ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ: ΝΑ ΕΧΩΜΕ ΔΙΑΡΚΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ!

 Όσιος Ιάκωβος Τσαλίκης: Να έχωμε διαρκή μετάνοια 

Ο Γέροντας Ιάκωβος – διηγείται ανώνυμος – μας είπε μια φορά: «Πηγαίνετε στην Αγία Τριάδα (εξωκκλήσι της Μονής) να ανάψτε τα καντηλάκια και θα ‘ρθω κι εγώ».

Αφήσαμε πίσω τον Γέροντα και βαδίζαμε. Το περίεργο είναι ότι βρήκαμε τον Γέροντα Ιάκωβο μέσα στο εκκλησάκι ν’ ανάβη τα καντήλια! Πώς προηγήθηκε, αφού ήταν πίσω; Άλλος δρόμος συντομώτερος δεν υπήρχε. 

Κάποτε στην τράπεζα, του δίνει ένας πατέρας μια ασύρματη συσκευή να μιλήση με Κύπρο. Ο Γέροντας Ιάκωβος ξαφνικά, γίνεται φωτεινός σαν ήλιος και πολύ χαρούμενος. «Η Χρυστάλλα; τέκνον μου, καλά στέφανα κι εγώ θα στείλω στον γάμο τον όσιο Δαβίδ, θα στείλω τον άγιο Ιωάννη τον Ρώσσο, θα στείλω, τέκνον μου, τον άγιο Νεκτάριο, τον άγιο Χαράλαμπο και θα στείλω, τέκνον μου, και την αγία Παρασκευή. Πολλάς ευχάς. Οι προσευχές μας προς τον Άγιο βοήθησαν, να το ξέρης…». 

Κάποτε, μετά την θεία Λειτουργία, αφού πήρε λαδάκι σ’ ένα βαμβάκι απ’ το καντήλι της αγίας Κάρας του οσίου Δαβίδ και με σταύρωσε στο μέτωπο, μου λέγει: «Όλα, τέκνον μου, υπάρχουν (δηλαδή όλα έχουν αξία) και οι μετάνοιες υπάρχουν. Ένας δόκιμος προχθές έκανε 100 μετανοίας, και παρουσιάζεται ο διάβολος εκεί που είναι το παγκάρι και του λέγει· “δεν μπορώ να σου κάνω τίποτε, γιατί έκανες τας μετανοίας· τώρα δεν φαντάζεσαι τι θα σου έκανα!”. Γι’ αυτό σου λέγω, τέκνον μου, όλα υπάρχουν και η νηστεία υπάρχει και οι μετάνοιες υπάρχουν, μόνο κι εμείς να έχωμε διαρκή μετάνοια». 

Κάποιον δόκιμο, που είχε λογισμούς, για να τον στηρίξη ο Γέροντας του είπε: «Έλα εδώ εσύ. Ο άνθρωπος που έφυγε τώρα έχει καρκίνο και υποφέρει πολύ. Εμείς εδώ στο Μοναστήρι είμαστε πολύ καλά, ασφαλείς. Δόξα σοι ο Θεός». 

Ξαφνικά κάποια φορά άρχισε να λέη: «Με λέγουν πολλοί δαιμονικοί άνθρωποι τρελλό. Λέγω, “Δόξα σοι ο Θεός, ο άγιος Ανδρέας έκανε τόσον αγώνα για να τον λέγουν τρελλό, κι εμένα που με λέγουν θα στενοχωρηθώ;”. Γι’ αυτό σας λέγω, τέκνον μου, μην σας πειράζη, αν σας πουν τρελλό, έχετε μισθό. Υπάρχουν διαβολικοί άνθρωποι που δεν αγαπούν τον Χριστό, κι όποιον αγωνίζεται τον λέγουν τρελλό. Στην πραγματικότητα αυτοί είναι τρελλοί». 

Από το βιβλίο: Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες), σελ. 259 κ.ε. (αποσπάσματα). Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.

Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ Π. ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ

 H ἐξομολόγηση καὶ ὁ Ἅγιος Γέροντας π. Ἰάκωβος Τσαλίκης 

Γιὰ τὸ μεγάλο θέμα τῆς ἐξομολογήσεως στὸ ὁποῖο ἀφιέρωσε πολλὰ χρόνια τῆς ζωῆς του πολλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε. Ἂς ἀναφέρουμε τὰ κυριότερα. 

Ἦταν λοιπὸν στὴν ἐξομολόγηση πολὺ ἐπιεικὴς χωρὶς ὅμως καὶ νὰ παραβαίνει τοὺς Κανόνες. Ἔλεγε: «Ἂν σὲ μία κοπέλα ποὺ ἔκανε, ἂς ποῦμε, ἔκτρωση καὶ μόλις ἐξομολογηθεῖ τὴν ἁμαρτία της ἐγὼ ὡς πνευματικὸς τῆς πῶ ὅτι εἶναι φόνισσα, ὅτι δολοφόνησε τὸ παιδί της καὶ ὅτι ἑφτὰ χρόνια δὲ θὰ κοινωνήσει καὶ κατόπιν τὴ βγάλω ἀπὸ τὸ ἐξομολογητήριο, τί συνέπειες θὰ ἔχουν ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴν ψυχή της; Ἐνῶ ἂν τῆς μιλήσω μὲ ἀγάπη καὶ στοργή, λέγοντάς της «Παιδί μου, δὲν εἶναι σωστὸ αὐτὸ ποὺ ἔκανες, εἶναι ἁμαρτία» καὶ δὲν τῆς βάλω ἀμέσως κανόνα, ἀλλὰ τὴ συμβουλέψω καὶ τὴν ξαναδῶ σὲ δεκαπέντε ἡμέρες ἢ ἕνα μήνα σιγὰ-σιγὰ θὰ τακτοποιηθεῖ ἡ ψυχή της. Ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία πληγωμένος ἀλλὰ θεραπευμένος. Ἐγώ, πάτερ μου, δὲ μισῶ τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία».

Ἦταν ἐπιεικὴς στοὺς κανόνες ποὺ ἔβαζε. Τὸ πόσο συνέπασχε μὲ τοὺς ἐξομολογούμενους ἀδελφοὺς φαίνεται ἀπὸ τοὺς παρακάτω λόγους του.
«Ἐγώ, πάτερ μου, συμπάσχω μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐξομολογεῖται. Πονάω μαζί του. Πονάω καὶ κλαίω γιὰ τὸν ἐξομολογούμενο. Παρακάλεσα τὸν Ἅγιο Δαβὶδ μετὰ τὴν ἐξομολόγηση νὰ ξεχνάω ὅσα δὲ χρειάζονται καὶ νὰ θυμᾶμαι αὐτὰ ποὺ πρέπει γιὰ νὰ προσεύχομαι. Γιατί κάνω προσευχὴ γιὰ τοὺς ἐξομολογούμενους. Καὶ ἀνησυχῶ καὶ τοὺς περιμένω νὰ ξανάρθουν».

Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὅταν ἐξομολογῶ, πάτερ μου, τοὺς Χριστιανοὺς καὶ δὲ βλέπω μετάνοια σὲ ὁρισμένους ἀπὸ αὐτοὺς δὲ διαβάζω συγχωρητικὴ εὐχὴ γιατί δὲν ἔχω τὸ δικαίωμα ἐφ' ὅσον λείπει ἡ μετάνοια».

Ὁ Γέροντας, λοιπόν, ἐνδιαφερόταν γιὰ τὸ «ἔσωθεν τοῦ ποτηριοῦ». Ὅταν καμιὰ φορὰ χωρὶς ἐσωτερικὴ διάθεση ὑπακοῆς τοῦ λέγαμε ἕνα τυπικὸ «Νάναι εὐλογημένο», ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Πάτερ μου, θὰ κάνεις ὑπακοὴ ἢ ἔτσι ἁπλῶς λὲς «νάναι εὐλογημένο» χωρὶς νὰ τὸ πιστεύεις;».

Γιὰ τὸ θέμα τῆς προσευχῆς ὅταν καμιὰ φορὰ τοῦ ζητούσαμε νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὴν «Εὐχή» μᾶς ἔλεγε: «Πάτερ μου, ἐγὼ δὲν ξέρω. Ἐγὼ σαράντα χρόνια δὲν ἔκανα ποτὲ «Εὐχή». Ὅμως ἐμεῖς πάντοτε καὶ στὸ ναὸ καὶ στὸ κελλί του καὶ ὅπου τὸν βλέπαμε ἀκούγαμε τὴν «Εὐχή» ἀδιάλειπτη στὸ στόμα του. Καθαρὴ καὶ κατανυκτική. «Κύριε, Ἰησοῦ, Χριστέ, ἐλέησον μέ». Δὲν συμβούλευε μὲ τὰ λόγια ἀλλὰ μὲ τὴν πράξη.

Ὅταν μπαίναμε στὸ κελλί του σχεδὸν πάντα τὸν βλέπαμε μὲ τὸ πετραχήλι προσευχόμενο ἢ μὲ τὸ κομποσχοίνι ἢ κάνοντας Παράκληση. Μᾶς ἀπαντοῦσε σὲ ὅ,τι τὸν ρωτούσαμε μὲ δυὸ λόγια καὶ ἂν ἐπιμέναμε νὰ παραμένουμε στὸ κελλί του περισσότερο, ἔλεγε: «Νά, κάθομαι, παιδί μου, ἐδῶ καὶ ξεκουράζομαι». Ποτὲ δὲ μᾶς ἔλεγε ὅτι προσεύχεται. Μόλις βγαίναμε συνέχιζε τὴν προσευχή του. Ὅλα τὰ ἔκανε ἐν κρύπτῳ. Πάντα ἔλεγε: «τίποτα δὲν κάνω».

Πηγή: Ἕνας ἅγιος Γέροντας ὁ μακαριστὸς π. ΙΑΚΩΒΟΣ, Ἔκδοση τῶν Πατέρων τῆς Ἱ. Μονῆς Δαβὶδ Γέροντος, Λίμνη Εὐβοίας, Ορθόδοξοι Πατέρες.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ: ΘΕΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ!


 Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης: Θέα του παραδείσου 

Δεν του λείψανε του γέροντα και άλλου είδους δωρεές. Είχε μικρή γεύση του παραδείσου με θέα φυσικών καλλονών και εσωτερική ευφροσύνη.

Αυτό έγινε, μάλλον για πρώτη φορά, το 1989. Τον παίδευε λογισμός και ζητούσε από το Θεό να καταλάβει τη σημασία του Κυριακού λόγου «εν τη οικία του Πατρός μου πολλαί μοναί εισίν». Ο Θεός του απάντησε και, μέσα στο κελί, σταυροπόδι και με σταυρωμένα τα χέρια, διηγήθηκε με άφατη αγαλλίαση και συνοπτικά στον Δ. Τ.: 

–Χθες, κύριε Δημήτρη μου, έβλεπα ότι ήμουνα στους ουρανούς, σ’ ένα ωραίο κήπο. Και υπήρχανε βιολέτες διαφόρων χρωμάτων και διάφορα άνθη. Εκεί βρισκόμουν μετέωρος, δεν πάταγα. Και ήταν ένας άλλος μοναχός με ράσο, που μου έδειχνε ωραία σπιτάκια και μού ’λεγε «προχώρα Ιάκωβε». Μα πώς να προχωρήσω, δεν έχει δρόμο, θα πατήσω τα λουλούδια, θα τα χαλάσω. Ένας άλλος με ράσο μου είπε? «μη φοβάσαι, αυτά τα λουλούδια δεν χαλάνε, προχώρα». Προχωρούσα, τα λουλούδια δε χαλούσανε! 

Η φωνή του, λέει ο Δ. Τ., ήταν αλλιώτικη, το πρόσωπό του ήταν όλο ειρήνη και δοξολογία, με κείνο το αλησμόνητο ιλαρό χαμόγελο. Τέτοιες θείες εμπειρίες του χαρίστηκαν πολλές, όσο πλησίαζε το τέλος της φθαρτής του ζωής. Κι ενώπιόν τους αψηφούσε κάθε ανθρώπινη απόλαυση… και την πιο αυτονόητη, την πιο ακίνδυνη. Του πήγε ο Λ. από ευγνωμοσύνη και του ’βαλε χαλάκι μπροστά στον Εσταυρωμένο. Πληγιάζανε πλέον και πονούσανε τα γόνατά του, τόσες ώρες που στεκόταν εκεί γονατιστός, Μόλις το είδε ο γέροντας θύμωσε και το ’βγαλε έξω:

–Εγώ είμαι καλόγερος! 40 χρόνια ο Ιάκωβος… και τώρα θα βάλει χαλί;

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

 Ο άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης και οι άγγελοι 

Ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης († 1991), ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Οσίου Δαβίδ του εν Ευβοία, αξιώθηκε από το Θεό για την οσιακή και μαρτυρική του ζωή πολλά χαρίσματα.

Ολόκληρος ο βίος του ήταν μια συνεχής μυσταγωγία, με αποκορύφωμα τη θεία λειτουργία. Την ώρα εκείνη, όπως ο ίδιος διηγόταν, άγγελοι γέμιζαν τον ιερό χώρο, δοξολογούσαν το Θεό, λειτουργούσαν μαζί του! Έβλεπε τα νεανικά τους πρόσωπα, ένιωθε τα φτερά τους ν’ αγγίζουν πάνω του.

– Αχ, πάτερ μου, έλεγε σε κάποιον υποτακτικό του, αν βλέπατε τι γίνεται την ώρα του Χερουβικού, όταν ο ιερέας διαβάζει την ευχή, θα φεύγατε όλοι. Άγγελοι ανεβαίνουν και κατεβαίνουν και συχνά αισθάνομαι τις φτερούγες τους να χτυπάνε στους ώμους μου!

Πολλές φορές επίσης είδε αγγέλους και αρχαγγέλους στην αγία Τράπεζα, να κρατάνε ο σώμα του Κυρίου. 

* * * 

Το 1961 ο π. Ιάκωβος, μαζί με τον τότε ηγούμενο Νικόδημο, αποφάσισαν να χτίσουν ένα εκκλησάκι προς τιμήν των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο ηγούμενος διάλεξε τον τόπο και οριοθέτησε τη περιοχή.

Την ίδια νύχτα εμφανίζεται στον π. Ιάκωβο ένας ψηλός αξιωματικός με χρυσό σπαθί, ξανθός και ωραίος και του λέει:

– Είμαι ο αρχάγγελος Μιχαήλ. Δεν επιθυμώ να χτιστεί ο ναός εκεί που σημαδέψατε, αλλά εδώ που θα σας δείξω.

Κι αμέσως έσκυψε και μετέφερε τα πασσαλάκια του ηγουμένου σ’ άλλη περιοχή, όπου τα βρήκε το πρωί ο π. Ιάκωβος.

Το παρεκκλήσι θα χτιζόταν με λάσπη και άχυρα, γιατί δεν υπήρχαν άλλα υλικά. Την άλλη νύχτα εμφανίζονται δύο αξιωματικοί με χρυσά σπαθιά στον π. Ιάκωβο και του λένε:

– Είμαστε οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Να πεις στον Γέροντά σου, ότι δεν επιθυμούμε να χτίσει το σπίτι μας με λάσπη και άχυρα, αλλά με άμμο, ασβέστη και ξύλα. Στη σκεπή να βάλετε κεραμίδια.

– Αυτά τα υλικά, δικαιολογήθηκε ο π. Ιάκωβος, δεν υπάρχουν εδώ ψηλά στο βουνό. Δρόμος καλός για να μεταφερθούν δεν υπάρχει και η φτώχεια είναι μεγάλη.

– Μη στενοχωριέσαι, επέμειναν οι αρχάγγελοι. Θα φροντίσουμε για όλα εμείς. Τη νύχτα θα βρέξει και το ρέμα θα κατεβάσει πολύ άμμο. Τα υπόλοιπα υλικά θα τα δωρίσουν ευσεβείς χριστιανοί.

Πραγματικά, έγιναν όλα όπως τα είχαν πει οι αρχάγγελοι.  

Από το βιβλίο: ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 264.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

ΤΙ ΕΛΕΓΕ Ο ΓΕΡΩΝ ΤΥΧΩΝ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΗΤΑΝ ΚΑΛΟΘΡΕΜΜΕΝΟΙ!

 Τι έλεγε ο Γέρων Τύχων σε όσους ήταν καλοθρεμμένοι 

Πολύ στενοχωριόταν, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο νέο, και περισσότερο, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο Καλόγηρο, επειδή δεν ταιριάζουν τα παχιά με το Αγγελικό Σχήμα. Μια μέρα τον επισκέφτηκε ένας λαϊκός πολύ χονδρός και του λέει:

Γέροντα, έχω πόλεμο σαρκικό με βρώμικους λογισμούς, πού δεν μ' αφήνουν καθόλου να ησυχάσω. 

Ό Παπα – Τυχών του είπε:

Εάν, παιδί μου, εσύ θα κάνης υπακοή, με την Χάρη του Χρίστου εγώ θα σε κάνω Άγγελο. Να λες, παιδί μου, συνέχεια την ευχή, το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, και να περνάς όλες τις ήμερες με ψωμί και νερό, και το Σάββατο και την Κυριακή να τρως φαγητό με λίγο λάδι. Να κάνης και από εκατόν πενήντα μετάνοιες την νύκτα και να διαβάζης μετά την Παράκληση της Παναγίας και ένα κεφάλαιο από το Ευαγγέλιο και το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας. 

Μετά από έξι μήνες, πού τον ξαναεπισκέφτηκε, ο Γέροντας δεν μπόρεσε να τον γνωρίση, γιατί είχαν φύγει όλα τα περίσσια παχιά, και με ευκολία πια χωρούσε από την στενή πόρτα του Ναού του. Ό Γέροντας τον ρώτησε:

Πώς περνάς τώρα, παιδί μου; 

Κι εκείνος απήντησε:

- Τώρα νιώθω πραγματικά σαν Άγγελος, γιατί δεν έχω ούτε σαρκικές ενοχλήσεις ούτε και βρώμικους λογισμούς και αισθάνομαι πολύ ελαφρός, πού έφυγαν τα πάχη.

Ο ΠΑΠΑ ΤΥΧΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΤΟΥ


 Ο παπα - Τύχων και οι επισκέπτες του 

Ο Γέροντας την λέξη «ευλόγησον» την χρησιμοποιούσε πάντα και με τις πολλές καλογερικές έννοιες, όπως το «ευλογείτε» ή «ευλόγησον», όταν ζητούσε ταπεινά την ευλογία του άλλου, και μετά θα έδινε και αυτός την ευλογία του με την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση». Μετά από τον συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες στο Ναό και έψαλλαν μαζί το Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και το Άξιον εστίν και, εάν ήταν καλός καιρός, έβγαιναν έξω, κάτω από την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με χαρά και έλεγε: 

- Εγώ τώρα κεράσματα. 

Έβγαζε νερό από την στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη, έβαζε και στο δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού το χρησιμοποιούσε και για μπρίκι) και έψαχνε μετά να βρή κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο και άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το όποιο, επειδή ήταν ευλογία του Παπα - Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία. Αφού τα ετοίμαζε, έκανε τον Σταυρό του ο Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα εγώ' ευλογείτε!» και περίμεν να του πή ο επισκέπτης την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση», αλλιώς δεν έπινε νερό. Μετά θα έδινε και αυτός την ευχή του. Την ευχή από τους άλλους την αισθανόταν ως ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή Μοναχούς αλλά ακόμη και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία.  

Μετά από το κέρασμα περίμενε να ιδή εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την ώρα του, τότε του έλεγε: 

- Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί. 

Εάν παρέμενε και δεν έφευγε, τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στο Ναό και προσευχόταν, και έτσι ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φυγή. Όταν πάλι ήθελε να εκμεταλλευθή κανείς την απλότητα του Γέροντα, για να εξυπηρέτηση τον άλφα ή βήτα σκοπό του, το καταλάβαινε με την θεία του φώτιση και του έλεγε:  

- Παιδί μου, εγώ Ελληνικά δεν ξέρω∙ πήγαινε σε κανέναν Έλληνα, για να συνεννοηθής καλά. 

Φυσικά, δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε πνευματικά ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν. Ή προσευχή του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι, πού τον πλησίαζαν, το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να κρυφτούν πια.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΕΙΔΕ ΚΑΙ ΑΓΓΙΞΕ ΤΟ ΠΑΝΑΓΙΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ!

 Ο Γέροντας Ιάκωβος 
είδε και άγγιξε το Πανάγιο Αίμα του Κυρίου 

Άλλη μία συγκλονιστική εμφάνιση του Κυρίου μας, στον Μακαριστό Γέροντα  Ιάκωβο Τσαλίκη. Το μεγαλύτερο και θαυμασιώτερο Θαύμα, που θα του πρόσφερε ο Θεός, έγινε το πρωί της 22ας Νοεμβρίου του 1975. Συγκλονίστηκε τόσο πολύ από το Θαύμα αυτό, ώστε αμέσως μετά το κατέγραψε σε ένα σημείωμα, το οποίο βρήκαμε μετά τη κοίμησή του σ’ ένα τετράδιό του. Το σημείωμα αρχίζει με την παραπάνω ημερομηνία και περιλαμβάνει ακριβώς τα εξής:

«Την 22αν Νοεμβρίου, ημέρα Σάββατο, το πρωί, εις την Αγίαν Προσκομιδήν, μετά την μνημόνευση και εν ώρα που θα καλύψω τα Άγια Δώρα, είδα ζωντανά – και εν αγιότητι ομολογώ – ένα κομμάτι Αίμα στεγνό, που το άγγιξα και στο δάχτυλό μου. Πάνω στο δάχτυλό μου έμεινε το Αίμα!  Φωνάζω τον αδελφό της Ιεράς Μονής, τον Μοναχό Πατέρα Σεραφείμ, του είπα την υπόθεση και μου είπε: «Εμείς, Πάτερ δεν βλέπουμε τίποτα, αλλά είδες τί είναι;» Κι εγώ απάντησα ότι πιστεύω και Προσκυνώ ότι είναι ο Ίδιος ο Θεός παρών. Είπα τρείς φορές «Κύριε Ελέησον. Κύριε Ελέησον. Κύριε Ελέησον.»

Αρχιμανδρίτης Ιάκωβος


Από το βιβλίο: «Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης» του Παπαδόπουλου Στυλ. Αθήνα 1994, σελ. 111

ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ: ΓΥΡΙΖΩ, ΚΑΙ ΤΙ ΝΑ ΔΩ;

 Γέροντας Ιάκωβος- Γυρίζω, και τί να δω; 

Ο μακαριστός ηγούμενος του όσιου Δαβίδ, γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης (+1991), ζούσε θαυμαστές εμπειρίες σ’ όλες τις ιερές ακολουθίες, μα ιδιαίτερα την ώρα της θείας λειτουργίας. 

Όταν λειτουργούσε, έλαμπε από καθαρότητα και μεγαλοπρέπεια. Συχνά, στη μεγάλη είσοδο ή στην αγία πρόθεση, τον έβλεπαν να μην πατάει στο έδαφος, αλλά να στέκεται και να βαδίζει στον αέρα. Πολλές φορές αντίκριζε πάνω στην αγία τράπεζα αγγέλους και αρχαγγέλους να κρατούν το Σώμα του Κυρίου.

«Οι άνθρωποι», έλεγε, «είναι τυφλοί και δεν βλέπουν τι γίνεται μέσα στο ναό, στη διάρκεια της θείας λειτουργίας».

Κάποτε λειτουργούσα, αλλά δυσκολευόμουν να ξεκινήσω για τη μεγάλη είσοδο, από τα θαυμαστά που έβλεπαν τα μάτια μου. Ο ψάλτης έλεγε και ξανάλεγε: «Ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι». Ξαφνικά, νιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και να με οδηγεί στην αγία πρόθεση. Νόμισα πως ήταν ο ψάλτης. Απόρησα, πως τόλμησε ο ευλογημένος να κάνει τέτοιαν ασέβεια -να μπει από την ωραία πύλη και να με σπρώξει. Γυρίζω, και τί να δω! Μια τεράστια φτερούγα, που είχε περάσει ο αρχάγγελος στον ώμο μου, με οδηγούσε να προχωρήσω για τη μεγάλη είσοδο…

Τί γίνεται στο ιερό την ώρα της λειτουργίας! Στο χερουβικό άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν, και συχνά αισθάνομαι τις φτερούγες τους να χτυπούν πάνω στους ώμους μου… Μερικές φορές δεν μπορώ ν’ αντέξω και κάθομαι στη καρέκλα. Οι άλλοι ιερείς νομίζουν πως κάτι έπαθα, δεν νιώθουν όμως αυτά που βλέπω και ακούω. Τί φτερούγισμα, παιδί μου, οι άγγελοι! Και μόλις ο ιερέας πει το «Δι’ ευχών», φεύγουν οι ουράνιες δυνάμεις. Τότε μέσα στο ναό απλώνεται απόλυτη ησυχία!».

«Απόψε παιδί μου», αποκάλυψε κάποτε σ’ ένα μοναχό, «συλλειτουργούσα με αγίους και αγγέλους σε θυσιαστήρια που δεν περιγράφονται. Σαν πεθάνω, να πεις πως κάποιος γέροντας συλλειτουργούσε κάθε νύχτα και συζούσε με την Αγία Τριάδα».

Κάτι ανάλογο του συνέβη και με τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο. Ο π. Ιάκωβος, τελειώνοντας μια φορά την προσκομιδή, ξεκίνησε για την αγία τράπεζα. Βλέπει τότε τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο να στέκεται δεξιά του, με τις παλάμες τη μια μέσα στην άλλη, όπως συνηθίζουν οι ιερείς να μεταλαβαίνουν το δεσποτικό Σώμα, σαν να ζητούσε κι εκείνος τη δική του μερίδα.

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΜΕ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΙ ΝΑ ΑΝΕΒΟΥΜΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ, ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΠΟΥ ΑΣΚΗΤΑΙ ΚΡΥΜΜΕΝΟΙ!


 Γεροντικό: Αποφασίσαμε προσευχόμενοι να ανέβουμε εις τον Άθωνα,
να δούμε αν υπάρχουν κάπου ασκηταί κρυμμένοι 

Ζούσε εδώ κοντά μας, στο γειτονικό ασκητήριο, ο Γέρων Αβιμέλεχ. Σεβάσμιος Γέροντας, φίλος του Αγίου Νεκταρίου του Πενταπόλεως, του Θαυματουργού, και ο οποίος Γέροντας συνέγραψε τον πρώτο «Βίο του Αγίου Νεκταρίου».  

Ζούσε ασκητικά εδώ εις το ασκητήριον και τον επισκέφτηκε κάποια στιγμή ένας νέος φοιτητής που είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είχε σπουδές και στο Παρίσι, ο μετέπειτα Καθηγούμενος των Ιερών Μονών Σταυρονικήτα και Ιβήρων, Πατήρ Βασίλειος Γοντικάκης.  

Εκμυστηρεύτηκε στον Γέροντα την επιθυμία του: «Γέροντα, σκέφτομαι να γίνω Ιερεύς. Τι λέτε εσείς για την ιεροσύνη;» Ήταν δε και πατριώτες από τη μεγαλόνησο Κρήτη και οι δύο. «Παιδί μου», είπε ο σοφός Γέροντας, «η ιεροσύνη είναι όπως η κόρη του οφθαλμού μας, η οποία δεν επιδέχεται κανένα σκουπιδάκι». Και με τη φράση αυτή ήθελε να δηλώσει το ύφος του μυστηρίου αυτού της ιεροσύνης, πόσο δηλαδή πρέπει να προσέχει κανείς όταν σκέπτεται και όταν αναλάβει αυτή τη διακονία της Θείας Λειτουργίας. 

Στην Αγία Άννα ασκείτο ο Γέρων Ζαχαρίας. Είχε τρία μεγάλα χαρίσματα• ήταν ανυπόκριτος, αυθόρμητος και ειλικρινής. Παλαιότερος του ήταν ο Γεώργιος Αρσένιος Καυσοκαλυβίτης, ο περίφημος ξυλόγλυπτης, με τα γνωστά σε όλον τον κόσμο ξυλογλυπτικά έργα του, τη Σταύρωση στη Μεγίστη Λαύρα και την Ανάσταση στην Αμερική. 

«Και οι δυο», μου έλεγε ο Γέρο Ζαχαρίας,«αποφασίσαμε προσευχόμενοι να ανέβουμε εις τον Άθωνα, να δούμε αν υπάρχουν κάπου ασκηταί κρυμμένοι στο δάσος ή εις τα απόκρημνα βράχια του Όρους. Φθάσαμε εις την Παναγία, μια ώρα προ της κορυφής του Άθω που φθάνει στα 2.030 μέτρα. Μετά την Παναγία, αφού προσκυνήσαμε, αρχίσαμε να ερευνούμε τη γύρω περιοχή λέγοντας ενδιαθέτως, αλλά εντόνως, την ευχή του Ιησού. 

Μετά πολλήν πορεία και κούραση, βαδίζοντας συνεχώς στα σπασμένα από τους κεραυνούς βράχια, είδαμε ένα σημείο που έμοιαζε με δρομάκι. Δηλαδή επάνω στα βραχάκια υπήρχαν σημάδια από το πέρασμα κάποιου ανθρώπου.

Ακολουθήσαμε προσεκτικά το υποτυπώδες δρομάκι, βαδίσαμε αρκετά με κομμένη την αναπνοή και αμίλητοι. Μετά την αγωνιώδη πορεία, ευρήκαμε μετά πολλής χαράς και συγκινήσεως το κατάλυμα ενός ασκητού. ‘Ένα σπήλαιο, μερικά ξύλα διά κάθισμα και κρεβάτι, άλλα φρεσκοκομμένα ξύλα, ένα πήλινο δοχείο με νερό, και παξιμάδια, πολύ ξερά κομμάτια ψωμιού. 

Ο ασκητής μάς αντελήφθη, οπωσδήποτε, και απεμακρύνθη. Φωνάξαμε επί πολύ “Γέροντα, Γέροντα”, δεν παρουσιάσθηκε. 

Ευχαριστήσαμε τη Θεοτόκο γι’ αυτά που είδαμε και επιστρέψαμε στα Καυσοκαλύβια. Ήμασταν ευτυχείς που αισθανθήκαμε την ευωδιά της παρουσίας των πτηνών της Θεοτόκου που ζουν στις αετοφωλιές του Περιβολιού της». 

Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ

ΓΕΡΩΝ ΓΕΛΑΣΙΟΣ Ο ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΑΟΡΑΤΟΙ ΕΡΗΜΙΤΕΣ!

 Γέρων Γελάσιος Σιμωνοπετρίτης 
Αόρατοι ερημίτες 

Στις Φώκιες, της Μικρασίας πρωτοείδε τον ήλιο ο γέρων Γελάσιος. Γεννήθηκε το 1902, και μέχρι τον φρικτό διωγμό του 1922 γαλουχήθηκε με τα νάματα και τις παραδόσεις της μικρασιατικής ευσέβειας. Μικρός πήγαινε στα εξωκκλήσια των νησιών που ήταν μπροστά στο λιμάνι, κι όταν γύριζε ρωτούσε τη μητέρα του:

- Μάνα, ποια είναι η γυναίκα που κρατάει το παιδί στην αγκαλιά της μέσα στην εκκλησία;

- Η κυρά Παναγιά, απαντούσε εκείνη γλυκά, με τον αφέντη τον Χριστό.

Από μικρός ο Γέροντας έβλεπε χειροπιαστή στη ζωή του την προστασία της Παναγίας και την καθοδήγηση Της. Σε ηλικία 15 χρονών κατατάσσεται εθελοντής στον συμμαχικό στρατό , φλεγόμενος από ζήλο για την μεγάλη Ελλάδα. Τότε σε ένα ναυάγιο στη Μεσόγειο σώθηκε θαυματουργικά από την Παναγία και τον Άγιο Νικόλαο, αφού πάλεψε τρία μερόνυχτα στο ανοιχτό πέλαγος.

Στη Μυτιλήνη, όπου εγκαταστάθηκε μετά τη μικρασιατική καταστροφή, είχε παρηγοριά του την Παναγία της Αγιάσου. Τα τάματα που Της είχε κάνει σαν ψαράς και ναυτικός, τα
ξεπλήρωσε αργότερα σαν μοναχός, εκδηλώνοντας έτσι την ευχαριστία και ευγνωμοσύνη του για τη βοήθειά Της.

« Το 1928, διηγείται ο ίδιος, ταξίδευα με το καΐκι μας έξω από την Τήνο. Ο καιρός ήταν καλός και το καΐκι έτρεχε με 8 μίλια.

- Βρε Αντώνη, είπα στον αδελφό μου, επιθυμώ να προσκυνήσουμε την Παναγία.

Εκείνος όμως αρνήθηκε.

- Τέτοιον καιρό δεν θα τον ξαναβρούμε. Εμείς το πρωί θα είμαστε στον Πειραιά.

Τι να έλεγα; Ο Αντώνης ήταν μεγαλύτερος. Έκανα λοιπόν βόλτες στο κατάστρωμα, μέχρι που πλησιάσαμε 300-400, μέτρα στο λιμάνι. Τότε ξαφνικά κόπηκε ο άνεμος. Η θάλασσα έγινε λάδι γύρω από το καΐκι. Κρέμασαν τα πανιά. Τι παράξενο όμως! Η μπουνάτσα έγινε μόνο για μας. Πιο πέρα ο αέρας βούιζε. Ήταν, φαίνεται, επέμβαση της Παναγίας, για να ικανοποιήσει την επιθυμία μου.

- Άντε, να γίνει το χούι σου, είπε ο Αντώνης.

Ήταν Πάσχα. Βγήκαμε και προσκυνήσαμε. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά το «Ο άγγελος εβόα ».

Αργότερα η Παναγία κάλεσε με θαυμαστό τρόπο τον π. Γελάσιο από το καΐκι του στο περιβόλι Της.

« Μια νύχτα στον ύπνο μου, διηγείται ο γέροντας, μου φάνηκε πως ήταν πολύς λαός συγκεντρωμένος για να υποδεχθεί τη βασίλισσα. Από μακριά φάνηκαν " τα αλόγατα" που τρέχανε σέρνοντας πίσω χρυσή άμαξα. Πάνω της καθόταν η βασίλισσα με πλήθος δορυφόρων και αξιωματικών. Ξαφνικά κάποιος με άρπαξε και με ανέβασε στην άμαξα, στο πίσω μέρος. Σε λίγο φθάσαμε σε ένα κάστρο με πύργους και λαμπρό παλάτι. Εκεί η βασίλισσα κατέβηκε. Δεν πρόλαβα όμως να τη δω καθαρά. Πρόσεξα μόνο το ένα μέρος του προσώπου της, καθώς ανέβαινε τις σκάλες του παλατιού.

Ξύπνησα! Βγήκα έξω και πήγα στο καφενείο, όπου ήταν και άλλοι ναυτικοί. Βρισκόμουν στο Πασαλιμάνι με το καΐκι μου φορτωμένο. Ο νους μου όμως είχε γεμίσει από την ομορφιά της βασίλισσας. Αργότερα συνάντησα κάποιον αγιαννανίτη μοναχό. Του διηγήθηκα το όνειρό μου κι εκείνος μου εξήγησε πως με καλεί η Παναγία στο Άγιον Όρος να γίνω πιστός Της ακόλουθος.

Η καρδιά μου για λίγο διακόπηκε. Νίκησε όμως η αγάπη της Βασίλισσας. Την ίδια μέρα εγκατέλειψα κι εγώ, σαν τους Αποστόλους, πλοίο φορτωμένο, αδελφό, γονείς ,και ξεκίνησα για τον Άθωνα. Το τέρμα του ταξιδιού μου ήταν η μονή Γρηγορίου. Μπήκα στο Καθολικό να προσκυνήσω. Την ώρα εκείνη ψαλλόταν η θεία λειτουργία. Στη θεομητορική εικόνα του τέμπλου αναγνώρισα τη Βασίλισσα του ονείρου μου! Έσπευσα να την ασπασθώ, οπότε ο διακο- Θεόδωρος, που στεκόταν εκεί, μου είπε:

- Χάθηκαν, οι εικόνες της Παναγίας, παιδί μου, και ήρθες στο τέμπλο να προσκυνήσεις; Αλλά, βέβαια, που να ήξερε τη δική μου καρδιά… »

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΙΟΝ ΠΡΟΣΚΥΝΑΣ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ;

 Γέροντα, ποιόν προσκυνάς στον δρόμο; 

Θυμάμαι, όταν είχα πάει κάποτε στο Άγιον Όρος, μέσα σε έναν πυκνά δενδροφυτευμένο τόπο, βλέπω από μακριά κάποιον Aσκητή, ο οποίος προχωρούσε ψάλλοντας. Ενώ έψαλλε, από ώρα σε ώρα έκανε μία βαθειά μετάνοια, προσκυνούσε, σηκωνόταν και πάλι προχωρούσε. Μου έκανε εντύπωσι. Ποιόν άραγε προσκυνούσε; Tρέχω μέσα από τα δένδρα, τον φθάνω, τον σταματώ.

- Γέροντα, ποιόν προσκυνάς στον δρόμο;

- Mα, παιδί μου, δεν Τον βλέπεις; 

-Ποιόν; 

-Τον Χριστόν. Τουλάχιστον, αν δεν Τον βλέπης, δεν Τον νοιώθεις ότι είναι μπροστά σου; μου απήντησε εκείνος.

Αγαπητοί μου, οι άνθρωποι έλεγαν παλαιότερα το Όνομα του Χριστού ή το άκουγαν και βούρκωναν τα μάτια τους, άρπαζαν φωτιές τα στήθη τους, έπεφταν στα γόνατά τους. Εμείς γιατί; Γιατί, Θεέ μου, τόσο λίγο Σε σκεπτόμαστε και τόσο λίγο συγκινούμεθα από Σένα; Γιατί τόσο σπάνια Σε ποθούμε; Όπου ο θησαυρός μας εκεί και η καρδιά μας, λέγει η Αγία Γραφή. Σαν νά λέμε: Θέλεις να μάθης πόσο κοστίζει, πόσο αξίζει η ζωή σου για τον Χριστό, για τον Ουρανό; Όσο Τον διψάς, όσο Σε Αυτόν έχεις την καρδιά σου, τόσο κοστίζει.

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης.

ΓΕΡΩΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ: Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ ΜΕΤΑΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΕ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!

 Η κόλαση της σκοτεινής σπηλιάς μεταβάλλεται σε Παράδεισο 

Βλέποντας ο γέροντας την υπερβολική προθυμία του δόκιμου Χαράλαμπου, μια μέρα τον προσκαλεί ιδιαιτέρως και του λέει:
- Εκεί πάνω σε κείνα τα βράχια που βλέπεις, έχει μια μικρή σπηλιά. Σε διαβεβαιώ ότι είναι παράδεισος. Λοιπόν, θα σκαρφαλώσεις να πας εκεί και θα μείνεις μέχρι να σε φωνάξω. Εντάξει;
- Να 'ναι ευλογημένο γέροντα.
"Βάζω, λέει ο Χαράλαμπος, μετάνοια και αμέσως σκαρφαλώνω στα βράχια. Πλησιάζω στη σπηλιά. Αλλά τι να δεις! Ένας άγριος τόπος που μόνο φίδια μπορούσαν εκεί να κατοικήσουν και η σπηλιά τόσο στενή που μόνο σκυφτά μπορούσες να μπεις μέσα. Στην αρχή σαν άνθρωπος δείλιασα, φοβήθηκα και συγχρόνως μονολογούσα: "Ε, γέροντα πού μ' έστειλες εδώ; Αυτός είναι ο παράδεισος; Βρε εδώ κόλαση είναι. Όχι παράδεισος. Για να δούμε πώς θα τη βγάλουμε ώσπου να τελειώσει ο κανόνας, να με φωνάξει ο γέροντας να κατέβω. Όμως, αφού το 'πε ο γέροντας, κάτω δεν το βάζω. Έστω και να πεθάνω, αν δεν με φωνάξει ο γέροντας πίσω δεν γυρνάω. Ας πεθάνω στην υπακοή παρά να λιποτακτήσω".

Αρχίζω, λοιπόν, τον κανόνα μου. Δώστου-δώστου μετάνοιες, προσευχή. Δεν άργησε να υποχωρήσει ο φόβος και η δειλία και άρχισα να αισθάνομαι άνετα. "Αφού, λέω, για προσευχή σ' έστειλε ο γέροντας, βάλε Χαράλαμπε όλη σου την βία". Βία-βία, δεν άργησε να θερμανθεί η καρδιά μου και να εκπηγάζει κρουνούς τα δάκρυα δοξολογίας και ευχαριστίας. Εκεί αξιώθηκα την πρώτη θεωρία, όπου σταματά, κατά τους Πατέρες, ο νους. Δεν ενεργεί αυτός, αλλά ενεργείται απ' το Άγιο Πνεύμα, που τον οδηγεί όπου θέλει, μέχρι και αυτούς ακόμα τους ουρανούς. Επανερχόμουν στην φυσική μου κατάσταση και πάλι άλλη αρπαγή σε άλλα ουράνια σκηνώματα. Τούτο επαναλήφθηκε δυο-τρεις φορές. Τότε έπαθα κάτι παρόμοιο με τους μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ κι έλεγα: "καλόν εστίν ημάς ώδε είναι. Όντως εδώ που μ' έστειλε ο γέροντάς μου είναι παράδεισος. Μακάρι να μη με φωνάξει ποτέ να κατέβω ξανά απ' αυτό τον παραδεισένιο τόπο".
Κι όμως, μετά από δυο-τρεις μέρες ακούω μια γνωστή φωνή, κάτω, από τα καλυβάκια: "Χαράλαμπε, είπε ο γέροντας να κατέβεις".
Ε, δεν θα με πιστέψετε πόση δυσφορία μου ήλθε όταν άκουσα την εντολή να γυρίσω. Κι όμως δεν μπορούσα αλλιώς. Βρισκόμουν στην υπακοή. Μόλις γυρνάω και η αλλοίωση στο σκυφτό πρόσωπό μου ήταν ολοφάνερη, με περιλαμβάνει ο γέροντας και μου λέει: "Θέλω, Χαράλαμπε, να μου πεις την αλήθεια. Είναι παράδεισος εκεί που σ' έστειλα ή όχι;''. Εγώ συγκινημένος με σκυφτό πρόσωπο του απαντώ με βουρκωμένα μάτια: "Ναι γέροντα, πράγματι είναι παράδεισος". Ε, δεν άντεξε ο γέροντάς μου, μ' έβαλε στην αγκαλιά του και με φιλούσε.
Κατά κανόνα, ο γέροντάς μας, συμπεριφερόταν αυστηρά. Όμως, μερικές φορές, όταν διαπίστωνε πνευματική πρόοδο στα καλογέρια του, δεν άντεχε από την χαρά του. Μας φανέρωνε τον πραγματικό εαυτό του. Μας αγκάλιαζε και, συγκινημένος, δεν μπορούσε να βαστάξει τα δάκρυα".

Από το βιβλίο του Ιωσήφ Μ.Δ. "ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ- Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΑΓΩΓΗ, ΕΝΑ ΤΖΑΜΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΒΑΠΤΙΣΤΕΣ

 Ο Άγιος Γαβριήλ και οι επισκέψεις του σε μια Συναγωγή,
ένα τζαμί και στους Βαπτιστές
 

Ο π. Γαβριήλ συχνά επισκεπτόταν ανθρώπους που είχαν διαφορετική θρησκευτική αντίληψη. Προσπαθούσε σε όλους να μοιράσει χάρη και να τους οδηγήσει στην αληθινή πίστη. Διηγείται ο ίδιος:

  «Μια φορά, ντυμένος όπως ήμουν με το μοναχικό μου σχήμα, πήγα στη Συναγωγή. Στην είσοδο κρεμόταν ένα μεγάλο πορτρέτο του Μωυσή. Τον προσκύνησα. Αυτό άρεσε στους παρευρισκομένους. Ο Μωυσής ήταν ένας μεγάλος προφήτης κι εγώ του απέδωσα τον οφειλόμενο σεβασμό. Μπήκα την ώρα που διάβαζαν τη Βίβλο. Ήταν λίγοι και με κοίταζαν με έκπληξη.

Άρχισα να κάνω κήρυγμα, κι όταν άκουσαν για τον Χριστό φώναξαν τον αρχιερέα τους. Βγήκε αλλά δεν με σταμάτησε. Ύστερα με κάλεσε στο γραφείο του. Άκουσε με πολύ ενδιαφέρον και προσοχή όσα έλεγα για τον Χριστό. Τέλος, με ευχαρίστησε και έτσι αποχωριστήκαμε. 

  Πήγα και σ' ένα τζαμί. Απέξω μια παρέα μουσουλμάνων κάθονταν κι έπιναν τσάι. Όταν με είδαν, σηκώθηκαν και με κάλεσαν με σεβασμό στο τραπέζι τους. Εκεί κήρυξα μόνο για την αγάπη και χωρίσαμε γλυκά. Πήγα και στους Βαπτιστές αλλά δεν με δέχτηκαν. Όταν με είδαν, εκνευρίστηκαν, φώναξαν τον πάστορα τους και με έδιωξαν». 

Ο π. Γαβριήλ, όταν μιλούσε για αιρετικούς ή πιστούς άλλων θρησκευμάτων, τόνιζε πάντοτε ότι πρέπει να επιδεικνύουμε την ίδια αγάπη σε όλους. Μια μοναχή του είπε κάποια φορά:

— Μίλησα με έναν αιρετικό. Οργίστηκα τόσο πολύ όταν με έβρισε, που νομίζω πως αμάρτησα.

Ο π. Γαβριήλ τότε της απάντησε γλυκά:

— Δεν είναι πέτρινη η καρδιά σου για ν' ακούς αδιάφορα να σε βρίζουν για την πίστη σου. Αν δεν είσαι αγνός και άκακος σαν μικρό παιδί, δεν θα μπεις στη Βασιλεία των Ουρανών. Όχι όμως να έχεις και το μυαλό ενός μικρού παιδιού! 

Ενώ σε άλλη μοναχή είχε πει:

— Θα έρθει εποχή που θα σας οδηγούν κοσμικοί άνθρωποι. Μακάρι να μου έρθει κάποιος αιρετικός ή Βαπτιστής ή Μάρτυρας του Ιεχωβά. Θα τους βάλω να καθίσουν, θα τους ταΐσω και θα τους διδάξω τον καλό λόγο. Αλλά εγώ δεν θα φάω μαζί τους. Δεν θα καθίσω με απίστους. Κι αν έρθει κάποιος, εσύ μη σηκώνεσαι. Μη δώσεις τη θέση σου. Άφησε τον να καθίσει με τον εαυτό του. Δεν πήγες εσύ, αυτός ήρθε και κάθισε δίπλα στους πιστούς. Γι' αυτόν θα σηκωθούν όλοι; 

 Από το βιβλίο ''Ο Άγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής