Όσιος
Κούξα της Οδησσού
Έλα
να προσευχηθούμε
Ήλθε κάποτε μία γυναίκα
στο μοναστήρι που είχε τρία παιδιά και ήταν όλα τυφλά απ' τη γέννησή τους. Τώρα
κυοφορούσε το τέταρτο παιδί. Κάποιοι, λοιπόν, τη συμβούλευσαν να καταφύγει στη
βοήθεια του πολύ θαυμαστού και ξακουστού πια γέροντα Κούξα, για να μη γεννηθεί
τυφλό και το τέταρτο παιδί. Μόλις πήγε στην εκκλησία, κάθισε σε ένα σκαμνί
μονολογώντας:
-Πού να είναι άραγε ο μπάτουσκα
Κούξα; Πώς θα τον βρω;
Να, όμως, που εκείνος
καθόταν στο διπλανό σκαμνί και της λέει αμέσως:
-Εγώ είμαι εδώ και σε
περιμένω.
-Πώς; ρώτησε εκείνη
γεμάτη κατάπληξη.
-Χριστός Ανέστη, κόρη
μου. Εγώ είμαι ο Κούξα, τον οποίο ζητάς!, της απάντησε. Και
αμέσως τη ρωτά:
-Για εξομολογήσου, γιατί
τα παιδιά σου είναι τυφλά; Η γυναίκα ακόμα πιο παραξενεμένη μα και πονεμένη, άρχισε
να εξομολογείται συντετριμμένη όσες αμαρτίες θυμόταν απ' τη ζωή της.
Όταν σταμάτησε, της
είπε:
-Δεν είναι όλες οι
αμαρτίες σου αυτές. Σκέψου καλά και αύριο ξαναέλα.
Την επόμενη μέρα ήλθε
πάλι και εξομολογήθηκε μερικές επιπλέον αμαρτίες τις οποίες θυμήθηκε.
-Όχι, δεν είναι πάλι
όλες! Σκέψου
ακόμα και έλα αύριο.
Την άλλη μέρα του είπε απελπισμένη:
-Δεν μπορώ να θυμηθώ
τίποτε άλλο.
-Τότε θα σε βοηθήσω εγώ. Θυμάσαι
καθόλου τι έκανες κάποτε που ήσουν στην πρώτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου;
- Όχι, δεν θυμάμαι.
-Μία φορά, όταν τελείωσαν
τα μαθήματα δεν πήγες κατευθείαν στο σπίτι. Πού πήγες;
Η γυναίκα σκέφτηκε λίγο
και απάντησε:
-Στο νεκροταφείο.
-Μήπως θυμάσαι αν υπήρχαν
εκεί κάτι θάμνοι. Και τι βρήκες εσύ μέσα σε αυτούς;
- Αχ, ναι, μπάτουσκα τώρα
θυμάμαι... Ήταν εκεί μία φωλιά και μέσα σ' αυτή υπήρχαν τέσσερα
νεογέννητα πουλάκια. Τότε πήρα μία καλαμιά μυτερή σαν βελόνα και τρύπησα τα
ματάκια τους!
-Γι' αυτό ο Κύριος δεν
χάρισε την όραση στα παιδιά σου! Γι' αυτό γεννήθηκαν τυφλά! Έλα, λοιπόν, να
προσευχηθούμε θερμά σε Αυτόν ώστε να βλέπει τουλάχιστον το τέταρτο παιδί!