ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΕΞΗΓΕΙ ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ

Μία μητέρα, της οποίας το είκοσι δύο ετών παληκάρι σκοτώθηκε σε δυστύχημα, πήγε στη Σουρωτή και είπε τον πόνο της στο Γέροντα, ο οποίος της απάντησε: “Αν ζούσε το παιδί σου μία ώρα παραπάνω, θα έχανε την ψυχή του. Γι’ αυτό το πήρε ο Θεός”.

Θυμάμαι με δέος την περίπτωση μιας μάνας που είχε χάσει το δεκαεξάχρονο παιδί της και ήρθε απαρηγόρητη στο Γέροντα, λίγο πριν την κοίμησή του.
Γόγγυζε και κατηγορούσε το Θεό για το κακό που τη βρήκε…
Είδα το Γέροντα ακίνητο! Βουβό! Αμίλητο, για λίγα λεπτά! Από τη μία, η απέραντη συμπόνια για τον πόνο της μάνας και από την άλλη, η οργή για το γογγυσμό της εναντίον του Θεού.
Ωστόσο, δεν άντεξε να υβρίζεται το όνομα του Θεού, και μάλιστα μπροστά σε τόσο κόσμο. Προκειμένου, λοιπόν, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να συνετιστούν και άλλοι, τη ρώτησε μπροστά σε όλους:
“Πόσες εκτρώσεις έχεις κάνει;“Δεκατρείς!” απάντησε εκείνη.
“Έτσι σπάραζες και τότε, όταν τα σκότωνες μόνη σου;” τη ρώτησε.
Η γυναίκα τα ‘χασε. Ο θρήνος κόπηκε αυτόματα. Από θύμα έγινε θύτης. Κι ήρθε σε συντριβή, με δάκρυα και πόνο…

Μαρτυρίες Προσκυνητών – Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, τόμος Β’, σελ.130

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Ο «ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ» ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΗΜΗ ΜΑΓΙΣΣΑ

Στο Γεωργίτσι της Μάνης, περί το 1850 ήταν μια διάσημη μάγισσα. Ήταν πληγή της περιοχής. Την έτρεμαν οι πάντες.
Κάποτε όμως, την συνάντησε ο άγιος μοναχός και ιεροκήρυκας Χριστόφορος Παπουλάκος. Της επετέθει με την μαγκούρα του και την τσάκισε στο ξύλο. Έκθαμβοι οι Μανιάτες κοίταζαν τον Γέροντα:

«Τι με κοιτάζετε;» τους λέει «και γιατί την φοβόσαστε αυτή την βρωμουναίκα; Να σας το πω εγώ. Φοβάσθε διότι λιγόστεψε η πίστη σας και παρατήσατε τον δρόμο του Χριστού. Διατί τάχα δεν την φοβούμαι εγώ; Ούτε πιο γερός από σας είμαι ούτε πιο νέος. Δεν είναι το μυαλό και τα χέρια, που μου έδωσαν την δύναμη να χτυπήσω με τούτο το ραβδί κατακέφαλα τον σατανά την ώρα που έκανε τα μάγια του, αλλ’ ο Χριστός.

Μονάχα όταν γυρίσετε στον Χριστό θα σπάσετε τις δαιμονικές κλωστές, με τις οποίες οι μάγισσες κυκλώνουν τα σπίτια σας και δένουν τους άνδρες σας και βασκαίνουν τα παιδιά σας.

Όμως τα μάγια της και οι δαίμονες, που την βοηθούν, στάθηκαν ανήμποροι να την γλυτώσουν απ’ το ραβδί μου…Αν πορευθείτε και σεις κατά τον λόγο του Χριστού, τότε η κλωστή που σας δένει θα κοπεί και το Γεωργίτσι θ’ ανασάνει ελεύθερο.

Ανάψατε όλα τα σβηστά καντήλια, που προσμένουν στα εξωκκλήσια και στ’ αφανησμένα μοναστήρια. Δράμετε όλοι στην Εκκλησία σας. Μονιάσετε. Κάμνετε δικόσας τον πόνο του διπλανού σας και αγρυπνήσατε στο προσκέφαλο του αρρώστου. Ταΐστε τους πεινασμένους, ποτίστε τους διψασμένους. Ντύσατε τους γυμνούς. Και τα μάγια θα σκορπιστούν στους τέσερις ανέμους.

Μάγια θα πει η λειψή πίστη. Οι μάγισσες δεν μπορούν να βάλουν το πόδι τους στον αγρό του Χριστού. Τα μάγια μόνο στα ρημαγμένα και παρατημένα χωράφια βλαστάνουν. Κανένα μη φοβάστε, εφ’ όσον στην καρδιά σας βρίσκεται ο Χριστός«. Η μάγισσα εν’ τω μεταξύ έφυγε σε άλλα χωριά και κρύφτηκε από το φόβο της!

Από το βιβλίο: «Ο Χριστός νικάει τα μάγια» του Αρχιμανδρίτη π.Παύλου Κ. Ντανά (Αγρίνιο 2014).

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ

Μια φορά πήγαν στον Γέροντα δύο γυναίκες Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τις έστειλαν για να δουν αν ο π. Γαβριήλ θα τις έφερνε στην οδό της αληθείας. Όταν μπήκαν στο κελί, ο π. Γαβριήλ, με ένα μυστηριώδες ύφος στη φωνή του, φώναξε:— Ήρθε το χαλάζι και βρήκε την πέτρα!
Μετά άρχισε να κλαίει για πολλή ώρα. Οι γυναίκες, μην αντέχοντας άλλο, τον ρώτησαν γιατί έκλαιγε.
— Πώς να μην κλαίω; Για όλους τους χριστιανούς η πόρτα της Βασιλείας των Ουρανών είναι ανοιχτή, όμως εγώ από τις αμαρτίες μου δεν μπορώ να μπω! Κι αυτοί οι Ιεχωβάδες, πέντε εκατομμύρια στον κόσμο, λένε ότι θα σωθούν μόνο 144 χιλιάδες. Αυτοί έχουν πιάσει όλες τις θέσεις, κι εμένα ποιος θα με βάλει μέσα;Οι γυναίκες τα έχασαν. Δεν ήξεραν τι ν’ απαντήσουν. Ύστερα τους μίλησε για την πλάνη στην οποία βρίσκονταν, τους δίδαξε την ορθή πίστη και, τέλος, έγιναν μοναχές στο μοναστήρι Μπόδμπε.


***********

Η Μτσχέτα και η γύρω περιοχή είναι γεμάτη με εκκλησίες και μοναστήρια, όπου οι προσκυνηματικές εκδρομές είναι συνηθισμένες. Μια μέρα η αυλή του μοναστηριού Σαμτάβρο γέμισε παιδικές φωνές. Η ανυπόμονη φύση των παιδιών τα έκανε να τρέχουν παντού. Οι δάσκαλοι δυσκολεύονταν να τα συμμαζέψουν. Ένα μόνο παιδί στεκόταν παράμερα. Πλησίασε την πόρτα της εκκλησίας, γύρισε αμέσως προς την πύλη για να βγει, και μετά πάλι, σαν κάποιος να το τραβούσε πίσω, κοίταζε την εκκλησία με βουρκωμένα μάτια. Ο π. Γαβριήλ καθόταν πάνω στις σκάλες και τα παρακολουθούσε όλα. Ξαφνικά έβαλε μια δυνατή φωνή και τα παιδιά από την τρομάρα τους μπήκαν στο ναό. Τότε ο Γέροντας είπε στην Ταμάρη που ήταν δίπλα του:
— Το παιδί αυτό που κάθεται μόνο του είναι Ιεχωβάς, όπως και οι γονείς του. Και βλέπεις τι κάνει ο Πονηρός; Δεν το αφήνει να μπει στην εκκλησία! Αλλά ούτε η χάρις του Κυρίου το αφήνει να βγει έξω.
Τότε ο Γέροντας το σταύρωσε, και το παιδί, σαν να ελευθερώθηκε από βαριές αλυσίδες, ξέγνοιαστο και χαρούμενο, μπήκε στο ναό. Αφού όλα τα παιδιά προσκύνησαν, βγήκαν ήρεμα από την εκκλησία. Ο π. Γαβριήλ, γελώντας, είπε τότε στην Ταμάρη:
— Ήρθαν αγριοκάτσικα και φεύγουν αρνιά!



**********

Ο π. Γαβριήλ δεν επέτρεπε στα πνευματικά του παιδιά να μιλάνε με αιρετικούς γιατί έτσι άνοιγαν επικοινωνία με το κακό. Μια μέρα, δύο Ιεχωβάδες πήγαν σε ένα γειτονικό μου σπίτι κι οι γείτονες κάλεσαν εμένα να τους μιλήσω. Τους μίλησα, αλλά αυτοί δεν ήθελαν να καταλάβουν τίποτα. Εγώ βιαζόμουν να πάω στον π. Γαβριήλ και τους άφησα. Στον Γέροντα δεν έκανα λόγο καθόλου γι’ αυτό. Κάποια στιγμή όμως μου είπε:
— Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να κάνεις κήρυγμα στους Ιεχωβάδες; Δεν είσαι απόστολος. Όποιος επιτρέπει σε αιρετικό να μπει στο σπίτι του, για να του μιλήσει για την ορθή πίστη, βάζει μέσα τον Πονηρό, και πώς μετά θα βγει από εκεί; Εσύ είχες καμιά ευλογία από ιερέα να κάνεις κήρυγμα; Όταν μιλάς με αιρετικούς, πρέπει να αποκαλύπτεις τα λάθη τους. Όμως εσύ άρχισες να μιλάς αλαζονικά, λέγοντας πως εμείς οι Ορθόδοξοι είμαστε πιο δυνατοί. Έτσι οδηγήθηκες από τον Πονηρό στην αμαρτία της περηφάνιας. «Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας υμών έμπροσθεν χοίρων, μηδέ καταπατήσωσιν αυτούς έν τοις ποσίν αυτών καί στραφέντες ρήξωσιν υμάς». Στους αιρετικούς δεν κάνει να μιλάς, γιατί τους δίνεις αφορμή να βλασφημούν περισσότερο τον Κύριο. Αν ο μουσουλμάνος τηρεί τις δέκα εντολές, θα τον ευλογήσει ο Θεός και θα του φανερώσει το δρόμο προς την αλήθεια και έτσι θα στραφεί προς την Ορθοδοξία. Όπως ο απόστολος Παύλος που τηρούσε τις εντολές της Παλαιάς Διαθήκης ειλικρινά, καρδιακά και όχι φαρισαϊκά. Κι ο Θεός τον ελέησε και τον ξεχώρισε.
Σ’ ένα πυκνό δάσος ζούσε μια φυλή. Οι άνθρωποι αυτοί, όταν χρειαζόταν, έφερναν βροχή με την προσευχή τους κι ότι άλλο ζητούσαν ο Θεός τούς το ικανοποιούσε. Στο τέλος τους έστειλε και δύο ιεραποστόλους, οι οποίοι όταν είδαν τα θαυμαστά που συντελούνταν απόρησαν και είπε ο ένας στον άλλον: «Βλέπεις αυτοί πόσα μεγάλα θαύματα κάνουν μόνοι τους; Αυτοί δεν προσκυνούν τον ήλιο, το φεγγάρι και τ’ άλλα είδωλα, αλλά προσεύχονται ενώπιον Εκείνου που δημιούργησε τον ήλιο, το φεγγάρι, τον ουρανό και όλα. Ο Θεός βλέπει την καθαρή καρδιά τους και γι’ αυτό ακούει τις παρακλήσεις τους. Γι’ αυτό έστειλε και μας εδώ, για να κηρύξουμε την αλήθεια και να τους βαπτίσουμε. Το γράφει το Ευαγγέλιο: «Ζητείτε και ευρήσετε»».


*********
 

Μια φορά έτυχε να περπατήσω στις παλιές περιοχές της Τιφλίδας. Προσπέρασα τους αρμένικους ναούς και μέσα μου τους κατηγόρησα ως αιρετικούς. Στη συνέχεια, επισκέφτηκα τον Γέροντα. Κάθισα αλλά δεν του είπα τίποτα. Εκείνος όμως είπε:
— Ναι, αλλά τι σου φταίει το Ετσμιαδζίνι; Όπως για μας είναι το Σβετιτσχοβέλι, έτσι γι’ αυτούς είναι το Ετσμιαδζίνι. «Ετσμιαδζίνι» σημαίνει «Ένας που ήρθε». Εκεί εμφανίστηκε ο Θεός, και είναι σπουδαίο και άγιο μέρος. Και πού ξέρεις πότε χτίστηκαν αυτοί οι ναοί; Μήπως τους έχτισαν πριν γίνουν οι Αρμένιοι μονοφυσίτες;  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ . Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ (1929-1995) Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΛΑΖΑΡΗ

Το διορατικό χάρισμα είναι ή δυνατότητα πού δίνει ο Θεός σε ορισμένους ανθρώπους είτε να βλέπουν τον εσωτερικό κόσμο των άλλων είτε να βλέπουν σε απόσταση αντικείμενα ή γεγονότα, να βλέ­πουν τι γίνεται πίσω από τον τοίχο ή πίσω απ' το βουνό. Και αυτό όχι μόνο επί γης σε οποιαδήποτε απόσταση, Και στην πιο μακρινή, αλλά και σε άλλον πλανήτη. Τα περιστατικά πού ακολουθούν φανερώνουν ότι ο Θεός είχε δώσει αυτό το χάρισμα στον Γέροντα Αμβρόσιο. 

*************

Μια μέρα, ξεκίνησαν για το Μοναστήρι από την Αθήνα δύο γυναίκες. Ή μία γνώριζε τον Γέροντα. Ή άλλη τον επισκεπτόταν για πρώτη φορά Και είχε στο πορτοφόλι τις φωτογραφίες των δύο αγοριών της. Είχε τη μεγάλη επιθυμία να τις ευλογήσει ο Γέροντας. Μόλις μπήκαν στο κελί του, μετά τον χαιρετισμό γύρισε Και της είπε, χωρίς άλλη κουβέντα:
-         Δώσε μου, να σου σταυρώσω τα κλαδάκια σου! ... 
    
*************

Μια Κυριακή, ο Γέροντας ήταν στο Μοναστήρι Και λειτουργούσε. Από το μέρος αυτό έβλεπε τη χειροτονία σε διάκονο ενός πνευματικού του παιδιού στην Κρήτη. Και την ώρα πού τελείωνε ή χειροτονία Και φώ­ναξε ο Επίσκοπος «Άξιος!», βγήκε ο Γέροντας από το Ιερό, στάθηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη Και είπε δυνατά:
- Άξιος! Άξιος! Άξιος! Οι άνθρωποι στο εκκλησίασμα ξαφνιάστηκαν, δεν ήξεραν τι να υποθέσουν, αλλά εκείνος μετά τους καθησύχασε:
Αυτή την ώρα χειροτονείται ένα δικό μου παιδί Και φώναξα κι εγώ, ήταν τα λόγια του. 

*************

Ένας άνδρας από τη Ρόδο συνήθιζε να γονατίζει από σεβασμό, όταν επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με τον Γέροντα. Άλλα μια μέρα πού τον είχε πάρει να ζητήσει ευχή για τον ίδιο Και για το παιδί του, τον άκουσε να ρωτά:
- Δεν μου λες, ποιος είναι πίσω σου, στο δεξιό μέρος; Ό άνθρωπος κοίταξε, αλλά δεν είδε κάποιον.
- Κανένας, Γέροντα.
- Κανένας, ε; Δεν είναι ο Κύριος;
Ό άλλος τότε πρόσεξε. Υπήρχε όντως στον τοίχο μία εικόνα του Κυ­ρίου εσταυρωμένου.
- Ναι, Γέροντα, ψέλλισε.
-Ε, απ' Αυτόν να ζητάς την ευχή Και την προστασία Και σ' Αυτόν να γονατίζεις Και να προσεύχεσαι, του απάντησε από το Δαδί εκείνος, πού, εννοείται, δεν ήξερε τίποτε για το πώς συμπεριφέρεται ο άνθρωπος ή για το πως είναι διαμορφωμένο το εσωτερικό του σπιτιού του.

*************

Κάποτε επισκέφτηκε το Μοναστήρι μια συντροφιά από τη Χαλκίδα. Μεταξύ αυτών ήταν και μία γυναίκα, ή οποία πολύ ευλαβείτο τον Γέ­ροντα. 
Κάποια στιγμή μπήκαν στο κελί του, περιγελώντας και αμφισβητώντας τον, ο άνδρας της κι ένας φίλος του. Ή γυναίκα περίμενε απ' έξω με μεγάλη ανυπομονησία. Όπως μπήκαν, έτσι και βγήκαν. Γελού­σαν και ειρωνεύονταν.
Αυτή απόρησε. Και μπήκε μέσα, να δείτε είχε συμβεί. Ό Γέροντας της είπε:
-         Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Ήρθαν χωρίς διάθεση. Κούτσουρα ήρθαν και κούτσουρα έφυγαν. 
     
*************

- Μια μέρα τον επισκέφθηκαν τέσσερις νέοι, τρεις Έλληνες Και ένας κα­τά το ήμισυ Έλληνας Και κατά το άλλο ήμισυ Γάλλος. Μπήκε πρώτος στο κελί του ο ένας Έλληνας, στον όποιο ο Γέροντας είχε μεγάλη αγάπη.
- Γέροντα, ευλογείτε. Έχω έλθει με κάποιους φίλους μου. Να περάσουν;
- Όχι. Να φέρεις τον Στέφανο πρώτα.
-Ποιόν Στέφανο; είπε ο άνθρωπος απορώντας και βγήκε να βεβαιωθεί. Επέστρεψε σε λίγο.
Δεν υπάρχει Στέφανος, Γέροντα.
Βρε, φέρε τον Στέφανο μέσα, έκανε χαμογελώντας ο παππούς, και μπήκε τελικά ο Έτιέν (έτσι λέγεται ο Στέφανος στα γαλλικά), έμει­νε για ώρα μόνος του με τον Γέροντα Και βγήκε έπειτα κλαίγοντας.
- Μου ανέλυσε όλη μου τη ζωή, από τότε πού γεννήθηκα μέχρι τώρα, πρόλαβε να πει ο άνθρωπος κι απομακρύνθηκε να μείνει μόνος με τις αποκαλύψεις πού του είχαν γίνει. 

*************

Ήταν κάποια γυναίκα πάμφτωχη σ' ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας Και είχε τρία παιδιά. Κατάφερε να τα μεγαλώσει με απίστευ­τες στερήσεις Και δυσκολίες, όμως με μια μοναδική αξιοπρέπεια. Ή κυρα-Βασιλική.
Πέθανε παραμονή της Παναγίας του 1998. Την επόμενη μέρα, 15 Αυγούστου, το φτηνό φέρετρο με τη σορό της ήταν πάνω στην καρότσα του μικρού αγροτικού ημιφορτηγού του ιερέα Και κατευθυνόταν προς το κοιμητήριο. Ακολουθούσαν μερικοί συγχωριανοί της Και συζη­τούσαν για τα βάσανα πού είχε περάσει, όταν ξάφνου ευωδίασε ο τό­πος· χιλιάδες άνθη Και λουλούδια να υπήρχαν, δεν θα μύριζαν τόσο. Παραξενεύτηκαν Και απόρησαν. Δεν είχαν εξήγηση.
Ανάμεσα σ' εκείνους πού τη συνόδευαν ήταν κι ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα Αμβρόσιου, πού λίγες μέρες μετά πήγε και του ανέφερε το γεγονός. Του είπε μόνο πώς μια γυναίκα πέθανε Και ευωδίασε ο τόπος. Εκείνος στην αρχή έμεινε σιωπηλός. Έπειτα μπήκε στο δωμάτιο του, έμεινε για λίγο και επέστρεψε.
- Αυτή αγίασε, απάντησε. Και ξέρεις τον λόγο; Γιατί ποτέ στη ζωή της δεν παραπονέθηκε. Τέτοιους ανθρώπους θέλει ο Θεός, για να γεμί­σει τον Παράδεισο Και να κάνει τη Δευτέρα Παρουσία. Κατάλαβες;

*************

Ένας γιατρός, μετά από κάποια επίσκεψη του στο Μοναστήρι, όπου είχε ακούσει τον Γέροντα να του λέει πολλά για τη ζωή του, αναρωτιό­ταν αν αυτά ήταν αληθινά ή του τα έλεγε για ευχές. Βγήκε έξω ζαλι­σμένος. Συνάντησε μια μοναχή και της εξέφρασε ψιθυριστά την αμφι­βολία του:
- Αδελφή, ο Γέροντας τα λέει αυτά προφητικά ή τα λέει για να τα πει;
- Μα, τι είναι αυτά πού ακούω; αναπήδησε ξαφνιασμένη ή μοναχή.
- Συγγνώμη, αλλά καμιά φορά μπαίνει μέσα μας ή αμφιβολία, είπε αυτός και επέστρεψε σε λίγο να πάρει την ευχή του πριν φύγει.
- Γεια σου, Γέροντα, ήρθα να σε χαιρετήσω και να φύγω.
- Ποιος είσαι εσύ; τον άκουσε τότε να του λέει.
- Τι ποιος είμαι, Γέροντα; Ό γιατρός είμαι, πού μιλάγαμε πριν από λίγο, είπε ο άνθρωπος και σκέφτηκε πώς ο παππούς είναι κουρασμένος ή πώς άρχισε να «πέφτει» Και δεν θυμάται.
- Και τι ήρθες να κάνεις εδώ; επέμενε ο Γέροντας.
- Να πάρω την ευχή σου.
-Όμως γιατί ήρθες σ' ένα Γέροντα πού τα λέει στην τύχη; είπε κοιτάζον­τάς τον κατευθείαν στα μάτια. Μα ξέρεις πώς όσα λέω δεν είναι δικά μου. Αυτός τα λέει. (Και του έδειξε την εικόνα του Κυρίου.) Δεν τα λέω εγώ.

*************

Ό Γέροντας αγαπούσε πολύ τα παιδιά Και λυπόταν, εάν κάποιο πο­νούσε ή υπήρχε περίπτωση να χαθεί.
Έτσι, όταν τον επισκέφθηκε κάπο­τε μια οικογένεια, γύρισε στον 12χρονο γιο και του είπε:
- Καλός είσαι. Πας στην εκκλησία;
- Πάω.
- Εξομολογείσαι;
- Εξομολογούμαι.
- Ά, καλά. 'Αλλά στα μπαράκια μην ξαναπάς. 
Πώς δεν πάει; επέμενε ο Γέροντας.
- Έχει πάει δύο φορές κι ετοιμάζεται να ξαναπάει. Κι όπως στράφηκε προς το παιδί, εκείνο είπε με συστολή:
-Έ... Γέροντα, με πήγαν, εγώ δεν...
- Όποτε άρχισε αυτός να τους νουθετεί και να λέει για τα νυχτερινά κέντρα πώς είναι ο τόπος ταφής των νέων. 
«Εκεί ο διάολος είναι ακρά­τητος Και σκορπά θάνατο», τόνισε χαρακτηριστικά.

*************

Ένα πούλμαν με εκδρομείς κατευθυνόταν προς τις κατασκηνώσεις του Παρνασσού.
Περνώντας από τη Μονή Δαδιού, έκαναν μια σύντομη στάση Και εκεί συνάντησαν τον Γέροντα.
Αφού προσκύνησαν την Πα­ναγία, τον πλησίασαν κι εκείνος τους μίλησε.
Επέμενε πολύ στη μετά­νοια, στην εξομολόγηση Και στη θεία Κοινωνία.
Κάποιος όμως απ' τους επισκέπτες άρχισε να βρίζει τους ιερείς Και να λέει μεταξύ άλλων:
- Εσείς οι παπάδες πρέπει να εξομολογείστε και να μετανοείτε, πού κάνετε τόσα.
Αλλά τότε ο Γέροντας γύρισε προς το μέρος του, χτύπησε τη μαγκούρα που κρατούσε στο έδαφος και του είπε έντονα:
- Εσύ τολμάς να μιλάς έτσι για τους παπάδες, πού πέθανε ο αδελφός σου και αδίκησες την οικογένεια του;
Ό άνθρωπος ταράχτηκε, κοκκίνισε, δεν άνοιξε πάλι το στόμα του και βγαίνοντας απ' το Μοναστήρι πήγε στην πηγή με το κρύο νερό πού τρέ­χει και δροσίζει τους περαστικούς, για να βρέξει το πρόσωπο του Και να συνέλθει.
Στο μεταξύ, ο Γέροντας πλησίασε κάποιον άλλον επισκέπτη, τον αγκάλιασε και του είπε:
-Εσύ είσαι καλός άνθρωπος. Έλα όμως να σου πω κάτι, να το διορ­θώσεις και τον πήρε παράμερα και τον συμβούλεψε.

*************

Πήγε ο Γέροντας σε κάποιο Μοναστήρι μ' ένα νέο ιερέα, πνευματικό του παιδί, για να προσκυνήσουν.
Στο αρχονταρίκι πού κάθισαν, υπήρχε μία παλιά φωτογραφία μοναχών της Μονής.
Την ώρα πού έπιναν τον καφέ έπιασε τη φωτογραφία και του είπε στο αυτί, δείχνοντας ένα μοναχό από τους 20 περίπου πού εικονίζονταν:
- Τους βλέπεις; Μόνο αυτός σώθηκε.

*************

Ένας άνδρας έκανε στη γυναίκα του για κάποια περίοδο μια ιδιαίτε­ρη γκριμάτσα, κοροϊδευτική, πού πολλές φορές μετά το ξεχνούσε. Φθά­νοντας μια μέρα στο Μοναστήρι, πήγε μπροστά του ο Γέροντας και άρχισε συνέχεια να του κάνει την ίδια γκριμάτσα, την οποία έκανε αυτός στη γυναίκα του.
- Σου αρέσει; τον ρώτησε μετά γελώντας.

*************

Το 1990, στη διάρκεια μιας θείας Λειτουργίας ζήτησε από ένα πνευματικό του παιδί πού τον είχε επισκεφθεί στο Μοναστήρι να διαβάσει κατά την ώρα της Προθέσεως τα ονόματα των ανθρώπων, τους οποίους ο συγκεκριμένος νέος (μετέπειτα κληρικός) είχε φέρει να διαβαστούν και ευλογηθούν - τους γνώριζε προσωπικά, "Άρχισε, λοιπόν, αυτός να τα διαβάζει.
Μόλις όμως έφτασε σε μια οικογένεια πού είχε 4 παιδιά Και περνούσε δυσκολίες, ο Γέροντας, χωρίς κανείς να τον έχει πληροφορήσει σχετικά, είπε ξαφνικά:
- Τώρα εδώ σταματάμε. Αυτός ο πατέρας και αυτή ή μάνα έχουν με­γάλη ανάγκη. Πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή. 'Ά, μεγάλη ανάγκη εδώ!

*************

Κάποτε, ένα άλλο πνευματικό του παιδί είχε τα ονόματα πού επρό­κειτο να διαβαστούν γραμμένα σ' ένα χαρτί, ζώντες και κεκοιμημένους. Όταν βγήκε ο Γέροντας στην Ωραία Πύλη, επειδή δεν έβλεπε καλά, του έδωσε το χαρτί να διαβάσει. Εκείνος ξεκίνησε με τους ζώντες. Όταν όμως τελείωσαν οι ζώντες, δεν έκανε μια παύση, ώστε να πει ο Ιερέας «έτι δεόμεθα υπέρ των κεκοιμημένων αδελφών...», αλλά πήγε αμέσως στους κεκοιμημένους.
- Στοπ! του φώναξε τότε ο Γέροντας, πού και δεν έβλεπε το χαρτί, ώστε να τους ξεχωρίζει, Και δεν γνώριζε κάτι για την κατάσταση του καθενός.
Κι αφού διάβασε τη δέηση υπέρ των κεκοιμημένων, έκανε νόημα στο πνευματικό του παιδί ν' αρχίσει να διαβάζει τα ονόματα τους.

*************

Μια φορά, ένας νέος επιστήμονας έδωσε χρήματα από τον μισθό του, πού μόλις είχε πάρει, σε κάποιον ο όποιος είχε ανάγκη. Δεν είπε πουθε­νά το παραμικρό για την ενέργεια του Και ξεκίνησε για το Μοναστήρι. Εκεί ο Γέροντας, μόλις τον είδε, του είπε:
- Αυτά πού έδωσες ή Παναγία θα στα δώσει πίσω. Ή Παναγία χαίρεται και ότι δίνεις θα στο επιστρέφει. Αυτό να ξέρεις στη ζωή σου.
Και πράγματι, το ίδιο ακριβώς ποσόν πού είχε προσφέρει ο άνθρω­πος το έλαβε πίσω μετά από δύο μέρες μ' έναν εντελώς αναπάντεχο τρό­πο από ένα «τυχαίο» κέρδος.

*************

Όταν νοσηλευόταν στον «Ευαγγελισμό», ένα πρωί ή νοσηλεύτρια του έφερε τα φάρμακα του. Όμως εκείνος έβρισκε αφορμή Και καθυστε­ρούσε να τα πάρει. Δεν έδειχνε απροθυμία, αλλά με γλυκό τρόπο το απέφευγε.
Αφού πέρασε μισή ώρα περίπου, έφθασε ή ίδια νοσηλεύτρια σε κατά­σταση πανικού Και ρώτησε το πνευματικό του παιδί, το όποιο βοηθούσε τον Γέροντα, αν πήρε τα χάπια του. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, είπε ανακουφισμένη:
- Ευτυχώς, γιατί ήταν άλλου ασθενούς. Έκανα λάθος Και αυτά πού του είχα φέρει ήταν βαριά φάρμακα. Τους έδωσε τα δικά του, Και αυτή τη φορά ο Γέροντας τα πήρε αμέ­σως, χωρίς να φέρει εμπόδιο.

*************

Κάποια φορά, εξηγούσε σε μια συντροφιά το σημείο στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, οπού αναφέρει ότι «είναι αδύνατον, μέσα στον διεφθαρ­μένο και πονηρό αυτό κόσμο, να μην έρθουν τα σκάνδαλα και οι πειρα­σμοί» (Κεφ. 12 ' ). Με το πού το άκουσε αυτό ένα πνευματικό του παιδί, του γεννήθηκε στο μυαλό ή απορία «γιατί είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα». Και μάλιστα τόσο έντονα το σκεφτόταν, ώστε έπαψε να πα­ρακολουθεί την εξήγηση του Ευαγγελίου. Άλλα τότε ο Γέροντας στα­μάτησε ξαφνικά τον λόγο, γύρισε προς το μέρος του Και του είπε με έμφαση, αφού είχε διαβάσει τη σκέψη του:
- Είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα γι' αυτούς τους λόγους.
Τους οποίους λόγους εξήγησε, λύνοντας έτσι την απορία του, Και μετά συνέχισε την ερμηνεία του Ευαγγελίου.
*************

Στο ίδιο Μοναστήρι, λίγο νωρίτερα είχαν συναντήσει την ώρα πού πήγαν να μπουν έναν άντρα γύρω στα 65 με 70, ο όποιος με το πού τον είδε του είπε:
- Την ευχή σου, Γέροντα.
- Εσύ τι κάνεις; τι είσαι εσύ εδώ; γύρισε αμέσως και τον ρώτησε εκείνος.
- Εγώ βοηθάω το Μοναστήρι Και μένω εδώ, αλλά δεν είμαι μοναχός.
- Όχι, να γίνεις μοναχός. Να βάλεις το ράσο, για να σωθείς.
- Γέροντα, εγώ τι να σωθώ; Εντάξει είμαι εδώ πέρα, βοηθάω τους Πατέρες κ.λπ.
- Ακούς τι σου λέω; Να βάλεις το ράσο σου, να μπεις στο Μοναστή­ρι, για να σωθείς.
-Έ, τι να βάλω εγώ σε τέτοια ηλικία; επέμενε ο άλλος.
Όποτε τον πλησίασε Και του είπε κάνοντας την κίνηση με την παλά­μη, βάζοντας την στον λαιμό του:
- Δεν μου λες, πόσους έσφαξες στην Κατοχή;
Ό άλλος κοκάλωσε. Άρχισε ν' αλλάζει χρώματα. Έσκυψε το κεφάλι Και 'ίσα πού μπόρεσε ν' αρθρώσει:
- Καλά, Γέροντα, ευλόγησαν.
Μετά πήγε πίσω από τον ιερέα πού συνόδευε τον Γέροντα και κάποια στιγμή τον ρώτησε με αγωνία:
- Ποιος είναι αυτός;
- Άστο τώρα. Κάνε ό,τι σου είπε και άστο. Μη μιλάς καθόλου, του είπε εκείνος.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΕΣΕΝΑ Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΘΑ ΣΕ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ· ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ.

Κάποιοι λαϊκοί, προσπαθώντας να εξηγήσουν με την λογική το διορατικό χάρισμα που ο Θεός είχε δώσει στον Πατέρα Παΐσιο, έψαχναν να βρουν τους τρόπους που ίσως χρησιμοποιούσε, ώστε να μαθαίνει κάποια πράγματα για τους ανθρώπους που θα τον επισκέπτονταν. Αλλά και τους λογισμούς αυτούς τους «έπιανε» μερικές φορές ο άνθρωπος του Θεού.

Ένας νεαρός, ο οποίος είχε σπουδάσει ηλεκτρονικός, ακούγοντας για τον Πατέρα Παΐσιο, υποπτευόταν ότι ο Όσιος είχε τοποθετήσει στην στέγη της Καλύβης του, στον φράχτη και στον γύρω χώρο κεραίες, μικρόφωνα και πομπούς, για να καταγράφει τις συνομιλίες των επισκεπτών και να παρουσιάζεται ύστερα ως διορατικός. Αποφάσισε λοιπόν να τον επισκεφθεί, για να ερευνήσει, αν θα μπορούσε τον χώρο.

Ενώ περίμενε έξω από τον φράχτη μαζί με άλλους είκοσι περίπου ανθρώπους και στεκόταν προς τα πίσω, βγήκε ο Όσιος, σήκωσε το χέρι του και δείχνοντάς τον φώναξε:
― Ε, παλληκάρι, έλα εσύ μπροστά, σε παρακαλώ!
― Σ’ εμένα μιλάτε; Ρώτησε εκείνος.
― Ναι, σ’ εσένα.

Ο Όσιος άνοιξε την πόρτα και αμέσως τον πήρε και πήγαν πίσω από το Καλύβι. «Κάθησε, Στυλιανέ», του είπε. Αυτό ήταν το πρώτο «χαστούκι» που δέχθηκε η λογική του νέου. Ο Όσιος κάθησε δίπλα του, του έδειξε την σκεπή και τον ρώτησε.
― Βλέπεις τίποτε περίεργο στην σκεπή μου;
― Όχι, είπε ο νέος κοιτάζοντας την σκεπή.
― Έχω μια κεραία κρυμμένη εκεί επάνω, είπε ο Όσιος και, πριν προλάβει εκείνος να συνέλθει, συνέχισε: Βλέπεις τίποτε περίεργο μέσα στους θάμνους;
― Όχι, απάντησε και πάλι ο νέος.
― Έχω, του είπε, κρυμμένο ένα μηχάνημα που γράφει αυτά που λένε οι άνθρωποι και μετά κοροϊδεύω τον κόσμο ότι κάνω θαύματα! Εσύ γιατί ήρθες; Εμένα τι με θέλεις τώρα;Ο νέος άρχισε να κλαίει.
― Μη στενοχωριέσαι, Στυλιανέ, του είπε τότε ο Όσιος. Οι καιροί είναι πονηροί, και καλά κάνεις που αμφισβητείς. Εσένα η αμφισβήτηση θα σε οδηγήσει στην πίστη· αυτός είναι ο δρόμος σου. Για κανόνα τώρα, πήγαινε και μοίρασε λουκούμι και νερό στους άλλους και έλα κάποια άλλη φορά να τα πούμε!

Εκ του βιβλίου Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ!

Ερχόμουνα για άλλη μια φορά στον Άγιον Όρος με συνοδεία φοιτητών μου του Αρχαιολογικού Ιωαννίνων. Στο πρόγραμμά μας ήταν και η επίσκεψη στον άγιο γέροντα Παΐσιο, που ασκήτευε στο Κουτλουμουσιανό κελλί «Παναγούδα». Έτσι κατεβήκαμε από την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου στο πυκνό και καταπράσινο δάσος της χαράδρας. Σε κάποιο ξέφωτο μια φραγμένη περιοχή τεσσάρων-πέντε στρεμμάτων φιλοξενεί το απλό σπίτι του πατρός Παϊσίου. Σταθήκαμε έξω από την απλή σιδερένια πόρτα. Περιμέναμε χτυπώντας κατά διαστήματα το κουδουνάκι, τραβώντας το σχοινί. Ξέραμε ότι έπρεπε να περιμένουμε πολλή ώρα. Ο γέροντας δεν άνοιγε αμέσως. Εξασκούσε με τον τρόπο του στην υπομονή τους επισκέπτες του. Και τους δοκίμαζε και λιγάκι. Έτσι έγινε και με εμάς…

Με κάποιο δέος φθάνουμε ως το κατώφλι του. Μας καλοδέχεται ένας λεπτός, χαμογελαστός άνθρωπος. Μας χαιρετά με απλότητα, χωρίς καμιά προσποίηση. Από την πρώτη στιγμή συναντηθήκαμε πνευματικά και συνεννοηθήκαμε. Σα να γνωριζόμαστε χρόνια. Η ομάδα των φοιτητών ήταν προετοιμασμένη γι αυτό. Γιατί είχε ακούσει πολλά και ήταν έτοιμη για όλα. Εκτός από ένα. Κι αυτό φάνηκε στην πρώτη αυτή συνάντηση. Όταν έξω στην αυλή ασπάσθηκαν το χέρι του πάτερ Παΐσιου, έμειναν ακίνητοι, αμήχανοι, άφωνοι, κοιτάζοντας αυτόν τον ισχνό και απλοϊκό μοναχό, με το φτωχό του ζωστικό και τον καλογερικό σκούφο, ήρεμος να τους υποδέχεται με χαμόγελο και με μια απλή φράση για τον καθένα. Είχαν ακούσει για γίγαντα του πνεύματος, για μεγάλο ασκητή, για τον οποίο πολλά θαυμαστά διηγούνταν στις συνάξεις των σαλονιών τους οι ευσεβείς φιλοαγιορείτες των πόλεων, αλλά αυτός που στέκονταν μπροστά μας ήταν ένας απλός, καλοκάγαθος γέροντας που δεν φαινόταν να έχει τίποτε το ιδιαίτερο. Στάθηκε απλά κοντά μας, μας κέρασε το καθιερωμένο λουκούμι, μας έφερε νερό σε κύπελλο από την κοντινή βρύση, μερικά μέτρα παραπέρα. Ανάλαφρος, με απλές και εύκολες κινήσεις, με ένα πρόσωπο γεμάτο φώς, οικείος και ζεστός. 

Τόλμησα τον πρώτο λόγο, έτσι, για να πω και κάτι.
- Πάτερ Παΐσιε, από την πυκνή βλάστηση που έχετε εδώ υποθέτω ότι θα περνάτε βαρύ και βροχερό χειμώνα, με πολλή υγρασία.
- Ναι, απάντησε απλά βλέποντάς με μέ σημασία, αλλά έρχεται και το καλοκαίρι.
Έτσι άρχισε η συζήτηση. Μια συζήτηση που ξεκίνησε απλά και συνηθισμένα για να αποκτήσει, όσο προχωρούσε η ώρα, άλλο περιεχόμενο. Γιατί ο γέροντας ήξερε ένα δρόμο ξεχωριστό για τους νέους. Με το δικό του απλό παιδαγωγικό σύστημα τους οδηγούσε, με τρόπο μαγικό, μέσα από πρωτοφανέρωτα μονοπάτια της σκέψης.

Τον ρώτησαν:
- Γέροντα, πως βλέπετε την πορεία του σημερινού κόσμου γενικά, το μέλλον του Ελληνισμού και το δρόμο που πορεύεται η Ορθοδοξία;

Απάντησε απλά:
- Όλα εξαρτώνται από τον αγώνα που κάνουμε όλοι μας να κρατήσουμε λίγο προζύμι. Καλό σημάδι η ανανέωση του Όρους. Είναι το προζύμι. Θα μας φυλάξει ο Θεός και θα μας λυπηθεί, κι ας μη το αξίζουμε. Αν ξέρω ότι έμεινε έστω και ένας Έλληνας Ορθόδοξος, δεν θα φοβηθώ. Θα έχω την ελπίδα μου στον Θεό. Τώρα θέλει πολλή προσευχή. Να στέλνουμε μηνύματα προς τα επάνω. Μόνο ο Θεός θα μας σώσει από τη μεγάλη πυρκαϊά που έζωσε την εποχή μας.

Τον ρώτησαν οι φοιτητές:
- Τί αξίζει περισσότερο, η ποσοτική ή η ποιοτική προσευχή.
- Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Η καρδιακή προσευχή αξίζει. Ο πόνος των άλλων να γίνεται πόνος δικός μας. Τότε δεν μπαίνει ζήτημα χρόνου.
Πάνω σ’ αυτό ο γέροντας θυμήθηκε το νεαρό ασυρματιστή, όταν στα χρόνια του πολέμου υπηρετούσε στο Αγρίνιο: Όταν λέει κανείς, τί κάνουν οι καλόγεροι με την προσευχή; Γιατί δεν βγαίνουν έξω να βοηθήσουν την κοινωνία; Είναι σα να λες στον ασυρματιστή στο στρατό, άσε τον ασύρματο και πιάσε το τουφέκι. Αλλά χωρίς τον ασύρματο χάνεται η επαφή και ο στρατός καταστρέφεται.

Μέσα στις πολλές ερωτήσεις και τούτη η κάπως αναπάντεχη.
- Πάτερ Παΐσιε, πώς βλέπετε την Ελλάδα στην Ευρώπη;Ο γέροντας σκέφθηκε πολύ πριν απαντήσει. Μίλησε αργά και με βαθύ στοχασμό.
- Τη σκλαβιά της Τουρκοκρατίας και την Κατοχή την αντέξαμε και την ξεπεράσαμε. Την πνευματική σκλαβιά και κατοχή πώς θα την ξεπεράσουμε;

Όσο προχωρούσε η συζήτηση, καταστάλαζε ανεπιφύλακτα η άποψή μου για την προσωπικότητά του. Τη σημειώνω εδώ με μια γραμμή: «Έχει απλότητα κι αλήθεια μέσα του. Τίποτε το επιτηδευμένο δεν υπάρχει σ’ αυτόν. Εκεί βρίσκεται το μεγαλείο του».
Πήρε να βραδιάσει κι έπρεπε να αφήσουμε τον γέροντα στην ησυχία του. Τα κασετοφωνάκια έκλεισαν αοράτως μέσα στα σακίδια των παιδιών, παρόλο που ο γέροντας μας έδωσε να καταλάβουμε ότι το είχε αντιληφθεί. Καθώς μας οδηγούσε στην εξωτερική πόρτα, ο μικρότερος των φοιτητών ξαφνικά ρώτησε:
- Πάτερ, λένε ότι δεν μπορεί κανείς να σας φωτογραφίσει, επειδή το φιλμ καίγεται!
Ο γέροντας κοντοστάθηκε.
- Τί είναι αυτά που διαδίδουν, παιδί μου; Εγώ μερικές φορές παρακαλώ να μη με φωτογραφίζουν, και ξέρω ότι με τη στάση μου στενοχωρώ τους ανθρώπους. Γιατί πρέπει να φροντίζουμε το πρόσωπο της ψυχής μας και όχι το σαρκικό. Αλλά δεν θέλω πάλι να μείνετε με τη σφαλερή εντύπωση. Ήρθατε και με επισκεφθήκατε με αγάπη, γι αυτό θέλω να σας το ανταποδώσω. Βγάλτε φωτογραφίες, αλλά για ένα μόνο λεπτό.
Πότε βγήκαν τόσες μηχανές από τα σακίδια των νεαρών, πότε άστραψαν τόσα φλας! Ο γέροντας στεκόταν με το χέρι ακουμπισμένο στην εξώπορτα και έλεγε με χαμόγελο:
- Τί βομβαρδισμός είναι αυτός!  Τί φωτιές ανάβουν! Μακάρι να άστραφτε έτσι το φως και η λάμψη της αγάπης στο σημερινό κόσμο!
Σκοτείνιαζε. Αλλά η εικόνα του γέροντα Παΐσιου έμεινε ολοζώντανη και ολοφώτιστη μέσα μας.

Αθανάσιος Παλιούρας, Καθηγητού Πανεπιστημίου


Πηγή: («Ορθόδοξη Εικόνα και Πρόσωπο» (απόσπασμα από τον Τόμο «Ορθοδοξία-Ελληνισμός, Πορεία στην Τρίτη Χιλιετία», της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου», Άγιον Όρος 1996)), Αγιορείτικες Μνήμες 

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ: «ΝΑ ΜΗ ΜΕ ΞΑΝΑΠΑΡΕΙΣ ΣΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ, ΔΙΟΤΙ ΕΧΩ ΑΠΟΘΑΝΕΙ!»

Ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος εδώ στην Αθήνα, πνευματικό τέκνο του Γέροντος Πορφύριου, που για χρόνια, όποιο πρόβλημα κι αν είχε, πήγαινε στον Γέροντα ή του τηλεφωνούσε για να τον συμβουλευτεί, τις ημέρες που εκοιμήθη ο Γέρων Πορφύριος, έλειπε στο εξωτερικό κι έτσι δεν πληροφορήθηκε την κοίμησή του (1991).

Όταν λοιπόν επέστρεψε στην Αθήνα, αντιμετώπισε ένα οικογενειακό πρόβλημα και θέλησε να συμβουλευτεί, όπως πάντα, τον Γέροντα. Σήκωσε το τηλέφωνο, σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου, που ήταν στο δωμάτιο του Γέροντος, και ακούει να του απαντάει ο ίδιος ο Γέρων Πορφύριος.

Αφού τον χαιρέτησε και ζήτησε την ευχή του, του μίλησε για το πρόβλημά του και του ζήτησε τη συμβουλή του. Ο Γέρων Πορφύριος του είπε τί έπρεπε να κάνει και τί ν΄ αποφύγει. Το πνευματικό αυτό τέκνο του τον ευχαρίστησε και του είπε : «Θα έρθω, Γέροντα, να σας δω μόλις μπορέσω». Του λέει τότε ο Γέρων Πορφύριος : «Να μη με ξαναπάρεις στο τηλέφωνο, διότι έχω αποθάνει !».

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡ. ΚΑΡΑΚΟΛΗΣ Δ.Θ. – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ, ΤΕΛΗ ΟΣΙΑΚΑ, εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2006, σ. 131 κ.ε.

ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΪΣΙΟΥ

Διηγείτο η αδελφή του Γέροντα Χριστίνα:
Ήρθα μία φορά στο Στόμιο να δω τον Γέροντα και του έφερα και δύο γάτες, γιατί είχε πολλά ποντίκια, σκέτη μάστιγα.
"Πάτερ Παΐσιε", λέω, "σου έφερα τις γάτες να ησυχάσεις από τα ποντίκια".

Την επόμενη φορά που επισκέφτηκα την Μονή, βλέπω μπαίνοντας στην κουζίνα ένα σκεύος και να τρώνε μαζί γάτες και ποντίκια. Λέω, "Γέροντα, εγώ σου έφερα τις γάτες να φάνε τα ποντίκια και συ τα ταΐζεις όλα μαζί;".

Μου λέει, "Άστα ευλογημένη, κρίμα και αυτά, όλοι τα κυνηγάνε και τα σκοτώνουν, πλάσματα του Θεού είναι κι αυτά!".

Ο Όσιος Παΐσιος (Μαρτυρίες - περιστατικά - διδαχές)
Ενωμένη Ρωμιοσύνη, σελ. 202

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΙΝΣΚ- ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΗ

Οὐράνια συµπροσευχὴ
στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου

Ὁ νεωκόρος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νιέφσκι διηγήθηκε ἕνα περιστατικό, ποὺ δίνει µιὰ ἰδέα γιὰ τὸ πῶς προσευχόταν ὁ πατὴρ Ἀνδρόνικος. Ὁ Γέροντας πρὶν ἀπὸ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας συνήθως ἀποβραδὶς παρέµενε στὸν ναὸ καὶ µέχρι τὸ πρωὶ δὲν ἔκλεινε µάτι. Ὅλη τὴν ὥρα αὐτὴ προσευχόταν. Μιὰ τέτοια νύχτα στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ’60 ὁ νεωκόρος εἶχε ὑπηρεσία στὴ φύλαξη τοῦ ναοῦ. Τὴ νύχτα βλέπει τὸν ναὸ γεµάτο ἀπὸ προσευχοµένους. Τοῦ πέρασε ἀπὸ τὸ µυαλὸ ἡ σκέψη ὅτι τὸν πῆρε ὁ ὕπνος καὶ ὅτι χωρὶς νὰ τὸν ρωτήσουν ἄνοιξαν τὶς πόρτες. Κοιτάζει τὸ ρολόι. Ἦταν 2 µετὰ τὰ µεσάνυχτα. Ψάχνει τὰ κλειδιὰ καὶ τὰ βρίσκει στὴ θέση τους. Μὲ µεγάλο φόβο κοίταξε ἀκόµη µιὰ φορὰ στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ. Ὁ πατὴρ Ἀνδρόνικος προσευχόταν καὶ ἔκανε µετάνοιες µπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ ἑορταζοµένου ἁγίου καὶ γύρω του ἦταν πλῆθος λαοῦ, ποὺ ἐπίσης προσευχόταν. Ὁ νεωκόρος ἔντροµος πάγωσε ἀπὸ τὸν φόβο του. Μόλις ὁ στάρετς τελείωσε τὴν προσευχή του ὁ ναὸς ἄδειασε. Τὸ πρωὶ µὲ µεγάλη συγκίνηση ὁ νεωκόρος διηγήθηκε τί συνέβη, ἀλλὰ δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἐξηγήσει ὅσα εἶδε. Γνωρίζοντας ὅµως τὴν θεάρεστη ζωὴ τοῦ στάρετς καὶ τὴ δύναµη τῆς προσευχῆς του, µποροῦµε νὰ συµπεράνουµε ὅτι ἡ ἐν οὐρανοῖς θριαµβεύουσα ἐκκλησία συµπροσευχόταν µὲ τὸν µεγάλο ἀσκητὴ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν προσευχῶν του.

Πηγή: από το βιβλίο Άσκηση και Αγιότητα των στάρετς του Γκλίνσκ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άθως. Συγγραφέας : Ζηνόβιος Τσεσνοκώφ, επιμέλεια: π. Ιωάννης Φωτόπουλος

Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ: Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΠΑΣΑΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ

Ο στάρετς Βαρσανούφιος
Ο στάρετς Βαρσανούφιος
Ο στάρετς Βαρσανούφιος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους αγίους γέροντες που έζησαν στην Όπτινα. Γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1845 στο Όρενμπουργκ. Καταγόταν από Κοζάκους γονείς και το κοσμικό του όνομα ήταν Παύλος Ιβάνοβιτς Πλεχάνωφ.
Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή του Πολότσκ και στη συνέχεια αποφοίτησε από τη στρατιωτική Ακαδημία του Όρενμπουργκ. Μετά έγινε αξιωματικός του τσαρικού στρατού κι έφτασε ίσαμε το βαθμό του συνταγματάρχη.

Κάποτε αρρώστησε από μιαν απλή πνευμονία, πού όμως παρά λίγο να τον οδηγήσει στο θάνατο. Την ώρα πού κατ’ εντολή του ένας στρατιώτης του διάβαζε το ευαγγέλιο έχασε τις αισθήσεις του. Και τότε είδε ξαφνικά ν’ ανοίγει ο ουρανός. Από το δυνατό φως και το φόβο του ταράχτηκε πολύ. Σε μια στιγμή συνειδητοποίησε το παρελθόν του, την αμαρτωλή ζωή του κι ένιωσε έντονη τη διάθεση για μετάνοια. Και μέσα σ’ αυτήν την έκσταση άκουσε μια φωνή να του λέει: «Να πας στην Όπτινα».

Η προαγωγή σε στρατηγό του τσαρικού στρατού
Μ’ όλο πού οι γιατροί του ήταν απαισιόδοξοι για την έκβαση της υγείας του, ό συνταγματάρχης Παύλος Πλεχάνωφ έγινε καλά και πήρε το δρόμο για την Όπτινα. Εκεί συνάντησε το στάρετς Αμβρόσιο, ό όποιος του έδωσε εντολή να γυρίσει πρώτα για να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες του και μετά να πάει στο μοναστήρι. Του έδωσε όμως προ­θεσμία τρεις μήνες. Αν καθυστερούσε περισσότερο, ή ψυχική του βλάβη θα ήταν μεγάλη. Ο Παύλος γύρισε στην Πετρούπολη, αλλά τα εμπόδια πού συνάντησε ήταν μεγάλα. Πρώτα του πρόσφεραν προαγωγή σε στρατηγό. Μετά του βρήκαν μια θαυμάσια σύζυγο, έπειτα ο περίγυρος άρχισε να του φέρνει εμπόδια και να προσπαθεί να τον μεταπείσει. Με δυσκολία κατόρθωσε ό Παύλος να ρυθμίσει τις εκκρεμότητες του και να φτάσει στην Όπτινα την τελευταία μέρα της τρίμηνης προθεσμίας του, για να βρει όμως το στάρετς Αμβρόσιο μέσα στο ναό, στο φέρετρο του.
Ο ηγούμενος π. Ανατόλιος τον παρέδωσε στην υποταγή του στάρετς Νεκταρίου. Κοντά του ό δόκιμος Παύλος πέρα­σε όλα τα στάδια της μοναχικής υπακοής, έγινε μοναχός με το όνομα Βαρσανούφιος και χειροτονήθηκε ιερομόναχος.
Στη διάρκεια του ρωσοϊαπωνικού πολέμου ό π. Βαρσανούφιος κλήθηκε να υπηρετήσει ως εφημέριος στο νοσοκομείο του Αγίου Σεραφείμ. Με το τέλος του πολέμου γύρισε στην Όπτινα και διαδέχτηκε ως προϊστάμενος της σκήτης το στάρετς Ιωσήφ.
Ο π. Βαρσανούφιος ήταν άνθρωπος με εξαιρετική μόρφωση, αρκετή ευφυΐα και ακέραιο χαρακτήρα. Ως προϊστάμενος της σκήτης βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις, πνευμα­τικές και σωματικές, στην οικοδομική ανανέωση και την εύρυθμη λειτουργία της. Συνδύαζε αρμονικότατα την αυστηρότητα με την επιείκεια και τη στοργική αγάπη προς τους αδελφούς της σκήτης. Δε δίσταζε να επιτιμά όταν το έκρινε απαραίτητο, ήταν όμως πολύ σπλαχνικός προς εκεί­νους πού μετανοούσαν. Όπως κι οι άλλοι γέροντες της Όπτινα ήταν κι αυτός μεγάλος ασκητής κι είχε το χάρισμα της προορατικότητας, πού το χρησιμοποιούσε ιδιαίτερα στην εξομολόγηση.

Το πρόβλημα της υγείας του
Πολλοί άνθρωποι πού επισκέπτονταν τον π. Βαρσανούφιο έγιναν χάρη στις προσευχές και τις συμβουλές του αληθινά παιδιά της Εκκλησίας. Ανάμεσα στα πνευματικά του παιδιά συγκαταλέγεται κι ό συγγραφέας Σέργιος Νείλος, πού έμεινε κοντά του στη σκήτη περίπου πέντε χρόνια κι ήταν υπεύθυνος για τα αρχεία του μοναστηριού.
Πολλά από τα πνευματικά του παιδιά τον ευλαβούνταν ιδιαίτερα, δεν έλειψαν όμως και κείνοι πού δεν τους άρεσε αυτή του ή πνευματική δραστηριότητα. Ό στάρετς αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες και πειρασμούς, ιδιαίτερα μετά την κοίμηση του προηγούμενου προϊσταμένου της σκήτης, του στάρετς Ιωσήφ.
Από το 1909 ό στάρετς Βαρσανούφιος αρρώσταινε όλο και πιο συχνά. Κι ακόμα συχνότερα άρχισε να μιλάει για το θάνατο του πού πλησίαζε. Γύρω στον Απρίλιο του ίδιου χρόνου ό π. Αλέξιος ο πορτάρης του ‘φερε ένα δέμα πού του είχε στείλει μια μοναχή. Τι είχε μέσα; “Ένα μεγάλο σχήμα των μοναχών. Ό στάρετς ποθούσε από καιρό να γίνει μεγαλόσχημος. Αυτό όμως το λογάριασε σημαδιακό.
- Αυτό είναι ένδειξη ότι το τέλος μου είναι κοντά, είπε.
‘Άφησε την τελευταία του πνοή στο Γκολουτβίνσκυ, την 1η Απριλίου του 1913. Ως το τέλος του είχε διαύγεια πνευματική. Προσευχόταν συνέχεια στο Χριστό και την Παναγία κι επικαλούνταν πολλούς αγίους, τους όποιους ευλαβούνταν ιδιαίτερα, καθώς και τους γέροντες της Όπτινα πού είχαν ήδη κοιμηθεί.
Τα τελευταία του λόγια ήταν για τον παράδεισο. Το σώμα του, καλυμμένο με το μεγάλο και αγγελικό σχήμα, τοποθετήθηκε στην εκκλησία του Γκολουτβίνσκυ, οπού έμεινε ως τις 6 Απριλίου, Σάββατο του Λαζάρου. Την ημέρα εκείνη ό επίσκοπος Τρύφων λειτούργησε κι εκφώνησε μια εμπνευσμένη και ζεστή ομιλία, λέγοντας ανάμεσα στ’ αλλά απευθυνόμενος, στο νεκρό:
«Ήξερες μόνο ν’ αγαπάς, μονό να ‘σαι καλός, παρ’ όλη τη θάλασσα του μίσους και των συκοφαντιών πού έπεσε επά­νω σου. Όλα τα δεχόσουν με υπομονή, όπως ό Ιώβ. Είμαι ό ίδιος μάρτυρας και το επιβεβαιώνω πώς λόγος κατάκρισης δεν ακούστηκε από σένα για κανέναν. . . Σαν ποιμενάρχης γνωρίζω Τι σημαίνουν τέτοιοι γέροντες για μας. 0ι συμβου­λές του ήταν πολύτιμες, γιατί τη μόρφωση του τη συμπλή­ρωνε με την εμπειρία και το ύψος της μοναχικής ζωής . . .»Το σώμα του, με εντολή της Ιεράς Συνόδου, μεταφέρθη­κε μετά με ειδικό τρένο μέχρι το Κόζελσκ, κι από κει τον κουβάλησαν κληρικοί στην Όπτινα στα χέρια τους. Στις 9 Απριλίου, Μεγάλη Τρίτη, έγινε ή κηδεία κι ή ταφή του στη σκήτη, παρουσία 21 ιερομόναχων, 4 διακόνων και πλήθους κόσμου.

Μοναχός Νικόλαος της Όπτινα
κατά κόσμον Γιουσούφ Αμπντούλ Ογλού
Ο Τούρκος διοικητής που έγινε μάρτυρας
Ένας άλλος κρυμμένος θησαυρός στο κοιμητήριο της Σκήτης είναι και ο μοναχός Νικόλαος, πιο γνωστός στους πατέρες με το υποκοριστικό όνομα «ο Τούρκος», λόγω της προφοράς του και της μελαχρινής του όψης. Την πραγματική του καταγωγή γνώριζαν μόνο οι πατέρες Αμβρόσιος, Ανατόλιος και η ελαχιστότητά μου, πού είχα το ευτύχημα να είμαι και ο πνευματικός του πατέρας.
Ο Γιουσούφ Ογλού ήταν κάποτε πασάς, στρατηγός και διοικητής των Τουρκικών Δυνάμεων. Ποιος θα το περίμενε ποτέ ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα τελείωνε την ζωή του όχι άπλα στην Ρωσία, αλλά, σε μοναστήρι σαν μοναχός, και μάλιστα σαν νεομάρτυρας; Πιστεύω ούτε και ο ίδιος.
Κατά την διάρκεια του Ρωσο – Τούρκικου πολέμου (1853-1856) ήταν διοικητής του Τούρκικου στρατού. Οι Τούρκοι υπέβαλλαν τους αιχμαλώτους σε φρικτά βασανιστήρια. Ο πασάς, πού σαν θεατής παρακολουθούσε από κοντά τα διαδραματιζόμενα, κυριολεκτικά θαύμαζε την αντοχή και την σταθερότητα των νεαρών αυτών Ρώσων στρατιωτών. Ρώτησε να μάθει, γιατί νέα παιδιά προτιμούσαν όχι απλώς να πεθάνουν με ένα τόσο φρικτό θάνατο, αλλά τον δέχονταν με χαρά, παρά να αρνηθούν την χριστιανική τους πίστη, για να χαρούν την ομορφιά της ζωής. Και επειδή φαίνεται, πώς ήταν άνθρωπος με καλή διάθεση, ζήτησε να γνωρίσει καλύτερα την χριστιανική πίστη.

Μια ήμερα φώναξε έναν Ορθόδοξο ιερέα και τον εβάπτισε στα κρυφά. Στην συνέχεια έφυγε για την Περσία. Οι Τούρκοι μόλις έμαθαν ότι πρόδωσε το Ισλάμ έψαχναν να τον σκοτώσουν. Τελικά τον συνέλαβαν ζωντανό και με αιχμηρά αντικείμενα – λεπίδες και ξυραφάκια – εχάραξαν σταυρούς σε όλο το μήκος της πλάτης και του στήθους του. Στο τέλος για να τον αποτελειώσουν του τσάκισαν ένα προς ένα όλα τα κόκκαλα. Μέσα σε αυτούς τους φρικτούς πόνους ο Γιουσούφ σωριάστηκε λιπόθυμος. Νομίζοντας τον για νεκρό τον πέταξαν τροφή στα σκυλιά. Ο Κύριος όμως τον προστάτευε. Ανάκτησε τις αισθήσεις του. Από το μέρος εκείνο έτυχε να διαβαίνουν Ρώσοι έμποροι και τον περιμάζεψαν. Εκείνος τους είπε πώς του επιτέθηκαν ληστές. Από συμπόνια τον έφεραν μαζί τους στον Καύκασο και τον παρέδωσαν σε μια ευσεβή γυναίκα να τον φροντίσει. Έγινε καλά. Άλλα ήταν πλέον αγνώριστος. Σε όλη του την ζωή παρέμεινε διπλωμένος στα δύο. Ντυμένος φτωχικά και με ένα μπαστούνι στο χέρι κατάφερε και πέρασε στην Οδησσό. Από εκεί ταξίδευσε σε όλα τα προσκυνήματα της Ρωσίας μέχρι πού τα βήματα του τον οδήγησαν στην Όπτινα.
Κατά την παραμονή του εδώ αρρώστησε και οι πατέρες τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της Μονής. Επειδή ρωσικά λίγα ήξερε, ζήτησε να του φέρουν κάποιον πού να μιλάει τα γαλλικά, γιατί ήθελε να εξομολογηθεί. Την εποχή αυτή, αν και ζούσα έγκλειστος, κάνοντας υπακοή δέχθηκα να τον εξομολογήσω.
Αφού μου εξιστόρησε όλη του την ζωή, στο τέλος με ύφος αυστηρό, ζήτησε, όσο ακόμη βρισκόταν στην ζωή, να μην εκμυστηρευθώ σε κανένα το παραμικρό γεγονός πού είχε σχέση με την ζωή του. Μέσα σε λίγο χρόνο ανέκτησε την υγεία του και αμέσως μετά έγινε η κουρά του σε μοναχό με το όνομα Νικόλαος.

Το θαύμα στον τάφο του
Ήταν ένας άνθρωπος ασυνήθιστος: πάντοτε σιωπηλός, ντροπαλός ,φιλάσθενος τους απόφευγε όλους. Σαν άλλος μαγνήτης, σε τραβούσε, χωρίς να το θέλεις, να τον αγαπήσεις. Ποτέ δεν επήγαινε στα κελλιά των πατέρων ούτε την ημέρα, πολύ περισσότερο την νύχτα. Αξιώθηκε από τον Θεό, όπως ο όσιος Ανδρέας, να αρπαγεί στον παράδεισο και να ιδεί τα σκηνώματα των δικαίων σαν αμοιβή για όλα όσα υπέφερε στην ζωή του για τον Χριστό.
Δεν θα το λησμονήσω ποτέ, όταν κάποια ημέρα ενώ περπατούσαμε μαζί, γύρισε και μου είπε:
- Γέροντα, δεν ακούς κάτι;
- Όχι! Τίποτα. Τι είναι; Τι ακούς;
- Δεν ακούς τους αγγέλους να ψάλλουν; Ω, Τι ωραία μελωδία! Τι ευτυχία! Τι χαρά!
Εγώ δεν άκουγα τίποτα. Και εκείνος μέσα στην απλότητα του έμεινε κατάπληκτος με την κουφαμάρα μου.
Έζησε στην Σκήτη μόνο δύο χρόνια. Στις 18 Αυγούστου 1893, αρρώστησε χωρίς ελπίδα ανάρρωσης. Εκοιμήθη σε ηλικία 65 χρονών. Όταν οι πατέρες ετοίμαζαν το σώμα του για την ταφή βρέθηκαν μπροστά σε ένα θέαμα πού έκαμε το αίμα στις φλέβες τους να παγώσει. Όλο του το σώμα ήταν μια πληγή , ακρωτηριασμένο, στιγματισμένο από μαχαιρώματα. Ήταν ένας αληθινός μάρτυρας του Χριστού. Και το πιο παράξενο: μέχρι σήμερα στο μονοπάτι πού οδηγεί στον τάφο του δεν έχει φυτρώσει ούτε το ελάχιστο χορταράκι! Καθαρό, ελεύθερο στους διαβάτες! Για όσους επιθυμούν να προσκυνήσουν στον τάφο του.