ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Απριλίου 2024

ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ: ΡΩΤΗΘΗΚΕ ΚΑΠΟΤΕ ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ, ΠΩΣ ΜΕΝΕΙΣ ΑΤΑΡΑΧΟΣ, ΣΤΙΣ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ!

Ιεροκήρυξ Δημήτριος Παναγόπουλος: Ρωτήθηκε κάποτε ένας γέροντας, πώς μένει ατάραχος στις πιο δύσκολες περιστάσεις της ζωής του. Και εκείνος απάντησε:

- Κάνω καλή χρήση των ματιών μου. Βλέπω τον ουρανό, για να δω πού προορίζομαι να πάω και γνωρίζω, ότι εάν κάνω αυτό που μου υποδεικνύει ο εγωισμός και η αξιοπρέπειά μου, δεν πρόκειται να φτάσω ποτέ εκεί και κατά συνέπεια δεν το κάνω. Βλέπω, επίσης, προς τα κάτω και βλέπω ότι είμαι από χώμα και σαν χώμα που είμαι αναρωτιέμαι, «τί είναι αυτό που με θίγει και με πειράζει;». Τέλος, βλέπω και γύρω μου, ότι υπάρχουν και χειρότερα και όλα αυτά με παρηγορούν. Έτσι έχω την αταραξία αυτή. 

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΑΦΑΝΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΕΣ!

Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΑΦΑΝΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΕΣ
 
Ανέβασαν κάποτε στη σκήτη των Πατέρων ένα δαιμονισμένο νέο, για να τον θεραπεύσουν με την προσευχή τους. Εκείνοι όμως, από ταπείνωση, απόφευγαν. Πολύ καιρό βασανιζόταν έτσι ο δυστυχισμένος άνθρωπος, ώσπου κάποιος Γέρων τον λυπήθηκε, τον σταύρωσε με τον ξύλινο σταυρό, που είχε στη ζώνη του, κι' έδιωξε το πονηρό πνεύμα.

— Αφού με βγάζεις από την κατοικία μου, του είπε εκείνο, θα μπω μέσα σου.
— Έλα, του αποκρίθηκε θαρραλέα ο Γέροντας...

Έτσι μπήκε μέσα του το δαιμόνιο καί τον βασάνιζε δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Ο Όσιος υπόμενε με καρτερία τον πόλεμο, αλλά αντιπολεμούσε κι' εκείνος τον εχθρό με υπεράνθρωπη νηστεία καί ακατάπαυστη προσευχή. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έβαλε ούτε μια φορά στο στόμα του τροφή, μασούσε μόνο λίγα κουκούτσια από φοίνικες κάθε βράδυ και κατάπινε τον χυμό τους.

Νικημένο τέλος το δαιμόνιο, από τον ακατάπαυστο αγώνα του Γέροντος, τον ελευθέρωσε.
— Γιατί φεύγεις; τον ρώτησε εκείνος, Κανένας δε σε διώχνει.
— Με αφάνισε η νηστεία σου, αποκρίθηκε εκείνο κι' έγινε άφαντο.
 

Γεροντικό

Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΠΑΤΕΡ ΑΡΤΕΜΙΟΣ ΚΑΙ Η ΣΠΗΛΙΑ

Ο Πάτερ Αρτέμιος και η σπηλιά 

Ήταν άνοιξη του 1920, ο Γέρο-Αρτέμιος από τη Σκήτη της «Αγίας Άννης», νέος μοναχός τότε, ξεκίνησε για να πάει με εντολή του Γέροντα του, στο Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, και πριν να φτάσει στο ησυχαστήριο του «Κυρ-Ησαΐα» έχασε το δρόμο, πήρε άγνωστο μονοπάτι και σε λίγο βρέθηκε μπροστά σε μια σπηλιά.

Ήταν ακόμη πρωί, από περιέργεια προχώρησε μέσα στη σπηλιά και κει διέκρινε αχνάρια ανθρώπου. Είπε τη γνωστή προσευχή «Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών ελέησον ημάς» και περίμενε να ακούσει, όπως συνηθίζουν οι Πατέρες να λένε, το «Αμήν», αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση.
Προχώρησε περισσότερο μέσα και στο βάθος διέκρινε ένα μικρό σταμνί με λίγο νερό. Σκέφτηκε πώς κάπου εκεί κοντά θα πρέπει να βρίσκεται κάποιος ασκητής ερημίτης. Περίμενε λίγο, του φάνηκε πώς αισθάνθηκε ευωδιά σαν μοσχολίβανο, αλλά άνθρωπος δε φαινότανε πουθενά. Τότε φώναξε και πάλι το «Δι’ ευχών…», αλλά απόκριση δεν πήρε.
Για λίγο σκέφτηκε να περιμένει, βγήκε έξω από τη σπηλιά, παρατήρησε το μέρος δεξιά, αριστερά δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτε, μόνον άκουσε ένα μικρό θόρυβο, ξεκίνησε να φύγει κι όταν -αργά έφτασε στη Λαύρα διηγήθηκε πού παραπλανήθηκε, έχασε το δρόμο, βρέθηκε μπροστά σε σπηλιά και κείνα που είδε. Οι Πατέρες στο Μοναστήρι, πού γνώριζαν καλά τα μέρη εκείνα, είπαν στο μοναχό Αρτέμιο, ότι έκτος από τη σπηλιά του «Παχωμίου» δεν υπάρχει εκεί άλλη σπηλιά.
Την άλλη μέρα, μαζί με άλλους τρεις αδελφούς του Μοναστηριού, πήγαν στο μέρος εκείνο, πού την προηγούμενη μέρα είδε ο μοναχός Αρτέμιος τη σπηλιά, για να τους δείξει την τοποθεσία, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτε, μόνον σε ένα σημείο αισθάνθηκαν όλοι μια ουράνια ευωδία και άρωμα μοσχολίβανου, πού πληροφόρησε τους αδελφούς αυτούς, ότι κάτι το υπερφυσικό υπάρχει στο μέρος εκείνο του ευλογημένου Αγίου Όρους.

ΘΕΙΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗ ΒΙΓΛΑ ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ



 Θείο Όραμα της Παναγίας στη Βίγλα του Άθωνα 

Στην πανώρια αυτή περιοχή της Βίγλας, που έχει πολύ ανοιχτόν ορίζοντα προς όλες τις κατευθύνσεις και βλέπει τα απέραντα γαλανά νερά του Αιγαίου Πελάγου, τον δέκατο τέταρτο αιώνα ήρθε και αρκετά χρόνια εφησύχαζε, ο νηπτικώτατος πατήρ και διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης, ο οποίος δίδαξε και ανέδειξε πολλούς μαθητές της νηπτικής θεωρίας και πρακτικής καρδιακής προσευχής.
 
Μεταξύ των μαθητών του, σαν αστέρι πρώτου μεγέθους έλαμπε ο απλός και αγαθός Μάρκος, ο οποίος στην τοποθεσία αυτή αξιώθηκε να δει θαυμάσιο και υπερφυσικό όραμα : Στο υψηλότερο και πιο θεαματικό μέρος της «βίγλας», είδε σε ζωντανή εικόνα το τελευταίο μεγαλυνάριο, που ψάλλομε στο τέλος του μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα της Παναγίας που λέγει :
 
«Χρυσοπλοκώτατε πύργε, καὶ δωδεκάτειχε πόλις, ἡλιοστάλακτε θρόνε, καθέδρα τοῦ βασιλέως, ἀκατανόητον θαῦμα, πῶς γαλουχεῖς τὸν δεσπότην.»
 
Δηλαδή είδε ένα χρυσόπλοκο και χρυσόκτιστο πύργο, πάνω στον οποίον ήταν ολοφώτεινος και ηλιοστάλακτος θρόνος. Επί του θρόνου αυτού, σα Βασίλισσα ουρανού και γης κάθονταν η Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, φέρουσα στην αγκαλιά της, τον Υιόν και Θεόν Της, Κύριον και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν.
 
Στον πύργο αυτόν, γύρω-γύρω σαν τείχος, ήταν δώδεκα ολόχρυσοι θρόνοι, επί των οποίων κάθονταν οι δώδεκα άγιοι Απόστολοι του Κυρίου, οι οποίοι, μαζί με τα Αγγελικά Τάγματα και τους αγιορείτες Πατέρες, υμνούσαν, ευλογούσαν και δοξολογούσαν τον Κύριο της δόξης και Θεόν, τιμώντες ταυτόχρονα με ύμνους και μεγαλυνάρια, την Παναγία Μητέρα, του Υιού και Λόγου του Θεού, Θεοτόκο Μαρία. Γύρω δε από όλους αυτούς ήταν άπειρο πλήθος Μοναχών και χριστιανών, που δοξολογούσαν κι αυτοί το Θεό και την μητέρα του Χριστού και θαύμαζαν τη δόξα και χάρη της Παναγίας Θεοτόκου και εμακάριζαν την «αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών».
 
Και εφόσον γίνονταν αυτά στο ανατολικό μέρος, ο άγιος Μάρκος, γύρισε δυτικά και βλέπει μακριά και σε μεγάλη απόσταση, από την Παναγία, μια τσιγγάνα – γύφτισσα – η οποία έκανε διάφορα αστεία και κωμικά νούμερα, θεατρικές κινήσεις, ξεγυμνώματα και διάφορες άλλες ασχήμιες και ξεδιάντροπες παραστάσεις. Είχαν και κει μαζευτεί μερικοί άνθρωποι, που περιεργάζονταν, και χάζευαν και διασκέδαζαν με τις επιδείξεις και άσεμνες σκηνές που έκανε η γύφτισσα. 
 
Τότε με φρίκη, παρατήρησε, ο άγιος Μάρκος, πως λίγοι-λίγοι από τους χριστιανούς, αλλά κι από τους Μοναχούς ακόμη, οι οποίοι πρώτα ήταν κοντά στην Παναγία και υμνολογούσαν το Θεό, άφηναν το χώρο του χρυσού εκείνου πύργου, που υμνολογούσαν το Θεό Άγγελοι και Άγιοι, και νικώμενοι από σατανική περιέργεια, γύριζαν προς το μέρος εκείνο της τσιγγάνας, πήγαιναν κοντά της, τους άρεσαν οι επιδείξεις της, κι έτσι άρχισαν σιγά-σιγά και δειλά-δειλά να φεύγουν όλοι από τη θεία ομήγυρη και λαμπρή εκείνη δόξα της Παναγίας και να πηγαίνουν κοντά στη γύφτισσα, φοβερό και τρομερό όραμα, αλλά αληθινά προφητικό.
 
Η Παναγία έμεινε μόνη, με τους Αγγέλους και τους Αγίους και με λίγους καλούς Μοναχούς και πιστούς χριστιανούς, με τους οποίους ακατάπαυστα υμνούσε και δοξολογούσε τον Κύριο της δόξης. Με λύπη της δε πολλή έβλεπε τους άλλους πούφευγαν και προτιμούσαν να ιδούν τα έσχη και να ακούσουν τα αδιάντροπα τραγούδια της πόρνης τσιγγάνας, παρά να μένουν και με την Παναγία και τους Αγίους να δοξολογούν τον Κύριο.
 
Ο άγιος Μάρκος, όσο στην αρχή χάρηκε, που είδε την Παναγία να αστράφτει περισσότερο από τον ήλιο, και τους αγίους Αποστόλους, με τα ουράνια Τάγματα των Αγγέλων και των Αγίων, που προσευχόντουσαν και δοξολογούσαν το Θεό, τόσο λυπήθηκε περισσότερο και τον κατάλαβε φόβος και τρόμος, σαν είδε τους ανόητους εκείνους ανθρώπους και καλογήρους ακόμη να εγκαταλείπουν τη Βασίλισσα των Αγγέλων και να προτιμούν μια βρωμερή, ακάθαρτη και κατά πάντα βέβηλη πόρνη γυναίκα. Να προτιμούν τα ανήθικα ρυπαρά και τραγούδια, από τους θείους ύμνους και την ακατάπαυστη δοξολογία του Θεού και να πηγαίνουν κοντά στα όργανα του σατανά!

ΠΗΓΗ : ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄, ΑΘΗΝΑΙ 1980, σ. 201 κ.ε.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

ΟΠΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΙΩΑΣΑΦ ΕΝ ΚΑΡΥΑΙΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Οπτασία του μοναχού Ιωάσαφ
Γέροντος των Ιωσαφαίων εν Καρυαίς Αγίου Όρους
 

Κατά το έτος 1854 ο μοναχός Ιωάσαφ, ευρισκόμενος αρκετά χρόνια στο Άγιο Όρος, μετέβη στο κονάκιο της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονος στις Καρυές για την αγρυπνία του Αγίου Γεωργίου.

       Καθισμένος στα ψαλτήρια του όρθρου στο στασίδι του, συλλογιζόταν την φιλανθρωπία του Θεού προκειμένου με την ενανθρώπηση, την σταύρωση και την ανάστασή Του να ανεβάσει τον άνθρωπο στον ουρανό.

      Του ήλθε κατάνυξις και θείος πόθος να λέγει την νοερά προσευχή ακατάπαυστα. Τότε ενόμισε ότι βγήκε έξω από την εκκλησία και βρέθηκε η ψυχή του, χωρισμένη από το σώμα του, σε μια όμορφη και απέραντη πεδιάδα. Στο βάθος αυτής είδε ένα άπειρο πλήθος λαμπροστολισμένων νέων, που έλαμπαν σαν τον ήλιο και εβάδιζαν ρυθμικά, αργά και σεμνά. Απορούσε ποιοι άνθρωποι είναι αυτοί και σε ποιόν ανήκει αυτό το πανέμορφο περιβόλι. Προσπέρασε αυτό το πλήθος και κατόπιν βλέπει μια άλλη αναρίθμητη στρατιά νέων που φορούσαν στρατιωτικές στολές και ήταν όλοι ανδρειωμένοι και λαμπροί στην όψη. Στάθηκε λοιπόν και απελάμβανε την χάρη και δόξα τους.
 
Ένας απ’ αυτούς είπε:
 
         – Αυτός ο αδελφός μας θέλει να πάει στον Βασιλέα και πρέπει κάποιος από εμάς να τον οδηγήσει.
 
Ξεχώρισε τότε, ένας απ’ αυτούς και είπε:
 
      – Θα οδηγήσω εγώ μόνος μου τον αδελφό στον Βασιλέα, διότι μου έχει ιδιαίτερη αγάπη, ημέρα – νύκτα επικαλείται το όνομά μου και εγώ πολλές φορές στάθηκα εγγυητής στον Βασιλέα γι’ αυτόν.
 
Πράγματι ο στρατιωτικός αυτός νέος επλησίασε το μοναχό Ιωάσαφ και του είπε:  

      – Ακολούθησέ με και εγώ θα σε παρουσιάσω στον Βασιλέα.
 
        – Αδελφέ, του λέγει ο Ιωάσαφ, ποιος είμαι εγώ που θα παρουσιασθώ στον Βασιλέα και τι να με κάνει εμένα ο Βασιλεύς; Ποιος είναι αυτός και πού με γνωρίζει εμένα;
 
       – Αδελφέ, του λέγει ο στρατιωτικός Άγιος, κάνεις πως δεν ξέρεις ποιος είναι ο Βασιλεύς και ποιος είμαι εγώ δεν με γνωρίζεις; Επειδή με αγαπάς και επικαλείσαι το όνομά μου, ήλθα εγώ να σε παρουσιάσω στον Βασιλέα και ακολούθησέ με.
 
Περπατώντας μαζί στην απέραντη εκείνη πεδιάδα, έφθασαν στο τέρμα της και μπήκαν σ’ ένα στενό και μακρύ δρόμο με πανύψηλα τείχη, ώστε ο μοναχός Ιωάσαφ φοβήθηκε πολύ μη ξέροντας ακόμη και ποιος είναι αυτός που τον οδηγεί.
 
Ο οδηγός του βλέποντας τον Μοναχό να δειλιάζει, του λέει:

      – Γιατί, αδελφέ, σε κυριεύει η αμέλεια και δεν προσέχεις με τον νου σου στην επίκλησι του ονόματος του Χριστού, στην ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό»;

Ο Μοναχός όταν άκουσε αυτά, κατανύχθηκε και, όσο έλεγε την ευχή, θερμαινόταν η καρδιά του για τον πόθο του Θεού και αμέσως έλαβε θεία δύναμη, μη έχοντας πλέον δειλία και φόβο. Και πάλι ο οδηγός του του είπε:

     – Βλέπεις που τώρα είσαι καλύτερα; Εάν θέλεις την σωτηρία της ψυχής σου, μην αφήνεις ποτέ την ευχή αυτή. Έτσι θα αποκτήσεις καθαρό νου και καρδιά και θα δεις μυστήρια Θεού. Πρόσεχε όμως να έχεις ακριβή και καθαρή εξομολόγηση στον Πνευματικό σου πατέρα για ο,τι κακό σου παρουσιασθεί.
 
Προχωρώντας ακόμη μέσα στο στενωπό αυτό δρομάκι που στις γωνίες του είχε σταυρούς, άρχισε ο αγγελόμορφος Άγιος να κάνει το σημείο του σταυρού, παρακινώντας να κάνει το ίδιο και ο Μοναχός, και ψάλλοντας συγχρόνως:

«Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα και την αγίαν σου Ανάστασιν δοξάζομεν».
 
Μετά από αρκετό διάστημα πορείας, έφθασαν στην άκρη του δρόμου αυτού στην οποία στηριζόταν η άκρη μιας κρεμαστής τεραστίας γέφυρας, ενώ η άλλη της άκρη ακουμπούσε σ’ ένα πανύψηλο βουνό. Και πάλι φόβος και τρόμος κατέλαβε τον μοναχό Ιωάσαφ, σκεπτόμενον ότι θα διανύσει αυτή την γέφυρα που αιωρείτο σαν φύλλο του δένδρου. Ο οδηγός του Άγιος του είπε:

     – Αδελφέ, δώσε μου το χέρι σου και λέγε αδιάκοπα την ευχή, χωρίς να σκέπτεσαι τίποτε άλλο.

 Όταν έφθασαν στο μέσον αυτής της γέφυρας, κάτω από την οποία απλωνόταν βαθύτατη χαράδρα, είπε ο οδηγός του:

     – Εδώ κάνε το σταυρό σου και επικαλέσου το χαριτωμένο όνομα της Παναγίας και εκείνη θα σου δώσει δύναμη!

     Πράγματι εκείνος είπε: «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθησέ με τον αμαρτωλό». Έλαβε θάρρος ώστε έφυγε όλη η δειλία που τον διακατείχε.
 
       Φθάνοντας στο άλλο άκρο της γέφυρας, ανέβηκαν με δυσκολία το βουνό. Εκεί υπήρχε μια πόρτα και αφού σταυροκοπήθηκαν τρείς φορές, εμπήκαν μέσα. Εκεί είδαν ν’ απλώνεται μπροστά τους μία άλλη ανώτερη στην ομορφιά και την χάρη πεδιάδα που έμοιαζε με το στερέωμα του ουρανού. Όσο προχωρούσαν, τόσο ο μοναχός Ιωάσαφ αιχμαλωτιζόταν από το αμήχανο και εξωγήινο κάλλος αυτού του τόπου. Εκεί είδε πολλούς να φορούν καλογερικά ρούχα χρώματος κοκκινωπού και έλαμπαν σαν το ήλιο. Υποδέχθηκαν τον άγιο οδηγό του με ασπασμούς και πολλή χαρά λέγοντάς του:
 
     – Χαίροις Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, αγαπημένε δούλε του Χριστού!
 
     – Χαίρετε και εσείς, Όσιοι, αγαπημένοι του Χριστού!

     Όλοι αυτοί οι Όσιοι έστρεψαν τα μάτια τους προς τον μοναχό Ιωάσαφ και του είπαν:

    – Εάν, αδελφέ, κερδίσει κάποιος όλο τον κόσμο και ζημιωθεί την ψυχή του, ποιό θα είναι το όφελος; Εάν ζήσεις, εκατό, διακόσια και χίλια ακόμη χρόνια σ’ αυτό τον κόσμο που ζεις και κερδίσεις χρήματα, δόξες και ηδονές, τι θα σε ωφελήσουν όλα αυτά στην φρικτή ώρα του θανάτου σου; Γι’ αυτό, αδελφέ, άφησε την αμέλεια και γύρισε στην πρώτη και ενάρετη ζωή σου που ήταν γεμάτη ευλάβεια, κατάνυξη και ταπείνωση για να έλθεις σ’ αυτή την μακαρία ζωή που αξιώθηκες να δεις χάρη στον προστάτη σου Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο που τόσο σε αγαπά και σ’ έφερε εδώ ν’ απολαύσεις για λίγο τα πανευφρόσυνα κάλλη του παραδείσου. Μη προτιμήσεις τα πρόσκαιρα από τα ουράνια. Μη σε κυριεύει η αμέλεια, ο ύπνος, οι μάταιες φροντίδες και αφήνεις τον πνευματικό σου αγώνα, ο οποίος θα σου χαρίσει την αιώνια αγάπη του Χριστού. Μη λυπήσεις τον Χριστό και Δεσπότη μας που μας εξηγόρασε με το πανάγιό Του Αίμα χύνοντάς το επί του Σταυρού. Εάν θέλεις, να παρακαλούμε τον Θεό για σένα και για όλο τον κόσμο, διόρθωσε την ζωή σου να χαροποιήσεις τον Θεό και εμάς που αγαπούμε όλο τον κόσμο και θέλουμε να έλθετε όλοι εδώ στην Βασιλεία του Θεού.

       Έπειτα εγύρισαν και είπαν στον Άγιο Γεώργιο:

     – Γεώργιε, αθλητά του Χριστού μας και αγαπημένε μας αδελφέ, λάβε την φροντίδα αυτής της ψυχής και να την παρουσιάσεις στον Βασιλέα των όλων διότι μεγάλη είναι η παρρησία σου προς Αυτόν.

 Τότε ο μοναχός Ιωάσαφ κατάλαβε ποιόν οδηγό είχε κοντά του, πόσες φορές τον εβοήθησε στον κόσμο, και τον είχε βάλει μεσίτη στον Δεσπότη Χριστό για την σωτηρία του. Πλημμυρισμένος, όπως ήταν από αγάπη και ευγνωμοσύνη για τον Άγιο, τον επλησίασε και επί πολλή ώρα τον ασπαζόταν με δάκρυα.

       Βαδίζοντας ακόμη στην πανέμορφη αυτή πεδιάδα είδε ο Μοναχός και άλλους μοναχούς, ενδοξότερους από τους προηγούμενους, αλλά ολιγωτέρους. Ερώτησε τον οδηγό του:

     – Άγιε του Θεού, ποιοί είναι αυτοί οι αγιώτεροι από τους άλλους μοναχοί και ποια τα κατορθώματά τους;

Ο Άγιος του είπε:

     – Αδελφέ, αυτοί είναι από τους μοναχούς αυτού του αιώνος, που αγωνίσθηκαν μόνοι τους χωρίς πνευματικό οδηγό, βαδίζοντας επάνω στα ίχνη των παλαιών Πατέρων και επειδή ευχαρίστησαν τον Θεό, τους αντάμειψε Εκείνος με αυτή την δόξα που βλέπεις.

     – Μα σήμερα, του λέγει ο Μοναχός, χάθηκε κάθε ίχνος αρετής και πως είναι δυνατόν να ευρίσκωνται στον κόσμο τέτοιοι εκλεκτοί άνθρωποι;

Τότε ο Άγιος του είπε:

    – Αδελφέ, Ιωάσαφ λίγοι εκλεκτοί άνθρωποι ευρίσκονται σήμερα στον κόσμο, με την διαφορά ότι, όποιος κοπιάσει για λίγη αρετή, υπομείνει τον αδελφό του και δεν τον κατακρίνει, αυτός θα ευχαριστήσει τον Θεό και θα κληθεί «μέγας εν τη βασιλεία των ουρανών».

      Συνεχίζοντας την πορεία τους έφθασαν στο μεγαλόπρεπο παλάτι του ουρανίου Βασιλέως. Εκεί στη είσοδο τους εχαιρέτησαν με τον εν Χριστώ ασπασμόν βαθμοφόροι και ένδοξοι άνδρες που έλαμπαν τα πρόσωπά τους και τους ωδήγησαν μέσα σε μια ολόφωτη αίθουσα. Δεξιά της εισόδου ήταν η Εικόνα του Χριστού, ενώ αριστερά της Παναγίας καθισμένης σε θρόνο.

       Μέσα στην αίθουσα εκάθοντο αμέτρητο πλήθος νέων με μοναχικές στολές που κρατούσαν στα χέρια τους σταυρό και λουλούδια που ευωδίαζαν. Όλοι αυτοί επήραν στα χέρια τους τον Ιωάσαφ και μπροστά στην εικόνα του Χριστού και της Παναγίας έψαλαν το «Άξιον εστιν…». Κατόπιν προσκύνησαν αυτές τις Εικόνες και είπαν στον Μοναχό:

     – Αδελφέ, όλα αυτά που βλέπεις γίνονται για σένα, κύτταξε λοιπόν να γίνεις καλός και επιμελής στις αρετές για να έλθεις το συντομώτερο εδώ.

       Μετά αποσύρθηκαν όλοι και έμειναν ο άγιος Γεώργιος και ο Μοναχός. Τότε άνοιξε μία μεγάλη πόρτα και ακούσθηκε από εκεί μία γλυκειά φωνή που έλεγε: «Μεγάλη σου είναι η ευσπλαχνία Κύριε, για τους ανθρώπους».
     Τότε είδε ο μοναχός Ιωάσαφ μια μεγάλη και αφαντάστου κάλλους εκκλησία, στην μέση της οποίας υπήρχε πύρινος θρόνος, πολύ λαμπρότερος από τον ήλιο. Εκεί στεκόταν ο Βασιλεύς της δόξης Χριστός εν μέσω μυριάδων ανθρώπων με στρατιωτικές στολές και πρόσωπα αστραπόμορφα. Ο Δεσπότης Χριστός φορούσε στην κεφαλή Του αδαμαντοκόσμητο στεφάνι και έλαμπε όλος ως αστραπή.

     Ο αδελφός Ιωάσαφ στάθηκε έξω στην πόρτα κυττάζοντας προς τα μέσα με θαυμασμό και αχόρταστα. Μπήκε μέσα ο άγιος Γεώργιος, έκανε το σημείο του σταυρού, τρείς μετάνοιες και προσεκύνησε τον Βασιλέα. Κατόπιν ετοιμαζόταν να επιστρέψη για να φέρει μαζί του και το Ιωάσαφ, αλλά άκουσε την φωνή του Βασιλέως που του είπε:

 – Άφησέ τον αυτόν, δεν είναι άξιος να εισέλθει, διότι δεν έχει ένδυμα γάμου.

       Ακούοντας αυτά ο μοναχός Ιωάσαφ φοβήθηκε μήπως καταδικασθεί και άρχισε με προθυμία να λέγη την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και δος το έλεός Σου».

Ο άγιος Γεώργιος έπεσε στα πόδια του Βασιλέως και του είπε:

– Κύριε, θυμήσου το Αίμα που έχυσες επί του σταυρού για την σωτηρία των ανθρώπων, γι’ αυτό σε παρακαλώ συγχώρεσε την αμαρτωλή αυτή ψυχή και οδήγησέ την στον δρόμο της σωτηρίας. Γνωρίζω ότι πέλαγος και άβυσσος είναι η ευσπλαχνία Σου.

Και τότε ο Βασιλεύς αποκρίθηκε:
 
       – Γεώργιε γνωρίζεις καλά την αγάπη που έδειξα σ’ αυτόν και την χάρη που του έκανα να γνωρίσει αυτά τα μυστήρια της αγάπης μου, για την οποία άλλοι μεγάλοι αγωνιστές τα εζήτησαν και δεν τα επέτυχαν. Αυτός δεν είχε στην ψυχή του την δική μου αγάπη, με κατεφρόνησε, έζησε μέχρι τώρα με αμέλεια, και για τα ψεύτικα πράγματα του κόσμου, παρέβλεψε εμένα και γι’ αυτό δεν είναι άξιος συγχωρήσεως.

       – Γνωρίζω, Κύριε, συνέχισε παρακλητικά ο Άγιος, ότι, εάν κρίνεις με την δικαιοσύνη Σου, είναι άξιος τιμωρίας, αλλά, Σε παρακαλώ, άς περισσεύσει σ’ αυτόν η ευσπλαχνία Σου. Γνωρίζεις ότι ο κόσμος σήμερα ευρίσκεται στο πονηρό, επλεόνασε η κακία και δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα αρετής. Ας πλεονάσει η χάρις Σου, Κύριε, να σωθεί ο δούλος Σου, διότι έχει καλή προαίρεση και μόνο η συνήθεια του κακού τον νικά.

       – Αγαπητέ μου Γεώργιε, γνωρίζω την κατάσταση του κόσμου, τις παραβάσεις των εντολών μου, τις αδικίες, πορνείες, μοιχείες και όλα τα γνωστά και τα κρυπτά των ανθρώπων. Υπομένω όμως περιμένοντας έστω και την μετάνοια ενός αμαρτωλού. Επιθυμώ όλοι οι άνθρωποι να σωθούν, γι’ αυτό άλλωστε έχυσα το Αίμα μου στον σταυρό και κάθε ημέρα θυσιάζομαι. Αλλά αυτός για τον οποίο με παρακαλείς, δεν ακούει τις εντολές μου και μέχρι σήμερα κάνει το θέλημά του. Δεν έπαυσα να του δείχνω τον σωστό δρόμο, εκείνος όμως πέφτει στην αμέλεια, περιφρονεί και παραγνωρίζει την θυσία μου.

       Τότε ο άγιος Γεώργιος ασπαζόμενος τα πόδια Του με πολλή ταπείνωση του είπε:

     – Θυμήσου, Κύριε το αίμα μου, που για την αγάπη Σου, έχυσα και χάρισέ μου αυτή την ψυχή. Συγχώρεσέ την, Κύριε και αξίωσέ την να πιεί το ποτήρι της αγάπης Σου και να κάνει το άγιο θέλημά Σου.
 
      Τότε ο Κύριος με χαρούμενο πρόσωπο του είπε:

     – Γεώργιε, άς γίνει το θέλημά σου».

Του έδωκε με την δεξιά Του ένα ποτήρι και του είπε:

     – Πάρε το ποτήρι μ’ αυτό το ποτό και δώσε του να το πιεί, αυτό είναι το ποτήρι της αγάπης μου. Όλοι οι άγιοι απ’ αυτό το ποτήρι ήπιαν, διότι αυτό στην ψεύτικη ζωή είναι γεμάτο, βάσανα, δοκιμασίες, στεναγμούς, μαρτύρια και θάνατο του σώματος για να καθαρισθεί η ψυχή, και να χαίρεται εδώ στον παράδεισο αιώνια.

       Ο άγιος Γεώργιος το επήρε και το έδωσε στον μοναχό Ιωάσαφ, ο οποίος, αφού το ήπιε, εμέθυσε από την αγάπη του Ουρανίου Νυμφίου Χριστού και μπαίνοντας στην εκκλησία εκείνη, σωριάσθηκε στα πόδια του Χριστού και τα καταφιλούσε με λαχτάρα και πολλή χαρά.

       Ο Χριστός στρέφοντας την μορφή του στο Άγιο, του είπε:

     – Πάρε τον αδελφό Ιωάσαφ και πήγαινέ τον κάτω στο κόσμο ν’ αγωνισθεί για ν’ αποκτήσει την πρώτη μου αγάπη που έχασε με την αμέλεια. Όταν ετοιμασθεί θα τον αξιώσω να πιει το ποτήρι που ήπια και εγώ στον κατάλληλο καιρό.

      Αφού ασπάσθηκαν τους πόδες του Κυρίου και εχαιρέτησαν όλους τους αυλικούς άρχοντες του ουρανίου παλατίου, κατέβαιναν για τον γυρισμό.

      Ο αδελφός Ιωάσαφ είπε στον οδηγό του:

          – Άγιε Γεώργιε, δεν είναι δυνατόν να μείνω και εγώ εδώ που είμαστε και να μην γυρίσω πάλι στον κόσμο;

       – Αγαπητέ μου, του λέγει ο Άγιος, αυτό είναι αδύνατο, διότι το θέλημα του Κυρίου μας είναι να κατεβείς κάτω και, αφού πνευματικά στολισθείς με όλες τις αρετές, θα έλθεις μετά εδώ ν’ απολαμβάνεις την δόξα Του αιώνια.

       Επιστρέφοντας από τον ίδιο δρόμο, έφθασαν στην μέση εκείνου του γεφυριού, οπότε ο Άγιος είπε στον Μοναχό:

     -Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν. Λοιπόν, την ευσπλαχνία του Θεού την γνωρίζεις, αγωνίσου ν’ αποκτήσεις την πρώτη αγάπη και εγώ δεν θα σε αφήσω αβοήθητο.

Λέγοντάς του αυτά, τον εσφράγισε τρεις φορές με το σημείο του σταυρού και έγινε άφαντος.

       Την ίδια στιγμή ακούσθηκαν ανατριχιαστικές φωνές και απειλές των δαιμόνων που ανέβαιναν από την χαράδρα λέγοντες:

«Τώρα που έμεινε μόνος του ο καλόγερος ελάτε να τον γκρεμίσουμε κάτω, πριν έλθει ο Γεώργιος».

Ο αδελφός Ιωάσαφ δεν μπορούσε να πάει ούτε μπρός ούτε πίσω, ενώ οι δαίμονες ωρμούσαν να τον ρίξουν στον γκρεμό. Τότε εκείνος εσήκωσε τα χέρια του ψηλά και είπε:

«Κύριε, βοήθησέ με αυτή την στιγμή διότι κινδυνεύω να καταποντισθώ από τους φοβερούς δαίμονες».

Του ήλθε τότε φωνή από τον ουρανό που του έλεγε: «Αδελφέ, μη αμελείς, λέγε την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό», και «με τις ευχές της Κυρίας Θεοτόκου» και δεν θα πάθεις τίποτε.
 
       Αμέσως ο αδελφός άρχισε να λέει συνεχώς την ευχή και χωρίς να το καταλάβει ευρέθηκε στον εαυτό του, όπως ήταν στο στασίδι καθισμένος.

Οπτασία του μοναχού Ιωάσαφ Γέροντος των Ιωσαφαίων εν Καρυαίς Αγίου Όρους για τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο.  
 
Εκ του βιβλίου “Ψυχωφελείς οπτασίες και διηγήσεις για την άλλη ζωή” Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Η ΑΞΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΛΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ!

 Η ΑΞΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΛΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ 

Ήταν καλοκαίρι του 1988. Έκανα με τα πόδια μόνος την διαδρομή Δάφνη-Καρυές-Σταυρονικήτα-Ιβήρων-Φιλοθέου-Λαύρα-Κερασιά-Αγία Άννα. Στον δρόμο από την Λαύρα στην Κερασιά, λίγο έξω από την Κερασιά συνάντησα ένα γεροντάκι που έσκαβε στον κήπο του.

- Καλώς τον, μου είπε, έλα να πιείς ένα νερό.
Παίρνω το νερό. Τον ευχαριστώ. Πίνω. Δοξάζω τον Θεό. Πιάνουμε κουβέντα.
- Πως σε λένε;
- Σ.
- Από πού είσαι;
- Από την Αθήνα.
- Που πας;
- Στον π. Θ.
- Τι δουλειά κάνεις;
- Δικηγόρος.
- Δεν πειράζει!

- Άκου παιδί μου, Σ., να σου πω μια ιστορία. Ήταν ένας πλούσιος άνθρωπος, γεμάτος πάθη, εγωισμό, φιλοχρηματία, φθόνο, οργή. Μια μέρα, εκεί που έβγαινε από ένα φούρνο φορτωμένος με ψωμιά, ένας φτωχούλης του ζήτησε ελεημοσύνη. Όμως, ο πλούσιος θύμωσε και στον θυμό του πέταξε ένα καρβέλι ψωμί στον φτωχό. Αυτός το πήρε και το έφαγε στο σπίτι του με τα παιδάκια του. Έφτασε ο καιρός και ο πλούσιος κοιμήθηκε. Ήρθαν τότε οι δαίμονες και του τραβούσαν την ψυχή του να την πάνε στην κόλαση. Μπήκαν τα πάθη του στην μια πλευρά της ζυγαριάς και η ζυγαριά έγερνε προς την κόλαση. Έβαλε τότε, Σ. παιδί μου, και ο φύλακας άγγελος του από την άλλη πλευρά το καρβέλι, που ο πλούσιος είχε πετάξει με θυμό αλλά ο φτωχός το έφαγε με τα παιδιά του και ωφελήθηκε, και αμέσως η ζυγαριά ισορρόπησε και η ψυχή σώθηκε. Βλέπεις, παιδί μου, τι αξία έχει και η πιο μικρή καλή πράξη ανεξάρτητα από την προαίρεση αυτού που την κάνει;! Άντε στο καλό, παιδί μου και να θυμάσαι, πριν βάλεις το κεφάλι σου στο μαξιλάρι κάθε βράδυ, να κοιτάς να έχεις κάνει τουλάχιστον μια καλή πράξη την ημέρα. Αυτό μπορεί να σε σώσει.

ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ: Η ΠΟΛΥΧΡΟΝΗ ΥΠΟΜΟΝΗ, ΠΟΥ ΕΦΕΡΕ ΑΜΕΤΡΗ ΤΗ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

 Η πολύχρονη υπομονή, που έφερε άμετρη τη χάρη του Θεού
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος

Ένας από τους αγίους πατέρες είπε: Ήταν ένας γέροντας αναχωρητής, τίμιος, και πήγα μια φορά σ’ αυτόν, όταν ήμουν καταπονημένος από τους πειρασμούς.
Αυτός ήταν άρρωστος και κατάκοιτος και, αφού τον χαιρέτησα, κάθισα κοντά του και του είπα:
– Κάνε μια ευχή για μένα, πάτερ, διότι πολύ θλίβομαι από τους πειρασμούς των δαιμόνων.
Και ο γέροντας άνοιξε τα μάτια του και μου είπε:
– Παιδί μου, εσύ είσαι νέος και δε θ’ αφήσει ο Θεός να καταπονηθείς από αβάσταχτους πειρασμούς.
Κι εγώ του είπα:
– Και νέος είμαι και πειρασμούς έχω από πολύ ενάρετους ανθρώπους.
Κι εκείνος πάλι μου είπε:
– Λοιπόν, ο Θεός θέλει να σε κάνει σοφό.
Κι εγώ είπα:
– Πώς θα με κάνει σοφό; Εγώ κάθε μέρα γεύομαι το θάνατο της ψυχής.
Κι εκείνος αμέσως απάντησε:
– Σώπα, παιδί μου. Είπα ότι σε αγαπά ο Θεός και θα σου δώσει τη χάρη του.
Και πρόσθεσε:
– Να ξέρεις, παιδί μου, ότι τριάντα χρόνια πολέμησα με τους δαίμονες και επί είκοσι χρόνια δε φάνηκε να μη βοήθησε καθόλου ο Θεός. Κι όταν πέρασε το εικοστό πέμπτο, άρχισα να βρίσκω κάποια ανάπαυση, που με τον καιρό γινόταν πιο μεγάλη.
Μετά το εικοστό έβδομο και το εικοστό όγδοο έτος η ανάπαυση της ψυχής μου γινόταν πολύ πιο έντονη. Και τώρα που περνάει το τριακοστό έτος και κοντεύει να τελειώσει, τόσο στερεώθηκε μέσα του η ανάπαυση, ώστε δεν μπορώ να την υπολογίσω και να τη μετρήσω.
Και τελείωσε ο γέροντας με αυτά τα λόγια:
– Όταν θελήσω να σηκωθώ για να προσευχηθώ, τρεις ψαλμούς προφταίνω να πω με το στόμα μου και από κει και πέρα, τρεις μέρες να στέκομαι όρθιος, αισθάνομαι έκσταση κοντά στο Θεό και δεν καταλαβαίνω καθόλου κούραση. Βλέπεις τώρα, τι άμετρη ανάπαυση μου προξένησε η πολύχρονη εργασία της υπομονής;

Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΟΛΕΜΑΜΕ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΕΣ!

 ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
ΠΟΛΕΜΑΜΕ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΕΣ!
 
Κάποιος ενάρετος μοναχός, την ώρα που προσευχόταν, ήρθε σε έκσταση και είδε πλήθος δαιμόνων σαν την άμμο της θάλασσας. Έμοιαζαν με στρατιώτες και ορμούσαν εναντίον του με πολλή μανία για να τον εξοντώσουν.
 
Φοβισμένος εκείνος έτρεξε να καταφύγει στην εκκλησία. Μπαίνοντας μέσα βλέπει τον Κύριο και τη Θεοτόκο στις εικόνες τους σαν ζωντανούς, με βασιλική δόξα. Το πρόσωπο του Κυρίου είχε μία ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο δυνατά από τον ήλιο. Γι’ αυτό ο αδελφός δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει. Προσκύνησε όμως και ασπάστηκε με φόβο και χαρά τη δεξιά Του.
 
Κατόπιν πλησίασε στην εικόνα της Παναγίας. Προσκύνησε, ασπάστηκε το παρθενικό της χέρι και τόλμησε να την κοιτάξει στο πρόσωπο. Στην αγία της αγκάλη είδε καθισμένο το θείο Βρέφος, σαν σε θρόνο χερουβικό. Κι ήταν τόσο ταιριαστό το θεϊκό αυτό σύμπλεγμα, όσο η ομορφιά και η ευωδία σ’ ένα τριαντάφυλλο. Η Θεοτόκος κοίταζε τον αδελφό με τόση πραότητα, ώστε εκείνος πήρε το θάρρος και τη ρώτησε:
 
- Παναγία μου! Γλυκιά μου Παναγία, μητέρα του Ιησού μου! Πώς θα γλιτώσω από τους δαίμονες που με ακολουθούν;
 
Και η κυρία Θεοτόκος, η σωτηρία των «επ’ αυτή πεποιθότων», αποκρίθηκε.
 
- Με το όνομα του Υιού μου και με το όνομα το δικό μου θα νικάς και θα εξολοθρεύεις τους δαίμονες.
 
Ο μοναχός έκανε βαθιά υπόκλιση, βγήκε από την εκκλησία και φώναξε από την καρδιά του.
 
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με!»
 
«Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία!»
 
Αμέσως οι ανίσχυροι δαίμονες εξαφανίστηκαν από μπροστά του. 

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΔΕΧΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ ΣΕ ΜΕΤΑΝΟΙΑ;

 ΔΕΧΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ ΣΕ ΜΕΤΑΝΟΙΑ;

Η ακόλουθη διήγηση σκοπό έχει να διδάξει πόσο μεγάλη είναι η φι­λανθρωπία του Θεού και ότι κανένας αμαρτωλός δεν πρέπει να απελπίζεται, ακόμη κι αν νομίζει ότι έχει γίνει όμοιος στην αμαρτία με τον διάβολο. 

 ***

Κάποιος άγιος γέρον­τας, μεγάλος και διο­ρατικός, έχοντας νική­σει και ξεπεράσει ό­λους τους πειρασμούς των δαιμόνων, είχε λά­βει το χάρισμα να βλέπει οφθαλμοφανώς το πώς επιδρούν στην ζωή των ανθρώπων οι άγγελοι και οι δαίμονες· πώς δηλ. ο καθέ­νας από την πλευρά του αγωνίζονται για την ψυχές των ανθρώπων. Ήταν δε τόσο μεγάλος και υψηλός στην αρετή, που τα ακάθαρτα πνεύματα τον υπολόγιζαν πολύ και συστέλλονταν μπροστά του. Πολλές φορές τα κορόιδευε και τα ύβριζε θυμίζον­τας τους την πτώση τους από τους ουρα­νούς και την αιώνια κόλαση του πυρός που τα περιμένει. Οι δαίμονες λοιπόν μιλούσαν με θαυμασμό για τον μεγάλο γέ­ροντα κι έλεγαν ότι κανένας να μη τολμήσει στο εξής να παλέψει μαζί του ή έστω και να τον πλησίασει, μη τυχόν και πληγωθεί από τον γέροντα, διότι έχει ανέλθει σε μεγάλο πλούτο απάθειας και έχει τύχει της θεώσεως με την χάρι του Παναγίου Πνεύ­ματος.

Ενώ λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποιος δαίμονας ρωτά έναν σύντροφο του:

- Αδελφέ Ζερέφερ (διότι αυτό ήταν το όνομα εκείνου του δαίμονος), αν κάποιος από εμάς μεταμεληθεί, τον δέχεται ο Θεός σε μετάνοια; Ναι ή όχι; Και ποιος άραγε να το γνωρίζει αυτό; 

Και αποκρίθηκε ο Ζερέφερ:

- Θέλεις να πάω στον μεγάλο γέροντα που δεν μας φοβάται, να τον ρωτήσω τάχα σχετικά μ' αυτό και να τον δοκιμάσω;

- Πήγαινε, αλλά πρόσεχε πολύ, γιατί ο γέροντας είναι διορατικός και θα καταλάβει ότι πηγαίνεις με δόλο και δεν θα πεισθεί να ρωτήσει τον Θεό. Αλλά πήγαινε και ή τα καταφέρνεις ή απλώς δοκιμάζεις και φεύγεις.

Πήγε λοιπόν τότε ο Ζερέφερ σ' εκείνον τον μεγάλο γέροντα και αφού πήρε σχήμα ανθρώπου, θρηνούσε και οδυρόταν μπρο­στά στον γέροντα. Ο Θεός, θέλοντας να δείξει ότι δεν αποστρέφεται κανέναν που να έχει μετανοήσει, αλλά δέχεται όλους ό­σους προστρέχουν σ' Αυτόν, δεν αποκάλυ­ψε στον γέροντα τα σχετικά με τον δόλιο δράκοντα. Έτσι εκείνος τον έβλεπε σαν άνθρωπο και τίποτε περισσότερο. Γι' αυτό και τον ρώτησε:

- Για ποιο λόγο κλαις, άνθρωπε, και θρηνείς από τα κατάβαθα της καρδιάς σου, ραγίζοντας έτσι με τα δάκρυα σου και την καρδιά μου;

- Εγώ, πάτερ άγιε, δεν είμαι άνθρω­πος, αλλά, όπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω του πλήθους των εγκλημά­των μου.

- Και τι θέλεις να κάνω για σένα, αδελφέ; (Διότι νόμιζε ότι από μεγάλη ταπείνωση αυτοαπεκαλείτο δαίμων ο άνθρωπος, αφού ο Θεός δεν του είχε φανερώσει ακό­μη τι συνέβαινε στην πραγματικότητα).

- Τίποτε περισσότερο δεν σου ζητώ, άνθρωπε του Θεού, παρά να παρακάλεσεις πολύ τον Κύριο και Θεό σου να σου φανέρωσει αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Διότι αν δέχεται εκείνον, τότε θα δεχθεί κι εμένα που δεν υστερώ σε τίποτε από λόγου του.

- Να κάνω όπως θέλεις. Για την ώρα ό­μως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι έλα αύριο εδώ να σου πω το θέλημα του Θεού.

Και σαν έγινε αυτό, άπλωσε τα χέρια ο γέροντας εκείνο το βράδυ και παρακάλεσε τον φιλάνθρωπο Θεό να του φανέρωσει αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Κι αμέ­σως του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φωτεινός σαν αστραπή, και του λέει:

- Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός σου: 

«Γιατί με παρακαλείς για χάρη του δαίμονα; Και γιατί ήρθε αυτός δολίως να σε πειράξει;»

- Και πώς ο Κύριος δεν μου αποκάλυ­ψε την περίπτωση, αποκρίθηκε ο γέροντας, αλλά μου την απέκρυψε, ώστε να μη την αντιληφθώ;

- Μη λυπηθείς γι' αυτό το πράγμα. Διό­τι πρόκειται για κάποια θαυμαστή οικονο­μία του Θεού προς ωφέλειαν των αμαρτωλών, ώστε να μην απελπίζονται. Διότι κανέναν από εκείνους που προσέρχονται σ' Αυτόν δεν τον αποστρέφεται ο υπεράγαθος Θεός, ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο Σατανάς και διάβολος. Επίσης γίνεται αυτό για να φανεί η σκληρότητα και απόγνωση των δαιμόνων. Όταν λοιπόν έλθει, μη τον σκανδαλίσεις απ’ την αρχή, αλλά πες του τα εξής: «Για να καταλάβεις ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και κανένα από όσους προστρέχουν σ' Αυτόν δεν τον απο­στρέφεται, ακόμη κι αν αυτός είναι δαίμων και διάβολος, υποσχέθηκε και σένα να σε δεχθεί, εάν βέβαια φυλάξεις αυτά που σε προστάζει». Και τότε θα σου πει: «Ποια εί­ναι αυτά;» Κι εσύ να του πεις: «Ο Κύριος και Θεός γνωρίζει πολύ καλά ποιος είσαι και από πού ήρθες, για να Τον δοκιμάσεις. Διότι εσύ είσαι το αρχαίο κακό, που από την υπερηφάνεια σου δεν έχεις μάθει να γίνεσαι καινούργιο καλό. Πώς λοιπόν θα μπορέσεις να ταπεινωθείς και να βρεις έλεος με την μετάνοια; Για να μην έχεις όμως πρόφαση απολογίας ενώπιον Του κατά τη ημέρα της κρίσεως ότι δήθεν ήθελες να μετανοήσεις κι ο Θεός δεν σε δέχθηκε, πρόσε­χε στα λόγια μου, πώς πρέπει ν' αρχίσεις τη σωτηρία σου. Ο Κύριος είπε να καθήσεις επί τρία χρόνια σε ένα τόπο ακίνητος και στραμμένος μέρα-νύχτα προς ανατο­λάς και να φωνάζεις εκατό φορές με δυ­νατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το αρχαίον κακόν και πάλι άλλες εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το βδελύγμα της ερημώσεως και πάλι άλλες τό­σες Ο Θεός, ελέησόν με την εσκοτισμένην απάτην. Αυτά να τα φωνάζεις αδιάκοπα, γιατί δεν έχεις σώμα για να κουρασθείς και να λιποψυχήσεις. Όταν δε τα κάνεις αυτά με ταπείνωση, τότε θα επανέλθεις στην αρ­χαία τάξη και θα συγκαταριθμηθείς με τους αγγέλους του Θεού». Αν λοιπόν συμφωνήσει μαζί σου να τα κάνει αυτά, δέξου τον σε μετάνοια. Αλλά γνωρίζω καλά ότι το αρχαίο κακό δεν γίνεται καινούργιο καλό. Γράψε όμως αυτά που θα συμβούν, για να σώζονται μέχρι των εσχάτων ημερών, ώστε να μη απελπίζωνται όσοι θέλουν να μετανοήσουν. Διότι αυτή η διήγηση θα συντε­λέσει πάρα πολύ στο να πληροφορηθούν οι άνθρωποι ότι είναι εύκολο να μην απελπί­ζωνται για την σωτηρία τους.
Αυτά είπε ο Άγγελος και ανέβηκε στους ουρανούς. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήρθε ο δαίμων και άρχισε από μακριά να θρηνεί υποκριτικά και να χαιρετά τον γέροντα. Ο γέροντας από την αρχή δεν ξεσκέπασε την μηχανορραφία του, μόνο έλεγε από μέσα του: «Κακώς ήρθες κλέφτη, διάβολε, σκορπιέ, αρχαίο κακό, το ιοβόλο φίδι το παμ­πόνηρο». Έπειτα του λέει:

- Γνώριζε ότι παρεκάλεσα τον Κύριο καθώς σου υποσχέθηκα και ότι σε δέχεται σε μετάνοια, εάν βέβαια εκτέλεσεις αυτά που σε διατάζει δι' εμού ο κραταιός και πανίσχυρος Θεός.
Και ποια είναι αυτά που όρισε ο Θε­ός να κάνω;
 

- Ο Θεός προστάζει να σταθείς σ' ένα τόπο για τρία χρόνια στραμμένος προς α­νατολάς και να φωνάζεις νύχτα-μέρα επί τρία έτη εκατό φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, το βδέλυγμα της ερημώσεως, άλλες τόσες φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, την εσκοτισμένην απάτην κι άλλες τόσες, Ο Θεός, ελέη­σόν με, το αρχαίον κακόν, και όταν τα κά­νεις αυτά, θα σε συναριθμήσει με τους αγγέ­λους του.

Τότε ο Ζερέφερ, ο υποκριτής της μετα­νοίας, ακούγοντας τα αυτά, γέλασε αμέ­σως δυνατά και λέει:

- Βρε σαπρόγερε, αν ήταν να αποκαλέ­σω τον εαυτό μου βδέλυγμα της ερημώσε­ως και αρχαίο κακό και εσκοτισμένη απά­τη, θα το έκανα μια και καλή από την αρχή και θα σωζόμουνα. Τώρα εγώ αρχαίο κα­κό; Μη γένοιτο! Και ποιος το λέει αυτό; Εγώ είμαι αρχαίο καλό και πολύ καλό μά­λιστα. Και δηλαδή τώρα, όσο είμαι ακόμα θαυματουργός και όλοι με φοβούνται και υποτάσσονται σε μένα, να αποκαλέσω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου βδελύγμα της ερη­μώσεως και εσκοτισμένη απάτη και αρχαίο κακό; Όχι, γέροντα! Όχι, όσο εξουσιάζω τους αμαρτωλούς, να γίνω εγώ δούλος αχρείος, ταπεινός και ευτελής με την μετά­νοια! Όχι, γέροντα! Όχι, γέροντα! Όχι, μη γένοιτο να καταντήσω εγώ σε τέτοια ατιμία!

Αυτά είπε το ακάθαρτο πνεύμα και εξαφανίστηκε αλαλάζοντας. Ο γέροντας τότε σηκώθηκε να προσευχηθεί ευχαριστώντας τον Θεό και λέγοντας:

- Αλήθεια είπες, Κύριε, ότι αρχαίο κα­κό καινούργιο καλό δεν γίνεται.

Αυτά, αγαπητοί μου, δεν τα διηγήθηκα έτσι απλώς και τυχαία, αλλά για να πληροφορηθείτε το μέγεθος της αγαθότητος του Δεσπότου Χριστού· ότι δηλ. εάν και τον διάβολο δέχεται σε μετάνοια, πόσο μάλλον τους ανθρώπους, που για χάρη τους έχυσε το ίδιο Του το αίμα.
 

* Κείμενο βλ. Ξένης Μοναχής, Πορεία προς Ουρανόν, Αθήναι 1973, σελ. 41

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ ΤΕΥΧΟΣ 7

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ, Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ!

Ο διάβολος, ο μοναχός και ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος
Γεροντικόν
 
Ο Αββάς Μακάριος όταν κατοικούσε στην Πανέρημο ήταν ο μόνος αναχωρητής σε αυτή, ενώ παρακάτω ήταν άλλη έρημος με περισσοτέρους αδελφούς.
Παρατηρούσε ο γέρων την οδό, και βλέπει το Σατανά με μορφή ανθρώπου να περνά δίπλα του καθώς ανέβαινε. Φαινόταν να φορά κεντητό χιτώνα από λινό διάτρητο και από κάθε τρύπα κρεμόντουσαν φιαλίδια. Και του λέγει ο μεγάλος γέροντας.
-Που πηγαίνεις; Και του είπε.
-Πηγαίνω να υπενθυμίσω τους αδελφούς.
Ο δε γέρων του λέει.
-Και τι σου χρειάζονται αυτά τα φιαλίδια;
Και είπε.
-Φέρνω γεύματα στους αδελφούς.
Και είπε ο γέρων.
-Και όλα αυτά;
Αποκρίθηκε ο Σατανάς.
-Ναι. Εάν δεν αρέσει σε κάποιον το ένα, φέρω το άλλο, Εάν δε ούτε τούτο, του δίνω το άλλο.
Οπωσδήποτε από αυτό κάποιο θα του αρέσει.

Και αφού είπε αυτά έφυγε. Ο δε γέρων εξακολουθούσε να παρατηρεί τους δρόμους, μέχρι που επέστρεψε εκείνος. Και καθώς τον είδε ο γέρων του λέει.
-Να σωθείς.
Αυτός αποκρίθηκε.
-Που μπορώ να σωθώ;
Του λέει ο γέρων.
-Γιατί;
Αυτός του απαντά.
-Γιατί όλοι μου έγιναν άγριοι και κανένας δεν με ανέχεται.
Του λέει ο γέρων.
-Δεν έχεις λοιπόν εκεί κανένα φίλο;
Αυτός του λέει. Ναι, έχω ένα φίλο και αυτός τουλάχιστον με υπακούει και όταν με βλέπει στρέφεται σαν ανέμη.
Του λέει ο γέρων.
-Και πώς λέγετε ο αδελφός;
Αυτός του απαντά.
-Θεόπεμπτος.

Όταν είπε αυτά έφυγε. Και αφού σηκώθηκε ο αββάς Μακάριος, πηγαίνει στην παρακάτω έρημο.
Και μόλις έμαθαν οι αδελφοί, πήραν βάια και εξήλθαν να τον υποδεχτούν. Και μάλιστα ο καθένας ευπρεπιζόταν, νομίζοντας ότι ο γέρων επρόκειτο να καταλύσει σε αυτόν.
Αυτός όμως ζητούσε να μάθη ποιος ήταν στο όρος που ονομάζονταν Θεόπεμπτος. Και, όταν τον βρήκε, μπήκε στο κελί του. Ο Θεόπεμπτος τον υποδέχτηκε χαρούμενος. Όταν δε άρχισε να εξοικειώνεται μαζί του, λέει ο γέρων.
-Πώς πηγαίνουν τα προβλήματα σου αδελφέ;
Αυτός του είπε.
-Με τις ευχές σας καλά.
Είπε ο γέρων.
-Μήπως σε πολεμούν οι λογισμοί;
Αυτός είπε.
-Για την ώρα καλά είμαι. Γιατί φοβόταν να πει. Του λέει ο γέρων.
-Ιδού πόσα χρόνια είμαι ασκητής και τιμούμαι από όλους, κι εμένα το γέροντα ενοχλεί το πνεύμα της πορνείας.
Αποκρίθηκε ο Θεόπεμπτός λέγοντας.
-Πράγματι κι εμένα Αββά.
Ο δε αββάς προφασιζόταν ότι και άλλοι λογισμοί τον πολεμούν, μέχρι να τον κάνει να ομολογήσει. Μετά του λέει.
-Πώς νηστεύεις;
-Μέχρι την ένατη ώρα του λέει.
Του λέει ο γέρων.
-Νήστευε έως το βράδυ, κάνε άσκηση και αποστήθιζε το Ευαγγέλιο και τις άλλες γραφές, και αν σου έλθει λογισμός, μην προσέξεις ποτέ κάτω, αλλά πάντοτε επάνω και αμέσως ο Κύριος θα σε βοηθήσει.

Και αφού σταύρωσε ο γέρων τον αδελφό, πήγε στην δική του έρημο. Και παρατηρώντας πάλι βλέπει τον δαίμονα και του λέει.
-Που πάλι πηγαίνεις; Να υπενθυμίσω τους αδελφούς του λέει. Και έφυγε.
Όταν επέστρεφε του λέει ο άγιος.
-Πως πηγαίνουν οι αδελφοί; Αυτός του λέει.
-Κακώς. Ο δε γέρων του λέει.
-Γιατί; Και απάντησε.
-Είναι όλοι άγριοι, και το μεγαλύτερο κακό είναι ότι και αυτός που είχα φίλο υπάκουο, δεν γνωρίζω πώς, διαστράφηκε και δεν υπακούει, αλλά έγινε αγριότερος από όλους, και ορκίσθηκα να μην ξαναπατήσω εκεί, παρά μόνο έπειτα από πολύ χρόνο.
Και αφού είπε έτσι, αναχώρησε, αφήνοντας τον γέροντα.
Και ο άγιος εισήλθε στο κελί του.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΤΑ ΠΙΟ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΠΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΗ ΓΗ!

Τα πιο πολύτιμα πράγματα που υπάρχουν στη γη
 
Κάποια  στιγμή στον ουρανό ζήτησε ο Θεός από τους αγγέλους να του φέρουν τα πιο πολύτιμα πράγματα ,που υπάρχουν στη γη.
Οι άγγελοι ξεκίνησαν και έψαξαν ολόκληρη τη γη. Πολλοί ομολογουμένως έφεραν πολλά ωραία και πολύτιμα πράγματα. Ξεχώρισαν όμως τρείς.
Ο ένας έφερε και απέθεσε στον θρόνο του Θεού ένα ωραιότατο μαργαριτάρι. Ήταν μια σταγόνα ιδρώτα. Είχε πέσει από το μέτωπο κάποιου που τίμια προσπαθούσε να ζήσει την οικογένειά του.
-Ωραίο το εύρημα σου, είπε ο Θεός ,αλλά υπάρχει και πιο ωραίο από αυτό.
Ήρθε τότε δεύτερος άγγελος. Αυτός απέθεσε με σεβασμό μπροστά στον Θεό ένα κατακόκκινο ρουμπίνι. Ήταν μια σταγόνα αίματος ενός ήρωα, που είχε πέσει στο πεδίο της τιμής. Οι άγγελοι έμειναν εκστατικοί. Ασφαλώς αυτός θα κέρδιζε το βραβείο.
-Υπάρχει κάτι πιο πολύτιμο ακόμη ,είπε ο Θεός.
 Τότε όλοι στράφηκαν προς το μέρος του τρίτου αγγέλου, που εκείνη την ώρα ερχόταν και με πολλή ευλάβεια άφησε να κυλίσει στον θρόνο του Θεού ένα αστραφτερό διαμάντι, που όμοιο μ ‘αυτό ποτέ δεν είχαν δει. Ήταν ένα δάκρυ κάποιου αμαρτωλού, που γονατιστός ομολογούσε τις αμαρτίες του μπροστά στον πνευματικό.
-Αυτό είναι το πιο πολύτιμο πράγμα , είπε τότε ο Θεός και το βραβείο δόθηκε στον τελευταίο άγγελο. Αλήθεια, πόσο αξίζει η μετάνοια και η εξομολόγηση.
Αυτό το βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος, που λέγει  «Λέγω ύμίν ότι ούτω χαρά έσται έν τω ούρανω έπί ένί άμαρτωλώ μετανοούντι… ούτω, λέγω υμίν, χαρά γίνεται ενώ­πιον των αγγέλων του Θεού έπί ένί άμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκά ιε’ 7, 10).
 
Γεροντικόν