Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: Αν
όλος ο κόσμος βαδίσει προς µία κατεύθυνση, κι ο Χριστός προς την άλλη, εγώ θα
πάω πίσω από τον Χριστό.
ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024
ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ: ΕΓΩ ΘΑ ΠΑΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ!
Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ!
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
- Ἐσκότωσες τὸν ἄνθρωπον!
- Ὄχι!
- Γίνε Τοῦρκος!
- Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ!
Δύο ἢ τρεῖς Τοῦρκοι μὲ πλατέα σαρίκια, παριστάμενοι εἰς τὸν ἀπαίσιον τόπον, ἤρχισαν
νὰ νουθετοῦν τὸν κατάδικον.
- Ἔλα εἰς τὴν ἀληθινὴν πίστιν, ἄνθρωπε, νὰ γλυτώσῃς… Δὲν λυπᾶσαι τὰ νιᾶτά
σου;
- Γίνε, γκιουζὲλ Γκιαούρ, γίνε Τοῦρκος! Δὲν ἔχεις γονεῖς; Δὲν λυπᾶσαι τὴ
μάννα σου;
- Παντρεμένος εἶσαι; Δὲν λυπᾶσαι τὰ παιδιά σου;
Ὁ Κωσταντὴς εἶχεν ὀλιγοψυχήσει καὶ πάλιν. Ἐκρατήθη ἡ φωνή του.
- Θὰ γίνης; Τ᾿ ἀπεφάσισες;
- Ὄχι! Δὲν κολάζω τὴν ψυχὴ τοῦ νοννοῦ μου, ποὺ μ᾿ ἐβάφτισε.
Ὁ δήμιος ἔσυρε τὸ σχοινίον.
- Θὰ γίνῃς Τοῦρκος;
- Ἡ τελευταία ὥρα σου!
- Ὄχι! Δὲν κολάζω τὸν νοννό μου!
Ὁ δήμιος ἡτοίμασε τὴν θηλειάν.
- Σῦρε λοιπὸν εἰς τὸν ᾍδην, ἄπιστε!
- Μνήσθητί μου, Κύριε!
Καὶ μετ᾿ ὀλίγα λεπτά, ὁ νέος ἤσπαιρε κρεμάμενος εἰς τὴν ἀγχόνην...
Πέμπτη 30 Απριλίου 2020
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ!
Υπάρχουν άνθρωποι που
νοιάζουνται για τη σωματική υγεία τους, για το ψωμί τους, για το κορμί τους, μα
για την ψυχή του κανένας δεν νοιάζεται. Και κείνοι οι γραμματιζούμενοι που
έχουνε χρέος να φροντίζουνε νύκτα - μέρα για την πνευματική υγεία του, αυτοί ίσια
- ίσια συνεργούνε στην πνευματική του αρρώστεια, δίνονατάς του τροφή βλαβερή,
ξένη για το στομάχι του. Σε τούτο έχουνε μεγάλο κρίμα, επειδής αντίς οδηγοί,
γίνονται πλανευτές του λαού τους, για να χορτάσουνε την κενοδοξία τους και για
να φανούνε έξυπνοι και προοδευτικοί. Γίνουνται προδότες της φυλής τους και
βοηθάνε τους οχτρούς της, που τους συγχαίρουνε πονηρά για το λάκκο που
ανοίγουνε να πέσει μέσα ο Ελληνισμός και να χαθεί. Γιατί πρέπει να καταλάβουμε
πως ο Ελληνισμός δεν χάνεται μονάχα σαν χάσει την πολιτική ελευθερία του, αλλά
σαν χάσει την πνευματική ελευθερία του. Στα χρόνια της σκλαβιάς, όσοι
αλλαξοπιστούσανε, το έθνος τους λογάριαζε για χαμένους. Μα τώρα τί είναι άλλο
από αλλαξόπιστοι όσοι αρνιούνται τη μάννα τους και το σπίτι τους και καταφρονάνε
τα δικά τους και θέλουνε να τα θάψουνε, και να πάρουν αισθήματα και φερσίματα
ξένα ολότελα στον χαραχτήρα τους;
Φώτης Κόντογλου Από το βιβλίο «Η
πονεμένη Ρωμιοσύνη», 1963.
Κυριακή 24 Ιουνίου 2018
Δευτέρα 8 Μαΐου 2017
Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017
Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ!
Τ
Ο Μ Υ Σ Τ Ι Κ Ο
π.
Δ η μ η τ ρ ί ο υ Μ π ό κ ο υ
Προτοῦ ξημερώσει, νύχτα ἀκόμη, ξύπνησε, καθὼς
τὸ συνήθιζε, ὁ γέρο-Φιλάγριος. Ἄλλαξε φυτίλι στὸ καντήλι ποὺ τρεμόσβηνε κι
ἀνάβοντας δυὸ κεριὰ μπρὸς στὶς εἰκόνες, διάβασε τὶς ἑωθινές του προσευχές, τὸ
Μεσονυκτικὸ καὶ τὸν Ὄρθρο.
Ἔφεγγε
γιὰ τὰ καλὰ ὅταν τελείωσε. Τράβηξε τὸ ξύλινο πορτόφυλλο ποὺ ἔκλεινε τὸ ἄνοιγμα
τῆς σπηλιᾶς καὶ βγῆκε στὸν ἐξώστη, ἕνα φυσικὸ πλάτωμα τοῦ βράχου πάνω ἀπ’ τὸν
γκρεμό. Ἀπὸ χαμηλὰ ἀνέβαινε, μόνιμο τραγούδι στ’ αὐτιά του, τὸ βουητὸ τοῦ
νεροῦ, καθὼς κυλοῦσε ὁρμητικὰ στὸ φαράγγι. Τὸ καλοκαίρι μόνο ἡσύχαζε, γινόταν
φλύαρο μουρμουρητό, μητρικὸ νανούρισμα στὸν ὕπνο του.
Ἡ
ἀνατολὴ ρόδιζε στὸ βάθος κι ἕνα ὑπέροχο σύνολο ἁπαλῶν χρωματισμῶν ξεχυνόταν
τριγύρω. Τὰ μάτια του μαγεύτηκαν στὴ θέα τῆς αὐγῆς. Φωνὲς πουλιῶν, θροΐσματα
φύλλων, γρυλίσματα ἀγριμιῶν, γέμιζαν ὀμορφιὰ τὴν ἄγρια φύση. Πῶς τ’ ἀγαποῦσε
ὅλα αὐτά! Φιλάγριος, βλέπεις!
Ἀνάπνευσε
τὸν πρωινὸ ἀέρα κι ἕνα κύμα εὐφορίας φούσκωσε τὴν καρδιά του.
«Ὡς
ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε…»
«Αἰνεῖτε
τὸν Κύριον ἐκ τῆς γῆς… τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, …τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ
κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά…»
Δὲν
ἦταν μόνο μιὰ ὄμορφη φθινοπωριάτικη μέρα ἡ σημερινή. Εἶχε κάτι ξεχωριστὸ καὶ
γι’ αὐτόν.
Ξαναγύρισε
στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς, πῆρε στὰ χέρια του ἕνα μακρὺ ξεφλουδισμένο ξύλο καὶ τό
’φερε ἔξω. Τὸ σήκωσε ψηλὰ καὶ τὸ κοίταξε στὸ φῶς. Ἦταν γεμάτο χαρακιές. Κάθε
χαρακιὰ κι ἕνας χρόνος. Πολλὲς χαρακιές, πολλὰ χρόνια!
Χαμογέλασε.
Ἔβγαλε τὸν παλιό του σουγιὰ καὶ τράβηξε μιὰ χαρακιὰ ἀκόμα κάτω ἀπ’ τὶς ἄλλες.
Ἑκατό!
Σήμερα
γινόταν ἑκατὸ χρονῶν! Χαμογέλασε πάλι.
-
Ἦρθε ὁ καιρός!… μουρμούρισε.
Ἀνασύροντας
τὶς βαρειὲς κουρτίνες τοῦ χρόνου ἡ μνήμη του ἔτρεξε πολὺ πίσω. Τότε πού,
δεκάδες χρόνια πρίν, ἀφήνοντας τὸν κόσμο, ξεκινοῦσε τὸ μακρὺ ταξίδι γιὰ τὸ
ἀσκηταριό του.
-
Θὰ ξαναϊδωθοῦμε στὰ ἑκατό μας, ἂν ζοῦμε, εἶπε στὴ δίδυμη μοναδικὴ ἀδελφή
του, βλέποντας τὰ δάκρυα στὰ μάτια της, τάχα ἀστειευόμενος γιὰ νὰ κρύψει καὶ τὴ
δική του συγκίνηση. Θὰ γιορτάσουμε μαζὶ τὰ ἑκατοστά μας Χριστούγεννα.
Ἐκείνη
χαμογέλασε πικρὰ μὲς στὰ δάκρυά της καὶ τὸν φίλησε γιὰ τελευταία φορά…
-
Ἦρθε ὁ καιρός, Μαργαρίτα! ξανάπε καὶ τὰ μάτια του βούρκωσαν. Ποιὸς θὰ τὸ
πίστευε! Νὰ ζεῖς ἄραγε;
Ἑτοιμάστηκε,
πῆρε τὸ ραβδί του καὶ ξεκίνησε. Περπάτησε μέρες πολλές. Ἄφησε πίσω του βουνὰ
καὶ κάμπους, διέσχισε ποτάμια καὶ δάση, πέρασε πολιτεῖες καὶ χωριά. Μὰ ἔβλεπε
ἕναν κόσμο ἀγνώριστο. Τεράστια κτίρια, αὐτοκίνητα, φῶτα. Πρωτόγνωρα πράγματα
γι’ αὐτόν.
Σὲ
μιὰ πράσινη κοιλάδα, ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνά, μιὰ μικρὴ πολιτεία σήμανε τὸ τέρμα
τοῦ ταξιδιοῦ του. Ἐδῶ ἦταν ἡ πατρίδα του. Ἀλλαγμένη κι αὐτὴ ἐντελῶς. Προχώρησε
σιγὰ γιὰ ’κεῖ ποὺ κάποτε βρισκόταν τὸ σπιτικό τους. Μιὰ πολυκατοικία ὑψωνόταν
τώρα στὴ θέση του. Οἱ ἄνθρωποι τὸν κοίταζαν μὲ περιέργεια.
Ρώτησε
γιὰ τὴν ἀδελφή του. Εἶχε πεθάνει ἀπὸ χρόνια. Ζοῦσε ὅμως μιὰ κόρη της μὲ τὸν
ἄντρα της καὶ τὰ παιδιά τους. Τοῦ ’δειξαν τὸ σπίτι της. Ὁ ἐρημίτης τράβηξε
κατακεῖ.
Τὸν
δέχτηκαν μὲ χαρά, παρὰ τὴν ἔκπληξη ποὺ δοκίμασαν στὴν ἀπρόσμενη ἐμφάνισή του. Ἡ
ἀνεψιά του, μιὰ μεσόκοπη καλοβαλμένη γυναίκα, βάλθηκε φιλότιμα νὰ περιποιηθεῖ
τὸν θεῖο της, ποὺ μόνο ἀκουστὰ τὸν εἶχε ἀπ’ τὴ συχωρεμένη μάνα της. Τοῦ
παραχώρησε ἕνα δικό του δωμάτιο γιὰ ὅσον καιρὸ θά ’μενε κοντά τους.
Ἀπόμεναν
δυὸ βδομάδες γιὰ τὰ Χριστούγεννα…
Ἀπὸ
τὴν ἄλλη κιόλας μέρα ὁ γέρο-Φιλάγριος βάλθηκε νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὴ μεγάλη
γιορτή. Νὰ τὴ γιορτάσει, ὅπως ἔπρεπε. Νήστευε, διάβαζε προσευχές, ἔκανε
μετάνοιες, τὸ κομποσχοίνι του ἔτρεχε ἀσταμάτητα.
Μά,
ἔξω ἀπ’ αὐτόν, κανένας ἄλλος δὲν ἔμοιαζε νὰ περιμένει Χριστούγεννα. Κινοῦνταν
ὅλοι διαφορετικά. Εἶχαν γυρίσει στὰ καθημερινά τους. Στὴ δουλειὰ οἱ γονεῖς,
στὶς σπουδές τους τὰ παιδιά. Τὸ μεσημέρι μαζεύονταν γιὰ φαγητό, ἀλλὰ καμμιὰ
φορὰ συγκεντρώνονταν μόνο τὸ βράδυ. Περνοῦσαν σχεδὸν πλούσια. Εἶχαν τὸν τρόπο
τους καὶ τὰ βόλευαν.
Κάτι
ὅμως δὲν πήγαινε καλά. Ὁ γέρο-Φιλάγριος τὸ διαισθάνθηκε ἀμέσως, βλέποντας
συνέχεια πρόσωπα κουρασμένα γύρω του. Σχεδὸν τρόμαξε, ὅταν εἶδε καὶ στὰ παιδιὰ
ἀκόμα μάτια μαραμένα, ἀνέκφραστα. Χωρὶς νὰ σπιθίζει μέσα τους ἡ φλόγα τῆς ζωῆς.
-
Πόσο θὰ πλήττεις μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ βαρετὰ ποὺ κάνεις, παππού! τοῦ εἶπε μιὰ
μέρα ὁ μικρότερος γιὸς τῆς ἀνεψιᾶς του, ἀφοῦ γι’ ἀρκετὴ ὥρα τὸν παρατηροῦσε νὰ
κυλάει τὸ κομποσχοίνι του.
-
Γιατί τὸ λὲς αὐτό, παιδί μου;
-
Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ποὺ κάνουμε ὅλοι ἐδῶ πέρα, παππού. Βαριούμαστε! Καὶ
πιὸ πολὺ ἐμεῖς τὰ παιδιὰ μὲ τὸ διάβασμα.
Αὐτὸ
ἦταν! Ὅλα ἔσβηναν στὴ θαμπὴ ὁμίχλη τῆς ρουτίνας.
Μιὰ
θανατερὴ μονοτονία ἔριχνε τὸ καταθλιπτικὸ πέπλο πάνω τους. Κάθε μέρα τὰ ἴδια
πράγματα. Ἴδιο πρόγραμμα, ἴδια δουλειά, ἴδιος ρυθμός. Ἴδια, καὶ ὄχι πάντα
εὐχάριστα, πρόσωπα. Ἡ ἐπανάληψη, ἀπαράλλαχτα, τοῦ ἴδιου καθημερινοῦ μοτίβου
κατάπινε ἀδηφάγα τὴ ζωντάνια τους. Πάνω σὲ ἀγέλαστα, συνοφρυωμένα πρόσωπα μιὰ
κάθετη γραμμὴ ἀνάμεσα στὰ μάτια χάραζε τὸ μέτωπο στὰ δυό, ἀποτυπώνοντας τὴν
ἔκφραση τοῦ μόνιμα ἀνικανοποίητου ἀνθρώπου.
Καὶ
στὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ ὅλοι ξεσποῦσαν ἀσυγκράτητα. Κούραση, γκρίνια, ἐκνευρισμός!
Δὲν
περνοῦσε μέρα ποὺ νὰ μὴν ἀκούσει ὁ γέρο-μοναχὸς τὸν βαριεστημένο ἀναστεναγμὸ
τῆς ἀνεψιᾶς του:
-
Οὔφ! Πῶς ἀντέχω ἀκόμα! Τίποτε εὐχάριστο δὲν ἔχει ἡ ζωή μας. Καμμιὰ
ἀλλαγή. Εἶναι τόσο ἄχαρη καὶ μονότονη! Μιὰ κόλαση!
Μιὰ
μέρα ὁ γέρο-Φιλάγριος δὲ βάσταξε.
-
Γιατί τὸ λὲς αὐτό, κόρη μου; Ἔγινε κόλαση πιὰ καὶ θλιβερὴ μονοτονία ἡ
ἀσίγαστη λαχτάρα τῆς καρδιᾶς νὰ βλέπεις γύρω σου αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶς; Τὸ ν’
ἀντικρύζουν κάθε πρωὶ τὰ μάτια σου τὸν κόσμο ποὺ σὲ συντροφεύει; Τὸν οὐρανό,
τὸν ἥλιο, τὰ πουλιά; Πῶς γίνεται νὰ ζεῖς σὰν κόλαση τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ; Τί θά
’κανες, ἂν ὁ Θεὸς τ’ ἀποτραβοῦσε πίσω;
Τὰ
δῶρα τοῦ Θεοῦ; Αὐτὰ ποὺ ἀπόκτησαν μὲ τὸ δικό τους μόχθο μιὰ ὁλόκληρη ζωή;
Θυμήθηκε
τὰ λόγια τῆς μάνας της:
«Δὲν
εἶναι τίποτε δικό μας. Ἔχουμε μόνο ὅσα θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἔχουμε».
Ἔμεινε
συλλογισμένη…
Ἡ
νύχτα εἶχε προχωρήσει ἀρκετά, ὅταν, ἀποτελειώνοντας ἐπιτέλους τὶς δουλειές της,
ἔπεσε ἀποκαμωμένη νὰ κοιμηθεῖ. Ὁ ἄντρας της εἶχε ξαπλώσει ἀπὸ νωρίς. Στὸ
διπλανὸ δωμάτιο ἀκουγόταν ἥσυχα ἡ ἀνάσα τῶν παιδιῶν. Μόνο στὸ δωμάτιο τοῦ θείου
της ἄναβε ἀκόμα τὸ φῶς.
-
Καϋμένε θεῖε! μουρμούρισε. Πῶς ἀντέχεις ἕναν αἰώνα τὰ ἴδια πράγματα! Ἐγὼ
θὰ εἶχα τρελλαθεῖ.
Βυθίστηκε
σ’ ἕναν ὕπνο βαθύ…
Ξαφνικὰ
τὸ κουδούνισμα τοῦ τηλεφώνου ἔσκισε ἄγρια τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία. Τινάχτηκε τρομαγμένη.
-
Ἐμπρός! φώναξε μὲ πνιγμένη φωνή.
-
Ἐλᾶτε γρήγορα! Ἔγινε ἀτύχημα. Ὁ ἄντρας σας μὲ τὸν γιό σας εἶναι στὸ
νοσοκομεῖο!
-
Ἀτύχημα; Πότε; Πῶς;
Ἡ
γραμμὴ ἔκλεισε πρὶν πάρει καμμιὰ ἀπάντηση. Ντύθηκε ἀλαφιασμένη. Τὸ σπίτι ἦταν
ἄνω-κάτω. Μὰ πότε ἔγιναν ὅλα αὐτά; Ἔτρεξε στὸ αὐτοκίνητο. Τὸ κεφάλι της βούιζε,
πήγαινε νὰ σπάσει. Ἔτρεμε ὁλόκληρη, τὸ τιμόνι χόρευε στὰ χέρια της.
Πάρκαρε
μὲ βιάση στὴν εἴσοδο τοῦ νοσοκομείου χτυπώντας μὲ δύναμη τὸ πίσω αὐτοκίνητο.
Οὔτε ποὺ στάθηκε νὰ δεῖ. Ὅρμησε μέσα, ἀλλὰ παντοῦ ἐπικρατοῦσε πανδαιμόνιο. Τὰ
ἀσθενοφόρα μπαινόβγαιναν στὴν αὐλὴ τρελλαίνοντας μὲ τὶς σειρῆνες τὸ μυαλό της,
ἐνῶ οἱ ψυχρές, γαλαζωπὲς λάμψεις τους ἔσκιζαν σὰν στιλέτα τὴν καρδιά της.
Ἔτρεχε
στοὺς ἀχανεῖς διαδρόμους, μὰ τὰ πόδια της ἦταν μολύβι ἀσήκωτο. Ἄρρωστοι,
τραυματίες, γεμάτα φορεῖα συνέθεταν τὸ μακάβριο πλάνο. Πουθενὰ ὁ ἄντρας της καὶ
τὸ παιδί της. Μὲ τὴν ἀγωνία της ν’ ἀνεβαίνει στὸ ζενίθ, βλέπει ξαφνικὰ δυὸ
νοσοκόμους νὰ σπρώχνουν, τρέχοντας σχεδόν, στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου τὰ φορεῖα
τους. Οἱ τραυματίες εἶχαν τὰ μάτια κλειστά, δεμένα τὰ κεφάλια τους μὲ ματωμένες
γάζες. Τῆς φάνηκε πὼς ἦταν οἱ δικοί της.
-Μιὰ
στιγμή! Περιμένετε! φώναξε μ’ ὅλη της τὴ δύναμη.
Μὰ
οἱ νοσοκόμοι, σὰ νὰ μὴν ἄκουσαν τίποτε, ἔσπρωξαν τὰ περιστρεφόμενα πορτόφυλλα
τοῦ χειρουργείου καὶ χάθηκαν πίσω τους. Ἐκεῖνα ἐπέστρεψαν μὲ φόρα φέρνοντάς της
κατάμουτρα, σὰν εἰρωνεία, τὴν φαρδειὰ ἐπιγραφή τους: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ.
Μὰ
ποιὸς λογάριαζε τώρα τέτοια; Τὰ ἔσπρωξε κι αὐτὴ μὲ δύναμη καὶ χύθηκε ὁρμητικὰ
ξωπίσω τους. Δὲν πρόλαβε νὰ κάνει βῆμα, ὅταν δυὸ ἀτσαλένιες τανάλιες τὴν
κράτησαν ἀκίνητη κι ἕνας πανύψηλος νοσοκόμος τὴν πέταξε στὶς πλάκες τοῦ
διαδρόμου. Σωριάστηκε χτυπώντας δυνατὰ στὸ δάπεδο τὸ κούτελό της καί, βγάζοντας
μιὰ δυνατὴ κραυγή,… ξύπνησε.
Ναί!
Ἦταν μόνο ἕνα ὄνειρο! Ἕνας φριχτὸς ἐφιάλτης!
Ἀνακαθισμένη
στὸ κρεβάτι ἀνάσαινε βαριὰ μὲ τὸ πρόσωπο λουσμένο στὸν ἱδρώτα. Τὰ παιδιά, ὁ
ἄντρας της, ὅλοι εἶχαν μαζευτεῖ ἀπ’ τὶς φωνές της γύρω της. Βλέποντάς τους νὰ
τὴν τριγυρίζουν, ἕνα κύμα ἀγάπης ξεχείλισε ἀπ’ τὴν καρδιά της γιὰ ὅλους. Ὁ
γέρο-Φιλάγριος ξεπρόβαλε ἀπὸ τὴν πόρτα. Μόλις τὸν ἀντίκρυσε, ξέσπασε αὐθόρμητα:
-
Ὢ θεῖε! Τί κόλαση νὰ μᾶς πάρει πίσω ὁ Θεὸς τὰ δῶρα του! Τί εὐτυχία ἔχουμε
καὶ δὲν τὸ νοιώθουμε!
Χαμογέλασε
ὁ γεράκος καλοκάγαθα.
-
Ὑπάρχουν καὶ χειρότερα, παιδί μου. Τὰ δῶρα του εἶναι θαυμάσια καὶ εἶναι
σίγουρα φριχτὴ κόλαση νὰ τὰ χάνεις. Μὰ εἶναι ἀσύγκριτα φριχτότερη ἡ κόλαση νὰ
χάσεις Ἐκεῖνον ποὺ τὰ δίνει. Τὰ δῶρα του, ὅσο ὑπέροχα κι ἂν εἶναι, δὲν παύουν
νά ’ναι μικρὸ μόνο δεῖγμα τῆς ἄρρητης ὀμορφιᾶς Ἐκείνου ποὺ τὰ χαρίζει.
Ἄκουγαν
ὅλοι ἀμίλητοι, προσεχτικοί. Ὁ γέροντας συνέχισε:
-
Νοιώθουμε εὐτυχία μὲ τὰ δῶρα του; Ἀνείπωτη ὅμως εὐτυχία θά ’τανε νὰ
ἔχουμε Αὐτὸν τὸν ἴδιο! Θὰ ζούσαμε σὰν σὲ παράδεισο! Ποιὸς θά ’νοιωθε ἀνία τότε;
Ποιὰ πληκτικὴ μονοτονία θὰ μποροῦσε νὰ εἰσβάλει στὴ ζωή του, ἀκόμα κι ἂν ζοῦσε
ἑκατὸ χρόνια σὲ μιὰ σπηλιὰ στὴν ἐρημιά;
-
Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ μυστικό σου, παππού; ρώτησε κάποιος.
-
Ναί, παιδί μου! Ὅταν ἀγαπᾶς, δὲν νοιώθεις πλήξη. Ποτὲ δὲν σοῦ εἶναι
βαρετὸ νὰ κάνεις κάτι γιὰ νὰ δείξεις τὴν ἀγάπη σου. Ἀντίθετα, τὸ λαχταρᾶς.
Ψελλίσματα λαχτάρας εἶναι καὶ οἱ προσευχές μου. Ἐρωτικὸ τραγούδι, τὰ λόγια της
ἀγάπης μου γιὰ Ἐκεῖνον, ποὺ νύχτα-μέρα ἀναζητῶ καὶ λαχταρῶ ἀδιάκοπα νὰ
συναντήσω. Πῶς νὰ μπουχτίσω, ὅταν μ’ αὐτὰ τοῦ ἐκφράζω τὴν ἀγάπη μου; Ἡ πλήξη
συνοδεύει μόνο τὴν ἀνέραστη ζωή!
Τὴ
νύχτα τῶν Χριστουγέννων οἱ καμπάνες γέμισαν τὸν ἀέρα τῆς μικρῆς πόλης μὲ ἤχους
γιορτινούς.
Ἐκεῖνα
τὰ Χριστούγεννα γιόρτασαν ὅλοι χαρούμενοι. Εἶχαν ξαναβρεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον κι
ὅλοι μαζὶ τὸν Θεό.
…Κι
ὁ γέρο-Φιλάγριος εἶπε πὼς ἦταν τὰ καλύτερά του Χριστούγεννα!…
Χριστούγεννα
2003
Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016
ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ (ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟ, ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ)
Εδώ
και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε
χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι
κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία
λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι
έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη
ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε
σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα
γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη
γέννηση του Χριστού.
Οι
χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. Οι
νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία
του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου
και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους
βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό. Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν
έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν
μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Η
Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην
εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το
νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας
της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα
φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν
δώρο στο Χριστό. Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;
Την
ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και
κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι
άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο
τους. Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
–
Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε
στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου
χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;
Ο
κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Δεν
είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:
–
Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν
μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
–
Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα
δώρο στο Χριστό.
–
Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και
μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί
δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;
Το
κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από
κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.
–
Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε
εξαφανιστεί.
Η
Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία
μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με
κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι
απόθεσε το δώρο της.
–
Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από
θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.
Όταν
τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
–
Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!
Η
Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές,
σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να
έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με
αστέρια.
–
Μα τι έγινε;
–
Θαύμα!
–
Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!
Ο
παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας το Χριστό γι’
αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.
Η
γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε; – είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά
είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που
είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα…
Από
τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα
αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «λουλούδια των
Χριστουγέννων».
Από
το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε
«Άστρα του Χριστού». Το λουλούδι λέγεται αλεξανδρινό. Ανθίζει Δεκέμβριο με
Ιανουάριο και η ανθοφορία του διαρκεί 6 – 8 εβδομάδες.
Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016
Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΟΥΡΗΣ: «Ω ΕΛΛΑΣ, ΗΡΩΩΝ ΧΩΡΑ, ΤΙ ΓΑΪΔΑΡΟΥΣ ΒΓΑΖΕΙΣ ΤΩΡΑ;»
«Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;» Γιώργος Σουρής, ο ποιητής που προτάθηκε για Νόμπελ
λογοτεχνίας και σατίριζε πολιτικούς και τραπεζίτες. Απορρίφθηκε από τη
Φιλοσοφική και αυτοσαρκάστηκε.
Ο Γιώργος Σουρής έχει
γράψει ίσως το πιο εύστοχο και διαχρονικό ποίημα για την κακοδαιμονία της
ελληνικής πολιτικής σκηνής, που αντικατοπτρίζει όλα τα ελαττώματα της φυλής με
απαράμιλλο σαρκασμό, αυτογνωσία και γλυκόπικρο χιούμορ.
Ποιος είδε κράτος
λιγοστό
σ' όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να
μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους
αργούς,
νά 'χει επτά
Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα
μνήματα;
Νά 'χει κλητήρες για
φρουρά
και να σε κλέβουν
φανερά,
κι ενώ αυτοί σε
κλέβουνε
τον κλέφτη να
γυρεύουνε;
Όλα σ' αυτή τη γη
μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και
σκοποί,
οι μούρες μας
μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται
ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό
ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα
τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι
από παππού
συγχρόνως μπούφος και
αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό
είναι ωραίο-
να παριστάνει τον
ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα
πόδια που 'χει
στο 'να λουστρίνι, στ'
άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ,
μικρομεσαίο,
ύφος του γόη,
ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο
γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο
μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για
καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι
«ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός
ραγιάς
σαν πιάσει πόστο:
δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που
γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις
τώρα;
Οι
τραπεζίτες στο στόχαστρό του
Κυρίως, σατίριζε την επικαιρότητα
μέσα από τους διαλόγους δύο χαρακτήρων, του Φασουλή και του Περίκλετου. Από τη
σάτιρά του δεν ξέφευγε κανείς και γι΄ αυτό εκτός από πολλούς θαυμαστές, είχε
και αρκετούς πολέμιους. Στο πρώτο κιόλας τεύχος του «Ρωμηού», που κυκλοφόρησε
στις 2 Απριλίου, έδωσε στίγμα, «καρφώνοντας» τους τραπεζίτες με το ποίημά του
«Πρωταπριλιά»:
«Εχθές που ήταν
Πρωταπριλιά,
αποφασίσαν κι οι
Τραπεζίτες, να μη φτωχαίνουν τον κόσμο πλια,
και ούτε να ‘χουν
κρυφούς μεσίτες
κι απ’ τα καλά των και
τους παράδες
να πάρουν μέρος κι οι
φουκαράδες».
Η αριστοτεχνική μετάφραση πού έκανε
στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη στάθηκε αφορμή για να τον αποκαλέσουν «Σύγχρονο
Αριστοφάνη», χαρακτηρισμό που μπόρεσε να υποστηρίξει με το ταλέντο του να
προκαλεί το γέλιο στους αναγνώστες του.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)