ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΠΩΣ ΒΙΩΝΑΝ ΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΜΑΣ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ;

Πώς βίωναν οι Λογοτέχνες μας τη Γέννηση του Θεανθρώπου;
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων

Η γέννηση του Χριστού υπήρξε πάντοτε ένα από τα αγαπημένα θέματα των Ελλήνων λογοτεχνών. Eκείνος, όμως, που χωρίς αμφιβολία την ύμνησε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων», ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Όπως σημείωνε σε εφημερίδα της εποχής (1887), «εάν το Πάσχα είναι η λαμπρότατη του Χριστιανισμού εορτή, τα Χριστούγεννα, βεβαίως, είναι η γλυκύτατη και συγκινητικότατη». Ό, τι έγραφε για τα Χριστούγεννα αποτελούσαν έκφραση βαθιάς πίστεως, όπως σημειώνει ο ίδιος: «Το ελληνικόν έθνος έχει και θα έχει διά παντός ανάγκην της θρησκείας του. Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ, μετά λατρείας, τον Χριστόν μου, να περιγράφω, μετ’ έρωτος, την φύσιν και να ζωγραφώ, μετά στοργής, τα γνήσια ελληνικά ήθη. Εις τα διηγημάτια, όσα εδημοσίευσα κατά καιρούς, τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις μου και τα αισθήματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσι, εμέ αυτόν, ίσως και ολίγους εκλεκτοὺς φιλαναγνώστας». Ο Παπαδιαμάντης, μέσα από το έργο του, εκφράζει τις βιωματικές του εμπειρίες, δείχνοντας, σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται, τη βαθιά του πίστη στη δύναμη και παρουσία του Θεού, ως έκφραση ψυχής και όχι διάνοιας. Ως τέκνον γνήσιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, όπως ομολογεί ο ίδιος, θεωρεί ότι η πατρίδα μας κινδυνεύει από την εισβολή του δυτικού τρόπου ζωής, με την αλλοίωση των ηθών και την υποτονικότητα της ευσέβειας του λαού. Γράφει πολλά και ωραία χριστουγεννιάτικα διηγήματα, θέλοντας έτσι να διασώσει τη λαϊκή ευσέβεια και να συμβάλει στην κατά Χριστόν, ορθή ανακαίνιση του κόσμου.

Ο Φώτης Κόντογλου, επίσης, στο βιβλίο του, «Χριστού Γέννησις. Το Φοβερόν Μυστήριον» αναφέρει: «Αδέρφια μου, φυλάξτε τις ελληνικές μας συνήθειες, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας και μη ξεγιελιέστε, με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις, ευφράνθητε εορτάζοντες... Ακούστε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην Εκκλησίαν τρέξετε, με προθυμίαν μπήτε, ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν, και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν». Με ιδιαίτερη ευαισθησία, ο Κόντογλου αναφέρεται στα έθιμα των Χριστουγέννων, που δείχνουν την ιδιαίτερη σχέση των Ελλήνων με τις μεγάλες εορτές της πίστεώς τους: «Οι γιορτές οι δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές και γι’ αυτό είχανε κάποιον άλλο χαρακτήρα από τις γιορτές πού γιορτάζουνε άλλα έθνη, προπάντων σήμερα, που είναι κάποιες αυτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες, χωρίς καμιά σημασία για το πνεύμα του ανθρώπου. Σ’ αυτές τις ψευτογιορτές ξαμολιούνται όλα τα βάρβαρα και εγωιστικά πάθη του ανθρώπου, που κοιτάζει μοναχά την ευχαρίστηση της σάρκας. Ενώ οι δικές μας οι γιορτές, επειδή, όπως είπα, έχουνε τη ρίζα τους στη θρησκεία, είναι σεμνές, πνευματικές». Ο Φώτης Κόντογλου, επηρεασμένος από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, μας υπενθυμίζει πως τα Χριστούγεννα είναι γιορτή της αγάπης, της απλότητας και της καλοσύνης. Τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του περιλαμβάνουν την προσήλωσή του στις αξίες της χριστιανικής πίστεως και διαμορφώνουν ένα ξεχωριστό πλαίσιο φιλανθρωπίας, όπου «απλοί, φτωχοί, καλοσυνάτοι άνθρωποι προσφέρουν την αγάπη τους απλόχερα, κερδίζοντας την αγάπη του Θεού. Την πνευματική χαρά και την ουράνια αγαλλίαση, που νιώθει ο Χριστιανός από τα Χριστούγεννα, δεν μπορεί να τη νιώσει, με κανέναν τρόπο, όποιος τα γιορτάζει μοναχά σαν μια συγκινητική συνήθεια, που είναι δεμένη περισσότερο με τις συνηθισμένες χαρές του κόσμου. Μοναχά ο ορθόδοξος Χριστιανός γιορτάζει τα Χριστούγεννα πνευματικά, κι από την ψυχή του περνάνε αγιασμένα αισθήματα και τη ζεσταίνουνε με κάποια θέρμη παράδοξη, που έρχεται από έναν άλλον κόσμο, τη θέρμη του Αγίου Πνεύματος. Ψυχή και σώμα γιορτάζουν μαζί, ευφραίνονται με τη θεία ευφροσύνη, που δεν την απογεύεται όποιος βρίσκεται μακριά από τον Χριστό».

Ο Τάσος Λειβαδίτης, ακόμη, στο ποίημά του «Η Γέννηση του Χριστού» έγραφε: «Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό: Είδες, μου λέει, γεννήθηκε η ευσπλαχνία! Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ. Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό».

Aν μελετήσει κάποιος το έργο του μεγάλου μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, δεν χρειάζεται ξεχωριστή προσπάθεια, προκειμένου να νιώσει τη μεγάλη αγάπη και αφοσίωσή του  στη χριστιανική του πίστη. Ο μακαριστός Καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Δημήτριος Κουκουλομμάτης, γράφει στο πολύ σημαντικό βιβλίο του: «Το θείο στη Νεοελληνική Φιλολογία, Α’ Ποίηση»: «Είναι, πραγματικά, δύσκολο  να εντοπίσει κανείς δημιουργίες του ποιητή, από τις οποίες να ελλείπει, παντελώς, το θρησκευτικό στοιχείο, είτε με τη μορφή της παράδοσης είτε με δογματικό περιεχόμενο». Η ποίηση του Ελύτη, έχοντας πνευματικά και λογοτεχνικά πρότυπα την Αγία Γραφή, την Υμνολογία, τις μεγάλες μορφές του Ρωμανού του Μελωδού, του Θεόφιλου, του Σολωμού, του Παπαδιαμάντη, του Παλαμά και πολλών άλλων είναι ένας ύμνος του φωτός, του Ουρανού, της Ανάστασης, της Αιωνιότητας, αναφορές όχι τυχαίες, αλλά συνειδητές αρχές χριστιανικές, φανερώματα πίστης, όχι ποιητικής, αλλά θρησκευτικής, όπως την όρισε ο Ιησούς και διευκρινίστηκε από την Ιερά Παράδοση. Έτσι, μπορεί κανείς με βεβαιότητα να ισχυρισθεί ότι χωρίς αυτήν την πίστη, από το έργο του Ποιητή θα έλειπε, ασφαλώς, το «Άξιον Εστί», ενώ οι άλλες δημιουργίες του θα είχαν ακολουθήσει άλλους δρόμους ανάπτυξης.

Για τον περιφρονημένο από το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας και σχεδόν ανύπαρκτο στα σύγχρονα σχολικά βιβλία Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ο Ελύτης έγραφε, προφητικά, στο βιβλίο του «Εν λευκώ»: «Μια μέρα, το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δε θα ΄χει αλλάξει εκείνο, αλλά το μυαλό μας. Οι άνθρωποι θα πάψουν να ΄ναι απλώς οι φορείς ηθών και εθίμων… Εκεί που εξακολουθούν να παλιώνουν τα πράγματα, παραμένει, όμως, καινούριος ο Θεός και φυσικά οι λέξεις που τον εκφράζουν». Για τον άλλο εξoβελισμένο από τα σχολικά βιβλία του Υπουργείου  Παιδείας, Διονύσιο Σολωμό, ο Ελύτης έγραφε στο βιβλίο του «Τα ελεγεία της Οξώπορτας»: «Ο Θεός τα χείλη σου χρύσωσε… η σκέψη σου γινωμένη από καιρό ουρανός… Και τι μυστήριο, να μιλάς και οι φούχτες σου ν΄ ανοίγονται. Όμορφο πρόσωπο, γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Από δική σου χάρη, μένει μισάνοιχτο το ακοίταχτο». Πιστός στην ορθόδοξη παράδοση και λατρεία σε όλη τη μεγάλη του ποιητική διαδρομή, μέσα από το υψηλού επιπέδου έργο του, εκφράζει τη σταθερή αφοσίωσή του στην ορθόδοξη Αλήθεια. Στο ποίημά του, «Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος» δείχνει, με απέριττο τρόπο, τα χαρακτηριστικά στοιχεία του απλού και πιστού Χριστιανού: «Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος να ΄ν’ ήμερος να ΄ναι άκακος, λίγο φαΐ λίγο κρασί, Χριστούγεννα κι Ανάσταση κι όπου φωλιάσει και σταθεί, κανείς να μην του φτάνει εκεί…».

Και κλείνουμε το παρόν αφιέρωμα, με το γεμάτο από παιδική χάρη και αγνότητα χριστουγεννιάτικο ποίημα του Κωστή Παλαμά, με τίτλο «Τα Χριστούγεννα»:   

«Να ‘μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του στάβλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!»

thriskeftika.blogspot.com

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ!

 ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
 
..Τὸν ἔφεραν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Ἡτοίμασαν τὴν ἀγχόνην.
- Ἐσκότωσες τὸν ἄνθρωπον!
- Ὄχι!
- Γίνε Τοῦρκος!
- Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ!
Δύο ἢ τρεῖς Τοῦρκοι μὲ πλατέα σαρίκια, παριστάμενοι εἰς τὸν ἀπαίσιον τόπον, ἤρχισαν νὰ νουθετοῦν τὸν κατάδικον.
- Ἔλα εἰς τὴν ἀληθινὴν πίστιν, ἄνθρωπε, νὰ γλυτώσῃς… Δὲν λυπᾶσαι τὰ νιᾶτά σου;
- Γίνε, γκιουζὲλ Γκιαούρ, γίνε Τοῦρκος! Δὲν ἔχεις γονεῖς; Δὲν λυπᾶσαι τὴ μάννα σου;
- Παντρεμένος εἶσαι; Δὲν λυπᾶσαι τὰ παιδιά σου;
Ὁ Κωσταντὴς εἶχεν ὀλιγοψυχήσει καὶ πάλιν. Ἐκρατήθη ἡ φωνή του.
- Θὰ γίνης; Τ᾿ ἀπεφάσισες;
- Ὄχι! Δὲν κολάζω τὴν ψυχὴ τοῦ νοννοῦ μου, ποὺ μ᾿ ἐβάφτισε.
Ὁ δήμιος ἔσυρε τὸ σχοινίον.
- Θὰ γίνῃς Τοῦρκος;
- Ἡ τελευταία ὥρα σου!
- Ὄχι! Δὲν κολάζω τὸν νοννό μου!
Ὁ δήμιος ἡτοίμασε τὴν θηλειάν.
- Σῦρε λοιπὸν εἰς τὸν ᾍδην, ἄπιστε!
- Μνήσθητί μου, Κύριε!
Καὶ μετ᾿ ὀλίγα λεπτά, ὁ νέος ἤσπαιρε κρεμάμενος εἰς τὴν ἀγχόνην...

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ!


Υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζουνται για τη σωματική υγεία τους, για το ψωμί τους, για το κορμί τους, μα για την ψυχή του κανένας δεν νοιάζεται. Και κείνοι οι γραμματιζούμενοι που έχουνε χρέος να φροντίζουνε νύκτα - μέρα για την πνευματική υγεία του, αυτοί ίσια - ίσια συνεργούνε στην πνευματική του αρρώστεια, δίνονατάς του τροφή βλαβερή, ξένη για το στομάχι του. Σε τούτο έχουνε μεγάλο κρίμα, επειδής αντίς οδηγοί, γίνονται πλανευτές του λαού τους, για να χορτάσουνε την κενοδοξία τους και για να φανούνε έξυπνοι και προοδευτικοί. Γίνουνται προδότες της φυλής τους και βοηθάνε τους οχτρούς της, που τους συγχαίρουνε πονηρά για το λάκκο που ανοίγουνε να πέσει μέσα ο Ελληνισμός και να χαθεί. Γιατί πρέπει να καταλάβουμε πως ο Ελληνισμός δεν χάνεται μονάχα σαν χάσει την πολιτική ελευθερία του, αλλά σαν χάσει την πνευματική ελευθερία του. Στα χρόνια της σκλαβιάς, όσοι αλλαξοπιστούσανε, το έθνος τους λογάριαζε για χαμένους. Μα τώρα τί είναι άλλο από αλλαξόπιστοι όσοι αρνιούνται τη μάννα τους και το σπίτι τους και καταφρονάνε τα δικά τους και θέλουνε να τα θάψουνε, και να πάρουν αισθήματα και φερσίματα ξένα ολότελα στον χαραχτήρα τους;

Φώτης Κόντογλου Από το βιβλίο «Η πονεμένη Ρωμιοσύνη», 1963.

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ!


Τ Ο   Μ Υ Σ Τ Ι Κ Ο
π.   Δ η μ η τ ρ ί ο υ   Μ π ό κ ο υ

Προτοῦ ξημερώσει, νύχτα ἀκόμη, ξύπνησε, καθὼς τὸ συνήθιζε, ὁ γέρο-Φιλάγριος. Ἄλλαξε φυτίλι στὸ καντήλι ποὺ τρεμόσβηνε κι ἀνάβοντας δυὸ κεριὰ μπρὸς στὶς εἰκόνες, διάβασε τὶς ἑωθινές του προσευχές, τὸ Μεσονυκτικὸ καὶ τὸν Ὄρθρο.
Ἔφεγγε γιὰ τὰ καλὰ ὅταν τελείωσε. Τράβηξε τὸ ξύλινο πορτόφυλλο ποὺ ἔκλεινε τὸ ἄνοιγμα τῆς σπηλιᾶς καὶ βγῆκε στὸν ἐξώστη, ἕνα φυσικὸ πλάτωμα τοῦ βράχου πάνω ἀπ’ τὸν γκρεμό. Ἀπὸ χαμηλὰ ἀνέβαινε, μόνιμο τραγούδι στ’ αὐτιά του, τὸ βουητὸ τοῦ νεροῦ, καθὼς κυλοῦσε ὁρμητικὰ στὸ φαράγγι. Τὸ καλοκαίρι μόνο ἡσύχαζε, γινόταν φλύαρο μουρμουρητό, μητρικὸ νανούρισμα στὸν ὕπνο του.
Ἡ ἀνατολὴ ρόδιζε στὸ βάθος κι ἕνα ὑπέροχο σύνολο ἁπαλῶν χρωματισμῶν ξεχυνόταν τριγύρω. Τὰ μάτια του μαγεύτηκαν στὴ θέα τῆς αὐγῆς. Φωνὲς πουλιῶν, θροΐσματα φύλλων, γρυλίσματα ἀγριμιῶν, γέμιζαν ὀμορφιὰ τὴν ἄγρια φύση. Πῶς τ’ ἀγαποῦσε ὅλα αὐτά! Φιλάγριος, βλέπεις!
Ἀνάπνευσε τὸν πρωινὸ ἀέρα κι ἕνα κύμα εὐφορίας φούσκωσε τὴν καρδιά του.
«Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε…»
«Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῆς γῆς… τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, …τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά…»
Δὲν ἦταν μόνο μιὰ ὄμορφη φθινοπωριάτικη μέρα ἡ σημερινή. Εἶχε κάτι ξεχωριστὸ καὶ γι’ αὐτόν.
Ξαναγύρισε στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς, πῆρε στὰ χέρια του ἕνα μακρὺ ξεφλουδισμένο ξύλο καὶ τό ’φερε ἔξω. Τὸ σήκωσε ψηλὰ καὶ τὸ κοίταξε στὸ φῶς. Ἦταν γεμάτο χαρακιές. Κάθε χαρακιὰ κι ἕνας χρόνος. Πολλὲς χαρακιές, πολλὰ χρόνια!
Χαμογέλασε. Ἔβγαλε τὸν παλιό του σουγιὰ καὶ τράβηξε μιὰ χαρακιὰ ἀκόμα κάτω ἀπ’ τὶς ἄλλες. Ἑκατό!
Σήμερα γινόταν ἑκατὸ χρονῶν! Χαμογέλασε πάλι.
-  Ἦρθε ὁ καιρός!… μουρμούρισε.
Ἀνασύροντας τὶς βαρειὲς κουρτίνες τοῦ χρόνου ἡ μνήμη του ἔτρεξε πολὺ πίσω. Τότε πού, δεκάδες χρόνια πρίν, ἀφήνοντας τὸν κόσμο, ξεκινοῦσε τὸ μακρὺ ταξίδι γιὰ τὸ ἀσκηταριό του.
-  Θὰ ξαναϊδωθοῦμε στὰ ἑκατό μας, ἂν ζοῦμε, εἶπε στὴ δίδυμη μοναδικὴ ἀδελφή του, βλέποντας τὰ δάκρυα στὰ μάτια της, τάχα ἀστειευόμενος γιὰ νὰ κρύψει καὶ τὴ δική του συγκίνηση. Θὰ γιορτάσουμε μαζὶ τὰ ἑκατοστά μας Χριστούγεννα.
Ἐκείνη χαμογέλασε πικρὰ μὲς στὰ δάκρυά της καὶ τὸν φίλησε γιὰ τελευταία φορά…
-  Ἦρθε ὁ καιρός, Μαργαρίτα! ξανάπε καὶ τὰ μάτια του βούρκωσαν. Ποιὸς θὰ τὸ πίστευε! Νὰ ζεῖς ἄραγε;
Ἑτοιμάστηκε, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ ξεκίνησε. Περπάτησε μέρες πολλές. Ἄφησε πίσω του βουνὰ καὶ κάμπους, διέσχισε ποτάμια καὶ δάση, πέρασε πολιτεῖες καὶ χωριά. Μὰ ἔβλεπε ἕναν κόσμο ἀγνώριστο. Τεράστια κτίρια, αὐτοκίνητα, φῶτα. Πρωτόγνωρα πράγματα γι’ αὐτόν.
Σὲ μιὰ πράσινη κοιλάδα, ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνά, μιὰ μικρὴ πολιτεία σήμανε τὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ του. Ἐδῶ ἦταν ἡ πατρίδα του. Ἀλλαγμένη κι αὐτὴ ἐντελῶς. Προχώρησε σιγὰ γιὰ ’κεῖ ποὺ κάποτε βρισκόταν τὸ σπιτικό τους. Μιὰ πολυκατοικία ὑψωνόταν τώρα στὴ θέση του. Οἱ ἄνθρωποι τὸν κοίταζαν μὲ περιέργεια.
Ρώτησε γιὰ τὴν ἀδελφή του. Εἶχε πεθάνει ἀπὸ χρόνια. Ζοῦσε ὅμως μιὰ κόρη της μὲ τὸν ἄντρα της καὶ τὰ παιδιά τους. Τοῦ ’δειξαν τὸ σπίτι της. Ὁ ἐρημίτης τράβηξε κατακεῖ.
Τὸν δέχτηκαν μὲ χαρά, παρὰ τὴν ἔκπληξη ποὺ δοκίμασαν στὴν ἀπρόσμενη ἐμφάνισή του. Ἡ ἀνεψιά του, μιὰ μεσόκοπη καλοβαλμένη γυναίκα, βάλθηκε φιλότιμα νὰ περιποιηθεῖ τὸν θεῖο της, ποὺ μόνο ἀκουστὰ τὸν εἶχε ἀπ’ τὴ συχωρεμένη μάνα της. Τοῦ παραχώρησε ἕνα δικό του δωμάτιο γιὰ ὅσον καιρὸ θά ’μενε κοντά τους.
Ἀπόμεναν δυὸ βδομάδες γιὰ τὰ Χριστούγεννα…
Ἀπὸ τὴν ἄλλη κιόλας μέρα ὁ γέρο-Φιλάγριος βάλθηκε νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὴ μεγάλη γιορτή. Νὰ τὴ γιορτάσει, ὅπως ἔπρεπε. Νήστευε, διάβαζε προσευχές, ἔκανε μετάνοιες, τὸ κομποσχοίνι του ἔτρεχε ἀσταμάτητα.
Μά, ἔξω ἀπ’ αὐτόν, κανένας ἄλλος δὲν ἔμοιαζε νὰ περιμένει Χριστούγεννα. Κινοῦνταν ὅλοι διαφορετικά. Εἶχαν γυρίσει στὰ καθημερινά τους. Στὴ δουλειὰ οἱ γονεῖς, στὶς σπουδές τους τὰ παιδιά. Τὸ μεσημέρι μαζεύονταν γιὰ φαγητό, ἀλλὰ καμμιὰ φορὰ συγκεντρώνονταν μόνο τὸ βράδυ. Περνοῦσαν σχεδὸν πλούσια. Εἶχαν τὸν τρόπο τους καὶ τὰ βόλευαν.
Κάτι ὅμως δὲν πήγαινε καλά. Ὁ γέρο-Φιλάγριος τὸ διαισθάνθηκε ἀμέσως, βλέποντας συνέχεια πρόσωπα κουρασμένα γύρω του. Σχεδὸν τρόμαξε, ὅταν εἶδε καὶ στὰ παιδιὰ ἀκόμα μάτια μαραμένα, ἀνέκφραστα. Χωρὶς νὰ σπιθίζει μέσα τους ἡ φλόγα τῆς ζωῆς.
-  Πόσο θὰ πλήττεις μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ βαρετὰ ποὺ κάνεις, παππού! τοῦ εἶπε μιὰ μέρα ὁ μικρότερος γιὸς τῆς ἀνεψιᾶς του, ἀφοῦ γι’ ἀρκετὴ ὥρα τὸν παρατηροῦσε νὰ κυλάει τὸ κομποσχοίνι του.
-  Γιατί τὸ λὲς αὐτό, παιδί μου;
-  Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ποὺ κάνουμε ὅλοι ἐδῶ πέρα, παππού. Βαριούμαστε! Καὶ πιὸ πολὺ ἐμεῖς τὰ παιδιὰ μὲ τὸ διάβασμα.
Αὐτὸ ἦταν! Ὅλα ἔσβηναν στὴ θαμπὴ ὁμίχλη τῆς ρουτίνας.
Μιὰ θανατερὴ μονοτονία ἔριχνε τὸ καταθλιπτικὸ πέπλο πάνω τους. Κάθε μέρα τὰ ἴδια πράγματα. Ἴδιο πρόγραμμα, ἴδια δουλειά, ἴδιος ρυθμός. Ἴδια, καὶ ὄχι πάντα εὐχάριστα, πρόσωπα. Ἡ ἐπανάληψη, ἀπαράλλαχτα, τοῦ ἴδιου καθημερινοῦ μοτίβου κατάπινε ἀδηφάγα τὴ ζωντάνια τους. Πάνω σὲ ἀγέλαστα, συνοφρυωμένα πρόσωπα μιὰ κάθετη γραμμὴ ἀνάμεσα στὰ μάτια χάραζε τὸ μέτωπο στὰ δυό, ἀποτυπώνοντας τὴν ἔκφραση τοῦ μόνιμα ἀνικανοποίητου ἀνθρώπου.
Καὶ στὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ ὅλοι ξεσποῦσαν ἀσυγκράτητα. Κούραση, γκρίνια, ἐκνευρισμός!
Δὲν περνοῦσε μέρα ποὺ νὰ μὴν ἀκούσει ὁ γέρο-μοναχὸς τὸν βαριεστημένο ἀναστεναγμὸ τῆς ἀνεψιᾶς του:
-  Οὔφ! Πῶς ἀντέχω ἀκόμα! Τίποτε εὐχάριστο δὲν ἔχει ἡ ζωή μας. Καμμιὰ ἀλλαγή. Εἶναι τόσο ἄχαρη καὶ μονότονη! Μιὰ κόλαση!
Μιὰ μέρα ὁ γέρο-Φιλάγριος δὲ βάσταξε.
-  Γιατί τὸ λὲς αὐτό, κόρη μου; Ἔγινε κόλαση πιὰ καὶ θλιβερὴ μονοτονία ἡ ἀσίγαστη λαχτάρα τῆς καρδιᾶς νὰ βλέπεις γύρω σου αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶς; Τὸ ν’ ἀντικρύζουν κάθε πρωὶ τὰ μάτια σου τὸν κόσμο ποὺ σὲ συντροφεύει; Τὸν οὐρανό, τὸν ἥλιο, τὰ πουλιά; Πῶς γίνεται νὰ ζεῖς σὰν κόλαση τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ; Τί θά ’κανες, ἂν ὁ Θεὸς τ’ ἀποτραβοῦσε πίσω;
Τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ; Αὐτὰ ποὺ ἀπόκτησαν μὲ τὸ δικό τους μόχθο μιὰ ὁλόκληρη ζωή;
Θυμήθηκε τὰ λόγια τῆς μάνας της:
«Δὲν εἶναι τίποτε δικό μας. Ἔχουμε μόνο ὅσα θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἔχουμε».
Ἔμεινε συλλογισμένη…
Ἡ νύχτα εἶχε προχωρήσει ἀρκετά, ὅταν, ἀποτελειώνοντας ἐπιτέλους τὶς δουλειές της, ἔπεσε ἀποκαμωμένη νὰ κοιμηθεῖ. Ὁ ἄντρας της εἶχε ξαπλώσει ἀπὸ νωρίς. Στὸ διπλανὸ δωμάτιο ἀκουγόταν ἥσυχα ἡ ἀνάσα τῶν παιδιῶν. Μόνο στὸ δωμάτιο τοῦ θείου της ἄναβε ἀκόμα τὸ φῶς.
-  Καϋμένε θεῖε! μουρμούρισε. Πῶς ἀντέχεις ἕναν αἰώνα τὰ ἴδια πράγματα! Ἐγὼ θὰ εἶχα τρελλαθεῖ.
Βυθίστηκε σ’ ἕναν ὕπνο βαθύ…
Ξαφνικὰ τὸ κουδούνισμα τοῦ τηλεφώνου ἔσκισε ἄγρια τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία. Τινάχτηκε τρομαγμένη.
-  Ἐμπρός! φώναξε μὲ πνιγμένη φωνή.
-  Ἐλᾶτε γρήγορα! Ἔγινε ἀτύχημα. Ὁ ἄντρας σας μὲ τὸν γιό σας εἶναι στὸ νοσοκομεῖο!
-  Ἀτύχημα; Πότε; Πῶς;
Ἡ γραμμὴ ἔκλεισε πρὶν πάρει καμμιὰ ἀπάντηση. Ντύθηκε ἀλαφιασμένη. Τὸ σπίτι ἦταν ἄνω-κάτω. Μὰ πότε ἔγιναν ὅλα αὐτά; Ἔτρεξε στὸ αὐτοκίνητο. Τὸ κεφάλι της βούιζε, πήγαινε νὰ σπάσει. Ἔτρεμε ὁλόκληρη, τὸ τιμόνι χόρευε στὰ χέρια της.
Πάρκαρε μὲ βιάση στὴν εἴσοδο τοῦ νοσοκομείου χτυπώντας μὲ δύναμη τὸ πίσω αὐτοκίνητο. Οὔτε ποὺ στάθηκε νὰ δεῖ. Ὅρμησε μέσα, ἀλλὰ παντοῦ ἐπικρατοῦσε πανδαιμόνιο. Τὰ ἀσθενοφόρα μπαινόβγαιναν στὴν αὐλὴ τρελλαίνοντας μὲ τὶς σειρῆνες τὸ μυαλό της, ἐνῶ οἱ ψυχρές, γαλαζωπὲς λάμψεις τους ἔσκιζαν σὰν στιλέτα τὴν καρδιά της.
Ἔτρεχε στοὺς ἀχανεῖς διαδρόμους, μὰ τὰ πόδια της ἦταν μολύβι ἀσήκωτο. Ἄρρωστοι, τραυματίες, γεμάτα φορεῖα συνέθεταν τὸ μακάβριο πλάνο. Πουθενὰ ὁ ἄντρας της καὶ τὸ παιδί της. Μὲ τὴν ἀγωνία της ν’ ἀνεβαίνει στὸ ζενίθ, βλέπει ξαφνικὰ δυὸ νοσοκόμους νὰ σπρώχνουν, τρέχοντας σχεδόν, στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου τὰ φορεῖα τους. Οἱ τραυματίες εἶχαν τὰ μάτια κλειστά, δεμένα τὰ κεφάλια τους μὲ ματωμένες γάζες. Τῆς φάνηκε πὼς ἦταν οἱ δικοί της.
-Μιὰ στιγμή! Περιμένετε! φώναξε μ’ ὅλη της τὴ δύναμη.
Μὰ οἱ νοσοκόμοι, σὰ νὰ μὴν ἄκουσαν τίποτε, ἔσπρωξαν τὰ περιστρεφόμενα πορτόφυλλα τοῦ χειρουργείου καὶ χάθηκαν πίσω τους. Ἐκεῖνα ἐπέστρεψαν μὲ φόρα φέρνοντάς της κατάμουτρα, σὰν εἰρωνεία, τὴν φαρδειὰ ἐπιγραφή τους: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ.

Μὰ ποιὸς λογάριαζε τώρα τέτοια; Τὰ ἔσπρωξε κι αὐτὴ μὲ δύναμη καὶ χύθηκε ὁρμητικὰ ξωπίσω τους. Δὲν πρόλαβε νὰ κάνει βῆμα, ὅταν δυὸ ἀτσαλένιες τανάλιες τὴν κράτησαν ἀκίνητη κι ἕνας πανύψηλος νοσοκόμος τὴν πέταξε στὶς πλάκες τοῦ διαδρόμου. Σωριάστηκε χτυπώντας δυνατὰ στὸ δάπεδο τὸ κούτελό της καί, βγάζοντας μιὰ δυνατὴ κραυγή,… ξύπνησε.
Ναί! Ἦταν μόνο ἕνα ὄνειρο! Ἕνας φριχτὸς ἐφιάλτης!
Ἀνακαθισμένη στὸ κρεβάτι ἀνάσαινε βαριὰ μὲ τὸ πρόσωπο λουσμένο στὸν ἱδρώτα. Τὰ παιδιά, ὁ ἄντρας της, ὅλοι εἶχαν μαζευτεῖ ἀπ’ τὶς φωνές της γύρω της. Βλέποντάς τους νὰ τὴν τριγυρίζουν, ἕνα κύμα ἀγάπης ξεχείλισε ἀπ’ τὴν καρδιά της γιὰ ὅλους. Ὁ γέρο-Φιλάγριος ξεπρόβαλε ἀπὸ τὴν πόρτα. Μόλις τὸν ἀντίκρυσε, ξέσπασε αὐθόρμητα:
-  Ὢ θεῖε! Τί κόλαση νὰ μᾶς πάρει πίσω ὁ Θεὸς τὰ δῶρα του! Τί εὐτυχία ἔχουμε καὶ δὲν τὸ νοιώθουμε!
Χαμογέλασε ὁ γεράκος καλοκάγαθα.
-  Ὑπάρχουν καὶ χειρότερα, παιδί μου. Τὰ δῶρα του εἶναι θαυμάσια καὶ εἶναι σίγουρα φριχτὴ κόλαση νὰ τὰ χάνεις. Μὰ εἶναι ἀσύγκριτα φριχτότερη ἡ κόλαση νὰ χάσεις Ἐκεῖνον ποὺ τὰ δίνει. Τὰ δῶρα του, ὅσο ὑπέροχα κι ἂν εἶναι, δὲν παύουν νά ’ναι μικρὸ μόνο δεῖγμα τῆς ἄρρητης ὀμορφιᾶς Ἐκείνου ποὺ τὰ χαρίζει.
Ἄκουγαν ὅλοι ἀμίλητοι, προσεχτικοί. Ὁ γέροντας συνέχισε:
-  Νοιώθουμε εὐτυχία μὲ τὰ δῶρα του; Ἀνείπωτη ὅμως εὐτυχία θά ’τανε νὰ ἔχουμε Αὐτὸν τὸν ἴδιο! Θὰ ζούσαμε σὰν σὲ παράδεισο! Ποιὸς θά ’νοιωθε ἀνία τότε; Ποιὰ πληκτικὴ μονοτονία θὰ μποροῦσε νὰ εἰσβάλει στὴ ζωή του, ἀκόμα κι ἂν ζοῦσε ἑκατὸ χρόνια σὲ μιὰ σπηλιὰ στὴν ἐρημιά;
-  Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ μυστικό σου, παππού; ρώτησε κάποιος.
-  Ναί, παιδί μου! Ὅταν ἀγαπᾶς, δὲν νοιώθεις πλήξη. Ποτὲ δὲν σοῦ εἶναι βαρετὸ νὰ κάνεις κάτι γιὰ νὰ δείξεις τὴν ἀγάπη σου. Ἀντίθετα, τὸ λαχταρᾶς. Ψελλίσματα λαχτάρας εἶναι καὶ οἱ προσευχές μου. Ἐρωτικὸ τραγούδι, τὰ λόγια της ἀγάπης μου γιὰ Ἐκεῖνον, ποὺ νύχτα-μέρα ἀναζητῶ καὶ λαχταρῶ ἀδιάκοπα νὰ συναντήσω. Πῶς νὰ μπουχτίσω, ὅταν μ’ αὐτὰ τοῦ ἐκφράζω τὴν ἀγάπη μου; Ἡ πλήξη συνοδεύει μόνο τὴν ἀνέραστη ζωή!
Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων οἱ καμπάνες γέμισαν τὸν ἀέρα τῆς μικρῆς πόλης μὲ ἤχους γιορτινούς.
Ἐκεῖνα τὰ Χριστούγεννα γιόρτασαν ὅλοι χαρούμενοι. Εἶχαν ξαναβρεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον κι ὅλοι μαζὶ τὸν Θεό.
…Κι ὁ γέρο-Φιλάγριος εἶπε πὼς ἦταν τὰ καλύτερά του Χριστούγεννα!…


Χριστούγεννα 2003

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ (ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟ, ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ)

Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.

Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό. Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.

Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό. Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;

Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους. Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:

– Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;

Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:

– Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.

– Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
– Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;

Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.

– Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.

Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.

– Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.

Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
– Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!

Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.

– Μα τι έγινε;
– Θαύμα!
– Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!

Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.
Η γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε; – είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα…

Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού». Το λουλούδι λέγεται αλεξανδρινό. Ανθίζει Δεκέμβριο με Ιανουάριο και η ανθοφορία του διαρκεί 6 – 8 εβδομάδες.