ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

ΣΟΦΑ ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 Σοφά λόγια αγίων γερόντων 

Ρώτησε κάποιος ένα γέροντα, πόσα χρόνια έχει στο Άγιο Όρος και του απάντησε.
Χρόνια πολλά έχω, προκοπή δεν έχω. Και τα τσακάλια στην έρημο ζουν, αλλά τσακάλια μένουν.

Είπε γέρων. Όσο πνευματικότερος είναι ο άνθρωπος, τόσο λιγότερα δικαιώματα ζητάει από αυτήν την ζωή.  

Συμβούλευε ένα φωτισμένος μοναχός. Να έχεις αγάπη προς όλους, αλλά ιδιαίτερες σχέσεις με κανένα. 

Eίπε γέρων. Το θέμα της σωτήριας μας δεν είναι θέμα ευκαιρίας ή σύμπτωσης, αλλά θέμα εργασίας και βίας. «Βιάστε αρπάζουσιν την Βασιλεία των Ουρανών».

Διηγήθηκε ένας ασκητής. Εδώ έρχονται πολλοί φοιτητές. 

Κάποτε είχαν έρθει καμία δεκαριά και ζητούσαν να τους κάνω θαύμα. 

Επέμεναν πολύ. Σκέφτηκα με ποιο τρόπο να βάλω μυαλό σε αυτά τα παιδία. Τους είπα. Λοιπόν, μπείτε στη σειρά για να σας κόψω τα κεφάλια.
Μετά θα κάνω το θαύμα για να σας τα κολλήσω!
Ν` αραιώσετε λίγο, γιατί υπάρχει κίνδυνος να τα μπερδέψω.
Έτοιμοι είστε; Θέλετε να δείτε το θαύμα; 

Οι νέοι αντέδρασαν αμέσως. Όχι, όχι σε μας πάτερ, είπαν με μια φωνή. 

Αυτό το έκανε ο ασκητής για να δείξει στους φοιτητές ότι δεν πρέπει να ζητούμε θαύματα από τον Θεό για να πιστεύσουμε σ’ Αυτόν...  

Είπε γέρων. Ταπείνωση είναι το κάτω σκαλοπάτι των αρετών.
Αγάπη είναι το επάνω σκαλοπάτι. Γιατί δεν αγιάζουμε σήμερα;
Γιατί δεν έχουμε ταπείνωση. 

Είπε γέρων. Μπορεί κάποιος να αγωνίζεται που κα που με φιλότιμο, αλλά να μην έχει μεγάλη πρόοδο, γιατί δεν έχει ταπείνωση. Ενώ άλλοι αγωνίζονται λιγότερο (άσκηση, νηστεία κ.λ.π.) και προοδεύουν πολύ περισσότερο, γιατί έχουν πολλή ταπείνωση και αυτή αναπληρώνει πολλά. 

Να ζείτε σε διαρκή δοξολογία και ευχαριστία προς τον Θεό, γιατί η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η αχαριστία και ο χειρότερος αμαρτωλός ο αχάριστος. 

Είπε γέρων. Μοιάζουμε με τσουκνίδες. Από μακριά φαίνονται πράσινες, σαν πεδιάδα, σαν κήπος μα όταν πλησιάσεις και τις αγγίξεις τότε βλέπεις την ασχήμια τους και τότε νιώθεις το κεντρί τους.

Ρωτήθηκε κάποτε ένας ερημίτης. Πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους επαίνους και τα εγκώμια; Και απάντησε. 

Να έχετε ταπείνωση και να γνωρίζεται καλά τον εαυτό σας. 

Να σας πω ένα παράδειγμα. Όταν σκαλίζω στο ξύλο την μορφή αγίου και τελειώνω, νομίζω ότι είναι καλή. Την ξανακοιτάω μετά από λίγο και βλέπω ότι έχει ελλείψεις. Αν βάλω τον φακό θα δω ότι δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Το ίδιο πάλι και με τα χέρια. Βλέπουμε ότι είναι καθαρά. Αν βάλουμε όμως τον φακό, θα δούμε ότι έχουν βρωμιά και πολλά μικρόβια. Έτσι, να κοιτάμε προσεκτικά τον εαυτό μας και θα Βλέπουμε ότι δεν είμαστε τίποτα κι ας λέει ο κόσμος.

imverias.blogspot.com 

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΦΟΒΕΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ!

 Γεροντικό: Φοβερός πόλεμος με δαιμόνια υπερηφανείας 

Διηγήθηκε Γέρων: «Κάποτε ήρθαν και με προσκύνησαν τα δαιμόνια, ενώ έψελνα το Χερουβικό και είχα φθάσει στο "καί τῇ ζωοποιῷ Τριάδι". Έρχονται λοιπόν πέντε δαίμονες, ένας μεγάλος αξιωματικός με πηλίκιο και κάτι σήματα δαιμονικά, γαλόνια και κέρατα που έβγαιναν δίπλα απ’ το πηλίκιο, και τέσσερις μικροί μαλλιαροί, και πέφτουν στα γόνατα μπροστά μου. Ο μεσαίος, ο αξιωματικός, είχε το ένα πόδι γονατιστό και το άλλο  μισολυγισμένο όπως οι καθολικοί και μου λέε: "Είσαι σπουδαίος ψάλτης! Είσαι θαυμάσιος! Είσαι άφθαστος!". Είχε το κεφάλι ψηλά, ενώ οι άλλοι τέσσερις είχαν το κεφάλι κάτω. Εγώ μονολόγησα: "Τα δαιμόνια θα μου πάρουν το μυαλό. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Κύριον τον Θεόν μας προσκυνήσωμεν και Αυτώ μόνω λατρεύσωμεν". Αμέσως έγιναν άφαντοι. Αυτά εν ριπή οφθαλμού. Εγώ αγρίεψα μέσα μου. Σκέφθηκα: "Αυτός που δεν δέχεται να προσκυνήση τον Θεό και να πη ελέησον με ο Θεός, ήρθε να προσκυνήση εμένα να με κάνη συμμέτοχο στην υπερηφάνειά του; Αγρίεψα και άρχισα να λέω το "Τριάδι" του Παπανικολάου. Μόλις τελείωσα, μου λένε οι πατέρες: "Τι Τριάδι ήταν αυτό! Πανηγύρι μας έφερες". "Ε, λέω, καμμιά φορά μας πιάνουν και τα μεράκια".

»Μετά την τράπεζα συναντώ στην αυλή ένα μοναχό αγιορείτη, όχι του Μοναστηριού, που ήταν παρών στην Λειτουργία. Τον χαιρέτισα και μου λέει:

― Βρε, τι ήταν αυτό σήμερα! Τι ωραία ψαλμωδία! Μας ανέβασες στον ουρανό. Νιώσαμε κατάνυξη.

― Όχι εγώ, ο πατήρ τάδε, του είπα.

― Ποιος πατήρ τάδε. Εσύ, η δική σου φωνή, και μου είπε και διάφορα επαινετικά λόγια.

»Τον βάζω μετάνοια και πάω να φύγω. Έρχεται ο σατανάς δίπλα μου· τον έβλεπα και μου λέει: "Όταν σου λέω εγώ να ακούς. Είσαι άφθαστος, εσύ έπρεπε να πάρεις δίπλωμα έξω και να είσαι δάσκαλος".

»"Πίσω μου δαίμονα", λέω. Τι ήθελα να ‘ρθώ από δω να συναντήσω τον μοναχό να ακούσω όλα αυτά.

»Βγήκα έξω και κίνησα για τον κήπο. Ο διάβολος από κοντά μου. Ενώ έβλεπα, βάδιζα, δεν ξέρω πώς, πήρε το πνεύμα μου ο σατανάς και με ανέβασε ψηλά, πολύ ψηλά και έβλεπα τον κόσμο σαν μυρμήγκια κάτω.

― Εσύ δεν είσαι τυχαίος, μου έλεγε ο σατανάς, εσύ δεν ξέρεις τι κουβαλάς.

― Τι κουβαλάω, βρε σατανά, ό,τι κουβαλάς και συ κουβαλώ κι εγώ. Φύγε από κοντά μου. "Θεέ μου, βοήθησέ με". Τι είναι αυτό σήμερα. Θα μου πάρει τα μυαλά ο σατανάς. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".

»Άρχισα να φουσκώνω από υπερηφάνεια, αλλά είχα και λίγο επίγνωση και είπα: "Θεέ μου, δεν θέλω τέτοιες επάρσεις".

»Μπαίνω στον κήπο, αυτός από κοντά. Αυτός τα δικά του, εγώ τα δικά μου. Δεν υπάρχει χειρότερο δαιμόνιο από το δαιμόνιο της υπερηφανείας. Προχώρησα πιο μέσα στον κήπο, μήπως και φύγη. Τίποτα. "Πάει", είπα, "θα δαιμονισθώ". Τότε έπεσα στα γόνατα με το ράσο που φορούσα στην Εκκλησία, και έκλαιγα. Δεν έδινα σημασία τι μου έλεγε ο σατανάς, εγώ τα δικά μου. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", δύο-δυόμισι ώρες είχα μέσα στον ήλιο. "Δεν θέλω", έλεγα, "τέτοιες επάρσεις, τέτοιους λογισμούς. Εγώ θέλω, Χριστέ μου, να σε προσκυνώ πάνω στον Σταυρό. Εγώ είμαι ένας αμαρτωλός και τίποτα παραπάνω". Αυτός έλεγε τα δικά του. Μούσκεψε το χώμα από τα δάκρυα, σαν να είχε τρέξει βρύση. Κάποια στιγμή έφυγε εκείνο το νέφος και ο σατανάς μαζί. Κατάλαβα ότι προσγειώθηκα. Ένιωσα την ανάγκη να προσκυνήσω τα πόδια του Εσταυρωμένου. Σηκώθηκα, ευχαρίστησα τον Κύριό μας και την Παναγία, έβαλα λίγες μετάνοιες και έφυγα κλαίγοντας.

»Έπειτα σκέφθηκα ότι, για να έρθουν να με πειράξουν τα δαιμόνια τόσες φορές, κάτι βρήκαν μέσα μου. Φαίνεται ότι "λάγκευα"1 προς τον εγωισμό. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή και ταπείνωση».

_______________

Έκλινα, στόχευα, προσανατολιζόμουν. 

Από το βιβλίο «Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση»

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΕ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ!

 ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΕ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ! 

Κάποιος νέος, μας διηγείται ο Αββάς Ιωάννης του Λύκου, παρασυρμένος απ΄ του κόσμου τις ηδονές, είχε βυθιστεί στη λάσπη της ασωτίας Κάποτε όμως συνήλθε, σαν το άσωτο, κι εζήτησε το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι του Πατέρα. Άφησε τον κόσμο, για να βρει στην έρημο τον λυτρωμό, μακριά από τις αφορμές της αμαρτίας. Καταφύγιό του έκανε ένα παμπάλαιο μνήμα. Κλεισμένος θεληματικά σ΄ αυτή τη πρωτότυπη φυλακή, έκλαιε πικρά τη τραυματισμένη ψυχή του. 

Οι Άγγελοι εχαίρονταν, αλλά τα πνεύματα της πονηρίας, που είδαν να φεύγει τόσο απροσδόκητα η λεία από τα χέρια τους, δεν άργησαν να κάνουν έφοδο. Τριγύριζαν τη νύκτα το μνήμα κι έλεγαν οργισμένα:

- Πού είσαι άθλιε ; Γιατί μας απαρνήθηκες ύστερα από τόση φιλία ; Αφού τα γεύτηκες όλα κατά κόρον, αποφάσισες να γίνεις άγιος. Πολύ αργά τώρα να παριστάνεις τον σώφρονα, ελπίζοντας για έλεος. 

- Έλα, έξω ανόητε, του φώναζαν άλλοι. Σε περιμένει η συντροφιά σου. 

-Δυστυχισμένε, του ψιθύριζαν οι πονηρότεροι, για σένα δεν υπάρχει σωτηρία. Αυτού που τρύπωσες, γρήγορα θα βρεις το θάνατο και την αιώνια καταδίκη. 

Με τόση κακία πάσχιζαν να τον φέρουν σε απελπισία! Μα ο γενναίος αγωνιστής ήταν πια αποφασισμένος να πεθάνει καλύτερα, παρά να γυρίσει στα ίδια. Ζήτησε με θερμή ικεσία τη Θεία βοήθεια, περιφρονώντας τη δαιμονική φαντασία. 

Την άλλη βραδιά ο διάβολος έγινε πιο απειλητικός:

- Αν δεν βγεις αμέσως έξω, δεν γλυτώνεις από τα χέρια μου. Κι επειδή φυσικά εκείνος δεν τον άκουσε, του επιτέθηκε και τον άφησε σχεδόν νεκρό από χτυπήματα. Έτσι εκδικήθηκε. 

Οι συγγενείς του πάλι, ανήσυχοι για την ξαφνική του εξαφάνιση, τον αναζήτησαν παντού. Τέλος τον ανακάλυψαν σε κακή κατάσταση μέσα στο μνήμα. Μα όσο κι αν επέμεναν,  στάθηκε αδύνατο να τον πείσουν να τους ακολουθήσει. 

Ακόμη μια νύκτα του επιτέθηκαν οι δαίμονες με ασυγκράτητη μανία και θα τον εθανάτωναν με τους άγριους δαρμούς, αλλά δεν είχαν εξουσία. Ο αθλητής δεν κλονίστηκε. Προτίμησε να χάσει τη πρόσκαιρη ζωή, παρά να μολύνει, ύστερα από τη μετάνοια, το σώμα και την ψυχή του πάλι με το μικρόβιο της αμαρτίας. 

Τότε τα δαιμόνια αναγνώρισαν την ήττα τους.

- Νικηθήκαμε, νικηθήκαμε, φώναζαν θρηνώντας κι εξαφανίστηκαν και ούτε τόλμησαν πια να τον πειράξουν. 

Ελευθερωμένος έτσι από κάθε δοκιμασία, έμεινε στο μνήμα του ως το τέλος της ζωής του ο πρώην άσωτος, και αξιώθηκε να κάνει θαύματα, για να φανεί η δύναμις της μετάνοιας. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 128 κ.ε.

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΩΔΕΚΑ ΑΝΑΧΩΡΗΤΕΣ!

 Μεγάλο Γεροντικό: Για τους δώδεκα αναχωρητές 

Δώδεκα αναχωρητές άγιοι, σοφοί και πνευματικοί άνθρωποι, συγκεντρώθηκαν κάποτε και ζήτησαν να ομολογήσει ο καθένας όσα κατόρθωσε στο κελί του και ποια ήταν η πνευματική του άσκηση. 

Ο πρώτος, ο μεγαλύτερος στην ηλικία, είπε:
«Αδελφοί, εγώ από τη στιγμή που άρχισα να ζω ησυχαστική ζωή σταύρωσα όλο τον εαυτό μου απέναντι στα εξωτερικά πράγματα, έχοντας στον νου μου αυτό που είναι γραμμένο: Να σπάσουμε τους δεσμούς που μας συνδέουν μαζί τους και να ρίξουμε από πάνω μας τον ζυγό τους. Έτσι, έκανα ένα τείχος ανάμεσα στην ψυχή μου και στα σωματικά πράγματα και αναλογίσθηκα ότι, όπως αυτός που είναι μέσα από το τείχος δεν βλέπει αυτόν που στέκεται έξω, με τον ίδιο τρόπο και σύ μη θελήσεις να βλέπεις τα πράγματα πού έχουν σχέση με τα έξω. Αλλά να έχεις στραμμένη την προσοχή σου στον εαυτό σου, αναμένοντας κάθε μέρα με ελπίδα τον Θεό.
Έτσι θεωρώ τις πονηρές επιθυμίες φίδια και απόγονους από οχιές, και όταν τις αισθάνομαι να ξεφυτρώνουν στο νου μου, τις ξηραίνω με φοβέρες και οργή. Ακόμη, δεν σταμάτησα ποτέ να τα βάζω με το σώμα μου και με την ψυχή μου, για να μην εκτραπούν σε τίποτε ανάρμοστο».

Ο δεύτερος είπε:
«Εγώ από τότε που αρνήθηκα τον κόσμο, είπα στον εαυτό μου:
Σήμερα αναγεννήθηκες, σήμερα άρχισες να δουλεύεις στον Θεό, σήμερα άρχισες να κατοικείς εδώ σαν ξένος. Έτσι κάθε μέρα να αισθάνεσαι, σαν ένας ξένος και ότι αύριο θα φύγεις».

Ο τρίτος είπε:
«Εγώ από το πρωί ανεβαίνω στον Κύριό μου, και αφού τον προσκυνήσω, πέφτω με το πρόσωπο κάτω και εξομολογούμαι τα αμαρτήματά μου. Έπειτα κατεβαίνοντας προσκυνώ τους αγγέλους του και τους παρακαλώ να ικετέψουν τον Θεό για μένα και για ολόκληρη την κτίση.
Αφού το κάνω αυτό, κατεβαίνω στην άβυσσο και ό,τι κάνουν οι Ιουδαίοι, όταν πηγαίνουν στα Ιεροσόλυμα, πού σχίζουν τα ενδύματά τους και κλαίνε και πενθούν για τη συμφορά που βρήκε τους πατέρες τους, αυτό κάνω κι εγώ. Περιπλανιέμαι στους τόπους της κόλασης, βλέπω τα δικά μου μέλη (δηλαδή τους εκεί άλλους χριστιανούς) να βασανίζονται και κλαίω μ’ αυτούς που κλαίνε».

Ο τέταρτος είπε:
«Εγώ έτσι νιώθω, σαν να κάθομαι με τον Κύριο και τους Αποστόλους του στο όρος των Ελαιών. Είπα στον εαυτό μου: από δω και πέρα κανέναν συγγενή να μην ξέρεις, αλλά πάντοτε να βρίσκεσαι μ’ αυτούς, να τους αναζητάς και να μιμείσαι τον καλό τρόπο της ζωής τους, όπως η Μαρία που καθόταν κοντά στα πόδια του Κυρίου και άκουγε τα λόγια του:
«Να γίνετε άγιοι, γιατί εγώ είμαι άγιος. Να γίνετε σπλαχνικοί και τέλειοι, όπως ο Πατέρας σας είναι τέλειος. Να διδαχτείτε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά».

Ο πέμπτος είπε:
«Εγώ κάθε φορά βλέπω αγγέλους να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν για την πρόσκληση των ψυχών. Και πάντοτε, περιμένοντας το τέλος μου, λέω:
Είναι έτοιμη η καρδιά μου, Θεέ μου».

Ο έκτος είπε:
«Εγώ καθώς κάνω την πνευματική μου εργασία στο κελί, νομίζω ότι ακούω από τον Κύριο αυτά τα όγια: Να κοπιάστε για μένα κι εγώ θα σας αναπαύσω, ακόμη λίγο να αγωνιστείτε και θα σας δείξω τη σωτηρία και τη δόξα μου. Αν με αγαπάτε, αν είσαστε παιδιά μου, σαν Πατέρα που παρακαλάει, να αισθανθείτε για μένα σεβασμό, αν είστε αδελφοί μου, να με σεβαστείτε όπως εκείνον που υπέμεινε πολλά για σας.
Αν είσαστε πρόβατά μου, να ακούστε τη φωνή του ποιμένα, αν είστε δούλοι μου, να ακολουθήσετε τα παθήματα του δεσπότη σας».

Ο έβδομος είπε:
«Εγώ αυτά τα τρία μελετώ συνεχώς και λέω αδιάκοπα στον εαυτό μου: πίστη, ελπίδα, αγάπη, για να χαίρομαι με την ελπίδα, να στηρίζομαι με την πίστη, και με την αγάπη να μη λυπήσω ποτέ κανένα».

Ο όγδοος είπε:
«Εγώ βλέπω τον διάβολο να πετάει ζητώντας ποιον να καταπιεί.
Όπου κι αν πάει, βλέπω με τα εσωτερικά μάτια, και αναφέρομαι ικετευτικά στον Δεσπότη μου Χριστό εναντίον του, ώστε να μείνει άπρακτος και να μην μπορέσει να κάνει τίποτε σε κανέναν, ιδίως σ’ αυτούς που φοβούνται τον Θεό».

Ο ένατος είπε:
«Εγώ όταν κάνω την πνευματική μου εργασία, βλέπω την εκκλησία των νοερών δυνάμεων κι ανάμεσά τους τον Κύριο της δόξας να λάμπει περισσότερο απ’ όλους. Όταν με βρει ακηδία, ανεβαίνω στους ουρανούς και βλέπω την έξοχη ωραιότητα των αγγέλων κι ακούω τους ύμνους που ανυψώνουν ακατάπαυστα στον Θεό, καθώς και τη μελωδία τους.
Υψώνομαι με τους ήχους και τη φωνή και τη μουσικότητά τους, ώστε να νιώσω αυτό που είναι γραμμένο: «Οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού» και όλα τα επίγεια τα θεωρώ στάχτη και σκουπίδια».

Ο δέκατος είπε:
«Εγώ πάντοτε βλέπω κοντά μου τον φύλακα άγγελό μου και προσέχω τον εαυτό μου, έχοντας στο μυαλό μου αυτό που έχει γραφεί:
«Έβλεπα μπροστά μου τον Κύριο πάντοτε, ότι στέκεται στα δεξιά μου, για να μην κλονισθώ από τη θέση μου». Φοβούμαι λοιπόν αυτόν που παρακολουθεί την πορεία μου. Διότι τον βλέπω κάθε μέρα να ανεβαίνει στον Θεό και να παρουσιάζει τα έργα και τα λόγια μου».

Ο ενδέκατος είπε:
«Εγώ προσωποποίησα τις αρετές, όπως π.χ. την εγκράτεια, τη σωφροσύνη, τη μακροθυμία, την αγάπη κι έστησα τον εαυτό μου ανάμεσά τους ώστε να με περικυκλώσουν αυτές. Κι όπου κι αν πάω, λέω στον εαυτό μου:
«Πού είναι οι παιδαγωγοί σου; Μην αδιαφορήσεις, μην ακηδιάσεις, αφού παντοτινά αυτές τις έχεις δίπλα σου, όποια αρετή θέλεις κοντά σου είναι, και καλά λόγια θα πουν στον Θεό για σένα, ότι δηλαδή βρήκαν σε σένα ανάπαυση».

Ο δωδέκατος είπε:
«Εσείς, Πατέρες, έχοντας φτερούγες από τον ουρανό, αποκτήσατε ουράνια ζωή. Κι αυτό καθόλου παράξενο δεν είναι, σας βλέπω να στέκεστε ψηλά λόγω των έργων σας και να επιδιώκετε τα ουράνια.
Με δύναμη μάλιστα μετακινείστε απ’ τη γη εσείς που αποξενωθήκατε εντελώς απ’ αυτήν.
Πώς να σας ονομάσω; Επίγειους αγγέλους ή ουράνιους ανθρώπους;
Εγώ κρίνοντας τον εαυτό μου τόσο ανάξιο ακόμη και να ζει, βλέπω μπροστά μου τις αμαρτίες μου.
Όπου κι αν πάω, όπου κι αν στραφώ τις βλέπω να προχωρούν πριν από μένα. Στα καταχθόνια καταδίκασα τον εαυτό μου.
Λέω «Θα είμαι μαζί μ’ αυτούς που μου αξίζει. Μ’ αυτούς ύστερα από λίγο θα με κατατάξουν».
Βλέπω εκεί θρηνητικές κραυγές και δάκρυα, που δεν σταματούν ποτέ και είναι ανεκδιήγητα.
Βλέπω κάποιους να τρίζουν τα δόντια και να πηδούν μ’ όλο τους το σώμα και να τρέμουν απ’ το κεφάλι μέχρι τα πόδια.
Πέφτω με το πρόσωπο κάτω και ρίχνοντας στάχτη στο κεφάλι μου ικετεύω τον Θεό να μη δοκιμάσω εκείνες τις συμφορές.
Βλέπω και μια θάλασσα από φωτιά να παφλάζει και να φυσομανάει εδώ κι εκεί και να βρυχιέται, σε σημείο πού να νομίζει κανείς ότι τα κύματα της φωτιάς φτάνουν μέχρι τον ουρανό.
Και μέσ’ στη φοβερή αυτή θάλασσα αμέτρητους ανθρώπους ριγμένους από άγριους αγγέλους, και όλοι μαζί εκείνοι οι άνθρωποι με μια φωνή να βγάζουν δυνατές κραυγές και να κράζουν με ισχυρούς θρήνους και φωνές τέτοιες, πού κανείς δεν έχει ακούσει.
Σαν ξερά χόρτα όλοι να καίγονται, και οι οικτιρμοί του Θεού να φεύγουν μακριά απ’ αυτούς, για τις αμαρτίες τους.
Τότε θρηνώ το γένος των ανθρώπων, πώς τολμά να μιλήσει ή να δίνει την προσοχή του σε κάτι εφήμερο, αφού τόσο μεγάλα κακά περιμένουν τον κόσμο.
Με τέτοιους λογισμούς κρατώ το πένθος στην καρδιά μου, κρίνοντας τον εαυτό μου ανάξιο για τον ουρανό και τη γη, και πραγματοποιείται σε μένα ο λόγος της Γραφής: Τα δάκρυά μου έγιναν για μένα ψωμί μέρα και νύχτα». Αυτά είναι τα κατορθώματα των σοφών και πνευματικών Πατέρων.
Μακάρι κι εμείς να δείξουμε στους άλλους μια ζωή άξια να την θυμούνται, για να ευχαριστήσουμε τον Δεσπότη μας Χριστό, αφού γίνουμε τέλειοι και αψεγάδιαστοι.

Από το μεγάλο Γεροντικό

ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΡΕΤΗ ΖΩΗ!

 Μεγάλο Γεροντικό: Σχετικά με την ενάρετη ζωή 

1. Κάποια φορά την ώρα που ο άγιος Αντώνιος προσευχόταν στο κελί του, άκουσε μια φωνή που του έλεγε: «Αντώνιε, δεν έφθασες ακόμη στο μέτρο του τάδε τσαγκάρη που ζει στην Αλεξάνδρεια».

Σηκώθηκε το πρωί, πήρε το βαϊτικο ραβδί του και πήγε να τον βρει. Έφθασε σε κείνο το μέρος και μπήκε στο εργαστήριό του. Εκείνος όταν τον είδε ταράχτηκε. Του λέει λοιπόν ο Γέροντας:

«Μίλησέ μου για τις πράξεις σου». Ο τσαγκάρης είπε: «Δεν ξέρω να έχω κάνει ποτέ κάτι καλό, παρά μόνο, μόλις σηκωθώ το πρωί να καθίσω στο εργόχειρό μου, λέω ότι ολόκληρη η πόλη αυτή, από τον πιο

μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, μπαίνουν στη Βασιλεία του Θεού για τις ενάρετες πράξεις τους και ότι μόνο εγώ κληρονομώ την κόλαση για τις αμαρτίες μου. Το βράδυ πάλι λέω τα ίδια λόγια, πριν κοιμηθώ».

Τ΄ άκουσε αυτά ο αββάς Αντώνιος και είπε: «Αληθινά, σαν καλός χρυσοχόος, ενώ κάθεσαι στο σπίτι, αναπαυτικά κληρονόμησες τη Βασιλεία των Ουρανών. Εγώ όλο μου τον χρόνο τον περνώ στην έρημο, όμως, καθώς δεν έχω διάκριση, δεν σε έφθασα».

5. Κάποτε την ώρα που προσευχόταν ο αββάς Μακάριος στο κελί του, άκουσε μια φωνή που έλεγε:

«Μακάριε, δεν έφθασες ακόμη στα μέτρα των τάδε γυναικών αυτής εδώ της πόλης». Το πρωί ο Γέροντας σηκώθηκε, πήρε το βαϊτικο ραβδί του κι άρχισε να οδοιπορεί για την πόλη. Όταν έφτασε στην πόλη και βρήκε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα. Βγήκε η μία και τον υποδέχτηκε στο σπίτι. Αφού κάθισε για λίγο, ήρθε και η άλλη. Τις κάλεσε, κι εκείνες ήρθαν και κάθισαν μαζί του. Τις λέει ο Γέροντας: «Για σας έκανα τόση πορεία και υπέμεινα τόσο κόπο, ώσπου να φτάσω από την έρημο. Πέστε μου λοιπόν την εργασία σας, ποια είναι;» «Πάτερ -του λένε-πίστεψέ μας, δεν είμαστε η καθεμιά μας έξω από την κλίνη του άνδρα της μέχρι σήμερα. Ποια εργασία λοιπόν ζητάς από μας;» Ο Γέροντας έβαλε μετάνοια και τις παρακαλούσε: «Φανερώστε μου το έργο σας». Τότε του λένε: «Εμείς κατά κόσμον είμαστε ξένες μεταξύ μας. Έτυχε όμως να παντρευτούμε δύο αδελφούς κατά σάρκα. Και να, εδώ και δεκαπέντε χρόνια ως σήμερα κατοικούμε σ΄ αυτό το σπίτι και δεν ξέρουμε να φιλονικήσαμε ποτέ ή να αναφερθήκαμε σε αισχρά πράγματα. Μάλιστα, ήρθε στο λογισμό μας να αφήσουμε τους άνδρες μας και να μπούμε στο τάγμα των μοναχών. Πολύ παρακαλέσαμε τους άνδρες μας να μας επιτρέψουν να φύγουμε, αλλά δεν τους πείσαμε. Έτσι, αφού δεν πετύχαμε αυτόν τον σκοπό, κάναμε συμφωνία μεταξύ μας και με τον Θεό, μέχρι τον θάνατό μας να μη βγει από το στόμα μας κανένας κοσμικός λόγος». Όταν τ΄ άκουσε αυτά ο αββάς Μακάριος, είπε: «Αληθινά, δεν υπάρχει παρθένα ή παντρεμένη ή μοναχός ή κοσμικός, ο Θεός την πρόθεση ζητάει και δίνει το Άγιο Πνεύμα σε όλους».

6. Ο αββάς Ποιμήν είπε ότι ο αββάς Αντώνιος είχε πει για τον αββά Παμβώ ότι από τον φόβο του Θεού, που είχε, έκανε το Πνεύμα του Θεού να κατοικεί μέσα του.

7. Είπε ο αββάς Ποιμήν: «Πολλοί από τους Πατέρες μας έγιναν ανδρείοι στην άσκηση, αλλά στη

λεπτότητα των λογισμών ελάχιστοι».

8. Ο ίδιος είπε: «Τρεις σωματικές πράξεις είδαμε στον αββά Παμβώ: Ασιτία κάθε μέρα ως το βράδυ, σιωπή και εργόχειρο».

9. Έλεγαν για τον αββά Ποιμένα ότι αν κάθονταν μπροστά του κάποιοι Γέροντες και μιλούσαν για αββάδες ή ανέφεραν το όνομα του αββά Σισώη, τους έλεγε: «Αφήστε τον αββά Σισώη, τα σχετικά μ΄ αυτόν ξεπερνούν κάθε διήγηση».

17. Έλεγαν για τον αββά Σαρματά ότι πολλές φορές έκανε άσκηση επί σαράντα ημέρες σύμφωνα με τη γνώμη του αββά Ποιμένα, και περνούσαν οι μέρες σαν ένα τίποτε γι αυτόν. Ήρθε ο αββάς Ποιμήν και του λέει: «Πες μου τι έχεις κερδίσει κάνοντας τόσο κόπο». Εκείνος έλεγε: «Τίποτε περισσότερο». Του λέει πάλι ο αββάς: «Δεν θα σ΄ αφήσω, αν δεν μου πεις». Εκείνος είπε: «Ένα μόνο είδα, ότι αν πω στον ύπνο «πήγαινε», πηγαίνει. Και αν πω «έλα», έρχεται».

20. Έλεγαν για τον αββά Ώρ ότι ούτε ποτέ είπε ψέματα ούτε ορκίστηκε ούτε έδωσε κατάρα σε άνθρωπο ούτε μίλησε χωρίς να υπάρχει ανάγκη.

21. Ο ίδιος ο αββάς Ώρ έλεγε στον μαθητή του Παύλο: «Πρόσεχε να μη φέρεις ποτέ σ΄ αυτό το κελί ανάρμοστα λόγια».

22. Έλεγαν για τον αββά Ωρ και τον αββά Θεόδωρο ότι συνήθιζαν αδιάκοπα να βάζουν αρχή για κάθε καλό και να ευχαριστούν τον Θεό.

31. Δύο άνθρωποι συμφώνησαν και έγιναν ασκητές. Έκαναν μεγάλη άσκηση κι έζησαν ενάρετη ζωή. Ο ένας συνέβη να γίνει ηγούμενος κοινοβίου. Ο άλλος παρέμεινε αναχωρητής και φτάνοντας στην τελειότητα της ασκήσεως, έκαμνε μεγάλα θαύματα: γιάτρευε δαιμονισμένους, έλαβε το προορατικό χάρισμα, και αρρώστους θεράπευε. Εκείνος πού από ασκητής έγινε κοινοβιάρχης, όταν άκουσε ότι τόσα χαρίσματα αξιώθηκε να πάρει ο συνασκητής του, απομονώθηκε για τρεις βδομάδες από τους ανθρώπους

και προσευχήθηκε εκτενώς στον θεό να του φανερώσει «πώς εκείνος κάνει θαύματα κι έχει γίνει περιβόητος σ΄ όλους, εγώ όμως σε τίποτε απ΄ αυτά δεν μετέχω». Παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου σ΄ αυτόν και του λέει: «Εκείνος την πνευματική εργασία του μέσα στο κελί την κάνει με στεναγμούς και δάκρυα στον Θεό μέρα και νύχτα, πεινώντας και διψώντας για χάρη του Κυρίου. Εσύ καθώς μεριμνάς για πολλά, έχεις την επικοινωνία με τους πολλούς, έ, σου φτάνει η παρηγοριά των ανθρώπων».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ΄
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ  ΑΠΟ  ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ   ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ: ΟΣΟ ΑΠΕΧΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ, ΤΟΣΗ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΠΙΑΝΕΙ Η ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΗ ΦΩΤΙΑ - ΤΑ ΑΙΩΝΙΑ ΔΕΙΝΑ!

 ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ: ΟΣΟ ΑΠΕΧΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ, 
ΤΟΣΗ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΠΙΑΝΕΙ Η ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΗ ΦΩΤΙΑ - ΤΑ ΑΙΩΝΙΑ ΔΕΙΝΑ 

Ενώ περπατούσε κάποτε, φιλοσοφώντας, πολύ βαθιά στην έρημο, ο Μέγας Μακάριος, βρήκε παραπεταμένο ένα ανθρώπινο κρανίο. Το σάλεψε με το ραβδί του και σαν να ήταν ζωντανό το ρώτησε :

- Ποιός είσαι ;

- Ιερεύς της Ίσιδος, αποκρίθηκε εκείνο σαν να το βίαζε μυστηριώδης δύναμη να μιλήσει. Εσύ είσαι ο Μακάριος. Δεν είναι έτσι ; Άκουσε λοιπόν : Κάθε φορά που νιώθεις συμπάθεια για τους κολασμένους και προσεύχεσαι γι΄ αυτούς, παίρνουν λίγο άνεση. 

Ο Όσιος βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει να ρωτήσει για τις τιμωρίες του άδου και για την άνεση που μπορεί να δοθεί στους δυστυχισμένους φυλακισμένους του. 

- Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, εξήγησε το κρανίο, τόση απόσταση πιάνει η βασανιστική φωτιά. Εμείς βρισκόμαστε στη μέση και είναι αδύνατο να ιδούμε ο ένας τον άλλον στο πρόσωπο, γιατί έχουμε στραμμένα τα νώτα. Αλλ΄ όταν κάποιος ευσεβής στη γη προσεύχεται για μας, τότε γυρίζουμε και, βλέποντας ο ένας τον άλλον, παίρνομε μικρή παρηγοριά. 

- Καταραμένη η ώρα, που γεννήθηκε στον κόσμο ο άθλιος αμαρτωλός. Καλύτερα να μην είχε γεννηθεί, όπως είπε ο Χριστός για τον Ιούδα, αναστέναξε πάλι ο Όσιος. 

Ύστερα ρώτησε πάλι το κρανίο :

- Υπάρχουν και μεγαλύτερα βασανιστήρια ;

- Ω, βέβαια. Κάτω από μας.

- Ποιοί πάνε εκεί ;

- Εμείς, που δεν γνωρίσαμε ποτέ τον αληθινό Θεό, είπε ο απόκοσμος συνομιλητής, βρίσκομε κάποιο έλεος. Εκείνοι όμως που Τον γνώρισαν, αλλά με τα έργα Τον αρνούνται, βασανίζονται ανελέητα. 

Όταν πήρε τις πληροφορίες, που παραχώρησε ο Θεός, έθαψε το κρανίο ο Όσιος και συνέχισε το δρόμο του, θρηνώντας τους αμετανόητους αμαρτωλούς και μάλιστα τους χριστιανούς. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 165 κ.ε.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΜΑΚΑΡΙΖΕ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΝ ΔΙΑΡΚΩΣ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΚΑΛΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ!

 ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΜΑΚΑΡΙΖΕ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΝ
ΔΙΑΡΚΩΣ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΚΑΛΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ 

Ένας αρχάριος Μοναχός ρώτησε κάποιον Γέροντα πώς σε μερικούς ανθρώπους έχει δοθεί το χάρισμα να βλέπουν αποκαλύψεις και να μαθαίνουν τα ουράνια μυστήρια.

- Μη μακαρίζεις μόνο αυτούς παιδί μου, αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας, μα πιο πολύ εκείνους που βλέπουν διαρκώς τις αμαρτίες τους, ανακαλύπτουν τις αδυναμίες τους και γνωρίζουν καλά τον εαυτό τους.

Πριν λίγες ημέρες, Αββά, είπε πάλι ο αδερφός, είδα ένα Μοναχό να βγάζει δαιμόνιο από κάποιον άρρωστο και τον θαύμασα.

- Εγώ δεν επιθύμησα ποτέ, αποκρίθηκε ο Γέροντας, να βγάζω δαιμόνια και να γιατρεύω αρρώστιες. Παρακαλώ μόνο το Θεό να μη γίνω ο ίδιος περίγελως του σατανά κι αγωνίζομαι να καθαρίσω το μυαλό μου από τις πονηρές σκέψεις. Αν το κατορθώσω, τότε θα είμαι άξιος θαυμασμού. Όποιος πετύχει να καθαρίσει τη ψυχή του από αμαρτίες κι αγαπά τον Θεό και τον πλησίον του, θα κληρονομήσει την αιώνιο ζωή μαζί με τους θαυματουργούς Πατέρας μας.

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 221 κ.ε. 

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΜΕ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΙ ΝΑ ΑΝΕΒΟΥΜΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ, ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΠΟΥ ΑΣΚΗΤΑΙ ΚΡΥΜΜΕΝΟΙ!


 Γεροντικό: Αποφασίσαμε προσευχόμενοι να ανέβουμε εις τον Άθωνα,
να δούμε αν υπάρχουν κάπου ασκηταί κρυμμένοι 

Ζούσε εδώ κοντά μας, στο γειτονικό ασκητήριο, ο Γέρων Αβιμέλεχ. Σεβάσμιος Γέροντας, φίλος του Αγίου Νεκταρίου του Πενταπόλεως, του Θαυματουργού, και ο οποίος Γέροντας συνέγραψε τον πρώτο «Βίο του Αγίου Νεκταρίου».  

Ζούσε ασκητικά εδώ εις το ασκητήριον και τον επισκέφτηκε κάποια στιγμή ένας νέος φοιτητής που είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είχε σπουδές και στο Παρίσι, ο μετέπειτα Καθηγούμενος των Ιερών Μονών Σταυρονικήτα και Ιβήρων, Πατήρ Βασίλειος Γοντικάκης.  

Εκμυστηρεύτηκε στον Γέροντα την επιθυμία του: «Γέροντα, σκέφτομαι να γίνω Ιερεύς. Τι λέτε εσείς για την ιεροσύνη;» Ήταν δε και πατριώτες από τη μεγαλόνησο Κρήτη και οι δύο. «Παιδί μου», είπε ο σοφός Γέροντας, «η ιεροσύνη είναι όπως η κόρη του οφθαλμού μας, η οποία δεν επιδέχεται κανένα σκουπιδάκι». Και με τη φράση αυτή ήθελε να δηλώσει το ύφος του μυστηρίου αυτού της ιεροσύνης, πόσο δηλαδή πρέπει να προσέχει κανείς όταν σκέπτεται και όταν αναλάβει αυτή τη διακονία της Θείας Λειτουργίας. 

Στην Αγία Άννα ασκείτο ο Γέρων Ζαχαρίας. Είχε τρία μεγάλα χαρίσματα• ήταν ανυπόκριτος, αυθόρμητος και ειλικρινής. Παλαιότερος του ήταν ο Γεώργιος Αρσένιος Καυσοκαλυβίτης, ο περίφημος ξυλόγλυπτης, με τα γνωστά σε όλον τον κόσμο ξυλογλυπτικά έργα του, τη Σταύρωση στη Μεγίστη Λαύρα και την Ανάσταση στην Αμερική. 

«Και οι δυο», μου έλεγε ο Γέρο Ζαχαρίας,«αποφασίσαμε προσευχόμενοι να ανέβουμε εις τον Άθωνα, να δούμε αν υπάρχουν κάπου ασκηταί κρυμμένοι στο δάσος ή εις τα απόκρημνα βράχια του Όρους. Φθάσαμε εις την Παναγία, μια ώρα προ της κορυφής του Άθω που φθάνει στα 2.030 μέτρα. Μετά την Παναγία, αφού προσκυνήσαμε, αρχίσαμε να ερευνούμε τη γύρω περιοχή λέγοντας ενδιαθέτως, αλλά εντόνως, την ευχή του Ιησού. 

Μετά πολλήν πορεία και κούραση, βαδίζοντας συνεχώς στα σπασμένα από τους κεραυνούς βράχια, είδαμε ένα σημείο που έμοιαζε με δρομάκι. Δηλαδή επάνω στα βραχάκια υπήρχαν σημάδια από το πέρασμα κάποιου ανθρώπου.

Ακολουθήσαμε προσεκτικά το υποτυπώδες δρομάκι, βαδίσαμε αρκετά με κομμένη την αναπνοή και αμίλητοι. Μετά την αγωνιώδη πορεία, ευρήκαμε μετά πολλής χαράς και συγκινήσεως το κατάλυμα ενός ασκητού. ‘Ένα σπήλαιο, μερικά ξύλα διά κάθισμα και κρεβάτι, άλλα φρεσκοκομμένα ξύλα, ένα πήλινο δοχείο με νερό, και παξιμάδια, πολύ ξερά κομμάτια ψωμιού. 

Ο ασκητής μάς αντελήφθη, οπωσδήποτε, και απεμακρύνθη. Φωνάξαμε επί πολύ “Γέροντα, Γέροντα”, δεν παρουσιάσθηκε. 

Ευχαριστήσαμε τη Θεοτόκο γι’ αυτά που είδαμε και επιστρέψαμε στα Καυσοκαλύβια. Ήμασταν ευτυχείς που αισθανθήκαμε την ευωδιά της παρουσίας των πτηνών της Θεοτόκου που ζουν στις αετοφωλιές του Περιβολιού της». 

Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ

ΓΕΡΩΝ ΓΕΛΑΣΙΟΣ Ο ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΑΟΡΑΤΟΙ ΕΡΗΜΙΤΕΣ!

 Γέρων Γελάσιος Σιμωνοπετρίτης 
Αόρατοι ερημίτες 

Στις Φώκιες, της Μικρασίας πρωτοείδε τον ήλιο ο γέρων Γελάσιος. Γεννήθηκε το 1902, και μέχρι τον φρικτό διωγμό του 1922 γαλουχήθηκε με τα νάματα και τις παραδόσεις της μικρασιατικής ευσέβειας. Μικρός πήγαινε στα εξωκκλήσια των νησιών που ήταν μπροστά στο λιμάνι, κι όταν γύριζε ρωτούσε τη μητέρα του:

- Μάνα, ποια είναι η γυναίκα που κρατάει το παιδί στην αγκαλιά της μέσα στην εκκλησία;

- Η κυρά Παναγιά, απαντούσε εκείνη γλυκά, με τον αφέντη τον Χριστό.

Από μικρός ο Γέροντας έβλεπε χειροπιαστή στη ζωή του την προστασία της Παναγίας και την καθοδήγηση Της. Σε ηλικία 15 χρονών κατατάσσεται εθελοντής στον συμμαχικό στρατό , φλεγόμενος από ζήλο για την μεγάλη Ελλάδα. Τότε σε ένα ναυάγιο στη Μεσόγειο σώθηκε θαυματουργικά από την Παναγία και τον Άγιο Νικόλαο, αφού πάλεψε τρία μερόνυχτα στο ανοιχτό πέλαγος.

Στη Μυτιλήνη, όπου εγκαταστάθηκε μετά τη μικρασιατική καταστροφή, είχε παρηγοριά του την Παναγία της Αγιάσου. Τα τάματα που Της είχε κάνει σαν ψαράς και ναυτικός, τα
ξεπλήρωσε αργότερα σαν μοναχός, εκδηλώνοντας έτσι την ευχαριστία και ευγνωμοσύνη του για τη βοήθειά Της.

« Το 1928, διηγείται ο ίδιος, ταξίδευα με το καΐκι μας έξω από την Τήνο. Ο καιρός ήταν καλός και το καΐκι έτρεχε με 8 μίλια.

- Βρε Αντώνη, είπα στον αδελφό μου, επιθυμώ να προσκυνήσουμε την Παναγία.

Εκείνος όμως αρνήθηκε.

- Τέτοιον καιρό δεν θα τον ξαναβρούμε. Εμείς το πρωί θα είμαστε στον Πειραιά.

Τι να έλεγα; Ο Αντώνης ήταν μεγαλύτερος. Έκανα λοιπόν βόλτες στο κατάστρωμα, μέχρι που πλησιάσαμε 300-400, μέτρα στο λιμάνι. Τότε ξαφνικά κόπηκε ο άνεμος. Η θάλασσα έγινε λάδι γύρω από το καΐκι. Κρέμασαν τα πανιά. Τι παράξενο όμως! Η μπουνάτσα έγινε μόνο για μας. Πιο πέρα ο αέρας βούιζε. Ήταν, φαίνεται, επέμβαση της Παναγίας, για να ικανοποιήσει την επιθυμία μου.

- Άντε, να γίνει το χούι σου, είπε ο Αντώνης.

Ήταν Πάσχα. Βγήκαμε και προσκυνήσαμε. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά το «Ο άγγελος εβόα ».

Αργότερα η Παναγία κάλεσε με θαυμαστό τρόπο τον π. Γελάσιο από το καΐκι του στο περιβόλι Της.

« Μια νύχτα στον ύπνο μου, διηγείται ο γέροντας, μου φάνηκε πως ήταν πολύς λαός συγκεντρωμένος για να υποδεχθεί τη βασίλισσα. Από μακριά φάνηκαν " τα αλόγατα" που τρέχανε σέρνοντας πίσω χρυσή άμαξα. Πάνω της καθόταν η βασίλισσα με πλήθος δορυφόρων και αξιωματικών. Ξαφνικά κάποιος με άρπαξε και με ανέβασε στην άμαξα, στο πίσω μέρος. Σε λίγο φθάσαμε σε ένα κάστρο με πύργους και λαμπρό παλάτι. Εκεί η βασίλισσα κατέβηκε. Δεν πρόλαβα όμως να τη δω καθαρά. Πρόσεξα μόνο το ένα μέρος του προσώπου της, καθώς ανέβαινε τις σκάλες του παλατιού.

Ξύπνησα! Βγήκα έξω και πήγα στο καφενείο, όπου ήταν και άλλοι ναυτικοί. Βρισκόμουν στο Πασαλιμάνι με το καΐκι μου φορτωμένο. Ο νους μου όμως είχε γεμίσει από την ομορφιά της βασίλισσας. Αργότερα συνάντησα κάποιον αγιαννανίτη μοναχό. Του διηγήθηκα το όνειρό μου κι εκείνος μου εξήγησε πως με καλεί η Παναγία στο Άγιον Όρος να γίνω πιστός Της ακόλουθος.

Η καρδιά μου για λίγο διακόπηκε. Νίκησε όμως η αγάπη της Βασίλισσας. Την ίδια μέρα εγκατέλειψα κι εγώ, σαν τους Αποστόλους, πλοίο φορτωμένο, αδελφό, γονείς ,και ξεκίνησα για τον Άθωνα. Το τέρμα του ταξιδιού μου ήταν η μονή Γρηγορίου. Μπήκα στο Καθολικό να προσκυνήσω. Την ώρα εκείνη ψαλλόταν η θεία λειτουργία. Στη θεομητορική εικόνα του τέμπλου αναγνώρισα τη Βασίλισσα του ονείρου μου! Έσπευσα να την ασπασθώ, οπότε ο διακο- Θεόδωρος, που στεκόταν εκεί, μου είπε:

- Χάθηκαν, οι εικόνες της Παναγίας, παιδί μου, και ήρθες στο τέμπλο να προσκυνήσεις; Αλλά, βέβαια, που να ήξερε τη δική μου καρδιά… »

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

ΕΒΛΕΠΑΝ ΟΛΟΙ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΟ!

 ΕΒΛΕΠΑΝ ΟΛΟΙ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΟ
Ο ΠΑΡΗΚΟΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΑΣ

Στις 15 Οκτωβρίου η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη ενός ανώνυμου μάρτυρα μοναχού. Ο μοναχός αυτός ζούσε σε μία σκήτη της Αιγύπτου, και για αρκετά χρόνια έκανε υπακοή σε γέροντα.

Από φθόνο όμως του μισόκαλου δαίμονα αθέτησε την υπακοή του κι έφυγε από την καθοδήγηση του γέροντα, χωρίς να υπάρχει εύλογη και βλαπτική για την ψυχή του αιτία. Καταφρόνησε μάλιστα και το επιτίμιο, με το οποίο τον κανόνισε ο γέροντάς του. Έφυγε λοιπόν και κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια.

Αλλά εκεί τον έπιασε ο ειδωλολάτρης άρχοντας του έβγαλε το μοναχικό σχήμα και τον πίεζε να θυσιάσει στα είδωλα. Καθώς όμως με κανένα τρόπο δεν τον έπειθε να το κάνει, πρόσταξε πρώτα να τον δείρουν αλύπητα με βούρδουλα, κι έπειτα να τον αποκεφαλίσουν με ξίφος. Έτσι κι έγινε. Άρπαξαν το μοναχό οι ειδωλολάτρες, του έκοψαν το κεφάλι και πέταξαν το σώμα του έξω από την πόλη για να το φάνε τα σκυλιά. Μερικοί όμως ευσεβείς χριστιανοί ήρθαν τη νύχτα και το σήκωσαν. Το άλειψαν με μύρα, το τύλιξαν με σεντόνια και το έβαλαν μέσα σε λάρνακα. Ύστερα το τοποθέτησαν στο άγιο βήμα ενός ναού της πολιτείας για να τιμάται σαν μαρτυρικό λείψανο. 

Κάθε φορά όμως που γινόταν θεία λειτουργία και ο διάκονος εκφωνούσε το «Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, οι κατηχούμενοι προέλθετε», έβλεπαν όλοι τη λάρνακα να βγαίνει μόνη της έξω από το ιερό! Χωρίς να την αγγίζει ανθρώπινο χέρι, έφτανε μέχρι το νάρθηκα της εκκλησίας κι έμενε εκεί μέχρι την απόλυση. Έπειτα γυρνούσε πάλι μόνη της πίσω στο ιερό ! Όλοι έμεναν εκστατικοί μ΄ αυτό πού γινόταν. 

Το πληροφορήθηκε κι ένας από τούς διακριτικούς πατέρες, και παρακάλεσε το Θεό να του δώσει εξήγηση. Δεν άργησε να του φανερωθεί η αιτία του θαύματος. Άγγελος παρουσιάστηκε μπροστά του και του λέει: Γιατί θαυμάζεις και απορείς γι΄ αυτό που συμβαίνει; δεν έλαβαν οι απόστολοι του Χριστού, καθώς γνωρίζεις, εξουσία «του δεσμείν και λύειν»; Κι από κείνους πάλι οι διάδοχοί τους, κ.ο.κ.; Αυτόν λοιπόν τον αδελφό, που αξιώθηκε να χύσει το αίμα του για το Χριστό και όμως δεν του επιτρέπεται να βρίσκεται μέσα στο ιερό βήμα όσο τελείται η αναίμακτη θυσία, μάθε πως Άγγελος τον διώχνει μέχρι το νάρθηκα. Γιατί, ενώ ήταν υποτακτικός του τάδε συνασκητή σου, αθέτησε την υπακοή.

Κι όταν ο γέροντάς του εύλογα τον επιτίμησε με κανόνα, εκείνος τον άφησε κι έφυγε δεμένος με το επιτίμιο. Και, σαν μάρτυρας μεν, έλαβε το μαρτυρικό στεφάνι. σαν δεμένος όμως με επιτίμιο από το γέροντά του, δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα στο ιερό, όταν τελείται η θεία λειτουργία. Εκτός κι αν του λύσει τον κανόνα ο γέροντας πού τον έδεσε. Σαν τα ‘μαθε αυτά ο άγιος εκείνος ασκητής, πήρε το ραβδί του, πήγε στο γέροντα του μάρτυρα και του διηγήθηκε τα πάντα. Έπειτα τον πήρε και κατέβηκαν μαζί στην Αλεξάνδρεια. Πήγαν στο ναό, όπου βρισκόταν το μαρτυρικό λείψανο. Άνοιξαν τη θήκη, που περιείχε το σώμα του μάρτυρα, και του έδωσαν κι οι δύο τη συγχώρηση. Έπειτα, αφού τον ασπάστηκαν, στάθηκαν και προσευχήθηκαν δοξολογώντας το Θεό.

Από τότε, όταν γινόταν θεία λειτουργία, παρέμενε ο μάρτυρας μοναχός ασάλευτος στη θέση του μέσα στο άγιο βήμα.

ΠΗΓΗ: ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ, εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΟΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ, σ. 111  κ.ε.