ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 24 Αυγούστου 2025

Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ

 Η λιτανεία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στα Γιάννενα 

Τον Αύγουστο του 1813 έγινε ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Κοσμά και η σεπτή κάρα του εστάλη στον Αλή Πασά κατά την επιθυμία του. Τέτοια ευλάβεια έτρεφε για τον Άγιο Κοσμά ο Αλής, ώστε «παρήγγειλε τω εκ Καλλαρύτων χρυσοχόω Παπαγεωργίου, για την αγία κάρα του, ασημένια φλωροκαπνισμένη θήκη με διαμάντια και συχνά έφερε τα ιερά λείψανά τ ου στα Γιάννενα για να τα ανασπασθή, οπότε γινότανε μεγάλη τελετή με τη συμμετοχή αυτού, της κυρά Βασιλικής, του κλήρου, του λαού και αυτών των Τούρκων ακόμα». 

Οι ξένοι περιηγητές Jeraume de la Lance και Davenport, αυτόπτες μάρτυρες, περιγράφουν μία τέτοια λιτανεία, που οργάνωσε ο Αλή Πασάς τιμώντας τη μνήμη του Πατροκοσμά: «Η τελετή διεξήχθη στο Σαράϊ του Αλή Πασά, στα Γιάννινα, στα Λιθαρίτσια, την περιοχή του σημερινού Στρατώνα. Από τη συμμετοχή του Κλήρου στη λιτανεία αυτή, συμπεραίνουμε ότι την εποχή που έγινε, ο Κοσμάς θα είχε αναγνωρισθεί, έστω και ανεπίσημα, ως Άγιος από την Εκκλησίαν. Τα λείψανα του Αγίου, ανέβαιναν από το δρόμο της αγοράς, με κατεύθυνση προς το Σαράϊ. Το πλήθος ακολουθούσε την πομπή, κι όλοι οι ιερείς των Γιαννίνων, ντυμένοι στα πιο πολυτελή τους άμφια, με ψαλμωδίες και λαμπάδες, σχημάτιζαν την κεφαλήν της. Οι μαγαζάτορες έβγαιναν στις πόρτες των καταστημάτων τους και σταυροκοπιόταν στο πέρασμά της. Άπειρος κόσμος ήταν παραταγμένος δεξιά και αριστερά της διαδρομής. Απόσπασμα από έφιππους της Σωματοφυλακής του Αλή, έκλεινε τη λιτανεία. Κι από τους ψαλτάδες κι από το πλήθος στα σταυροδρόμια, μαζί με τα θυμιάματα, ανέβαινε στον ουρανό μία μεγαλόφωνη δέηση: Κύριε, ελέησον! Κύριε, ελέησον! Κύριε, ελέησον!…

Τα τούρκικα νεκροταφεία του Ναμαζγκιάχ, (στο χώρο της σημερινής Πλατείας και της περιοχής κάτου από το Ξενοδοχείο Αβέρωφ), μαύριζαν από τον κόσμο που είχε μαζευτεί εκεί, για να ιδή το πέρασμα της Λιτανείας, η οποία τώρα μπαίνει στην κεντρική πλατεία του Παλατιού, περνώντας ανάμεσα από στίχους πεζών της Σωματοφυλακής του Αλή, ντυμένων με την επίσημη κόκκινη και χρυσοκέντητη στολή τους, και τ’ άρματά τους, που λαμποκοπούσαν στο σελάχι. 

Καθώς οι στίχοι των παπάδων που κρατούσαν την επίχρυση θήκη, μέσα στην οποία ήταν η κάρα του Αγίου, πλησίαζαν προς το Παλάτι, από το ύψος της μεγάλης σκάλας, ξεχύθηκε στον πυλώνα του ένα άσπρο σύννεφο. Εκατόν πενήντα ασπροφορεμένα παιδιά, που κρατούσαν ασημένια θυμιατήρια, ξεχύθηκαν δεξιά κι αριστερά, κι αμέσως από πίσω τους, τριακόσιες γυναίκες του Παλατιού, σκεπασμένες με διάφανους λευκούς πέπλους, στριμώχτηκαν από πίσω από τα παιδιά.

Και μέσα στο θάμπος που κυριαρχούσε, προβάλλει από το Παλάτι ο Αλής, έχοντας στο πλάϊ του μία ωραία μαυροντυμένη γυναίκα, τη μόνη ξέσκεπη από τις γυναίκες του Παλατιού. Η Κυρά Βασιλική, με τα μεγάλα της μάτια, κοιτάζοντας κάτου ντροπαλά, βάδιζε σεμνή στο πλάϊ του Τυράννου. Πρώτος γονάτισε ο πανίσχυρος τοπάρχης, και πλάϊ του ευλαβικά εκείνη. Τα παιδόπουλα κατόπι, οι γυναίκες του Παλατιού, ο λαός που πλημμύριζε την πλατεία, οι σωματοφύλακες, όλοι γονάτισαν με τη σειρά τους. Και τα πλήθη που συνωστιζόταν στην περιοχή των νεκροταφείων και τα πλήθη της πλατείας και των δρόμων, προσκυνούσαν, γονατιστά κι αυτά, τον Άγιο, ενώ σύννεφα από θυμίαμα σκορπούσαν τα βαλσαμικά τους μύρα. Και μία προσευχή ανέβαινε μαζί μ’ αυτά στον ουρανό, Κύριε, ελέησον!…

Σηκώθηκαν τότε ο Αλής και η Βασιλική, κι αφού ανασπάσθηκαν την αγία Κάρα, εξαφανίστηκαν στο εσωτερικό του Παλατιού, ενώ τα εκατόν πενήντα θυμιατά θυμιάτιζαν προς το μέρος της φλωροκαπνισμένης και αδαμαντοποίκιλτης θήκης, ξεχύνοντας αρωματισμένες νεφέλες… Και τα πλήθη άρχισαν σιγά-σιγά να διαλύωνται». 

Από το βιβλίο: Μαρία Αλ. Μαμασούλα, Ο Εθναπόστολος Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», 2016, σελ. 125.

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ

 Ο μικρός Δημήτρης με το διορατικό χάρισμα

Τόν Σεπτέμβριο κάποιου έτους στο ογκολογικό τμήμα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Ρίου επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Ο μικρός Δημητράκης ζητούσε επειγόντως τον ιερέα του Νοσοκομείου. Ήθελε οπωσδήποτε να κοινωνήση. 

Ήταν 13 ετών. Ενάμιση περίπου χρόνο βρισκόταν στην συγκεκριμένη κλινική. Ένας μικρός πονοκέφαλος τον ώδήγησε εκεί. Οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο του εγκεφάλου. Η καταγωγή του ήταν από το Φίερι της Αλβανίας. Οι γονείς του αβάπτιστοι. Έμεναν αρκετά χρόνια στην Πάτρα. Αυτός, λίγο μετά την είσοδό του στο Νοσοκομείο, θέλησε να βαπτιστή. Άκουγε για τον Χριστό και ήθελε να γίνη «παιδί» Του. Βαπτίστηκε «εις το όνομα του Πατρός και του Υϊού και του Αγίου Πνεύματος», κατόπιν κατηχήσεως βέβαια.

Όλοι τον αγαπούσαν πολύ στην κλινική. Ο καρκίνος είχε προχωρήσει αρκετά και ήδη του είχε στερήσει την όράση. Δεν έβλεπε καθόλου, τίποτε και κανέναν. Άκουγε όμως με μεγάλη και θαυμαστή υπομονή. Δεν παραπονιόταν. Έλεγε ότι ο Θεός τον αγαπά πολύ. Προσευχόταν και παρακαλούσε και τους γονείς του να κάνουν το ίδιο.

Όσοι τον επισκέπτονταν καταλάβαιναν να υπάρχη κάτι διαφορετικό σ΄ αυτό το παιδί. Μιλούσε συνέχεια για τον Θεό. Ήταν πάντα ευγενικό και χαρούμενο. Το πρόσωπο του έλαμπε. Ήθελε να κοινωνάη συχνά των Τιμίων Δώρων. Όταν κάποιες φορές η μητέρα του ήταν σε κάποιον άλλο χώρο της κλινικής, φώναζε: «Μητέρα, ελα γρήγορα. Φτάνει ο παππούλης με τον Χριστό. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Έλα να με ετοιμάσης». Και έτσι γινόταν. Ο ιερέας ερχόταν και εύρισκε τον Δημητράκη καθισμένο στο κρεββάτι του, με ανοιχτό το στόμα κάνοντας με ευλάβεια τον σταυρό του. Ενώ δεν εγνώριζε την ακριβή ώρα της προσελεύσεως του ιερέως με τα Τίμια Δώρα, με διορατικό χάρισμα τον έβλεπε να έρχεται, μολονότι παρεμβάλλονταν δυο κλειστές πόρτες πού εχώριζαν το δωμάτιο του από τον διάδρομο πού ερχόταν ο ιερέας.

Αυτό το βεβαιώνει και η ευλαβής κυρία Μαρία Γαλιατσάτου η οποία εθελοντικώς εφρόντιζε το παιδί αυτό. «Κυρία Μαρία, θέλω κάτι να σας πώ», της είπε μία ημέρα. 
«Όταν έρχεται ο παππούλης με τον Χριστό, τον βλέπω στις σκάλες πού ανεβαίνει και δίπλα του υπάρχουν δυο ψηλοί, όμορφοι άνθρωποι με ολόασπρη στολή πού γέρνουν προς το Άγιο Ποτήριο και με ανοιχτά τα χέρια τους το προστατεύουν».

Κάποτε τον ρώτησε ο γιατρός: «Τί κάνεις, Δημητράκη, πώς πάμε;». Του απάντησε: «Κύριε γιατρέ, μπορώ να σας πώ από κοντά. Εγώ είμαι καλά. Εσείς μην στενοχωριέστε πού έφυγε η γυναίκα σας. Ο Θεός θα είναι μαζί σας γιατί είστε καλός άνθρωπος». Ο γιατρός έμεινε λίγο ακίνητος. Κανείς δεν ήξερε το θλιβερό γεγονός πού είχε συμβή την προηγούμενη ήμερα στο σπίτι του, ότι δηλαδή η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και πήρε άλλον άνδρα.

«Αυτό είναι παιδί του Θεού», έλεγαν όσοι το γνώριζαν.

Την τελευταία φορά πού κοινώνησε δεν μπορούσε πλέον να σταθή καθιστός στο κρεββάτι αλλά υποδέχθηκε με χαρά και λαχτάρα τον Χριστό ξαπλωμένος. «Ευχαριστώ πολύ», ψέλλισε και μετά εκοιμήθη.

Ο ιερέας, όταν την άλλη μέρα πήγε στο νεκροτομείο να διάβαση στον Δημητράκη το τρισάγιο, είπε:
«Τέτοιο λείψανο πρώτη φορά στην ζωή μου βλέπω. Το πρόσωπο του είναι χαμογελαστό, λάμπει και έχει το χρώμα του κεχριμπαριού».

Οι γονείς του αγάπησαν τον Χριστό πολύ και θέλουν και αυτοί να βαπτιστούν.

Από το βιβλίο: "Ασκητές μέσα στον κόσμο"(Β’ Τεύχος), Βιβλίο από τις Εκδόσεις του Ιερού Ησυχαστηρίου Άγίου Ιωάννου Προδρόμου Μεταμορφώσεως Χαλκιδικής.

ΠΑΠΑ ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΕΞΟΡΚΙΣΤΗΣ

 Παπά Γιάννης ο εξορκιστής

Όταν το 1917 στην Ρωσία έγινε η επανάσταση των Μπολσεβίκων, συνέλαβαν στην Οδησσό 17 ιερείς για να τους εκτελέσουν. Ένας απ' αυτούς κρύφθηκε στα δάση και σώθηκε μετά βρήκε τα δύο του παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τα οποία είχαν κρύψει οι γείτονές του και γλύτωσαν από τους κομμουνιστές. Την πρεσβυτέρα του όμως την συνέλαβαν και την εκτέλεσαν.

Ο ιερέας αυτός ονομαζόταν παπά-Γιάννης και ήταν Έλληνας. Πήρε λοιπόν τα δύο του παιδιά και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπον, πεζοπορώντας το περισσότερο διάστημα ήρθε μέσω Ρουμανίας και Βουλγαρίας στην Ελλάδα, την πατρίδα του. Έκανε εφημέριος στην Μακεδονία και στην Θράκη. Έπειτα ήρθε στο χωριό Σκουτερά Αγρινίου, διότι ήταν κενή η θέση του εφημερίου.

Ο παπά-Γιάννης ήταν ρακένδυτος. Φορούσε ένα τριμμένο ράσο με ένα ξυλάκι από ρείκι για κουμπί και στο λαιμό του είχε κρεμασμένο με μαύρο κορδόνι ένα ξύλινο Σταυρό. Έμοιαζε με τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Από τη νηστεία και τις ταλαιπωρίες είχε όψη εξαϋλωμένη, ήταν «πετσί και κόκαλο».

Το χωριό Σκουτερά τον καλοδέχτηκε και τον βοήθησε στις ανάγκες του. Έμενε σ' ένα δωμάτιο μαζί με τα δύο του παιδιά, το κορίτσι δέκα ετών και το παιδί οκτώ ετών. Άρχισε λοιπόν ο παπά-Γιάννης να λειτουργεί τακτικά, να κηρύττει τον λόγο του Θεού, να εξομολογεί και να κοινωνεί τους ανθρώπους. Έτρεχε να βοηθά πνευματικά όπου τον καλούσαν, να διαβάζει ευχές σε αρρώστους και σε άρρωστα κτήνη που αμέσως θεραπεύονταν.

Μία νέα από την Σκουτερά είχε παντρευτεί στην Σταμνά. Όταν επισκέφθηκε το χωριό της άκουσε να μιλούν με θαυμασμό για τον παπά-Γιάννη. Της είπαν: «Μας έστειλαν έναν παπά, λες και είναι ο ίδιος ο Χριστός, τόσο καλός είναι».

Η νέα είπε ότι στην Σταμνά υπάρχει μία γυναίκα δαιμονισμένη επί δεκαοκτώ χρόνια. Οι συγγενείς της την γύρισαν σε γιατρούς και σε πολλά Μοναστήρια τρέξανε σ' όλη την Ελλάδα αλλά αυτή δεν θεραπεύτηκε. Ζήτησε και είδε η ίδια τον παπά-Γιάννη και τον παρακάλεσε να θεραπεύση την πάσχουσα. Αυτός ζήτησε να δη πρώτα την δαιμονισμένη. Έκανε προσευχή και αποφάσισε να την αναλάβει.

Την Κυριακή στο τέλος της θείας Λειτουργίας ο παπά-Γιάννης ανακοίνωσε τα εξής στο εκκλησίασμα: «Χριστιανοί, θα κάνουμε έναν αγώνα για να θεραπευτή η γυναίκα που την βασανίζει ο σατανάς επί 18 χρόνια. Θα νηστέψουμε 40 μέρες, θα κάνουμε κάθε μέρα Λειτουργία. Θα εξομολογηθούμε, θα κοινωνήσουμε, θα φέρνουμε την γυναίκα κάθε βράδυ στην Εκκλησία και θα κάνουμε Παράκληση. Στην Λειτουργία δεν θα την φέρνουμε εδώ, διότι ο σατανάς θα δημιουργήσει φασαρία. Θα ειδοποιήσουμε και τα γύρω χωριά όποιος θέλει να έρθει».

Την Κυριακή το βράδυ έφεραν την γυναίκα στην Εκκλησία του αγίου Νικολάου. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Στην Εκκλησία δεν ήθελε να μπει με κανένα τρόπο. Το δαιμόνιο μούγκριζε, έβριζε τους πάντες, απειλούσε ότι θα κάψει την Εκκλησία, και έβγαζε αφρούς από το στόμα της. Την έπιασαν μερικοί δυνατοί άντρες και την έφεραν κάτω από τον πολυέλαιο.

Ο παπά-Γιάννης κρατώντας τον Σταυρό διάβαζε από το Ευχολόγιο τους εξορκισμούς και την σταύρωνε. Κρατούσε τον Σταυρό πάνω στο κεφάλι της και εκείνη φώναζε: «Πάρε αυτό το σφυρί από το κεφάλι μου, με πληγώνεις' δεν υποφέρω αυτό το σφυρί». Το πλήθος των χριστιανών έκαναν μετάνοιες και έλεγαν το «Κύριε ελέησον».
Ό παπά-Γιάννης έλεγε στον κόσμο: «Χριστιανοί, κάνετε υπομονή, θα τον εξοντώσουμε τον σατανά».

Είχε πει και στον Δάσκαλο ο παπάς να φέρνει όλα τα παιδιά του Σχολείου, που έλεγαν κι αυτά το «Κύριε ελέησον» και έκαναν μετάνοιες. Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Ο διάβολος με το στόμα της δαιμονισμένης έλεγε στα παιδιά του Σχολείου: «Πηγαίνετε έξω παιδάκια, σας κοροϊδεύει αυτός ο παλιό παπάς που βρωμάνε τα χνώτα του από τη νηστεία. Μία ωραία νύφη περνά, πηγαίνετε έξω, περιμένει η μαμά σας με μία φέτα καθάριο ψωμί με ζάχαρη πάνω στο ψωμί». Δηλαδή έλεγε ότι ζήλευαν και επιθυμούσαν να έχουν τα παιδιά τότε, με σκοπό να τα βγάλει έξω.

Έρχονταν και από τα γύρω χωριά κόσμος. Μία μέρα μπήκε μέσα κάποιος και του λέγει ο διάβολος με το στόμα της δαιμονισμένης: «Ω, καλώς τον φίλο μου τον τάδε, εσύ είσαι που την τάδε μέρα έκανες αυτό και αυτό, ήρθες και εσύ να προσευχηθείς για να με βασανίσεις;».

Όντως ήταν αλήθεια αυτά και ο άνθρωπος αυτός έφυγε καταντροπιασμένος, δεν άναψε ούτε κερί. Το παράδοξο είναι ότι η δαιμονισμένη έβλεπε προς το Ιερό, δεν γύρισε να δη πίσω της, που ήταν πολύς κόσμος, αλλά τον είδε με άλλο τρόπο και του αποκάλυψε τις ανεξομολόγητες αμαρτίες του.

Κάποιο βράδυ, ενώ είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και ο παπά-Γιάννης διάβαζε την δαιμονισμένη, είπε κάποιος στον διπλανό του: «Κάνε καλά τον σταυρό σου. Σταυρός είναι αυτός που κάνεις, λες και παίζεις μαντολίνο». Ακούστηκε τότε η φωνή της δαιμονισμένης να λέει: «Άφησε τον άνθρωπο, καλά κάνει τον σταυρό του».

Η δαιμονισμένη φώναζε κάποτε: «Στείλτε να φέρετε τον φίλο μου τον τάδε παπά». Ήταν ένας παπάς σε κάποιο χωριό που η ζωή του δεν ήταν καλή. Αυτός ο παπάς δεν τόλμησε να έρθει στην Εκκλησία.

Ο αγώνας του παπά-Γιάννη συνεχίσθηκε για να βγάλει το δαιμόνιο από την γυναίκα. Σ' αυτό το διάστημα πληροφορήθηκε από το ίδιο το δαιμόνιο που ήταν μέσα στην γυναίκα, ότι είναι ο Εωσφόρος, ο αρχηγός των δαιμόνων. Μπήκε μέσα της κατά την ώρα που τηγάνιζε ψάρια, επειδή ο αδελφός της αγανακτισμένος από κάποια αφορμή της είπε να μπει ο διάβολος μέσα της. Από εκείνη την στιγμή δαιμονίστηκε η γυναίκα.

Ο αγώνας τώρα για τον παπά-Γιάννη ήταν σκληρός. Ο διάβολος τον έβριζε, τον απειλούσε λέγοντας ότι θα γκρεμίσει την Εκκλησία, θα κάψει το χωριό, «θα βγω απ' αυτή την σκύλα», έλεγε, «και θα μπω στην κόρη και στον γιό σου». Ο παπά-Γιάννης του απαντούσε: «Δεν έχεις δικαίωμα να μπεις πουθενά, μόνο στην άβυσσο έχεις δικαίωμα να πάς».

Μετά από ένα μήνα, ένα βράδυ αφού τελείωσε η Παράκληση και έφυγε ο κόσμος μαζί και η δαιμονισμένη, ο παπά-Γιάννης έκλεισε την πόρτα της Εκκλησίας, γονάτισε μπροστά στην εικόνα του Χριστού και άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα για να ελευθερωθεί η βασανισμένη ψυχή από το δαιμόνιο.

Από τις οκτώ το βράδυ μέχρι τις τρεις το πρωί προσευχόταν συνεχώς. Ανησύχησαν οι χωριανοί για τον παπά-Γιάννη που δεν επέστρεψε σπίτι του, κοντά στα παιδιά του που τον περίμεναν. Πήγαν μαζί με τα παιδιά του και τον βρήκαν γονατιστό να προσεύχεται. Η κόρη του που ήξερε από άλλες φορές, είπε: «Αφήστε τον να προσευχηθεί». Όταν συνήλθε ο παπά-Γιάννης από την προσευχή που είχε απορροφηθεί, πήγε στο σπίτι του να κοιμηθεί. Στον ύπνο του άκουσε φωνή που του είπε: «Παπά-Γιάννη, η γυναίκα μετά τις τριάντα εννιά μέρες, αφού περάσει η 12η ώρα, τα μεσάνυχτα, θα ελευθερωθεί από τον σατανά».

Την τελευταία ημέρα είπε ο σατανάς στον παπά-Γιάννη: «Παπά-Γιάννη με εξόντωσες». Και πράγματι την 40η ημέρα βγήκε από την γυναίκα η οποία ελευθερώθηκε από το μαρτύριο και έζησε έκτοτε υγιής πολλά χρόνια.

Ο παπά-Γιάννης στο δωμάτιο που κοιμόταν με τα παιδιά του, δεν είχε σχεδόν τίποτε εκτός από δύο «τσόλια» (σκεπάσματα, κουβέρτες), τα οποία είχαν δώσει οι γυναίκες του χωριού. Στο ένα κοιμόνταν τα παιδιά του και στο άλλο αυτός. Έστρωνε το μισό κάτω στο πάτωμα και με το άλλο μισό σκεπαζόταν.

Είχε μεγάλη πίστη στον παντοδύναμο Κύριο. Αισθανόταν ότι η προσευχή του εισακούεται από τον Θεό και γι' αυτό γίνονται θαύματα. Έλεγε: «Όταν ζητήσω από τον Θεό να ισοπεδώση το βουνό δια της προσευχής, της νηστείας και της ελεημοσύνης, θα ισοπεδωθεί. Ο άνθρωπος, όταν τηρήσει αυτά τα τρία είναι από τώρα στον παράδεισο».
Είχε πολύ μεγάλη φτώχεια ο παπά-Γιάννης γιατί όσα του έδιναν τα μοίραζε ελεημοσύνη.

Κάποιος το πρώτο Πάσχα που έκανε στο χωριό, του χάρισε μία γίδα με το μικρό της κατσικάκι. Το κατσικάκι να το σφάξει για να γιορτάσει το Πάσχα, και την γίδα να την έχει να πίνουν λίγο γάλα, όταν δεν έχει νηστεία. Ο παπά-Γιάννης δεν κράτησε την γίδα και το κατσίκι. Τα πούλησε και με τα χρήματα αγόρασε ρούχα για τα ορφανά του χωριού, να χαρούν κι αυτά την ημέρα της Αναστάσεως.

Ήταν επίσης μεγάλος νηστευτής. Την Σαρακοστή νήστευε εξήντα μέρες από λάδι, γι' αυτό στο χωριό την Σαρακοστή την έλεγαν Εξηντάρα. Ο παπά-Γιάννης ένα βράδυ είδε στον ύπνο του ένα σπίτι σε μία άγνωστη τοποθεσία και τον νοικοκύρη του σπιτιού να τρώγει ένα ψόφιο σκυλί. Ρώτησε που βρίσκεται αυτό το σπίτι με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τον κατατόπισαν. Πήγε ο παπά-Γιάννης με συνοδεία, βρήκε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε η γυναίκα.

Μαζί της ήταν και το παιδί της. Ο άνδρας της έλειπε στα κτήματα. Πάντως όταν τον ειδοποίησαν ήρθε τρέχοντας, πλύθηκε, του έβαλε εδαφιαία μετάνοια και του φίλησε το χέρι. Είχε ακούσει για την αγιότητα του παπά-Γιάννη και την θεραπεία της δαιμονισμένης, αλλά δεν τολμούσε να τον συναντήση, διότι η συνείδησή του ήταν βεβαρημένη. Στην εκκλησία δεν πήγαινε, κρεοφαγούσε στις νηστείες, βλασφημούσε και με την γυναίκα του ζούσε παράνομα γιατί ήταν αστεφάνωτοι. Είχε όμως καλή διάθεση. Ζήτησε και εξομολογήθηκε αμέσως. Μετά στεφανώθηκε από τον παπά-Γιάννη και έζησε ως καλός χριστιανός.

Ο παπά-Γιάννης, ο χαριτωμένος λειτουργός του Υψίστου με την ασκητική του ζωή, την ακτημοσύνη του και την αδιάλειπτη προσευχή, είχε γίνει γνωστός σ' όλη την γύρω περιοχή. Έρχονταν οι άνθρωποι να τον συμβουλευτούν και να τους διαβάσει ευχή να γίνουν καλά. Τον θεωρούσαν μεγάλο Προφήτη και θαυματουργό. Έρχονταν επίσης άγνωστοι άνθρωποι από διάφορα μέρη και αυτός έλεγε: «Εσύ είσαι ο τάδε και ήρθες εδώ γι' αυτό και γι' αυτό το λόγο».

Διηγείται κάποιος από την Σκουτερά που στο πατρικό του σπίτι έμενε ο παπά-Γιάννης, ότι είχε πει κάποτε: «Μια ημέρα θα αποκαλυφθεί το λείψανο ενός Αγίου στο μοναστήρι της Παναγίας της Λυκουρισιώτισσας και υστέρα το Μοναστήρι θα πάρει μεγάλη φήμη». Αλλά το χωριό του που τον λάτρευε δεν τον χάρηκε πολύ, γιατί τον πήραν για εφημέριο στο χωριό Καινούργιο. Μετά τον ζήτησαν και τον πήραν στην Πελοπόννησο. Έκτοτε αγνοούνται τα ίχνη του και τώρα σίγουρα θα έχει κοιμηθεί.

Αιωνία του η μνήμη. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2008, Ι. Ησυχαστήριον Αγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2025

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΜΕΣΙΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

 Η δύναμη της μεσιτείας της Παναγίας

Δεν είχα συνειδητοποιήσει τη δύναμη της μεσιτείας της Παναγίας μέχρι τη στιγμή που διάβασα στο βιβλίο “Αμαρτωλών Σωτηρία” που... έγραψε ο Άγιος Αγάπιος, το ακόλουθο θαύμα.

Ήταν ένας στρατιώτης πολύ αμαρτωλός και επιρρεπής στη μοιχεία. Είχε όμως γυναίκα ενάρετη η οποία πολλές φορές τον συμβούλευε να μετανοήσει για τις αμαρτίες του. Μετά από πολύ κόπο τον έπεισε να νηστέψει από την πρώτη Αυγούστου έως την εορτή της κοιμήσεως της Θεοτόκου, αλλά και όλες τις παραμονές των εορτών της και έτρωγε τις ημέρες της νηστείας μια φορά την ημέρα μόνο ψωμί και νερό. Επιπλέον η σύζυγος, του έμαθε και να προσεύχεται μπροστά στην εικόνα της Παναγίας λέγοντας το “χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά Σοῦ…..” και ότι άλλη προσευχή ήξερε. 

Μια μέρα μπήκε σε μια εκκλησία και καθώς προσευχόταν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας βλέπει τον Χριστό στην αγκαλιά της Παναγίας, να έχει σε όλο το σώμα του πληγές από τις οποίες έτρεχε αίμα νωπό σαν να είχαν γίνει οι πληγές εκείνη τη στιγμή. 

Ο στρατιώτης λυπημένος έκλαψε πικρά και δεόμενος προς την Παναγία είπε μέσα από την ψυχή του: 

Γλυκύτατη μου Κυρία, ευσπλαχνίσου με τον ασεβή και μεσίτεψε προς τον Κύριο να με συγχωρήσει, ως μεσίτρια των αμαρτωλών που είσαι. 

Τότε άκουσε την Παναγία να του λέει: “εσείς οι αμαρτωλοί με ονομάζετε με τη γλώσσα Μητέρα της ελεημοσύνης και με τις αμαρτίες σας με κάνετε μητέρα λύπης και θλίψεως. 

Ο στρατιώτης ακούγοντας τα λόγια αυτά έπεσε με το πρόσωπο στο έδαφος και οδυρόμενος έλεγε: “Δέσποινα μου, μη μου οργισθείς με μένα τον άθλιο, αλλά ως μεσίτρια των αμαρτωλών και βοήθεια, ικέτευσε για λόγου μου. Μεγάλη δύναμη έχει η δέηση σου προς τον Δεσπότη.” 

Λέγοντας αυτά κοιτώντας προς τη γη, μη τολμώντας να σηκώσει τα μάτια του ακούει την Δέσποινα να λέγει προς τον Κύριον: “Υιέ μου αγαπημένε, ελέησον με την αγάπη σου τον αμαρτωλό αυτόν που προσκυνά με δάκρυα και εξομολογείται τις αμαρτίες του. 

Ο Κύριος αποκριθείς είπε: “Μη με ενοχλείς γι’ αυτόν Μητέρα, γιατί δεν είναι άξιος συγχωρήσεως.” 

H Παναγία απάντησε: “ενθυμήσου τέκνον μου γλυκύτατο την μητρική αγάπη με την οποία σε ανέθρεψα και με πόσο πόθο σε γαλούχησα και συγχώρεσε αυτού τις αμαρτίες.” 

O Κύριος απεκρίθη: “Ω Μητέρα, λόγω της δικαιοσύνης δεν μπορώ να σε υπακούσω.” 

Τότε η Παναγία του είπε: “Δεν σου ζητώ να τον κρίνεις με δικαιοσύνη, αλλά με την άπειρον ευσπλαχνία σου, επειδή οι πάντες με ονομάζουν Μητέρα της ελεημοσύνης.” 

Της λέγει τότε ο Χριστός: “Μη στεναχωρηθείς Μητέρα, επειδή δεν σε υπακούω σε αυτό που μου ζητάς, αλλά θυμήσου ότι και εγώ τρεις φορές δεήθηκα στον Πατέρα μου την ώρα του Πάθους, εάν ήταν δυνατό να λυτρωθεί το ανθρώπινο γένος με άλλο τρόπο για να λάβω θάνατο, αλλά δεν με υπάκουσε.” 

Όταν είδε η πολυεύσπλαχνος Δέσποινα, ότι το πλήθος των αμαρτιών του στρατιώτη εμπόδιζε το έλεος του Θεού, έκλινε τα γόνατα, για να τον προσκυνήσει και να εκβιάσει με τον τρόπο αυτό της ταπεινώσεως, τα σπλάχνα του φιλάνθρωπου Υιού της προς έλεος όπως και έγινε. 

Μόλις είδε ο Χριστός τη μητέρα του, πως έκανε κίνηση για να τον προσκυνήσει, δεν την άφησε αλλά της είπε: “Επειδή στο νόμο είναι γραμμένη η εντολή ο καθένας να τιμά τον πατέρα του και τη μητέρα του δεν θέλω να αθετήσω την αίτηση σου. Λοιπόν ας είναι συγχωρεμένα τούτου τα ανομήματα και για σημείο αγάπης ας πλησιάσει να ασπασθεί τις πληγές μου.” 

Ακούγοντας αυτά ο στρατιώτης σηκώθηκε αγαλλιασμένος και άρχισε να φιλάει τις πληγές και ώ του θαύματος κάθε πληγή που φιλούσε θεραπεύονταν και συνέχισε μέχρι να τις θεραπεύσει όλες. Ο στρατιώτης ευχαρίστησε τον Κύριο και την Αειπάρθενο Μητέρα αυτού και ερχόμενος στην οικία του ανέφερε στην γυναίκα του όσα συνέβησαν, διόρθωσε όσες αδικίες είχε πράξει και έκανε πολλές ελεημοσύνες…..

Ο εν παντί καιρώ και πάση ώρα, εν ουρανώ και επί γης προσκυνούμενος και δοξαζόμενος, Χριστός ο Θεός…….

Παρότι ο ίδιος Θεός και η μητέρα του άνθρωπος, δεν της επέτρεψε να τον προσκυνήσει. Ας αναλογιστούμε και εμείς πως φερόμαστε οι ίδιοι στους γονείς μας.

askitikon.eu

Σάββατο 9 Αυγούστου 2025

ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

 Το καντῆλι τῆς Παναγίας

ἀπό τό βιβλίο «ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ»

ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Ἰγνάτιος ὁ Πνευματικός

Ὁ πάπα – Ἰγνάτιος ὁ Πνευματικός (1827 – 1927) ἀνήκει στίς πιό χαριτωμένες  καί σεβάσμιες προσωπικότητες τοῦ Ἁγ. Ὅρους. Ἐπί ὀγδόντα χρόνια ἔζησε τήν πιό σκληρή ἀσκητική ζωή στά Κατουνάκια καί ἔγινε δοχεῖο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁ πάπα – Ἰγνάτιος ἀπέκτησε ἕναν ὑποτακτικό ταλαντοῦχο, τόν πατέρα Νεόφυτο, νέο μέ ὑπέρμετρο ἀσκητικό ζῆλο. Κάποια νύχτα ὁ πάπα – Νεόφυτος ἄκουσε ἕνα σιγανό χτύπημα στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, καθώς καί μιά ἁπαλή γυναικεία φωνή: «Σήκω, παιδί μου. Κατέβα στήν ἐκκλησία, γιατί τό καντηλάκι μου ἔσβησε».

Πετάγεται ἀμέσως ἀπό τόν ὕπνο, κατεβαίνει μέ ἀγωνία στόν ναό τῆς ἐρημικῆς τους καλύβης καί βρίσκει σβησμένο τό καντηλάκι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τό ἄναψε κατασυγκινημένος, ἔκανε μιά  θερμή προσευχή καί ἐπέστρεψε στό κελλί του.

Τό περιστατικό αὐτό συνέβη καί σέ ἑπόμενες νύχτες. «Προόδευσα», ἄρχισε νά σκέπτεται τότε ὁ ἀρχάριος ὑποτακτικός. «Φαίνεται ὅτι ἀνέβηκα ψηλά. Ἡ Δέσποινα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς μ’ ἐπισκέπτεται. Ἀκούω τήν ἀγγελική φωνή Της. Ἀνάβω τό σβησμένο καντηλάκι Της.  Πόσο εὐτυχισμένος νιώθω!».

Αὐτά σκεπτόταν, ἐνῶ ὁ δαίμονας τῆς ὑπερηφανείας δέν ἔπαυε νά τόν τοξεύει μέ τά πυρφόρα βέλη του καί νά τόν σπρώχνει στήν καταστροφή.

Μερικές φορές ὁ πατήρ Νεόφυτος ἐνίωθε τήν συνείδησή του νά διαμαρτύρεται, ἄκουε καί ἕναν ἄλλον ἁπαλό λογισμό πού τόν συμβούλευε ν’ ἀνακοινώσει, ὅπως εἶχε καθῆκον, τό ἐπεισόδιο στόν γέροντά του. Ἀλλ’ ἀπέκρουσε τόν σωτήριο αὐτό λογισμό. «Γιατί νά τό πῶ στόν γέροντα; Ἁμαρτία εἶναι νά τήν ἐξομολογηθῶ; Ἅγιο περιστατικό εἶναι, καί ὅσο πιό μυστικά καί σιωπηλά τό ζῶ, τόσο διατηρεῖται ἡ ἱερότης του».

Ὁ διακριτικός πάπα – Ἰγνάτιος κάποια ἀδιόρατα σημεῖα ἀντιλήφθηκε στήν συμπεριφορά τοῦ ὑποτακτικοῦ του καί δέν ἀδιαφόρησε. Κάθε τόσο τοῦ ὑπενθύμιζε: «Παιδί μου, Νεόφυτε, πρόσεχε. Ὅ,τι σου συμβαίνει στήν πνευματική σου ζωή νά μοῦ τό ἀνακοινώνεις». Καί μιά μέρα τόν ἀνάγκασε στήν ἐξομολόγηση νά ἐξιστορήσει μέ λεπτομέρειες ὅλη τήν ὑπόθεση. Μέ τήν βάθεια διάκριση καί τήν ἔκτακτη ποιμαντική πού διέθετε, τοῦ ἀνέλυσε τά συμβάντα καί τοῦ ἀπέδειξε πώς εἶχε πέσει στήν παγίδα τοῦ διαβόλου. Τόν ρώτησε:

-          Τί αἰσθήματα κυριαρχοῦσαν μέσα σου, ὅταν ἀναβες τό σβησμένο καντήλι;

-          Χαρά καί ἱκανοποίηση, πού ἀξιώνομαι μιᾶς τέτοιας εὐλογίας!

-          Καί τί ἄλλο ἀκόμη;

-          Ναί, καί κάτι ἄλλο. Κάποια μυστική ταραχή καί ἀνησυχία νά μή μάθει τίποτε ὁ γέροντας.

-          Αὐτό τό τελευταῖο μαρτυρεῖ ὁλοφάνερα τήν παρουσία τοῦ διαβόλου.

Τοῦ εἶπε πολλά γιά τίς πλεκτάνες τοῦ ἐχθροῦ καί στό τέλος παρετήρησε:

-          Ἄντε, πλανεμένε! Σέ ξεγέλασε ὁ διάβολος. Ἔχει ἀνάγκη ἡ Παναγιά ἀπό μένα καί ἀπό σένα; Ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν βοήθειά σου; Πρόσεξε! Ἄν ξαναχτυπήσει ἡ πόρτα  τοῦ κελλιοῦ σου, δέν θά σηκωθεῖς ν ἀνάψης τό καντῆλι, καί εἶμαι ἐγώ ὑπεύθυνος.

Τά φτερά τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ κόπηκαν! Ποτέ δέν περίμενε τόσο ἄδοξο τέλος στήν “ὑψηλή” ἐκείνη ὑπόθεση. Ἀργότερα βέβαια εὐγνωμονοῦσε τόν γέροντά του, πού τόν γλύτωσε ἀπό τήν παγίδα τοῦ ἐχθροῦ. Τώρα ὅμως ἦταν περίλυπος. Εἶχε καί μιά ἀπορία: Θά ξαναχτυποῦσε ἄραγε ἡ πόρτα; Ἀλλά ποῦ τέτοιο πρᾶγμα!

Μόλις τά σκοτεινά σχέδια τοῦ διαβόλου ἦλθαν στό φῶς τῆς διακρίσεως τοῦ   παπα–Ἰγνατίου, διαλύθηκαν σάν καπνός!

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά  Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης

Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ

 Το συγκλονιστικό όραμα του Αγίου Μάρκου
(Ο Άγιος Μάρκος, η Παναγία και η γύφτισσα)

Στην πανώρια αυτή περιοχή της Βίγλας, που έχει πολύ ανοιχτόν ορίζοντα προς όλες τις κατευθύνσεις και βλέπει τα απέραντα γαλανά νερά του Αιγαίου Πελάγου, τον δέκατο τέταρτο αιώνα ήρθε και αρκετά χρόνια εφησύχαζε, ο νηπτικώτατος πατήρ και διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης, ο οποίος δίδαξε και ανέδειξε πολλούς μαθητές της νηπτικής θεωρίας και πρακτικής καρδιακής προσευχής.

Μεταξύ των μαθητών του, σαν αστέρι πρώτου μεγέθους έλαμπε ο απλός και αγαθός Μάρκος, ο οποίος στην τοποθεσία αυτή αξιώθηκε να δει θαυμάσιο και υπερφυσικό όραμα : Στο υψηλότερο και πιο θεαματικό μέρος της «βίγλας», είδε σε ζωντανή εικόνα το τελευταίο μεγαλυνάριο, που ψάλλομε στο τέλος του μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα της Παναγίας που λέγει :

«Χρυσοπλοκώτατε πύργε, καὶ δωδεκάτειχε πόλις, ἡλιοστάλακτε θρόνε, καθέδρα τοῦ βασιλέως, ἀκατανόητον θαῦμα, πῶς γαλουχεῖς τὸν δεσπότην.»

Δηλαδή είδε ένα χρυσόπλοκο και χρυσόκτιστο πύργο, πάνω στον οποίον ήταν ολοφώτεινος και ηλιοστάλακτος θρόνος. Επί του θρόνου αυτού, σα Βασίλισσα ουρανού και γης κάθονταν η Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, φέρουσα στην αγκαλιά της, τον Υιόν και Θεόν Της, Κύριον και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν.

Στον πύργο αυτόν, γύρω-γύρω σαν τείχος, ήταν δώδεκα ολόχρυσοι θρόνοι, επί των οποίων κάθονταν οι δώδεκα άγιοι Απόστολοι του Κυρίου, οι οποίοι, μαζί με τα Αγγελικά Τάγματα και τους αγιορείτες Πατέρες, υμνούσαν, ευλογούσαν και δοξολογούσαν τον Κύριο της δόξης και Θεόν, τιμώντες ταυτόχρονα με ύμνους και μεγαλυνάρια, την Παναγία Μητέρα, του Υιού και Λόγου του Θεού, Θεοτόκο Μαρία. Γύρω δε από όλους αυτούς ήταν άπειρο πλήθος Μοναχών και χριστιανών, που δοξολογούσαν κι αυτοί το Θεό και την μητέρα του Χριστού και θαύμαζαν τη δόξα και χάρη της Παναγίας Θεοτόκου και εμακάριζαν την«αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών».

Και εφόσον γίνονταν αυτά στο ανατολικό μέρος, ο άγιος Μάρκος, γύρισε δυτικά και βλέπει μακριά και σε μεγάλη απόσταση, από την Παναγία, μια τσιγγάνα – γύφτισσα – η οποία έκανε διάφορα αστεία και κωμικά νούμερα, θεατρικές κινήσεις, ξεγυμνώματα και διάφορες άλλες ασχήμιες και ξεδιάντροπες παραστάσεις. Είχαν και κει μαζευτεί μερικοί άνθρωποι, που περιεργάζονταν, και χάζευαν και διασκέδαζαν με τις επιδείξεις και άσεμνες σκηνές που έκανε η γύφτισσα.

Τότε με φρίκη, παρατήρησε, ο άγιος Μάρκος, πως λίγοι-λίγοι από τους χριστιανούς, αλλά κι από τους Μοναχούς ακόμη, οι οποίοι πρώτα ήταν κοντά στην Παναγία και υμνολογούσαν το Θεό, άφηναν το χώρο του χρυσού εκείνου πύργου, που υμνολογούσαν το Θεό Άγγελοι και Άγιοι, και νικώμενοι από σατανική περιέργεια, γύριζαν προς το μέρος εκείνο της τσιγγάνας, πήγαιναν κοντά της, τους άρεσαν οι επιδείξεις της, κι έτσι άρχισαν σιγά-σιγά και δειλά-δειλά να φεύγουν όλοι από τη θεία ομήγυρη και λαμπρή εκείνη δόξα της Παναγίας και να πηγαίνουν κοντά στη γύφτισσα, φοβερό και τρομερό όραμα, αλλά αληθινά προφητικό.

Η Παναγία έμεινε μόνη, με τους Αγγέλους και τους Αγίους και με λίγους καλούς Μοναχούς και πιστούς χριστιανούς, με τους οποίους ακατάπαυστα υμνούσε και δοξολογούσε τον Κύριο της δόξης. Με λύπη της δε πολλή έβλεπε τους άλλους πού έφευγαν και προτιμούσαν να ιδούν τα έσχη και να ακούσουν τα αδιάντροπα τραγούδια της πόρνης τσιγγάνας, παρά να μένουν και με την Παναγία και τους Αγίους να δοξολογούν τον Κύριο.

Ο άγιος Μάρκος, όσο στην αρχή χάρηκε, που είδε την Παναγία να αστράφτει περισσότερο από τον ήλιο, και τους αγίους Αποστόλους, με τα ουράνια Τάγματα των Αγγέλων και των Αγίων, που προσευχόντουσαν και δοξολογούσαν το Θεό, τόσο λυπήθηκε περισσότερο και τον κατάλαβε φόβος και τρόμος, σαν είδε τους ανόητους εκείνους ανθρώπους και καλογήρους ακόμη να εγκαταλείπουν τη Βασίλισσα των Αγγέλων και να προτιμούν μια βρωμερή, ακάθαρτη και κατά πάντα βέβηλη πόρνη γυναίκα.Να προτιμούν τα ανήθικα ρυπαρά και τραγούδια, από τους θείους ύμνους και την ακατάπαυστη δοξολογία του Θεού και να πηγαίνουν κοντά στα όργανα του σατανά!

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ, ΤΟ ΠΟΝΗΡΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΚΑΙ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΚΟΥ

 O μοναχός Ιάκωβος, το πονηρό δαιμόνιο και η Παναγία του Κύκκου

Ο μοναχός Ιάκωβος είχε μέσα του για αρκετά χρόνια πονηρό δαιμόνιο. Για να βρει τη θεραπεία του, ήρθε στην Κύπρο με σκοπό να προσπέσει στην Αγία Εικόνα και να την προσκυνήσει...

Με θερμή πίστη ανέβηκε σε ένα ζώο και ξεκίνησε για το ιερό μοναστήρι μαζί με άλλους χριστιανούς. Βγαίνοντας από τη Λευκωσία, οι συνοδοιπόροι του Ιάκωβου άκουσαν μία φωνή να λέει:
“Ιάκωβε, πού σκοπεύεις να πας; Γύρισε πίσω και μην προχωρείς”.

Αυτό έγινε δύο η τρεις φορές. Η φωνή γινόταν ακουστή, χωρίς να βλέπουν κανένα, διότι μιλούσε από μέσα του το δαιμόνιο. Οι άλλοι φοβήθηκαν και ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Βλέποντας τον άνθρωπο να είναι ήσυχος και να μην ταράσσεται καθόλου, πήραν θάρρος. Με ελπίδα στην Υπεραγία Θεοτόκο και επικαλούμενοι το όνομα Της, συνέχισαν τον δρόμο μέχρι που έφτασαν στα μέσα περίπου.

Τότε άκουσαν πάλι τον δαίμονα να μιλά και να ενοχλεί τον Ιάκωβο με τα εξής λόγια:
“Ιάκωβε, τι κακό σου έκανα; Τόσα χρόνια βρίσκομαι μαζί σου και τώρα θέλεις να πας στην Παναγία του Κύκκου, για να με εκδιώξεις; Ή, μήπως νομίζεις ότι αυτή η εικόνα είναι σαν τις εικόνες, που ιστορείτε εσείς; Μέχρι τώρα δεν σε έριξα ούτε σε γκρεμό, ούτε σε νερό ή σε φωτιά, και συ θέλεις να μου κάνεις κακό; Γνώριζε πως δεν θα σε αφήσω να προσκυνήσεις την αγία εικόνα”.

Όταν έφθασαν στην πύλη του ιερού μοναστηριού, κατέβηκαν από τα ζώα και διηγήθηκαν όσα συνέβησαν στον δρόμο. Κατέβηκε από το ζώο και ο Ιάκωβος και κάθισε κάτω. Οι πατέρες της Μονής του έλεγαν: “Πήγαινε στην εκκλησία να προσκυνήσεις, όπως κάνουν και οι άλλοι”.
Προσπάθησε τότε δύο και τρεις φορές να σηκωθεί, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Με τη συνεργία του δαίμονα έγινε τόσο βαρύς και ασήκωτος, όπως μία μεγάλη ακίνητη πέτρα. Προσπάθησαν πολλοί μαζί να τον σηκώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν να τον κουνήσουν.

Έμεινε έτσι στην πύλη τρεις ημέρες. Με μεγάλο κόπο και βία έφθασε αργότερα μέχρι την πύλη της εκκλησίας, αλλά εκεί πάλι τον εμπόδιζε ο δαίμονας, και δεν τον άφησε να μπει. Παρόλο που τον έσπρωχναν και άλλοι, αυτός έμεινε ακίνητος.

Στην πύλη έμεινε όρθιος μερικές ώρες και μετά με μεγάλη δυσκολία μπήκε στην εκκλησία και, αφού ήρθε μπροστά από την Εικόνα, προσκύνησε. Ο δαίμονας, επειδή φοβήθηκε τη δύναμη της Αειπαρθένου, τον έριξε κάτω, τον τάραξε με δύναμη και τον έκανε να σπαρταρά.

Ύστερα έφυγε αμέσως από μέσα του, κλαίγοντας για τη συμφορά του με αυτά τα λόγια: “Φεύγω, διότι με καταδιώκει η δύναμη της Αγίας Εικόνας, η οποία προέρχεται από τη Θεοτόκο”. Ο Ιάκωβος σηκώθηκε πάνω υγιής και σώφρων, αναπέμποντας ύμνους και ευχαριστίες στη Θεομήτορα. Μετά από τη θεραπεία αυτή ιστόρησε στην Κύπρο πάρα πολλές εικόνες.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ, ΕΣΤΕΙΛΕΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ!

 Γυναίκα μου, έστειλες την Παναγία στο σπίτι μας!

Ήλθε κρατώντας μια λαμπάδα σαν τον κορμό μικρού δένδρου! Ήταν πλημμυρισμένος χαρά κι ευγνωμοσύνη. Μαζί του είχε έλθει και η ευσεβής γυναίκα του.

Πριν μερικές εβδομάδες, πιστοί από το Αγρίνιο με τον π. Θεόκλητο είχαν έρθει στην Βαρνάκοβα, για να προσκυνήσουν και να κάνουν και Θεία Λειτουργία. Μαζί τους είχε έλθει και η σύζυγος του κυρίου Σωτήρη, κατά προτροπή του ιδίου.

- Ήμουν άρρωστος από πολύ καιρό και οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρουν τί έχω. Έφθασα στο σημείο να μην έχω κουράγιο να οδηγήσω το αυτοκίνητο, να πάω να ψωνίσω για τα παιδιά μου, διηγήθηκε πολύ συγκινημένος την ημέρα που ήλθε και πρόσθεσε:

Εγώ έστειλα την γυναίκα μου στην Παναγιά, για να προσευχηθεί και να βοηθηθώ, γιατί κόντευα ν' απελπιστώ. Καθώς λοιπόν ήμουν ξαπλωμένος με πόνους και στα κακά μου χάλια, κατά τις εννέα το πρωί, ένοιωσα ξαφνικά μια αλαφράδα και μαζί χαρά! Αμέσως κατάλαβα! Η Παναγία έστειλε τη Χάρι Της. Έκανα τον Σταυρό μου και δοκίμασα να σηκωθώ. Το κατάφερα χωρίς πόνους.

Ένοιωθα δύναμη και ευεξία. Ντύθηκα, πλύθηκα, χτενίστηκα και περίμενα τη γυναίκα μου γεμάτος συγκίνησι και χαρά. Ήρθε κατά το μεσημέρι. Όταν με είδε σηκωμένο και υγιή, άρχισε να κλαίει από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό.

Την άλλη μέρα πήγα στην αγορά του Αγρινίου και αγόρασα την πιο μεγάλη λαμπάδα. Με κοιτούσαν καλά καλά. Εμένα όμως δεν με ένοιαζε τίποτε. Ήθελα να ανέβω, αν ήταν δυνατό, κάπου ψηλά και να φωνάξω τις ευχαριστίες μου στον Θεό και στην Παναγιά. Να τ' ακούσουν όλοι οι άνθρωποι για να πιστέψουν!

Από το βιβλίο: «ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (και η Παράκλησή Της)»
ΙΕΡΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ-ΚΟΙΝΟΒ.
ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ, 2005

ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Το ελάφι της Παναγίας

Το μοναστήρι της Παναγίας του Μεσοβουνιού ήταν κρυμμένο, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, πίσω από ένα ψηλό βουνό, στ’ αριστερά του δρόμου που πάει από τον θεσσαλικό κάμπο στην Άρτα.

Το μονοπάτι του επικίνδυνο. Μόνο κατσίκια και ντόπιοι χωρικοί μπορούσαν να το περάσουν. Όλοι μιλούσαν για την παλιά δόξα της μονής και για την αίγλη της. Στα μαύρα χρόνια όμως της σκλαβιάς ήταν και αυτό βουτηγμένο στη φτώχεια.

Πανηγύριζε κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου, στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Γινόταν το πιο λαμπρό πανηγύρι της περιοχής της Αργιθέας. Κι είχαν το έθιμο οι μοναχοί να σφάζουν ένα μοσχάρι, να το βράζουν στα καζάνια του μαγειρείου και μετά την εκκλησία να το μοιράζουν σαν ευλογία στους πιστούς.

Το πανηγύρι της χρονιάς είχε σταματήσει να γίνεται με λαμπρότητα εδώ και χρόνια. Το μοναστήρι δεν είχε ούτε ένα σφαχτό να προσφέρει. Κι αυτό το πράγμα έθλιβε πολλούς. Το θεωρούσαν γρουσουζιά, καθώς και περιφρόνηση της Παναγίας.

– Τι να κάνουμε; τους απαντούσε ο ηγούμενος. Ούτε κοκόρι δεν έχει απομείνει.

Ανάμεσα σ’ αυτούς που θλίβονταν ήταν κι ένας γέροντας μοναχός, ασπρογένης, που πλησίαζε τα ογδόντα.

«Κάνε, Παναγιά μου, το θαύμα σου!» ικέτευε μέρα-νύχτα τη Θεοτόκο. «Κάνε ένα οποιοδήποτε θαύμα, για να δείξεις στον λαό σου πώς βρίσκεσαι κοντά του, για να μη χάσουν την πίστη τους σ’ εσένα». 

*** 

Ξημέρωνε η εορτή της Κοιμήσεως. Ο γέροντας μοναχός ησύχαζε στο κελλί του, όταν ξαφνικά ένα όραμα τον συντάραξε. Πριν σημάνει ο όρθρος, σηκώθηκε και κίνησε για τον ηγούμενο. Χτύπησε δυνατά την πόρτα.

– Τι σ’ έφερε τέτοια ώρα εδώ, ευλογημένε;

– Γέροντά μου, είδα όραμα ζωντανό και θείο. Πριν από λίγο φωτίστηκε το κελλί μου από ένα άπλετο φως. Προτού καλά-καλά συνέλθω, βλέπω όρθια μπροστά μου την Παναγία. Με κοίταζε αυστηρά, αλλά και με αγάπη. Φαινόταν πονεμένη, αλλά και γεμάτη γαλήνη. Την ακούω τότε να μου λέει: «Να πεις στον ηγούμενο και στους αδελφούς να γιορτάσουν φέτος πανηγυρικά τη μνήμη μου. Γιατί το χειρότερο απ’ όσα έχασε τούτος ο λαός είναι η πίστη του. Να συνάξουν τα χωριά για χάρη μου, κι εγώ θα είμαι μαζί τους». Αμέσως κατόπιν εξαφανίστηκε.

Ο ηγούμενος άκουσε το όραμα με προσοχή, αλλά και με δισταγμό. Ύστερα ξεκίνησε για την εκκλησία.

Από το κοντινό χωριό είχαν έρθει αρκετοί προσκυνητές. Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε το όραμα του μοναχού, και σύντομα έγινε γνωστό και στ’ άλλα χωριά της περιοχής. Η αγιότητα της ζωής του ήταν μια αξιόπιστη μαρτυρία. Ακόμα κι ο δεσπότης τον είχε για παράδειγμα.

Μερικοί πλησίασαν τον ηγούμενο και τον παρακαλούσαν να εκτελέσει τη βούληση της Θεοτόκου, αφού την είχε κάνει γνωστή μ’ ένα τόσο ζωντανό τρόπο.

Μια βδομάδα λοιπόν μετά την απόδοση της Κοιμήσεως, στην εορτή της αποτομής του Τιμίου Προδρόμου, μοναχοί και χωρικοί άκουσαν από το στόμα του ηγούμενου τη χαρμόσυνη είδηση:

– Με τη χάρη και την ευλογία της Παναγίας, το μοναστήρι μας θα κάνει φέτος λαμπρό πανηγύρι, τέτοιο που για πολλά χρόνια δεν έχει γίνει. Γνωρίζετε όμως πως οι καιροί είναι δύσκολοι και το μοναστήρι φτωχό. Γι’ αυτό δεν θα έχουμε αυτή τη φορά σφαχτό. Θα συναχθούμε όμως για να γιορτάσουμε.

Το νέο φτερούγισε αμέσως σε βουνά και κάμπους, μαθεύτηκε σ’ όλα τα γύρω χωριά. Επί τέλους θα ζούσαν και πάλι το λαμπρό πανηγύρι της Παναγίας. Θα έσμιγαν και πάλι κάτω από τη χάρη της. Δεν μπορούσε παρά να ήταν για καλό. Ίσως ξημέρωνε ο Θεός καλύτερες ημέρες για το γένος και για όλους.

Από την παραμονή κιόλας της γιορτής, όλο το πλάτωμα δεξιά στη μονή άρχισε να γεμίζει κόσμο. Ομάδες-ομάδες κατέφθαναν οι προσκυνητές από τα γύρω χωριά, μες από τις απόκρημνες πλαγιές και τα δάση. Ήρθαν κι όλοι οι ιερείς των χωριών κι έγινε μια λειτουργία μεγαλόπρεπη.

Ο κόσμος είχε ξεχυθεί στις πλαγιές, γιατί δεν χωρούσε στον μικρό ναό. Η ακολουθία θ’ αργούσε πολύ. Στο τέλος θα έβγαιναν λαμπροφορεμένοι εννέα ιερείς με την εικόνα της Παναγίας για την αρτοκλασία.

Ξαφνικά, ενώ όλοι κάθονταν και περίμεναν, ακούνε από την πλαγιά του δασωμένου λόφου μια ταραχή. Γυρίζουν τότε και βλέπουν ένα ελάφι να πλησιάζει θαρρετά και με βήμα γοργό. Ήταν τόσο αναπάντεχο, που κανείς δεν σκέφθηκε να κάνει κάτι.

Εκείνο, σαν να τ’ οδηγούσε αόρατο χέρι, πέρασε μες από τον κόσμο και δρασκέλισε τη μεγάλη αυλόπορτα. Ύστερα, σαν να ήταν ζωντανό της μονής που γνώριζε τα κατατόπια, προχώρησε κατευθείαν για το μαγειρείο. Εδώ στάθηκε.

Ο καλόγερος που βρισκόταν εκεί και διακονούσε τους προσκυνητές δεν ήξερε τι να κάνει. Πρώτα-πρώτα του έδωσε νερό. Το ελάφι ήπιε με την ψυχή του. Αφού ξεδίψασε, ξάπλωσε σε μια γωνιά και τέντωσε τον λαιμό του με τέτοιο τρόπο, σαν να προσφερόταν μόνο του για μια θυσία.

– Δώρο της Παναγίας! είπαν οι γεροντότεροι. Το είχε άλλωστε μηνύσει με τον γέροντα μοναχό.

Ειδοποιήθηκε αμέσως ο ηγούμενος. Συμφώνησε κι αυτός πως έπρεπε να σφάξουν το ελάφι και να το μοιράσουν στον κόσμο σαν ευλογία της Παναγίας.

Έτσι κι έγινε. Εκείνη τη χρονιά όλοι οι προσκυνητές πήραν το μεσημέρι τη μερίδα τους. Έζησαν ένα ολοφάνερο θαύμα. Το είδαν εκατοντάδες μάτια. Τ’ ομολόγησαν εκατοντάδες στόματα. Το νέο σαν κεραυνός ηλέκτρισε τα χωριά των Αγράφων.

Από τότε, κάθε χρονιά ανήμερα της Παναγίας, στις 8 Σεπτεμβρίου, ερχόταν πάντα ένα ελάφι μπροστά στην πύλη της μονής. Κανείς δεν το έβλεπε από πριν να τριγυρνά στα βουνά. Εκείνο όμως πάντα ερχόταν στην ημέρα του, στην ώρα του, στον τόπο του, στη χάρη της. Δροσιζόταν, ξεκουραζόταν κι ύστερα ξάπλωνε χάμω και πρόσφερε τον λαιμό του στο μαχαίρι. 

*** 

Ύστερα από χρόνια οι τούρκοι έφυγαν από τη χώρα. Πέθαναν κι οι μοναχοί που πρωτοαντίκρυσαν το θαύμα. Πήραν άλλοι τη θέση τους. Το θαύμα ωστόσο συνεχιζόταν.

Κάποια χρονιά, στο πανηγύρι, το ελάφι δεν έλεγε να φανεί. Τελείωσε ο όρθρος, μπήκαν στη λειτουργία κι ο κόσμος άρχισε ν’ ανησυχεί.

– Οι αμαρτίες μας φταίνε! έλεγαν οι προσκυνητές.

– Οι άνθρωποι άρχισαν πάλι να ξεστρατίζουν, να χάνουν την πίστη τους, συμπλήρωναν άλλοι.

Μόλις όμως άρχισε το Χερουβικό, νάτο πάλι το ελάφι. Το πλήθος ανακουφίστηκε. Ο καλόγερος, που περίμενε με το μαχαίρι στο χέρι, ανέπνευσε. Το ελάφι, σαν να τα είχε χαμένα, κοίταξε δεξιά-ζερβά φοβισμένο, κι ύστερα τράβηξε για το μοναστήρι. Έφθασε στην πύλη ιδρωμένο και λαχανιασμένο. Ο καλόγερος κι οι μάγειροι το άρπαξαν αμέσως και το έσφαξαν. Μόλις που θα πρόφταιναν να το ετοιμάσουν για το μεσημέρι.

– Το ελάφι δεν θα ξανάρθει, είπε ένας εκατόχρονος τσοπάνος. Φανήκαμε σκληρόκαρδοι. Κοιτάξαμε μόνο την ευκολία μας. Δεν τ’ αφήσαμε να ξεκουραστεί και να ξεδιψάσει, αλλά τ’ οδηγήσαμε αμέσως στη σφαγή. Αμαρτήσαμε.

Κανείς δεν πρόσεξε τα λόγια του γέροντα. Όταν όμως την άλλη χρονιά το ελάφι δεν φάνηκε καθόλου, τότε κατάλαβαν πως έφταιξαν. Από τότε το ελάφι δεν ξαναφάνηκε. 

*** 

Πέρασαν χρόνια. Ήρθαν άλλοι αντίχριστοι, που κατέστρεψαν τη μονή και ξεκλήρισαν τους μοναχούς. Σήμερα δεν απομένει τίποτε από το παλιό μεγαλόπρεπο μοναστήρι, παρά μόνο ο μικρός ναός και η ερειπωμένη κουζίνα.

Κι όμως, κάθε χρονιά, στις 8 Σεπτεμβρίου, τα χωριά της Αργιθέας συνάζονται εκεί και πανηγυρίζουν τη χάρη της. Και περιμένουν να ξαναφανεί το ελάφι όπως τα παλιά χρόνια – θαύμα της Παναγίας του Μεσοβουνιού στο σκλαβωμένο γένος. 

Πηγή: (Από το βιβλίο: Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 183.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ! ΠΩΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ;

 ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ!
ΠΩΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ;

Κάποιος ιερομόναχος αυτοαποκαλούμενος «Απελπισμένος», διηγείται (δήθεν για κάποιον άλλον, αλλά στην πραγματικότητα όμως για τον ίδιο τον εαυτό του), ότι την ώρα που προσευχόταν με την Ευχή ήρθε σε έκσταση και είδε τότε άπειρο πλήθος δαιμόνων –που ήταν σαν την άμμο της θάλασσας– να του επιτίθενται, γεμάτοι λύσσα. Οι διαθέσεις τους ήταν πραγματικά φονικές. Αγριεμένοι, ορμούσαν απ’ όλες τις πλευρές για να τον κατασπαράξουν. 

Έντρομος αυτός, έτρεξε προς την Εκκλησία.
–Πού να καταφύγω; αναρωτήθηκε με τον λογισμό του. Πού αλλού παρά στον φρικτό Γολγοθά, στην Αγία Τράπεζα, όπου καθημερινά με δάκρυα και με συντριβή ιερουργώ τα πανάχραντα Μυστήρια. Θα πέσω εκεί στα πόδια του Χριστού και της γλυκύτατης Παναχράντου Μητρός Του, της Υπεραγίας Θεοτόκου. 

Έχοντας αυτά στον νου και στον λογισμό του, τρέχοντας έφθασε έντρομος μέσα στον Ναό. Μπαίνοντας μέσα, είδε τον Κύριο και την Θεοτόκο στις εικόνες του τέμπλου σαν ζωντανούς, κατάστεπτους με βασιλική δόξα. Το θείο πρόσωπο του Κυρίου είχε μια ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο δυνατά κι από τον ήλιο. Όλο το εκκλησάκι ήταν λουσμένο από την θεϊκή ακτινοβολία. Τα πάντα εκεί, στολίζονταν λαμπροφόρα. Οι καντήλες, τα μανουάλια, τα λίγα στασίδια, τα αναλόγια των ψαλτών, ο μικρός πολυέλαιος που ήταν κρεμασμένος από πάνω, το μικρό δεσποτικό, το Άγιο Βήμα, η Αγία Τράπεζα, τα άμφια, τα εξαπτέρυγα, η Άγια Πρόθεση, τα πάντα ήταν ολόλαμπρα, γεμάτα φως και δόξα! Και, προπαντός, οι αγιογραφίες γύρω–γύρω στους τοίχους του Ναού: παρούσα, λαμπροφορεμένη και δεδοξασμένη, όλη η θριαμβεύουσα Εκκλησία. 

Ο ασκητής εκείνος και ιερέας, δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει το Πρόσωπο της Τρισηλίου δόξης του Κυρίου! Μόνο προσκύνησε. Άγγιξε ή δεν άγγιξε το χέρι του Κυρίου που με ευμένεια του προτάθηκε για ασπασμό.
Με φόβο και δέος, πλησίασε την εικόνα της Παναγίας. Ασπάσθηκε το παρθενικό Της χέρι επάνω στην εικόνα και τόλμησε να την ατενίσει στο πρόσωπο. Στην αγία Της αγκαλιά, είδε το θείο Βρέφος καθισμένο σαν σε θρόνο χερουβικό. Κι ήταν τόσο ταιριαστό το θείο αυτό σύμπλεγμα, όσο ταιριαστή είναι η ομορφιά και η ευωδία σ’ έναν πάλλευκο κρίνο ή σ’ ένα μπουκέτο από μυρωμένα τριαντάφυλλα. Ομορφιά κι ευωδία, μαζί! 

Η Κυρία Θεοτόκος κοίταζε αυτόν τον ιερομόναχο με άπειρη γλυκύτητα και με τόση πραότητα, ώστε εκείνος έλαβε θάρρος από αυτό και ρώτησε:
–Παναγία μου! Γλυκιά μου Παναγία και Μητέρα του Χριστού μου, πώς να γλυτώσω από τους εχθρούς δαίμονες που με κυνηγούν;

Και η Κυρία Θεοτόκος, του απάντησε:
–Με το Όνομα του Υιού Μου και με το Όνομα το δικό Μου θα μπορέσεις να νικάς και να εξολοθρεύεις τους δαίμονες. Και εδώ μέσα στον Ναό που βρίσκεσαι και έξω στο κελλί σου, είτε εργάζεσαι είτε ησυχάζεις, παντού και πάντοτε, το όνομα του Υιού Μου και το Όνομα το δικό Μου να επικαλείσαι! 

Ο ασκητής ιερομόναχος, με μεγάλη ευλάβεια, έβαλε αμέσως μια στρωτή εδαφιαία μετάνοια, βγήκε έξω από την μικρή εκκλησία και φώναξε με όλη του την δύναμη:
–Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με!
–Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία!

Κι αμέσως οι ανίσχυροι, οι αδύνατοι και δειλοί δαίμονες, εξαφανίστηκαν όλοι τους από μπροστά του σαν αστραπή… 

«Ανωνύμου τινός Αγιορείτου Ησυχαστού “Απελπισμένου” επικληθέντος»:
«Νηπτική Θεωρία»,  Λόγος 1ος, σελ. 29–31, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη».

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

ΕΤΣΙ ΜΕ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΝ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΜΑΝΝΑΣ ΜΟΥ!

 Έτσι με κατάντησαν τα δάκρυα της μάννας μου!

Αυτό το γεγονός το εδιηγείτο η Γερόντισσα Ξένη, η οσία πρώτη Ηγουμένη της Μονής του αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα, η οποία ήταν τυφλή. Τυφλή κατά την σωματική όραση, αλλά φωτισμένη και με οξεία πνευματική όραση. Αποδεικνύει δε ότι οι ψυχές των κεκοιμημένων λυπούνται όταν οι συγγενείς αντί να δοξολογούν τον Θεό, σκληρύνονται και λυπούνται υπερβολικά. 

Αυτή λοιπόν η αγιασμένη μοναχή είχε μια αδελφή στην Αθήνα, η οποία είχε έξι κορίτσια και ένα αγόρι, που την εποχή εκείνη ήταν οκτώ περίπου ετών. Η μητέρα του αλλά και όλοι οι συγγενείς το υπεραγαπούσαν και διότι ήταν μονάκριβο αλλά και γιατί ήταν πολύ καλό παιδάκι. Ένα σωστό αγγελάκι.

Με τον εμφύλιο πόλεμο (1948) και τα λεγόμενα Δεκεμβριανά, όπου εγίνοντο μάχες και μέσα στις πόλεις, σ’ έναν βομβαρδισμό το αγοράκι, ενώ γύριζε από το σχολείο, σκοτώθηκε. Έτσι αυτό το επίγειο αγγελούδι διάνυσε γρήγορα την επίγεια ζωή του για να βρεθεί κοντά στον Θεό σαν ουράνιο πλέον αγγελούδι.

Η μητέρα πόνεσε πολύ. Αφήνοντας δε τον εαυτό της έρμαιο του πόνου, έπεσε στην εφάμαρτη υπερβολή και στην απελπισία, ενώ σαν χριστιανή Ορθόδοξη ήξερε ότι το παιδάκι της ήταν στην χαρά του Ουρανού.

Αυτή η συμπεριφορά των συγγενών έχει πολλές φορές αποδειχθεί πως ενοχλεί τις ψυχές που βρίσκονται κοντά στον Θεό, οι οποίες χαίρονται μόνον όταν οι επίγειοι συγγενείς δοξολογούν τον Ουράνιο Πατέρα, τον χορηγό της αιώνιας μακαριότητας και Ευεργέτη των ανθρώπων, είτε βρίσκονται στον πρόσκαιρο κόσμο είτε στον αληθινό. 

Έτσι λοιπόν και σ’ αυτή την περίπτωση το αγοράκι εμφανίστηκε στον ύπνο της μεγαλύτερης αδελφής του, η οποία ήταν πράγματι μία ενάρετη και πιστή κοπελίτσα. Είδε λοιπόν το αγοράκι στον τάφο μέσα σε νερά.

- Αδελφούλη μου, του είπε με λαχτάρα, γιατί είσαι μέσα στα νερά;

Κι εκείνο με παράπονο αλλά και με κάποια αγανάκτηση της είπε:

- Έτσι με κατάντησαν τα δάκρυα της μάννας μου!

Όταν πληροφορήθηκε βέβαια αυτά η μητέρα του, συναισθάνθηκε το λάθος της, ζήτησε συγχώρηση από τον Θεό και γαλήνεψε. Δεν ήθελε επ’ ουδενί να πικραίνει το αγγελάκι της αλλά προ πάντων τον Θεό. 

Συνέβη όμως και το εξής, το οποίο καλό είναι να το έχουμε υπ’ όψιν μας. Στο παιδάκι αυτό δεν έκαναν τα καθιερωμένα από την Εκκλησία μας μνημόσυνα, γιατί πίστευαν ότι δεν εχρειάζοντο, επειδή ήταν μικρό. Η σκέψη αυτή όμως είναι λανθασμένη. Η κάθε ψυχούλα, ανεξαρτήτως ηλικίας, θέλει τις προσφορές της ενώπιον του Θεού και τις προσευχές. Κυρίως όμως μερίδιο από την Θεϊκή Βασιλική Τράπεζα του Χριστού, όταν γίνεται η Θεία Λειτουργία, όταν γίνεται η μνημόνευσή της στην αγία Πρόθεση.

Φάνηκε λοιπόν πάλι ο μικρούλης σ’ αυτή την καλή του αδελφούλα, η οποία τον είδε ότι βρισκόταν σε μία λαμπρή ουράνια τράπεζα μαζί με άλλα παιδάκια, αλλά δεν είχε εκείνος μπροστά του πιάτο με φαγητό! Η αδελφή του τον ρώτησε το γιατί και τότε της είπε:

- Εσείς δεν μου στείλατε φαγητό και μ’ αφήσατε νηστικό!

Η κοπέλας το είπε στην μητέρα της και έκαναν τα απαραίτητα μνημόσυνα. Τότε η αδελφή του τον ξαναείδε σ’ εκείνη την τράπεζα, αλλά αυτή τη φορά να τρώει ευχαριστημένος από ένα πλούσιο πιάτο με φαγητό που είχε μπροστά του. 

Έτσι, για μια ακόμη φορά βγαίνει το συμπέρασμα πως και τα μικρά κεκοιμημένα παιδάκια θέλουν τα μνημόσυνά τους. 

Πηγή: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - Ουράνια μηνύματα - Θαυμαστά γεγονότα»