ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΑΒΟΛΟΣ & ΔΑΙΜΟΝΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΑΒΟΛΟΣ & ΔΑΙΜΟΝΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΕΙΝΑΙ ΠΟΝΗΡΟΣ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ, ΤΟ ΟΜΟΛΟΓΩ ΚΑΙ ΕΓΩ!

 
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Είναι πονηρός ο διάβολος, το ομολογώ και εγώ 

Ψεύτης είναι ο διάβολος και κανένα αληθινό δεν λέγει. Υπόσχεται πολλά, όχι για να δώσει, αλλά για να πάρει. Και παίρνει προσωπείο κηδεμονίας. 

Είναι πονηρός ο διάβολος, το ομολογώ και εγώ, αλλά στον εαυτό του πονηρός, όχι σε εμάς, εάν προσέχουμε. 

Ψυχή που δεν είναι καλά προστατευμένη με προσευχές, με ευκολία ο διάβολος την βάζει στον έλεγχό του και με ευχέρεια τη γεμίζει από κάθε αμαρτία. 

Ο διάβολος δεν πηγαίνει όπου πόρνος, ή βέβηλος, ή άρπαγας, ή πλεονέκτης, αλλά όπου διάγουν βίον ήσυχο και ενάρετο. 

Κακούργο είναι το θηρίο ο διάβολος και όλα πραγματεύεται και κινεί εναντίον της σωτηρίας μας. 

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΦΟΒΕΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ!

 Γεροντικό: Φοβερός πόλεμος με δαιμόνια υπερηφανείας 

Διηγήθηκε Γέρων: «Κάποτε ήρθαν και με προσκύνησαν τα δαιμόνια, ενώ έψελνα το Χερουβικό και είχα φθάσει στο "καί τῇ ζωοποιῷ Τριάδι". Έρχονται λοιπόν πέντε δαίμονες, ένας μεγάλος αξιωματικός με πηλίκιο και κάτι σήματα δαιμονικά, γαλόνια και κέρατα που έβγαιναν δίπλα απ’ το πηλίκιο, και τέσσερις μικροί μαλλιαροί, και πέφτουν στα γόνατα μπροστά μου. Ο μεσαίος, ο αξιωματικός, είχε το ένα πόδι γονατιστό και το άλλο  μισολυγισμένο όπως οι καθολικοί και μου λέε: "Είσαι σπουδαίος ψάλτης! Είσαι θαυμάσιος! Είσαι άφθαστος!". Είχε το κεφάλι ψηλά, ενώ οι άλλοι τέσσερις είχαν το κεφάλι κάτω. Εγώ μονολόγησα: "Τα δαιμόνια θα μου πάρουν το μυαλό. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Κύριον τον Θεόν μας προσκυνήσωμεν και Αυτώ μόνω λατρεύσωμεν". Αμέσως έγιναν άφαντοι. Αυτά εν ριπή οφθαλμού. Εγώ αγρίεψα μέσα μου. Σκέφθηκα: "Αυτός που δεν δέχεται να προσκυνήση τον Θεό και να πη ελέησον με ο Θεός, ήρθε να προσκυνήση εμένα να με κάνη συμμέτοχο στην υπερηφάνειά του; Αγρίεψα και άρχισα να λέω το "Τριάδι" του Παπανικολάου. Μόλις τελείωσα, μου λένε οι πατέρες: "Τι Τριάδι ήταν αυτό! Πανηγύρι μας έφερες". "Ε, λέω, καμμιά φορά μας πιάνουν και τα μεράκια".

»Μετά την τράπεζα συναντώ στην αυλή ένα μοναχό αγιορείτη, όχι του Μοναστηριού, που ήταν παρών στην Λειτουργία. Τον χαιρέτισα και μου λέει:

― Βρε, τι ήταν αυτό σήμερα! Τι ωραία ψαλμωδία! Μας ανέβασες στον ουρανό. Νιώσαμε κατάνυξη.

― Όχι εγώ, ο πατήρ τάδε, του είπα.

― Ποιος πατήρ τάδε. Εσύ, η δική σου φωνή, και μου είπε και διάφορα επαινετικά λόγια.

»Τον βάζω μετάνοια και πάω να φύγω. Έρχεται ο σατανάς δίπλα μου· τον έβλεπα και μου λέει: "Όταν σου λέω εγώ να ακούς. Είσαι άφθαστος, εσύ έπρεπε να πάρεις δίπλωμα έξω και να είσαι δάσκαλος".

»"Πίσω μου δαίμονα", λέω. Τι ήθελα να ‘ρθώ από δω να συναντήσω τον μοναχό να ακούσω όλα αυτά.

»Βγήκα έξω και κίνησα για τον κήπο. Ο διάβολος από κοντά μου. Ενώ έβλεπα, βάδιζα, δεν ξέρω πώς, πήρε το πνεύμα μου ο σατανάς και με ανέβασε ψηλά, πολύ ψηλά και έβλεπα τον κόσμο σαν μυρμήγκια κάτω.

― Εσύ δεν είσαι τυχαίος, μου έλεγε ο σατανάς, εσύ δεν ξέρεις τι κουβαλάς.

― Τι κουβαλάω, βρε σατανά, ό,τι κουβαλάς και συ κουβαλώ κι εγώ. Φύγε από κοντά μου. "Θεέ μου, βοήθησέ με". Τι είναι αυτό σήμερα. Θα μου πάρει τα μυαλά ο σατανάς. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".

»Άρχισα να φουσκώνω από υπερηφάνεια, αλλά είχα και λίγο επίγνωση και είπα: "Θεέ μου, δεν θέλω τέτοιες επάρσεις".

»Μπαίνω στον κήπο, αυτός από κοντά. Αυτός τα δικά του, εγώ τα δικά μου. Δεν υπάρχει χειρότερο δαιμόνιο από το δαιμόνιο της υπερηφανείας. Προχώρησα πιο μέσα στον κήπο, μήπως και φύγη. Τίποτα. "Πάει", είπα, "θα δαιμονισθώ". Τότε έπεσα στα γόνατα με το ράσο που φορούσα στην Εκκλησία, και έκλαιγα. Δεν έδινα σημασία τι μου έλεγε ο σατανάς, εγώ τα δικά μου. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", δύο-δυόμισι ώρες είχα μέσα στον ήλιο. "Δεν θέλω", έλεγα, "τέτοιες επάρσεις, τέτοιους λογισμούς. Εγώ θέλω, Χριστέ μου, να σε προσκυνώ πάνω στον Σταυρό. Εγώ είμαι ένας αμαρτωλός και τίποτα παραπάνω". Αυτός έλεγε τα δικά του. Μούσκεψε το χώμα από τα δάκρυα, σαν να είχε τρέξει βρύση. Κάποια στιγμή έφυγε εκείνο το νέφος και ο σατανάς μαζί. Κατάλαβα ότι προσγειώθηκα. Ένιωσα την ανάγκη να προσκυνήσω τα πόδια του Εσταυρωμένου. Σηκώθηκα, ευχαρίστησα τον Κύριό μας και την Παναγία, έβαλα λίγες μετάνοιες και έφυγα κλαίγοντας.

»Έπειτα σκέφθηκα ότι, για να έρθουν να με πειράξουν τα δαιμόνια τόσες φορές, κάτι βρήκαν μέσα μου. Φαίνεται ότι "λάγκευα"1 προς τον εγωισμό. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή και ταπείνωση».

_______________

Έκλινα, στόχευα, προσανατολιζόμουν. 

Από το βιβλίο «Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση»

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΕ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ!

 ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΕ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ! 

Κάποιος νέος, μας διηγείται ο Αββάς Ιωάννης του Λύκου, παρασυρμένος απ΄ του κόσμου τις ηδονές, είχε βυθιστεί στη λάσπη της ασωτίας Κάποτε όμως συνήλθε, σαν το άσωτο, κι εζήτησε το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι του Πατέρα. Άφησε τον κόσμο, για να βρει στην έρημο τον λυτρωμό, μακριά από τις αφορμές της αμαρτίας. Καταφύγιό του έκανε ένα παμπάλαιο μνήμα. Κλεισμένος θεληματικά σ΄ αυτή τη πρωτότυπη φυλακή, έκλαιε πικρά τη τραυματισμένη ψυχή του. 

Οι Άγγελοι εχαίρονταν, αλλά τα πνεύματα της πονηρίας, που είδαν να φεύγει τόσο απροσδόκητα η λεία από τα χέρια τους, δεν άργησαν να κάνουν έφοδο. Τριγύριζαν τη νύκτα το μνήμα κι έλεγαν οργισμένα:

- Πού είσαι άθλιε ; Γιατί μας απαρνήθηκες ύστερα από τόση φιλία ; Αφού τα γεύτηκες όλα κατά κόρον, αποφάσισες να γίνεις άγιος. Πολύ αργά τώρα να παριστάνεις τον σώφρονα, ελπίζοντας για έλεος. 

- Έλα, έξω ανόητε, του φώναζαν άλλοι. Σε περιμένει η συντροφιά σου. 

-Δυστυχισμένε, του ψιθύριζαν οι πονηρότεροι, για σένα δεν υπάρχει σωτηρία. Αυτού που τρύπωσες, γρήγορα θα βρεις το θάνατο και την αιώνια καταδίκη. 

Με τόση κακία πάσχιζαν να τον φέρουν σε απελπισία! Μα ο γενναίος αγωνιστής ήταν πια αποφασισμένος να πεθάνει καλύτερα, παρά να γυρίσει στα ίδια. Ζήτησε με θερμή ικεσία τη Θεία βοήθεια, περιφρονώντας τη δαιμονική φαντασία. 

Την άλλη βραδιά ο διάβολος έγινε πιο απειλητικός:

- Αν δεν βγεις αμέσως έξω, δεν γλυτώνεις από τα χέρια μου. Κι επειδή φυσικά εκείνος δεν τον άκουσε, του επιτέθηκε και τον άφησε σχεδόν νεκρό από χτυπήματα. Έτσι εκδικήθηκε. 

Οι συγγενείς του πάλι, ανήσυχοι για την ξαφνική του εξαφάνιση, τον αναζήτησαν παντού. Τέλος τον ανακάλυψαν σε κακή κατάσταση μέσα στο μνήμα. Μα όσο κι αν επέμεναν,  στάθηκε αδύνατο να τον πείσουν να τους ακολουθήσει. 

Ακόμη μια νύκτα του επιτέθηκαν οι δαίμονες με ασυγκράτητη μανία και θα τον εθανάτωναν με τους άγριους δαρμούς, αλλά δεν είχαν εξουσία. Ο αθλητής δεν κλονίστηκε. Προτίμησε να χάσει τη πρόσκαιρη ζωή, παρά να μολύνει, ύστερα από τη μετάνοια, το σώμα και την ψυχή του πάλι με το μικρόβιο της αμαρτίας. 

Τότε τα δαιμόνια αναγνώρισαν την ήττα τους.

- Νικηθήκαμε, νικηθήκαμε, φώναζαν θρηνώντας κι εξαφανίστηκαν και ούτε τόλμησαν πια να τον πειράξουν. 

Ελευθερωμένος έτσι από κάθε δοκιμασία, έμεινε στο μνήμα του ως το τέλος της ζωής του ο πρώην άσωτος, και αξιώθηκε να κάνει θαύματα, για να φανεί η δύναμις της μετάνοιας. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 128 κ.ε.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

ΓΕΡΩΝ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΓΚΟΛΟΒΑΝΣΚΙ: ΟΛΑ, ΠΑΝΤΩΣ, ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ!

 Γέρων Ευστράτιος Γκολοβάνσκι
Όλα, πάντως, τα δαιμόνια συνεργάζονται μεταξύ τους 

ΕΡ.: Πώς μας πολεμούν τα πονηρά πνεύματα;
ΑΠ.: Πρώτα-πρώτα πρέπει να ξέρετε ότι, στον δαιμονικό πόλεμο εναντίον των ανθρώπων, κάθε πονηρό πνεύμα έχει τον δικό του ρόλο. Κάθε αμαρτία γίνεται με την παρακίνηση ή και τη συνεργεία ορισμένου δαιμονίου και κάθε πάθος υποστηρίζεται από ορισμένο δαιμόνιο. Έτσι, τα ηγετικά δαιμόνια είναι οχτώ, όσα και τα θανάσιμα πάθη: της γαστριμαργίας, της πορνείας, της φιλαργυρίας, της λύπης, της οργής, της ακηδίας, της κενοδοξίας, της υπερηφάνειας.

Κάθε πονηρό πνεύμα, πολεμώντας μας, ενεργεί με τους δικούς του τρόπους, ανάλογα με το πάθος που υποστηρίζει. Όλα, πάντως, τα δαιμόνια συνεργάζονται μεταξύ τους, για να μας βυθίσουν σε όσο το δυνατό περισσότερα πάθη και να μας κάνουν δούλους της αμαρτίας, ώστε να μας χωρίσουν από το Θεό και να μας οδηγήσουν στον αιώνιο θάνατο.

Βέβαια, η δύναμη των δαιμόνων δεν είναι ανεξέλεγκτη και ή δραστηριότητα τους δεν είναι απεριόριστη. Μας πολεμούν μόνο αν τους το επιτρέψει ο Θεός -και όσο τους το επιτρέψει, ποτέ πάντως πέρα από τα όρια της αντοχής μας (Α’ Κορ. 10:13)- , για να δοκιμαστούν η προαίρεσή μας, η πίστη μας και η αγάπη μας σ’Εκείνον, ή αν τους δώσουμε εμείς οι ίδιοι το δικαίωμα με την αμέλειά μας, τη ραθυμία μας, την απροσεξία μας και, προπάντων, την υπερηφάνειά μας.

Τα πονηρά πνεύματα μας πολεμούν με πολλούς τρόπους. Με ποιούς;
Πρώτον, με τους εμπαθείς λογισμούς, με τους οποίους αιχμαλωτίζουν το νου, τον σκοτίζουν και τον πειθαναγκάζουν να συναινέσει στην αμαρτία.
Δεύτερον, με τα πάθη, που υπάρχουν μέσα μας, από τα οποία παίρνουν τις αφορμές για να υποκινήσουν τους εμπαθείς λογισμούς.
Τρίτον, με τις σωματικές αισθήσεις -την ακοή, την αφή, τη γεύση, την όσφρηση και, προπάντων, την όραση- μέσ’ από τις οποίες, σαν από πόρτες, περνούν στη ψυχή ποικίλα εξωτερικά ερεθίσματα, που ξεσηκώνουν τα πάθη μας και μας σπρώχνουν στην αμαρτία.
Τέταρτον, με άλλους ανθρώπους, τους οποίους βάζουν είτε να μας κατατρέχουν και να μας αδικούν είτε να μας παρασύρουν στην αμαρτία.
Πέμπτον, με θλίψεις, βάσανα και αρρώστιες.

Μας πολεμούν και με άλλους τρόπους τα πονηρά πνεύματα, αλλά οι κυριότεροι είναι αυτοί οι πέντε. Όπως κι αν μας πολεμούν, πάντως, καθόλου δεν μπορούν να μας βλάψουν, εφόσον με τα θεία Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος έχουμε λάβει τη χάρη και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, εφόσον έχουμε βαθιά πίστη στο Θεό και εφόσον αγωνιζόμαστε για την τήρηση των εντολών Του με σταθερότητα και ανδρεία, με ταπεινοφροσύνη και υπομονή, με προσευχή και νηστεία, με τακτική Εξομολόγηση και συχνή θεία Κοινωνία.

(Γέροντος Ευστρατίου, «Απαντήσεις σε ερωτήματα Χριστιανών», Ι. Μ. Παρακλήτου, 2008)

Ο ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΙΑΤΡΟΣ ΔΕΝ ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΑ ΝΑ ΚΑΨΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 Ο Άγιος Λουκάς ο Ιατρός δεν άφησε το δαίμονα να κάψει την εκκλησία
π. Νεκταρίου Αντωνοπούλου «Ταχύς εις βοήθειαν…»

Στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στα Γιαννιτσά την Κυριακή της Ορθοδοξίας 2008 συνέβη και το εξής περιστατικό:

«Το παρεκκλήσι του Αγίου Λουκά βρίσκεται στη νότια πλευρά του Ναού κι επικοινωνεί με μία πόρτα. Την ώρα της θείας Λειτουργίας κά­ποιος ενορίτης προσκύνησε τα ιερά λείψανα του Αγίου Λουκά που βρί­σκονται στο παρεκκλήσι, έκανε μία υπόκλιση και κοίταξε μέσα από το κουρτινάκι στο Ιερό Βήμα.

Βλέπει τότε έκπληκτος μπροστά στην αγία Τράπεζα έναν Αρχιερέα ντυμένο την αρχιερατική του στολή, σκυφτό, με τα χέρια του λίγο υψωμένα σε στάση δέησης. Του έκανε εντύπωση πώς δεν κοιτούσε μπροστά, άλλα κάπως λοξά στραμμένος προς τον κυρίως ναό. Δεν είδε τη φυσιογνωμία του, αλλά σκέφτηκε «τί να ζητά εδώ αυτός ό Αρχιερέας;», την ώρα που οι υπόλοιποι κληρικοί λειτουργούσαν στον κυρίως Ναό. Περίμενε ως το τέλος της θείας Λειτουργίας, για να βγει από το Ιερό, αλλά προς έκπληξη του δεν βγήκε κανείς. Δεν υπήρχε άλλη πόρ­τα και ό άγνωστος αρχιερέας είχε γίνει άφαντος.

Την ίδια μέρα το μεσημέρι, για άγνωστους ως σήμερα λόγους, στο Ναό εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο δυτικό μέρος και σχεδόν το ένα τέταρτο του Ναού τυλίχτηκε στις φλόγες. Κάηκαν εικονοστάσια, παγκάρια, στα­σίδια, προσκυνητάρια, καρέκλες, κεριά, απόκερα κ.λπ. Στο ίδιο σημείο υπήρχε και προσκυνητάρι με εικόνα του Αγίου Λουκά, το όποιο κάηκε κι αυτό. Παραδόξως, μέσα από την όλη καταστροφή και μέσα στις στάχτες βρέθηκε άθικτη ή εικόνα του Αγίου Λουκά.

Λίγες μέρες αργότερα, σ’ ένα γειτονικό μοναστήρι, στον Άγιο Γεώρ­γιο Ανύδρου, 15 χιλιόμετρα βορείως των Γιαννιτσών, κάποιος κληρικός διάβαζε εξορκισμούς σε μια δαιμονισμένη. Δίπλα οι μοναχές της μονής προσεύχονταν σιωπηλά προς θεία βοήθεια της βασανισμένης αυτής ψυχής. Κάποια στιγμή το δαιμόνιο άρχισε να φωνάζει:

- Σταματήστε! Σταματήστε! Με καίτε, με καίτε! Σταματήστε! Αλλά… κι εγώ σας καίω. Εγώ έκαψα εκείνη την Εκκλησία του Πέτρου και Παύλου εκεί στα Γιαννιτσά. Κι αν δεν ήταν εκείνος ό… Λουκάς, θα την είχα κάψει ολόκληρη!».

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΓΕΙΑ- "ΠΩΣ Η ΖΗΜΙΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΕΡΔΟΣ"!

 Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Ο διάβολος και η μαγεία «Πως η ζημιά γίνεται κέρδος»
 

Σε λύπησε ο διάβολος όταν σου αφήρεσε τα χρήματα; Λύπησέ τον και συ, μην του δώσης ευχαρίστησι. Αν έλθης σε μάντεις, ευχαρίστησες το διάβολο. Αν ευχαριστήσης το Θεό, έδωσες στο διάβολο το θανάσιμο κτύπημα.

Και πρόσεχε τι γίνεται. Ούτε τα χρήματα θα βρης, αν έλθης στους μάντεις, διότι δεν είναι στο χέρι εκείνων να γνωρίζουν – αν και κάπου είπαν και επέτυχαν -. Και την ψυχή σου ακόμη χάνεις και από τους αδελφούς σου θα χλευασθής, και πάλι αυτά κακώς θα τα χάσης.
Διότι ο διάβολος γνωρίζοντας ότι δεν υποφέρεις τη ζημία, αλλά για τα χρήματα αρνείσαι και το Θεό σου, πάλι σου δίνει χρήματα για να μπορέσει, πάλι, να σε εξαπατήση και να σε απομακρύνη από το Θεό.

Και αν ακόμη συμβή να πουν κάτι οι μάντεις, μη θαυμάζετε. Ασώματος είναι ο διάβολος. Αυτός οπλίζει τους ληστές αυτούς, διότι αυτά δεν γίνονται χωρίς το διάβολο. Εάν, λοιπόν, οπλίζη αυτούς, γνωρίζει και πού συγκεντρώνονται τα χρήματα.
Δεν αγνοεί τους υπηρέτες του. Δεν είναι, όμως, αυτό παράξενο.
Αν δη ότι στενοχωριέσαι με τη ζημία, προσθέτει και άλλη.
Αν δη ότι δεν την δίνεις σημασία και ότι την περιφρονείς, θ’ απομακρυνθή από το δρόμο αυτό.
Διότι όπως εμείς διαθέτουμε στους εχθρούς, εκείνα με τα οποία τους προκαλούμε λύπη, και αν δούμε ότι δε λυπούνται, απομακρυνόμαστε στη συνέχεια, έτσι ενεργεί και ο διάβολος.

Τι λες; Δε βλέπεις εκείνους που πλέουν στη θάλασσα, όταν γίνεται τρικυμία, ότι δε φροντίζουν για τα χρήματα, αλλά και όλη την περιουσία τους τη ρίχνουν στη θάλασσα, όταν γίνεται τρικυμία;
Τι λες άνθρωπε; Συμπράττεις με την τρικυμία και το ναυάγιο;
Πριν το κύμα αφαιρέση τον πλούτο σου, εσύ κάνεις αυτό με τα δικά σου χέρια; Γιατί πριν από το ναυάγιο περιβάλλεις τον εαυτό σου με ναυάγιο;
Αλλά αυτά θα πη άνθρωπος, που ζη στα χωράφια και δε γνωρίζει τους κινδύνους στη θάλασσα. Ο ναυτικός, λοιπόν, ο οποίος γνωρίζει καλά, τι κάνει τη γαλήνη και τι προξενεί τους κινδύνους στη θάλασσα, θα περιγελάση εκείνον, που λέει αυτά˙ διότι, γι αυτό τα ρίχνω θα πη, για να μη γίνη τρικυμία.

Έτσι κι εκείνος που γνωρίζει τα πράγματα και τους κινδύνους στη ζωή, όταν δη ότι αναμένεται τρικυμία και ότι τα πνευματικά όντα της πονηρίας θέλουν να προκαλέσουν ναυάγιο, ρίχνει και τα υπόλοιπα χρήματά του.
Έγινε κλοπή; Εσύ κάνε ελεημοσύνη και ελαφρύνεις το πλοίο. Άρπαξαν οι ληστές; Εσύ δώσε τα υπόλοιπα στο Χριστό. Έτσι θα παρηγορήσης και τη φτώχεια στους πρώτους. Ελάφρυνε το πλοίο, μη κρατάς τα υπόλοιπα για να μην πλημμυρίση το πλοίο. (Α΄ Θεσσαλονικείς, Γ΄ ΕΠΕ 22, 416-423.  PG 62, 413-414)
 

«Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΓΕΙΑ»  ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΥΠΟ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Έκδοσις:  Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγίου Όρους
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ, Η ΜΑΓΕΙΑ.
 

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΣΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΓΕΙΑ- "ΤΑ ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ"!

 Ο Διάβολος και η μαγεία «τα τεχνάσματα του»
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Πολλά είναι τα τεχνάσματά του, οι τρόποι, δηλαδή, με τους οποίους προσπαθεί να συλλάβη εκείνους που είναι περισσότερο αδρανείς.  Και πρέπει να τους γνωρίζουμε πολύ καλά για ν’ αποφύγουμε τις αφορμές του και να μη του αφήνουμε καμμία είσοδο, αλλά να έχουμε και ακρίβεια στη γλώσσα και σταθερότητα στα μάτια και καθαρότητα σκέψεως και συνέχεια να είμαστε άγρυπνοι, όπως, βέβαια, θα είμασταν αν κάποιο θηρίο ερχόταν εναντίον μας και προσπαθούσε να μας κατασπαράξη.

Γι’ αυτό, λοιπόν, και η ουρανομήκης εκείνη ψυχή, ο διδάσκαλος των εθνών, η γλώσσα της οικουμένης, εκείνος που επιχειρεί τα πάντα για τη σωτηρία των μαθητών, αφού είπε «αλλ’ ενδύσασθε την πανοπλίαν του Θεού», “ντυθήτε τα όπλα του Θεού”, προφυλάσσοντας μας από παντού και κάνοντάς μας ακαταμάχητους, πρόσθεσε:
  «Στήτε ουν περιζωσάμενοι την οσφύν υμών εν αληθεία, και ενδυσάμενοι τον θώρακα της πίστεως, και υποδησάμενοι τους πόδας εν ετοιμασία του ευαγγελίου της ειρήνης, επί πάσιν αναλαβόντες τον θυρεόν της πίστεως, εν ω δυνήσεσθε πάντα τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα σβέσαι˙  και την περικεφαλαίαν του σωτηρίου δέξασθε, και την μαχαίραν του πνεύματος, ο εστι ρήμα Θεού»  (Εφ. 6,14-17).

Είδες πως από παντού περιέφραξε όλα τα μέλη του σώματος, και όπως όταν κάποιος πρόκειται να μας βγάλη σε κάποιον πόλεμο, έτσι πρώτα μας προφύλαξε με τη ζώνη, ώστε να τρέχουμε με ευκολία.
  Έπειτα φόρεσε το θώρακα για να μη μας κτυπούν τα βέλη και εξασφάλισε τα πόδια και από παντού μας προφύλαξε με την πίστι!  Διότι αυτή, λέγει, αυτή θα μπορέση να σβέση και τα πυρωμένα βέλη του πονηρού.

«Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΓΕΙΑ»
  ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΥΠΟ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ Έκδοσις:  Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου Νέα Σκήτη Αγίου Όρους ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ, Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΑΣ 

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΠΟΝΗΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!

 Γεροντικό: Ο πονηρός του παρουσιάστηκε με τη μορφή του Χριστού 

Πήγαινε συχνά ο διάβολος στη σπηλιά κάποιου Ερημίτη, για να τον τρομοκρατήσει και να τον κάμει να φύγει από κει.  Εκείνος όμως όχι μόνο δε δείλιαζε, αλλά περιφρονούσε το πονηρό πνεύμα. Τότε ο διάβολος, για να τον παραπλανήσει του παρουσιάστηκε με τη μορφή του Χριστού. 

- Είμαι ο Χριστός, του είπε.

Ο Ερημίτης έκλεισε τα μάτια του.

- Γιατί κλείνεις τα μάτια σου ; του φώναξε ο διάβολος ερεθισμένος. Σου είπα πως είμαι ο Χριστός.

- Εγώ δε θέλω να ιδώ το Χριστό σ΄ αυτό τον κόσμο, αποκρίθηκε ο Ερημίτης, κρατώντας ακόμη τα μάτια του κλειστά. 

Με τη θαρρετή απάντηση του ανθρώπου του Θεού ο διάβολος εξαφανίστηκε και δεν τόλμησε πια να τον πειράξει. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 399.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΠΑΩ ΝΑ ΒΑΛΩ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ!

 Γεροντικό: Πάω να βάλω λογισμούς στους Μοναχούς 

Πηγαίνοντας να επισκεφθεί μια Σκήτη ο Όσιος Μακάριος, συνάντησε στο δρόμο το διάβολο φορτωμένο μ΄ ένα παράξενο φορτίο να πηγαίνει κι εκείνος προς τα εκεί.

- Για πού ; τον ρώτησε ο Όσιος.

- Πάω να βάλω λογισμούς στους Μοναχούς, αποκρίθηκε μ΄ αναίδεια εκείνος.

- Και τί είναι αυτά που κουβαλάς μαζί σου ;

- Τα γεύματα που θα τους προσφέρω.

- Τόσα πολλά ; απόρησε ο Όσιος.

- Βέβαια. Αν δεν ικανοποιούνται με το ένα, έχω άλλο έτοιμο κι αν δεν τους αρέσω κι αυτό τους δίνω τρίτο. Ένα απ΄ όλα θα είναι του γούστου τους.

- Έχεις πολλούς εκεί που σε ακολουθούνε ; ρώτησε με φρίκη ο Αββάς.

- Όχι, αναγκάστηκε να ομολογήσει ο διάβολος. Οι περισσότεροι έχουν αγριέψει εναντίον μου. Έχω όμως κι ένα καλό φίλο.

- Πώς ονομάζεται ; ρώτησε με ενδιαφέρον ο Όσιος.

- Θεόπεμπτος, αποκρίθηκε ο διάβολος και τράβηξε βιαστικός το δρόμο του. 

Συλλογισμένος απ΄ όσα άκουσε ο Αββάς Μακάριος, ανέβηκε στη Σκήτη. Οι αδελφοί του έκαναν θερμή υποδοχή και καθένας φιλοτιμήθηκε να τον προσκαλέσει στη καλύβα του, Ο Όσιος όμως ζήτησε τον Θεόπεμπτο και τον παρακάλεσε και τον παρακάλεσε να τον φιλοξενήσει. Σαν έφτασαν στο κελλί του, τον ρώτησε πώς περνούσε.

- Καλά με την ευχή σου Αββά, αποκρίθηκε εκείνος.

- Δε σε πειράζουν οι λογισμοί ;

- Ο Θεόπεμπτος δίστασε λίγο. Ντρεπόταν να φανερώσει στον Όσιο πώς δεχόταν ακάθαρτους λογισμούς.

- Καλά πηγαίνω, ψιθύρισε, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος.

- Άχ, αδελφέ μου ! Αναστέναξε βαθιά ο Όσιος. Εγώ, τόσα χρόνια Ασκητής και γηρασμένος πια, πειράζομαι από σαρκικούς λογισμούς κι ας με τιμούν οι άνθρωποι. 

Ο Θεόπεμπτος πήρε θάρρος από τα λόγια του Οσίου και του φανέρωσε το δικό του πόλεμο. Εκείνος τότε τον συμβούλεψε πώς ν΄ αντιστέκεται στους κακούς λογισμούς κι αφού του έδωσε τον κανόνα που έπρεπε, έφυγε να γυρίσει στο κελλί του. Στο δρόμο βρήκε πάλι το διάβολο, αλλά τώρα πολύ κατσουφιασμένο.

- Τί νέα ; τον ρώτησε ο Αββάς.

- Πολύ άσχημα, αποκρίθηκε εκείνος. Όλοι οι Μοναχοί μου εναντιώνονται και πιο πολύ ο παλιός μου φίλος. Γι΄ αυτό κι εγώ ορκίστηκα για πολύ καιρό να τους αφήσω απείραχτους για να γίνουν αμέριμνοι, σαν πρώτα. 

Έφριξε ο Όσιος με την πανουργία του διαβόλου και παρακάλεσε θερμά τον Κύριο να προφυλάει απ΄ αυτή το ποίμνιό Του. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 408 κ.ε.

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

ΠΑΠΑ ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΕΞΟΡΚΙΣΤΗΣ

 Παπά Γιάννης ο εξορκιστής

Όταν το 1917 στην Ρωσία έγινε η επανάσταση των Μπολσεβίκων, συνέλαβαν στην Οδησσό 17 ιερείς για να τους εκτελέσουν. Ένας απ' αυτούς κρύφθηκε στα δάση και σώθηκε μετά βρήκε τα δύο του παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τα οποία είχαν κρύψει οι γείτονές του και γλύτωσαν από τους κομμουνιστές. Την πρεσβυτέρα του όμως την συνέλαβαν και την εκτέλεσαν.

Ο ιερέας αυτός ονομαζόταν παπά-Γιάννης και ήταν Έλληνας. Πήρε λοιπόν τα δύο του παιδιά και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπον, πεζοπορώντας το περισσότερο διάστημα ήρθε μέσω Ρουμανίας και Βουλγαρίας στην Ελλάδα, την πατρίδα του. Έκανε εφημέριος στην Μακεδονία και στην Θράκη. Έπειτα ήρθε στο χωριό Σκουτερά Αγρινίου, διότι ήταν κενή η θέση του εφημερίου.

Ο παπά-Γιάννης ήταν ρακένδυτος. Φορούσε ένα τριμμένο ράσο με ένα ξυλάκι από ρείκι για κουμπί και στο λαιμό του είχε κρεμασμένο με μαύρο κορδόνι ένα ξύλινο Σταυρό. Έμοιαζε με τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Από τη νηστεία και τις ταλαιπωρίες είχε όψη εξαϋλωμένη, ήταν «πετσί και κόκαλο».

Το χωριό Σκουτερά τον καλοδέχτηκε και τον βοήθησε στις ανάγκες του. Έμενε σ' ένα δωμάτιο μαζί με τα δύο του παιδιά, το κορίτσι δέκα ετών και το παιδί οκτώ ετών. Άρχισε λοιπόν ο παπά-Γιάννης να λειτουργεί τακτικά, να κηρύττει τον λόγο του Θεού, να εξομολογεί και να κοινωνεί τους ανθρώπους. Έτρεχε να βοηθά πνευματικά όπου τον καλούσαν, να διαβάζει ευχές σε αρρώστους και σε άρρωστα κτήνη που αμέσως θεραπεύονταν.

Μία νέα από την Σκουτερά είχε παντρευτεί στην Σταμνά. Όταν επισκέφθηκε το χωριό της άκουσε να μιλούν με θαυμασμό για τον παπά-Γιάννη. Της είπαν: «Μας έστειλαν έναν παπά, λες και είναι ο ίδιος ο Χριστός, τόσο καλός είναι».

Η νέα είπε ότι στην Σταμνά υπάρχει μία γυναίκα δαιμονισμένη επί δεκαοκτώ χρόνια. Οι συγγενείς της την γύρισαν σε γιατρούς και σε πολλά Μοναστήρια τρέξανε σ' όλη την Ελλάδα αλλά αυτή δεν θεραπεύτηκε. Ζήτησε και είδε η ίδια τον παπά-Γιάννη και τον παρακάλεσε να θεραπεύση την πάσχουσα. Αυτός ζήτησε να δη πρώτα την δαιμονισμένη. Έκανε προσευχή και αποφάσισε να την αναλάβει.

Την Κυριακή στο τέλος της θείας Λειτουργίας ο παπά-Γιάννης ανακοίνωσε τα εξής στο εκκλησίασμα: «Χριστιανοί, θα κάνουμε έναν αγώνα για να θεραπευτή η γυναίκα που την βασανίζει ο σατανάς επί 18 χρόνια. Θα νηστέψουμε 40 μέρες, θα κάνουμε κάθε μέρα Λειτουργία. Θα εξομολογηθούμε, θα κοινωνήσουμε, θα φέρνουμε την γυναίκα κάθε βράδυ στην Εκκλησία και θα κάνουμε Παράκληση. Στην Λειτουργία δεν θα την φέρνουμε εδώ, διότι ο σατανάς θα δημιουργήσει φασαρία. Θα ειδοποιήσουμε και τα γύρω χωριά όποιος θέλει να έρθει».

Την Κυριακή το βράδυ έφεραν την γυναίκα στην Εκκλησία του αγίου Νικολάου. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Στην Εκκλησία δεν ήθελε να μπει με κανένα τρόπο. Το δαιμόνιο μούγκριζε, έβριζε τους πάντες, απειλούσε ότι θα κάψει την Εκκλησία, και έβγαζε αφρούς από το στόμα της. Την έπιασαν μερικοί δυνατοί άντρες και την έφεραν κάτω από τον πολυέλαιο.

Ο παπά-Γιάννης κρατώντας τον Σταυρό διάβαζε από το Ευχολόγιο τους εξορκισμούς και την σταύρωνε. Κρατούσε τον Σταυρό πάνω στο κεφάλι της και εκείνη φώναζε: «Πάρε αυτό το σφυρί από το κεφάλι μου, με πληγώνεις' δεν υποφέρω αυτό το σφυρί». Το πλήθος των χριστιανών έκαναν μετάνοιες και έλεγαν το «Κύριε ελέησον».
Ό παπά-Γιάννης έλεγε στον κόσμο: «Χριστιανοί, κάνετε υπομονή, θα τον εξοντώσουμε τον σατανά».

Είχε πει και στον Δάσκαλο ο παπάς να φέρνει όλα τα παιδιά του Σχολείου, που έλεγαν κι αυτά το «Κύριε ελέησον» και έκαναν μετάνοιες. Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Ο διάβολος με το στόμα της δαιμονισμένης έλεγε στα παιδιά του Σχολείου: «Πηγαίνετε έξω παιδάκια, σας κοροϊδεύει αυτός ο παλιό παπάς που βρωμάνε τα χνώτα του από τη νηστεία. Μία ωραία νύφη περνά, πηγαίνετε έξω, περιμένει η μαμά σας με μία φέτα καθάριο ψωμί με ζάχαρη πάνω στο ψωμί». Δηλαδή έλεγε ότι ζήλευαν και επιθυμούσαν να έχουν τα παιδιά τότε, με σκοπό να τα βγάλει έξω.

Έρχονταν και από τα γύρω χωριά κόσμος. Μία μέρα μπήκε μέσα κάποιος και του λέγει ο διάβολος με το στόμα της δαιμονισμένης: «Ω, καλώς τον φίλο μου τον τάδε, εσύ είσαι που την τάδε μέρα έκανες αυτό και αυτό, ήρθες και εσύ να προσευχηθείς για να με βασανίσεις;».

Όντως ήταν αλήθεια αυτά και ο άνθρωπος αυτός έφυγε καταντροπιασμένος, δεν άναψε ούτε κερί. Το παράδοξο είναι ότι η δαιμονισμένη έβλεπε προς το Ιερό, δεν γύρισε να δη πίσω της, που ήταν πολύς κόσμος, αλλά τον είδε με άλλο τρόπο και του αποκάλυψε τις ανεξομολόγητες αμαρτίες του.

Κάποιο βράδυ, ενώ είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και ο παπά-Γιάννης διάβαζε την δαιμονισμένη, είπε κάποιος στον διπλανό του: «Κάνε καλά τον σταυρό σου. Σταυρός είναι αυτός που κάνεις, λες και παίζεις μαντολίνο». Ακούστηκε τότε η φωνή της δαιμονισμένης να λέει: «Άφησε τον άνθρωπο, καλά κάνει τον σταυρό του».

Η δαιμονισμένη φώναζε κάποτε: «Στείλτε να φέρετε τον φίλο μου τον τάδε παπά». Ήταν ένας παπάς σε κάποιο χωριό που η ζωή του δεν ήταν καλή. Αυτός ο παπάς δεν τόλμησε να έρθει στην Εκκλησία.

Ο αγώνας του παπά-Γιάννη συνεχίσθηκε για να βγάλει το δαιμόνιο από την γυναίκα. Σ' αυτό το διάστημα πληροφορήθηκε από το ίδιο το δαιμόνιο που ήταν μέσα στην γυναίκα, ότι είναι ο Εωσφόρος, ο αρχηγός των δαιμόνων. Μπήκε μέσα της κατά την ώρα που τηγάνιζε ψάρια, επειδή ο αδελφός της αγανακτισμένος από κάποια αφορμή της είπε να μπει ο διάβολος μέσα της. Από εκείνη την στιγμή δαιμονίστηκε η γυναίκα.

Ο αγώνας τώρα για τον παπά-Γιάννη ήταν σκληρός. Ο διάβολος τον έβριζε, τον απειλούσε λέγοντας ότι θα γκρεμίσει την Εκκλησία, θα κάψει το χωριό, «θα βγω απ' αυτή την σκύλα», έλεγε, «και θα μπω στην κόρη και στον γιό σου». Ο παπά-Γιάννης του απαντούσε: «Δεν έχεις δικαίωμα να μπεις πουθενά, μόνο στην άβυσσο έχεις δικαίωμα να πάς».

Μετά από ένα μήνα, ένα βράδυ αφού τελείωσε η Παράκληση και έφυγε ο κόσμος μαζί και η δαιμονισμένη, ο παπά-Γιάννης έκλεισε την πόρτα της Εκκλησίας, γονάτισε μπροστά στην εικόνα του Χριστού και άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα για να ελευθερωθεί η βασανισμένη ψυχή από το δαιμόνιο.

Από τις οκτώ το βράδυ μέχρι τις τρεις το πρωί προσευχόταν συνεχώς. Ανησύχησαν οι χωριανοί για τον παπά-Γιάννη που δεν επέστρεψε σπίτι του, κοντά στα παιδιά του που τον περίμεναν. Πήγαν μαζί με τα παιδιά του και τον βρήκαν γονατιστό να προσεύχεται. Η κόρη του που ήξερε από άλλες φορές, είπε: «Αφήστε τον να προσευχηθεί». Όταν συνήλθε ο παπά-Γιάννης από την προσευχή που είχε απορροφηθεί, πήγε στο σπίτι του να κοιμηθεί. Στον ύπνο του άκουσε φωνή που του είπε: «Παπά-Γιάννη, η γυναίκα μετά τις τριάντα εννιά μέρες, αφού περάσει η 12η ώρα, τα μεσάνυχτα, θα ελευθερωθεί από τον σατανά».

Την τελευταία ημέρα είπε ο σατανάς στον παπά-Γιάννη: «Παπά-Γιάννη με εξόντωσες». Και πράγματι την 40η ημέρα βγήκε από την γυναίκα η οποία ελευθερώθηκε από το μαρτύριο και έζησε έκτοτε υγιής πολλά χρόνια.

Ο παπά-Γιάννης στο δωμάτιο που κοιμόταν με τα παιδιά του, δεν είχε σχεδόν τίποτε εκτός από δύο «τσόλια» (σκεπάσματα, κουβέρτες), τα οποία είχαν δώσει οι γυναίκες του χωριού. Στο ένα κοιμόνταν τα παιδιά του και στο άλλο αυτός. Έστρωνε το μισό κάτω στο πάτωμα και με το άλλο μισό σκεπαζόταν.

Είχε μεγάλη πίστη στον παντοδύναμο Κύριο. Αισθανόταν ότι η προσευχή του εισακούεται από τον Θεό και γι' αυτό γίνονται θαύματα. Έλεγε: «Όταν ζητήσω από τον Θεό να ισοπεδώση το βουνό δια της προσευχής, της νηστείας και της ελεημοσύνης, θα ισοπεδωθεί. Ο άνθρωπος, όταν τηρήσει αυτά τα τρία είναι από τώρα στον παράδεισο».
Είχε πολύ μεγάλη φτώχεια ο παπά-Γιάννης γιατί όσα του έδιναν τα μοίραζε ελεημοσύνη.

Κάποιος το πρώτο Πάσχα που έκανε στο χωριό, του χάρισε μία γίδα με το μικρό της κατσικάκι. Το κατσικάκι να το σφάξει για να γιορτάσει το Πάσχα, και την γίδα να την έχει να πίνουν λίγο γάλα, όταν δεν έχει νηστεία. Ο παπά-Γιάννης δεν κράτησε την γίδα και το κατσίκι. Τα πούλησε και με τα χρήματα αγόρασε ρούχα για τα ορφανά του χωριού, να χαρούν κι αυτά την ημέρα της Αναστάσεως.

Ήταν επίσης μεγάλος νηστευτής. Την Σαρακοστή νήστευε εξήντα μέρες από λάδι, γι' αυτό στο χωριό την Σαρακοστή την έλεγαν Εξηντάρα. Ο παπά-Γιάννης ένα βράδυ είδε στον ύπνο του ένα σπίτι σε μία άγνωστη τοποθεσία και τον νοικοκύρη του σπιτιού να τρώγει ένα ψόφιο σκυλί. Ρώτησε που βρίσκεται αυτό το σπίτι με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τον κατατόπισαν. Πήγε ο παπά-Γιάννης με συνοδεία, βρήκε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε η γυναίκα.

Μαζί της ήταν και το παιδί της. Ο άνδρας της έλειπε στα κτήματα. Πάντως όταν τον ειδοποίησαν ήρθε τρέχοντας, πλύθηκε, του έβαλε εδαφιαία μετάνοια και του φίλησε το χέρι. Είχε ακούσει για την αγιότητα του παπά-Γιάννη και την θεραπεία της δαιμονισμένης, αλλά δεν τολμούσε να τον συναντήση, διότι η συνείδησή του ήταν βεβαρημένη. Στην εκκλησία δεν πήγαινε, κρεοφαγούσε στις νηστείες, βλασφημούσε και με την γυναίκα του ζούσε παράνομα γιατί ήταν αστεφάνωτοι. Είχε όμως καλή διάθεση. Ζήτησε και εξομολογήθηκε αμέσως. Μετά στεφανώθηκε από τον παπά-Γιάννη και έζησε ως καλός χριστιανός.

Ο παπά-Γιάννης, ο χαριτωμένος λειτουργός του Υψίστου με την ασκητική του ζωή, την ακτημοσύνη του και την αδιάλειπτη προσευχή, είχε γίνει γνωστός σ' όλη την γύρω περιοχή. Έρχονταν οι άνθρωποι να τον συμβουλευτούν και να τους διαβάσει ευχή να γίνουν καλά. Τον θεωρούσαν μεγάλο Προφήτη και θαυματουργό. Έρχονταν επίσης άγνωστοι άνθρωποι από διάφορα μέρη και αυτός έλεγε: «Εσύ είσαι ο τάδε και ήρθες εδώ γι' αυτό και γι' αυτό το λόγο».

Διηγείται κάποιος από την Σκουτερά που στο πατρικό του σπίτι έμενε ο παπά-Γιάννης, ότι είχε πει κάποτε: «Μια ημέρα θα αποκαλυφθεί το λείψανο ενός Αγίου στο μοναστήρι της Παναγίας της Λυκουρισιώτισσας και υστέρα το Μοναστήρι θα πάρει μεγάλη φήμη». Αλλά το χωριό του που τον λάτρευε δεν τον χάρηκε πολύ, γιατί τον πήραν για εφημέριο στο χωριό Καινούργιο. Μετά τον ζήτησαν και τον πήραν στην Πελοπόννησο. Έκτοτε αγνοούνται τα ίχνη του και τώρα σίγουρα θα έχει κοιμηθεί.

Αιωνία του η μνήμη. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2008, Ι. Ησυχαστήριον Αγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ, ΤΟ ΠΟΝΗΡΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΚΑΙ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΚΟΥ

 O μοναχός Ιάκωβος, το πονηρό δαιμόνιο και η Παναγία του Κύκκου

Ο μοναχός Ιάκωβος είχε μέσα του για αρκετά χρόνια πονηρό δαιμόνιο. Για να βρει τη θεραπεία του, ήρθε στην Κύπρο με σκοπό να προσπέσει στην Αγία Εικόνα και να την προσκυνήσει...

Με θερμή πίστη ανέβηκε σε ένα ζώο και ξεκίνησε για το ιερό μοναστήρι μαζί με άλλους χριστιανούς. Βγαίνοντας από τη Λευκωσία, οι συνοδοιπόροι του Ιάκωβου άκουσαν μία φωνή να λέει:
“Ιάκωβε, πού σκοπεύεις να πας; Γύρισε πίσω και μην προχωρείς”.

Αυτό έγινε δύο η τρεις φορές. Η φωνή γινόταν ακουστή, χωρίς να βλέπουν κανένα, διότι μιλούσε από μέσα του το δαιμόνιο. Οι άλλοι φοβήθηκαν και ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Βλέποντας τον άνθρωπο να είναι ήσυχος και να μην ταράσσεται καθόλου, πήραν θάρρος. Με ελπίδα στην Υπεραγία Θεοτόκο και επικαλούμενοι το όνομα Της, συνέχισαν τον δρόμο μέχρι που έφτασαν στα μέσα περίπου.

Τότε άκουσαν πάλι τον δαίμονα να μιλά και να ενοχλεί τον Ιάκωβο με τα εξής λόγια:
“Ιάκωβε, τι κακό σου έκανα; Τόσα χρόνια βρίσκομαι μαζί σου και τώρα θέλεις να πας στην Παναγία του Κύκκου, για να με εκδιώξεις; Ή, μήπως νομίζεις ότι αυτή η εικόνα είναι σαν τις εικόνες, που ιστορείτε εσείς; Μέχρι τώρα δεν σε έριξα ούτε σε γκρεμό, ούτε σε νερό ή σε φωτιά, και συ θέλεις να μου κάνεις κακό; Γνώριζε πως δεν θα σε αφήσω να προσκυνήσεις την αγία εικόνα”.

Όταν έφθασαν στην πύλη του ιερού μοναστηριού, κατέβηκαν από τα ζώα και διηγήθηκαν όσα συνέβησαν στον δρόμο. Κατέβηκε από το ζώο και ο Ιάκωβος και κάθισε κάτω. Οι πατέρες της Μονής του έλεγαν: “Πήγαινε στην εκκλησία να προσκυνήσεις, όπως κάνουν και οι άλλοι”.
Προσπάθησε τότε δύο και τρεις φορές να σηκωθεί, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Με τη συνεργία του δαίμονα έγινε τόσο βαρύς και ασήκωτος, όπως μία μεγάλη ακίνητη πέτρα. Προσπάθησαν πολλοί μαζί να τον σηκώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν να τον κουνήσουν.

Έμεινε έτσι στην πύλη τρεις ημέρες. Με μεγάλο κόπο και βία έφθασε αργότερα μέχρι την πύλη της εκκλησίας, αλλά εκεί πάλι τον εμπόδιζε ο δαίμονας, και δεν τον άφησε να μπει. Παρόλο που τον έσπρωχναν και άλλοι, αυτός έμεινε ακίνητος.

Στην πύλη έμεινε όρθιος μερικές ώρες και μετά με μεγάλη δυσκολία μπήκε στην εκκλησία και, αφού ήρθε μπροστά από την Εικόνα, προσκύνησε. Ο δαίμονας, επειδή φοβήθηκε τη δύναμη της Αειπαρθένου, τον έριξε κάτω, τον τάραξε με δύναμη και τον έκανε να σπαρταρά.

Ύστερα έφυγε αμέσως από μέσα του, κλαίγοντας για τη συμφορά του με αυτά τα λόγια: “Φεύγω, διότι με καταδιώκει η δύναμη της Αγίας Εικόνας, η οποία προέρχεται από τη Θεοτόκο”. Ο Ιάκωβος σηκώθηκε πάνω υγιής και σώφρων, αναπέμποντας ύμνους και ευχαριστίες στη Θεομήτορα. Μετά από τη θεραπεία αυτή ιστόρησε στην Κύπρο πάρα πολλές εικόνες.

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: Η "ΑΜΑΡΤΙΑ" ΤΟΥ ΓΕΡΟ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ!

Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης
Η «αμαρτία» του γερο-Αυγουστίνου 

Ένας ευλογημένος αγιορείτης μοναχός, ο γερο-Αυγουστίνος ο Ρώσος (1882-1965), ήταν πολύ ενάρετος, πολύ ταπεινός και πολύ αγωνιστής.

Κάποτε παρουσιάστηκε ο διάβολος μέσα στο κελί του σαν σκύλος φοβερός. Πετούσε φωτιές από το στόμα και όρμησε πάνω στο γέροντα για να τον πνίξει, επειδή, όπως του είπε, καιγόταν από τις προσευχές του.

Ο γερο-Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε στον τοίχο φωνάζοντας: Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς τα πλάσματα του Θεού;

Ο διάβολος, κατατρομαγμένος απ’ την αναπάντεχη υποδοχή, έγινε άφαντος. Ύστερα όμως ο αγαθότατος και απλούστατος γέροντας είχε τύψεις, επειδή… χτύπησε το διάβολο! Περίμενε με αγωνία πότε να φωτίσει, για να πάει στον πνευματικό του να εξομολογηθεί το “αμάρτημά” του.

Πραγματικά, μόλις φώτισε πήγε στην Προβάτα (μιάμιση ώρα απόσταση από το κελί του), όπου ήταν ο πνευματικός του, και εξομολογήθηκε.

Ο πνευματικός μου όμως ήταν πολύ συγκαταβατικός, διηγιόταν αργότερα ο γέροντας, και δεν μου έβαλε κανένα κανόνα, αλλά μου είπε να κοινωνήσω. Εγώ, από τη χαρά μου, όλη τη νύχτα έκανα κομποσκοίνι, και μετά πήγα στη θεία λειτουργία και κοινώνησα. Όταν ο παπάς έβαζε την αγία λαβίδα στο στόμα μου, είδα την αγία Κοινωνία κομμάτι κρέας και αίμα και τη μασούσα για να την καταπιώ! Παράλληλα ένιωθα και μία μεγάλη αγαλλίαση, που δεν μπορούσα να την αντέξω. Από τα μάτια μου έτρεχαν γλυκά δάκρυα, και το κεφάλι μου φώτιζε σαν λάμπα. Έφυγα γρήγορα για να μη με δουν οι πατέρες, και την ευχαριστία για τη θεία μετάληψη τη διάβασα μόνος μου στο κελί μου.

(Παϊσίου μοναχού Αγιορείτου, «Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα»)