ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΜΠΟΡΕΙ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΝΑ ΑΠΟΤΡΕΨΕΙ ΤΗ ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ;

 Μπορεί το Μάθημα των Θρησκευτικών
να αποτρέψει τη νεανική παραβατικότητα;
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων

Η θρησκευτικότητα αποτελεί μια από τις βασικότερες ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Το μάθημα των θρησκευτικών είναι το ειδικό μάθημα του σχολείου, που βοηθά τον μαθητή να αναπτύξει τη θρησκευτική του συνείδηση και να έχει πίστη στον Θεό, αφού η πίστη αποτελεί ένα κύριο στοιχείο της ανθρώπινης ζωής αλλά και μία βασική ψηφίδα για τη διαμόρφωση μιας στιβαρής ηθικοκοινωνικής συνείδησης.

H ελληνική πολιτεία, από τότε που ιδρύθηκε το Νεοελληνικό Κράτος έως σήμερα, αναγνωρίζοντας, αφενός, ότι όλοι σχεδόν οι Έλληνες, διαχρονικά, είναι ένθεοι και, αφετέρου, ότι είναι θετική η συμβολή της ορθόδοξης  χριστιανικής πνευματικότητας στην ιστορική πορεία διαμόρφωσης και διατήρησης της ελληνικής συνείδησης και ταυτότητας, σε όλες τις περιπέτειες και τους αγώνες του ελληνικού έθνους, θεώρησε ως αναγκαία την ένταξη της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής αγωγής, με την ονομασία «Θρησκευτικά», στο Πρόγραμμα Σπουδών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

Το μάθημα αυτό, όπως ορίζεται, από πλευράς συνταγματικής, έχει ως σκοπό την «ανάπτυξη» της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως». Σύμφωνα με την ερμηνεία του ΣτΕ (Απόφ. Ολομ. 1749/2019), ως ανάπτυξη νοείται η εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών, ως εκ τούτου, δε, αφορά αποκλειστικά τους μαθητές, οι οποίοι, ανήκοντες στην κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα». Η ανάπτυξη αυτή «επιτελείται κυρίως με τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, το οποίο για να υπηρετεί τον εν λόγω σκοπό, πρέπει να διδάσκεται επί ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ.), να μην υποβαθμίζεται, κατά την διδασκαλία και την εξέταση, σε σχέση με άλλα μαθήματα  και να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών (βλ. ΣτΕ 660,926/2018 Ολομ.).

Κατά συνέπεια, ο βασικός κορμός της ύλης του μαθήματος αναφέρεται στη διδασκαλία του Θεανθρώπου και, συνεπώς, δεν μπορεί να λειτουργεί με κριτήρια και στοχεύσεις, που επιδιώκουν να τροποποιούν ή να διαστρέφουν αυτήν τη διδασκαλία. Το μάθημα απευθύνεται, πρωτίστως, στους Ορθόδοξους/ες μαθητές/τριες και έχει ως στόχο να τους διδάξει να ακολουθούν την εν Χριστώ ζωή, οδό και  αλήθεια, που μπορεί να τους βοηθήσει να γίνουν ολοκληρωμένοι άνθρωποι και να ζουν με αγάπη, ειρήνη και ομόνοια, στο πλαίσιο της πίστεώς τους.

Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό, παρατηρούμε ότι μια μερίδα από τους νέους μας επιδίδονται, ήδη από την προεφηβεία, στην παραβατικότητα, τη βία και την επιθετικότητα, ακολουθώντας ξένα προς την Ορθοδοξία πρότυπα. Από την άλλη πλευρά, όμως, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει, εδώ και κάποια χρόνια, στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, μια μερίδα δασκάλων, που δεν διδάσκουν τα Θρησκευτικά, παραβιάζοντας, αυθαίρετα, το Σύνταγμα, το οποίο ορίζει ως αποστολή της Παιδείας, «την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως» των μαθητών εκείνων, οι οποίοι ανήκοντες στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα.

Είναι άγνωστοι οι λόγοι, που οι συγκεκριμένοι αυτοί δάσκαλοι υποτιμούν τα ηθικοπνευματικά, κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα, που προσφέρει η Ορθοδοξία στη νέα γενιά μέσα από τα Θρησκευτικά και επιλέγουν, είτε να μη διδάσκουν καν το μάθημα των Θρησκευτικών ή να το διδάσκουν λίαν πλημμελώς.

Υπάρχει, επίσης, ένα άλλο κομμάτι διδασκόντων στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, που επιλέγουν να διδάσκουν το μάθημα, ως πολυθρησκειακό, αγνοώντας το Σύνταγμα, τους νόμους και ακολουθώντας μια μη επιστημονική, αντορθόδοξη και μη παιδαγωγική ατομική επιλογή, ως προς τον σκοπό και το περιεχόμενο του μαθήματος. Έτσι, όμως, δημιουργούνται τεράστια κενά στη διδασκαλία της ορθόδοξης αγωγής, η οποία, τραυματισμένη και παραμορφωμένη, αδυνατεί να επιδράσει στη συνείδηση και στον τρόπο ζωής των μαθητών/τριών.

Το μάθημα των θρησκευτικών, αποτελεί έναν συνδυασμό γνώσεων και βιωμάτων, που στοχεύει να βοηθάει τους μαθητές, όπως ορίζει ο ισχύων εκπαιδευτικός Νόμος, άρθρο 1,  «να έχουν πίστη στα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης», που σχετίζονται με το ήθος, τις αρχές και τις αρετές της χριστιανικής διδασκαλίας, που δεν είναι άλλα από τα πρότυπα του Χριστού και των Αγίων, που διδάσκει η ορθόδοξη Εκκλησία από την εποχή των Αποστόλων έως σήμερα και αποδέχεται εδώ και αιώνες  ο λαός του Θεού, ως πολιτισμική και πνευματική του παρακαταθήκη και ως τρόπο σκέψης και ζωής.

Το συγκεκριμένο μάθημα, εάν διδάσκεται σύμφωνα με τον αρμόζοντα και παραδοσιακό τρόπο, μπορεί να υποδεικνύει στους νέους μας έναν, κοινωνικά και οντολογικά, άρτιο  τρόπο σχέσεως του ανθρώπου, τόσο με τον Θεό, του οποίου αποτελεί δημιούργημα, όσο και τον συνάνθρωπο.

Σήμερα, υπάρχει πρόβλημα στις διανθρώπινες σχέσεις μεταξύ, λόγω της μεταμοντέρνας κοσμικής πνευματικότητας και των συγκεχυμένων και αλλόκοτων τρόπων ζωής του εκμοντερνισμού και του ατομικισμού, της ζωής, δηλαδή,  χωρίς τον Θεό, που έχει υιοθετηθεί από κάποιους/ες ως μόδα και χρησιμοποιείται ως διαβατήριο προοδευτισμού, πρωτίστως, στην κοινωνία των ενηλίκων της εποχής μας και, έπειτα, στα τέκνα τους, τα οποία παίρνουν από αυτούς τα πρότυπα της ζωής τους.

Θεωρούμε ότι ένα από τα αίτια της παραβατικότητας μιας μερίδας των νέων μας είναι είτε η απουσία της διδασκαλίας των Θρησκευτικών από την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, είτε η πλημμελής και αλλοτριωμένη διδασκαλία τους στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, ήδη από το 2005, στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Μακεδονίας έχει τονίσει την ανάγκη και τον ρόλο της χριστιανικής αγωγής στη νεότητα:  «Έχομεν πεισθή ότι η χριστιανική θρησκευτική αγωγή είναι χρησιμώτατον και πολυτιμότατον στοιχείον της καθόλου αγωγής του νέου. Η χριστιανική θρησκευτική αγωγή συντελεί εις το να αποκτήση ο νέος ηθικάς αρχάς συμπεριφοράς. Βεβαίως, πολλαί πηγαί ηθικής προτείνονται, αλλά εκείνη η οποία ασκεί την εντονωτέραν επίδρασιν εις την ψυχήν του παιδός και του νέου είναι η έχουσα, ως αναφοράν της, την πίστιν εις τον Θεόν της αγάπης, τον πάνσοφον και πατρικόν, ο οποίος δίδει οδηγίας συμπεριφοράς ακριβώς διά το καλόν του ανθρώπου. Αι εγκληματολογικαί στατιστικαί και αι κοινωνιολογικαί έρευναι παρέχουν πλήθος στοιχείων πειθόντων και τους πλέον δυσπίστους ότι οι στερούμενοι υγιούς χριστιανικής θρησκευτικής πίστεως και αγωγής είναι επιρρεπείς εις τας παραβάσεις και την αντικοινωνικήν συμπεριφοράν, την χρήσιν εξαρτησιογόνων ουσιών και την αποφυγήν της παραγωγικής εργασίας.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, επίσης, σε Επιστολή διαμαρτυρίας του στον Πρωθυπουργό και στους πολιτικούς Αρχηγούς, για τις απαράδεκτες και ακατάλληλες για παιδιά αλλαγές που έγιναν, το 2016, στα Θρησκευτικά, με την εισαγωγή των νέων πολυθρησκειακών Προγραμμάτων και των Φακέλων, από τον τότε Υπουργό Παιδείες κ. Φίλη, σημείωνε: «Το υλικό αυτό έρχεται, όχι μόνο να μη βοηθήσει το παιδί μιας ορθόδοξης οικογένειας στη διαμόρφωση συνεκτικής εικόνας για την Ορθοδοξία, αλλά να κλονίσει και τις νωπές ακόμη θρησκευτικές του πεποιθήσεις, να του προκαλέσει σύγχυση, ενσπείροντάς του τη λογική αμφιβολία ότι δεν αποκλείεται, τελικά, ο Χριστός να είναι και προφήτης του Ισλάμ ή ότι όλες οι θρησκευτικές παραδοχές είναι το ίδιο αληθείς. Δεν μπορεί να εκριζώνεται η θεολογική επιστήμη από το μάθημα των Θρησκευτικών, προκειμένου το μάθημα να υπηρετήσει σκοπούς πολιτικής καθοδηγήσεως. Το σχολείο προτείνει μία εξωτερική, καθαρά κοσμική οπτική για την Εκκλησία.  Το κέντρο βάρος έφυγε από τη θεολογική ανάλυση. Δεν γίνεται στη σχολική τάξη αυτοτελής διδασκαλία του δόγματος και της λειτουργικής της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Πλέον, το νέο μάθημα έγινε διδασκαλία ηθικής και πολιτικής θεωρίας, καλλιτεχνικής παιδείας, κοινωνιολογία των θρησκειών, πολιτισμός και ιστορία θρησκειών. Το εκπαιδευτικό υλικό αρθρώνεται, όχι με κριτήρια μιας επιστημονικά δόκιμης διδασκαλίας ενός θεολογικού μαθήματος, αλλά με κριτήρια την υπηρέτηση της σύνδεσής τους με την κοσμική τέχνη και τις επιστήμες άλλων κλάδων και την ανάπτυξη μιας «κριτικής θρησκευτικότητας».

Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, η απόκλιση του μαθήματος των Θρησκευτικών από τον ορθόδοξο σκοπό και το ορθόδοξο περιεχόμενο, δεν είναι πλέον μάθημα ορθόδοξης αγωγής. Έτσι, το σχολικό αυτό μάθημα μπορεί να αποτρέψει τη νεανική παραβατικότητα, μόνον, εάν οι μαθητές παιδαγωγούνται, μέσω αυτού ορθοδόξως, εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.

thriskeftika.blogspot.com

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: Η ΑΓΑΠΗ, ΩΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΜΑΣ

Η αγάπη, ως θεραπεία της παραβατικότητας των νέων μας
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων

Παρατηρώντας κάποιος όλα όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό ανάμεσα στους νέους, αισθάνεται ότι πρόκειται για μια αφηνιασμένη ομάδα παιδιών, των οποίων ο εσωτερικός κόσμος είναι κενός. Αυτή η έλλειψη, μάλιστα, είναι εκείνη που τους ωθεί να επιδίδονται σε βίαιες και επιθετικές ενέργειες, δηλώνοντας, έτσι, την έντονη διαμαρτυρία τους για την ελλειπτική αγωγή και ανατροφή τους. Η εικόνα που παρουσιάζουν τον τελευταίο καιρό είναι εφιαλτική. Το μίσος, η σκληρή επιθετικότητα, οι συναντήσεις και οι ενέδρες εκδίκησης, βίας και εγκληματικότητας δείχνουν μια απογοητευτική εικόνα του συγκεκριμένου τμήματος των νέων μας, που δεν καθιστούν περήφανο κανένα γονέα ή δάσκαλο. Δυστυχώς, μέσα στο 2024, έχουμε 9.000 περιστατικά βίας ανηλίκων στη Χώρα μας, αριθμός που φανερώνει τη νεανική παραβατικότητα να παρουσιάζει αύξηση κατά 47%, σε σύγκριση με το 2023. Η βία των ανηλίκων, συνεπώς, γιγαντώνεται όσο γιγαντώνονται τα κενά της ελλειπτικής ανατροφής και αγωγής τους στην οικογένεια και στο σχολείο. Είναι σαφές ότι πολλοί από τους νέους μας, στον εξοπλισμό της αγωγής που έχουν δεχθεί δεν φαίνεται να διαθέτουν τις αντιστάσεις που απαιτούνται, προκειμένου να είναι σε θέση να χειριστούν, ψύχραιμα και με σύνεση, δύσκολες ή επώδυνες καταστάσεις, με αποτέλεσμα να επιδίδονται σε συμπεριφορές που έχουν μάθει από τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο. Η αυξητική τάση, μάλιστα, των περιστατικών βίας των νέων μας αποδεικνύει ότι δεν είναι η οικονομία  το σπουδαιότερο και μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας, αλλά η ανήλικη εγκληματικότητα.

Ωστόσο, αν και η κοινή λογική θεωρεί πως είναι προτιμότερο το προλαμβάνειν παρά το θεραπεύειν, οι προσπάθειες αντιμετώπισης της ανήλικης εγκληματικότητας προσανατολίζονται όχι τόσο προς την κατεύθυνση των παιδαγωγικών και προληπτικών μέσων όσο των κατασταλτικών και πειθαρχικών. Όμως, όσο και να προσπαθούν οι γονείς και οι δάσκαλοι να αντιμετωπίσουν, με λάθος τρόπους, τα προβλήματα των παιδιών τους, η προσπάθειά τους να είναι αληθινοί γονείς και δάσκαλοι είναι αναποτελεσματική.

Τι απουσιάζει στην ανατροφή ή την αγωγή που προσφέρουν στα παιδιά; Το πρώτο που θα έπρεπε να σκεφτούν είναι να προβληματιστούν, αν τα πρότυπα αγωγής που προσφέρουν στα παιδιά τους, είναι εκείνα που τα ίδια έχουν ανάγκη ή αν καλύπτουν «τα κενά που ζητούν πλήρωση», όπως σημειώνει ο Οδ. Ελύτη.

Το δεύτερο που θα μπορούσαν να σκεφτούν είναι αν κάνουν λογισμούς αυτοκριτικής, μήπως η επιθετική συμπεριφορά των νέων εκφράζει σε κάποιο βαθμό, την ψυχική τους αγανάκτηση και αντίδραση για τα ψυχικά κενά, που έχουν από τη στροφή του ενδιαφέροντος των γονέων και των παιδαγωγών σε προτεραιότητες που δεν καλύπτουν τις πραγματικές τους ανάγκες.

Η δική μας θέση, την οποία επανειλημμένως έχουμε διατυπώσει, είναι ότι η κύρια αιτία της παραβατικής συμπεριφοράς αυτής της μερίδας των νέων μας είναι το κενό της αληθινής αγάπης και αγωγής που έχουν μέσα τους. Η έλλειψη αυτή προκαλεί τη βίαιη και βροντερή διαμαρτυρία των παιδιών, τα οποία έχουν επιλέξει έναν τρόπο να εκτονώνονται και αυτός είναι η αγριότητα και η βιαιότητα που παρατηρείται στις μεταξύ τους σχέσεις. Δυστυχώς είναι καταγεγραμμένο μέσω ερευνών, ότι κατά τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον των γονέων και των δασκάλων για τα παιδιά προσανατολίστηκε προς ό, τι ζητάει ο σύγχρονος και παγκοσμιοποιημένος κόσμος, δηλαδή η μελλοντική οικονομική κατάσταση και η υλιστική ευημερία τους και περιορίστηκε μονομερώς στις επαγγελματικές γνώσεις και σε προσόντα που θα τους προσδίδουν και θα τους πραγματοποιούν  τα όνειρα και τα οράματά τους γι’ αυτά, αγνοώντας ή υποτιμώντας, πνευματικές αρετές, όπως η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η αλληλεγγύη, που αποτελούν υπαρξιακά στοιχεία πληρότητας της ψυχής και προϋποθέσεις για μια αληθινή κοινωνία με τους άλλους.

Ποιο είναι το παράδοξο για τον πνευματικό εξοπλισμό που λείπει από τα παιδιά; Το γεγονός ότι τα παιδιά τους οι γονείς τα έχουν βαπτίσει ορθόδοξους Χριστιανούς, αλλά ξέχασαν να τα αναθρέψουν, όπως λέει ο Απ. Παύλος «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» οι δε δάσκαλοι στο σχολείο κάνουν ό, τι μπορούν για να μην τους αναπτύσσουν καν ή να τους αναπτύσσουν πλημμελώς, την ορθόδοξη χριστιανική τους συνείδηση.

Ωστόσο, αν δεν αμελούσαν οι γονείς και οι δάσκαλοι την αγωγή τους στο πλαίσιο της  ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως, τα παιδιά θα είχαν πάντοτε μέσα τους την πίστη στον αληθινό Θεό, ως πηγή όλων των αρετών που χαριτώνουν και γεμίζουν την ψυχή με γαλήνη και πραότητα. Ο ο ίδιος ο Θεός είναι Θεός αγάπης, που χορηγεί στον άνθρωπο, ως πνευματική δωρεά,  την αγάπη Του και τον καλεί «σε οικιοθελή ανταπόκριση».

Η βίωση και η άσκηση της αγάπης είναι εκείνη που απορρίπτει το μίσος και κάθε εχθρική σκέψη ή πράξη έναντι των άλλων. Πολλοί ειδικοί παιδαγωγοί ισχυρίζονται ότι η αγάπη και η στοργή δημιουργούν ανθρώπους ισορροπημένους και δημιουργικούς και ότι εκείνος που αγαπιέται «νιώθει ασφάλεια και ηρεμία» αλλά και πνευματική έμπνευση και τάση να αγαπά. Αντίθετα, η στέρηση αυτών των θετικών και ενάρετων αισθημάτων δημιουργεί ανθρώπους, που υστερούν σε πνευματικότητα και σε συναισθηματισμό. Είναι εξαιρετικά σημαντική, η διαπίστωση πολλών ψυχολόγων ότι η αγάπη είναι καρπός ψυχικής συγκροτήσεως, εσωτερικής ελευθερίας, ηθικής και πνευματικής ολοκληρώσεως της ανθρώπινης ύπαρξης. Η καλλιέργεια και η ανάπτυξη της αγάπης, συνεπώς, αποτελεί ένα πρότυπο ζωής, που ενδυναμώνεται και εμπεδώνεται εντός της οικογένειας και του σχολείου.

Είναι βέβαιο ότι όσοι από τους νέους στερούνται την αγάπη αποτελούν θύματα ελλειπτικής αγωγής, με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι ίδιοι να αναπτύσσουν σχέσεις αγάπης, φιλίας και συναδελφικότητας με τους συνομηλίκους τους. Ψάχνοντας κάποιος, πίσω από την επιθετικότητα και τις επιδόσεις βίας και έχθρας των νέων, μπορεί να βρει ελλειπτικούς, σε αγωγή και μόρφωση, γονείς και δασκάλους, ως προς την προσφορά του προτύπου της αληθινής αγάπης, προσφορά, που μόνον οι γονείς και οι δάσκαλοι μπορούν να πετύχουν, αν οι ίδιοι είναι αληθινά πρότυπα. Είναι βέβαιο, επομένως ότι η στροφή των νέων της χώρας μας προς τη μεταξύ τους βία και εγκληματικότητα, αποτελεί ένα καμπανάκι για όσους έχουν την ευθύνη καθοδήγησης και νουθεσίας τους και ότι η τάση αυτή δεν είναι τίποτα άλλο από αντίδραση για όλα όσα στερήθηκαν και δεν έλαβαν.

Προσεγγίζοντας, την παράδοση της ορθόδοξης χριστιανικής αγωγής, διαπιστώνουμε ότι η αγάπη έχει οντολογικό χαρακτήρα, επειδή δεν είναι μια κανονιστική αρχή, αλλά το ίδιο το πρόσωπο του Θεού. Εφόσον, όμως, ο Θεός είναι αγάπη, αυτός που έχει και γνωρίζει τον Θεό και ζει στο πλαίσιο του θελήματός Του,  έχει και την αγάπη. Αντίθετα, «ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστι»  (Α’ Ιω. 4, 8).

Όπως η αγάπη του Θεού εκφράζεται διαρκώς προς τους ανθρώπους, έτσι και η αγάπη των ανθρώπων προς τους συνανθρώπους, ως οντολογική κατάσταση που είναι, έχει ανάγκη έκφρασης. Γι’ αυτό η αγάπη συνδέεται και με άλλες αρετές, που εκ Θεού έχει ο άνθρωπος, όπως είναι η ειρήνη, η ταπείνωση (κένωση), η αυταπάρνηση, η ανιδιοτέλεια, η πραότητα, η υπομονή, η εγκράτεια και όλες οι άλλες αρετές, που τροφοδοτούν το αγαπητικό και δημιουργικό άνοιγμα του εαυτού στους άλλους. Με αυτές τις αρετές μπορεί να κινηθεί και να πλησιάσει ο κάθε νέος τον συνομήλικο,  να τον προσλάβει και να τον χωρέσει στον εαυτό του, χωρίς φυσικά να θέλει να τον αφομοιώσει ή να τον απορροφήσει.

Ο άνθρωπος, άλλωστε,  δημιουργήθηκε από τον Θεό για να είναι κοινωνικό ον και να μην είναι κλεισμένος στο ατομικό του εγώ, καταντώντας «ακίνητος και κλειστός». Αυτό σημαίνει ότι μαθαίνει να αγαπά τον συνάνθρωπο, όχι όπως θέλει ο ίδιος, αλλά με την αληθινή και ανιδιοτελή αγάπη που δέχεται, ως χαρισματική ενέργεια του Θεού.Παρατηρούμε ότι κάποιοι/ες από του/τις νέους/ες μας οργανώνουν επιθέσεις για να εκδικηθούν κάποιους/ες για τα μάτια κάποιου/ας. Αυτό σημαίνει ότι τους λείπει η αληθινή αγάπη και διακατέχονται από εγωιστική, ιδιοτελή, ιδιοκτησιακή και υπολογιστική αγάπη, που είναι ξένη προς το θέλημα του Θεού και δεν εκφράζει τον σκοπό και τον προορισμό του ανθρώπου επί της γης.

Με βάση τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η σύγχρονη βία και επιθετικότητα, που παρατηρείται τον τελευταίο καιρό σε μια μερίδα νέων της Πατρίδας μας, αλλοιώνοντας και ασχημίζοντας την εικόνα όλων, συνολικά, των νέων, φανερώνει την ανυπαρξία και το ψυχικό έλλειμμα της αρετής της αγάπης στη ζωή τους, έλλειμμα που προσφέρει χώρο και έδαφος για εγκατάσταση μέσα τους της κακίας, του μίσους, της εκδίκησης, της αυτοδικίας, της επιθετικότητας, της βίας, της εγκληματικότητας.

Ευχή όλων μας είναι να επανέλθει στην ανατροφή και στην αγωγή και, εν τέλει, στη ζωή των νέων μας η αγάπη και όλες οι πνευματικές αρετές, όχι μόνον για να μπορούν να ατενίζουν, με αισιοδοξία το προσωπικό και συλλογικό τους μέλλον, αλλά και για να προοδεύουν πνευματικά, αφού η αγάπη και η φιλανθρωπία αποτελούν βασική οδό ζωής, που οδηγεί στον αιώνιο προορισμό τους, κοντά στον Θεό και Δημιουργό τους. 

 thriskeftika.blogspot.com

Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΥΓΙΟΥΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ



Η συμβολή των Χριστιανών Αθλητών στην αναβίωση
του υγιούς αθλητισμού
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
 

Είναι ανάγκη να αξιολογούνται θετικά οι Έλληνες πρόγονοί μας, διότι σκέπτονταν, αναζητούσαν και ενεργούσαν, με υψηλού επιπέδου για την εποχή τους, λογικά, κοινωνικά, πνευματικά και θεολογικά κριτήρια.

Στο πλαίσιο αυτό στοχάστηκαν, εφηύραν και υιοθέτησαν κάποιους Θεούς, στους οποίους , μάλιστα, όρισαν και την υποχρέωση, να τους προστατεύουν σε κάθε δραστηριότητα, από τη γεωργία μέχρι και την αρχιτεκτονική και τους αθλητικούς αγώνες.

Από πλευράς θεολογικής αξιολογήσεως, η θρησκευτικότητά τους αξιολογήθηκε από τον Απ. Παύλο, ο οποίος, όταν επισκέφθηκε την Αθήνα, είπε στους Αθηναίους: «Άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα, ως δεισιδαιμονεστέρους, υμάς θεωρώ»: «Σας θεωρώ, λέει, ως τους περισσότερο θρησκευόμενους από τους άλλους ανθρώπους», προσθέτοντας τον θαυμασμό του για όσα ιερά είδε στην πόλη τους και, ιδιαίτερα, για τον βωμό του Αγνώστου  Θεού, τον οποίο, μάλιστα, υπογραμμίζει ότι σέβονταν οι Αθηναίοι, χωρίς να τον γνωρίζουν.

Αξίζει, ακόμη, να αξιολογήσει κάποιος αυτό που είπε ο Ιησούς στους μαθητές του, Φίλιππο και Ανδρέα, όταν του είπαν ότι κάποιοι Έλληνες θέλουν να μιλήσουν μαζί Του: «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του ανθρώπου». Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Ιησού για τους Έλληνες απασχολεί τον Άγιο Κλήμη Αλεξανδρεία, ο οποίος ομιλεί για τη θεωρία του σπερματικού λόγου, εντάσσοντας την περίοδο της αρχαίας ελληνικής θεολογίας και φιλοσοφίας στο χώρο της προ Χριστού προδρομικής προετοιμασίας της ανθρωπότητας.

Ο Αισχύλος, για παράδειγμα, με το στόμα του Ερμή, εκφράζει την εξής προφητεία: «Σ' αυτά τα βάσανά σου, τέρμα κανένα να μην περιμένεις, πριν να φανεί και να θελήσει κάποιος απ' τους θεούς να πάρει τα βάσανά σου επάνω του και να πάει στον σκοτεινό Άδη». Όχι μόνο επισημαίνει ότι «περιμένει να έρθει κάποιος, που μπορεί να διδάξει» όσα η φιλοσοφία δεν μπορεί, αλλά προφητεύει επίσης ότι μόνον δια του Θεού μπορεί ο άνθρωπος να απολυτρωθεί από την αμαρτία (Προμηθέας Δεσμώτης, Κεφ. 4, στίχ. 1026-1028).

Ο Σωκράτης, επίσης, με κάποιον τρόπο προφήτευσε, λέγοντας ότι, μετά τη δική του θανατική εκτέλεση, θα βρεθούν οι πατριώτες του σε μια κατάσταση πνευματικής στασιμότητας, αν ο Θεός δεν στείλει κάποιον άλλο για να τους φροντίσει (Πλάτων, Απολογία Σωκράτη, Κεφ. 18).

 Από πλευράς, ωστόσο,  διαχρονικής  θεολογικής αξιολογήσεως, είναι σαφές ότι ο ρόλος της προχριστιανικής θρησκευτικότητας των Αρχαίων Ελλήνων περιορίζεται στην προ Χριστού εποχή. Μετά την θεία Αποκάλυψη δεν είχε και δεν έχει πια θέση και ρόλο στον πολιτισμό και στην ιστορία.

Έκτοτε, η πνευματικότητά της δεν μπορούσε και δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Χριστιανική πίστη. Βέβαια, οι πνευματικές απαιτήσεις των ανθρώπων, μετά την Θεία Αποκάλυψη είναι πλέον διαφορετικές ποιοτικά, διότι η νέα εν Χριστώ πίστη πρόσφερε στον άνθρωπο την πεμπτουσία της αληθινής θεολογίας, της πνευματολογίας και της κοσμολογίας.

Θετικά, ωστόσο, αξιολογείται το γεγονός ότι στην αρχαία Ελλάδα, οι αθλητικοί αγώνες γίνονταν προς τιμήν των Θεών και ότι διεξάγονταν  προς τιμήν του Θεού Δία.

Θρησκευτική πίστη, επίσης, εξέφραζε η τιμή των Ολυμπιονικών, καθώς στη θριαμβευτική τους υποδοχή στην πόλη που εκπροσωπούσαν και η πορεία τους, μέσω των κεντρικών δρόμων της πόλεως, κατέληγε στο ιερό του πολιούχου Θεού, όπου προσέφεραν ευχαριστία και κατέθεταν στον εκεί βωμό το στεφάνι της νίκης τους.

Την ιερότητα των αγώνων, επίσης, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι δεν μπορούσε να συμμετέχει στους αγώνες κάποιος, που δεν είχε ελεύθερη την ηθική του συνείδηση έναντι του θείου και του ανθρώπινου παράγοντα. Έτσι, αποκλείονταν οι ασεβείς, οι εγκληματίες, οι ιερόσυλοι, οι φονείς και όσοι στερούνταν των πολιτικών τους δικαιωμάτων.

Μεγάλη θρησκευτική αξία, επίσης,  είχε η κήρυξη της «Ιερής Εκεχειρίας» κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων, η επικράτηση δηλαδή της «Ιερής Ειρήνης», της αρμονικής και αδελφικής συμβίωσης μεταξύ των λαών, που έστελναν εκπρόσωπους στους Ολυμπιακούς αγώνες. Ο εκπρόσωπος πόλης, η οποία δεν τηρούσε την εκεχειρία αποκλειόταν από τους αγώνες.

 Δυστυχώς, οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες ανεξαρτοποίησαν τον αθλητισμό από το ευρύτερο αθλητικό ιδεώδες και τη θεολογική του διάσταση.  Ο ανταγωνισμός,  που χαρακτηρίζει, κατά κόρον, τον σύγχρονο αθλητισμό  έχει αντικαταστήσει την ευγενή άμιλλα του παρελθόντος.

Πολύ αποδομητικό ρόλο διαδραματίζει η απουσία της ισορροπίας μεταξύ του Πνεύματος και του Σώματος. Το σώμα,  στη σύγχρονη εποχή, αντί να συνεργάζεται με το πνεύμα,  γίνεται καταναλωτικό αγαθό, πωλείται, αγοράζεται, επενδύεται, ανταλλάσσεται και ασφαλίζεται. Η χρήση των αναβολικών, η αντιαισθητική διόγκωση του μυϊκού συστήματος, η πολιτικοποίηση των αγώνων είναι στοιχεία που εναντιώνονται στο Ολυμπιακό Πνεύμα.

Όμως, όσο περνούν τα χρόνια, διαπιστώνουμε ότι το Πνεύμα αυτό διαστρεβλώνεται και παραλλάσσεται. Οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες δεν δημιουργούν πρότυπα ζωής και σχέσεων, διότι εκείνο που αναζητείται, πρωταρχικά, είναι το εντυπωσιακό υπερθέαμα, που συνδέεται με την ατομική νίκη του αθλητή, το κέρδος και το συμφέρον.

Ο αθλητής των ολυμπιακών αγώνων προπονείται και προετοιμάζεται χρόνια ολόκληρα, αφιερώνοντας μεγάλο μέρος της ζωής του για αγώνα λίγων λεπτών, προκειμένου να γευτεί την εφήμερη κοσμική δόξα. Απομονωμένος από τους συνανθρώπους του και έχοντας οριοθετήσει τη ζωή του, με κέντρο τον εαυτό του, προσπαθεί, με οποιοδήποτε τρόπο, να επιτύχει για να αυτοεπιβεβαιωθεί.

Αντίθετα, ο αθλητής του Χριστού αγωνίζεται, αθλείται επιδιώκει τις νίκες, αλλά τις πνευματικές. Στον αθλητή του Χριστού μετράει η ψυχοσωματική κάθαρση, ο αγώνας για την απόκτηση των αρετών, η αγνότητα και η νίκη κατά των παθών. Δεν χρησιμοποιεί αθέμιτα μέσα, δεν λειτουργεί ατομικιστικά και ανταγωνιστικά, ενώ αγωνίζεται να αγαπά τον Θεό, τον συνάνθρωπο, το φυσικό περιβάλλον, τους εχθρούς, τους φίλους και γενικά τον εκάστοτε πλησίον του. Η μετάνοια, η άσκηση και η επιστροφή στον Θεό και στην ενάρετη ζωή αποτελεί τον αθλητικό του στόχο.

Ο Χριστιανός, γενικά, δοκιμάζεται στον στίβο του ψυχοσωματικού αγώνα, έτσι ώστε με υπομονή, θάρρος, αυτοθυσία και αυταπάρνηση να μπορεί να εφαρμόζει στη ζωή του τις θείες εντολές, που τον οδηγούν στην πορεία του για την αιωνιότητα.

Με τη γνώση και τη βίωση της αλήθειας, πορεύεται σταδιακά, με τη βοήθεια του «προπονητή», που είναι ο Πνευματικός του, στη ελευθερία από τα δεσμά του Πονηρού και στην επάνοδό του στη γη της Επαγγελίας του Χριστού, ο οποίος τον περιμένει για να του προσφέρει το στεφάνι της δικαιοσύνης και της ζωής.

Επισημαίνουμε ότι ο Χριστιανός δεν είναι σωματοκτόνος, αλλά παθοκτόνος. Η νίκη κατά τον παθών αποτελεί όχι τιμωρία του σώματος αλλά θεραπεία του, για να μπορεί να διατηρείται σε πνευματική ακμή και πληρότητα, όπως ο θέλει ο Θεός, δηλαδή, ως Ναό του Αγίου Πνεύματος.

 Ο Απ. Παύ­λος επισημαίνει: «Ουκ οί­δα­τε ό­τι οι εν στα­δί­ω τρέ­χον­τες, πάν­τες μεν τρέ­χου­σιν, είς δε λαμ­βά­νει το βρα­βεί­ον; ού­τως τρέ­χε­τε ί­να κα­τα­λά­βη­τε. πας δε ο α­γω­νι­ζό­με­νος πάν­τα εγ­κρα­τεύ­ε­ται, ε­κεί­νοι μεν ουν, ί­να φθαρ­τόν στέ­φα­νον λά­βω­σιν, η­μείς δε ά­φθαρ­τον» (Δεν γνωρίζετε ότι αυτοί που τρέχουν στο στάδιο, όλοι τρέχουν, ένας, όμως, παίρνει το βραβείον; Έτσι και εσείς να τρέχετε με ενθουσιασμό και επιμονή τον δρόμο της αρετής για να κερδίσετε όλοι και όχι μόνον ένας το βραβείο. Κάθε αθλητής στερείται και εγκρατεύεται από όλα. Οι μακράν του Χριστού, για να πάρουν ένα φθαρτό στεφάνι, εμείς, δε, για να λάβουμε από τον Θεό τον άφθαρτο στέφανο) (Α' Κορ. 9, 24-25).

Καταλήγουμε, συνεπώς, στο συμπέρασμα ότι, μέσα στην κρίση που διέρχονται οι Ολυμπιακοί αγώνες, μόνον μέσα από την εν Χριστώ άθληση μπορούν να βρουν και να αναβιώσουν τα αληθινά πρότυπα του αθλητή και του αθλητισμού τις αυθεντικές αρχές της γνήσιας ανιδιοτέλειας και των αγνών ψυχοσωματικών αγώνων, μακράν της βίας, των συμφερόντων και των ποικίλων μορφών βίας, νοθείας και παρεκτροπής. 

thriskeftika.blogspot.com

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

ΠΕΘ: ΛΟΓΙΚΗ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΜΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΗΘΙΚΗΣ

 ΠΕΘ: Λογική, λειτουργική και νόμιμη η απόφαση
για εναλλακτικό μάθημα Ηθικής
Δελτίο Τύπου της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων

Η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), που εκπροσωπεί τη μεγάλη πλειοψηφία των Θεολόγων της χώρας, πληροφορήθηκε από δημοσιογραφικές πηγές, ότι το  Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων αποφάσισε, όσοι μαθητές παίρνουν απαλλαγή από τα Θρησκευτικά, να διδάσκονται το μάθημα της Ηθικής,  «προκειμένου να αποτραπεί η δημιουργία “ελεύθερης ώρας” και ο κίνδυνος απομακρύνσεως τους από το μάθημα των Θρησκευτικών, χωρίς αποχρώντα λόγο».

Η ΠΕΘ, δεν αντιτίθεται στη συγκεκριμένη απόφαση του Υπουργείου, καθώς θεωρεί, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους του ζητήματος, ότι, κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση.

Εν προκειμένω, ως προς το Μάθημα, που θα διδάσκονται οι απαλλασσόμενοι μαθητές/τριες, η θέση μας είναι ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι οφείλουν να σέβονται τη θρησκευτική ελευθερία όλων των μαθητών και φυσικά και αυτών των κατηγοριών που απαλλάσσονται, καθώς είναι απαραβίαστη, σύμφωνα με το Σύνταγμα. Επομένως, πολύ ορθά, οι απαλλασσόμενοι μαθητές θα πρέπει να διδάσκονται ένα ουδέτερο, από θρησκευτικής πλευράς, μάθημα «Ηθικής» ή κατά τη γνώμη μας «Ηθικοκοινωνικής Αγωγής». Οι πλείστες χώρες της Ευρώπης προσφέρουν, για τις κατηγορίες αυτές των απαλλασσομένων από τα Θρησκευτικά μαθητών, ένα τέτοιο μάθημα Ηθικής, με στόχο το μάθημα αυτό να διδάσκει τους  ηθικοκοινωνικούς κανόνες και να καλλιεργεί την ηθικοκοινωνική ανάπτυξη αυτών των συγκεκριμένων μαθητών. Έτσι, το μάθημα αυτό δεν έχει μεν θρησκευτικό προσανατολισμό, έχει, όμως, στο περιεχόμενό του όλες τις απαραίτητες ηθικοκοινωνικές δεξιότητες και ικανότητες, για να μπορούν να εντάσσονται και οι απαλλασσόμενοι μαθητές/τριες ομαλά στην ηθικοκοινωνική ζωή της χώρας.

Δεν μπορούμε, δηλαδή, να απαιτούμε από τους γονείς και τους μαθητές, που δηλώνουν άθεοι, αγνωστικές, αλλόδοξοι ή ετερόθρησκοι, να σέβονται το δικαίωμα της δικής μας θρησκευτικής ελευθερίας να διδασκόμαστε την πίστη της επιλογής μας και εμείς να μην σεβόμαστε το δικαίωμα της δικής τους  επιλογής να μην διδάσκονται θρησκείες. Και για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε, στο σημείο αυτό, ότι γονείς, που δήλωναν άθεοι και αγνωστικιστές, είχαν εκφράσει ήδη παλαιότερα  την επιλογή τους, προσφεύγοντας  κατά του Πολυθρησκειακού  - θρησκειολογικού μαθήματος Θρησκευτικών, που είχε εισαχθεί το 2016 επί ΣΥΡΙΖΑ (Φίλη – Γαβρόγλου) και ζητώντας απαλλαγή από αυτό.

Υπάρχει, τέλος, διάχυτη η αίσθηση ότι οι Θεολόγοι  αυτής της  μικρής ομάδας που συνέγραψαν και στήριξαν τα ακυρωθέντα από το Συμβούλιο της Επικρατείας, Προγράμματα των Φίλη - Γαβρόγλου και οι οποίοι προτείνουν ένα θρησκειολογικό μάθημα για τους απαλλασσόμενους μαθητές/τριες, δεν το πράττουν επειδή ενδιαφέρονται, όντως, για τα δικαιώματα αυτών των  μαθητών/τριών, αλλά, προφανώς, για τους δικούς τους συγκεκριμένους λόγους και σχεδιασμούς. Διότι, μέχρι τώρα, δεν φαινόταν να τους ενοχλεί το γεγονός ότι οι μαθητές/τριες, που απαλλάσσονταν από το μάθημα των Θρησκευτικών, περιφέρονταν τις περισσότερες φορές, άσκοπα στο χώρο του σχολείου, ούτε ενδιαφέρθηκαν να προτείνουν κάποια λύση γι΄ αυτό.

Η άποψη λοιπόν, ότι ένα μάθημα θρησκειολογικό είναι προτιμότερο από την Ηθική, έχει συγκεκριμένη στόχευση η οποία, όμως, αντιστρατεύεται τη θρησκευτική ελευθερία των μαθητών που αιτούνται απαλλαγή. Συνεπώς, η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να ορίσει για τους αιτούμενους απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών, ένα μάθημα Ηθικής, προβάλλει λογική, λειτουργική και νόμιμη.

Όλες τις παραπάνω σκέψεις μας θα επιδιώξουμε το συντομότερο δυνατόν να τις εκθέσουμε αναλυτικά στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. 

Από το ΔΣ της ΠΕΘ 

thriskeftika.blogspot.com

ΜΑΘΗΜΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ: Ο ΓΟΡΔΙΟΣ ΔΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΙΣΟΤΙΜΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Μάθημα Θρησκευτικών: 
γόρδιος δεσμός του ισότιμου μαθήματος
του Ιωάννη Τάτση, Θεολόγου

Το ζήτημα των απαλλαγών από το μάθημα των Θρησκευτικών ταλάνισε τα προηγούμενα χρόνια την εκπαιδευτική κοινότητα και κυρίως τον θεολογικό κόσμο της χώρας. Το θέμα πήρε μεγάλες διαστάσεις εξαιτίας όχι τόσο της πάγιας θέσης της Ένωσης Αθέων, που ζητά επιτακτικά και μέσω της δικαστικής οδού απροϋπόθετες απαλλαγές για όλους τους μαθητές, όσο γιατί μια ομάδα «εκσυγχρονιστών» θεολόγων πίστεψε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τις απαλλαγές ως εργαλείο για τη μετάλλαξη του ορθόδοξου χριστιανικού μαθήματος των Θρησκευτικών και τη μετατροπή του σε θρησκειολογικό. Το επιχείρημα των θεολόγων αυτών ήταν ότι με την αλλαγή αυτή θα μπορούσε να υπάρξει ένα «μάθημα Θρησκευτικών για όλους» τους μαθητές ανεξαρτήτως θρησκεύματος και οι απαλλαγές θα έπαυαν να υπάρχουν. Σε διαφορετική περίπτωση, ισχυρίζονταν οι «εκσυγχρονιστές» θεολόγοι, το ορθόδοξο μάθημα θα μετατρεπόταν αναγκαστικά σε προαιρετικό και θα υπήρχε ραγδαία αύξηση του αριθμού των απαλλαγών. Για την ανατροπή όλου αυτού του κλίματος χρειάστηκαν πολλοί, επίμονοι και επίπονοι αγώνες της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων, της πλειονότητας των διδασκόντων το μάθημα εκπαιδευτικών, Μητροπολιτών και απλών πιστών, αγώνες που στέφθηκαν με επιτυχία και ολοκληρώθηκαν με την έκδοση σειράς αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Οι αποφάσεις αυτές του ΣτΕ υποχρέωσαν την Πολιτεία να αποσύρει τα «νέα» Προγράμματα Σπουδών και τους Φακέλους Μαθήματος και τους «εκσυγχρονιστές» θεολόγους να παραδεχτούν άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα την ήττα τους, επικρίνοντας αυτή τη φορά όχι μόνο τους παραδοσιακούς θεολόγους για τις απόψεις τους αλλά και τους ανώτατους δικαστές για τις αποφάσεις τους!

Με τις αποφάσεις του ΣτΕ ξεκαθαρίστηκε ότι το μάθημα των Θρησκευτικών στα ελληνικά σχολεία πρέπει να είναι ορθόδοξο χριστιανικό, απαλλαγμένο από θρησκειολογική σύγχυση και ότι δικαίωμα απαλλαγής έχουν μόνο οι άθεοι, αλλόθρησκοι και ετερόδοξοι μαθητές, με την υποβολή σχετικής αίτησης, στην οποία πρέπει να γίνεται επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης. Για τους μαθητές αυτούς οι αποφάσεις του ΣτΕ προβλέπουν ότι όσοι  «απαλλάσσονται από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, και προκειμένου να αποτραπεί η δημιουργία “ελεύθερης ώρας” και, εντεύθεν, ο κίνδυνος απομακρύνσεως των μαθητών από το ανωτέρω, συνταγματικώς επιβαλλόμενο, μάθημα χωρίς αποχρώντα λόγο, η Πολιτεία οφείλει να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος, συναφούς κατά την αντίληψή της περιεχομένου (π.χ. μαθήματος ηθικής), εφόσον βεβαίως συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών, κατά την αντίληψη πάντοτε της Πολιτείας».  Περαιτέρω μάλιστα το ΣτΕ έθεσε ως χρονικό όριο για την δημιουργία και εφαρμογή του ισότιμου μαθήματος το τέλος του σχολικού έτους 2022-2023. Καθώς το χρονικό όριο παρήλθε και το ισότιμο μάθημα δεν ετοιμάστηκε ούτε εφαρμόστηκε στα σχολεία υπήρξαν δύο νέες προσφυγές στο ΣτΕ εναντίον του Υπουργείου Παιδείας για την παράλειψή του να φτιάξει ισότιμο μάθημα. Η συζήτηση των προσφυγών αυτών στο ΣτΕ έγινε τον περασμένο Ιούνιο του 2024 και αναμένεται η απόφαση. Όπως μας πληροφορεί ο δικηγόρος των προσφευγόντων,  το Υπουργείο Παιδείας έστειλε στο ΣτΕ τις απόψεις του επί του θέματος, αναφέροντας ότι δεν είναι ακόμη έτοιμο το ισότιμο μάθημα.

Να σημειωθεί ότι μετά την ακύρωση των προγραμμάτων σπουδών που είχαν εκπονήσει οι «εκσυγχρονιστές» θεολόγοι, πολλοί εξ αυτών σε ημερίδες και συνέδρια, ισχυρίστηκαν ότι πλέον θα πρέπει να επικεντρώσουν την προσοχή τους στο ισότιμο μάθημα και παρουσιάστηκαν πρόθυμοι να εργαστούν για αυτό και για το περιεχόμενό του. Τέτοια εργασία όμως δεν έγινε ή δεν ολοκληρώθηκε μέχρι στιγμής τουλάχιστον, καθώς το Υπουργείο δεν φαίνεται να βιάζεται για κάτι τέτοιο.

Ασφαλώς όσοι με ειλικρίνεια προσεγγίζουν το ζήτημα του ισότιμου μαθήματος βρίσκονται ενώπιον πολλών ερωτημάτων. Ποιο θα είναι το περιεχόμενό του; Θα είναι μάθημα ηθικής, τι είδους ηθικής ή φιλοσοφίας; Πόσα σχολικά βιβλία ισότιμου μαθήματος θα συνταχθούν, με δεδομένο ότι το μάθημα των Θρησκευτικών διδάσκεται σε δέκα συνολικά τάξεις (τέσσερις στην Πρωτοβάθμια και έξι στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση); Ποιος θα διδάσκει αυτό το μάθημα; Αν υποθέσουμε ότι η διδασκαλία του θα ανατεθεί στους Θεολόγους, πώς θα διασφαλιστεί η παράλληλη διδασκαλία του ορθόδοξου και του ισότιμου μαθήματος, που απαιτεί την ταυτόχρονη παρουσία δύο τουλάχιστον θεολόγων στο ίδιο σχολείο; Ποιος θα χρηματοδοτήσει την εκπόνηση προγραμμάτων σπουδών και σχολικών βιβλίων του ισότιμου μαθήματος; Υπάρχουν και άλλα πολλά σχετικά ερωτήματα.

Το σημείο των αποφάσεων του ΣτΕ που μέχρι στιγμής δεν έχει ιδιαίτερα αναδειχθεί και  με το παρόν άρθρο επιδιώκουμε να θέσουμε για προβληματισμό, είναι ότι η υποχρέωση της Πολιτείας να θεσπίσει ισότιμο μάθημα συνοδεύεται από την διατύπωση του ΣτΕ  «εφόσον βεβαίως συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών, κατά την αντίληψη πάντοτε της Πολιτείας».  Μέχρι στιγμής η Πολιτεία δεν έχει προβεί σε καμία απόφαση σχετικά με το ποιος θεωρείται κατά την αντίληψή της ικανός αριθμός μαθητών, που θα απαιτεί την διδασκαλία ισότιμου μαθήματος σε ένα σχολείο. Ίσως σε αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια κρύβεται η λύση του γόρδιου δεσμού του ισότιμου μαθήματος. Μέσω του πληροφοριακού συστήματος Myschool, στο οποίο αποτυπώνεται πλήρως η εικόνα όλων των σχολικών μονάδων, το Υπουργείο μπορεί με μία απλή κίνηση να δει σε πόσα σχολεία οι απαλλασσόμενοι από το μάθημα των Θρησκευτικών μαθητές είναι για παράδειγμα περισσότεροι από πέντε ή έξι. Και επιπλέον, σε πόσες τάξεις οι απαλλασσόμενοι μαθητές αποτελούν ικανό αριθμό, καθώς το ισότιμο μάθημα θα προσφέρεται στους απαλλασσόμενους μαθητές προφανώς ανά τάξη και όχι ένα κοινό μάθημα για τους απαλλασσόμενους από τα Θρησκευτικά μαθητές όλων των τάξεων, πράγμα που ούτε παιδαγωγικά είναι ορθό ούτε πρακτικά μπορεί να λειτουργήσει εντός του ωρολογίου προγράμματος του σχολείου. Σε πόσες λοιπόν τάξεις ελληνικών σχολείων υπάρχει ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται από τα Θρησκευτικά ώστε να απαιτείται η διδασκαλία σε αυτούς ισότιμου μαθήματος; Για τον καθορισμό του αριθμού των μαθητών που θα θεωρείται ικανός, το ΣτΕ αφήνει το Υπουργείο να αποφασίσει κατά την αντίληψή του.

Σε άλλες πάντως περιπτώσεις, όπως στη συγκρότηση τμήματος Ομάδας Προσανατολισμού Γενικού Λυκείου, σε δυσπρόσιτες μάλιστα σχολικές μονάδες, ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός μαθητών είναι έξι (6). Η κατά παρέκκλιση της διάταξης αυτής έγκριση λειτουργίας τμημάτων με αριθμό μαθητών μικρότερο από αυτόν γίνεται λόγω της άμεσης σύνδεσης της λειτουργίας των τμημάτων αυτών με τις πανελλαδικές εξετάσεις και της ανάγκης ισότιμης συμμετοχής σε αυτές όλων των μαθητών.

Θα είχε πάντως ενδιαφέρον το Υπουργείο Παιδείας πριν προχωρήσει στην οργάνωση του ισότιμου μαθήματος να καθορίσει τον αριθμό των μαθητών που θα κρίνει ως ικανό για την ανάγκη παροχής ενός τέτοιου μαθήματος, αφού φυσικά εξετάσει τον αριθμό των απαλλαγμένων από τα Θρησκευτικά μαθητών ανά τάξη των ελληνικών σχολείων.

Μολονότι οι αποφάσεις του ΣτΕ δεν αναφέρουν ξεκάθαρα τον τρόπο απασχόλησης των μαθητών που απαλλάσσονται από τα Θρησκευτικά, όταν αυτοί είναι πολύ λίγοι αριθμητικά, όπως συμβαίνει άλλωστε στην συντριπτική πλειονότητα των σχολείων στα οποία υπάρχουν απαλλαγές, για τη μεταβατική περίοδο που είχε τεθεί μέχρι την εφαρμογή του ισότιμου μαθήματος το ΣτΕ έκρινε ότι «η ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία ο Διευθυντής ή η Διευθύντρια της σχολικής μονάδας σε συνεργασία με τον Σύλλογο των διδασκόντων αποφασίζουν κατά περίπτωση για τον τρόπο που απασχολούνται υποχρεωτικά οι απαλλασσόμενοι/ες μαθητές/τριες (ενδεικτικά διαφορετικό διδακτικό αντικείμενο σε άλλο τμήμα της ίδιας τάξης ή ερευνητική δημιουργική δραστηριότητα), είναι συνταγματικώς ανεκτή, ως μεταβατική, μέχρι την οριστική ρύθμιση του θέματος εντός ευλόγου χρόνου».

 Ίσως τελικά αυτό που κυρίως προέχει είναι μία πιο σαφής ρύθμιση από το Υπουργείο για τον τρόπο απασχόλησης του μικρού αριθμού μαθητών που νομίμως λαμβάνουν απαλλαγή από τα Θρησκευτικά, μία ρύθμιση που θα βοηθήσει τους Διευθυντές των σχολείων και τους Συλλόγους διδασκόντων στις σχετικές αποφάσεις τους. Η μελέτη κάποιων βιβλίων ηθικής ή φιλοσοφίας ή θρησκευτικής λογοτεχνίας, υπό την επίβλεψη κάποιου εκπαιδευτικού κατά τις ώρες του μαθήματος των Θρησκευτικών, μπορεί να είναι ένα είδος απασχόλησης των απαλλασσόμενων μαθητών, τώρα μάλιστα που το Υπουργείο ανακάλυψε πόσο σημαντική είναι η σύνδεση των μαθητών με την μελέτη έντυπων εξωσχολικών βιβλίων.

(Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες που κυκλοφόρησαν μετά τη σύνταξη του άρθρου αυτού η Πολιτεία καθόρισε στους 10 τον «ικανό αριθμό μαθητών» και την Ηθική ως το «ισότιμο μάθημα») 

Ορθόδοξος Τύπος, 02/08/2024 

thriskeftika.blogspot.com