ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΦΟΡΑ ΜΙΛΗΣΑ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

 Πρώτη μου φορά μίλησα στην Παναγία!

Ἔδειχνε κουρασμένη ἡ κυρία Στέλλα. Τρεῖς μῆνες στὸ ἴδιο κρεβάτι τοῦ δίκλινου θαλάμου τοῦ μεγάλου Νοσοκομείου. Ἂν εἶχε στόμα νὰ μιλήσει τὸ κρεβάτι της, δὲν θά ’φταναν ὧρες νὰ διηγεῖται τοὺς πόνους καὶ τὰ βογγητά της… 

–Ἄχ, Θέ μου, πότε θὰ πάρω κι ἐγὼ τὸ ἐξιτήριο νὰ πάω στὸ σπιτάκι μου, στοὺς δικούς μου! Ὅσες ἄρρωστες ἦρθαν στὸ διπλανὸ κρεβάτι δὲν ἔμειναν πάνω ἀπὸ μιὰ βδομάδα, κι ἐγὼ κλείνω σήμερα ἐδῶ μέσα τρεῖς μῆνες! Σχώρα με, Θέ μου, δὲ γογγύζω, μὰ κουράστηκα. Γι’ αὐτὸ τὰ λέω σὲ σένα ποὺ σὲ νιώθω πατέρα μου στοργικό.


Πρὶν ἀποσώσει καλά – καλὰ τὶς σκέψεις της, φέρνουν μ’ ἕνα φορεῖο στὸ θάλαμο μιὰ φρεσκοχειρουργημένη νεαρὴ κοπέλα, ποὺ τὴν συνόδευε ἕνας νεαρός. Καὶ οἱ δυό τους εἶναι κατατρυπημένοι μὲ σκουλαρίκια καὶ γεμάτοι μὲ ἀνατριχια­στικὰ τατουάζ. Ἀπὸ ὅ,τι δείχνουν φαίνεται ἀρκετὰ δύσκολο νὰ ἐπικοινωνήσει κανεὶς μαζί τους.

Τὸ πρῶτο εἰκοσιτετράωρο ἦταν πολὺ δύσκολο γιὰ τὴ νέα. Οἱ συνοδοὶ τῆς κυρίας Στέλλας πολὺ διακριτικὰ προσπαθοῦσαν νὰ τὴν βοηθήσουν σὲ κάθε της ἀνάγκη.

Τὸ δεύτερο βράδυ ὁ ἄπειρος καὶ κατάκοπος νεαρὸς συνοδός της βγῆκε ἀπὸ τὸν θάλαμο νὰ ξεκουραστεῖ, μὰ ἄργησε πολὺ νὰ ἐπιστρέψει. Τότε ἡ­ ­κοπέλα, ἡ Ναταλία, ξέσπασε. ­Ἐκνευρίστηκε κι ἄρ­χισε νὰ μονολογεῖ μὲ ἀναφιλητά:

–Εἶ­μαι μόνη! Εἶμαι δυστυχισμένη! Δὲν μὲ νοιάζεται κανείς! Τί τὴν θέλω τέτοια ζωή; Φο­βᾶμαι! Δὲν θέλω νὰ ζήσω! Καλύτερα νὰ πεθάνω! Δὲν μπορῶ νὰ ζήσω!

Κάποια στιγμὴ κουράστηκε καὶ ἡσύχασε ἀναστενάζοντας ποῦ καὶ ποῦ βαριά. Ἡ ἀποκλειστικὴ νοσηλεύτρια τῆς Στέλλας πλησίασε προσεκτικὰ τὴν κοπέλα καὶ τῆς ἔπιασε τὸ χέρι. Ἡ κυρία Στέλλα, ποὺ τὴν ἄκουγε δακρυσμένη καὶ προσ­ευ­χόταν, πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ τῆς εἶ­­­­­πε ἁπαλά:

–Ναταλία μου, εἶμαι μάνα καὶ πονάω μαζί σου. Δὲν ἀντέχω νὰ σὲ βλέπω νὰ ὑ­­­­ποφέρεις, παιδί μου. Κάνε λίγη ὑπομονή, σὲ παρακαλῶ. Θὰ περάσουν τὰ δύσ­κολα! Θέλεις νὰ μ’ ἀκούσεις; Μπορεῖς;

Ἡ Ναταλία αἰφνιδιασμένη κάρφωσε τὰ ὀργισμένα μάτια της στὴν ἄλλη ἄρρωστη καὶ περίμενε…

–Ἐσύ, Ναταλία μου, φαίνεσαι δυναμι­κὸς ἄνθρωπος. Καὶ ξέρεις… οἱ ­δυνατοὶ μὲ τὶς δυσκολίες γίνονται δυνατότεροι. Ἔ­­­­­­­­­­χεις μέσα σου πολλὲς ­ἀνεξερεύνητες δυνάμεις. Ἀνακάλυψέ τες καὶ βγάλε ὠ­­­­φέλεια ἀπὸ τὴ μεγάλη δυσκολία σου στὴν ὁποία βρίσκεσαι τώρα. Μὴν ἀφήνεις ἀνεκμετάλλευτη αὐτὴν τὴν εὐκαιρία. Μὴν ἀφήνεσαι, παιδί μου. Ἐσὺ θὰ βοηθήσεις τὸν ἑαυτό σου. Μπορεῖς!…

Ὅση ὥρα μιλοῦσε ἡ Στέλλα, ὁ θυμὸς ὑποχωροῦσε ἀπὸ τὴ Ναταλία καὶ ἠρεμοῦσε τὸ πρόσωπό της. Ζήτησε μάλιστα ἀπὸ τὴν Ἀποκλειστικὴ νὰ τῆς ἀνασηκώσει τὸ κεφάλι, γιὰ νὰ βλέπει καλύτερα τὴ Στέλλα. Καὶ ἡ Στέλλα, ξεθαρρεύοντας περισσότερο, συνέχισε:
–Ἂν δὲν σὲ κούρασα, παιδί μου, ἐπίτρεψέ μου νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἀκόμη. Δὲν εἶσαι μόνη! Οἱ ἄνθρωποι δὲν πρέπει νὰ νιώθουμε μόνοι, ἐκτὸς βέβαια ἐὰν ἐπιλέγουμε νὰ εἴμαστε μόνοι. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε Πατέρα τὸν πανάγαθο καὶ παν­τοδύναμο Θεό. Ἔχουμε Μητέρα γλυκύτατη τὴν Παναγία μας. Ζοῦμε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης.

Τόσες καὶ τόσες θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις αὐτῆς τῆς ἀγάπης γίνονται γνωστὲς καθημερινὰ καὶ γεμίζουν φῶς καὶ ἐλπίδα τὸν κόσμο. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις, Ναταλία μου, πῆγα στὸν ἄλλο κόσμο καὶ γύρισα. Δὲν θὰ ζοῦσα τώρα. Ἡ ἀγάπη ὅμως τῆς Παναγίας, τὴν ὁποία παρακάλεσαν γιὰ μένα πολλοὶ γνωστοί μου, μὲ ἔσωσε. Οἱ ἄρρωστοι βλέπουν συνέχεια ἐδῶ στὸ Νοσοκομεῖο αὐτὸ τὴν Παναγία μας νὰ θαυματουργεῖ. Νὰ μιλᾶς καὶ σὺ μὲ τὴν Παναγία, νὰ τῆς λὲς ὅλα τὰ προβλήματά σου. Θὰ σ’ ἀκούει μὲ στοργή.

Ἡ Ναταλία τὴν ἄκουγε σιωπηλὴ μὲ ὀρ­θάνοιχτα μάτια. Ἕνας νέος ψυχικὸς κόσμος, ἄγνωστος ὣς τότε, γεννήθηκε μέ­σα της.

Τὸ πρωὶ μὲ τὸ ἐξιτήριο στὸ χέρι ὁ συν­οδὸς τῆς Ναταλίας, χαρούμενος διότι ἔ­­­φευγαν καὶ προπάντων διότι τὴν ἔβλεπε ἤρεμη, στάθηκε μαζί της κι αὐτὸς δίπλα στὸ κρεβάτι τῆς κυρίας Στέλλας κι ἄκουγε τὴ Ναταλία:

–Ἀπόψε, κυρία Στέλλα, ἔζησα μαγικά! Ἀσχολήθηκες μαζί μου. Μοῦ εἶπες ὅτι ἔχω ἀξία καὶ δύναμη. Μοῦ ἔδειξες ἀγάπη. Μοῦ γνώρισες τὴν Παναγία. Ὅλη τὴ νύχτα μιλοῦσα μαζί της. Πρώτη μου φορὰ μίλησα στὴν Παναγία. Ξαλάφρωσα. Ξέρετε, δὲν ἔχουμε γονεῖς. Μεγαλώσαμε σὲ Ὀρφανοτροφεῖο. Δράμα ἡ ζωή. Ἐγὼ ποτέ μου δὲν πήγαινα στὴν ἐκκλησία. Τώρα βλέπω δρόμο μὲ φῶς. Τὴ νύχτα ἡ Ἀποκλειστικὴ μοῦ εἶπε καὶ γιὰ τὸν καλὸ ἱερέα ποὺ ὑπάρχει ἐδῶ στὸ Νοσοκομεῖο καὶ μὲ παρακίνησε νὰ ἐξομολογηθῶ. Θὰ γίνει κι αὐτό, σᾶς τὸ ὑπόσχομαι. Τὸ τηλέφωνό μου τὸ ἔχει ἡ Ἀποκλειστική. Σᾶς εὐχαριστῶ πολὺ γιὰ ὅ,τι κάνατε γιὰ μένα, κυρία Στέλλα, πρόσθεσε δακρυσμένη.

–Εὐχαριστοῦμε πολύ, συμπλήρωσε σο­­βαρὰ κι ὁ νεαρὸς κι ἔφυγαν κι οἱ δυό τους ἤρεμοι.

Συγκινημένη ἡ κυρία Στέλλα μονολογεῖ στὴν ἡσυχία τοῦ θαλάμου της: «Ἂν ἔ­­­­φευγα νωρίτερα, πάνσοφε Κύριε, δὲν θὰ ἔνιωθα τὴν ἀγαλλίαση ποὺ πλημμυρίζει τώρα τὴν καρδιά μου. ­Δοξασμένο τὸ ἅγιο ὄνομά Σου. Φώτισε καὶ ­ὁδήγησε στὸ δρόμο Σου κι αὐτὰ τὰ παιδιά Σου. Θὰ κάνω κι ἐγὼ γι’ αὐτὰ ὅ,τι μπορῶ γιὰ νὰ Σὲ γνωρίσουν καλύτερα. Ἀνοίγει ὡ­­­ραῖος ἀγώνας ἐμπρός μου. Μὲ ­εὐχαριστεῖ πολὺ αὐτὸς ὁ ἱερὸς ἀγώνας γιὰ τὴν ψυχικὴ ­βοήθεια τῶν ­συνανθρώπων μου. Βοήθησέ με, Πανάγαθε καὶ ­Παντοδύνα­με! Θέλω νὰ γνωρίσουν κι ἄλλοι τὴν ἀγάπη Σου!».

ΕΝΑΣ ΑΦΑΝΗΣ ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΕΥΣ

 Ένας αφανής άγιος Ιερεύς

Γράμματα πολλά δεν έμαθε, με δυσκολίες τελείωσε το σχολαρχείο της εποχής εκείνης, βαδίζοντας καθημερινώς δύο και πλέον ώρες για την πλησιέστερη κωμόπολη, ο Ευθύμιος. Από μικρός αγαπούσε την Εκκλησία βοηθώντας σαν παπαδάκι τον ευλαβή παππού του στην ψαλτική. Έτσι έμαθε την τάξη της Εκκλησίας και συγχρόνως να ψάλλει. Κι όταν έφυγε για την άλλη ζωή ο παππούς, έμεινε μοναδικός ψάλτης της Εκκλησίας ο Ευθύμιος. Έτσι τον συνάντησε σε μία περιοδεία του ο Επίσκοπος της περιοχής. Ώριμος πλέον ο Ευθύμιος, καλός οικογενειάρχης με τρία παιδιά έως τότε, και επειδή ο ιερεύς του χωριού λόγω γήρατος και ασθένειας απεχώρησε, οι χωρικοί ζητούν ιερέα από τον Επίσκοπο.

Και ποιον προτείνετε για παπά εσείς; Ρωτά ο Δεσπότης και όλοι σχεδόν με ένα στόμα λέγουν: «τον ψάλτη μας». Έτσι με τις πιέσεις των χωρικών και την εμμονή του Επισκόπου και παρά τις διαμαρτυρίες του Ευθυμίου, ότι θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο και ακατάλληλο για ένα τόσο μεγάλο Υπούργημα, χειροτονήθηκε ιερεύς του χωριού προς χαράν όλου του χωριού. Τώρα, πλέον εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα. Κάθε πρωί και βράδυ, με φόβο Θεού κτυπούσε την καμπάνα κάνοντας τον Όρθρο και τον Εσπερινό. Πράος, καλοσυνάτος, αγαπητός προς όλους, αφιλοχρήματος αρκείτο στον μικρό μισθό του και στα λίγα έσοδα που απεκόμιζε, όταν καλλιεργούσε τα χωράφια του. Ως και για μεροκάματο πήγαινε, για να θρέψει την πολυμελή οικογένειά του, έξι παιδιά τώρα.

O Επίσκοπος, εκτιμώντας την σύνεσή του και την καλή του φήμη, τον έκανε και πνευματικό. Ένα πλήθος κόσμου από το χωριό και τα γύρω χωριά πήγαιναν για εξομολόγηση στον πατέρα Ευθύμιο. Και το κήρυγμα δεν παρέλειπε κάθε Κυριακή διαβάζοντας από κάποιο ορθόδοξο περιοδικό μια σύντομη όμιλία. Αλλά και τα παιδιά, για να τα συγκεντρώνει στο κατηχητικό, είχε ένα δικό του τρόπο, με τραγούδια και ψαλμωδίες, με καραμέλες και λουκούμια και εικονίτσες.

Να και ένα γεγονός, όπου φάνηκε το μεγαλείο της ψυχής του. Γείτονα στο χωράφι του είχε έναν πλεονέκτη και καταπατητή, τον κύρ Γιάννη, ο οποίος δεν δίστασε να μεταθέσει τον πρόχειρο φράχτη που χώριζε τα σύνορα και να του πάρει μια λωρίδα από το χωράφι του, το ίδιο έκανε και τον δεύτερο χρόνο. Τί να κάνει τώρα, σκέφτηκε ο πατήρ Ευθύμιος. Αν του πεί κάτι, θα αρχίσει τις βλαστήμιες και τις βρισιές, δεν έπαιρνε από λόγια, όπως το έκανε και με άλλους γείτονες. Τα αφήνω στα χέρια του Θεού, είπε στην πρεσβυτέρα του και στον μεγάλο γιό του που διαμαρτύρονταν. Και να, ένα πρωί λέγει στον μεγαλύτερο γιό του: Πάμε στο χωράφι μας να τακτοποιήσουμε το φράκτη στο σύνορο.

Αφού έφτασαν στο χωράφι, λέγει στον γιο του: Πάρε τον συρμάτινο φράχτη και να τον μεταθέσεις ακόμη ένα περίπου μέτρο, αφήνοντας στον γείτονα μια λωρίδα από το χέρσο χωράφι του. Έκπληκτος ο γιός του άρχισε να διαμαρτύρεται: Πατέρα, εσύ θα χαρίσεις, όπως πάς, όλο το χωράφι στον γείτονα. Κάνε όπως σου είπα, παιδί μου, έχω τον λόγο μου εγώ, μην στεναχωρείσαι. Και επέστρεψαν πάλι στο σπίτι τους. Την άλλη μέρα το πρωί να σου ο κύρ Γιάννης στο σπίτι του παπά.

— Καλημέρα παπαδιά. Έτσι ανήσυχος και ταραγμένος ρωτά την πρεσβυτέρα: Πούναι ο παπα-Θύμιος; τον θέλω.

— Καθίστε κύρ Γιάννη, να σας κάνω καφέ, ως να έρθει ο παπα-Θύμιος, που τον ζήτησαν σε ένα σπίτι, δεν θ’ αργήσει να επιστρέψει.

Εν τω μεταξύ η παπαδιά ετοίμασε και του πρόσφερε τον καφέ. Αυτός πήρε μια ρουφηξιά, σαν να εκάθετο στα κάρβουνα. Νάσου και προβάλλει ο παπάς χαρούμενος και λέει: Δόξα τώ Θεώ, ελευθερώθηκε η κυρία Ελένη που υπέφερε στον τοκετό, με τις ευχές της Εκκλησίας και μάλιστα απέκτησε αγοράκι.

— Καλώς τον κύρ Γιάννη, καλημέρα. Η οικογένεια είναι καλά; Τα ζωντανά επίσης;

Χωρίς άλλη απάντηση: Τί ειναι αυτό που μου έκανες παπα-Θύμιο; Ρωτά πικραμένος ο κύρ Γιάννης.

— Τί αγαπητέ μου Γιάννη; Να το διορθώσουμε.

— Εγώ παπα-Θύμιο, δύο χρόνια τώρα σου κλέβω το χωράφι κι εσύ ούτε να διαμαρτυρηθείς, ούτε να φωνάξεις, αλλά μου αφήνεις μία λωρίδα. Πάμε τώρα γρήγορα να διορθώσω αυτή την αδικία, δεν την αντέχω.

— Καλά κύρ Γιάννη μου, κάνε μόνος σου ό,τι νομίζεις σωστό. Άλλωστε χώμα είναι η γη, και όλα εδώ μένουν. Μόνον, αγαπητέ μου, μια χάρη σου ζητώ, να σε βλέπω πιο τακτικά κι εσένα και την οικογένειά σου στην Εκκλησία. Ασπάστηκαν έτσι αδελφικά στο μέτωπο, δεν τον άφησε να ασπαστεί το χέρι του ο παπά Ευθύμιος. Του είπε: Έχε την ευλογία του Θεού! Και τον κατευόδωσε ο καλός ιερέας. Και όλα άλλαξαν από την ώρα εκείνη. O κύρ Γιάννης έβαλε μόνος του τον φράκτη στα παλαιά του σύνορα, αλλά και είναι τακτικός στην εκκλησία με την οικογένειά του. Και διαλαλεί παντού, σε γνωστούς και αγνώστους: Στο χωριό μας έχουμε έναν άνθρωπο του Θεού, έναν Άγιο, τον παπα-Θύμιο! 

Πηγή: περιοδικό Εφημέριος, Ιανουάριος 2002

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ: ΣΤΟ ΕΠΑΝΙΔΕΙΝ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!


Στο επανιδείν στον Παράδεισο!
Ιερομόναχος Ιουστίνος

Κωνσταντινουπολίτης έμπορος στο Παρίσι, επιτυχημένος, χωρίς όμως οικογένεια, ζούσε άσωτα. Για να εκφρασθούμε με τα ίδια του τα λόγια, η ζωή του και τα ενδιαφέροντά του ήταν «η γαστέρα και τα υπογάστρια».

Σε κάποιο από τα κενά που ένιωθε μετά τις κραιπάλες του, στα συνειδησιακά κονταροχτυπήματά του, αισθάνθηκε αόρατο χέρι να τον πιάνει από τον ώμο και στιβαρά να τον οδηγεί σε ένα κομοδίνο. Άνοιξε, σαν υπνωτισμένος πάντα, το συρτάρι και τράβηξε έξω ένα βιβλίο.

Το είχε βρει πεσμένο στον δρόμο και το είχε περιμαζέψει γιατί είχε ελκυσθεί η προσοχή του από την εμφάνισή του – ήταν δεμένο καλλιτεχνικά.

Το πήρε λοιπόν από το συρτάρι και το άνοιξε. Ήταν η Αγία Γραφή. Αυτό ήταν! Γνώρισε τον Κύριο, παράτησε τα πάντα και έγινε μοναχός σε ακουστό νησιώτικο μοναστήρι, εδώ στην Ελλάδα. Λευκάνθηκε εσωτερικά και εξωτερικά μετανοώντας και ασκούμενος. Στα βαθιά του γεράματα, και μισοτυφλωμένος πια, περιερχόταν την υφήλιο με το κομποσχοίνι του προσευχόμενος υπέρ «του σύμπαντος κόσμου».

Σε τούτον αφιέρωσε ένα χρονογράφημά του επιφανέστατος δημοσιογράφος, λογοτέχνης και ιδίως χρονογράφος μεγάλης ημερήσιας εφημερίδας της πρωτεύουσας.

Τι είχε συμβεί; Ο συγγραφέας καίτοι δεν φημιζόταν για το εκκλησιαστικό του φρόνημα, έτυχε να περάσει από το μοναστήρι του συγκεκριμένου γέροντα. Κατάπληκτος και εμβρόντητος αντίκρισε μέσα στο πένθιμο ράσο τον «ζωηρό» συμμαθητή του στην Πόλη – ήταν και αυτός Κωνσταντινουπολίτης, και με ένδοξο επώνυμο μάλιστα.

Τα επίθετα που χρησιμοποίησε ο χρονογράφος, υπαινίσσονταν πολλά σε όσους ήξεραν τον μοναχό, που ήταν «βίος και πολιτεία» στα νιάτα του, όπως είπαμε.

Είχαν χρόνια να συναντηθούν. Συζήτησαν. Και το κείμενο έκλεισε με τέσσερις γαλλικές λέξεις. Ήσαν τα λόγια με τα οποία ξεπροβόδισε ο κοινοβιάτης τον φίλο του – ήσαν και οι δυο τους ηλικιωμένοι και υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να ξαναϊδωθούν· τώρα είναι μακαρίτες. Λοιπόν αποχαιρέτησε τον επισκέπτη ευχόμενος «Ο ρεβουάρ ο Παραντί [Στο επανιδείν στον Παράδεισο]»!

Άραγε να επέδρασε καρποφόρα παραδείσια στον άνθρωπο η πρόταση-πρόκληση-πρόσκληση αυτή του πάτερ Νεκτάριου εκεί στη Λογγοβάρδα της Πάρου; Ο Θεός ξέρει· το γραπτό πάντως κάτι έδειχνε.

Όποιος αγκιστρώνεται στον σταυρό, όποιος τον χρησιμοποιεί όχι απλά σαν σανίδα σωτηρίας αλλά σαν εφαλτήριο για τον Ουρανό, έχει τη βεβαιότητα του μέλλοντος, του Παραδείσου, άσχετα από το βεβαρημένο ή μη παρελθόν του. Μάλλον ζει από τώρα τον Παράδεισο και αναμένει να τον απολαύσει στην ολοκληρία του μετά την ανάσταση. Και τον επιθυμεί και για τους αδελφούς του.

Αν κι εμείς εγκολπωθούμε τον Εσταυρωμένο, ε τότε θα έχουμε τις καλές αλλοιώσεις, θα έχουμε κοσμογονία, και η εμπειρία αυτή θα έχει δυναμικές προεκτάσεις στο όλον μας και στα γύρω μας. Είθε! Αμήν!

koinoniaorthodoxias.org

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ

 Γέροντας Δημήτριος Γκαγκαστάθης
Ο Γέροντας και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ

Διηγείται σχετικά ό π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης:
"Στίς 20 Οκτωβρίου 1945, Κυριακή πρωϊ, μόλις κτύπησα τήν καμπάνα τής Εκκλησίας, περικύκλωσε τό χωριό αντάρτικος στρατός μέ εντολή εκκαθαρίσεων...

Άρχισαν νά ρίχνουν πυρά πρός εκφοβισμό. Εγώ μόλις είχα μπεί στήν Εκκλησία, έκανα τόν σταυρό μου, παρακάλεσα τόν Άγιο Νικόλαο νά μάς φυλάξει καί σηκώθηκα νά φύγω. Μού ρίχνανε μέ τό πυροβόλο ταμπουρωμένοι σ΄ ένα φυλάκιο, όμως καμμιά σφαίρα δέν μέ εκτύπησε. Τόν Απόστολο Κατσιμπίρη πού ήταν δίπλα μου τόν έρριξαν κάτω. Έμεινα μόνος καί ακολουθώντας ένα ρέμα μέ έχασαν... 

Όμως, κοντά στά σύνορα τών χωριών Ριζώματος - Βασιλικής μέ έφτασαν πάλι. Ήσαν 10 άτομα καί μέ τόν αρχηγό 11, τρέχοντας πάνω σέ άλογα γιά νά μέ πιάσουν. Έβριζαν καθώς μέ κυνηγούσαν, καί έρριχναν μέ τά Στέν, χωρίς νά μπορούν νά μέ σκοτώσουν. Οί σφαίρες τρύπαγαν τά ράσα μου, τίς καταλάβαινα, αλλά κυλούσαν στό χώμα χωρίς νά μέ τραυματίζουν...  

Μέ πλησίασαν στά 50 μέτρα γύρω - γύρω, μέ περικύκλωσαν φωνάζοντας, "κερατά τράγο, πού θά μάς πάς;" βρίζοντάς με χυδαία... 

Καί τότε εγώ, ευρισκόμενος έν μέσω κινδύνου ζωής καί θανάτου, σταμάτησα, σήκωσα τά χέρια μου πρός τόν ουρανό, καί από τό βάθος τής ψυχής μου φώναξα, "Μιχαήλ Αρχιστράτηγε τών Αγγέλων, σώσε με, κινδυνεύω!..."  

Καί ώ τού θαύματος! Σάν αστραπή παρουσιάσθηκε ό Αρχάγγελος Μιχαήλ στόν αρχηγό. Είδε έναν νέο μέ σπαθί, όπως ομολογούσε κι΄ ό ίδιος αργότερα, πού κόβοντας μέ μιά σπαθιά τά σχοινιά από τήν σέλα του, τόν έρριξε κάτω σπάζοντας τήν σπονδυλική στήλη του. Οί υπόλοιποι δέκα, έμειναν ακίνητοι, κεραυνόπληκτοι!... 

Οί ενορίτες τού χωριού Βασιλική φύγανε από τήν Εκκλησία καί βγαίνοντας έξω κοιτάζανε τί θά γίνει. 

Ακούω μιά φωνή. Ήταν τού αρχηγού τους, "Νά μάς συγχωρέσεις παπά μου, είπε, καί νά πάς στό καλό. Έχεις όριο ζωής καί υψηλούς προστάτες..." 

Ευχαριστώ, τούς απάντησα. Τούς συγχώρεσα, καί τούς ευχήθηκα ό Θεός νά τούς φωτίσει, νά μετανοήσουν καί νά γίνουν καλοί άνθρωποι. Νά λέτε τήν αλήθεια, τούς είπα, καί νά έχετε τόν Θεό βοήθεια. Πήραν τόν τραυματισμένο συντροφό τους καί έφυγαν μαζεμένοι... 

Μού έκαναν μεγάλη υποδοχή οί χωριανοί σάν έφτασα στήν Εκκλησία. Τούς λέγω, πρώτα νά προσκυνήσουμε καί νά ευχαριστήσουμε τόν Θεό, πού μέ έσωσε από τόν μεγάλο αυτό κίνδυνο. Είμαστε ευτυχείς, πού ή θρησκεία μας είναι ζωντανή..." 

Γέροντας Δημήτριος Γκαγκαστάθης 

Π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ: ΟΙ ΤΑΞΙΑΡΧΕΣ ΣΩΖΟΥΝ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΠΟ ΧΑΛΑΣΜΟ

Π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης
Οι Ταξιάρχες σώζουν το χωριό από χαλασμό  

Ὁ παπα- Δημήτρης Γκαγκαστάθης διηγεῖται ... 

«Την 14ην Ιουλίου 1965, ημέρα Πέμπτη, και ώρα 5 με 7 μ.μ., παρουσιάσθη το εξής πρωτοφανές και μεγάλο σημείο καταστροφής: Επί 2 ώρες, σκότος μέγα και σύννεφα βαρειά παρουσιάσθηκαν, με πολλές και δυνατές βροντές. 

Έδειχνε πλημμύρα και καταστροφή! Ο κόσμος όλος, μαζεύτηκαν εις τα σπίτια τους και περίμεναν. Οι αστραπές και οι βροντές, πραγματικά, δείχνανε καταστροφή. Η βαζούρα του κακού πλησίαζε και οι βροντές διπλασιάζονταν και οι κεραυνοί έπεφταν βροχή. Θαρρείς, γίνονταν χαλασμός του κόσμου! Υπήρχε, δε, και μέγα σκότος.

Εγώ, ως εφημέριος του χωριού μου (“Πλάτανος” ή, παλαιότερα· “Βάνια” Τρικάλων), τρέχω και πάλιν εις τον Ναόν των Ταξιαρχών και ανάβω την κανδήλα του Χριστού, της Παναγίας και των Ταξιαρχών. Βάνω το πετραχήλι και, γονυπετής, με δάκρυα και, εκ βάθους ψυχής και καρδίας, προσευχόμουν να απαλλάξει ο Θεός τον κόσμον από τον μεγάλον κίνδυνον. 

Επί μία ώρα και δέκα λεπτά, προσευχόμουν και παρακαλούσα τους Ταξιάρχας. Ο ιδρώτας μου, βγήκεν από την κεφαλήν μέχρι τους πόδας, από την μεγάλην αγωνίαν και δέησιν διά να απαλλαχθή το χωριό και, ω του θαύματος! Ούτε εις τα σύνορα του τόπου μας δεν έπεσε χαλάζι και ούτε οι κεραυνοί μάς έβλαψαν τίποτε! Μόνον ολίγη δροσιά μάς ήρθεν και, έτσι, με την δύναμι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και των παρακλήσεών μου, εσώθη η χώρα. 

“Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου”! Αυτά τα γράφω ως ενθύμιον, και δια τους συναδέλφους μου ιερείς που θα προλάβουν από εμένα, ώστε να μη αφήσουν τους Ταξιάρχας, διότι το χωριό μας έχει αποκτήσει μεγάλους προστάτας και βοηθούς. Εις όλους τους κινδύνους, να τρέχουν και να τους παρακαλούν και να σώνεται η χώρα μας. Διότι ο ιερεύς, όταν προσεύχεται με πίστη και συντριβή της καρδίας του, εισακούεται... 

Εγώ που τα γράφω αυτά, τα έχω δοκιμάσει όλα. Και δι’ αυτό πρέπει να αγωνίζεται και να κουράζεται ο εφημέριος δια την χώρα του (=την ενορία του, το ποίμνιό του). Έχει υποχρέωση να προσεύχεται και να παρακαλή τον Θεόν διά να τον βοηθή και απαλλάση ό,τι δει (=από ό,τι είναι ανάγκη). Το λέγει και το Ιερόν Ευαγγέλιον: “Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται…” (Ματθ. ζ΄ 11). Αμήν».  

Από το βιβλίο: «παπα–Δημήτρης Γκαγκαστάθης (1902–1975, Βίος–Θαύματα–Νουθεσίαι–Επιστολαί)», κεφ. α΄, σελ. 132–134, εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσ/νίκη 1990.

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025

ΓΕΡΩΝ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ Ο ΚΑΡΟΥΛΙΩΤΗΣ: ΤΟ ΠΕΝΤΟΚΑΡΙΚΟ ΕΦΘΑΣΕ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΕΨΕ!

Γέρων Φιλάρετος ο Καρουλιώτης
Τό πεν­το­κά­ρι­κο ἔ­φθα­σε καί πε­ρίσ­σε­ψε

Ὅ­ταν ὁ π. Χρυ­σό­στο­μος ἀ­νέ­λα­βε τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ πα­ρεκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ κά­ποι­ος προ­ϊ­στά­με­νος τοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να πεν­το­κά­ρι­κο (πέν­τε ὀ­κά­δες) λά­δι καί τοῦ εἶ­πε νά κα­νο­νί­ση νά τοῦ φθά­ση, δι­ό­τι θά τοῦ ξα­να­δώ­σει λά­δι με­τά ἀ­πό ἕ­να χρό­νο. Φυ­σι­κά αὐ­τό ἦ­ταν  ἀ­δύ­να­το. Ὁ π. Χρυ­σό­στο­μος ἦ­ταν σέ ἀ­πο­ρί­α καί  ρώ­τη­σε τόν γε­ρω–Φι­λά­ρε­το. Ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἀ­πάν­τη­σε μέ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι εἶ­ναι δυ­να­τόν νά φθά­ση τό λά­δι. «Ὅ­ταν γε­μί­ζης τό λα­δι­κό, νά πη­γαί­νης μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας, νά τό σταυ­ρώ­νης καί νά τήν πα­ρα­κα­λᾶς νά τό εὐ­λο­γή­ση», τοῦ εἶ­πε. Ἔ­τσι ἔ­κα­νε πάν­τα ὁ π. Χρυ­σό­στο­μος ὅ­ταν ἔ­παιρ­νε λά­δι, καί ὤ τοῦ θαύ­μα­τος! Τό πεν­το­κά­ρι­κο ἔ­φθα­σε καί πε­ρίσ­σε­ψε.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΘΥΜΙΑΖΕ ΣΤΗ ΜΕΓΙΣΤΗ ΛΑΥΡΑ

Η Παναγία θυμίαζε στη Μεγίστη Λαύρα

Ο γέρο-Θεόφιλος, αδελφός της Μονής αυτής, σε μια πνευματική συζήτηση που είχαμε, πριν από 40 περίπου χρόνια, μου είπε τα εξής: «Αδελφέ πάτερ Ανδρέα, επειδή και συ είσαι εξαρτηματικός αδελφός της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, κι εδώ έβαλες μετάνοια για να γίνεις μοναχός και επομένως σαν παράδελφος μου, που είσαι, σου λέγω, πως πρέπει πάντοτε να είμαστε προσεκτικοί και νηφάλιοι. Η προσευχή με την υπακοή πρέπει αδελφές να είναι ενωμένες, όπως είναι οι φτερούγες στα πουλιά, για να μπορεί ο άνθρωπος να έχει πνευματική προκοπή και να πετάει με το νου του, από τα γήινα στα ουράνια.

Γι’ αυτό να προσέχεις μου είπε, όταν πηγαίνεις στην εκκλησία για να προσευχηθείς ή να ψάλλεις: α) να μην παίρνεις ποτέ ψηλά τα ίσια και να μην ψάλλεις με άτακτες φωνές, β) και όταν μπαίνεις στην εκκλησία για να προσευχηθείς, θα πρέπει κάθε έννοια, κάθε φροντίδα και μέριμνα, που σε αποσπά και χωρίζει από τη προσευχή, να την αφήνεις έξω από την πόρτα της εκκλησίας, αν θέλεις να δέχεται ο Θεός την προσευχή και την ψαλμωδία σου, και να έχεις μισθό αιώνιο και όχι κατάκριση. Και αντί να ωφελείσαι από τη προσευχή σου, να ζημιώνεις και να βλάπτεσαι από την απροσεξία σου. Για να βεβαιωθείς πως αυτά που σου λέγω είναι αλήθεια, άκουσε τι μου διηγήθηκε ο γέρο-Κορνήλιος, που κι αυτός τα είχε ακούσει, από ένα πολύ ενάρετο Γέροντα του Μοναστηριού μας, το γέρο-Ηλιόδωρο, ο οποίο έζησε πριν περίπου 150 χρόνια.

Ο γέρο-Ηλιόδωρος ήταν παραγουμενιάρης και υπηρετούσε τον ηγούμενο της Μονής, όταν το Μοναστήρι μας ήταν ακόμη κοινόβιο, αυτός έλεγε, πως σε μια ολονύκτια αγρυπνία, βρισκότανε στο ιερό και ετοίμαζε τα θυμιατά, για να θυμιάσουν οι ιερείς και διάκονοι, όταν αρχίναγε η εννάτη ωδή που ψάλλεται η «Τιμιωτέρα των Χερουβείμ…».

Από τη θέση εκείνη, του ιερού, ο γέρο-Ηλιόδωρος, κάθε μέρα όταν αρχίναγε ο ψάλτης το «Αινούμεν, ευλογούμεν και προσκυνούμεν τον Κύριον», έβλεπε με τα μάτια της ψυχής, σαν όραμα, μια μαυροφορεμένη, μεγαλόπρεπη γυναίκα, που τη συνόδευαν δύο Άγγελοι με ολόχρυσο θυμιατό στο χέρι και θυμίαζε το ναό. Περνούσε σε από τα στασίδια των μοναχών και θυμίαζε μέχρι που τελείωνε η «Τιμιωτέρα» και η εννάτη ωδή.

Μια μέρα, ο ψάλτης, πήρε πολύ ψηλά ίσια στις «Καταβασίες» και την ημέρα εκείνη, η γυναίκα αυτή, που δεν ήταν άλλη παρά, η Έφορος και προστάτης των μοναχών και του Αγιώνυμου Όρους, Κυρία και Δέσποινα Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, δε φάνηκε να θυμιάσει, όπως έκανε κάθε μέρα, επειδή τα ψηλά ίσια διώχνουν την κατάνυξη και την ευλάβεια.

Άλλη μέρα πάλι, στην Αγρυπνία μετά το Απόδειπνο, ο ευλογημένος αυτός Ηλιόδωρος, βλέπει την Παναγία να θυμιάζει όλο το Ναό. Πήγαινε στα στασίδια των μοναχών, μερικά από τα οποία δεν είχαν μοναχούς και η Παναγία τα θυμίαζε, και πολλά στασίδια που είχανε μοναχούς δεν τα θυμίαζε. Τούτο κίνησε την περιέργεια του Γέροντα Ηλιόδωρου και γεννήθηκε η απορία μέσα του, γιατί άραγε τα στασίδια που έχουν μοναχούς δεν τα θυμιάζει και θύμιαζε τα στασίδια που δεν είχαν μοναχούς;

Με δάκρυα ο ενάρετος αυτός μοναχός, παρακάλεσε την Παναγία να πληροφορήσει την απορία του αυτή. Οπόταν μετά τριήμερη προσευχή παρουσιάστηκε στον ύπνο του, η Παναγία και του είπε : «Ηλιόδωρε, μάθε πως τα στασίδια που είναι άδεια τα θυμιάζω γιατί, οι μοναχοί που κάθονται σ΄ αυτά και παρακολουθούν τις ιερές προσευχές και ακολουθίες, βρίσκονται σε υπηρεσίες και διακονήματα της Μονής, αλλά ΄κει που είναι και εργάζονται, έχουν συνέχεια το νου τους, στην κοινή προσευχή, που γίνεται δω στο Ναό, από τους άλλους αδερφούς, κι έτσι συμπροσεύχονται κι εκείνοι, απ’ εκεί που βρίσκονται. Αυτοί είναι εκείνοι που και οι ιερείς μνημονεύουν και λένε στις δεήσεις τους : «και υπέρ των δι’ ευλόγους αιτίας απολειφθέντων πατέρων και αδελφών ημών…», αυτούς κι εγώ τους βλέπω παρόντες, με το νου, και τους θυμιάζω σαν να βρίσκονται στα στασίδια τους. Αυτοί έχουν διπλό μισθό. Ενώ πολλοί από τους μοναχούς, που κάθονται στα στασίδια τους και δεν προσεύχονται νοερά, με τους άλλους αδελφούς, αλλά, άλλοτε συζητούν μεταξύ τους, άλλοτε σκέπτονται άσχετα με την προσευχή πράγματα, άλλοτε κατακρίνουν, άλλοτε ζηλεύουν, που οι άλλοι ψάλλουν και δοξολογούν τον Ύψιστον , και αντί να δοξολογούν κι αυτοί μαζί τους, το πάντιμο και μεγαλοπρεπές όνομά Του, αυτοί κάνουν το αντίθετο, επιφέρουν κρίσεις εναντίον των αδελφών τους, αλλά και πολλές φορές σκέπτονται πονηρά και αμαρτωλά πράγματα. Οι μοναχοί αυτοί, καίτοι βρίσκονται στις θέσεις τους και κάθονται στα στασίδια τους, δεν υπολογίζονται με τους παρόντες, αλλά θεωρούνται ως απόντες και επειδή δεν προσεύχονται καθαρά, δεν τους αξίζει να τους θυμιάσω, διότι το θυμίαμα σημαίνει τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος, που δεν κατοικεί στους ανθρώπους αυτούς, αλλά τους αποστρέφεται.

«Γι’ αυτό θα πρέπει, αυτά που είδες, κι αυτά που σου είπα, να τα κάμεις γνωστά σε όλους τους μοναχούς και σε όλους τους χριστιανούς, και να τα γράψεις, για να μαθαίνουν όλοι, πώς πρέπει, όταν μπαίνουν στην εκκλησία, αλλά και πάντοτε όταν προσεύχονται, να έχουν το νου τους και την καρδιά τους συγκεντρωμένα στο Θεό, τον οποίον πρέπει να δοξολογούμε  και να ευχαριστούμε, για τα καλά που μας χαρίζει, αλλά και για τα κακά, που, κατά Θεία παραχώρηση μας συμβαίνουν. Πρέπει για όλα αυτά, να ευχαριστούμε τον Θεό μέσα στην εκκλησία Του, όπως λέγει και το Πνεύμα το Άγιον στην Αγία Γραφή : «εν τω Ναώ αυτού – Θεού εισερχόμενος – πας τις λέγει δόξαν».

«Μεγάλη και ασυγχώρητη αμαρτία είναι, όταν κουβεντιάζουμε στην εκκλησία, κατά την ώρα της προσευχής, διότι περιφρονούμε κατά πρόσωπο το Θεό και λυπούμε το Πνεύμα το Άγιον, πράγμα το οποίον εγγίζει το κρίμα της βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος, αμαρτία η οποία δεν συγχωρείται «ούτε εν τω παρόντι ούτε εν τω μέλλοντι αιώνα» (Ματθ. 12, 32). Γι΄ αυτό προτιμότερο θα ήταν, οι άνθρωποι αυτοί, να μην πηγαίνουν στην εκκλησία, παρά να πηγαίνουν, και να καταφρονούν την εντολή του Θεού και να γίνονται αιτία σκανδάλων μέσα στην εκκλησία του Θεού».

ΠΗΓΗ : ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄, ΑΘΗΝΑΙ 1980, σ. 206 κ.ε.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

ΕΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΖΗΤΗΣΕ ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΩ ΓΙ' ΑΥΤΟΝ!

 Ένας άγγελος ζήτησε από εμένα να προσευχηθώ γι' αυτόν!

Ἕνας Γέροντας εἶπε ὅτι ὑπῆρχε κάποιος ἀναχωρητής, ποὺ κατοικοῦσε στὴν πιὸ βαθιὰ ἔρημο ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια κι εἶχε ἀποκτήσει χάρισμα διορατικό, ὥστε νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀγγέλους. Καὶ συνέβη τὸ ἑξῆς: Δυὸ ἀδελφοὶ μοναχοὶ ἄκουσαν τὰ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸν καὶ εἶχαν τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ ὠφεληθοῦν. Βγῆκαν ἀπὸ τὰ κελιά τους καὶ πήγαιναν πρὸς αὐτὸν μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν καρδιά. Καὶ ἀναζητοῦσαν τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ στὴν ἔρημο.

Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες πλησίασαν στὴ σπηλιὰ τοῦ Γέροντα. Ἀπὸ μακριὰ βλέπουν κάποιον σὰν ἄνθρωπο ντυμένο στὰ λευκὰ νὰ στέκεται πάνω σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς λόφους ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν ὅσιο σὲ ἀπόσταση περίπου τριῶν σημείων.
Τοὺς φώναξε:
«Ἀδελφοί, ἀδελφοί».
Αὐτοὶ τὸν ρώτησαν:
«Ποιὸς εἶσαι καὶ τί θέλεις;»
«Νὰ πεῖτε, τοὺς ἀποκρίθηκε, στὸν ἀββᾶ ἐκεῖνον ποὺ θὰ συναντήσετε: θυμήσου αὐτὸ ποὺ σὲ παρακάλεσα».

Οἱ ἀδελφοὶ ἦρθαν, βρῆκαν τὸν Γέροντα, τὸν χαιρέτισαν καὶ πέφτοντας στὰ πόδια τοῦ παρακαλοῦσαν νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του λόγο σωτηρίας. Πράγματι, διδάχτηκαν ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ὠφελήθηκαν πολύ.
Τοῦ μίλησαν καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶδαν καθὼς ἔρχονταν, καὶ τὴν παράκλησή του.
Ὁ Γέροντας κατάλαβε ποιὸς ἦταν, ἀλλὰ προσποιοῦνταν ὅτι δὲν τὸν ἤξερε. Μάλιστα ἔλεγε: «Κανένας ἄλλος ἄνθρωπος δὲν κατοικεῖ ἐδῶ». Οἱ ἀδελφοὶ ὅμως βάζοντας συνέχεια μετάνοιες καὶ ἀγκαλιάζοντας τὰ πόδια του τὸν ὑποχρέωναν νὰ πεῖ ποιὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ εἶδαν.
Ὁ Γέροντας τοὺς σήκωσε ὄρθιους καὶ τοὺς εἶπε:
«Δῶστε μου τὸν λόγο σας ὅτι δὲν θὰ μιλήσετε ἐπαινετικὰ σὲ κανέναν γιὰ μένα σὰν γιὰ κάποιον ἅγιο, μέχρι νὰ φύγω στὸν Κύριο, καὶ τότε θὰ σᾶς μιλήσω καθαρὰ γιὰ τὴν ὑπόθεση». Ἐκεῖνοι ἔκαναν ὅπως τοὺς ζήτησε. Τοὺς λέει λοιπόν:
«Αὐτὸς ποὺ ἔχετε δεῖ ντυμένο στὰ λευκὰ εἶναι ἄγγελος Κυρίου, ποὺ ἦρθε ἐδῶ καὶ παρακαλεῖ ἐμένα τὸν ἀδύναμο καὶ μοῦ λέει: «Ἱκέτευσε τὸν Κύριο γιὰ μένα, νὰ ξαναγυρίσω στὸν τόπο μου, γιατὶ ἔχει πιὰ συμπληρωθεῖ ἡ προθεσμία ποὺ ὁρίσθηκε σὲ βάρος μου ἀπὸ τὸν Θεό». Στὴν ἐρώτησή μου «ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ποινῆς σου;» ἀπάντησε:
«Συνέβη σὲ μία ἐπαρχιακὴ πόλη πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ παροργίζουν τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες τους γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, καὶ μ᾿ ἔστειλε νὰ τοὺς παιδεύσω μὲ εὐσπλαχνία. Ἐγὼ ὅμως ὅταν τοὺς εἶδα πολὺ νὰ ἀσεβοῦν, τοὺς ἐπέβαλα μεγαλύτερο παιδεμό, μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ νὰ ἐξοντωθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ μοῦ ἐπεβλήθη ἡ ἀπομάκρυνσή μου ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ποὺ μοῦ εἶχε ἀναθέσει τὴν ἀποστολή».
Ὅταν τοῦ εἶπα «καὶ πῶς εἶμαι ἄξιος νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸ γιὰ ἕναν ἄγγελο;», ἐκεῖνος εἶπε:
«Ἂν δὲν ἤξερα ὅτι ὁ Θεὸς δέχεται τὴν προσευχὴ τῶν γνήσιων δούλων του, δὲν θὰ ἐρχόμουν καὶ δὲν θὰ σὲ ἐνοχλοῦσα».
Ἐγὼ ἀναλογίσθηκα ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ ἀμέτρητο ἔλεος τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἔκανε ἄξιο νὰ μιλάει μαζί του καὶ νὰ τὸν βλέπει, ἐπίσης οἱ ἄγγελοί του νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἔχουν ἐπαφὴ μαζί τους, ὅπως ἔχει γίνει μὲ τοὺς μακάριους δούλους του Ζαχαρία καὶ Κορνήλιο καὶ τὸν προφήτη Ἠλία καὶ τοὺς ἄλλους ἁγίους. Ἔνιωσα κατάπληξη μ᾿αὐτὰ καὶ δόξασα τὴν εὐσπλαχνία του».

Μετὰ ἀπ᾿ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ὁ τρισμακάριστος πατέρας μας ἀναπαύτηκε. Οἱ ἀδελφοὶ τὸν ἔθαψαν τιμητικὰ μὲ ὕμνους καὶ προσευχές. Κι ἐμεῖς ἂς ἐπιδιώξουμε νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετὲς αὐτοῦ τοῦ Γέροντα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ φτάσουν στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειάς του».
Ἕνας Γέροντας ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει κανεὶς νὰ μεριμνᾷ γιὰ τίποτε παρὰ μόνο γιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ πρόσθετε:
«Κι ἂν ἀναγκασθῶ νὰ φροντίσω γιὰ γήινη ἀνάγκη, ποτὲ δὲν τὴν σκέφτομαι πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα της».

Μέγα Γεροντικό

ΗΤΑΝ ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ!

 Ήταν άγγελος Κυρίου…

Μια χειροπιαστή βοήθεια αγίου Αγγέλου έζησε και ο αγωνιστής μοναχός π. Γεράσιμος Μενάγιας (†1957), στο πρώτο μισό του αιώνα μας, ενώ ασκήτευε στο Άγιο Όρος.

Τον έστειλε κάποτε ο γέροντας του στη μονή της Λαύρας για μια επείγουσα υπόθεση. Ο π. Γεράσιμος πήρε την ευχή του και ξεκίνησε. Η απόσταση Κατουνάκια - Λαύρα είναι 3-4 ώρες, αλλά ήταν χειμώνας καιρός και είχε ρίξει χιόνι.

Όταν πέρασε την Κερασιά, ξέσπασε τρομερή χιονοθύελλα. Τον τύλιξαν πυκνές νιφάδες και δεν διέκρινε σχεδόν που βρισκόταν. Έχασε και το μονοπάτι, γιατί είχε σκεπαστεί από το χιόνι, και αναγκάστηκε να σταματήσει.

Βλέποντας τον κίνδυνο που δίετρεχε, άρχισε να προσεύχεται θερμά στον Κύριο και τη Θεοτόκο. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά, και ήρθε απ’ τον ουρανό η απάντηση: Φανερώνεται μπροστά του ένα χαριτωμένο δεκάχρονο παιδάκι. 

- Ευλόγησον, γέροντα! Του λέει.

- Ο Κύριος.

- Που πηγαίνεις, γέροντα, μ’ αυτό τον καιρό; Θα σε σκεπάσουν τα χιόνια. Θα χαθείς στο δάσος με τέτοια χιονοθύελλα.

- Τι να κάνω, παιδάκι μου; Μ’ έστειλε ο γέροντας μου στη Λαύρα. Είναι ανάγκη να πάω.

- Έλα τότε να σε βοηθήσω να προσανατολιστείς.

Κι αφού τον οδήγησε ως ένα σημείο, του είπε:

- Θα πάρεις τον κάτω δρόμο και θα βγεις στο μονοπάτι που οδηγεί στη Λαύρα.

Ο π. Γεράσιμος ευχαρίστησε. Μόλις έκανε μερικά βήματα, συνήλθε. «Πως βρέθηκε μικρό παιδί εδώ και μέσα στα χιόνια;», αναρωτήθηκε. Γύρισε πίσω, αλλά δεν βλέπει κανένα. Το παιδάκι είχε εξαφανιστεί. Ίχνη βημάτων δεν υπήρχαν στα χιόνια. Ήταν άγγελος Κυρίου. 

Πηγή: Από το βιβλίο «Εμφανίσεις και θαύματα των αγγέλων»

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

ΑΒΒΑΣ ΖΩΣΙΜΑΣ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΑΟΤΑΤΟ ΑΒΒΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΤΙΜΟΥΣΑΝ ΣΑΝ ΑΓΓΕΛΟ!

 Αββάς Ζωσιμάς: Για τον πραότατο αββά
που τον τιμούσαν σαν άγγελο!

Θυμήθηκε ο μακάριος Αββάς Ζωσιμάς κάποιον αββά πραότατο, που για τη μεγάλη του αρετή και τα θαυμαστά σημεία που επιτελούσε, όλη η χώρα τον τιμούσε σαν άγγελο Θεού: 

“Μια μέρα πήγε κάποιος παρακινημένος από τον πονηρό και τον έβρισε βαριά μπροστά σε όλους.

Ο γέροντας στεκόταν προσέχοντάς τον μέσα στο στόμα και λέγοντας:
– Χάρη Θεού στο στόμα σου αδελφέ.
– Ναι, φαύλε, γεροφαγά!…
 

Συνέχιζε μανιασμένος εκείνος.
– Αυτά τα λες για να φανείς στους άλλους πράος.
– Πράγματι, αδελφέ μου, παραδέχτηκε ο γέροντας, αυτό που λες είναι αληθινό.

Μετά το επεισόδιο τον ρώτησε κάποιος:
– Δεν ταράχτηκες καθόλου καλόγερε;
– Όχι! αποκρίθηκε. Αλλά ένιωθα σαν να σκέπαζε την ψυχή μου ο Θεός.
 

Από την περιοδική έκδοση “Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία”, τεύχος 23-24, σ. 123.