκ των υπαρχόντων αυτού» (Λουκ. ιβ’ 15), είπε επίσης ο Κύριος. Σε τι συνίσταται λοιπόν η ζωή του ανθρώπου; Στην εξάρτησή του από το Θεό, που ζωοποιεί την ψυχή με το λόγο Του και μαζί με την ψυχή ζωοποιεί και το σώμα.

Με το λόγο Του ο Κύριος ανάστησε κι ανασταίνει ψυχές αμαρτωλές, ψυχές που πέθαναν πριν από το σωματικό θάνατο. Υποσχέθηκε πως θ’ αναστήσει τα νεκρά σώματα εκείνων που έχουν ήδη αποβιώσει. Με την άφεση των αμαρτιών, με τα ζωοποιά λόγια Του και με τα τίμια δώρα, το πάναγνο Σώμα και το Αίμα Του, ανέστησε κι ανασταίνει και σήμερα ακόμα νεκρούς. Και θα το κάνει αυτό ως τη συντέλεια του κόσμου. Μας το επιβεβαίωσε αυτό όχι μόνο με λόγια αλλά και με έργα, αφού ανάστησε αρκετούς στη διάρκεια της επίγειας ζωής Του, καθώς και με την Ανάστασή Του. «Αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ώρα, και νυν έστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν. ε’ 25). Πολλοί νεκροί άκουσαν τη φωνή του Υιού του Θεού και αναστήθηκαν. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε από το σημερινό ευαγγέλιο.

Εκείνον τον καιρό ο Ιησούς «επορεύετο εις πόλιν καλουμένην Ναΐν και συνεπορεύοντο αυτώ οι μαθηταί αυτού ικανοί και όχλος πολύς» (Λουκ. ζ’ 11). Το περιστατικό αυτό έγινε λίγο μετά τη θαυματουργική θεραπεία του δούλου του Ρωμαίου εκατόνταρχου στην Καπερναούμ. Ο Κύριος είχε σφοδρή επιθυμία και βιαζόταν να κάνει όσο το δυνατό περισσότερα καλά έργα και να δώσει έτσι υπέροχο παράδειγμα στους πιστούς Του. Μ’ αυτόν το σκοπό ξεκίνησε από την Καπερναούμ με κατεύθυνση το όρος Θαβώρ. Εκεί, πέρα από το όρος, στις πλαγιές του όρους Ερμών, βρίσκεται ως τις μέρες μας η Ναΐν, που κάποτε ήταν οχυρωμένη πόλη. Ο Κύριος ταξίδευε με τη συνοδεία πολλών μαθητών και πλήθους λαού. Είχαν δει όλοι τους πολλά θαύματα στην Καπερναούμ κι έλπιζαν να δουν και ν’ ακούσουν περισσότερα, γιατί τα θαύματα του Χριστού δεν είχαν ακουστεί ως τότε στον Ισραήλ, ενώ τα λόγια Του ήταν σαν ποτάμια που έρρεαν μέλι και γάλα.

«Ως δε ήγγισε τη πύλη της πόλεως, και ιδού εξεκομίζετο τεθνηκώς υιός μονογενής τη μητρί αυτού, και αυτή ην χήρα, και όχλος της πόλεως ικανός ην συν αυτή» (Λουκ. ζ’ 12). Ο Κύριος μόλις είχε προσεγγίσει την πύλη της πόλης μαζί με το πλήθος που τον ακολουθούσε, όταν συνάντησε μια πομπή να βγαίνει από την πόλη, συνοδεύοντας ένα νεκρό παιδί. Έτσι συναντήθηκαν ο Κύριος με το δούλο. Ο χορηγός της ζωής συνάντησε το νεκρό. Ο νεκρός ήταν ένα νεαρό παιδί, όπως βλέπουμε από τη διήγηση, ότι ο Κύριος τον παρέδωσε στη μητέρα του, αφού τον επανέφερε στη ζωή. Η μητέρα του παιδιού πρέπει να προερχόταν από πλούσια κι επιφανή οικογένεια, όπως φαίνεται από το μεγάλο πλήθος που την συνόδευε στην κηδεία.

«Και ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαγχνίσθη επ’ αυτή και είπεν αυτή· μη κλαίε» (Λουκ. ζ’ 13). Το μεγάλο πλήθος που συνόδευε τη χήρα φαίνεται πως τό ‘κανε για χάρη της, λόγω της κοινωνικής της θέσης, αλλά και για το ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε με το θάνατο του μοναχογιού της. Η θλίψη των ανθρώπων γύρω της πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη. Κι αυτό πρέπει να έκανε μεγαλύτερη τη θλίψη της μητέρας και αύξησε τα δάκρυα απόγνωσης και τον οδυρμό της. Αν κι αναζητούμε άλλους για να μοιραστούν τη θλίψη μας, όταν ο θάνατος αποσπά βίαια κάποιον δικό μας άνθρωπο, η συμμετοχή τους συνεισφέρει πολύ λίγο στο να μειώσει τη θλίψη και τον πόνο μας. Όταν η αδυναμία παρηγορεί την αδυναμία, τότε κι η παρηγοριά θά ‘ναι αδύναμη. Όλοι όσοι παραστέκονται σ’ ένα νεκρό σώμα, κυριεύονται από ένα περίεργο συναίσθημα που δύσκολα εξωτερικεύεται. Κι αυτό είναι η ντροπή. Οι άνθρωποι όχι μόνο φοβούνται το θάνατο, αλλά και ντρέπονται γι’ αυτό. Η ντροπή αυτή είναι απόδειξη – πολύ μεγαλύτερη από το φόβο – πως ο θάνατος είναι συνέπεια της αμαρτίας του ανθρώπου. Όπως ο άρρωστος άνθρωπος ντρέπεται ν’ αποκαλύψει στο γιατρό τις κρυφές πληγές του, έτσι κι όσοι έχουν συνείδηση ντρέπονται τη θνητότητά τους. Η ντροπή αυτή για το θάνατο μας οδηγεί στην απόδειξη της αθάνατης καταγωγής μας και του αθάνατου προορισμού μας. Τα ζώα όταν πεθαίνουν κρύβονται μακριά, σα να νιώθουν ντροπή που είναι θνητά. Φανταστείτε πόση είναι η ντροπή εκείνων που είναι πνευματικά καλλιεργημένοι!

Σε τι χρησιμεύουν όλα τα κλάματα και τα μοιρολόγια μας, όλη η ματαιότητά μας, όλες οι τιμές και οι δόξες μας, την ώρα που νιώθουμε ότι κομματιάζεται το επίγειο δοχείο όπου κατοικήσαμε όσο ζούσαμε; Μας κατέχει ντροπή τόσο για το εύθραυστο του δοχείου μας όσο και για την άφρονα ματαιότητα με την οποία γεμίσαμε τη ζωή μας. Σε τι χρησιμεύει να το κρύβουμε; Η ντροπή μας κατέχει λόγω της βρωμιάς που γεμίσαμε το γήινο σαρκίο μας και που εξέρχεται μετά το θάνατό μας, όχι μόνο προς τη γη αλλά και προς τον ουρανό. Η ουσία του πνεύματος δεν αναδίδει ούτε άρωμα ούτε δυσοσμία στο σώμα μας. Ανάλογα με την ποιότητά μας ως ανθρώπων και με τα υλικά που έχουμε σωρεύσει μέσα μας όσο ζούμε, αναδίδουμε το άρωμα του ουρανού ή τη βρωμιά της αμαρτίας.

Ο Κύριος έχει αγάπη και ανοχή γι’ αυτούς που βρίσκονται σε απόγνωση. Αυτό το διαπιστώνουμε συχνά στις αδυναμίες των ανθρώπων. «Ιδών δε τους όχλους εσπλαγχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 36). Όταν τα πρόβατα βλέπουν τον ποιμένα δεν λιποψυχούν, ούτε και σκορπίζονται. Αν οι άνθρωποι είχαν το Θεό πάντα μπροστά στα μάτια τους δε θα λιποψυχούσαν, ούτε και θα σκορπίζονταν. Μερικοί όμως τον βλέπουν, άλλοι τον αναζητούν για να τον δουν, ενώ άλλοι είναι τυφλοί ή εμπαίζουν εκείνους που ψάχνουν για να τον δουν. Έτσι οι άνθρωποι λιποψυχούν, διασκορπίζονται, γίνεται ο καθένας οδηγός στον εαυτό του κι ακολουθεί το δικό του δρόμο.

Αν οι άνθρωποι είχαν έστω και το μισό φόβο για τον πανταχού παρόντα Θεό, απ’ αυτόν που έχουν για το θάνατο, δε θα φοβούνταν τον τελευταίο. Και μάλιστα δε θα γνώριζαν το θάνατο σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην περίπτωσή μας ο Κύριος ένιωσε ιδιαίτερη συμπάθεια για τη θλιμμένη μητέρα και γι’ αυτό της είπε: μη κλαίε. Κοίταξε βαθιά μέσα στην ψυχή της και διάβασε όλα όσα γίνονταν εκεί. Ο σύζυγός της είχε πεθάνει, δεν είχε σύντροφο. Τώρα πέθανε κι ο μοναχογιός της και βρέθηκε ολομόναχη. Πού ήταν ο ζωντανός Θεός; Μπορεί να νιώθει μόνος του κανείς όταν έχει συντροφιά το Θεό; Μπορεί ο αληθινός άνθρωπος να βρει καλλίτερη συντροφιά, πιο εγκάρδια, από τη συντροφιά του Θεού; Δεν είναι πιο κοντά μας ο Θεός ακόμα κι από τον πατέρα και τη μητέρα μας, από τους αδελφούς και τις αδελφές μας, από τους γιους και τις θυγατέρες μας; Μας δίνει παιδιά κι ύστερα μας τα παίρνει, μα δε μας εγκαταλείπει. Το μάτι Του δεν κουράζεται να μας παρακολουθεί, ούτε κι η αγάπη Του για μας έχει αλλοιωθεί. Όλη η δυσοσμία του θανάτου μας βοηθάει να προσκολληθούμε περισσότερο στο Θεό, τον ζώντα Θεό.

Μη κλαίε! Ο Κύριος προσπαθεί να παρηγορήσει την απαρηγόρητη μητέρα. Αυτό το λέει Εκείνος που δε σκέφτεται, όπως πολλοί από μας, πως η ψυχή του νεκρού αγοριού κατεβαίνει στον τάφο, μαζί με το νεκρό σώμα του. Το λέει Εκείνος που γνωρίζει αυτά που αφορούν στην ψυχή του νεκρού αγοριού, που κρατά την ψυχή αυτή στη δική Του εξουσία. Κι εμείς παρηγορούμε αυτούς που θρηνούν με τα ίδια λόγια, αν κι οι καρδιές μας είναι γεμάτες δάκρυα.

Εκτός από τη συμπάθειά μας όμως νιώθουμε αδύναμοι να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο σ’ εκείνους που θρηνούν. Η δύναμη του θανάτου έχει τόσο πολύ ξεπεράσει τη δύναμή μας, ώστε σερνόμαστε σαν έντομα στη σκιά του. Και καθώς γεμίζουμε τον τάφο και σκεπάζουμε το νεκρό με χώμα, νιώθουμε πως ενταφιάζουμε μαζί κι ένα μέρος από τον εαυτό μας μέσα στο νεκρικό σκοτάδι του τάφου.

Ο Κύριος δεν είπε μη κλαίε στη γυναίκα για να δείξει πως δεν πρέπει να κλαίμε για τους νεκρούς. Ο ίδιος δάκρυσε για το Λάζαρο (βλ. Ιωάν. ια’ 35). Θρήνησε προκαταβολικά γι’ αυτούς που θα υπόφεραν με την πτώση της Ιερουσαλήμ (βλ. Λουκ. ιθ’ 41-44). Τέλος μακάρισε αυτούς που πενθούν, «ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4). Τίποτα δεν ηρεμεί και δεν καθαρίζει τόσο, όσο τα δάκρυα.

Στην ορθόδοξη μεθοδολογία της σωτηρίας, τα δάκρυα είναι ανάμεσα στα πρώτα μέσα κάθαρσης της ψυχής, της καρδιάς και του νου. Όχι μόνο πρέπει να κλαίμε για τους νεκρούς, αλλά και για τους ζωντανούς και ιδιαίτερα για τον εαυτό μας, όπως συνέστησε ο Κύριος στις γυναίκες της Ιερουσαλήμ: «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ’ εμέ, πλην εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών» (Λουκ. κγ’ 28).

Υπάρχει όμως μια διαφορά από δάκρυα σε δάκρυα. Ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει τους Θεσσαλονικείς: «ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α’ Θεσσ. δ’ 13). Δεν πρέπει να θλιβόμαστε όπως οι ειδωλολάτρες κι οι άθεοι, που κλαίνε τους νεκρούς τους σα να χάθηκαν εντελώς. Οι χριστιανοί δεν πρέπει να κλαίνε τους νεκρούς σαν χαμένους αλλά σαν αμαρτωλούς. Η θλίψη τους επομένως πρέπει να συνοδεύεται με προσευχές στο Θεό για να συχωρήσει τις αμαρτίες του αποβιώσαντα και να τον ελεήσει, να τον οδηγήσει στην ουράνια βασιλεία Του.

Ο χριστιανός πρέπει να κλαίει και να θρηνεί επίσης για τον εαυτό του, για τις αμαρτίες του. Κι όσο πιο συχνά το κάνει αυτό τόσο καλύτερα. Όχι να συμπεριφέρεται σαν κι’ αυτούς που δεν πιστεύουν στο Θεό και δεν ελπίζουν στο έλεός Του και στην αιώνια ζωή.

Όταν τα δάκρυα έχουν το χριστιανικό αυτό νόημα κι αυτή τη χρήση, τότε γιατί ο Κύριος είπε στη μητέρα του νεκρού αγοριού μη κλαίε; Εδώ είναι άλλη περίπτωση. Η γυναίκα έκλαιγε σαν κι αυτούς που δεν έχουν ελπίδα. Δεν έκλαιγε για τις αμαρτίες του παιδιού της ούτε και για τις δικές της. Έκλαιγε για τη σωματική απώλεια, για το χαμό και την ολοκληρωτική εξαφάνιση του παιδιού, για τον αιώνιο αποχωρισμό της απ’ αυτό. Εκεί όμως βρισκόταν ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ζώντων και νεκρών. Δεν είχε λοιπόν λόγο να κλαίει μπροστά Του, όπως δεν έχει λόγο και να νηστεύει κανείς όταν ο Κύριος είναι παρών. Όταν οι Φαρισσαίοι κατηγόρησαν τον Κύριο πως οι μαθητές Του δε νήστευαν, όπως ο Ιωάννης, τους απάντησε: «Μη δύνασθε τους υιούς του νυμφώνος, εν ω ο νυμφίος μετ’ αυτών εστι, ποιήσαι νηστεύειν;» (Λουκ. ε’ 34). Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν, μπορεί να θρηνεί κάποιος όταν βρίσκεται μαζί του ο Ζωοδότης, που στη βασιλεία Του δεν υπάρχουν νεκροί, αλλ’ όλοι είναι ζωντανοί;

Η θλιμμένη χήρα όμως δε γνώριζε ούτε το Χριστό ούτε τη δύναμη του Θεού. Θρηνούσε το μοναχογιό της χωρίς ελπίδα, όπως όλοι οι Ιουδαίοι τότε, που είτε δεν είχαν ολότελα πίστη στην ανάσταση των νεκρών είτε την είχαν χάσει.

Σ’ αυτήν την ανώφελη λόγω άγνοιας θλίψη της, ο Κύριος ανταποκρίθηκε με τα λόγια: Μη κλαίε! Δεν της είπε να μην κλάψει με την έννοια που το κάνουν πολλοί σήμερα, που εννοούν: «Μην κλαίς! Τα δάκρυά σου δε θα τον φέρουν πίσω. Αυτή είναι η μοίρα. Όλοι τον ίδιο δρόμο θ’ ακολουθήσουμε». Αυτή που δίνουμε εμείς είναι μια απαρηγόρητη παρηγοριά. Δεν παρηγορεί κανέναν, είτε την δίνει κανείς είτε την παίρνει. Άλλο πράγμα σκεφτόταν ο Χριστός όταν έλεγε μη κλαίε. Ήθελε να πει: Μην κλαίς, γιατί Εγώ είμαι εδώ. Είμαι ο ποιμένας όλων των προβάτων. Κανένα πρόβατο δεν μπορεί να κρυφτεί από Εμένα, δε γίνεται να μη γνωρίζω που βρίσκεται. Ο γιος δεν πέθανε με τον τρόπο που νομίζεις εσύ. Μόνο η ψυχή του έφυγε από το σώμα. Εγώ έχω εξουσία στην ψυχή του, όπως και στο σώμα του. Λόγω της θλίψης σου, που προέρχεται από άγνοια και απιστία τόσο τη δική σου όσο κι εκείνων που βρίσκονται γύρω σου, θα ενώσω ξανά την ψυχή του παιδιού με το σώμα του και θα τον ξαναφέρω στη ζωή. Και θα το κάνω αυτό όχι τόσο για δική του χάρη όσο για σένα και για τους δικούς σου, για να πιστέψετε πως ο Θεός είναι ζωντανός και παρακολουθεί όλους τους ανθρώπους. Για να βεβαιωθείτε πως Εγώ είμαι ο Μεσσίας που ήρθε, ο Σωτήρας του κόσμου».

Μ’ αυτήν την έννοια είπε στη μητέρα ο Κύριος μη κλαίε! Και μετά απ’ αυτό προχώρησε στο έργο.

«Και προσελθών ήψατο της σορού, οι δε βαστάζοντες έστησαν, και είπε· νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι» (Λουκ. ζ’ 14). Το άγγιγμα των νεκρών ή των πραγμάτων που βρίσκονταν κοντά του απαγορευόταν από τους Ιουδαίους, γιατί λογαριαζόταν ακάθαρτο. Η καθιέρωση αυτή είχε νόημα τότε που ο Θεός και η ανθρώπινη ζωή ήταν περισσότερο σεβαστά στον Ισραήλ από οτιδήποτε άλλο. Όταν όμως η πραγματική ευλάβεια προς το Θεό μειώθηκε, όπως κι ο σεβασμός για την ανθρώπινη ζωή, τότε πολλές εντολές, ανάμεσά τους κι αυτή για το άγγιγμα των νεκρών, έγιναν δεισιδαιμονίες και κέρδισαν προτεραιότητα από τις μέγιστες εντολές του Θεού. Σ’ αυτήν την περίπτωση, για παράδειγμα, ανήκαν η περιτομή και η αργία του Σαββάτου. Το πνεύμα των εντολών αυτών χάθηκε και στη θέση του έμεινε το πνεύμα μιας θεοποίησης της βερμπαλιστικής μορφής του Νόμου.

Ο Χριστός αποκατέστησε το πνεύμα και τη ζωή των νόμων αυτών. Οι καρδιές των αρχόντων του λαού όμως, των τηρητών του Νόμου, είχαν τόσο πολύ σκοτιστεί και σκληρυνθεί, ώστε αναζητούσαν να θανατώσουν το Χριστό επειδή θεράπευε τους αρρώστους το Σάββατο. Γι’ αυτούς η τήρηση της αργίας του Σαββάτου άξιζε περισσότερο από τον άνθρωπο, περισσότερο κι από τον ίδιο τον Υιό του Θεού. Ο Κύριος δεν αντιδρούσε στην οργή των πρεσβυτέρων. Συνέχισε ν’ αξιοποιεί κάθε ευκαιρία για να τονίσει πως η ανθρώπινη ζωή και η σωτηρία της ψυχής αξίζουν περισσότερο από τις νεκρές παραδόσεις και τα έθιμα. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Παραβίασε το Νόμο και άγγιξε το φέρετρο όπου κείτονταν το νεκρό παιδί. Το θαύμα της νεκρανάστασης που έκανε ο Χριστός σ’ αυτήν την περίπτωση όμως ήταν τόσο αποστομωτικό, ώστε οι απορημένοι Ιουδαίοι πρεσβύτεροι δεν τόλμησαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους και να διαμαρτυρηθούν.

Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι! Ο Κύριος έδωσε την εντολή στο νεκρό παιδί στο όνομά Του, είπε σοι λέγω, όχι όπως οι προφήτες Ηλίας και Ελισαίος, που προσευχήθηκαν στο Θεό και του ζήτησαν ν’ αναστήσει τους νεκρούς. Εκείνοι ήταν δούλοι του Θεού, ο Ιησούς όμως ήταν ο μονογενής Υιός Του. Με τη θεϊκή εξουσία που είχε ο Κύριος έδωσε εντολή στο παιδί να σηκωθεί και να ξαναγυρίσει στη ζωή. Σοι λέγω! Με τα λόγια αυτά που δεν είχε χρησιμοποιήσει ο Κύριος σε άλλη περίπτωση ανάστασης νεκρού, ήθελε να δείξει και να ξεκαθαρίσει πως έκανε το έργο αυτό μόνο με τη δική Του δύναμη. Ήθελε να δείξει μ’ αυτό το θαύμα πως έχει εξουσία και στους νεκρούς, όπως στους ζωντανούς. Το θαύμα αυτό δεν έγινε με την πίστη της μητέρας του παιδιού, όπως στην περίπτωση της ανάστασης της κόρης του Ιαείρου. Αλλά και κανένας στην πομπή της κηδείας δεν περίμενε να δει τέτοιο μεγάλο θαύμα, όπως και στην περίπτωση της Ανάστασης του Λαζάρου. Όχι, το θαύμα αυτό δεν έγινε λόγω της δικής της πίστης ούτε κι από την αναμονή κάποιων, αλλ’ αποκλειστικά από το δυναμικό λόγο του Κυρίου Ιησού.

«Και ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν, και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού» (Λουκ. ζ’ 15). Το πλάσμα άκουσε τη φωνή του Δημιουργού και υπάκουσε την εντολή Του. Η ίδια θεϊκή δύναμη που παλιά έδωσε πνοή ζωής στον πηλό κι από τον πηλό έγινε ο άνθρωπος, τώρα έδινε πνοή και ξανάφερνε στη ζωή στο νεκρό παιδί. Έκανε πάλι το αίμα να κυκλοφορεί, τα μάτια να βλέπουν, τ’ αυτιά ν’ ακούν, τη γλώσσα να μιλάει, τα κόκκαλα και το σώμα να κινούνται. Εκεί που βρισκόταν η ψυχή του νεκρού παιδιού άκουσε τη φωνή του Κυρίου Της και γύρισε αμέσως στο σώμα της, υπακούοντας στην εντολή Του.

Ο υποτελής άκουσε τη φωνή του Βασιλιά κι ανταποκρίθηκε. Το παιδί ανακάθησε στο φέρετρο και ήρξατο λαλείν. Γιατί άρχισε αμέσως να μιλάει; Για να μη νομίσουν οι άνθρωποι πως αυτό ήταν κάποιο μαγικό δράμα ή πως κάποιο φάντασμα μπήκε στο σώμα του νεκρού παιδιού και τον ανασήκωσε στο φέρετρο. Έπρεπε ν’ ακούσουν όλοι τα λόγια του αναστημένου παιδιού, ώστε να μη μείνει η παραμικρή αμφιβολία πως ήταν πραγματικά το ίδιο το παιδί κι όχι κάποιος άλλος μέσα του.

Για τον ίδιο λόγο ο Κύριος πήρε το παιδί από το φέρετρο και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού, το παρέδωσε στη μητέρα του. Όταν η μητέρα κατάλαβε τι έγινε και πήρε το παιδί στην αγκαλιά της, τότε απαλλάχτηκαν κι εκείνοι που ήταν στην πομπή από το φόβο και την αμφιβολία. Ο Χριστός πήρε από το χέρι το παιδί και το έδωσε στη μητέρα του για να της δείξει πως της το έδινε χάρισμα τώρα, όπως κι όταν το γεννούσε. Η ζωή είναι δώρο του Θεού. Ο Θεός δίνει ζωή σε κάθε άνθρωπο με το δικό Του χέρι. Δε διστάζει να πάρει κάθε πλασμένο άνθρωπο χωριστά από το χέρι και να τον στείλει σ’ αυτήν την επίγεια, την πρόσκαιρη ζωή. Ο Κύριος λοιπόν πήρε και το παιδί που ανάστησε και το έδωσε στη μητέρα του για να της δείξει πως δεν της είπε μη κλαίε μάταια. Όταν της το είπε αυτό είχε κατά νου να την παρηγορήσει, όχι μόνο με τα λόγια αυτά, που η θλιμμένη μητέρα θα τα είχε ακούσει ίσως κι από πολλούς γνωστούς της, αλλά και με μια πράξη που είχε σαν αποτέλεσμα μια απρόβλεπτη και τέλεια παρηγοριά.

Τελικά ο Κύριος το έκανε αυτό για να διδάξει και μας πως, όταν κάνουμε ένα καλό έργο, πρέπει να το κάνουμε όσο μπορούμε προσωπικά, προσεχτικά και με την καρδιά μας, όχι μέσω άλλων, απρόσεχτα και βαριεστημένα. Προσέξτε πόση αγάπη και στοργή υπάρχει σε κάθε λέξη και κάθε κίνηση του Κυρίου μας! Σ’ αυτήν την περίπτωση, όπως και σ’ όσες ανάλογες προηγήθηκαν ή ακολούθησαν, δείχνει πως όχι μόνο είναι τέλειο κάθε χάρισμα και δώρο του Θεού, αλλά κι ο τρόπος που τα δίνει είναι επίσης τέλειος.

«Έλαβε δε φόβος πάντας και εδόξαζον τον Θεόν, λέγοντες ότι προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν, και ότι επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού» (Λουκ. ζ’ 16). Με την προσεχτική συμπεριφορά Του προς το παιδί και τη μητέρα του ο Κύριος κατόρθωσε να διώξει το φόβο για τέρατα και μαγείες, ο φόβος όμως εξακολουθούσε να υπάρχει μέσα τους. Αλλά ο φόβος αυτός ήταν καλός, γιατί ήταν φόβος Θεού και προκαλούσε τη δοξολογία στο Θεό. Ο λαός ονόμασε το Χριστό μεγάλο προφήτη που ο Θεός είχε υποσχεθεί από παλιά πως θα στείλει στον Ισραήλ (βλ. Δευτ. ιη’ 18). Ο λαός δεν μπορούσε να κατανοήσει ακόμα πως ο Χριστός ήταν Υιός του Θεού. Ήταν καλό όμως που το πνεύμα τους, που ήταν σκοτισμένο και καταπιεσμένο από ξένους κατακτητές, μπορούσε να βλέπει το Χριστό ως μεγάλο προφήτη. Αν οι πρεσβύτεροι του λαού στην Ιερουσαλήμ, που είχαν δει τα πολυάριθμα θαύματα του Χριστού, είχαν φτάσει σ’ αυτό το σημείο κατανόησης που είχαν οι απλοί αυτοί άνθρωποι, θα είχαν γλιτώσει από τα φοβερά εγκλήματα της καταδίκης και του θανάτου του Υιού του Θεού. Ο καθένας όμως ενεργεί όπως εκείνος θεωρεί φυσικό, ακολουθεί το δικό του πνεύμα και τη δική του καρδιά. Ο Χριστός επανέφερε το νεκρό στη ζωή, ενώ οι Ιουδαίοι πρεσβύτεροι αφαίρεσαν τη ζωή από τον Ζώντα. Εκείνος αγαπούσε τον άνθρωπο, αυτοί ήταν δολοφόνοι των ανθρώπων – και του Θεού.

Εκείνος ήταν θαυματουργός καλών έργων, αυτοί ήταν εκτελεστές εγκλημάτων. Στο τέλος όμως οι κακούργοι πρεσβύτεροι δεν μπόρεσαν να πάρουν άλλη ζωή, εκτός από τη δική τους. Όλοι οι προφήτες που είχαν θανατωθεί, ζούσαν παντοτινά με το Θεό και με ανθρώπους, ενώ οι φονευτές κρύβονταν σαν φίδια στη σκιά των προφητών αυτών από γενιά σε γενιά και δέχονταν από κάθε γενιά την κατάκριση και το ανάθεμα. Έτσι λοιπόν, με το θάνατο του Χριστού δεν σκότωσαν Εκείνον, αλλά τον εαυτό τους.

Εκείνος που ανάστησε τόσο εύκολα εκ νεκρών άλλους, ανάστησε και τον εαυτό Του. Φανερώθηκε στον ουρανό και στη γη ως μέγιστο Φως, που όσο φαίνεται πως σβήνει, μετά αστράφτει και λάμπει πολύ περισσότερο. Σ’ αυτό το φως ζούμε όλοι, αναπνέουμε και ευφραινόμαστε. Το Φως αυτό θ’ αποκαλυφθεί και πάλι και μάλιστα σύντομα, σε νεκρούς και ζωντανούς. Αυτό θα γίνει όταν ο Κύριος Ιησούς έρθει στη συντέλεια του κόσμου και της ιστορίας για ν’ αναστήσει τους νεκρούς από τους τάφους και να κρίνει όλους τους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, που έζησαν στη γη από τον Αδάμ ως το τέλος του κόσμου. Τότε θ’ αποδειχτεί για μια ακόμα φορά και μάλιστα στην πληρότητά της, η αλήθεια των λόγων του Σωτήρα μας: «Αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν. ε’ 25). Το θαύμα της ανάστασης του υιού της χήρας στη Ναΐν έγινε τόσο από αγάπη για τη θλιμμένη μάνα, όσο και για να ενισχύσει την πίστη στην έσχατη και καθολική ανάσταση, στο Θαύμα των θαυμάτων, στην κρίση των κρίσεων, στη χαρά κάθε χαράς.

Δόξα και αίνος στον Κύριο Ιησού Χριστό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Β’ – ΟΜΙΛΙΕΣ Ε’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2013)

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΛΟΥΚΑ- ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΘΕΜΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΠΟΥ ΑΝΑΣΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ!

 Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
Κυριακή Γ’ Λουκά: Ομιλία στο ευαγγέλιο που έχει θέμα το παιδί της χήρας που αναστήθηκε από τον Κύριο, όπου γίνεται λόγος και για το ότι πρέπει
να είμαστε συγχωρητικοί και στοργικοί μεταξύ μας
 

Ο μέγας Παύλος, δείχνοντας το θείο και κοινωφελές τής πίστεως και διακηρύσ­σοντας τα έργα αυτής και τα κατορθώ­ματα και τους καρπούς και τη δύναμη, αρχίζει από τους αιώνες από τους οποί­ους δεν υπάρχει τίποτε αρχαιότερο, λέ­γοντας, «με την πίστη κατανοούμε ότι οι αιώνες καταρτίσθηκαν με τον λόγο τού Θεού, ώστε τα βλεπόμενα να μη έχουν γίνει από αυτά που είναι ορατά», και τελειώνει με την μελλοντική παγκόσμια ανάσταση και την τελείωση των αγίων που θα συμβεί κατ’ αυτήν, από την οποία τίποτε δεν υπάρχει τελειότερο. Συντάσσοντας όμως τον κατάλογο εκείνων που θαυμάσθηκαν για την πίστη και επιβεβαιώνουν αυτήν με τον εαυτό τους, λέγει και τούτο, ότι «με την πίστη έλαβαν γυναίκες με την ανάσταση τους νεκρούς των». Και αυτές είναι η Σαραφθία και η Σουναμίτιδα, από τις οποίες η μία έλαβε τον υιό της που είχε πεθάνει πάλι ζωντανό από τον προφή­τη Ηλία, ενώ η Σουναμίτιδα έλαβε τον δικό της από τον Ελισσαίο.

Η καθεμιά τους επέδειξε με τα έργα μεγάλη πίστη. Η Σα­ραφθία προλαβαίνοντας σύμφωνα με την πίστη της την αναγγελ­μένη από τον προφήτη αύξηση των τροφίμων και τρέφοντας αυτόν πριν από τα παιδιά της από το αλεύρι μιας χούφτας και το λίγο λάδι, τα μόνα που είχε να φάγει, και έπειτα περιμένοντας να πεθάνει με τα παιδιά της. Αλλά κι όταν μετά τον ερχομό τού Ηλία αρρώστησε και πέθανε ο υιός της (γιατί λέγει, «η αρρώ­στια του ήταν πολύ βαρειά, σε βαθμό ώστε να μη απομείνει σ’ αυτόν πνεύμα ζωής»), αυτή δεν έδιωξε τον προφήτη, δεν τον κατηγόρησε, δεν απομακρύνθηκε από τη θεοσέβεια που διδάχθη­κε από αυτόν, αλλά κατηγόρησε τον εαυτό της και θεώρησε ότι αιτία τού πάθους είναι οι αμαρτίες της, αποκαλώντας σ’ αυτή τη συμφορά τον Ηλία άνθρωπο του Θεού, και κατηγορώντας μάλ­λον τον εαυτό της και λέγοντάς του μάλλον προτρεπτικά, παρά σκωπτικά, «τί σχέση υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα, άνθρωπε του Θεού; ήρθες σε μένα να μου υπενθυμίσεις τις αμαρ­τίες μου και να θανατώσεις τον υιό μου;». Συ είσαι φως, λέγει, κατά μέθεξη, ως διάκονος του φωτός τής δικαιοσύνης, και ερχόμε­νος εδώ κατέστησες φανερά τα αφανή αμαρτήματά μου, και αυτά μου θανάτωσαν τον υιό μου. Βλέπετε πίστη αλλόφυλης γυναίκας; βλέπετε ταπείνωση; Γι’ αυτό εύλογα έλαβε την εκλογή από τον Θεό και καταξιώθηκε να γίνει πρότυπο της κλήσεως και πίστεως των εθνών, και έπειτα δέχθηκε και το παιδί της ζωντανό.

Η Σουναμίτιδα πάλι έδειξε την πίστη της και με όσα είπε προς τον άνδρα της για τον Ελισσαίο, και με όσα ετοίμασε για τη φιλο­ξενία τού προφήτη, και με την αξιοπρέπεια που επέδειξε όταν πέθανε το παιδί της. Γιατί, κρύβοντας αθόρυβα τη συμφορά, έτρεξε προς τον προφήτη και τον οδήγησε στην οικία της, λέγοντας προς αυτόν, «ορκίζομαι στον ζωντανό Κύριο και στη δική σου ζωή, ότι δεν θα σε εγκαταλείψω», και με αυτή την πίστη δέχθηκε τον υιό της αναστημένο από τον προφήτη, ώστε το εξαίρετο αυτό θαύμα να μη είναι εκείνων των προφητών, αλλά μάλλον της πίστε­ως των μητέρων που δέχθηκαν τους αναστάντες.

Αλλά μολονότι οι προφήτες είχαν συνεργό την πίστη και την προς τον Θεό ευαρέστηση των μητέρων, ο Ηλίας και τα άλλα έκαμε, και προς τον Θεό φώναξε με ολοφυρμό λέγοντας, «αλλοί­μονο, Κύριε, ο μάρτυρας της χήρας με την οποία κατοικώ εγώ, εσύ θανάτωσες σκληρά τον υιό της; Και επικαλέσθηκε τον Κύριο και είπε· Κύριε Θεέ μου, ας επιστρέψει η ψυχή αυτού του παι­διού σ’ αυτό. Και έτσι έγινε». Ο Ελισσαίος πάλι όχι μόνο προσκολλήθηκε στο παιδί, ερχόμενος και φεύγοντας μέχρι και επτά φορές, αλλά και προσευχήθηκε προς τον Κύριο σύμφωνα μ’ αυ­τό που έχει γραφεί, και έτσι αναζωογόνησε τον υιό τής Σουναμίτιδας.

Ο Κύριός μας όμως Ιησούς Χριστός, σύμφωνα με την περικοπή τού Ευαγγελίου που διαβάζεται σήμερα, σπλαγχνίσθηκε τη χήρα, της οποίας ο υιός μεταφερόταν νεκρός, και χωρίς να αργοπορήσει ούτε να διαπραγματευθεί ούτε να προσευχηθεί, αλλά με πρόσταγμα μόνο, δίνοντας στη μητέρα που πενθούσε τον μονογενή της ζωντανό από νεκρό, έδειξε ότι αυτός μόνο είναι κύριος της ζωής και του θανάτου· γιατί λέγει ο ευαγγελιστής, «την επόμε­νη ημέρα πήγαινε ο Ιησούς στην πόλη που ονομαζόταν Ναΐν». Ο Κύριος έρχεται για το μεγάλο αυτό θαύμα της αναστάσεως αυτόκλητος, για να δείξει όχι μόνο την ζωοποιό δύναμη, αλλά και ότι έχει ασύγκριτη την αγαθότητα και την ευσπλαγχνία. Γιατί τον Ηλία βέβαια φάνηκε κατά κάποιο τρόπο να τον εμπαίζει η Σαραφθία παρακινώντας τον προς την αναβίωση του παιδιού, τον Ελισσαίο πάλι η Σουναμίτιδα, αφού του έκανε την παρατήρηση πρώτα, ότι δεν προείδε το πάθος, έπειτα και τον κατανάγκασε λέγοντας, «ορκίζομαι στον ζωντανό Κύριο και στη δική σου ζωή, ότι δεν θα σε εγκαταλείψω», ο Κύριος όμως το προγνωρίζει μόνος του και, χωρίς να τον επικαλεσθεί κανένας, πορεύεται προς την πόλη, από την οποία γινόταν η εκφορά τού πεθαμένου παιδιού.

«Την επόμενη ημέρα πήγαινε», λέγει. Και αυτό το υποσήμανε με πάνσοφο τρόπο ο ευαγγελιστής. Γιατί η ανάσταση του παιδιού τής χήρας υποτυπώνει την ανακαίνιση του νου μας. Γιατί και η ψυχή μας εξ αιτίας τής αμαρτίας ήταν χήρα του ουράνιου νυμφίου, που είχε σαν κάποιο μονογενή υιό τον νου της, ο οποίος είχε πεθάνει από το κεντρί τής αμαρτίας, χάνοντας την αληθινή ζωή, και μεταφερόταν και αυτός από τα πάθη, έχοντας βρεθεί κάπου μακριά από τον Θεό, σε βυθούς τού άδη και της απώλειας. Αλλά, αφού ο Κύριος βάδισε προς εμάς και ήρθε κοντά μας με την με σάρκα παρουσία του, τον ανακαίνισε και τον ανέστησε. Αυτή η παρουσία όμως δεν έγινε σε μας από την αρχή, αλλ’ ύστερα, κατά τους τελευταίους αιώνες. Γι’ αυτό ο ευαγγελιστής δεν παρέλειψε ούτε αυτό, λέγοντας, «την επόμενη πήγαινε» ο Ιησούς για ν’ αναστήσει τον πεθαμένο υιό τής χήρας και να μεταβάλει το πένθος αυτής σε ευφροσύνη. Προσέχετε, παρακαλώ, αδελφοί, το νόημα των λεγομένων γιατί και από σας ο καθένας, αν αισθανθεί τον μέσα του πεθαμένο και θρηνήσει τις αμαρτίες του, πενθώντας και μελαγχολώντας γι’ αυτές με μετάνοια, θα πορευθεί και προς αυτόν ο Παράκλητος παρέχοντας την αιώνια παρηγοριά. Γιατί λέγει, «μακάριοι είναι αυτοί που πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν».

Αλλά, «πορευόταν» λέγει, «ο Ιησούς και μαζί μ’ αυτόν πορεύ­ονταν αρκετοί μαθητές του και πλήθος πολύ». Ο Ηλίας δηλαδή απομονώνεται όταν πρόκειται ν’ αναστήσει τον υιό τής Σαραφθίας, και ο Ελισσαίος, αφού ανέβηκε στο υπερώο, όπου βρισκό­ταν ο πεθαμένος, «έκλεισε τη θύρα», όπως λέγει η ιστορία, «μπρο­στά στους δύο αυτούς», δηλαδή τη Σουναμίτιδα και τον μαθητή του Γιεζί. Επειδή δηλαδή χρειαζόταν εκτενέστατη προσευχή προς τον Θεό, και οι άνθρωποι από τη φύση τους, όταν απομονωθούν, απασχολούν το νου τελειότερα και τον ανυψώνουν προς τον Θεό, αντίθετα ο Κύριος, έχοντας αληθινά την εξουσία ζωής και θανάτου, δεν χρειάζεται καθόλου προσευχή για να ζωοποιή­σει το παιδί, όχι μόνο τους μαθητές του είχε μαζί του, αλλά και πολύ πλήθος, που άλλο έφερε αυτός και άλλο βρήκε γύρω από τον μεταφερόμενο. Και ενώ όλοι έβλεπαν και άκουαν, με μόνο το πρό­σταγμά του ζωοποίησε τον νεκρό, κάμνοντας αυτό από φιλαν­θρωπία δημόσια, για να προσελκύσει όλους στην προς αυτόν σωτήρια πίστη. Γιατί λέγει, «καθώς πλησίασε στην πύλη τής πόλεως, μεταφερόταν πεθαμένος»΄ δηλαδή προγνωρίζοντας και της μεταφοράς την ώρα έφθασε στην κατάλληλη ώρα. «Μεταφερόταν λοιπόν πεθαμένος ο μονογενής υιός τής μητέρας του΄ και αυτή ήταν χήρα».

Τα ίδια πράγματα στην πενθούσα και τη λύπη αύξησαν πολ­λαπλάσια, και τη λύση πρόσφεραν εξαίσια. Γιατί βλέποντας ο Κύριος μια μητέρα, και μάλιστα χήρα μητέρα, που στήριζε τις ελπίδες της σε ένα παιδί, να το χάνει με πρόωρο θάνατο, ν’ ακο­λουθεί τη σορό τού παιδιού και να θρηνεί ελεεινά, «ευσπλαγχνίσθηκε», λέγει (πώς δηλαδή δεν θα το έκαμε «ο πατέρας των ορφανών και κριτής των χηρών»;), «και είπε προς αυτήν» παρη­γορώντας την και προβλέποντας το μέλλον, «μη κλαις». Εκείνος βέβαια γνώριζε τι επρόκειτο να κάνει, ενώ η γυναίκα ούτε αυτόν γνώριζε, και πολύ περισσότερο ούτε το μέλλον, γι’ αυτό ούτε και πίστη είχε, ούτε ζητούσε κάτι από αυτόν ούτε αυτός απαιτούσε πίστη από αυτήν, αλλά μπορώντας τα πάντα και μη έχοντας ανά­γκη ούτε από τη συνέργεια αυτών που πιστεύουν, «πλησιάζοντας άγγισε τη σορό», για να δείξει ότι και το σώμα του ως ομόθεο έχει ζωοποιό δύναμη΄ «και είπε, νεανίσκε, σου λέγω, σήκω΄ και ανακάθισε ο νεκρός». Άκουσε δηλαδή το κουφό χώμα εκείνον που καλεί στην ύπαρξη αυτά που δεν υπάρχουν, άκουσε αυτόν που εξουσιάζει τα πάντα με το λόγο τής δύναμής του, άκουσε όχι άνθρωπο θεοφόρο, αλλά Θεό που έγινε άνθρωπος, και όχι μόνο «ανακάθισε ο νεκρός», αλλά «και άρχισε να ομιλεί». Και στην περίπτωση βέβαια του υιού τής Σαραφθίας χήρας, όταν επέστρεψε η ψυχή του σ’ αυτόν, αμέσως, σύμφωνα με την ιστορία, φώναξε προς το παιδί (τον υπηρέτη του). Και αυτό είναι απόδειξη του ότι η ανάσταση δεν ήταν φαινομενική.

Ο Ηλίας λοιπόν ανέστησε ένα νεκρό με προσευχή, και ο Ελισσαίος ανέστησε έναν ενώ ζούσε και άλλον όντας νεκρός, επιβεβαιώνοντας και δείχνοντας από πριν τη θεανδρική ζωοποιό ενέργεια τού Χριστού, ενώ ο Κύριος ανέστησε τρεις νεκρούς με πρόσταγμα πριν από τον σταυρό, το παιδί αυτό της χήρας, τη θυγατέρα τού αρχισυνάγωγου, και τον τετραήμερο Λάζαρο, ενώ κατά τη σταύρωσή του ανέστησε πολλούς, οι οποίοι και «εμ­φανίσθηκαν σε πολλούς». Εκτός από αυτά μετά τον για χάρη μας σταυρικό θάνατό του ανέστησε τον εαυτό του, ή καλύτερα τον εξανέστησε τριήμερο, γενόμενος μόνος αυτός αρχηγός τής αιώ­νιας ζωής. Γιατί όλοι οι άλλοι, αν και αναστήθηκαν, οπωσδήποτε απέκτησαν τη δική μας θνητή ζωή, όταν όμως αναστήθηκε ο Χριστός από τους νεκρούς «δεν τον κυριεύει πλέον ο θάνατος». Γι’ αυτό και μόνος ο Κύριος «έγινε απαρχή εκείνων που έχουν κοιμηθεί», δηλαδή των πιστών και εκείνων που μετατέθηκαν από τα εδώ με την ελπίδα ανάστασης και αιώνιας ζωής. Έγινε λοιπόν απαρχή αυτών που έχουν κοιμηθεί και «πρωτότοκος από τους νεκρούς» και μας επιβεβαίωσε και μας επαγγέλθηκε όχι μόνο αυτή τη θνητή και πρόσκαιρη ζωή μας που καθοδηγείται από ζωικό πνεύμα, αλλ’ εκείνην που εμπεριέχεται στις ελπίδες μας, την ένθεο και αθάνατη και αιώνια΄ γιατί αυτή είναι δώρο αυ­τού πραγματικά θεοπρεπέστατο. Καθώς λοιπόν δεν παρέχει εδώ αυτήν την αιώνια ζωή στους αναστημένους από αυτόν, αλλά την διακοπτόμενη από τον θάνατο, δεν την παρέχει σ’ αυτούς με τη μορφή χάριτος, αλλά το κάνει αυτό για άλλους, οδηγώντας αυ­τούς στην πίστη, που είναι πρόξενος της αιώνιας ζωής. Και εδώ λοιπόν, όπως ιστορεί με σαφήνεια ο ευαγγελιστής, δεν ανέστησε το παιδί για τον εαυτό του, αλλά για τη μητέρα «από ευσπλαγχνία γι’ αυτήν»΄ γι’ αυτό και, αφού το ανέστησε, το έδωσε στη μητέρα του.

Αλλά βλέπετε πώς ο Κύριος από ευσπλαγχνία προς τη χήρα που πενθούσε τον υιό της δεν χρησιμοποίησε μόνο παρηγορητι­κούς προς αυτήν λόγους, αλλά και την παρηγόρησε με έργα; Έτσι να κάνομε και εμείς με όλη τη δύναμή μας και να μη είμαστε μόνο με λόγια συμπονετικοί προς αυτούς που κακοπαθούν, αλλά ζωή; Αν και βέβαια και αυτό είναι χρέος μας, αν και όχι ίσως του ενός μας προς τον άλλο, άλλα προς εκείνον που παρέδωσε τον εαυτό του σε θάνατο για χάρη μας, όχι μόνο ως λύτρο, αλλά και προς παράδειγμα και έμπρακτη διδασκαλία, ασύγκριτα υψηλότε­ρη από κάθε έργο και λόγο και νου. Γιατί λέγει, «γι’ αυτό πέθανε ο Χριστός για χάρη μας, αφήνοντας σε μας παράδειγμα, για να ακο­λουθήσομε τα ίχνη του και να είμαστε έτοιμοι, αν χρειασθεί, να θυσιάσομε και τη ζωή μας» προς εκπλήρωση των εντολών του΄ γιατί έτσι θα γίνομε μέτοχοι και της ζωής και βασιλείας αυτού που διαρκεί αιώνια, ζώντας μαζί μ’ αυτόν αιώνια και δοξαζόμενοι μαζί του. Βλέπετε αυτόν τον Μυροβλύτη (Αγ. Δημήτριο). Έχυσε το αίμα τού σώματός του με τη θέλησή του υπέρ του Χριστού, και γι’ αυτό κατέστησε αυτό αδιάκοπη και ανεξάντλητη πηγή πολυειδών θαυμάτων, αγιασμού ψυχής και σώματος, ευωδέστατου και ιερώτατου μύρου, μολονότι η ψυχή του Μεγαλομάρτυρα έχει τώρα δίκαια λάβει την αιώνια και αναλλοίωτη δόξα στους ουρανούς μαζί με τους αγγέλους, ενώ το σώμα δεν έχει ακόμη δοξασθεί μαζί με εκείνη, αλλ’ είναι κατά κάποιο τρόπο τα παρόντα υπόδειγ­μα και τύπος και σύμβολο προς την θειότατη και ουράνια δόξα που πρόκειται ν’ αποκαλυφθεί γύρω από αυτό στο μέλλον΄ και αν το υπόδειγμα και ο τύπος είναι τέτοιος, τί θα είναι εκείνο το μελλοντικό τέλος; οπωσδήποτε και ανέκφραστο και ακατανόητο.

Εύχομαι και εμείς με τις πρεσβείες τού μεταξύ των μαρτύρων Μυροβλύτη, όπως μεταλαμβάνομε εδώ το θείο μύρο που εκχύνεται από αυτόν, έτσι και τότε να γίνομε θεατές και μέτοχοι της θεί­ας εκείνης δόξας με τη χάρη και φιλανθρωπία του δοξαζόμενου μέσω των μαρτύρων του Ιησού Χριστού τού Θεού των πάντων, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα στους απέραντους αιώνες. Γένοιτο. 

(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΕΔΩ ΣΤΗ ΓΗ, ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΚΑ ΚΑΠΟΤΕ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ!

 
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Εδώ στη Γη, όλα τα καλά και τα κακά κάποτε τελειώνουν 

Κοίτα, πόσα κάστρα και παλάτια βασιλιάδων, ηγεμόνων και αρχόντων είναι σωριασμένα σε ερείπια! Σκέψου, πόση δύναμη και πόσο πλούτο είχαν κάποτε! Τώρα έχουν ξεχαστεί και τα ονόματά τους. Λέει η Γραφή: «Πολλοί άρχοντες έχασαν την εξουσία τους και κάθισαν στο χώμα" κι ένας άσημος, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα» .

 Δεν σου φτάνουν αυτά; Συλλογίσου τότε, ποιά είναι η αξία σου όταν κοιμάσαι; Μήπως δεν μπορεί κι ένα ζωύφιο να σε θανατώσει; Ναι, πολλοί πέθαναν έτσι στον ύπνο τους. Αλήθεια, από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας! Κόβεται η κλωστή και τελειώνουν όλα. Έτσι να φιλοσοφείς και να μη σαγηνεύεσαι από την ομορφιά, τα πλούτη, τη δόξα, τις απολαύσεις.
Ένα μόνο να σε απασχολεί: Που τελειώνουν όλα αυτά.
 Θαυμάζεις όσα βλέπεις εδώ στη γη; Πιο αξιοθαύμαστα, όμως, είναι εκείνα που αναφέρονται στις άγιες Γραφές.
 Δείξε μου έναν αγέρωχο άρχοντα ή έναν λαμπροντυμένο πλούσιο, όταν ψήνεται από τον πυρετό, όταν ψυχομαχεί, και τότε θα σε ρωτήσω: "Πού είναι εκείνος, που περνούσε από την αγορά καμαρωτός και περήφανος με ακολούθους και σωματοφύλακες; Πού είναι εκείνος, που φορούσε πανάκριβα ρούχα; Πού είναι η χλιδή της ζωής του, η πολυτέλεια των συμποσίων του, οι υπηρέτες, οι παρατρεχάμενοι, τα γέλια, οι ανέσεις, οι σπατάλες;

 Όλα έφυγαν και πέταξαν. Τί απέγινε το σώμα, που απολάμβανε τόση ηδονή; Πλησίασε στον τάφο και κοίτα τη σκόνη, τη σαπίλα, τα σκουλήκια. Κοίτα και στέναξε πικρά. Και μακάρι το κακό να περιοριζόταν σε τούτη τη σκόνη, που βλέπεις. Από τον τάφο και τα σκουλήκια φέρε τη σκέψη σου στο ακοίμητο σκουλήκι της άλλης ζωής, στο τρίξιμο των δοντιών, στο αιώνιο σκοτάδι, στην άσβεστη φωτιά, στις πικρές και αφόρητες εκείνες τιμωρίες, που δεν θα έχουν τέλος.

  Εδώ, στη γη, και τα καλά και τα κακά κάποτε, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν εκεί, όμως, και τα δύο διαρκούν αιώνια. Και διαφέρουν ως προς την ποιότητα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τούτου τόσο, που δεν είναι δυνατό να εκφράσει κανείς με λόγια.
 Τί έγιναν, λοιπόν, όλα εκείνα τα μεγαλεία; Τί έγιναν τα χρήματα και τα κτήματα; Ποιός άνεμος φύσηξε και τα πήρε και τα σκόρπισε; Τί θέλει, πάλι, κι αυτή η ανώφελη δαπάνη για την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφελεί και τους οικείους του ζημιώνει; Ο Χριστός αναστήθηκε γυμνός από τον τάφο.

 Ας μη γίνεται, λοιπόν, η κηδεία αφορμή ικανοποιήσεως της μανίας μας για επίδειξη. Ο Κύριος είπε: «Πείνασα και μου δώσατε να φάω" δίψασα και μου δώσατε να πιω" ήμουνα γυμνός και με ντύσατε» . Όμως δεν είπε: «Ήμουνα νεκρός και με θάψατε». Γιατί, αν μας παραγγέλλει να μην έχουμε τίποτα περισσότερο από ένα σκέπασμα, όταν ζούμε, πολύ περισσότερο όταν πεθάνουμε. Ποιάν απολογία θα δώσουμε στο Θεό, λοιπόν, όταν ξοδεύουμε τεράστια ποσά για να κηδέψουμε ένα νεκρό σώμα, τη στιγμή που ο Χριστός, με τη μορφή των φτωχών συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος και γυμνός, κι εμείς αδιαφορούμε γι' αυτό;

 Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι ανώφελα για κείνους που έχουν ήδη πεθάνει. Ας τ' ακούσουν, όμως, οι ζωντανοί και ας συνέλθουν, ας λογικευτούν, ας διορθωθούν. Όπου να 'ναι θα έρθει και η δική τους ώρα. Δεν θ' αργήσουν να βρεθούν κι αυτοί, δεν θ' αργήσουμε να βρεθούμε όλοι μας, μπροστά στο φοβερό Κριτήριο, όπου θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας. Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να γίνουμε καλύτεροι, εγκαταλείποντας την αμαρτία και ακολουθώντας την αρετή, για να μη χάσουμε τη βασιλεία των ουρανών, για ν' αποκτήσουμε τα άφθαρτα αγαθά, που έχει ετοιμάσει για μας ο φιλάνθρωπος Κύριος.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΟΤΙ ΘΕΩΡΟΥΜΕ ΣΑΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!

 Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Και τότε ό,τι θεωρούμε σαν απο­τυχία είναι επιτυχία

Η προσευχή είναι μεγάλο αγαθό, αν γίνε­ται και με λογισμό αγαθό· αν ευχαριστούμε το Θεό όχι μόνο όταν μας δίνει, αλλά και όταν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε, αφού και τα δύο τα κάνει για την ωφέλειά μας. 

Έτσι, και όταν δεν παίρνουμε, ουσιαστικά παίρνουμε με το να μην πάρουμε ό,τι δεν μας συμφέρει. Υπάρχουν, βλέπετε, πε­ριπτώσεις που η μη ικανοποίηση του αιτήματός μας είναι πιο ωφέλιμη. Και τότε ό,τι θεωρούμε σαν αποτυχία είναι επιτυχία.  

Ας μη στεναχωριόμαστε, λοιπόν, όταν ο Θεός αργεί να εισακούσει την προσευχή μας. Ας μη χάνουμε την υπομονή μας. Μήπως και πριν ζητήσουμε κάτι, δεν μπορεί να μας το δώσει ο Πανάγαθος; Μπορεί, φυσικά, αλλά περιμένει από μας κάποιαν αφορμή, ώστε να μας βοηθήσει δίκαια. Γι' αυτό ας Του δίνουμε την αφορμή με την προσευχή και ας περιμένουμε με πίστη, με ελπίδα, με εμπιστοσύνη στην πανσοφία και στη φιλανθρωπία Του. Μας έδωσε ό,τι ζητήσαμε; Ας Τον ευχαριστούμε. Δεν μας έδωσε; Και πάλι ας Τον ευχαριστούμε, γιατί δεν γνωρίζουμε, όπως γνωρίζει Εκείνος, τι είναι καλό για μας.  

Ας έχουμε ακόμα υπόψη μας, πως ο Θεός συχνά δεν αρνείται, αλλά μόνο αναβάλλει την ικανοποίηση κάποιου αιτήματός μας. Και γιατί αναβάλλει; Επειδή, χρησιμοποιώντας ως μέσο τη δική μας επιμονή στο αίτημα, θέλει να μας ελκύσει και να μας κρατήσει κοντά Του. Κι ένας φιλόστοργος πατέρας, άλλωστε, όταν του ζητάει κάτι το παιδί του, πολλές φορές αρνείται να του το δώσει, όχι γιατί δεν θέλει, αλλά γιατί μ' αυτόν τον τρόπο το παιδί μένει κοντά του.

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΟΤΑΝ ΚΑΘΕΣΑΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΛΟΓΟ ΘΕΟΥ!

 Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Ὅταν κάθεσαι νὰ διαβάσεις λόγο Θεοῦ
 

Εἶπε μακάριος Ἰωάννης Χρυσόστομος

«Ὅταν κάθεσαι νὰ διαβάσεις λόγο Θεοῦ, νὰ ἐπικαλεῖσαι στὴν ἀρχὴ τὸν Θεὸ ν᾿ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου, ὥστε νὰ μὴν περιοριστεῖς στὸ νὰ διαβάζεις μόνο αὐτὰ ποὺ γράφτηκαν ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἐκτελεῖς, καὶ ἔτσι νὰ μὴ γίνει καταδίκη μας μελέτη τοῦ βίου καὶ τῶν λόγων τῶν ἁγίων».

ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ 

Ο ΑΒΒΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 Ο Αββάς Αντώνιος για την κρίση του Θεού 

Ο αββάς Αντώνιος βυθίζοντας κάποια φορά βαθιά τη σκέψη του στου Θεού την κρίση ζήτησε να μάθει: «Κύριε, είπε, πώς μερικοί ζουν λίγα χρόνια και πεθαίνουν, ενώ άλλοι φτάνουν στα βαθιά γεράματα;

Γιατί κάποιοι ζουν μέσα στη φτώχεια και άλλοι πλουτίζουν; Και πώς συμβαίνει άδικοι να πλουτίζουν και δίκαιοι άνθρωποι να ΄ναι φτωχοί;» Άκουσε τότε μια φωνή να του λέει: «Αντώνιε, τον εαυτό σου πρόσεχε. Αυτά είναι κρίματα Θεού και δεν σου συμφέρει να τα μάθεις».  
 

ΤΟΜΟΣ Δ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ΄ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ- ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ!

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου:
Ερμηνεία αποστολικής περικοπής 

[Τίτ. 3, 8-15]

«Πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος (: Το ότι δικαιωθήκαμε και αναγεννηθήκαμε και θα κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή είναι λόγος και αλήθεια αξιόπιστη. Και γι’ αυτά τα θέματα θέλω να μιλάς με βεβαιότητα και με κύρος, για να φροντίζουν όσοι έχουν πιστέψει στο Θεό να πρωτοστατούν ακούραστα σε καλά έργα. Αυτά είναι τα καλά έργα και τα ωφέλιμα στους ανθρώπους, αυτά για τα οποία σας μίλησα. Τις ανόητες συζητήσεις και γενεαλογίες για τους μυθικούς θεούς ή τους ευγενείς προγόνους, όπως και τις έριδες και τις διαμάχες για τον μωσαϊκό νόμο να τις αποφεύγεις, γιατί δε φέρνουν καμία ωφέλεια και είναι μάταιες. Αιρετικό άνθρωπο, που επιμένει να δημιουργεί σκάνδαλα και διαιρέσεις στην Εκκλησία, μετά την πρώτη και τη δεύτερη νουθεσία, παράτησέ τον και απόφευγέ τον. Να ξέρεις ότι έχει διαστραφεί τέτοιου είδους άνθρωπος και αμαρτάνει· και για την αμαρτία του αυτή ελέγχεται και καταδικάζεται από τη συνείδησή του και από τον ίδιο του τον εαυτό)» [Τίτ. 3, 8-11· ερμην. απόδοση Παναγ. Τρεμπέλα]. 

 Αφού μίλησε ο Παύλος για τη φιλανθρωπία του Θεού και για την ανέκφραστη πρόνοιά Του για εμάς, και αφού είπε ποιοι ήμασταν εμείς και ποιους μας έκανε, προσθέτει και λέγει: «και αυτά τα λόγια θέλω να τα διαβεβαιώνεις εσύ, ώστε, όσοι έχουν πιστέψει στον Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα». Δηλαδή, «αυτά πρέπει να λέγεις και από αυτά να τους προτρέπεις για ελεημοσύνη. Γιατί τα λόγια αυτά δεν είναι κατάλληλα μόνο για ελεημοσύνη και να μην υπερηφανευόμαστε και να μην κακολογούμε τους άλλους, αλλά και για κάθε άλλη αρετή». Έτσι λοιπόν μιλώντας και στους Κορινθίους, λέγει: «Γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι᾿ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε (: Διότι γνωρίζετε την ανεκτίμητη δωρεά του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ότι δηλαδή ενώ ήταν απείρως πλούσιος σε όλες τις τελειότητες της θείας Του υποστάσεως, έγινε πτωχός προς χάριν σας· και φόρεσε την πτωχή ανθρώπινη φύση και έγινε άνθρωπος, για να γίνετε εσείς πνευματικά πλούσιοι με την πτωχεία Εκείνου)» [Β΄Κορ. 8, 9]. Αφού θυμήθηκε την πρόνοια του Θεού και την υπερβολική φιλανθρωπία Του, τους προτρέπει να κάνουν την ελεημοσύνη, όχι έτσι απλώς και σαν δευτερεύον έργο, αλλά με ποιο κύριο σκοπό; «Για να φροντίζουν», λέγει, «να πρωτοστατούν σε καλά έργα». Δηλαδή και τους αδικημένους να βοηθούν όχι μόνο με χρήματα, αλλά και με προστασία που θα μπορούσαν να τους προσφέρουν, και τις χήρες και τα ορφανά να υπερασπίζονται και όλους όσους υποφέρουν να προστατεύουν, γιατί αυτό σημαίνει το «να πρωτοστατούν σε καλά έργα». «Αυτά», λέγει, «είναι τα καλά και τα ωφέλιμα στους ανθρώπους».

«Και να αποφεύγεις τις ανόητες αναζητήσεις και τις γενεαλογίες και τις φιλονικίες και τις διαμάχες για τον νόμο, γιατί είναι ανωφελείς και μάταιες». Τι δηλαδή θέλουν οι γενεαλογίες; Γιατί και στην επιστολή του προς τον Τιμόθεο το αναφέρει αυτό λέγοντας: «μηδὲ προσέχειν μύθοις καὶ γενεαλογίαις ἀπεράντοις, αἵτινες ζητήσεις παρέχουσι μᾶλλον ἢ οἰκονομίαν Θεοῦ τὴν ἐν πίστει (: μήτε να προσέχουν σε μύθους και σε γενεαλογίες απέραντες, οι οποίες προκαλούν μάλλον άσκοπες αναζητήσεις, παρά βοηθούν τη διαχείριση του έργου του Θεού που βασίζεται στην πίστη)» [Α΄Τιμ. 1, 4]. Ίσως και εδώ και εκεί να εννοεί τους Ιουδαίους, που υπερηφανεύονται για το ότι είχαν πρόγονό τους τον Αβραάμ και αδιαφορούσαν για τα δικά τους. Γι’ αυτό τις ονομάζει και «ανόητες» και «ανωφελείς», γιατί το να πιστεύει κανείς σε πράγματα που δεν ωφελούν είναι απόδειξη ανοησίας.

«Φιλονικίες» εννοεί αυτές με τους αιρετικούς, για να μην κουραζόμαστε στα χαμένα, όταν δεν υπάρχει κανένα κέρδος, αφού το τέλος τους είναι το τίποτε. Γιατί, όταν κάποιος είναι διεστραμμένος και προδιατεθειμένος, να μην αλλάξει καθόλου τη γνώμη του, ό,τι και αν γίνει, για ποιο λόγο κουράζεσαι άσκοπα σπέρνοντας επάνω σε πέτρες, ενώ έπρεπε να διαθέτεις τον καλό αυτόν κόπο στους δικούς σου, μιλώντας σε αυτούς για την ελεημοσύνη και τις άλλες αρετές; Πώς λοιπόν λέγει αλλού: «ἐν πρᾳότητι παιδεύοντα τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας (: εκπαιδεύοντας με πραότητα εκείνους που είναι αντίθετα διατεθειμένοι, μην τυχόν τους δώσει ο Θεός μετάνοια, για να έρθουν σε επίγνωση της αλήθειας)» [Β΄Τιμ. 2, 25], ενώ εδώ λέγει «τον αιρετικό άνθρωπο μετά την πρώτη και τη δεύτερη νουθεσία άφηνέ τον, γνωρίζοντας ότι έχει διαστραφεί αυτός και αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του»; Εκεί μιλάει για αυτούς που έχουν κάποια ελπίδα για διόρθωση και για αυτούς που απλώς έχουν αντίθετη γνώμη. Όταν όμως είναι φανερός και γνωστός σε όλους για την ισχυρογνωμοσύνη και την αδιαλλαξία του, για ποιο λόγο αγωνίζεσαι άδικα; Γιατί χτυπάς τον αέρα; Τι σημαίνει «καταδικάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του»; Σημαίνει ότι δεν μπορεί δηλαδή να πει «κανείς δε μου μίλησε, κανείς δε με συμβούλευσε». Όταν λοιπόν μετά τη συμβουλή ο ίδιος επιμένει, τότε καταδικάζει ο ίδιος τον εαυτό του.

Τον αδιόρθωτο λοιπόν ονομάζει «αιρετικό». Όπως δηλαδή το να παραβλέπουμε όσους έχουν ελπίδα για κάποια μεταβολή είναι απόδειξη οκνηρίας, έτσι το να θεραπεύουμε όσους πάσχουν από ανίατες ασθένειες είναι απόδειξη ανοησίας και της χειρότερης παραφροσύνης. Γιατί έτσι τους κάνουμε θρασύτερους.

Πώς λοιπόν παροτρύνεις τον Τίτο να κλείνει το στόμα εκείνων που αντιλέγουν («οὓς δεῖ ἐπιστομίζειν, οἵτινες ὅλους οἴκους ἀνατρέπουσι διδάσκοντες ἃ μὴ δεῖ αἰσχροῦ κέρδους χάριν (: τους ψευδοδιδασκάλους πρέπει ο επίσκοπος να τους αποστομώνει· είναι άνθρωποι οι οποίοι ανατρέπουν ολόκληρα σπίτια, διδάσκοντας πράγματα που δεν πρέπει, μόνο και μόνο για να κερδίσουν χρήματα με αθέμιτο και αισχρό τρόπο)» [Τίτ. 1, 11]), όταν τα κάνουν όλα για την καταστροφή τους; Λέγει όμως προηγουμένως, ότι δεν πρέπει να το κάνει αυτό αποβλέποντας σε δικό τους κέρδος· γιατί δεν θα ωφελούνταν ποτέ σε τίποτε τέτοιοι άνθρωποι, αφού είναι μια για πάντα διεστραμμένοι στη γνώμη τους. Αν όμως καταστρέφουν άλλους, πρέπει να διαφωνείς και να τους πολεμείς και να αντιστέκεσαι προς αυτούς με πολλή δύναμη· και αν βρεθείς σε ανάγκη, βλέποντας άλλους να διαφθείρονται, να μη σιωπάς, αλλά να τους αποστομώνεις, φροντίζοντας έτσι για εκείνους που πρόκειται να καταστραφούν από τις αιρετικές διδασκαλίες αυτών των πλανεμένων ανθρώπων. Και γενικά δεν είναι δυνατό να ανέχεται τις διαμάχες εκείνος που δείχνει πολλή φροντίδα και έχει σωστό τρόπο ζωής. Αλλά, όπως είπα, έτσι να κάνεις· γιατί από την αργία και την περιττή φιλοσοφία φθάνει κανείς να ασχολείται μόνο με τα ονόματα. Γιατί πραγματικά τα περιττά λόγια είναι μεγάλη ζημία, ενώ πρέπει ή να διδάσκουμε ή να προσευχόμαστε ή να ευχαριστούμε. Ούτε πρέπει να αποφεύγουμε να ξοδεύουμε βέβαια τα χρήματα, όχι όμως και τα λόγια· αλλά περισσότερο πρέπει να αποφεύγουμε τα λόγια από τα χρήματα, και να μην παραδίδουμε χωρίς λόγο τον εαυτό μας σε όλους.

«Ὃταν πέμψω ᾿Αρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν (: Όταν θα στείλω τον Αρτεμά προς εσένα ή τον Τυχικό, φρόντισε να έρθεις προς εμένα στη Νικόπολη)» [Τιτ. 3,12]. Τι λέγεις; Εγκατέστησες τον Τίτο στην Κρήτη και τον καλείς πάλι κοντά σου; Όχι για να τον απομακρύνει από το έργο εκείνο, αλλά για να τον συμβουλέψει περισσότερο. Ότι δεν τον καλεί κοντά του για να τον έχει παντού όπου πηγαίνει ακόλουθό του, άκουσε τι λέγει παρακάτω: «ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι (: γιατί εκεί έχω αποφασίσει να παραχειμάσω)». Η Νικόπολη όμως βρίσκεται στη Θράκη.

«Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ ᾿Απολλὼ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λείπῃ (: Τον Ζηνά τον νομοδιδάσκαλο και τον Απολλώ, πρόπεμψέ τους εφοδιάζοντάς τους με ιδιαίτερη επιμέλεια, για να μην τους λείπει τίποτα)». Αυτοί δεν είχαν αναλάβει ακόμη εκκλησίες, αλλά ήταν από τους συντρόφους του Παύλου· περισσότερο δραστήριος ήταν ο Απολλώς, αφού γνώριζε πολύ καλά την Αγία Γραφή, είχε τη δυνατότητα να την ερμηνεύει· διέθετε επίσης και το χάρισμα της ευγλωττίας [βλ. Πράξ. 18, 24: «Ἰουδαῖος δέ τις Ἀπολλὼς ὀνόματι, Ἀλεξανδρεὺς τῷ γένει, ἀνὴρ λόγιος, κατήντησεν εἰς Ἔφεσον, δυνατὸς ὢν ἐν ταῖς γραφαῖς (: Στο μεταξύ ήλθε στην Έφεσο κάποιος Ιουδαίος που λεγόταν Απολλώς και καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Ο άνθρωπος αυτός είχε ευγλωττία, γνώριζε πολύ καλά την Αγία Γραφή και είχε μεγάλη ικανότητα να την ερμηνεύει)»]. «Αν λοιπόν εκείνος ήταν νομικός, δεν έπρεπε», λέγει, «να τρέφεται από άλλους». «Νομικό» όμως εδώ εννοεί τον γνώστη των ιουδαϊκών νόμων. Είναι σαν να έλεγε: «να τους εφοδιάσεις πλουσιοπάροχα, ώστε να μην τους λείψει τίποτε».

«Μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι. ᾿Ασπάζονταί σε οἱ μετ’ ἐμοῦ πάντες. ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. ῾Η χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν (: Με την ευκαιρία μάλιστα της προετοιμασίας αυτής, ας παίρνουν μάθημα επίσης και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα και να συντρέχουν τους αδελφούς στις απαραίτητες υλικές τους ανάγκες, για να μην στερούνται από πνευματικούς καρπούς. Σε χαιρετούν εγκάρδια όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαιρέτησε αυτούς που μας αγαπούν επειδή έχουν κοινή πίστη με εμάς. Σας εύχομαι η Θεία Χάρη να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν.)».

Τι σημαίνει «για να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα»; Να μην περιμένουν όσους έχουν ανάγκη να έρθουν σε αυτούς, αλλά και οι ίδιοι να ενδιαφέρονται για εκείνους που χρειάζονται τη βοήθειά τους. Γιατί αυτός που φροντίζει, έτσι φροντίζει· και έτσι μάλιστα θα κάμει αυτό το πράγμα με πολύ ενδιαφέρον. Γιατί πραγματικά με όσα ευεργετεί, δεν ωφελεί και δεν παρέχει κέρδος σε εκείνους που ευεργετούνται τόσο, όσο σε αυτούς που ευεργετούν· γιατί τους δίνει παρρησία ενώπιον του Θεού. Εκεί όμως δεν υπάρχει κανένα τέλος της μάχης.

«Και ας μαθαίνουν», λέγει «και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα στις αναγκαίες περιπτώσεις, για να μην είναι άκαρποι». Βλέπεις ότι φροντίζει περισσότερο γι’ αυτούς παρά για εκείνους που παίρνουν; Γιατί μπορούσε ίσως να τους στείλει από πολλούς άλλους εφόδια· αλλά «για τους δικούς μας», λέγει, «φροντίζω». Ποιο λοιπόν, πες μου, είναι το όφελος; Αν δηλαδή άλλοι βγάζοντας θησαυρούς έτρεφαν τους διδασκάλους, αυτοί δεν είχαν κανένα κέρδος, γιατί έμεναν άκαρποι. Τι λοιπόν, πες μου, δεν μπορούσε ο Χριστός, που έθρεψε από πέντε άρτους πέντε χιλιάδες ανθρώπους και από επτά άρτους τέσσερις χιλιάδες ανθρώπους, να θρέψει τον εαυτό Του και όσους ήταν μαζί Του; Για ποιο λόγο λοιπόν τρέφονταν από γυναίκες; Διότι λέγει ο ευαγγελιστής Μάρκος: «αἳ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν αὐτῷ, καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα (: Αυτές και όταν βρισκόταν ο Ιησούς στην Γαλιλαία Τον ακολουθούσαν και Τον υπηρετούσαν. Ήταν ακόμη και πολλές άλλες, οι οποίες είχαν ανεβεί μαζί με Αυτόν από την Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα)» [Μάρκ. 15, 41]). Για να μας διδάξει από την αρχή ότι φροντίζει γι΄αυτούς που ευεργετούν.

Δεν μπορούσε ο Παύλος, που με τα δικά του χέρια ικανοποιούσε πλήρως και τις ανάγκες άλλων, να μην παίρνει από πουθενά ό,τι του πρόσφεραν; Τον βλέπεις όμως και να παίρνει και τη ζητάει. Και άκουσε το γιατί: «Οὐχ ὅτι ἐπιζητῶ τὸ δόμα, ἀλλ᾿ ἐπιζητῶ τὸν καρπὸν τὸν πλεονάζοντα εἰς λόγον ὑμῶν (: Σας τα γράφω αυτά, όχι διότι εγώ ενδιαφέρομαι και ζητώ το δώρο, αλλά διότι ενδιαφέρομαι και ζητώ τον πνευματικό καρπό, ο οποίος από την καλή αυτή πράξη σας, θα προκύψει πλούσιος για σας)» [Φιλιπ. 4, 17], λέγει. Και στην αρχή του κηρύγματος, όταν οι πιστοί πουλούσαν όλα τα υπάρχοντά τους και κατέθεταν τα χρήματα στα πόδια των αποστόλων, βλέπεις τους αποστόλους να φροντίζουν περισσότερο γι΄αυτούς, παρά για εκείνους που έπαιρναν. Γιατί, αν φρόντιζαν αποκλειστικά μόνο για τους φτωχούς, δε θα έκαναν κανένα λόγο για τη Σαπφείρα και τον Ανανία, όταν κράτησαν ένα μέρος από τα χρήματα για τον εαυτό τους [βλ. Πράξ. 5, 1-11], ούτε θα προέτρεπε ο Παύλος λέγοντας: «ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός (: Ο καθένας ας δίδει σύμφωνα με την αγαθή διάθεση της καρδιάς του, όχι με λύπη ή από ανάγκη· διότι ο Θεός “αγαπά εκείνον, που δίδει με καλοσύνη, γλυκύτητα και χωρίς γογγυσμό”» [Β΄Κορ. 9, 7]. Τι λέγεις, Παύλε; Φέρνεις εμπόδια στους φτωχούς; «Όχι», λέγει· «γιατί δε βλέπω το δικό τους συμφέρον, αλλά το συμφέρον εκείνων που δίνουν».

Πρόσεχε όμως και τον προφήτη Δανιήλ που όταν έδωσε στον Ναβουχοδονόσορα την άριστη εκείνη συμβουλή, δε φρόντιζε μόνο για τους φτωχούς, αλλά και για τον ίδιο τον βασιλιά ώστε να επιδείξει μακροθυμία ο Θεός για τις αμαρτίες που είχε διαπράξει. Γιατί δεν είπε: «δώσε στους φτωχούς» μόνο, αλλά τι; : «Διὰ τοῦτο, βασιλεῦ, ἡ βουλή μου ἀρεσάτω σοι καὶ τὰς ἁμαρτίας σου ἐν ἐλεημοσύναις λύτρωσαι καὶ τὰς ἀδικίας ἐν οἰκτιρμοῖς πενήτων· ἴσως ἔσται μακρόθυμος τοῖς παραπτώμασί σου ὁ Θεός (: Γι’ αυτό, βασιλιά μου, ας φανεί αρεστή και ας γίνει δεκτή από εσένα η συμβουλή μου• φρόντισε να εξαλείψεις τις αμαρτίες σου με ελεημοσύνες και τις αδικίες σου με έλεος και φιλανθρωπία προς τους πτωχούς. Ίσως θα φανεί έτσι μακρόθυμος ο Θεός για τα αμαρτήματά σου”)» [Δαν. 4, 24]. «Δώσε όλα τα χρήματα», λέγει, «όχι μόνο για να τραφούν άλλοι, αλλά για να απαλλαγείς και ο ίδιος από την τιμωρία». Και πάλι ο Χριστός λέγει: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι (:“Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσεις θησαυρό στον ουρανό, και έλα ακολούθησέ με”)» [Ματθ. 19, 21]. Βλέπεις ότι και εκεί το διέταξε αυτό για εκείνους που θα Τον ακολουθούσαν; Επειδή λοιπόν τα χρήματα είναι εμπόδιο, γι’ αυτό πρόσταξε να τα δίνουμε στους φτωχούς, διδάσκοντας έτσι την ψυχή να είναι φιλεύσπλαχνη και συμπονετική, να περιφρονεί τα χρήματα, να αποφεύγει την πλεονεξία. Γιατί, όποιος μαθαίνει να δίνει σε όποιον δεν έχει, θα συνηθίσει με το πέρασμα του χρόνου και να μην παίρνει από εκείνους που έχουν. Αυτό μας κάνει όμοιους με τον Θεό.

Παρόλο που η παρθενία, η νηστεία και το να κοιμάται κανείς στο χώμα απαιτούν πιο δύσκολο κόπο από αυτή, όμως τίποτε δεν είναι τόσο ισχυρό και δυνατό στο να σβήνει τη φωτιά των αμαρτημάτων μας, όσο η ελεημοσύνη. Αυτή είναι ανώτερη από όλα, στήνει τους εραστές της κοντά στον ίδιο τον βασιλιά. Και πολύ σωστά· γιατί η παρθενία, η νηστεία και το να κοιμάται κανείς στο χώμα σταματάει μόνο γύρω από αυτόν που την ασκεί και δεν έσωσε κανέναν άλλο· η ελεημοσύνη όμως απλώνεται σε όλους και αγκαλιάζει τα μέλη του Χριστού. Άλλωστε τα κατορθώματα εκείνα που απλώνονται σε πολλούς είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ αυτά που σταματούν γύρω από έναν.

Η ελεημοσύνη είναι η μητέρα της αγάπης, της αγάπης που χαρακτηρίζει τον Χριστιανισμό, που είναι μεγαλύτερη από όλα τα θαύματα, με την οποία φαίνονται οι μαθητές του Χριστού. Αυτή είναι φάρμακο για τα δικά μας αμαρτήματα, σαπούνι για την ακαθαρσία της ψυχής μας, σκάλα στηριγμένη στον ουρανό· αυτή συνδέει το σώμα του Χριστού. Θέλετε να μάθετε πόσο μεγάλο αγαθό είναι αυτή; Στην εποχή των αποστόλων όλοι πουλούσαν τα υπάρχοντά τους και έφερναν σε αυτούς τα χρήματα, τα οποία και μοιράζονταν ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός. «Διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν (: Τα χρήματα αυτά διαμοιράζονταν στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες που είχε)» [Πράξ. 4, 35], λέγει. Πες μου λοιπόν, και χωρίς να αναφέρω τα μελλοντικά (ας μην κάνουμε λόγο τώρα για τη βασιλεία των ουρανών, αλλά ας δούμε μόνο στο παρόν) ποιοι κερδίζουν, όσοι παίρνουν ή όσοι δίνουν; Γιατί αυτοί που έπαιρναν παραπονούνταν και διαπληκτίζονταν μεταξύ τους, ενώ αυτοί που έδιναν είχαν μία ψυχή. Λέγει ο Λουκάς : «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά (: Συγχρόνως όμως και το πλήθος εκείνων που είχαν πιστέψει στο Ευαγγέλιο είχαν αρμονική και αδιάσπαστη ομοφροσύνη, μια ψυχή και μια καρδιά˙διότι τόσο οι καρδιές τους όσο και ολόκληρη η πνευματική τους ύπαρξη ήταν ενωμένα. Επικρατούσε δηλαδή μεταξύ τους πλήρης συμφωνία και αρμονία φρονημάτων και συναισθημάτων. Και κανείς απ’ αυτούς δεν βρισκόταν να λέει ότι και το ελάχιστο από τα υπάρχοντά του και την περιουσία του ήταν δικό του, αλλά τα είχαν μεταξύ τους όλα σε κοινή ωφέλεια και χρήση)» [Πράξ. 4, 32] και η χάρη του Θεού ήταν επάνω σε όλους αυτούς και ζούσαν με πολύ όφελος.

Βλέπεις ότι και από εδώ κέρδιζαν εκείνοι; Πες μου λοιπόν από ποιους θα ήθελες να είσαι, από αυτούς που κατέθεταν όλα τα υπάρχοντά τους και δεν είχαν τίποτε, ή από εκείνους που έπαιρναν και τα πράγματα των άλλων; Πρόσεχε τον καρπό της ελεημοσύνης. Τα διαφράγματα και τα εμπόδια εξαλείφτηκαν και αμέσως ενώθηκαν οι ψυχές τους· «όλοι είχαν μία καρδιά και μία ψυχή». Ώστε και χωρίς την ελεημοσύνη, το να προσφέρει κανείς όλα τα χρήματά του έχει μεγάλο κέρδος. Αυτά όμως τα είπα για να μη λυπούνται όσοι δεν έλαβαν κληρονομία από τους προγόνους τους, ούτε να στεναχωρούνται, επειδή έχουν λιγότερα από τους πλουσίους· γιατί, αν θέλουν, έχουν μεγαλύτερα. Και πραγματικά και ελεημοσύνη θα κάνουν με περισσότερη ευκολία, όπως η χήρα, και δε θα δώσουν καμία αφορμή για έχθρα προς τον πλησίον, και από όλους θα είναι πιο ελεύθεροι. Κανείς δε θα μπορέσει να τον απειλήσει αυτόν με δήμευση, αλλά βρίσκεται πάνω από όλα τα κακά.

Και όπως τους γυμνούς, όταν φεύγουν, κανείς δε θα μπορούσε να τους πιάσει γρήγορα, ενώ αυτούς που φορούν και σύρουν μαζί τους πολλά ενδύματα και στολίδια, εύκολα μπορεί να τους συλλάβει κανείς, έτσι είναι και ο πλούσιος και ο φτωχός. Γιατί ο φτωχός, και αν ακόμη συλληφθεί, εύκολα θα μπορέσει να δραπετεύσει· ο πλούσιος όμως, έστω και αν δεν πιαστεί, εμποδίζεται από τα δικά του σχοινιά, τις άπειρες φροντίδες, τις στενοχώριες, την οργή, τους ερεθισμούς του. Όλα αυτά κατακαλύπτουν στο χώμα την ψυχή. Και όχι μόνο αυτά, αλλά και πολλά άλλα, τα οποία μας ακολουθούν από τον πλούτο. Γιατί είναι πιο δύσκολο να σωφρονιστεί ο πλούσιος παρά ο φτωχός, και να ζει με λιτότητα, και είναι πιο δύσκολο να απαλλαγεί από τον θυμό ο πρώτος παρά ο δεύτερος. «Λοιπόν», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «θα έχει περισσότερο μισθό ο πλούσιος, εάν καταφέρει να σωφρονιστεί τελικά;» Καθόλου. «Για ποιο λόγο, όμως, αφού κατορθώνει τα δύσκολα;» Γιατί ο ίδιος επινόησε για τον εαυτό του τις δυσκολίες. Δεν πήρε εντολή να πλουτίζει, αλλά ακριβώς το αντίθετο· αυτός όμως δημιουργεί άπειρα σκάνδαλα και εμπόδια.

Άλλοι πάλι όχι μόνο τα χρήματα δεν αποθέτουν ως ελεημοσύνη στους απόρους, αλλά και την υγεία του σώματος καταφθείρουν, σαν να βαδίζουν στενό δρόμο· εσύ πάλι δεν κάνεις μόνο αυτό, αλλά και αυξάνεις το καμίνι των παθών και περιβάλλεσαι με άλλα. Πήγαινε λοιπόν στον ευρύχωρο δρόμο, γιατί εκείνος δέχεται τέτοιους ανθρώπους. Ο στενός όμως δέχεται αυτούς που θλίβονται, που στενάζουν, που δε βαστάζουν τίποτε, παρά αυτά μόνο τα φορτία που μέσω του δρόμου αυτού είναι δυνατόν να μεταφερθούν, την ελεημοσύνη, τη φιλανθρωπία, την καλοσύνη, την επιείκεια. Αν βαστάζεις αυτά, εύκολα θα μπορέσεις να περάσεις· αν όμως φέρεις την αλαζονεία και τα πάθη της ψυχής και το φορτίο των φροντίδων, τον πλούτο, θα χρειαστείς πολλή ευρυχωρία. Ούτε βέβαια μέσα στον όχλο θα μπορέσεις να μπεις, ώστε να μην χτυπήσεις άλλους ανεβαίνοντας ψηλά, αλλά θα έπρεπε εδώ να υπάρχει μεγάλη διάσταση. Όποιος όμως μεταφέρει χρυσάφι και ασήμι, τα κατορθώματα δηλαδή της αρετής, όχι μόνο δεν τον αποφεύγουν οι συνάνθρωποί του, αλλά τον πλησιάζουν και ενώνονται μαζί του.

Αλλά αν ο πλούτος αυτός είναι αγκάθι, τι είναι η πλεονεξία; Για ποιο λόγο τη φέρεις εκεί; Για να κάνεις μεγαλύτερη τη φλόγα, ρίχνοντας φορτία στη φωτιά; Δεν φτάνει δηλαδή η φωτιά της κόλασης; Σκέψου πώς διασώθηκαν στο καμίνι οι τρεις νέοι [βλ. Δαν. 3, 19-33]. Θεώρησέ το ότι ήταν κόλαση. Θλιμμένοι έπεσαν μέσα σε αυτό, δεμένοι στα χέρια και στα πόδια όλοι μαζί, αλλά μέσα βρήκαν πολλή ευρυχωρία· όχι όμως και όσοι τους περιστοίχιζαν από έξω.

Κάτι τέτοιο θα γίνει και τώρα, αν θέλουμε να στεκόμαστε με γενναιότητα και ανδρεία στους επερχόμενους πειρασμούς. Αν στηρίζουμε τις ελπίδες μας στον Θεό, θα βρεθούμε εμείς σε ασφαλή και ευρύχωρο τόπο, ενώ αυτοί που μας ωθούν θα χαθούν, γιατί «ὁ ὀρύσσων βόθρον εἰς αὐτὸν ἐμπεσεῖται, καὶ ὁ ἱστῶν παγίδα ἐν αὐτῇ ἁλώσεται (: Εκείνος που σκάπτει λάκκο για τον άλλο, θα πέσει ο ίδιος μέσα. Και όποιος στήνει παγίδα εις βάρος άλλων, θα συλληφθεί με αυτήν ο ίδιος)» [Σοφ. Σειρ. 27, 26]. Και αν μας δέσουν τα χέρια και τα πόδια η θλίψη θα μπορέσει να τα λύσει. Γιατί πρόσεχε το θαυμαστό· αυτούς που έδεσαν άνθρωποι, αυτούς έλυσε η φωτιά. Όπως δηλαδή αν κάποιος παραδώσει μερικούς φίλους στους υπηρέτες, και αυτοί σεβόμενοι τη φιλία του κυρίου όχι μόνο δεν τους βλάπτουν αλλά και τους αποδίδουν πολλή τιμή, αυτό έκανε και η φωτιά, επειδή γνώρισε ότι οι νέοι εκείνοι είναι φίλοι του Κυρίου της, έσπασε τα δεσμά τους, τους έλυσε και τους άφησε ελεύθερους, και γινόταν έδαφος γι’ αυτούς και το πατούσαν· και σωστά· γιατί είχαν ριφθεί για τη δόξα του Θεού. Όσοι βρισκόμαστε σε θλίψεις ας έχουμε αυτά τα παραδείγματα.

«Αλλά να», θα έλεγε ίσως κάποιος, «εκείνοι απαλλάχθηκαν από τη θλίψη, εμείς όμως όχι». Και σωστά, γιατί δεν μπήκαν έτσι στο καμίνι, για να απαλλαγούν, αλλά για να πεθάνουν πραγματικά. Άκουσέ τους που λέγουν: «ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ῥύσεται ἡμᾶς·καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοι, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν (: Διότι υπάρχει ο Θεός μας, που βρίσκεται στους ουρανούς, και τον οποίον εμείς λατρεύουμε και ο οποίος είναι δυνατός να μας περιφρουρήσει από την φλόγα της καμίνου της καιομένης και να μας γλυτώσει από τα χέρια σου, ω βασιλιά. Αλλά και αυτό εάν δεν γίνει, μάθε, ω βασιλιά, ότι εμείς τους θεούς σου δεν θα λατρεύσουμε, και το άγαλμα, το οποίον εσύ έστησες, δεν θα το προσκυνήσουμε”)» [Δαν. 3, 17-18].

Εμείς όμως σαν να διαπραγματευόμαστε τις τιμωρίες του Θεού, ορίζουμε και χρόνο λέγοντας: «αν μέχρι τότε δεν μας ελεήσει». Γι’ αυτό και δεν απαλλασσόμαστε. Άλλωστε και ο Αβραάμ δεν πήγαινε με σκοπό να λάβει σώο τον υιό του, αλλά για να τον θυσιάσει· και εντελώς απροσδόκητα τον έλαβε σώο. Και εσύ όταν πέσεις σε θλίψη, μην ενεργήσεις γρήγορα, μη βιάζεσαι να απαλλαγείς, όπλισε την ψυχή σου με κάθε υπομονή, και τότε θα απαλλαγείς γρήγορα από τη θλίψη· γιατί γι’ αυτό τη στέλνει ο Θεός, για να σε διδάξει. Όταν λοιπόν από την αρχή μάθουμε να υποφέρουμε τη θλίψη και να μη χάνουμε το θάρρος μας, μάς ελευθερώνει στη συνέχεια, σαν να έχουμε κατορθώσει το παν.

Θέλω να σας διηγηθώ μία ιστορία χρήσιμη και πολλή ωφέλιμη. Και ποια είναι αυτή; Όταν κάποτε έπεσε διωγμός και άναψε σφοδρός πόλεμος εναντίον της Εκκλησίας, συνελήφθησαν δύο άντρες. Και ο ένας ήταν έτοιμος να πάθει οτιδήποτε, ενώ ο άλλος ήταν και αυτός έτοιμος και γενναίος στο να τον αποκεφαλίσουν, αλλά φοβόταν και έτρεμε τα άλλα βασανιστήρια. Πρόσεχε λοιπόν την οικονομία του Θεού· όταν κάθισε ο δικαστής διέταξε να αποκεφαλίσουν εκείνον που ήταν έτοιμος να πάθει οτιδήποτε, τον άλλο όμως, αφού τον κρέμασε, τον έγδερνε, όχι μία και δύο φορές, αλλά τον περιέφερε και σε όλες τις πόλεις. Γιατί λοιπόν επιτράπηκε αυτό; Για να θεραπεύσει με τα βασανιστήρια την ολιγωρία της ψυχής του, για να απομακρύνει κάθε δειλία, για να μη φοβάται ποτέ πια ούτε να διστάζει, ούτε να τρέμει για το πράγμα αυτό. Και ο Ιωσήφ, όταν βιαζόταν πάρα πολύ να βγει από τη φυλακή, τότε κυρίως αυξανόταν η παραμονή του σε αυτήν.

Άκουσέ τον που λέγει στον αρχιοινοχόο στον οποίο και ερμήνευσε σωστά το όνειρο που είχε δει: «ὅτι κλοπῇ ἐκλάπην ἐκ γῆς Ἑβραίων (: αν είμαι δούλος, είμαι διότι μερικοί άνθρωποι με έκλεψαν από την χώρα των Εβραίων)» και «μνησθήσει περὶ ἐμοῦ πρὸς Φαραώ καὶ ἐξάξεις με ἐκ τοῦ ὀχυρώματος τούτου (: μη με λησμονήσεις ενώπιον του Φαραώ και φρόντισε να με βγάλεις από τη φυλακή αυτή)» [Γέν. 40, 14 και Γέν. 40, 15]. Γι’ αυτό παρέμεινε τελικά και άλλο στη φυλακή κατ’ οικονομία Θεού, για να μάθει ότι δεν πρέπει να έχει εμπιστοσύνη, ούτε να ελπίζει σε ανθρώπους, αλλά να στηρίζει τα πάντα στον Θεό.

Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ας ευγνωμονούμε τον Θεό και ας κάνουμε όλα εκείνα που μας συμφέρουν, για να επιτύχουμε τα μελλοντικά αγαθά με τη βοήθεια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.  

ΠΗΓΕΣ:

• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-titum.pdf

• Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην Προς Τίτον επιστολή, ομιλία ΣΤ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1989, τόμος 24, σελίδες 118-135.

• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

• Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

• Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

• Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm 

(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος) 

alopsis.gr