ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΜΗ ΚΡΙΝΕΤΕ ΚΑΙ ΟΥ ΜΗ ΚΡΙΘΗΤΕ! Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΠΟΥ ΣΩΘΗΚΕ ΧΩΡΙΣ ΚΟΠΟ ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΚΑΤΕΚΡΙΝΕ!

Μη κρίνετε και ου μη κριθήτε
O αδερφός που σώθηκε χωρίς κόπο επειδή δεν κατέκρινε

Κάποτε είχε πάει ένας κοσμικός στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, για να γίνει Μοναχός. Οι Πατέρες όμως της Σκήτης δεν τον δέχονταν, γιατί, εκτός που ήταν ράθυμος και αμελής, ήταν και πολύ σκανδαλοποιός και δημιουργούσε συνέχεια θέματα. Επειδή εκείνος αναπαύονταν στην Σκήτη, παρακάλεσε τους Πατέρες να τον αφήσουν να μένη ως λαϊκός και να εργάζεται καμιά φορά. 

Έτσι λοιπόν πέρασε την ζωή του με ραθυμία και αμέσως μέχρι την ώρα του θανάτου του που έπεσε πια στο κρεβάτι και ψυχορραγούσε. Οι Πατέρες όμως του συμπαραστέκονταν και βρίσκονταν συνέχεια κοντά του. Μια μέρα ο ετοιμοθάνατος είχε έρθει σε έκσταση και έκανε νοήματα. Οι Πατέρες απορούσαν τι να συμβαίνη! Όταν συνήλθε τους διηγήθηκε το εξής φοβερό:

Είδα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ μ' ένα χαρτί στα χέρια του, που είχε όλες τις αμαρτίες μου, και μου είπε:
«Βλέπεις, αυτά εδώ τα έκανες όλα, γι' αυτόν ετοιμάσου να πας στην κόλαση»

Τότε εγώ του λέω:
«Για κοίταξε, ανάμεσα σ' αυτά τα αμαρτήματα, υπάρχει το αμάρτημα της κατακρίσεως;»

Ψάχνει ο Αρχάγγελος και μου λέει :
«Όχι , δεν υπάρχει»

«Οπότε, του λέω, δεν πρέπει να πάω στην κόλαση, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Κύριος. «Μη κρίνετε και ου μη κριθήτε»

Τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έσχισε το χαρτί με τα αμαρτήματά μου. Έτσι, Πατέρες μου, θα πάω στον Παράδεισο. Όταν μου είχατε πει ότι δεν κάνω για Μοναχός στην Σκήτη και εργαζόμουν ως λαϊκός και εκκλησιαζόμουν στον Κυριακό τις εορτές, είχα ακούσει τα λόγια του Ευαγγελίου «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» και είπα: «Ταλαίπωρε, τουλάχιστον αυτό να εφαρμόσης», και αυτό με έσωσε δίχως άλλον κόπο»

Μόλις τελείωσε αυτά τα λόγια, παρέδωσε την ψυχή του στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΟΙ ΥΠΟΜΕΝΟΝΤΕΣ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ, ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ!

Γεροντικό: Οι υπομένοντες τους πειρασμούς,
Μάρτυρες λογίζονται

Στην Καλύβα «Αγία Τριάς» της Αγίας Άννας, ασκητικά ζούσανε πέντε αδέρφια κατά σάρκα, οι οποίοι γίνανε Μοναχοί, και πήρανε τα ονόματα : Αθανάσιος, Γρηγόριος, Αρτέμιος, Φιλάρετος, και Μακάριος.
 Στην αρχή ζούσανε ομόφωνα με ειρήνη και αγάπη, υπακοή και σεβασμό προς το σχήμα και την Καλογερική, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του Μοναχισμού.
 Με την πάροδο όμως του χρόνου, ξεθύμανε εκείνη η πρώτη ευλάβεια και λίγο το αδελφικό θάρρος, λίγο το θέλημα που με τέχνη και πολλή μαστοριά βάνει ο διάβολος, άρχισαν να κάνει ο καθένας ό,τι ήθελε, χωρίς να ρωτάει τον άλλον.
 Έτσι μπήκε ανάμεσά τους, χωρίς να το καταλάβουν, η ψύχρα, ακολούθησε η γκρίνια και φιλονικίες, οι οποίες καταλήγανε σε σοβαρά επεισόδια, μαλώματα, φωνές, χειροδικίες και έντονα χτυπήματα τόσο, που ο ένας έσπαγε το κεφάλι, το χέρι, το πόδι ή ό,τι άλλο μπορούσε του άλλου αδερφού, ώσπου να τον υποτάξει στη δική του θέληση. Δε σεβόταν ο μικρός το μεγάλο, ούτε ο μεγάλος υπολόγιζε το μικρό αδελφό.

 Οι καυγάδες και τα άσχημα επεισόδια συνεχίζονταν σχεδόν κάθε μέρα, ήταν σπάνιο πράγμα να πέρναγε ημέρα και να μην ακούνε, οι γειτονικοί ασκητές, τους αδελφούς αυτούς να καυγαδίζουν και να χτυπιούνται. Όποιος από τους γείτονες ή από τους άλλους Πατέρες τολμούσε να επέμβει για να τους χωρίσει, ή να μεσολαβήσει να ειρηνεύσουν και να μη μαλώνουν, έφευγε ξυλοδαρμένος κι έτσι κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει τα αδέρφια αυτά.
   Πέρασαν σαράντα χρόνια μαρτυρικής ζωής, που τα πέντε αυτά αδέρφια καθημερινά μάλωναν. Οι Πατέρες της Σκήτης είχαν συνηθίσει στις καθημερινές αυτές φωνές και λέγανε : «Οι ταραχοποιοί αδελφοί πάλι μαλώνουν και σκοτώνονται».
 Μετά από το χρονικό αυτό διάστημα των 40 χρόνων, πέρασε μια μέρα, πέρασε δεύτερη και τρίτη μέρα και από τ΄ αδέρφια αυτά δεν ακούστηκαν οι συνηθισμένες φωνές τους, αλλά στην Καλύβα τους επικρατούσε άκρα σιγή.
 Στους Πατέρες φάνηκε περίεργο που δεν άκουγαν να μαλώνουν, αλλά κανείς δεν τολμούσε να πάει για να ιδεί τί συμβαίνει.
 Την τρίτη προς την τέταρτη ημέρα, στον ύπνο του Δικαίου της Σκήτης παρουσιάστηκε η Αγία Άννα και του είπε : «Πηγαίνετε με τους Πατέρες να θάψετε, με δόξα και τιμές, τους πέντε Μάρτυρες του Χριστού, τα πέντε αδέρφια, που για την αγάπη του Κυρίου γίνανε Καλόγεροι και από φθόνο του διαβόλου μαλώνανε χωρίς αιτία και παρά τη θέλησή τους, το βράδυ όμως κάθε ημέρα μετά το Απόδειπνο, συγχωρούσε από την καρδιά του ο ένας τον άλλον και δεν βάστηξε ποτέ η κακία μέσα τους ούτε μια ολόκληρη ημέρα, διότι εφάρμοζαν με ακρίβεια το ρητό που λέγει : «Μή επιδύετω ο ήλιος επί τω παροργισμώ υμών, οργίζεσθε, και μη αμαρτάνετε» (Εφεσίους 4, 24).
 Ο Δίκαιος άμα άκουσε αυτά από την Αγία Άννα, αμέσως κάλεσε τους Πατέρες σε Γεροντική Σύναξη και πήγαν όλοι στην Καλύβα, που ζούσαν τα πέντε αδέρφια, βρήκαν την πόρτα ανοικτή, μπήκαν μέσα και βρήκαν σε στάση που βάνουμε μετάνοια μετά το Απόδειπνο μέσα στην Εκκλησία και τους πέντε πεθαμένους, να εκπέμπουν άρρητη ευωδία και επληρώθη σ΄ αυτούς το ρητό της Αγίας Γραφής που λέγει : «Μή κρίνετε, ίνα μή κριθήτε. Εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε……… » (Ματθαίος Ζ΄, 1 - 2).
 Τότε όλοι οι Πατέρες, αφού πήραν ένα μάθημα ανεξικακίας από τους Μοναχούς αυτούς, με τιμές και θυμιάματα συνόδευσαν τους Μάρτυρες του Χριστού και κήδευσαν τα σώματά τους στο κοινό κοιμητήρι με τους άλλους Πατέρες και δόξασαν το Θεό, που με κάθε τρόπο οικονομεί τη σωτηρία των ανθρώπων.

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄, ΑΘΗΝΑΙ 1980, σσ. 53 – 54.

Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ 20ου ΑΙΩΝΟΣ- ΔΙΔΑΧΕΣ ΕΡΗΜΟΥ

Αθωνικοί Γέροντες 20ου Αιώνος
Διδαχές Ερήμου

  ΠΕΡΙ ΑΙΡΕΣΕΩΣ

Έχει λεχθεί όσον αφορά τον Αβά Αγάθωνα, ένα πατέρα της ερήμου του 4ου αιώνα, ότι κάποιοι μοναχοί ήρθαν και τον βρήκανε έχοντας ακούσει για τη μεγάλη του διάκριση. Θέλοντας να δουν άμα θα μπορούσε να χάσει την ψυχραιμία του τού είπανε «Εσύ δεν είσαι ο Αγάθωνας που λέγεται ότι είναι πόρνος και υπερήφανος» «Ναι, είναι αλήθεια». Συνέχισαν, «εσύ δεν είσαι ο Αγάθωνας που πάντα λέει ανοησίες;» «Εγώ είμαι.» Μετά τον ρωτήσανε «Εσύ δεν είσαι ο Αγάθωνας ο αιρετικός;» αλλά σε αυτό απάντησε «Δεν είμαι αιρετικός.» Οπότε τον ρώτησαν, «πες μας γιατί αποδέχτηκες οτιδήποτε πετάξαμε εναντίον σου, αλλά αρνήθηκες την τελευταία αυτή προσβολή» Απάντησε «Τις πρώτες κατηγορίες τις παίρνω για τον εαυτό μου γιατί αυτό είναι καλό για την ψυχή μου. Αλλά η αίρεση είναι διαχωρισμός από το Θεό. Δεν επιθυμώ να αποχωριστώ από το Θεό». Με αυτό το ρητό εντυπωσιάστηκαν από τη διάκρισή του και επέστρεψαν φωτισμένοι.  

ΠΕΡΙ ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑΣ

Κάποιος μοναχός συκοφαντήθηκε για πορνεία. Μη μπορώντας ο μοναχός αυτός την αδικία, έφυγε από το μοναστήρι του και πήγε στον Αββά Αντώνιο. Μετά από λίγο ήλθαν στον Αββά Αντώνιο μοναχοί από το μοναστήρι για να δουν τον μοναχό και να τον πάρουν πίσω. Άρχισαν λοιπόν να τον ελέγχουν και να επιμένουν ότι έπραξε την αμαρτία, ενώ εκείνος επέμενε ότι δεν έκανε τέτοια αμαρτία.

Συμπτωματικά έτυχε να βρίσκεται εκεί ο Αββάς Παφνούτιος ο Κεφαλάς και βλέποντας την φιλονικία είπε αυτή τη παραβολή. Είδα –είπε- στη όχθη ενός ποταμού κάποιον άνθρωπο να έχει μπει στη λάσπη μέχρι τα γόνατα και ήλθαν κάποιοι να τον βοηθήσουν. Δίνοντας όμως το χέρι τους να τον τραβήξουν τον βύθισαν στη λάσπη μέχρι το λαιμό. Ακούγοντας την παραβολή αυτή ο Αββάς Αντώνιος λέει στους άλλους για τον Αββά Παφνούτιο.

Να ένας αληθινός άνθρωπος, που μπορεί να βοηθήσει και να σώσει ψυχές. Ακούγοντας αυτά οι μοναχοί συγκινήθηκαν και ζήτησαν συγγνώμη από το αδελφό που είχε συκοφαντηθεί. Και αφού τους παρακάλεσαν οι αββάδες τον πήραν και πάλι στο κοινόβιο. 

ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗΣ

Κάποτε διηγήθηκε ο Αββάς Αρσένιος μία ιστορία: Καθόταν ένας γέροντας στο κελί του και άκουσε μία φωνή να του λέει « έλα, να σου δείξω τα έργα των ανθρώπων». Σηκώθηκε και βγήκε έξω. Τον πήγε λοιπόν σε κάποιο τόπο και του έδειξε έναν Αιθίοπα που έκοβε ξύλα από τα οποία είχε φτιάξει ένα μεγάλο φορτίο. Προσπαθούσε στη συνέχεια να σηκώσει το φορτίο αλλά δεν μπορούσε. Αντί όμως να αφαιρέσει βάρος, έκοβε ξύλα και τα πρόσθετε στο φορτίο.

Αυτό το έκανε συνέχεια. Προχωρώντας πιο πέρα του έδειξε άλλον άνθρωπο να στέκεται σ΄ ένα λάκκο και να βγάζει νερό, το οποίο το μετέφερνε σε μια δεξαμενή τρύπια, ώστε το νερό να ξαναγυρίζει στο λάκκο. Έλα του είπε να σου δείξω και άλλον. Τότε βλέπει ένα Ναό και δύο άνδρες πού κάθονταν πάνω στα άλογά τους και κρατούσαν ο καθένας πλαγιαστά ένα ραβδί. Ήθελαν όμως να περάσουν από τη πόρτα του Ναού αλλά δεν μπορούσαν εξ αιτίας του ραβδιού που κρατούσαν πλαγιαστά.

Από υπερηφάνεια δεν ίσιωνε κανένας το ραβδί του και γι’αυτό έμεναν και οι δύο εμπρός στη πόρτα του Ναού. Αυτοί είναι –είπε η φωνή- που κάνουν τους δίκαιους αλλά έχουν υπερηφάνεια και οι οποίοι δεν υποχωρούν ώστε να διορθώσουν τους εαυτούς τους και να ακολουθήσουν το ταπεινό δρόμο του Χριστού. Γι’αυτό μένουν εκτός της Βασιλείας του Θεού. Αυτός που έκοβε ξύλα είναι ο άνθρωπος που έχει πολλές αμαρτίες και αντί να μετανοήσει προσθέτει στις υπάρχουσες αμαρτίες και άλλες. Όσο για εκείνον που αντλούσε νερό, πρόκειται για τον άνθρωπο που κάνει βέβαια καλά έργα αλλά επειδή τα έργα του έχουν και πονηρία, γι’αυτό χάνει και αυτά. Πρέπει λοιπόν κάθε άνθρωπος με σωφροσύνη να πράττει κάθε έργο του ώστε να μην κοπιάζει μάταια. 

ΠΕΡΙ ΑΠΑΘΕΙΑΣ

Κάποιος αδελφός πήγε στον Αββά Μακάριο και του είπε: Πες μου Αββά, τι να κάνω για να σωθώ; Ο γέροντας του είπε: Πήγαινε στο κοιμητήριο και βρίσε τους νεκρούς. Πράγματι ο αδελφός πήγε στο κοιμητήριο, έβρισε τους νεκρούς, τους λιθοβόλησε και επέστρεψε στο γέροντα και του το είπε. Τον ρώτησε ο γέροντας σου είπαν τίποτα οι νεκροί και αυτός απάντησε. Όχι. Του λέει ο γέροντας. Πήγαινε πάλι αύριο στο κοιμητήριο και αυτή τη φορά να εγκωμιάσεις τους νεκρούς.

Ο αδελφός πήγε τη επομένη στο κοιμητήριο και έλεγε προς τους νεκρούς. Είστε απόστολοι, άγιοι και δίκαιοι. Αφού έκανε και αυτό επέστρεψε στο Αββά Μακάριο και του το ανέφερε. Ο γέροντας τον ρώτησε: Δεν σου απάντησαν τίποτα; Ο αδελφός είπε. Όχι. Τότε τού λέει ο γέροντας. Είδες όσο και αν τους έβρισες δεν σου είπαν τίποτα, και όσο επίσης τους εγκωμίασες πάλι δεν σου απήντησαν τίποτα. Έτσι και συ αν θέλεις να σωθείς γίνου νεκρός. Ούτε τη αδικία των ανθρώπων ούτε τα εγκώμια τους να λογαριάζεις όπως οι νεκροί και μ’ αυτό το τρόπο θα σωθείς. 

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ

Υπήρχε κάποιος πολύ ευλαβής  κοσμικός, ο οποίος πήγε στο Αββά Ποιμένα. Τον ίδιο καιρό πήγαν και άλλοι αδελφοί στο γέροντα, ζητούντες απ’ αυτόν να ακούσουν πνευματικές νουθεσίες. Λέγει τότε ο γέροντας στο ευλαβή εκείνο κοσμικό. Πες στους αδελφούς κάποια νουθεσία. Αυτός όμως παρακαλούσε λέγοντας· «συγχώρεσέ με Αββά, εγώ ήλθα για να μάθω». Αλλά μετά από πίεση του γέροντα είπε· «Εγώ είμαι ένας κοσμικός άνθρωπος πού μεταπουλάω χόρτα.

Τα μεγάλα δεμάτια χόρτα που παίρνω τα λύνω και τα κάνω μικρότερα. Με το τρόπο αυτό αγοράζω  χοντρικά και πουλάω λιανικά. Έτσι δεν ξέρω να σάς μιλήσω από τις γραφές, θα  πω όμως μία παραβολή. Κάποιος άνθρωπος είπε στο φίλο του· «Επειδή έχω την επιθυμία να δω τον Βασιλέα, έλα μαζί μου». Του απαντά ο φίλος του· «Θα έρθω μαζί σου μέχρι το μισό δρόμο». Αφού πήγαν μέχρι τα μισά του δρόμου λέει σε άλλο φίλο του· «Έλα εσύ τώρα να με πάς στο Βασιλιά» και εκείνος του απάντησε· «Θα σε πάω μέχρι το παλάτι του Βασιλιά». Τότε λέει σε κάποιο τρίτο φίλο του· «Έλα μαζί μου στο Βασιλιά», και αυτός απάντησε· «Θα έρθω και θα σε πάω στο παλάτι, θα σου συμπαρασταθώ, θα μιλήσω και θα σε παρουσιάσω στο Βασιλέα».

Τον ρώτησαν λοιπόν πια η σημασία της παραβολής και εκείνος αποκρίθηκε. «Ο πρώτος φίλος είναι η άσκηση πού οδηγεί μέχρι το δρόμο, ο δεύτερος φίλος είναι η αγνότητα η οποία φθάνει μέχρι τον ουρανό και ο τρίτος φίλος είναι η ελεημοσύνη που σε φέρνει απευθείας μέχρι το Βασιλέα Θεό. Έτσι, μορφωθέντες οι αδελφοί από τη παραβολή έφυγαν. 

ΠΕΡΙ ΑΚΑΚΙΑΣ

Κάποιος μοναχός διηγόταν για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, ότι από την πολλή χάρη πού τον περιέβαλλε, είχε φθάσει σε μεγάλη ακακία. Και εξιστόρησε το εξής περιστατικό. Αυτός (ο Αββάς Ιωάννης) έμενε στην Αραβία της Αιγύπτου. Κάποτε χρειάστηκε και πήρε από κάποιον αδελφό ένα νόμισμα και αγόρασε λινάρια για να εργασθεί. Ήλθε τότε κάποιος αδελφός και τον παρακάλεσε λέγοντας·  χάρισε μου Αββά λίγα λινάρια για να φτιάξω ένα λέβητα. Ο Αββάς Ιωάννης του έδωσε λινάρια με χαρά. Ήλθε και άλλος αδελφός και τον παρακάλεσε όπως ο προηγούμενος λέγοντας· δώσε μου λίγα λινάρια Αββά για να φτιάξω ένα προσόψιο. Ο Αββάς Ιωάννης έδωσε και σ’ αυτόν με χαρά όπως και στον προηγούμενο.  Παρόμοια με τούς προηγούμενους ήλθαν και άλλοι αδελφοί πού ζήτησαν λινάρια, στους οποίους έδωσε ο Αββάς με ευχαρίστηση.

Κάποια στιγμή ήλθε και εκείνος πού του είχε δανείσει το νόμισμα και το ζήτησε. Του λέγει τότε ο Αββάς· θα πάω να στο φέρω, αλλά μη έχοντας από που να το δώσει, σηκώθηκε να πάει στον Αββά Ιάκωβο πού ήταν εφημέριος, προκειμένου να τον παρακαλέσει να του δώσει το νόμισμα, ώστε να το επιστρέψει στον αδελφό πού το χρωστούσε. Πηγαίνοντας λοιπόν προς τον Αββά Ιάκωβο, βρήκε καταγής ένα νόμισμα αλλά δεν το άγγιξε και βάζοντας μετάνοια επέστρεψε στο κελί του.

Ήλθε και πάλι ο δανειστής στον Αββά Ιωάννη ενοχλώντας τον για το νόμισμα. Του απάντησε ο γέροντας· μη στεναχωριέσαι για την καθυστέρηση φροντίζω γι’ αυτό. Πάλι λοιπόν βγήκε από το κελί του προς αναζήτηση του νομίσματος και βρήκε ξανά το νόμισμα στο δρόμο εκεί πού το πρωτοείδε. Δεν το πήρε όμως αλλά κάνοντας μετάνοια επέστρεψε στο κελί του. Και τρίτη φορά Ήλθε ο αδελφός πού του είχε δανείσει το νόμισμα και το ζητούσε. Τότε του είπε ο γέροντας· αυτή τη φορά να είσαι σίγουρος ότι θα στο δώσω. Σηκώθηκε για μία φορά ακόμη και διερχόμενος από το ίδιο δρόμο βρήκε και πάλι το νόμισμα χάμω.

Κάνοντας λοιπόν μετάνοια το πήρε και πήγε στο Αββά Ιάκωβο λέγοντας του· Αββά, ερχόμενος σε σένα βρήκα αυτό το νόμισμα στο δρόμο. Κάνε λοιπόν αγάπη και πες το στην ενορία μήπως κάποιος το έχασε, και αν βρεθεί ο απολέσας τούτο, δός του το. Πράγματι ο Αββάς Ιάκωβος πηγαίνοντας στην ενορία το είπε σε τρεις συνάξεις αλλά δεν βρέθηκε κανένας πού να το είχε χάσει. Τότε είπε ο Αββάς Ιωάννης στον Αββά Ιάκωβο· αφού λοιπόν κανένας δεν το έχασε δός το στον τάδε αδελφό διότι του χρωστώ, αφού ερχόμενος σε σένα για να δείξεις την αγάπη σου ώστε να επιστρέψω το χρέος μου το βρήκα στο δρόμο. Θαύμασε τότε ο Αββάς Ιάκωβος, πως αφού χρωστούσε και βρήκε το νόμισμα δεν το πήρε αμέσως αλλά το έδωσε.

Και το επί πλέον αξιοθαύμαστο σχετικά με τον Αββά Ιωάννη είναι ότι εάν κάποιος ερχόταν πού χρειαζόταν κάτι απ’  αυτόν, δεν το έδινε ο ίδιος αλλά έλεγε στο αδελφό· πήγαινε μόνος σου και πάρε ότι χρειάζεσαι, και όταν το επέστρεφε του έλεγε· βάλε το πάλι κει απ’ όπου το πήρες. Αν πάλι δεν το επέστρεφε ο δανειστής δεν του έλεγε ποτέ τίποτε. 

ΠΕΡΙ ΥΠΑΚΟΗΣ

Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη τον μαθητή του Αββά Παύλου, ότι είχε μεγάλη υπακοή. Ήταν κάποτε σ’ ένα μέρος μνήματα και κατοικούσε εκεί μία ύαινα. Είδε ο γέροντας ο Αββάς Παύλος εκεί τριγύρω βολβούς και είπε στον υποτακτικό του Αββά Ιωάννη, να πάει εκεί και να του φέρει βολβούς.

Του είπε όμως ο Αββάς Ιωάννης· τι να κάνω όμως γέροντα όσον αφορά την ύαινα. Αστειευόμενος ο γέροντας του είπε· αν έλθει κατ’ επάνω σου, δέστην και φέρε την εδώ. Έτσι, πήγε ο αδελφός εκεί. Πράγματι, μόλις έφθασε εκεί ο Αββάς Ιωάννης, όρμησε η ύαινα κατ’ επάνω του, και αυτός σύμφωνα με το λόγο του γέροντα προσπάθησε να την πιάσει. Η ύαινα όμως έφυγε, ο δε Αββάς Ιωάννης έτρεχε πίσω της λέγοντας· στάσου, ο Αββάς μου είπε να σε δέσω. Κάποια στιγμή έπιασε την ύαινα και την έδεσε.

Ο γέροντας όμως πού τον περίμενε στεναχωριόταν. Κάποια στιγμή Ήλθε ο Αββάς Ιωάννης έχοντας δεμένη την ύαινα, γεγονός πού όταν το είδε ο γέροντας θαύμασε. Θέλοντας όμως να ταπεινώσει τον Ιωάννη τον χτύπησε στη πλάτη λέγοντας του· παλαβέ, τρελό σκύλο έφερες εδώ; Και αμέσως ο γέροντας έλυσε την ύαινα και την άφησε ελεύθερη. 

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

Διηγήθηκε κάποτε ο Αββάς Ιωάννης των κελιών, λέγοντας. Υπήρξε μία πόρνη στην Αίγυπτο πολύ όμορφη και πάρα πολύ πλούσια, την οποία <> οι άρχοντες της πόλης. Μία μέρα λοιπόν, βρέθηκε αυτή η πόρνη στην Εκκλησία και θέλησε να μπει μέσα. Ο υποδιάκονος όμως πού βρισκόταν στη πόρτα της Εκκλησίας δεν της επέτρεπε την είσοδο λέγοντας της· δεν είσαι άξια να μπεις στον οίκο του Θεού, διότι είσαι ακάθαρτη.

Άρχισε λοιπόν μία διαμάχη μεταξύ του υποδιακόνου και της πόρνης. Την φασαρία πού γινόταν στη πόρτα της Εκκλησίας, την άκουσε ο Επίσκοπος και πήγε εκεί. Τότε λέγει η πόρνη στον Επίσκοπο. Δεν με αφήνει να μπω στην Εκκλησία. Της απάντησε ο Επίσκοπος· δεν σου επιτρέπετε η είσοδος, διότι είσαι ακάθαρτη. Αυτή λοιπόν αισθάνθηκε τότε κατάνυξη και είπε στον Επίσκοπο· Δεν θα πορνεύσω ξανά. Της λέει ο Επίσκοπος· θα με βεβαιώσεις ότι δεν θα πορνεύσεις ξανά, αν φέρεις εδώ τα χρήματά σου.

Αμέσως η πόρνη έφυγε και επέστρεψε με όλα τα χρήματά της τα οποία έδωσε στον Επίσκοπο. Τότε ο Επίσκοπος παρέλαβε τα χρήματα και τα έκαψε. Μετά απ’ αυτό η πόρνη μπήκε στην Εκκλησία με συντριβή καρδιάς και δάκρυα μετανοίας, και έλεγε· Αλλοίμονο! Εάν εδώ σ’ αυτόν το κόσμο μου έγινε αυτό, τι έχω να πάθω στο άλλον κόσμο. Έτσι μετανόησε η πόρνη και έγινε σκεύος εκλογής. 

ΠΕΡΙ ΣΟΦΙΑΣ

Κάποτε συνομιλούσαν κάποιοι γέροντες με τον Αββά Αντώνιο, ήταν δε μαζί του και ο Αββάς Ιωσήφ. Θέλοντας ο Αββάς Αντώνιος να τούς δοκιμάσει, είπε κάποιο εδάφιο από την Αγία Γραφή και άρχισε να ερωτά από τον νεότερο προς τον αρχαιότερο, τι σήμαινε το συγκεκριμένο αγιογραφικό χωρίο.

Τότε, καθένας από τούς πατέρες εκείνους απαντούσε κατά την προσωπική του δυνατότητα. Ο Αββάς Αντώνιος αποκρίνετο σε καθέναν λέγοντας· <>. Μετά από όλους, λέγει στον Αββά Ιωσήφ· <>. Ο Αββάς Ιωσήφ του απήντησε· <>. Τότε, τούς είπε ο Αββάς Αντώνιος· <>. 

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΠΟΙΜΕΝΟΣ

Ο Αββάς Σπυρίδων πού ήταν βοσκός, διεκρίνετο από τόση ευσέβεια πού αξιώθηκε να γίνει και ποιμένας ανθρώπων διότι είχε κληρωθεί επίσκοπος μιας πόλεως της Κύπρου πού ονομάζετο Τριμυθους. Λόγω της ταπεινότητάς του ταυτόχρονα με τα Επισκοπικά του καθήκοντα συνέχιζε να ποιμένει πρόβατα. Ένα βράδυ ήλθαν κρυφά στο μαντρί κλέπτες και προσπαθούσαν να κλέψουν τα πρόβατα. Ο Θεός όμως πού φρόντιζε για την σωτηρία του ποιμένα έσωσε και τα πρόβατα.

Διότι από κάποια αόρατη δύναμη οι κλέπτες δέθηκαν στο μαντρί! Αφού ξημέρωσε ήλθε και ο βοσκός στα πρόβατα, ο οποίος βλέποντας τούς κλέπτες δεμένους πισθάγκωνα κατάλαβε τι είχε συμβεί. Τότε προσευχήθηκε και έλυσε τούς κλέπτες. Αφού τούς ενουθέτησε και τούς συμβούλευσε ότι είναι προτιμότερο με τίμιους κόπους να φροντίζουν για την ζωή τους παρά με αδικίες, τούς άφησε ελεύθερους χαρίζοντας τους ένα κριάρι και χαριτολογώντας τούς είπε· λάβετε αυτό για να μην θεωρηθή ότι ξενυχτήσατε άδικα. 

athonikoigerontes.blogspot.com 

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

ΓΕΡΩΝ ΕΥΛΟΓΙΟΣ ΤΟΥ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΟΥ- ΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΥ ΤΟΝ ΓΛΥΤΩΣΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

 Γέρων Ευλόγιος του Φανερωμένου
Οι προσευχές του υποτακτικού τον γλύτωσαν από την κόλαση 

To 1901 Γέρων (του Κελλίου Αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου πλησίον των Καρυών) Παχώμιος, γερασμένος και ασθενής, στην επιθανάτια κλίνη έβλεπε δαίμονες. Ο Γέροντας Ευλόγιος στάθηκε συμπαραστάτης και παρηγορητής του όταν, κατά τις ανεξερεύνητες κρίσεις του Θεού, προσευχόμενος είδε την ψυχή του να πορεύεται στην κόλαση, πρόσπεσε με θερμά δάκρυα στη μεσιτεία της Παναγίας για την ψυχή του Γέροντός του. Μη μπορώντας να αντέξει την απώλειά του, δανείστηκε χρήματα για να κάνουν λειτουργίες ιερείς και να προσευχηθούν ασκητές επί σαρανταήμερο για την ψυχή του. Την τεσσαρακοστή ημέρα εμφανίστηκε χαρούμενος μπροστά του ο Γέρων Παχώμιος και τον ασπάστηκε, ευχαριστώντας τον για την σωτηρία του. Προς χάρη του η Θεοτόκος, τον είχε απαλλάξει από την κόλαση. 

ΠΗΓΗ : "ΠΡΩΤΑΤΟΝ",  ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1984, αριθ. 11, σελ.  κ.ε.

ΓΕΡΩΝ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΚΑΡΑΚΑΛΗΝΟΣ: ΤΟ ΛΑΔΟΦΑΝΑΡΟ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ!

 Το Λαδοφάναρο της κόλασης
Διηγείται ο μακαριστός Γέρων Μάρκελλος Καρακαλληνός

Ήταν ένας δόκιμος μοναχός ό όποιος -όπως όλοι οι νέοι στη αρχή- είχε δυσκολίες. Αποφάσισε λοιπόν -κρυφά από τον ηγούμενο και τούς άλλους πατέρας- να φύγει από το μοναστήρι η πρόνοια όμως του Θεού πού δεν ήθελε να τον αφήσει να εμπλακεί ξανά με τον κόσμο και να χάσει την ψυχή του τον προλαμβάνει και τη νύκτα πριν την ημέρα πού θα σηκωνόταν αξημέρωτα να φύγει, του δείχνει ένα τρομερό όραμα:  

Βρέθηκε, λέει, εις την κόλαση κι εκεί οδηγός του ήταν ένας άγγελος. Τον οδηγούσε ό άγγελος κι έβλεπε ό μοναχός τις διάφορες κολασμένες ψυχές κι έφριττε κι έτρεμε.  

 Κάποια στιγμή φθάνουν σ' ένα σημείο όπου καθόταν ο πατέρας του Καλογήρου. Είχε πεθάνει και είχε κολασθεί.  

- Πατέρα μου, λέει ό μοναχός, εδώ ήλθες;  

- Ναι, παιδάκι μου. Πρόσεξε, πρόσεξε πολύ στην ζωή σου να μην έλθεις κι εσύ σ' αυτόν τον τόπο τον απαράκλητο πού είμαι εγώ.  

Στο χέρι του ό πατέρας κρατούσε ένα λαδοφάναρο, σαν κι αυτά πού έχουμε εδώ στο μοναστήρι για να βαδίζουμε τις νύκτες στους διαδρόμους.  

Ό άγγελος πού μέχρις εκείνη την ώρα άκουγε, πλησιάζει και πιάνει το λαδοφάναρο, με σκοπό να το πάρει.  

- Όχι, άγγελε μου, φώναξε ό πατέρας, μη μου το παίρνεις το φανάρι. Αυτό το φως είναι ή παρηγοριά μου. 

- Θα το πάρω, λέει ό άγγελος, δεν είναι δικό σου –πια αυτό. Αυτό το φανάρι ήταν οι προσευχές του παιδιού σου πού έκανε κάθε βράδυ για σένα κι έφθαναν σαν φώς εδώ! Τώρα όμως θα φύγει από το μοναστήρι και θα το στερηθείς αυτό το φώς. Θα σου το πάρω.  

Τραβούσε λοιπόν ό άγγελος να το πάρει, τραβούσε και ό πατέρας να το κρατήσει. Πάνω σ' αυτή την αγωνία ξυπνάει το παλληκάρι. Πω-πω, λέει, ό ανόητος τί πήγα να κάνω! Ένα κόμπο έκανα με το κομποσκοίνι για τον πατέρα μου και αυτός πήγαινε σαν φώς εκεί στον άδη και τον παρηγορούσε. Πού να πάω να φύγω ό δόλιος; Δεν φεύγω με τίποτε!  

Το πρωί σαν ξημέρωσε, κτυπά την πόρτα του ηγουμένου και πέφτει στα πόδια του μπρούμυτα.  

- Τί έπαθες, παιδάκι μου, του λέει ό Γέροντας. Γιατί κλαις; Τί σου συνέβη πρωί-πρωί;  

- Αυτό κι αυτό, Γέροντα τού λέει και του διηγείται το δράμα. Τώρα κτύπησε με, διώξε με, ότι θέλεις κάνε με. Εγώ δεν φεύγω από το μοναστήρι, πάει και τελείωσε!

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: Η "ΑΜΑΡΤΙΑ" ΤΟΥ ΓΕΡΟ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ!

Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης
Η «αμαρτία» του γερο-Αυγουστίνου 

Ένας ευλογημένος αγιορείτης μοναχός, ο γερο-Αυγουστίνος ο Ρώσος (1882-1965), ήταν πολύ ενάρετος, πολύ ταπεινός και πολύ αγωνιστής.

Κάποτε παρουσιάστηκε ο διάβολος μέσα στο κελί του σαν σκύλος φοβερός. Πετούσε φωτιές από το στόμα και όρμησε πάνω στο γέροντα για να τον πνίξει, επειδή, όπως του είπε, καιγόταν από τις προσευχές του.

Ο γερο-Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε στον τοίχο φωνάζοντας: Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς τα πλάσματα του Θεού;

Ο διάβολος, κατατρομαγμένος απ’ την αναπάντεχη υποδοχή, έγινε άφαντος. Ύστερα όμως ο αγαθότατος και απλούστατος γέροντας είχε τύψεις, επειδή… χτύπησε το διάβολο! Περίμενε με αγωνία πότε να φωτίσει, για να πάει στον πνευματικό του να εξομολογηθεί το “αμάρτημά” του.

Πραγματικά, μόλις φώτισε πήγε στην Προβάτα (μιάμιση ώρα απόσταση από το κελί του), όπου ήταν ο πνευματικός του, και εξομολογήθηκε.

Ο πνευματικός μου όμως ήταν πολύ συγκαταβατικός, διηγιόταν αργότερα ο γέροντας, και δεν μου έβαλε κανένα κανόνα, αλλά μου είπε να κοινωνήσω. Εγώ, από τη χαρά μου, όλη τη νύχτα έκανα κομποσκοίνι, και μετά πήγα στη θεία λειτουργία και κοινώνησα. Όταν ο παπάς έβαζε την αγία λαβίδα στο στόμα μου, είδα την αγία Κοινωνία κομμάτι κρέας και αίμα και τη μασούσα για να την καταπιώ! Παράλληλα ένιωθα και μία μεγάλη αγαλλίαση, που δεν μπορούσα να την αντέξω. Από τα μάτια μου έτρεχαν γλυκά δάκρυα, και το κεφάλι μου φώτιζε σαν λάμπα. Έφυγα γρήγορα για να μη με δουν οι πατέρες, και την ευχαριστία για τη θεία μετάληψη τη διάβασα μόνος μου στο κελί μου.

(Παϊσίου μοναχού Αγιορείτου, «Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα»)

ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΓΑΛΗΝΗ

 Εγώ θέλω γαλήνη

"Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει εδώ; "ρώτησε ο σοφός ερημίτης τον οδοιπόρο που ζητούσε απεγνωσμένα να τον συναντήσει.

"Εγώ θέλω γαλήνη" απάντησε μελαγχολικά εκείνος.

Ο ερημίτης πήρε ένα ξύλο κι έγραψε στο χώμα:
 Εγώ θέλω γαλήνη...

"Κοίταξε τώρα πόσο απλό είναι", είπε στον οδοιπόρο και διέγραψε με μια κίνηση το «Εγώ».
 

"Σβήνεις πρώτα το "εγώ". Είναι αδύνατον να βρει γαλήνη αυτός που έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και νομίζει πως μπορεί να την βρει μόνος του, μακριά από τον Θεό. Το εγώ πάντα θα νιώθει ότι απειλείται από όλους γύρω του κι έτσι πάντα θα φοβάται. Θα μετατρέπεται σε εγωισμός για να επικρατεί, και θα διώχνει τον Θεό και την γαλήνη Του."

Με μια δεύτερη κίνηση διέγραψε το «θέλω».
 

"Πρέπει να σβήσεις τη λέξη "θέλω". Το θέλω δηλώνει επιθυμία, ανάγκη και προσκόλληση. Όταν τρέχεις πίσω από τις μάταιες επιθυμίες σου, ποτέ δεν θα βρεις χρόνο να γαληνέψεις και να γίνεις ευτυχισμένος. 

Είναι η γνωστή «επίδραση του κουνουπιού».
Αν σε ένα δωμάτιο υπάρχουν δέκα κουνούπια κι εσύ σκοτώσεις τα εννιά, το δέκατο κουνούπι δεν θα σε αφήσει να κοιμηθείς.
Έτσι είναι και οι επιθυμίες. Όσες και να ικανοποιήσεις πάντα θα υπάρχει κάποια που δε θα σε αφήνει να κοιμηθείς."

Ο οδοιπόρος τότε κοίταξε τις διαγραμμένες λέξεις στο χώμα και λένε πως τότε βίωσε την πρώτη του αφύπνιση.
Είχαν σβηστεί το «Εγώ» και το «θέλω» και είχε μείνει η ... Γαλήνη...

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΟΥ ΔΕΧΤΗΚΕ ΤΟ ΧΑΣΤΟΥΚΙ ΚΑΙ ΝΙΚΗΣΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ!

 Γεροντικό: Ο μοναχός που δέχτηκε το χαστούκι και νίκησε τον διάβολο!

Ἡ ταπεινοφροσύνη στολίζει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ὅπου καὶ ἂν σταθεῖ, ὅπου καὶ ἂν βρεθεῖ, σκορπάει μία κατὰ κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη καὶ γίνεται ἀγαπητὸς καὶ προσφιλής.

Τὴν ταπείνωσιν οἱ δαίμονες τὴν τρέμουν, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ ἕναν ὑποτακτικόν: Ἕνας Χριστιανὸς εἶχε μία κόρη δαιμονισμένη καὶ τὴν ἐπῆγε σὲ πολλοὺς γιατροὺς ἀλλὰ δὲν βρῆκε τὴν θεραπεία της.

Αὐτὸς ὁ Χριστιανὸς εἶχε ἕνα φίλο, πνευματικὸ ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος εἶχε σχέση μὲ τοὺς μοναχούς, καὶ λέγοντάς του τὸ παράπονο, τὸν πόνο του γιὰ τὸ κορίτσι του, τοῦ λέγει ἐκείνος•

-Τὸ παιδί σου θὰ βρεῖ θεραπεία μόνον ὅταν καλέσεις ἕνα μοναχό, ὑποτακτικό, καὶ ἔλθει στὸ σπίτι σου καὶ κάνει μίαν εὐχούλα, θὰ ἰδεῖς ἀμέσως τὸ παιδί σου θὰ γίνει καλά.

—Καὶ ποῦ θὰ τὸν βρῶ ἐγὼ αὐτὸν τὸν μοναχό;

—Νά! Κάτω στὴν ἀγορὰ κατεβαίνουν, λέγει, ἀπὸ τὴν ἔρημο νεώτεροι ὑποτακτικοὶ μοναχοὶ καὶ πωλοῦν διάφορα ἐργόχειρα. Σ’ ἕνα τέτοιο μοναχὸ πὲς του• «Ἔλα στὸ σπίτι νὰ σοῦ πληρώσω τὰ ἐργόχειρα, διότι τώρα ἐπάνω μου δὲν ἔχω χρήματα». Καὶ πές του νὰ σοῦ κάνει μία εὐχὴ καὶ θὰ δεῖς ὅτι τὸ παιδί σου θὰ γίνει καλά.

Αὐτὸς ἀμέσως τὸ πρωὶ κατεβαίνει στὴν ἀγορὰ• βλέπει ἕνα νέο μοναχὸ νὰ πωλεῖ διάφορα, ἐκεῖ, ἐργόχειρα.
Τοῦ λέει:

—Πάτερ, πόσο τὰ δίνεται αὐτά;

—Τόσο. Εἶπε ὁ μοναχός.

—Μπορεῖς νὰ ἔλθεις μέχρι τὸ σπίτι νὰ σὲ πληρώσω, γιατί ἐπάνω μου δὲν ἔχω χρήματα;

—Ἔρχομαι, λέγει.

Καὶ ἀφοῦ προχωροῦσαν πρὸς τὸ σπίτι καὶ πλησίαζαν, ὁ διάβολος μυρίστηκε τὸ πράγμα, ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ πάρει τὸ ἐξιτήριό του καὶ νὰ φύγει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἑτοιμάστηκε καὶ αὐτός. Καὶ μπαίνοντας ὁ μοναχὸς μέσα στὸ σπίτι, τὸν ἀπαντᾶ ἡ κόρη καὶ σηκώνει τὸ χέρι καὶ τοῦ δίνει ἕνα ράπισμα, τοῦ μονάχου.

Αὐτός, ὁ μοναχός, γύρισε καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ προσώπου καὶ τοῦ δίνει καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἕνα ράπισμα, καὶ ἀμέσως ἡ κόρη ἔπεσε κάτω καὶ ἔβγαζε ἀφρούς. Καὶ στὸ τέλος, φεύγοντας τὸ δαιμόνιο εἶπε, ὅτι ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ μὲ βγάζει καὶ μὲ διώχνει. Καὶ ἀμέσως τὸ παιδὶ ἔγινε καλά.

Ὁ ὑποτακτικὸς αὐτός, ἀπὸ τὴν πράξη αὐτὴ φαίνεται ὅτι ἦταν ἕνας προοδευμένος, ἕνας πετυχημένος μοναχὸς ὁ ὁποῖος ὁπωσδήποτε θὰ εἶχε ἐξασκηθεῖ στὴν παιδεία καὶ στὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς του.

Στὴν προσευχή μας πάντοτε νὰ παρακαλοῦμε καὶ νὰ δεόμεθα τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἁπαλλάττη ἀπ’ αὐτὸ τὸ θηρίο, τὸν ἐγωισμόν, καὶ νὰ μᾶς χαρίζη τὴν ἁγίαν ταπείνωσιν τῆς ψυχῆς.