ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΦΟΒΕΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ!

 Γεροντικό: Φοβερός πόλεμος με δαιμόνια υπερηφανείας 

Διηγήθηκε Γέρων: «Κάποτε ήρθαν και με προσκύνησαν τα δαιμόνια, ενώ έψελνα το Χερουβικό και είχα φθάσει στο "καί τῇ ζωοποιῷ Τριάδι". Έρχονται λοιπόν πέντε δαίμονες, ένας μεγάλος αξιωματικός με πηλίκιο και κάτι σήματα δαιμονικά, γαλόνια και κέρατα που έβγαιναν δίπλα απ’ το πηλίκιο, και τέσσερις μικροί μαλλιαροί, και πέφτουν στα γόνατα μπροστά μου. Ο μεσαίος, ο αξιωματικός, είχε το ένα πόδι γονατιστό και το άλλο  μισολυγισμένο όπως οι καθολικοί και μου λέε: "Είσαι σπουδαίος ψάλτης! Είσαι θαυμάσιος! Είσαι άφθαστος!". Είχε το κεφάλι ψηλά, ενώ οι άλλοι τέσσερις είχαν το κεφάλι κάτω. Εγώ μονολόγησα: "Τα δαιμόνια θα μου πάρουν το μυαλό. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Κύριον τον Θεόν μας προσκυνήσωμεν και Αυτώ μόνω λατρεύσωμεν". Αμέσως έγιναν άφαντοι. Αυτά εν ριπή οφθαλμού. Εγώ αγρίεψα μέσα μου. Σκέφθηκα: "Αυτός που δεν δέχεται να προσκυνήση τον Θεό και να πη ελέησον με ο Θεός, ήρθε να προσκυνήση εμένα να με κάνη συμμέτοχο στην υπερηφάνειά του; Αγρίεψα και άρχισα να λέω το "Τριάδι" του Παπανικολάου. Μόλις τελείωσα, μου λένε οι πατέρες: "Τι Τριάδι ήταν αυτό! Πανηγύρι μας έφερες". "Ε, λέω, καμμιά φορά μας πιάνουν και τα μεράκια".

»Μετά την τράπεζα συναντώ στην αυλή ένα μοναχό αγιορείτη, όχι του Μοναστηριού, που ήταν παρών στην Λειτουργία. Τον χαιρέτισα και μου λέει:

― Βρε, τι ήταν αυτό σήμερα! Τι ωραία ψαλμωδία! Μας ανέβασες στον ουρανό. Νιώσαμε κατάνυξη.

― Όχι εγώ, ο πατήρ τάδε, του είπα.

― Ποιος πατήρ τάδε. Εσύ, η δική σου φωνή, και μου είπε και διάφορα επαινετικά λόγια.

»Τον βάζω μετάνοια και πάω να φύγω. Έρχεται ο σατανάς δίπλα μου· τον έβλεπα και μου λέει: "Όταν σου λέω εγώ να ακούς. Είσαι άφθαστος, εσύ έπρεπε να πάρεις δίπλωμα έξω και να είσαι δάσκαλος".

»"Πίσω μου δαίμονα", λέω. Τι ήθελα να ‘ρθώ από δω να συναντήσω τον μοναχό να ακούσω όλα αυτά.

»Βγήκα έξω και κίνησα για τον κήπο. Ο διάβολος από κοντά μου. Ενώ έβλεπα, βάδιζα, δεν ξέρω πώς, πήρε το πνεύμα μου ο σατανάς και με ανέβασε ψηλά, πολύ ψηλά και έβλεπα τον κόσμο σαν μυρμήγκια κάτω.

― Εσύ δεν είσαι τυχαίος, μου έλεγε ο σατανάς, εσύ δεν ξέρεις τι κουβαλάς.

― Τι κουβαλάω, βρε σατανά, ό,τι κουβαλάς και συ κουβαλώ κι εγώ. Φύγε από κοντά μου. "Θεέ μου, βοήθησέ με". Τι είναι αυτό σήμερα. Θα μου πάρει τα μυαλά ο σατανάς. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".

»Άρχισα να φουσκώνω από υπερηφάνεια, αλλά είχα και λίγο επίγνωση και είπα: "Θεέ μου, δεν θέλω τέτοιες επάρσεις".

»Μπαίνω στον κήπο, αυτός από κοντά. Αυτός τα δικά του, εγώ τα δικά μου. Δεν υπάρχει χειρότερο δαιμόνιο από το δαιμόνιο της υπερηφανείας. Προχώρησα πιο μέσα στον κήπο, μήπως και φύγη. Τίποτα. "Πάει", είπα, "θα δαιμονισθώ". Τότε έπεσα στα γόνατα με το ράσο που φορούσα στην Εκκλησία, και έκλαιγα. Δεν έδινα σημασία τι μου έλεγε ο σατανάς, εγώ τα δικά μου. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", δύο-δυόμισι ώρες είχα μέσα στον ήλιο. "Δεν θέλω", έλεγα, "τέτοιες επάρσεις, τέτοιους λογισμούς. Εγώ θέλω, Χριστέ μου, να σε προσκυνώ πάνω στον Σταυρό. Εγώ είμαι ένας αμαρτωλός και τίποτα παραπάνω". Αυτός έλεγε τα δικά του. Μούσκεψε το χώμα από τα δάκρυα, σαν να είχε τρέξει βρύση. Κάποια στιγμή έφυγε εκείνο το νέφος και ο σατανάς μαζί. Κατάλαβα ότι προσγειώθηκα. Ένιωσα την ανάγκη να προσκυνήσω τα πόδια του Εσταυρωμένου. Σηκώθηκα, ευχαρίστησα τον Κύριό μας και την Παναγία, έβαλα λίγες μετάνοιες και έφυγα κλαίγοντας.

»Έπειτα σκέφθηκα ότι, για να έρθουν να με πειράξουν τα δαιμόνια τόσες φορές, κάτι βρήκαν μέσα μου. Φαίνεται ότι "λάγκευα"1 προς τον εγωισμό. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή και ταπείνωση».

_______________

Έκλινα, στόχευα, προσανατολιζόμουν. 

Από το βιβλίο «Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση»

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΕ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ!

 ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΕ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ! 

Κάποιος νέος, μας διηγείται ο Αββάς Ιωάννης του Λύκου, παρασυρμένος απ΄ του κόσμου τις ηδονές, είχε βυθιστεί στη λάσπη της ασωτίας Κάποτε όμως συνήλθε, σαν το άσωτο, κι εζήτησε το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι του Πατέρα. Άφησε τον κόσμο, για να βρει στην έρημο τον λυτρωμό, μακριά από τις αφορμές της αμαρτίας. Καταφύγιό του έκανε ένα παμπάλαιο μνήμα. Κλεισμένος θεληματικά σ΄ αυτή τη πρωτότυπη φυλακή, έκλαιε πικρά τη τραυματισμένη ψυχή του. 

Οι Άγγελοι εχαίρονταν, αλλά τα πνεύματα της πονηρίας, που είδαν να φεύγει τόσο απροσδόκητα η λεία από τα χέρια τους, δεν άργησαν να κάνουν έφοδο. Τριγύριζαν τη νύκτα το μνήμα κι έλεγαν οργισμένα:

- Πού είσαι άθλιε ; Γιατί μας απαρνήθηκες ύστερα από τόση φιλία ; Αφού τα γεύτηκες όλα κατά κόρον, αποφάσισες να γίνεις άγιος. Πολύ αργά τώρα να παριστάνεις τον σώφρονα, ελπίζοντας για έλεος. 

- Έλα, έξω ανόητε, του φώναζαν άλλοι. Σε περιμένει η συντροφιά σου. 

-Δυστυχισμένε, του ψιθύριζαν οι πονηρότεροι, για σένα δεν υπάρχει σωτηρία. Αυτού που τρύπωσες, γρήγορα θα βρεις το θάνατο και την αιώνια καταδίκη. 

Με τόση κακία πάσχιζαν να τον φέρουν σε απελπισία! Μα ο γενναίος αγωνιστής ήταν πια αποφασισμένος να πεθάνει καλύτερα, παρά να γυρίσει στα ίδια. Ζήτησε με θερμή ικεσία τη Θεία βοήθεια, περιφρονώντας τη δαιμονική φαντασία. 

Την άλλη βραδιά ο διάβολος έγινε πιο απειλητικός:

- Αν δεν βγεις αμέσως έξω, δεν γλυτώνεις από τα χέρια μου. Κι επειδή φυσικά εκείνος δεν τον άκουσε, του επιτέθηκε και τον άφησε σχεδόν νεκρό από χτυπήματα. Έτσι εκδικήθηκε. 

Οι συγγενείς του πάλι, ανήσυχοι για την ξαφνική του εξαφάνιση, τον αναζήτησαν παντού. Τέλος τον ανακάλυψαν σε κακή κατάσταση μέσα στο μνήμα. Μα όσο κι αν επέμεναν,  στάθηκε αδύνατο να τον πείσουν να τους ακολουθήσει. 

Ακόμη μια νύκτα του επιτέθηκαν οι δαίμονες με ασυγκράτητη μανία και θα τον εθανάτωναν με τους άγριους δαρμούς, αλλά δεν είχαν εξουσία. Ο αθλητής δεν κλονίστηκε. Προτίμησε να χάσει τη πρόσκαιρη ζωή, παρά να μολύνει, ύστερα από τη μετάνοια, το σώμα και την ψυχή του πάλι με το μικρόβιο της αμαρτίας. 

Τότε τα δαιμόνια αναγνώρισαν την ήττα τους.

- Νικηθήκαμε, νικηθήκαμε, φώναζαν θρηνώντας κι εξαφανίστηκαν και ούτε τόλμησαν πια να τον πειράξουν. 

Ελευθερωμένος έτσι από κάθε δοκιμασία, έμεινε στο μνήμα του ως το τέλος της ζωής του ο πρώην άσωτος, και αξιώθηκε να κάνει θαύματα, για να φανεί η δύναμις της μετάνοιας. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 128 κ.ε.

ΒΡΙΣΚΟΣΟΥΝ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΚΡΑΤΟΥΣΑΝ ΘΕΙΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ!

 ΒΡΙΣΚΟΣΟΥΝ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΚΡΑΤΟΥΣΑΝ ΘΕΙΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

Ο Ιερομόναχος Ιωακείμ Σπετσιέρης (1858-1943) διηγείται τις ακόλουθες εμπειρίες του από την περίοδο της παραμονής του στη μονή του αγίου Σάββα, στα Ιεροσόλυμα : Την τέταρτη Κυριακή της μεγάλης σαρακοστής του 1888 λειτουργούσε στο καθολικό ο ιερομόναχος Γερμανός. Ήταν τύπος αληθινού μοναχού, απλός, άκακος, απονήρευτος, μειλίχιος και ταπεινός. Μετά τη μεγάλη είσοδο, όταν βγήκε στην ωραία πύλη για να ευλογήσει το εκκλησίασμα, μου φάνηκε το πρόσωπό του σαν μια πύρινη Φλόγα. 

Τί έπαθε ο παπα-Γερμανός ; ρώτησα τον π. Κύριλλο, νομίζοντας ότι κάτι δυσάρεστο του συνέβη. Σώπα, μου λέει, μεταρσιώθηκε από τη θεία χάρη. Πνευματικά δεν ζει πλέον στον κόσμο, βρίσκεται στον ουρανό. δεν βλέπεις που κινείται μηχανικά σαν να είναι αφηρημένος ; Αυτό συμβαίνει κάθε φορά που λειτουργεί. 

Όταν έγινα ιερέας, Μια μέρα ρώτησα τον παπα-Γερμανό: Πάτερ Γερμανέ, έχω διαβάσει ότι παλαιότερα πολλοί ιερείς, όταν έκαναν τη μεγάλη είσοδο κρατώντας τα τίμια Δώρα, δεν πατούσαν ατή γη. Υπάρχουν τέτοιοι ιερείς σήμερα; Μην αμφιβάλλεις, μου είπε, μήπως συμβεί και σε σένα κάτι τέτοιο! 

Πραγματικά, την επόμενη Κυριακή ήμουν εφημέριος. Όταν λοιπόν βγήκα για τη μεγάλη είσοδο κρατώντας τα Άγια, σήκωνα τα πόδια μου, γιατί δεν εύρισκα στερεό έδαφος να πατήσω. Αργότερα με επισκέφθηκε στο κελί μου ο παπα-Γερμανός και με ρώτησε: Γιατί σήμερα, την ώρα της μεγάλης εισόδου, σήκωνες τα πόδια σου; δεν ξέρω τι έπαθα, δεν εύρισκα στερεό έδαφος να πατήσω. Ακριβώς. Βρισκόσουν στον αέρα, γιατί σε κρατούσαν θείοι Άγγελοι. Πίστευε λοιπόν και μη ερεύνα, γιατί το μυστήριο της θείας ευχαριστίας είναι μεγάλο. Μόνο στη μεγάλη είσοδο κρατούν το λειτουργό οι θείοι Άγγελοι στον αέρα; Ναι, γιατί τότε φέρει επάνω του τα τίμια Δώρα. Όταν τα αποθέσει, τότε ή χάρη ενεργεί στο πνεύμα του, πού το μεταρσιώνει στον φωτεινό και ουράνιο κόσμο. 

ΠΗΓΗ : ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ, εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΟΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ, σ. 89  κ.ε.

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΩΔΕΚΑ ΑΝΑΧΩΡΗΤΕΣ!

 Μεγάλο Γεροντικό: Για τους δώδεκα αναχωρητές 

Δώδεκα αναχωρητές άγιοι, σοφοί και πνευματικοί άνθρωποι, συγκεντρώθηκαν κάποτε και ζήτησαν να ομολογήσει ο καθένας όσα κατόρθωσε στο κελί του και ποια ήταν η πνευματική του άσκηση. 

Ο πρώτος, ο μεγαλύτερος στην ηλικία, είπε:
«Αδελφοί, εγώ από τη στιγμή που άρχισα να ζω ησυχαστική ζωή σταύρωσα όλο τον εαυτό μου απέναντι στα εξωτερικά πράγματα, έχοντας στον νου μου αυτό που είναι γραμμένο: Να σπάσουμε τους δεσμούς που μας συνδέουν μαζί τους και να ρίξουμε από πάνω μας τον ζυγό τους. Έτσι, έκανα ένα τείχος ανάμεσα στην ψυχή μου και στα σωματικά πράγματα και αναλογίσθηκα ότι, όπως αυτός που είναι μέσα από το τείχος δεν βλέπει αυτόν που στέκεται έξω, με τον ίδιο τρόπο και σύ μη θελήσεις να βλέπεις τα πράγματα πού έχουν σχέση με τα έξω. Αλλά να έχεις στραμμένη την προσοχή σου στον εαυτό σου, αναμένοντας κάθε μέρα με ελπίδα τον Θεό.
Έτσι θεωρώ τις πονηρές επιθυμίες φίδια και απόγονους από οχιές, και όταν τις αισθάνομαι να ξεφυτρώνουν στο νου μου, τις ξηραίνω με φοβέρες και οργή. Ακόμη, δεν σταμάτησα ποτέ να τα βάζω με το σώμα μου και με την ψυχή μου, για να μην εκτραπούν σε τίποτε ανάρμοστο».

Ο δεύτερος είπε:
«Εγώ από τότε που αρνήθηκα τον κόσμο, είπα στον εαυτό μου:
Σήμερα αναγεννήθηκες, σήμερα άρχισες να δουλεύεις στον Θεό, σήμερα άρχισες να κατοικείς εδώ σαν ξένος. Έτσι κάθε μέρα να αισθάνεσαι, σαν ένας ξένος και ότι αύριο θα φύγεις».

Ο τρίτος είπε:
«Εγώ από το πρωί ανεβαίνω στον Κύριό μου, και αφού τον προσκυνήσω, πέφτω με το πρόσωπο κάτω και εξομολογούμαι τα αμαρτήματά μου. Έπειτα κατεβαίνοντας προσκυνώ τους αγγέλους του και τους παρακαλώ να ικετέψουν τον Θεό για μένα και για ολόκληρη την κτίση.
Αφού το κάνω αυτό, κατεβαίνω στην άβυσσο και ό,τι κάνουν οι Ιουδαίοι, όταν πηγαίνουν στα Ιεροσόλυμα, πού σχίζουν τα ενδύματά τους και κλαίνε και πενθούν για τη συμφορά που βρήκε τους πατέρες τους, αυτό κάνω κι εγώ. Περιπλανιέμαι στους τόπους της κόλασης, βλέπω τα δικά μου μέλη (δηλαδή τους εκεί άλλους χριστιανούς) να βασανίζονται και κλαίω μ’ αυτούς που κλαίνε».

Ο τέταρτος είπε:
«Εγώ έτσι νιώθω, σαν να κάθομαι με τον Κύριο και τους Αποστόλους του στο όρος των Ελαιών. Είπα στον εαυτό μου: από δω και πέρα κανέναν συγγενή να μην ξέρεις, αλλά πάντοτε να βρίσκεσαι μ’ αυτούς, να τους αναζητάς και να μιμείσαι τον καλό τρόπο της ζωής τους, όπως η Μαρία που καθόταν κοντά στα πόδια του Κυρίου και άκουγε τα λόγια του:
«Να γίνετε άγιοι, γιατί εγώ είμαι άγιος. Να γίνετε σπλαχνικοί και τέλειοι, όπως ο Πατέρας σας είναι τέλειος. Να διδαχτείτε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά».

Ο πέμπτος είπε:
«Εγώ κάθε φορά βλέπω αγγέλους να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν για την πρόσκληση των ψυχών. Και πάντοτε, περιμένοντας το τέλος μου, λέω:
Είναι έτοιμη η καρδιά μου, Θεέ μου».

Ο έκτος είπε:
«Εγώ καθώς κάνω την πνευματική μου εργασία στο κελί, νομίζω ότι ακούω από τον Κύριο αυτά τα όγια: Να κοπιάστε για μένα κι εγώ θα σας αναπαύσω, ακόμη λίγο να αγωνιστείτε και θα σας δείξω τη σωτηρία και τη δόξα μου. Αν με αγαπάτε, αν είσαστε παιδιά μου, σαν Πατέρα που παρακαλάει, να αισθανθείτε για μένα σεβασμό, αν είστε αδελφοί μου, να με σεβαστείτε όπως εκείνον που υπέμεινε πολλά για σας.
Αν είσαστε πρόβατά μου, να ακούστε τη φωνή του ποιμένα, αν είστε δούλοι μου, να ακολουθήσετε τα παθήματα του δεσπότη σας».

Ο έβδομος είπε:
«Εγώ αυτά τα τρία μελετώ συνεχώς και λέω αδιάκοπα στον εαυτό μου: πίστη, ελπίδα, αγάπη, για να χαίρομαι με την ελπίδα, να στηρίζομαι με την πίστη, και με την αγάπη να μη λυπήσω ποτέ κανένα».

Ο όγδοος είπε:
«Εγώ βλέπω τον διάβολο να πετάει ζητώντας ποιον να καταπιεί.
Όπου κι αν πάει, βλέπω με τα εσωτερικά μάτια, και αναφέρομαι ικετευτικά στον Δεσπότη μου Χριστό εναντίον του, ώστε να μείνει άπρακτος και να μην μπορέσει να κάνει τίποτε σε κανέναν, ιδίως σ’ αυτούς που φοβούνται τον Θεό».

Ο ένατος είπε:
«Εγώ όταν κάνω την πνευματική μου εργασία, βλέπω την εκκλησία των νοερών δυνάμεων κι ανάμεσά τους τον Κύριο της δόξας να λάμπει περισσότερο απ’ όλους. Όταν με βρει ακηδία, ανεβαίνω στους ουρανούς και βλέπω την έξοχη ωραιότητα των αγγέλων κι ακούω τους ύμνους που ανυψώνουν ακατάπαυστα στον Θεό, καθώς και τη μελωδία τους.
Υψώνομαι με τους ήχους και τη φωνή και τη μουσικότητά τους, ώστε να νιώσω αυτό που είναι γραμμένο: «Οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού» και όλα τα επίγεια τα θεωρώ στάχτη και σκουπίδια».

Ο δέκατος είπε:
«Εγώ πάντοτε βλέπω κοντά μου τον φύλακα άγγελό μου και προσέχω τον εαυτό μου, έχοντας στο μυαλό μου αυτό που έχει γραφεί:
«Έβλεπα μπροστά μου τον Κύριο πάντοτε, ότι στέκεται στα δεξιά μου, για να μην κλονισθώ από τη θέση μου». Φοβούμαι λοιπόν αυτόν που παρακολουθεί την πορεία μου. Διότι τον βλέπω κάθε μέρα να ανεβαίνει στον Θεό και να παρουσιάζει τα έργα και τα λόγια μου».

Ο ενδέκατος είπε:
«Εγώ προσωποποίησα τις αρετές, όπως π.χ. την εγκράτεια, τη σωφροσύνη, τη μακροθυμία, την αγάπη κι έστησα τον εαυτό μου ανάμεσά τους ώστε να με περικυκλώσουν αυτές. Κι όπου κι αν πάω, λέω στον εαυτό μου:
«Πού είναι οι παιδαγωγοί σου; Μην αδιαφορήσεις, μην ακηδιάσεις, αφού παντοτινά αυτές τις έχεις δίπλα σου, όποια αρετή θέλεις κοντά σου είναι, και καλά λόγια θα πουν στον Θεό για σένα, ότι δηλαδή βρήκαν σε σένα ανάπαυση».

Ο δωδέκατος είπε:
«Εσείς, Πατέρες, έχοντας φτερούγες από τον ουρανό, αποκτήσατε ουράνια ζωή. Κι αυτό καθόλου παράξενο δεν είναι, σας βλέπω να στέκεστε ψηλά λόγω των έργων σας και να επιδιώκετε τα ουράνια.
Με δύναμη μάλιστα μετακινείστε απ’ τη γη εσείς που αποξενωθήκατε εντελώς απ’ αυτήν.
Πώς να σας ονομάσω; Επίγειους αγγέλους ή ουράνιους ανθρώπους;
Εγώ κρίνοντας τον εαυτό μου τόσο ανάξιο ακόμη και να ζει, βλέπω μπροστά μου τις αμαρτίες μου.
Όπου κι αν πάω, όπου κι αν στραφώ τις βλέπω να προχωρούν πριν από μένα. Στα καταχθόνια καταδίκασα τον εαυτό μου.
Λέω «Θα είμαι μαζί μ’ αυτούς που μου αξίζει. Μ’ αυτούς ύστερα από λίγο θα με κατατάξουν».
Βλέπω εκεί θρηνητικές κραυγές και δάκρυα, που δεν σταματούν ποτέ και είναι ανεκδιήγητα.
Βλέπω κάποιους να τρίζουν τα δόντια και να πηδούν μ’ όλο τους το σώμα και να τρέμουν απ’ το κεφάλι μέχρι τα πόδια.
Πέφτω με το πρόσωπο κάτω και ρίχνοντας στάχτη στο κεφάλι μου ικετεύω τον Θεό να μη δοκιμάσω εκείνες τις συμφορές.
Βλέπω και μια θάλασσα από φωτιά να παφλάζει και να φυσομανάει εδώ κι εκεί και να βρυχιέται, σε σημείο πού να νομίζει κανείς ότι τα κύματα της φωτιάς φτάνουν μέχρι τον ουρανό.
Και μέσ’ στη φοβερή αυτή θάλασσα αμέτρητους ανθρώπους ριγμένους από άγριους αγγέλους, και όλοι μαζί εκείνοι οι άνθρωποι με μια φωνή να βγάζουν δυνατές κραυγές και να κράζουν με ισχυρούς θρήνους και φωνές τέτοιες, πού κανείς δεν έχει ακούσει.
Σαν ξερά χόρτα όλοι να καίγονται, και οι οικτιρμοί του Θεού να φεύγουν μακριά απ’ αυτούς, για τις αμαρτίες τους.
Τότε θρηνώ το γένος των ανθρώπων, πώς τολμά να μιλήσει ή να δίνει την προσοχή του σε κάτι εφήμερο, αφού τόσο μεγάλα κακά περιμένουν τον κόσμο.
Με τέτοιους λογισμούς κρατώ το πένθος στην καρδιά μου, κρίνοντας τον εαυτό μου ανάξιο για τον ουρανό και τη γη, και πραγματοποιείται σε μένα ο λόγος της Γραφής: Τα δάκρυά μου έγιναν για μένα ψωμί μέρα και νύχτα». Αυτά είναι τα κατορθώματα των σοφών και πνευματικών Πατέρων.
Μακάρι κι εμείς να δείξουμε στους άλλους μια ζωή άξια να την θυμούνται, για να ευχαριστήσουμε τον Δεσπότη μας Χριστό, αφού γίνουμε τέλειοι και αψεγάδιαστοι.

Από το μεγάλο Γεροντικό

ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΡΕΤΗ ΖΩΗ!

 Μεγάλο Γεροντικό: Σχετικά με την ενάρετη ζωή 

1. Κάποια φορά την ώρα που ο άγιος Αντώνιος προσευχόταν στο κελί του, άκουσε μια φωνή που του έλεγε: «Αντώνιε, δεν έφθασες ακόμη στο μέτρο του τάδε τσαγκάρη που ζει στην Αλεξάνδρεια».

Σηκώθηκε το πρωί, πήρε το βαϊτικο ραβδί του και πήγε να τον βρει. Έφθασε σε κείνο το μέρος και μπήκε στο εργαστήριό του. Εκείνος όταν τον είδε ταράχτηκε. Του λέει λοιπόν ο Γέροντας:

«Μίλησέ μου για τις πράξεις σου». Ο τσαγκάρης είπε: «Δεν ξέρω να έχω κάνει ποτέ κάτι καλό, παρά μόνο, μόλις σηκωθώ το πρωί να καθίσω στο εργόχειρό μου, λέω ότι ολόκληρη η πόλη αυτή, από τον πιο

μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, μπαίνουν στη Βασιλεία του Θεού για τις ενάρετες πράξεις τους και ότι μόνο εγώ κληρονομώ την κόλαση για τις αμαρτίες μου. Το βράδυ πάλι λέω τα ίδια λόγια, πριν κοιμηθώ».

Τ΄ άκουσε αυτά ο αββάς Αντώνιος και είπε: «Αληθινά, σαν καλός χρυσοχόος, ενώ κάθεσαι στο σπίτι, αναπαυτικά κληρονόμησες τη Βασιλεία των Ουρανών. Εγώ όλο μου τον χρόνο τον περνώ στην έρημο, όμως, καθώς δεν έχω διάκριση, δεν σε έφθασα».

5. Κάποτε την ώρα που προσευχόταν ο αββάς Μακάριος στο κελί του, άκουσε μια φωνή που έλεγε:

«Μακάριε, δεν έφθασες ακόμη στα μέτρα των τάδε γυναικών αυτής εδώ της πόλης». Το πρωί ο Γέροντας σηκώθηκε, πήρε το βαϊτικο ραβδί του κι άρχισε να οδοιπορεί για την πόλη. Όταν έφτασε στην πόλη και βρήκε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα. Βγήκε η μία και τον υποδέχτηκε στο σπίτι. Αφού κάθισε για λίγο, ήρθε και η άλλη. Τις κάλεσε, κι εκείνες ήρθαν και κάθισαν μαζί του. Τις λέει ο Γέροντας: «Για σας έκανα τόση πορεία και υπέμεινα τόσο κόπο, ώσπου να φτάσω από την έρημο. Πέστε μου λοιπόν την εργασία σας, ποια είναι;» «Πάτερ -του λένε-πίστεψέ μας, δεν είμαστε η καθεμιά μας έξω από την κλίνη του άνδρα της μέχρι σήμερα. Ποια εργασία λοιπόν ζητάς από μας;» Ο Γέροντας έβαλε μετάνοια και τις παρακαλούσε: «Φανερώστε μου το έργο σας». Τότε του λένε: «Εμείς κατά κόσμον είμαστε ξένες μεταξύ μας. Έτυχε όμως να παντρευτούμε δύο αδελφούς κατά σάρκα. Και να, εδώ και δεκαπέντε χρόνια ως σήμερα κατοικούμε σ΄ αυτό το σπίτι και δεν ξέρουμε να φιλονικήσαμε ποτέ ή να αναφερθήκαμε σε αισχρά πράγματα. Μάλιστα, ήρθε στο λογισμό μας να αφήσουμε τους άνδρες μας και να μπούμε στο τάγμα των μοναχών. Πολύ παρακαλέσαμε τους άνδρες μας να μας επιτρέψουν να φύγουμε, αλλά δεν τους πείσαμε. Έτσι, αφού δεν πετύχαμε αυτόν τον σκοπό, κάναμε συμφωνία μεταξύ μας και με τον Θεό, μέχρι τον θάνατό μας να μη βγει από το στόμα μας κανένας κοσμικός λόγος». Όταν τ΄ άκουσε αυτά ο αββάς Μακάριος, είπε: «Αληθινά, δεν υπάρχει παρθένα ή παντρεμένη ή μοναχός ή κοσμικός, ο Θεός την πρόθεση ζητάει και δίνει το Άγιο Πνεύμα σε όλους».

6. Ο αββάς Ποιμήν είπε ότι ο αββάς Αντώνιος είχε πει για τον αββά Παμβώ ότι από τον φόβο του Θεού, που είχε, έκανε το Πνεύμα του Θεού να κατοικεί μέσα του.

7. Είπε ο αββάς Ποιμήν: «Πολλοί από τους Πατέρες μας έγιναν ανδρείοι στην άσκηση, αλλά στη

λεπτότητα των λογισμών ελάχιστοι».

8. Ο ίδιος είπε: «Τρεις σωματικές πράξεις είδαμε στον αββά Παμβώ: Ασιτία κάθε μέρα ως το βράδυ, σιωπή και εργόχειρο».

9. Έλεγαν για τον αββά Ποιμένα ότι αν κάθονταν μπροστά του κάποιοι Γέροντες και μιλούσαν για αββάδες ή ανέφεραν το όνομα του αββά Σισώη, τους έλεγε: «Αφήστε τον αββά Σισώη, τα σχετικά μ΄ αυτόν ξεπερνούν κάθε διήγηση».

17. Έλεγαν για τον αββά Σαρματά ότι πολλές φορές έκανε άσκηση επί σαράντα ημέρες σύμφωνα με τη γνώμη του αββά Ποιμένα, και περνούσαν οι μέρες σαν ένα τίποτε γι αυτόν. Ήρθε ο αββάς Ποιμήν και του λέει: «Πες μου τι έχεις κερδίσει κάνοντας τόσο κόπο». Εκείνος έλεγε: «Τίποτε περισσότερο». Του λέει πάλι ο αββάς: «Δεν θα σ΄ αφήσω, αν δεν μου πεις». Εκείνος είπε: «Ένα μόνο είδα, ότι αν πω στον ύπνο «πήγαινε», πηγαίνει. Και αν πω «έλα», έρχεται».

20. Έλεγαν για τον αββά Ώρ ότι ούτε ποτέ είπε ψέματα ούτε ορκίστηκε ούτε έδωσε κατάρα σε άνθρωπο ούτε μίλησε χωρίς να υπάρχει ανάγκη.

21. Ο ίδιος ο αββάς Ώρ έλεγε στον μαθητή του Παύλο: «Πρόσεχε να μη φέρεις ποτέ σ΄ αυτό το κελί ανάρμοστα λόγια».

22. Έλεγαν για τον αββά Ωρ και τον αββά Θεόδωρο ότι συνήθιζαν αδιάκοπα να βάζουν αρχή για κάθε καλό και να ευχαριστούν τον Θεό.

31. Δύο άνθρωποι συμφώνησαν και έγιναν ασκητές. Έκαναν μεγάλη άσκηση κι έζησαν ενάρετη ζωή. Ο ένας συνέβη να γίνει ηγούμενος κοινοβίου. Ο άλλος παρέμεινε αναχωρητής και φτάνοντας στην τελειότητα της ασκήσεως, έκαμνε μεγάλα θαύματα: γιάτρευε δαιμονισμένους, έλαβε το προορατικό χάρισμα, και αρρώστους θεράπευε. Εκείνος πού από ασκητής έγινε κοινοβιάρχης, όταν άκουσε ότι τόσα χαρίσματα αξιώθηκε να πάρει ο συνασκητής του, απομονώθηκε για τρεις βδομάδες από τους ανθρώπους

και προσευχήθηκε εκτενώς στον θεό να του φανερώσει «πώς εκείνος κάνει θαύματα κι έχει γίνει περιβόητος σ΄ όλους, εγώ όμως σε τίποτε απ΄ αυτά δεν μετέχω». Παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου σ΄ αυτόν και του λέει: «Εκείνος την πνευματική εργασία του μέσα στο κελί την κάνει με στεναγμούς και δάκρυα στον Θεό μέρα και νύχτα, πεινώντας και διψώντας για χάρη του Κυρίου. Εσύ καθώς μεριμνάς για πολλά, έχεις την επικοινωνία με τους πολλούς, έ, σου φτάνει η παρηγοριά των ανθρώπων».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ΄
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ  ΑΠΟ  ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ   ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ: ΟΣΟ ΑΠΕΧΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ, ΤΟΣΗ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΠΙΑΝΕΙ Η ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΗ ΦΩΤΙΑ - ΤΑ ΑΙΩΝΙΑ ΔΕΙΝΑ!

 ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ: ΟΣΟ ΑΠΕΧΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ, 
ΤΟΣΗ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΠΙΑΝΕΙ Η ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΗ ΦΩΤΙΑ - ΤΑ ΑΙΩΝΙΑ ΔΕΙΝΑ 

Ενώ περπατούσε κάποτε, φιλοσοφώντας, πολύ βαθιά στην έρημο, ο Μέγας Μακάριος, βρήκε παραπεταμένο ένα ανθρώπινο κρανίο. Το σάλεψε με το ραβδί του και σαν να ήταν ζωντανό το ρώτησε :

- Ποιός είσαι ;

- Ιερεύς της Ίσιδος, αποκρίθηκε εκείνο σαν να το βίαζε μυστηριώδης δύναμη να μιλήσει. Εσύ είσαι ο Μακάριος. Δεν είναι έτσι ; Άκουσε λοιπόν : Κάθε φορά που νιώθεις συμπάθεια για τους κολασμένους και προσεύχεσαι γι΄ αυτούς, παίρνουν λίγο άνεση. 

Ο Όσιος βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει να ρωτήσει για τις τιμωρίες του άδου και για την άνεση που μπορεί να δοθεί στους δυστυχισμένους φυλακισμένους του. 

- Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, εξήγησε το κρανίο, τόση απόσταση πιάνει η βασανιστική φωτιά. Εμείς βρισκόμαστε στη μέση και είναι αδύνατο να ιδούμε ο ένας τον άλλον στο πρόσωπο, γιατί έχουμε στραμμένα τα νώτα. Αλλ΄ όταν κάποιος ευσεβής στη γη προσεύχεται για μας, τότε γυρίζουμε και, βλέποντας ο ένας τον άλλον, παίρνομε μικρή παρηγοριά. 

- Καταραμένη η ώρα, που γεννήθηκε στον κόσμο ο άθλιος αμαρτωλός. Καλύτερα να μην είχε γεννηθεί, όπως είπε ο Χριστός για τον Ιούδα, αναστέναξε πάλι ο Όσιος. 

Ύστερα ρώτησε πάλι το κρανίο :

- Υπάρχουν και μεγαλύτερα βασανιστήρια ;

- Ω, βέβαια. Κάτω από μας.

- Ποιοί πάνε εκεί ;

- Εμείς, που δεν γνωρίσαμε ποτέ τον αληθινό Θεό, είπε ο απόκοσμος συνομιλητής, βρίσκομε κάποιο έλεος. Εκείνοι όμως που Τον γνώρισαν, αλλά με τα έργα Τον αρνούνται, βασανίζονται ανελέητα. 

Όταν πήρε τις πληροφορίες, που παραχώρησε ο Θεός, έθαψε το κρανίο ο Όσιος και συνέχισε το δρόμο του, θρηνώντας τους αμετανόητους αμαρτωλούς και μάλιστα τους χριστιανούς. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 165 κ.ε.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΜΑΚΑΡΙΖΕ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΝ ΔΙΑΡΚΩΣ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΚΑΛΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ!

 ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΜΑΚΑΡΙΖΕ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΝ
ΔΙΑΡΚΩΣ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΚΑΛΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ 

Ένας αρχάριος Μοναχός ρώτησε κάποιον Γέροντα πώς σε μερικούς ανθρώπους έχει δοθεί το χάρισμα να βλέπουν αποκαλύψεις και να μαθαίνουν τα ουράνια μυστήρια.

- Μη μακαρίζεις μόνο αυτούς παιδί μου, αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας, μα πιο πολύ εκείνους που βλέπουν διαρκώς τις αμαρτίες τους, ανακαλύπτουν τις αδυναμίες τους και γνωρίζουν καλά τον εαυτό τους.

Πριν λίγες ημέρες, Αββά, είπε πάλι ο αδερφός, είδα ένα Μοναχό να βγάζει δαιμόνιο από κάποιον άρρωστο και τον θαύμασα.

- Εγώ δεν επιθύμησα ποτέ, αποκρίθηκε ο Γέροντας, να βγάζω δαιμόνια και να γιατρεύω αρρώστιες. Παρακαλώ μόνο το Θεό να μη γίνω ο ίδιος περίγελως του σατανά κι αγωνίζομαι να καθαρίσω το μυαλό μου από τις πονηρές σκέψεις. Αν το κατορθώσω, τότε θα είμαι άξιος θαυμασμού. Όποιος πετύχει να καθαρίσει τη ψυχή του από αμαρτίες κι αγαπά τον Θεό και τον πλησίον του, θα κληρονομήσει την αιώνιο ζωή μαζί με τους θαυματουργούς Πατέρας μας.

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 221 κ.ε. 

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΙΑΤΡΟΣ ΔΕΝ ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΑ ΝΑ ΚΑΨΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 Ο Άγιος Λουκάς ο Ιατρός δεν άφησε το δαίμονα να κάψει την εκκλησία
π. Νεκταρίου Αντωνοπούλου «Ταχύς εις βοήθειαν…»

Στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στα Γιαννιτσά την Κυριακή της Ορθοδοξίας 2008 συνέβη και το εξής περιστατικό:

«Το παρεκκλήσι του Αγίου Λουκά βρίσκεται στη νότια πλευρά του Ναού κι επικοινωνεί με μία πόρτα. Την ώρα της θείας Λειτουργίας κά­ποιος ενορίτης προσκύνησε τα ιερά λείψανα του Αγίου Λουκά που βρί­σκονται στο παρεκκλήσι, έκανε μία υπόκλιση και κοίταξε μέσα από το κουρτινάκι στο Ιερό Βήμα.

Βλέπει τότε έκπληκτος μπροστά στην αγία Τράπεζα έναν Αρχιερέα ντυμένο την αρχιερατική του στολή, σκυφτό, με τα χέρια του λίγο υψωμένα σε στάση δέησης. Του έκανε εντύπωση πώς δεν κοιτούσε μπροστά, άλλα κάπως λοξά στραμμένος προς τον κυρίως ναό. Δεν είδε τη φυσιογνωμία του, αλλά σκέφτηκε «τί να ζητά εδώ αυτός ό Αρχιερέας;», την ώρα που οι υπόλοιποι κληρικοί λειτουργούσαν στον κυρίως Ναό. Περίμενε ως το τέλος της θείας Λειτουργίας, για να βγει από το Ιερό, αλλά προς έκπληξη του δεν βγήκε κανείς. Δεν υπήρχε άλλη πόρ­τα και ό άγνωστος αρχιερέας είχε γίνει άφαντος.

Την ίδια μέρα το μεσημέρι, για άγνωστους ως σήμερα λόγους, στο Ναό εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο δυτικό μέρος και σχεδόν το ένα τέταρτο του Ναού τυλίχτηκε στις φλόγες. Κάηκαν εικονοστάσια, παγκάρια, στα­σίδια, προσκυνητάρια, καρέκλες, κεριά, απόκερα κ.λπ. Στο ίδιο σημείο υπήρχε και προσκυνητάρι με εικόνα του Αγίου Λουκά, το όποιο κάηκε κι αυτό. Παραδόξως, μέσα από την όλη καταστροφή και μέσα στις στάχτες βρέθηκε άθικτη ή εικόνα του Αγίου Λουκά.

Λίγες μέρες αργότερα, σ’ ένα γειτονικό μοναστήρι, στον Άγιο Γεώρ­γιο Ανύδρου, 15 χιλιόμετρα βορείως των Γιαννιτσών, κάποιος κληρικός διάβαζε εξορκισμούς σε μια δαιμονισμένη. Δίπλα οι μοναχές της μονής προσεύχονταν σιωπηλά προς θεία βοήθεια της βασανισμένης αυτής ψυχής. Κάποια στιγμή το δαιμόνιο άρχισε να φωνάζει:

- Σταματήστε! Σταματήστε! Με καίτε, με καίτε! Σταματήστε! Αλλά… κι εγώ σας καίω. Εγώ έκαψα εκείνη την Εκκλησία του Πέτρου και Παύλου εκεί στα Γιαννιτσά. Κι αν δεν ήταν εκείνος ό… Λουκάς, θα την είχα κάψει ολόκληρη!».

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΜΕ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΙ ΝΑ ΑΝΕΒΟΥΜΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ, ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΠΟΥ ΑΣΚΗΤΑΙ ΚΡΥΜΜΕΝΟΙ!


 Γεροντικό: Αποφασίσαμε προσευχόμενοι να ανέβουμε εις τον Άθωνα,
να δούμε αν υπάρχουν κάπου ασκηταί κρυμμένοι 

Ζούσε εδώ κοντά μας, στο γειτονικό ασκητήριο, ο Γέρων Αβιμέλεχ. Σεβάσμιος Γέροντας, φίλος του Αγίου Νεκταρίου του Πενταπόλεως, του Θαυματουργού, και ο οποίος Γέροντας συνέγραψε τον πρώτο «Βίο του Αγίου Νεκταρίου».  

Ζούσε ασκητικά εδώ εις το ασκητήριον και τον επισκέφτηκε κάποια στιγμή ένας νέος φοιτητής που είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είχε σπουδές και στο Παρίσι, ο μετέπειτα Καθηγούμενος των Ιερών Μονών Σταυρονικήτα και Ιβήρων, Πατήρ Βασίλειος Γοντικάκης.  

Εκμυστηρεύτηκε στον Γέροντα την επιθυμία του: «Γέροντα, σκέφτομαι να γίνω Ιερεύς. Τι λέτε εσείς για την ιεροσύνη;» Ήταν δε και πατριώτες από τη μεγαλόνησο Κρήτη και οι δύο. «Παιδί μου», είπε ο σοφός Γέροντας, «η ιεροσύνη είναι όπως η κόρη του οφθαλμού μας, η οποία δεν επιδέχεται κανένα σκουπιδάκι». Και με τη φράση αυτή ήθελε να δηλώσει το ύφος του μυστηρίου αυτού της ιεροσύνης, πόσο δηλαδή πρέπει να προσέχει κανείς όταν σκέπτεται και όταν αναλάβει αυτή τη διακονία της Θείας Λειτουργίας. 

Στην Αγία Άννα ασκείτο ο Γέρων Ζαχαρίας. Είχε τρία μεγάλα χαρίσματα• ήταν ανυπόκριτος, αυθόρμητος και ειλικρινής. Παλαιότερος του ήταν ο Γεώργιος Αρσένιος Καυσοκαλυβίτης, ο περίφημος ξυλόγλυπτης, με τα γνωστά σε όλον τον κόσμο ξυλογλυπτικά έργα του, τη Σταύρωση στη Μεγίστη Λαύρα και την Ανάσταση στην Αμερική. 

«Και οι δυο», μου έλεγε ο Γέρο Ζαχαρίας,«αποφασίσαμε προσευχόμενοι να ανέβουμε εις τον Άθωνα, να δούμε αν υπάρχουν κάπου ασκηταί κρυμμένοι στο δάσος ή εις τα απόκρημνα βράχια του Όρους. Φθάσαμε εις την Παναγία, μια ώρα προ της κορυφής του Άθω που φθάνει στα 2.030 μέτρα. Μετά την Παναγία, αφού προσκυνήσαμε, αρχίσαμε να ερευνούμε τη γύρω περιοχή λέγοντας ενδιαθέτως, αλλά εντόνως, την ευχή του Ιησού. 

Μετά πολλήν πορεία και κούραση, βαδίζοντας συνεχώς στα σπασμένα από τους κεραυνούς βράχια, είδαμε ένα σημείο που έμοιαζε με δρομάκι. Δηλαδή επάνω στα βραχάκια υπήρχαν σημάδια από το πέρασμα κάποιου ανθρώπου.

Ακολουθήσαμε προσεκτικά το υποτυπώδες δρομάκι, βαδίσαμε αρκετά με κομμένη την αναπνοή και αμίλητοι. Μετά την αγωνιώδη πορεία, ευρήκαμε μετά πολλής χαράς και συγκινήσεως το κατάλυμα ενός ασκητού. ‘Ένα σπήλαιο, μερικά ξύλα διά κάθισμα και κρεβάτι, άλλα φρεσκοκομμένα ξύλα, ένα πήλινο δοχείο με νερό, και παξιμάδια, πολύ ξερά κομμάτια ψωμιού. 

Ο ασκητής μάς αντελήφθη, οπωσδήποτε, και απεμακρύνθη. Φωνάξαμε επί πολύ “Γέροντα, Γέροντα”, δεν παρουσιάσθηκε. 

Ευχαριστήσαμε τη Θεοτόκο γι’ αυτά που είδαμε και επιστρέψαμε στα Καυσοκαλύβια. Ήμασταν ευτυχείς που αισθανθήκαμε την ευωδιά της παρουσίας των πτηνών της Θεοτόκου που ζουν στις αετοφωλιές του Περιβολιού της». 

Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ

ΓΕΡΩΝ ΓΕΛΑΣΙΟΣ Ο ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΑΟΡΑΤΟΙ ΕΡΗΜΙΤΕΣ!

 Γέρων Γελάσιος Σιμωνοπετρίτης 
Αόρατοι ερημίτες 

Στις Φώκιες, της Μικρασίας πρωτοείδε τον ήλιο ο γέρων Γελάσιος. Γεννήθηκε το 1902, και μέχρι τον φρικτό διωγμό του 1922 γαλουχήθηκε με τα νάματα και τις παραδόσεις της μικρασιατικής ευσέβειας. Μικρός πήγαινε στα εξωκκλήσια των νησιών που ήταν μπροστά στο λιμάνι, κι όταν γύριζε ρωτούσε τη μητέρα του:

- Μάνα, ποια είναι η γυναίκα που κρατάει το παιδί στην αγκαλιά της μέσα στην εκκλησία;

- Η κυρά Παναγιά, απαντούσε εκείνη γλυκά, με τον αφέντη τον Χριστό.

Από μικρός ο Γέροντας έβλεπε χειροπιαστή στη ζωή του την προστασία της Παναγίας και την καθοδήγηση Της. Σε ηλικία 15 χρονών κατατάσσεται εθελοντής στον συμμαχικό στρατό , φλεγόμενος από ζήλο για την μεγάλη Ελλάδα. Τότε σε ένα ναυάγιο στη Μεσόγειο σώθηκε θαυματουργικά από την Παναγία και τον Άγιο Νικόλαο, αφού πάλεψε τρία μερόνυχτα στο ανοιχτό πέλαγος.

Στη Μυτιλήνη, όπου εγκαταστάθηκε μετά τη μικρασιατική καταστροφή, είχε παρηγοριά του την Παναγία της Αγιάσου. Τα τάματα που Της είχε κάνει σαν ψαράς και ναυτικός, τα
ξεπλήρωσε αργότερα σαν μοναχός, εκδηλώνοντας έτσι την ευχαριστία και ευγνωμοσύνη του για τη βοήθειά Της.

« Το 1928, διηγείται ο ίδιος, ταξίδευα με το καΐκι μας έξω από την Τήνο. Ο καιρός ήταν καλός και το καΐκι έτρεχε με 8 μίλια.

- Βρε Αντώνη, είπα στον αδελφό μου, επιθυμώ να προσκυνήσουμε την Παναγία.

Εκείνος όμως αρνήθηκε.

- Τέτοιον καιρό δεν θα τον ξαναβρούμε. Εμείς το πρωί θα είμαστε στον Πειραιά.

Τι να έλεγα; Ο Αντώνης ήταν μεγαλύτερος. Έκανα λοιπόν βόλτες στο κατάστρωμα, μέχρι που πλησιάσαμε 300-400, μέτρα στο λιμάνι. Τότε ξαφνικά κόπηκε ο άνεμος. Η θάλασσα έγινε λάδι γύρω από το καΐκι. Κρέμασαν τα πανιά. Τι παράξενο όμως! Η μπουνάτσα έγινε μόνο για μας. Πιο πέρα ο αέρας βούιζε. Ήταν, φαίνεται, επέμβαση της Παναγίας, για να ικανοποιήσει την επιθυμία μου.

- Άντε, να γίνει το χούι σου, είπε ο Αντώνης.

Ήταν Πάσχα. Βγήκαμε και προσκυνήσαμε. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά το «Ο άγγελος εβόα ».

Αργότερα η Παναγία κάλεσε με θαυμαστό τρόπο τον π. Γελάσιο από το καΐκι του στο περιβόλι Της.

« Μια νύχτα στον ύπνο μου, διηγείται ο γέροντας, μου φάνηκε πως ήταν πολύς λαός συγκεντρωμένος για να υποδεχθεί τη βασίλισσα. Από μακριά φάνηκαν " τα αλόγατα" που τρέχανε σέρνοντας πίσω χρυσή άμαξα. Πάνω της καθόταν η βασίλισσα με πλήθος δορυφόρων και αξιωματικών. Ξαφνικά κάποιος με άρπαξε και με ανέβασε στην άμαξα, στο πίσω μέρος. Σε λίγο φθάσαμε σε ένα κάστρο με πύργους και λαμπρό παλάτι. Εκεί η βασίλισσα κατέβηκε. Δεν πρόλαβα όμως να τη δω καθαρά. Πρόσεξα μόνο το ένα μέρος του προσώπου της, καθώς ανέβαινε τις σκάλες του παλατιού.

Ξύπνησα! Βγήκα έξω και πήγα στο καφενείο, όπου ήταν και άλλοι ναυτικοί. Βρισκόμουν στο Πασαλιμάνι με το καΐκι μου φορτωμένο. Ο νους μου όμως είχε γεμίσει από την ομορφιά της βασίλισσας. Αργότερα συνάντησα κάποιον αγιαννανίτη μοναχό. Του διηγήθηκα το όνειρό μου κι εκείνος μου εξήγησε πως με καλεί η Παναγία στο Άγιον Όρος να γίνω πιστός Της ακόλουθος.

Η καρδιά μου για λίγο διακόπηκε. Νίκησε όμως η αγάπη της Βασίλισσας. Την ίδια μέρα εγκατέλειψα κι εγώ, σαν τους Αποστόλους, πλοίο φορτωμένο, αδελφό, γονείς ,και ξεκίνησα για τον Άθωνα. Το τέρμα του ταξιδιού μου ήταν η μονή Γρηγορίου. Μπήκα στο Καθολικό να προσκυνήσω. Την ώρα εκείνη ψαλλόταν η θεία λειτουργία. Στη θεομητορική εικόνα του τέμπλου αναγνώρισα τη Βασίλισσα του ονείρου μου! Έσπευσα να την ασπασθώ, οπότε ο διακο- Θεόδωρος, που στεκόταν εκεί, μου είπε:

- Χάθηκαν, οι εικόνες της Παναγίας, παιδί μου, και ήρθες στο τέμπλο να προσκυνήσεις; Αλλά, βέβαια, που να ήξερε τη δική μου καρδιά… »

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

ΘΑ ΜΕ ΛΕΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟ ΜΙΧΑΗΛ!

 «Θα με λες Αρχάγγελο Μιχαήλ!» 

Το γεγονός αφηγήθηκε μια ευσεβής προσκυνήτρια της Παναγίας από την Αθήνα, τον Μάϊο του 2011. Είπε: 

«Μία γνωστή οικογένεια από την Σύμη, θέλησε να βαφτίσει το παιδάκι της στο προσκύνημα του Ταξιάρχη, όπου το είχε τάξει. Πράγματι, έγινε το Μυστήριο με μεγάλη ευλάβεια και όπως συνηθίζεται εκεί, κουμπάρος, νονός του παιδιού και προστάτης θεωρείται και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Γι’ αυτό κατά την διάρκεια του Μυστηρίου και ειδικότερα κατά την περιφορά, όπου ψάλλεται το «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε», κρατούν στολισμένη με κορδέλες και περιφέρουν και την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Έτσι, το παιδάκι έχει έναν επίγειο νονό και προστάτη, κι έναν Ουράνιο.

Ο πατέρας του παιδιού από απλοϊκή πίστη συνήθιζε πολλές φορές να αναφέρεται στον Αρχάγγελο Μιχαήλ και να τον προσφωνεί «ο κουμπάρος μου». Κάποτε όμως υπέστη ένα βαρύτατο ατύχημα και χαροπάλευε στο νοσοκομείο, μέχρι που οι γιατροί είπαν ότι τελείωσε πλέον και αποφάσισαν να τραβήξουν τον αναπνευστικό σωλήνα με τον οποίο τροφοδοτείτο με οξυγόνο. Καθώς όμως τράβηξαν τον σωλήνα και μάλιστα απότομα, διότι ήσαν βέβαιοι ότι ο άνθρωπος ήταν νεκρός, εκείνος αναστήθηκε! Κατά το θέλημα του Θεού επανήλθε στην ζωή, αλλά με τραυματισμένη τραχεία από την βίαιη εξαγωγή του αναπνευστικού σωλήνα!

Οι γιατροί κατεπλάγησαν. Έζησαν μια πραγματική νεκρανάσταση! Μετά από νοσηλεία αρκετών ημερών, συνήλθε τελείως και μπόρεσε και εμπιστεύθηκε σε δικούς του ανθρώπους τι ακριβώς συνέβη μετά τον θάνατό του, γιατί, όπως ομολόγησε, πράγματι είχε πεθάνει. Είπε λοιπόν:

-Ναι, είναι αλήθεια πως πέθανα! Η ψυχή μου με συνοδεία αγίων Αγγέλων, έφθασε σε έναν υπερκόσμιο φωτεινό τόπο και βρέθηκα προ των Πυλών του άλλου κόσμου. Εκεί βρισκόταν σεβαστός αλλά και γλυκύς ο Απόστολος Πέτρος. Ενώ όμως περίμενα πλημμυρισμένος από μια πρωτόγνωρη χαρά να με αφήσει να περάσω τις Πύλες, εκείνος με εμπόδισε.

-Δεν πρέπει να έρθεις ακόμη εδώ, δεν είναι ο κατάλληλος καιρός για σένα, είπε με καλωσύνη αλλά με αμετάκλητη απόφαση.

Πόνεσε η ψυχή μου τότε, δεν ήθελα με κανέναν τρόπο να επιστρέψω σ’ αυτή την ζωή. Ένοιωθα απερίγραπτη ευχαρίστηση εκεί.

Σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή, βλέπω να εμφανίζεται ολόφωτος, πανέμορφος αλλά και απερίγραπτα μεγαλοπρεπής ο Αρχάγγελος Μιχαήλ!

-Κουμπάρε, βοήθησέ με να μπω στον Παράδεισο! του φώναξα ικετευτικά ελπίζοντας στην βοήθειά του.

Εκείνος όμως, με κοίταξε σοβαρός και μου είπε:

-Δεν πρέπει να με ξαναπείς «κουμπάρο», αλλά με τ’ όνομά μου: «Αρχάγγελος Μιχαήλ»! Τώρα πρέπει να επιστρέψεις κάτω στην γη για να μεγαλώσεις τα παιδιά σου, και όταν έρθει η ώρα, θα έρθω να σε πάρω, όπως παίρνω και όλους τους ανθρώπους.

Πράγματι, με τον λόγο του επανήλθα στην ζωή, για να συνεχίσω τον αγώνα μου, νοσταλγώντας πάντα την χαρά τ’ Ουρανού που μας έχει ετοιμάσει ο Φιλάνθρωπος Θεός και Ουράνιος Πατέρας μας…» 

από το βιβλίο: «Παρηγοριά της Θεϊκής αγάπης» – Έκδοση της Ιεράς Μονής Παναγίας Βαρνάκοβας»

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΠΟΝΗΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!

 Γεροντικό: Ο πονηρός του παρουσιάστηκε με τη μορφή του Χριστού 

Πήγαινε συχνά ο διάβολος στη σπηλιά κάποιου Ερημίτη, για να τον τρομοκρατήσει και να τον κάμει να φύγει από κει.  Εκείνος όμως όχι μόνο δε δείλιαζε, αλλά περιφρονούσε το πονηρό πνεύμα. Τότε ο διάβολος, για να τον παραπλανήσει του παρουσιάστηκε με τη μορφή του Χριστού. 

- Είμαι ο Χριστός, του είπε.

Ο Ερημίτης έκλεισε τα μάτια του.

- Γιατί κλείνεις τα μάτια σου ; του φώναξε ο διάβολος ερεθισμένος. Σου είπα πως είμαι ο Χριστός.

- Εγώ δε θέλω να ιδώ το Χριστό σ΄ αυτό τον κόσμο, αποκρίθηκε ο Ερημίτης, κρατώντας ακόμη τα μάτια του κλειστά. 

Με τη θαρρετή απάντηση του ανθρώπου του Θεού ο διάβολος εξαφανίστηκε και δεν τόλμησε πια να τον πειράξει. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 399.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΠΑΩ ΝΑ ΒΑΛΩ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ!

 Γεροντικό: Πάω να βάλω λογισμούς στους Μοναχούς 

Πηγαίνοντας να επισκεφθεί μια Σκήτη ο Όσιος Μακάριος, συνάντησε στο δρόμο το διάβολο φορτωμένο μ΄ ένα παράξενο φορτίο να πηγαίνει κι εκείνος προς τα εκεί.

- Για πού ; τον ρώτησε ο Όσιος.

- Πάω να βάλω λογισμούς στους Μοναχούς, αποκρίθηκε μ΄ αναίδεια εκείνος.

- Και τί είναι αυτά που κουβαλάς μαζί σου ;

- Τα γεύματα που θα τους προσφέρω.

- Τόσα πολλά ; απόρησε ο Όσιος.

- Βέβαια. Αν δεν ικανοποιούνται με το ένα, έχω άλλο έτοιμο κι αν δεν τους αρέσω κι αυτό τους δίνω τρίτο. Ένα απ΄ όλα θα είναι του γούστου τους.

- Έχεις πολλούς εκεί που σε ακολουθούνε ; ρώτησε με φρίκη ο Αββάς.

- Όχι, αναγκάστηκε να ομολογήσει ο διάβολος. Οι περισσότεροι έχουν αγριέψει εναντίον μου. Έχω όμως κι ένα καλό φίλο.

- Πώς ονομάζεται ; ρώτησε με ενδιαφέρον ο Όσιος.

- Θεόπεμπτος, αποκρίθηκε ο διάβολος και τράβηξε βιαστικός το δρόμο του. 

Συλλογισμένος απ΄ όσα άκουσε ο Αββάς Μακάριος, ανέβηκε στη Σκήτη. Οι αδελφοί του έκαναν θερμή υποδοχή και καθένας φιλοτιμήθηκε να τον προσκαλέσει στη καλύβα του, Ο Όσιος όμως ζήτησε τον Θεόπεμπτο και τον παρακάλεσε και τον παρακάλεσε να τον φιλοξενήσει. Σαν έφτασαν στο κελλί του, τον ρώτησε πώς περνούσε.

- Καλά με την ευχή σου Αββά, αποκρίθηκε εκείνος.

- Δε σε πειράζουν οι λογισμοί ;

- Ο Θεόπεμπτος δίστασε λίγο. Ντρεπόταν να φανερώσει στον Όσιο πώς δεχόταν ακάθαρτους λογισμούς.

- Καλά πηγαίνω, ψιθύρισε, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος.

- Άχ, αδελφέ μου ! Αναστέναξε βαθιά ο Όσιος. Εγώ, τόσα χρόνια Ασκητής και γηρασμένος πια, πειράζομαι από σαρκικούς λογισμούς κι ας με τιμούν οι άνθρωποι. 

Ο Θεόπεμπτος πήρε θάρρος από τα λόγια του Οσίου και του φανέρωσε το δικό του πόλεμο. Εκείνος τότε τον συμβούλεψε πώς ν΄ αντιστέκεται στους κακούς λογισμούς κι αφού του έδωσε τον κανόνα που έπρεπε, έφυγε να γυρίσει στο κελλί του. Στο δρόμο βρήκε πάλι το διάβολο, αλλά τώρα πολύ κατσουφιασμένο.

- Τί νέα ; τον ρώτησε ο Αββάς.

- Πολύ άσχημα, αποκρίθηκε εκείνος. Όλοι οι Μοναχοί μου εναντιώνονται και πιο πολύ ο παλιός μου φίλος. Γι΄ αυτό κι εγώ ορκίστηκα για πολύ καιρό να τους αφήσω απείραχτους για να γίνουν αμέριμνοι, σαν πρώτα. 

Έφριξε ο Όσιος με την πανουργία του διαβόλου και παρακάλεσε θερμά τον Κύριο να προφυλάει απ΄ αυτή το ποίμνιό Του. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 408 κ.ε.

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΞΙΖΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΟΛΗ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ!

 Γέρων Παϊσιος: Ένας τέλειος Μοναχός
αξίζει περισσότερο από όλη αυτή την πολιτεία! 

Κάποτε, ένας Μοναχός από τη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων είχε πολεμηθεί από τον πονηρό, από τα δεξιά, με τον λογισμό ότι δεν κάνει τίποτα, ενώ στον κόσμο θα έκανε καλοσύνες στους συνανθρώπους του κλπ. Του έφερνε δε και λογισμούς ότι η Μοναχική πολιτεία είναι κάτι το δευτερεύον κ.α. 

Βλέποντας την πονηριά του μισόκαλου ο Καλός Θεός και τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχε ο αδελφός, οικονόμησε να ιδεί μια θαυμαστή οπτασία εν εγρηγόρσει. 

Είδε λοιπόν τον εαυτό του πεθαμένο και τους δαίμονας να τον πλησιάζουν και να τον ονειδίζουν και πιο πέρα μια πολιτεία με πλήθος ανθρώπων. Ξαφνικά, κατέφθασε ένας Άγγελος και του λέει :
-Ένας τέλειος Μοναχός αξίζει περισσότερο από όλη αυτή τη πολιτεία. 

Όταν συνήλθε ο Μοναχός από την οπτασία, είπε στον εαυτό του:
-Για δες τι αξιώνεται από τον Θεό ο άνθρωπος, όταν γίνεται Μοναχός! 

Έκτοτε είχε επιδοθεί σε μεγαλύτερη άσκηση πνευματική. Είχε γράψει δε και τα λόγια του Αγγέλου στο κελλί του, για να τα βλέπει και να αγωνίζεται περισσότερο και με προθυμία. 

ΠΗΓΗ: ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ (+), ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ, εκδ. ΙΕΡΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ», ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1995, σ. 127 κ.ε.

Κυριακή 24 Αυγούστου 2025

Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ

 Η λιτανεία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στα Γιάννενα 

Τον Αύγουστο του 1813 έγινε ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Κοσμά και η σεπτή κάρα του εστάλη στον Αλή Πασά κατά την επιθυμία του. Τέτοια ευλάβεια έτρεφε για τον Άγιο Κοσμά ο Αλής, ώστε «παρήγγειλε τω εκ Καλλαρύτων χρυσοχόω Παπαγεωργίου, για την αγία κάρα του, ασημένια φλωροκαπνισμένη θήκη με διαμάντια και συχνά έφερε τα ιερά λείψανά τ ου στα Γιάννενα για να τα ανασπασθή, οπότε γινότανε μεγάλη τελετή με τη συμμετοχή αυτού, της κυρά Βασιλικής, του κλήρου, του λαού και αυτών των Τούρκων ακόμα». 

Οι ξένοι περιηγητές Jeraume de la Lance και Davenport, αυτόπτες μάρτυρες, περιγράφουν μία τέτοια λιτανεία, που οργάνωσε ο Αλή Πασάς τιμώντας τη μνήμη του Πατροκοσμά: «Η τελετή διεξήχθη στο Σαράϊ του Αλή Πασά, στα Γιάννινα, στα Λιθαρίτσια, την περιοχή του σημερινού Στρατώνα. Από τη συμμετοχή του Κλήρου στη λιτανεία αυτή, συμπεραίνουμε ότι την εποχή που έγινε, ο Κοσμάς θα είχε αναγνωρισθεί, έστω και ανεπίσημα, ως Άγιος από την Εκκλησίαν. Τα λείψανα του Αγίου, ανέβαιναν από το δρόμο της αγοράς, με κατεύθυνση προς το Σαράϊ. Το πλήθος ακολουθούσε την πομπή, κι όλοι οι ιερείς των Γιαννίνων, ντυμένοι στα πιο πολυτελή τους άμφια, με ψαλμωδίες και λαμπάδες, σχημάτιζαν την κεφαλήν της. Οι μαγαζάτορες έβγαιναν στις πόρτες των καταστημάτων τους και σταυροκοπιόταν στο πέρασμά της. Άπειρος κόσμος ήταν παραταγμένος δεξιά και αριστερά της διαδρομής. Απόσπασμα από έφιππους της Σωματοφυλακής του Αλή, έκλεινε τη λιτανεία. Κι από τους ψαλτάδες κι από το πλήθος στα σταυροδρόμια, μαζί με τα θυμιάματα, ανέβαινε στον ουρανό μία μεγαλόφωνη δέηση: Κύριε, ελέησον! Κύριε, ελέησον! Κύριε, ελέησον!…

Τα τούρκικα νεκροταφεία του Ναμαζγκιάχ, (στο χώρο της σημερινής Πλατείας και της περιοχής κάτου από το Ξενοδοχείο Αβέρωφ), μαύριζαν από τον κόσμο που είχε μαζευτεί εκεί, για να ιδή το πέρασμα της Λιτανείας, η οποία τώρα μπαίνει στην κεντρική πλατεία του Παλατιού, περνώντας ανάμεσα από στίχους πεζών της Σωματοφυλακής του Αλή, ντυμένων με την επίσημη κόκκινη και χρυσοκέντητη στολή τους, και τ’ άρματά τους, που λαμποκοπούσαν στο σελάχι. 

Καθώς οι στίχοι των παπάδων που κρατούσαν την επίχρυση θήκη, μέσα στην οποία ήταν η κάρα του Αγίου, πλησίαζαν προς το Παλάτι, από το ύψος της μεγάλης σκάλας, ξεχύθηκε στον πυλώνα του ένα άσπρο σύννεφο. Εκατόν πενήντα ασπροφορεμένα παιδιά, που κρατούσαν ασημένια θυμιατήρια, ξεχύθηκαν δεξιά κι αριστερά, κι αμέσως από πίσω τους, τριακόσιες γυναίκες του Παλατιού, σκεπασμένες με διάφανους λευκούς πέπλους, στριμώχτηκαν από πίσω από τα παιδιά.

Και μέσα στο θάμπος που κυριαρχούσε, προβάλλει από το Παλάτι ο Αλής, έχοντας στο πλάϊ του μία ωραία μαυροντυμένη γυναίκα, τη μόνη ξέσκεπη από τις γυναίκες του Παλατιού. Η Κυρά Βασιλική, με τα μεγάλα της μάτια, κοιτάζοντας κάτου ντροπαλά, βάδιζε σεμνή στο πλάϊ του Τυράννου. Πρώτος γονάτισε ο πανίσχυρος τοπάρχης, και πλάϊ του ευλαβικά εκείνη. Τα παιδόπουλα κατόπι, οι γυναίκες του Παλατιού, ο λαός που πλημμύριζε την πλατεία, οι σωματοφύλακες, όλοι γονάτισαν με τη σειρά τους. Και τα πλήθη που συνωστιζόταν στην περιοχή των νεκροταφείων και τα πλήθη της πλατείας και των δρόμων, προσκυνούσαν, γονατιστά κι αυτά, τον Άγιο, ενώ σύννεφα από θυμίαμα σκορπούσαν τα βαλσαμικά τους μύρα. Και μία προσευχή ανέβαινε μαζί μ’ αυτά στον ουρανό, Κύριε, ελέησον!…

Σηκώθηκαν τότε ο Αλής και η Βασιλική, κι αφού ανασπάσθηκαν την αγία Κάρα, εξαφανίστηκαν στο εσωτερικό του Παλατιού, ενώ τα εκατόν πενήντα θυμιατά θυμιάτιζαν προς το μέρος της φλωροκαπνισμένης και αδαμαντοποίκιλτης θήκης, ξεχύνοντας αρωματισμένες νεφέλες… Και τα πλήθη άρχισαν σιγά-σιγά να διαλύωνται». 

Από το βιβλίο: Μαρία Αλ. Μαμασούλα, Ο Εθναπόστολος Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», 2016, σελ. 125.

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ

 Ο μικρός Δημήτρης με το διορατικό χάρισμα

Τόν Σεπτέμβριο κάποιου έτους στο ογκολογικό τμήμα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Ρίου επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Ο μικρός Δημητράκης ζητούσε επειγόντως τον ιερέα του Νοσοκομείου. Ήθελε οπωσδήποτε να κοινωνήση. 

Ήταν 13 ετών. Ενάμιση περίπου χρόνο βρισκόταν στην συγκεκριμένη κλινική. Ένας μικρός πονοκέφαλος τον ώδήγησε εκεί. Οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο του εγκεφάλου. Η καταγωγή του ήταν από το Φίερι της Αλβανίας. Οι γονείς του αβάπτιστοι. Έμεναν αρκετά χρόνια στην Πάτρα. Αυτός, λίγο μετά την είσοδό του στο Νοσοκομείο, θέλησε να βαπτιστή. Άκουγε για τον Χριστό και ήθελε να γίνη «παιδί» Του. Βαπτίστηκε «εις το όνομα του Πατρός και του Υϊού και του Αγίου Πνεύματος», κατόπιν κατηχήσεως βέβαια.

Όλοι τον αγαπούσαν πολύ στην κλινική. Ο καρκίνος είχε προχωρήσει αρκετά και ήδη του είχε στερήσει την όράση. Δεν έβλεπε καθόλου, τίποτε και κανέναν. Άκουγε όμως με μεγάλη και θαυμαστή υπομονή. Δεν παραπονιόταν. Έλεγε ότι ο Θεός τον αγαπά πολύ. Προσευχόταν και παρακαλούσε και τους γονείς του να κάνουν το ίδιο.

Όσοι τον επισκέπτονταν καταλάβαιναν να υπάρχη κάτι διαφορετικό σ΄ αυτό το παιδί. Μιλούσε συνέχεια για τον Θεό. Ήταν πάντα ευγενικό και χαρούμενο. Το πρόσωπο του έλαμπε. Ήθελε να κοινωνάη συχνά των Τιμίων Δώρων. Όταν κάποιες φορές η μητέρα του ήταν σε κάποιον άλλο χώρο της κλινικής, φώναζε: «Μητέρα, ελα γρήγορα. Φτάνει ο παππούλης με τον Χριστό. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Έλα να με ετοιμάσης». Και έτσι γινόταν. Ο ιερέας ερχόταν και εύρισκε τον Δημητράκη καθισμένο στο κρεββάτι του, με ανοιχτό το στόμα κάνοντας με ευλάβεια τον σταυρό του. Ενώ δεν εγνώριζε την ακριβή ώρα της προσελεύσεως του ιερέως με τα Τίμια Δώρα, με διορατικό χάρισμα τον έβλεπε να έρχεται, μολονότι παρεμβάλλονταν δυο κλειστές πόρτες πού εχώριζαν το δωμάτιο του από τον διάδρομο πού ερχόταν ο ιερέας.

Αυτό το βεβαιώνει και η ευλαβής κυρία Μαρία Γαλιατσάτου η οποία εθελοντικώς εφρόντιζε το παιδί αυτό. «Κυρία Μαρία, θέλω κάτι να σας πώ», της είπε μία ημέρα. 
«Όταν έρχεται ο παππούλης με τον Χριστό, τον βλέπω στις σκάλες πού ανεβαίνει και δίπλα του υπάρχουν δυο ψηλοί, όμορφοι άνθρωποι με ολόασπρη στολή πού γέρνουν προς το Άγιο Ποτήριο και με ανοιχτά τα χέρια τους το προστατεύουν».

Κάποτε τον ρώτησε ο γιατρός: «Τί κάνεις, Δημητράκη, πώς πάμε;». Του απάντησε: «Κύριε γιατρέ, μπορώ να σας πώ από κοντά. Εγώ είμαι καλά. Εσείς μην στενοχωριέστε πού έφυγε η γυναίκα σας. Ο Θεός θα είναι μαζί σας γιατί είστε καλός άνθρωπος». Ο γιατρός έμεινε λίγο ακίνητος. Κανείς δεν ήξερε το θλιβερό γεγονός πού είχε συμβή την προηγούμενη ήμερα στο σπίτι του, ότι δηλαδή η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και πήρε άλλον άνδρα.

«Αυτό είναι παιδί του Θεού», έλεγαν όσοι το γνώριζαν.

Την τελευταία φορά πού κοινώνησε δεν μπορούσε πλέον να σταθή καθιστός στο κρεββάτι αλλά υποδέχθηκε με χαρά και λαχτάρα τον Χριστό ξαπλωμένος. «Ευχαριστώ πολύ», ψέλλισε και μετά εκοιμήθη.

Ο ιερέας, όταν την άλλη μέρα πήγε στο νεκροτομείο να διάβαση στον Δημητράκη το τρισάγιο, είπε:
«Τέτοιο λείψανο πρώτη φορά στην ζωή μου βλέπω. Το πρόσωπο του είναι χαμογελαστό, λάμπει και έχει το χρώμα του κεχριμπαριού».

Οι γονείς του αγάπησαν τον Χριστό πολύ και θέλουν και αυτοί να βαπτιστούν.

Από το βιβλίο: "Ασκητές μέσα στον κόσμο"(Β’ Τεύχος), Βιβλίο από τις Εκδόσεις του Ιερού Ησυχαστηρίου Άγίου Ιωάννου Προδρόμου Μεταμορφώσεως Χαλκιδικής.

ΠΑΠΑ ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΕΞΟΡΚΙΣΤΗΣ

 Παπά Γιάννης ο εξορκιστής

Όταν το 1917 στην Ρωσία έγινε η επανάσταση των Μπολσεβίκων, συνέλαβαν στην Οδησσό 17 ιερείς για να τους εκτελέσουν. Ένας απ' αυτούς κρύφθηκε στα δάση και σώθηκε μετά βρήκε τα δύο του παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τα οποία είχαν κρύψει οι γείτονές του και γλύτωσαν από τους κομμουνιστές. Την πρεσβυτέρα του όμως την συνέλαβαν και την εκτέλεσαν.

Ο ιερέας αυτός ονομαζόταν παπά-Γιάννης και ήταν Έλληνας. Πήρε λοιπόν τα δύο του παιδιά και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπον, πεζοπορώντας το περισσότερο διάστημα ήρθε μέσω Ρουμανίας και Βουλγαρίας στην Ελλάδα, την πατρίδα του. Έκανε εφημέριος στην Μακεδονία και στην Θράκη. Έπειτα ήρθε στο χωριό Σκουτερά Αγρινίου, διότι ήταν κενή η θέση του εφημερίου.

Ο παπά-Γιάννης ήταν ρακένδυτος. Φορούσε ένα τριμμένο ράσο με ένα ξυλάκι από ρείκι για κουμπί και στο λαιμό του είχε κρεμασμένο με μαύρο κορδόνι ένα ξύλινο Σταυρό. Έμοιαζε με τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Από τη νηστεία και τις ταλαιπωρίες είχε όψη εξαϋλωμένη, ήταν «πετσί και κόκαλο».

Το χωριό Σκουτερά τον καλοδέχτηκε και τον βοήθησε στις ανάγκες του. Έμενε σ' ένα δωμάτιο μαζί με τα δύο του παιδιά, το κορίτσι δέκα ετών και το παιδί οκτώ ετών. Άρχισε λοιπόν ο παπά-Γιάννης να λειτουργεί τακτικά, να κηρύττει τον λόγο του Θεού, να εξομολογεί και να κοινωνεί τους ανθρώπους. Έτρεχε να βοηθά πνευματικά όπου τον καλούσαν, να διαβάζει ευχές σε αρρώστους και σε άρρωστα κτήνη που αμέσως θεραπεύονταν.

Μία νέα από την Σκουτερά είχε παντρευτεί στην Σταμνά. Όταν επισκέφθηκε το χωριό της άκουσε να μιλούν με θαυμασμό για τον παπά-Γιάννη. Της είπαν: «Μας έστειλαν έναν παπά, λες και είναι ο ίδιος ο Χριστός, τόσο καλός είναι».

Η νέα είπε ότι στην Σταμνά υπάρχει μία γυναίκα δαιμονισμένη επί δεκαοκτώ χρόνια. Οι συγγενείς της την γύρισαν σε γιατρούς και σε πολλά Μοναστήρια τρέξανε σ' όλη την Ελλάδα αλλά αυτή δεν θεραπεύτηκε. Ζήτησε και είδε η ίδια τον παπά-Γιάννη και τον παρακάλεσε να θεραπεύση την πάσχουσα. Αυτός ζήτησε να δη πρώτα την δαιμονισμένη. Έκανε προσευχή και αποφάσισε να την αναλάβει.

Την Κυριακή στο τέλος της θείας Λειτουργίας ο παπά-Γιάννης ανακοίνωσε τα εξής στο εκκλησίασμα: «Χριστιανοί, θα κάνουμε έναν αγώνα για να θεραπευτή η γυναίκα που την βασανίζει ο σατανάς επί 18 χρόνια. Θα νηστέψουμε 40 μέρες, θα κάνουμε κάθε μέρα Λειτουργία. Θα εξομολογηθούμε, θα κοινωνήσουμε, θα φέρνουμε την γυναίκα κάθε βράδυ στην Εκκλησία και θα κάνουμε Παράκληση. Στην Λειτουργία δεν θα την φέρνουμε εδώ, διότι ο σατανάς θα δημιουργήσει φασαρία. Θα ειδοποιήσουμε και τα γύρω χωριά όποιος θέλει να έρθει».

Την Κυριακή το βράδυ έφεραν την γυναίκα στην Εκκλησία του αγίου Νικολάου. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Στην Εκκλησία δεν ήθελε να μπει με κανένα τρόπο. Το δαιμόνιο μούγκριζε, έβριζε τους πάντες, απειλούσε ότι θα κάψει την Εκκλησία, και έβγαζε αφρούς από το στόμα της. Την έπιασαν μερικοί δυνατοί άντρες και την έφεραν κάτω από τον πολυέλαιο.

Ο παπά-Γιάννης κρατώντας τον Σταυρό διάβαζε από το Ευχολόγιο τους εξορκισμούς και την σταύρωνε. Κρατούσε τον Σταυρό πάνω στο κεφάλι της και εκείνη φώναζε: «Πάρε αυτό το σφυρί από το κεφάλι μου, με πληγώνεις' δεν υποφέρω αυτό το σφυρί». Το πλήθος των χριστιανών έκαναν μετάνοιες και έλεγαν το «Κύριε ελέησον».
Ό παπά-Γιάννης έλεγε στον κόσμο: «Χριστιανοί, κάνετε υπομονή, θα τον εξοντώσουμε τον σατανά».

Είχε πει και στον Δάσκαλο ο παπάς να φέρνει όλα τα παιδιά του Σχολείου, που έλεγαν κι αυτά το «Κύριε ελέησον» και έκαναν μετάνοιες. Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Ο διάβολος με το στόμα της δαιμονισμένης έλεγε στα παιδιά του Σχολείου: «Πηγαίνετε έξω παιδάκια, σας κοροϊδεύει αυτός ο παλιό παπάς που βρωμάνε τα χνώτα του από τη νηστεία. Μία ωραία νύφη περνά, πηγαίνετε έξω, περιμένει η μαμά σας με μία φέτα καθάριο ψωμί με ζάχαρη πάνω στο ψωμί». Δηλαδή έλεγε ότι ζήλευαν και επιθυμούσαν να έχουν τα παιδιά τότε, με σκοπό να τα βγάλει έξω.

Έρχονταν και από τα γύρω χωριά κόσμος. Μία μέρα μπήκε μέσα κάποιος και του λέγει ο διάβολος με το στόμα της δαιμονισμένης: «Ω, καλώς τον φίλο μου τον τάδε, εσύ είσαι που την τάδε μέρα έκανες αυτό και αυτό, ήρθες και εσύ να προσευχηθείς για να με βασανίσεις;».

Όντως ήταν αλήθεια αυτά και ο άνθρωπος αυτός έφυγε καταντροπιασμένος, δεν άναψε ούτε κερί. Το παράδοξο είναι ότι η δαιμονισμένη έβλεπε προς το Ιερό, δεν γύρισε να δη πίσω της, που ήταν πολύς κόσμος, αλλά τον είδε με άλλο τρόπο και του αποκάλυψε τις ανεξομολόγητες αμαρτίες του.

Κάποιο βράδυ, ενώ είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και ο παπά-Γιάννης διάβαζε την δαιμονισμένη, είπε κάποιος στον διπλανό του: «Κάνε καλά τον σταυρό σου. Σταυρός είναι αυτός που κάνεις, λες και παίζεις μαντολίνο». Ακούστηκε τότε η φωνή της δαιμονισμένης να λέει: «Άφησε τον άνθρωπο, καλά κάνει τον σταυρό του».

Η δαιμονισμένη φώναζε κάποτε: «Στείλτε να φέρετε τον φίλο μου τον τάδε παπά». Ήταν ένας παπάς σε κάποιο χωριό που η ζωή του δεν ήταν καλή. Αυτός ο παπάς δεν τόλμησε να έρθει στην Εκκλησία.

Ο αγώνας του παπά-Γιάννη συνεχίσθηκε για να βγάλει το δαιμόνιο από την γυναίκα. Σ' αυτό το διάστημα πληροφορήθηκε από το ίδιο το δαιμόνιο που ήταν μέσα στην γυναίκα, ότι είναι ο Εωσφόρος, ο αρχηγός των δαιμόνων. Μπήκε μέσα της κατά την ώρα που τηγάνιζε ψάρια, επειδή ο αδελφός της αγανακτισμένος από κάποια αφορμή της είπε να μπει ο διάβολος μέσα της. Από εκείνη την στιγμή δαιμονίστηκε η γυναίκα.

Ο αγώνας τώρα για τον παπά-Γιάννη ήταν σκληρός. Ο διάβολος τον έβριζε, τον απειλούσε λέγοντας ότι θα γκρεμίσει την Εκκλησία, θα κάψει το χωριό, «θα βγω απ' αυτή την σκύλα», έλεγε, «και θα μπω στην κόρη και στον γιό σου». Ο παπά-Γιάννης του απαντούσε: «Δεν έχεις δικαίωμα να μπεις πουθενά, μόνο στην άβυσσο έχεις δικαίωμα να πάς».

Μετά από ένα μήνα, ένα βράδυ αφού τελείωσε η Παράκληση και έφυγε ο κόσμος μαζί και η δαιμονισμένη, ο παπά-Γιάννης έκλεισε την πόρτα της Εκκλησίας, γονάτισε μπροστά στην εικόνα του Χριστού και άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα για να ελευθερωθεί η βασανισμένη ψυχή από το δαιμόνιο.

Από τις οκτώ το βράδυ μέχρι τις τρεις το πρωί προσευχόταν συνεχώς. Ανησύχησαν οι χωριανοί για τον παπά-Γιάννη που δεν επέστρεψε σπίτι του, κοντά στα παιδιά του που τον περίμεναν. Πήγαν μαζί με τα παιδιά του και τον βρήκαν γονατιστό να προσεύχεται. Η κόρη του που ήξερε από άλλες φορές, είπε: «Αφήστε τον να προσευχηθεί». Όταν συνήλθε ο παπά-Γιάννης από την προσευχή που είχε απορροφηθεί, πήγε στο σπίτι του να κοιμηθεί. Στον ύπνο του άκουσε φωνή που του είπε: «Παπά-Γιάννη, η γυναίκα μετά τις τριάντα εννιά μέρες, αφού περάσει η 12η ώρα, τα μεσάνυχτα, θα ελευθερωθεί από τον σατανά».

Την τελευταία ημέρα είπε ο σατανάς στον παπά-Γιάννη: «Παπά-Γιάννη με εξόντωσες». Και πράγματι την 40η ημέρα βγήκε από την γυναίκα η οποία ελευθερώθηκε από το μαρτύριο και έζησε έκτοτε υγιής πολλά χρόνια.

Ο παπά-Γιάννης στο δωμάτιο που κοιμόταν με τα παιδιά του, δεν είχε σχεδόν τίποτε εκτός από δύο «τσόλια» (σκεπάσματα, κουβέρτες), τα οποία είχαν δώσει οι γυναίκες του χωριού. Στο ένα κοιμόνταν τα παιδιά του και στο άλλο αυτός. Έστρωνε το μισό κάτω στο πάτωμα και με το άλλο μισό σκεπαζόταν.

Είχε μεγάλη πίστη στον παντοδύναμο Κύριο. Αισθανόταν ότι η προσευχή του εισακούεται από τον Θεό και γι' αυτό γίνονται θαύματα. Έλεγε: «Όταν ζητήσω από τον Θεό να ισοπεδώση το βουνό δια της προσευχής, της νηστείας και της ελεημοσύνης, θα ισοπεδωθεί. Ο άνθρωπος, όταν τηρήσει αυτά τα τρία είναι από τώρα στον παράδεισο».
Είχε πολύ μεγάλη φτώχεια ο παπά-Γιάννης γιατί όσα του έδιναν τα μοίραζε ελεημοσύνη.

Κάποιος το πρώτο Πάσχα που έκανε στο χωριό, του χάρισε μία γίδα με το μικρό της κατσικάκι. Το κατσικάκι να το σφάξει για να γιορτάσει το Πάσχα, και την γίδα να την έχει να πίνουν λίγο γάλα, όταν δεν έχει νηστεία. Ο παπά-Γιάννης δεν κράτησε την γίδα και το κατσίκι. Τα πούλησε και με τα χρήματα αγόρασε ρούχα για τα ορφανά του χωριού, να χαρούν κι αυτά την ημέρα της Αναστάσεως.

Ήταν επίσης μεγάλος νηστευτής. Την Σαρακοστή νήστευε εξήντα μέρες από λάδι, γι' αυτό στο χωριό την Σαρακοστή την έλεγαν Εξηντάρα. Ο παπά-Γιάννης ένα βράδυ είδε στον ύπνο του ένα σπίτι σε μία άγνωστη τοποθεσία και τον νοικοκύρη του σπιτιού να τρώγει ένα ψόφιο σκυλί. Ρώτησε που βρίσκεται αυτό το σπίτι με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τον κατατόπισαν. Πήγε ο παπά-Γιάννης με συνοδεία, βρήκε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε η γυναίκα.

Μαζί της ήταν και το παιδί της. Ο άνδρας της έλειπε στα κτήματα. Πάντως όταν τον ειδοποίησαν ήρθε τρέχοντας, πλύθηκε, του έβαλε εδαφιαία μετάνοια και του φίλησε το χέρι. Είχε ακούσει για την αγιότητα του παπά-Γιάννη και την θεραπεία της δαιμονισμένης, αλλά δεν τολμούσε να τον συναντήση, διότι η συνείδησή του ήταν βεβαρημένη. Στην εκκλησία δεν πήγαινε, κρεοφαγούσε στις νηστείες, βλασφημούσε και με την γυναίκα του ζούσε παράνομα γιατί ήταν αστεφάνωτοι. Είχε όμως καλή διάθεση. Ζήτησε και εξομολογήθηκε αμέσως. Μετά στεφανώθηκε από τον παπά-Γιάννη και έζησε ως καλός χριστιανός.

Ο παπά-Γιάννης, ο χαριτωμένος λειτουργός του Υψίστου με την ασκητική του ζωή, την ακτημοσύνη του και την αδιάλειπτη προσευχή, είχε γίνει γνωστός σ' όλη την γύρω περιοχή. Έρχονταν οι άνθρωποι να τον συμβουλευτούν και να τους διαβάσει ευχή να γίνουν καλά. Τον θεωρούσαν μεγάλο Προφήτη και θαυματουργό. Έρχονταν επίσης άγνωστοι άνθρωποι από διάφορα μέρη και αυτός έλεγε: «Εσύ είσαι ο τάδε και ήρθες εδώ γι' αυτό και γι' αυτό το λόγο».

Διηγείται κάποιος από την Σκουτερά που στο πατρικό του σπίτι έμενε ο παπά-Γιάννης, ότι είχε πει κάποτε: «Μια ημέρα θα αποκαλυφθεί το λείψανο ενός Αγίου στο μοναστήρι της Παναγίας της Λυκουρισιώτισσας και υστέρα το Μοναστήρι θα πάρει μεγάλη φήμη». Αλλά το χωριό του που τον λάτρευε δεν τον χάρηκε πολύ, γιατί τον πήραν για εφημέριο στο χωριό Καινούργιο. Μετά τον ζήτησαν και τον πήραν στην Πελοπόννησο. Έκτοτε αγνοούνται τα ίχνη του και τώρα σίγουρα θα έχει κοιμηθεί.

Αιωνία του η μνήμη. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2008, Ι. Ησυχαστήριον Αγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)