ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΙ & ΑΓΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΙ & ΑΓΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Ο ΠΙΟ ΑΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ!

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Ο πιο άριστος και δημοφιλής διδάσκαλος της Χριστιανικής Εκκλησίας

Ο ιερός Χρυσόστομος υπήρξε και αναγνωρίζεται ως ο πιο άριστος και δημοφιλής διδάσκαλος της Χριστιανικής Εκκλησίας. Κανένας δεν εξήγησε όπως αυτός, με τόσο πλούτο και τόση σαφήνεια, τα νοήματα των θείων Γραφών, ούτε υπήρξε εφάμιλλός του στην ετυμολογία, την απλότητα, αλλά και στη φλόγα και τη δύναμη της ρητορείας.
Υπήρξε ρήτορας θαυμαστός, λογοτέχνης απαράμιλλος, βαθύτατος και διεισδυτικότατος, ψυχολόγος και καταπληκτικός κοινωνιολόγος, με αίσθημα χριστιανικής ισότητας, χωρίς προνομιούχους, με καθολική αδελφότητα. Παράλληλα όμως με αυτά υπήρξε και αδυσώπητος ελεγκτής κάθε παρανομίας, κοινωνικής αδικίας και κακίας, κάτι που έγινε αιτία να δημιουργήσει φοβερούς εχθρούς, και μάλιστα αυτήν την αυτοκράτειρα Ευδοξία, επειδή ήλεγχε τις παρανομίες της.

Ανήκει σ' αυτούς που φαίνονται «ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ» (Προς Φιλιππησίους, 6:15.), δηλαδή σαν φωτεινά αστέρια μέσα στον κόσμο.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΤΡΕΧΕΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΨΥΧΗ

 Ο Άγιος Νεκτάριος τρέχει σε κάθε πονεμένη ψυχή 

Παρασκευή έντεκα το πρωί, κινούμαι στην περιοχή των Αθηνών. Ανέβαινα την οδό Μάρνη, όταν μου τηλεφώνησε ένας συνάδελφος, που βρισκόταν στο Αεροδρόμιο.

-Ράνια πού είσαι;

-Στη Μάρνη.

-Ανέβα στο Αεροδρόμιο, έχει πολλή δουλειά.

-Θα ανέβω, σ’ ευχαριστώ. 

Κλείσαμε το τηλέφωνο και σκεφτόμουν ας εύρισκα έναν πελάτη να μην πάω τόσα χιλιόμετρα άδεια. Καθώς ανέβαινα τη λεωφόρο Αλεξάνδρας μία κυρία κρατώντας ένα μεγάλο σακβουαγιάζ μου σηκώνει το χέρι. Σταμάτησα. 

-Μήπως μπορείτε να με πάτε στο Αεροδρόμιο;

-Και βέβαια μπορώ, εσένα έψαχνα να βρω, γλυκιά μου!

Κατέβηκα, φόρτωσα το σακβουαγιάζ και ξεκίνησα. Η κυρία κάθισε δίπλα μου.

-Αχ! Τι ωραίες οι εικόνες σας! μου λέει.

-Ναι! Είναι η οικογένειά μου, τους λατρεύω! της απαντώ.

-Και εγώ πιστεύω πολύ, ιδιαίτερα αγαπώ τον Άγιο Νεκτάριο. 

-Κάποιο θαύμα θα σας έκανε, για να τον πιστεύετε, ε;

-Ακριβώς! Θέλετε να σας πω;

-Ήδη έπρεπε να έχετε ξεκινήσει.

Εδώ η κυρία γέλασε.

-Έχω καρκίνο, μου λέει κοφτά. Μου έχουν αφαιρέσει και τους δύο μαστούς. Από την ημέρα που παντρεύτηκα αρρώστησα, έπαθα βαριά μελαγχολία.

-Γιατί; Δεν έχετε καλό σύζυγο; 

-Αντιθέτως, ο σύζυγος μου είναι πολύ καλός, με προσέχει πάρα πολύ και οικονομικά είμαστε πάρα πολύ καλά.

-Τότε γιατί αρρωστήσατε; 

-Δεν ξέρω! ξαφνικά έπεσα σε μεγάλη μελαγχολία Χωρίς λόγο. Μια γειτόνισσα μού είπε πως πρέπει να μου έχουν κάνει μάγια. «Όμως εγώ δεν έχω εχθρούς», της είπα. «Πιστεύω πως πρέπει να σου τα έχει κάνει η Παναγιώτα, Γιατί ήθελε πολύ τον άνδρα σου». 

Είχαν περάσει τρία χρόνια από την ημέρα του γάμου Και της αρρώστιας μου, όταν αποφάσισα να τα πω στη μητέρα μου. Εκείνη, μόλις τ’ άκουσε, με πήρε και πήγαμε σε έναν παπά. Μου διάβασε ευχή και μου είπε να πάω στην Αίγινα, στον Άγιο Νεκτάριο. Μας έπεφτε πολύ μακριά η Αίγινα από το νησί μου. Όμως ο άνδρας μου επέμενε να πάμε. Και ξεκινήσαμε και οι τρεις μαζί για τον Άγιο Νεκτάριο. 

Όταν φτάσαμε, αφού προσκυνήσαμε και προσευχηθήκαμε, ήθελα να δω την ηγουμένη. Δεν ήξερα γιατί, όμως την ήθελα. Ζητήσαμε από μια μοναχή να μας οδηγήσει σ” εκείνη. Έτσι κι έγινε. Η ηγουμένη μάς δέχθηκε πολύ εγκάρδια, σαν να μας περίμενε. Έβγαλε από την τσέπη της ένα κομποσκοίνι, μου το έδωσε και μου ζήτησε να το φορέσω στο χέρι μου. Το φόρεσα, ενώ η μητέρα μου της εξηγούσε τι έχω. Ξαφνικά σηκώθηκα και τους είπα: 

-Πάμε στο κελί του Αγίου Νεκταρίου, μας περιμένει!

Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω κατευθυνόμενη προς το κελί του Αγίου. Η ηγουμένη με ρώτησε:

-Ξέρεις πού είναι; Έχεις ξανάρθει εδώ;

-Όχι! όμως με καθοδηγεί εκείνος.

Φτάσαμε στο κελί του, μπήκαμε μέσα και εγώ κάθισα στο κρεβατάκι του. Ο Άγιος Νεκτάριος καθόταν δίπλα μου, μου μιλούσε και εγώ του απαντούσα.

-Θέλεις να μου πεις τι λέγατε; 

-Όχι! το μόνο που θα σου πω, είναι πως μου έλεγε να μη φοβάμαι και πως θα γίνω καλά. Από τότε η μελαγχολία που ένιωθα, έφυγε στη θέση της μπήκε η χαρά. Πολύ γρήγορα έμεινα έγκυος και γέννησα ένα αγοράκι, που το ονόμασα Νεκτάριο. Στην πορεία απέκτησα και ένα κοριτσάκι και το ονόμασα Μαρία, το όνομα της Παναγιάς μας. Ύστερα αρρώστησα, έπαθα καρκίνο και, όπως σου είπα, μου αφαίρεσαν και τους δύο μαστούς. Υπέφερα πολύ, όμως ο Άγιος Νεκτάριος ήταν πάντα δίπλα μου. Από τότε έχουν περάσει είκοσι χρόνια. Ποτέ δεν εγκατέλειψα τον Άγιο. Κάθε χρόνο στη γιορτή του είμαστε όλοι εκεί. Η πίστη μου δυνάμωσε τόσο πολύ, που τώρα δεν με νοιάζει, ότι κι αν μου συμβεί. Είμαι έτοιμη να τα αντιμετωπίσω όλα. 

Θέλοντας να δοκιμάσω την πίστη της, έκανα τον συνήγορο του διαβόλου:

-Αν ο Θεός σού πάρει ένα από τα παιδιά σου, τι θα κάνεις; Θα εναντιωθείς απέναντι του; θα λιγοστέψει η πίστη σου;

-Κοίταξε να σου πω. Τα παιδιά μου είναι δικά Του, Εκείνος μου τα έδωσε άμα τα θέλει πίσω, ας τα πάρει. Θα πονέσω πολύ, όμως η πίστη μου είναι ακλόνητη, δεν μπορεί τίποτε και κανείς να την κλονίσει.

-Είσαι σίγουρη γι’ αυτά που λες; 

-Σιγουρότατη! Έχω δει πολλά θαύματα σ’ αυτά τα είκοσι χρόνια. Αυτό που σου είπα, ήταν το πρώτο με τον Άγιο Νεκτάριο. Ακολούθησαν πάρα πολλά. Ο Άγιος είναι συνέχεια δίπλα μου, τον αισθάνομαι πολύ κοντά μου. Και μη νομίζεις πως δεν αγαπώ τα παιδιά μου, επειδή σου είπα ας τα πάρει. Δικά Του είναι, εμένα μου τα έδωσε απλά να Του τα μεγαλώσω. Αλλά καμαρώνω, γιατί Του τα έκανα πολύ καλά παιδιά. Με τη βοήθειά Του βέβαια.

Ειλικρινά χάρηκα πολύ μ’ αυτά που άκουσα και ζήλεψα την πίστη αυτής της γυναίκας! 

Πορφυρία Μοναχή

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΝΕΜΕΝΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ

 Ο Άγιος Νεκτάριος και ο πονεμένος Σωτήρης

Ήταν ένα δροσερό φθινοπωρινό απόγευμα. Το ηλιοβασίλεμα αρκετά γλυκό σαν αυτά του καλοκαιριού πού δύσκολα ξεχνιούνται όλον τον χρόνο. Μόνο πού τώρα πια, τα ξερά φύλλα της γέρικης λεύκας βρίσκονταν σκόρπια στο μικρό ανηφορικό μονοπάτι, πού οδηγεί στο εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής. Οι πρώτες διστακτικές σταγόνες της βροχής μετά από την κάψα του θέρους έμοιαζαν να μην λυπούνται πού πέφτουν τόσο νωρίς, θυμίζοντας ότι μπήκε μια νέα εποχή του χρόνου. Το χώμα άρχισε να υγραίνει, ενώ τα πουλιά, πού απ' ώρα είχαν προαισθανθεί το πρωτοβρόχι, πετούσαν για τελευταία φορά προς την δύση του ηλίου αποχαιρετώντας το καλοκαίρι. Και αυτό με τη σειρά του, τους έγνεφε και τους τραγουδούσε γλυκά ότι θα ξανάρθει. Τα πεύκα μοσχοβολούσαν σαν θυμιατήρια, καθώς ή βροχή, πού όλο και δυνάμωνε, τα δροσόλουζε. Κάπου παράμερα κι ό γερο-πλάτανος, ό κατεργάρης έμοιαζε να ετοιμάζη τα κλωνάρια του -τα «σπαθιά» του- για να παλαίψη με τον άνεμο. Τον δρόμο για το ξωκκλήσι είχε πάρει ένα παλληκάρι. Περπατούσε σαν γέρος παρά τα νειάτα του και ή καρδιά του ήταν τόσο μαύρη απ' την λύπη πού δεν του 'δινε κουράγιο ούτε να κλάψει, θύμιζε καράβι δίχως πανιά πού βολοδέρνεται αδιάκοπα από τα αφρισμένα κύματα της απόγνωσης, έτοιμο να βουλιάξει. Όμως παρά την θλίψη, ό Σωτήρης είχε κάτι πού του δίνε δυνάμεις ν' ανηφορίσει: την ελπίδα. Το γραφικό εκκλησάκι εκεί πάνω στην βουνοπλαγιά ήταν πραγματικό καταφύγιο. Ή πληγωμένη καρδιά του νέου σταμάτησε για λίγο την μελαγχολική του σιωπή και αφέθηκε στο δροσερό αεράκι πού όλο και ξεθάρρευε. 

Το ξωκκλήσι ξεπρόβαλε ανάμεσα στα ψηλά κυπαρίσσια πού λίκνιζαν τίς κορυφές τους στα σφυρίγματα του άνεμου, ενώ τα σπουργιτάκια πέταγαν τριγύρω μπας και βρουν κανένα σκουλικάκι γιά τά μικρά τους.

Ό Σωτήρης άνοιξε την σιδερένια πόρτα καί έκανε τον Σταυρό του. Τα καντηλάκια με το λιγοστό τους φως χρωμάτιζαν κατανυκτικά τίς εικόνες των Αγίων, την ώρα πού ό ήλιος έδυε αργά καί προσκαλούσε το βραδάκι για να σκεπάσει αυτό, τώρα, με το πέπλο του την φύση. 

Το παλικάρι προσκύνησε τίς εικόνες μιά-μιά, ξεχάστηκε για λίγο μπρος στο αναμμένο κερί καί μετά έστρεψε το βλέμμα του προς την εικόνα της Παναγίας. Στά μάτια της είδε το Απέραντο Βλέμμα της Ελπίδος των Απηλπισμένων καί του δωσε παρηγοριά. Τόσο θερμή ήταν ή παρηγοριά αυτή, πού καί ή ψυχή του ακόμα πετάχθηκε απ' τον λήθαργο της λύπης καί ξέσπασε σ' ένα ασταμάτητο κλάμα. Τα δάκρυα στα μάτια του Σωτήρη σχημάτιζαν ένα ποταμάκι που λες κι έτρεχε για να δροσίσει τα ωχρά του μάγουλα. Ύστερα, ό νέος άνοιξε ένα διπλωμένο χαρτί πού είχε στην τσέπη του καί άρχισε να διαβάζει αυτά πού του 'χε δώσει λίγο πριν κοιμηθεί ό Γέροντας: 

«Δέσποινα μου Θεοτόκε, ή έλπίς μου, ή ισχύς μου, ή θερμή μου προστασία, σκέπη καί καταφυγή μου 

Εκ ψυχής συντετριμμένης. Δέσποινα άναβοών Σοι, πρόφθασαν, άντιλαβού μου, σώσον με, έκδυσωπώ Σε». 

Τα μάτια του -πνιγμένα στα δάκρυα-ίκέτευαν μέσα άπ' το σκοτάδι της απελπισμένης ψυχής την Αγνή Παρθένον, ενώ τα χείλη ψέλλιζαν κι αυτά ό,τι ή καρδιά τους υπαγόρευε. Το ποτάμι του Ελέους άρχισε να περιδιαβαίνει τα σπλάγχνα του παλληκαριού καί ν' ανακουφίζει την διψασμένη ψυχή.

Μετά από λίγο, ό Σωτήρης σηκώθηκε, έσβησε το κεράκι καί τράβηξε για τον δρόμο του γυρισμού. Δεν είχε ακόμη νυχτώσει, όταν εκεί μπροστά στα σκαλάκια -δίπλα στο μικρό καμπαναριό- πρόσεξε μια ανθρώπινη φιγούρα. Την προσπέρασε όμως, δίχως να δώσει σημασία, αφού νόμισε ότι τον πρόδιδαν τα δακρυσμένα μάτια του. Προχώρησε για λίγο μα... σταμάτησε στο άκουσμα μιας φωνής.

- Σωτήρη. Σωτηράκη! Εγώ είμαι παιδί μου! 

Ό νέος γύρισε σαστισμένος καί αντίκρυσε καθισμένον στα σκαλάκια τον Σεβασμιώτατο! Καί ήταν έτσι όπως τον είχε γνωρίσει στο μοναστήρι του, όταν πήγαινε στην Αίγινα. Με το ρασάκι του, το καλλιμαύχι, με τον Σταυρό στο στήθος και με το κομποσχοίνι στα χέρια του. Τα πόδια του σταυρωμένα, ή γενειάδα του πιο λευκή απ' το χιόνι, ενώ τα μάτια του γεμάτα παρηγοριά, θάρρος κι ελπίδα. 

- Μην φοβάσαι! Ό Πολυεύσπλαγχνος Κύριος καί ή Ύπεραγία Θεοτόκος δεν σε ξεχνούν. Όπως πάντα, έτσι καί τώρα είναι μαζί σου. Μην απελπίζεσαι! Μόνον πίστευε! Ή πίστις είναι το πάν παιδί μου, ή πίστις!... "Άντε, νάχεις την ευχή μου... 

Χαμογέλασε παρηγορητικά στο παλληκάρι καί το ευλόγησε από μακριά. Ό Σωτήρης έκανε να τον πλησιάσει μα δεν τον πρόλαβε. Ό Γέροντας είχε φύγει... Τότε έριξε μια ματιά στον ουρανό καί ευχαρίστησε τον Επουράνιο Πατέρα, ενώ άπ' τα χείλη του ξεγλίστρησε μια φράση: ''Σ' ευχαριστώ Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ Άγιε''! 

Από δίπλα του πέταξε ένα σπουργιτάκι καί του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί. Ναί: «Κύριος ποιμαίνει με καί ουδέν με ύστερήσει». Αυτό του είπε καί πέταξε ψηλά σ' ένα δέντρο, για να αναπαυθή καθώς ή βραδιά το καλούσε στην αγκαλιά της.

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΕ ΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

 Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΕ ΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΧΕΡΙ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

Ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός έζησε στα χρόνια της βασιλείας Λέοντος Γ' του Ισαύρου (717‐741 μ.Χ.), καθώς και του διαδόχου του Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου.

Πατρίδα του ήταν η Δαμασκός της Συρίας,  έδρα τότε του αραβικού χαλιφάτου. Οι γονείς του,  επιφανείς Ελληνοσύριοι, συγκαταλέγονταν στους ελάχιστους  χριστιανούς της πόλεως.

Ο πατέρας του Σέργιος ήταν υπουργός στην κυβέρνηση του χαλίφη, υπεύθυνος για τις υποθέσεις των χριστιανών. Σύμφωνα με την παράδοση, ο όσιος ακολούθησε  τις εγκύκλιες σπουδές κοντά στον σοφό δάσκαλο Κοσμά, αιχμάλωτο Έλληνα μοναχό από την Ιταλία. Με την οξύνοια και επιμέλειά του απέκτησε σύντομα άρτια παιδεία, όπως φαίνεται από τα συγγράμματά του. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, μπαίνει κι αυτός στην υπηρεσία του χαλιφάτου σαν πρωτοσύμβουλος.

Με την κήρυξη της εικονομαχίας από τον αυτοκράτορα Λέοντα Ίσαυρο, ο Ιωάννης τάσσεται με την πέννα του στον αγώνα υπέρ των Ιερών εικόνων. Με τη «μαχαίρα του Πνεύματος» αντικρούει το δόγμα του Λέοντος. Τεκμηριώνει τις θέσεις του με θεολογικές αποδείξεις, ιστορικά στοιχεία και αγιολογικά παραδείγματα, και αποκαλεί τους εικονομάχους αιρετικούς και αντίθεους. Γράφει επιστολές υπέρ των εικόνων, υποστηρίζοντας τη θέση πως "μέσω της σωματικής μας όρασης φτάνουμε στην πνευματική ενόραση". 

Εξοργισμένος όμως ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ θέλησε να τον εκδικηθεί. Πλαστογραφεί λοιπόν μία επιστολή του Ιωάννη, στην οποία δήθεν ο Ιωάννης τον ικέτευε να επιτεθεί στη Συρία και τη στέλνει στον χαλίφη της Δαμασκού της Συρίας, με ένα φιλικό σημείωμα: "Προφανώς έχεις έναν Χριστιανό προδότη στην αυλή σου..." 

Ο χαλίφης κάλεσε αμέσως τον Ιωάννη και χωρίς να του επιτρέψει ν’ απολογηθεί, του είπε: "το χέρι που έγραψε αυτό το γράμμα θα κοπεί...". Έβαλε λοιπόν τον δήμιο κι έκοψε με το σπαθί το δεξί χέρι του Ιωάννη, που έπεσε στο πάτωμα. Έτσι, πολύ σύντομα, το ιερό εκείνο χέρι που στηλίτευε τους εικονομάχους, κόπηκε, και βαμμένο στο αίμα του, κρεμάστηκε στην αγορά σε δημόσια θέα. 

Το βράδυ ο όσιος στέλνει μεσίτες και ζητά το χέρι του να το ενταφιάσει. Μόλις το φέρνουν, το παίρνει και κατευθύνεται στο εκκλησάκι που είχε στο σπίτι του. Πλησιάζει στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, πέφτει με το πρόσωπο καταγής, τοποθετεί το κομμένο χέρι στη θέση του και παρακαλεί και θρηνεί και στενάζει: 

«Δέσποινα πάναγνη, Μητέρα του Θεού μου, η δεξιά μου κόπηκε για τις σεπτές εικόνες. Δεν αγνοείς την αφορμή που  οργίστηκε ο Λέων. Πρόφθασε γρήγορα λοιπόν και γιάτρεψε το χέρι. Η δεξιά του Ποιητού, που είναι  εκ της σαρκός σου, πολλές δυνάμεις ενεργεί με την παράκλησή σου. Τώρα λοιπόν το δεξιό θεράπευσέ μου χέρι, για να συγγράφει με ρυθμό και αρμονία ύμνους, όσους μου δώσεις να ποιώ για σε και τον Υιό σου και για την υπεράσπιση πίστεως ορθοδόξου. Όσα ζητήσεις δύνασαι ως του Θεού μητέρα!» 

Αυτά είπε με δάκρυα ο όσιος κι αποκοιμήθηκε. Βλέπει τότε τη Θεομήτορα στην εικόνα της, να τον κοιτάζει με ιλαρότητα και πονετικά να του λέει:
‐ Για κοίτα! Το χέρι σου θεραπεύτηκε. Μη στενοχωριέσαι άλλο. Κάνε το όμως, καθώς μου υποσχέθηκες, «κάλαμον γραμματέως οξυγράφου». 

Ξυπνά ο Ιωάννης και βλέπει κατάπληκτος το χέρι του θεραπευμένο και συγκολλημένο. Ήταν τόση η χαρά του, ώστε όλη εκείνη τη νύχτα έψαλλε εγκώμια και ευχαριστίες στην Παναγία.  

Μετά το θαύμα παρήγγειλε σ’ έναν χρυσοχόο και του έφτιαξε μιαν ασημένια παλάμη, την οποία και κόλλησε πάνω στην εικόνα που προσευχήθηκε, για να του θυμίζει την ευεργεσία της Παναγίας. Έτσι εκείνη η εικόνα της Παναγίας απόκτησε τρία χέρια και πήρε από τότε το όνομα Παναγία η Τριχερούσα.

Η θαυμαστή θεραπεία τον έχει συγκλονίσει βαθιά και τον οδηγεί σε μία μεγάλη απόφαση. Ελευθερώνει τους δούλους του, μοιράζει την περιουσία του και ξεκινά, ελεύθερος από κάθε βιοτικό, για τη μονή του αγίου Σάββα με τον σκοπό να μονάσει. 
Μαζί του παίρνει μόνο την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας, να του θυμίζει την ουράνια ευεργεσία που δέχτηκε στη ζωή του. Εκεί, στο μοναστήρι, δείχνει απαράμιλλη υπακοή και ταπείνωση στον γέροντά του. Δεν κάνει τίποτε χωρίς την ευλογία του.
 

Κάποτε όμως ο γείτονάς του μοναχός τον πίεσε να γράψει ένα νεκρώσιμο ύμνο. Εκείνος συνέθεσε το τροπάριο «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα...» και το έψαλλε κατανυκτικά στο κελί του. Ο γέροντας τυχαία τον άκουσε. Κι επειδή του είχε απαγορεύσει να συγγράφει και να ψάλλει, τον κανόνισε με το επιτίμιο να καθαρίσει όλα τα αποχωρητήρια της μονής. Ο Ιωάννης υπάκουσε πρόθυμα, αρχίζοντας από το αποχωρητήριο του μοναχού που έμενε στο διπλανό κελί. Ύστερα  από λίγες ημέρες παρουσιάζεται η Υπεραγία Θεοτόκος στον γέροντα, την ώρα που κοιμόταν, και του λέει: 

‐ Γιατί έφραξες τέτοια πηγή, που αναβλύζει ουράνιο νέκταρ; Άφησέ τη να τρέξει, για να ποτίσει ολόκληρη την οικουμένη. Ο Ιωάννης θα υπερβεί τη λύρα του Δαβίδ, θα συνθέσει ύμνους καλύτερους απ'  την ωδή του Μωυσή και θα μελωδήσει πιο τεχνικά από τον Ορφέα. Θα στηλιτεύσει τις αιρέσεις και θα ορθοτομήσει τα δόγματα της πίστεως.  

Από τότε ο όσιος, με την ευλογία πια του γέροντά του, σαν άλλος χείμαρρος πνευματικός, άρχισε να ψάλλει, να στιχουργεί, να μελοποιεί και να συγγράφει προς δόξαν Θεού, της Παναγίας Μητέρας Του και των αγίων. Και όταν «ετελείωσε το έργον, ο δέδωκεν αυτώ ο Κυριος ίνα ποιήση», μετοίκησε στον ουρανό, για ν’ απολαύσει εκεί πολλαπλάσια την αμοιβή των κόπων του.  Η μνήμη του οσίου Ιωάννη Δαμασκηνού τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 4 Δεκεμβρίου. 

Όσον αφορά την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας, την είχε ο άγιος πάντα μαζί του. Άφησε παρακαταθήκη, αφού πεθάνει, να δοθεί η εικόνα στον πρώτο επίσκοπο Σάββα που θα επισκεπτόταν το Μοναστήρι. Πέρασαν πολλά χρόνια κι όταν επισκέφθηκε το Μοναστήρι ο βασιλιάς της Σερβίας Σάββας (ο Άγ. Σάββας 1175-1235), του έδωσαν ως δώρο εκείνη την εικόνα της Παναγίας, που είχε στο κελλί του ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Την πήγε στην πατρίδα του, μα κάποτε, επειδή έγινε επανάσταση φοβήθηκαν μήπως καταστραφεί. Τη φόρτωσαν λοιπόν σ’ ένα μουλάρι και το άφησαν να πάει όπου θέλει. Το μουλάρι έφτασε στο Άγιο Όρος, έξω από τη Μονή Χιλανδαρίου, όπου μόλις οι μοναχοί είδαν την εικόνα της Παναγίας, την υποδέχτηκαν με πολλές προσευχές δοξολογίας. Σήμερα βρίσκεται ακόμα εκεί και συνεχίζει να κάνει πολλά θαύματα προς δόξαν Θεού.

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΤΟΣΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΙΝΑΙ, ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΒΟΗΘΗΣΗ;

Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Αν πης «Δι ̓ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών», τόσοι Άγιοι είναι, ένας από αυτούς δεν θα σε βοηθήση; Να μη χάνης ποτέ την εμπιστοσύνη σου στον Θεό. Μη σφίγγεσαι με την στενή σου ανθρώπινη λογική και βασανίζεσαι και εμποδίζεις την θεία βοήθεια. Η εμπιστοσύνη του εαυτού σου και της εργασίας σου στον Θεό, μετά από την ανθρώπινη συνετή ενέργειά σου, πολύ θα σε βοηθήση, αλλά θα βοηθήση και τους άλλους. Είναι μεγάλο πράγμα η εμπιστοσύνη στον Θεό.