ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΕ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ!

 ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΕ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΩΤΗΡΙΑ! 

Κάποιος νέος, μας διηγείται ο Αββάς Ιωάννης του Λύκου, παρασυρμένος απ΄ του κόσμου τις ηδονές, είχε βυθιστεί στη λάσπη της ασωτίας Κάποτε όμως συνήλθε, σαν το άσωτο, κι εζήτησε το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι του Πατέρα. Άφησε τον κόσμο, για να βρει στην έρημο τον λυτρωμό, μακριά από τις αφορμές της αμαρτίας. Καταφύγιό του έκανε ένα παμπάλαιο μνήμα. Κλεισμένος θεληματικά σ΄ αυτή τη πρωτότυπη φυλακή, έκλαιε πικρά τη τραυματισμένη ψυχή του. 

Οι Άγγελοι εχαίρονταν, αλλά τα πνεύματα της πονηρίας, που είδαν να φεύγει τόσο απροσδόκητα η λεία από τα χέρια τους, δεν άργησαν να κάνουν έφοδο. Τριγύριζαν τη νύκτα το μνήμα κι έλεγαν οργισμένα:

- Πού είσαι άθλιε ; Γιατί μας απαρνήθηκες ύστερα από τόση φιλία ; Αφού τα γεύτηκες όλα κατά κόρον, αποφάσισες να γίνεις άγιος. Πολύ αργά τώρα να παριστάνεις τον σώφρονα, ελπίζοντας για έλεος. 

- Έλα, έξω ανόητε, του φώναζαν άλλοι. Σε περιμένει η συντροφιά σου. 

-Δυστυχισμένε, του ψιθύριζαν οι πονηρότεροι, για σένα δεν υπάρχει σωτηρία. Αυτού που τρύπωσες, γρήγορα θα βρεις το θάνατο και την αιώνια καταδίκη. 

Με τόση κακία πάσχιζαν να τον φέρουν σε απελπισία! Μα ο γενναίος αγωνιστής ήταν πια αποφασισμένος να πεθάνει καλύτερα, παρά να γυρίσει στα ίδια. Ζήτησε με θερμή ικεσία τη Θεία βοήθεια, περιφρονώντας τη δαιμονική φαντασία. 

Την άλλη βραδιά ο διάβολος έγινε πιο απειλητικός:

- Αν δεν βγεις αμέσως έξω, δεν γλυτώνεις από τα χέρια μου. Κι επειδή φυσικά εκείνος δεν τον άκουσε, του επιτέθηκε και τον άφησε σχεδόν νεκρό από χτυπήματα. Έτσι εκδικήθηκε. 

Οι συγγενείς του πάλι, ανήσυχοι για την ξαφνική του εξαφάνιση, τον αναζήτησαν παντού. Τέλος τον ανακάλυψαν σε κακή κατάσταση μέσα στο μνήμα. Μα όσο κι αν επέμεναν,  στάθηκε αδύνατο να τον πείσουν να τους ακολουθήσει. 

Ακόμη μια νύκτα του επιτέθηκαν οι δαίμονες με ασυγκράτητη μανία και θα τον εθανάτωναν με τους άγριους δαρμούς, αλλά δεν είχαν εξουσία. Ο αθλητής δεν κλονίστηκε. Προτίμησε να χάσει τη πρόσκαιρη ζωή, παρά να μολύνει, ύστερα από τη μετάνοια, το σώμα και την ψυχή του πάλι με το μικρόβιο της αμαρτίας. 

Τότε τα δαιμόνια αναγνώρισαν την ήττα τους.

- Νικηθήκαμε, νικηθήκαμε, φώναζαν θρηνώντας κι εξαφανίστηκαν και ούτε τόλμησαν πια να τον πειράξουν. 

Ελευθερωμένος έτσι από κάθε δοκιμασία, έμεινε στο μνήμα του ως το τέλος της ζωής του ο πρώην άσωτος, και αξιώθηκε να κάνει θαύματα, για να φανεί η δύναμις της μετάνοιας. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 128 κ.ε.

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΩΔΕΚΑ ΑΝΑΧΩΡΗΤΕΣ!

 Μεγάλο Γεροντικό: Για τους δώδεκα αναχωρητές 

Δώδεκα αναχωρητές άγιοι, σοφοί και πνευματικοί άνθρωποι, συγκεντρώθηκαν κάποτε και ζήτησαν να ομολογήσει ο καθένας όσα κατόρθωσε στο κελί του και ποια ήταν η πνευματική του άσκηση. 

Ο πρώτος, ο μεγαλύτερος στην ηλικία, είπε:
«Αδελφοί, εγώ από τη στιγμή που άρχισα να ζω ησυχαστική ζωή σταύρωσα όλο τον εαυτό μου απέναντι στα εξωτερικά πράγματα, έχοντας στον νου μου αυτό που είναι γραμμένο: Να σπάσουμε τους δεσμούς που μας συνδέουν μαζί τους και να ρίξουμε από πάνω μας τον ζυγό τους. Έτσι, έκανα ένα τείχος ανάμεσα στην ψυχή μου και στα σωματικά πράγματα και αναλογίσθηκα ότι, όπως αυτός που είναι μέσα από το τείχος δεν βλέπει αυτόν που στέκεται έξω, με τον ίδιο τρόπο και σύ μη θελήσεις να βλέπεις τα πράγματα πού έχουν σχέση με τα έξω. Αλλά να έχεις στραμμένη την προσοχή σου στον εαυτό σου, αναμένοντας κάθε μέρα με ελπίδα τον Θεό.
Έτσι θεωρώ τις πονηρές επιθυμίες φίδια και απόγονους από οχιές, και όταν τις αισθάνομαι να ξεφυτρώνουν στο νου μου, τις ξηραίνω με φοβέρες και οργή. Ακόμη, δεν σταμάτησα ποτέ να τα βάζω με το σώμα μου και με την ψυχή μου, για να μην εκτραπούν σε τίποτε ανάρμοστο».

Ο δεύτερος είπε:
«Εγώ από τότε που αρνήθηκα τον κόσμο, είπα στον εαυτό μου:
Σήμερα αναγεννήθηκες, σήμερα άρχισες να δουλεύεις στον Θεό, σήμερα άρχισες να κατοικείς εδώ σαν ξένος. Έτσι κάθε μέρα να αισθάνεσαι, σαν ένας ξένος και ότι αύριο θα φύγεις».

Ο τρίτος είπε:
«Εγώ από το πρωί ανεβαίνω στον Κύριό μου, και αφού τον προσκυνήσω, πέφτω με το πρόσωπο κάτω και εξομολογούμαι τα αμαρτήματά μου. Έπειτα κατεβαίνοντας προσκυνώ τους αγγέλους του και τους παρακαλώ να ικετέψουν τον Θεό για μένα και για ολόκληρη την κτίση.
Αφού το κάνω αυτό, κατεβαίνω στην άβυσσο και ό,τι κάνουν οι Ιουδαίοι, όταν πηγαίνουν στα Ιεροσόλυμα, πού σχίζουν τα ενδύματά τους και κλαίνε και πενθούν για τη συμφορά που βρήκε τους πατέρες τους, αυτό κάνω κι εγώ. Περιπλανιέμαι στους τόπους της κόλασης, βλέπω τα δικά μου μέλη (δηλαδή τους εκεί άλλους χριστιανούς) να βασανίζονται και κλαίω μ’ αυτούς που κλαίνε».

Ο τέταρτος είπε:
«Εγώ έτσι νιώθω, σαν να κάθομαι με τον Κύριο και τους Αποστόλους του στο όρος των Ελαιών. Είπα στον εαυτό μου: από δω και πέρα κανέναν συγγενή να μην ξέρεις, αλλά πάντοτε να βρίσκεσαι μ’ αυτούς, να τους αναζητάς και να μιμείσαι τον καλό τρόπο της ζωής τους, όπως η Μαρία που καθόταν κοντά στα πόδια του Κυρίου και άκουγε τα λόγια του:
«Να γίνετε άγιοι, γιατί εγώ είμαι άγιος. Να γίνετε σπλαχνικοί και τέλειοι, όπως ο Πατέρας σας είναι τέλειος. Να διδαχτείτε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά».

Ο πέμπτος είπε:
«Εγώ κάθε φορά βλέπω αγγέλους να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν για την πρόσκληση των ψυχών. Και πάντοτε, περιμένοντας το τέλος μου, λέω:
Είναι έτοιμη η καρδιά μου, Θεέ μου».

Ο έκτος είπε:
«Εγώ καθώς κάνω την πνευματική μου εργασία στο κελί, νομίζω ότι ακούω από τον Κύριο αυτά τα όγια: Να κοπιάστε για μένα κι εγώ θα σας αναπαύσω, ακόμη λίγο να αγωνιστείτε και θα σας δείξω τη σωτηρία και τη δόξα μου. Αν με αγαπάτε, αν είσαστε παιδιά μου, σαν Πατέρα που παρακαλάει, να αισθανθείτε για μένα σεβασμό, αν είστε αδελφοί μου, να με σεβαστείτε όπως εκείνον που υπέμεινε πολλά για σας.
Αν είσαστε πρόβατά μου, να ακούστε τη φωνή του ποιμένα, αν είστε δούλοι μου, να ακολουθήσετε τα παθήματα του δεσπότη σας».

Ο έβδομος είπε:
«Εγώ αυτά τα τρία μελετώ συνεχώς και λέω αδιάκοπα στον εαυτό μου: πίστη, ελπίδα, αγάπη, για να χαίρομαι με την ελπίδα, να στηρίζομαι με την πίστη, και με την αγάπη να μη λυπήσω ποτέ κανένα».

Ο όγδοος είπε:
«Εγώ βλέπω τον διάβολο να πετάει ζητώντας ποιον να καταπιεί.
Όπου κι αν πάει, βλέπω με τα εσωτερικά μάτια, και αναφέρομαι ικετευτικά στον Δεσπότη μου Χριστό εναντίον του, ώστε να μείνει άπρακτος και να μην μπορέσει να κάνει τίποτε σε κανέναν, ιδίως σ’ αυτούς που φοβούνται τον Θεό».

Ο ένατος είπε:
«Εγώ όταν κάνω την πνευματική μου εργασία, βλέπω την εκκλησία των νοερών δυνάμεων κι ανάμεσά τους τον Κύριο της δόξας να λάμπει περισσότερο απ’ όλους. Όταν με βρει ακηδία, ανεβαίνω στους ουρανούς και βλέπω την έξοχη ωραιότητα των αγγέλων κι ακούω τους ύμνους που ανυψώνουν ακατάπαυστα στον Θεό, καθώς και τη μελωδία τους.
Υψώνομαι με τους ήχους και τη φωνή και τη μουσικότητά τους, ώστε να νιώσω αυτό που είναι γραμμένο: «Οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού» και όλα τα επίγεια τα θεωρώ στάχτη και σκουπίδια».

Ο δέκατος είπε:
«Εγώ πάντοτε βλέπω κοντά μου τον φύλακα άγγελό μου και προσέχω τον εαυτό μου, έχοντας στο μυαλό μου αυτό που έχει γραφεί:
«Έβλεπα μπροστά μου τον Κύριο πάντοτε, ότι στέκεται στα δεξιά μου, για να μην κλονισθώ από τη θέση μου». Φοβούμαι λοιπόν αυτόν που παρακολουθεί την πορεία μου. Διότι τον βλέπω κάθε μέρα να ανεβαίνει στον Θεό και να παρουσιάζει τα έργα και τα λόγια μου».

Ο ενδέκατος είπε:
«Εγώ προσωποποίησα τις αρετές, όπως π.χ. την εγκράτεια, τη σωφροσύνη, τη μακροθυμία, την αγάπη κι έστησα τον εαυτό μου ανάμεσά τους ώστε να με περικυκλώσουν αυτές. Κι όπου κι αν πάω, λέω στον εαυτό μου:
«Πού είναι οι παιδαγωγοί σου; Μην αδιαφορήσεις, μην ακηδιάσεις, αφού παντοτινά αυτές τις έχεις δίπλα σου, όποια αρετή θέλεις κοντά σου είναι, και καλά λόγια θα πουν στον Θεό για σένα, ότι δηλαδή βρήκαν σε σένα ανάπαυση».

Ο δωδέκατος είπε:
«Εσείς, Πατέρες, έχοντας φτερούγες από τον ουρανό, αποκτήσατε ουράνια ζωή. Κι αυτό καθόλου παράξενο δεν είναι, σας βλέπω να στέκεστε ψηλά λόγω των έργων σας και να επιδιώκετε τα ουράνια.
Με δύναμη μάλιστα μετακινείστε απ’ τη γη εσείς που αποξενωθήκατε εντελώς απ’ αυτήν.
Πώς να σας ονομάσω; Επίγειους αγγέλους ή ουράνιους ανθρώπους;
Εγώ κρίνοντας τον εαυτό μου τόσο ανάξιο ακόμη και να ζει, βλέπω μπροστά μου τις αμαρτίες μου.
Όπου κι αν πάω, όπου κι αν στραφώ τις βλέπω να προχωρούν πριν από μένα. Στα καταχθόνια καταδίκασα τον εαυτό μου.
Λέω «Θα είμαι μαζί μ’ αυτούς που μου αξίζει. Μ’ αυτούς ύστερα από λίγο θα με κατατάξουν».
Βλέπω εκεί θρηνητικές κραυγές και δάκρυα, που δεν σταματούν ποτέ και είναι ανεκδιήγητα.
Βλέπω κάποιους να τρίζουν τα δόντια και να πηδούν μ’ όλο τους το σώμα και να τρέμουν απ’ το κεφάλι μέχρι τα πόδια.
Πέφτω με το πρόσωπο κάτω και ρίχνοντας στάχτη στο κεφάλι μου ικετεύω τον Θεό να μη δοκιμάσω εκείνες τις συμφορές.
Βλέπω και μια θάλασσα από φωτιά να παφλάζει και να φυσομανάει εδώ κι εκεί και να βρυχιέται, σε σημείο πού να νομίζει κανείς ότι τα κύματα της φωτιάς φτάνουν μέχρι τον ουρανό.
Και μέσ’ στη φοβερή αυτή θάλασσα αμέτρητους ανθρώπους ριγμένους από άγριους αγγέλους, και όλοι μαζί εκείνοι οι άνθρωποι με μια φωνή να βγάζουν δυνατές κραυγές και να κράζουν με ισχυρούς θρήνους και φωνές τέτοιες, πού κανείς δεν έχει ακούσει.
Σαν ξερά χόρτα όλοι να καίγονται, και οι οικτιρμοί του Θεού να φεύγουν μακριά απ’ αυτούς, για τις αμαρτίες τους.
Τότε θρηνώ το γένος των ανθρώπων, πώς τολμά να μιλήσει ή να δίνει την προσοχή του σε κάτι εφήμερο, αφού τόσο μεγάλα κακά περιμένουν τον κόσμο.
Με τέτοιους λογισμούς κρατώ το πένθος στην καρδιά μου, κρίνοντας τον εαυτό μου ανάξιο για τον ουρανό και τη γη, και πραγματοποιείται σε μένα ο λόγος της Γραφής: Τα δάκρυά μου έγιναν για μένα ψωμί μέρα και νύχτα». Αυτά είναι τα κατορθώματα των σοφών και πνευματικών Πατέρων.
Μακάρι κι εμείς να δείξουμε στους άλλους μια ζωή άξια να την θυμούνται, για να ευχαριστήσουμε τον Δεσπότη μας Χριστό, αφού γίνουμε τέλειοι και αψεγάδιαστοι.

Από το μεγάλο Γεροντικό

ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΡΕΤΗ ΖΩΗ!

 Μεγάλο Γεροντικό: Σχετικά με την ενάρετη ζωή 

1. Κάποια φορά την ώρα που ο άγιος Αντώνιος προσευχόταν στο κελί του, άκουσε μια φωνή που του έλεγε: «Αντώνιε, δεν έφθασες ακόμη στο μέτρο του τάδε τσαγκάρη που ζει στην Αλεξάνδρεια».

Σηκώθηκε το πρωί, πήρε το βαϊτικο ραβδί του και πήγε να τον βρει. Έφθασε σε κείνο το μέρος και μπήκε στο εργαστήριό του. Εκείνος όταν τον είδε ταράχτηκε. Του λέει λοιπόν ο Γέροντας:

«Μίλησέ μου για τις πράξεις σου». Ο τσαγκάρης είπε: «Δεν ξέρω να έχω κάνει ποτέ κάτι καλό, παρά μόνο, μόλις σηκωθώ το πρωί να καθίσω στο εργόχειρό μου, λέω ότι ολόκληρη η πόλη αυτή, από τον πιο

μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, μπαίνουν στη Βασιλεία του Θεού για τις ενάρετες πράξεις τους και ότι μόνο εγώ κληρονομώ την κόλαση για τις αμαρτίες μου. Το βράδυ πάλι λέω τα ίδια λόγια, πριν κοιμηθώ».

Τ΄ άκουσε αυτά ο αββάς Αντώνιος και είπε: «Αληθινά, σαν καλός χρυσοχόος, ενώ κάθεσαι στο σπίτι, αναπαυτικά κληρονόμησες τη Βασιλεία των Ουρανών. Εγώ όλο μου τον χρόνο τον περνώ στην έρημο, όμως, καθώς δεν έχω διάκριση, δεν σε έφθασα».

5. Κάποτε την ώρα που προσευχόταν ο αββάς Μακάριος στο κελί του, άκουσε μια φωνή που έλεγε:

«Μακάριε, δεν έφθασες ακόμη στα μέτρα των τάδε γυναικών αυτής εδώ της πόλης». Το πρωί ο Γέροντας σηκώθηκε, πήρε το βαϊτικο ραβδί του κι άρχισε να οδοιπορεί για την πόλη. Όταν έφτασε στην πόλη και βρήκε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα. Βγήκε η μία και τον υποδέχτηκε στο σπίτι. Αφού κάθισε για λίγο, ήρθε και η άλλη. Τις κάλεσε, κι εκείνες ήρθαν και κάθισαν μαζί του. Τις λέει ο Γέροντας: «Για σας έκανα τόση πορεία και υπέμεινα τόσο κόπο, ώσπου να φτάσω από την έρημο. Πέστε μου λοιπόν την εργασία σας, ποια είναι;» «Πάτερ -του λένε-πίστεψέ μας, δεν είμαστε η καθεμιά μας έξω από την κλίνη του άνδρα της μέχρι σήμερα. Ποια εργασία λοιπόν ζητάς από μας;» Ο Γέροντας έβαλε μετάνοια και τις παρακαλούσε: «Φανερώστε μου το έργο σας». Τότε του λένε: «Εμείς κατά κόσμον είμαστε ξένες μεταξύ μας. Έτυχε όμως να παντρευτούμε δύο αδελφούς κατά σάρκα. Και να, εδώ και δεκαπέντε χρόνια ως σήμερα κατοικούμε σ΄ αυτό το σπίτι και δεν ξέρουμε να φιλονικήσαμε ποτέ ή να αναφερθήκαμε σε αισχρά πράγματα. Μάλιστα, ήρθε στο λογισμό μας να αφήσουμε τους άνδρες μας και να μπούμε στο τάγμα των μοναχών. Πολύ παρακαλέσαμε τους άνδρες μας να μας επιτρέψουν να φύγουμε, αλλά δεν τους πείσαμε. Έτσι, αφού δεν πετύχαμε αυτόν τον σκοπό, κάναμε συμφωνία μεταξύ μας και με τον Θεό, μέχρι τον θάνατό μας να μη βγει από το στόμα μας κανένας κοσμικός λόγος». Όταν τ΄ άκουσε αυτά ο αββάς Μακάριος, είπε: «Αληθινά, δεν υπάρχει παρθένα ή παντρεμένη ή μοναχός ή κοσμικός, ο Θεός την πρόθεση ζητάει και δίνει το Άγιο Πνεύμα σε όλους».

6. Ο αββάς Ποιμήν είπε ότι ο αββάς Αντώνιος είχε πει για τον αββά Παμβώ ότι από τον φόβο του Θεού, που είχε, έκανε το Πνεύμα του Θεού να κατοικεί μέσα του.

7. Είπε ο αββάς Ποιμήν: «Πολλοί από τους Πατέρες μας έγιναν ανδρείοι στην άσκηση, αλλά στη

λεπτότητα των λογισμών ελάχιστοι».

8. Ο ίδιος είπε: «Τρεις σωματικές πράξεις είδαμε στον αββά Παμβώ: Ασιτία κάθε μέρα ως το βράδυ, σιωπή και εργόχειρο».

9. Έλεγαν για τον αββά Ποιμένα ότι αν κάθονταν μπροστά του κάποιοι Γέροντες και μιλούσαν για αββάδες ή ανέφεραν το όνομα του αββά Σισώη, τους έλεγε: «Αφήστε τον αββά Σισώη, τα σχετικά μ΄ αυτόν ξεπερνούν κάθε διήγηση».

17. Έλεγαν για τον αββά Σαρματά ότι πολλές φορές έκανε άσκηση επί σαράντα ημέρες σύμφωνα με τη γνώμη του αββά Ποιμένα, και περνούσαν οι μέρες σαν ένα τίποτε γι αυτόν. Ήρθε ο αββάς Ποιμήν και του λέει: «Πες μου τι έχεις κερδίσει κάνοντας τόσο κόπο». Εκείνος έλεγε: «Τίποτε περισσότερο». Του λέει πάλι ο αββάς: «Δεν θα σ΄ αφήσω, αν δεν μου πεις». Εκείνος είπε: «Ένα μόνο είδα, ότι αν πω στον ύπνο «πήγαινε», πηγαίνει. Και αν πω «έλα», έρχεται».

20. Έλεγαν για τον αββά Ώρ ότι ούτε ποτέ είπε ψέματα ούτε ορκίστηκε ούτε έδωσε κατάρα σε άνθρωπο ούτε μίλησε χωρίς να υπάρχει ανάγκη.

21. Ο ίδιος ο αββάς Ώρ έλεγε στον μαθητή του Παύλο: «Πρόσεχε να μη φέρεις ποτέ σ΄ αυτό το κελί ανάρμοστα λόγια».

22. Έλεγαν για τον αββά Ωρ και τον αββά Θεόδωρο ότι συνήθιζαν αδιάκοπα να βάζουν αρχή για κάθε καλό και να ευχαριστούν τον Θεό.

31. Δύο άνθρωποι συμφώνησαν και έγιναν ασκητές. Έκαναν μεγάλη άσκηση κι έζησαν ενάρετη ζωή. Ο ένας συνέβη να γίνει ηγούμενος κοινοβίου. Ο άλλος παρέμεινε αναχωρητής και φτάνοντας στην τελειότητα της ασκήσεως, έκαμνε μεγάλα θαύματα: γιάτρευε δαιμονισμένους, έλαβε το προορατικό χάρισμα, και αρρώστους θεράπευε. Εκείνος πού από ασκητής έγινε κοινοβιάρχης, όταν άκουσε ότι τόσα χαρίσματα αξιώθηκε να πάρει ο συνασκητής του, απομονώθηκε για τρεις βδομάδες από τους ανθρώπους

και προσευχήθηκε εκτενώς στον θεό να του φανερώσει «πώς εκείνος κάνει θαύματα κι έχει γίνει περιβόητος σ΄ όλους, εγώ όμως σε τίποτε απ΄ αυτά δεν μετέχω». Παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου σ΄ αυτόν και του λέει: «Εκείνος την πνευματική εργασία του μέσα στο κελί την κάνει με στεναγμούς και δάκρυα στον Θεό μέρα και νύχτα, πεινώντας και διψώντας για χάρη του Κυρίου. Εσύ καθώς μεριμνάς για πολλά, έχεις την επικοινωνία με τους πολλούς, έ, σου φτάνει η παρηγοριά των ανθρώπων».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ΄
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ  ΑΠΟ  ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ   ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ: ΟΣΟ ΑΠΕΧΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ, ΤΟΣΗ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΠΙΑΝΕΙ Η ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΗ ΦΩΤΙΑ - ΤΑ ΑΙΩΝΙΑ ΔΕΙΝΑ!

 ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ: ΟΣΟ ΑΠΕΧΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ, 
ΤΟΣΗ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΠΙΑΝΕΙ Η ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΗ ΦΩΤΙΑ - ΤΑ ΑΙΩΝΙΑ ΔΕΙΝΑ 

Ενώ περπατούσε κάποτε, φιλοσοφώντας, πολύ βαθιά στην έρημο, ο Μέγας Μακάριος, βρήκε παραπεταμένο ένα ανθρώπινο κρανίο. Το σάλεψε με το ραβδί του και σαν να ήταν ζωντανό το ρώτησε :

- Ποιός είσαι ;

- Ιερεύς της Ίσιδος, αποκρίθηκε εκείνο σαν να το βίαζε μυστηριώδης δύναμη να μιλήσει. Εσύ είσαι ο Μακάριος. Δεν είναι έτσι ; Άκουσε λοιπόν : Κάθε φορά που νιώθεις συμπάθεια για τους κολασμένους και προσεύχεσαι γι΄ αυτούς, παίρνουν λίγο άνεση. 

Ο Όσιος βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει να ρωτήσει για τις τιμωρίες του άδου και για την άνεση που μπορεί να δοθεί στους δυστυχισμένους φυλακισμένους του. 

- Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, εξήγησε το κρανίο, τόση απόσταση πιάνει η βασανιστική φωτιά. Εμείς βρισκόμαστε στη μέση και είναι αδύνατο να ιδούμε ο ένας τον άλλον στο πρόσωπο, γιατί έχουμε στραμμένα τα νώτα. Αλλ΄ όταν κάποιος ευσεβής στη γη προσεύχεται για μας, τότε γυρίζουμε και, βλέποντας ο ένας τον άλλον, παίρνομε μικρή παρηγοριά. 

- Καταραμένη η ώρα, που γεννήθηκε στον κόσμο ο άθλιος αμαρτωλός. Καλύτερα να μην είχε γεννηθεί, όπως είπε ο Χριστός για τον Ιούδα, αναστέναξε πάλι ο Όσιος. 

Ύστερα ρώτησε πάλι το κρανίο :

- Υπάρχουν και μεγαλύτερα βασανιστήρια ;

- Ω, βέβαια. Κάτω από μας.

- Ποιοί πάνε εκεί ;

- Εμείς, που δεν γνωρίσαμε ποτέ τον αληθινό Θεό, είπε ο απόκοσμος συνομιλητής, βρίσκομε κάποιο έλεος. Εκείνοι όμως που Τον γνώρισαν, αλλά με τα έργα Τον αρνούνται, βασανίζονται ανελέητα. 

Όταν πήρε τις πληροφορίες, που παραχώρησε ο Θεός, έθαψε το κρανίο ο Όσιος και συνέχισε το δρόμο του, θρηνώντας τους αμετανόητους αμαρτωλούς και μάλιστα τους χριστιανούς. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 165 κ.ε.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΜΑΚΑΡΙΖΕ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΝ ΔΙΑΡΚΩΣ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΚΑΛΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ!

 ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΜΑΚΑΡΙΖΕ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΝ
ΔΙΑΡΚΩΣ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΚΑΛΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ 

Ένας αρχάριος Μοναχός ρώτησε κάποιον Γέροντα πώς σε μερικούς ανθρώπους έχει δοθεί το χάρισμα να βλέπουν αποκαλύψεις και να μαθαίνουν τα ουράνια μυστήρια.

- Μη μακαρίζεις μόνο αυτούς παιδί μου, αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας, μα πιο πολύ εκείνους που βλέπουν διαρκώς τις αμαρτίες τους, ανακαλύπτουν τις αδυναμίες τους και γνωρίζουν καλά τον εαυτό τους.

Πριν λίγες ημέρες, Αββά, είπε πάλι ο αδερφός, είδα ένα Μοναχό να βγάζει δαιμόνιο από κάποιον άρρωστο και τον θαύμασα.

- Εγώ δεν επιθύμησα ποτέ, αποκρίθηκε ο Γέροντας, να βγάζω δαιμόνια και να γιατρεύω αρρώστιες. Παρακαλώ μόνο το Θεό να μη γίνω ο ίδιος περίγελως του σατανά κι αγωνίζομαι να καθαρίσω το μυαλό μου από τις πονηρές σκέψεις. Αν το κατορθώσω, τότε θα είμαι άξιος θαυμασμού. Όποιος πετύχει να καθαρίσει τη ψυχή του από αμαρτίες κι αγαπά τον Θεό και τον πλησίον του, θα κληρονομήσει την αιώνιο ζωή μαζί με τους θαυματουργούς Πατέρας μας.

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 221 κ.ε. 

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΜΕ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΙ ΝΑ ΑΝΕΒΟΥΜΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ, ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΠΟΥ ΑΣΚΗΤΑΙ ΚΡΥΜΜΕΝΟΙ!


 Γεροντικό: Αποφασίσαμε προσευχόμενοι να ανέβουμε εις τον Άθωνα,
να δούμε αν υπάρχουν κάπου ασκηταί κρυμμένοι 

Ζούσε εδώ κοντά μας, στο γειτονικό ασκητήριο, ο Γέρων Αβιμέλεχ. Σεβάσμιος Γέροντας, φίλος του Αγίου Νεκταρίου του Πενταπόλεως, του Θαυματουργού, και ο οποίος Γέροντας συνέγραψε τον πρώτο «Βίο του Αγίου Νεκταρίου».  

Ζούσε ασκητικά εδώ εις το ασκητήριον και τον επισκέφτηκε κάποια στιγμή ένας νέος φοιτητής που είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είχε σπουδές και στο Παρίσι, ο μετέπειτα Καθηγούμενος των Ιερών Μονών Σταυρονικήτα και Ιβήρων, Πατήρ Βασίλειος Γοντικάκης.  

Εκμυστηρεύτηκε στον Γέροντα την επιθυμία του: «Γέροντα, σκέφτομαι να γίνω Ιερεύς. Τι λέτε εσείς για την ιεροσύνη;» Ήταν δε και πατριώτες από τη μεγαλόνησο Κρήτη και οι δύο. «Παιδί μου», είπε ο σοφός Γέροντας, «η ιεροσύνη είναι όπως η κόρη του οφθαλμού μας, η οποία δεν επιδέχεται κανένα σκουπιδάκι». Και με τη φράση αυτή ήθελε να δηλώσει το ύφος του μυστηρίου αυτού της ιεροσύνης, πόσο δηλαδή πρέπει να προσέχει κανείς όταν σκέπτεται και όταν αναλάβει αυτή τη διακονία της Θείας Λειτουργίας. 

Στην Αγία Άννα ασκείτο ο Γέρων Ζαχαρίας. Είχε τρία μεγάλα χαρίσματα• ήταν ανυπόκριτος, αυθόρμητος και ειλικρινής. Παλαιότερος του ήταν ο Γεώργιος Αρσένιος Καυσοκαλυβίτης, ο περίφημος ξυλόγλυπτης, με τα γνωστά σε όλον τον κόσμο ξυλογλυπτικά έργα του, τη Σταύρωση στη Μεγίστη Λαύρα και την Ανάσταση στην Αμερική. 

«Και οι δυο», μου έλεγε ο Γέρο Ζαχαρίας,«αποφασίσαμε προσευχόμενοι να ανέβουμε εις τον Άθωνα, να δούμε αν υπάρχουν κάπου ασκηταί κρυμμένοι στο δάσος ή εις τα απόκρημνα βράχια του Όρους. Φθάσαμε εις την Παναγία, μια ώρα προ της κορυφής του Άθω που φθάνει στα 2.030 μέτρα. Μετά την Παναγία, αφού προσκυνήσαμε, αρχίσαμε να ερευνούμε τη γύρω περιοχή λέγοντας ενδιαθέτως, αλλά εντόνως, την ευχή του Ιησού. 

Μετά πολλήν πορεία και κούραση, βαδίζοντας συνεχώς στα σπασμένα από τους κεραυνούς βράχια, είδαμε ένα σημείο που έμοιαζε με δρομάκι. Δηλαδή επάνω στα βραχάκια υπήρχαν σημάδια από το πέρασμα κάποιου ανθρώπου.

Ακολουθήσαμε προσεκτικά το υποτυπώδες δρομάκι, βαδίσαμε αρκετά με κομμένη την αναπνοή και αμίλητοι. Μετά την αγωνιώδη πορεία, ευρήκαμε μετά πολλής χαράς και συγκινήσεως το κατάλυμα ενός ασκητού. ‘Ένα σπήλαιο, μερικά ξύλα διά κάθισμα και κρεβάτι, άλλα φρεσκοκομμένα ξύλα, ένα πήλινο δοχείο με νερό, και παξιμάδια, πολύ ξερά κομμάτια ψωμιού. 

Ο ασκητής μάς αντελήφθη, οπωσδήποτε, και απεμακρύνθη. Φωνάξαμε επί πολύ “Γέροντα, Γέροντα”, δεν παρουσιάσθηκε. 

Ευχαριστήσαμε τη Θεοτόκο γι’ αυτά που είδαμε και επιστρέψαμε στα Καυσοκαλύβια. Ήμασταν ευτυχείς που αισθανθήκαμε την ευωδιά της παρουσίας των πτηνών της Θεοτόκου που ζουν στις αετοφωλιές του Περιβολιού της». 

Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ

ΓΕΡΩΝ ΓΕΛΑΣΙΟΣ Ο ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΑΟΡΑΤΟΙ ΕΡΗΜΙΤΕΣ!

 Γέρων Γελάσιος Σιμωνοπετρίτης 
Αόρατοι ερημίτες 

Στις Φώκιες, της Μικρασίας πρωτοείδε τον ήλιο ο γέρων Γελάσιος. Γεννήθηκε το 1902, και μέχρι τον φρικτό διωγμό του 1922 γαλουχήθηκε με τα νάματα και τις παραδόσεις της μικρασιατικής ευσέβειας. Μικρός πήγαινε στα εξωκκλήσια των νησιών που ήταν μπροστά στο λιμάνι, κι όταν γύριζε ρωτούσε τη μητέρα του:

- Μάνα, ποια είναι η γυναίκα που κρατάει το παιδί στην αγκαλιά της μέσα στην εκκλησία;

- Η κυρά Παναγιά, απαντούσε εκείνη γλυκά, με τον αφέντη τον Χριστό.

Από μικρός ο Γέροντας έβλεπε χειροπιαστή στη ζωή του την προστασία της Παναγίας και την καθοδήγηση Της. Σε ηλικία 15 χρονών κατατάσσεται εθελοντής στον συμμαχικό στρατό , φλεγόμενος από ζήλο για την μεγάλη Ελλάδα. Τότε σε ένα ναυάγιο στη Μεσόγειο σώθηκε θαυματουργικά από την Παναγία και τον Άγιο Νικόλαο, αφού πάλεψε τρία μερόνυχτα στο ανοιχτό πέλαγος.

Στη Μυτιλήνη, όπου εγκαταστάθηκε μετά τη μικρασιατική καταστροφή, είχε παρηγοριά του την Παναγία της Αγιάσου. Τα τάματα που Της είχε κάνει σαν ψαράς και ναυτικός, τα
ξεπλήρωσε αργότερα σαν μοναχός, εκδηλώνοντας έτσι την ευχαριστία και ευγνωμοσύνη του για τη βοήθειά Της.

« Το 1928, διηγείται ο ίδιος, ταξίδευα με το καΐκι μας έξω από την Τήνο. Ο καιρός ήταν καλός και το καΐκι έτρεχε με 8 μίλια.

- Βρε Αντώνη, είπα στον αδελφό μου, επιθυμώ να προσκυνήσουμε την Παναγία.

Εκείνος όμως αρνήθηκε.

- Τέτοιον καιρό δεν θα τον ξαναβρούμε. Εμείς το πρωί θα είμαστε στον Πειραιά.

Τι να έλεγα; Ο Αντώνης ήταν μεγαλύτερος. Έκανα λοιπόν βόλτες στο κατάστρωμα, μέχρι που πλησιάσαμε 300-400, μέτρα στο λιμάνι. Τότε ξαφνικά κόπηκε ο άνεμος. Η θάλασσα έγινε λάδι γύρω από το καΐκι. Κρέμασαν τα πανιά. Τι παράξενο όμως! Η μπουνάτσα έγινε μόνο για μας. Πιο πέρα ο αέρας βούιζε. Ήταν, φαίνεται, επέμβαση της Παναγίας, για να ικανοποιήσει την επιθυμία μου.

- Άντε, να γίνει το χούι σου, είπε ο Αντώνης.

Ήταν Πάσχα. Βγήκαμε και προσκυνήσαμε. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά το «Ο άγγελος εβόα ».

Αργότερα η Παναγία κάλεσε με θαυμαστό τρόπο τον π. Γελάσιο από το καΐκι του στο περιβόλι Της.

« Μια νύχτα στον ύπνο μου, διηγείται ο γέροντας, μου φάνηκε πως ήταν πολύς λαός συγκεντρωμένος για να υποδεχθεί τη βασίλισσα. Από μακριά φάνηκαν " τα αλόγατα" που τρέχανε σέρνοντας πίσω χρυσή άμαξα. Πάνω της καθόταν η βασίλισσα με πλήθος δορυφόρων και αξιωματικών. Ξαφνικά κάποιος με άρπαξε και με ανέβασε στην άμαξα, στο πίσω μέρος. Σε λίγο φθάσαμε σε ένα κάστρο με πύργους και λαμπρό παλάτι. Εκεί η βασίλισσα κατέβηκε. Δεν πρόλαβα όμως να τη δω καθαρά. Πρόσεξα μόνο το ένα μέρος του προσώπου της, καθώς ανέβαινε τις σκάλες του παλατιού.

Ξύπνησα! Βγήκα έξω και πήγα στο καφενείο, όπου ήταν και άλλοι ναυτικοί. Βρισκόμουν στο Πασαλιμάνι με το καΐκι μου φορτωμένο. Ο νους μου όμως είχε γεμίσει από την ομορφιά της βασίλισσας. Αργότερα συνάντησα κάποιον αγιαννανίτη μοναχό. Του διηγήθηκα το όνειρό μου κι εκείνος μου εξήγησε πως με καλεί η Παναγία στο Άγιον Όρος να γίνω πιστός Της ακόλουθος.

Η καρδιά μου για λίγο διακόπηκε. Νίκησε όμως η αγάπη της Βασίλισσας. Την ίδια μέρα εγκατέλειψα κι εγώ, σαν τους Αποστόλους, πλοίο φορτωμένο, αδελφό, γονείς ,και ξεκίνησα για τον Άθωνα. Το τέρμα του ταξιδιού μου ήταν η μονή Γρηγορίου. Μπήκα στο Καθολικό να προσκυνήσω. Την ώρα εκείνη ψαλλόταν η θεία λειτουργία. Στη θεομητορική εικόνα του τέμπλου αναγνώρισα τη Βασίλισσα του ονείρου μου! Έσπευσα να την ασπασθώ, οπότε ο διακο- Θεόδωρος, που στεκόταν εκεί, μου είπε:

- Χάθηκαν, οι εικόνες της Παναγίας, παιδί μου, και ήρθες στο τέμπλο να προσκυνήσεις; Αλλά, βέβαια, που να ήξερε τη δική μου καρδιά… »

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

ΕΒΛΕΠΑΝ ΟΛΟΙ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΟ!

 ΕΒΛΕΠΑΝ ΟΛΟΙ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΟ
Ο ΠΑΡΗΚΟΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΑΣ

Στις 15 Οκτωβρίου η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη ενός ανώνυμου μάρτυρα μοναχού. Ο μοναχός αυτός ζούσε σε μία σκήτη της Αιγύπτου, και για αρκετά χρόνια έκανε υπακοή σε γέροντα.

Από φθόνο όμως του μισόκαλου δαίμονα αθέτησε την υπακοή του κι έφυγε από την καθοδήγηση του γέροντα, χωρίς να υπάρχει εύλογη και βλαπτική για την ψυχή του αιτία. Καταφρόνησε μάλιστα και το επιτίμιο, με το οποίο τον κανόνισε ο γέροντάς του. Έφυγε λοιπόν και κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια.

Αλλά εκεί τον έπιασε ο ειδωλολάτρης άρχοντας του έβγαλε το μοναχικό σχήμα και τον πίεζε να θυσιάσει στα είδωλα. Καθώς όμως με κανένα τρόπο δεν τον έπειθε να το κάνει, πρόσταξε πρώτα να τον δείρουν αλύπητα με βούρδουλα, κι έπειτα να τον αποκεφαλίσουν με ξίφος. Έτσι κι έγινε. Άρπαξαν το μοναχό οι ειδωλολάτρες, του έκοψαν το κεφάλι και πέταξαν το σώμα του έξω από την πόλη για να το φάνε τα σκυλιά. Μερικοί όμως ευσεβείς χριστιανοί ήρθαν τη νύχτα και το σήκωσαν. Το άλειψαν με μύρα, το τύλιξαν με σεντόνια και το έβαλαν μέσα σε λάρνακα. Ύστερα το τοποθέτησαν στο άγιο βήμα ενός ναού της πολιτείας για να τιμάται σαν μαρτυρικό λείψανο. 

Κάθε φορά όμως που γινόταν θεία λειτουργία και ο διάκονος εκφωνούσε το «Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, οι κατηχούμενοι προέλθετε», έβλεπαν όλοι τη λάρνακα να βγαίνει μόνη της έξω από το ιερό! Χωρίς να την αγγίζει ανθρώπινο χέρι, έφτανε μέχρι το νάρθηκα της εκκλησίας κι έμενε εκεί μέχρι την απόλυση. Έπειτα γυρνούσε πάλι μόνη της πίσω στο ιερό ! Όλοι έμεναν εκστατικοί μ΄ αυτό πού γινόταν. 

Το πληροφορήθηκε κι ένας από τούς διακριτικούς πατέρες, και παρακάλεσε το Θεό να του δώσει εξήγηση. Δεν άργησε να του φανερωθεί η αιτία του θαύματος. Άγγελος παρουσιάστηκε μπροστά του και του λέει: Γιατί θαυμάζεις και απορείς γι΄ αυτό που συμβαίνει; δεν έλαβαν οι απόστολοι του Χριστού, καθώς γνωρίζεις, εξουσία «του δεσμείν και λύειν»; Κι από κείνους πάλι οι διάδοχοί τους, κ.ο.κ.; Αυτόν λοιπόν τον αδελφό, που αξιώθηκε να χύσει το αίμα του για το Χριστό και όμως δεν του επιτρέπεται να βρίσκεται μέσα στο ιερό βήμα όσο τελείται η αναίμακτη θυσία, μάθε πως Άγγελος τον διώχνει μέχρι το νάρθηκα. Γιατί, ενώ ήταν υποτακτικός του τάδε συνασκητή σου, αθέτησε την υπακοή.

Κι όταν ο γέροντάς του εύλογα τον επιτίμησε με κανόνα, εκείνος τον άφησε κι έφυγε δεμένος με το επιτίμιο. Και, σαν μάρτυρας μεν, έλαβε το μαρτυρικό στεφάνι. σαν δεμένος όμως με επιτίμιο από το γέροντά του, δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα στο ιερό, όταν τελείται η θεία λειτουργία. Εκτός κι αν του λύσει τον κανόνα ο γέροντας πού τον έδεσε. Σαν τα ‘μαθε αυτά ο άγιος εκείνος ασκητής, πήρε το ραβδί του, πήγε στο γέροντα του μάρτυρα και του διηγήθηκε τα πάντα. Έπειτα τον πήρε και κατέβηκαν μαζί στην Αλεξάνδρεια. Πήγαν στο ναό, όπου βρισκόταν το μαρτυρικό λείψανο. Άνοιξαν τη θήκη, που περιείχε το σώμα του μάρτυρα, και του έδωσαν κι οι δύο τη συγχώρηση. Έπειτα, αφού τον ασπάστηκαν, στάθηκαν και προσευχήθηκαν δοξολογώντας το Θεό.

Από τότε, όταν γινόταν θεία λειτουργία, παρέμενε ο μάρτυρας μοναχός ασάλευτος στη θέση του μέσα στο άγιο βήμα.

ΠΗΓΗ: ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ, εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΟΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ, σ. 111  κ.ε.

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΟΤΑΝ ΚΑΘΕΣΑΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΛΟΓΟ ΘΕΟΥ!

 Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Ὅταν κάθεσαι νὰ διαβάσεις λόγο Θεοῦ
 

Εἶπε μακάριος Ἰωάννης Χρυσόστομος

«Ὅταν κάθεσαι νὰ διαβάσεις λόγο Θεοῦ, νὰ ἐπικαλεῖσαι στὴν ἀρχὴ τὸν Θεὸ ν᾿ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου, ὥστε νὰ μὴν περιοριστεῖς στὸ νὰ διαβάζεις μόνο αὐτὰ ποὺ γράφτηκαν ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἐκτελεῖς, καὶ ἔτσι νὰ μὴ γίνει καταδίκη μας μελέτη τοῦ βίου καὶ τῶν λόγων τῶν ἁγίων».

ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ 

Ο ΑΒΒΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 Ο Αββάς Αντώνιος για την κρίση του Θεού 

Ο αββάς Αντώνιος βυθίζοντας κάποια φορά βαθιά τη σκέψη του στου Θεού την κρίση ζήτησε να μάθει: «Κύριε, είπε, πώς μερικοί ζουν λίγα χρόνια και πεθαίνουν, ενώ άλλοι φτάνουν στα βαθιά γεράματα;

Γιατί κάποιοι ζουν μέσα στη φτώχεια και άλλοι πλουτίζουν; Και πώς συμβαίνει άδικοι να πλουτίζουν και δίκαιοι άνθρωποι να ΄ναι φτωχοί;» Άκουσε τότε μια φωνή να του λέει: «Αντώνιε, τον εαυτό σου πρόσεχε. Αυτά είναι κρίματα Θεού και δεν σου συμφέρει να τα μάθεις».  
 

ΤΟΜΟΣ Δ΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ΄ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΙΟΝ ΠΡΟΣΚΥΝΑΣ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ;

 Γέροντα, ποιόν προσκυνάς στον δρόμο; 

Θυμάμαι, όταν είχα πάει κάποτε στο Άγιον Όρος, μέσα σε έναν πυκνά δενδροφυτευμένο τόπο, βλέπω από μακριά κάποιον Aσκητή, ο οποίος προχωρούσε ψάλλοντας. Ενώ έψαλλε, από ώρα σε ώρα έκανε μία βαθειά μετάνοια, προσκυνούσε, σηκωνόταν και πάλι προχωρούσε. Μου έκανε εντύπωσι. Ποιόν άραγε προσκυνούσε; Tρέχω μέσα από τα δένδρα, τον φθάνω, τον σταματώ.

- Γέροντα, ποιόν προσκυνάς στον δρόμο;

- Mα, παιδί μου, δεν Τον βλέπεις; 

-Ποιόν; 

-Τον Χριστόν. Τουλάχιστον, αν δεν Τον βλέπης, δεν Τον νοιώθεις ότι είναι μπροστά σου; μου απήντησε εκείνος.

Αγαπητοί μου, οι άνθρωποι έλεγαν παλαιότερα το Όνομα του Χριστού ή το άκουγαν και βούρκωναν τα μάτια τους, άρπαζαν φωτιές τα στήθη τους, έπεφταν στα γόνατά τους. Εμείς γιατί; Γιατί, Θεέ μου, τόσο λίγο Σε σκεπτόμαστε και τόσο λίγο συγκινούμεθα από Σένα; Γιατί τόσο σπάνια Σε ποθούμε; Όπου ο θησαυρός μας εκεί και η καρδιά μας, λέγει η Αγία Γραφή. Σαν νά λέμε: Θέλεις να μάθης πόσο κοστίζει, πόσο αξίζει η ζωή σου για τον Χριστό, για τον Ουρανό; Όσο Τον διψάς, όσο Σε Αυτόν έχεις την καρδιά σου, τόσο κοστίζει.

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης.

ΓΕΡΩΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ: Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ ΜΕΤΑΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΕ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!

 Η κόλαση της σκοτεινής σπηλιάς μεταβάλλεται σε Παράδεισο 

Βλέποντας ο γέροντας την υπερβολική προθυμία του δόκιμου Χαράλαμπου, μια μέρα τον προσκαλεί ιδιαιτέρως και του λέει:
- Εκεί πάνω σε κείνα τα βράχια που βλέπεις, έχει μια μικρή σπηλιά. Σε διαβεβαιώ ότι είναι παράδεισος. Λοιπόν, θα σκαρφαλώσεις να πας εκεί και θα μείνεις μέχρι να σε φωνάξω. Εντάξει;
- Να 'ναι ευλογημένο γέροντα.
"Βάζω, λέει ο Χαράλαμπος, μετάνοια και αμέσως σκαρφαλώνω στα βράχια. Πλησιάζω στη σπηλιά. Αλλά τι να δεις! Ένας άγριος τόπος που μόνο φίδια μπορούσαν εκεί να κατοικήσουν και η σπηλιά τόσο στενή που μόνο σκυφτά μπορούσες να μπεις μέσα. Στην αρχή σαν άνθρωπος δείλιασα, φοβήθηκα και συγχρόνως μονολογούσα: "Ε, γέροντα πού μ' έστειλες εδώ; Αυτός είναι ο παράδεισος; Βρε εδώ κόλαση είναι. Όχι παράδεισος. Για να δούμε πώς θα τη βγάλουμε ώσπου να τελειώσει ο κανόνας, να με φωνάξει ο γέροντας να κατέβω. Όμως, αφού το 'πε ο γέροντας, κάτω δεν το βάζω. Έστω και να πεθάνω, αν δεν με φωνάξει ο γέροντας πίσω δεν γυρνάω. Ας πεθάνω στην υπακοή παρά να λιποτακτήσω".

Αρχίζω, λοιπόν, τον κανόνα μου. Δώστου-δώστου μετάνοιες, προσευχή. Δεν άργησε να υποχωρήσει ο φόβος και η δειλία και άρχισα να αισθάνομαι άνετα. "Αφού, λέω, για προσευχή σ' έστειλε ο γέροντας, βάλε Χαράλαμπε όλη σου την βία". Βία-βία, δεν άργησε να θερμανθεί η καρδιά μου και να εκπηγάζει κρουνούς τα δάκρυα δοξολογίας και ευχαριστίας. Εκεί αξιώθηκα την πρώτη θεωρία, όπου σταματά, κατά τους Πατέρες, ο νους. Δεν ενεργεί αυτός, αλλά ενεργείται απ' το Άγιο Πνεύμα, που τον οδηγεί όπου θέλει, μέχρι και αυτούς ακόμα τους ουρανούς. Επανερχόμουν στην φυσική μου κατάσταση και πάλι άλλη αρπαγή σε άλλα ουράνια σκηνώματα. Τούτο επαναλήφθηκε δυο-τρεις φορές. Τότε έπαθα κάτι παρόμοιο με τους μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ κι έλεγα: "καλόν εστίν ημάς ώδε είναι. Όντως εδώ που μ' έστειλε ο γέροντάς μου είναι παράδεισος. Μακάρι να μη με φωνάξει ποτέ να κατέβω ξανά απ' αυτό τον παραδεισένιο τόπο".
Κι όμως, μετά από δυο-τρεις μέρες ακούω μια γνωστή φωνή, κάτω, από τα καλυβάκια: "Χαράλαμπε, είπε ο γέροντας να κατέβεις".
Ε, δεν θα με πιστέψετε πόση δυσφορία μου ήλθε όταν άκουσα την εντολή να γυρίσω. Κι όμως δεν μπορούσα αλλιώς. Βρισκόμουν στην υπακοή. Μόλις γυρνάω και η αλλοίωση στο σκυφτό πρόσωπό μου ήταν ολοφάνερη, με περιλαμβάνει ο γέροντας και μου λέει: "Θέλω, Χαράλαμπε, να μου πεις την αλήθεια. Είναι παράδεισος εκεί που σ' έστειλα ή όχι;''. Εγώ συγκινημένος με σκυφτό πρόσωπο του απαντώ με βουρκωμένα μάτια: "Ναι γέροντα, πράγματι είναι παράδεισος". Ε, δεν άντεξε ο γέροντάς μου, μ' έβαλε στην αγκαλιά του και με φιλούσε.
Κατά κανόνα, ο γέροντάς μας, συμπεριφερόταν αυστηρά. Όμως, μερικές φορές, όταν διαπίστωνε πνευματική πρόοδο στα καλογέρια του, δεν άντεχε από την χαρά του. Μας φανέρωνε τον πραγματικό εαυτό του. Μας αγκάλιαζε και, συγκινημένος, δεν μπορούσε να βαστάξει τα δάκρυα".

Από το βιβλίο του Ιωσήφ Μ.Δ. "ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ- Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ: ΤΙ ΚΑΝΕΙ Η ΠΑΡΑΚΟΗ!

 Όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης
Τι κάνει η παρακοή

Εις την Αγία Άννα, ζούσε ένας Γέροντας με τον υποτακτικό του, ο οποίος έκανε συχνά παρακοές. Ήτανε παραμονή μιας εορτής της Παναγίας. «Γέροντα», λέει ο υποτακτικός, «θά πάω να ψαρέψω κανένα ψάρι, διότι της Παναγίας εορτή είναι αύριο. Τί θα φάμε;» «Παιδί μου», του λέει ο Γέροντας, «εδώ οι γείτονες μας ψαράδες είναι. Ώρες ψάρευαν και δεν πιάσανε ψάρια. Αν ήθελε η Παναγία να τρώγαμε ψάρια, θα έπιαναν, θα έφερναν και σε μας. Να μην πάς για ψάρεμα». «Όχι, Γέροντα», ξαναλέει ο υποτακτικός, «εγώ θα πάω να ψαρέψω». «Μην πηγαίνεις», επαναλαμβάνει ο Γέροντας. «Όχι, θα πάω», λέει ο υποτακτικός και φεύγει…

Ο Γέροντας τότε σκέπτεται ότι ο υποτακτικός του ευρίσκεται σε παρακοή· αν του τύχει κανένας μεγάλος πειρασμός του υποτακτικού του; Μήπως γλιστρίσει εις την θάλασσα; Διά τούτο μπαίνει στο κελλί του και κάνει προσευχή, κάνει κομποσχοίνι για τον υποτακτικό του.

Ο υποτακτικός πηγαίνει στη θάλασσα· πετάει την πετονιά· κάτι έπιασε τ’ αγκίστρι· τραβάει δυνατά. Βγαίνει τότε ξαφνικά ένας αράπης μαύρος-κατάμαυρος, με αγριωπά μάτια, έτοιμος να ορμήσει επάνω στον μοναχό! Αλλά μια αόρατος δύναμις τον κρατούσε. Αυτός τρομοκρατημένος φεύγει· ο διάβολος ακολουθεί από πίσω, μέχρι την Αγία Άννα, μέχρι το κελλί του… Του λέει τότε ο διάβολος: «Ρε, καλόγερε, τι να σου κάνω, που από την ώρα που έφυγες, ο Γέροντας κάνει κομποσχοίνι για σένα; Ειδάλλως θα σε έπνιγα μέσα στη θάλασσα· στη θάλασσα θα σ’ έπνιγα!» Να τι κάνει η παρακοή. 

Γέροντος Εφραίμ Κατουνακιώτη (Λόγοι Διδαχής περί υπακοής)
Έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου «Άγιος Εφραίμ» Κατουνάκια Αγίου Όρους, Α’ έκδοση 2000.

ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ: ΜΗΝ ΠΑΡΑΒΛΕΠΕΙΣ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΣΟΥ!

 Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης
Μην παραβλέπεις τη συνείδησή σου 

Δεν σε κατηγορώ ότι έκανες αμαρτίες πολλές και σοβαρές, όχι, άνθρωπος είσαι. Σε κατηγορώ, γιατί δεν εξομολογείσαι. Αυτό σε κατηγορώ. Έπεσες; Στον πνευματικό. Έπεσες; Στον πνευματικό, όλα στον πνευματικό. Και η οσία Μαρία, πρώτα εξομολογήθηκε. 

Στη γειτονιά μας ήτανε κάποιος Κύπριος και είχε έναν υποτακτικό, ο οποίος τους γονείς του δεν είχε αναπαύσει, να πούμε. Όταν καλογέρευσε, και τον Γέροντά του δεν τον ανέπαυσε.

Κι εκεί που καθόμαστε στη Μικρή Αγία Άννα, τον έστειλε ο Γέροντάς του στον Γέροντα, τον γερο-Ιωσήφ [τον όσιο Ιωσήφ Ησυχαστή], να πει τον λογισμό του και ό,τι μπορεί να τον βοηθήσει. 

Όταν ήρθε εκεί, ήμαστε γύρω έτσι με τον Γέροντα, λέει:
«Άντε εσύ, πήγαινε εσύ, πηγαίνετε στα δωμάτιά σας· έλα ‘δω, πάτερ Ιωάννη». Ανεβαίνει, πήγαινε στο δωμάτιό του. 

– Γέροντα, λέει, η ψυχή μου κλαίει, κλαίει, κλαίει σαν μικρό παιδί.
– Γιατί, παιδί μου, η ψυχή σου κλαίει;
– Διότι, λέει, δεν ανέπαυσα τον Γέροντά μου.
– Ε, πού καταλαμβάνεις ότι δεν ανέπαυσες τον Γέροντα;
– Να, λέει, έτσι στην υπακοή.
– Άκουσε, παιδί μου. Εκεί που γκρέμισες, εκεί να διορθώσεις.  

Εχαλάρωσες το «να ‘ναι ευλογημένο», την ταπείνωση και την αυταπάρνηση στον Γέροντα. Μη ζητάς τώρα με την ευχή ή με την Θεία Μετάληψη, πάτερ μου, να διορθώσεις το λάθος σου. Εκεί έσφαλες, εκεί να βάλεις μετάνοια, εκεί να διορθώσεις.

Ο αββάς Παμβώ, όταν ήταν κοσμικός, πήγε και κλέψανε σύκα από άλλο γειτονικό αμπέλι. Και όταν τους πήρε μυρωδιά ο δραγάτης, το ‘βαλαν στα ποδάρια να φύγουν. Αλλά από το μαντήλι που είχε τα σύκα, του ‘πεσε ένα σύκο κάτω και να μην το χάσει, πήγε και το ‘φαγε. Και λέει ο ίδιος: «Όποτε θυμάμαι αυτό το σύκο, κάθομαι και κλαίω». Κάθομαι και κλαίω… Αυτό το σύκο…

Έτσι κι εγώ, να πούμε. Όταν θυμάμαι αυτήν την παρακοή που έκανα στον Γέροντα, ως άλλος απόστολος Πέτρος, κάθομαι και κλαίω. Γιατί να κάνω αυτήν την παρακοή, να μην την κάνω υπακοή να κερδίσω;

Ένα πράγμα, άμα σε κεντάει η συνείδησή σου, πήγαινε και βάλε μετάνοια: «Αδερφέ μου, ευλόγησον, σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις, έσφαλα». Αυτό διορθώνει το λάθος σου. Μην παραβλέπεις τη συνείδησή σου. Άνθρωποι είμεθα, ένας στον άλλον φταίει. Ή σου είπε έναν λόγο, είτε δεν έκανε εκείνο το οποίο είπες, και όποτε κατόπιν η συνείδηση έρχεται ελέγχουσα. Μην την παραβλέπεις, πήγαινε ταπεινώσου και πες το «ευλόγησον» εις τον αδελφό η εις τον Γέροντα. 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης», έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου «Άγιος Εφραίμ» Κατουνάκια Αγίου Όρους.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΠΟΝΗΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!

 Γεροντικό: Ο πονηρός του παρουσιάστηκε με τη μορφή του Χριστού 

Πήγαινε συχνά ο διάβολος στη σπηλιά κάποιου Ερημίτη, για να τον τρομοκρατήσει και να τον κάμει να φύγει από κει.  Εκείνος όμως όχι μόνο δε δείλιαζε, αλλά περιφρονούσε το πονηρό πνεύμα. Τότε ο διάβολος, για να τον παραπλανήσει του παρουσιάστηκε με τη μορφή του Χριστού. 

- Είμαι ο Χριστός, του είπε.

Ο Ερημίτης έκλεισε τα μάτια του.

- Γιατί κλείνεις τα μάτια σου ; του φώναξε ο διάβολος ερεθισμένος. Σου είπα πως είμαι ο Χριστός.

- Εγώ δε θέλω να ιδώ το Χριστό σ΄ αυτό τον κόσμο, αποκρίθηκε ο Ερημίτης, κρατώντας ακόμη τα μάτια του κλειστά. 

Με τη θαρρετή απάντηση του ανθρώπου του Θεού ο διάβολος εξαφανίστηκε και δεν τόλμησε πια να τον πειράξει. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 399.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΠΑΩ ΝΑ ΒΑΛΩ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ!

 Γεροντικό: Πάω να βάλω λογισμούς στους Μοναχούς 

Πηγαίνοντας να επισκεφθεί μια Σκήτη ο Όσιος Μακάριος, συνάντησε στο δρόμο το διάβολο φορτωμένο μ΄ ένα παράξενο φορτίο να πηγαίνει κι εκείνος προς τα εκεί.

- Για πού ; τον ρώτησε ο Όσιος.

- Πάω να βάλω λογισμούς στους Μοναχούς, αποκρίθηκε μ΄ αναίδεια εκείνος.

- Και τί είναι αυτά που κουβαλάς μαζί σου ;

- Τα γεύματα που θα τους προσφέρω.

- Τόσα πολλά ; απόρησε ο Όσιος.

- Βέβαια. Αν δεν ικανοποιούνται με το ένα, έχω άλλο έτοιμο κι αν δεν τους αρέσω κι αυτό τους δίνω τρίτο. Ένα απ΄ όλα θα είναι του γούστου τους.

- Έχεις πολλούς εκεί που σε ακολουθούνε ; ρώτησε με φρίκη ο Αββάς.

- Όχι, αναγκάστηκε να ομολογήσει ο διάβολος. Οι περισσότεροι έχουν αγριέψει εναντίον μου. Έχω όμως κι ένα καλό φίλο.

- Πώς ονομάζεται ; ρώτησε με ενδιαφέρον ο Όσιος.

- Θεόπεμπτος, αποκρίθηκε ο διάβολος και τράβηξε βιαστικός το δρόμο του. 

Συλλογισμένος απ΄ όσα άκουσε ο Αββάς Μακάριος, ανέβηκε στη Σκήτη. Οι αδελφοί του έκαναν θερμή υποδοχή και καθένας φιλοτιμήθηκε να τον προσκαλέσει στη καλύβα του, Ο Όσιος όμως ζήτησε τον Θεόπεμπτο και τον παρακάλεσε και τον παρακάλεσε να τον φιλοξενήσει. Σαν έφτασαν στο κελλί του, τον ρώτησε πώς περνούσε.

- Καλά με την ευχή σου Αββά, αποκρίθηκε εκείνος.

- Δε σε πειράζουν οι λογισμοί ;

- Ο Θεόπεμπτος δίστασε λίγο. Ντρεπόταν να φανερώσει στον Όσιο πώς δεχόταν ακάθαρτους λογισμούς.

- Καλά πηγαίνω, ψιθύρισε, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος.

- Άχ, αδελφέ μου ! Αναστέναξε βαθιά ο Όσιος. Εγώ, τόσα χρόνια Ασκητής και γηρασμένος πια, πειράζομαι από σαρκικούς λογισμούς κι ας με τιμούν οι άνθρωποι. 

Ο Θεόπεμπτος πήρε θάρρος από τα λόγια του Οσίου και του φανέρωσε το δικό του πόλεμο. Εκείνος τότε τον συμβούλεψε πώς ν΄ αντιστέκεται στους κακούς λογισμούς κι αφού του έδωσε τον κανόνα που έπρεπε, έφυγε να γυρίσει στο κελλί του. Στο δρόμο βρήκε πάλι το διάβολο, αλλά τώρα πολύ κατσουφιασμένο.

- Τί νέα ; τον ρώτησε ο Αββάς.

- Πολύ άσχημα, αποκρίθηκε εκείνος. Όλοι οι Μοναχοί μου εναντιώνονται και πιο πολύ ο παλιός μου φίλος. Γι΄ αυτό κι εγώ ορκίστηκα για πολύ καιρό να τους αφήσω απείραχτους για να γίνουν αμέριμνοι, σαν πρώτα. 

Έφριξε ο Όσιος με την πανουργία του διαβόλου και παρακάλεσε θερμά τον Κύριο να προφυλάει απ΄ αυτή το ποίμνιό Του. 

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ, εκδ. «ΛΥΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 1987, σ. 408 κ.ε.

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΞΙΖΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΟΛΗ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ!

 Γέρων Παϊσιος: Ένας τέλειος Μοναχός
αξίζει περισσότερο από όλη αυτή την πολιτεία! 

Κάποτε, ένας Μοναχός από τη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων είχε πολεμηθεί από τον πονηρό, από τα δεξιά, με τον λογισμό ότι δεν κάνει τίποτα, ενώ στον κόσμο θα έκανε καλοσύνες στους συνανθρώπους του κλπ. Του έφερνε δε και λογισμούς ότι η Μοναχική πολιτεία είναι κάτι το δευτερεύον κ.α. 

Βλέποντας την πονηριά του μισόκαλου ο Καλός Θεός και τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχε ο αδελφός, οικονόμησε να ιδεί μια θαυμαστή οπτασία εν εγρηγόρσει. 

Είδε λοιπόν τον εαυτό του πεθαμένο και τους δαίμονας να τον πλησιάζουν και να τον ονειδίζουν και πιο πέρα μια πολιτεία με πλήθος ανθρώπων. Ξαφνικά, κατέφθασε ένας Άγγελος και του λέει :
-Ένας τέλειος Μοναχός αξίζει περισσότερο από όλη αυτή τη πολιτεία. 

Όταν συνήλθε ο Μοναχός από την οπτασία, είπε στον εαυτό του:
-Για δες τι αξιώνεται από τον Θεό ο άνθρωπος, όταν γίνεται Μοναχός! 

Έκτοτε είχε επιδοθεί σε μεγαλύτερη άσκηση πνευματική. Είχε γράψει δε και τα λόγια του Αγγέλου στο κελλί του, για να τα βλέπει και να αγωνίζεται περισσότερο και με προθυμία. 

ΠΗΓΗ: ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ (+), ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ, εκδ. ΙΕΡΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ», ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1995, σ. 127 κ.ε.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ! ΠΩΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ;

 ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ!
ΠΩΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ;

Κάποιος ιερομόναχος αυτοαποκαλούμενος «Απελπισμένος», διηγείται (δήθεν για κάποιον άλλον, αλλά στην πραγματικότητα όμως για τον ίδιο τον εαυτό του), ότι την ώρα που προσευχόταν με την Ευχή ήρθε σε έκσταση και είδε τότε άπειρο πλήθος δαιμόνων –που ήταν σαν την άμμο της θάλασσας– να του επιτίθενται, γεμάτοι λύσσα. Οι διαθέσεις τους ήταν πραγματικά φονικές. Αγριεμένοι, ορμούσαν απ’ όλες τις πλευρές για να τον κατασπαράξουν. 

Έντρομος αυτός, έτρεξε προς την Εκκλησία.
–Πού να καταφύγω; αναρωτήθηκε με τον λογισμό του. Πού αλλού παρά στον φρικτό Γολγοθά, στην Αγία Τράπεζα, όπου καθημερινά με δάκρυα και με συντριβή ιερουργώ τα πανάχραντα Μυστήρια. Θα πέσω εκεί στα πόδια του Χριστού και της γλυκύτατης Παναχράντου Μητρός Του, της Υπεραγίας Θεοτόκου. 

Έχοντας αυτά στον νου και στον λογισμό του, τρέχοντας έφθασε έντρομος μέσα στον Ναό. Μπαίνοντας μέσα, είδε τον Κύριο και την Θεοτόκο στις εικόνες του τέμπλου σαν ζωντανούς, κατάστεπτους με βασιλική δόξα. Το θείο πρόσωπο του Κυρίου είχε μια ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο δυνατά κι από τον ήλιο. Όλο το εκκλησάκι ήταν λουσμένο από την θεϊκή ακτινοβολία. Τα πάντα εκεί, στολίζονταν λαμπροφόρα. Οι καντήλες, τα μανουάλια, τα λίγα στασίδια, τα αναλόγια των ψαλτών, ο μικρός πολυέλαιος που ήταν κρεμασμένος από πάνω, το μικρό δεσποτικό, το Άγιο Βήμα, η Αγία Τράπεζα, τα άμφια, τα εξαπτέρυγα, η Άγια Πρόθεση, τα πάντα ήταν ολόλαμπρα, γεμάτα φως και δόξα! Και, προπαντός, οι αγιογραφίες γύρω–γύρω στους τοίχους του Ναού: παρούσα, λαμπροφορεμένη και δεδοξασμένη, όλη η θριαμβεύουσα Εκκλησία. 

Ο ασκητής εκείνος και ιερέας, δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει το Πρόσωπο της Τρισηλίου δόξης του Κυρίου! Μόνο προσκύνησε. Άγγιξε ή δεν άγγιξε το χέρι του Κυρίου που με ευμένεια του προτάθηκε για ασπασμό.
Με φόβο και δέος, πλησίασε την εικόνα της Παναγίας. Ασπάσθηκε το παρθενικό Της χέρι επάνω στην εικόνα και τόλμησε να την ατενίσει στο πρόσωπο. Στην αγία Της αγκαλιά, είδε το θείο Βρέφος καθισμένο σαν σε θρόνο χερουβικό. Κι ήταν τόσο ταιριαστό το θείο αυτό σύμπλεγμα, όσο ταιριαστή είναι η ομορφιά και η ευωδία σ’ έναν πάλλευκο κρίνο ή σ’ ένα μπουκέτο από μυρωμένα τριαντάφυλλα. Ομορφιά κι ευωδία, μαζί! 

Η Κυρία Θεοτόκος κοίταζε αυτόν τον ιερομόναχο με άπειρη γλυκύτητα και με τόση πραότητα, ώστε εκείνος έλαβε θάρρος από αυτό και ρώτησε:
–Παναγία μου! Γλυκιά μου Παναγία και Μητέρα του Χριστού μου, πώς να γλυτώσω από τους εχθρούς δαίμονες που με κυνηγούν;

Και η Κυρία Θεοτόκος, του απάντησε:
–Με το Όνομα του Υιού Μου και με το Όνομα το δικό Μου θα μπορέσεις να νικάς και να εξολοθρεύεις τους δαίμονες. Και εδώ μέσα στον Ναό που βρίσκεσαι και έξω στο κελλί σου, είτε εργάζεσαι είτε ησυχάζεις, παντού και πάντοτε, το όνομα του Υιού Μου και το Όνομα το δικό Μου να επικαλείσαι! 

Ο ασκητής ιερομόναχος, με μεγάλη ευλάβεια, έβαλε αμέσως μια στρωτή εδαφιαία μετάνοια, βγήκε έξω από την μικρή εκκλησία και φώναξε με όλη του την δύναμη:
–Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με!
–Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία!

Κι αμέσως οι ανίσχυροι, οι αδύνατοι και δειλοί δαίμονες, εξαφανίστηκαν όλοι τους από μπροστά του σαν αστραπή… 

«Ανωνύμου τινός Αγιορείτου Ησυχαστού “Απελπισμένου” επικληθέντος»:
«Νηπτική Θεωρία»,  Λόγος 1ος, σελ. 29–31, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη».