ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΩΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΩΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

Ο ΣΑΜΟΥΡΑΪ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΙΕΡΕΑΣ ΠΟΥ ΒΑΠΤΙΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΕΓΙΝΕ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ

 Ο σαμουράι πολεμιστής - ιερέας που βαπτίστηκε
και έγινε Ορθόδοξος!
 
Ο Άγιος Νικόλαος Καζάτκιν διακονούσε τον Ιησού ως Ορθόδοξος Ιερέας στην Ιαπωνία κατά την ηγεμονία του Τοκουγάουα στην Έντο εποχή (1603-1868).
Τότε έβλεπαν του ξένους με δυσπιστία και πολλοί ακόμα τους μισούσαν, ενώ ήταν παράνομο να προωθήσει κάποιος μια ξένη θρησκεία. Τα πρώτα χρόνια της διακονίας του ο Άγιος Νικόλαος βρέθηκε σε έντονη αντιπαράθεση με ένα πολεμιστή Σαμουράι που ήταν Σίντο ιερέας, τον Τακούμα Σαγάβε. Ο σαμουράι είχε οπλιστεί με το σπαθί του και ήρθε σε αντιπαράθεση με τον ιερέα, σκοπεύοντας να τον σκοτώσει πριν ακόμα αρχίσει να κηρύττει.
Με μια άγρια διάθεση ο σαμουράι στάθηκε μπροστά στον π. Νικόλαο. Τι δουλειά είχε αυτός ο άνθρωπος να καταφθάσει στην αγαπημένη του πατρίδα και να διδάσκει μια παράξενη θρησκεία; Θα του έδειχνε αυτός! Αν δεν μπορούσε να ακούσει από λόγια ίσως να έπρεπε να ληφθούν άλλα μέτρα.
Δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές για τον π. Νικόλαο. Γνώριζε ότι πολλοί Ιάπωνες αντιδρούσαν στην Ορθόδοξη πίστη. Και ορίστε που μπροστά του στεκόταν ένας περήφανος σαμουράι, ένας ειδωλολάτρης ιερέας του αρχαιότερου θυσιαστηρίου Σίντο της πόλης, να τον κοιτάζει ψυχρά, περιφρονώντας την Ορθόδοξη πίστη. Ο π. Νικόλαος δεν μπορούσε απλώς να τον αγνοήσει. Η περίπτωση χρειαζόταν πρωτοβουλία και επειδή είχε προετοιμαστεί για χρόνια με σκληρή δουλειά, μελέτη και δυσκολίες στα πρώτα του χρόνια, ο π. Νικόλαος μπορούσε να αντιμετωπίζει τέτοιες δύσκολες καταστάσεις. Δείχνοντας ηρεμία άρχισε μια απαλή συζήτηση με τον εκνευρισμένο άνδρα. Το μίσος που ένιωθε ο σαμουράι δεν μπορούσε να διαρκέσει για πολύ. Έγινε σοβαρός και σκεπτικός.
 
Ορίστε τι έγραψε γι’ αυτόν ο Άγιος Νικόλαος:
«Από την επόμενη κιόλας μέρα άρχισα να του εξηγώ την αγιασμένη ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης. Έφερε μαζί του χαρτί και καλαμάρι και άρχισε να γράφει όλα όσα του έλεγα. Με διέκοπτε σχεδόν σε κάθε λέξη με αντιρρήσεις που χρειάζονταν επεξήγηση. Με την πάροδο των ημερών υπήρχαν όλο και λιγότερες παρεμβάσεις ενώ εξακολουθούσε να γράφει κάθε σκέψη και κάθε όνομα. Η διαδικασία με την οποία το χέρι του Θεού αναγεννούσε αυτόν τον άνθρωπο ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μου».
Ο σαμουράι πολεμιστής-ιερέας Τακούμα Σαγάβε βαπτίστηκε με τη Χάρη του Θεού τον Απρίλιο του 1868 μαζί με δύο φίλους του, τον Σακάι και τον Ουράνο. Πήρε τ’ όνομα Παύλος. Οι τρείς φίλοι έγιναν οι πρώτοι Ιάπωνες προσήλυτοι στην Ορθοδοξία. Το 1875, ο Παύλος χειροτονήθηκε ως πρώτος Ιάπωνας ιερέας, ο οποίος εξακολούθησε να υπηρετεί την εκκλησία η οποία μεγάλωσε τις επόμενες δεκαετίες. Πέθανε ένα χρόνο μετά τον Άγιο Νικόλαο το 1913.
Αιωνία του η Μνήμη!
 
Dr. David C. Ford
 
diakonima.gr

Τετάρτη 24 Μαΐου 2023

ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ: ΕΙΔΕ ΜΕΣΑ ΣΑΡΚΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ!

 Στάρετς Σαμψών: Είδε μέσα σάρκα και αίμα ανθρώπινα!
 
Στον ιερό ναό του Τιμίου Σταυρού της Λαύρας του άγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι, στην Πετρούπολη της Ρωσίας, συνέβη κάποτε το ακόλουθο συγκλονιστικό περιστατικό:
 
Στη διάρκεια μιας θείας λειτουργίας, ο λειτουργός αρχιερέας Στέφανος, αφού διάβασε την ευχή «Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ…» σήκωσε το κάλυμμα του αγίου ποτηριού κι έμεινε σαν αποσβολωμένος.
Είδε μέσα σάρκα και αίμα ανθρώπινα!
Γύρισε τότε στο διάκονο, τον κατοπινό στάρετς Σαμψών (1979), και του είπε: «Βλέπεις, πάτερ»; τι νά έκαναν;…
 
Ό επίσκοπος αφού τοποθέτησε το άγιο ποτήριο στην άγία τράπεζα, γονάτισε και ικέτεψε τον Κύριο νά κάνει έλεος.
Πώς θα μετέδιδε σάρκα ανθρώπινη στους πιστούς; Ποιος θα την έπαιρνε;
Αφού προσευχήθηκε για ένα τέταρτο με υψωμένα τα χέρια, ξανακοίταξε στο άγιο ποτήριο.
Ή σάρκα και το αίμα είχαν γίνει ψωμί και κρασί. ‘Έτσι βγήκε και κοινώνησε τούς πιστούς.
‘Όσοι κληρικοί πληροφορήθηκαν το θαύμα, είπαν ότι το επέτρεψε ο Θεός για νά ενισχυθεί ή πίστη τους.
 
Ο διάκονος Σαμψών μάλιστα, πού κρατούσε το άγιο ποτήριο, ομολόγησε ότι από το γεγονός αυτό πήρε ξεχωριστή δύναμη και παρηγοριά.
Πίστεψε απόλυτα και αναμφίβολα πώς ή θεία Ευχαριστία είναι αυτό το τίμιο Σώμα και Αίμα του Σωτήρος
Πείστηκε ο ίδιος, αλλά το διέδωσε και σε άλλους, για νά πάρουν όλοι, όσοι θα το μάθαιναν, δύναμη και χαρά. το σημείο αυτό ήταν ακόμα, όπως είπε, μία αφορμή για ν’ αποκτήσουν περισσότερη ταπείνωση οι κληρικοί και νά συνειδητοποιήσουν την αναξιότητά τους.
 
Στάρετς Σαμψών, εκδ. Ι. Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1991
Από το βιβλίο « Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» Ι. Μονή Παρακλήτου. σελ 51

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

 Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
(Ἀληθινὴ ἱστορία)

Τὸ παρακάτω κείμενο εἶναι μία ἀληθινὴ ἱστορία μεταφρασμένη ἀπὸ τὸ παράνομο ρωσικὸ θρησκευτικὸ περιοδικὸ Ἐλπίδα («Ναντιέζντα») ἀρ. 9. Ἀποτελεῖ κεφάλαιο ἑνὸς βιβλίου ποὺ περιγράφει τὴν ζωὴ τοῦ π. Ἀρσενίου, ἑνὸς ἁγίου ἱερέως ποὺ ἔδρασε μέσα στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
 
Ἡ ἐπιθεώρησις τελείωσε. Οἱ κρατούμενοι ὠδηγήθηκαν μὲ φωνὲς καὶ βία πίσω στοὺς θαλάμους τους, ὁ καθένας σύμφωνα μὲ τὸν ἀριθμό του, καὶ ἡ πόρτα κλειδώθηκε. Ὑπῆρχε ἀκόμη χρόνος πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο γιὰ νὰ κουβεντιάσουν μεταξύ τους, ν’ ἀνταλλάξουν ἐντυπώσεις ἀπὸ τὸ στρατόπεδο, νὰ ποῦν τὰ νέα τῆς ἡμέρας, νὰ νικήσουν κάποιον στὸ ντόμινο ἢ νὰ ξαπλώσουν στὶς σανίδες τῆς κουκέτας τους καὶ ν’ ἀναπολήσουν τὸ παρελθόν. Δύο ὧρες ἀργότερα ὁ ἦχος τῶν συνομιλιῶν ἀκουγόταν ἀκόμη, ὅμως σιγὰ-σιγὰ ὑποχώρησε καὶ βασίλεψε ἡ σιωπή, καθὼς οἱ κρατούμενοι παραδόθηκαν στὸν ὕπνο.
Ἀρκετὴ ὥρα μετὰ τὸ κλείδωμα τοῦ θαλάμου ὁ π. Ἀρσένιος στάθηκε πλάι στὰ ξύλινα κρεβάτια καὶ προσευχήθηκε· ἔπειτα ξάπλωσε κι αὐτὸς καὶ συνεχίζοντας τὴν προσευχὴ ἀποκοιμήθηκε.
Ὡς συνήθως, ἦταν ἕνας ὕπνος ἀνήσυχος. Γύρω στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἔνιωσε κάποιον νὰ τὸν σκουντάη. Ἀνακάθισε καὶ ἀντίκρυσε τὴν ἀνήσυχη σιλουέτα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ψιθύριζε:
“Πάμε γρήγορα! Ὁ διπλανός μου πεθαίνει καὶ σὲ ζητάει!”.
Βρῆκαν τὸν ἑτοιμοθάνατο στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ θαλάμου. Ἦταν ξαπλωμένος ἀνάσκελα· ἡ ἀναπνοὴ του ἦταν βαρειὰ καὶ ἀκανόνιστη, τὰ μάτια του διάπλατα ἀνοιχτὰ κατὰ τρόπο ἀφύσικο.
“Με συγχωρεῖς… Σὲ χρειάζομαι… Πεθαίνω…”. Κοίταξε τὸν π. Ἀρσένιο καὶ πρόσθεσε σταθερά: “Κάθησε”.
 
Ὁ π. Ἀρσένιος κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ. Τὸ φῶς ἀπὸ τὸν διάδρομο παίρνοντας σχῆμα ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς κουκέτες φώτιζε ἀδύναμα τὸ πρόσωπο τοῦ ἑτοιμοθανάτου κρατουμένου, ποὺ καλυπτόταν ἀπὸ χονδρὲς σταγόνες ἱδρῶτος. Τὰ μαλλιὰ του ἦταν ἀνακατωμένα, τὰ χείλη του σφιγμένα ἀπὸ τὸν πόνο. Ἦταν ἐξαντλημένος καὶ τὸ πρόσωπό του εἶχε μία νεκρικὴ χλωμάδα. Τὰ μάτια του ὅμως ἦταν διάπλατα ἀνοιχτὰ καὶ κοιτοῦσαν τὸν π. Ἀρσένιο σὰν δύο ἀναμμένοι πυρσοί. Σ’ αὐτὰ τὰ δύο μάτια ἀντικατοπτριζόταν τώρα ὅλη ἡ πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Πέθαινε. Ἄφηνε αὐτὴ τὴ ζωὴ κουρασμένος καὶ γεμάτος πόνο. Ἀλλὰ κρατιόταν ἀκόμα ἀπὸ μία τελευταία ἐπιθυμία: νὰ δώση λόγο γιὰ ὅλα στὸν Θεό.
“Εξομολόγησέ μέ, συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες μου. Εἶμαι μοναχὸς μὲ μυστικὴ κουρά”.
Οἱ διπλανοί του κρατούμενοι πῆγαν νὰ κοιμηθοῦν ἀλλοῦ. Ὅλοι ἔβλεπαν ὅτι ὁ θάνατος εἶχε φθάσει. Ἀκόμη καὶ σ’ ἕνα θάλαμο στρατοπέδου κρατουμένων ὑπῆρχε εὐσπλαχνία καὶ συμπάθεια γιὰ τὸν ἑτοιμοθάνατο.
Πλησιάζοντας πιὸ κοντὰ στὸν μοναχὸ καὶ χαϊδεύοντας τὰ κοντά, ἀνακατωμένα μαλλιὰ του ὁ π. Ἀρσένιος ἔσιαξε τὴν τριμμένη κουβέρτα. Μὲ τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ μοναχοῦ διάβασε ψιθυριστὰ τὶς εὐχὲς καὶ συγκεντρώνοντας τὴν προσοχὴ του ἑτοιμάστηκε ν’ ἀκούση τὴν ἐξομολόγησι.
“Η καρδιά μου… Δὲν χτυπάει καλά…” ψιθύρισε ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχὸς καὶ λέγοντας τὸ μοναχικό του ὄνομα, «Μιχαήλ», ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησί του.
Σκύβοντας πάνω ἀπὸ τὴν ξαπλωμένη σιλουέττα ὁ π. Ἀρσένιος παρακολουθοῦσε μὲ προσοχὴ τὴν φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, ἐνῶ ἄθελά του κοίταζε μέσα στὰ μάτια τοῦ Μιχαήλ. Μερικὲς φορὲς ὁ ψίθυρος σταματοῦσε καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀκουγόταν ἦταν τὸ σφύριγμα ἀπὸ τὸ στῆθος του. Ὁ Μιχαὴλ ἔπαιρνε ἀπεγνωσμένα ἀέρα ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἄλλοτε πάλι σώπαινε ἐντελῶς καὶ φαινόταν σὰν νὰ εἶχε ἔρθει ὁ θάνατος. Τὰ μάτια του ὅμως συνέχιζαν νὰ κινοῦνται καὶ κοιτάζοντας μέσα σ’ αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος διάβαζε ὅλα ὅσα ὁ ψίθυρος προσπαθοῦσε νὰ ἐκφράση.
Ὁ π. Ἀρσένιος εἶχε ἐξομολογήσει πολλοὺς στὰ τελευταῖα τους καὶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἐξομολογήσεις ἦταν πάντα κάτι τὸ βαθειὰ συγκινητικό. Τώρα ὅμως, ἀκούγοντας τὴν ἐξομολόγησι τοῦ Μιχαήλ, ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε ξεκάθαρα ὅτι μπροστά του βρισκόταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε φτάσει σὲ σπάνια ἐπίπεδα πνευματικῆς τελειώσεως.
Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε, ἕνας ἄνθρωπος προσευχῆς, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἀφιερώσει τὴ ζωή του στὸν Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπο μέχρι τελευταίας πνοῆς.
 
Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ἄρχισε νὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι ὁ ἱερεὺς Ἀρσένιος ἦταν μικρὸς καὶ ἀσήμαντος μπροστά του, ὅτι δὲν ἦταν κἄν ἄξιος νὰ φιλήση τὴν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων του.
Ὁ ψίθυρος διακοβόταν ὅλο καὶ πιὸ συχνά, ἀλλὰ τὰ μάτια ἔλαμπαν ἀπὸ ζωὴ καὶ μέσα τους, μέσα σ’ αὐτὰ τὰ δύο μάτια, ὁ π. Ἀρσένιος, ὅπως καὶ πρίν, τὰ διάβαζε ὅλα. ὅλα ὅσα ὁ ἑτοιμοθάνατος λαχταροῦσε νὰ ἐκφράσει.
Στὴν ἐξομολόγησί του ὁ Μιχαὴλ ἔγινε δικαστὴς τοῦ ἑαυτοῦ του· καὶ τὸν δίκασε αὐστηρά, χωρὶς ἔλεος. Μερικὲς φορὲς ἔμοιαζε σὰν νὰ ἀπομακρυνόταν ἀπ’ τὸν ἑαυτό του, σὰν νὰ ‘βλέπε κάποιον ἄλλον νὰ πεθαίνη. Κι ἦταν ἐκεῖνον τὸν ἄλλον ποὺ δίκαζαν τώρα μαζὶ μὲ τὸν π. Ἀρσένιο.
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ σὰν ἕνα καράβι βαρυφορτωμένο μὲ βάσανα καὶ θλίψεις —παλιὲς καὶ τωρινές— νὰ ἀπομακρύνεται πιὰ ἀπ’ αὐτὸν καὶ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὴ μακρυνὴ χώρα τῆς λησμοσύνης. Τώρα ἔμενε μόνο νὰ πετάξη ἔξω ὅλα τὰ ἄχρηστα, ὅλα τὰ περιττὰ καὶ ἐπουσιώδη καὶ νὰ παραδώση τὰ χρήσιμα στὰ χέρια τοῦ ἱερέως, ποὺ ἐνδεδυμένος μὲ τὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ θὰ τοῦ ἔδινε τὴν συγχώρησι καὶ τὴν ἄφεσι ὅλων ὅσων εἶχε διαπράξει.
Στὰ λίγα λεπτὰ ζωῆς ποὺ τοῦ ἔμεναν ὁ μοναχὸς Μιχαὴλ ἔπρεπε νὰ τὰ παραδώση ὅλα στὸν π. Ἀρσένιο, νὰ τὰ ἁπλώση ὅλα ἀνοιχτὰ μπροστὰ στὸν Θεό, νὰ ἀναγνωρίση τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἔχοντας καθαρίσει τὸν ἑαυτό του στὸ δικαστήριο τῆς δικῆς του συνειδήσεως, νὰ σταθῆ κατόπιν μπροστὰ στὸ Κριτήριο τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας κρατούμενος πέθαινε, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τόσοι ἄλλοι εἶχαν πεθάνει μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ π. Ἀρσενίου. Τοῦτος ὁ θάνατος ὅμως τὸν ἐπηρέασε ὅσο ποτὲ κανένας ἄλλος. Ἔτρεμε καθὼς συνειδητοποιοῦσε ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὸ πολὺ ἔλεός Του τὸν εἶχε ἀξιώσει νὰ ἐξομολογήση κάποιον ποὺ ἀνῆκε στὴ χορεία τῶν δικαίων.
Τούτη τὴ φορὰ ὁ Κύριος ἀπεκάλυπτε ἕναν μεγάλο Του θησαυρό, ποὺ τόσο καιρὸ καὶ μὲ τόση ἀγάπη εἶχε καλλιεργήσει. Ἔδειχνε σὲ ποιὰ ὕψη πνευματικῆς τελειότητος μποροῦν νὰ φθάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Θεὸ μὲ ἀγάπη ἀνεξάντλητη, ὅσοι σηκώνουν τὸν ζυγὸ καὶ τὸ φορτίο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ βαστάζουν μέχρι τέλους. Ὅλα αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ἔβλεπε καὶ τὰ καταλάβαινε.
 
Οἱ ἀπίστευτα πολύπλοκες περιστάσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς μόνο ἐμπόδια καὶ προσκόμματα θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν προσφέρει στὴν κατὰ Θεὸν πορεία κάποιου: ἐπαναστατικὲς ζυμώσεις, προσωπολατρεῖες, πολύπλοκες ἀνθρώπινες σχέσεις, ἐπίσημη ἀθεΐα τοῦ κράτους, ποδοπάτημα τῆς πίστεως, ἠθικὴ κατάπτωσις, διαρκὴς ἀστυνόμευσις καὶ καταδόσεις, ἔλλειψις πνευματικοῦ ὁδηγοῦ. Ἡ ἐξομολόγησις τοῦ ἑτοιμοθανάτου μοναχοῦ ὡστόσο ἔδειχνε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μὲ βαθειὰ πίστι μπορεῖ ὅλα αὐτά, κάθε τι ποὺ θὰ σταθῆ στὸν δρόμο του, νὰ τὰ ὑπερνίκηση καὶ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό.
Δὲν ἦταν οὔτε σκήτη οὔτε ἀπομονωμένο μοναστήρι ὁ χῶρος ὅπου ὁ Μιχαὴλ εἶχε διανύσει τὴν κατὰ Θεὸν πορεία του. Ἀντίθετα, ἦταν ὁ θόρυβος τῆς ζωῆς, ἡ βρωμιά της, ἡ σκληρὴ μάχη μὲ τὶς γύρω δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τὴν ἄρνησι καὶ τὴν στρατευμένη ἀθεΐα. Εἶχε δεχθῆ πολὺ λίγη πνευματικὴ καθοδήγησι. Ὑπῆρξαν κατὰ διαστήματα κάποιες συναντήσεις μὲ δύο-τρεῖς ἱερεῖς καὶ ἕνας σχεδὸν ὁλόκληρος χρόνος ποὺ τὸν πέρασε χαρούμενα σὲ στενὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπο Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἔκειρε μοναχό. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὰ δύο-τρία σύντομα γράμματα τοῦ ἐπισκόπου ἀπέμεινε μόνο ὁ ἀκλόνητος καὶ φλογερὸς πόθος του νὰ προχωρῆ μπροστά, ὅλο μπροστά, στὸν δρόμο πρὸς τὸν Κύριο.
“Ακολούθησα ἄραγε τὸν δρόμο τῆς πίστεως; Πῆρα σωστὰ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ; Ἢ μήπως ἔχασα τὸν δρόμο; Δὲν ξέρω”, εἶπε ὁ Μιχαήλ. Ὁ π. Ἀρσένιος ὅμως ἔβλεπε ὅτι ὁ Μιχαὴλ ὄχι μόνο δὲν εἶχε παρεκκλίνει καθόλου ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἐπίσκοπος Θεόδωρος, ἀλλὰ εἶχε κιόλας προχωρήσει πάρα πολὺ σ’ αὐτόν, ἔχοντας φθάσει καὶ ξεπεράσει τοὺς ὁδηγούς του.
Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ ἦταν μία μάχη «ἐν πορείᾳ», μία μάχη γιὰ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ τελείωσι μέσα στὴ βαναυσότητα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Καὶ ὁ π. Ἀρσένιος καταλάβαινε ὅτι ὁ Μιχαὴλ εἶχε κερδίσει αὐτὴ τὴ μάχη, τὴ μάχη ποὺ ἔδωσε μόνος ἐναντίον τοῦ κακοῦ ποὺ τὸν περικύκλωνε. Καθὼς ἔζησε μέσα στὸν κόσμο, ἀφιερώθηκε στὴν ἐπιτέλεσι ἀγαθοεργιῶν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Κράτησε μέσα στὴν καρδιά του σὰν ἀναμμένο πυρσὸ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου: «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ».
Ὁ π. Ἀρσένιος συνειδητοποιοῦσε τὸ μεγαλεῖο, τὴν τελειότητα τοῦ πνεύματος τοῦ Μιχαήλ. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀναγνώριζε καὶ τὴ δική του ἀθλιότητα καὶ ἱκέτευε θερμὰ τὸν Κύριο νὰ δώση σ’ αὐτόν, τὸν ἱερέα Του Ἀρσένιο, τὴ δύναμι νὰ ἀνακουφίση τὰ βάσανα τοῦ μονάχου σ’ αὐτὲς τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ἦταν στιγμὲς ποὺ ὁ π. Ἀρσένιος αἰσθανόταν ἐντελῶς ἀνήμπορος. Τὴν ἴδια ὥρα ὅμως ἔνιωθε νὰ ἐμψυχώνεται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Μιχαήλ, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθανάτια ἐξομολόγησι ἀπεκάλυπτε μπροστά του τὶς θαυμαστὲς ὁδοὺς τοῦ Κυρίου, διδάσκοντας καὶ ὁδηγώντας τον στὸ δρόμο τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως.
 
Ἔφτασε καὶ ἡ ὥρα ποὺ ὁ Μιχαὴλ εἶχε πιὰ παραδώσει στὸν ἱερέα —καὶ διὰ μέσου ἐκείνου στὸν Θεὸ— ὅλα ὅσα βάραιναν τὴν καρδιά του. Τὰ μάτια του κοίταζαν ἐρωτηματικὰ τὸν π. Ἀρσένιο. Ὡς ἱερεύς, παίρνοντας ἀπὸ τὸν ἑτοιμοθάνατο μοναχὸ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ κρατώντας το στὰ χέρια του, ὁ π. Ἀρσένιος ἔτρεμε· ἔτρεμε πάλι μὲ τὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀναξιότητος καὶ ἀνθρώπινης ἀδυναμίας του. Ἀπαγγέλλοντας τὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ στὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μιχαὴλ μοναχό, ὁ π. Ἀρσένιος ἀπὸ μέσα του ἔκλαιγε. Κατόπιν, μὴ μπορώντας νὰ κρατηθῆ, ξέσπασε σὲ δάκρυα.
Ὁ Μιχαὴλ σήκωσε τὰ μάτια του καὶ κοίταξε πρὸς τὸν π. Ἀρσένιο. “Ευχαριστώ… Εἰρήνευε… Ἦρθε ἡ ὥρα… Προσεύχου γιὰ μένα ὅσο πατᾶς σ’ αὐτὴ τὴ γῆ· ἔχεις ἀκόμη πολὺ δρόμο μπροστά σου… Σὲ παρακαλῶ, πάρε τὸ κασκέτο μου. Ἐκεῖ μέσα εἶναι ἕνα σημείωμα πρὸς δύο ἀνθρώπους μὲ μεγάλη ψυχὴ καὶ μεγάλη πίστι. Πολὺ μεγάλη. Ὅταν ἀφεθῆς ἐλεύθερος, πήγαινέ τους τὸ σημείωμα αὐτό. Σὲ χρειάζονται καὶ τοὺς χρειάζεσαι… Ράψε πάλι τὸν ἀριθμὸ στὸ κασκέτο. Καὶ προσεύχου στὸν Κύριο γιὰ τὸν μοναχὸ Μιχαήλ”.
Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως ἔμοιαζε σὰν νὰ ἦταν μόνοι τους· σὰν τάχα ὁ θάλαμος καὶ οἱ ἔνοικοί του, ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς φυλακῆς, ὅλα νὰ εἶχαν γίνει πολὺ ἀπόμακρα· ὅλα νὰ εἶχαν περιέλθει σ’ ἕνα εἶδος ἀνυπαρξίας. Παρέμενε μόνο ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ προσευχὴ τῶν καρδιῶν τους καὶ ἡ σιωπηλὴ πνευματικὴ ἕνωσι ποὺ τοὺς ἔδενε καὶ τοὺς ἔφερνε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Κάθε ἀγωνία καὶ ταραχὴ σταμάτησε· κάθε τι γήινο χάθηκε. Ὑπῆρχε ὁ Θεός. Καὶ τώρα ἡ μία ψυχὴ πήγαινε νὰ Τὸν συναντήση, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀξιωνόταν νὰ παρακολουθήση ἕνα μεγάλο μυστήριο: τὸν θάνατο, τὴν ἀναχώρησι ἀπὸ τὴν ζωή.
Ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχὸς κράτησε σφιχτὰ τὸ χέρι τοῦ π. Ἀρσενίου καὶ προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε μὲ τόση αὐτοσυγκέντρωση ὥστε ἀποξενώθηκε ἐντελῶς ἀπὸ τὸ περιβάλλον. Ἐσωτερικὰ ὁ π. Ἀρσένιος πλησίασε ἀκόμα πιὸ πολὺ κοντά του. Μὲ εὐλάβεια καὶ χωρὶς διαλογισμοὺς πάλευε ν’ ἀκολουθήση τὸν μοναχὸ στὴν προσευχή του.
Ἔπειτα ἦρθε ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου. Τὰ μάτια τοῦ ἑτοιμοθάνατου φωτίσθηκαν ἔντονα μὲ μία ἤρεμη ἔκστασι. Τὰ λόγια του μόλις ἀκούγονταν: “Κύριε, μὴ μὲ ἀπόρριψης!”.
 
Ἀνασηκώνοντας τὸ κορμί του ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ὁ Μιχαὴλ ἄνοιξε τὰ χέρια καὶ ἐπανέλαβε δυνατά: “Κύριε! Κύριε!”. Ἄδραξε πάλι μπροστά, ἀλλὰ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἔπεσε πίσω ἀνάσκελα καὶ τὸ κορμὶ του ἀμέσως χαλάρωσε.
Συγκλονισμένος ὁ π. Ἀρσένιος ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται· ὄχι γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κοιμηθέντος μοναχοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ εὐχαριστήση. Νὰ εὐχαριστήση γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο, νὰ ἀξιωθῆ νὰ δῆ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀθέατο στὰ μάτια καὶ ἀκατανόητο στὸν νοῦ, ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὸ πιὸ κρυφὸ ἀπ’ ὅλα τὰ μυστήρια: τὸν θάνατο τοῦ δικαίου.
Ὅταν σηκώθηκε ὁ π. Ἀρσένιος, ἔσκυψε πάνω στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Μιχαήλ. Τὰ μάτια του ἦταν ἀκόμη ἀνοιχτά, ἀκόμη γεμᾶτα φῶς. Ὅμως τὸ φῶς σιγὰ-σιγὰ χλώμιαζε καὶ τὴν θέσι του ἔπαιρνε μία ἀνεπαίσθητη καταχνιά. Τὰ βλέφαρα ἔκλεισαν ἀργά, μία σκιὰ διέτρεξε τὸ πρόσωπο, καὶ στὸ πέρασμά της ἐκεῖνο ἔγινε ἀμέσως ἐπιβλητικό, γαλήνιο, θριαμβευτικό.
Σκυμμένος πάνω στὸ λείψανο ὁ π. Ἀρσένιος προσευχόταν. Ἂν καὶ μόλις εἶχε γίνει μάρτυς τοῦ θανάτου αὐτοῦ τοῦ νέου μοναχοῦ, δὲν ἔνιωθε λύπη. Ἀντίθετα, ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ εἰρήνη καὶ ἐσωτερικὴ ἀγαλλίασι. Εἶχε γνωρίσει ἕναν δίκαιο τοῦ Θεοῦ, εἶχε γευθῆ τὸ ἔλεός Του, εἶχε δεῖ τὴν δόξα Του.
Προσεκτικὰ ὁ π. Ἀρσένιος τακτοποίησε τὰ ροῦχα στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ, ἔκανε βαθειὰ ὑπόκλισι μπροστά του καὶ ξαφνικὰ συνειδητοποίησε ὅτι ἦταν ἀκόμη στὸ θάλαμο ἑνὸς στρατοπέδου «μὲ αὐστηρὸ καθεστὼς κρατήσεως». Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἡ σκέψις ἀπὸ τὸ μυαλό του: Αὐτὸ τὸ στρατόπεδο εἶχε μόλις δεχθῆ μίαν ἐπίσκεψι τοῦ Θεοῦ, τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ εἶχε ἔρθει νὰ παραλάβη τὴν ψυχὴ τοῦ δικαίου Μιχαήλ.
Μόνο λίγη ὥρα ἀπόμενε μέχρι τὸ ἐγερτήριο. Ὁ π. Ἀρσένιος πῆρε τὸ κασκέτο τοῦ Μιχαήλ, τύπωσε στὴ μνήμη τὸν ἀριθμὸ καὶ πῆγε νὰ ἐνημερώση τὸν θαλαμάρχη γιὰ τὸν θάνατο. Ὁ θαλαμάρχης, ὁ ἀρχαιότερος τῶν καταδίκων, ρώτησε τὸν ἀριθμὸ τοῦ νεκροῦ καὶ ἐξέφρασε τὴν συμπάθειά του.
Οἱ θάλαμοι ξεκλειδώθηκαν. Οἱ κρατούμενοι ἔτρεξαν ἔξω γιὰ τὴν ἐπιθεώρησι καὶ μπῆκαν γρήγορα σὲ σειρές. Ὁ θαλαμάρχης πλησίασε τοὺς ἐπιθεωρητὲς ποὺ στέκονταν στὴν εἴσοδο τοῦ θαλάμου καὶ ἀνέφερε: “Ἔχουμε ἕναν νεκρό, ἀριθμὸς Β 382.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιθεωρητὲς μπῆκε στὸ θάλαμο, κοίταξε τὸν νεκρό, σκούντησε τὸ λείψανο μὲ τὴ μύτη τῆς μπότας του καὶ ἔφυγε. Δύο ὧρες ἀργότερα ἔφθασε ἕνα ἕλκυθρο γιὰ νὰ πάρη τὸ πτῶμα. Ἕνας γιατρὸς τῶν φυλακῶν, ἀπὸ τοὺς καλούμενους «ἐθελοντὲς ἐργασίας», μπῆκε μέσα, διάβηκε μὲ τὸ βλέμμα του ἀπρόσεκτα τὸ νεκρὸ σῶμα, σήκωσε λίγο τὸ ἕνα βλέφαρο μὲ τὸ κλεισμένο σὲ γάντι χέρι του καὶ μ’ ἕνα τόνο ἀπαρέσκειας εἶπε στὴν ὁμάδα ὑπηρεσίας: “Γρήγορα, βάλτε το στὸ κάρρο”.
 
Διάφορα πτώματα κοίτονταν ἤδη πάνω στὸ ἕλκυθρο. Τὸ σῶμα τοῦ Μιχαὴλ μεταφέρθηκε ἔξω καὶ τοποθετήθηκε πάνω στὰ ἄλλα. Ὁ ὁδηγὸς πῆρε θέσι ἰσορροπώντας τὰ πόδια του ἐπάνω στὰ πτώματα, ποὺ εἶχαν ἤδη ξυλιάσει ἀπὸ τὸ κρύο.
Ἔπεφτε ψιλὸ χιόνι καὶ καθὼς ἀκουμποῦσε στὰ πρόσωπα τῶν νεκρῶν, ἔλυωνε ἀργά. Ἦταν σὰν νὰ ἔκλαιγαν. Κοντὰ στοὺς θαλάμους στέκονταν ἀκόμα οἱ ἐπιθεωρητές, ποὺ συζητοῦσαν μὲ τὸν γιατρό, οἱ κρατούμενοι ὑπηρεσίας καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ποὺ ἕσφιγγε τὰ χέρια του στὸ στῆθος καὶ προσευχόταν σιωπηλά.
Τὸ ἕλκυθρο ἄρχισε νὰ κινῆται. Κάνοντας μία βαθειὰ ὑπόκλισι ὁ π. Ἀρσένιος εὐλόγησε τὰ ἄψυχα σώματα καὶ γύρισε πίσω στὸν θάλαμο. Ὁ ὁδηγὸς τίναξε τὰ χαλινάρια καὶ ἔκανε τὰ ἄλογα νὰ ξεκινήσουν ξεστομίζοντας μιὰ βρισιά. Τὸ ἕλκυθρο ἀπομακρύνθηκε ἀργὰ καὶ χάθηκε ἀπὸ τὴ ματιά.
 
ΑΓΙΟΣ ΘΕΡΑΠΩΝ

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΤΟ 1922 ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ!

Το θαύμα της Θεοτόκου – Μια αληθινή ιστορία!

~ Η χαρμόσυνη είδηση, πως θα πανηγυρίσουν και πάλι όπως τα παλιά καλά χρόνια και θα λιτανεύσουν τη θαυματουργή εικόνα στους αγρούς για να βρέξει, διαδόθηκε σαν αστραπή…

«Βρισκόμαστε στα 1922. Η επανάσταση του ’17 στη Ρωσία έχει οριστικά επιβληθεί. Οι ερυθροί παρτιζάνοι (κομμουνιστές αντάρτες) νίκησαν τους λευκούς (τσαρικούς αντάρτες) και επέβαλαν νέα τάξη πραγμάτων, καταργώντας έθιμα και παραδόσεις.

Στο χωριό Τοργίνσκ, πολύ κοντά στην πόλη Νερτσίνσκ, έκλεισαν τον ενοριακό ναό και κάρφωσαν με σανίδες τις πύλες του. Ήταν ένας ναός φημισμένος σ’ όλη την περιοχή Ζαμπαϊκάλ, για μια θαυματουργή εικόνα της Θεομήτηρος, την οποία τιμούσαν όχι μόνο οι κοζάκοι, αλλά και οι ξένοι.

Ο ναός πανηγύριζε στις 8 Ιουλίου. Πλήθος πιστών συνέρεε απ’ όλη την περιοχή. Μετά την Παράκληση, έβγαιναν όλοι από τον ναό και λιτάνευαν την ιερή εικόνα στα γύρω χωριά.

Τώρα όμως δεν γίνεται πια λιτανεία, γιατί η νέα εξουσία έχει σφραγίσει την Εκκλησία.

Εκείνη τη χρονιά είχε πέσει φοβερή ξηρασία στην περιοχή Ζαμπαϊκάλ. Η γη άνοιξε από τη ζέστη, και στέρεψαν οι πηγές, τα ποτάμια και τα πηγάδια. Τα φύλλα των δέντρων κιτρίνισαν και μαράθηκαν σαν να είχε περάσει φωτιά. Τα σπαρτά στους κάμπους ξεράθηκαν.

Πλησίαζε η 8η Ιουλίου, που άλλοτε πανηγύριζε η Παναγία του Τοργίνσκ. Την παραμονή, στη λαϊκή συνέλευση του Τοργίνσκ, οι ασπρογένηδες γέροι κοζάκοι άκουγαν σκυθρωποί το Στέφανο Καμένστσικώφ, πρώην κόκκινο παρτιζάνο και τώρα γραμματέα του χωριού να φλυαρεί:

– Λοιπόν σύντροφοι, -είπε συμπερασματικά- ο γραμματέας, πιστεύετε πως έχουμε ξηρασία, επειδή απαγόρευσε η εργατική εξουσία να λιτανεύεται η εικόνα της Παναγίας! Επειδή απαγόρευσε στους ελεεινούς παπάδες να ζαλίσουν το λαό, κι επειδή κάρφωσε με σανίδες την εκκλησία!

– Ακριβώς! Συμφώνησαν όλοι.

– Στέφανε! φώναξε ένας παλιός επίτροπος του ναού Τοργίνσκ. Εφέτος επιθυμούμε να λιτανεύσουμε την εικόνα της Παναγίας στους αγρούς μας. Τίποτα κακό δεν πρόκειται να συμβεί. Ζήτησε λοιπόν την άδεια από τους υπεύθυνους.

– Καλά σύντροφοι. Αφού επιμένετε τόσο πολύ, θα ενεργήσω σύμφωνα με την επιθυμία σας. Πάντως μην περιμένετε βροχή. Έτσι θα καταλάβετε στην πράξη ότι Θεός δεν υπάρχει.

Η αίτηση έγινε από τον γραμματέα, και η απάντηση ήρθε θετική από τα μέλη της G.Ρ.U. Η χαρμόσυνη είδηση, πως θα πανηγυρίσουν και πάλι όπως τα παλιά καλά χρόνια και θα λιτανεύσουν τη θαυματουργή εικόνα στους αγρούς για να βρέξει, διαδόθηκε σαν αστραπή.

Την επομένη το πρωί πλήθος λαού είχε κατακλύσει το ναό και το γύρω χώρο.

Κατέφθασαν όλοι ντυμένοι στα γιορτινά τους, ενώ οι κωδωνοκρουσίες συμπλήρωναν τον εορταστικό τόνο της ημέρας. Μοναδική παραφωνία αποτελούσε η παρουσία των πρακτόρων της G.Ρ.U. με τα κασκέτα και το ειρωνικό τους ύφος.

Σε λίγο λευκογένειοι κοζάκοι βγήκαν απ’ το ναό κρατώντας το βαρύ κιβώριο με την εικόνα της Θεοτόκου. Ακολουθούσαν οι ιερείς με τα χρυσοποίκιλτα άμφια τους.

Ο λαός γονάτισε. Όλων τα μάτια ήσαν δακρυσμένα. Η μεγάλη εικόνα με τα πολύτιμα πετράδια και τα ακτινοβόλα μάτια της Θεοτόκου περνούσε μπροστά από τους πιστούς.

Κάποια στιγμή αυτά τ’ ακτινοβόλα μάτια συναντήθηκαν με το βλοσυρό βλέμμα του Καμένστσικωφ και τον συγκλόνισαν. Ένοιωσε πως τον κοίταζαν στα μύχια της ψυχής του. Έκανε όμως τον αδιάφορο. Διόρθωσε το κασκέτο του κι άρχισε να καπνίζει.

Η Παράκληση είχε αρχίσει, και ο πολιός π. Ιωάννης πρόφερε αργά και καθαρά τις αιτήσεις:

– Δός υετόν τη διψώση γη, Σώτερ!

Πόσο λαχταρούσαν άνθρωποι και φύση την ευεργετική βροχούλα!

Ο ανυπόφορος καύσωνας την ώρα εκείνη έφθανε μέχρι τρέλλας. Οι ιερείς ράντιζαν με το αγιασμένο νερό το κιτρινισμένο σιτάρι και την κατάξερη γη.

Μέχρι το βράδυ λιτάνευσαν την εικόνα της Θεοτόκου σ ’όλα τα χωράφια κι έκαναν αδιάκοπες παρακλήσεις, ενώ το πλήθος ακολουθούσε ακούραστο σε λόφους, σε δρόμους, σε πλαγιές.

Ο Καμένστσικωφ, καβάλα στ’ άλογό του, χαμογελούσε ειρωνικά. Κάποια στιγμή πέταξε το τσιγάρο και μουρμούρισε θυμωμένος:

– Θα σας δείξω εγώ ποιος είναι ο Χριστός και η Παναγία σας.

Τώρα η λιτανεία πλησίασε στα σπίτια του χωριού Τοργίνσκ. Στη μέση ακριβώς βρισκόταν το σπίτι του Καμένστσικωφ. Στην πόρτα περίμενε ευλαβικά η ηλικιωμένη μητέρα του.

– Γριά! Της φώναξε. Μην τολμήσεις να βάλεις στην αυλή μας αυτή την τσιγγάνα!

– Τι λόγια είναι αυτά, Στέφανε! Τρελάθηκες; Διαμαρτυρήθηκε εκείνη.

Στο μεταξύ παρουσιάστηκαν στον ουρανό συννεφάκια, που διαρκώς μεγάλωναν. Κάποια στιγμή ο ιερέας στάθηκε για τη συνηθισμένη δέηση. Τότε ο Στέφανος, κατακόκκινος, έτρεξε κοντά του φωνάζοντας:

– Φτάνει πια η κωμωδία! Σύντροφοι, κυκλώστε αυτή την παλιοκασέλα! Τώρα θα σας δείξω πως δεν υπάρχει Θεός και Παναγία.

Και λέγοντας αυτά, έπιασε τον π.Ιωάννη από τα γένεια και τον έσπρωξε με ορμή.

Ο λευκασμένος λευίτης κυλίστηκε στη γη, ενώ ο χρυσός σταυρός που κρατούσε γλίστρησε από το χέρι του. Ο Καμένστσικωφ κλώτσησε με τη μπότα του το σταυρό κι ύστερα τράβηξε το καυκασιανό του σπαθί και χτύπησε μ’ όλη του τη δύναμη το πλαίσιο της εικόνας.

Ο κόσμος ταράχτηκε. Μεσολάβησε μια στιγμή, και ύστερα ακούστηκαν κραυγές:

– Αίμα, αίμα

– Θαύμα, θαύμα! – Θαύμα Παναγίας

Ο Στέφανος κοίταξε τριγύρω αγριεμένος. «Γιατί φωνάζουν;» αναρωτήθηκε.

– Στέφανε! Φώναξε έξαλλη η μητέρα του. Αμαρτία θανάσιμη! Κοίτα τη Δέσποινα!

Έριξε μια ματιά στην εικόνα και πάγωσε. Από το δεξί μάγουλο της Θεοτόκου έτρεχε αίμα σταγόνα-σταγόνα. Έτρεχε προς τα κάτω και πορφύρωνε το ασημένιο της πουκάμισο.

Ξαφνικά, σαν με ξένη φωνή, φώναξε ο ίδιος ο Καμένστσικωφ:

– Δάκρυα, δάκρυα!

Από τα μεγάλα μάτια της Παναγίας έτρεχαν μεγάλα, καθαρά σαν διαμάντια δάκρυα.

Κι αμέσως άρχισε να πέφτει από τον ουρανό η ευλογημένη βροχή.

Τρείς ημέρες έβρεχε συνέχεια. Η ποτιστική βροχή έπεφτε ακατάπαυστα στη διψασμένη γη, κι εκείνη ρουφούσε με απληστία το ζωογόνο νερό. Την τέταρτη μέρα ανέτειλε στον ουρανό ένας ολόλαμπρος ήλιος. Έλαμψε δείχνοντας στους ανθρώπους το θαύμα της ζωής και της ανακαινίσεως. – Θαύμα Παναγίας

Η Παναγία του Τοργίνσκ είχε κάνει το θαύμα της. Τα μέλη της G.P.U., ταπεινωμένα για το πάθημά τους, σφράγισαν και πάλι την εκκλησία και απήγαγαν την ιερή εικόνα σε μια μακρινή πόλη.

Το μεγαλύτερο όμως θαύμα συντελέστηκε στον Καμένστσικωφ, τον άθεο εκείνο μπολσεβίκο. Η Παναγία με το αίμα και το δάκρυ της πότισε την άπιστη αλλά διψασμένη ψυχή του, κι εκείνη δεν άργησε να καρποφορήσει την πίστη και τη μετάνοια».

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΟ 1956


Ένα αληθινό γεγονός που συντάραξε και έφερε σε μετάνοια εκατοντάδες ανθρώπους στην πόλη Κουιμπίσεβ (σημερινή Σαμάρα) της Σοβιετικής Ρωσίας το έτος 1956. Στην πόλη Κουιμπίσεβ ζούσε μία οικογένεια: η ευσεβής μητέρα και η κόρη της Ζωή. Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς (31 Δεκεμβρίου) του 1956 η Ζωή προσκάλεσε επτά φίλες της και άλλους τόσους νεαρούς σε δείπνο και χορό.

Τότε ήταν η νηστεία των Χριστουγέννων(1) και η μητέρα παρακάλεσε την Ζωή να μην προγραμματίσει μια εσπερίδα με χορούς και φαγητό , αλλά η κόρη επέμενε στο δικό της. Εκείνο το βράδυ η μητέρα πήγε στην Εκκλησία να προσευχηθεί.
Μαζεύτηκαν οι καλεσμένοι , αλλά ο αρραβωνιαστικός της Ζωής δεν είχε έρθει ακόμη. Το όνομα του ήταν Νικόλαος. Οι κοπέλες και τα αγόρια χωρίσθηκαν σε ζευγάρια και άρχισαν το χορό. Η Ζωή έμεινε μόνη της. Από αμηχανία χωρίς να πολυσκεφθεί , κατέβασε την εικόνα του αγίου Νικολάου του Θαυματουργού από τον τοίχο και είπε: «Θα πάρω αυτόν τον Νικόλα και θα πάω να χορέψω μαζί του», χωρίς να δίνει σημασία εν τω μεταξύ στις φίλες της, οι οποίες την συμβούλευσαν να μη κάνει αυτήν την βλάσφημη ενέργεια, αλλά η Ζωή απάντησε με θράσος: «Αν υπάρχει Θεός, ας με τιμωρήσει!»
Άρχισε να χορεύει , έκανε δύο γύρους , οπότε ξαφνικά μέσα στο δωμάτιο γίνεται ένας φοβερός θόρυβος, ανεμοστρόβιλος, και έλαμψε φως εκτυφλωτικό σαν αστραπή.
Η διασκέδαση γύρισε σε φρίκη και τρόμο. Όλοι έφευγαν φοβισμένοι από το δωμάτιο. Μόνο η Ζωή στεκόταν ακίνητη, με την εικόνα του Αγίου κολλημένη στο στήθος , απολιθωμένη και παγωμένη σαν μάρμαρο.
Οι γιατροί , που γρήγορα κατέφθασαν , δεν μπόρεσαν να την συνεφέρουν με τις προσπάθειες τους. Οι βελόνες των ενέσεων , που ήθελαν να της κάνουν , στράβωναν και έσπαζαν καθώς κτυπούσαν πάνω στο μαρμαρωμένο κορμί της! Θέλησαν να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο, αλά δεν μπόρεσαν να την μετακινήσουν από την θέση της. Τα πόδια της λές και ήσαν καρφωμένα στο πάτωμα. Αλλά , η καρδιά χτυπούσε! Η Ζωή ήταν ζωντανή . δεν μπορούσε όμως πλέον να φάει ούτε να πιεί…
Όταν η μητέρα της γύρισε και είδε τι συνέβη, έπεσε αναίσθητη και την μετέφεραν στο νοσοκομείο , από το οποίο βγήκε σε μερικές ημέρες. Η πίστη της στην ευσπλαχνία του Θεού και οι θερμές μητρικές της προσευχές για συχώρηση της δύστυχης, ανανέωσαν , με τη Χάρι του Θεού , τις ζωτικές της δυνάμεις.
Η Ζωή ήλθε σε συναίσθηση και με δάκρυα ζητούσε συγχώρηση και βοήθεια.
Τις πρώτες ημέρες το σπίτι της ζωής ήταν κυκλωμένο από πλήθος κόσμου, πιστοί που ήρθαν ή ακόμη και που βάδισαν από μακριά, περίεργοι , γιατροί , και πνευματικά πρόσωπα. Αλλά, γρήγορα, κατ’ εντολή των αρχών, το σπίτι έκλεισε για τους επισκέπτες. Δύο αστυνομικοί φύλαγαν σκοπιά εναλλάξ ανά οκτάωρο. Κάποιοι από τους φύλακες που ήσαν ακόμη νέοι(28-30) άσπρισαν από την φρίκη ακούγοντας κάθε νύχτα τη Ζωή να βγάζει τρομακτικές κραυγές.
Νύχτες και νύχτες δίπλα της προσευχόταν η μητέρα.
-Μαμά, προσευχήσου! Προσευχήσου, γιατί χάνομαι για τις αμαρτίες μου! Προσευχήσου! Φώναζε η Ζωή.
Για όλα όσα συνέβησαν ενημέρωσαν και τον Πατριάρχη και τον παρεκάλεσαν να ευχηθεί υπέρ της αναρρώσεως της Ζωής. Ο Πατριάρχης απάντησε
Εκείνος που την τιμώρησε εκείνος και θα την ελεήσει!

Μεταξύ των προσώπων που επετράπη στο εξής να επισκεφθούν τη Ζωή ήσαν:
1. Εγνωσμένου κύρους καθηγητής της ιατρικής που κατέφθασε από την Μόσχα. Αυτός βεβαίωσε ότι η καρδιά δεν σταμάτησε να χτυπά.
2. Ιερείς, τους οποίους προσκάλεσε η μητέρα της για να πάρουν από τα χέρια της Ζωής τον άγιο Νικόλαο. Αλλά ούτε εκείνοι μπόρεσαν να ξεκολλήσουν την εικόνα από τα απολιθωμένα χέρια της Ζωής.
3. Ο ιερομόναχος Σεραφείμ από την έρημο του Γκλίνσκ, ο οποίος ήρθε στο Κουιμπίσεβ για την εορτή των Χριστουγέννων και τέλεσε αγιασμό και άγιασε την εικόνα. Κατόπιν είπε: «Τώρα πρέπει να περιμένουμε κάποιο σημείο το Πάσχα! Αν δεν γίνει τίποτε , σημαίνει ότι πλησιάζει το τέλος του κόσμου!», δείχνοντας με τα λόγια αυτά την βαθειά του πίστη σ’ ένα θαύμα.
4. Ο Μητροπολίτης Νικόλαος, ο ποίος επίσης διάβασε παράκληση και είπε: «νέο θαύμα να περιμένουμε το Πάσχα», επαναλαμβάνοντας τον λόγο του ευσεβούς ιερομόναχου.

Τις παραμονές της εορτής του Ευαγγελισμού (που εκείνη τη χρονιά έπεσε το Σάββατο της τρίτης εβδομάδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής) πλησίασε προς τους φύλακες της Ζωής ένα καλοσυνάτος Γέροντας και τους παρεκάλεσε να του επιτρέψουν να ιδεί την Ζωή. Αλλά οι φύλακες αστυνομικοί αρνήθηκαν να του επιτρέψουν. Ήρθε ο Γέροντας και την επόμενη ημέρα, αλλά πάλι οι επόμενοι φύλακες δεν τον άφησαν. Την Τρίτη φορά ,ανήμερα του Ευαγγελισμού , οι φύλακες τον άφησαν. Η φρουρά τον άκουσε πόσο εύσπλαχνα μίλησε στην Ζωή μπαίνοντας: «Λοιπόν , κουράστηκες από την ορθοστασία;»
Πέρaσε λίγη ώρα και, όταν οι φρουροί θέλησαν να βγάλουν έξω τον Γέροντα, αυτός δεν ήταν μέσα στο δωμάτιο…
Όλοι ήσαν βέβαιοι ότι εκείνος ήταν ο ίδιο ο άγιος Νικόλαος. Έτσι η ζωή έμεινε όρθια 4 μήνες (128 μέρες), μέχρι το Πάσχα ακριβώς, που εκείνη τη χρονιά έπεσε 23 Απριλίου (6 Μαΐου με το νέο ημερολόγιο).
Τη νύχτα της Λαμπροφόρου Αναστάσεως του Χριστού η Ζωή άρχισε να φωνάζει ιδιαίτερα δυνατά:
-Προσεύχεσθε!
Οι νυχτερινοί φύλακες ανατρίχιασαν και άρχισαν να την ρωτούν: «Γιατί φωνάζεις τόσο φοβερά;»
Ακολούθησε η απάντηση:
-Φοβερό ! Καίγεται η γή! Προσεύχεσθε! Όλος ο κόσμος χάνεται για τις αμαρτίες του, προσεύχεσθε!
Από εκείνη τη στιγμή η Ζωή αναζωογονήθηκε, οι μύς άρχισαν να μαλακώνουν , να ζωντανεύουν. Τελικά την έβαλαν στο στρώμα, αλλά εκείνη συνέχισε να φωνάζει και να καλεί όλου σε προσευχή για τον κόσμο που χάνεται για τις αμαρτίες, για την γη που καίγεται για τις ανομίες της.
-Πως έμεινες ζωντανή μέχρι τώρα; Ποιος σε έτρεφε; την ρώτησαν
-Περιστέρια, περιστέρια με έτρεφαν, ήταν η απάντηση . Από αυτό έγινε φανερό ότι έλαβε έλεος και συγχώρηση από την Δεξιά του Κυρίου Παντοκράτορος. Ο Κύριος συγχώρησε τις αμαρτίες της Ζωής, με την παρουσία του αγίου Νικολάου του Θαυματουργού , και λόγω των μεγάλων βασάνων της και της ορθοστασίας κατά την διάρκεια των 128 ημερών.

Όλα αυτά τα γεγονότα συνετάραξαν τους κατοίκους του Κουιμπίσεβ και των περιχώρων. Πολλοί άνθρωποι βλέποντας τα θαύματα, ακούγοντας τα ουρλιαχτά και τις παρακλήσεις της να προσευχόμαστε για τους ανθρώπους που χάνονται εξ αιτίας των αμαρτιών τους, ξαναβρήκαν την πίστη τους στον Θεό. Γύρισαν στην Εκκλησία με μετάνοια. Όσοι δεν φορούσαν σταυρό , άρχισαν να φορούν κατά την εποχή εκείνη που μόνο γι’ αυτό ήταν δυνατόν να πληρώσουν με τη ζωή τους. Η επιστροφή ήταν τόσο μαζική ώστε δεν έφθασαν τα σταυρουδάκια των εκκλησιών για όλους όσους ζητούσαν.
Με φόβο και δάκρυα ζητούσε ο λαός συγχώρεση των αμαρτιών, επαναλαμβάνοντας τα λόγια της Ζωής: «Φοβερό, η γη καίγεται, χανόμαστε για τις αμαρτίες μας! Προσεύχεσθε! Οι άνθρωποι χάνονται για τις ανομίες τους!».
Την τρίτη ημέρα του Πάσχα η Ζωή έφυγε για τον Κύριο , αφού διήνυσε τον δύσκολο δρόμο της ορθοστασίας των 128 ημερών μπροστά στο πρόσωπο του Κυρίου για την συγχώρεση όλων των αμαρτιών της. Το άγιον Πνεύμα την διατηρούσε στη ζωή όλες αυτές τις ημέρες για να αναστήσει την ψυχή της από τον θάνατο της αμαρτίας, ώστε στην μέλλουσα αιώνια ημέρα να την αναστήσει εν σώματι για την ζωή την αιώνιο. Όπως, άλλωστε το λέει και το ίδιο το όνομά της: Ζωή.
Σχόλιο (του ρωσικού πρωτοτύπου): Στον σοβιετικό τύπο εκείνης της εποχής είχε επίσης σχολιαστεί η περίπτωση της Ζωή. Απαντώντας στα γράμματα που έφθαναν στην διεύθυνση διάσημης εφημερίδος, ένας αλαζονικός επιστήμων υποστήριξε ότι το γεγονός με την Ζωή πράγματι δεν είναι φανταστικό, αλλά εν τούτοις δήλωσε ότι είναι μια μορφή ακαμψίας άγνωστη ακόμη στην επιστήμη.
Είναι προφανής η αναλήθεια μιάς τέτοιας υπόθεσης, διότι: Πρώτον, στην ακαμψία δεν υπάρχει τέτοια πετρώδης σκλήρυνσή του δέρματος, ώστε οι γιατροί να μη μπορούν να κάνουν ένεση στον άρρωστο. Δεύτερον , μπορεί ένας τέτοιος άρρωστος να μεταφερθεί από τόπο σε τόπο, ενώ η Ζωή δεν μπορούσαν να την μετακινήσουν· αυτή στεκόταν όρθια και μάλιστα τόσο πολύ που οι συνήθεις άνθρωποι δεν μπορούν να σταθούν. Τρίτον , η αρρώστια καθ’ εαυτή δεν επιστρέφει τον άνθρωπο στον Θεό και δεν φέρει αποκαλύψεις από τον ουρανό, ενώ στην περίπτωση της Ζωή όχι μόνο χιλιάδες άνθρωποι ξαναβρήκαν την πίστη τους στον Θεό, αλλά φανέρωσαν την πίστη τους έμπρακτα, δηλαδή βαπτίστηκαν και έζησαν ηθικά.
Όχι μόνο πίστεψαν ότι υπάρχει Θεό, αλά και έγιναν Χριστιανοί. Απ’ αυτόν είναι φανερό ότι δεν επρόκειτο για απλή ασθένεια, αλλά για κάποια θεϊκή οικονομία. Αυτός έμπρακτα στερεώνει την πίστη, για να λυτρώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες και από τη τιμωρία γι’ αυτές.

(1.)Στη Ρωσία οι εορτές ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο. Η νηστεία των Χριστουγέννων διαρκεί από τις 28 Νοεμβρίου μέχρι 6 Ιανουαρίου του επόμενου έτους.

(από το περιοδικό ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, τεύχος 21 του 1996, της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους).

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

ΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΣΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ




Λευκορωσική ταινία "Ψυχοφελείς Ιστορίες και Παραβολές". Μετάφραση: Ευγενία Τελιζένκο. Επεξεργασία: Ενορία Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου 40 Εκκλησιών, Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Μια ιεραποστολική προσπάθεια του ΙΔ παρεκκλησίου Αγίου Θεράποντος επισκόπου Κύπρου στις Ερυθρές Αττικής (Κριεκούκι) προς δόξαν Θεού.

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΠΟΚΟΣ: ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΣΟΥ;

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΣΟΥ;
π. Δημητρίου Μπόκου

Ο έμπορος Κουσμιτσώφ με τον μικρό του ανεψιό Γεγκόρ και τον φίλο του παπα-Χριστόφορο, ταξιδεύοντας κάποτε μέσα στην απέραντη ρωσική στέπα, σταμάτησαν στο πανδοχείο του Εβραίου Μωυσή Μωυσέγιτς. Ο Μωυσής είχε για βοηθό έναν παράξενο αδελφό του, τον Σολομώντα. Όταν ο Σολομών μπήκε με ένα μεγάλο δίσκο για να σερβίρει το τσάι στους επισκέπτες, τους κοιτούσε ειρωνικά και χαμογελούσε παράξενα. Το χαμόγελο αυτό ήταν πολύ περίπλοκο. Εξέφραζε πολλά συναισθήματα, εκείνο όμως που υπερίσχυε ήταν η περιφρόνηση. Σαν να περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να τους περιγελάσει και να σκάσει στα γέλια.
«Αφού ήπιε πέντ’ έξι ποτήρια ο Κουσμιτσώφ, καθάρισε μπροστά του το χώρο πάνω στο τραπέζι, πήρε το σάκο που είχε βάλει για προσκέφαλό του όταν είχε κοιμηθεί (καθ’ οδόν) κάτω από την άμαξα, έλυσε το σχοινάκι του και τον τίναξε. Από το σάκο έπεσαν στο τραπέζι δεσμίδες από χαρτονομίσματα.

-  Τώρα που έχουμε χρόνο, παπα-Χριστόφορε, να τα μετρήσουμε, είπε ο Κουσμιτσώφ…
Όταν τελείωσε το μέτρημα των χρημάτων, τα έβαλε πίσω στο σάκο… Ο παπα-Χριστόφορος συζητούσε με τον Σολομώντα.
-  Λοιπόν, σοφέ Σολομώντα, πως πάνε οι δουλειές;
-  Ποιές δουλειές εννοείτε; ρώτησε ο Σολομών και κοίταξε τόσο σαρκαστικά, σαν να του είπαν για κανένα έγκλημα.
-  Γενικώς… Με τί ασχολείσαι;
-  Με τί ασχολούμαι; Με ό,τι και όλοι οι άλλοι… Βλέπετε,  είμαι λακές (=δουλοπρεπής υπηρέτης). Είμαι λακές του αδελφού μου, ο αδελφός μου είναι λακές των πελατών, οι πελάτες είναι λακέδες του Βαρλάμωφ (εκατομμυριούχου της περιοχής), ενώ άμα είχα δέκα εκατομμύρια, ο Βαρλάμωφ θα γινόταν δικός μου λακές. …Γιατί δεν υπάρχει ούτε άρχοντας ούτε εκατομμυριούχος, που, για ένα καπίκι παραπάνω, δε θα έγλειφε τα χέρια ενός βρωμο-Εβραίου. Τώρα είμαι βρωμο-Εβραίος και ζητιάνος, όλοι με βλέπουν σαν σκυλί. Αν είχα όμως χρήματα, ο Βαρλάμωφ θα έκανε μπροστά μου τον καραγκιόζη, όπως ο Μωυσής μπροστά σας… Ο Βαρλάμωφ, παρόλο που είναι Ρώσος, στην ψυχή του είναι βρωμο-Εβραίος: Όλη του η ζωή είναι τα χρήματα και τα κέρδη, ενώ εγώ τα χρήματά μου τα έκαψα στο τζάκι. Δε θέλω ούτε χρήματα, ούτε γη, ούτε πρόβατα, ούτε θέλω να με φοβούνται και να βγάζουν το καπέλο τους μπροστά μου όταν περνάω. Οπότε είμαι πιο έξυπνος από τον Βαρλάμωφ σας και μοιάζω περισσότερο με άνθρωπο!
(Ο Μωυσής Μωυσέγιτς λίγο αργότερα αισθάνθηκε την ανάγκη να απολογηθεί για λογαριασμό του άδελφού του στους επισκέπτες του).
-  …Συγχωρήστε μας, μη θυμώνετε. Είναι τόσο δύσκολος, τόσο δύσκολος! Είναι και αδελφός μου, αλλά απ’ αυτόν δεν είδα τίποτα άλλο εκτός από πίκρα… Δεν είναι καλά στα μυαλά του. Τελείως χαμένος… Κανέναν δεν αγαπάει, κανέναν δε σέβεται, κανέναν δε φοβάται… Ξέρετε, κοροϊδεύει όλον τον κόσμο… Ούτε εμένα αγαπάει… Και δε θέλει τίποτα! Ο πατέρας μας, όταν πέθανε, άφησε από έξι χιλιάδες ρούβλια στον καθένα μας. Εγώ αγόρασα το πανδοχείο, παντρεύτηκα και τώρα έχω και παιδάκια, ενώ αυτός τα χρήματά του τά ’καψε στο τζάκι. Κρίμα, κρίμα! Γιατί τά ’καψε; Αν δεν τα ήθελε, έπρεπε να τα δώσει σ’ εμένα, αλλά γιατί τά ’καψε;» (ΑντόνΤσέχωφ, Η στέπα, σσ. 35-45).
Ο παράξενος Σολομών έκαμε κάτι, που κανένας δεν μπορούσε να κατανοήσει και να δικαιολογήσει. Όχι μόνο ο Εβραίος αδελφός του, όχι μόνο ο έμπορος Κουσμιτσώφ, αλλά και ο Χριστιανός ιερέας, ο παπα-Χριστόφορος, δυσκολευόταν να δώσει απάντηση στην τόσο «εύλογη» απορία: «Γιατί τά ’καψε;»
Αλήθεια, γιατί;
Το ερώτημα δεν θά ’πρεπε να είναι γιατί τά ’καψε. Αλλά γιατί όλοι μας λίγο-πολύ το θεωρούμε αδιανόητο κάτι τέτοιο; Γιατί να είναι η αγάπη του πλούτου πλήρως αδιαπραγμάτευτη και αυτονόητη για όλους μας; Η ειρωνεία του «τρελού» Σολομώντα χτυπάει κατάμουτρα την παγίδευσή μας στη λατρεία του πλούτου. Στην παγίδα αυτή αναφέρεται επικριτικά και ο Χριστός, στην ύπουλη υποδούλωση που προκαλεί και μας ρεζιλεύει, αφού κάνει τον καθένα μας λακέ, δούλο στον οικονομικά λιγάκι ισχυρότερο. Ή μήπως δεν είμαστε έτοιμοι και μεις για ένα καπίκι να γλείψουμε τα χέρια του κάθε τοκογλύφου; Να προσκυνήσουμε αδίστακτα τον μαμμωνά;
Γι’ αυτό ο Χριστός επισημαίνει την απάτη του πλούτου. Μιλάει για την ψευδαίσθηση που μας δημιουργείται ότιο πλούτοςείναι το παν, το στήριγμά μας, η βάση μας. Πράγμα που μας απομακρύνει από την «πέτρα της ζωής». Και μας κάνει να ξεχνάμε, ότι βράχος ατράνταχτος για ν’ ακουμπάνε τα πάντα με σιγουριά, μοναδικό θεμέλιο του σύμπαντος κόσμου, είναι μόνο ο Χριστός, «ο δρακί την πάσαν έχων κτίσιν, ο στερεώσας τους ουρανούς πάλαι κατ’ αρχάς». Στην παλάμη του χωράει με άνεση η κτίση ολόκληρη. Κυβερνάει, συνέχει, συγκρατεί στα δάχτυλά του το παν. «Ανοίξαντός σου την χείρα τα σύμπαντα πλησθήσονταιχρηστότητος, αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπονταραχθήσονται· αντανελείς το πνεύμα αυτών και εκλείψουσι και εις τον χουν αυτών επιστρέψουσιν· εξαποστελείς το πνεύμα σου και κτισθήσονται…» (Ψαλμ. 103, 28-30).
Το απέδειξε περίτρανα στην έρημο, όταν ένας πολυάριθμος λαός τρεφόταν εξ ολοκλήρου για σαράντα χρόνια από αυτήν την πηγή της ζωής. Τότε «άρτον εκ του ουρανού έδωκεν αυτοίς φαγείν» (Ιω. 6, 31). «Άρτον αγγέλων έφαγεν άνθρωπος, επισιτισμόναπέστειλεν αυτοίς εις πλησμονήν» (Ψαλμ. 77, 25). «Και πάντες το αυτό βρώμα πνευματικόνέφαγον». Όλοι λάμβαναν με υπερφυσικό τρόπο την ίδια τροφή (το μάννα) και έπιναν όλοι το ίδιο νερό, που ανέβλυζε «εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α΄Κορ. 10, 3-4).
Γιατί να μη μπορεί και σήμερα να γίνει το ίδιο; Λιγόστεψε μήπως η δύναμη του Θεού; Ή μήπως είναι η δική μας πίστη που εξανεμίστηκε; Όταν η εμπιστοσύνη μας στον Θεό γίνεται φύλλο και φτερό στον άνεμο, δεν είναι φυσικό να μετατεθεί και η ελπίδα μας; Και να αγκιστρωθούμε τότε σαν το στρείδι στα λίγα η πολλά αγαθά που έχει ο καθένας μας, τραγικά θύματα όλοι μας της απάτης του πλούτου;
Και φυσικά ο Θεός δεν λέει να κάψουμε ανόητα τα λεφτά μας, αλλά να αποδεσμεύσουμε την καρδιά μας απ’ αυτά. Να πάψουμε να τα λατρεύουμε. Ν’ αποτινάξουμε την παραπλανητική τους καταδυνάστευση. Να μπορούμε να τα βάλουμε σε χρήση κοινή (εξ ου και χρήματα), μια και δεν ανήκουν αποκλειστικά σε μας, αλλά και σε πολλοὺς άλλους, που τα έχουν περισσότερη ανάγκη. Να τα μοιραζόμαστε, ακόμα κι αν έχουμε ελάχιστα. Η ελπίδα μας να είναι ο Θεός. Να μη διστάζουμε να δώσουμε και το τελευταίο μας κομμάτι ψωμί, αφήνοντας τον εαυτό μας εντελώς στα χέρια του. «Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Όπως η χήρα στον καιρό του προφήτη Ηλία. Αλλιώς, εμπιστευόμαστε περισσότερο τα «ψιχία» μας και λιγότερο τον Θεό.
Πού στηρίζουμε λοιπόν εμείς την ύπαρξή μας; Δυστυχώς για πολλούς μας τα ευτελή ψίχουλα που διαθέτουμε είναι ο νέος μας θεός. Το νέο είδωλο που προσκυνούμε, αφού κατέχουν αυτά το κέντρο της καρδιάς μας και όχι ο Θεός. Και όμως, μετά την ανανέωση της υιοθεσίας μας από τον Θεό, θά ’πρεπε να είμαστε οι «μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες»(Β΄Κορ. 6, 10). Τότε μόνο θα μοιάζαμε με τον άνθρωπο, που είχε κατά νουν όταν μας έπλαθε ο Θεός.
Ο Κύριος πάντα και ιδιαίτερα τώρα τη Σαρακοστή, δεν παύει να μας προκαλεί, καλώντας μας να «εκτείνωμεν χείρας εις ευποιίαν, …πτωχούς αστέγους εισαγάγωμεν εις οίκους, …δώσωμεν ενδεέσιν άρτον» (Ύμνοι Τριωδίου).
Ιδού λοιπόν, «το στάδιον ηνέωκται» ενώπιόν μας. Μπορούμε να εισέλθουμε, αν θέλουμε. Ας δείξει ο καθένας έμπρακτα ποιό δεκανίκι διάλεξε για ναστηρίξει τη ζωή του.

Μεγ. Σαρακοστή 2018 

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

ΟΤΑΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΟΥΝ ΑΝΑΠΑΥΣΗ

ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΥΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΑΝΙΖΕΤΑΙ ΠΟΛΥ

Το φθινόπωρο επέστρεψα για λίγο στη Μόσχα και τηλεφώνησα σε μια καλή μου φίλη.
- Συγχώρεσέ με αλλά δεν μπορώ να μιλήσω, μου απάντησε η φίλη μου, χτες κήδευσα τον πατέρα μου.
- Τότε θα έρθω στο σπίτι σου αύριο.
 - Σε ικετεύω, μην έλθεις. Δεν θα σου ανοίξω την πόρτα.

Αυτό συνεχίστηκε για δύο μήνες. Εγώ της τηλεφωνούσα κι εκείνη έκλεινε το τηλέφωνο, απαγορεύοντας μου να πάω στο σπίτι της. Ήταν φανερό πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Σίγουρα ο πόνος είναι πόνος, αλλά δύο μήνες είναι ένα αρκετά μεγάλο διάστημα για να πενθήσεις, αν λάβεις υπ’ όψη σου πως ο θάνατος του πατέρα της δεν ήταν απρόσμενος. 
Πέθανε σε βαθιά γεράματα, μετά από μερικά χρόνια παραλυσίας. Δυστυχώς οι προσπάθειες της φίλης μου να τον φέρει κοντά στον Θεό δεν καρποφόρησαν. Τον καιρό εκείνο ήταν καθηγητής στην έδρα του επιστημονικού αθεϊσμού και ήταν ένας άθεος παλαιάς κοπής. Την πίστη στην άλλη ζωή την ονόμαζε «ιστορίες για φοβιτσιάρηδες» και απαγορεύοντας στην κόρη του να τον κηδέψει στην εκκλησία, όρισε με διαθήκη το σώμα του να καεί και τη στάχτη να την πετάξουν στα λουλούδια για λίπασμα.

 Η φίλη μου δεν έκανε γόνιμη τη γη μ’ έναν τόσο ιερόσυλο τρόπο, αλλά έθαψε την τεφροδόχο στον τάφο των ορθόδοξων γονιών του, οι οποίοι είχαν βαπτίσει το γιο τους από μικρό και τον έπαιρναν από το χεράκι στην εκκλησία. Μετά την καύση άρχισαν τα παράξενα. Η φίλη μου σταμάτησε να πηγαίνει στη δουλειά της και κλειδώθηκε στο σπίτι, μην επιτρέποντας σε κανέναν να περάσει το κατώφλι της. Όταν οι συνάδελφοί της ανήσυχοι πήγαν να την επισκεφθούν, αυτή αρνήθηκε να τους ανοίξει την πόρτα, ενώ την ίδια στιγμή στο διαμέρισμα κάποιος βογγούσε δυνατά και τρομακτικά.

 Οι συνάδελφοί της μου τηλεφώνησαν για να με ψέξουν: «Εσύ δεν μπορείς να επισκεφθείς τη φίλη σου και να μάθεις τι συμβαίνει; Φαίνεται σαν να ζει έναν εφιάλτη!» Εγώ επιθυμούσα πολύ να επισκεφθώ την φίλη μου, αλλά πώς να το κάνω αφού μου ειδοποίησε πως δεν πρόκειται να μου ανοίξει την πόρτα; Το σκάφτηκα, το ξανασκέφτηκα και μου ήλθε μια ιδέα. 
Μια μέρα η φίλη μου είχε δανειστεί ένα βιβλίο από μένα, ενώ αργότερα μου είχε ζητήσει πολλές φορές συγνώμη που όλο ξεχνούσε να μου το επιστρέφει. Εγώ δεν είχα ανάγκη το βιβλίο. Αλλά της τηλεφώνησα και της είπα με ψυχρότητα:

- Να μου επιστρέφεις το βιβλίο αμέσως! Το χρειάζομαι για μία εργασία.
- Αλλά εγώ, εγώ... ψέλλισε η φίλη μου, εγώ προς το παρόν δεν μπορώ να βγω από το σπίτι μου.
- Μη βγεις! Θα έλθω εγώ σε σένα, θα καθίσω στο παγκάκι μπροστά στην πολυκατοικία και εσύ θα βγεις να μου το δώσεις.

Περίμενα στο παγκάκι σαρανταπέντε λεπτά και βλέποντας ότι η φίλη μου δεν έρχεται, χτύπησα την πόρτα της. Ως απάντηση στο κουδούνισμα της πόρτας ακούστηκε ένα ουρλιαχτό και η κραυγή της φίλης μου: «Μην κλαις άλλο, πατερούλη!».
 Στο διαμέρισμα, με μία συνεχώς αυξανόμενη ένταση ακούγονταν μπουμπουνητά, ουρλιαχτά, κλάματα με λυγμούς και ξάφνου η κόρη και η μητέρα φώναξαν μαζί τρομοκρατημένες. Εκεί κάτι συνέβαινε και από φόβο άρχισα να χτυπώ με μανία την πόρτα με χέρια και πόδια, αναφωνώντας άπρεπα πράγματα.
- Σταμάτα με τα υστερικά σου, Νίνα, μου απάντησε πίσω από την πόρτα. Κατέβα και βγαίνω κι εγώ αμέσως!
Πράγματι, σε λίγο κατέβηκε. Σε τι κατάσταση όμως; Σε πιο καλή κατάσταση έδειχνε ένα πτώμα στο φέρετρο.
- Πες μου, τι συνέβη; την ρώτησα.
- Ο πατέρας είναι ζωντανός και μετά την καύση του ζει μαζί μας, είπε σιγανά. Ο πατέρας βασανίζεται πολύ, αλλά άλλαξε τόσο πολύ μετά το θάνατό του που δεν αφήνει εμένα και την μητέρα να βγούμε από το σπίτι, ούτε για να πάρουμε φαγητό.
- Και τι τρώτε;
- Στην αρχή βράσαμε μερικά δημητριακά, έπειτα τα δημητριακά τελείωσαν.
Είχα μαζί μου ένα ζεστό ψωμί που αγόρασα πηγαίνοντας για το σπίτι της. «Μυρίζει ψωμί!» ζωντάνεψε η φίλη μου. Με τον λαίμαργο τρόπο που άρπαξε το ψωμί κατάλαβα πως υπέφερε από την πείνα. Ξαφνικά άρχισε να κλαίει πάνω από το ψωμί με πικρά δάκρυα:
- Εσύ ξέρεις τον πατέρα - ένας άνθρωπος ευγενής. Τώρα κάνει πράγματα που ντρέπομαι να τα πω, ενώ εγώ και η μητέρα φτάσαμε να μαλώνουμε.
- Έκανες μνημόσυνο στον πατέρα σου;
- Το ήθελα. Ήρθα στην εκκλησία και ρώτησα μια γριούλα: «Μπορώ να κάνω μνημόσυνο στον πατέρα μου. αφού είχε βαπτιστεί όταν ήταν μικρός και πίστευε τότε στο Θεό, χάνοντας αργότερα την πίστη του;» Η γριά μου φώναξε: «Είναι αμαρτία να κηδέψεις στην εκκλησία έναν άθεο! 0 δρόμος τους οδηγεί σε μία μόνο κατεύθυνση. Στην κόλαση!»
- Βρήκες κι εσύ άνθρωπο να ρωτήσεις! φώναξα. Δεν μπορούσες να ρωτήσεις τον ιερέα;
- Στον ιερέα έπρεπε να πω την αλήθεια. Μπορείς άραγε να διηγηθείς πράγματα ντροπιαστικά για τον πατέρα σου;

Έτσι είναι η φίλη μου. Πραγματικά δεν μπορεί να μιλήσει άσχημα για κάποιον, πόσο μάλλον για τον αγαπημένο πατέρα της. Τότε κατάλαβα τον λόγο που την έκανε να κρύβεται απ’ όλο τον κόσμο: Της ήταν πιο εύκολο να υποφέρει την πείνα και να υπομένει φριχτά πράγματα παρά να κατακρίνει και να «κακολογεί» το φάντασμα του πατέρα της.

  Μετά τη συζήτηση με την φίλη μου, μου επέτρεψε να πάω στο μοναστήρι Ντανιλόφσκι και να διηγηθώ την περίπτωση στον πνευματικό του μοναστηριού αρχιμανδρίτη Δανιήλ Βορονίν, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν ιερομόναχος ακόμη. Ο π. Δανιήλ προσευχήθηκε για πολλή ώρα σιωπηλά, έπειτα μου είπε με αποφασιστικό τόνο: «Πρέπει να τον κηδέψουμε αμέσως!» Την επόμενη ημέρα, στον ναό των Αγίων Πάντων έγινε η Νεκρώσιμη ακολουθία για τον μακαρίτη και το φάντασμα εξαφανίστηκε από το διαμέρισμα.

 Από τότε πέρασαν δεκαπέντε χρόνια, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχω καταλάβει τι συνέβη τότε, παρότι ρώτησα μερικούς πνευματικούς πατέρες. Στις ερωτήσεις μου οι απαντήσεις ήταν τέτοιου είδους:
 Τι γνωρίζουμε εμείς για το τέλος του ανθρώπου, όταν συμβαίνει στα λεπτά που προηγούνται του θανάτου ένας άθεος να πιστέψει στον Θεό και να χύσει δάκρυα μετάνοιας; Μπορούμε εμείς άραγε να καταλάβουμε εκείνη την κόλαση των βασάνων των τελωνίων όταν η ψυχή στενάζει και φωνάζει; Γι’ αυτό «χτυπάει» καμιά φορά η ψυχή που βασανίζεται στον κόσμο των ζωντανών, ικετεύοντας για βοήθεια, νεκρώσιμη ακολουθία και μνημόσυνο.

Η ΨΥΧΗ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΒΡΙΣΚΕ ΑΝΑΠΑΥΣΗ

Λίγο καιρό αργότερα που βρισκόμουν στο Κοζέλσκ μου διηγήθηκαν μια παρόμοια ιστορία για μια γριά-κομμουνίστρια, η οποία στην εφηβεία της εκκλησιαζόταν τακτικά, για να απαρνηθεί αργότερα τον Θεό δημόσια. Αυτή λοιπόν εμφανιζόταν στους οικείους της κι έκανε τόση φασαρία στο σπίτι, που όλοι έκλαιγαν ασταμάτητα. 
Τότε τρεις ψυχές από αυτό το σπίτι έφυγαν για το μοναστήρι με σκοπό να προσεύχονται για την αγαπημένη τους γιαγιά.

Με αυτές τις δύο διηγήσεις μου φανερώθηκε πως η εντολή της αγάπης του πλησίον αντανακλάται όχι μόνο στους ζωντανούς αλλά και στους κεκοιμημένους. Είναι κι αυτοί άνθρωποι και είναι κι αυτοί ζωντανοί. Μόνο που εμείς ξέρουμε λίγα γι’ αυτούς. Συνεπώς τώρα άρχισα να βοηθώ με ευχαρίστηση τον ιερέα στις κηδείες. Μια μέρα που ήμουν στο χωριό, προσφέθηκα να διαβάσω κοντά στο φέρετρο ενός κεκοιμημένου το Ψαλτήρι δίχως να καταλάβω πως οι ντόπιοι θα με κατατάξουν στην λίστα των «αναγνωστριών», χωρίς να με ρωτήσουν.

Από το βιβλίο της Νίνας Πάβλοβα ''Η ημέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ ''Εκδ.Πορφύρα"