ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΖΩΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΖΩΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

ΠΡΩΤ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΤΑΤΣΗΣ: ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ!

 Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης
Εργασία και πνευματική ζωή 

Ὁ χριστιανὸς ἐργάζεται ἀφ’ ἑνὸς γιὰ τὸ βιοπορισμό του, δηλαδὴ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀναγκαίων ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ ἀφ’ ἑτέρου γιὰ τὸν ἐξαγνισμό του μὲ τὴν ἀπόκτηση τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν. Συνήθως οἱ ἄνθρωποι ἐπιλέγουν τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὰ πνευματικά, πολλοὶ μάλιστα δὲν κατανοοῦν τί εἶναι αὐτὰ καὶ τί χρειάζονται στὴ ζωή. Ὑπάρχει ἐπίσης καὶ ἡ κατηγορία τῶν ἀνθρώπων, ποὺ χωρὶς κόπο καὶ ἐργασία, θέλουν νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ πολὺ σπάνια καὶ τὰ πνευματικά!

Ἡ ἐπιτυχία στὴ ζωὴ προϋποθέτει πρωτίστως δραστηριότητα καὶ πράξεις. Τὰ λόγια καὶ οἱ νουθεσίες ἔρχονται μετά. Τὰ ἔργα ἐνισχύουν καὶ ἡ φωνή τους παρηγορεῖ τοὺς ἐργαζόμενους κι ἐκείνους ποὺ τὰ παρακολουθοῦν. Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε μιὰ σχετικὴ διήγηση: «Κάποιος ἀδελφὸς πῆγε στὸν ἀββᾶ Θεόδωρο καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει καὶ νὰ ἐξετάζει θέματα, ποὺ ἀκόμα δὲν τὰ εἶχε ἐφαρμόσει στὴν πράξη. Καὶ ὁ γέροντας τοῦ λέει: «Ἀκόμα δὲν βρῆκες τὸ πλοῖο, οὔτε τὶς ἀποσκευές σου φόρτωσες καὶ πρὶν νὰ ταξιδέψεις, βρέθηκες κιόλας σ’ ἐκείνη τὴν πόλη; Πρῶτα κάνε τὸ ἔργο καὶ ὕστερα ἔρχεσαι σ’ αὐτὰ ποὺ τώρα λές”»1. Ἐπίσης ὁ ἀββᾶς Ἰάκωβος ἔλεγε: «Δὲν χρειάζονται μόνο λόγια. Πολλὰ λόγια ἔχουν οἱ ἄνθρωποι στὸν καιρό μας. Ἔργα χρειάζονται. Αὐτὰ λείπουν καὶ ὄχι λόγια ἄκαρπα»2.

Κάθε ἐργασία πρέπει νὰ εἶναι θεάρεστη, γιὰ νὰ ἀκολουθοῦν ὀρθὰ ἀποτελέσματα. Ἰδιαίτερα ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιτελεῖ ἔργο γιὰ τὸν πλησίον. Ὡστόσο, πολλοὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἐργαστοῦν γιὰ τοὺς ἄλλους, ἐνῶ ἔχουν καλὴ διάθεση. Γιὰ τὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι «εἶναι δυνατό, λόγῳ τῆς ἀνείπωτης φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, καὶ χωρὶς νὰ κάνουμε κανένα ἔργο, μὲ μόνη τὴ διάθεση, νὰ πάρουμε τὸ στεφάνι. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἔλεγε: “Ὅποιος προσφέρει καὶ ἕνα μόνο ποτήρι μὲ κρύο νερὸ σὲ ἕνα ἀπὸ τοὺς κατὰ κόσμον ἄσημους μαθητές μου, σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι δὲν θὰ χάσει τὸ μισθό του” (Ματθ. ι΄ 42). Μήπως ὑπάρχει τίποτα πιὸ εὐτελὲς ἀπὸ ἕνα ποτήρι κρύο νερό; Ἀλλὰ ἡ διάθεση προκάλεσε τὴν ἀμοιβή του»3. Ὅταν ὅμως ἔχει τὴ δυνατότητα πρέπει νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ προσφέρει. 

Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι καὶ ἕνα περιστατικὸ μὲ τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα, ὁ ὁποῖος κάποτε πῆρε ἕνα ζεμπίλι (μεγάλο ἀνοικτὸ σάκο μὲ δύο λαβές), πῆγε στὸ ἁλώνι καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν κύριο τοῦ χωραφιοῦ:

– Δός μου λίγο σιτάρι.
Ἐκεῖνος τὸν ρώτησε:
– Θέρισες καὶ σύ, ἀββᾶ;
Τοῦ ἀπάντησε:
– Ὄχι.
Τοῦ λέει τότε ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ χωραφιοῦ:
– Πῶς λοιπὸν θέλεις νὰ σοῦ δώσω σιτάρι, ἀφοῦ δὲν θέρισες;
Τοῦ λέει τότε ὁ γέροντας:
– Ἄν δὲν θερίσει κάποιος, δὲν παίρνει μισθό;
Ὁ γεωργὸς ἀπάντησε:
– Ὄχι.
Καὶ ἔφυγε ὁ γέροντας.

Οἱ ἀδελφοί, ὅταν εἶδαν τί ἔγινε, τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς ἐξηγήσει, γιατὶ τὸ ἔκανε αὐτό. Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:
– Αὐτὸ τὸ ἔκανα γιὰ παράδειγμα, γιὰ νὰ μάθετε ὅτι ἄν κάποιος δὲν ἐργαστεῖ, δὲν ἀμείβεται ἀπὸ τὸν Θεό.4 

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφέρει πῶς πρέπει νὰ ἐργάζεται ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μὴ καταπονεῖται ὁ ἴδιος καὶ γιὰ νὰ ὁλοκληρώνονται τὰ ἔργα του: «Ὁ καθένας πρέπει νὰ προσέχει τὴ δικὴ του ἐργασία καὶ νὰ φροντίζει γι’ αὐτὴ μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ νὰ τὴν ἀσκεῖ, σὰν νὰ τὴν ἐποπτεύει ὁ Θεός, μὲ ἄψογο τρόπο, μὲ ἀκούραστη προθυμία καὶ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια».5 «Δὲν εἶναι ὀρθὸ ἐπίσης νὰ πηγαίνει ἄλλοτε στὴ μία ἐργασία καὶ ἄλλοτε στὴν ἄλλη. Γιατὶ καὶ ἀπὸ τὴ φύση μας δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ τελειώσουμε πολλὰ ἔργα συγχρόνως. Εἶναι πιὸ χρήσιμο νὰ ἀσκοῦμε μιὰ τέχνη μὲ φιλοπονία, παρὰ νὰ καταπιανόμαστε μὲ πολλὲς καὶ νὰ τὶς ἀφήνουμε μισοτελειωμένες. Γιατὶ ἡ διάσπαση τῆς προσοχῆς μας σὲ πολλὰ καὶ ἡ συχνὴ ἀλλαγὴ ἐργασίας, ἐκτὸς τοῦ ὅτι συντελεῖ νὰ μὴ γίνει τέλειο κανένα ἔργο, φανερώνει ἐπὶ πλέον ὅτι ὑπάρχει ἤδη ἐλαφρότητα χαρακτήρα ἤ ἄν δὲν ὑπάρχει τὴ δημιουργεῖ»6. 

Σημειώσεις:
Εἶπε Γέρων…, τὸ Γεροντικὸν σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση ἀπὸ Βασιλείου Πέντζα, Ἀθήνα 1974, σελ. 94.
Ὅπ. παρ., σελ. 126.\
Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀναθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Β΄, Ἀθήνα 1994, σελ. 779.
Εἶπε Γέρων…, τὸ Γεροντικὸν σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση ἀπὸ Βασιλείου Πέντζα, Ἀθήνα 1974, σελ. 87-88.
Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀναθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Β΄, Ἀθήνα 2003, σελ. 174.
Αὐτόθι.  

(Πηγή: “Ορθόδοξος Τύπος”)

Π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΣ: ΓΙΑΤΙ ΝΗΣΤΕΥΟΥΜΕ;

 Γιατί νηστεύουμε;
π. Συμεών Κραγιόπουλος 
 

Νηστεύουμε, επειδή:

* Ο Χριστός κάνει υπακοή, ενώ ο Αδάμ ήταν ανυπάκουος· ο Χριστός κάνει νηστεία, ενώ ο Αδάμ ήταν λαίμαργος. (ΣΤρ σελ. 179)

* Νήστεψε ο Χριστός. Δεν ήταν αμαρτωλές οι τροφές, δεν ήταν μολυσμένες οι τροφές, δεν είχαν τίποτε κακό οι τροφές. Απλώς νήστεψε. (ΣΤρ 180)

* Νήστεψαν και οι προφήτες πιο μπροστά. Ο Μωυσής, μιμητής του Χριστού πριν έλθει ο Χριστός, επί σαράντα ημέρες νήστεψε πάνω στο όρος Σινά. (ΣΤρ 180)

* Όλοι οι άγιοι νήστεψαν και νηστεύουν μέχρι σήμερα. (ΣΤρ 180)

* Η φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπου είναι αυτή η αγία κατάσταση που ζει κανείς με λίγη τροφή, με λίγο πιοτό, με κάποιο ένδυμα κλπ., και η τροφή του είναι ο Θεός, το πιοτό του είναι ο Θεός, η χαρά του είναι ο Θεός, τα πάντα είναι ο Θεός. (ΣΤρ 201)

* Ο ίδιος ο Κύριος απαρνείται το θέλημά του και κάνει το θέλημα του ουρανίου Πατρός. Δεν είναι αμαρτωλό το θέλημά του, όμως το απαρνείται. (ΣΤρ 205)

* Απαρνείσαι το θέλημά σου, τα στερείσαι όλα αυτά, και έτσι ο Θεός πάνω στην πράξη βλέπει ότι μπορεί να σου έχει εμπιστοσύνη (…) και σου εμπιστεύεται τη θεία ζωή. (ΣΤρ 207)

* Η επιστροφή μας στον Παράδεισο δεν μπορεί να μην έχει και αυτό το στοιχείο: τη νηστεία. (ΣΤρ 211)

* Η πρώτη εντολή που είχε πολλά πράγματα μέσα, όλα αυτά τα πολλά έπαιρναν σάρκα και οστά ως νηστεία. (ΟφΘ 283)

* Δεν είναι επίδειξη. Επίδειξη είναι, όταν εσύ το κάνεις γι’ αυτό λόγο, για ν’ ακουστεί ότι νηστεύεις. (ΟφΘ 285)

* Αυτό είναι η πίστη, να παραδεχθούμε ότι υπάρχει ο Κύριος και εμπιστευόμαστε σ’ Αυτόν, αυτά που λέει τα δεχόμαστε (τα καταλαβαίνουμε δεν τα καταλαβαίνουμε) κι έτσι προκόπτουμε πνευματικά. (ΟφΘ 286)

* Το κάνει μέσα στην ψυχή ο Θεός. Και θα το κάνουμε με τη βοήθειά του και με τη φώτισή του και με τη βοήθεια των αγίων που θα πρεσβεύουν υπέρ ημών, οι οποίοι πέρασαν απ’ όλα τα στάδια και ξέρουν τι σημαίνει δυσκολία, ξέρουν όμως και τι σημαίνει σωτηρία. (ΟφΘ 288). 

Από τα βιβλία του π. Συμεών Κραγιοπούλου: Συνάξεις Τριωδίου Α’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, β’ έκδοση 2013, και: Όπως φώτισε ο Θεός, Πανόραμα Θεσσαλονίκης,  1998.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Π. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ: ΠΕΡΙ ΝΗΣΤΕΙΑΣ!

 Πατὴρ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος
 
Περὶ νηστείας 

Ἀναγκαῖος ὁ θεσμὸς τῆς νηστείας

Αὐτοὶ ποὺ ἐνσυνείδητα παραθεωροῦν τὸ θέμα τῆς νηστείας, χωρὶς νὰ ἔχουν λόγους ὑγείας, πολὺ φοβᾶμαι ὅτι δὲν ἐνδιαφέρονται πραγματικὰ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους.

Νομοθέτες!

Διηγεῖτο κάποτε ὁ γέροντας: Ἦρθε κάποιο πνευματικοπαίδι μου καὶ μοῦ ἔλεγε:
-Ξέρετε, πάτερ, ἐγὼ δὲν τὴν παραδέχομαι τὴν νηστεία. Τί πάει νὰ πεῖ νηστεία;
Τοῦ ἀπάντησα: -Ἡ νηστεία εἶναι θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας. Νομοθετήθηκε στὸν Παράδεισο. Νήστευσαν οἱ Προφῆτες, ὁ Μωυσῆς, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες… Ἐὰν ἐξακολουθεῖς νὰ μὴ νηστεύεις καὶ νὰ ἔχεις αὐτὲς τὶς ἀντιλήψεις, τότε ν’ ἀλλάξεις Γέροντα! Ἔτσι τοῦ εἶπα.
Ἐὰν ὅμως μοῦ ἔλεγε: «Ξέρετε, πάτερ, δέχομαι τὴ νηστεία ὅπως τὴν ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ νηστεύσω τόσο. Προσπαθῶ ὅμως κάτι νὰ καταφέρω», θὰ τοῦ ἔλεγα: «Σὲ δέχομαι, παιδάκι μου. Προσπάθησε ὅσο μπορεῖς νὰ ἀνταποκριθεῖς σ’ αὐτὰ ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία μας». Ἀλλὰ νὰ μοῦ λέει:... «Δὲν παραδέχομαι τὴ νηστεία»! Ποιὸς εἶσαι ἐσύ; Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές; Ἀκοῦς ἐκεῖ!

Παρόμοια ἀπάντησε σὲ κάποιον, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνέφερε στὴν ἐξομολόγηση ὅτι κατέτασσε τὶς νηστεῖες στὰ μικροπράγματα καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δὲν τὶς τηροῦσε, «φροντίζοντας νὰ εἶναι ἐντάξει στὰ βασικά τῆς πίστεώς μας»:
-Δὲν μοῦ λές, ἦλθες ἐδῶ ὡς μετανοῶν ἁμαρτωλὸς γιὰ νὰ λάβεις ἄφεση, ἢ ὡς νομοθέτης; Ἂν ἰσχύει τὸ πρῶτο, δὲν μπορεῖς νὰ κατατάσσεις τὴ νηστεία στὰ δευτερεύοντα στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἂν ἰσχύει τὸ δεύτερο, τότε δὲν εἶσαι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ διαβάσω συγχωρητικὴ εὐχή.  

Σοβαρὸ ἁμάρτημα

Τὸ Δεκαπενταύγουστο τοῦ ’67, θυμᾶται ἕνα ζευγάρι πνευματικῶν του τέκνων, φιλοξενηθήκαμε σὲ κάποιο συγγενικὸ σπίτι καὶ δὲν νηστεύσαμε, ἀκολουθώντας τὴ γραμμὴ τοῦ σπιτιοῦ αὐτοῦ. Τὸ θεωρήσαμε πολὺ φυσικὸ καὶ αὐτοσυγχωρεθήκαμε. Πήγαμε μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ γιὰ ἐξομολόγηση στὸν Γέροντα, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἀναφέραμε τίποτε γι’ αὐτό. Ἐξομολογηθήκαμε ἄλλα πράγματα. Μᾶς διάβασε τὴ συγχωρητικὴ εὐχὴ καὶ μετὰ πιάσαμε κουβέντα γιὰ διάφορα ἐνδιαφέροντα θέματα. Παρεμπιπτόντως στὴ ρύμη τοῦ λόγου ἀναφέραμε ὅτι δὲν εἴχαμε νηστεύσει. Θὰ προτιμούσαμε νὰ ἄνοιγε ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιεῖ ἀπὸ τὴ ντροπή μας, ὅταν μᾶς εἶπε αὐστηρά:
-Νομίζετε ὅτι ἔχετε ἐξομολογηθεῖ τώρα, ὅταν ἕνα τόσο σοβαρὸ ἁμάρτημα τὸ ἀποσιωπήσατε;  

Ἀναθεώρηση τῶν περὶ νηστείας διατάξεων

Στὶς μακροχρόνιες καὶ ἐπίμονες προσπάθειες διαφόρων ἐκκοσμικευμένων ἐκκλησιαστικῶν κύκλων γιὰ τὴν ἀναθεώρηση καὶ χαλάρωση τῶν περὶ νηστείας διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας ὁ Γέροντας ἦταν ἀπολύτως ἀντίθετος. Ἔλεγε: Εἶναι τόση ἡ ἀξία τῆς νηστείας, ὥστε κι ἂν ἀκόμη δὲν εἶχε θεσπισθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν θεσπίσει τώρα, καὶ ὄχι θεσμὸ καθιερωμένο ἀπὸ αἰῶνες, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀναδείξει τόσους Ἁγίους, νὰ ζητᾶμε νὰ τὸν καταργήσουμε ἢ νὰ τὸν ἀλλοιώσουμε!  

Νηστεία καὶ πάθη

Οἱ κύκλοι αὐτοὶ χρησιμοποιοῦν ἀκόμη καὶ πατερικὲς ἀπόψεις οἱ ὁποῖες, κατ’ αὐτούς, ὑποβαθμίζουν τὴ σημασία τῆς νηστείας γιὰ τὴν πνευματικὴ εὐδοκίμηση τῶν πιστῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς ὅ,τι ἔχει ἐπιβάλει ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι π.χ. ἀναφέρουν τὶς Πατερικὲς ἀπόψεις ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ἄχρηστη, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ φαρισαϊκὴ οἴηση, ἀπὸ καταλαλιά, συκοφαντία, μισανθρωπία ἢ ἐκδικητικότητα, ἢ ἀκόμη καὶ ἀπὸ λαιμαργία καὶ ἀμετρία στὸ φαγητό, ἔστω καὶ νηστίσιμο. Κατὰ τὸν Γέροντα οἱ θέσεις αὐτὲς τῶν Πατέρων δὲν μειώνουν καθόλου τὴν ἀξία τῆς νηστείας. Ἀντιθέτως τὴν ἀναδεικνύουν, ἀφοῦ τὴν ἀντιπαρατάσσουν πρὸς τόσο μεγάλες κακίες, ὅπως οἱ παραπάνω, οἱ ὁποῖες ἐπιστρατεύονται ἀπὸ τὸν διάβολο γιὰ νὰ τὴν ἀχρηστεύσουν. Πουθενὰ οἱ Πατέρες δὲν λένε ὅτι ὅσοι εἶναι ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ τὶς κακίες αὐτὲς καὶ ὅσοι κοσμοῦνται μὲ τὶς ἀντίθετες ἀρετές, εἶναι ἐλεύθεροι νὰ μὴ νηστεύουν. Ἀλλὰ καὶ δὲν λένε, ὅτι ὅποιος ἔχει αὐτὲς τὶς κακίες, εἶναι περιττὸ νὰ νηστεύει, μία καὶ τότε εἶναι ἄχρηστη ἡ νηστεία. Ἀντιθέτως ἡ μὴ τήρηση στὴν περίπτωση αὐτὴ τῆς νηστείας ὑποβοηθεῖ στὴν παγίωση τῶν παθῶν αὐτῶν.  

Νηστεία καὶ δίαιτες

Ὁ Γέροντας εἶχε νὰ ἀπαντήσει συχνὰ σὲ προκλήσεις σχετικὰ μὲ τὴ νηστεία. Κάποτε τὸν ρώτησαν: – Ποιὸς νηστεύει καλύτερα, πάτερ, σὲ περίοδο νηστείας, αὐτὸς ποὺ τρώει δύο πιάτα ἀνάλαδη φασουλάδα, χαλβὰ κ.λπ., ἢ αὐτὸς ποὺ τρώει ἕνα αὐγὸ σφικτό; Χωρὶς περιστροφὲς ὁ Γέροντας ἀπάντησε: -Ὁ πρῶτος! Ὁ δεύτερος κάνει ἁπλῶς δίαιτα. Καὶ τὸ αἰτιολογοῦσε: -Ἡ νηστεία ἔχει δύο στόχους: τὴν ἄσκηση ἐγκρατείας στὸ σῶμα διὰ τοῦ περιορισμοῦ τῶν πλούσιων σὲ θρεπτικὲς οὐσίες τροφῶν, καὶ τὴ συμμόρφωση στὶς ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελεῖ ἄσκηση γιὰ τὴν ψυχή. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος τρώει ἕνα αὐγὸ σὲ περίοδο νηστείας, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν λόγοι ὑγείας, ὁπωσδήποτε ἀθετεῖ τὴν ἐντολὴ τῆς Ἐκκλησίας. Σὰν αὐτοὺς ποὺ ἐπιδιώκοντας νὰ ἔχουν γιὰ λόγους καλῆς διατροφῆς ἕνα ποικίλο διαιτολόγιο τρῶνε Τρίτη καὶ Πέμπτη ὄσπρια καὶ λαχανικά, ἐνῶ Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ ἀρτύσιμα. Ἡ περιφρόνηση αὐτὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία εἶναι προκλητική, δεδομένου ὅτι ἡ συμμόρφωση πρὸς τὰ καθιερωθέντα ἀπὸ αὐτὴν εἶναι καὶ ἀνέξοδη καὶ εὔκολη. Νὰ τρῶνε δηλαδὴ Τρίτη καὶ Πέμπτη ἀρτύσιμα καὶ Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ τὰ νηστίσιμα. Ἔτσι καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἀπὸ ἀπόψεως διατροφῆς θὰ ἦταν τὸ ἴδιο καὶ δὲν θὰ γινόταν καταπάτηση τῆς νηστείας. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὑπάρχει παχυλὴ ἄγνοια καὶ ἀδιαφορία γιὰ ὅ,τι ἔχει θεσπίσει ἡ Ἐκκλησία, ἂν δὲν ὑπάρχει τὸ ἀκόμη χειρότερο, ἑωσφορικὴ οἴηση. Ἐννοεῖται ὅτι ὁ Γέροντας δὲν εὐνοοῦσε τὴν πολυφαγία σὲ νηστήσιμες τροφὲς ἢ τὰ πολυτελῆ καὶ ἐξεζητημένα ἐδέσματα κατὰ τῆς περιόδους τῆς νηστείας, ἔστω κι ἂν αὐτὰ κατατάσσονται στὶς νηστίσιμες τροφές. Πάντοτε συνιστοῦσε λιτότητα, ἀνεξαρτήτως ἂν ὑπῆρχε νηστεία ἢ ὄχι, καὶ σὲ μοναχοὺς καὶ σὲ λαικούς. Προέβαλλε μάλιστα συχνὰ πρὸς ἔλεγχον τὸν βασανιστικὸ αὐτοπεριορισμὸ περὶ τὸ φαγητό, στὸν ὁποῖο ὑποβάλλονται τακτικὰ κοσμικοὶ ἄνθρωποι γιὰ νὰ διατηροῦν τὴ σιλουέττα τους, καὶ βέβαια ὄχι ἀπὸ λόγους ὑγείας ἀλλὰ ἐπιδείξεως.  

Νηστεία καὶ ὀνομαστικὲς ἑορτὲς

Εἶχε τεθεῖ συχνὰ τὸ θέμα ἂν ἐπιτρέπεται νὰ προσφέρεται ἀρτύσιμο φαγητὸ σὲ περιπτώσεις ὀνομαστικῶν ἑορτῶν, ἐξαιρετικῶν γεγονότων, συναντήσεως φίλων κ.λπ. κατὰ τὴ διάρκεια τῶν νηστειῶν. Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι ἡ περιποίηση ἀνθρώπων εἶναι μεγάλη ἀρετή, ἡ ἐξάσκηση τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ ἀναστέλλεται κατὰ τὶς νηστίσιμες περιόδους. Στὸ τραπέζι ὅμως θὰ παρατίθενται ἀπαραιτήτως νηστίσιμα φαγητά. Μέσα σὲ κάποια ὅρια μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ περιποιημένα ἢ πιὸ νόστιμα ἂν θέλουμε νὰ τιμήσουμε κάποιους, ἀπαραιτήτως ὅμως νηστίσιμα.  

Νηστεία καὶ φιλοξενία

Ἐπικρατεῖ σὲ πολλοὺς ἡ ἄποψη ὅτι γιὰ λόγους φιλοξενίας ἐπιτρέπεται ἡ κατάλυση τῆς νηστείας. Ὡς παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας προβάλλεται ἡ τακτικὴ τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου ποὺ σταματοῦσαν τὴν νηστεία τους προκειμένου νὰ φιλοξενήσουν κάποιον ἢ νὰ φιλοξενηθοῦν ἀπὸ κάποιον ἀδελφό, ὅταν πήγαιναν ταξίδι.

Ὁ Γέροντας ξεκαθάριζε τὰ πράγματα: – Πουθενὰ στὸ Γεροντικό, ἔλεγε, δὲν ἐπαινεῖται κάποιος ἀσκητὴς καὶ δὲν προβάλλεται ὡς παράδειγμα ἐπειδὴ κατέλυσε τὴ νηστεία γιὰ λόγους φιλοξενίας. Αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται εἶναι ὅτι οἱ ἅγιοι ἐκεῖνοι ἐρημίτες καὶ ἀσκητὲς κατέλυαν τὴν προσωπική τους ἀσκητικὴ νηστεία, ποὺ ἦταν πολὺ αὐστηρότερη ἀπ’ ὅ,τι ὅριζε ἡ Ἐκκλησία. Ἔτρωγαν π.χ. λίγα ἄβραστα, μουσκεμένα ὄσπρια ἢ ὠμὰ χόρτα ἢ λίγο μουσκεμένο παξιμάδι κι αὐτὸ ὄχι κάθε μέρα, ἀλλὰ κάθε δυὸ-τρεῖς μέρες ἢ καὶ ἀκόμη ἀραιότερα. Ἂν τύχαινε, λοιπόν, νὰ φιλοξενήσουν κάποιον, τότε ἔβραζαν τὰ ὄσπρια ἢ τὰ χόρτα καὶ ἂν ἦταν μέρα μὲ κατάλυση οἰνελαίου ἔριχναν λίγο λάδι ἢ ἔπιναν καὶ λίγο κρασί. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ πρόσθεταν λίγο κόπο παραπάνω γιὰ νὰ περιποιηθοῦν αὐτὸ τὸ λιτὸ φαγητὸ καὶ νὰ τιμήσουν ἔτσι τὸν φιλοξενούμενό τους. Μὲ ταπείνωση δὲ ἐδέχοντο καὶ οἱ ἴδιοι παρόμοια φιλοξενία τὶς ἐλάχιστες φορὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ ἀσκητήριό τους. Μόλις οἱ λόγοι τῆς φιλοξενίας ἐξέλειπαν, αὐτοὶ ἐπανέρχονταν στὴν αὐστηρὴ νηστεία τους ἢ καὶ σὲ ἀκόμη αὐστηρότερη γιὰ νὰ ἀνακτήσουν τὸ χαμένο ἔδαφος, μήπως δηλ. τοὺς ξεγελάσει ὁ ἐαυτός τους καὶ βροῦν τὴ φιλοξενία ὡς πρόσχημα γιὰ νὰ χαλαρώσουν τὴ νηστεία τους. Ὅταν κάποιος ἐρημίτης, συνέχιζε ὁ γέροντας, ὁδοιπορώντας ἐπισκεπτόταν ἄλλους ἀσκητὲς στὴν ἔρημο, αὐτοὶ τὸν κέρναγαν λίγο κρασὶ (εἴτε ἐπειδὴ ὑπῆρχε κατάλυση οἴνου εἴτε διότι ἐφάρμοζαν οἰκονομία γιὰ τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας). Αὐτὸς τὸ ἔπινε εὐχαριστώντας εὐγενικά, ἀλλὰ ὅταν ἐπέστρεφε στὸ κελλί του, ἔμενε τόσες μέρες χωρὶς νερὸ ὅσα ποτήρια κρασὶ εἶχε δεχθεῖ κατὰ τὸ ταξίδι του. Ὁ ὑποτακτικός του, ποὺ τὸν λυπόταν, ὅταν ταξίδευαν μαζί, παρακαλοῦσε κρυφά τοὺς φιλοξενοῦντες νὰ μὴν τοῦ προσφέρουν κρασί.

Εἶχα ἐξομολογηθεῖ στὸν Γέροντα πρὸ ἐτῶν, θυμᾶται ἕνα πνευματικοπαίδι του, ὅτι εἴχαμε φιλοξενήσει στὸ σπίτι κάποιον ἐξάδελφο, λίγο κοσμικὸ στὸ φρόνημα σὲ ἡμέρα νηστείας καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἴχαμε νηστεύσει. Ὁ Γέροντας ὑπῆρξε αὐστηρός: -Τὴν μία ὁ ἐξάδελφος, τὴν ἄλλη ὁ κουμπάρος, τὴν τρίτη ὁ μπατζανάκης, μετὰ ὁ φίλος! Ἂν τὸ πάτε ἔτσι, δὲν πρόκειται νὰ νηστεύετε. Καλὰ κάνετε καὶ φιλοξενεῖτε. Αὐτὸ σᾶς τὸ συνιστῶ. Ἀκόμη καὶ σὲ μέρες νηστείας. Ἀλλὰ θὰ προσφέρετε νηστίσιμα φαγητά. Περιποιημένα καὶ νόστιμα ἂν θέλετε νὰ τιμήσετε κάποιον, ἀλλὰ νηστίσιμα. «Σήμερα», θὰ τοῦ λέτε ἁπλά, «εἶναι νηστεία, γι’ αὐτό σοῦ ἔχουμε νηστίσιμο φαγητό. Δὲν θέλουμε νὰ παραβοῦμε τὶς ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας».  

Νηστεία καὶ συνεστιάσεις

Πολλὰ ἀπὸ τὰ πνευματικοπαίδια τοῦ Γέροντα ἀντιμετώπιζαν προβλήματα μὲ τὴ νηστεία, ὅταν ἐλάμβαναν μέρος σὲ συνεστιάσεις φιλικὲς ἢ ἐπαγγελματικὲς (παλαιῶν συμμαθητῶν, γεύματα ἐργασίας, ἐπιστημονικὰ συνέδρια κ.λπ.). Εἶναι παρατηρημένο ὅτι στὶς σύγχρονες ἀποχριστιανισμένες δυτικὲς κοινωνίες τέτοιες συνεστιάσεις ὁρίζονται κατὰ κανόνα τὶς Τετάρτες καὶ ἰδίως τὶς Παρασκευές, διότι ἡ ἑπομένη εἶναι ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου καὶ κλείνει ἡ ἐργασιακὴ ἑβδομάδα (ὁ Γέροντας σ’ αὐτὸ διέβλεπε λανθάνουσα διαβολικὴ ἐπίδραση. «Χάθηκαν οἱ ἄλλες μέρες;», ἔλεγε). Προφανῶς κανεὶς δὲν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν τὶς μεγάλες περιόδους τῆς νηστείας, οὔτε καὶ προνοεῖ νὰ παρατίθενται νηστίσιμα φαγητά. Ἐνδεχομένως κάποιες σαλάτες εἶναι ἡ μόνη ἐναλλακτικὴ λύση γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ νηστέψουν. Ἡ γραμμὴ τοῦ Γέροντα ἦταν ἀπόλυτη: -Ἂν θέλετε νὰ λάβετε μέρος σ’ αὐτὲς τὶς συνεστιάσεις, ἔχετε εὐλογία, ἀλλὰ θὰ νηστεύετε τρώγοντας ὅ,τι νηστίσιμο βρεῖτε. Ἂν δὲν μπορεῖτε νὰ κρατήσετε τὴ νηστεία, τότε νὰ μὴ λαμβάνετε μέρος.

Νηστεία καὶ σκανδαλισμὸς

Λένε μερικοί:
-Δὲν νηστεύουμε ὅταν βρισκόμαστε σὲ μία συγκέντρωση γιὰ νὰ μὴ στενοχωρήσουμε καὶ σκανδαλίσουμε κάποιους μὲ τὴ στάση μας. Θὰ μᾶς σχολιάσουν. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε νὰ μὴ δείχνουμε ὅτι νηστεύουμε ὅπως οἱ ὑποκριτὲς Φαρισαῖοι; Ὁ Γέροντας ἀπαντοῦσε σ’ αὐτὸ ὡς ἑξῆς:

– Ὅταν νηστεύουμε, ὅπως κι ὅταν κάνουμε ὁποιαδήποτε καλὴ πράξη, πρέπει νὰ ἐνεργοῦμε μὲ ταπεινὸ φρόνημα, ὡς «ἀχρεῖοι δοῦλοι», ὑπακούοντας στὶς ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο ἀνεξάρτητα ἂν μᾶς βλέπουν ἢ δὲν μᾶς βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Ὅπως δὲν πρέπει νὰ ἐπιζητοῦμε τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι δὲν πρέπει καὶ νὰ φοβόμαστε τὸν ψόγο καὶ τὰ σχόλιά τους ὅταν κάνουμε τὸ καθῆκον μας πρὸς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἑξαρτώμεθα στὸ θέμα αὐτὸ ἀπὸ τὸ ἐὰν κάποιος στενοχωρηθεῖ ἢ «σκανδαλισθεῖ». Ἂν ἐμεῖς κάνουμε τὸ καθῆκον μας, ἡ εὐθύνη τοῦ σκανδαλισμοῦ βαρύνει τὸν σκανδαλιζόμενο, ὁ ὁποῖος σὲ τελευταία ἀνάλυση εἴτε δὲν ἀναγνωρίζει τὴν αὐθεντία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του πάνω στὴ ζωή μας εἴτε προσπαθεῖ νὰ δικαιολογήσει τὴ δική του ἀδυναμία. Σκεπτόμαστε αὐτοὺς ποὺ θὰ «σκανδαλισθοῦν», ὅταν μᾶς δοῦν νὰ νηστεύουμε καὶ δὲν ὑπολογίζουμε αὐτοὺς ποὺ θὰ μᾶς δοῦν νὰ μὴ νηστεύουμε, γνωρίζοντας ἐνδεχομένως τὶς ἀρχὲς καὶ τὰ πιστεύω μας. Σ’ αὐτὴ τὴν τελευταία περίπτωση ἡ εὐθύνη τοῦ σκανδαλισμοῦ βαρύνει ἐξ ὁλοκλήρου ἐμᾶς, διότι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ παραβάτες τῆς ἐντολῆς. Ἐξ ἄλλου ἂν αὐτὴ τὴ συλλογιστικὴ τὴν ἐπεκτείνουμε καὶ στὶς ἄλλες ἐντολὲς τῆς Ἐκκλησίας, καταργοῦμε ὅλο τὸν ἠθικὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Θέλω π.χ. νὰ πάω στὴν Ἐκκλησία. Πάντοτε σχεδὸν θὰ συναντήσω ἀνθρώπους στὸ δρόμο. Σκέπτομαι: «Ἂν μπῶ μέσα καὶ μὲ δοῦν, ἂν εἶναι ἄθεοι καὶ ἀντίχριστοι θὰ ἐνοχληθοῦν καὶ θὰ ἐξοργισθοῦν. Ἂν εἶναι εὐσεβεῖς πιστοί, θὰ ποῦν: Τί καλὸς Χριστιανός! Πάει στὴν Ἐκκλησία! Καὶ ὁ ἔπαινός τους θὰ μοῦ ἀφαιρέσει τὴν ὠφέλεια τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Ἂς μὴν πάω λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία. Θὰ ἐκκλησιασθῶ ὅταν δὲν θὰ μὲ δεῖ κανείς». Κι ἔτσι πάει περίπατο ὁ ἐκκλησιασμός! Ποῦ ἀκούσθηκαν αὐτά; Ποιὸ Εὐαγγέλιο λέει τέτοια πράγματα; 

Τοῦ μακαριστοῦ πατρός Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΥΖΥΓΙΑ!

 
Η Χριστιανική συζυγία, του Ιωάννου του Χρυσοστόμου 

Συμβουλές Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου 

Ένας σοφός άνθρωπος, που είπε πολλά με τη μορφή των μακαρισμών, είπε και τούτο: “Η γυναίκα και ο άντρας να φέρονται καλά μεταξύ τους” (Σοφ.Σειρ. 25, 1). Από την αρχή ο Θεός φρόντισε για να ζουν οι σύζυγοι με ομόνοια. Γι’ αυτό μιλάει για τους δύο σαν να πρόκειται για έναν και λέει: “Άνδρα και γυναίκα τους έκανε” (Γεν. 1, 27)· και “δεν υπάρχει άνδρας και γυναίκα” (Γαλ. 3, 28). Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει τόσο στενή σχέση ανάμεσα σε δύο άνδρες, όση ανάμεσα σ’ έναν άνδρα και μια γυναίκα. 

Γι’ αυτό ο Δαβίδ, πενθώντας και θρηνώντας για το θάνατο του στενού φίλου του Ιωνάθαν, που τον αγαπούσε υπερβολικά, δεν τον αποκάλεσε πατέρα η μητέρα, αδελφό η φίλο, αλλά τι είπε; “Σ’ αγάπησα περισσότερο απ’ όσο μπορεί ν’ αγαπηθεί μια γυναίκα” (Β  Βασ. 1, 26). 

Και πραγματικά. Αυτή η αγάπη είναι πιο δυνατή από κάθε άλλη. Οι άλλες έχουν σφοδρότητα, αυτή όμως είναι και σφοδρή και αμάραντη. Γιατί υπάρχει μια ερωτική ορμή που φωλιάζει στη φύση τους και, χωρίς να κατανοούμε το πως, συνδέει τα σώματά τους. Γι’ αυτό και εξαρχής από τον άνδρα προήλθε η γυναίκα, ενώ στη συνέχεια από τον άνδρα και τη γυναίκα προέρχονται άλλοι άνδρες και άλλες γυναίκες. Βλέπεις σύνδεσμο και σύμπλεγμα που δημιούργησε ο Θεός, μην επιτρέποντας μάλιστα σε άλλη ουσία να εισχωρήσει... απ’ έξω; 

Βλέπεις και πόσα άλλα έκανε συγκαταβατικά; Ανέχθηκε να γίνει γυναίκα του Αδάμ η αδελφή του· η μάλλον όχι η αδελφή του, αλλά η θυγατέρα του· ή μάλλον ούτε η θυγατέρα του, αλλά κάτι περισσότερο, η ίδια του η σάρκα. Και την ενότητά τους την καθόρισε ευθύς εξαρχής, σαν τις πέτρες, ενώνοντάς τους σε μιαν ολότητα. 

Γι’ αυτό ούτε τη γυναίκα δημιούργησε από ξένη στον Αδάμ ουσία, για να μη συνδέεται αυτός μαζί της σαν με μια ξένη, ούτε πάλι σταμάτησε το γάμο στην ένωση του Αδάμ με την Εύα, για να μη χωρίζεται αυτός, λόγω της ενώσεώς του με μια μόνο γυναίκα, από το υπόλοιπο ανθρώπινο γένος. Έγινε δηλαδή εδώ ο,τι γίνεται μ’ ένα ωραίο δέντρο: Έχει ένα κορμό, που υψώνεται πάνω από τη ρίζα και μετά απλώνεται σε πολλά κλαδιά. Αν δεν είχε κορμό και τα κλαδιά βγαίνουν κατευθείαν από τις ρίζες, δεν αξίζει τίποτα· και αν έχει πολλές ρίζες, δεν το θαυμάζει κανείς. 

Έτσι, λοιπόν, ο Θεός από έναν άνθρωπο, τον Αδάμ, έκανε να προέλθει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, όπως τα κλαδιά από τον κορμό του δέντρου, κάνοντάς το αναγκαστικά αδιάσπαστο και αχώριστο. Και για να μην περιοριστεί η αγάπη, αλλά ν’ απλωθεί σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα, δεν επέτρεψε να έρχονται σε γάμο οι άνθρωποι με αδελφές και θυγατέρες, επιβάλλοντας το χωρισμό από τα δικά μας πρόσωπα. Γι’ αυτό έλεγε: “Ο δημιουργός από την αρχή έκανε άνδρα και γυναίκα” (Ματθ. 19, 4). 

Απ’ αυτό προέρχονται μεγάλα καλά αλλά και μεγάλα κακά για τις οικογένειες και τις κοινωνίες. Γιατί ο έρωτας άνδρα και γυναίκας αποτελεί, περισσότερο απ’ ο,τιδήποτε άλλο, τον ισχυρότερο συνεκτικό δεσμό του βίου μας. Για χάρη του πολλοί και όπλα παίρνουν στα χέρια τους και την ψυχή τους ακόμα προδίδουν και θυσιάζουν. 

Όχι, λοιπόν, τυχαία και αναίτια αναφέρθηκε ο Παύλος σ’ αυτό το θέμα, λέγοντας: “Οι γυναίκες να υποτάσσεστε στους άνδρες σας όπως στον Κύριο” (Εφ. 5, 22). Γιατί άραγε; Γιατί, αν οι σύζυγοι συμβιώνουν με ομόνοια, τότε και τα παιδιά τους ανατρέφονται καλά και οι γείτονες απολαμβάνουν την ευωδία της χριστιανικής τους ζωής και οι φίλοι τους χαίρονται και οι συγγενείς τους καμαρώνουν. Αν, όμως, συμβαίνει το αντίθετο, όλα γίνονται άνω κάτω, όλα είναι σε σύγχυση και ταραχή. Συμβαίνει δηλαδή και εδώ ο,τι και σ’ ένα στράτευμα: Όταν οι στρατηγοί του έχουν ειρηνικές σχέσεις και συνεργάζονται αρμονικά, ο στρατός πάει καλά και έχει νίκες· όταν, όμως, αυτοί διαφωνούν και μαλώνουν, όλος ο στρατός γίνεται άνω κάτω. Γι’ αυτό, λοιπόν λέει: “Οι γυναίκες να υποτάσσεστε στους άνδρες σας όπως στον Κύριο”. 

Πως, όμως, η Γραφή σε άλλο σημείο λέει, “αν κάποιος έρχεται κοντά μου και δεν απαρνιέται γυναίκα και άνδρα, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου” (πρβλ. Λουκ. 14, 26); Αν πρέπει οι γυναίκες να υποτάσσονται στους άνδρες τους όπως στον Κύριο, πως αλλού ζητάει να τους απαρνηθούν για χάρη του Κυρίου; Αν διαβάσετε προσεκτικά και τα δύο χωρία, θα διαπιστώσετε ότι το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Ισχύουν παράλληλα και τα δύο. Τι θέλει δηλαδή να πει εδώ ο απόστολος; Η “να υποτάσσεστε στους άντρες σας, γνωρίζοντας ότι έτσι υπηρετείτε τον Κύριο” η “να υπακούτε στους άντρες σας, θεωρώντας, σαν μαθήτριες του Κυρίου, ότι κάνετε το δικό Του θέλημα”. Γιατί, αν εκείνος που δεν υποτάσσεται στην κρατική εξουσία και τις πολιτειακές αρχές, αντιστέκεται στην τάξη που έβαλε ο Θεός, πολύ περισσότερο η γυναίκα, που δεν υποτάσσεται στον άνδρα της παραβαίνει θεϊκή εντολή. 

Ας θεωρούμε, λοιπόν, ότι ο άνδρας είναι το κεφάλι και η γυναίκα το σώμα, όμως όπως αποδεικνύει και τούτος ο αποστολικός συλλογισμός: “Ο άνδρας είναι η κεφαλή (δηλ. ο αρχηγός) της γυναίκας, όπως και ο Χριστός της Εκκλησίας. Ο Χριστός είναι και ο σωτήρας του σώματός Του, της Εκκλησίας.Όπως όμως η Εκκλησία υποτάσσεται στο Χριστό, έτσι και οι γυναίκες πρέπει σε όλα να υποτάσσονται στους άνδρες τους” (Εφ.5, 23-24) 

Εσύ, ο άντρας, ακούς τον Παύλο, που συμβουλεύει τη γυναίκα να υποτάσσεται σ’ εσένα, και τον επαινείς και τον θαυμάζεις. Άκου τι ζητάει από σένα:
«Οι άνδρες ν’ αγαπάτε τις γυναίκες σας, όπως ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία και πρόσφερε τη ζωή Του γι’ αυτήν» (Εφ.5, 25). Είδες προηγουμένως υπερβολή υποταγής; Δες τώρα υπερβολή αγάπης. 

Θέλεις να υπακούει σ’ εσένα η γυναίκα σου, όπως η Εκκλησία υπακούει στο Χριστό; Φρόντιζε κι εσύ γι’ αυτήν, όπως ο Χριστός για την Εκκλησία. Κι αν χρειαστεί τη ζωή σου να θυσιάσεις γι’ αυτήν, κομμάτια να γίνεις χίλιες φορές , τα πάντα να υπομείνεις και να πάθεις, μην αρνηθείς να το κάνεις. Γιατί ούτε κι έτσι θα έχεις κάνει κάτι ισάξιο μ’ εκείνο που έκανε ο Χριστός για την Εκκλησία, αφού εσύ θα έχεις πάθει γι’ αυτήν με την οποία είσαι ενωμένος, ενώ ο Κύριος έπαθε γι’ αυτήν που Τον αποστρεφόταν και Τον περιφρονούσε. 

Καθώς, λοιπόν, ο Χριστός όχι με απειλές, όχι με βρισιές, όχι με φοβέρες, αλλά με πολλή αγάπη και στοργή, με φροντίδα και θυσία κατόρθωσε να εμπνεύσει την ευπείθεια σ’ εκείνην που τόσο Τον είχε λυπήσει, έτσι να κάνεις κι εσύ, έτσι να φέρεσαι στη γυναίκα σου. 

Αν δεν σε προσέχει, αν σε αντιμετωπίζει με υπερηφάνεια, αν σου δείχνει περιφρόνηση, θα μπορέσεις να τη συμμορφώσεις με την πολλή φροντίδα σου, με την αγάπη και την καλοσύνη σου, όχι με την οργή και το φοβέρισμα. Μόνο έναν υπηρέτη μπορείς να συνετίσεις έτσι, η μάλλον ούτε κι αυτόν, γιατί γρήγορα θα οργιστεί και θα φύγει από τη δούλεψή σου. Στη σύντροφο της ζωής σου, στη μάνα των παιδιών σου, στη βάση κάθε χαράς μέσα στην οικογένειά σου, δεν πρέπει με αγριάδα και απειλές να επιβάλλεσαι, αλλά με την αγάπη και τον καλό τρόπο. 

Τι συζυγική ζωή είναι αυτή, όταν η γυναίκα τρέμει τον άνδρα της; Και ποια οικογενειακή θαλπωρή θα απολαύσει ο άνδρας, όταν ζει μαζί με γυναίκα που τη μεταχειρίζεται σαν δούλα; 

Κι αν πάθεις κάτι για χάρη της, μην της το χτυπήσεις. Ούτε ο Χριστός έκανε κάτι τέτοιο. «Και τη ζωή Του», λέει, «πρόσφερε γι’ αυτήν, θέλοντας έτσι να την καθαρίσει και να την αγιάσει» (Εφ. 5, 25-26). Επομένως ήταν ακάθαρτη, είχε ελαττώματα, ήταν άσχημη και ποταπή. 

Όποια γυναίκα κι αν πάρεις, δεν θα είναι σαν την Εκκλησία, που πήρε ο Χριστός σαν νύφη Του, ούτε θα διαφέρει αυτή τόσο από σένα, όσο διέφερε εκείνη από το Χριστό. Και όμως, ο Κύριος δεν αισθάνθηκε αποστροφή γι’ αυτήν, ούτε τη σιχάθηκε για την υπερβολική της ασχήμια. Και θέλεις να καταλάβεις πόση ήταν η ασχήμια της; Άκου τι λέει ο Παύλος: «Κάποτε ήσασταν σκοτάδι» (Εφ. 5, 8). Βλέπεις πόσο μαύρη ήταν; Υπάρχει τίποτα πιο μαύρο απ’ το σκοτάδι;

Δες, όμως, και τη θρασύτητά της: «Ζούσαμε μέσα στην κακία και το φθόνο» (Τιτ. 3, 3). Δες και την ακαθαρσία της: «άμυαλοι, απείθαρχοι, πλανημένοι, υποδουλωμένοι σε κάθε λογής επιθυμίες και ηδονές» (Τιτ. 3, 3). 

Και όμως, μολονότι αυτή είχε τόσα ελαττώματα, ο Χριστός παρέδωσε τον εαυτό Του σε θάνατο για χάρη της, για μια κακιά σαν να ήταν καλή, για μιαν άσχημη σαν να ήταν ωραία, ποθητή και θαυμαστή. Απορώντας γι’ αυτό και θαυμάζοντας ο Παύλος έλεγε: «Ο Χριστός πέθανε για μας, τους ασεβείς ανθρώπους. Δύσκολα θα έδινε κανείς τη ζωή του ακόμα και για έναν δίκαιο άνθρωπο. Ο Θεός όμως, ξεπερνώντας αυτά τα όρια, έδειξε την αγάπη Του για μας, γιατί, ενώ ζούσαμε ακόμα στην αμαρτία, ο Χριστός έδωσε τη ζωή Του για χάρη μας (πρβλ. Ρωμ, 5, 6-8). 

Και ενώ τέτοια ήταν, όταν την πήρε, η νύφη Του, η Εκκλησία, την καθαρίζει, τη στολίζει, τη λούζει. «Ήθελε έτσι να την εξαγιάσει, καθαρίζοντάς την με το λουτρό του βαπτίσματος και με το λόγο, ώστε να την έχει ως νύφη την Εκκλησία με όλη της τη λαμπρότητα, την καθαρότητα και αγιότητα, χωρίς ψεγάδι, η ελάττωμα, η κάτι παρόμοιο» (Εφ. 5, 26-27). Με το υδάτινο λουτρό του βαπτίσματος την καθαρίζει. Αλλά «και με το λόγο», λέει. Με ποιό; Με το «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Και όχι μόνο τη στόλισε, αλλά και τη δόξασε, την έκανε λαμπρή, «χωρίς ψεγάδι η ελάττωμα η κάτι παρόμοιο». 

Κι εμείς, λοιπόν, αυτή την ωραιότητα ας επιζητάμε. Και αν την επιζητούμε, θα μπορέσουμε να την αποκτήσουμε. Γι’ αυτό μη ζητάς από τη γυναίκα αυτά που δεν είναι δικά της. Βλέπεις, ότι όλα από τον Κύριο τα πήρε η Εκκλησία. Απ' Αυτόν έγινε ένδοξη και λαμπρή. Μη νιώσεις αποστροφή για τη γυναίκα, επειδή έτυχε να μην είναι όμορφη. Άκουσε τι λέει η Γραφή: “Η μέλισσα είναι τόσο μικρή ανάμεσα στα φτερωτά, μα ο καρπός της είναι τόσο γλυκός!” (Σοφ. Σειρ. 11, 3). 

Θεού πλάσμα είναι η γυναίκα. Με την αποστροφή σου δεν προσβάλλεις εκείνην, αλλά το Δημιουργό της. Τι δικό της έχει; Ο Κύριος δεν της τα έδωσε όλα; Μα και την όμορφη γυναίκα μην την παινέψεις, μην την θαυμάσεις. Ο θαυμασμός της μιας και η περιφρόνηση της άλλης δείχνουν άνθρωπο ακόλαστο. Την ομορφιά της ψυχής να ζητάς και το Νυμφίο της Εκκλησίας να μιμείσαι. Η σωματική ομορφιά, πέρα από το ότι είναι γεμάτη αλαζονεία, προκαλεί ζήλεια, πολλές φορές μάλιστα και αβάσιμες υποψίες. Δεν χαρίζει, όμως ηδονή; Για λίγο, ναι· για ένα μήνα η δύο, η το πολύ για ένα χρόνο ύστερα, όχι πια. Γιατί, λόγω της συνήθειας, δεν σου κάνει πια αίσθηση η ομορφιά, η οποία όμως διατηρεί την αλαζονεία της. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην περίπτωση μιας γυναίκας που δεν έχει εξωτερική ομορφιά, έχει όμως εσωτερική. Εκεί είναι φυσικό η ηδονή και η αγάπη του συζύγου να παραμένουν απ’ την αρχή ως το τέλος αμείωτες, γιατί προέρχονται από ομορφιά ψυχής και όχι σώματος... 

Υπάρχει τίποτα ωραιότερο από τ’ αστέρια τ’ ουρανού; Σώμα τόσο λευκό δεν μπορείς να μου βρεις. Μάτια τόσο λαμπερά δεν μπορείς να μου δείξεις. Όταν δημιούργησε ο Θεός τ’ αστέρια, οι άγγελοι τα θαύμασαν γεμάτοι έκπληξη. Κι εμείς τώρα τα θαυμάζουμε, όχι όμως τόσο πολύ, όσο όταν τα πρωτοείδαμε. Αυτό κάνει η συνήθεια. Ελαττώνει την έκπληξη, τώρα πόσο περισσότερο ισχύει αυτό στην περίπτωση της γυναίκας. Αν μάλιστα τύχει να τη βρει και κάποια αρρώστια, αμέσως χάθηκαν όλα. Να γιατί από τη γυναίκα πρέπει να ζητάμε καλοσύνη, μετριοφροσύνη, ευθύτητα και ειλικρίνεια. Αυτά είναι τα γνωρίσματα της ψυχικής ομορφιάς. Σωματική ομορφιά να μη ζητάμε. Δεν βλέπετε τόσους και τόσους, που πήραν ωραίες γυναίκες, πως κατέστρεψαν τη ζωή τους αξιοθρήνητα; Και δεν βλέπετε άλλους, που, χωρίς να έχουν ωραίες γυναίκες, έζησαν πολύ ευτυχισμένα; 

Ούτε, όμως και για πλούσια γυναίκα να ψάχνουμε. Κανένας ας μην περιμένει να γίνει πλούσιος με το γάμο. Αισχρός και αξιοκαταφρόνητος είναι ένας τέτοιος πλουτισμός. Επιπλέον, όπως λέει ο απόστολος, “όσοι θέλουν να πλουτίσουν, πέφτουν σε πειρασμό, σε παγίδα του διαβόλου και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, που βυθίζουν τους ανθρώπους στην καταστροφή και στο χαμό” (Α  Τιμ. 6, 9). Από τη γυναίκα, λοιπόν, μη ζητάς λεφτά, αλλά αρετές. Είναι δυνατό ν’ αδιαφορείς για τα σπουδαιότερα και να φροντίζεις για τα ασήμαντα; 

Δυστυχώς, όμως σε όλα αυτό κάνουμε. Αν αποκτήσουμε παιδί, νοιαζόμαστε όχι για το πως θα γίνει καλός άνθρωπος, αλλά για το πως θα του εξασφαλίσουμε πλούτη· όχι για το πως θ’ αποκτήσει καλούς τρόπους, αλλά για το πως θα έχει πολλούς πόρους. Στο επάγγελμά μας, δεν κοιτάμε πως θα το ασκήσουμε τίμια, αλλά πως θα μας φέρει μεγάλα κέρδη. Όλα, λοιπόν, γίνονται για τα λεφτά. Μας έχει κυριέψει ο έρωτας του χρήματος, γι’ αυτό οδηγούμαστε στην καταστροφή. 

“Έτσι”, συνεχίζει ο απόστολος, “και οι άνδρες οφείλουν ν’ αγαπούν τις γυναίκες τους, όπως αγαπούν το ίδιο τους το σώμα. Όποιος αγαπάει τη γυναίκα του, αγαπάει τον εαυτό του. Κανείς ποτέ δεν μίσησε το ίδιο του το σώμα, άλλ’ αντίθετα το τρέφει και το φροντίζει· έτσι κάνει και ο Κύριος για την Εκκλησία, γιατί όλοι είμαστε μέλη του σώματός Του από τη σάρκα Του και τα οστά Του” (Εφ. 5, 28-30). Τι εννοεί μ’ αυτά τα λόγια; Μας προβάλλει πιο δυνατή εικόνα, πιο ζωηρό παράδειγμα. Συνάμα μας οδηγεί πιο κοντά και πιο ξεκάθαρα σ’ ένα ακόμα καθήκον. Για να μην πει κανείς ότι “Εκείνος Θεός ήταν και τον εαυτό Του παρέδωσε”, γι’ αυτό ο Παύλος λέει: “Έτσι και οι άνδρες οφείλουν...”. Δεν πρόκειται δηλαδή για χάρισμα, για δώρο, αλλά για οφειλή, για χρέος. Αφού είπε, “όπως αγαπούν το ίδιο τους το σώμα”, προσθέτει: Γιατί “κανείς ποτέ δεν μίσησε το ίδιο του το σώμα, αλλ’ αντίθετα το τρέφει και το φροντίζει”. Και πως είναι δικό του σώμα; Διαβάζουμε στη Γένεση, πως, όταν ο Αδάμ ξύπνησε και είδε τη γυναίκα, που έκανε ο Θεός από την πλευρά του, είπε: “Αυτό το πλάσμα είναι οστό από τα οστά μου και σάρκα από τη σάρκα μου” (Γεν. 2, 23). Όπως, λοιπόν, ο Κύριος φροντίζει στοργικά την Εκκλησία, δηλαδή όλους εμάς, γιατί είμαστε μέλη Του, σάρκα Του και οστά Του- και αυτό το γνωρίζετε καλά όσοι συμμετέχετε στα ιερά μυστήρια-, έτσι και ο άνδρας οφείλει να φροντίζει στοργικά τη γυναίκα του, γιατί δημιουργήθηκε απ' αυτόν, είναι κομμάτι του σώματός του. 

“Γι’ αυτό”, λέει η Γραφή, “θα εγκαταλείψει ο άνδρας τον πατέρα του και τη μητέρα του, για να ζήσει μαζί με τη γυναίκα του καί (με τη συζυγία) θα γίνουν οι δυό τους μια σάρκα”, ένα σώμα, ένας άνθρωπος (Γεν. 2, 24  Ἐφ. 5, 31). Να και τρίτος λόγος. Δείχνει δηλαδή ότι, αφού εγκαταλείψει ο άνδρας εκείνους που τον γέννησαν, δένεται μ’ εκείνην. Από δω κι εμπρός η σάρκα, ο πατέρας και η μητέρα, δημιουργεί το παιδί, που γεννιέται από την ένωση των σπερμάτων τους. Ώστε και οι τρεις είναι μια σάρκα, όπως κι εμείς με το Χριστό είμαστε μια σάρκα, ένα σώμα. 

Όση, λοιπόν, αγάπη έχεις στον εαυτό σου, τόση αγάπη θέλει ο Θεός να έχεις και στη γυναίκα σου. Δεν βλέπεις ότι και στο σώμα μας πολλές ατέλειες η ελλείψεις έχουμε; Ο ένας έχει πόδια στραβά, ο άλλος τα χέρια παράλυτα, ο τρίτος κάποιο άλλο μέλος άρρωστο κ.ο.κ. Και όμως, δεν το κακομεταχειρίζεται ούτε το κόβει· απεναντίας μάλιστα, το φροντίζει και το περιποιείται περισσότερο απ’ όσο τα υγιή μέλη του, και ο λόγος είναι ευνόητος. 

Όσο αγαπάς, λοιπόν, τον εαυτό σου, τόσο ν’ αγαπάς και τη γυναίκα σου. Όχι μόνο γιατί ο άνδρας και η γυναίκα έχουν την ίδια φύση, αλλά και για μιαν άλλη σπουδαιότερη αιτία:
Γιατί δεν είναι πια δύο ξεχωριστά σώματα, αλλά ένα· και ο άνδρας είναι το κεφάλι, ενώ η γυναίκα το σώμα. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος σε άλλη επιστολή του, “κεφαλή του κάθε άνδρα είναι ο Χριστός, κεφαλή της γυναίκας είναι ο άνδρας και κεφαλή του Χριστού είναι ο Θεός” (Α’ Κορ. 11, 3). Πως όμως λέει, ότι “κεφαλή του Χριστού είναι ο Θεός”; Αυτό λέω κι εγώ, ότι, όπως εμείς είμαστε ένα σώμα, έτσι είναι ένα ο Χριστός και ο Πατέρας.Επομένως και ο Πατέρας είναι κεφαλή μας. 

Δύο παραδείγματα μας φέρνει, ένα του σώματος και ένα του Χριστού. Γι’ αυτό και προσθέτει: “Σ’ αυτά τα λόγια”- δηλαδή στο ότι θα γίνουν οι δύο, ο άνδρας και η γυναίκα, μια σάρκα - “κρύβεται ένα μεγάλο μυστήριο, που εγώ σας λέω ότι αναφέρεται στη σχέση Χριστού και Εκκλησίας” (Εφ. 5, 32). Αναφέρεται στη σχέση Χριστού και Εκκλησίας, γιατί κι Εκείνος άφησε τον Πατέρα Του, φανερώθηκε ως άνθρωπος στη γη, ενώθηκε με τη νύφη - Εκκλησία, δηλαδή μ’ εμάς, κι έγινε ένα πνεύμα μαζί της - μαζί μας, αφού “όποιος συνδέεται με τον Κύριο, γίνεται ένα πνεύμα μαζί Του” (Α  Κόρ. 6, 17). Και είναι μυστήριο μεγάλο, γιατί ο άνθρωπος τον πατέρα του, που τον γέννησε και τον ανέθρεψε, τη μάνα του, που με φοβερούς πόνους τον έφερε στον κόσμο, τους γόνεις του, που τόσο τον ευεργέτησαν και για τόσα χρόνια τον προστάτεψαν, αυτούς τους εγκαταλείπει. Και τι κάνει; Συνδέεται με μια γυναίκα που λίγο πρωτύτερα του ήταν άγνωστη, που δεν είχε τίποτα κοινό μ’ αυτόν. Μυστήριο, πραγματικά! Και οι γονείς όχι μόνο δεν λυπούνται που γίνεται κάτι τέτοιο, αλλά και ευχαριστιούνται και χρήματα ξοδεύουν πρόθυμα για το γάμο. Μυστήριο, και μάλιστα μεγάλο! Μυστήριο ανεξιχνίαστο! Το προφήτεψε ο Μωυσής στη Γένεση (2, 23-25). Το διακηρύσει και τώρα μεγαλόφωνα ο Παύλος, λέγοντας ότι αναφέρεται στη σχέση Χριστού και Εκκλησίας. 

«Αλλά κι εσείς, ο καθένας ν’ αγαπάει τη γυναίκα του όπως αγαπάει τον εαυτό του, και η γυναίκα να σέβεται τον άνδρα της” (Εφ. 5, 33). Δεν εισηγείται μόνο αγάπη, αλλά και σεβασμό. Υπαρχηγός του σπιτιού και της οικογενείας είναι η γυναίκα. Δεν πρέπει, λοιπόν, να ζητάει ισοτιμία με τον αρχηγό, τον άνδρα, αφού είναι κάτω από την κεφαλή. 

Αλλά και ο άνδρας δεν πρέπει να περιφρονεί τη γυναίκα επειδή του υποτάσσεται, γιατί αυτή είναι σώμα· και αν η κεφαλή περιφρονεί το σώμα, θα καταστραφεί και εκείνη μαζί μ’ αυτό. Γι’ αυτό ο άνδρας πρέπει να προσφέρει στη γυναίκα την αγάπη του σαν αντίδωρο της υποταγής της. Και το κεφάλι είναι απαραίτητο και το σώμα. Το σώμα θέτει στην υπηρεσία του κεφαλιού τα χέρια, τα πόδια και όλα τα άλλα μέλη του, ενώ το κεφάλι φροντίζει και προσέχει το σώμα. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από τη συζυγία και συνεργασία αυτού του είδους: Σεβασμός από τη γυναίκα, αγάπη από τον άνδρα. Βέβαια, η γυναίκα που σέβεται τον άνδρα της, τον αγαπά κιόλας. Τον σέβεται σαν κεφαλή και τον αγαπά σαν μέλος, αφού και η κεφαλή μέλος του σώματος είναι. 

Έτσι, λοιπόν, ο Θεός όρισε να υποτάσσεται η γυναίκα στον άνδρα, για να υπάρχει ειρήνη και ομόνοια μεταξύ τους. Γιατί δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει ειρήνη, όπου υπάρχει πολυαρχία. Ένας πρέπει να είναι ο αρχηγός. Αυτό το παρατηρούμε παντού. Όπου πάντως, υπάρχουν άνθρωποι πνευματικοί, εκεί υπάρχει και ειρήνη. Για παράδειγμα, οι πρώτοι χριστιανοί των Ιεροσολύμων ήταν πέντε χιλιάδες άνθρωποι, μα είχαν μια καρδιά και μια ψυχή. Και κανείς δεν θεωρούσε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του ήταν δικό του, αλλά ο ένας υποτασσόταν στον άλλο. Αυτό δείχνει σύνεση και θεοσέβεια. 

Πρόσεξε, όμως, ότι ο απόστολος επιμένει πιο πολύ στην αγάπη παρά στο σεβασμό. Είναι φυσικό. Γιατί όταν υπάρχει αγάπη ανάμεσα στους συζύγους, για όλα τα προβλήματα βρίσκονται λύσεις. Ο άνδρας που αγαπάει τη γυναίκα του, κι αν ακόμη αυτή είναι ατίθαση, θα την υπομείνει. Συζυγική ομόνοια χωρίς συζυγική αγάπη δεν μπορεί να επιτευχθεί. 

Και ενώ, με την πρώτη ματιά, η θέση της γυναίκας φαίνεται μειονεκτική, γιατί προστάχθηκε να δείχνει σεβασμό στον άνδρα, στην πραγματικότητα η θέση της είναι πλεονεκτική, γιατί ο άνδρας προστάχθηκε να έχει το σπουδαιότερο, την αγάπη. 

Τι πρέπει να γίνει, όμως, αν η γυναίκα δεν σέβεται τον άνδρα; Και σε μια τέτοια περίπτωση, αυτός έχει καθήκον να την αγαπά. Αν οι άλλοι δεν κάνουν το καθήκον τους, εμείς πρέπει να το κάνουμε, Λέει, λ.χ., “να υποτάσσεστε ο ένας στον άλλο με φόβο Χριστού” (Εφ. 5, 21). Η εντολή αφορά και τους δύο. Τι σημασία έχει, λοιπόν, αν ο ένας δεν υποτάσσεται; Εσύ να υπακούσεις στο νόμο του Θεού. Η γυναίκα, και αν δεν την αγαπάει ο άνδρας της, οφείλει να τον σέβεται, για να μην παραβαίνει το καθήκον της. Ο άνδρας πάλι, και αν δεν τον σέβεται η γυναίκα του, οφείλει να την αγαπάει, για να μην παραβαίνει το δικό του καθήκον. Και όταν ο καθένας κάνει το καθήκον του, τότε ο γάμος τους είναι χριστιανικός, είναι πνευματικός, όχι σαρκικός. 

Έχε, πάντως, υπόψη σου εσύ, ο άνδρας, πως, όταν ο απόστολος προστάζει τη σύζυγό σου να σου δείχνει σεβασμό, εννοεί το σεβασμό που ταιριάζει σε ελεύθερη γυναίκα, όχι σε δούλα. Το είπαμε, σώμα δικό σου είναι η γυναίκα. Αν θέλεις να έχει σεβασμό δουλικό, τότε το σώμα σου ατιμάζεις και τον εαυτό σου προσβάλεις. Ποιο είναι, λοιπόν, το περιεχόμενο του σεβασμού αυτού; Να μη σου αντιμιλάει, να μην είναι επαναστατική, να μη θέλει να έχει την πρωτιά στο σπίτι. Είναι αρκετό να περιορίζεται σ’ αυτά ο σεβασμός της. Αν εσύ την αγαπάς, όπως έχεις εντολή από το Θεό, περισσότερα θα κατορθώσεις. Γιατί το γυναικείο φύλο είναι κάπως πιο ασθενικό και έχει ανάγκη από βοήθεια, συγκατάβαση, στοργή, φροντίδα. Όλα να της τα προσφέρεις, όλα να τα κάνεις για χάρη της, ακόμα και σε ταλαιπωρίες να υποβάλλεσαι. 

Υπαρχηγός του σπιτιού είναι η γυναίκα. Έχει και αυτή εξουσία ανάλογη μ’ εκείνη του άνδρα. Ο άνδρας, όμως έχει κάτι περισσότερο, που είναι σωτήριο για την οικογένεια. Πήρε δηλαδή το αξίωμα να είναι κεφαλή του σώματος. Όπως ο Χριστός της Εκκλησίας, όχι μόνο για ν’ αγαπά και να φροντίζει τη γυναίκα, αλλά και για να την καθοδηγεί στο καλό, “ώστε να την έχει”, λέει, “με όλη της την καθαρότητα και αγιότητα” (Εφ. 5, 27). Και αν αυτός συντελέσει στο ν’ αποκτήσει η γυναίκα καθαρότητα και αγιότητα, όλα τ’ άλλα θα έρθουν μόνα τους. Αν ζητάει τα θεία, τα ανθρώπινα θ’ ακολουθήσουν πολύ εύκολα, και στο σπίτι θα επικρατήσουν η τάξη, η ειρήνη, η ευσέβεια. 

Ο απόστολος, λοιπόν, είπε πως είναι δυνατό να τακτοποιηθούν καλά τα συζυγικά ζητήματα, προτρέποντας τον άνδρα ν’ αγαπάει τη γυναίκα και τη γυναίκα να σέβεται τον άνδρα. Δεν εξήγησε, όμως με ποιόν τρόπο θα πραγματοποιηθεί αυτό. Θα σας εξηγήσω εγώ: Περιφρονώντας τα χρήματα, αποβλέποντας στην αρετή της ψυχής και έχοντας φόβο Θεού. 

«Ο,τι θα κάνει κανείς, καλό η κακό, θ’ ανταμειφθεί ανάλογα από τον Κύριο» (πρβλ. Εφ. 6, 8). Όχι, λοιπόν, για χάρη της αλλά για χάρη του Χριστού και υπακούοντας σ’ Αυτόν ν’ αγαπάς τη γυναίκα σου. Αν σκέφτεσαι έτσι, πειρασμός η διχόνοια δεν θα ξεφυτρώσει ανάμεσά σας. Κανέναν να μην πιστεύει η γυναίκα, όταν της κατηγορεί τον άνδρα της. Μα και η ίδια δεν πρέπει καχύποπτα να παρακολουθεί που μπαίνει και από που βγαίνει ο σύντροφός της. Ο άνδρας, επίσης, δεν πρέπει να δέχεται συκοφαντίες για τη γυναίκα του, ούτε όμως και με τη δική του συμπεριφορά να της γεννάει υποψίες. Γιατί, άνθρωπέ μου, γυρίζεις από δω κι από κει όλη μέρα και μαζεύεσαι στο σπίτι σου μόνο το βράδυ, χωρίς μάλιστα να δίνεις ικανοποιητικές εξηγήσεις στη γυναίκα σου; Αν σου κάνει παράπονα, να μη σου κακοφαίνεται. Τα παράπονά της δείχνουν αγάπη, όχι θράσος και ψυχρότητα. Και η αγάπη της για σένα την κάνει να φοβάται. Φοβάται μήπως κάποια άλλη σε αρπάξει απ’ αυτήν, μήπως της πάρει ο,τι πιο πολύτιμο έχει, μήπως της κόψει τον συζυγικό δεσμό. Οφείλεις, λοιπόν, να κάνεις ο,τι μπορείς για να μην πικραίνεις τη γυναίκα σου. 

Αλλά και η γυναίκα δεν πρέπει να περιφρονεί τον άνδρα της για οποιονδήποτε λόγο, προπαντός αν είναι φτωχός. Να μη βαρυγκωμάει και να μην βρίζει λέγοντας λ.χ.: “Άνανδρε και δειλέ, τεμπέλη και ακαμάτη, ανέμελε και υπναρά! Ο τάδε, αν και καταγόταν από φτωχή οικογένεια, με πολλούς κόπους και κινδύνους έκανε μεγάλη περιουσία. Και να, η γυναίκα του φοράει πανάκριβα ρούχα, κυκλοφορεί με αμάξι, έχει τόσους υπηρέτες, ενώ εγώ πήρα εσένα, που είσαι ζαρωμένος από τη φτώχεια και ζεις άσκοπα!”. Δεν πρέπει η γυναίκα να λέει στον άνδρα της τέτοια λόγια. Το σώμα δεν εναντιώνεται στο κεφάλι, αλλά το υπακούει. Πως, όμως, θα υποφέρει τη φτώχεια; Από που θα βρει παρηγοριά; Ας σκεφτεί τις φτωχότερες γυναίκες. Ας συλλογιστεί πόσες κοπέλες από καλές οικογένειες όχι μόνο τίποτα δεν πήραν από τους άνδρες τους, αλλά και ξόδεψαν τη δική τους περιουσία γι’ αυτούς. Ας αναλογιστεί τους κινδύνους από έναν τέτοιο πλούτο, και θα προτιμήσει τότε τη φτωχική αλλά ήσυχη ζωή. Γενικά, αν αγαπάει τον άνδρα της, δεν θα ξεστομίσει ποτέ παράπονο η προσβλητικό λόγο γι’ αυτόν. Θα προτιμήσει να τον έχει κοντά της χωρίς πλούτη, παρά να είναι πλούσιος, και αυτή να ζει μέσα στην ανασφάλεια και τις ανησυχίες, που συνεπάγονται οι επιχειρηματικές δραστηριότητες. 

Ούτε και ο άνδρας, όμως ακούγοντας τα παράπονα η τις επικρίσεις της γυναίκας του, πρέπει να τη βρίζει η να τη χτυπάει, επειδή έχει εξουσία πάνω της. Καλύτερα να τη συμβουλεύει και να τη νουθετεί ήρεμα, χωρίς ποτέ να σηκώνει χέρι εναντίον της. Ας τη διδάσκει την ουράνια φιλοσοφία, τη χριστιανική, που είναι ο αληθινός πλούτος. Ας τη διδάσκει όχι μόνο με τα λόγια αλλά και με τα έργα, πως η φτώχεια δεν είναι καθόλου κακό. Ας τη διδάσκει να περιφρονεί τη δόξα και ν’ αγαπά την ταπείνωση· και τότε εκείνη ούτε παράπονο θα έχει, ούτε χρήματα θα επιθυμεί. Ας τη διδάσκει να μην αγαπάει τα χρυσά κοσμήματα και τα πολυτελή ρούχα και τα πολλά αρώματα, ούτε να θέλει για το σπίτι ακριβά έπιπλα και περιττά στολίδια. Όλα τούτα φανερώνουν ματαιόδοξο φρόνημα και κουφότητα. Και της ίδιας και του σπιτιού στολισμός ας είναι η κοσμιότητα και η σεμνότητα. Και η ίδια και το σπίτι ας μοσχοβολάνε το άρωμα της σωφροσύνης και της αρετής. 

Λοιπόν, τελείωσε η γιορτή του γάμου; Έφυγαν οι καλεσμένοι; Έμεινες μόνος με τη νύφη, τη σύζυγό σου; Μην πετάξεις αμέσως από πάνω σου τη σοβαρότητα, όπως κάνουν οι ακόλαστοι άνδρες. Διατήρησέ την για πολύ καιρό, και μεγάλο κέρδος θα έχεις. Τώρα, στο πρώτο διάστημα του γάμου, πριν ‘παραγνωριστείτε’ και αποκτήσετε ελευθεριότητα στις σχέσεις σας, όταν ακόμα η γυναίκα είναι συγκρατημένη από κάποια ντροπαλότητα και συστολή, είναι η καλύτερη ευκαιρία για να τη φέρεις στα νερά σου και να της επιβάλεις, καλότροπα και συνετά, τις αρχές σου. Γιατί όταν η γυναίκα ξεθαρρέψει, τα κάνει όλα άνω κάτω. Καλό θα είναι, λοιπόν, να διατηρήσεις την αιδημοσύνη της όσο μπορείς περισσότερο. Και πως θα το κατορθώσεις αυτό; Όταν κι εσύ δείχνεις ότι δεν έχεις λιγότερη συστολή απ’ αυτήν· όταν είσαι λιγόλογος, σοβαρός, λογικός. Έτσι θα σε ακούσει και θα δεχθεί θέλοντας και μη, όσα θα της πεις. Μα πιο πρόθυμα θα τα δεχθεί, αν της φανερώσεις πλούσια την αγάπη σου· γιατί τίποτ’ άλλο δεν συντελεί τόσο στο να πειστεί ένας άνθρωπος στα λόγιά μας, όσο το να καταλάβει ότι του τα λέμε με αγάπη και από αγάπη. 

Και πως θα της δείξεις την αγάπη σου; Αν της πεις λ.χ.: «Δεν θέλησα να πάρω άλλη γυναίκα, και μάλιστα πλουσιοκόρη η αρχοντοπούλα. Προτίμησα εσένα για τον καλό σου χαρακτήρα, τη σεμνότητα, την πραότητα, τη σωφροσύνη. Γιατί έχω μάθει να περιφρονώ τον πλούτο σαν κάτι τιποτένιο, κάτι που αποκτούν οι ληστές, οι ανήθικοι και οι απατεώνες. Εμένα με σαγήνεψε η αρετή της ψυχής σου, που την προτιμώ από κάθε πλούτο. Ένα συνετό κορίτσι, που ζει με ευσέβεια, αξίζει όσο όλη η οικουμένη. Γι’ αυτό σ’ αγάπησα, σ’ αγαπώ και πάνω απ’ τη ζωή μου σε βάζω. Τίποτα δεν είναι η παρούσα ζωή. Προσεύχομαι, λοιπόν, και παρακαλώ τον Θεό και κάνω ο,τι μπορώ για ν’ αξιωθούμε τη ζωή μας έτσι να την περάσουμε, ώστε και στη Βασιλεία των Ουρανών να είμαστε μαζί. Γιατί η παρούσα ζωή και σύντομη και προσωρινή είναι· αν όμως αξιωθούμε να την περάσουμε ευαρεστώντας το Θεό, και μαζί και με το Χριστό θα είμαστε αιώνια, μέσα σε απερίγραπτη ευφροσύνη. Εγώ πάνω απ’ όλα βάζω την αγάπή μου για σένα, και τίποτα δεν θα μου είναι τόσο δυσάρεστο και βαρύ όσο το να τα χάσω και πάμφτωχος να γίνω και σε μεγάλο κίνδυνο να βρεθώ και ο,τιδήποτε να πάθω, όλα υποφερτά και ανεκτά θα μου είναι, φτάνει οι σχέσεις μου μαζί σου να είναι καλές. Είναι, όμως ανάγκη να κάνεις κι εσύ τα ίδια. Ο Θεός θέλει να είμαστε δεμένοι αμοιβαία και αδιάσπαστα με το δεσμό της αγάπης. Άκου τι λέει η Γραφή: “Θα εγκαταλείψει ο άνδρας τον πατέρα του και τη μητέρα του, για να ζήσει μαζί με τη γυναίκα του”. Ας μην έχουμε, λοιπόν, καμιά μικρόψυχη πρόφαση. Δεν πάν’ να χαθούν τα χρήματα, οι υπηρέτες και οι τιμές! Εγώ πάνω απ’ όλα βάζω την αγάπη μου για σένα».

Από πόσα πλούτη, από πόσους θησαυρούς δεν θα είναι ποθεινότερα τα λόγια τούτα στη γυναίκα! Να της λες ότι την αγαπάς, χωρίς να φοβάσαι μήπως κάποτε το πάρει πάνω της και το εκμεταλλευθεί. Οι άσεμνες γυναίκες, που πηγαίνουν με τον ένα και με τον άλλο είναι φυσικό να το παίρνουν επάνω τους με τέτοια λόγια. Μία καλή κοπέλα, όμως όχι μόνο δεν θα ξιπαστεί, αλλά και θα ταπεινωθεί. 

Δείξε μάλιστα ότι σου αρέσει πολύ να μένεις μαζί της, ότι προτιμάς να μένεις στο σπίτι για χάρη της, παρά να βρίσκεσαι με τους φίλους σου. Να την τιμάς περισσότερο από τους φίλους σου, περισσότερο ακόμα κι από τα παιδιά σας. Και αυτά για χάρη της να τ’ αγαπάς.  Αν κάνει κάτι καλό, να την παινεύεις και να την θαυμάζεις.  Αν πέσει σε κάποιο σφάλμα, να τη συμβουλεύεις και να τη διορθώνεις με καλό τρόπο.

Προσευχές κοινές να κάνετε. Στο ναό να εκκλησιάζεστε και οι δύο.  Αν τύχει να σας βρει φτώχεια, θύμισε στη γυναίκα σου πως οι κορυφαίοι άγιοι απόστολοι Πέτρος και Παύλος, που είναι ανώτεροι απ’ όλους τους βασιλιάδες και τους πλουσίους, πέρασαν τη ζωή τους με πείνα και δίψα. Δίδαξε την, ότι καμιά συμφορά του βίου δεν είναι φοβερή, παρά μόνο η εναντίωση στο Θεό και το θέλημά Του. 

Αν έτσι πορεύεσαι στο γάμο σου και τέτοια διδάσκεις τη γυναίκα σου, δεν θα είσαι κατώτερος από έναν μοναχό. Και αν θέλεις να προσφέρεις γεύματα και να κάνεις συμπόσια, μην καλέσεις άνθρωπο άσεμνο και ανήθικο. Βρες έναν άγιο φτωχό, που, μπαίνοντας στο σπίτι σου, θα φέρει μέσα όλη την ευλογία του Θεού, και αυτόν κάλεσε. 

Να πω και κάτι άλλο; Κανείς ας μην κάνει το λάθος να πάρει γυναίκα πλουσιότερη απ’ αυτόν. Φτωχότερη να πάρει. Γιατί η πλουσιότερη, μπαίνοντας στο σπίτι, θα δημιουργήσει δυσάρεστες συνθήκες. Με τον αέρα του πλούτου της, θα μιλάει άσχημα, θα απαιτεί πολλά, θα σπαταλάει άσκοπα. Κι αν τολμήσει ο άνδρας της να της πει καμιά κουβέντα, θα του απαντήσει με αναίδεια: “Δεν ξοδεύω από τα δικά σου, αλλ’ από τα δικά μου!”.

Τι λες, κυρά μου; Τα δικά σου; Ποια δικά σου; Υπάρχει πιο αισχρός λόγος απ’ αυτόν; Τώρα, που παντρεύτηκες, δεν έχεις σώμα δικό σου, και έχεις χρήματα δικά σου; Μια σάρκα, ένας άνθρωπος έχετε γίνει με το γάμο εσύ και ο άνδρας σου, και λες ακόμα “τα δικά μου”; Τον καταραμένο και απαίσιο αυτό λόγο τον έβαλε ο διάβολος στον κόσμο. Όλα όσα είναι αναγκαία στη ζωή, μας τα έκανε κοινά ο Θεός. Κανείς δεν μπορεί να πει “το δικό μου φως”, ο δικός μου ήλιος”, “το δικό μου νερό”. Όλα είναι κοινά, και τα χρήματα να μην είναι κοινά; Αχ, αυτή η φιλαργυρία! Να χαθούν χίλιες φορές τα χρήματα· η μάλλον όχι τα χρήματα, αλλά η νοοτροπία εκείνων που δεν ξέρουν να τα μεταχειριστούν σωστά τα χρήματα και τα προτιμούν απ’ όλα τ’ άλλα πράγματα. 

Και αυτά να διδάσκεις τη γυναίκα σου, με πολλή όμως χάρη. Αυτή καθεαυτή η συμβουλή για την αρετή είναι βαριά και δύσπεπτη, γι’ αυτό πρέπει να δίνεται με τρόπο ευχάριστο. Τούτο πάνω απ’ όλα να ξεριζώσεις από την ψυχή της, το “δικό μου” και το “δικό σου”. Κι αν ποτέ σου πει, “τα δικά μου”, απάντησέ της: Ποια είναι τα δικά σου; Γιατί δεν τα ξέρω. Εγώ τίποτα δεν έχω δικό μου. Πως, λοιπόν, λες “τα δικά μου”, αφού όλα είναι δικά σου;”. Χάρισέ της τα όλα. Αυτό δεν κάνουμε και με τα παιδιά; Όταν αρπάξουν κάτι που κρατάμε και μετά θελήσουν να πάρουν και άλλο, τους λέμε με συγκατάβαση: “Ναι, και τούτο δικό σου είναι και εκείνο δικό σου είναι”. Έτσι να κάνεις και στην περίπτωση της γυναίκας, γιατί έχει μυαλό παιδιάστικο. Σου είπε, “τα δικά μου”; Πες της, “όλα δικά σου είναι, και εγώ δικός σου”. Δεν είναι λόγια κολακευτικά, αλλά λόγια συνετά. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσεις να χαλαρώσεις το θυμό της και να σβήσεις την αθυμία της. Λέγε της, λοιπόν: “Κι εγώ δικός σου!”. 

Αυτό, άλλωστε, το άφησε και σαν εντολή ο απόστολος Παύλος: “Ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του ο ίδιος, αλλά η γυναίκα του” (Α Κορ. 7, 4). Αν δεν εξουσιάζω το σώμα μου εγώ, αλλά εσύ, πολύ περισσότερο δεν είμαι κύριος των χρημάτων. Αυτά λέγοντας, την ηρέμησες, δούλα σου την έκανες, σφιχτά την έδεσες, μα και το διάβολο ντρόπιασες. 

Και ποτέ να μην της μιλάς στεγνά και με ψυχρότητα, αλλά με τρόπο γλυκό, με τιμή και με πολλή αγάπη. Αν την τιμάς εσύ, δεν θα έχει ανάγκη από την τιμή των άλλων. Να τη βάζεις πάνω απ’ όλους, να την καλοπιάνεις, να την παινεύεις. Έτσι δεν θα προσέχει παρά μόνο εσένα. Βάλε στην ψυχή της το φόβο του Θεού, και όλα τ’ άλλα θα τρέξουν άφθονα σαν από πηγή. Το σπίτι θα γεμίσει με αναρίθμητα αγαθά. Όταν ζητάτε τα άφθαρτα, θα σας έρθουν και τα φθαρτά. “Ζητάτε πρώτα απ’ όλα τη Βασιλεία του Θεού, και όλα αυτά θ’ ακολουθήσουν” (Ματθ. 6, 33). 

Αν έτσι ζείτε, και παιδιά καλά θ’ αποκτήσετε και ευάρεστοι στο Θεό θα γίνετε και τα αιώνια αγαθά θα κληρονομήσετε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας.

Τέλος και τω Θεώ δόξα! 

Από το βιβλίο «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ»
Ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

 Γάμος και οικογένεια κατά τον Ιερό Χρυσόστομο 

Γινόμαστε καθημερινώς μάρτυρες της ιδεολογικής σύγχυσης, της αλλοτρίωσης και αφασίας αξιών και θεσμών, που κατοχυρώνονται μάλιστα και νομοθετικά. Μεταξύ των θεσμών, που δέχονται πρωτοφανείς αλλαγές τα τελευταία χρόνια είναι και ο θεσμός του γάμου και της οικογένειας. Πολιτικός γάμος, «κοινωνικές ενώσεις», γάμοι ομοφυλοφίλων, «αυτόματο» διαζύγιο, αποποινικοποίηση της μοιχείας, ηθελημένες μονογονεϊκές οικογένειες, ομοφυλόφιλες οικογένειες, ελεύθερες συμβιώσεις, είναι πλέον καταστάσεις και πρακτικές, που συχνά συναντούμε και στην πατρίδα μας. Διαπιστώνουμε δε ότι όλες αυτές οι αναθεωρήσεις και οι πραγματοποιούμενοι μετασχηματισμοί αποδυναμώνουν και οδηγούν στη διάλυση τον πανάρχαιο θεσμό του γάμου και της οικογένειας, υπονομεύοντας την ιερότητα, σταθερότητα και συνέχειά τους. Οι συνέπειες, κρίνονται εύλογα, ως δυσάρεστες και επικίνδυνες για την κοινωνική, οικογενειακή και προσωπική ζωή των ανθρώπων. Το δημιουργούμενο κλίμα είναι σαφώς ανατρεπτικό του πνεύματος της παράδοσής μας, το οποίο επιβιώνει εκεί όπου ζη η πατερικότητα, ως πεμπτουσία της ελληνορθόδοξης ταυτότητας.

Ο ιερός Χρυσόστομος, βαθύς γνώστης της ευεργετικής επίδρασης, που ασκεί και στα πρόσωπα και στην κοινωνία η βίωση της γνήσιας συζυγίας και της οικογενειακής συνοχής, τονίζει την αναγκαιότητα διατήρησης των θεσμών του γάμου και της οικογένειας, όπως η ευαγγελική αλήθεια μας τους απεκάλυψε και οι αγιασμένες ψυχές σ’ όλους τους αιώνες τους βίωσαν. Πεμπτουσία δε της συζυγικής και γονεϊκής αποστολής είναι η υπευθυνότητα και θυσιαστική αγάπη.

Ο λόγος του ιερού Πατέρα, έχοντας ισχύ διαχρονική, ως καρπός της θείας χάριτος και του γνήσιου ενδιαφέροντός του για την ποιότητα και καθολικότητα της ζωής όλων των ανθρώπων, έχει και σήμερα τη δύναμη να ποδηγετήσει όλους εκείνους, που επιθυμούν να ζήσουν τη γνήσια ανθρώπινη-ανθρωπόθεη ζωή.

Για τον χρυσορρήμονα Ιωάννη «μυστήριον ἀγάπης ἐστὶν ὁ γάμος. Γυνὴ γὰρ καὶ ἀνὴρ οὐκ εἰσιν ἄνθρωποι δύο, ἀλλὰ ἄνθρωπος εἷς…» (Πρὸς Κολοσσαεῖς, Ὁμιλία ΙΒ, ΕΠΕ 22, 342). Προτρέπει μάλιστα να μην περιφρονούμε αυτό το «μυστήριο», διότι «τύπος τῆς τοῦ Χριστοῦ παρουσίας ἐστὶν ὁ γάμος» (ὅπ.π., ΕΠΕ 22, 346).

Ουσία του γάμου και σύνδεσμος ακατάλυτος στις σχέσεις των συζύγων είναι η θυσιαστική αγάπη. «Τίποτε δεν ενώνει τόσο τη ζωή μας, θα διακηρύξει, όσο ο έρωτας του άνδρα και της γυναίκας… υπέρ αυτού παραδίδουν και την ψυχή τους» (Εἰς Ἐφεσίους, Ὁμ. Κ’ , ΕΠΕ 21, 194). Προσδιορίζοντας τους σκοπούς του γάμου ο ιερός Χρυσόστομος υποστηρίζει ότι δόθηκε για δυό λόγους, «ἵνα τε σωφρονῶμεν καὶ ἵνα πατέρες γενώμεθα» (Εἰς τὸ «Διὰ τὰς πορνείας…, ΕΠΕ, 27, 98). Στον πρώτο μάλιστα σκοπό (τη σωφροσύνη-αρετή) δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα, γι’ αυτό και θα υποστηρίξει: «Δεν είναι εμπόδιο προς την αρετή» (ο γάμος). Διότι εάν ήταν «δεν θα έδινε τον γάμο στη ζωή των ανθρώπων ο των όλων δημιουργός Θεός» Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμ. ΚΑ’ , ΕΠΕ 2, 622). Και συνεχίζει: άνδρες και γυναίκες «ας μη νομίζουν ότι ο γάμος είναι εμπόδιο προκειμένου κάποιος να ευαρεστήση τον Θεό» (ὅπ. π., Ὁμ. ΚΑ’, ΕΠΕ 2, 620). Η συγκατάβαση μάλιστα του Θεού, συνεχίζει απευθυνόμενος στον άνδρα, επέτρεψε τον γάμο, διότι «προνόησε και για την ανάπαυση των φυσικών σου ορμών και για την αξιοπρέπειά σου, ώστε και να καταπραΰνεις αυτό χωρίς κίνδυνο και να αποφύγεις την ασχημοσύνη» (Ὁμ. εἰς τὸν ΜΓ’ Ψαλμό, ΕΠΕ 5, 678). Επιμένοντας στο θέμα αναφέρει αλλού: «όχι μόνον δεν μας εμποδίζει καθόλου (ο γάμος) εις την κατά Θεόν ζωήν, εάν θέλουμε να είμαστε προσεκτικοί, αλλά και εισάγει μέσα μας μεγάλη παρηγορία, η οποία καταστέλλει τη μαινόμενη φύση και δεν αφήνει το σκάφος να ταλαντεύεται στο πέλαγος, αλλά διαρκώς το προετοιμάζει να κατευθύνεται στο λιμάνι» (Εἰς τὴν Γέν., Ὁμ. ΚΑ’, ΕΠΕ 2, 623).

Όμως θα παρατηρήσει σε άλλο σημείο, «όπως ο γάμος είναι λιμάνι, έτσι μπορεί να γίνη και ναυάγιο για εκείνους, που κακώς τον χρησιμοποιούν» (Εις το «Γυνή δέδεται…, ΕΠΕ 27, 126). Γι’ αυτό και προτρέπει: «Ἀγὼν ἔστω καὶ παλαίστρα ἀρετῆς ἡ οἰκία, ἵνα ἐκεῖ καλῶς γυμνασάμενος, μετὰ πολλῆς τῆς ἐπιστήμης τοῖς ἐν ἀγορᾷ προσβάλλῃς» (Εἰς Ματθαῖον, Ὁμ. ΙΑ’, ΕΠΕ 9, 376).

Για να αποβή όμως ο γάμος «λιμάνι», χρειάζεται η αυτοπαραίτηση από ιδιοτελείς απαιτήσεις, η ηθελημένη αυτοπαράδοση και προσφορά αγάπης του ενός προς τον άλλον και ο από κοινού πνευματικός αγώνας των συζύγων. Δεν δυσκολεύεται μάλιστα ο ασκητικότατος ιεράρχης να υποδείξη στους συζύγους τρόπους συμπεριφοράς, ώστε να επικρατή στις σχέσεις τους η αγάπη και αλληλοκατανόηση. Βασική αρχή πάντως στην επικοινωνία των συζύγων είναι οι παραινέσεις του ανδρός προς την σύζυγό του να προσφέρονται «μετά πολλής χάριτος και καλωσύνης». Δίδει μάλιστα ο ίδιος ο Χρυσόστομος παράδειγμα στον σύζυγο πως να μιλάει στην σύζυγό του: «Λόγια αγάπης να της λες…(όπως): Εγώ από όλα, τη δική σου αγάπη προτιμώ και τίποτε δεν μου είναι τόσο βασανιστικό ή δυσάρεστο, όσο το να βρεθώ κάποτε σε διάσταση μαζί σου. Κι αν όλα χρειασθεί να τα χάσω … κι αν στους έσχατους βρεθώ κινδύνους, οτιδήποτε κι αν πάθω, όλα μου είναι ανεκτά κι υποφερτά, όσο εσύ μου είσαι καλά. Και τα παιδιά, τότε μου είναι περιπόθητα, εφ’ όσον εσύ μας συμπαθείς…». Και συνεχίζει: «ίσως κάποτε σου πει (η σύζυγος): Ποτέ έως τώρα δεν ξόδεψα από τα δικά σου (χρήματα), έχω ακόμη τα δικά μου, που μου έδωσαν οι γονείς μου. Τότε πες της: Τι λες καλή μου; Έχεις ακόμη τα δικά σου; Ποιά λέξη μπορεί να είναι χειρότερη από αυτή; Σώμα δεν έχεις πια δικό σου κι έχεις χρήματα; Δεν είμαστε δυό σώματα μετά τον γάμο, αλλά γίναμε ένα. Δεν έχουμε δυό περιουσίες, αλλά μία… Όλα δικά σου είναι, κι’ εγώ δικός σου είμαι, κορίτσι μου. Αυτό με συμβουλεύει ο Παύλος λέγοντας ότι ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμά του, αλλά η γυναίκα. Κι αν δεν έχω εγώ εξουσία στο σώμα μου, αλλά εσύ, πόσω μάλλον δικά σου είναι τα χρήματα… Ποτέ να μην της μιλάς με πεζό τρόπο, αλλά με φιλοφροσύνη, με τιμή, με αγάπη πολλή. Να την τιμάς και δεν θα βρεθή στην ανάγκη να ζητήση την τιμή από άλλους… Να την προτιμάς από όλους για όλα, για την ομορφιά, για τη σωφροσύνη της και να την εγκωμιάζης. Να κάνης φανερό ότι σ’ αρέσει η συντροφιά της κι ότι προτιμάς να μένης στο σπίτι για να είσαι μαζί της από το να βγαίνης στην αγορά. Από όλους τους φίλους να την προτιμάς και από τα παιδιά που σου χάρισε, κι αυτά για χάρη της να τα αγαπάς» (Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 20).

Η αντίθετη συμπεριφορά δεν ταιριάζει να επιδεικνύεται ούτε και στους δούλους, γι’ αυτό και σε άλλη ομιλία του, γράφει: «Βέβαια τον μεν υπηρέτη θα ημπορέση κανείς να τον παρεμποδίση με τον φόβο, μάλλον δε ούτε εκείνον… τη σύντροφο όμως της ζωής σου, τη μητέρα των παιδιών σου, το θεμέλιο κάθε ευφροσύνης, δεν πρέπει να καταδεσμεύουμε με φόβο και απειλές, αλλά με αγάπη και καλή διάθεση. Διότι ποιά συζυγία υπάρχει, όταν η γυναίκα τρέμη τον άνδρα της; ποιά ευχαρίστηση θα απολαύση ο ίδιος ο άνδρας, όταν ζη με τη γυναίκα του και της συμπεριφέρεται ως δούλη και όχι σαν σε ελεύθερη;» (Εἰς Ἐφ., Ὁμ. Κ’, ΕΠΕ 21, 200).

Η αναζήτηση συζύγου, κατά τον Χρυσόστομο, απαιτεί πολλή σύνεση, προσοχή και προσευχή. Η εσωτερική ομορφιά και καλλιέργεια θα πρέπη να συγκινή και όχι η εξωτερική και επιφανειακή, φυσικά ούτε και ο πλούτος. «Ψυχῆς ἐπιζήτει κάλλος» (ὅπ.π., Ὁμ. Κ’, 21, 202), θὰ ὑποστηρίξη, ἐπειδὴ «διὰ τὸν Θεὸν τοῦτο ποιῶμεν (τὸν γάμο), ἵνα σωφρονῶμεν, οὐχ ἵνα τὴν οὐσίαν εὐπορωτέραν ἐργαζώμεθα, ἀλλ’ ἵνα ψυχῆς εὐγένειαν ἐπιζητῶμεν, μὴ χρημάτων περιουσίαν, ἀλλὰ τρόπων ἀρετὴν καὶ ἐπιείκειαν» (Ἐν ταῖς Καλλένδαις, ΕΠΕ 31, 490). Με αυτές τις προϋποθέσεις δημιουργείται ένας άρρηκτος συζυγικός δεσμός, όπου η αγάπη πρυτανεύει στις σχέσεις τους, και τότε «για τον κάθε άνδρα βασιλεία είναι η γυναίκα του, που συμφωνεί με τον σύζυγό της και δεν αγαπά ο βασιληάς τόσο πολύ την πορφύρα και το στέμμα, όσο ο άνδρας αγαπά τη γυναίκα του» (Εἰς Γ’ Ψαλμόν, ΕΠΕ 5, 112).

Είναι ευνόητο ότι σε μία τέτοια συζυγική σχέση η αδιαφορία και απιστία δεν μπορεί να αναδυθή και έτσι διατηρείται η ιερότητα του γάμου και η χριστιανική αρχή της μονογαμίας. Γι’ αυτό και προτρέπει: «Τὴν κληρωθεῖσαν ἐξ ἀρχῆς γυναῖκα, ταύτην ἔχειν διὰ παντός» (Εἰς τὸ «Γυνὴ δέδεται νόμῳ…», ΕΠΕ 27, 134), «γιατί ο Θεός στον καθένα έδωσε γυναίκα, έθεσε όρια στη φύση, την συνουσία με την μία εκείνη γυναίκα» (Εις Θεσσαλ., Ομ. Ε’,ΕΠΕ, 454). Γι’ αυτό η συζυγική απιστία-μοιχεία θεωρείται από τον Χρυσόστομο «παράβαση και πλεονεξία και ληστεία» (οπ.π.). Σ’ αυτήν την περίπτωση η συζυγία καταντά, κατά τον Χρυσόστομο, «ναυάγιο». Απευθυνόμενος δε στον μοιχό, με αγανάκτηση τον ρωτά: «Γιατί αδικείς την σύζυγο; γιατί προσβάλλεις το δικό σου μέλος; γιατί ντροπιάζεις την αξιοπρέπειά σου; (Εις ΜΓ’ Ψαλμό, ΕΠΕ 5, 680), για να προσθέση: «Έχεις γυναίκα, έχεις παιδιά, τι ταύτης της ηδονής ίσον;» (Εις Ματθ., Ομ. ΛΖ’, ΕΠΕ 10, 596). Για να προτρέψη τελικά τον άνδρα, λέγοντάς του: «Ὅσην ἕκαστος πρὸς ἑαυτὸν ἀγάπην ἔχει, τοιαύτην πρὸς τὴν γυναῖκα ἡμᾶς (ἐν. βούλεται ὁ Θεός) ἔχειν» (Εἰς Ἐφ., Ὁμ. Κ’, ΕΠΕ, 21, 208).

Οι προτροπές του αγίου Χρυσοστόμου για προσφορά θυσιαστικής αγάπης προς την σύζυγο είναι συνεχείς. Η κατάσταση, που επικρατούσε και στην εποχή του, τον υποχρεώνει να συμβουλεύη τη διαφοροποίηση των χριστιανών ανδρών, και μάλιστα των συζύγων, ώστε να εξαλειφθή η ανδρική σκληρότητα και υποτίμηση προς το γυναικείο φύλο. Γι’ αυτό θα συμβουλεύση: στην «υπακοή της συζύγου ως αντίρροπο ας προβάλλη η αγάπη του συζύγου» (Εἰς Ἐφ., Ὁμ. Κ’, ΕΠΕ 21, 212). Άλλωστε, τότε μπορεί να γίνη λόγος και για υπακοή! Ως πρότυπο μάλιστα της αγάπης του συζύγου προς την σύζυγό του προσφέρει την θυσιαστική αγάπη του Χριστού για την Εκκλησία. Αυτή την αγάπη οφείλουν να αναπτύξουν οι σύζυγοι μεταξύ τους, διότι τελικά «τίποτε δεν υπάρχει πολυτιμότερο από το ν’ αγαπιέται κανείς τόσο πολύ από την γυναίκα του και ν’ αγαπά αυτήν το ίδιο» (Εἰς Πραξ., Ὁμ. ΜΘ’, ΕΠΕ 16Β, 124).

Προτρέπει και πάλι τον σύζυγο, λέγοντάς του: «Ας είναι η σύζυγος το λιμάνι σου, αν πρέπη να σηκώνουμε ο ένας τα βάρη του άλλου, πολύ περισσότερο της συζύγου… Ας είναι από όλα σε μας προτιμότερο αυτή, που μαζί μας στέκεται στο τιμόνι να μην στασιάζει μήτε να διαχωρίζεται από μας» (Εἰς Α’ Κορ., Ὁμ. ΚΣΤ’, ΕΠΕ 18Α, 166), διότι «τοῦτο πάντων συγκροτεῖ τὴν ζωήν, τὸ ὁμονοεῖν γυναῖκα πρὸς ἄνδρα…» (Περὶ τοῦ μὴ γινώσκειν…, ΕΠΕ 31, 300).

Και την Οικογένεια ο ιερός Πατέρας την «βλέπει» ως μυστήριο. «Ἰδοὺ πάλιν ἀγάπης μυστήριον», θα ομολογήσει. «Ἂν οἱ δυὸ μὴ γένωνται ἕν, οὐκ ἐργάζονται πολλούς… Γυνὴ γὰρ καὶ ἀνὴρ οὐκ εἰσιν ἄνθρωποι δύο, ἀλλὰ ἄνθρωπος εἷς… Δία τοῦτο γοῦν καὶ ἀκριβῶς εἶπεν, οὐκ ἔσονται μία σάρξ, ἀλλ’ «εἰς σάρκα μίαν», τὴν τοῦ παιδὸς συναπτόμενοι. Πῶς γίνονται εἰς σάρκα μίαν; Γέφυρά ἐστι τὸ παιδίον» (Πρὸς Κόλ., Ὁμ. ΙΒ’, ΕΠΕ 22, 342-344). Η γέννηση παιδιών, και κατά τον Χρυσόστομο, είναι «μεγάλη παρηγοριά στη θνητότητα», που ακολούθησε την πτώση (Εις την Γεν., Ομ. ΙΗ’, ΕΠΕ 2,51).

Στην οικογένεια ο άγιος Πατέρας, αποδίδοντας ιερότητα, την χαρακτηρίζει «μικρή εκκλησία»: «καὶ ἡ οἰκία γὰρ ἐκκλησία ἐστὶ μικρά» (Εἰς Ἐφ., Ὁμ. Κ’, ΕΠΕ 21, 222). Για να προτρέψη σε άλλη ομιλία του: «Ἐκκλησίαν ποίησόν σου τὴν οἰκίαν. Καὶ γὰρ ὑπεύθυνος εἰ καὶ τῆς τῶν παίδων καὶ τῆς τῶν οἰκετῶν σωτηρίας» (Εἰς Γέν., Ὁμ. ΣΤ’, ΕΠΕ 8, 106). Ή αλλού: «Ἔστω ἐκκλησία ἡ οἰκία ἐξ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν συνεστηκυῖα». Για την ιερότητα της οικογένειας και την έκφρασή της ως «σώματος Χριστού» και «μικρής εκκλησίας», δεν δέχεται καμμία αμφιβολία ο ιερός Πατέρας: «Μη νομίσεις ότι επειδή εσύ ο άνδρας είσαι μόνος και αυτή η γυναίκα είναι μόνη αυτό είναι εμπόδιο (για να σχηματίσετε εκκλησία). Γιατί, όπως μας λέγει ο Κύριος, όπου είναι δυό συναγμένοι στο όνομά μου, εκεί βρίσκομαι ανάμεσά τους» (Εἰς Πρ., Ὁμ. ΙΒ’). Για να συγκεκριμενοποιήση σε άλλο σημείο τη θέση του: «Ἔνθα ἀνὴρ καὶ γυνὴ καὶ παιδὶα καὶ ὁμόνοια καὶ φιλία καὶ τῆς ἀρετῆς συνδεδεμένοι δεσμοῖς, ἐκεῖ μέσος ὁ Χριστός» (Εἰς Γέν., Ὁμ. Ζ’, ΕΠΕ 8, 138). Και πάλι θα προτρέψη, λέγοντας: «Ἀγὼν ἔστω καὶ παλαίστρα ἀρετῆς ἡ οἰκία, ἵνα ἐκεῖ καλῶς γυμνασάμενος, μετὰ πολλῆς τῆς ἐπιστήμης τοῖς ἐν ἀγορᾷ προσβάλλῃς» (Εἰς Ματθ., Ὁμ. Ε’, ΕΠΕ 9, 164). Η οικογένεια, δηλαδή, είναι ο χώρος προετοιμασίας (προπόνησης) για την επίδοση στο άθλημα της ζωής και του δημόσιου βίου.

Υπάρχουν όμως γι’ αυτό προϋποθέσεις. Ο σύνδεσμος της οικογένειας με τον εκκλησιαστικό χώρο και η συμμετοχή των μελών της στην λατρευτική – μυστηριακή ζωή θεωρείται από τον Χρυσόστομο απαραίτητος. Διότι, εκτός πολλών άλλων, ο σύνδεσμος με τη «μεγάλη οικογένειά» μας, την Ενορία, θα βοηθήση, ώστε η διαδικασία αγωγής των παιδιών να γίνη ευκολότερη («οὕτω ῥάων ἐγίνετο καὶ εὔκολος ἡμῖν ἡ τῶν παίδων διόρθωσις» (Εἰς τὸ Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ 27, 486).

Σύμφωνα και με τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Χρυσόστομος τονίζει ότι όσο και αν η γέννηση παιδιών είναι ιδιαίτερη ευλογία, εν τούτοις χάνει την αξία της, εάν δεν συνοδεύεται από την άσκηση αγωγής. Επανειλημμένως θα διακηρύξη: «οὐ τὸ τεκνοποιεῖν, ἀλλὰ τὸ τεκνοτροφεῖν ποιεῖ τοὺς γονέας… τὸ μὲν γὰρ τῆς φύσεως, τὸ δὲ τῆς προαιρέσεώς ἐστι. Οὐ τὸ γεννῆσαι τέκνα, ἀλλὰ τὸ θρέψαι τέκνα, τοῦτο φέρει μισθόν» (Περὶ Ἄννης, Ὁμ. Α’ ΕΠΕ 8Α, 24), διότι οι προσπάθειες για την ανατροφή των παιδιών είναι αφορμή για κατορθώματα των γονέων. Απευθυνόμενος δε προς τις μητέρες τονίζει: «αν τα παιδιά…δεχθούν την κατάλληλη αγωγή και οδηγηθούν στην αρετή με τη δική σου φροντίδα, αυτό γίνεται αιτία και αφορμή πολλής σωτηρίας για σένα και μαζί με τα δικά σου κατορθώματα θα δεχθείς και για την φροντίδα αυτών μεγάλη αμοιβή» (Περὶ Ἄννης, Ὁμ. Α’, ΕΠΕ 8Α, 25).

Την άσκηση αγωγής οφείλουν οι γονείς να την αρχίσουν από πολύ νωρίς, διότι «όπως τα φυτά, τότε προπάντων έχουν μεγάλη ανάγκη από τη φροντίδα μας, όταν είναι τρυφερά, έτσι και τα παιδιά» (ΕΠΕ, 30, 655). Περιεχόμενο της αγωγής, που θα προσφέρεται από τους γονείς, κυρίως βιωματικά, είναι να εναποθέτουν «στην ψυχή τους καλωσύνη, σωφροσύνη σεμνότητα και κάθε άλλη αρετή» (Περὶ Ἄννης, Ὁμ. Γ’, ΕΠΕ 8Α, 85).

Ιδιαιτέρως τονίζει την ανάγκη άσκησης της αγωγής και από τον πατέρα. «Δυό διδάσκαλοι, γράφει, οδηγούν στη γνώση του Θεού: η κτίση και η συνείδηση. Υπάρχει όμως και «τρίτος διδάσκαλος». Ποιός; Ο Πατέρας, που έλαχε στον καθένα. Γι’ αυτό, άλλωστε, μας έκανε ο Θεός να αγαπιώμαστε από αυτούς, που μας γέννησαν, για να έχουμε εκπαιδευτές στην αρετή. Γιατί τον πατέρα δεν τον κάνει μόνο το να σπείρη, αλλά και το να εκπαιδεύση καλά ούτέ η κυοφορία κάνει κάποια μητέρα, αλλά η καλή ανατροφή» (Περὶ Ἄννης, Ὁμ. Α’, ΕΠΕ 8Α, 21).

Οι προτροπές του Χρυσοστόμου για άσκηση αγωγής είναι συνεχείς. «Θεώρησε (πατέρα) πως έχεις στο σπίτι αγάλματα, τα παιδιά. Κάθε μέρα να τα διορθώνης και να τα φροντίζης προσεκτικά και με κάθε τρόπο να στολίζεις και να διαπλάθης την ψυχή τους» (Εις το Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ 27, 485). Καρπός της εμπειρίας του, για όσους πατέρες αμελούν την αγωγή των παιδιών τους, είναι ο αποφθεγματικός και αυστηρός του λόγος: «όσοι δεν φροντίζουν για την ανατροφή των παιδιών τους «παιδοκτόνοι μάλλόν εισι» (Εις το Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ 27, 476). Για να επαναλάβη αλλού, «οι πατέρες είναι και παιδοκτόνοι, όσοι δεν συμπεριφέρονται αυστηρά στα αδιάφορα παιδιά τους» (Εἰς τὸ Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ, 27, 483).

Και για τις μητέρες όμως, που αμελούν την αγωγή των παιδιών τους, θα πη: «παιδοκτόνοι μᾶλλόν εἰσι αἱ μητέρες». Απευθυνόμενος τελικά και στους δυό γονείς, συμπληρώνει: «Αυτό δεν το λέγω μόνο προς τις γυναίκες, αλλά και προς τους άνδρες. Γιατί και πολλοί πατέρες … κάνουν και επιχειρούν τα πάντα για να αποκτήση ο γιος τους καλό άλογο (αυτοκίνητο θα λέγαμε σήμερα), λαμπρό σπίτι και ακριβό χωράφι, για το πως ν’ αποκτήση όμως καλή ψυχή και ευσεβή διάθεση δεν κάνουν απολύτως τίποτε» (Εἰς τὸ «Χήρα καταλεγέσθω…», ΕΠΕ 27, 477).

Στην επαναστατικότητα των παιδιών αντιπροβάλλεται η τρυφερότητα, συγχωρητικότητα και αγάπη των γονέων. Υποδεικνύει μάλιστα στους παιδαγωγούς, συγκαταλέγοντας σ’ αυτούς και τον εαυτό του, αφού και ο ίδιος δρα ως πνευματικός πατέρας, τρόπους ψυχοσωματικής επικοινωνίας με αυτά: «συγχρόνως με τα λόγια… που θα λέμε (στο παιδί), να το φιλούμε και να το αγκαλιάζουμε και να το σφίγγουμε στην αγκαλιά μας, δείχνοντάς του έτσι την αγάπη μας. Με όλα αυτά το ηρεμούμε» (ΕΠΕ 30,693). Ακόμη και στις πτώσεις τους θεωρεί ο ιερός Χρυσόστομος, ότι οι γονείς πρέπει να είναι συγκαταβατικοί και η αγάπη «καθάπερ χρυσαῖς ταῖς πτέρυξι συγκαλύπτει πάντα τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀγαπωμένων» (Εἰς Α’ Κόρ., Ὁμ. ΛΓ’, ΕΠΕ 18Α, 384).

Στην άσκηση της αγωγής αποδέχεται ο Χρυσόστομος και την απειλή τιμωρίας, η οποία όμως «τότε είναι σωστή, όταν πιστεύεται ότι θα πραγματοποιηθεί , αν όμως εκείνος που έφταιξε συνηθίσει στην επιείκεια, θα δείξη περιφρόνηση» (στην απειλή) (ΕΠΕ, 30,651). Διαπιστώνει όμως ότι πολλοί γονείς και ιδιαιτέρως οι πατέρες, «επειδή δεν θέλουν να μαστιγώσουν, ούτε να επιτιμήσουν με λόγια, ούτε να στενοχωρήσουν τα παιδιά τους, αν και κάνουν άτακτη και παράνομη ζωή, πολλές φορές τα είδαν να φθάνουν στα χειρότερα και να οδηγούνται στα δικαστήρια και να τιμωρούνται… Και μαζί με τη συμφορά γίνεται μεγαλύτερη η ντροπή, όταν με τον θάνατο (τον πνευματικό) του παιδιού, όλοι δείχνουν τον πατέρα και τον αναγκάζουν να μην θέλει να πατήση στην αγορά» (Εἰς τὸ «Χήρα καταλεγέσθω…», ΕΠΕ 27, 483).

Η πνευματική κληρονομιά, που προσφέρουν οι γονείς στα παιδιά τους, για τον Χρυσόστομο, «θησαυρός ἐστιν δαπανηθῆναι μὴ δυνάμενος…» (Εις Γεν., Ομ. ΖΣΤ’, ΕΠΕ 5,56). Και αυτή η κληρονομιά καταξιώνει τους γονείς, γιατί όχι μόνο δρα ευεργετικά στα παιδιά τους, αλλά και στα παιδιά των παιδιών τους και γενικά στους απογόνους τους. Γι’ αυτό θα συστήση: «Αν εσύ αναθρέψεις σωστά το παιδί σου, έτσι και εκείνο θα αναθρέψη τον γιο του και εκείνος τον δικό του γιο, και σαν μία αδιάσπαστη αλυσίδα άριστου τρόπου ζωής θα προχωρήση το πράγμα μέχρι το τέλος, παίρνοντας από σένα την αρχή και την ρίζα και φέρνοντας τους καρπούς της φροντίδας σου στους απογόνους σου» (Εἰς τὸ Χήρα καταλεγέσθω…, ΕΠΕ 27, 485).

Ο χρυσοστομικός λόγος και γενικότερα το πατερικό ήθος δεν έπαυσε σε κάθε εποχή-επομένως και στη δική μας-να διαποτίζη τη συνείδηση όλων εκείνων, που σταθερά διακρατούν τη σχέση τους με τη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Και αυτοί ακριβώς αποβαίνουν, και κατά τον Μακρυγιάννη, «η μαγιά», που διατηρεί την ποιότητα, πληρότητα και καθολικότητα της ανθρώπινης ζωής. 

Βαρβάρας Καλογεροπούλου-Μεταλληνού
δρ. Θεολογίας-πτυχ. Φιλολογίας

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΡΩ , ΙΑ’ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠΤ. 2012