ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΙ & ΑΓΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΙ & ΑΓΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

Π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΙΩΛΗΣ: ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΔΕ ΟΛΟΖΩΝΤΑΝΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΥΣΕ!


ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ο ΓΟΡΔΙΟΣ

Άγιος Αναστάσιος ο Γόρδιος

Στα αγιοβάδιστα Άγραφα και συγκεκριμένα στο χωριό Βραγγιανά, γεννήθηκε το 1654 μ.Χ. ένας από τους σημαντικότερους λόγιους κληρικούς στην εποχή της Τουρκοκρατίας ο σοφός Αναστάσιος ο Γόρδιος.

Στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς ο σημαντικός αυτός σύνδουλος της βασιλείας του Χριστού μας Αναστάσιος αποτέλεσε βασικό στήριγμα των Ρωμιών και του σκλαβωμένου γένους μας. Σύμφωνα με αδιαμφισβήτητες ιστορικές αναφορές και πληροφορίες ο Αναστάσιος Γόρδιος υπήρξε αναμφισβήτητα ο επιφανέστερος μαθητής του Αγίου Ευγένιου του Αιτωλού. Αποτέλεσε θα υποστηρίζαμε σθεναρώς ο φυσικός συνεχιστής του αληθινού ορθόδοξου εκπαιδευτικού πνεύματος, το οποίο κοσμούσε την περιοχή των Αγράφων και την έκανε να ακτινοβολεί σε γη και ουρανό.

Ήταν μία φυσιογνωμία θαυμαστή απ’ όλους. Η μορφή του ασκητική και ο λόγος του μεστός και ουσιαστικός ταρακουνούσε τις φοβισμένες ψυχές των σκλαβωμένων Ελλήνων. Ο Αναστάσιος Γόρδιος σπούδασε στην Ιταλία γιατρός και εκεί διδάχθηκε τη λατινική αλλά και την αρχαία ελληνική γραμματεία από μεγάλους Έλληνες και ξένους δασκάλους που δραστηριοποιούνταν στο χώρο της Ιταλίας. Ωστόσο, παρέμενε πιστός στα νάματα της Ορθοδόξου πίστης και ήλεγχε τους Έλληνες εκείνους που έπεφταν στα δίκτυα του Παπισμού προκειμένου να εξυπηρετήσουν τη ματαιοδοξία τους. Μάλιστα χαρακτηριζόταν λόγω της σθεναρής στάσης του και των ακλόνητων πιστεύω του στην τριαδική αλήθεια πολέμιος του ισχυρού τότε ξεπεσμένου όμως και αδυνάτου στον ουρανό Παπισμού.

Εκτός της ελληνικής γλώσσας μιλούσε απταίστως την γαλλική και ιταλική. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την σπουδαία φυσιολογική κατάρτιση που αποκόμισε από την πολυετή εντρύφηση με τα γράμματα τον κατέστησαν περιζήτητο από μεγάλα πανεπιστημιακά κέντρα της αλλοδαπής. Οι προτάσεις αξιοποίησής του ήταν πάμπολλες. Ωστόσο, η σκέψη του σοφού αυτού και ενάρετου ανδρός περιστρεφόταν στην Ελλάδα και ο νους του ήταν αγκιστρωμένος στο σκλαβωμένο γένος μας. Δεν ήθελε να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος στην αλλοδαπή αλλά επιθυμούσε διακαώς να συνεισφέρει με κάθε τρόπο στην πνευματική αναβάθμιση και κατάρτιση των κατατρεγμένων Ελλήνων.

Έτσι, πήρε τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψει στον τόπο του, τα Βραγγιανά, στον τόπο εκείνο δηλαδή που ήδη είχαν ανάψει οι πρώτες σπινθήρες του αγώνα για τη λευτεριά. Γιατί από τα Βραγγιανά και τη Σχολή του Γένους που λειτουργούσε άρχισαν να θεμελιώνονται οι αρχές της ελευθερίας και να πνέει η ουράνια μοναδική αύρα που έκανε τους Έλληνες να μεθούν στο πέρασμά της.

Έχοντας αποκομίσει ουσιαστικές γνώσεις ο Αναστάσιος Γόρδιος επιστρέφει λοιπόν για να διδάξει στο Αγιοπνευματικό Πανεπιστήμιο των Μεγάλων Βραγγιανών, ώστε ο σπόρος της Ορθοδοξίας να μην εξαφανιστεί από αυτό τον τόπο. Δίδαξε στο Αιτωλικό, στα Τρίκαλα και στο Καρπενήσι. Μιλούσε για τον Χριστό, την ελληνική ιστορία και καλλιεργούσε, μυστικά την ιδέα του ξεσηκωμού. Οι διδαχές του διασώθηκαν σε πάρα πολλά συγγράμματα που έγραψε προσωπικά και τα οποία φυλάσσονται σήμερα σε μοναστήρια της περιοχής.

Μετέφρασε σε απλή ελληνική γλώσσα τον γιατρό Ιπποκράτη. Στο πλούσιο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται: “Συντομωτάτη έκθεσις Λογικής”, “Ρητορική Τέχνη”, “Λεξικόν της καθομιλουμένης”, “Εγχειρίδια”, ορθογραφικά και συντακτικά, “Ιατρικές Συνταγές” και 750 περίπου “Επιστολές”, αρκετές των οποίων αναφέρονται σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας των σχολείων της εποχής.

Συνέταξε στην αρχαία ελληνική και απλή ελληνική γλώσσα βοτανολογικό και ζωολογικό ονοματολόγιο προδρομικό στο είδος του. Επίσης έγραψε τη βιογραφία του αγίου Ευγενίου του Αιτωλού του καλού παιδαγωγού και δασκάλου του και έγραψε διάφορες θεολογικές διατριβές.

Μερικά από τα έργα του Αναστάσιου Γόρδιου εκδόθηκαν στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Βουκουρέστι, στη Μοσχόπολη, στη Βιέννη, ενώ άλλα έμειναν αντιγραμμένα σε κώδικες μοναστηριών ή βιβλιοθηκών. Το κύρος του ως σοφού και λογίου απλώθηκε σ’ όλη την Οθωμανική επικράτεια. Ορισμένοι μάλιστα τον παρομοίαζαν και τον σύγκριναν ακόμα και με τον Αριστοτέλη.

Ο Αναστάσιος Γόρδιος αγωνίστηκε να μεταπείσει τους μορφωμένους Έλληνες που είχαν καταφύγει στο εξωτερικό να επιστρέψουν πίσω για να μην αφήσουν στο σκοτάδι τη γενιά μας. Ταυτόχρονα με την πολυποίκιλη δραστηριότητά του βοηθούσε πολύτεκνους, στήριζε οικονομικά χήρες μητέρες και αναλάμβανε τη φροντίδα των ορφανών. Ήταν ο ιατρός των Βραγγιανών όχι μόνο των σωμάτων αλλά και των ψυχών. Ο Αναστάσιος Γόρδιος ήταν κατ’ ουσία η ψυχή και ο φύλακας άγγελος των Αγράφων.

Κοιμήθηκε την 7η Ιουνίου του 1729 μ.Χ. και θάφτηκε εκεί στον τόπο που υπηρέτησε και αγάπησε από μικρό παιδί, στα Βραγγιανά, δίπλα στον τάφο του διδασκάλου του Αγίου Ευγένιου του Αιτωλού. Εκεί φυλάσσεται σήμερα και η θαυματουργική κατά λαϊκή ετυμηγορία κάρα του. Η άρρητη ευωδιά της κάρας του Αναστασίου Γορδίου σηματοδοτεί τον άνδρα ως ενάρετο και του προσδίδει την στολή του νυμφώνα του Χριστού, τη στολή της αγιότητας.

Είναι μάλιστα αμέτρητες οι μαρτυρίες ανθρώπων που έσκυψαν ευλαβικά να ασπασθούν την κάρα του μεγάλου ανδρός και βρήκαν την ίαση που αναζητούσαν. Τα δαιμόνια μάλιστα φρίττουν ενώπιον της θέας των ιερών λειψάνων του μεγάλου αυτού σοφού ανδρός. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου στις 7 Ιουνίου, έπειτα και από την επίσημη αγιοποίησή του το 2021.
 
 

https://www.saint.gr

ΑΓΙΑ ΠΟΤΑΜΙΑΙΝΗ Η ΜΑΡΤΥΡΑΣ

 Αγία Ποταμιαίνη η Μάρτυρας
 
Η Αγία Ποταμιαίνη έζησε στα τέλη του 3ου μ.Χ. αιώνα στην Αλεξάνδρεια κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού. Ήταν δούλη, αλλά χριστιανή, δηλαδή με ψυχή ελεύθερη δια του Ιησού Χριστού. Την αγόρασε από τον πρώην κύριο της κάποιος άλλος, ειδωλολάτρης και αυτός.
Επειδή όμως η Ποταμιαίνη ήταν πολύ όμορφη στο σώμα, θεώρησε σαν δικαίωμα του να την απολαύσει. Η επίμονη αντίσταση της Ποταμιαίνης τον εξέπληξε και τον εξόργισε. Διότι πρώτη φορά απωθείτο από μία δούλη. Της ζήτησε λοιπόν τον λόγο. Εκείνη δεν τον απέκρυψε και του είπε: «Είμαι χριστιανή και βάζω την τιμή μου πολύ πιο πάνω από τη ζωή μου. Η μόνη μου περιουσία είναι η πίστη και η αγνότητά μου. Δεν αρνούμαι ούτε τη μία ούτε την άλλη. Σκότωσέ με. Δεν θα διαμαρτυρηθώ. Αλλά μη με ακουμπήσεις. Θα σκοτωθώ μόνη μου. Διότι η αγία θρησκεία μας, εμποδίζει σ' όλες τις περιστάσεις την αυτοκτονία, την επιτρέπει μόνο, όταν ο θάνατος απομένει το τελευταίο μέσο προστασίας της τιμής, από την κτηνώδη βία».
Ο ειδωλολάτρης αφέντης, αμέσως την παρέδωσε στον έπαρχο. Αυτός διέταξε και τη θανάτωσαν, μέσα σ' ένα καζάνι με πίσσα που έβραζε. Και έτσι παρέδωσε στο Θεό, την αγνή και καθαρή ψυχή της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Αγίας στις 7 Ιουνίου.
 
https://www.saint.gr

Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

Ο ΣΑΜΟΥΡΑΪ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΙΕΡΕΑΣ ΠΟΥ ΒΑΠΤΙΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΕΓΙΝΕ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ

 Ο σαμουράι πολεμιστής - ιερέας που βαπτίστηκε
και έγινε Ορθόδοξος!
 
Ο Άγιος Νικόλαος Καζάτκιν διακονούσε τον Ιησού ως Ορθόδοξος Ιερέας στην Ιαπωνία κατά την ηγεμονία του Τοκουγάουα στην Έντο εποχή (1603-1868).
Τότε έβλεπαν του ξένους με δυσπιστία και πολλοί ακόμα τους μισούσαν, ενώ ήταν παράνομο να προωθήσει κάποιος μια ξένη θρησκεία. Τα πρώτα χρόνια της διακονίας του ο Άγιος Νικόλαος βρέθηκε σε έντονη αντιπαράθεση με ένα πολεμιστή Σαμουράι που ήταν Σίντο ιερέας, τον Τακούμα Σαγάβε. Ο σαμουράι είχε οπλιστεί με το σπαθί του και ήρθε σε αντιπαράθεση με τον ιερέα, σκοπεύοντας να τον σκοτώσει πριν ακόμα αρχίσει να κηρύττει.
Με μια άγρια διάθεση ο σαμουράι στάθηκε μπροστά στον π. Νικόλαο. Τι δουλειά είχε αυτός ο άνθρωπος να καταφθάσει στην αγαπημένη του πατρίδα και να διδάσκει μια παράξενη θρησκεία; Θα του έδειχνε αυτός! Αν δεν μπορούσε να ακούσει από λόγια ίσως να έπρεπε να ληφθούν άλλα μέτρα.
Δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές για τον π. Νικόλαο. Γνώριζε ότι πολλοί Ιάπωνες αντιδρούσαν στην Ορθόδοξη πίστη. Και ορίστε που μπροστά του στεκόταν ένας περήφανος σαμουράι, ένας ειδωλολάτρης ιερέας του αρχαιότερου θυσιαστηρίου Σίντο της πόλης, να τον κοιτάζει ψυχρά, περιφρονώντας την Ορθόδοξη πίστη. Ο π. Νικόλαος δεν μπορούσε απλώς να τον αγνοήσει. Η περίπτωση χρειαζόταν πρωτοβουλία και επειδή είχε προετοιμαστεί για χρόνια με σκληρή δουλειά, μελέτη και δυσκολίες στα πρώτα του χρόνια, ο π. Νικόλαος μπορούσε να αντιμετωπίζει τέτοιες δύσκολες καταστάσεις. Δείχνοντας ηρεμία άρχισε μια απαλή συζήτηση με τον εκνευρισμένο άνδρα. Το μίσος που ένιωθε ο σαμουράι δεν μπορούσε να διαρκέσει για πολύ. Έγινε σοβαρός και σκεπτικός.
 
Ορίστε τι έγραψε γι’ αυτόν ο Άγιος Νικόλαος:
«Από την επόμενη κιόλας μέρα άρχισα να του εξηγώ την αγιασμένη ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης. Έφερε μαζί του χαρτί και καλαμάρι και άρχισε να γράφει όλα όσα του έλεγα. Με διέκοπτε σχεδόν σε κάθε λέξη με αντιρρήσεις που χρειάζονταν επεξήγηση. Με την πάροδο των ημερών υπήρχαν όλο και λιγότερες παρεμβάσεις ενώ εξακολουθούσε να γράφει κάθε σκέψη και κάθε όνομα. Η διαδικασία με την οποία το χέρι του Θεού αναγεννούσε αυτόν τον άνθρωπο ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μου».
Ο σαμουράι πολεμιστής-ιερέας Τακούμα Σαγάβε βαπτίστηκε με τη Χάρη του Θεού τον Απρίλιο του 1868 μαζί με δύο φίλους του, τον Σακάι και τον Ουράνο. Πήρε τ’ όνομα Παύλος. Οι τρείς φίλοι έγιναν οι πρώτοι Ιάπωνες προσήλυτοι στην Ορθοδοξία. Το 1875, ο Παύλος χειροτονήθηκε ως πρώτος Ιάπωνας ιερέας, ο οποίος εξακολούθησε να υπηρετεί την εκκλησία η οποία μεγάλωσε τις επόμενες δεκαετίες. Πέθανε ένα χρόνο μετά τον Άγιο Νικόλαο το 1913.
Αιωνία του η Μνήμη!
 
Dr. David C. Ford
 
diakonima.gr

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
 
Ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1894 μ.Χ., ξημερώματα του Ευαγγελισμού στην πόλη Βράνιε της νοτίου Σερβίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων και η μητέρα του Αναστασία. Κατά την βάπτιση έλαβε το όνομα Ευάγγελος. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν εκ παραδόσεως ιερατική και είχε δώσει στην ορθόδοξη Εκκλησία τουλάχιστον επτά ιερωμένους. Αυτό εξάλλου φανερώνει και το επώνυμο Πόποβιτς (Παπαδόπουλος). Από μικρό παιδάκι ακόμα, συχνά επισκεπτόταν με τούς γονείς του τον Άγιο Πρόχορο τον Θαυματουργό στην κοντινή Μονή Πτσίνσκι όπου και είδε με τα μάτια του την θεραπεία της μητέρας του από βαριά ασθένεια.

Μια δεύτερη πηγή ευλάβειας για τον μικρό Ευάγγελο ήταν η τακτική ανάγνωση του Ευαγγελίου από τα δεκατέσσερα του χρόνια μα και η ασκητική βίωση του μέχρι το τέλος της ζωής του.
Τρίτη πηγή θείας έμπνευσης έγινε για τον μικρό Πόποβιτς η ανάγνωση των Συναξαριών και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Έλεγε ο ίδιος χαρακτηριστικά: «η Ορθοδοξία δεν είναι βιβλιοθήκη, την οποία μπορείς να μελετήσεις, αλλά βίωμα το όποιο καλείσαι να ζήσεις. Η Ορθοδοξία είναι πρώτιστα βιοτή και μάλιστα Όσια Βιοτή και ύστερα διδαχή και μάλιστα διδαχή ζωής, χάριτος, η οποία δεν έχει τίποτε από την νέκρα του σχολαστικισμού και τον ορθολογισμό του προτεσταντισμού. Η Ορθοδοξία έχει την δική της μεθοδολογία και παιδαγωγική, τους Βίους των Αγίων».

Από την φύση του φιλόσοφος και διψασμένος για την θεία μα και την ανθρώπινη γνώση, ο μικρός Ευάγγελος εγγράφεται στα 1905 μ.Χ. στην Εκκλησιαστική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι όπου αξιώθηκε να έχει ως δάσκαλο του τον φωτισμένο Άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς. Τελείωσε την Σχολή στα 1914 μ.Χ. μα τον πρόλαβε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύτηκε ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας μέσα από τα βουνά της Αλβανίας προς την Κέρκυρα. Καθ' οδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολίτου Βελιγραδίου Δημητρίου έλαβε στην Σκόδρα το μοναχικό σχήμα την 1η Ιανουαρίου του 1916 μ.Χ. και πήρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.

Από την Κέρκυρα, μετά από ενέργειες του Μητροπολίτου Δημητρίου, φεύγει με μια ομάδα φωτισμένων θεολόγων για θεολογικές σπουδές στην Αγία Πετρούπολη. Σύντομα όμως, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ρωσία, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί στην Οξφόρδη. Εκεί έμεινε δύο χρόνια ετοιμάζοντας την διδακτορική του εργασία με θέμα «Η θρησκεία και η φιλοσοφία του Ντοστογιέβσκι». Η εμμονή του στην κριτική του δυτικού Χριστιανισμού και στην υπεράσπιση του Ντοστογιέβσκι του κόστισε την απόρριψη της διατριβής. Έτσι στα 1919 μ.Χ., όταν, μετά το τέλος του πολέμου, γύρισε στην πατρίδα του τοποθετήθηκε ως καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα μεταβαίνει στην Αθήνα για να λαβή τελικά εκεί το διδακτορικό του δίπλωμα στην Πατρολογία στα 1926 μ.Χ. με θέμα «Το πρόβλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Γνώριζε πολύ καλά την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανική και την γαλλική.

Στα επόμενα έτη εργάστηκε στις Εκκλησιαστικές Σχολές του Καρλοβικίου, της Πριζρένης και του Μοναστηρίου (Βίτολα). Στα 1930-31 μ.Χ. η Σερβική Εκκλησία τον έστειλε μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωσήφ σε ιεραποστολική αποστολή στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί εργάστηκαν επί ένα χρόνο στην διαφώτιση και οργάνωση των ενοριών και του μοναχικού βίου των ορθοδόξων Σλοβάκων στα Καρπάθια οι όποιοι επέστρεφαν και πάλι στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Ενώ ακόμη βρισκόταν εκεί, εξελέγη το 1931 μ.Χ. επίσκοπος της νεοσυσταθείσης Επισκοπής Καρπαθίας αλλά από ταπείνωση δεν δέχτηκε την θέση εκείνη.

Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε σε διάφορες μονές και σταδιακά στο Βελιγράδι, μοιραζόμενος την τύχη του λαού του. Με την εγκαθίδρυση της νέας κομμουνιστικής εξουσίας στην Γιουγκοσλαβία το 1945 μ.Χ., ο πατήρ Ιουστίνος εξεδιώχθη από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου μαζί με άλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στην μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία (1946 μ.Χ.) και φυλακίστηκε. Λίγο έλειψε να εκτελεστεί από το καθεστώς ως «εχθρός του λαού», αλλά σώθηκε την τελευταία στιγμή όταν ο Πατριάρχης Γαβριήλ κατά την επιστροφή του από το Άουσβιτς απαίτησε την αποφυλάκιση του.

Διωγμένος από το Πανεπιστήμιο και δίχως κάποια σύνταξη, στερημένος από τα ανθρώπινα, θρησκευτικά και πολιτικά του δικαιώματα, ο πατήρ Ιουστίνος έζησε ουσιαστικά έγκλειστος στην μικρή γυναικεία μονή των Αρχαγγέλων στο Τσέλιε του Βάλιεβο. Ακόμη και εκεί όμως οι πολιτικές αρχές δεν τον άφηναν ήσυχο. Πέρα από την συνεχή και ασφυκτική παρακολούθηση, συχνές ήταν και οι ανακρίσεις στην πολιτική διοίκηση του Βάλιεβο. Σε περιόδους δε κρίσιμων συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Βελιγράδι, του απαγορευόταν οποιαδήποτε έξοδος από την μονή επί μήνες από τον φόβο τυχόν επιρροής του στους επισκόπους. Παρά τις δύσκολες αυτές και οδυνηρές συνθήκες ο πατήρ Ιουστίνος προσευχόταν αδιάλειπτα, επικοινωνούσε με όσους είχαν το θάρρος να τον επισκέπτονται, συνέχιζε το ιεραποστολικό του έργο και έγραφε συνεχώς δίχως να σταματήσει την παράλληλη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Πατέρων και των Συναξαριών.

Λειτουργούσε καθημερινά, νήστευε πλήρως όλες τις Παρασκευές του έτους καθώς και την Α' Εβδομάδα των Νηστειών και την εβδομάδα των Παθών ενώ έκανε και άλλες νηστείες εκτός από τις διατεταγμένες της Εκκλησίας. Ακολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελούσε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Εκατοντάδες ήταν τα ονόματα πού μνημόνευε στην Θεία Λειτουργία, ονόματα που του έδιναν είτε προφορικά είτε μέσω επιστολών.

Παρά τον αυστηρό περιορισμό του από τις πολιτικές αρχές, η φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πέρασε τα σύνορα της Σερβίας. Έτσι, τον επισκέπτονταν όχι μονάχα Σέρβοι από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και πολλοί Έλληνες. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 25 Μαρτίου 1979 μ.Χ., ανήμερα του Ευαγγελισμού μα και ήμερα της γεννήσεως του.

Ο πατήρ Ιουστίνος, αφού εντρύφησε εμπειρικά στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, καρποφόρησε αυτή του την μελέτη και στα δικά του συγγράμματα όπου εύκολα διαφαίνεται το θεολογικό βάθος μα και το συγγραφικό του τάλαντο. Δύο είναι τα κεντρικά χαρακτηριστικά του όλου συγγραφικού του μόχθου, τα όποια συναντώνται σε όλα του τα έργα, από το πιο σύντομο μέχρι και το πιο εκτενές, και από το πιο βαθύ μέχρι και το πιο εκλαϊκευμένο. Το πρώτο είναι η αγάπη του για το πρόσωπο του «Θεανθρώπου Χριστού». Ίσως αυτή να είναι η πιο συχνή έκφραση μέσα στο έργο του. Γύρω από τον Θεάνθρωπο στρέφονται τα πάντα, από Αυτόν πηγάζουν όλα και σε Αυτόν απολήγουν, ενδοχρονικά μα και εσχατολογικά. Το δεύτερο εξίσου σπουδαίο είναι η μέριμνα του στο να μην αποκλίνει από την αλάνθαστη γραμμή των θεοφόρων Πατέρων της Ορθοδόξου Ανατολής. Ο υπερπλήρης αγάπης πατήρ Ιουστίνος είναι συνάμα και διαχρονικά ο ανυποχώρητος εις τα της πίστεως και ζηλωτής της εκκλησιαστικής τάξεως θεολόγος.

Ήδη την περίοδο 1932 - 35 μ.Χ. συνέγραψε το δίτομο έργο «Ορθόδοξος φιλοσοφία της Αληθείας», την γνωστή Δογματική του, το όποιο του χάρισε την έδρα της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου τού Βελιγραδίου. Τον τρίτο τόμο εξέδωσε λίγο πριν από την κοίμηση του, το 1978 μ.Χ. Από πολλούς συγχρόνους ερευνητές θεωρείται ως η πληρέστερη ορθόδοξη Δογματική και έχει ήδη μεταφραστεί στην γαλλική ενώ μεταφράζεται στην αγγλική και στην ελληνική.

Άλλο μνημειώδες έργο του είναι οι Βίοι των Αγίων σε 12 τόμους και η Ερμηνεία της Καινής Διαθήκης σε 7 τόμους. Η μονή του Τσέλιε έχει ήδη ξεκινήσει την έκδοση των απάντων του τα όποια υπολογίζονται σε σαράντα τόμους από τούς οποίους έχουν κυκλοφορήσει περί τούς τριάντα. Με αφορμή την συμπλήρωση τριακονταετίας από την εις Κύριον εκδημία του, μεταφέρουμε στο παρόν πόνημα μία συνοπτικότατη εκλογή από το τεράστιο συγγραφικό του πλούτο ως ευκαιρία γνωριμίας των φιλαγίων αναγνωστών με μια μεγάλη μορφή ενός συγχρόνου ομολογητού και διδασκάλου της μαχόμενης Ορθοδοξίας.

Ή Ιερά Μονή του Τσέλιε
Η Ιερά Μονή του Τσέλιε βρίσκεται σε απόσταση 6 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της πόλης του Βάλιεβο, στις όχθες του πόταμου Γράδατς. Το μοναστήρι είναι χτισμένο μέσα σε ένα ορεινό, γραφικό και καταπράσινο τοπίο, μέσα σε μία μικρή κοιλάδα στα όρια του χωρίου Λέλιτς το όποιο είναι και η γενέτειρα του μεγάλου συγχρόνου άγιου της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας Νικολάου Βελιμίροβιτς. Η γύρω περιοχή με τα πολλά βουνά και τις μικρές κοιλάδες κάνουν το μοναστήρι αθέατο και ο επισκέπτης πρέπει να μπει στη μικρή κοιλάδα για να το αντικρίσει.

Η ακριβής χρονολογία κτίσεως της μονής δεν είναι γνωστή. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία η ίδρυση της μονής ανάγεται στους μεσαιωνικούς χρόνους, ενώ ιδιαίτερη παράδοση το θέλει ως κτίσμα του βασιλέως Δραγούτιν (1282 – 1316 μ.Χ.). Κατά την μακρά και σκοτεινή τουρκική σκλαβιά κάηκε, γκρεμίστηκε και ανακαινίστηκε αρκετές φορές. Οι προεστοί της μονής προσέφεραν πολλά στους αγώνες του σέρβικου έθνους κατά των κατακτητών και αλλοθρήσκων. Κατά τον 19ο αι. μ.Χ. ιδρύεται στη μονή Δημοτικό Σχολείο, από τα πρώτα που λειτούργησαν στην ελεύθερη Σερβία. Στο σχολείο αυτό έμαθε τα πρώτα του γράμματα και ό άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς. Στα 1837 μ.Χ. η μονή μετατράπηκε σε ενοριακό ναό και έτσι παρέμεινε ως το 1928 μ.Χ. όταν με απόφαση της Σερβικής Ιεράς Συνόδου μετατράπηκε σε γυναικεία μονή.

Το καθολικό της μονής τιμά τη Σύναξη των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Πρόκειται για βασιλική μετά τρούλου. Ο τρούλος είναι εννεάπλευρος προς τιμήν των εννέα αγγελικών ταγμάτων. Η μονή βρίσκεται στη διοικητική δικαιοδοσία της μητροπόλεως Σάμπατς και Βάλιεβο. Ο μεγαλύτερος θησαυρός που η μονή φυλάσσει και προσφέρει προς προσκύνηση, ευλογία και παρηγοριά των δεκάδων προσκυνητών είναι ο απέριττος τάφος του οσίου αββά Ιουστίνου Πόποβιτς ο όποιος εγκαταβίωσε στη μονή επί 28 συνεχόμενα έτη μέχρι της κοιμήσεως του το 1979 μ.Χ.

Σημείωση
Η αγιοκατάταξη του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς έγινε από την Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία ακολουθεί το Ιουλιανό ημερολόγιο (παλαιό). Σαν ημέρα της εορτής του ορίστηκε η 1η Ιουνίου, ημέρα που εορτάζει και ο Άγιος Ιουστίνος ο Απολογητής και φιλόσοφος του οποίου ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς φέρει το όνομα του. Έτσι όταν εορτάζει ο Άγιος Ιουστίνος στην Σερβία, στην Ελλάδα, που ακολουθούμε το Αναθεωρημένο Ιουλιανό ημερολόγιο (και όχι το Γρηγοριανό ημερολόγιο), έχουμε 14 Ιουνίου. Λανθασμένα, λοιπόν, αναφέρουν διάφορες πηγές ότι ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς εορτάζει στις 14 Ιουνίου. Υπενθυμίζουμε, ότι οι μόνες εορτές που συνεορτάζουν οι εκκλησίες που ακολουθούν το Ιουλιανό ημερολόγιο και αυτές που ακολουθούν το Αναθεωρημένο Ιουλιανό ημερολόγιο είναι οι εορτές με βάση το Πάσχα, εκτός και αν υπάρχει εκκλησιαστική εγκύκλιος που αναφέρει κάτι διαφορετικό.
 
https://www.saint.gr

Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ

 Οι τρεις Καλόγεροι και ο Άγιος Αντώνιος 

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

Σταμάτησαν σ᾽ ἕνα ξέφωτο νά ξαποστάσουν. Προσπάθησαν νά βροῦν λίγη σκιά, κάτω ἀπό τά ἀραιά φύλλα κάποιων μικρῶν δέντρων. ῾Ο ἥλιος φαινόταν νά τούς εἶχε τσακίσει. ῾Ο ἱδρώτας ἔτρεχε ποτάμι ἀπό τό μέτωπό τους, ἐνῶ οἱ μανδύες τους κολλοῦσαν πάνω στά κουρασμένα κορμιά τους. Καί οἱ τρεῖς ἔκαναν τήν ἴδια κίνηση: ἔβγαλαν γρήγορα τό φλασκί ἀπό τό ταγάρι τους καί τό σήκωσαν στά διψασμένα χείλη τους. ᾽Ανασήκωσαν λίγο ἀπό τό κεφάλι τους καί τόν μαῦρο σκοῦφο τους.
῾Δόξα Σοι, ὁ Θεός᾽, ἀκούστηκε ψιθυριστή ἡ φωνή τους.
῾Σέ λίγο φτάνουμε στόν προορισμό μας᾽, εἶπε μέ ἀνακούφιση ὁ μεγαλύτερος, ὁ π. ᾽Αββακούμ, ἕνας λιοκαμένος καλόγερος μεσαίου ἀναστήματος πού τώρα ἔπαιρναν τά γένια του λίγο ν᾽ ἀσπρίζουν.
῾᾽Ελπίζουμε νά βροῦμε καί πάλι τόν Γέροντα, ὅπως καί πέρσι᾽, συμπλήρωσε ὁ νεώτερος, ὁ π. ᾽Ιωάννης, ψηλός καί ἀρκετά ἀδύνατος αὐτός, μέ ἀραιά λεπτά μαῦρα γένια.
῾῾Ο Γέροντας δέν φεύγει ἀπό τήν καλύβη του ποτέ, ἐκτός κι ἄν συντρέξει πολύ μεγάλη ἀνάγκη᾽, πῆρε τόν λόγο ὁ τρίτος, ὁ π. Βαρνάβας, ὁ πιό εὔσωμος ἀπό τούς ἄλλους καστανογένης καλόγερος, μέ ρόζους στά χέρια ἀπό τίς πολλές χειρωνακτικές ἐργασίες.
῾Νά, σάν τήν περίπτωση πρίν λίγα χρόνια, πού ἔμαθε γιά τούς χριστιανούς πού διώκονταν λόγω τῆς πίστης τους στήν ᾽Αλεξάνδρεια. ῎Ενιωσε τήν ἀνάγκη, εἶπε, νά πάει νά τούς δεῖ, νά τούς παρασταθεῖ, νά προσευχηθεῖ γιά τήν καλή ὁμολογία τους. Κι ἀκόμη νά τούς ἐνισχύσει μέ τήν δική του παρουσία. ῞Ολοι δά ξέρουν τήν μεγάλη φήμη του ὡς ἁγίου. Καί μόνο ἡ ἐμφάνισή του στήν δίκη τους – ἄς τήν ποῦμε δίκη βέβαια – ἔκανε τούς ὑποψήφιους μάρτυρες νά πάρουν μεγάλο θάρρος. ῎Ακουσα μάλιστα ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ κριτής σάν νά φοβήθηκε πού τόν εἶδε μπροστά του. Θά ἐπέτρεψε φαίνεται ὁ Κύριός μας τό φῶς τῆς ἁγιότητάς του νά τό δεῖ κι ἐκεῖνος. Σάν φωτιά πού κατακαίει βεβαίως᾽, ἔσπευσε ἀμέσως νά συμπληρώσει.
῎Επεσε σιωπή γιά λίγο. ῾Η ἀνάσα τους ὅλο καί γινόταν καί πιό ἥσυχη καί κανονική. ῾Η ἀνάπαυση καί τό νερό ἀνανέωναν τίς δυνάμεις τους. Βυθίστηκε ὁ καθένας στίς σκέψεις του.
῏Ηταν γνωστοί μεταξύ τους. ᾽Ασκήτευαν καί οἱ τρεῖς σέ κοντινές ἀποστάσεις, ἀλλά ἐκεῖνο πού τούς ἕνωσε περισσότερο ἦταν ὅταν πρίν μερικά χρόνια ἀποφάσισαν νά πᾶνε νά ἐπισκεφτοῦν μαζί τόν μεγάλο Γέροντα, τόν ᾽Αντώνιο. ῾Ο καθένας εἶχε τούς δικούς του ξεχωριστούς λόγους, ἀλλά καί οἱ τρεῖς ἑνώνονταν κάτω ἀπό τόν κοινό παρανομαστή: ἡ χάρη τοῦ ἁγίου νά τούς καθοδηγήσει στά δύσκολα μονοπάτια τῆς ζωῆς πού εἶχαν διαλέξει νά ἀκολουθήσουν.
Εἶχαν ξεκινήσει μέ ἐνθουσιασμό. Κάποιοι λιγοστοί ἀσκητές στά περίχωρα τῶν χωριῶν τους τούς γοήτευσαν στήν ἐπιλογή τῆς ἀφιερωμένης ζωῆς. ῎Εβλεπαν ἔντονα τήν διαφορά πού εἶχαν αὐτοί ἀπό τούς ἄλλους χριστιανούς τοῦ κόσμου. Οἱ κοσμικοί χριστιανοί μέ τούς ὁποίους ζοῦσαν, ὅπως ἄλλωστε καί οἱ ἴδιοι, χριστιανοί ἦταν βεβαίως, ἀλλά σάν νά τούς ἔλειπε κάτι: δέν ὑπῆρχε ἐκείνη ἡ μυστική χαρά πού φαίνεται νά βγαίνει μέσα ἀπό τήν καρδιά, γιά τήν ὁποία διάβαζαν στά εὐαγγέλια καί τίς ἐπιστολές τῶν ἀποστόλων. Στούς πολλούς ἦταν ἔντονη ἡ στροφή στά πράγματα τοῦ κόσμου. Οἱ δουλειές τους τούς ἀπορροφοῦσαν. Τά προβλήματα τῆς οἰκογένειάς τους τούς κατέβαλλαν. Μιά μελαγχολία καί μιά κατήφεια γυρόφερνε τήν μίζερη ζωή τους. Κι ὅταν συνάντησαν αὐτούς τούς ἀσκητές, πού ἀπομακρύνθηκαν ἀπ᾽ τούς ἄλλους σάν μιά ἀντίδραση στόν ἀποχρωματισμένο χριστιανισμό τους, κι εἶδαν τήν χαρά πού ἀνέβλυζε ἀπό τά μάτια τους, ἔνιωσαν σάν νά τούς καλοῦσε ὁ Θεός νά γίνουν σάν κι αὐτούς. Ναί, ποθοῦσαν μιά ζωή ἀφιερωμένη στόν Κύριο.
Τό ἔκαναν, ἀλλά μετά ἀπό κάποιο διάστημα ἄρχισαν τά προβλήματα. Λογισμοί ἄρχισαν νά τούς τυραννοῦν μέ ἀποτέλεσμα νά τούς ὁδηγοῦν σέ σύγχυση. Τό ξεκάθαρο προηγουμένως τοπίο γινόταν τώρα θολό μέσα στήν ψυχή τους. ῾Η ἀπελπισία ἄρχισε νά ἐμφανίζεται δειλά στήν ἀρχή, πιό ἔντονα ἔπειτα, στήν ζωή τους, χωρίς νά ξέρουν ἀκριβῶς τί γίνεται. ῾Η ἀπειρία στήν πνευματική ζωή ἔδειχνε φανερά τά σημάδια της. Κατέφυγαν γι᾽ αὐτό στούς ἀσκητές τῆς περιοχῆς τους. ᾽Αλλά οἱ ἀπαντήσεις τους δέν γέμισαν τήν καρδιά. Δέν τούς πληροφόρησαν ὅσο ἤθελαν. Τότε ἦταν πού σκέφτηκαν τόν μεγάλο ἅγιο. ῾Ο ἀββᾶς ᾽Αντώνιος φάνταζε σάν ἡ μόνη λύση. ῾Θεοφιλή᾽ τόν ὀνόμαζαν ὅλοι. ῏Ηταν βεβαιωμένο ὅτι αὐτός ἤξερε τά μυστικά τῆς καρδιᾶς, καί μάλιστα δοσμένα ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί τό ἀποφάσισαν. ῾Ετοιμάστηκαν νά πᾶνε νά τόν δοῦν, νά τόν συναντήσουν, νά τόν ρωτήσουν. Καί τό ἔκαναν μιά φορά, δυό φορές, τρεῖς φορές. Γιατί στόν ἅγιο βρῆκαν αὐτό πού ἔψαχναν: ὁ ἀββᾶς ᾽Αντώνιος τούς ἔδινε κάθε φορά ὅ,τι διψοῦσε ἡ καρδιά τους. Καί τό συγκλονιστικότερο: χωρίς κάποιες φορές κἄν νά τόν ρωτήσουν. ῾Ο φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νοῦς του διέβλεπε τά μύχια τῆς ψυχῆς τους.
Κάθε φορά ὅμως ρωτοῦσαν οἱ δύο μεγαλύτεροι. ῾Ο π. ᾽Αββακούμ καί ὁ π. Βαρνάβας. Αὐτοί, ἴσως λόγω καί τοῦ μεγαλύτερου θάρρους ἀπό τήν ἡλικία τους ἔθεταν τά ζητήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τους. Τό τί τούς ἀπασχολοῦσε κάθε φορά μέ τούς λογισμούς τους. Τούς πειρασμούς πού ἀντιμετώπιζαν ἀπό τίς δαιμονικές ἐπιθέσεις. Τίς τρικλοποδιές πού τούς ἔβαζε ὁ πονηρός μέ τά ἐκ δεξιῶν ὅπλα. ῾Ο νεώτερος, ὁ π. ᾽Ιωάννης, ἄκουγε καί δέν ρωτοῦσε τίποτε. ῾Ο μεγάλος ἀββάς τό ἔβλεπε ἀλλά δέν ἔλεγε τίποτε. Ποτέ δέν στράφηκε στόν ᾽Ιωάννη νά τοῦ κάνει κάποια παρατήρηση. Νά ρωτήσει ἐκεῖνος γι᾽ αὐτόν.
Φέτος λοιπόν ἦταν ἡ τέταρτη φορά τῆς ἐπίσκεψής τους. Οἱ λογισμοί καί τά προβλήματα εἶχαν καί πάλι σωρευτεῖ. ῾Ο ἅγιος ἦταν ἡ λύση καί ἡ παρηγοριά τους.
῾Μήπως πρέπει νά φεύγουμε;᾽ ρώτησε σεμνά καί μέ συστολή ὁ ᾽Ιωάννης. ῾῎Αν ἀργήσουμε θά μᾶς πάρει τό βράδυ καί θά κινδυνέψουμε᾽.
Σηκώθηκαν. Μάζεψαν τά πράγματά τους πού τά εἶχαν ἀφήσει παράμερα καί μέ ζωντάνια κατευθύνθηκαν στόν προορισμό τους.
Κάποτε ἔφτασαν. ῾Ο ᾽Αντώνιος σάν νά τούς περίμενε καί ἦταν ἔξω ἀπό τό καλύβι του.
῾Καλῶς τούς ἅγιους πατέρες᾽, φώναξε εὐδιάθετα. ῾Εἴχατε καλή πορεία;᾽
῾Μέ τίς εὐχές σου, δόξα τῷ Θεῷ᾽, εἶπε ὁ π. ᾽Αββακούμ. ῾Γέροντα, παρακαλούσαμε τόν Κύριο νά σέ βροῦμε ἐδῶ καί ὑγιῆ᾽, ξανάπε. ῾Σοῦ φέραμε καί κάποια παξιμάδια καί χορταρικά, ἀπό αὐτά πού τρῶς᾽.
῾Εὐλογημένο τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ᾽, εἶπε ὁ ἅγιος. ῾Καλοδεχούμενα, ἀφοῦ εἶναι προσφορά τῆς ἀγάπης καί τῆς καρδιᾶς σας. Νά᾽ στε εὐλογημένοι κι ἐσεῖς᾽.
Τούς ὑποδέχτηκε ὁ ἅγιος καί τούς φίλεψε ὅ,τι εἶχε στό φτωχό καλύβι του. ᾽Αφοῦ λίγο ξεκουράστηκαν ἦρθε κατευθεῖαν στό θέμα: ῾Τί εἶναι αὐτό πού σᾶς ἀπασχολεῖ αὐτήν τήν φορά, ἀδελφοί μου; Γιατί καί πάλι ὑποβληθήκατε σ᾽ αὐτόν τόν μεγάλο κόπο, νά ἐπισκεφθεῖτε τόν ἀχρεῖο δοῦλο τοῦ Θεοῦ ᾽Αντώνιο;᾽
῾᾽Αββᾶ, σέ εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἀγάπη σου᾽, πῆρε τόν λόγο ὁ π. Βαρνάβας. ῾Κάθε φορά ὁ λόγος σου χύνεται σάν βάλσαμο στίς ψυχές μας καί φεύγουμε μέ μεγάλη παρηγοριά καί δύναμη. Νιώθουμε ἀπό τήν ἄλλη ὅτι οἱ προσευχές σου μᾶς συνοδεύουν ὅλη τήν χρονιά καί μᾶς ἀνοίγουν δρόμο ἐκεῖ πού ἄλλοτε ἤμασταν στό σκοτάδι. Μά, αὐτήν τήν φορά θέλω νά σέ ρωτήσω γιά κάτι πού μέ ταλαιπωρεῖ καί δέν μέ ἀφήνει νά ἡσυχάσω ὁλάκερες βραδιές. Σάν νά ἔχει κολλήσει ἡ σκέψη μου σ᾽ αὐτό καί μοῦ δημιουργεῖ μεγάλη ἀναταραχή᾽.
῾Γιά τί πράγμα πρόκειται;᾽ ρώτησε μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον ὁ ᾽Αντώνιος καί τά μαῦρα μάτια του γεμάτα ἀπό ἀγάπη κοίταξαν ἴσια στά μάτια τοῦ π. Βαρνάβα.
῾Γέροντα, πῶς νά τό πῶ; Διαβάζω στόν λόγο τοῦ Θεοῦ γιά τά πονηρά πνεύματα πού μᾶς πολεμοῦν, ἐνῶ βλέπω τήν δική μου καθημερινά ἀδυναμία. Πῶς, πατέρα μου, θά μπορέσω νά ἀντιμετωπίσω τόν διάβολο καί τά ὄργανά του; Μέ πιάνει μιά λιποψυχία καί ἔχω ἀρχίσει νά πιστεύω ὅτι δέν θά μπορέσω νά περάσω ἀπό τά τελώνια, ὅταν θά φεύγει ἡ ψυχή μου ἀπό τό ρυπαρό σῶμα μου. ῾Η κόλαση μοῦ ἔχει γίνει ἐφιάλτης. Νιώθω ἤδη ὅτι βρίσκομαι ἐκεῖ καί βασανίζομαι χωρίς ἐπιστροφή καί διέξοδο. Γέροντα, εἶμαι φοβισμένος καί ἀπελπισμένος᾽. Σταμάτησε ὁ καλόγερος καί δάκρυα ἄρχισαν νά αὐλακώνουν τό πρόσωπό του, πού εἶχε γείρει κατάκοπο πρός τά κάτω.
Σάν φωνή ἀπό τόν οὐρανό ἀκούστηκε μετά ἀπό λίγο ἡ φωνή τοῦ ἁγίου: ῾Μήν ἀνησυχεῖς, παιδί μου. ῾Ο πειρασμός τοῦ πονηροῦ σοῦ δημιουργεῖ ὅλη αὐτήν τήν κατάσταση. Γιατί αὐτό μόνο μπορεῖ νά κάνει ὁ τρισκατάρατος: νά δημιουργεῖ φόβο. ῾Ο φόβος εἶναι τό κλίμα καί ἡ ἀτμόσφαιρά του. Καταβάλλεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτόν, χάνει τήν ἀνδρειοσύνη του, εἶναι ἕτοιμος νά ὑποταχτεῖ. Τό ἴδιο δέν συμβαίνει καί στά ἀνθρώπινα; Τί κάνει ἕνας ἐχθρός γιά νά ὑποτάξει τόν ἀντίπαλο; Προσπαθεῖ νά τοῦ δημιουργήσει φόβο. Νά τόν κάνει νά πιστέψει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι μεγαλύτερος καί ἰσχυρότερος ἀπό αὐτόν. ῎Αν τοῦ δημιουργήσει κλίμα ἡττοπάθειας, ἤδη τόν ἔχει στό χέρι. ῾Η ὑποδούλωσή του εἶναι θέμα μικροῦ χρόνου. Αὐτή λοιπόν εἶναι καί ἡ τακτική τοῦ διαβόλου. Νά δημιουργήσει φόβο στήν ψυχή. Κι ὅταν δεῖ τόν φόβο σ᾽ αὐτήν, τότε εἶναι εὔκολο νά τήν ὁδηγήσει στά νύχια του.
᾽Εκτός ὅμως ἀπό φόβο δέν μπορεῖ νά προκαλέσει κάτι ἄλλο στόν ἄνθρωπο ὁ διάβολος. Γιατί δέν ἔχει τήν ἐξουσία. Καί μάλιστα σ᾽ ἐμᾶς τούς βαπτισμένους χριστιανούς. Μή ξεχνᾶς, ἀδελφέ μου, ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ἕνας ἡττημένος, ἀφότου ἦλθε ὁ Χριστός μας. ῾Ο Χριστός τόν κατήργησε καί τόν ἐξαφάνισε. ῎Αν ἐξακολουθεῖ καί ὑπάρχει καί δρᾶ, εἶναι γιατί ᾽Εκεῖνος τόν ἀφήνει καί τόν ἀξιοποιεῖ γιά τό λυτρωτικό Του ἔργο. Ποτέ δηλαδή ὁ Θεός δέν καταστρέφει τά δημιουργήματά Του, ἔστω κι ἄν πρόκειται γιά τόν διάβολο, καί ποτέ βεβαίως δέν μᾶς ἀφήνει ἀπροστάτευτους. Λοιπόν, ὁ διάβολος δέν εἶναι ἀνεξέλεγκτος. ῞Ο,τι δράση παρουσιάζει εἶναι ἡ δράση πού τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Κύριος, κι αὐτό γιά τό καλό μας. ῎Αν ἦταν στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου θά μᾶς εἶχε ἀφανίσει ὅλους, ὡς ἀνθρωποκτόνος ἀπαρχῆς. ᾽Αλλά δέν ἔχει, εἴπαμε, τήν ἐξουσία.
Εἶπα, ὅμως, ὅτι δέν ἔχει ἐξουσία ἰδίως σέ ἐμᾶς τούς βαπτισμένους. Καί ἐδῶ θέλω, ἀδελφοί μου᾽, στράφηκε καί στούς ἄλλους ὁ ἅγιος Γέροντας, ῾νά προσέξετε ἰδιαιτέρως. Γιατί ἄν καταλάβουμε αὐτό πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός μέ τό ἅγιο βάπτισμά μας, θά δοῦμε ὅτι ἔχουμε τήν λύση ὅλων τῶν πνευματικῶν προβλημάτων μας στά χέρια μας. Θέλω νά πῶ᾽, ἀνασηκώθηκε λίγο ὁ Γέροντας καί ἄλλαξε λίγο στάση, ῾ὅτι μέ τό βάπτισμα γίναμε μέλη τοῦ Χριστοῦ. Κλαδιά στό δέντρο πού εἶναι ᾽Εκεῖνος. Ναός τοῦ ῾Αγίου Πνεύματός Του. ῾Η σχέση μας δηλαδή μέ τόν Χριστό εἶναι μιά σχέση ἄμεση καί οὐσιαστική. Εἴμαστε, θά λέγαμε, ἡ προέκτασή Του. Δέν εἶναι ἄλλο πιά ὁ Χριστός καί ἄλλο ἐμεῖς. Εἴδατε πῶς ὁ μεγάλος ἀπόστολος Παῦλος τό λέει; Τό σῶμα μας εἶναι ναός τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί γι᾽ αὐτό δέν ἀνήκουμε στόν ἑαυτό μας, ἀλλά στόν Θεό. Δέν ζῶ ἐγώ, σημειώνει ἀλλοῦ, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ λογισμός μας δέν πρέπει νά ἀποπροσανατολίζεται σέ λογισμούς τοῦ πονηροῦ. ῾Ο λογισμός μας πρέπει νά δένεται, νά εἶναι κολλημένος πράγματι, στήν ἀλήθεια πού ἀποκάλυψε γιά ἐμᾶς ὁ ῎Ιδιος: Τοῦ ἀνήκουμε καί εἴμαστε κομμάτι Του. Ποῦ νά σταθεῖ λοιπόν ὁ φόβος καί ἡ ἀπελπισία; Ποῦ νά ἀφεθοῦμε ἔτσι στήν κυριαρχία τῆς κόλασης ὡς ζωῆς πού μᾶς περιμένει; Τό μυαλό καί ἡ καρδιά μας στόν Χριστό καί μόνο σ᾽ Αὐτόν. Αὐτή εἶναι ἡ λύση καί ἡ διέξοδος σέ ὅλα. Καί τότε, κατά πόσο σκεφτόμαστε καί ἀγαπᾶμε τόν Κύριο καί κατά πόσο φανερώνουμε αὐτήν τήν ἀγάπη μας ἀπέναντι στόν συνάνθρωπό μας πού εἶναι μιά ἄλλη παρουσία δική Του, ἀρχίζουμε καί αἰσθανόμαστε σέ ὅλη τήν ὕπαρξή μας τήν χάρη Του, καί στήν ψυχή καί στό σῶμα μας. Τό μυστικό λοιπόν τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι νά εἴμαστε στραμμένοι πάντοτε μέ ἀγάπη πρός τόν Κύριο. Νά νιώθουμε τήν δωρεά πού μᾶς ἔκανε μέ τό βάπτισμά μας. Γι᾽ αὐτό καί μᾶς τρέφει ἔπειτα καί μέ τό σῶμα Του καί τό αἷμα Του᾽.
Εἶπε ὁ Γέροντας καί σκούπισε τά μάτια του πού εἶχαν πλημμυρίσει ἀπό δάκρυα ἀγάπης καί εὐγνωμοσύνης πρός τόν Κύριο.
῾Γέροντα, παρόμοιες σκέψεις ταλαιπωροῦν καί ἐμένα᾽, ψιθύρισε μέ συστολή καί βαθύ σεβασμό καί ὁ π. ᾽Αββακούμ. ῾Μέ τά λεγόμενά σου πῆρα ἀπάντηση καί στούς δικούς μου ταραγμένους λογισμούς καί προβληματισμούς. Καταλαβαίνω ὅτι πράγματι εἶναι πειρασμός τοῦ Πονηροῦ νά μήν μένουμε στήν βασική ἐντολή τοῦ Θεοῦ μας, δηλαδή νά Τόν ἀγαπᾶμε μέ ὅλη τήν καρδιά καί τήν ψυχή μας, ὅπως τό ἴδιο καί τόν συνάνθρωπό μας. Τώρα συνειδητοποιῶ ὅτι δίνοντας ὤθηση στήν σκέψη καί τήν καρδιά μου νά βρίσκομαι ἐκεῖ πού εἶναι ἡ ἐντολή Του, δέν ὑπάρχουν περιθώρια γιά ἄλλους λογισμούς πειρασμικούς. Γέροντα, σέ εὐχαριστῶ καί σέ παρακαλῶ νά συνεχίσεις νά προσεύχεσαι γιά ἐμᾶς. Εἴμαστε τόσο ἀδύναμοι᾽, ἀναστέναξε μέ πόνο.
῾Ο νεώτερος καλόγερος, ὁ π. ᾽Ιωάννης, δέν ἔλεγε καί πάλι τίποτε. Φαινόταν κατανυγμένος κι ἦταν ἀλλοιωμένη ἡ ὄψη του, σάν νά ἀντίκρυζε ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς. Τό βλέμμα του κοιτοῦσε πότε στό χῶμα, ἐκεῖ πού καθόταν, καί πότε τό ὕψωνε μέ λαχτάρα στό πρόσωπο τοῦ ᾽Αντωνίου. Τό στόμα του ὅμως τό κρατοῦσε κλειστό.
῾Ο ἅγιος δέν ἄντεξε αὐτήν τήν φορά. ῾Παιδί μου᾽, τοῦ εἶπε, ῾οἱ ἄλλοι ὅλα τά προηγούμενα χρόνια, ὅπως καί φέτος, ἔρχονται καί κάθε φορά κάτι μέ ρωτᾶνε. ᾽Εσύ ἔρχεσαι καί ποτέ δέν μοῦ θέτεις κάποιον προβληματισμό σου. Δέν θέλεις κάτι νά μέ ρωτήσεις; Κάνεις πού κάνεις τόν κόπο, γιατί δέν ἐκμεταλλεύεσαι τήν εὐκαιρία; Δέν εἶναι κόπος γιά ἐμένα νά ἀπαντῶ σέ ὅ,τι ταλαιπωρεῖ τόν ἀδελφό μου. Γιά μένα, ὁ καθένας ἀπό ἐσᾶς εἶναι καί ἕνας Χριστός. ῞Οπως τό εἴπαμε καί προηγουμένως γιά τό βάπτισμά μας. Τό ἀναφέρει ὅμως καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη: Εἶδες τόν ἀδελφό σου, εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου. Μή φοβᾶσαι λοιπόν ὅτι θά μέ κουράσεις. Χαρά μου εἶναι ἡ βοήθεια, ὅταν μπορῶ νά τήν προσφέρω. Πές λοιπόν καί σύ τόν προβληματισμό σου᾽.
῾᾽Αββᾶ᾽, ψιθύρισε ὁ π. ᾽Ιωάννης. ῾Βεβαίως ἔχω καί ἐγώ λογισμούς μέ τούς ὁποίους παλεύω. Βεβαίως ἀντιμετωπίζω κινδύνους στήν πνευματική μου ζωή. ᾽Αλλά ἀπό τήν μιά ἔχω τούς καλούς ἐδῶ ἀδελφούς μου, οἱ ὁποῖοι μέ τά δικά τους ἐρωτήματα ἐκφράζουν καί τούς δικούς μου προβληματισμούς, ὁπότε οἱ ἀπαντήσεις πού παίρνουν ἰσχύουν καί γιά ἐμένα. ᾽Αλλά ἀπό τήν ἄλλη…᾽. Κοντοστάθηκε ὁ καλόγερος. ῾᾽Από τήν ἄλλη…᾽ ξανάπε, χωρίς νά ὁλοκληρώσει.
῾᾽Από τήν ἄλλη;᾽ ρώτησε ὁ μέγας ῞Ηλιος καί τό βλέμμα του καί πάλι σάν ἀκτίνα ἱλαροῦ φωτός χάϊδεψε τό ταπεινό πλάσμα τοῦ Θεοῦ.
῾᾽Από τήν ἄλλη, ἀρκεῖ μοι τό βλέπειν σε, Πάτερ. Μοῦ ἀρκεῖ νά σέ βλέπω, Πατέρα. Μέ μόνη τήν θωριά σου σβήνονται ὅλες οἱ ἀπορίες μου καί οἱ προβληματισμοί μου. Σάν νά βλέπω τόν ἴδιο τόν Θεό καί τήν ἀγάπη Του. Καί νιώθω ὅτι δέν ὑπάρχουν πιά ἐρωτήματα. Μπροστά σου τά καταλαβαίνω ὅλα᾽.
῞Εν᾽ ἀεράκι φάνηκε νά φυσάει ἁπαλά ἐκείνη τήν ὥρα καί μιά γλυκιά αὔρα δροσιᾶς τύλιξε τούς πνευματοφόρους συνομιλητές, φέρνοντας μιάν ἀπόκοσμη εὐωδία σάν ἀπό πανάκριβο μύρο. ῎Αν κανείς τούς ἔβλεπε ἀπό κάποια ἀπόσταση, θά ἔβλεπε ὅτι καί οἱ τρεῖς μέ τόν μεγάλο ἀββᾶ ἀνάμεσά τους ἦταν μέσα σ᾽ ἕνα γαλαζόλευκο φῶς πού ὅμοιό του στήν γῆ δέν μπορεῖ κανείς νά ἀντικρύσει.
 
ΑΓΑΠΗ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ

Τρίτη 23 Μαΐου 2023

ΟΣΙΟΣ ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ, Ο ΝΕΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ

 
Όσιος Ευμένιος Σαριδάκης, ο Νέος ο Θεοφόρος 

Η Εθιά, η πατρίδα του Οσίου Ευμενίου, είναι ένα ορεινό χωριό στα νότια του νομού Ηρακλείου Κρήτης. Βρίσκεται σε υψόμετρο 740μ. και απέχει από το Ηράκλειο 38 χλμ. Είναι πολύ άγονο μέρος, γι’ αυτό και οι κάτοικοί του μετοίκησαν σ’ ένα χαμηλότερο μέρος, στο χωριό Ροτάσι.
Στην Εθιά υπάρχουν δύο εκκλησίες: Η κεντρική είναι αφιερωμένη στην Παναγία μας και φυλάσσει θαυματουργό εικόνα της. Εκεί η Παναγία είχε εμφανισθεί σαν γυναίκα ντυμένη στα μαύρα κάποια ημέρα, που ο Όσιος Ευμένιος, μικρό παιδί τότε, άναβε τα κανδήλια του ναού, και του είπε: «Εσύ μια μέρα θα γίνεις ιερεύς». Εκεί, στον αύλιο χώρο της, έμελλε να είναι και ο τάφος, όπου αναπαύεται το σεπτό σκήνωμα του Οσίου Γέροντος μας. Η άλλη είναι του Προφήτου Ηλιού. Εκεί κοντά υπάρχει και αγίασμα. Υπάρχουν και πολλά μικρά εκκλησάκια, για την ανακαίνιση των οποίων ο Όσιος Ευμένιος έστελνε χρήματα.
Ο Όσιος Ευμένιος ήταν γόνος μιας πολυμελούς και πάμπτωχης οικογενείας. Γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του έτους 1931 μ.Χ. Οι γονείς του, Γεώργιος και Σοφία Σαριδάκη, ήταν άνθρωποι ευσεβείς και ενάρετοι. Είχαν οκτώ παιδιά. Το όγδοο και τελευταίο τους παιδί ήταν ο Όσιος Ευμένιος, που στην βάπτιση του πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Τα αδέλφια του, κατά σειρά ηλικίας, ήταν: Ελένη, Μιχαήλ, Αικατερίνη, Βασίλειος, Αμαλία, Μαρία και Ευγενία.
Ο μικρός Κωνσταντίνος ορφάνεψε από πατέρα σε ηλικία μόλις δύο ετών, δηλαδή η οικογένειά του έχασε τον προστάτη της πολύ νωρίς. Ήταν που ήταν φτωχή, χάνοντας και το στήριγμά της βρέθηκε σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Η χήρα μάνα του με τι δυνατότητες να θρέψη τόσα στόματα; Ξενοδούλευε για να τα φέρει κάπως βόλτα. Μετά ήρθε και η γερμανική κατοχή, η οποία χειροτέρευσε κατά πολύ τα πράγματα. Σ’ αυτό το περιβάλλον και με πολλές στερήσεις μεγάλωσε ο Όσιος. Παπούτσια φόρεσε στα δώδεκα του χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, δηλαδή τις στερήσεις, την πείνα και την ανέχεια, το ήθος και το φρόνημα του μικρού αυτού παιδιού δεν αλλοιώθηκαν.
Για παράδειγμα, ο Ιερεύς του χωριού τους ήθελε να του δίνει μια μικρή βοήθεια, επειδή πήγαινε και τον βοηθούσε στον ναό. Ο μικρός Κωνσταντίνος, όμως, του έλεγε: «Όχι, Παπα-Γιάννη, δεν παίρνουμε ποτέ χρήματα από την Εκκλησία». (Μαρτυρία Αριστέας Σαριδάκη). Ή, όταν του έδιναν μισή κουλούρα ψωμί για κάποια δουλειά που έκανε, ποτέ δεν την έτρωγε μόνος του, αλλά την πήγαινε στο σπίτι του και την έτρωγε με τ’ αδέλφια του, όλοι μαζί.

Χαρισματικό παιδί

Η Εκκλησία αγάλλεται και καυχάται, διότι γέννησε και ανέδειξε ένα τέτοιο λαμπρό αστέρι και κόσμημα της και η Κρήτη πρέπει να σεμνύνεται για το ηγιασμένο τέκνο της. Ο Όσιος, από την νηπιακή του ηλικία, έδειχνε ότι ήταν σκεύος εκλεκτόν του Κυρίου μας. Από την βρεφική του ηλικία, όταν ακόμα δεν καταλάβαινε, προσπαθούσε να ευχαριστεί τον Κύριό μας, αφού δεν θήλαζε Τετάρτη και Παρασκευή, αλλά κοιμόταν όλη την ημέρα, σύμφωνα με την μαρτυρία της αδελφής του Ευγενίας, η οποία το είχε ακούσει από την μητέρα τους να το ομολογεί.
Οίνον και μεθύσματα ουδέποτε γεύθηκε ο Όσιος Ευμένιος, δηλαδή οινοπνευματώδη ποτά, μπύρα, κρασί και αλκοολούχα ποτά δεν ήπιε ποτέ στην ζωή του. Χαρακτηριστικό είναι ότι, όταν λειτούργησε για πρώτη φορά μόνος του ως Ιερεύς, ζαλίστηκε λίγο από την κατάλυση της Θείας Κοινωνίας και γι’ αυτό, μετά, έβαζε λιγότερο νάμα και περισσότερο ζέον.
Ο Κωστάκης, όπως τον έλεγαν, ήταν ένα χαριτωμένο και χαρισματικό παιδί, ακόμα και για τα κοσμικά δεδομένα, ενώ δεν είχε μάθει σχεδόν καθόλου γράμματα.
Οι δυσκολίες, η Κατοχή, κατά την διάρκεια της οποίας τα σχολεία υπολειτουργούσαν, δεν του επέτρεψαν να γευθεί το αγαθόν της μαθήσεως. Παρ’ όλα αυτά μπορούσε, όπως ο ίδιος έλεγε, να κάνη πράξεις μαθηματικές, λογαριασμούς δύσκολους, όλα από μνήμης, γι’ αυτό οι χωριανοί του, όταν ήθελαν κάτι σχετικό, τον φώναξαν: «Έλα, Κωστάκη, να μας πεις πόσο κάνει αυτό κι αυτό», η κάτι πιο δύσκολο. Κι όταν τους τα έκανε, μετά τον γέμιζαν λουκούμια.
Κάποια φορά, όταν ο Όσιος ήταν μικρό παιδί ακόμη, πέθανε στο χωριό τους ένα κοριτσάκι οκτώ-εννέα ετών. Οι γονείς και οι συγγενείς του κοριτσιού έκλαιγαν απαρηγόρητοι για τον χαμό του παιδιού τους. Ο Όσιος έλεγε σχετικά:
«Κάποτε, είχε πεθάνει ένα κοριτσάκι και περνούσε από μπροστά μας η νεκρώσιμη πομπή. Πέρασαν μπροστά κι από την δική μας αυλή. Έτσι έκαναν τότε. Έκαναν την βόλτα, για να γίνει πιο επίσημη η κηδεία. Έκλαιγαν όλοι κι εγώ έβλεπα τα στολίδια, πολλά στολίδια, που είχε το φέρετρο. Κι αυτοί έκλαιγαν. Κι εγώ έτρεχα κι έβλεπα τα στολίδια, που είχε το φέρετρο. Ήμουν έξι-επτά χρόνων τότε. Δεν είχα δει καλύτερα και ωραιότερα στολίδια. Οι άλλοι έκλαιγαν κι εγώ χαιρόμουν, που έβλεπα τα στολίδια. Έβλεπα τα στολίδια και χαιρόμουν. Μου άρεσαν. Δεν ήταν στολισμένα από τους ανθρώπους, όμως εγώ τα έβλεπα έτσι. Στολίδια.... στολίδια… όχι ότι τα έβαλαν οι άνθρωποι. Κι αυτοί έκλαιγαν, που έχασαν το παιδί, κι εγώ έβλεπα τα στολίδια, που είχε πάνω του, τα στολίδια του Θεού, και χαιρόμουν».
Ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος θυμάται, σχετικά με την Χάρη, που από νωρίς είχε δοθεί στον Όσιο: «Ο πατήρ Ευμένιος, όταν ήταν μικρός, είχε δει για πρώτη φορά την χάριν της αρχιεροσύνης. Την είχε δει στο πρόσωπο ενός Αρχιεπισκόπου, που είχε πάει στο χωριό του. "Έβλεπα", μου είπε, "το φως του Αγίου Πνεύματος πάνω στο πρόσωπό του. Το φως της αρχιεροσύνης, την χάρη της αρχιεροσύνης. Την έβλεπα και πήγαινα συνεχώς μπροστά του". Και είπε ο Αρχιεπίσκοπος: "Αυτό το παιδί τι βλέπει;". Εγώ δεν έλεγα τι έβλεπα, αλλά μου άρεσε να βλέπω την χάρι της αρχιεροσύνης».

Μοναχός Θεόκλητος δια φωτοφανείας

Ο Όσιος Ευμένιος ήταν θεόκλητος στον μοναχισμό. Ο ίδιος μας έλεγε: «Εγώ, δεκαεπτά χρόνων πήγα στο μοναστήρι. Ήμουν δεκαέξι χρόνια στο χωριό μου. Αγαπούσα τον Θεό, βέβαια, σκεπτόμουν πολλές φορές να γίνω καλόγερος. Μια μέρα μου λέει ο παπάς: "Έλα να σε κάνω νεωκόρο". Πήγα κι εγώ. Άναβα τα καντήλια πρωί-βράδυ, διάβαζα κιόλας, ό,τι βιβλία έβλεπα τα διάβαζα. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς του 1944, το απόγευμα, πήγα, άναψα τα καντήλια στην εκκλησία και, μετά, πήγα στο σπίτι μας. Ήταν εκεί η αδελφή μου η Ευγενία. Φάγαμε ξεροτήγανα, τηγανίτες και μακαρόνες. Εκεί που τρώγαμε, ήρθε μια λάμψη και με τύφλωσε και μπήκε μέσα στα βάθη της ψυχής μου. Κι αμέσως, την ίδια στιγμή, φώναξα της Ευγενίας: "Ευγενία, θα γίνω καλόγερος". Την ίδια στιγμή. Εκείνη την στιγμή με φώτισε ο Θεός. Την είδα με τα μάτια μου εκείνη την λάμψη, που μπήκε μέσα μου. Μόλις είδα αυτή την λάμψη, είπα κατ’ ευθείαν: "Θα γίνω καλόγερος". Όταν ο άνθρωπος έχει την κλήση από τον Θεό για να κάνη κάτι καλό, ο Θεός ενεργεί και τον βοηθά».
Στο ίδιο θέμα αναφέρεται και ο Μιχαήλ Χατζηγεωργίου: «Τόλμησα, κάποτε, να τον ρωτήσω: "Γέροντα, είχες δίλημμα για το ποιόν δρόμο θα ακολουθήσεις; Σκέφθηκες να γνωρίσεις κάποια γυναίκα, να την ερωτευθείς, να κάνεις οικογένεια"; Τότε μου αποκάλυψε την απόλυτη απόφασή του να ακολουθήσει την παρθενική ζωή, που την σηματοδότησε ένα εξαιρετικό γεγονός.
"Χειμώνας του 1944, Κωστής τότε, δεκατριών ετών", μου είπε. "Ήμουν στο πατρικό μου σπίτι. Ζεσταινόμαστε στο τζάκι. Τότε είδα μια τεράστια φωτιά, που μπήκε μέσα μου. Και από εκείνη την στιγμή, γεμάτος χαρά, έλεγα: Εγώ θα γίνω μοναχός. Θα γίνω μοναχός". Και μου συμπλήρωσε: "Αν με πίεζαν αργότερα να παντρευτώ, θα πέθαινα, θα πέθαινα"!».
Από το 1944 μ.Χ. η ψυχή του νεαρού Κωστή είχε ένα μόνο προσανατολισμό: την αφιέρωσή στον Χριστό. Η κλήση υπήρχε. Η κλήση με εμφατικό τρόπο συντελέστηκε και ο μικρός Κωστής βιαζόταν να ενηλικιωθεί, να λάβει ζωή η επιθυμία της καρδιάς του.

Με ζήλο στον μοναχικό αγώνα

Σε ηλικία δεκαεπτά ετών ο Κωνσταντίνος αφήνει τα εγκόσμια και οδεύει εκεί, που τον οδηγεί η καρδιά του, η ψυχή του και όλο του το είναι. Εκεί, που το Άγιο Πνεύμα, εν είδει λαμπρού φωτός, τον φωτίζει, στην πλήρη αφιέρωσή του στον Χριστό, στον αγαπημένο του Ιησού, Τον οποίο από μικρός λατρεύει και υπηρετεί, είτε στα εξωκλήσια του χωριού του, είτε κατά μόνας.
Τα βήματά του τον οδηγούν στην Ιερά Μονή Αγίου Νικήτα, στα νότια της Κρήτης, κάπως κοντά στο χωριό του, αφού απέχει μόνο δύο-δυόμισυ ώρες με τα πόδια. Ο Κωνσταντίνος έγινε δεκτός από τον Ηγούμενο π. Ιερόθεο (Κωστομανωλάκη), στον οποίο έβαλε μετάνοια και άρχισε η δοκιμή του.
Στην Μονή τότε υπήρχαν, εκτός του Ηγουμένου, και δύο υπερήλικες και τυφλοί μοναχοί, τους οποίους ο Κωνσταντίνος φρόντιζε παντοιοτρόπως και ποικιλοτρόπως, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, αλλά, κυρίως και πρωτίστως, λόγω της υπέρμετρου αγάπης που είχε.
Ως νέος, δόκιμος μοναχός, έκανε σχεδόν όλα τα διακονήματα της Μονής, ήταν πρόθυμος και φιλότιμος.
Μετά την τριετή του δοκιμασία, το 1951 μ.Χ., εκάρη μοναχός, μετονομασθείς Σωφρόνιος. Ως μοναχός, ο Σωφρόνιος έβαλε θεμέλιο της μοναχικής του ζωής την ταπεινοφροσύνη, την υπακοή και την εργατικότητα. Επιδόθηκε σε νέους αγώνες. Τις ημέρες κοπίαζε σωματικά και τις νύκτες παρέμενε άϋπνος και προσευχόμενος. Αυτό το τυπικό το κράτησε μέχρι τέλους της ζωής του.
Καθημερινά ο πατήρ Σωφρόνιος έδινε αγώνα σε όλα τα διακονήματα, σε όλες τις εργασίες, στο ν’ ανοίξουν καλύτερους δρόμους για να διευκολυνθεί η έλευση των προσκυνητών, στους κήπους, στο να καλλιεργούν τα κτήματα, στο να φέρνουν νερό από μακριά, γιατί δεν επαρκούσε το υπάρχον.
Αυτά έβλεπε ο διάβολος και εμηχανεύετο τρόπους για να ρίξει τον αγωνιστή. Δεν αρκείτο μόνον στον πόλεμο των λογισμών, αφού μόνον με αυτούς δεν μπορούσε να ανακόψει την αγωνιστικότητα του πατρός Σωφρονίου. Γι’ αυτό του παρουσιαζόταν, και αισθητώς και οφθαλμοφανώς, και του μιλούσε. Κάποια μέρα, μάλιστα, καθώς ο ίδιος ο Όσιος μας έλεγε, ο διάβολος εμφανίσθηκε μπροστά του και του είπε: «Εγώ είμαι άγγελος και πέσε κάτω να με προσκύνησης». Όταν, όμως, εκείνος τα έλεγε αυτά, ο πατήρ Σωφρόνιος πρόσεξε ότι του έλειπε ένα δόντι και του λέει γελώντας και κοροϊδευτικά: «Δεν είσαι άγγελος, δεν είσαι άγγελος, γιατί σου λείπει ένα δόντι!». Τότε ο διάβολος γυρίζει εξαγριωμένος και του δίνει ένα δυνατό χαστούκι και αμέσως εξαφανίζεται από μπροστά του.
Κάποια άλλη μέρα, ο πατήρ Σωφρόνιος κατέβηκε κοντά στην θάλασσα, όπως ο ίδιος έλεγε, και άκουσε μέσα από την θάλασσα την Παναγία μας να του μιλάει και να του λέει, με την γλυκιά φωνή της: «Παιδί μου, μη φοβάσαι κι εγώ δεν θα σε αφήσω να χαθείς». Σε ερώτηση, πως κατάλαβε ότι ήταν η Παναγία μας, απάντησε πολύ φυσικά: «Ε, την Παναγία μας δεν γνωρίζω;». Και άλλοτε πάλι, έλεγε ότι η Παναγία μας τον αγκάλιασε. «Η Παναγία μου έκανε μια αγκαλιά», μας έλεγε.

Είδε την Αγία Μαρίνα

Ο Όσιος, επεδίωκε να μην ξενυχτάει ποτέ έξω από το μοναστήρι. Όταν, κάποια φορά, αυτό στάθηκε αδύνατο και αναγκάσθηκε να παραμείνει στο πατρικό του σπίτι, είδε στο εικονοστάσι να βγαίνει η Αγία Μαρίνα από την εικόνα της, κρατώντας τον πειρασμό από τα κέρατα και δείχνοντάς του τον, του είπε: «Αυτός σας βάζει τους λογισμούς, να μην τον ακούτε και να νυστάζετε στις Ακολουθίες».

Στρατιωτική θητεία

Ο πατήρ Σωφρόνιος, όταν έφθασε την ηλικία των εικοσιτριών ετών, έπρεπε να πάει στρατιώτης, διότι τότε οι μοναχοί δεν απαλλάσσονταν των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων. Η Μονή τον ετοίμασε σχετικά, τον κούρεψε, του έκοψε δηλαδή τα μαλλιά και τα γένια, και του τα φύλαξε, γιατί έτσι γινόταν τότε. Παρουσιάσθηκε στο Μεγάλο Πεύκο, στις 24 Ιανουαρίου του 1954 μ.Χ. Υπηρέτησε στο Μηχανικό και ήταν βοηθός μαγείρου. Κατόπιν, πήρε μετάθεση για την Θεσσαλονίκη.
Στον στρατό ο Γέροντας ήταν υπόδειγμα υπακοής και εργατικότατος, γι’ αυτό τον αγαπούσαν όλοι, από τον Διοικητή έως τον πιο απλό στρατιώτη. Ποτέ δεν θεώρησε αγγαρεία οποιαδήποτε εργασία του ανέθεταν, αλλά την έκανε με αγάπη, σωστά και καλά. Ο αξιωματικός υπηρεσίας τον σταματούσε πολλές φορές με το ζόρι, για να ξεκουρασθεί.
Το ήθος και ο ακέραιος χαρακτήρας του πατρός Σωφρονίου έκανε ακόμη και τα πειραχτήρια του στρατού να αργούν, παρ’ όλο που ξέρανε ότι είναι καλόγερος. Τις νηστείες τις κρατούσε όλες: Πάσχα, Χριστούγεννα, 15 Αυγούστου, Αγίων Αποστόλων και, φυσικά, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Πώς τα κατάφερνε; Ένας συνάδελφός του, μάγειρας, έλεγε σχετικά: «Μέχρι και ελιές, ψωμί και κρεμμύδι έτρωγε μόνον, αρκεί να μη χαλούσε τις διατεταγμένες νηστείες της Εκκλησίας μας».
Κάθε ημέρα, ο Διοικητής του επέτρεπε να αποσύρεται για λίγο να προσεύχεται, πέραν της γενικής Προσευχής, επειδή γνώριζε ότι ήταν καλόγερος. Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές του έδινε άδεια να πηγαίνει στον Ιερό Ναό του Αγίου Ελευθερίου Θεσσαλονίκης, να εκκλησιάζεται και να ψέλνει.
Το επίδομα των στρατιωτών, τότε, ήταν 53 δραχμές τον μήνα. Φυσικά, του Οσίου αυτό το ελάχιστο ποσό όχι μόνο του έφθανε, αλλά με αυτό έκανε ελεημοσύνες, «δάνειζε» τους συναδέλφους του, έδινε σ’ όποιον του ζητούσε.
Στον στρατό ο πατήρ Σωφρόνιος αρρώστησε βαριά. Έκανε υψηλό πυρετό 40°-41°, που δεν έπεφτε. Η κατάσταση του ήταν απελπιστική. Τότε του έκαναν έφοδο χιλιάδες δαίμονες, για να τον τρομάξουν και να τον τρομοκρατήσουν. Όμως, μόνο μέχρι γύρω-γύρω στο κρεββάτι μπορούσαν να φθάσουν. «Αγγίζανε το κρεββάτι», όπως έλεγε ο ίδιος, «αλλά επάνω δεν μπορούσαν να ανέβουν. Γύρω-γύρω μόνο».
Οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρουν την αιτία. Νοσηλεύθηκε στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η κατάσταση του, αντί να βελτιώνεται, χειροτέρευε. Τον έφεραν στην Αθήνα και νοσηλεύθηκε σε διάφορα νοσοκομεία. Τελικά, βρέθηκε ότι πάσχει από την νόσο του Χάνσεν, την γνωστή λέπρα, και μεταφέρθηκε στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών.
Ο πατήρ Ευάγγελος Παπανικολάου, ο και ιατρός, θυμάται που του έλεγε ο Όσιος μας: «Με παίρνουν φαντάρο και με στέλνουν στην Θεσσαλονίκη. Εκεί αρρώστησα κι άλλο. Με πάνε στον στρατιωτικό γιατρό, μου λέει: "Έχεις αφροδίσια". "Τί έχω;". "Αφροδίσια, τα κόλλησες από γυναίκα". Γελώ, Βαγγέλη μου, γελώ. "Γιατρέ μου, άλλο πράγμα έχω", του λέω. "Δεν έχω αφροδίσια". Ακούς, Βαγγέλη, αφροδίσια», και γέλαγε, γέλαγε. «Και τι έγινε, Γέροντα;», ρώτησα. «Είμαι στο λεωφορείο και έλεγα: "Παναγία μου, Καλυβιανή, τι αρρώστια έχω εγώ;". Με πλησιάζει ένας άνθρωπος και μου λέει: "Πάτερ, να σου πω, είσαι άρρωστος από λέπρα, να πας στο νοσοκομείο, στην Αθήνα. Είμαι κι εγώ άρρωστος απ’ αυτό. Να πας στο νοσοκομείο στην Αγία Βαρβάρα"». Πήγε ο Όσιος Ευμένιος στο νοσοκομείο, τον είδαν και του άρχισαν την θεραπεία. Εκεί συνάντησε τον Όσιο Νικηφόρο, που ευωδιάζουν τα λείψανά του».
Και ο Μόρφου Νεόφυτος μας έλεγε: «Υπήρχε τότε ένας νόμος, που έλεγε ότι έπρεπε οι καλόγεροι, όταν ήταν σε νεανική ηλικία, να πάνε στρατιωτικό. Και τον ξύρισαν. Φανταστείτε τώρα, τον κούρεψαν. Κι αυτός πήγε. Πήγε στον στρατό, στην Θεσσαλονίκη, κι εκεί, για πρώτη φορά, φάνηκε το πρόβλημα της ασθένειας του Χάνσεν, της λέπρας.
«Και ήμουν», λέει, «ξαπλωμένος σ’ ένα κρεββάτι και είχα πάρα πολύ πυρετό. Κι εκείνη την ώρα μου είπαν: «Άκουσε, πάτερ Σωφρόνιε, είσαι άρρωστος, πολύ βαριά άρρωστος, και δεν μπορείς πια να επιστρέψεις στο μοναστήρι σου. Αν πας, θα πρέπει να πας για λίγο και μετά θα πρέπει να σε πάνε στο Νοσοκομείο».
Όταν έμαθε ότι έπασχε από λέπρα, έλεγε: «Χάρηκα πάρα πολύ». «Χάρηκες;», του λέω. «Ναι, με γέμισε απέραντη χαρά. Όσο πιο μεγάλη ασθένεια, τόσο πιο μεγάλος σταυρός, τόσο πιο μεγάλη Ανάσταση. Και είπα: Πώ, πώ, πώ, μεγάλο δώρο μου έδωσες, Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, που μου έδωσες μεγάλο σταυρό. Θα έχω μαζί Σου μεγαλύτερη συμμετοχή στα πάθη Σου, αλλά και μεγαλύτερη συμμετοχή στην Ανάσταση Σου". Άκου ο άνθρωπος! Και ήταν μόλις 20 χρόνων».

Αδιάλειπτος αγώνας

Στον αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών, ο Όσιος νοσηλεύτηκε επιτυχώς και θεραπεύτηκε τελείως. Η ασθένεια δεν του άφησε καμία παραμόρφωση, ούτε το παραμικρό σημάδι.
Μετά την θεραπεία του από αυτή τη σοβαρή ασθένεια, παρέμεινε μέσα στον Αντιλεπρικό Σταθμό, από αγάπη για τους πάσχοντας αδελφούς του. Η Διεύθυνση του Σταθμού, επειδή ήταν μοναχός, του παρεχώρησε ατομικό κελλάκι, δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Στο κελλάκι αυτό ο Όσιος πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Εκεί ξανάρχισε τους πνευματικούς αγώνες, που είχε στερηθεί λόγω του στρατού και της ασθενείας του.
Καθημερινές ασχολίες του πατρός Σωφρονίου ήταν η φροντίδα για την ευπρέπεια του Ναού, στον οποίο ανέλαβε και καθήκοντα ιεροψάλτου, και η περιποίηση ασθενών, που ήταν παράλυτοι και δεν είχαν κανένα να τους φροντίσει. Ακόμη, έφτιαχνε λιβάνι και το μοίραζε σε μοναστήρια και ναούς, και γέμισε τους θαλάμους με ιερές εικόνες και πνευματικά βιβλία. Τα καλοκαίρια πήγαινε για μήνες στο Άγιο Όρος, στο οποίο αναπαυόταν πολύ. Πήγαινε επίσης στην Κρήτη, στην Μονή της μετανοίας του και στην Ιερά Μονή Καλυβιανής, όπου συνδέθηκε με τον ιδρυτή της Μητροπολίτη Τιμόθεο, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Κρήτης.
Όταν έκλεισε το Λωβοκομείο της Χίου, του έστειλε ο Άγιος Άνθιμος τον Οσιότατο μοναχό Νικηφόρο, τυφλό και παράλυτο. Ο πατήρ Σωφρόνιος τον υπηρέτησε με όλη του την ψυχή και καρδιά και τον είχε πνευματικό πατέρα και οδηγό.
Ο αντίδικος, όμως, διάβολος φθόνησε την καλή πολιτεία του αγωνιστού Σωφρονίου και τον πολέμησε με σφοδρότητα και τον ταλαιπώρησε πολύ. Τον απάλλαξε διά παντός απ’ αυτόν η Χάρις του Θεού και της Κυρίας Θεοτόκου.
Το 1975 μ.Χ., σε ηλικία σαραντατεσσάρων ετών, ο μοναχός Σωφρόνιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και πήρε το όνομα Ευμένιος. Ο Όσιος Ευμένιος συνέχισε τη ζωή του στο Λοιμωδών ως Ιερέας, διακρίθηκε δε και ως άριστος πνευματικός.
Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ρωσία, πήγε Προσκυνηματικό ταξίδι στη Μόσχα, στην Πετρούπολη και στο Κίεβο. Με την επιστροφή από εκεί, άρχισαν τα άλλα μεγάλα προβλήματα υγείας: σάκχαρο, ανεπάρκεια νεφρών, προβλήματα οράσεως και τα πόδια του, που έλεγαν οι γιατροί να του τα κόψουν. Έμπαινε και έβγαινε συνεχώς σε νοσοκομεία.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, έκανε ακόμη μερικά ταξίδια και συνέχιζε τα ιερατικά του καθήκοντα εις το ακέραιον: Ιερές Ακολουθίες και ατελείωτες επισκέψεις σε σπίτια πνευματικών του παιδιών για αγιασμούς, ευχέλαια και εξορκισμούς. Αυτό κράτησε πάνω από οκτώ-δέκα χρόνια.
 
Ο οσιακός θάνατος του Αγίου
 
Μπήκε για τελευταία φορά στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου, στις 23 Μαΐου 1999 μ.Χ., απεδήμησε εις Κύριον σε ηλικία εξηνταοκτώ ετών.
Ακολουθούν κάποιες μαρτυρίες από τις τελευταίες εκείνες ώρες.
Στην ημέρα της εορτής τους....
Τον Όσιος Ευμένιο, κάλεσε ο Κύριός μας κοντά του στις 23 Μαΐου του έτους 1999 μ.Χ., ημέρα Κυριακή, στην μνήμη των Αγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, της εν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, γύρω στις τέσσερεις το απόγευμα, ενώ βρισκόταν στο θεραπευτήριο Ευαγγελισμός.
Ας σημειωθεί, ότι ο Πατήρ Ευμένιος ανήκε στην Μητρόπολη Νικαίας και είναι άξιον θαυμασμού το ότι εφάνη ωσάν να ήλθαν οι Άγιοι προστάτες της μητροπολιτικής του περιφέρειας να παραλάβουν το εκλεκτό και υπερευλογημένο τέκνο τους, την ημέρα της εορτής τους.
Η εξόδιος Ακολουθία εψάλη εις τον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων, τον οποίο διακόνησε η αγιότητά του με περίσσια αυταπάρνηση.
Ο ενταφιασμός του έγινε την επομένη ημέρα στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, το χωριό Εθιά, του νομού Ηρακλείου.
Αποχαιρετισμός
«Δεν μπορώ να περιγράψω την θλίψη, που είχε στο πρόσωπό του, όταν για τελευταία φορά κλείδωνε την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, των γλυκύτατων και αγαπημένων του Αγίων, όπως συνήθιζε να λέει, και αποχαιρετούσε το άγιο κελλί του. Και τις τελευταίες ευχές για το Ίδρυμα: «Την ευχή μου να έχετε όλοι, την ευχή μου να έχετε όλοι», επαναλάμβανε, ενώ τον έπνιγε ένα βουβό κλάμα, καθώς περνούσαμε για τελευταία φορά τους δρόμους της αγαπημένης του Αθήνας.
Ευλογούσε συνέχεια και έλεγε: "Ωραία που είναι η Αθήνα! Ωραία Αθήνα, ευλογημένη Αθήνα! Τίποτε άλλο δεν υπάρχει πιο ωραίο από την Αθήνα". Ευλογούσε τους δρόμους, την Ομόνοια, την Αγορά, την Μητρόπολη, την Βουλή των Ελλήνων, τους πάντες και τα πάντα.
Ανεξίτηλα έχουν μείνει στην μνήμη μου τα λόγια, που είπε την Πέμπτη 29 Απριλίου του 1999 μ.Χ., τα μεσάνυκτα: "Σήμερα ήθελαν πάλι να μου κάνουν αιμοκάθαρση δύο ώρες. Με τρύπησαν επτά-οκτώ φορές. Με τρύπαγαν αυτές, με τρύπαγαν σαν τον Δεσπότη Χριστό. Μαρτύρησα, μαρτύρησα σαν τον Δεσπότη Χριστό. Γιατί το κάνουν αυτές αυτό"; "Γέροντα", του απαντώ, "δεν θα ήξεραν οι νοσοκόμες". "Θέλετε να αλλάξουμε γιατρούς και νοσοκομείο", του πρότεινα. "Μπά, δεν χρειάζεται", μου απαντάει. "Μου αρέσει πολύ ο Ευαγγελισμός....".».

Ο τελευταίος Εσπερινός

«Για τελευταία φορά ο Γέροντας εισήχθη στον Ευαγγελισμό στις 17 Δεκεμβρίου του 1997 μ.Χ. (εορτή του Αγίου Διονυσίου).
1η Μαΐου του 1999 μ.Χ. Δεν αισθάνεται καθόλου καλά.
2α Μαΐου. Τον θυμάμαι το βράδυ εκείνο της Κυριακής, με το ραδιοφωνάκι στα χέρια, να παρακολουθεί τον Εσπερινό του Αγίου Πέτρου, πολιούχου Άργους. Ήταν ο τελευταίος Εσπερινός, που άκουγε.
3η Μαΐου, 4η Μαΐου, ο Γέροντας χειροτέρευε. Από τους γιατρούς καμία βοήθεια. Έλεγε συνέχεια: "Ελάτε, πεθαίνω, πεθαίνω, πεθαίνω....".
5η Μαΐου έως 23η Μαΐου, πονούσε φοβερά όλες αυτές τις ημέρες.
Στις 23 Μαΐου του 1999 μ.Χ., την Κυριακή των Αγίων Θεοφόρων Πατέρων, στις 4:10 μ.μ., εκοιμήθη».
Μετά την κοίμησή του επιτελεί πολλά και μεγάλα θαύματα, όπως το ομολογούν άνθρωποι που ευεργετήθηκαν. Ο βίος του υπήρξε αρετή και η αρετή βίος.
 
Η αγιοκατάταξη

Στις 14 Απριλίου 2022 μ.Χ. το Οικουμενικό Πατριαρχείο προχώρησε στην αγιοκατάταξη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός Ευμενίου του Νέου (Σαριδάκη). Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη 
του Οσίου στις 23 Μαΐου.