ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: Ο ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ, ΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ


Ο Αλβανίας Αναστάσιος, ως Ορθόδοξος Επίσκοπος
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων

Σε όλους όσους παρακολουθήσαμε το τελευταίο ταξίδι του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, από την Ελλάδα στην Αλβανία, με τελικό προορισμό τον Ναό της Αναστάσεως των Τιράνων, μας έκανε εντύπωση ότι οι πιστοί, μικροί – μεγάλοι, που έσπευσαν να τον αποχαιρετήσουν, έψαλλαν το «Χριστός Ανέστη», το τροπάριο που εκφράζει την πίστη των Χριστιανών στη νίκη κατά του θανάτου και στην βεβαιότητα της αιωνιότητας. Και αυτό, διότι δεν έχουν ξεχάσει, ούτε θα ξεχάσουν, ότι ο Αναστάσιος, από το 1992 έως σήμερα, ήταν ο Αρχιεπίσκοπος, που τους βοήθησε να βγουν από τον θάνατο και να περάσουν στη ζωή και την Ανάσταση.

Ο ίδιος αναφέρει: «Είχαμε και άλλοτε διωγμούς της θρησκείας, αλλά αυτό που συνέβη στην Αλβανία ήταν κάτι το μοναδικό. Η Εκκλησία διαλύθηκε εντελώς. Ανάλογα φαινόμενα δεν έχουμε στην ιστορία. Δεν υπάρχει άλλο κράτος, που να ανακηρύχθηκε με το Σύνταγμά του αθεϊστικό. Ο Ενβέρ Χότζα ήθελε να πρωτοτυπήσει. Οι περισσότεροι ναοί γκρεμίστηκαν ή μετατράπηκαν σε στάβλους, αχυρώνες, μηχανουργεία, κινηματογράφους κ.ά. Όλοι οι κληρικοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το έργο τους. Το χειρότερο δεν ήταν πως οι ναοί κατεδαφίστηκαν, αλλά ότι οι διώκτες προσπάθησαν να ξεριζώσουν από τις καρδιές των ανθρώπων τη δυνατότητα να πιστεύουν. Από τα παιδικά έως τα πανεπιστημιακά χρόνια, η εκπαίδευση ήταν συστηματικά αθεϊστική. Ο ανελέητος διωγμός οδήγησε τη χώρα σε πνευματική κατάρρευση. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ντοστογιέφσκι, αν δεν υπάρχει Θεός, όλα επιτρέπονται. Στη χώρα αυτή είχαν σταυρώσει και είχαν θάψει τον Χριστό για 23 χρόνια. Τελικά, όμως, ο Χριστός Ανέστη».

Το αθεϊστικό καθεστώς είχε διώξει και τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες της Αλβανίας. Ο Αναστάσιος, συνεπής στη χριστιανική πίστη του, που σέβεται την ελευθερία του άλλου, άπλωσε χέρι συνεργασίας και σεβασμού σε όλους τους θρησκευόμενους της Αλβανίας, καθώς πίστευε ότι «κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι Εικόνα του Θεού, άρα πρόσωπο σεβαστό».

Είναι  πολύ σοφή η ερμηνεία που δίνεται από τον Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαο στην οικουμενικότητα της προσωπικότητάς του Μακαριωτάτου και στη σχέση που είχε με τις θρησκείες: «Ήταν σαφής στην πίστη του, δεκτικός στις σχέσεις του, οικουμενικός στην ομολογία του, ανοιχτός σε άλλους πολιτισμούς, σε ξένες νοοτροπίες, σε ποικίλες θρησκείες, όχι σχετικοποιώντας την πίστη του, αλλά εμπνεόμενος από τη βίωσή της, μπόρεσε να ταπεινωθεί στην ποικιλότητα, που οικονομεί ο Θεός και στη διαφορετικότητα, που ανέχεται. Ο οικουμενικός λόγος του δεν είναι συγκρητιστικός· Είναι ιεραποστολικός, είναι λόγος μαρτυρίας. Η τόλμη του στο αντίκρισμα της παγκόσμιας πρόκλησης δεν γεννάται από κενό πίστεως, που πρέπει να καλυφθεί, αλλά από πλήρωμα ορθόδοξου βιώματος, που πρέπει να διαδοθεί, να μοιραστεί. Η οικουμενική αγάπη του δεν προδίδει έλλειμμα Ορθόδοξης ευαισθησίας, αλλά αγάπη εκκλησιαστικής ευθύνης και ομολογίας».

Αγαπούσε, αδιάκριτα, όλους τους ανθρώπους, γιατί όλους τους θεωρούσε δημιουργήματα του Θεού, με τυπωμένα πάνω τους τα χαρίσματα του «κατ’ εικόνα» Θεού και την προοπτική του «καθ’ ομοίωσιν» Θεού.

Η στάση του ήταν εκείνη της συνεννόησης και της ειρηνικής συνύπαρξης: «Πρέπει να έχουμε καλές σχέσεις διότι μόνο με σεβασμό προσεγγίζεις τον άλλο», έλεγε, εξηγώντας πώς απέφυγε οποιαδήποτε σύγκρουση, αφού, θρησκευτικά, η Αλβανία έχει Ορθοδόξους, Καθολικούς, Μουσουλμάνους αλλά και Μπεχτασήδες:

 «Μιλώ για συνύπαρξη και όχι για θρησκευτική ανοχή, καθώς η έννοια αυτή έχει υπεροπτική προσέγγιση. Επιδιώκουμε σχέσεις αρμονικές κατανοήσεως και συνυπάρξεως. Ο άλλος μπορεί να είναι διαφορετικός, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι αντίπαλος ή εχθρός.    Βρισκόμαστε σε "διάλογο ζωής". Προφανώς, δεν κάνουμε καμιά έκπτωση στις ιδέες, στις πεποιθήσεις μας. Είμαστε αυτό που είμαστε, αλλά, όχι σε σχέση συγκρουσιακή».

Ο Αναστάσιος κλήθηκε στην Αλβανία, από τον Θεό, να μαζέψει τον πληγωμένο λαό Του μέσα από τα ερείπιά του. Για 33 χρόνια, δίδασκε, ανακαίνιζε, χειροτονούσε, δημιουργούσε και θυσιαζόταν, κτίζοντας, όπως έλεγε, με τις πέτρες, που πετροβολούσαν το ποίμνιό του.

Παρά τις δυσκολίες που συνάντησε, παραδίδει, μεταβαίνοντας στην αιώνια ζωή, μια ζωντανή Εκκλησία με πολυάριθμους ναούς και πνευματικά κέντρα, μεγαλοπρεπή καθεδρικό ναό στο κέντρο των Τιράνων, ιδρύματα και εξαιρετικό πνευματικό, εκκλησιαστικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό έργο.

Ως Επίσκοπος του Θεού, αγωνιζόταν να είναι, όπως σημειώνει ο Απ. Παύλος, άκακος, ανεπίληπτος, άρτιος, «προς παν έργον αγαθόν εξηρτισμένος», πάντοτε, «εις τόπον και εις τύπον Θεού», κατά τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, εκτελώντας την αποστολή του, κατά τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, να αρπάξει τον κόσμο και να τον δώσει στον Θεό: «αρπάσαι κόσμον και δούναι Θεώ».

Μέσα από τη ζωή και τη διδασκαλία του, προσφέρει μια «πολυδιάστατη αγάπη, που δεν περιορίζεται από σύνορα, προκαταλήψεις ή άλλες διακρίσεις».

Αυτά που έκανε και δίδασκε, πίστευε προφητικά ότι είναι το θέλημα του Θεού. Κάθε άνθρωπος του Θεού με ό, τι κάνει, μοιάζει στον κόκκο του σίτου, έλεγε: «Aν ο κόκκος τού σιταριού δεν πέσει στη γη και πεθάνει, αυτός μονάχος μένει· αν, όμως, πεθάνει, φέρνει πολύ καρπό» (Ιω.12, 24). Το θέμα είναι, πού θέλει ο Θεός, τελικά, να σε φυτέψει για να πεθάνεις;».

Ο Αναστάσιος ήταν ένας φωτισμένος από τον Θεό κληρικός. Ο Φωτισμός ή η Προφητεία δίνεται, ως χάρισμα, μόνον στους καθαρούς.  Αυτοί, δεχόμενοι τον Φωτισμό, γίνονται πνευματοφόροι και μπορούν  να ερμηνεύουν τα πνευματικά μηνύματα του Θεού.

Πνευματικός άνθρωπος και Προφήτης είναι εκείνος που νικά τα πνευματοκτόνα πάθη, που θέλουν να μετατρέπουν τον άνθρωπο σε υπηρέτη του διαβόλου και εχθρό του Θεού.

Ο άνθρωπος, όμως, χωρίς τη ζωηφόρο πνοή του Θεού, γίνεται σαρκικός. Αυτό που τον ελευθερώνει, όπως σημείωνε ο Αναστάσιος, είναι η πίστη, «το οξυγόνο που κάνει τον άνθρωπο να ζει και να κινείται σ αυτόν τον κόσμο με το Πνεύμα του Θεού, που του χορηγεί την αιώνια ζωή και τον εισάγει από αυτήν τη ζωή στη Αιώνια Βασιλεία του Θεού». 

Ο Αναστάσιος σκορπούσε την παρουσία του  ζωντανού Θεού της Ορθοδοξίας, της αγάπης και της ειρήνης σε όλους τους ανθρώπους. Ήταν ο εμπνευστής, ο πατέρας, ο οδηγός, ο άκακος, ο φιλάνθρωπος, ο φιλόθεος, ο φιλόκαλος, ο επί σκοπών (Επίσκοπος),  που φυλάει το ποίμνιο από το πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα, που ως λέων ωρυόμενος  ζητάει να καταπιεί τον πιστό άνθρωπο και να καταστρέψει το αιώνιο μέλλον του, που είναι να ζει κοντά στον Θεό.

Η παρουσία ενός τέτοιου Ιεράρχη του Θεού σε έναν τόπο αποτελεί ευλογία για αυτόν τον τόπο, καθώς, με τον ένθεο ζήλο και την αέναη επικοινωνία του με τον Θεό, με ό, τι λέει, ό, τι σκέπτεται, ό, τι κάνει, ό, τι προσπαθεί, δεν αφήνει χώρο στο κακό, στην πλάνη, στη σύγχυση, στο θάνατο. Διότι, όπου υπάρχει ζωντανή η πίστη στον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Χριστόν, από τον οποίο πηγάζει μόνον ζωή, τα οψώνια της αμαρτίας αφανίζονται, ο θάνατος δεν ευδοκιμεί, πεθαίνει χωρίς τροφή.

Ο προφητικός Ιεράρχης, μεταφέρει την παρουσία, την αγάπη και το έλεος του Θεού στο ποίμνιό του και με τη χαρά του Θεού αιχμαλωτίζει και σκλαβώνει τις καρδιές του ποιμνίου του.

Ο Αναστάσιος,  με τον προφητικό του λόγο έλεγε: «Υπάρχουν μήτρες στη χριστιανική πίστη, που γεννούν ανθρώπους με ευαισθησίες. Η πίστη δεν θέτει περιορισμούς, ανοίγει ορίζοντες, μιλάει για το νόημα της ζωής, δίνει ουσία στις σχέσεις με τους άλλους. Ακόμα και το σύμπαν έχει ένα πλαίσιο. Δεν αισθάνομαι, λοιπόν, την πίστη ως περιορισμό, αλλά ως μία δύναμη ελευθερίας από τον εγωκεντρισμό. Το αντίθετο της ειρήνης δεν είναι ο πόλεμος, αλλά ο εγωκεντρισμός, το αντίδοτο του οποίου είναι μόνο η αγάπη. Μόνο η εξουσία της αγάπης μπορεί να νικήσει την αγάπη για εξουσία».

Αυτή η γνήσια και αληθινή αγάπη είναι εκείνη, που φωλιάζει στις καρδιές των ανθρώπων δίχως να γνωρίζει σύνορα, δίχως να γνωρίζει προκαταλήψεις».

Αυτή η αγάπη, ως πρότυπο ζωής, ήταν το κέντρο της ζωής και της διδασκαλίας του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου στο ποίμνιό του. Αιωνία του η μνήμη!

thriskeftika.blogspot.com

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ- ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΚΑΤΑΧΑΡΙΝ, ΑΘΑΝΑΤΟΣ!

«Τρεις Ιεράρχες:
Πώς γίνεται ο άνθρωπος, κατά χάριν, αθάνατος»
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων

Οι τρεις μεγάλοι Ιεράρχες της Οικουμένης δεν ήταν μόνον φιλάνθρωποι, επειδή πρόσφεραν  ό, τι είχαν και δεν είχαν σε όσους είχαν ανάγκη, αλλά, κυρίως, επειδή πότισαν με διαχρονικά νάματα θεογνωσίας ολόκληρη την ανθρωπότητα.  Με άλλα λόγια ερμήνευσαν στους ανθρώπους, με Θεία Σοφία, τόσο το τι πράττει, από αγάπη, ο Θεός για τον άνθρωπο όσο και το τι θέλει ο Θεός να κάνει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και τον συνάνθρωπο.  Γι’ αυτό οι Τρεις Άγιοι Πατέρες δεν είναι μόνον προστάτες της Ελληνικής Παιδείας, αλλά και προστάτες και Παιδαγωγοί όλων των ανθρώπων, αφού ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και σημαντικά που μετέφεραν στην ανθρωπότητα, ως πνευματικοί φωστήρες του Θεού, ήταν το μήνυμα του Σωτήρα Χριστού, ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει από θνητός, αθάνατος.

Οι άνθρωποι, πράγματι, εντός του Παραδείσου, πορεύονταν προς την αθανασία, καθώς ζούσαν κοντά στον Αθάνατο Θεό και τηρούσαν το θέλημα και τις οδηγίες του. Όταν, όμως, λόγω κακής χρήσης της ελευθερίας τους, έπεσαν θύματα των αμαρτωλών διαβολών του πονηρού, παραβαίνοντας  τις εντολές του Δημιουργού, τότε έχασαν την αρχέγονη σχέση τους με τον Αθάνατο θεό και εισήλθαν στη θνητότητα.

Όπως τονίζει και ο Απ. Παύλος: «Τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος, το δε χάρισμα του Θεού ζωή αιώνιος εν Χριστώ Ιησού» (Οι συνέπειες της αμαρτίας είναι ο πνευματικός θάνατος, το δε δώρο του Θεού προς εκείνους που Τον υπακούν είναι η αιώνια ζωή, διά του Κυρίου Ιησού Χριστού» (Ρωμ. 6, 23).  Ο θάνατος, συνεπώς, δεν προέρχεται από τον Θεό, αλλά από την παρακοή των ανθρώπων, καθώς ο Θεός δεν δημιούργησε τον θάνατο για τον άνθρωπο, παρά μόνον την αθανασία. Ο Θεός είναι αθάνατος και ο άνθρωπος, ως κατ΄ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιούργημα, πλάστηκε, όχι εν ενεργεία αθάνατος αλλά με τη δυνατότητα να μετέχει στην αθανασία του Θεού.  

Η Αγία Γραφή μας διδάσκει ότι «ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων, έκτισε γαρ εις το είναι τα πάντα» (Σοφ. Σολ. 1, 13-14). Δηλαδή, ο θάνατος δεν ήταν θέλημα και σχέδιο του Θεού καθώς, Εκείνος δεν θέλει τον θάνατο, αλλά την αθανασία των ανθρώπων. Όταν ο Θεός έδωσε στους Πρωτόπλαστους την οδηγία να μη γευθούν τον καρπό του δένδρου της γνώσεως, ταυτόχρονα τους είπε: «Η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γέν. 2, 17). Ο Αδάμ, ενώ γνώριζε το θέλημα του Θεού, δεν υπάκουσε σ’ αυτό. Αυτό είχε τραγικές συνέπειες τόσο για τον ίδιο όσο και για τους απογόνους του.

Ως καρπός της αμαρτίας ήλθε στον κόσμο ο θάνατος. «Δι’ ενός ανθρώπου», γράφει ο Απ. Παύλος, «η αμαρτία εις τον κόσμο εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ώ πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. 5:12). Δηλαδή, δι’ ενός ανθρώπου εισήλθε η αμαρτία στον κόσμο και δια της αμαρτίας ο θάνατος. Έτσι κληροδοτήθηκε ο θάνατος σ’ όλους τους ανθρώπους, διότι στο πρόσωπο του Αδάμ αμάρτησαν όλοι οι απόγονοί του. Ο Αδάμ, εξαιτίας της παρακοής του, πέθανε διπλά. Ψυχικά, πέθανε τη στιγμή της αμαρτίας, χάνοντας την επικοινωνία του με τον Θεό, την οποία απολάμβανε ως τότε. Σωματικά πέθανε, πάλι, εξαιτίας της αμαρτίας. Μ’ αυτό τον τρόπο όλο το ανθρώπινο γένος βρέθηκε κάτω από την κυριαρχία του διπλού αυτού θανάτου. Ο σωματικός θάνατος για τους Αγίους Πατέρες επετράπη από τον Θεό, ως ένα φάρμακο θείας ευεργεσίας και φιλανθρωπίας, «για να μη γίνει το κακό αθάνατο».

 Μετά την πτώση των πρωτοπλάστων ο Θεός παραχώρησε να έλθει αμέσως ο θάνατος και η οδύνη, όχι για να τιμωρήσει αυτόν που αμάρτησε, αλλά για να προσφέρει φάρμακο στον άρρωστο. Ο ψυχικός θάνατος, όμως, ο χωρισμός δηλαδή του ανθρώπου από τον Θεό, ήταν η μεγάλη συμφορά του ανθρώπου. Χρειάσθηκε να σαρκωθεί ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, να σταυρωθεί, να ταφεί και στη συνέχεια να νικήσει τον θάνατο και να αναστηθεί.  Έτσι, χάρισε στους ανθρώπους την αθάνατη και αιώνια ζωή, τη σχέση δηλαδή και την κοινωνία που είχαν με τον Αθάνατο Θεό, επαναφέροντας την αρχέγονη κατάσταση στην ανθρώπινη φύση.

Ο Χριστός είναι ο Σωτήρας και ο Λυτρωτής των ανθρώπων, γιατί με την ενανθρώπισή του, χάρισε στους ανθρώπους αυτό που έχασαν στον Παράδεισο και τους δίδαξε ξανά τον τρόπο και τη δυνατότητα να μπορούν να ζουν κοντά στον Θεό, ενώνοντας στο πρόσωπό Του την ανθρώπινη φύση με τη θεία, «ασυγχύτως και αχωρίστως». Ωστόσο, την οδηγία που είχε δώσει ο Θεός στον άνθρωπο, να υπακούει στις σωτήριες υποδείξεις του και να μην αμαρτάνει για να διατηρήσει την αθανασία, την επαναφέρει ο Ιησούς Χριστός και την διδάσκουν οι Άγιοι Πατέρες, ως προληπτική άσκηση των πιστών, προκειμένου να έχουν αυτό που τους χάρισε ο Θεάνθρωπος, τη δυνατότητα, δηλαδή, να είναι αθάνατοι. Επομένως, με το ξεχωριστό και τιμητικό χάρισμα του κατ’ εικόνα και του καθ’ ομοίωσιν, δίνεται ξανά στους ανθρώπους από τον Θεό, εν δυνάμει, η δωρεά, δηλαδή, της αθανασίας που είχαν στον Παράδεισο, για να μπορούν να γίνουν πάλι εν Χριστώ αθάνατοι.

Ο Μ. Βασίλειος τονίζει ότι, με τη δωρεά του κατ’ εικόνα, ο Θεός πρόσφερε, τα απαραίτητα πνευματικά χαρίσματα για να μπορεί ο άνθρωπος να φτάνει στο καθ’ ομοίωσιν.  Έτσι, με το κατ’ εικόνα, ο άνθρωπος λαμβάνει, ως δωρεά, «την του γενέσθαι καθ’ ομοίωσιν δύναμιν», τις προϋποθέσεις, δηλαδή, για να γίνει αθάνατος. Ο Θεός, δηλαδή, μας λέγει ο Μ. Βασίλειος, στην πορεία μας «προς το ομοιούσθαι Θεώ, αφήκεν ημάς εργάτας είναι της προς Θεόν ομοιώσεως. Μας δημιουργεί, δηλαδή, κατά χάριν, «δυνάμει ομοιωτικούς Θεώ». Όπως τονίζει, μάλιστα: «Κατ’ εικόνα γαρ έχω τον λόγον είναι, καθ’ ομοίωσι δε γίνομαι εν τω Χριστιανός γενέσθαι». Οι αρετές, συνεπώς, όπως τονίζει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, δόθηκαν και δίδονται στον άνθρωπο από τον Θεό, «εν σπέρματι», με το κατ’ εικόνα και ο άνθρωπος, στη συνέχεια, έχει ευθύνη να τις αυξήσει. Η αύξηση και πραγμάτωσή τους συμβάλλει στην «ομοιωτικήν προς τον Θεό» τελείωση ή θέωση ή την αθανασία του ανθρώπου. Η επιτέλεση των αρετών του Θεού, συνεπώς, αποτελεί συμμετοχή του ανθρώπου στο σχέδιο του Θεού, σε συνεργασία όλων των δυνάμεών του με το θείο θέλημα και τη θεία χάρη.

Ο Άγιος Γρηγόριος, δηλαδή, εξηγεί τη δυνατότητα αλλά και την αναγκαιότητα της συμμετοχής του ανθρώπου στην πρόσκτηση και αύξηση  της υπάρχουσας δωρεάς του Θεού, θεωρώντας αρετής άθλον και όχι μόνον δώρο του Θεού τα ελπιζόμενα.  Θεωρεί δε, ως δείγμα της αγαθότητάς του Θεού, το γεγονός ότι, όχι μόνον φυτεύει το αγαθό στη ανθρώπινη φύση, αλλά το καθιστά και καλλιεργήσιμο ή ενεργούμενο  από τον άνθρωπο, μέσω της ελευθερίας του: «προαιρέσει γεωργούμενον». Ωστόσο, με την πτώση, αλλοιώθηκε η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, αλλά δεν χάθηκε. Έτσι, με την έλευση του Θεανθρώπου στον κόσμο, αποκαθίσταται πλήρως ο άνθρωπος στην προπτωτική κατάστασή του, καθώς, όπως τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος, «Ο Θεός ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν». Με τη σταυρική Του θυσία, μάλιστα, όπως τονίζει και ο Ιερός Χρυσόστομος στον Κατηχητικό του Λόγο, αφάνισε τον φόβο του θανάτου: «Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙ ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος». Και, όπως σημειώνει το Κοντάκιο της Μ. Παρασκευής, απευθυνόμενο ευχαριστιακά στον Λυτρωτή: «Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω Τιμίω σου Αίματι, τω Σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς, την αθανασίαν επήγασας ανθρώποις».  Η αθανασία, επομένως, αναβλύζει πλέον για τους ανθρώπους και προφέρεται,  σε όσους κοινωνούν και λαμβάνουν επαξίως το σώμα και το αίμα του Χριστού, στο Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, ως «φάρμακον του μη αποθανείν», καθώς ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω. 6, 54).

thriskeftika.blogspot.com/

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΠΩΣ ΒΙΩΝΑΝ ΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΜΑΣ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ;

Πώς βίωναν οι Λογοτέχνες μας τη Γέννηση του Θεανθρώπου;
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων

Η γέννηση του Χριστού υπήρξε πάντοτε ένα από τα αγαπημένα θέματα των Ελλήνων λογοτεχνών. Eκείνος, όμως, που χωρίς αμφιβολία την ύμνησε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων», ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Όπως σημείωνε σε εφημερίδα της εποχής (1887), «εάν το Πάσχα είναι η λαμπρότατη του Χριστιανισμού εορτή, τα Χριστούγεννα, βεβαίως, είναι η γλυκύτατη και συγκινητικότατη». Ό, τι έγραφε για τα Χριστούγεννα αποτελούσαν έκφραση βαθιάς πίστεως, όπως σημειώνει ο ίδιος: «Το ελληνικόν έθνος έχει και θα έχει διά παντός ανάγκην της θρησκείας του. Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ, μετά λατρείας, τον Χριστόν μου, να περιγράφω, μετ’ έρωτος, την φύσιν και να ζωγραφώ, μετά στοργής, τα γνήσια ελληνικά ήθη. Εις τα διηγημάτια, όσα εδημοσίευσα κατά καιρούς, τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις μου και τα αισθήματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσι, εμέ αυτόν, ίσως και ολίγους εκλεκτοὺς φιλαναγνώστας». Ο Παπαδιαμάντης, μέσα από το έργο του, εκφράζει τις βιωματικές του εμπειρίες, δείχνοντας, σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται, τη βαθιά του πίστη στη δύναμη και παρουσία του Θεού, ως έκφραση ψυχής και όχι διάνοιας. Ως τέκνον γνήσιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, όπως ομολογεί ο ίδιος, θεωρεί ότι η πατρίδα μας κινδυνεύει από την εισβολή του δυτικού τρόπου ζωής, με την αλλοίωση των ηθών και την υποτονικότητα της ευσέβειας του λαού. Γράφει πολλά και ωραία χριστουγεννιάτικα διηγήματα, θέλοντας έτσι να διασώσει τη λαϊκή ευσέβεια και να συμβάλει στην κατά Χριστόν, ορθή ανακαίνιση του κόσμου.

Ο Φώτης Κόντογλου, επίσης, στο βιβλίο του, «Χριστού Γέννησις. Το Φοβερόν Μυστήριον» αναφέρει: «Αδέρφια μου, φυλάξτε τις ελληνικές μας συνήθειες, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας και μη ξεγιελιέστε, με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις, ευφράνθητε εορτάζοντες... Ακούστε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην Εκκλησίαν τρέξετε, με προθυμίαν μπήτε, ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν, και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν». Με ιδιαίτερη ευαισθησία, ο Κόντογλου αναφέρεται στα έθιμα των Χριστουγέννων, που δείχνουν την ιδιαίτερη σχέση των Ελλήνων με τις μεγάλες εορτές της πίστεώς τους: «Οι γιορτές οι δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές και γι’ αυτό είχανε κάποιον άλλο χαρακτήρα από τις γιορτές πού γιορτάζουνε άλλα έθνη, προπάντων σήμερα, που είναι κάποιες αυτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες, χωρίς καμιά σημασία για το πνεύμα του ανθρώπου. Σ’ αυτές τις ψευτογιορτές ξαμολιούνται όλα τα βάρβαρα και εγωιστικά πάθη του ανθρώπου, που κοιτάζει μοναχά την ευχαρίστηση της σάρκας. Ενώ οι δικές μας οι γιορτές, επειδή, όπως είπα, έχουνε τη ρίζα τους στη θρησκεία, είναι σεμνές, πνευματικές». Ο Φώτης Κόντογλου, επηρεασμένος από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, μας υπενθυμίζει πως τα Χριστούγεννα είναι γιορτή της αγάπης, της απλότητας και της καλοσύνης. Τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του περιλαμβάνουν την προσήλωσή του στις αξίες της χριστιανικής πίστεως και διαμορφώνουν ένα ξεχωριστό πλαίσιο φιλανθρωπίας, όπου «απλοί, φτωχοί, καλοσυνάτοι άνθρωποι προσφέρουν την αγάπη τους απλόχερα, κερδίζοντας την αγάπη του Θεού. Την πνευματική χαρά και την ουράνια αγαλλίαση, που νιώθει ο Χριστιανός από τα Χριστούγεννα, δεν μπορεί να τη νιώσει, με κανέναν τρόπο, όποιος τα γιορτάζει μοναχά σαν μια συγκινητική συνήθεια, που είναι δεμένη περισσότερο με τις συνηθισμένες χαρές του κόσμου. Μοναχά ο ορθόδοξος Χριστιανός γιορτάζει τα Χριστούγεννα πνευματικά, κι από την ψυχή του περνάνε αγιασμένα αισθήματα και τη ζεσταίνουνε με κάποια θέρμη παράδοξη, που έρχεται από έναν άλλον κόσμο, τη θέρμη του Αγίου Πνεύματος. Ψυχή και σώμα γιορτάζουν μαζί, ευφραίνονται με τη θεία ευφροσύνη, που δεν την απογεύεται όποιος βρίσκεται μακριά από τον Χριστό».

Ο Τάσος Λειβαδίτης, ακόμη, στο ποίημά του «Η Γέννηση του Χριστού» έγραφε: «Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό: Είδες, μου λέει, γεννήθηκε η ευσπλαχνία! Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ. Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό».

Aν μελετήσει κάποιος το έργο του μεγάλου μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, δεν χρειάζεται ξεχωριστή προσπάθεια, προκειμένου να νιώσει τη μεγάλη αγάπη και αφοσίωσή του  στη χριστιανική του πίστη. Ο μακαριστός Καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Δημήτριος Κουκουλομμάτης, γράφει στο πολύ σημαντικό βιβλίο του: «Το θείο στη Νεοελληνική Φιλολογία, Α’ Ποίηση»: «Είναι, πραγματικά, δύσκολο  να εντοπίσει κανείς δημιουργίες του ποιητή, από τις οποίες να ελλείπει, παντελώς, το θρησκευτικό στοιχείο, είτε με τη μορφή της παράδοσης είτε με δογματικό περιεχόμενο». Η ποίηση του Ελύτη, έχοντας πνευματικά και λογοτεχνικά πρότυπα την Αγία Γραφή, την Υμνολογία, τις μεγάλες μορφές του Ρωμανού του Μελωδού, του Θεόφιλου, του Σολωμού, του Παπαδιαμάντη, του Παλαμά και πολλών άλλων είναι ένας ύμνος του φωτός, του Ουρανού, της Ανάστασης, της Αιωνιότητας, αναφορές όχι τυχαίες, αλλά συνειδητές αρχές χριστιανικές, φανερώματα πίστης, όχι ποιητικής, αλλά θρησκευτικής, όπως την όρισε ο Ιησούς και διευκρινίστηκε από την Ιερά Παράδοση. Έτσι, μπορεί κανείς με βεβαιότητα να ισχυρισθεί ότι χωρίς αυτήν την πίστη, από το έργο του Ποιητή θα έλειπε, ασφαλώς, το «Άξιον Εστί», ενώ οι άλλες δημιουργίες του θα είχαν ακολουθήσει άλλους δρόμους ανάπτυξης.

Για τον περιφρονημένο από το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας και σχεδόν ανύπαρκτο στα σύγχρονα σχολικά βιβλία Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ο Ελύτης έγραφε, προφητικά, στο βιβλίο του «Εν λευκώ»: «Μια μέρα, το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δε θα ΄χει αλλάξει εκείνο, αλλά το μυαλό μας. Οι άνθρωποι θα πάψουν να ΄ναι απλώς οι φορείς ηθών και εθίμων… Εκεί που εξακολουθούν να παλιώνουν τα πράγματα, παραμένει, όμως, καινούριος ο Θεός και φυσικά οι λέξεις που τον εκφράζουν». Για τον άλλο εξoβελισμένο από τα σχολικά βιβλία του Υπουργείου  Παιδείας, Διονύσιο Σολωμό, ο Ελύτης έγραφε στο βιβλίο του «Τα ελεγεία της Οξώπορτας»: «Ο Θεός τα χείλη σου χρύσωσε… η σκέψη σου γινωμένη από καιρό ουρανός… Και τι μυστήριο, να μιλάς και οι φούχτες σου ν΄ ανοίγονται. Όμορφο πρόσωπο, γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Από δική σου χάρη, μένει μισάνοιχτο το ακοίταχτο». Πιστός στην ορθόδοξη παράδοση και λατρεία σε όλη τη μεγάλη του ποιητική διαδρομή, μέσα από το υψηλού επιπέδου έργο του, εκφράζει τη σταθερή αφοσίωσή του στην ορθόδοξη Αλήθεια. Στο ποίημά του, «Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος» δείχνει, με απέριττο τρόπο, τα χαρακτηριστικά στοιχεία του απλού και πιστού Χριστιανού: «Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος να ΄ν’ ήμερος να ΄ναι άκακος, λίγο φαΐ λίγο κρασί, Χριστούγεννα κι Ανάσταση κι όπου φωλιάσει και σταθεί, κανείς να μην του φτάνει εκεί…».

Και κλείνουμε το παρόν αφιέρωμα, με το γεμάτο από παιδική χάρη και αγνότητα χριστουγεννιάτικο ποίημα του Κωστή Παλαμά, με τίτλο «Τα Χριστούγεννα»:   

«Να ‘μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του στάβλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!»

thriskeftika.blogspot.com

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΩΝ;



Είναι έτοιμοι οι Χριστιανοί για την ένωση
ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών;
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων 

Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι οι διαφοροποιήσεις στην πίστη, που χωρίζουν τους ανθρώπους και τους λαούς, δεν είναι εύκολο να εξομαλυνθούν. Ωστόσο, η ορθόδοξη Εκκλησία προσεύχεται διαρκώς «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου», την ειρήνη και την ενότητα της πίστεως, για την οποία προσευχήθηκε ο ίδιος ο Χριστός  κατά την Αρχιερατική Του προσευχή, ζητώντας από τον Πατέρα Του και Πατέρα όλων των ανθρώπων και ιδιαίτερα των Χριστιανών, να είναι ενωμένοι σε ένα σώμα, σε μία ποίμνη και μία πίστη: «ίνα  πάντες εν ώσιν, καθώς σύ, πάτερ, εν εμοί, καγώ εν σοι» (Ιω. 17, 21). Για «την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» εύχεται και η Εκκλησία στη θεία Λατρεία της.

 Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι από το 1054 έχουμε το Σχίσμα ανάμεσα στους Χριστιανούς της Ανατολής και της Δύσεως και ότι ένα από τα κύρια εμπόδια για την ενωτική πορεία τους είναι ότι κάποιοι από αυτούς αναζητούσαν και αναζητούν την Ένωση, περισσότερο ανθρωποκεντρικά και λιγότερο θεοκεντρικά, καθώς δεν θέτουν, ως βάση, την υπακοή στο θέλημα του Θεού και την αναφορά στην πίστη προς Αυτόν, αλλά φαίνεται να κάνουν ενωτικές προσπάθειες ή κινήσεις, με ανθρωποκεντρικό και διπλωματικό χαρακτήρα και με περίβλημα μια κοσμικού τύπου αγάπη. Μάλιστα, από ό, τι αποκαλύπτουν κάποιες πληροφορίες, στο θέμα μιας μελλοντικής Ενώσεως των Χριστιανών φαίνεται να επενδύουν κάποιοι ισχυροί, συνδέοντάς το με  γεωπολιτικά τους σχέδια, καθώς τους ενδιαφέρει και τους διευκολύνει κάθε στοιχείο οργανωτικό ή ενωτικό που θα μπορούσε να συμβάλει στην οργάνωση ενός παγκόσμιου κράτους. Έτσι, στις διαδικασίες για την Ένωση των Χριστιανών φαίνεται να εμπλέκονται, φανερά ή κρυφά, κάποιες κοσμικές σκοπιμότητες, που, ως συνήθως, συνοδεύονται  με πιέσεις ή προτροπές κοσμικών αξιωματούχων, που τεχνηέντως θέλουν να αποϊεροποιήσουν και να εκκοσμικεύσουν το θέμα της ενότητας της πίστεως και να το αποσυνδέσουν, όσο γίνεται, από τη χριστιανική του σκοποθεσία. Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται ότι κάποιοι παράγοντες, που επηρέαζαν στο παρελθόν ή επηρεάζουν και στην εποχή μας την κατεύθυνση και το περιεχόμενο του σύγχρονου θεολογικού διαλόγου, επενδύουν περισσότερο στα συναισθήματα που προκαλεί η επιθυμία μιας διανθρώπινης ειρήνευσης και αγάπης και λιγότερο  στην άνωθεν ειρήνη, που πηγάζει από την αγάπη του Θεού και την πίστη στο πρόσωπο και στην αλήθεια του Χριστού, όπως αυτή βιώνεται στην Εκκλησία και όπως έχει εκφραστεί στο συνοδικό και οικουμενικό ήθος των Αγίων Πατέρων της Ορθόδοξης Παραδόσεως. Έτσι, στη συζήτηση για την Ένωση, δεν βλέπουμε να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις της εν Χριστώ ενότητας, όπως θα ανέμενε κανείς, δηλαδή η ειλικρινής μετάνοια και επιθυμία για επανόρθωσή τους στην ορθή και ευάρεστη στον Θεό πίστη. 

Από την πλευρά των ορθοδόξων Εκκλησιών, είναι σαφές ότι η ενότητα των Χριστιανών και ο διάλογος προς αυτήν την κατεύθυνση είναι θέμα θεολογικού -και μόνον- διαλόγου, εν πίστει και αληθεία, όπως ορίζει η θεολογική αγιοπνευματική Παράδοση της Μίας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού. Ωστόσο, οι διάλογοι της ορθόδοξης Εκκλησίας με τις χριστιανικές ομολογίες δεν σταμάτησαν ποτέ να γίνονται, ούτε πρόκειται να σταματήσουν, διότι αποτελεί χρέος και αποστολή των Ορθοδόξων Χριστιανών να ευαγγελίζονται την αλήθεια του Χριστού σε όλους τους ανθρώπους, καθώς μόνον «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Από την άλλη πλευρά, ο επανευαγγελισμός, θεωρείται αναγκαίος και απαραίτητος,  για  τους Χριστιανούς, όταν μάλιστα συνειδητοποιείται ότι έχει αλλοιωθεί η αλήθεια και η ζωή της πίστεώς τους, αφού χωρίς αυτήν, σύμφωνα με την οδηγία της Γραφής, διακινδυνεύεται η σωτηρία τους: «γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς». Η ορθόδοξη Εκκλησία, επομένως, σε κάθε περίπτωση, οφείλει να κινείται στο παρόν και το μέλλον, με βάση την Αλήθεια της. Η ιερή παράδοση, προς τούτο, δεν είναι ορθό να θεωρείται μια τυπική σταθερότητα στη δογματική κληρονομιά της Ορθοδοξίας, αλλά η ακέραιη και βαθιά πίστη στη διαρκή παρουσία του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο είναι διαρκώς παρόν στη ζωή των μελών της Εκκλησίας, έτσι ώστε να μπορούν, με τις δικές Του δωρεές, να ακολουθούν τα τρία στάδια της εν Χριστώ Τελειώσεως και Σωτηρίας: Την Κάθαρση, τον Φωτισμό και τη Θέωση. Γι αυτό, όταν μιλά κανείς για την Ένωση των χριστιανών είναι απαραίτητο να συνειδητοποιεί ότι το Σχίσμα, ως Χωρισμός και απόσταση από την αλήθεια που σώζει, δεν θεραπεύεται με κοσμικού και όχι εκκλησιαστικού ήθους συνδιασκέψεις, συνομιλίες και αγαπολογίες, αλλά με έναν γνήσιο  διάλογο αληθείας και αγάπης και με μια έμπρακτη και αληθινή μετάνοια και επανόρθωση εκ μέρους εκείνων, που παρεκτράπηκαν και παρέκλιναν από την οδό και την αλήθεια του Χριστού, ραγίζοντας την ενότητα της πίστεως. Έτσι, είναι εμφανές πως, εάν δεν εκλείψουν οι θεολογικές αιτίες, που οδήγησαν στον χωρισμό από την Αλήθεια του Χριστού και των Αγίων Πατέρων, είναι μάταιο να προχωρούν οι δύο πλευρές στην Ένωση, διότι αυτή, εάν επιτευχθεί, μέσω άλλων κοσμικών κριτηρίων, θα είναι αίολη και ευάλωτη, με αποτέλεσμα, όπως συνέβη και παλαιότερα, να είναι ψεύτικη, συμβατική και φαινομενική.

Ενωτικοί διάλογοι, μετά από το 1054, έγιναν πολλοί, χωρίς αποτέλεσμα, ενώ συνεχίζονται και στην εποχή μας. Αυτή η συνέχεια των διαλόγων, όταν φυσικά πραγματοποιούνται εν αληθεία και εν αγάπη, αποτελεί πράξη οικοδομής, καθώς δίνεται η ευκαιρία στις δύο πλευρές να συζητούν, με βάση τα Συνοδικά και Πατερικά κείμενα και να γίνονται δέκτες των αγιοπνευματικών εμπειριών, που, ίσως, λειτουργήσουν, θετικά, στην επάνοδο των αποσχισθέντων στην Αλήθεια του Χριστού. Τραυματικό σφάλμα, όμως, είναι να χρησιμοποιείται ή να συνδέεται ο θεολογικός διάλογος για την Ένωση, με κοσμικά σχέδια και γεωπολιτικές επιδιώξεις, καθώς η οποιαδήποτε μη θεολογική προσέγγιση της Ένωσης, θα οδηγήσει, όχι στην επίτευξη της αληθινής και θεολογικής Ενότητας, αλλά στην σύναψη μιας συμβατικής συμμαχίας, με όρους, προϋποθέσεις και αποτελέσματα, άσχετα με τη χριστιανική αλήθεια και ζωή. Από την πλευρά των Χριστιανών, η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι οι Χριστιανοί δεν επιτρέπεται να επαναλάβουν το λάθος παλαιότερων διαλόγων, όπου αναγκάζονταν να υποχωρούν στις πολιτικές κινήσεις ή πιέσεις, που δεν θεράπευαν, αλλά διαιώνιζαν το σχίσμα, με αποφάσεις ψευδοενώσεων που εξυπηρετούσαν, αποκλειστικά, ανίερες προσδοκίες και όχι την αλήθεια του Ευαγγελίου.  Άλλωστε, είναι γνωστό, ιστορικά, το αποτέλεσμα τέτοιων ενεργειών, καθώς, όταν έγιναν απόπειρες ψευδοενώσεων, με την αποδοχή από τους ορθόδοξους εκπροσώπους, των ρωμαιοκαθολικών δογματικών παρεκκλίσεων, ακυρώθηκαν, στη συνέχεια, από τον ορθόδοξο λαό.

Τις δογματικές παρεκκλίσεις και διαφορές τις διέκριναν οι Άγιοι, όπως ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: «Προ χρόνων πολλών απεσχίσθη (η Εκκλησία της Ρώμης) της των ετέρων τεσσάρων Αγιωτάτων Πατριαρχών κοινωνίας, αποσχοινισθέν εις έθη και δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας και των Ορθοδόξων αλλότρια». Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, επίσης, καταγράφει τη θέση του για τις παπικές κακοδοξίες: «Το ορθόδοξον δόγμα, απερρίφθη και αντικατεστάθη διά του λατινικού αιρετικού παν-δόγματος περί του πρωτείου και του αλαθήτου του πάπα. Εξ αυτής δε της παναιρέσεως εγεννήθηκαν και γεννώνται συνεχώς άλλαι αιρέσεις: Το Filioque, η αποβολή της Επικλήσεως, τα άζυμα, η εισαγωγή της κτιστής χάριτος, το καθαρτήριον πυρ, το θησαυροφυλάκιον των περισσών έργων κ.ά.».

Από τα ανωτέρω, φαίνεται ότι κινήσεις που να δείχνουν ότι οι αποσχισθέντες έχουν προθέσεις επιστροφής στην αλήθεια, μέσω μετανοίας, δεν διακρίνει κανείς, έως τώρα, να έχουν γίνει. Καλό θα είναι, συνεπώς, να υπάρχει μεγάλη προσοχή στο θέμα της θεολογικής προσεγγίσεως Ανατολής – Δύσεως, έτσι ώστε να μην γεννιούνται μεγάλες προσδοκίες, ως προς την πρόοδο στην αληθινή Ένωση και, κατά συνέπεια, στην αληθινή Ενότητα της πίστεως των Χριστιανών. 

thriskeftika.blogspot.com 

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΟΤΑΝ Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΑΠΟΡΡΟΦΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ!

 Όταν  η εκκοσμίκευση απορροφά  μέλη της Εκκλησίας
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων

Πως εισέρχεται η εκκοσμίκευση στη εκκλησιαστική ζωή; Όταν μειώνεται η ενάρετη πίστη και δεν επηρεάζει πλέον την καθημερινότητα των πιστών. Όταν η κοινωνία, η γνώση, η επιστήμη αποϊεροποιούνται και κυριαρχούνται από διδάγματα του ορθολογισμού και της απιστίας. Όταν χάνεται η σχέση των ανθρώπων με τον Δημιουργό Θεό, καθώς εγκλωβίζονται στο παρόν της ζωής, αρνούμενοι το αιώνιο μέλλον τους. Όταν κάποιοι άνθρωποι, ακόμη και μέλη της Εκκλησίας παρασύρονται και επιλέγουν να ζουν σαρκική ζωή, περιφρονώντας, αφρόνως, τα χαρίσματα του κατ΄ εικόνα και τις σπουδαίες και μεγάλες δυνατότητες της πνευματικής τους φύσεως, τη μετάνοια, την κάθαρση, τον φωτισμό και τη θέωση.

Η εκκοσμίκευση, ως γνωστό, συνδέεται ή ταυτίζεται με την μόδα της σύγχρονης προοδευτικής εποχής, που θέλει τον άνθρωπο αποχριστιανοποιημένο και αποεκκλησιαστικοποιημένο, στην ουρά του δυτικοευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

Ο εκκοσμικευμένος ή “προοδευτικός Χριστιανός” επιλέγει να αφιερώνει τη ζωή του, αποκλειστικά, στη βιωτική μέριμνα, ζώντας με έναν κοσμικό μοντέλο ζωής και σκέψης. Για τον εκκοσμικευμένο είναι ανύπαρκτη η υπακοή στο θέλημα του Θεού, η μελέτη θανάτου, η νίκη κατά του Θανάτου διά της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού, καθώς είναι προσκολλημένος στα θανάσιμα πάθη της φιλοπλουτίας, της φιλοδοξίας και της φιληδονίας.

Αν και δεν αρνείται την ύπαρξη της Εκκλησίας, ως θεσμού, όμως, την θέλει και αυτήν υποταγμένη στο πνεύμα του κόσμου, στην προσωρινότητα των υλιστικών απολαύσεων της ζωής, ενώ επιλέγει να παραμένει άγευστος της γνήσιας χριστιανικής πνευματικότητας και της ενάρετης ζωής.

Πηγαίνει μεν στην Εκκλησία, αλλά έχει τις δικές του θέσεις για τη Θεολογία της, την οποία θέλει αλλοιωμένη και προσαρμοσμένη στις δικές του αρχές, να λειτουργεί, δηλαδή, ως ένα καθαρά ανθρωποκεντρικό ίδρυμα, με προσανατολισμό στην κοινωνική διακονία του ανθρώπου και όχι στη θεραπεία του από τα πάθη, τη μετάνοια και την κάθαρση. Βασικό στοιχείο, που χαρακτηρίζει την ιδεολογία των εκκοσμικευμένων είναι η περικοπή της επίδρασης που ασκεί η Εκκλησία στην κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική ζωή.

Συνέπεια της εκκοσμίκευσης είναι η απώλεια της χριστιανικής θρησκευτικής πίστεως. Η εκκοσμίκευση, ως φαινόμενο, φανερώνεται από την περίοδο της αναγνώρισης της ανεξιθρησκίας και της επισημοποίησης του Χριστιανισμού (Μ. Κωνσταντίνος 313 και Μ. Θεοδόσιος (381).

Και τούτο, καθώς όταν ο Χριστιανισμός άρχισε να εμπλέκεται στις διοικητικές δομές και εξουσίες του κράτους, άρχισε να ξεφεύγει από τον βασικό της σκοπό, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αρνητικές συνέπειες  για την Εκκλησία, καθώς, έτσι, χάνεται ο απλός, ελεύθερος, αγωνιστικός και μαρτυρικός της χαρακτήρα και αναγκάζεται να συμβιβάζεται και να προσαρμόζεται στις ποικίλες κοσμικές πιέσεις και απαιτήσεις και να γίνεται μια συνιστώσα της κοσμικής ζωής.

Όσοι από τους Χριστιανούς δεν άντεχαν την εισβολή της εκκοσμίκευσης στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς εκείνοι ήθελαν να ζουν με απόλυτο τρόπο ζωής την ορθόδοξη πίστη, κατέφευγαν στον Μοναχισμό (ερημιτικό ή κοινοβιακό), που διατηρεί τον αυθεντικό τρόπο ζωής της Εκκλησίας.

Φαίνεται συνεπώς ότι, όταν εισάγεται η εκκοσμίκευση στην εκκλησιαστική κοινότητα, προσλαμβάνονται ή εφαρμόζονται, εντός  αυτής, «κοσμικά» ήθη ή άλλα στοιχεία, που αλλοιώνουν τον λυτρωτικό σκοπό, τον χαρακτήρα και το περιεχόμενό της.

Από την άλλη πλευρά, τα τελευταία χρόνια, οι αλλαγές που προέκυψαν, στο πλαίσιο ενός γενικότερου εκσυγχρονισμού στην κοινωνία, στον χώρο του πολιτισμού, στην εξέλιξη της επιστήμης και της γνώσεως, έφεραν κάποιους Χριστιανούς, που ήθελαν να ζουν κοσμικά, σε αντίθεση με την εκκλησιαστική ζωή, καθώς η επιλογή του κοσμικού τρόπου ζωής είναι ασύμφωνη με τις αρχές της χριστιανικής πίστεως και δημιουργούν  αφορμές ή αιτίες αμφισβήτησης ή και απομάκρυνσής τους από την Εκκλησία.

Η αποχώρηση κάποιων από τις παραδοσιακές τους κοινότητες και τον τρόπο ζωής, που τους διατηρούσε κοντά στη χριστιανική πίστη, αποτέλεσε έναν άλλον παράγοντα  υποχώρησης στους ρυθμούς της εκκοσμίκευσης.

Εν τω μεταξύ, κάποιες εκκλησιαστικές κοινότητες, για να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση και να μειώσουν τις απώλειες, έκαναν το λάθος να αρχίσουν να «συμμορφώνονται» και να υποκύπτουν στα «κοσμικά» αιτήματα και στις πιέσεις που δέχονταν έσωθεν και έξωθεν της Εκκλησίας, μεταλλάσσοντας, προσαρμόζοντας, αποβάλλοντας ή και περικόπτοντας αυθεντικά στοιχεία, που συνθέτουν τις αλήθειες και τις δομές της πίστεως. Η πίστη άρχισε να περιορίζεται σε ένα ξεχωριστό ιδιωτικό πλαίσιο.

Βέβαια, η εκκοσμίκευση δεν αφορά ολόκληρη την Εκκλησία, αλλά κάποια από τα μέλη της, καθώς η Εκκλησία συνεχίζει, ως παρουσία και μαρτυρία Χριστού, να παρέχει τον τρόπο θεραπείας από τις αστοχίες του ανθρώπου και τον τόπο επιστροφής του στην πορεία του προς τη λύτρωση.

Όπου υπάρχει εκκλησιαστική κοινότητα, ως τόπος αγιασμού των πιστών στον Χριστό και δεν διακονείται εκεί το έργο και το θέλημα του Χριστού, για την ίαση και τη σωτηρία του ανθρώπου, η συγκεκριμένη κοινότητα χάνει τον δρόμο της. Όταν ο Χριστιανός απομακρύνεται από την εν Χριστώ ζωή και τον αγιαστικό χαρακτήρα της, κινδυνεύει να χαθεί, καθώς φεύγει από την προοπτική της ελπίδας για την αιώνια ζωή, που μόνον ο Χριστός παρέχει.

Όταν, επίσης, μια εκκλησιαστική κοινότητα, στη διακονία των πιστών, δεν θεωρεί ως βασική της προτεραιότητα, τη Βασιλεία του Θεού, αλλά επιδίδεται, μονομερώς, σε άλλες κοινωνικές, πολιτισμικές και ψυχαγωγικές δράσεις, είναι βέβαιο ότι αρχίζει να χάνει τον προορισμό της, ως Εκκλησία, επί της γης.  

Η ίδια η ορθόδοξη Θεολογία, αποτελεί τη φωνή του Θεού μέσα στον κόσμο. Όταν, όμως, εκκοσμικεύεται, ακολουθώντας είτε τον σχολαστικισμό είτε τον ευσεβισμό, είτε τον ηθικισμό, είτε διάφορες ορθολογικές ή κοσμικές και προτεσταντικού τύπου πολυθρησκειακές αλλοιώσεις, τότε χάνει τον χαρισματικό της χαρακτήρα, καθώς παύει να εργάζεται για την θεραπεία και την εν Χριστώ λύτρωση.

Επίσης, όταν μια εκκλησιαστική κοινότητα, στο λατρευτικό και στο διδακτικό της έργο, λειτουργεί, για να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ψυχική ηρεμία, ικανοποίηση και ανάπαυση, μέσα από την ωραία μουσική και τα ωραία λόγια που ακούν στη λειτουργία και στο κήρυγμα και δεν μεριμνά για τη μετάνοια και τη σωτηρία τους, τότε καταλήγει να γίνεται ένα κέντρο ψυχικής,  κοινωνικής υποστήριξης και ευωχίας.

Τότε μπορεί να πει κάποιος ότι η εκκλησιαστική κοινότητα, αντί να φωτίζει τον άνθρωπο να βρει τον δρόμο της αλήθειας, μέσα από την πορεία του προς τη νίκη κατά του Θανάτου και των Μυστηρίων της Σταυρώσεως και της Αναστάσεως του Ιησού, καθίσταται ένας κοινωνικός, πολιτισμικός ή ανθρωπιστικός φορέας, που εξυπηρετεί μόνον τις κοσμικές και υλιστικές ανάγκες του ανθρώπου.

Για τους παραπάνω λόγους, το έργο της Εκκλησίας παραποιείται και διαστρέφεται, εάν κάποιοι από αυτούς που τη διακονούν, αντί να προσπαθούν να υπηρετούν τον σκοπό της Εκκλησίας και να μετατρέπουν τον κόσμο, με τη δύναμη και τη χάρη του Θεού, σε Εκκλησία, μετατρέπουν τα μέλη της Εκκλησίας σε κόσμο, διακονώντας, έτσι, την εκκοσμίκευση.

Με αυτήν την άφρονη δράση, κάποιων κληρικών και Θεολόγων, που φέρονται να διακονούν την Εκκλησία, χάνεται το ένα και μοναδικό, το εσχατολογικό όραμα της Εκκλησίας. Μετατρέπεται δηλαδή η Εκκλησία, από Αποκάλυψη του αληθινού Θεού, σε μια Θρησκεία, που το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι ένα, χωρίς νόημα και αποτέλεσμα, υπαρξιακό υποκατάστατο, μια αίσθηση αναζήτησης του ανώτερου όντος, μια συναισθηματική ή νοητική πλήρωση, διανθισμένη με στείρα και άγονη ηθικοκοινωνική δράση και ικανοποίηση.

 Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιοι λύκοι εντός του ποιμνίου της εκκλησιαστικής κοινότητας, που αλλοιώνουν την ορθόδοξη πνευματικότητα, εισάγοντας σ’  αυτήν ηθικολογικά, θρησκειολογικά και ευσεβιστικά φληναφήματα  και αποστερώντας το ποίμνιο από την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος.

Η απάντηση στην εκκοσμίκευση: Να επανέλθουμε οι Χριστιανοί στον δρόμο της Ορθόδοξης πνευματικότητας, εντός της λατρευτικής και μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας, στον δρόμο της ορθόδοξης ασκήσεως των Αγίων Πατέρων, της καθάρσεως, του Φωτισμού και της Θεώσεως.   

thriskeftika.blogspot.com