ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ



Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου  Μεταλληνοῦ

Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομότ. Καθηγητής θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι αποδεκτός και σεβαστός από τον επιστημονικό κόσμο παγκοσμίως για την σοφία, την κατάρτισή του και το περισπούδαστο έργο του. Αναμφίβολα και δικαίως κατέχει τον τίτλο ενός εκ των συγχρόνων σπουδαιοτέρων θεολόγων.

Οι λόγοι του πλήρεις εκ της υψηλής Θεολογίας των Αγίων Πατέρων και συγχρόνως ανεπιτήδευτοι ώστε να γίνονται αντιληπτοί από όλους. Είναι συγγραφέας πάνω από 40 θεολογικών βιβλίων. Το σημαντικότερο απ' όλα την αγάπη του πιστού λαού προς το πρόσωπό του εξαιτίας της πιστότητάς του προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας και την απλότητα του χαρακτήρος του... 

Η Νεα Εποχή, και ο διπλός Οικουμενισμός.
(πολιτικός και θρησκευτικός)

Ἡ Ἐποχή μας σφραγίζεται καθοριστικὰ ἀπὸ μιὰ νέα ἱστορικὴ συγκυρία, τὴ Νέα Παγκόσμια Τάξη πραγμάτων καὶ τὴν ἀνάδυση στὸ παγκόσμιο προσκήνιο μίας νέας παγκόσμιας Μονοκρατορίας τῆς Pax Americana, πού μεταφέρει τὸν κόσμο, ἀναδρομικά, στὴν ἑνότητα τῆς Pax Romana καὶ σ᾽ ὅ,τι αὐτὴ μπορεῖ νὰ σημαίνει γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο.

Ἡ ἀνθρωπότητα ἐντάχθηκε σ’ ἕνα παγκόσμιο σύστημα πολιτικῆς καὶ ἀξιῶν, πού ἐλέγχει καὶ διαμορφώνει καθολικά, μέσῳ τῆς ἑνιαιοποιημένης παιδείας καὶ τῶν κατευθυνόμενων Μ.Μ.Ε., τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κοινωνία, ὡς πλανητικὸ ἄνθρωπο καὶ πλανητικὴ-ὁλιστική κοινωνία. 

Τὸ Internet-Διαδίκτυο ἰδιαίτερα, ἑνοποιεῖ τὸν κόσμο μας, τεκμηριώνοντας αὐτό, πού ἐμπεριέχει ὁ ὅρος παγκοσμιοποίηση (Globalization).

Καὶ εἶναι θεμιτὸ νὰ ἐπικαλούμεθα τὸν ἐλπιδοφόρο λόγο τοῦ Χριστοῦ μας «γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμὴν » (Ἰω. 10,18), τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι: ὑπὸ ποῖον ποιμένα;

Ἡ Νέα Τάξη συνδέεται ἀποκρυφιστικά, μὲ τὴ Νέα Ἐποχὴ (New Age), τὴν ὑδροχοϊκὴ περίοδο τῆς ἱστορίας, πού διαδέχθηκε, ὅπως λέγουν, τὴν ἐποχὴ τοῦ «Ἰχθύος», δηλαδὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἱστορικῆς περιόδου, πού σφραγίζεται ἀπὸ τὴν μορφή Του.

Καὶ ὀφείλω νὰ ζητήσω συγγνώμη, πού ἐπικαλοῦμαι καὶ τὴν ὀπτική τοῦ ἀποκρυφισμοῦ, δικαιώνομαι πάντως, ἀφοῦ οἱ περισσότεροι τῶν πολιτικῶν Ἡγετῶν καθοδηγοῦνται ἀπὸ ἀστρολόγους.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπιτρέπεται ἕνας ἱστορικὸς παραλληλισμός:

Στὶς 11.5.330 μ.Χ ἀναδύθηκε ἕνα νέο ἱστορικὸ μέγεθος, ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, πού ὑποστασιωνόταν μὲ τὸ τρίπτυχο: ἐκχριστιανισμένος ρωμαϊκὸς κρατικὸς φορέας - ἑλληνικὸς πολιτισμὸς/παιδεία καὶ χριστιανικὴ ὀρθοδοξία, ἡ ψυχὴ καὶ ζωοποιός δύναμη τοῦ νέου αὐτοῦ παγκόσμιου μορφώματος.
Ἡ σημερινὴ Νέα Ἐποχή, ὡς παγκόσμια αὐτοκρατορία, ἀνατρέπει καὶ ὑποκαθιστᾶ τὸ παλαιὸ μὲ τὸ δικό της τρίπτυχο: παγκόσμια πολιτικὴ ἐξουσία τῶν Η.Π.Α., παγκόσμιος πολιτισμός, μέ τήν ἐπιβολή καί ἐπικράτηση τοῦ δυτικοῦ-φράγκικου πολιτισμοῦ, καὶ παγκόσμια θρησκεία, ὡς Πανθρησκεία, γιὰ τὴν διαμόρφωση ὁλιστικῆς συνειδήσεως πάνω στὴν πανθεϊστικὴ βάση: Ὅλοι ἕνα-ὅλοι Θεός! Μέσα στὴν πολυωνυμία τοῦ (ἀναμενόμενου;) Ὑδροχοϊκοῦ Μεσσία ἀθετεῖται ἡ μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου στὴ δυνατότητα σωτηρίας ὡς θεώσεως (πρβλ. Πράξ. 4,12: «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία»), διότι ὁ ΜΟΝΟΣ σωτήρας εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ἰδεολογία τῆς Νέας Ἐποχῆς συνιστᾶ ἔτσι, πρόκληση οὐσιαστικὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.

Ὄχι θεολόγος, ἄλλα διεθνολόγος, ὁ καθηγητὴς Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, περιέγραψε τὴ νέα αὐτὴ πραγματικότητα ὡς «κυριαρχία ἑνὸς ἀνάρχου διεθνοῦς συστήματος, μὲ κύρια χαρακτηριστικὰ τὴν ἀστάθεια, ρευστότητα, τὴν ἀνασφάλεια, τὸν πόλεμο ὅλων ἐναντίον ὅλων, ἀλλά καὶ τὴν ἀνικανότητα τοῦ διεθνοῦς Ὀργανισμοῦ νὰ ἀποτρέψει συγκρούσεις καὶ πολέμους, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ ἐπιβάλει τὴν τάξη» (στὸν τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, Ἅγιον Ὄρος 1996, σ. 248).

Κατὰ τὸν ἴδιο, «ἡ ἀνθρωπότητα ἤδη βιώνει τὴν τραγωδία τῆς μετάβασης σ’ ἕνα ἐξαιρετικὰ ἀβέβαιο μέλλον». Ἡ τραγωδία αὐτὴ ἀποκαλύφθηκε σήμερα μὲ τὴν ἐπιβαλλόμενη ἀπό τούς ἰσχυροὺς τῆς γῆς παγκόσμια οἰκονομική κατάρρευση....

Ἡ μετακαρλομάγνεια Εὐρώπη ἀπώλεσε πᾶσαν σχέσιν μέ τόν Χριστιανισμόν

2. Στὸ πλαίσιο διαμορφώσεως τῆς Νέας Ἐποχῆς ἐντάσσεται καὶ ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἑνοποίηση ἢ Ὁλοκλήρωση, ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση.

Οἱ ἐπιφανειακὲς -καὶ κυρίως φαινομενικὲς- συγκρούσεις (π.χ. Η.Π.Α. καὶ Ε.Ε) δὲν σημαίνουν καὶ οὐσιαστικὲς διαφοροποιήσεις, ἀλλά ἐκφράζουν ἀντιθέσεις συμφερόντων καὶ ἱστορικοῦ ρόλου.

Πρέπει δὲ νὰ δηλωθεῖ, ὅτι ὡς Ὀρθόδοξος Ἕλληνας, ζυμωμένος μὲ τὴν οἰκουμενικὴ ὀρθόδοξη οἰκουμενικότητα, ἔβλεπα ὡς ὑπέροχο ἐπίτευγμα καὶ ἀδήριτη ἀνάγκη τὴν εὐρωπαϊκὴ ἑνότητα, ὡς Εὐρώπη ὅμως τῶν Λαῶν καὶ τῶν πολιτισμῶν τους. Κείμενα ὅμως καὶ πράξεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης ἀπεκάλυψαν ὅτι ἀπώτερος στόχος εἶναι ἡ ἑνιαία πολιτισμική, ἱστορικὴ καὶ κρατικὴ συνείδηση γιὰ τὴ δημιουργία, τελικά, τοῦ ἑνιαίου εὐρωπαίου ἀνθρώπου, μέσῳ τῆς παιδείας.

Εἶναι δὲ ἤδη ἐμφανής, καὶ λόγῳ τῆς ἀδρανοποίησης τῶν δικῶν μας ἐσωτερικῶν ἀντιστάσεων, ἡ μονοδρομικὴ «μετακένωση» ἀπὸ τὶς χῶρες, πού συνιστοῦν τὸ Εὐρωπαϊκὸ «Διευθυντήριο», μὲ ἐξ ἴσου ἐμφανῆ τὴν προϊοῦσα ἀπορρόφηση (=ὑποδούλωση) τῶν μικρότερων λαῶν ἀπὸ τὴ μετακαρλομάγνεια Εὐρώπη, πού ἔχασε τελικὰ κάθε σχέση ὄχι μόνο μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλά καὶ μὲ τὸν Χριστιανισμό.

Ἡ πολιτικὴ δὲ σύγκλιση τῆς Γαλλίας μὲ τὴ Γερμανία καὶ οἱ ἐπιπτώσεις της στὶς πολιτιστικὲς καὶ οἰκονομικὲς σχέσεις τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνοτήτων, δείχνουν τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Καρλομάγνεια ἑνότητα τοῦ φραγκικοῦ μετώπου ἔναντι (καὶ ἐναντίον...) τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, πού, κατὰ τὴν ὁμολογία πολιτισμολόγων, ὅπως ὁ Τoynbee ἢ ὁ Huntington, ἐνσαρκώνει πολιτισμικὴ παράδοση ἐντελῶς ἀσύμπτωτη μὲ ἐκείνη τῆς μετακαρλομάγνειας Εὐρώπης.

Ὁ Huntington, ὡς γνωστόν, ὑποστήριξε στὸ πολύκροτο βιβλίο του «The clash of civilizations», ὡς ἀδήριτη τὴ σύγκρουση τῶν πολιτισμῶν, ἀντιπαρατάσσοντας τὸν φραγκοτευτονικὸ πολιτισμὸ (Τεύτονες=Deutsche) στὸ Ἰσλὰμ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία! Ὁ δικός μας ὀρθόδοξος πολιτισμὸς βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτισμικῆς παράδοσης. Ἡ ἔνταξή μας στὴν Ε.Ε. εἶναι κυρίως πρόβλημα πολιτισμικὸ καὶ πνευματικὸ καὶ μετὰ πολιτικὸ-οἰκονομικό.

Στὴν εὐρωπαϊκὴ μετανεωτερικότητα κρίνεται ἡ ἐθνικὴ συνέχειά μας, μὲ τὴν ἀναφόρτιση τῆς συλλογικῆς μας συνειδήσεως καὶ τὴν ἀλλοίωση τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας, πού ἔχει διαμορφωθεῖ στὸ φῶς τῆς ὀρθόδοξης Πίστεώς μας. Ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς παράγει, αἰῶνες τώρα, ἄλλο τύπο ἀνθρώπου καὶ κοινωνίας, ἐξορίζοντας τὸ ὑπερβατικὸ ἀπὸ τὴν ἐνδοκοσμικὴ πραγματικότητα καὶ δίνοντας προτεραιότητα στὸ ἄτομο-ἐξάρτημα τῆς πολιτειακῆς μηχανῆς.

Ὁ σέρβος ὅσιος π. Ἰουστῖνος (Πόποβιτς) εἶπε χαρακτηριστικά ὅτι τὸ ἐπίτευγμα τῆς Εὐρώπης εἶναι ὁ ἄνθρωπος «ρομπότ», διότι ἡ Εὐρώπη, χάνοντας τὸν Θεό, ἔχασε καὶ τὸν ἄνθρωπο!

Ὁ ὀρθόδοξος πολιτισμὸς συνεχίζει -ἀκόμη καὶ σήμερα- τὴν ἁγιοπατερική θεοκεντρικότητα, ἐπιμένοντας στὸ πρόσωποφορέα τῆς ἐλευθερίας καὶ αὐτοθυσίας.

Ἡ παγκόσμιος Μονοκρατία

3. Μὲ τὴν ἔνταξή μας στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη καὶ συνακόλουθα μὲ τὴν συμπόρευσή μας μὲ τὴ Νέα Τάξη πραγμάτων -τὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῆς συλλογικῆς μας ὑπάρξεως, ζοῦμε τὸν μεγαλύτερο καὶ σημαντικότερο ἀπ’ ὅλους τούς ἱστορικοὺς ἀναπροσανατολισμούς μας, ἀφοῦ δὲν πρόκειται γιὰ μία συμμαχία παλαιοῦ τύπου (ὁ Ὀρθόδοξος πάντα ἐπιλέγει αὐτὸς τὶς συμμαχίες του καὶ μένει πιστὸς σ’ αὐτές).Δὲν εἶναι, λοιπόν, κάτι ἐξωτερικὸ καὶ προσωρινό, ἀλλά κάτι ἐσωτερικὸ καὶ οὐσιαστικότατο, μετουσιώνεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας μεθιστάμεθα ζοῦμε μιὰν ἔκσταση, ἂν θέλετε-σὲ μιὰν ἄλλη ἱστορικὴ σάρκα-πραγματικότητα, μὲ προεκτάσεις τεράστιας σημασίας γιὰ τὴν ταυτότητά μας καὶ τὴν περαιτέρω θέση μας στὴν Ἱστορία.

Κατά τόν μακαρίτη Μάνο Χατζηδάκη «εἰσήλθαμε ἑκούσια σέ μία νέα τουρκοκρατία». Τὰ «ἔθνη» τῆς ἐποχῆς μας εἰσέρχονται σὲ μία παγκόσμια Μονοκρατορία, ἐντασσόμενα -ἀναγκαστικὰ- σ’ ἕνα κατασκευασμένο παγκόσμιο πολιτικὸ σχῆμα, μὲ τὴν ἐπιβολὴ σ᾽ ὅλα τὰ ἐπίπεδα καὶ ὅλους τοὺς χώρους τῆς Ὑπερδύναμης.

Ἡ κατασκευασμένη αὐτὴ «ἀλλαγὴ» ἐκφράζεται, πράγματι, ἀριστουργηματικά, καὶ προφητικὰ συγχρόνως, στὸ γνωστὸ βιβλίο τοῦ George Orwell, «1984» ἢ στὸ συγκλονιστικὸ ἄρθρο τοῦ Ben Gourion, στὸ περιοδικὸ «Look» τῶν Η.Π.Α. (16.1.1962), ὅπου ἀναπτύσσονται οἱ «προφητικὲς» προβλέψεις του γιὰ τὸν κόσμο τοῦ τέλους τοῦ 20οῦ αἰώνα:

«Ἡ εἰκόνα τοῦ κόσμου τὸ 1987, ὅπως τὴ φαντάζομαι. Ὁ ψυχρὸς πόλεμος θὰ ἀνήκει στὸ παρελθόν. Ἡ ἐσωτερικὴ πίεση (...) θὰ ὁδηγήσει σὲ μιὰ σταδιακὴ δημοκρατικοποίηση στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση (...). Δυτικὴ καὶ Ἀνατολικὴ Εὐρώπη θὰ γίνουν Ὁμοσπονδία ἀπὸ αὐτόνομα κράτη μὲ σοσιαλιστικὸ σύστημα (...). Μὲ ἐξαίρεση τὴ Σ.Ε., μιὰ ὁμοσπονδιακὴ χώρα, ὅλες οἱ ἄλλες ἤπειροι θὰ ἑνωθοῦν σὲ μιὰ παγκόσμια συμμαχία, στὴ διάθεση τῆς ὁποίας θὰ βρίσκεται μιὰ διεθνὴς ἀστυνομικὴ δύναμη».

Ὅταν εἶδα τοὺς κυανόκρανους τοῦ Ο.Η.Ε., τότε κατάλαβα ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀστυνομία! Δὲν ὑπάρχει στρατὸς πιά. Ὑπάρχει μιὰ διεθνὴς ἀστυνομία, γιὰ νὰ ἐπιβάλλει τὴν τάξη, ἐκεῖ πού ἀπειλεῖται ἢ γίνεται προσπάθεια νὰ ἀπειληθεῖ ἡ ἐπιβαλλόμενη νέα παγκόσμια Τάξη.

Ἡ «προφητεία» ὅμως ἔχει καί συνέχεια: 

«Ὅλοι οἱ στρατοὶ θά καταργηθοῦν καὶ δὲν θὰ ξαναγίνουν πόλεμοι. Στὴν Ἱερουσαλὴμ τὰ ἑνωμένα Ἔθνη θὰ οἰκοδομήσουν τὸ βωμὸ τῶν Προφητῶν στὴν ὑπηρεσία ὅλων τῶν ὁμοσπονδοποιημένων ἑνωμένων ἠπείρων. Ἐκεῖ στὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ εἶναι ἡ ἕδρα τῆς ἀνώτατης ἀρχῆς τῆς ἀνθρωπότητας καὶ θὰ λύει ὅλες τὶς διαφορὲς ἀνάμεσα στὶς ἑνωμένες ὁμοσπονδίες-ἠπείρους, ὅπως ἔχει προφητέψει ὁ Ἠσαΐας»...

Οἱ κινήσεις τῆς «Νέας Ἐποχῆς» εἰς τρία ἐπίπεδα

4. Ἡ Νέα Ἐποχὴ κινεῖται σὲ τρία ἐπίπεδα: Τὸ πολιτικό, πού σημαίνει κατίσχυση μιᾶς Ὑπερδύναμης μὲ μονοκρατορικὸ παγκόσμιο ρόλο· τὸ πολιτιστικό, μὲ τὴν ἐπικράτηση ἑνὸς ραφιναρισμένου καὶ ἀνανεωμένου δυτικοῦ (φραγκογερμανικοῦ) πολιτισμοῦ. Τὸ τρίτο ἐπίπεδο εἶναι τὸ θρησκευτικό. 

Οἱ διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, (δηλαδὴ ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Πάπα - στὸν δυτικὸ Τύπο ἔχει χαρακτηρισθεῖ «πλανητάρχης Νο 2»- καὶ μὲ τὴ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἡγετῶν)

δείχνουν, ὅτι τέθηκε ἤδη σὲ λειτουργία ὁ σχετικὸς μηχανισμὸς γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς παγκόσμιας θρησκείας μὲ νόημα σαφῶς πανθεϊστικό. Αὐτὸ δείχνει ἡ προβολὴ τῆς φύσεως ὡς «Οἰκολογία» στὶς διαχριστιανικὲς σχέσεις. 

Αὐτὰ ἀπαιτοῦν, φυσικά, ἀναίρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ μάλιστα στὴν πατερικὴ αὐθεντικότητά του (Ὀρθοδοξία)...

Στὸ πλαίσιο καὶ τὶς στοχοθεσίες τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῆς Παγκοσμιοποίησης ἔχουν ἐνταχθεῖ καὶ οἱ Διαχριστιανικοί καὶ Διαθρησκειακοί Διάλογοι. Διακονοῦν καὶ αὐτοὶ πολιτικὲς σκοπιμότητες, κατὰ τὰ συμφέροντα τῆς Νέας Ἐποχῆς, καὶ ὄχι τὴν ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια, τὴν «ἐν ἀληθείᾳ» ἑνότητα. Ἡ πολυπροβαλλόμενη ἕνωση γίνεται μέσο, δὲν εἶναι ὁ σκοπός. Διότι, ἂν ἦταν ἐν Χριστῷ αὐτὸς ὁ στόχος μας, θὰ ἔπρεπε νὰ κινεῖται στὸ πλαίσιο τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικῆς παραδόσεως.

Ὅμως μὲ τὴ λεγομένη «μεταπατερικὴ θεολογία», τὴ «βαπτισματικὴ θεολογία, τὴ θεωρία τῶν Κλάδων», ὅλα ἐφευρήματα τοῦ ἀποχριστιανοποιημένου Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ γιὰ τὴν διευκόλυνση τῶν στόχων τῆς Παγκόσμιας Δύναμης, πού ἔχει αἰχμαλωτίσει τὰ πάντα, οἱ Διάλογοι σύρουν τὴν ἀποδυναμωμένη Ὀρθόδοξη Ἡγεσία σὲ μειοδοσίες ἔναντι τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικῆς Ὀρθοδοξίας...

Στὴ θέση της ἔχει τεθεῖ ἡ δικὴ μας ἐλλειμματικὴ ψευδο-ὀρθοδοξία, πού θεραπεύει ἐφήμερες καὶ συμφεροντολογικὲς σκοπιμότητες, πού προδίδουν σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ τὴν ἀφέλεια καὶ θεολογικὴ ἀνεπάρκειά μας. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἡ προσδοκία πολιτικοῦ καὶ ἐθνικοῦ ὀφέλους ἀπὸ τὴν στήριξη τῶν ἐλπίδων μας στὸν Πάπα. 

Λησμονοῦμε ὅμως, ὅτι ὁ Πάπας εἶναι βασιλεὺς καὶ ἀρχηγὸς κράτους, ταυτισμένος μὲ τὶς κρατικὲς ἐξουσίες τῆς Νέας Ἐποχῆς, σὲ μόνιμη συμμαχία καὶ συνεργασία μαζί τους, καὶ ὅτι πέρα ἀπὸ παραπλανητικὰ εὐχολόγια, γιὰ νὰ ρίγνει «στάχτη στὰ μάτια» καὶ νὰ μᾶς ἐξαπατᾶ, καὶ νὰ ἤθελε ἀκόμη, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς προσφέρει τίποτε ἀπὸ ὅσα ζητοῦμε.

Ἄρα ἡ ἐπιμονὴ νὰ προσφεύγουμε στὸ Βατικανὸ καὶ στὸν Πάπα, ζητώντας συμπαράσταση καὶ βοήθεια, εἶναι μάταιη καὶ προδίδει τουλάχιστον τὴν ἀφελότητά μας, ἂν ὄχι ἴσως καὶ τὴ συστράτευση στὴν ἐξυπηρέτηση ἀλλοτρίων καὶ ἀντορθοδόξων συμφερόντων.

Ἡ Πανθρησκεία ἄλλη μορφή Πανθεϊσμοῦ
 
Ἡ «Πανθρησκεία» μὲ ἐνδιαφέρει ἐδῶ περισσότερο, ὡς Θεολόγο. Διότι πρόκειται γιὰ μία ἄλλη μορφὴ πανθεϊσμοῦ, πού στοχεύει στὴν ἰσοπέδωση ὅλων τῶν θρησκευμάτων, μαζὶ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Αὐτὸ συντελεῖται, βέβαια, μὲ τὴν «τεκτονικὴ» μέθοδο τῆς σύγκρασης τῶν πάντων καὶ συγκρητιστικῆς ἀναχώνευσής τους καὶ οὐσιαστικὰ διάλυσης ὅλων. Ἡ ἔνταξη τῆς Χώρας μας στὴν Ε.Ε. συνδέθηκε ἀπ᾽ ἀρχῆς μὲ χιλιαστικά ὁράματα καθολικῆς εὐημερίας, πού ἀκόμη προπαγανδίζονται γιὰ τὴν ἀπρόσκοπτη διακίνηση τῶν συνθημάτων καὶ τὴ χειραγώγηση τῆς κοινῆς γνώμης κατὰ τὶς διαθέσεις τῆς (πραγματικῆς) Ἡγεσίας.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ δηλωθεῖ, ὅτι ἡ ἔνταξη τῶν Ὀρθοδόξων Κρατῶν στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση συνδυάζεται ἀπ᾽ ἀρχῆς μέ την ἀποδοχὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς νομοθεσίας, πού ἐπιβάλλει ἕνα νέο ἦθος, ἐπιφέροντας τὴν διάλυση τοῦ παραδοσιακοῦ ἱστοῦ τῆς κοινωνίας. Διότι ἡ ἀμοραλιστική παράλυση τῆς κοινωνίας δημιουργεῖ «ρομπότ», ὑπηκόους δουλοπρεπεῖς καὶ εὔχρηστους ἀπὸ τὴν παγκόσμια ἐξουσία.

Ἔτσι μᾶς ἐπέβαλαν τό αὐτόματο διαζύγιο, τήν ἐλευθερία καί νομιμοποίηση τῶν ἀμβλώσεων, τήν νομιμοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τῆς «παιδοφιλίας» κ.λπ., γιά νά ἀνήκουμε στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη.
Γίναμε νομαρχία ἑνός ἐκτενοῦς κράτους

Ἐπιτρέψτε μου δὲ νὰ καταθέσω μιὰ ἐμπειρία μου στὴν Γερμανία, ὅπου σπούδαζα (1969-1975). Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπιστροφή μου στὴν Ἑλλάδα, ἐπισκέφθηκα τὸν ἀείμνηστο καθηγητή μου Wilhelm Schneemelcher, διακεκριμένο ἐπιστήμονα, μὲ σημαντικὴ ἀνάμειξη καὶ στὸν πολιτικὸ βίο τῆς χώρας του, στὴν παράταξη τοῦ Σοσιαλιστικοῦ Κόμματος (SPD). Τότε μοῦ εἶπε: Γιὰ νὰ μπεῖτε στὴν Εὐρώπη, πρέπει νὰ μεταρρυθμίσετε τὸ Δίκαιό σας, προσαρμόζοντάς το πρὸς τὸ κοινοτικὸ (εὐρωπαϊκό). Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ πιστεύσω, σήμερα ὅμως ἐκτιμῶ τὴν εἰλικρίνειά του, πού ἄφρονες και δουλοπρεπεῖς πολιτικοί μᾶς ἐπέβαλαν καί τήν οἰκονομική δουλεία. Ἡ ἑνοποίηση καὶ ἑνιαιοποίηση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου εἶναι ὁ στόχος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ὀνείρου, κάτι πού μένει σταθερὸ καὶ ἀμετάθετο ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1950 ὥς σήμερα.

Οἱ ὁραματισμοὶ τῶν πρωτοπόρων Εὐρωπαίων τῆς ἐποχῆς μας ἀπέβλεπαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴν «Εὐρώπη χωρὶς σύνορα», ἀλλά καὶ στὴν Εὐρώπη «τῶν νέων ὁριζόντων», ὡς ἕνωση ὑπερεθνικὴ (ὑπερκράτος), πού ἀπαιτεῖ πολίτες μὲ κοινὴ συνείδηση καὶ ἑνιαῖο τύπο ἀνθρώπου, τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου....

 Καὶ αὐτὸ εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴ δημιουργία τῶν ἀναγκαίων συνθηκῶν μέσῳ τῆς παιδείας, τῶν μέσων ἐνημέρωσης καὶ τῆς εἰδικῆς ὀργάνωσης τῆς κοινωνίας. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀδύνατο χωρὶς τὴν ἰσοπέδωση τῶν ἰδιαιτεροτήτων τῶν ἐπὶ μέρους Ἐθνῶν, ὅταν μάλιστα διαφοροποιοῦνται ριζικὰ ἀπὸ αὐτό, πού ἐκφράζει ἀπὸ αἰῶνες γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ὁ ὅρος «Εὐρώπη» ἢ «Δύση».

Συνεχῶς διακηρύσσεται, ἐξ ἄλλου, ὅτι ἡ ἕνωση καὶ ἑνιαιοποίηση τῆς Εὐρώπης πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἑνιαία νομοθεσία (Κοινοτικὸ Δίκαιο), πού ὑπέρκειται τῶν ἐθνικῶν νομοθεσιῶν. Ἡ ἰδιότητα τοῦ «Μέλους τῆς Ε.Ε.» σημαίνει αὐτόματα ἀπώλεια κάθε νοήματος γιὰ ἐθνικὴ κυριαρχία ἢ αὐτονομία. Στὸ Ὑπερκράτος Ε.Ε., ἤδη μὲ τὴ συνθήκη τῆς Ρώμης (1957), παραχωρεῖται κάθε ἐθνικὸ δικαίωμα. Ὁλόκληρος ὁ ἐθνικὸς μας βίος προσδιορίζεται ἀπὸ τὸ Εὐρωπαϊκὸ Κέντρο λὴψεων ἀποφάσεων.

Γίναμε ἐπαρχία (σήμερα Νομαρχία) ἑνὸς ἐκτενοῦς Κράτους. 

Ἐπιτρέψτε μου δὲ νὰ καταθέσω μιὰ ἐμπειρία μου στὴν Γερμανία, ὅπου σπούδαζα (1969-1975). Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπιστροφή μου στὴν Ἑλλάδα, ἐπισκέφθηκα τὸν ἀείμνηστο καθηγητή μου Wilhelm Schneemelcher, διακεκριμένο ἐπιστήμονα, μὲ σημαντικὴ ἀνάμειξη καὶ στὸν πολιτικὸ βίο τῆς χώρας του, στὴν παράταξη τοῦ Σοσιαλιστικοῦ Κόμματος (SPD). Τότε μοῦ εἶπε: Γιὰ νὰ μπεῖτε στὴν Εὐρώπη, πρέπει νὰ μεταρρυθμίσετε τὸ Δίκαιό σας, προσαρμόζοντάς το πρὸς τὸ κοινοτικὸ (εὐρωπαϊκό). Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ πιστεύσω, σήμερα ὅμως ἐκτιμῶ τὴν εἰλικρίνειά του, πού ἄφρονες και δουλοπρεπεῖς πολιτικοί μᾶς ἐπέβαλαν καί τήν οἰκονομική δουλεία. Ἡ ἑνοποίηση καὶ ἑνιαιοποίηση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου εἶναι ὁ στόχος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ὀνείρου, κάτι πού μένει σταθερὸ καὶ ἀμετάθετο ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1950 ὥς σήμερα.

Οἱ ὁραματισμοὶ τῶν πρωτοπόρων Εὐρωπαίων τῆς ἐποχῆς μας ἀπέβλεπαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴν «Εὐρώπη χωρὶς σύνορα», ἀλλά καὶ στὴν Εὐρώπη «τῶν νέων ὁριζόντων», ὡς ἕνωση ὑπερεθνικὴ (ὑπερκράτος), πού ἀπαιτεῖ πολίτες μὲ κοινὴ συνείδηση καὶ ἑνιαῖο τύπο ἀνθρώπου, τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου....

 Καὶ αὐτὸ εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴ δημιουργία τῶν ἀναγκαίων συνθηκῶν μέσῳ τῆς παιδείας, τῶν μέσων ἐνημέρωσης καὶ τῆς εἰδικῆς ὀργάνωσης τῆς κοινωνίας. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀδύνατο χωρὶς τὴν ἰσοπέδωση τῶν ἰδιαιτεροτήτων τῶν ἐπὶ μέρους Ἐθνῶν, ὅταν μάλιστα διαφοροποιοῦνται ριζικὰ ἀπὸ αὐτό, πού ἐκφράζει ἀπὸ αἰῶνες γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ὁ ὅρος «Εὐρώπη» ἢ «Δύση».

Συνεχῶς διακηρύσσεται, ἐξ ἄλλου, ὅτι ἡ ἕνωση καὶ ἑνιαιοποίηση τῆς Εὐρώπης πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἑνιαία νομοθεσία (Κοινοτικὸ Δίκαιο), πού ὑπέρκειται τῶν ἐθνικῶν νομοθεσιῶν. Ἡ ἰδιότητα τοῦ «Μέλους τῆς Ε.Ε.» σημαίνει αὐτόματα ἀπώλεια κάθε νοήματος γιὰ ἐθνικὴ κυριαρχία ἢ αὐτονομία. Στὸ Ὑπερκράτος Ε.Ε., ἤδη μὲ τὴ συνθήκη τῆς Ρώμης (1957), παραχωρεῖται κάθε ἐθνικὸ δικαίωμα. Ὁλόκληρος ὁ ἐθνικὸς μας βίος προσδιορίζεται ἀπὸ τὸ Εὐρωπαϊκὸ Κέντρο λὴψεων ἀποφάσεων.

Ἡ προσαρμογὴ συνόλης τῆς ζωῆς μας στὶς κεντρικές ἀποφάσεις εἶναι αὐτονόητη (πρβλ. παιδεία, ἐξωτερικὴ πολιτική, οἰκονομία, διεθνεῖς σχέσεις, κ.λπ.). 

Πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς στὸν ἐθνικό μας βίο πείθουν ἀναντίρρητα ὅτι ὡς (Κράτος) Μέλος τῆς Ε.Ε. εἴμεθα «ὑποχρεωμένοι» νὰ δεχθοῦμε τὶς ἀποφάσεις τοῦ, ὅπως εὔστοχα ἐλέχθη, «Διευθυντηρίου», πόσον δὲ μᾶλλον, ὅταν ἡ Ἡγεσία μας (Κυβέρνηση καὶ Ἀντιπολίτευση στὸ μεγαλύτερό τους μέρος) εἶναι ἀπόλυτα ταυτισμένη μὲ τὴ «Δύση» («φιλενωτικὴ» παράταξη).

Αὐτὸ ἀποδείχθηκε περίτρανα σήμερα μὲ τὴν οἰκονομικὴ κρίση, καρπὸ τῆς πλήρους ὑποδούλωσής μας στὴν παγκόσμια οἰκονομικὴ ὀλιγαρχία!

Πρόκλησις εἰς τήν ἀφυπνιζομένην Ὀρθόδοξον συνείδησιν 

5. Ποιά, λοιπόν, μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ σχέση τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τὸν σύγχρονο κόσμο; Κατ᾽ ἀρχὰς εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνει κατανοητό, ὅτι τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἡ εὐρωπαϊκὴ ἑνοποίηση ἢ ἡ προσχώρηση στὴ Νέα Τάξη καὶ τὴ Νέα Ἐποχή, ἀλλά ἡ δική μας παρουσία σ᾽ αὐτὰ τὰ νέα μεγέθη, πού συνδέεται μὲ τὸ πῶς νοηματοδοτοῦμε τὴν παράδοσή μας καὶ τὴν σχέση μας μαζί της, ἀλλά καὶ μὲ τὴ θέση τῆς ἁγιοπατερικῆς πολιτισμικῆς παράδοσης στὶς προτεραιότητες τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου.

Γι’ αὐτό, ἀκριβῶς, ἡ Εὐρώπη λειτουργεῖ ὡς πρόκληση στὴν ἀφυπνιζόμενη ὀρθόδοξη συνείδηση. Πρόκληση ὅμως ὄχι μόνο ἀρνητική, ἀλλά καὶ θετική, βοηθώντας δηλαδή, ὅλους τοὺς Ὀρθόδοξους νὰ ἐπαναπροσδιορίσουν τὴν ταυτότητά τους ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸν ὑπόλοιπο κόσμο.

Ἐπαναπροσδιορισμὸς τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητάς μας, σημαίνει ἐπανεύρεση τῆς ταυτότητάς μας ὡς «καινῆς κτίσεως» μέσα στὴ συγκεκριμένη κοινωνία, στὴν ὁποία κινεῖται ἡ ὕπαρξή μας. Τὸ μέτρο στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ δίνει ἡ «Πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολὴ» (β’ αἰ.), «ὁ ἀδάμας τῆς Ἀπολογητικῆς γραμματείας». Ὅπως λέγει τὸ κείμενο: «Οἱ Χριστιανοὶ παρουσιάζουν μιὰ παραδοξότητα στὸν τρόπο ζωῆς τους. Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας (ὁ καθένας ζεῖ στὴν πατρίδα του), «ἀλλ’ ὡς πάροικοι» (σὰν νὰ ᾽ναι προσωρινοί, μετανάστες)! «Μετέχουσι πάντες ὡς πολῖται καὶ πάνθ’ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι» (εἶναι πολίτες μιᾶς χώρας, ἀλλ᾽ ἔχουν συνείδηση ὅτι εἶναι ξένοι, περαστικοί). «Πᾶσα ξένη πατρὶ ἐστιν αὐτῶν καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη (...). Ἐν σαρκὶ τυγχάνουσιν, ἀλλ᾽ οὐ κατὰ σάρκα ζῶσιν».

Αὐτὴ εἶναι, λοιπόν, ἡ νέα πραγματικότητα, πού εἰσήγαγε ὁ Χριστιανισμός. Ἂν δὲν ὑπάρχει καὶ λειτουργεῖ ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς δυνάμεις τοῦ κόσμου καὶ τὶς μεθοδεύσεις τους. Ἀλλ’ αὐτὸ ἀπαιτεῖ τὴν ἀναβάπτισή μας στὴν ὀρθόδοξη παράδοσή μας, ἀλλά καὶ τὴν ἑνότητα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ὄχι ὑπὸ τὴν μορφὴ ἑνὸς «διορθοδόξου τόξου», πού σημαίνει «συσχηματισμὸ μὲ τὸν κόσμο» (Ρωμ. 12,1), ἀλλά μὲ τὴν μετοχὴ στὴν ἄκτιστη θεία Χάρη μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.

6. Ὁ συνειδητὰ Ὀρθόδοξος ζεῖ καί κινεῖται στήν «Νέα Ἐποχή» και τήν Ε.Ε μέ συγκεκριμένες βεβαιότητες, ποὺ ἀποβαίνουν καθοριστικὲς γιὰ τὴν περαιτέρω παρουσία καὶ στάση του μέσα σ᾽ αὐτὴν καὶ γενικὰ στὴ νέα παγκόσμια πραγματικότητα. Ἔχει σαφῆ συνείδηση τῆς διαμετρικῆς διαφορᾶς ὀρθοδόξου καὶ δυτικοευρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Ὅλες οἱ ἐκφάνσεις τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ ἀποτυπώνουν τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ ἀνθρώπου σὲ θεὸ «κατὰ χάριν». Ἀνθρωπολογικὸ πρότυπο τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν εἶναι ὁ «καλὸς κἀγαθός» ἄνθρωπος, ἀλλ᾽ ὁ Θεάνθρωπος. Οἱ ὀρθόδοξοι Λαοὶ στὴν πλατιὰ διαστρωμάτωσή μας εἴμαστε ζυμωμένοι μέσα σ’ αὐτὴ τὴν πολιτισμικὴ παράδοση, καὶ παρὰ τὶς ἀναμφισβήτητες ἀλλοιωτικὲς ἐπιρροές, πού ἔχουμε δεχθεῖ στὴν ἱστορική μας πορεία, διακρατοῦμε στὴν συνείδησή μας τὰ ζώπυρα αὐτῆς τῆς παραδόσεως.

Ἡ μετακαρλομάγνεια Δύση ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν πατερικότητα, ἀνέπτυξε ἕνα πολιτισμό, πού ἔχασε κυριολεκτικὰ τὴν αὐθεντικὴ ἔννοια τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας. Ἐνῶ δὲ παρήγαγε μιὰ ἐκθαμβωτικὴ ἐπιστημονικὴ πρόοδο, ἀποδεικνύεται ἐντελῶς ἀνίσχυρη νὰ διαπλάσει ἀνθρώπους, πού νὰ μποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι τὴν καταστροφικὴ ἐκμετάλλευσή του. Καὶ μόνο οἱ δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, ὡς δημιουργήματα τῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ «πολιτισμοῦ» της, δείχνουν ποῦ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει ὁ «χωρὶς Θεό», ρομποτοποιημένος, εὐρωπαῖος (δυτικὸς) ἄνθρωπος.

7. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἄλλη προοπτική. Ἡ Ε.Ε. καὶ ἡ δυτικὴ κοινωνία παρουσιάζονται γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ὡς ἀγρὸς ἱεραποστολικός, χῶρος μαρτυρίας τοῦ λόγου καὶ τοῦ τρόπου (στάσης ζωῆς), πού συνιστᾶ τὴν οὐσία τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης.

Αὐτή μπορεῖ νά εἶναι ἡ δική μας προσφορά στόν παραπαίοντα σημερινό κόσμο, ἀλλά αὐτό προϋποθέτει Ὀρθοδόξους.

Ἡ παρουσία τῆς Ὀρθοδοξίας στό σύγχρονο κόσμο ὀφείλει νὰ εἶναι πρωταρχικὰ πνευματικὴ καὶ λειτουργική. Ἡ Θεία Λειτουργία, μὲ ὅλη τὴ λατρεία μας, εἶναι ὁ σημαντικότερος θησαυρός μας, διότι περικλείει καὶ διασώζει δυναμικὰ τὸ φρόνημα καὶ τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων μας, τὴν πίστη καὶ τὸν θεονόμο τρόπο ὕπαρξής μας. Μιλώντας, βέβαια, γιὰ λειτουργικὴ θεολογία, ἀγγίζουμε τὴν πραγματικότητα τῆς Ἐνορίας, ὑπὸ τὴ διπλὴ μορφή της, τὴ μοναστικὴ καὶ τὴν κοσμική.

Ἡ διακράτηση τῆς ζωτικότητας τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος ἐξασφαλίζεται διαχρονικὰ στὸ Μοναστήρι καὶ τὴν τροφοδοτούμενη ἀπὸ αὐτὸ πνευματικὰ Ἐνορία.

Χωρὶς τὴν ὑπαρκτικὴ σχέση πιστοῦ καὶ Ἐνορίας δὲν μπορεῖ νὰ γίνει σοβαρὸς λόγος γιὰ ὀρθόδοξη μαρτυρία. 
 
Ἡ ζωὴ τῆς Ἐνορίας, ὡς ἐνεργοποίηση τῶν ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων τῶν μελῶν της, ἀσκεῖ τὴν ἰσχυρότερη δυναμικὴ καὶ ἐνεργεῖ τὴν ἀποτελεσματικότερη ἱεραποστολή. 


Μέσῳ τῆς ἐνοριακῆς-κοινοτικῆς ζωῆς παρουσιάζεται ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως εἶναι: ὡς ζωὴ καὶ πνευματικὴ ὁδός, πού δίνει θεοκεντρικὸ νόημα στὴ ζωὴ καὶ ἀποκαλύπτει τὸν ἀληθινὸ προορισμό της.

Ἡ ἀνασυσπείρωση τῶν Ὀρθοδόξων στὴ ζωὴ τῆς κοινότητας-ἐνορίας εἶναι ἡ μονὴ ἐλπίδα γιά τὴν συνεχῆ καί ἱστορικὴ ἐπιβίωσή μας.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ὀρθόδοξη (ἐκκλησιαστική) Ἡγεσία δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ λάβει πολιτικό χαρακτήρα, ὡς ἕνα Βατικανὸ τῆς Ἀνατολῆς. Κέντρο τῆς ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων μένει ἀμετακίνητα ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι κάποιος -ἐκκλησιαστικὸς ἔστω- ἀξιωματοῦχος. Ἡ προσφυγὴ στοὺς πολιτικοὺς μηχανισμοὺς τοῦ κόσμου τούτου, κάτι πού γίνεται μὲ τὸν ἐγκλωβισμὸ στὸν Οἰκουμενισμό, εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ὄχι ἐνδυνάμωση, ἀλλά ἀποδυνάμωση.
Ἡ Ὀρθοδοξία λειτουργεῖ ἑνωτικὰ καὶ καταλλακτικὰ ὡς πνευματικὴ δύναμη, προσευχομένη καὶ ἀγωνιζομένη «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». 
 Η Νεα Εποχή, και ο διπλός Οικουμενισμός, πολιτικός και θρησκευτικός.
                                                                              
π. Γεώργιος Μεταλληνός
Ομότ. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Πηγή: Ὀρθόδοξος Τύπος, 8/11/2013

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: ΤΟ "ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ" ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ!

 Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός
Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Το "μάθημα των Θρησκευτικών" και η κρίση του πολιτισμού μας
 
Ἀνήκω σ’ αὐτούς πού πιστεύουν, ὃτι ἡ στάση τῆς Πολιτείας καί τῶν λεγομένων ἐκσυγχρονιστικῶν θυλάκων τῆς κοινωνίας (π.χ. μεγάλης μερίδας διανοουμένων μας) ἀπέναντι στό «Μ.τ.Θ.», ὃπως ἐπεκράτησε νά καλεῖται τό Μάθημά μας, συνδέεται μέ τήν εὐρύτερη κρίση τοῦ ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ μας, καρπό τῆς πνευματικῆς καί πολιτιστικῆς ἀλλοτρίωσης. Ἀπό ὃλους αὐτούς «ἐβάφη ἢδη κάλαμος ἀποφάσεως» καί δέν ἀναμένω ἀλλαγή διαθέσεων καί προθέσεων. Ὃσα ὃμως θά λεχθοῦν στή συνέχεια θέλουν νά βοηθήσουν στή βαθύτερη κατανόηση τοῦ προβλήματος, ὣστε καί ὁ ἀγώνας μας -ἀναγκαῖος ὁπωσδήποτε- νά λάβει τίς σωστές του διαστάσεις.
Πολιτισμός εἶναι ἡ πραγμάτωση τοῦ περιεχομένου τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό ἐνσαρκώνεται καί ἀποτυπώνεται στό περιβάλλον του, τό ὁποῖο -ἒτσι- διαμορφώνεται σύμφωνα μέ τήν κουλτούρα-καλλιέργεια τῆς ψυχῆς του. Ὀρθά ὁ Arnold Toynbee εἶπε, ὃτι «ἡ ψυχή τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ὁ πολιτισμός τῆς ψυχῆς». Ἀπό τόν κανόνα αὐτό δέν μπορεῖ νά ἐξαιρεθεῖ τό δικό μας Ἒθνος. Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός καταξιώθηκε σέ παγκόσμιο ἀγαθό καί μορφωτικό θησαυρό τῆς Οἰκουμένης.
Ὁ σημερινός πολιτισμός μας λέγεται -καί εἶναι- ἑλληνορθόδοξος, διότι διαμορφώθηκε ἱστορικά ὡς συνάντηση καί θεανθρώπινη -δηλαδή ἱεραρχημένη- ἓνωση τῆς Ἑλληνικότητας μέ τήν Ὀρθοδοξία. Ἡ πραγματικότητα αὐτή εἶναι ψηλαφητή στή σκέψη καί ζωή τῶν Ἁγίων μας. Οἱ Ἃγιοί μας, τά αὐθεντικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί γνήσιοι φορεῖς τῆς ἁγιοτριαδικῆς Χάρης, ἐνσαρκώνουν τό ὀρθόδοξο ἦθος, ὡς ὑπέρβαση τοῦ γεγονότος τῆς πτώσεως μέ τήν ἀποκατάσταση τῶν τριῶν βασικῶν σχέσεων τοῦ ἀν-θρώπου σέ τρεῖς κατευθύνσεις: κατακόρυφα μέ τόν Θεό, ὁριζόντια μέ τόν συνάνθρωπο καί σύνολη τήν Κτίση, καί σέ βάθος μέ τόν ἲδιο τόν ἑαυτό του. Αὐτό εἶναι τό ἰδανικό τοῦ ὀρθοδόξου Ἓλληνα ἀνθρώπου καί πραγματοποιεῖται μέ τήν συνέργειά του μέ τόν Θεό καί τή χάρη Του στά ὃρια τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώνα.
 
1. Ἓνας ὃμως ἰδεολογικός δυισμός παρασιτεῖ μόνιμα στό σῶμα τοῦ ἒ- θνους μας ἐπί αἰῶνες. Οἱ φυγόκεντρες τάσεις τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, τοῦ Μιχαήλ Ψελλοῦ, τοῦ Ἰωάννου Ἰταλοῦ, τῶν λατινοφρόνων τοῦ 14ου αἰώνα τοῦ Πλήθωνος καί τῶν δυτικιζόντων Διαφωτιστῶν τοῦ 18ου, δέν εἶναι παρά ἐκρηκτικές φανερώσεις τῆς μόνιμης ἒντασης ἀνάμεσα στήν πατερική Ὀρθοδοξία καί τήν μή καθολικά ὀρθοδοξοποιημένη ἑλληνικότητα. Ἒξω ἀπό τό ἁγιοπατερικό πλαίσιο ἡ σύζευξη Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας λειτουργεῖ ὡς ἀποτυχία καί ἐκφράζεται εἲτε ὡς σαφής ἂρνηση κάθε μεταξύ τους συνάφειας, εἲτε ὡς βίαιος ἐξελληνισμός, δηλαδή ἐκφιλοσόφηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὃπως γίνεται στήν αἳρεση, ἢ καί στήν αἱρετίζουσα διανόηση. Ὁ νεώτερος Ἑλληνισμός εἶναι παράγωγο τῆς σύγκρουσης (φιλοσοφικοῦ) οὑμανισμοῦ καί πατερικότητας.
Ἡ στροφή τῶν ἀνθρωπιστῶν μας στήν ἀρχαιότητα καταλήγει ἀμε-τάκλητα στή ρήξη μέ τό ἡσυχαστικό θεανδρικό πρότυπο, πού, καί ὃταν δέν ἀπορρίπτεται ρητά, θεωρεῖται ἐξωπραγματικό καί συνεπῶς χωρίς οὐ-σιαστική σημασία. Στόν ἀσκητή-θεούμενο ἀντιτάσσεται ὁ ἐλεύθερος πο-λίτης τοῦ κόσμου, ὁ «διανοούμενος ἂνθρωπος» (ὁ ὃρος ἀπαντᾶ ἢδη στόν Πλήθωνα). Πρέπει δέ στή συνάφεια αὐτή νά δηλωθεῖ, ὃτι ἡ στροφή στήν ἀρχαία θρησκεία (δωδεκάθεο λ.χ.), στούς κύκλους διανοουμένων μας κυ-ρίως, γίνεται, διότι ἐκείνη, σ’ ἀντίθεση μέ τόν Χριστιανισμό καί μάλιστα τήν Ὀρθοδοξία, δέν ζητεῖ ἂσκηση καί πνευματικό ἀγώνα, ἐξαντλώντας τήν σχέση μαζί της σέ τελετές καί ἐξωτερικές διαδικασίες. Ὁ μεγάλος Λάϊμπνιτς ἒλεγε, ὃτι, ἂν ἡ Γεωμερία ἀπαιτοῦσε τρόπο ζωῆς, θά τήν εἲχαμε ἀπορρίψει ὡς μάθημα! Ὁ Ἑλληνισμός αὐτῆς τῆς νοοτροπίας, πού ἀπορρίπτει ἢ κολοβώνει τήν Ὀρθοδοξία, ἒχει ἐλλιπῆ ταυτότητα, διότι ἀρνεῖται τό μέρος της ἐκεῖνο, πού τοῦ ἐξασφαλίζει τήν πληρότητα καί καθολικότητα τοῦ αἰωνίου.
Προπάντων ὃμως ἡ συνάντησή μας μέ τά εὐρωπαϊκά φῶτα (18ος αἰ.) ἐ-πέφερε τή διάσπαση τῆς πολιτιστικῆς ἑνότητάς μας, εἰσάγοντας ἓνα νέο ἀνθρωποείδωλο καί κοινωνικό μοντέλο, τή διαμόρφωση τῶν ὁποίων ἀνέλαβε ἡ ἐκπαίδευση (δέν λέω «παιδεία»), σέ ἓνα πολιτειακό πλαίσιο, πού ὑποτιμᾶ καί περιθωριοποιεῖ τήν Ὀρθοδοξία, διατηρώντας μία τυπική σχέ-ση μαζί της, παρά τά φαινόμενα, πού καί ἐδῶ ἀπατοῦν. Ἒτσι φθάσαμε στήν αὐτοθεοποίηση τοῦ χειραφετημένου ἢδη ἀπό τήν ἀναγέννηση ἀν-θρώπου, ὁ ὁποῖος θέλησε μέ τή λογική καλλιέργειά του νά ἐπιτύχει τήν τελείωσή του. Τό λογικό κατέλαβε τή θέση τῆς Χάρης. Τά «ἱερά γράμματα» τοῦ Πατροκοσμᾶ καί τῶν Κολλυβάδων ὑποσκελίσθηκαν ἀπό τά «εὐ-ρωπαϊκά φῶτα». Τό ὑπερφυσικό ὑποχώρησε, μπροστά στό φυσικό, στήν πίστη στόν (πτωτικό) ἂνθρωπο καί τόν «ὀρθό λόγο».  Ἒτσι, τό ἰδεολογικό πλαίσιο τοῦ δυτικοῦ κόσμου μετακενώθηκε στήν «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή», μαζί μέ ὃλα τά γεννήματα τῆς μακραίωνης δυτικῆς διαλεκτικῆς, πνευματικά καί κοινωνικά, ὃλα διαμετρικά ἀντίθετα πρός τόν κόσμο τῆς Ἑλληνορθοδοξίας.
Οἱ ἐπιλογές τῶν πολιτικῶν μας δυνάμεων, παρά τήν ἐπίφαση ἐκ-κλησιαστικότητας καί θρησκευτικότητας, θά συγκλίνουν πρός τό πρότυπο τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου, μέ τόν ὁποῖο ταυτίζονται στήν πλειονότητά τους οἱ ἲδιοι οἱ ἐκπρόσωποι τῆς πολιτικῆς καί πνευματικῆς μας ἡγεσίας (διανοούμενοι). Τά στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, γιά ψηφοθηρικούς κυρίως λόγους, θά γίνονται ὡς ἓνα σημεῖο ἀνεκτά (καί αὐτό δημιουργεῖ τίς ψευδαισθήσεις), ἀλλά ὡς μουσειακές ἐπιβιώσεις ἢ ἐκθέματα λα-ογραφικοῦ χαρακτήρα καί ὂχι ὡς ζωτικά καί οὐσιώδη στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς ὓπαρξης. Τό νέο αὐτό κοινωνικό πλαίσιο καθιέρωσε προοδευτικά μία νέα συλλογική νοοτροπία καί μία νέα στάση ζωῆς, πού ἀπωθεῖ κάθε ἒννοια θεονομίας καί χριστοκεντρικότητας, ἀποδυναμώνει τήν βίωση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί ἐμποδίζει τήν γνήσια ἀναζήτησή του, ἒστω καί ἂν δέν ἀπορρίπτεται ρητά ἡ θρησκεία.
Ἡ ἀλλοτρίωση αὐτή πέρασε καί μέσα στήν παραδοσιακή ἑλληνική οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς καί κυρίως ὁ παππούς καί ἡ γιαγιά, δέν εἶναι πιά ἡ μάμμη τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁσία Μακρίνα, πού τόν ἐμύησε στήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀλλά ὃπως ὁ παππούς καί ἡ γιαγιά τοῦ ἂθεου Σάρτρ, πού μέ εἰλικρίνεια ὁμολόγησε: «Ἡ οἰκογένειά μου ἐπηρεάσθηκε ἀπό τό ρεῦμα τῆς βαθμιαίας ἀποχριστιανοποίησης, πού γεννήθηκε μέσα στήν βολταιρική, μεγαλοαστική κοινωνία... Φυσικά ὃλος ὁ κόσμος πίστευε ἀπό διακριτικότητα... Ἡ καλή κοινωνία πίστευε στόν Θεό, γιά νά μή μιλεῖ γι’ αὐτόν... Ὁ-δηγήθηκα, συνεχίζει, στήν ἀπιστία, ὂχι ἀπό τήν σύγκρουση τῶν δογμάτων, ἀλλά ἀπό τήν ἀδιαφορία τοῦ παπποῦ μου καί τῆς γιαγιᾶς μου» (βλ. π. Ἀθανάσιος Γιέφτιτς, ΧΡΙΣΤΟΣ-ἀρχή καί τέλος, Ἀθῆναι 1983, σ.396). Στό σημεῖο αὐτό ἒφθασε καί ἡ δική μας χριστιανική οἰκογένεια, μέ τήν κατίσχυση τῶν δυνάμεων ἐκείνων, πού ἀπέβλεπαν στήν κοινωνία, πού γέννησε τόν σύγχρονο δυτικό ἂνθρωπο, ὃπως ὁ Σάρτρ.
Κάπως διαφορετικά, βέβαια, ὁραματιζόταν τό ἑλληνικό κράτος ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ μόνος άληθινά ὀρθόδοξος ἡγέτης τοῦ νεώτερου Ἑλληνισμοῦ: «Τό ἑλληνικόν ἒθνος -ἒλεγε- σύγκειται ἐκ τῶν ἀνθρώπων, οἳτινες ἀπό τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν ἒπαυσαν ὁμολογοῦντες τήν ὀρθόδοξον πίστιν καί τήν γλῶσσαν τῶν πατέρων αὐτῶν λαλοῦντες, καί διέμειναν ὑπό τήν πνευματικήν ἢ κοσμικήν (δηλαδή, ἐθ-ναρχικήν) δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας των, ὃπου ποτέ τῆς Τουρκίας καί ἂν κατοικῶσιν» (Ἐπιστολαί ..., μεταφρ. Μ. Γ.Σχινᾶ, τὀμ. Α΄,1841, σ. 198). Ἀπό τούς Βαυαρούς καί μετά ἡ ἑλληνική Πολιτεία θά βλέπει τήν Ὀρθοδοξία ὡς κρατική θρησκευτική ὑπηρεσία καί ὂχι ὡς τό ζωτικό χῶρο πραγματώσεως τοῦ Νεοέλληνα ἀνθρώπου.
Τό ἰδεολογικό στίγμα τῆς σύγχρονης πραγματικότητας ἐξακολουθεῖ νά ὁρίζεται ἀπό τήν κοσμοθεωριακή ἀναδόμηση τοῦ ἒθνους τόν 19ον αἰ. Στήν ἐποχή τῶν Βαυαρῶν κυοφορήθηκε ὃλη ἡ μεταγενέστερη Ἑλλάδα. Δέν εἶναι μόνον ὁ χῶρος τῆς λογιοσύνης, στόν ὁποῖο ἐπιβλήθηκε τό εὐρωπαϊκό πρότυπο, ἀλλά καί αὐτή ἡ μικροαστική κοινωνία, πού ἒκτοτε τρέφεται μέ τό πνεῦμα τοῦ εὐσεβισμοῦ, πού καί αὐτό ἀπωθεῖ μέ μεγαλύτερη μάλιστα ἀποτελεσματικότητα τό πατερικό παράδειγμα. Αὐτό πού τελικά χάθηκε στήν παιδεία καί κοινωνία μας δέν εἶναι ἡ θρησκευτικότητα, ἀλλά ἡ ἐκκλησιαστικότητα, ἡ σχέση μέ τήν ἀποστολικοπατερική παράδοσή μας, πού γεννᾶ ὂχι ἠθικιστές εὐσεβιστικοῦ τύπου, ἀλλά Ἁγίους. Τελικά «φραγκέψαμε», ὃπως τιτλοφορεῖται ἓνα βιβλίο τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση (π. Θ. Ζήση, Φραγκέψαμε. Ἡ εὐρωπαϊκή μας αἰχμαλωσία, Θεσσαλονίκη 1994).
 
2. Σ’ αὐτό τό κλίμα, μαζί μέ ὃλη τή δημόσια ἐκπαίδευση καί τό «Μ.τ.Θ.» ὑφίσταται τίς ἀδυσώπητες συνέπειες. Ἡ νέα -εὐρωπαϊκή- νοοτροπία βλέπει τό μάθημά μας ὡς ἐμπόδιο στήν καθολική ἐπικράτηση καί κυριαρχία της στήν διαμόρφωση κατά τή βούληση τῶν φορέων της τῆς σύγχρονης κοινωνίας. Οἱ φορεῖς αὐτοῦ τοῦ πνεύματος ἰσχυρίζονται, ὃτι τό «Μ.τ.Θ.» λειτουργεῖ ὡς «θρησκευτική κατήχηση βιωματικοῦ χαρακτήρα», «ἱκανοποιεῖ ἐν πρώτοις τήν στοχοθεσία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μέσω ἑνός κρατικοῦ μηχανισμοῦ μεταδίσει τίς θρησκευτικές της πεποιθήσεις, ἀνα-ζητώντας ἀκροατήριο» καί «κατά δεύτερον ἱκανοποιεῖ τό κράτος, τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖ τήν θρησκεία {...} γιά τόν κοινωνικό ἒλεγχο μέσω τῆς ἠθι-κοποίησης τῶν πολιτῶν του». Ποιά εἶναι ἡ λύση; ἐρωτοῦν. Καί ἀπαντοῦν: «Κατάργηση τώρα»! (Ἀλ. Σακελλάριος, πανεπιστημιακός, «Ἐλευθεροτυπία», 8.1.2009). Πρόκειται γιά συνθηματολογία, φυσικά, προσδιοριζόμενη ἀ-πό τό πνεῦμα καί τίς στοχοθεσίες τῆς εὐρωπαϊκῆς μετανεωτερικότητας, πού συμμερίζονται ὃλοι οἱ ἐχθροί τοῦ Μαθήματος, πολιτικοί καί διανοούμενοι.
Τό Μάθημά μας, ἐξ ἂλλου, ὡς ἂμεσα σχετιζόμενο μέ τήν ἐθνική μας παράδοση, ἐπικεντρώνει τή μήνη καί τῶν ἐθνομηδενιστῶν τῆς νεοεποχίτικης ἰδεολογίας, διότι θεωρεῖται ἐμπόδιο στή στοχοθεσία καί δράση τους. Σοβαρότατη ἀπειλή γιά τήν ἱστορική συνέχεια τοῦ Ἒθνους μας προέρχεται ἀπό τήν καλλιεργούμενη ἀνεθνικότητα καί τίς σαφῶς ἀντεθνικές θεωρίες, πού εἰσάγονται μεθοδευμένα στό χῶρο τῆς ἱστορίας καί γενικότερα τῆς παιδείας. Ἡ Όρθοδοξία ὃμως συνδέει ἁρμονικά τήν ἐθνικότητα μέ τήν ὑπερεθνικότητα, ἰδιαίτερα στό χῶρο τῆς λατρείας, ἒξω ἀπό κάθε ἒννοια φυλετισμοῦ καί ἐθνικιστικῆς (δηλ. ρατσιστικῆς) ὑστερίας. Αὐτά πρέπει ἰδιαίτερα νά λαμβάνονται ὑπόψη, γιά τήν κατανόηση τῶν ὁποιωνδήποτε ἀρνητικῶν συμπεριφορῶν ἒναντι τοῦ Μαθήματός μας.
Ἡ ἰδιαίτερη σημασία τοῦ «Μ.τ.Θ.» στήν καλλιέργεια τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος, πού εἶναι συγχρόνως ὑπερφυλετικό καί οἰκουμενικό, φαίνεται σέ βάθος καί πλάτος στήν προβολή καί ἑρμηνεία ἀπό αὐτό τοῦ πολιτισμοῦ μας σέ ὃλες τίς ὂψεις του. Γι’ αὐτό ἀποκρούεται καί τό Μάθημά μας, μαζί μέ τήν Ἱστορία, ἀπό ἐκείνους, πού ἀκολουθοῦν τήν ἒξωθεν χαρασσόμενη γραμμή τοῦ ἀντεθνισμοῦ καί κατεργάζεται τήν ἐκθεμελίωση τοῦ Ἒθνους, ὡς ὃρου καί φορέα συγκεκριμένου νοήματος. Στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς πολεμικῆς σχετικοποιοῦνται καί βαθμηδόν ἀπονοηματοδοτοῦ-νται ἡ πίστη, ἡ ἱστορία, ὁ πολιτισμός, ἡ ἐθνική κληρονομία καί κάθε στοι-χεῖο τῆς ἐθνότητας καί ἐθνικότητας. Ἡ τεχνητή -καί ἐξωθεν προωθούμενη- πολυπολιτισμικότητα ἒχει ὡς στόχους τά μαθήματα τῶν Θρησκευτικῶν, τῆς Ἱστορίας καί τῶν Ἑλληνικῶν (γλώσσα), διότι προβάλλουν καί ἐνισχύουν τά κύρια συστατικά τοῦ Ἒθνους καί τῆς ἐθνικότητάς μας. Ἡ στάση, συνεπῶς ἀπέναντι στά μαθήματα αὐτά, ἰδιαίτερα στό «Μ.τ.Θ.», ἐλέγχει τήν ποιότητα τῆς πολιτισμικῆς μας συνείδησης.
 
3. Ἀκριβῶς δέ τήν ὑποστήριξη τῆς πολιτιστικῆς σημασίας τοῦ Μαθήματός μας ἀνέλαβε αὐτεπάγγελτα -λόγω τοῦ ἀκμαίου καί ἐθνικοῦ φρονήματος καί τῆς ὑψηλῆς παιδείας του- ὁ διακεκριμένος Καθηγητής τῆς Νομικῆς καί Ἀκαδημαϊκός κ. Νικήτας Ἀλιπράντης, ἐκλεκτός συνάδελφος καί φίλος. Πρό καιροῦ ἀναδημοσιεύθηκε στόν «Ο.Τ.» ἓνα σπουδαῖο κείμενό του μέ τόν τίτλο: «Νομικαί προϋποθέσεις τῆς ὑποχρεωτικότητος τοῦ λεγομένου “Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν”». Στό ἂρθρο αὐτό ὑποστηρίζεται μέ σαφῆ νομικά κριτήρια, ὃτι ἡ «ὑποχρεωτικότητα τοῦ μαθήματος» μπορεῖ νά θεμελιωθεῖ σέ μιά τελείως διαφορετική νομική βάση, χωρίς νά ἒρχεται σέ καμία ἀντίθεση μέ τή νομολογία (τοῦ ΕΔΔΑ). Ἡ βάση αὐτή συνδέεται ὂχι μέ τά θρησκευτικά «πιστεύω» ὡς σύνολο ὑποκειμενικῶν πεποιθήσεων, ἀλλά μέ τή γενική παιδευτική ἀποστολή τῆς Πολιτείας, είδικά σέ χῶρες, πού χαρακτηρίζονται άπό μιά μακραίωνη ἑνιαία ἰδιοπροσωπία, ὃπως ἡ Ἑλλάδα. Οὐσιῶδες συστατικό τῆς ἰδιοπρο-σωπίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἡ χριστιανική ὀρθόδοξη κληρονομιά ὡς ἀντικειμενικό δεδομένο, πού ἒχει σφυρηλατηθεῖ ἐδῶ καί αἰῶνες. Τό νά διδάσκονται κατά πρῶτο καί κύριο λόγο αὐτή τήν κληρονομιά τά παιδιά, πού φοιτοῦν στά δημόσια σχολεῖα τῆς Χώρας, ὃπως διδάσκονται τήν ἑλληνική μυθολογία καί ἱστορία, ἀνήκει ἀναφαίρετα στήν παιδαγωγική ἀποστολή τῆς Πολιτείας ὡς ἐξουσία καί ὑποχρέωσή της». Σημαντική ὃμως εἶναι ἡ δι-ευκρίνηση: «Γιά νά πληροῖ τή νομική αὐτή βάση τό μάθημα, ἀναμορ-φωμένο, θά πρέπει νά ἒχει καθαρά γνωστικό χαρακτήρα καί νά ἐκθέτει τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη ὂχι ὡς θρησκεία μέ ὃ,τι ἐμπεριέχει ὡς ὑποκειμενικά στοιχεῖα, ἀλλά ὡς ἀντικειμενικό συστατικό τῆς ἑλληνικῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς». Καί προσθέτει: «Ἐννοεῖται ὃτι τό μάθημα θά πρέπει νά ἀναφέρεται καί στίς ἀνά τόν κόσμο ποικίλες πνευματικές παραδόσεις καί ἀντιλήψεις μέ ἀντικειμενικότητα, ἀλλά καί ἐπισημαίνοντας, τυπολογικά καί ὂχι ἀξιολογικά, τίς διαφορές τους ἀπό τήν χριστιανική ὀρθόδοξη κληρονομιά. Γιά νά εἶναι σαφής ἡ διαφορετική –ἀπό τό ΕΔΔΑ- νομική βάση τῆς ὑποχρεωτικότητας τοῦ μαθήματος, θά πρέπει ὂχι μόνο ἡ ὀνομασία του νά ἀλλάξει (δέν θά εἶναι «μάθημα Θρησκευτικῶν», ἀλλά χριστιανικῆς ὀρθόδοξης κληρονομιᾶς), ἀλλά καί τό περιεχόμενό του νά διασκευασθεῖ ἀνάλογα. Τέλος -εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό- ἡ προφορική διδασκαλία θά πρέπει ὑποχρεωτικά νά σέβεται τίς ἀναπτυχθεῖσες προϋποθέσεις τοῦ μαθήματος».
Καί τό συμπέρασμά του: «Συμπερασματικά, ἡ ὀνομασία “Μάθημα Θρησκευτικῶν” καί ἡ ἀναφορά τοῦ περιεχομένου του στόν Χριστιανισμό ὡς θρησκεία, σημαίνουν ὃτι τό μάθημα εἶναι ἢ γίνεται προαιρετικό. Ἀντίθετα ἡ διασκευή του ὡς μαθήματος βασισμένου στό ἀντικειμενικό δεδομένο τῆς χριστιανικῆς κληρονομιᾶς θεμελιώνει τόν ὑποχρεωτικό του χαρακτήρα, χωρίς νά προσβάλλει τίς ὁποιεσδήποτε ὑποκειμενικές πεποιθήσεις ἢ τήν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως κανενός». (Βλ. τή σχετική μελέτη τοῦ κ. Νικ. Ἀλιπράντη στόν τιμητικό Τόμο Μιχ. Σταθοπούλου, Ἀντ. Σάκκουλας, 2010, σελ. 43 ἑπ., 49-51).
Ὁ κ. Ἀλιπράντης προσφέρει στήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία καί τόν θεολογικό κόσμο τῆς Χώρας μας μιά ἂλλη προοπτική στήν ὑποστήριξη τῆς θέσεως τοῦ Μαθήματός μας στήν κρατική Ἐκπαίδευση καί τῆς ὑποχρεοτικότητάς του στά ἐκπαιδευτικά Προγράμματα. Τό «Μ.τ.Θ.» δέν εἶναι κατήχηση μέ τήν καθιερωμένη ἒννοια, ἀλλά πληροφόρηση τῆς μαθητιώσας νεολαίας μας γιά τήν ἑλληνική πολιτιστική κληρονομιά μας.
 
4. Καί εἶναι πράγματι μαζί μέ τήν ἱστορία (ὃταν καί αὐτή προσφέρεται σωστά καί ὂχι, ὃπως σήμερα) τό Μάθημα, πού προσφέρει ἑρμηνευτικά κλειδιά γιά τήν κατανόηση τοῦ πολιτισμοῦ μας (τοπωνύμια, ἑορτές, πανηγύρια, ἒθιμα, γλώσσα καί οἱ πάμπολλες, ἐμπνεόμενες ἀπό τήν ἐκκλησιαστική λατρεία, ἐκφράσεις της, τό περιεχόμενο τοῦ λαϊκοῦ βίου καί σύνολου τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ, πού ἐρευνᾶ καί ἀναπτύσσει ἡ Λαογραφία). Εἶναι τό Μάθημα πού μαζί μέ τήν ἱστορία, βεβαιώνει τήν ἀδιάκοπη ἱστορική συνέχειά μας.
Ἐξάλλου εἶναι ἀδιανόητος κάθε διαχωρισμός τῆς ἱστορίας καί τοῦ πολιτισμοῦ ἀπό τή Θεολογία τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ τρόπου ζωῆς, πού παράγει. Ὃλη ἡ ζωή τοῦ Ἒθνους εἶναι διαποτισμένη ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνικότητα, εἶναι μεγέθη πιά ἀσύγχυτα μέν, ἀλλά καί ἀδιαίρετα. Γι’ αὐτό τό Μάθημά μας προσφέρει τήν ἱστορική πορεία καί παρουσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, καί εἰδικά τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν λατρεία, τήν τέχνη καί σύνολη τή ζωή της, μέσα σέ μιά οἰκουμενική προοπτική, στό πνεῦμα δηλαδή τῆς ἀρχαίας Ἑνωμένης Εὐρώπης ὣς τόν 11ο αἰώνα.
Ἀναγκαστικά τό Μάθημα θά παρουσιάσει, μέ τή μεγαλύτερη δυνατή ἀμεροληψία, τό ὀδυνηρό Σχίσμα καί τή διαφοροποίηση τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τή μία ἀδιαίρετη χριστιανική ἀρχαιότητα, τόν Παπισμό, καί ὃ,τι αὐτό σημαίνει, ὡς καί τήν προτεσταντική πολυδιάσπαση, χωρίς νά λείπει, φυσικά καί ἡ αὐτοκριτική γιά ὑπερβάσεις ἢ παραλείψεις ἐκπροσώπων τῆς Ἀνατολῆς4. Ἡ ὑποστηριζόμενη καί ἀπό Ὀρθοδόξους ἐμμονή στά ἑνούντα (αὐτό συμβαίνει καί στόν οἰκουμενικό Διάλογο) εἶναι παραπλανητική, διότι παραθεωρεῖ τή θλιβερή τραγικότητα τοῦ σχίσματος, ἡ ἂρση καί θεραπεία τοῦ ὁποίου εἶναι δυνατἠ, ὃταν συν-ειδητοποιηθοῦν τά χωρίζοντα πού, ἐξελικτικά, ἐπέφεραν τήν ἀλλοτρίωση μεγάλου μέρους τῆς Χριστιανοσύνης. Ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι ἡ κρατούσα καί στήν ὑπόλοιπη Εὐρώπη. Ἡ ἐφαρμογή τῆς μεθόδου τῆς ἀποσιώπησης τῆς διαφορᾶς, ὃπως ἐνσαρκώθηκε στό διαβόητο βιβλίο τῆς Ἱστορίας τῆς ΣΤ΄ Δημοτικοῦ, ὂχι μόνο εἶναι ἀντιεπιστημονική, ἀλλά καί παραπειστική, εἰσάγοντας κλίμα ἐξωπραγματικῆς μυθοπλασίας καί οἰκοδομώντας γνώση ἀναληθῆ καί γι’ αὐτό ἐπικίνδυνη.
Παράλληλα ὃμως τό «Μ.τ.Θ.» συμβάλλει καί στήν παραγωγή πολιτισμοῦ, ὃπως ἂλλωστε καί ὃλη ἡ Ὀρθοδοξία. Λειτουργώντας σ’ αὐτό τό πλαίσιο τό Μάθημά μας προβάλλει τίς σταθερές τοῦ πολιτισμοῦ, πού διακρατοῦν τήν ἐθνική ταυτότητά μας καί τήν ἰδιοπροσωπία μας, ὡς προϋπόθεση τῆς ἐθνικῆς συνέχειάς μας στόν ραγδαῖα μεταβαλλόμενο κόσμο τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῆς ἰσοπεδωτικῆς Παγκοσμιοποίησης. Βοηθεῖ ἒτσι, στήν ἀποφυγή τῆς ὁλιστικῆς συγχώνευσης καί διάλυσης στήν νεοεποχίτικη πλανητική κοινωνία, καί τῆς μεταβολῆς τῶν Νέων μας σέ πλανητικούς ἀνθρώπους, οἰκονομικές δηλ. μονάδες τῆς παγκόσμιας ἀγορᾶς. Ἀλλ’ αὐτό ἀκριβῶς ἐπιδιώκουν οἱ πολέμιοι τοῦ Μαθήματος. Διότι τό κύριο διαφοροποιητικό στοιχεῖο μας ἀπέναντι στήν κατασκευαζόμενη νέα παγκόσμια κοινωνία, εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη κληρονομιά μας. Ἡ αὐθεντική δέ, δηλ. ἀποστολική καί ἁγιοπατερική Ὀρθοδοξία, ποτέ δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει πνεῦμα μισαλλοδοξίας καί φανατισμοῦ, διότι ἡ μαρτυρική συνείδηση, πού δημιουργεῖ, ἐκφράζεται ὡς θυσία τοῦ Ὀρθοδόξου γιά τούς ἂλλους καί ὂχι τό ἀντίθετο, τό ὁποῖο συνιστᾶ μόνιμη πράξη τῶν δυνάμεων τοῦ κόσμου. Ὃταν καί ὃπου ὑπάρχουν ἀντίθετα δείγματα, ἁπλούστατα δέν πρόκειται γιά Ὀρθοδοξία.
Τό «Μ.τ.Θ.», συνεπῶς, εἶναι μία δυνατότητα συνάντησης ὃλης τῆς εὐρωπαϊκῆς νεολαίας στήν ἀρχαία πολιτιστική ἑνότητά της. Συμβάλλει, ἒτσι, στήν πορεία πρός τήν εὐρωπαϊκή ἑνότητα, μέ μιά σταθερή βάση. Οἱ ὀρθόδοξοι μαθητές, ἐξ ἂλλου, θά σέβονται πολύ περισσότερο τούς πολιτισμούς τῶν εἰσερχομένων στό χῶρο μας ξένων, ὃσο περισσότερο μάθουν νά σέβονται τόν δικό τους πολιτισμό, ὁδηγούμενοι σέ φιλικές καί φιλάνθρωπες σχέσεις μαζί τους.
Δέν πρέπει δέ νά λησμονεῖται, ὃτι ὁ ἑλληνορθόδοξος πολιτισμός, τόν ὁποῖο ἐνσαρκώνει καί μεταδίδει τό «Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν», βρίσκεται στή βάση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, συνδέοντας ἒτσι, καί τούς Ὀρθοδόξους, ἀλλά καί ὃλη τήν Εὐρώπη, μέ τήν ταυτότητά της κατά τήν πρό τοῦ σχίσματος (11ος αἰ.) ἐποχή, παραπέμποντας στήν ἀρχαία Ἑνωμένη Εὐρώπη.
5. Βέβαια, δέν τρέφω ψευδαισθήσεις. Γνωρίζω, ὃτι οἱ ἂγευστοι τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς πατερικότητας, ἀκούοντας τίς ἐπισημάνσεις αὐτές, αἰσθάνονται φρικίαση. Αὐτό ὃμως πού μέ τρομάζει, εἶναι ὃτι ὑπάρχουν καί Θεολόγοι, πού συμμερίζονται αὐτή τή στάση. Καί γι’ αὐτούς μέν εὒχομαι «ὁ Θεός νά τούς φωτίσει», γιά μᾶς δέ «καλόν ἀγώνα»! Τό τραγικότερο ὃμως εἶναι ὃτι δέν λαμβάνουμε ὑπόψι τίς διαθέσεις τῶν ἀντιπάλων τοῦ μαθήματός μας καί ἀντί νά ἐξαντλοῦμε κάθε δυνατότητα νομικῆς κατοχύρωσης τοῦ Μαθήματος, ἐπιμένουμε νά πιστεύουμε στήν καλή διάθεση τῶν ἑκάστοτε κρατούντων, προσδοκώντας τό ἒλεος καί τήν κατανόησή τους.
Ἒχει ἰδιαίτερη σημασία, ὃτι τό 2003 ἒγινε ἡ ἰσχύουσα μέχρι σήμερα ἀναδιατύπωση τοῦ «σκοποῦ» τοῦ «Μ.τ.Θ.», (ΦΕΚ303/13.3.2003). Διαβάζουμε, λοιπόν, ἐκεῖ μεταξύ ἂλλων, ὃτι τό Μάθημα συμβάλλει: «Στή διερεύνηση τοῦ ρόλου, πού ἒπαιξε καί παίζει ὁ Χριστιανισμός στόν πολιτισμό καί τήν ἱστορία τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Εὐρώπης. Στήν κατανόηση τῆς θρησκείας ὡς παράγοντα, πού συντελεῖ στήν ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς». Εἶναι ἀνάγκη ὃμως νά γίνει δεκτό, ὃτι «ἡ φύση καί τό πε-ριεχόμενο τοῦ «Μ.τ.Θ.» καί ἡ θέση του στό ἐκπαιδευτικό μας σύστημα σχετίζεται ἂμεσα μέ τόν τύπο τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐπιδιώκει ἡ Παιδεία/Ἐκπαίδευσή μας, πού ἀδιαφορώντας γιά τήν ἱστορική συνέχεια καί συνοχή τῆς κοινωνίας μας, στοχεύει, κατά τά φαινόμενα σέ μιά «κοινωνία οὐδέτερη» χωρίς ταυτότητα, χωρίς παραδόσεις, χωρίς ἱστορία, χωρίς συλλογικά βιώματα, χωρίς μεταφυσική ἐλπίδα» (Χρ. Γιανναρᾶς).
Ἡ στάση τῆς σημερινῆς Πολιτείας ἀπέναντι στό «Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν»- «ὑποχρεωτικό», ἀλλά μέ δυνατότητα ἐπιλογῆς του καί ἀπό τούς Ὀρθοδόξους (!)- συνδέεται ἂμεσα μέ τό πάγιο αἲτημα τῶν ἐκσυγχρονιστῶν (ὃλων τῶν Κομμάτων), γιά «χωρισμό» (διαχωρισμό, ὃπως ἀδόκιμα λέγουν) Ἐκκλησίας-Πολιτείας. Χωρισμός ὃμως δέν εἶναι κατ’ αὐτούς, ὃπως τό κατανοοῦν οἱ πολλοί, ἡ διάκριση διοικητικῶν ἁρμοδιοτήτων (ρόλοι διακριτοί), διότι αὐτό ὑπάρχει, ἐπιβάλλεται καί κατοχυρώνεται μέ τό Νόμο 590/1977, πού εἶναι καί «Καταστατικός Χάρτης» τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας (ἂρθρο 2). Σ’ αὐτό καθορίζεται ἡ συνεργασία/συναλληλία τῶν δύο χώρων σέ τομεῖς, πού ἒχουν ἂμεση σχέση μέ τή διακονία τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ. Χωρισμός στό στόμα ἢ τά κείμενα τῶν ἐκσυγχρονιστῶν σημαίνει: πλήρης ἀποσύνδεση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης καί Παράδοσης ἀπό ὃλους τούς τομεῖς τοῦ ἐθνικοῦ βίου. Κράτος λαϊκιστικό (Ѐtat laic). Αὐτό σημαίνει κατά τούς ὑποστηρικτές αὐτοῦ τοῦ αἰτήματος: νομοθετική ἐπιβολή τοῦ ὑποχρεωτικοῦ πολιτικοῦ γάμου, καθαίρεση νομοθετικά ὃλων τῶν θρησκευτικῶν (χριστιανικῶν) συμβόλων, καί τῶν εἰκόνων, ἀπό ὃλους τούς δημόσιους χώρους, ὑποχρεωτική πολιτική κήδευση καί καύση νεκρῶν, κατάργηση τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, έξαφάνιση κάθε θρησκευτικοῦ στοιχείου στίς ἐθνικές ἑορτές, κατάργηση τῶν θρησκευτικῶν ἀργιῶν, νομοθετική ἐκδίωξη τῶν Κληρικῶν ἀπό Νοσοκομεῖα, Φυλακές, Ἒνοπλες Δυνάμεις καί Σώματα Ἀσφαλείας κ.ἂ.
Ὑποψήφιο θύμα τῆς ἀποδομητικῆς αὐτῆς ἐπιχείρησης εἶναι καί τό «Μ.τ.Θ.». Ἡ κίνηση βέβαια αὐτή, σχετικά μέ τό «Μ.τ.Θ.», δέν εἶναι νέα. Ἂρχισε ἀπό τό Φεβρουάριο τοῦ 1962, ἐπί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή (+1998) καί ὑπουργοῦ Θρησκευμάτων καί Ἐθνικῆς Παιδείας Γρηγορίου Κασιμάτη (+1987). Τότε ἀποφασίσθηκε ἐπιλεκτικά ἡ μονόωρη διδασκαλία τοῦ μαθήματος. Ἀλλά ἡ κατανόηση τοῦ «πειράματος» αὐτοῦ ἐπιτεύχθηκε ἀπό τίς δηλώσεις τοῦ Πρωθυπουργοῦ, ἐν ὂψει τῆς ἒνταξής μας στήν Ε.Ο.Κ. (τότε καί Ε.Ε. ἀργότερα), ὃτι «δέν χρειαζόμεθα θεολόγους, ἀλλά τεχνοκράτες καί γεωπόνους». [Αὐτά τά ἒχω ἀναπτύξει στό βι-βλίο μου: Θεολογικός Ἀγώνας 1962, ἐκδ. ΠΑΡΟΥΣΙΑ, Ἀθήνα 1987, τό ὁποῖο εἶχε τήν καλοσύνη τό ΠΟΝΤΙΚΙ/7.8.08 νά χρησιμοποιήσει σέ ἂρθρο του γιά τό «Μ.τ.Θ.») Ἐπί ἑπτά μῆνες (27.2.1962-27.9.1962) κλείσαμε τίς Θεολογικές Σχολές Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης, διεξάγοντας ἓναν ἀγώνα, μέ τέτοιο δυναμισμό, πού συχνά ξεπερνοῦσε τούς ἀγῶνες τῆς Ἀριστερᾶς τήν ἐποχή ἐκείνη. Ἡ καθιερωμένη ἒκτοτε πορεία τῆς (ἐκσυγχρονιστικῆς) Πολιτείας εἶναι: ἀπό τήν ἀποδυνάμωση καί ἀλλοίωση τοῦ Μαθήματος στήν ἒξωσή του ἀπό τήν κρατική Ἐκπαίδευση. Αὐτό ἐφαρμόζεται μέ θρησκευτική εὐλάβεια! Σήμερα, λοιπόν, περνάμε μία νέα φάση αὐτοῦ τοῦ ἐγχειρήματος, ἲσως τήν τελευταία.
Ὁ ἀπώτερος στόχος μάλιστα τῶν ἐκσυγχρονιστῶν μας εἶναι ἡ ἒξωση καί αὐτῶν τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν ἀπό τά κρατικά Πανεπιστήμια, ἀφοῦ δέν θά ἒχουν πιά λόγο ὓπαρξης (κατάρτιση Καθηγητῶν Θρησκευτικῶν γιά τή δημόσια ἐκπαίδευση). Ὡς Κοσμήτορας (2004-2007) εἶχα τό θλιβερό προνόμιο νά ζήσω ἐκ τοῦ σύνεγγυς τούς σχεδιασμούς αὐτούς καί τίς ἐξελίξεις, ὃλο δέ τό συναφές ἀποδεικτικό ὑλικό συγκέντρωσα στό βιβλίο: «Θέση καί ἀποστολή τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης στή σύγχρονη κοινωνία. Πρακτικά Δ΄ Συνεδρίου Θεολογικῶν Σχολῶν Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης, Ἀθήνα 24-25 Ἀπριλίου 2007», Ἀθήνα 2008. Σ’ αὐτή τήν κίνηση, ἑκόντες ἂκοντες, συμβάλλουν καί ὃσοι ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ ἀπαιτοῦν τήν κατάργηση τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Πρέπει δέ νά δηλωθεῖ, ὃτι στήν Εὐρώπη καί ὃλο τόν Χριστιανικό κόσμο, οἱ Θεολογικές Σχολές εἶναι μέσα στά κρατικά Πανεπιστήμια ὡς ἐρευνητικά Ἱδρύματα. Διερωτώμεθα, συνεπῶς, ποιά Εὐρώπη ἀπαιτεῖ τίς ἐπιχειρούμενες μεταβολές, ὃπως λέγεται...
 
Ὃσο καί ἂν οἱ Κυβερνητικοί παράγοντες μᾶς καθησυχάζουν γιά τή θέση τοῦ Μαθήματός μας στήν Ἒθνική Ἐκπαίδευση, αὐτό πού ἐνδιαφέρει εἶναι οἱ ὑφέρπουσες τάσεις σέ ὃλο τό φάσμα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἢ νεοεποχίτικα σκεπτομένου καί ἐνεργοῦντος πολιτικοῦ κόσμου, διότι αὐτές ἐπιβάλλονται τελικά. Αὐτό ὃμως εἶναι ἰδιαίτερα ἀνησυχητικό σήμερα, μέ τήν γενική κατάπτωση τῆς Χώρας καί τήν αὒξηση τῆς ἐπιρροῆς τῶν ξένων κατοχικῶν Δυνάμεων σ’ ὃλο τό φάσμα τῆς κοινωνίας καί τοῦ πολιτισμοῦ της.
 
Από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ με θέμα "ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ-ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ" (ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ – ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ) που εκδόθηκαν με την επιμέλεια των: ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΜΙΧΕΛΟΥΔΑΚΗΣ, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Θεολογίας και ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΕΠΕΣ, Θεολόγος Εκπαιδευτικός – Διδάκτωρ Θεολογίας, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2014
 
https://thriskeftika.blogspot.com

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: ΤΟ ΚΟΣΜΗΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Το κόσμημα της του Χριστού εκκλησίας
Αρχιμ. Χριστόδουλος Αγγελόγλου, Πνευματικός και Λειτουργός του Ι. Ησυχαστηρίου «Παναγία, η Φοβερά Προστασία»

Στα χρόνια μας έφυγε από αυτή τη ζωή πλήθος Γερόντων, Επισκόπων, Ιερέων, Μοναχών. Όπως όλοι γνωρίζετε, σ’ αυτό το blog δεν αναφερθήκαμε στην εκδημία ουδενός από αυτούς. Σήμερα ο Κύριος ημών Ιησούς, έκρινε ότι στο πλαίσιο «γενικής συσκότισης» που έχει επιβάλει και μας αξίζει, έπρεπε να πάρει κοντά Του τον Πρωτοπρεσβύτερο Πατέρα Γεώργιο Μεταλληνό· τώρα είναι που εξέλιπε κάθε λόγος και τη θέση του παίρνει το γεμάτο “παράπονο” κλάμα…
Σήμερα η Ελλαδική Εκκλησία απεκδύθη το κόσμημά της.
Σήμερα η Θεολογική Σχολή έχασε την ψυχή της Θεολογίας της και τον Καθηγητή της.
Σήμερα ο έγγαμος κλήρος έχασε το καύχημα και αγλάϊσμά του.
Σήμερα ο ελληνικός λαός έχασε έναν πραγματικό Πατέρα, ο οποίος τον γαλούχησε με την Αλήθεια του Πνεύματος, με τα νάματα της θεολογίας και με την πραγματική αγάπη για την ελληνοχριστιανική παράδοση.

Σήμερα ένα φως για την Ελλάδα, για την Εκκλησία, για την Οικουμένη, για όλους εμάς, έσβησε.
Ο ιερός κλήρος έχασε την προσωποποίηση της αρχοντιάς, της ειλικρίνειας, της ανιδιοτέλειας και της ευγένειας.
Σήμερα η Στρατευομένη Εκκλησία θρηνεί και η Θριαμβεύουσα αγάλλεται…
Πατέρα Γεώργιε, εύχου προς Κύριον υπέρ ημών. Είναι σίγουρο ότι εν Πνεύματι Θεού κατέστησες την Μνήμη σου Αιώνιον και παράδειγμα προς μίμηση.

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

Κριτική θεώρησις της πορείας του Οικουμενικού Διαλόγου
Του πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνού

Ο Άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς) διείδε την κατάληξιν των οικουμενιστικών σχέσεων. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ απεμακρύνθη από το Π.Σ.Ε. το 1961. Ο καθ. Ιωάννης Καρμίρης εδήλωσε το 1953: η άνευ όρων συμμετοχή της Ορθοδοξίας εις δογματικά συνέδρια δεν είναι σύμφωνος προς την διδασκαλίαν των επτά Οικουμενικών Συνόδων και των μεγάλων Πατέρων αυτής.

Εις την Σχολήν Γονέων Κατερίνης, την 22αν Φεβρουαρίου 2016, ωμίλησαν ο π. Γεώργιος Μεταλληνός και ο Μοναχός π. Αρσένιος Βλιαγκόφτης. Ο μεν πρώτος προέβη εις μίαν κριτικήν θεώρησιν του οικουμενισμού, ενώ ο π. Αρσένιος παρουσίασε προβλήματα της ετοιμαζομένης Πανορθοδόξου Συνόδου με βάσιν τις επιστολές προς την Ιεράν Σύνοδον του Αγίου Ναυπάκτου, του Αγίου Λεμεσού και του Καθηγητού Δ. Τσελεγγίδη. Εις την συνέχειαν δημοσιεύεται το κείμενον του π. Γεωργίου Μεταλληνού.

1. Η τραγωδία του σχίσματος (1054) και η οδυνηρή παράτασή της, ως και οι καταθλιπτικές πολιτικές εξελίξεις στον χώρο της Ανατολής, λειτούργησαν ως προϋπόθεση μιας σειράς διαλογικών προσπαθειών για την αποκατάσταση της ενότητας, με την επιστροφή των αιρετικών – σχισματικών στο ένα και αδιαίρετο εκκλησιαστικό σώμα για την σωτηρία τους: Με τις αιρέσεις και τα σχίσματα το ένα και αδιάτμητο εκκλησιαστικό σώμα, ως σώμα του Ιησού Χριστού, δεν διαιρείται, αλλά -κατά τον ιερό Χρυσόστομο- «το σεσηπός εκκόπτεται». Ο διάλογος ανήκει στην ουσία του αυθεντικού Χριστιανισμού, έχει δε εισαχθεί και εξαγιασθεί από τον ίδιο τον Δημιουργό στον ανθρώπινο βίο. «Δεύτε διαλεχθώμεν» λέγει ο Θεός (Ησ. 1, 18) στο πλάσμα Του. Η λατρεία μας, άλλωστε, είναι ένας συνεχής διάλογος Πλάστου και πλάσματος για την σωτηρία του ανθρώπου, όπως και η «ατομική» προσευχή. Την οδό του διαλόγου με τα αποσχιζόμενα από το Σώμα του Χριστού τέκνα της ακολουθεί η Ορθοδοξία.
Μετά το μεγάλο σχίσμα (1054) και ως τον 15ο αιώνα έγιναν, μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Χριστιανοσύνης – Ορθοδοξίας δηλαδή και Παπισμού – περισσότεροι από 11 διάλογοι, με κορύφωση την Συν­οδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438 -39), που απεδείχθη ψευδοσύνοδος – ουνιτική και αιρετική και γι᾽ αυτό την απέρριψε η Ορθοδοξία, ενώ ο Παπισμός προσπαθεί αιώνες τώρα να την επιβάλει στην Ορθόδοξο Ανατολή.
Οι προ της αλώσεως (1453) ενωτικοί διάλογοι ήσαν καταδικασμένοι σε αποτυχία από την γένεσή τους, διότι κινητήρια δύναμή τους ήταν η πολιτική στοχοθεσία της διασώσεως του Βυζαντινού Κράτους και των συνδεομένων με αυτό υλικών συμφερόντων. Αυτό – τηρουμένων των αναλογιών – είναι ευδιάκριτο και στις σημερινές οικουμενι(στι)κες σχέσεις, με τη σχετικοποίηση της Πίστεως και την «Χρήση» της από τους διαλεγομένους, για την εξυπηρέτηση «σκοπιμοτήτων κοσμικού χαρακτήρος, επιβαλλομένων από την Νέα Παγκόσμια Τάξη (Νέα Εποχή – New Age), που τελικά κατευθύνει και τους διαχριστιανικούς και τους διαθρησκειακούς διαλόγους προς πραγμάτωση της «Πανθρησκείας» και την επίτευξη της «Παγκοσμιοποίησης».

2. Προσπάθειες διαχριστιανικού διαλόγου έγιναν και μετά την άλωση (1453), στην διάρκεια της δουλείας. Η στάση της Ορθοδοξίας, σ᾽ όλη την διάρκεια της δουλείας (οθωμανοκρατίας και λατινοκρατίας), υπαγορευόταν από την Πίστη στον Χριστό και την αγάπη προς την (σώζουσα) Αλήθεια, και όχι από την πολιτική κατάσταση, όπως θέλουν οι «επιφανείς» οικουμενιστές μας. Η υπόδουλη Ρωμηοσύνη εγνώριζε την αποχριστιανοποιημένη «Δύση» περισσότερο και αυθεντικότερα από όσο οι ουνιτίζοντες ημέτεροι σήμερα, που οι αγαπολογικές σχέσεις οδηγούν σε συσκότιση της συνειδήσεως και συνεχείς υποχωρήσεις. Τα βασικά πορίσματα της έρευνας για την στάση των Ορθοδόξων, και μάλιστα του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, κατά την δουλεία, μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:
α) Η Ορθόδοξος Εκκλησία από τον 15ο ως τα τέλη του 19ου αιώνα παρέμεινε αμετακίνητη στη στάση της απέναντι στον δυτικό χριστιανισμό, τον Παπισμό και τον Προτεσταντισμό (Λουθηριανισμό, Καλβινισμό, κ.λπ.) και τον Αγγλικανισμό, που χαρακτηρίζονται σαφώς ως αιρέσεις και αποσχίσεις από τη Μία Εκκλησία, την Ορθοδοξία.
β) Εκφράζεται θετικά η ορθόδοξη εκκλησιαστική πίστη και αποκρούονται οι πλάνες των δυτικοχριστιανικών Ομάδων, διότι έχουν στερηθεί τον χαρακτήρα της Εκκλησίας.
γ) Παραμένει, έτσι, ακμαία η ορθόδοξη αυτοσυνειδησία, κατά την οποία «ο μικρόν τι τούτων παραβαίνων ως σχισματικός και αιρετικός κατακρίνεται και αναθεματίζεται και ακοινώνητος παρά πάσι λογίζεται». Δεν πρόκειται για αθεμελίωτη εχθρότητα, αλλά για ομολογία της αληθείας.
δ) Ομολογείται, επίσης, χωρίς περιστροφές, ότι «αυτή μόνη η των Ανατολικών Ορθοδόξων (πάλαι μεν Ελλήνων, νυν δε Γραικών και Νέων Ρωμαίων δια την Νέαν Ρώμην καλουμένων) Χριστιανών πίστις εστίν αληθής μόνη ακραιφνεστάτη».
ε) Μόνη, συνεπώς, παραδεκτή βάση της εκκλησιαστικής ενώσεως είναι η απόλυτος «ενότης της πίστεως και η ομοφροσύνη στην πίστη των Αποστόλων, και των Πατέρων, στην Αγία Γραφή και στις Οικουμενικές Συνόδους, κατά την σχετική δήλωση του Αγίου Μάρκου: «Εν τοις θείοις δόγμασιν ουδαμού χώραν έχει ποτέ η οικονομία η συγκατάβασις».
στ) Η στάση αυτή κορυφώνεται με την εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδο του 1895, η οποία απήντησε στον Πάπα Λέοντα ΙΓ´ που εκάλεσε τους Ορθοδόξους σε ένωση, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι «η Εκκλησία των επτά Οικουμενικών Συνόδων και των εννέα πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, επομένως η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, στύλος και εδραίωμα της αληθείας». Συνεπώς, η ένωση πρέπει να γίνη «εν τω ενί κανόνι της πίστεως και επί του θεμελίου της αποστολικής και πατροπαραδότου διδασκαλίας». Ειδικά ο Παπισμός χαρακτηρίζεται «Εκκλησία των καινοτομιών, της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των εκκλησιαστικών Πατέρων και της τε αγίας Γραφής και των όρων των αγίων Συνόδων», «Ουδέποτε εθεωρήθη ο Επίσκοπος Ρώμης ως η ανωτάτη αρχή και αλάνθαστος κεφαλή της Εκκλησίας».
Σήμερα οι υψηλόβαθμοι Οικουμενιστές θεωρούν τον Πάπα (και ως αιρετικόν) κανονικό Επίσκοπο της Εκκλησίας της Ρώμης, που χαρακτηρίζεται «αδελφή Εκκλησία», όπως δηλαδή τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία!

3. Η αταλάντευτη αυτή στάση της Ορθόδοξης Εκκλησιαστικής Ηγεσίας απέναντι στην ετερόδοξη Δύση άλλαξε επίσημα στις αρχές του 20ου αιώνα, επί πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ (†1912). Η ασυνέχεια αυτή γίνεται αντιληπτή και μόνο με την σύγκριση των δογματικοσυμβολικών κειμένων, από το 1902 και εξής, με εκείνα του 19ου αιώνα.
Αυτό όμως σημαίνει, ότι εγκαινιάζεται στο εθναρχικό Κέντρο μία νέα στάση απέναντι στην αποκρουόμενη ως τότε Δύση, κατά το πνεύμα του φιλοδυτικισμού και των «οικουμενικών σχέσεων». Το κύριο σημείο αναφοράς δεν θα είναι πλέον η Ανατολή, αλλά η Δύση, με ο,τι αυτή εκφράζει. Η αλλαγή αυτή οριοθετείται από τρία σπουδαία Κείμενα του Οικουμενικού Θρόνου, την Εγκύκλιο του πατριάρχου Ιωακείμ Γ τὸ 1902, το Διάγγελμα του 1920 και την Εγκύκλιο του 1952. Η πρώτη πραγματοποιεί το οικουμενιστικό άνοιγμα στην Δυτική Χριστιανοσύνη, ενώ τα άλλα έχουν καθαρά προγραμματικό χαρακτήρα, εγκαινιάζοντας και προωθώντας την πορεία προς τον Οικουμενισμό με την «Οικουμενική Κίνηση». Η συμμετοχή μας σ’ αυτήν οδήγησε στις σημερινές ελεγχόμενες από την ορθόδοξη συνείδηση σχέσεις. Την επελθούσα αλλαγή μαρτυρεί η χρησιμοποιούμενη γλώσσα. Οι «αναδενδράδες», όπως χαρακτηρίσθηκαν οι δυτικές χριστιανικές ομάδες το 1902, γίνονται το 1920 «Εκκλησίες», κάτι, βέβαια, που επαινείται από τους Οικουμενιστές, δικούς μας και ξένους. Αυτό όμως σημαίνει προοδευτική εξίσωση των δυτικών Ομολογιών με την Μία Εκκλησία, την Ορθοδοξία. Στο σημείο αυτό είναι περισσότερο ειλικρινής ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ´, όταν το 2008 αρνήθηκε στον Προτεσταντισμό τον χαρακτήρα της «Εκκλησίας», την Ορθοδοξία δε εχαρακτήρισε «ελλειμματική», διότι δεν αποδέχεται το πρωτείο του.
Με το Διάγγελμα του 1920 το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσέφερε τον καταστατικό χάρτη για την στάση, που όφειλε να τηρήσει στο μέλλον η ορθόδοξη παράταξη μέσα στην Οικουμενική Κίνηση. Αν η Εγκύκλιος του 1902 άνοιξε τον δρόμο για την συμμετοχή μας στην Οικουμενική Κίνηση, το Διάγγελμα του 1920 προετοίμασε την είσοδό μας στο ΠΣΕ.
Κατά τον καθηγητή Χρήστο Γιανναρά, η Εγκύκλιος «υποκαθιστά η αποσιωπά την αλήθεια της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και του υπαρκτικού μυστηρίου της σωτηρίας, για χάρη της κοινωνιστικής και πιετιστικής αντίληψης ενός ιδεολογικού χριστιανισμού, μια και σ’ αυτή «δεν υπάρχει ούτε υπαινιγμός της αλήθειας» (Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, Αθήνα 1997, σ. 196 επ.).
Η επί Πατριάρχου Αθηναγόρα Εγκύκλιος του 1952 λειτούργησε ως ολοκλήρωση και επισφράγιση της προγραμματισμένης αυτής πορείας. Γι’ αυτό μεγάλοι ορθόδοξοι Θεολόγοι, όπως ο Ιωάννης Καρμίρης και ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, παρά την αφοσίωσή τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν παρέλειψαν να εκφράσουν τον διστα-γμο τους στα ανοίγματα αυτά και τις επιφυλάξεις τους για τις μέσω αυτών δρομολογηθείσες εξελίξεις.
Ο μεν π. Φλωρόφσκυ το 1961 απομακρύνθηκε από το ΠΣΕ, ο δε Ιωάννης Καρμίρης (το 1953) δηλώνει περίφροντις από τις εξελίξεις: «Είναι προφανές ότι η ανεπιφύλακτος και άνευ όρων συμμετοχή (της Ορθοδοξίας) εις δογματικά συνέδρια και η οργανική σύνδεσις αυτής μετά πολυαρίθμων ποικιλωνύμων Εκκλησιών και Ομολογιών και αιρέσεων επί βάσεως δογματικής και εκκλησιολογικής εν τω Παγκοσμίω Συμβουλίω των Εκκλησιών θα εσήμαινε παρέκκλισιν από της υπό του Πατριαρχικού Διαγγέλματος του 1920 χαραχθείσης γραμμής περί συν­εργασίας αυτής μόνον εν τοις ζητήμασιν του Πρακτικού Χριστιανισμού και γενικώς δεν θα ήτο σύμφωνος προς τας θεωρητικάς αρχάς της Ορθοδοξίας και την μακραίωνα παράδοσιν αυτής, ως και την διδασκαλίαν και πράξιν των επτά Οικουμενικών Συνόδων και των μεγάλων Πατέρων αυτής».
Στην Εγκύκλιο του 1952 το Οικουμενικό Πατριαρχείο λέγει, ότι «δια της άχρι τούδε συμμετοχής της εις την παγχριστιανικήν Κίνησιν η Ορθόδοξος Εκκλησία εζήτησε κυρίως, ίνα γνωρίση και μεταδώ τοις ετεροδόξοις τον πλούτον της πίστεως, της λατρείας και της οργανώσεως αυτής, και την θρησκευτικήν άμα και ασκητικήν αυτής πείραν, πληροφορηθή δε και αυτή τας νέας μεθόδους και αντιλήψεις της εκκλησιαστικής ζωής και δράσεως αυτών». Φοβούμενος όμως την σχετικοποίηση της πίστεως, αισθάνεται την ανάγκη ο Ιωάννης Καρμίρης να υπογραμμίσει: «Η συμμετοχή των Ορθοδόξων… και η συν­εργασία… έχει την έννοιαν κοινωνίας αγάπης και ουχί κοινωνίας εν τη δογματική διδασκαλία και τοις μυστηρίοις».

4. Τους αληθινούς στόχους όμως του διαχριστιανικού Οικουμενισμού δεν διστάζουν να ομολογούν διακεκριμένοι Ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου, όπως ο Θυατείρων Γερμανός (Στρηνόπουλος), αναφερόμενος δια μακρών στο Διάγγελμα του 1920, το οποίο και συνέταξε μαζί με άλλους καθηγητές της Θεολ. Σχολής της Χάλκης. «Είναι ανάγκη, είπε, να συνειδητοποιήσουν οι Εκκλησίες ότι εκτός από την ενότητα, υπό την στενή της λέξεως έννοια…, υπάρχει και μία άλλη, πιο περιεκτική έννοια της ενότητος, κατά την οποία όλοι όσοι παραδέχονται την θεμελιώδη διδασκαλία της αποκαλύψεως του Θεού εν Χριστώ, και αποδέχο-νται Αυτόν ως Σωτήρα και Κύριο, θα έπρεπε να θεωρούν ο ένας τον άλλο ως μέλη του ιδίου σώματος και όχι ως ξένους». «Χωρίς να εισχωρήσουμε στην εξέταση των δογματικών διαφορών, που χωρίζουν τις Εκκλησίες», πρόσθεσε ο Θυατείρων, «πρέπει να καλλιεργήσουμε αυτήν ακριβώς την ιδέα της ευρυτέρας ενότητος…». Είναι φανερή εδώ η θεωρία περί «διευρυμένης Εκκλησίας», που απαιτεί την περιθωριοποίηση της πίστεως και του σωτηριολογικού χαρακτήρα του δόγματος, σ’ αντίθεση με την αποστολική και πατερική παράδοση, όλων των αιώνων.
Καθαρότερα όμως τον σκοπό της Οικουμενικής Κινήσεως έδωσε ο επίσης διακεκριμένος Ιεράρχης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εκ των πρωτεργατών της, πρώην Αμερικής Ιάκωβος σε συνέντευξή του το 1999 στο περιοδικό ΝΕΜΕΣΙΣ: «Πρώτον με επίκραναν οι πόλεμοι και δεύτερον η σχετική αποτυχία του Οικουμενικού Διαλόγου, ο οποίος απέβλεπε στην ένωση η την προσέγγιση των Εκκλησιών και κατόπιν γενικότερα όλων των θρησκειών». Είναι μια έντιμη ομολογία για τις επιδιώξεις της Οικουμενικής Κινήσεως και την διασύνδεσή της με τον πανθρησκειακό Διάλογο, αλλά και τις στοχοθεσίες της Νέας Εποχής, για την επίτευξη της Πανθρησκείας.
Υπεύθυνη όμως και αντικειμενική κριτική στην Οικουμενική Κίνηση έχει ασκήσει ο όσιος Ιουστίνος (Πόποβιτς), χαρακτηρίζοντας τον Οικουμενισμό με τον ακόλουθο τρόπο: «Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανούς, δια τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδία όλων των ευρωπαϊκών Ουμανισμών με επικεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινόν ευαγγελικόν όνομά των είναι η παναίρεσις». Και διερωτάται: «Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθή τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της Θεολόγοι, ακόμη και Ιεράρχαι, να επιζητούν την οργανικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το ΠΣΕ; Αλοίμονον, ανήκουστος προδοσία».
Ο Άγιος Ιουστίνος μπόρεσε να διίδει την κατάληξη των οικουμενιστικών σχέσεων, που κορυφώθηκαν στις αποφάσεις του Balamand (1993) (=κατάφαση της παπικής αιρέσεως ως αδελφής Εκκλησίας και της Ουνίας, που συμμετέχει επίσημα στον Διάλογο) και του Porto Allegre (2005) (= αποδοχή της προτεσταντικής Εκκλησιολογίας), αλλά και στην καταξίωση de facto της «βαπτισματικής Θεολογίας», «της κοινής διακονίας» χωρίς ενότητα πίστεως, της «διευρυμένης Εκκλησίας» και του «πολιτιστικού πλουραλισμού».
Ο Οικουμενισμός σ’ όλες τις διαστάσεις και εκδοχές του έχει αποβεί αληθινή βαβυλώνιος αιχμαλωσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όλων σχεδόν των τοπικών ηγεσιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η καύχηση και ο αυτοθαυμασμός των Οικουμενιστών μας «για μια δήθεν νέα εποχή, που άνοιξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις πατριαρχικές Εγκυκλίους των ετών 1902 και 1920, δεν δικαιώνονται», διότι «αυτό που κατορθώθηκε είναι να νομιμοποιήσουμε τις αιρέσεις και τα σχίσματα του Παπισμού και του Προτεσταντισμού». Αυτό είναι το κατασταλαγμένο συμπέρασμα του αγαπητού αδελφού π. Θεοδώρου Ζήση, το οποίο αδίστακτα προσυπογράφω.

5. Είναι, λοιπόν, φανερό, ότι ο Οικουμενισμός αποδείχθηκε πλέον ως εκκλησιολογική αίρεση, ως ένας «δαιμονικός συγκρητισμός», που επιδιώκει μία ομοσπονδιακή ενότητα της Ορθοδοξίας με την δυτική αιρετική πανσπερμία. Έτσι όμως, η ορθοδοξία δεν επηρεάζει σωτηριολογικά τον μη ορθόδοξο κόσμο, διότι έχει εγκλωβισθεί αυτή, στα πρόσωπα των κατά τόπους Ηγεσιών της, στις παγίδες του Οικουμενισμού, που κατεργάζονται την φθορά και την αλλοτρίωσή της.

Αντί λοιπόν, η εκκλησιαστική Ηγεσία μας, να ακολουθεί το παράδειγμα των Αγίων μας Πατέρων στη διαφύλαξη της Ορθοδοξίας, ως της μόνης δυνατότητος σωτηρίας ανθρώπου και κοινωνίας, πράττει ακριβώς το αντίθετο: συμφύροντας την Ορθοδοξία με την αίρεση, στα όρια του Οικουμενισμού, και ουσιαστικά καταξιώνοντας την αιρετική πλάνη, επιφέρει την άμβλυνση των κριτηρίων του ορθοδόξου πληρώματος και στερεί και αυτό και τον κόσμο από την δυνατότητα σωτηρίας.
Με αυτό τον τρόπο απορρίπτονται οι άγιοι Πατέρες και η διδασκαλία τους, με την ανατροπή της πίστεως και πράξεως της αρχαίας Εκκλησίας. Η «μεταπατερικότητα», δηλαδή, είναι στην ουσία της αντιπατερικότητα, διότι η προτεσταντίζουσα αυτή κίνηση απο­δυναμώνει την πατερική παράδοση, χωρίς την οποία η Ορθοδοξία παραμένει αθωράκιστη στην δίνη του Οικουμενισμού και την εξυπηρέτηση των σχεδίων της Νέας Εποχής. Και για να παραφράσουμε τον Ντοστογιέφσκυ: «Χωρίς Πατέρες όλα επιτρέπονται»! Κατά τον Άγιο Γρηγόριο όμως τον Παλαμά, «τούτό εστιν αληθής ευσέβεια, το μη προς τους θεοφόρους Πατέρας αμφισβητείν».