ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

ΚΩΣΤΑΣ ΒΡΑΧΝΟΣ: ΑΘΕΟΛΟΓΗΤΟΣ ΒΙΟΣ

Αθεολόγητος βίος
Κώστας Βραχνός, απόφοιτος Φιλοσοφικής και Θεολογικής Σχολής 

Μια παράλογη αγνωμοσύνη χαρακτηρίζει τις σύγχρονες δυτικές και εν γένει αναπτυγμένες κοινωνίες: βαφτίζοντας αρετή τη διαρκή εξέγερση κατά πάντων και την επανάσταση χωρίς αιτία, απορρίπτουν και καταρρίπτουν οτιδήποτε κατεστημένο χωρίς να το γνωρίζουν εις βάθος, κατά κανόνα ταυτίζοντας το σύνολό του με την πιο αδύναμη και νοσηρή του πτυχή και ιστορία. Προπάντων, όμως, αγνοώντας ότι στη συγκεκριμένη καθεστηκυία τάξη πραγμάτων (αξίες, θεσμοί, κανόνες, ήθη, παραδόσεις, ιερά και όσια) οφείλουν την ίδια τη δυνατότητά τους όχι μόνο να μπορούν να την αμφισβητούν και να τη μάχονται αλλά εν τινί τρόπω να υπάρχουν κιόλας αξιοπρεπώς. Είναι γνωστό, φερ’ ειπείν, πως χωρίς τη χριστιανική καθιέρωση της απόλυτης αξίας του προσώπου, της ελευθερίας της βούλησης αλλά και της αδελφότητας των θνητών δύσκολα θα φτάναμε στις διακηρύξεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εντούτοις, ανάμεσα στους επιγόνους του Διαφωτισμού συναντάμε σήμερα τους πλέον δογματικούς και φανατικούς σκοταδιστές.

Σε γενικές γραμμές, σε αυτές εδώ τις περιοχές της οικουμένης, το σύνολο σχεδόν των όρων που μετερχόμαστε, είτε μας αρέσει είτε όχι, έχει χριστιανική ή εκχριστιανισμένη προέλευση. Βλέπουμε, αισθανόμαστε και σκεπτόμαστε ιουδαιοχριστιανικά, καθότι ο χριστιανισμός στη βαθιά, οντολογική του διάσταση περιλαμβάνει στην ουσία ολόκληρη την γκάμα των αντιληπτικών, διανοητικών, συναισθηματικών, αξιακών και πραξιακών μας δεδομένων και δυνατοτήτων, εντός των οποίων φυσικά κατέχουν πρωταγωνιστικό και αντιρροπιστικό ρόλο και οι αμέτρητες εκδηλώσεις απόκλισης, άρνησης, αποκήρυξης, απέχθειας, υπονόμευσης ή καταπολέμησής του. Κατά τον μεγάλο Unamuno «είμαστε όλοι τέκνα ενός εκκοσμικευμένου χριστιανικού πολιτισμού και φέρουμε τον χριστιανισμό, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, στο μεδούλι της ψυχής μας. Μέχρι και οι άθεοι ανάμεσά μας είναι χριστιανοί». Κάτι που η βιαστική και προκατειλημμένη ματιά δεν αντιλαμβάνεται ούτε υποψιάζεται, αλλά που η μεθοδική και αμερόληπτη ανακαλύπτει αμέσως, όχι δίχως μια κάποια έκπληξη.

Παρά τη σημαντική ανθρωπολογική αλλοίωση που επέφεραν οι κατά τα άλλα αναπόφευκτες εξελίξεις σε επίπεδο κοσμοειδώλου, πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης αλλά και αυτοεικόνας· παρά την επέλαση της εκκοσμίκευσης ως βίαιης πριμοδότησης και κατίσχυσης του λογικού έναντι του ανορθολογικού και του ενδοκοσμικού εις βάρος του υπερβατικού, ακόμη δεν συντελέστηκε εξάλειψη του πολιτισμικού μας γονιδιώματος. Κάποιοι φοβούνται πως με τους τρέχοντες ρυθμούς είναι ζήτημα δεκαετιών. Ο Novalis, από τους πρώτους που διαισθάνθηκαν το πρόβλημα, σημειώνει στο προφητικό Χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη: «Να εκμηδενιστεί εντελώς εκείνη η αθάνατη αίσθηση (του αοράτου) είναι αδύνατον, να θολώσει μόνο μπορεί, να παραλύσει, να εκτοπιστεί από άλλες αισθήσεις». Άλλοι, όπως ο M. Eliade, διαπιστώνουν απλή μεταμφίεση του «ιερού» υπό τη μορφή του μύθου σε σύγχρονες, ενίοτε αδιόρατες εκδηλώσεις του «βέβηλου». Αισιόδοξη διαπίστωση, αν δεχτούμε ότι ο εκκολαπτόμενος, μελλοντικός άνθρωπος παραμείνει ενεργός στις επιδιώξεις του και δεν γίνει απαθής. Διότι ο μεγάλος εχθρός της ανθρωπότητας είναι η μεταφυσική και θρησκευτική αδιαφορία από απάθεια. Μπορεί, όμως, τελικά ο ψυχορραγών homo metaphysicus –ή μάλλον animal metaphysicum– να ψοφήσει πλάι στον νεκρό Θεό του; Καταπώς φαίνεται, ναι. Και μπορεί να πεθάνει χωρίς να πεθάνει μαζί και ο homo sapiens; Σε καμία περίπτωση. Το θρησκευτικό, δηλαδή το ουσιωδώς πνευματικό υπόβαθρο κάθε ανθρώπου και κάθε κοινωνίας είναι ο εγκέφαλος (όχι με την έννοια μόνο των νοητικών λειτουργιών) κάθε οργανισμού. Η καρδιά δύναται να λειτουργήσει και με μηχανική υποστήριξη. Αλλά αν πεθάνει το πνεύμα, δεν μιλάμε πλέον για άνθρωπο. Η λήθη του Θεού, λέει ο καθολικός θεολόγος Karl Rahner, ισοδυναμεί με «ανάστροφη εξέλιξη», επιστροφή στο ζώο, αφού «ο άνθρωπος υπάρχει ως τέτοιος μόνο όταν λέει “Θεός”, τουλάχιστον ως ερώτηση». Διότι η θρησκεία και η θρησκευτικότητα (σημ.: ανεξαρτήτως πίστεως!) δεν ανήκουν μαζί με τη μαγεία, τα παραμύθια και τις δεισιδαιμονίες σε κάποια ανώριμη φάση της εξέλιξης του είδους αλλά στη δομή της ανθρώπινης συνείδησης. Αφορούν δε κάτι τόσο θεμελιώδες ώστε με βάση αυτές (σημ.: το ενδιαφέρον γι’ αυτές) μετράται ακριβώς η ποιοτική στάθμη προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων και, σε τελική ανάλυση, τόσο πρωτεύον ώστε η καλλιέργειά τους (σημ.: η μέριμνα για ό,τι πραγματεύονται) θα όφειλε να συνιστά την επιτακτικότερη προτεραιότητα κάθε ατόμου και κάθε συλλογικότητας. Η μόνη αληθινή ανάπτυξη και ωρίμαση τόσο σε οντογενετική όσο και σε φυλογενετική κλίμακα έγκειται στην επιμέλεια της μεταφυσικής αίσθησης, του μυστηριακού αισθητηρίου, του θρησκευτικού αισθήματος, της θεολογικής ευαισθησίας.

Απέραντο και υπεραπαιτητικό θέμα. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν το θρησκευτικό αίσθημα αποτελεί μετεξέλιξη της μεταφυσικής αίσθησης (A. Schopenhauer), η μεταφυσική υποπροϊόν της θρησκείας (F. Nietzsche) ή όπως βεβαιώνει ο Max Scheler αν το θρησκευτικό προηγείται του μεταφυσικού· αν υπάρχει το «θρησκευτικό ένστικτο», που μας πληροφορεί για το ιερό (R. Otto) και αν, τελικά, η έννοια «ιερό» υπερισχύει της έννοιας «Θεός» (N. Söderblom)· αν το αίνιγμα του θανάτου οδηγεί στη θρησκευτικότητα (E. B. Tylor) ή αν πράγματι αυτός «δεν συνιστά τόσο το αντικείμενο της μεταφυσικής σκέψης όσο το υπαρξιακό της κίνητρο» (E. Fink). Όλα λίγο-πολύ αληθεύουν. Εκείνο, όμως, που δεν χωρά καμία αβεβαιότητα είναι πως ο στοχασμός και η πίστη –αν υποθέσουμε πως χωρίζονται– γεννώνται και συναρτώνται με την αμφιθυμική εμπειρία του Μυστηρίου (ως θάμβος, απορία, ανημπόρια, τρόμος, αγωνία κ.ά.) καθώς επίσης και ότι, όπως προείπαμε, αυτή η συνάρτηση αποτελεί το κατεξοχήν ειδοποιό και διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου ως προς τα έτερα ζώα αλλά και ως προς τους συνανθρώπους του. Ο Schopenhauer, κατά τον οποίο η συνείδηση του θανάτου μαζί με την οδύνη και την αθλιότητα της ζωής «δίνουν την πιο δυνατή ώθηση στον φιλοσοφικό στοχασμό και τις μεταφυσικές ερμηνείες του κόσμου», εξετάζοντας τη «μεταφυσική ανάγκη των ανθρώπων», τονίζει: «Όσο πιο χαμηλά στέκει ένας άνθρωπος από διανοητική άποψη, τόσο λιγότερο αινιγματώδες θεωρεί το Είναι ως τέτοιο».Ό,τι ισχύει για το μεμονωμένο άτομο ισχύει και για την κοινωνία, τη χώρα ή τον λαό.

Το ότι αποκλείεται «να στερέψουν οι πηγές της μεταφυσικής σκέψης» (Π. Κονδύλης) ή να εκριζωθεί αυτό το σχετικό όργανο, δεν θα πει ότι δεν μπορεί να ατροφήσει. Και όταν ατροφεί, το σώμα πάσχει και νοσεί, διατελεί σε θανατηφόρα κρίση. «Η κρίση είναι, κατά βάθος, κρίση θρησκευτικότητας ή, μάλλον, αθρησκευτικότητας, είναι μια κρίση θρησκευτική» φώναζε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο Unamuno. «Όλες οι πολιτικές κρίσεις συνιστούν στην ουσία θρησκευτική κρίση», φώναζε την ίδια εποχή και η αδελφή ψυχή, N. Berdyaev. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και οι δύο αυτοί σοφοί έζησαν από τα μέσα την Ιστορία και γνώριζαν όσο λίγοι πολιτική. Γράφει κάπου ο Ισπανός: «Η οικονομική και υλική ζωή δεν είναι αντίθετη στην πνευματική ζωή, ούτε μπορεί να είναι ξεκομμένη πλήρως από αυτή και αφηρημένη (…) Ολόκληρη η υλική ζωή δεν είναι παρά η εκδήλωση της πνευματικής ζωής όπου βρίσκονται οι ρίζες της (…) μπορεί να θεωρείται ως παράγωγο της πνευματικής».

Ας σταχυολογήσουμε και ας ακούσουμε για μια στιγμή τούς δύο βοώντες εν τη ερήμω:

«Το υπερκόσμιον και μεταφυσικόν δεν εισέρχεται έξωθεν εις τον άνθρωπον, αλλά αναδύεται εξ αυτού από το εσώτατον βάθος (…) Η γηραιά Ευρώπη πρόδωσε το παρελθόν της. Το αρνήθηκε. Ο αστικός πολιτισμός, ο αντιθρησκευτικός, κατανίκησε την παλιά ιερή της κουλτούρα (…) Η φοβερώτερη μορφή αθεΐας σίγουρα δεν είναι αυτή που εμφανίζεται στον στρατευμένο και παράφορο αγώνα εναντίον της ιδέας του Θεού και εναντίον αυτού του ίδιου του Θεού, αλλά αυτή που εμφανίζεται στην αθεΐα της πρακτικής ζωής, στην αδιαφορία και στην ψυχρότητα (…) Η παράφορη εξέγερση και η πάλη κατά του Θεού μπορεί να οδηγήσουν σε περισσότερο φως και σε υψηλότερη μορφή θρησκευτικής σκέψης (…) Η αγανάκτηση που οι χριστιανοί δείχνουν έναντι των αθεϊστών και της στρατευμένης αθεΐας συχνά είναι ευτελής, διότι είναι οι δικές τους παραμορφωμένες αντιλήψεις για τον Θεό και ο δικός τους άθεος βίος, που προκαλούν αυτή την αθεΐα (…) Δεν είναι χριστιανός αυτός που είναι αυτοϊκανοποιημένος και περιφρονεί τους άλλους, για τους οποίους το πρόβλημα του Θεού είναι βασανιστικό (…) Ο άθεος μπορεί να είναι καλύτερος από αυτόν που επαναλαμβάνει “Κύριε, Κύριε” (…) Η μοίρα της κουλτούρας εξαρτάται από την πνευματική κατάσταση των εργατικών μαζών, από το αν θα εμπνευστούν από τη χριστιανική πίστη ή τον αθεϊστικό υλισμό (…) Το πρόβλημα περί Θεού είναι το αιώνιο πρόβλημα, το πρόβλημα όλων των εποχών, είναι πάντα το πρώτο και κυριότερο, αλλά το πρόβλημα της εποχής μας είναι το πρόβλημα του ανθρώπου, περί της σωτηρίας του ανθρώπινου προσώπου από την αποσύνθεση, περί της αναγνώρισης και της αποστολής του ανθρώπου, περί της απάντησης των βασικών προβλημάτων της κοινωνίας και του πολιτισμού υπό το φως της χριστιανικής περί ανθρώπου ιδέας (…) Ο πεσιμισμός περικλείει ένα υγιές στοιχείο, στρέφει τον άνθρωπο προς την υπεργήινη ζωή» (N. Berdyaev).

«Απ’ την κατάσταση του πνευματικού περιβάλλοντος της κοινωνίας εξαρτάται ο ερεθισμός του μυστηρίου μες στο μυστήριο της ψυχής μας (…) Ένας λαός μπορεί να παρακμάζει πνευματικά, ενώ προοδεύει στην οικονομία, τη βιομηχανία, το εμπόριο ακόμα και την επιστήμη και τις τέχνες (…) Είναι αναγκαίο για την πνευματική ζωή να επανακάμψουν οι μεταφυσικές ανησυχίες (…) Ένας λαός ο οποίος δεν μιλάει για τίποτε άλλο παρά για δουλειές και απολαύσεις είναι ένας λαός εντός του οποίου θα φυτρώσει και θα ριζώσει η θλιβερή απαισιοδοξία, όχι αυτή της πείνας αλλά η χειρότερη, της βαρυστομαχιάς (…) Ενόσω μεγαλώνει και βαθαίνει η ανησυχία μου για την ατομική μοίρα και το πέραν του τάφου, μεγαλώνει και βαθαίνει η ανησυχία μου για τα κοινωνικά ζητήματα. Η δυστυχία εμποδίζει να κοιτάξουμε τον ουρανό (…) Για κάθε λαό το ζωτικό του πρόβλημα, ζωής και θανάτου, είναι να βρει τη δική του θρησκεία, εκείνη που εκφράζει ή ορίζει το πνεύμα του και ικανοποιεί τις διανοητικές και συναισθηματικές του ανάγκες (…) Ποια θρησκεία; Εκείνη όλων των θρησκευόμενων ανθρώπων, που είναι ίσως στο βάθος η ίδια, του αιωνίου ερωτήματος. Διότι να είσαι θρησκευόμενος θα πει να το θέτεις, ακόμα κι αν δεν βρίσκεται απάντηση, και άθρησκος να το αποφεύγεις (…) Όλες οι θρησκείες είναι αληθινές, εφόσον κάνουν τους λαούς που τις ομολογούν να ζουν πνευματικά, εφόσον τους παρηγορούν που έπρεπε να γεννηθούν για να πεθάνουν, και για κάθε λαό η πιο αληθινή θρησκεία είναι η δική του, εκείνη που τον έφτιαξε» (Unamuno). Βέβαια, δεν έχουν πάντα οι –έστω και ανορθόδοξοι– πιστοί το μονοπώλιο παρόμοιων διαγνωστικών. Θεολογικά αντανακλαστικά συναντάμε σε κάθε ενδοσκοπικό και ευαίσθητο ον. Ο J. L. Borges δεν ήταν που έγραψε πως «κάθε καλλιεργημένος άνθρωπος είναι ένας θεολόγος, και για κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητη η πίστη»; Αρκεί, πράγματι, ένα minimum πνευματικής κατάρτισης και, φυσικά, υπαρξιακής κινητικότητας. Ο E. Ionesco, που διέθετε και τα δύο στον ανώτατο βαθμό, υπογράμμισε: «Δεν μπορεί να υπάρξει ζωή, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτισμική ζωή χωρίς τη μεταφυσική και το θρησκευτικό αίσθημα».

Ο ραγδαίος αποχριστιανισμός της Δύσης δεν θα ήταν κάτι τόσο ανησυχητικό εάν μαζί με την πίστη στο δόγμα και τη μετοχή στη λατρεία δεν μειωνόταν και γενικώς η (προ)διάθεση προς το ιερό, το μυστήριο, το θείο, εάν δεν επέφερε γενικευμένη αποϊεροποίηση. Απεναντίας, θα μπορούσε ν’ αποτελεί ακόμα και αναγκαία φάση μιας καθαρτικής, εξυγιαντικής, σωτήριας κρίσης εντός των κόλπων της επίσημης θρησκείας, που ως βασικός υπεύθυνος εκφυλίστηκε, με αποτέλεσμα να χάσει προοδευτικώς τον ρόλο και το κύρος της. Από μία άποψη, το φαινόμενο της εκκοσμίκευσης, έτσι όπως αυτό εξελίχθηκε, μπορεί να αναχθεί σε αμιγώς ενδοεκκλησιαστικά αίτια. Μια χριστιανική, δηλαδή μια χρηστή πνευματικά, ποιμαντικά, πολιτικά και κοσμικά συμπεριφορά πολύ δύσκολα θα προκαλούσε την αντίδραση που προκλήθηκε, η δε πορεία του ευρωπαϊκού πνεύματος κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έπαιρνε τη μορφή επιχείρησης υπέρβασης ή/και απαλοιφής του φιλοσοφικού ή θεολογικού Απολύτου, οδηγώντας στον σημερινό homo indifferens. Στην πραγματικότητα, τα πεπραγμένα της θεσμικής Εκκλησίας, ως μοναδικού «εκπροσώπου του θείου», η προδοτική ταύτισή της με τη φαύλη πολιτική και οικονομική εξουσία, η αέναη δογματική ομφαλοσκόπηση και η εγκατάλειψη του καταφρονεμένου και αγωνιούντος ανθρώπου, προξένησαν δικαιολογημένο odium theologicum. «Αυτό που αρχικά ήταν προσωπικό μίσος κατά της καθολικής πίστης μεταβλήθηκε αργά αλλά σταθερά σε μίσος κατά της Βίβλου, κατά της χριστιανικής πίστης και τελικά αυτής της ίδιας της θρησκείας», ειδοποιούσε ο Novalis.

Παράλληλα, μέσα στην κατακλυσμιαία δυναμική της εμμένειας, η φιλοσοφία απομακρύνθηκε από τα μεταφυσικά ζητήματα, αφήνοντάς τα στη δικαιοδοσία της θεολογίας, η οποία εξελίχθηκε από προνομιακό σε αποκλειστικό σχεδόν «διαχειριστή» τους, πλάι στην τέχνη, που όταν δεν θερμαίνεται από αυτήν, καταλήγει αργά ή γρήγορα στην άδοξη ανάφλεξη. Την ίδια στιγμή, η θεολογία, στην ανάγκη της να νομιμοποιήσει την ύπαρξη και το κύρος της, ταυτίστηκε και αφέθηκε να ταυτιστεί με το δόγμα και κυρίως την πίστη, με αποτέλεσμα να εμπεδωθεί η παρανόηση ότι η θεολογική βίωση και εξέταση των αιωνίων ερωτημάτων προαπαιτεί ομολογιακής φύσεως διαπιστευτήρια. Έτσι, με τη σταδιακή αποδυνάμωση του ενδιαφέροντος για τη θρησκεία αλλά και της λατρευτικής ζέσης εντός του θρησκεύματος συρρικνώθηκε και ο ύστατος –τώρα που οι τέχνες έγιναν στην πλειονότητά τους «ψυχαναλυτικές»– χώρος εμπερίστατης διαπραγμάτευσης και ευρείας καλλιέργειας της ανθρώπινης μεταφυσικότητας.

Όμως, η θρησκεία (κατά κανόνα, η πάτρια) προσφέρεται για τον θνητό και φθαρτό και αδαή και ανεπαρκή άνθρωπο όχι ως ένα αλάνθαστο ούτε καθ’ όλα «αποτελεσματικό», πάντως, ως το καλύτερο δυνατό και άμεσα διαθέσιμο μέσο προσανατολισμού εντός του αγνώστου της εγκόσμιας περιπέτειας: φίλτρο ερμηνείας, πηγή έμπνευσης, μοντέλα αναφοράς, γνώμονα ηθικής, άξονα οργάνωσης, πρότυπο συμβίωσης, καταφύγιο παρηγορίας, δεξαμενή ελπίδας, χορηγό νοήματος. Το μόνο, ουσιαστικά, «όπλο» έναντι της θνητότητας και του θανάτου. Σ’ αυτήν και δι’ αυτής εκφράζεται από καταβολής κόσμου και με τον πλέον εξελιγμένο τρόπο η θεμελιωδέστερη διάσταση και ανάγκη του ανθρώπου, η μεταφυσική, εκείνη που σχετίζεται με το μυστήριο του υπάρχειν και που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί και να ευδοκιμήσει παρά σε αρχαία, παγκόσμια, δοκιμασμένα, πλούσια, ολοκληρωμένα συστήματα, και όχι επιμέρους πολιτικές ιδεολογίες ή επιστημονικές θεωρίες που διεκδικούν οικουμενικότητα, αντιποιώντας απεγνωσμένα την αρχή της. Όπως είπαμε, έχουμε να κάνουμε με μια δομική ιδιότητα. Υπό αυτή την έννοια, η φθίση ή η απουσία της συνεπάγεται βαρύτατες επιπτώσεις στην ψυχοδομή του ατόμου και το κλίμα της εποχής. Το άγχος, το οποίο χαρακτηρίζει τον σημερινό άνθρωπο και τις σημερινές κοινωνίες, η αίσθηση ανασφάλειας, σύγχυσης, θυμού, αποπροσανατολισμού, βιασύνης, απληστίας, στέρησης, απελπισίας, αδικίας, κενού και έλλειψης νοήματος, όλα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέονται με την παραμέληση της παραπάνω σταθεράς, με την απώλεια «ενός πνευματικού κέντρου, μιας απάντησης έστω και συμβολικής ή έμμεσης στο ερώτημα της ύπαρξης της ζωής», που λέει ο λουθηρανός φιλόσοφος P. Tillich. Ειδικότερα, στο κομβικό θέμα του θανάτου, βλέπουμε πόσο στον σύγχρονο κόσμο «άδειασε από θρησκευτική σημασία, εξομοιώθηκε με το μηδέν, με αποτέλεσμα ο σύγχρονος άνθρωπος να παραλύσει από την αγωνία» (M. Eliade). O C.G. Jung, σε έναν απολογισμό της όλης ερευνητικής και θεραπευτικής δραστηριότητάς του, θα επισημάνει ότι από όλους τους ενήλικες ασθενείς του «ούτε ένας δεν υπήρξε που το πρόβλημά του σε τελική ανάλυση να ήταν η εύρεση μιας θρησκευτικής οπτικής της ζωής (…) όλοι αρρώστησαν επειδή έχασαν εκείνο που όλες οι ζωντανές θρησκείες προσφέρουν πάντοτε στους ακολούθους τους». Στο ίδιο μήκος κύματος θα κινηθεί και ο Eliade: «Η υπαρξιακή κρίση είναι, σε τελική ανάλυση, “θρησκευτική”, καθώς στα αρχαϊκά επίπεδα του πολιτισμού, το είναι συγχέεται με το ιερό (…) συνεπώς, η θρησκεία αποτελεί την υποδειγματική λύση κάθε υπαρξιακής κρίσης». Εκεί που η νεωτερικότητα βλέπει απλώς ένα άρρωστο παρελθόν που ξεπεράστηκε, εκεί ακριβώς βρίσκεται η μοναδική δυνατότητα μιας κάποιας ίασης, αφού ο «ανεπίκαιρος» θεολογικός «ανορθολογισμός» αποδεικνύεται απείρως πιο καίριος κι ωφέλιμος απ’ ό, τι το αντιπνευματικό πνεύμα των καιρών έχει ορίσει.

Κλείνοντας την περιδιάβασή μας, ας επιστρέψουμε στην αρχική παρατήρηση περί αγνωμοσύνης, αν και εν προκειμένω θα έπρεπε να μιλάμε μάλλον για τραγική ειρωνεία. Όλοι γνωρίζουμε την ευμενή στάση μεγάλου μέρους της αριστεράς απέναντι σε ορισμένους ολοκληρωτισμούς (π.χ. έμπρακτος κομμουνισμός, δηλαδή κομμουνισμός, καθώς δεν εγκαθιδρύθηκε ποτέ και πουθενά ο «ορθός» κομμουνισμός) και ανελεύθερα πολιτισμικά μοντέλα οργάνωσης βίου (π.χ. πολιτικό ισλάμ, δηλαδή ισλάμ, καθώς δεν υφίσταται μη πολιτικό ισλάμ) ή τις ολοένα και εντονότερες αιτιάσεις της περί «δικτατορίας» ή «αστυνομοκρατίας». Αν υπήρχε η στοιχειώδης γνώση ή, καλύτερα, η παραμικρή βιωματική εμπειρία των υπερασπιζόμενων και καταγγελλόμενων πραγματικοτήτων, επί παραδείγματι, να είχε ζήσει κανείς ως ελευθερόφρων στο ανατολικό μπλοκ, ως γυναίκα στο Πακιστάν ή ως αντιφρονών στη Χιλή του Pinochet, η τοποθέτηση θα ήταν εντελώς διαφορετική, ενώ θα γλίτωνε και ο δημόσιος λόγος ικανό μέρος από τη συστηματική του απαξίωση εξαιτίας της κατάχρησης των διαφόρων σχημάτων λόγου. Ομοίως, στη χριστιανική ή χριστεπώνυμη Εσπερία, οι αδιαφορούντες για τα θρησκευτικά δεν φαντάζονται πόσο θρησκευτικά είναι τα προβλήματά τους, όσο δε για τους περιφρονητές και τους συκοφάντες της χριστιανοσύνης, ούτε κι αυτοί υποψιάζονται πόσο το δικαίωμα αλλά και η ικανότητά τους να χλευάζουν και να κατηγορούν θεμελιώνονται εν πολλοίς πάνω σε προϋποθέσεις και στοιχεία εκείνου που ανυποψίαστοι και περήφανοι κατηγορούν και χλευάζουν.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί πως δεν κινδυνεύουν με πλήρη μαρασμό και αφανισμό όλες οι θρησκείες με τους κάθε λογής πιστούς τους. Η απίσχνανση του θρησκευτικού αισθήματος στις ποικίλες εκφάνσεις της, από την απάθεια έως την απαξίωση και την αποκαθήλωση των πάντων, αποτελούν φαινόμενα σχεδόν αποκλειστικά των χριστιανικών κοινωνιών (εξαιρέσεις η Ιαπωνία και η Ν. Κορέα). Έξω απ’ τις χώρες του πολιτικώς/οικονομικώς/τεχνολογικώς αναπτυγμένου κόσμου, και ειδικότερα στον αποκαλούμενο «τρίτο κόσμο», οι θρησκείες διατηρούν τις δυνάμεις και την επιρροή τους, ιδιαίτερα δε στα μουσουλμανικά κράτη και στις μουσουλμανικές κοινότητες εντός μη μουσουλμανικών κρατών παρατηρούνται τάσεις ριζοσπαστικοποίησης, επέκτασης και επεκτατισμού. Σημειωτέον, το ισλάμ δεν γνώρισε ούτε μπορεί να γνωρίσει Αναγέννηση, Μεταρρύθμιση, Διαφωτισμό, δημοκρατία, γενικώς όλα τα καλά και τα κακά της εκκοσμίκευσης. Δεν ανέχεται τη δυσπιστία, απαγορεύει την έσωθεν ή έξωθεν κριτική και τιμωρεί με θάνατο την έσωθεν και έξωθεν ασέβεια και βλασφημία. Παρ’ όλα αυτά, σημαντική μερίδα χριστιανών και αριστερών που ελεεινολογούν την παρακμή της πίστης και το τέρας του καπιταλισμού, αντιστοίχως, κοιτάζουν με ευμένεια το μουσουλμανικό παράδειγμα, εκφράζοντας κατανόηση προς απαράδεκτες θεσμικές αξιώσεις των μουσουλμάνων αλλά και επιείκεια ή συμπάθεια προς τους παράφρονες της ισλαμικής βίας/τρομοκρατίας. Στο όνομα της χαμένης πίστης και της αποικιοκρατικής ενοχής ή της γενικής παρακμής εξαίρεται αλόγιστα και αδιακρίτως το ασύμβατο με τη δυτική θεμελίωση ισλάμ, εκεί που θα έπρεπε να αναζητούνται συγκλονιστικά παραδείγματα στη μεγαλειώδη ινδική πνευματικότητα (ινδουισμός, βουδισμός, τζαϊνισμός). Οι θρησκείες και οι παραδόσεις, μολονότι αντανακλούν, δημιουργούν, διαμορφώνουν και υπηρετούν τις εκάστοτε ανάγκες του κάθε λαού, σαφώς διαφέρουν αξιολογικώς μεταξύ τους (κάποιες, αναντίρρητα, είναι πνευματικότερες ή ειρηνικότερες από κάποιες άλλες) και κάθε σοβαρός μελετητής του αντικειμένου γνωρίζει την ιστορία, τον πλούτο, την επίδραση, τη συμβολή και τις οφειλές της καθεμιάς. Ωστόσο, αυτό που σήμερα πρωτίστως θα έπρεπε να ενδιαφέρει είναι ο βαθμός θεσμικής και βιοτικής συμβατότητας κι εναρμόνισης των ανθρωπολογικών και πολιτικοκοινωνικών μοντέλων που αυτές προτείνουν, δηλαδή ενσαρκώνουν, κάτι όχι και πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί. Εφόσον, βέβαια, αποφασίσουμε να δράσουμε προς γενικό όφελος με γνώμονα την πραγματικότητα, την αξιοπρέπεια, τον σεβασμό και την ειρήνη, και μπορέσουμε επιτέλους ν’ απαλλαγούμε από ολέθριες ιδεολογικές στρεβλώσεις, προκαταλήψεις και φαντασιώσεις της άγνοιας και της μόδας («ισλαμοφοβία», «διαφορετικότητα», «πολυπολιτισμικότητα» κ.ά.). Εδώ η νοσούσα, αυτοϋπονομευτική, εν τέλει, αυτοκτονική μοίρα της Εσπερίας καθρεφτίζεται εύγλωττα στις επιθέσεις στο Charlie Hebdo (και, προπαντός, στη μερική ή πλήρη δικαιολόγησή τους), στον φετφά κατά του S. Rushdie, στις ύβρεις κατά του M. Houellebecq, στις διώξεις του Thilo Sarrazin, ή, παρ’ ημίν, στις κατηγορίες εις βάρος της γενναίας Σώτης Τριανταφύλλου, και γενικώς σε κάθε λόγο ή ενέργεια που αμφισβητεί, αναθεωρεί και απεμπολεί επί δυτικού εδάφους τα κορυφαία ανθρωπιστικά και πολιτειακά κατορθώματα και κεκτημένα της Δύσης.

alopsis.gr

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

ΠΡ. ΘΩΜΑΣ ΒΑΜΒΙΝΗΣ: ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΛΙΓΑΡΚΕΙΑΣ - ΙΔΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

 Προοπτική τής ολιγάρκειας – Ιδανική πολιτεία 
Πρωτοπρ. Θωμάς Βαμβίνης 

Προοπτική τῆς ὀλιγάρκειας

Στόν δημόσιο βίο συνεχῶς γίνεται λόγος γιά τήν ἀξιολόγηση τῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ Δημοσίου καί τῶν ὑπαλλήλων τους, ὥστε νά ἀμοίβονται οἱ συνεπεῖς καί παραγωγικοί, νά κινητοποιοῦνται οἱ ὑπόλοιποι καί οἱ ὑπηρεσίες νά βελτιώνουν τίς δομές καί τόν τρόπο λειτουργίας τους. Αὐτά εἶναι μηχανισμοί πού ἐπιβάλλονται ἀπό τούς στόχους τῆς κοσμικῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία κινεῖται ἀπό τήν οἰκονομία τοῦ χρήματος, πού ἀπαιτεῖ μετρήσιμη ἀποτελεσματικότητα, ὥστε νά βλέπη διαρκῶς τούς δεῖκτες τῆς παραγωγικότητας νά αὐξάνουν. Βέβαια, κάποιοι εὐαίσθητοι παρατηρητές τῆς παγκοσμιοποιημένης δυτικῆς, κυρίως, οἰκονομίας, ἔβλεπαν ἀπό νωρίς τόν ἀδιέξοδο δρόμο τῆς συνεχοῦς ἀνάπτυξης, γι’ αὐτό μιλοῦσαν γιά τήν ἀνάγκη ἀντίστροφης πορείας, μιλοῦσαν γιά «ἀποανάπτυξη».

Ὁ Γάλλος καθηγητής Σὲρζ Λατοὺς σέ συνέντευξή του, πρίν ἀπό 14 χρόνια (Καθημερινὴ 22.5.2011), ἔλεγε: «Τὸ ποτάμι τῆς κατανάλωσης ξεχείλισε, πλημμύρισε τὰ πάντα καὶ τώρα ἀφήνει τὸν βάλτο τῆς ὕφεσης. Ἀφοῦ οἱ κοινωνίες ἀρρώστησαν ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀνάπτυξη τῆς οἰκονομίας, τώρα “σβήνουν” ἀπὸ τὸ σκάσιμο τῆς φούσκας. Μήπως ἦρθε ἡ ὥρα νὰ σκεφτοῦμε τὴν προοπτικὴ τῆς ἀποανάπτυξης;». Μᾶλλον θά πρέπει νά μιλᾶμε γιά τήν προοπτική τῆς ὀλιγάρκειας καί τοῦ ἐξανθρωπισμοῦ τῶν σχέσεων θεσμῶν καί ἀνθρώπων, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν ἐργασιακῶν.

Αὐτά, ὅμως, ὅπως εἶναι δομημένη ἡ κοινωνία μας, εἶναι μᾶλλον μιά οὐτοπία· ἀπαιτοῦν ἄλλον «τόπο» μέ ἄλλους «νόμους», μιά «πολιτεία» μέ προοπτική πού δέν κλείνεται στήν παραγωγικότητα καί τήν ἀνάπτυξη τῆς οἰκονομίας τοῦ χρήματος, πού ἔχει «πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς». 

Ἰδανική πολιτεία

Κάποια στοιχεῖα αὐτῆς τῆς ἰδανικῆς πολιτείας τά παίρνουμε, ὄχι ἀπό τόν Πλάτωνα, ἀλλά ἀπό τόν ὅσιο Ἠσαΐα τόν Ἀναχωρητή καί τό ἔργο του: «Περί… τῶν ἐθελόντων οἰκῆσαι μετ’ ἀλλήλων». Διδάσκει ὁ ὅσιος:

«Ἐάν ἐξέλθητε μετ’ ἀλλήλων εἰς πάρεργον, ἕκαστος ὑμῶν πρόσχῃ ἑαυτῷ [νά προσέχη τόν ἑαυτό του] καί μή τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ﮲ μή διδάξῃ αὐτόν ἤ διατάξῃ τι αὐτῷ» (κεφ. 2). Ὁ καθένας βλέπει τόν ἑαυτό του κι ὄχι τί κάνουν οἱ ἄλλοι καί πρό παντός δέν κάνει στούς ἄλλους τόν δάσκαλο, οὔτε δίνει ἐντολές. Δέν κρίνει, οὔτε ἀξιολογεῖ κανέναν.

Ἐπίσης συμβουλεύει: «Ἐάν ποιῆτε πάρεργον ἔνδον ἐν τῷ κελλίῳ…, τόν ποιοῦντα τό ἔργον ἐάσατε ποιῆσαι ὡς ἄν βούληται﮲ ἐάν δέ εἴπῃ, ποιήσατε ἀγάπην, διδάξατέ με, ὅτι οὐκ οἶδα, καί ἔστιν ἄλλος ἐπιστάμενος, μή πονηρεύσηται καί εἴπῃ, οὐκ οἶδα﮲ οὐκ ἔστι γάρ αὕτη ταπείνωσις κατά Θεόν» (κεφ. 3). Δύο σημεῖα εἶναι ἀξιοπρόσεκτα: Πρῶτον, «τόν ποιοῦντα τό ἔργον ἐάσατε ποιῆσαι ὡς ἄν βούληται», αὐτόν πού ἀνέλαβε νά κάνη τό ἔργο ἀφῆστε τον νά τό κάνη, ὅπως θέλει. Μήν τοῦ κάνετε ὑποδείξεις. Μήν ἐμπλέκεστε στήν διακονία πού ἀνέλαβε. Δεύτερον: ἄν πῆ «διδάξατέ με», γιατί δέν γνωρίζω πῶς νά κάνω τό ἔργο πού μοῦ ἀνατέθηκε, αὐτός πού γνωρίζει πρέπει νά τόν βοηθήση, «μή πονηρεύσηται καί εἴπῃ, οὐκ οἶδα». Αὐτό εἶναι πονηρία, δέν εἶναι ταπείνωση κατά Θεόν.

Εἶναι προφανές ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἄσχετα μέ τήν μέριμνα γιά αὔξηση τῆς παραγωγικότητας, τήν ἐπιδίωξη τῆς καινοτομίας καί φυσικά τήν ἀξιολόγηση τῶν ἐργαζομένων καί τῆς ἐργασίας τους. Εἶναι ἰδανικό πού ἐμπνέει, δέν εἶναι ὅμως ἐφαρμόσιμο στήν κοινωνία τῆς ἰδιοτέλειας. Ἀπαιτεῖ φιλότιμο, ἀγάπη ἀληθινή, ἀμεριμνία γιά τά ὑλικά πράγματα καί τόν νοῦ στόν Θεό. Αὐτά δέν μποροῦν νά ἐπιβληθοῦν μέ κρατικούς νόμους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν στήν φύση τους τόν καταναγκασμό. 

alopsis.gr

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ: Η ΠΑΡΕΝΘΕΤΗ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ

Η παρένθετη μητρότητα
Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος καθηγητής Θεολογικής σχολής ΑΠΘ
 

Ἡ σύγ­χρο­νη βι­οϊα­τρι­κὴ δη­μι­ουρ­γεῖ και­νο­φα­νεῖς «συ­ζυ­γι­κὲς» σχέ­σεις καί οἰ­κο­γε­νει­α­κές κα­τα­στά­σεις. Πάν­το­τε τά παι­δι­ὰ ἦ­ταν καρ­ποὶ ἐ­ρω­τι­κῆς σχέ­σε­ως. Σή­με­ρα ἡ σχέ­ση αὐ­τή μπο­ρεῖ νὰ ἀν­τι­κα­τα­στα­θεῖ μὲ ψυ­χρή ἐρ­γα­στη­ρι­α­κή διαδικα­σί­α, πού χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται συ­νή­θως, ὡς «ἰ­α­τρι­κῶ­ς ὑπο­βο­η­θού­με­νη ἀνα­πα­ρα­γω­γή». Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α ὅ­μως αὐ­τή, πού ἀ­κο­λου­θεῖ  δι­α­φό­ρου­ς με­θόδους, (ἀ­πό τήν ὁμό­λο­γη ἐν­δο­σω­μα­τι­κὴ ὡς  τήν ἑτε­ρό­λο­γη ἐξω­σω­μα­τι­κή ἤ τήν υἱοθεσί­α κα­τε­ψυγ­μέ­νων ἐμ­βρύ­ων) δέ­ν εἶναι συ­νήθω­ς κά­ποι­α ὑ­πο­βο­ή­θη­ση τῆ­ς ἀνα­πα­ρα­γω­γῆς, ἀλ­λὰ καί πα­ρέμ­βα­ση στὴν φύ­ση. Γι᾿ αὐ­τὸ ἀν­τὶ νὰ ὀ­νο­μά­ζε­ται «ὑ­πο­βο­η­θού­με­νη ἀ­να­πα­ρα­γω­γή», θὰ ἔ­πρε­πε νὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «παρεμβα­τι­κὴ ἀ­να­πα­ρα­γω­γὴ» ἢ ἀ­κρι­βέ­στε­ρα ὡς «πα­ρεμ­βα­τι­κὴ τε­κνο­ποί­η­ση», γι­ὰ νὰ δι­α­κρί­νε­ται ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λη πα­ρα­γω­γι­κὴ δι­α­δι­κα­σί­α1.

Ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμό­ς τῆς τε­κνο­ποι­ήσε­ω­ς ὡς ὑ­πο­βο­η­θού­με­νης ἤ ὡς πα­ρεμ­βα­τι­κῆς δέν εἶναι τυ­πι­κό, ἀλ­λὰ οὐ­σι­α­στι­κὸ ζή­τη­μα, γι­α­τί προ­δι­α­γράφει τό­ν χα­ρα­κτή­ρα τῶν συ­νε­πει­ῶν της. Ἡ ὑ­πο­βο­ή­θη­ση πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μέ­σα στό φυ­σι­κὸ πλαί­σι­ο, ἐ­νῶ ἡ πα­ρέμ­βα­ση μπο­ρεῖ νὰ βγαί­νει καί ἔ­ξω ἀ­πό αὐ­τό. Βγαί­νον­τας ὅ­μως ἔ­ξω ἀπό τό φυ­σι­κὸ πλαί­σι­ο δι­ο­λι­σθαίνει εὔ­κο­λα σὲ ἀ­φύ­σι­κες ἤ πα­ρά φύ­ση κα­τα­στά­σει­ς ἤ καί σέ δι­ευ­κό­λυν­ση τέτοι­ω­ν κα­τα­στά­σε­ων.

Ἐ­ξ ἄλ­λου, μὲ τίς νέ­ες μορ­φὲς μη­τρό­τη­τας ἔ­παυ­σε νὰ ἰ­σχύ­ει τὸ ἀ­ξί­ω­μα ὅτι ἡ μη­τέ­ρα εἶναι πάν­το­τε βε­βαία. Ἀ­κό­μα καί κά­ποι­ε­ς πε­ρι­πτώ­σεις, πού ἀνα­φέ­ρον­ται στήν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη καί ἐ­κλαμ­βά­νον­ται ἀ­πό με­ρι­κούς ὡς σχε­τι­κὲς μὲ τὴν πα­ρέν­θε­τη μη­τρό­τη­τα, ὅ­πως τῆς γυ­ναι­κός τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ Σάρ­ρας, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν στεί­ρα καὶ συ­νέ­στη­σε στὸν σύ­ζυ­γό της νὰ συ­νευ­ρε­θεῖ μὲ τὴ δού­λη της Ἄ­γαρ γι­ὰ νὰ τε­κνο­ποι­ή­σει2, ἢ τῆς ἐ­πί­σης στεί­ρας γυ­ναί­κας τοῦ Ἰ­α­κὼβ Ρα­χήλ, ἡ ὁ­ποί­α ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὸν σύ­ζυ­γό της νὰ συ­νευ­ρε­θεῖ μὲ τὴ δού­λη της Βάλ­λα, γι­ὰ νὰ γεν­νή­σει στὰ γό­να­τά της καὶ νὰ ἀ­πο­κτή­σει μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο παι­δί3, δὲν ἔ­θι­ξαν κα­θό­λου τὴν βε­βαι­ό­τη­τα τῆς μη­τρό­τη­τας. Μὲ τὰ σύγ­χρο­να ὅ­μως δε­δο­μέ­να τὸ ἀ­ξί­ω­μα ὅ­τι ἡ μη­τέ­ρα εἶ­ναι βε­βαία, με­τα­τρέ­πε­ται σὲ θε­ώ­ρη­μα ποὺ χρει­ά­ζε­ται ἀ­πό­δει­ξη.

Ἡ πα­ρέν­θε­τη μη­τρό­τη­τα ἐμ­φα­νί­ζε­ται σέ πε­ρι­πτώ­σει­ς κα­τά τίς ὁποῖ­ες ἡ γυ­ναῖκα πού ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ γί­νει μη­τέ­ρα ἀ­δυ­να­τεῖ λό­γῳ στει­ρό­τη­τα­ς ἤ ἄλ­λη­ς αἰτίας. Οἱ πε­ρι­πτώ­σεις αὐ­τὲς δι­α­φέ­ρουν με­τα­ξύ τους, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ οἱ μορ­φὲς ποὺ προσ­λαμ­βά­νει ἡ πα­ρέν­θε­τη μη­τρό­τη­τα εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κές. Στὴ συ­νέ­χει­α ἀ­να­φέ­ρου­με τὶς ἀ­κο­λου­θού­με­νες πρα­κτι­κὲς.

Δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἔμ­βρυ­ο μὲ ἐ­ξω­σω­μα­τι­κὴ γο­νι­μο­ποί­η­ση γε­νε­τι­κοῦ ὑλι­κοῦ τῶν συ­ζύ­γων, ἐμ­φυ­τεύ­ε­ται αὐτό στή μή­τρα τῆς πα­ρέν­θε­της μη­τέ­ρα­ς καί ὅ­ταν τὸ παι­δί γεν­νη­θεῖ, πα­ρα­δί­δε­ται στούς συ­ζύ­γους, πού τό ἀ­να­τρέ­φουν πλέ­ο­ν ὡς γο­νεῖς. Ἀ­κρι­βέ­στε­ρα, ἡ πα­ρέν­θε­τη αὐ­τὴ μη­τέ­ρα ὀ­νο­μά­ζε­ται φέ­ρου­σα μη­τέ­ρα.

Ἐ­κτός, ὅ­μως ἀ­πό τή­ν ὁμό­λο­γη αὐ­τὴ γο­νι­μο­ποί­η­ση, κα­τὰ τήν ὁποί­α τὸ ἔμ­βρυ­ο προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τούς συ­ζύ­γους, ἡ ἐξω­σω­μα­τι­κή γο­νι­μο­ποί­η­ση πα­ρέ­χει τὴ δυ­να­τό­τη­τα καί γι­ά ἑ­τε­ρό­λο­γη γο­νι­μο­ποί­η­ση, κα­τὰ τή­ν ὁποί­α τό γε­νε­τι­κὸ ὑ­λι­κό τοῦ συ­ζύγου χρη­σι­μο­ποι­εῖται γι­ά  τήν γο­νι­μο­ποί­η­ση ὠ­αρί­ου ξέ­νη­ς γυ­ναί­κας, προ­κεί­με­νου νά ἐμ­φυ­τευ­τεῖ τὸ ἔμ­βρυ­ο στὴν πα­ρέν­θε­τη μη­τέ­ρα.

Τέ­λος, μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­φυ­τευ­τεῖ στὴν πα­ρέν­θε­τη μη­τέ­ρα καί ἔμ­βρυ­ο πού δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἐ­ξω­σω­μα­τι­κά ἀ­πό ξέ­νο σπέρ­μα καί ξέ­νο ὠ­ά­ρι­ο. Στὶς τε­λευ­ταῖ­ες αὐ­τέ­ς πε­ρι­πτώ­σει­ς ἡ μη­τέ­ρα αὐ­τὴ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται συ­νη­θέ­στε­ρα ὡς ὑ­πο­κα­τά­στα­τη μη­τέ­ρα4.

Ὑ­πάρ­χει τέ­λος, καί ἡ πε­ρί­πτω­ση τῆ­ς γεν­νή­σε­ω­ς παι­δι­οῦ μέ γα­μέ­τε­ς πού ἀ­γο­ρά­ζον­ται χω­ρίς νά ἔ­χου­ν σχέ­ση μέ κα­νέ­ναν ἀ­πό τούς συ­ζύ­γους πού ἀ­να­λαμ­βά­νουν νὰ τὸ ἀ­να­θρέ­ψουν.

Μέ τή­ν πα­ρεμ­βα­τι­κὴ τε­κνο­ποί­η­ση καί τήν πα­ρέν­θε­τη μη­τρό­τη­τα ἕνα ­παι­δί μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει ἕω­ς ἕ­ξι γο­νεῖς μὲ ἐ­πι­μέ­ρου­ς γο­νι­κοὺς ρό­λους. Μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει τήν βι­ο­λο­γι­κή του μη­τέ­ρα ποὺ πρό­σφε­ρε τὸ ὠ­ά­ρι­ο γι­ὰ τὴν γέν­νη­σή του, τὴν μη­τέ­ρα ποὺ ἀ­νέ­λα­βε νὰ τὸ κυ­ο­φο­ρή­σει, ὅ­πως καὶ τὴν κοι­νω­νι­κή του μη­τέ­ρα ποὺ ἀ­νέ­λα­βε τὴν ἀ­να­τρο­φὴ καὶ τὴν ἀ­γω­γή του. Ταυ­τό­χρο­να, μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει τὸν βι­ο­λο­γι­κό του πα­τέ­ρα ποὺ ἔ­δω­σε τὸ σπέρ­μα γι­ὰ τὴ γέν­νη­σή του, τὸν κοι­νω­νι­κό του πα­τέ­ρα ποὺ ἀ­νέ­λα­βε τὴν ἀ­να­τρο­φὴ καὶ τὴν ἀ­γω­γή του, ἀλ­λὰ κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο καὶ τὸν γι­α­τρὸ ποὺ ἔ­παι­ξε ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸ ρό­λο στὴν ἐ­πι­λο­γὴ καὶ τὴ γέν­νη­σή του. Ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ πα­ραλ­λα­γὲς δη­μι­ουρ­γοῦν, ὅ­πως εἶ­ναι φυ­σι­κό, ἀ­μέ­τρη­τα προ­βλή­μα­τα, ὅ­πως ἀ­κό­μα καὶ σο­βα­ρὲς αἰ­τί­ες δι­α­τα­ρά­ξε­ως τῆς οἰ­κο­γε­νει­α­κῆς, ἀλ­λὰ καὶ εὐ­ρύ­τε­ρα τῆς κοι­νω­νι­κῆς συ­νο­χῆς.

Φυ­σι­κό δι­καίω­μα ἀλ­λὰ καὶ ψυ­χο­λο­γι­κὴ ἀ­νάγ­κη κά­θε παι­δι­οῦ εἶναι νὰ ἔ­χει τή­ν μη­τέ­ρα του, πού τό συλ­λαμ­βά­νει, τὸ κυ­ο­φο­ρεῖ, τὸ γεν­νᾶ καί τό ἀ­να­τρέ­φει. Μὲ τήν πα­ρέν­θε­τη μη­τρότη­τα ἕ­να ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τά στοι­χεῖ­α αὐ­τὰ προ­σβάλ­λον­ται καί  τό παι­δὶ  ἀ­δι­κεῖ­ται. Ἐ­πι­πλέ­ον, τὸ παι­δί  δέ­ν  ἔρ­χε­ται στόν κόσμο μέ φυ­σι­ο­λο­γι­κὸ τρό­πο, ἀλ­λὰ μὲ κά­ποι­α ἐρ­γα­στη­ρι­α­κὴ δι­α­δι­κα­σί­α. Δέν γεν­νι­έ­ται ὡς καρ­πὸς ἀ­γα­πη­τι­κῆς σχέ­σε­ω­ς, ἀλ­λά ὡς προ­ϊ­ὸν μη­χα­νι­κῆ­ς δι­α­δι­κα­σί­ας.

Ἐ­κτὸς ὅ­μως ἀ­πό τή­ν πα­ρέμ­βλη­τη μὴ φυ­σι­ο­λο­γι­κή δι­α­δι­κα­σί­α, πού ἔχει οὐ­δέ­τε­ρο χα­ρα­κτή­ρα, ὑ­πάρ­χουν καὶ οἱ φυ­σι­ο­λο­γι­κὲς δι­α­δι­κα­σί­ες, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ κυ­ο­φο­ρί­α καὶ ἡ γέν­νη­ση, ποὺ καλ­λι­ερ­γοῦν ἄ­με­σο προ­σω­πι­κὸ δε­σμὸ με­τα­ξύ τοῦ παι­δι­οῦ καὶ τῆς πα­ρέν­θε­της μη­τέ­ρας. Ὅ­λα ὅ­μως αὐ­τὰ μπο­ροῦν εὔ­κο­λα καὶ εὔ­λο­γα νὰ κα­τα­στοῦν πυ­ρῆ­νες σο­βα­ρῶν ψυ­χο­λο­γι­κῶν, ἠ­θι­κῶν, κοι­νω­νι­κῶν, ὅ­πως καὶ νο­μι­κῶν προ­βλη­μά­των.

Πῶς μπο­ρεῖ κά­ποι­α γυ­ναῖκα, πού κυ­ο­φό­ρη­σε κά­ποι­ο παι­δὶ ὡς «φέ­ρου­σα» ἢ ὡς «ὑ­πο­κα­τά­στα­τη» μη­τέ­ρα, νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ ὡς μί­α «ὑ­πη­ρε­σι­α­κὴ» δι­α­δι­κα­σί­α, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α κά­ποι­α στιγ­μὴ ἀ­πο­συν­δέ­ε­ται; Καὶ πῶς μπο­ρεῖ τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ νὰ δι­α­τη­ρεῖ τὴν ἱ­ε­ρό­τη­τά του, ὅ­ταν συμ­βαί­νει νὰ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ὡς ἀ­μει­βό­με­νη ἐρ­γα­σί­α; Τί μπο­ρεῖ νὰ συμ­βεῖ, ὅ­ταν ἡ πα­ρέν­θε­τη μη­τέ­ρα συν­δε­θεῖ τό­σο μὲ τὸ παι­δὶ πού κυ­ο­φό­ρη­σε, ὥ­στε νὰ μὴ θέ­λει νὰ τὸ πα­ρα­δώ­σει στοὺς φυ­σι­κοὺς ἢ τοὺς κοι­νω­νι­κοὺς γο­νεῖς του; Καὶ τί μπο­ρεῖ νὰ συμ­βεῖ, ὅ­ταν οἱ ὑ­πο­ψή­φι­οι γι­ὰ νὰ τὸ πα­ρα­λά­βουν γο­νεῖς, ἀρ­νη­θοῦν νὰ τὸ δεχ­τοῦν ἐ­ξ αἰτί­ας κά­ποι­ας ἀ­σθέ­νει­ας ἢ δυ­σπλα­σί­ας τοῦ βρέ­φους; Ἀλ­λὰ καὶ πῶς θὰ αἰ­σθά­νε­ται τὸ παι­δί, ἂν κά­πο­τε πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ τὴν γο­νι­κὴ πο­λυ­μορ­φί­α, πού θὰ βρί­σκε­ται ἀ­πο­τυ­πω­μέ­νη στὴν ψυ­χο­σω­μα­τι­κή του ὀν­τό­τη­τα;

Δὲν εἶναι βέ­βαι­α δυ­να­τὸ νὰ ἀ­να­φερ­θοῦν, καί πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο νὰ ἀ­να­λυ­θοῦν τὰ πολ­λὰ καὶ σο­βα­ρὰ προ­βλή­μα­τα ποὺ δη­μι­ουρ­γοῦν­ται μὲ τὴν πα­ρέν­θε­τη μη­τρό­τη­τα σὲ δι­ά­φο­ρα ἐ­πί­πε­δα. Τὸ μό­νο ποὺ μπο­ρεῖ κα­νεὶς μὲ βε­βαι­ό­τη­τα νὰ πεῖ, εἶ­ναι ὅ­τι πρό­κει­ται γι­ὰ πο­λὺ σο­βα­ρὸ καὶ ἐ­πι­κίν­δυ­νο ἐγ­χεί­ρη­μα, ποὺ δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται μὲ προ­χει­ρό­τη­τα καὶ ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα. 

____________________

1. Γι­ά πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. Λ. Κουτ­σε­λί­νη, Βα­σι­κέ­ς ἀρ­χές βι­ο­η­θι­κῆς, ἰα­- τρι­κῆς δε­ον­το­λο­γί­α­ς καί ἰα­τρι­κῆς εὐ­θύ­νης, Ἀ­θή­να 1999, σ. 226  κ.ἑ. Γ.Μαν­τζα­ρί­δη, Χρι­στι­α­νι­κή Ἠ­θι­κή, τόμ. 2, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2009, σ. 579 κ.ἑ.

2. Βλ. Γεν. 16.1 κ.ἑ.

3. Βλ. Γεν. 30, 3-5.

4. Γι­ά πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. Ἰσμή­νη­ς Κρι­ά­ρη-Κα­τρά­νη, βι­οϊ­α­τρι­κέ­ς ἐξελί­ξει­ς καί Συν­ταγ­μα­τι­κό Δί­και­ο, Ἀ­θή­να 1994. σ. 114 κ.ἑ. Μιλ­τι­άδη Βάντσου, ἡ ἱ­ε­ρό­τη­τα τῆ­ς ζω­ῆς, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2003, σ. 270. 

alopsis.gr

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ: ΤΑΣΕΙΣ ΓΗΙΝΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ

Τάσεις γήινης κόλασης στη Δύση
Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος 

Η Ευρώπη, κέντρο του κόσμου για αιώνες ευημερίας, ισχύος και χριστιανικών αντιλήψεων, τείνει να μετατραπεί σε περιοχή όπου κυριαρχούν ο αθεϊσμός, ο ατομισμός, ο μηδενισμός, και ο ωφελιμισμός. Καταντά μια ήπειρος ανίσχυρη, με παρακμασμένους κατοίκους και τείνει να μετατραπεί σε γήινη κόλαση των απολαύσεων, όπως την περιέγραψε στα τέλη του 15ου αιώνα ο μεγάλος ζωγράφος Ιερώνυμος Μπος, στο περίφημο τρίπτυχό του. Πρόσφατα έγινε ένα ακόμη βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, με την ψήφιση από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση Νόμου, που επιτρέπει την ευθανασία και την «ενεργώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία», δηλαδή την έμμεση πλην έμπρακτη δολοφονία. Αυτή η απάνθρωπη ενέργεια αποκλήθηκε «υποβοήθηση στον αξιοπρεπή θάνατο»…

Πόσο δίκιο έχει ο Ντοστογιέφσκι που πρόβλεψε πως η Δύση θα κατρακυλά στην απανθρωπιά, παραποιώντας την πραγματικότητα και θεωρώντας το άδικο ως δίκαιο, το λάθος ως σωστό, το αφύσικο ως φυσικό, το έγκλημα ως αγαθοεργία.. Αυτή την ανωμαλία την θεσμοθετεί και την επιβάλλει. Πόσο δίκιο έχει όταν με τα μυθιστορήματά του «Αδελφοί Καραμάζοφ», «Οι Δαιμονισμένοι» και «Έγκλημα και τιμωρία» δίνει το μήνυμα πως «χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται».

Το αυτονομημένο από τον Θεό σύστημα για να επικρατήσει χτυπάει την κοινωνικότητα του ανθρώπου. Η απόλαυση και ο ωφελιμισμός καταργούν την ανθρωπιά, για την οποία το σύστημα υποτίθεται πως κόπτεται…Κτυπάει τη γέννηση, που θέλει να την ελέγχει και προωθεί μόνο την ηδονή, έναντι της αγάπης και του  καθήκοντος, την δολοφονία του ανήμπορου εμβρύου από την ανάληψη ευθυνών. Κτυπά την οικογένεια, εξισώνοντάς την με μορφές εκτός της βιολογικής ζωής. Κτυπά την οικογένεια, με τη μείωση της συνεκτικότητάς της, με το να προωθεί τον ωφελιμισμό, έναντι αναλήψεως υποχρεώσεων. Κτυπά την οικογένεια με το να κατασκευάζει απάνθρωπο τρόπο ζωής που επιβάλλει στους νέους και τις νέες, και που τους οδηγεί να μην παντρεύονται, ή ο γάμος να είναι τυπικό γεγονός και όχι κοινή ζωή, με σεβασμό στην ιερότητά της.

Μετά τις γεννήσεις και τον γάμο, τώρα βρισκόμαστε στο τρίτο στάδιο, στην κατάργηση του φυσιολογικού θανάτου, εν μέσω της αγάπης και της στοργής συγγενών και φίλων. Η αυτονόμηση από τον Θεό έχει φέρει την απομόνωση του ανθρώπου. Όσο τα μέσα επικοινωνίας τελειοποιούνται, και ο άνθρωπος περηφανεύεται ότι μπορεί στη στιγμή να επικοινωνεί με όλα τα μέρη του κόσμου, τόσο εγκαταλείπεται στη μοναξιά του. Ο άνθρωπος υπό το σύστημα που κυριαρχεί στη Δύση τείνει να γίνει χειρότερος και από τον Ουίστον της δυστοπίας του Όργουελ. Στο «1984» επιβλήθηκαν στον Ουίνστον οι αντιλήψεις του «Μεγάλου Αδελφού». Τώρα η Δύση τείνει να ελέγξει όχι μόνο τη σκέψη αλλά και τη ζωή του πολίτη. Αυτό επιχειρήθηκε με τον κομμουνισμό και τον ναζισμό, αλλά απέτυχε. Τώρα το σύστημα ενεργεί με περισσότερα μέσα και με μεγαλύτερη και διεισδυτικότερη ισχύ. Ο ναζισμός τον πολιτικό γάμο δεν πέτυχε να τον επιβάλλει, ούτε την ευγονική. Ο κομμουνισμός επέβαλε με την βία τον πολιτικό γάμο, αλλά η συνεκτικότητα της οικογένειας και η Ορθοδοξία εν πολλοίς διατηρήθηκαν… Το σημερινό σύστημα καταφέρνει σε μεγάλο ποσοστό τον πολιτικό γάμο και τη διάλυση της οικογένειας.

Στη Γαλλία οι αντιδράσεις προς την απόφαση της Εθνοσυνέλευσης είναι πολλές και έντονες από επιστήμονες και λογίους. Εξακόσιοι ψυχολόγοι, ψυχίατροι και ψυχαναλυτές, καθηγητές πανεπιστημίων και διευθυντές κλινικών σημαίνουν συναγερμό για τις τρομερές επιπτώσεις που θα έχει στους Γάλλους και στις Γαλλίδες η εφαρμογή του νόμου, που σημειωτέον στα αίτια της ευθανασίας και της ενεργού υποβοήθησης της αυτοκτονίας περιλαμβάνει και τις «ψυχολογικές οδύνες». Πρόκειται, όπως καταγγέλλουν, για βραθυφλεγή βόμβα, που αυξήσει τις αυτοκτονίες και στα υγιή άτομα, που έχουν ψυχολογικά προβλήματα. Στη σκέψη της αυτοκτονίας θα οδηγηθούν ευκολότερα τα εν λόγω άτομα, με το να σκέφτονται  ότι το ίδιο το κράτος τη θεωρεί διέξοδο… Εφτά βουλευτές του Κόμματος των Ρεπουμπλικανών, με επιστολή τους στην εφημερίδα «Φιγκαρό» (6/5/2025, σελ. 17) επισημαίνουν ότι η ψήφιση του νόμου οδηγεί τη Γαλλία, εν ονόματι της ατομικής ελευθερίας, σε «μείζονα ανθρωπολογική ρήξη μιας κοινωνίας στην οποία η αδελφοσύνη υποχωρεί μπρος στον πειρασμό της απάρνησης». Τονίζουν πως θα έπρεπε μόνο να ενισχυθούν οι ανακουφιστικές φροντίδες μιας κοινωνίας με ανθρωπιά. Με αυτές στη Γαλλία το 3% των βαριά ασθενών που ήθελαν την ευθανασία περιορίστηκε στο 0,3%. Το τραγικό για την «προοδευτική» εξουσία Μακρόν είναι πως με το να νομιμοποιήσει την ευθανασία αποδέχεται πως το Κράτος διαχειρίζεται όχι μόνο τη ζωή αλλά και τον θάνατο των πολιτών του! 

Η θρησκεία και η γήινη κόλαση

Ο Γάλλος καθηγητής Εμμανουέλ Τόντ στο βιβλίο του «Η ήττα της Δύσης», που πρόσφατα κυκλοφορήθηκε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Πεδίο», επισημαίνει ότι για τη σημερινή κατάσταση της Δύσης μεγάλη ευθύνη φέρει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και η εξ αυτής προκύψασα Προτεσταντική. Κατά την άποψή του, στη Δύση αυτές βρίσκονται σε μηδενική κατάσταση, αφού αν ήταν ενεργές θα επηρέαζαν την εργασία, το έθνος, την οικογένεια, τη σεξουαλική συμπεριφορά, την τέχνη και τη σχέση μας με το χρήμα. Την κατάσταση της χριστιανικής θρησκείας την χωρίζει σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη είναι η ενεργή, με κύριο χαρακτηριστικό την πρακτική συμμετοχή στη Θεία Λειτουργία. Η δεύτερη είναι «η κατάσταση ζόμπι», κατά την οποία η πρακτική συμμετοχή στη Θεία Λειτουργία έχει εξαφανιστεί, αλλά οι τρεις «διαβατήριες τελετές», που συνοδεύουν τη γέννηση, τον γάμο και τον θάνατο συνεχίζουν να επηρεάζονται από τη χριστιανική κληρονομιά. Η τρίτη χριστιανική κατάσταση είναι η μηδενική, η  οποία χαρακτηρίζεται από την εξαφάνιση του βαπτίσματος και τη μαζική αύξηση της καύσης των νεκρών. Και αν ο γάμος μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου θεωρείται ισοδύναμος με τον γάμο ατόμων διαφορετικού φύλου, τότε, όπως γράφει ο Τοντ, «μπορούμε να πούμε ότι η εν λόγω κοινωνία έχει φτάσει σε κατάσταση θρησκευτικού μηδενισμού». Και συμπληρώνει ο Γάλλος ιστορικός: «Ο μηδενισμός, που ειδωλοποιεί το τίποτα, μου φαίνεται ο πιο κοινότοπος. Είναι πανταχού παρών στη Δύση, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού».

Στον κατάλογο των χωρών, που έχουν αποδεχθεί των γάμο των ατόμων του ιδίου φύλου είναι σχεδόν όλες της Δύσης και από τις Ορθόδοξες χώρες μόνο η Ελλάδα. Το γεγονός της, κατά Τοντ, εντάξεως της Ελλάδος στις χώρες, που βρίσκονται σε κατάσταση θρησκευτικού μηδενισμού χαιρετίσθηκε έντονα από τις περισσότερες χώρες της Δύσης και πανηγυρίστηκε από τους κύκλους των ΛΟΑΤΚΙ και από την τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Πανηγυρίστηκε γιατί θεωρείτο ότι ως Ορθόδοξη χώρα η Ελλάδα και με την Παράδοση που την εμπνέει θα ήταν δύσκολο να περάσει από το Κοινοβούλιο… Και όμως, ανίερες συμμαχίες, ωφελιμιστικές σκέψεις και πιέσεις από το διεθνές σύστημα έφεραν το αποτέλεσμα, που πανηγυρίστηκε γιατί, όπως θριαμβολόγησαν οι επιβάλοντες αυτόν το γάμο, είναι η πρώτη Ορθόδοξη χώρα, που προσχώρησε στον «προοδευτικό» κόσμο της ηδονής και της αθεΐας…

Είναι λυπηρό, αλλά η Ελλάδα, με ευθύνη των ταγών της, κυλάει προς την πραγματικότητα της αυτοανυποληψίας,  που περιέγραψε γλαφυρά ο Παπαδιαμάντης. Οι βαπτίσεις και οι θρησκευτικοί γάμοι έχουν σημαντικά μειωθεί, τα διαζύγια σε πολλές αστικές Μητροπόλεις έχουν ξεπεράσει τους γάμους, το κρεματόριο λειτουργεί… Είναι αλήθεια πως ο λαός, σε μεγάλο μέρος του, αντιστέκεται στην αλλοτρίωσή του, λείπουν όμως οι πολιτικοί και οι θρησκευτικοί ηγέτες που θα  εκφράσουν τον δυναμισμό του, τον ηρωισμό του και την ιδιοπροσωπία του και που θα αντισταθούν στη ζωή της επίγειας κόλασης, που η Δύση, εδώ και αιώνες, επιχειρεί να του επιβάλει.- 

alopsis.gr

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: ΗΜΕΡΑ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ

Ημέρα γενεθλίων
Απόστολος Παπαδημητρίου
 

Στην παράδοσή μας δεν υπήρχε εορτασμός προσωπικών γενεθλίων. Θεωρούσαν οι πρόγονοί μας κατά πολύ πιο σημαντικό τον εορτασμό της μνήμης του αγίου, του οποίου το όνομα φέρουμε. Βέβαια υπήρχε ο εκκλησιαστικός εορτασμός των γενεθλίων κάποιων σημαντικών για την πίστη μας προσώπων με κυριότερο το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Αυτά εν πολλοίς αποτελούν παρελθόν, καθώς η παράδοσή μας ως λαού έχει απεμποληθεί και κυριολεκτικά σάρωσε η εισαχθείσα δυτική κουλτούρα. Σήμερα εξ απαλών ονύχων εορτάζουμε με τούρτες και κεράκια τα γενέθλια και τραγουδούμε τουλάχιστο κατά τα πρώτα έτη ένα ελληνικό τραγουδάκι, που όμως δεν έχει μορφοποιηθεί, ώστε να καλύπτει χωρίς βαρβαρισμό και το θηλυκό γένος. Ίσως στο μέλλον χρειαστεί να πλάσουμε τραγουδάκι και για κάποιο άλλο «γένος». Στα πλαίσια αυτού του τρόπου βίου, λάιφ στάυλ επί το ελληνικότερο, παραμένουμε παντελώς αδιάφοροι για τη γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας, την ημέρα της Πεντηκοστής.

Βέβαια επωφελούμαστε στο έπακρο για τριήμερη απόδραση από τα μεγαλοαστικά κέντρα, στα οποία ο βίος έχει καταστεί καταθλιπτικός και χωρίς νόημα για τους ακόμη έχοντες, καθώς τη γιορτή της Πεντηκοστής διαδέχεται η άλλη (αργία) του Αγίου Πνεύματος, το οποίο καθημερινά χλευάζουμε με τη στάση μας. Κάποιες γιορτές φυσιολατρικές, στα πρότυπα εκείνων που είχαν καθιερώσει οι Γάλλοι επαναστάτες κατά το ολιγόχρονο της δυναστείας τους ίσως να μας ταίριαζαν περισσότερο, καθώς όλα μαρτυρούν ότι έχουμε περάσει στη μεταχριστιανική εποχή. Το τελευταίο γράφεται με την έννοια ότι οι δυτικές κοινωνίες, τις «αξίες» των οποίων έχουν υιοθετήσει και οι λαοί της καθ’ ημάς ορθόδοξης Ανατολής, σαφέστατα έχουν καταστεί αντιχριστιανικές όχι απλώς περιφρονώντας δια των εξουσιών πρωτίστως και δια των λαών τους ακολούθως τον ευαγγελικό λόγο, αλλά και εκδηλώνοντας εχθρική στάση λόγω και έργω, με χλευασμούς δηλαδή, ψευδολογίες, ύβρεις και κατά μέτωπο επίθεση κατά του Χριστού. Υπό τις συνθήκες αυτές βίου η εορτή της Πεντηκοστής δεν έχει απολύτως κανένα νόημα, πλην εκείνου της απόδρασης, όπως ήδη γράψαμε.

Τι συνέβη εκείνη την ημέρα, την Πεντηκοστή (σ’ όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες η ελληνική λέξη) από την Ανάσταση του Χριστού; Ένα εκπληκτικό συμβάν. Στο νου κάποιων θα έλθει η εντυπωσιακή γλωσσολαλιά. Είναι όντως σημαντικό, αλλά θα αμφισβητηθεί, όπως και τόσα άλλα από τους οπαδούς του «ορθολογισμού». Το πλέον σημαντικό είναι η μεταμόρφωση των δειλών μαθητών υπό την επενέργεια του Παρακλήτου, του Αγίου Πνεύματος. Εμφανίζονται άκρως αποφασιστικοί να κηρύξουν την Ανάσταση του δασκάλου τους και το σωτηριώδες Ευαγγέλιο Αυτού, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Αυτό εκδηλώνεται μόλις λίγες ημέρες αργότερα, όταν μπροστά στους ενόχους του ιουδαϊκού Συνεδρίου ο Πέτρος αναφωνεί τον υπέροχο λόγο: «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις»! Αυτό ερμηνεύει κατά τρόπο σαφέστατο την στο εξής στάση των μαθητών, οι οποίοι είχαν τραπεί σε φυγή μετά τη σύλληψη του δασκάλου τους και, ακόμη, μετά την ανάστασή του ήσαν συνηγμένοι των θυρών κεκλεισμένων διά τον φόβον των Ιουδαίων».

Και αυτοί οι δειλοί ξαφνικά μετασχηματίζονται σε ατρόμητους και διαπρύσιους κήρυκες της Αναστάσεως με κόστος το πλέον σημαντικό θεωρούμενο από τους «ορθολογιστές»: Την απώλεια του βίου τους μέσω του μαρτυρίου. Γράφω βίου και όχι ζωής, διότι με την απώλεια του βίου κέρδισαν την αιώνια ζωή. Το μαρτύριο διαχρονικά αποτελεί όχληση άκρως οδυνηρή στους αρνητές του Θεού. Αδυνατώντας να το ερμηνεύσουν, προτιμούν να το αγνοούν. Έτσι με αρκετή δόση υποκρισίας εμφανίζονται ως τιμητές των χριστιανών των λεγομένων χριστιανικών κοινωνιών (ατυχής ο όρος διαχρονικά). Αυτοί έδωσαν πληθώρα αφορμών για επικρίσεις, καθώς, δειλοί όντες, στάθηκαν ανήμποροι να εφαρμόσουν την εντολή «πειθαρχείν Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» ή, ισχυροί όντες, διαστρέβλωσαν στο έπακρο το ευαγγελικό μήνυμα. Και οι επικρίσεις δεν περιορίστηκαν κατά των προσώπων αυτών, αλλά στράφηκαν κυρίως κατά του ίδιου του Χριστού, ως σπορέα δήθεν υπέρτατης ουτοπίας. Και δεν διέγραψαν οι επικριτές μόνο τους μάρτυρες των τριών πρώτων μετά Χριστόν αιώνων, αλλά και όλους, όσοι στο διάβα των λοιπών φάνηκαν συνεπέστατοι, οι άγιοι δηλαδή, ώστε να διαψεύσουν τους λάτρεις του ενστίκτου. Και πόσοι υπήρξαν αυτοί οι άγιοι; Ασφαλώς πολλοί περισσότεροι από τους ήδη τιμώμενους από την Εκκλησία. Οι αριθμοί δεν έχουν μεγάλη σημασία, όπως ο πειρασμός μας ωθεί να αποδεχθούμε με απογραφές κατά καιρούς και με δήλωση του θρησκεύματος ή αναγραφή σε δημόσια έγγραφα του Καίσαρα, ο οποίος έχει ενδώσει στον πειρασμό, τον οποίο απέκρουσε ο
Θεάνθρωπος: «Ταύτα πάντα σοι δώσω, εάν πεσών προσκυνήσεις με»! Βέβαια ο Θεός θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», πλην σέβεται την ελευθερία που μας χάρισε ως το πολυτιμότερο δώρο. Ανέχεται ακόμη και την άρνησή Του από μέρους μας. Κι εμείς αλαζόνες στην εωσφορική έπαρσή μας και έχοντας αναγάγει σε λατρεία τη λογική, δηλαδή έχοντας θεοποιήσει το εγώ, για να εκφραστώ πιο κατανοητά, αρνούμαστε να δεχθούμε ότι ακολουθούμε δρόμο άκρως επικίνδυνο, ο οποίος δεν μας επιτρέπει να χαρούμε ούτε αυτόν τον σύντομο βίο. Δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν επισημάνει και γράψει για τον αυτοκαταστροφικό τρόπο βίου των ανθρώπων του δυτικού κόσμου και όχι βέβαια με χρήση θεολογικής γλώσσας. Η φιλοσοφία του παραλόγου σημάδεψε το τέλος του περασμένου αιώνα. Έφθασαν κάποιοι να γράψουν ότι ο άνθρωπος είναι παράλογος, όπως αποδεικνύει κατ’ αυτούς το πλήθος των αυτοκαταστροφικών του ενεργειών. Μη έχοντας τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος δεν κατάφεραν να δώσουν την ορθή ερμηνεία: Ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος, γιατί αυτού τις ενέργειες αναλύουν, δεν είναι παράλογος, είναι εμπαθής! Είναι δηλαδή υποδουλωμένος σε πάθη, σε πλείστα όσα πάθη, σπορά του διαβόλου, του κατ’ εξοχήν εχθρού του ανθρωπίνου είδους, την ύπαρξη του οποίου έχει επίσης απορρίψει μαζί με την άλλη του Θεού δημιουργού του.

Πορευόμενος ερήμην Θεού επιχειρεί αλαζονικά ο δυτικός άνθρωπος να ορθώσει νέο πύργο της Βαβέλ, τον ναό της λατρείας του «ελευθέρου» ανθρώπου-διανοητή, που έχει πάρει στα χέρια του τις τύχες του και ορίζει το παρόν και το μέλλον του. Τότε, σύμφωνα με τον «μύθο», κατά τους «ορθολογιστές», ο Θεός πάταξε την αλαζονεία με τη σύγχυση των γλωσσών και τον σχηματισμό των εθνών. Σήμερα, οι αλαζόνες «θριαμβευτές» επί των «δεισιδαιμονιών» του παρελθόντος επιχειρούν την επανένωση όλων των ανθρώπων με τη φθορά των πολιτισμών και των ιδιαιτεροτήτων των λαών και την επικράτηση ως παγκοσμίου του ολεθρίου νεοβαρβαρισμού της νέας τάξης πραγμάτων, της μεγαλύτερης διαχρονικά βαρβαρότητας και δουλείας. Γι’ αυτό και στόχος εμφανής είναι η πολεμική και κατά της αγάπης προς την πατρίδα και η διάδοση του ενός ανερμάτιστου διεθνισμού δίχως ηθικές αξίες στο όνομα δήθεν της διεθνούς ειρήνης και συναδέλφωσης. Αλλά στην ενότητα όλων των ανθρώπων μας κάλεσε το Άγιο Πνεύμα πριν από δύο χιλιάδες χρόνια χωρίς απαίτηση να αρνηθούμε τις πολιτιστικές μας ιδιαιτερότητες, εφ’ όσον αυτές δεν είναι σπορά του Πονηρού. Το μαρτυρεί ο υπέροχος ύμνος του κοντακίου της Πεντηκοστής.

“Ότε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε, διεμέριζε έθνη ο Ύψιστος.
Ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμε, εις ενότητα πάντας εκάλεσε
Και συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα”. 

Οι σκοποί του κακού ασφαλώς τελικά θα αποτύχουν να πραγματοποιηθούν, αφού όμως ο δυτικός άνθρωπος υποστεί τις συνέπειες της αλαζονείας του, τους πικρούς καρπούς της οποίας ήδη γεύεται χωρίς, προς το παρόν να το συνειδητοποιεί. Θα έλθει καιρός που θα το συνειδητοποιήσει. 

alopsis.gr