ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ: ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΛΕΕΙ "Ο ΠΙΣΤΕΥΣΑΣ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΘΕΙΣ ΣΩΘΗΣΕΤΑΙ"

Διηγείται ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης: «Κάποτε επισκέφθηκε το Μοναστήρι μας ένας Προτεστάντης πάστορας. Όταν με ενημέρωσαν ότι αυτός ο κύριος είναι ιερέας των Προτεσταντών, τον πλησιάσαμε και τον ξεναγήσαμε στο Μοναστήρι μας. Μετά, είπα να ετοιμάσουν για τον άνθρωπο φαγητό. Εγώ δεν κάθησα μαζί του στο τραπέζι, αλλά αποσύρθηκα στο κελί μου. Διότι αυτό απαιτεί η τάξις. Οι Πατέρες απαγορεύουν τη συμπροσευχή που προηγείται της κοινής τραπέζης».

Σε άλλη περίπτωση επισκέφθηκαν το Μοναστήρι δύο αγιορείτες ιερομόναχοι και μια ηλικιωμένη κυρία Καθολική, ρωσικής καταγωγής, που είχε αποφασίσει να γίνει Ορθόδοξη. 
Όταν στο Γέροντα αναφέρθηκε ότι, κατόπιν αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, στα άτομα αυτά είναι αρκετό το μυστήριο του Χρίσματος, χωρίς το Βάπτισμα, ο Γέροντας είπε:
-
Δεν γνωρίζω τι αποφάσισε η Ιερά Σύνοδος. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι το Ευαγγέλιο λέει: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Γι’ αυτό πρέπει να γίνεται κανονικά το μυστήριο του Βαπτίσματος και του Χρίσματος.

Και σε ένα τρίτο περιστατικό ενός Καθολικού, που θέλησε να βαπτισθεί, αφού ο Γέροντας τον προέτρεψε να επισκεφθεί
τον επίσκοπο της περιοχής του, απ’ όπου επέστρεψε με τη σύσταση ότι δεν χρειάζεται βάπτισμα άλλα μόνο χρίσμα, χωρίς να σχολιάσει την παραπάνω αντιμετώπιση, έφερε μία μεγάλη κολυμβήθρα στο Μοναστήρι και, βοηθούμενος από ένα αρχιμανδρίτη, πνευματικό του τέκνο, βάπτισε κανονικά τον εν λόγω άνθρωπο στο παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπη.
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Αρχιμ. Ιωάννη Κωστώφ «ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΦΟΔΙΑ, όχι να εκτρέφουμε, αλλά να εκτρέπουμε την αίρεσι», σελ. 55-56.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΟΡΦΥΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟ, ΠΟΥ ΤΕΛΙΚΑ ΒΑΠΤΙΣΤΗΚΕ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ

ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΜΕ ΤΟΝ  ΑΓΙΟ ΠΟΡΦΥΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟ, ΠΟΥ ΤΕΛΙΚΑ ΒΑΠΤΙΣΤΗΚΕ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

Κάποτε επισκέφθηκε τον Όσιο Πορφύριο ένας ετερόδοξος ρωμαιοκαθολικός (παπικός).  Δεν χρειάζεται να αναφέρομε επεξηγώντας, ότι ο κάθε ξένος συνομιλητής του Αγίου Πορφυρίου, δεν χρειαζόταν να ομιλεί Ελληνικά.  Η Γερόντισσα Άννα, η οποία μου διηγήθηκε το περιστατικό αυτό, νυν Ηγουμένη του Ιερού Ησυχαστηρίου στο Γέρακα Ξάνθης, πνευματικό  τέκνο του Αγίου Πορφυρίου, γνωστή του ετερόδοξου αυτού, ρώτησε άλλη φορά τον Άγιο Γέροντα, γιατί δεν προσπάθησε να τον πείσει να βαπτιστεί Ορθόδοξος.  Ο Άγιος Πορφύριος απάντησε ότι πρέπει να περιμένομε η Χάρις του Θεού να τον οδηγήσει να βαπτιστεί Ορθόδοξος.  Η Γερόντισσα Άννα μου εξήγησε ότι ο πατέρας του ετερόδοξου ήταν Ορθόδοξος και η μητέρα του ρωμαιοκαθολική (παπική), και ο νέος αυτός ήταν αβάπτιστος, δηλαδή ρωμαιοκαθολικός (παπικός) μου ανέφερε επεξηγώντας.  Να αναφέρομε ότι ο ετερόδοξος αυτός, βαπτίστηκε κατόπιν Ορθόδοξος, παντρεύτηκε Ορθόδοξη και έχει κάνει μια Ορθόδοξη οικογένεια*. 

Ως γνωστό καρπός της μεγάλης αγάπης του Αγίου Πορφυρίου, ήταν και ο πλήρης σεβασμός της ελευθερίας του άλλου.  Ο Άγιος Πορφύριος δεν είχε τη βιασύνη που ο αδόκιμος ζήλος επιβάλλει, αλλ’ ούτε και την παραμικρή επιείκεια προς την αιρετική πλάνη. 
Επιμένουν δυστυχώς κάποιοι να παρερμηνεύουν την αγάπη που έδειχνε ο  Άγιος Πορφύριος προς τους ετεροδόξους και τους αλλοθρήσκους, πρός κάθε άνθρωπο δηλαδή.  Επακριβώς ο Άγιος Πορφύριος, έκανε αυτό που πρέπει να κάνει ο αληθινός Χριστιανός προς τον αμαρτωλό άνθρωπο.  Δείχνει δηλαδή τη μεγίστη αγάπη προς τον αμαρτωλό άνθρωπο, και συνάμα τη μεγίστη αποστροφή προς την αμαρτία.  Έτσι λοιπόν ο Άγιος Πορφύριος, έδειχνε τη μεγίστη αγάπη προς τον ετερόδοξο άνθρωπο και συνάμα τη μεγίστη αποστροφή προς την αιρετική πλάνη. 
«Η αλήθεια είναι στην Ορθοδοξία*», τόνιζε ο Άγιος Πορφύριος.  «Μόνο η Θρησκεία του Χριστού ενώνει και όλο πρέπει να προσευχόμαστε να έρθουνε σ’ αυτή.  Έτσι θα γίνει ένωσις, όχι με το να πιστεύεις ότι όλοι είμαστε το ίδιο και ότι όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο.  Δεν είναι τι ίδιο…προσεύχομαι ο Θεός να σας δώσει φώτιση να καταλάβετε ότι δεν έχει σχέση η Θρησκεία, η Ορθοδοξία μας, με άλλες θρησκείες**» ανέφερε ο Άγιος Πορφύριος.
Με Ορθόδοξη σοβαρότητα ο  Άγιος Πορφύριος τόνιζε για τον Πάπα, πως «είναι φως φανάρι ότι τον ενδιαφέρει να αναγνωρίσουν οι Ορθόδοξοι κεφαλήν τον Πάπα και τίποτε περισσότερο».  Φυσικά αυτό δεν το αναφέρει κανείς από όσους ερμηνεύουν κατά το δοκούν λόγια του.

*Το περιστατικό μου διηγήθηκε πρόσφατα η Γερόντισσα Άννα (πνευματικοπαίδι του Οσίου Πορφυρίου, Ηγουμένη του Ιερού Ησυχαστηρίου του Οσίου Πορφυρίου στο Γέρακα Ξάνθης), με την ευλογία της οποίας δημοσιεύω τη διήγηση αυτή.

**«Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο», του πνευματικού του τέκνου Κωνσταντίνου Γιαννιτσιώτη – έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου ΄΄Η Μεταμόρφωσις του Χριστού’’, Αθήναι 1995.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ


 «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης», ἔκδοση Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 2015
Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἔγιναν προσυνοδικὲς διασκέψεις μὲ σκοπὸ τὴν προετοιμασία μιᾶς νέας Πανορθοδόξου Συνόδου, καὶ ἀνάμεσα στὰ θέματα ὑπῆρχαν πολλὲς προτάσεις ἀντίθετες μὲ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση. Ὅταν ὁ Γέροντας τὰ πληροφορήθηκε αὐτά, ἀνησύχησε πολὺ καὶ μιλοῦσε μὲ πόνο ψυχῆς. «Καταλαβαίνετε τί πάει νὰ γίνη; ἔλεγε. Θὰ φύγη ἡ παράδοση καὶ θὰ μείνει ἡ παράβαση! Καταλαβαίνετε πόσο σοβαρὸ εἶναι αὐτό; Εἶναι σὰν νὰ βγάζουμε ἀπὸ τὸ σπίτι ἕνα τοῦβλο. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ φαίνεται ὅτι δὲν παθαίνει τίποτε τὸ σπίτι, ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ μπαίνουν νερά, βγαίνει καὶ ἄλλο τοῦβλο, καὶ ἄλλο, καὶ στὸ τέλος τὸ σπίτι γίνεται ἐρείπιο». Καί, ὅταν κάποιος τοῦ ἀνέφερε ὅτι μία ἀπὸ τὶς προτάσεις ἦταν νὰ ἐλαττωθοῦν οἱ καθιερωμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νηστεῖες, ἐπειδὴ ὁ κόσμος δὲν τὶς κρατάει, ὁ Ὅσιος εἶπε:...

«Ἂν κάποιος εἶναι ἄρρωστος καὶ δὲν μπορῆ νὰ κρατήση τὴν νηστεία, αὐτὸς εἶναι δικαιολογημένος ἂν φάη. Ἂν δὲν εἶναι ἄρρωστος, ἀλλὰ ἀπὸ ἀδυναμία ἔφαγε, νὰ μετανοήση, νὰ πῆ: "Ἥμαρτον". Δὲν θὰ τὸν κρεμάση ὁ Χριστός. Ἂν μπορῆ νὰ κρατήση τὴν νηστεία, νὰ τὴν κρατήση. Ἂν ὅμως οἱ περισσότεροι δὲν κρατᾶνε τὶς νηστεῖες, κι ἐμεῖς πᾶμε νὰ τὶς καταργήσουμε, γιὰ νὰ ἀναπαύσουμε τοὺς περισσότερους, εἶναι σὰν νὰ εὐλογοῦμε τὶς ἀδυναμίες τους, τὶς πτώσεις τους. Μὲ ποιὸ δικαίωμα νὰ τὰ καταργήσουμε ὅλα αὐτά; Καὶ ποῦ ξέρουμε; Μπορεῖ ἡ ἑπόμενη γενεὰ νὰ εἶναι πιὸ καλὴ καὶ νὰ κρατήση τὴν ἀκρίβεια». 

Ὁ Πατὴρ Παΐσιος ἦταν μὲ τὴν ὀρθὴ ἔννοια ζηλωτὴς τῶν πατερικῶν παραδόσεων. Σὲ θέματα πίστεως δὲν ἔκανε συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις. Στὴν ζωὴ του ἐφάρμοζε τὴν ἀκρίβεια ὄχι μόνον ἐξωτερικά, ἀλλὰ περισσότερο ἐσωτερικά, ἀπὸ θεῖο ζῆλο. Ὅταν ἔλεγε τὴν γνώμη του γιὰ ἕνα θέμα, καὶ μάλιστα ἐκκλησιαστικό, μιλοῦσε μὲ διάκριση ζυγίζοντας τὰ λόγια του μὲ ζυγαριὰ ἀκριβείας. Καί, ὅταν εἶχε μπροστά του ἕναν ἀδύναμο ἄνθρωπο, ἔδινε πάλι μὲ ἀκρίβεια, σὰν καλὸς ἰατρός, τὸ κατάλληλο φάρμακο. Εἶχε ποτισθῆ ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, καὶ γι΄ αὐτὸ ἔμπαινε στὸ βάθος τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ὅλος ἀγάπη καὶ «σπλάχνα οἰκτιρμῶν», καὶ γὶ΄ αὐτὸ δὲν γνώριζε ἁπλῶς τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ γνώριζε ἐκ πείρας ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μάνα, καὶ οἱ Κανόνες της ἔχουν σπλάχνα μητρικά.
 

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης», ἔκδοση Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης 2015 

Ὁ Πατὴρ Παΐσιος δὲν συμφωνοῦσε νὰ σπουδάζουν οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι στὴν Δύση, διότι ἔβλεπε τὸν κίνδυνο νὰ μεταφέρουν ἀπὸ ἐκεῖ «πνευματικὰ μικρόβια» καὶ νὰ μολύνουν τὴν ἀμώμητη Ὀρθόδοξη πίστη μας. «Τί θὰ πάτε νὰ πάρετε ἀπὸ ἐκεῖ; ἔλεγε. Αὐτοὶ δὲν ἔχουν τίποτε, τὰ ἔχουν γκρεμίσει ὄλα». 
Καὶ σὲ ἕναν Ὀρθόδοξο Γάλλο ἱερομόναχο ποὺ τὸν ρώτησε σὲ τί διαφέρουν οἱ Καθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, εἶπε χαρακτηριστικά: «Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι σὰν αὐτὸ τὸ Καλύβι ποὺ βλέπεις, φτιαγμένο ἀπὸ πέτρες, λάσπη καὶ ζωνάρια. Οἱ Καθολικοὶ ἀφαίρεσαν τὴν λάσπη, οἱ Προτεστάντες ἀφαίρεσαν τὰ ζωνάρια. Μποροῦν τώρα νὰ...σταθοῦν οἱ πέτρες μόνες τους;».

Στενοχωριόταν καὶ ὅταν μάθαινε ὅτι κάποιοι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ἀντὶ νὰ τρέφωνται ἀπὸ τὴν «δυνατὴ πνευματικὴ τροφὴ» τῶν Ὀρθοδόξων Πατερικῶν κειμένων καὶ νὰ πίνουν ἀπὸ τὰ κρυστάλλινα ὕδατα τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, μελετοῦσαν τοὺς αἱρετικοὺς θεολόγους τῆς Δύσεως καὶ ἔπιναν ἀπὸ τὶς θολερὲς πηγές τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φθάνουν ἀκόμη καὶ σὲ λανθασμένα συμπεράσματα γιὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες.

Οὔτε καὶ μὲ τοὺς «διαλόγους» ποὺ γίνονταν μὲ ἑτεροδόξους συμφωνοῦσε ὁ Ὅσιος. Διότι ἔβλεπε ὅτι οἱ μὲν Ὀρθόδοξοι ποὺ ἀσχολοῦντο μὲ «διαλόγους» καὶ «συνέδρια» καὶ «προσπάθειες γιὰ ἕνωση» δὲν εἶχαν προηγουμένως ἑνωθῆ οἱ ἴδιοι μὲ τὸν Θεό, καὶ ἑπομένως δὲν μποροῦσαν νὰ πληροφορήσουν τοὺς ἄλλους μὲ ὀρθόδοξα πατερικὰ βιώματα, οἱ δὲ ἑτερόδοξοι ποὺ συμμετεῖχαν σ΄ αὐτὰ δὲν εἶχαν εἰλικρινῆ διάθεση. 

Σὲ ἐπιστολὴ του τὸ 1978 ἔγραψε: «Τὸ Εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα νομίζει ὅτι καὶ τὰ θέματα τὰ πνευματικὰ μποροῦν καὶ αὐτὰ νὰ μποῦν στὴν Κοινὴ Ἀγορά. Ὅλα νὰ ἰσοπεδωθοῦν. Οἱ μὲν Ὀρθόδοξοι ποὺ ἔχουν ἐλαφρότητα καὶ θέλουν νὰ κάνουν προβολή, «Ἱεραποστολή», συγκαλοῦν δῆθεν Συνέδρια, γιὰ νὰ γίνεται ντόρος, νὰ γράφουν οἱ ἐφημερίδες, καὶ νομίζουν ὅτι ἔτσι προβάλλουν τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ τὸ νὰ γίνουν ταραμοσαλάτα μὲ τοὺς κακοδόξους. Ἀρχίζουν μετὰ οἱ ὑπὲρ ζηλωτὲς καὶ πιάνουν τὸ ἄλλο ἄκρο, νὰ λένε καὶ βλασφημίες γιὰ τὰ Μυστήρια τῶν Νεοημερολογιτῶν κ.λ.π. καὶ κατασκανδαλίζουν ψυχὲς ποὺ ἔχουν εὐλάβεια καὶ ὀρθόδοξη εὐαισθησία. Οἱ δὲ ἑτερόδοξοι, ἔρχονται στὰ συνέδρια, κάνουν τὸν δάσκαλο, παίρνουν ὅ,τι καλὸ ὑλικὸ πνευματικὸ βρίσκουν στοὺς Ὀρθοδόξους, τὸ περνᾶνε ἀπὸ τὸ δικό τους ἐργαστήρι, βάζουν δικό τους χρῶμα καὶ φίρμα, καὶ τὸ παρουσιάζουν σὰν πρωτότυπο, καὶ ὁ παράξενος σημερινὸς κόσμος ἀπὸ κάτι τέτοια παράξενα συγκινεῖται καὶ καταστρέφεται πνευματικά. 

Ὁ Πατὴρ Παΐσιος εἶχε ἕναν δικό του τρόπο νὰ λέη καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς ἑτεροδόξους τὴν ἀλήθεια, χωρὶς νὰ προκαλῆ. Ὅταν τὸ 1978 θὰ γινόταν ἡ ἐκλογὴ νέου Πάπα, ἕνα ρωμαιοκαθολικὸς μοναχός τοῦ ζήτησε νὰ προσευχηθῆ, ὥστε ὁ Πάπας ποὺ θὰ ἐκλέξουν νὰ εἶναι καλός. Ὁ Ὅσιος τὸν χτύπησε μὲ συμπάθεια στὴν πλάτη καὶ τοῦ εἶπε χαμογελώντας: «Μὴ στενοχωριέσαι, παιδί μου, ὅποιος κι ἂν εἶναι, ἀλάθητος θὰ εἶναι». 

Τὴν δεκαετία τοῦ ΄70 πολλοὶ ζητοῦσαν τὴν γνώμη τοῦ Πατρὸς Παϊσίου καὶ γιὰ μία πρόταση ποὺ εἶχε γίνει, νὰ μὴ φοροῦν οἱ ἱερεῖς ράσα. Ἐκεῖνος τοὺς ἔδειχνε μία ἐλιά, τῆς ὁποίας εἶχε ξεφλουδίσει τὸν κορμὸ καὶ τὰ χονδρὰ κλαδιά, ἀφήνοντας φύλλα μόνο στὶς ἄκρες τῶν μικρῶν κλαδιῶν της. Στὸν ξεφλουδισμένο κορμὸ της εἶχε χαράξει: «Τὰ δένδρα πέταξαν τὴν στολή τους, θὰ δοῦμε τὴν προκοπή τους» καὶ «Παπὰς ἀράσωτος, ἄρα ἄσωτος». Ἡ ἐλιὰ αὐτή, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ξεράθηκε. 

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΤΣΑΛΙΚΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΜΕ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ

Ως «χείμαρρος» έχουν ενσκήψει τελευταία τα συχνά περιστατικά των συμπροσευχών ορθόδοξων ιεραρχών με παπικούς ακόμα και με προτεστάντες.
Αξίζει για το τεράστιο αυτό θέμα να γνωρίσουμε πως το είχε αντιμετωπίσει ένας πράγματι φωτισμένος Γέροντας, ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης που μας έφυγε πριν από λίγα χρόνια:


«Όταν ἔ­μει­νε γι­ά δι­α­νυ­κτέ­ρευ­ση στό Μο­να­στή­ρι ἕ­νας πα­πι­κός, ὁ Γέ­ρον­τας τοῦ φέρ­θη­κε μέ ἀ­γά­πη. Ὁ ἐ­πι­σκέ­πτης ἦ­ταν κα­λο­προ­αί­ρε­τος καί εἶ­χε πολ­λές ἀ­πο­ρί­ες. Ὁ Γέ­ρον­τας τοῦ ἐ­ξη­γοῦ­σε μέ κα­λωσύ­νη καί πρα­ό­τη­τα. Τό­τε τό Μο­να­στή­ρι δέν εἶ­χε τήν με­γά­λη τρά­πε­ζα πού ἔ­χει τώ­ρα, καί ἔ­τρω­γαν ὅ­λοι μα­ζί (μο­να­χοί, κλη­ρι­κοί, λα­ϊ­κοί) σέ μι­ά μι­κρή τράπε­­ζα (τρα­πε­ζα­ρί­α) στό ἰ­σό­γει­ο, δί­πλα στή βρύ­ση. Εἶ­χαν προ­πο­ρευ­θῆ ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι. Κά­θησαν στήν τρά­πε­ζα καί πε­ρί­με­ναν τόν Γέ­ρον­τα. Ὅ­ταν μπῆ­κε ὁ Γέ­ρον­τας μέ­σα, ὅ­λοι ση­κώ­θη­καν ἀ­πό σε­βα­σμό ἀλ­λά καί γι­ά νά γί­νη ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη προ­σευ­χή τῆς τρα­πέ­ζης. Ὁ Γέ­ρον­τας κά­θησε, εἶ­πε καί στούς ἄλ­λους νά κα­θή­σουν, ἔ­κα­νε τό σταυ­ρό του καί ἄρ­χι­σε νά τρώ­η. Ὁ πα­πι­κός ἦ­ταν πι­στός. Παίρ­νει τό λόγο καί λέ­ει στό Γέ­ρον­τα: ”Γέροντα, δέν θά κά­νω­με προ­σευ­χή;”. Καί ὁ Γέ­ρον­τας ἤ­ρε­μα τοῦ ἀ­παν­τᾶ: ”Καλύ­τε­ρα νά κά­νω­με σι­ω­πή­”. Καί συ­νέ­χι­σε τό φα­γη­τό του. Ἄς κα­τα­νο­ή­σουν τό πνεῦ­μα τοῦ ἁ­γί­ου Γέ­ρον­τος ὅ­σοι ἐ­πι­μέ­νουν στίς συμ­προ­σευ­χές μέ ἑ­τε­ρο­δό­ξους».

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ: Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Ο ΓΕΡΟ ΠΑΧΩΜΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΦΙΔΙ

Στη Σκήτη των Ιβήρων, στην Καλύβη των Αγίων Αποστόλων, στην συνοδεία εκείνη ήταν και ο Γερο-Παχώμιος. Στο πρόσωπό του έβλεπε κανείς ολοφάνερα ζωγραφισμένη την αγιότητα. Το γεροντάκι αυτό ήταν πολύ απλό και τελείως αγράμματο, μα πολύ χαριτωμένο.

Όταν ερχόταν για να εκκλησιαστεί τις γιορτές στο Κυριακό της Σκήτης ποτέ του δεν καθόταν στο στασίδι, αλλά στεκόταν πάντα όρθιος (ακόμα και στις ολονυκτίες) και έλεγε την ευχή.Όταν τύχαινε να τον ρωτήσει κανείς “πού βρίσκεται η ακολουθία;” απαντούσε: “Ψαλτήρια! Ψαλτήρια λένε οι πατέρες”. Όλα τα έλεγε ψαλτήρια. Ούτε από ψαλτικά ήξερε εκτός απ’ το Χριστός Ανέστη που έψαλλε το Πάσχα. 
Ήταν πάντα πρόθυμος να κάνει τα χατίρια των άλλων χωρίς να’χει καθόλου δικό του θέλημα. Όση στεναχώρια και αν είχε κανείς, μόλις έβλεπε τον π. Παχώμιο του έφευγε και ειρήνευε. Όλοι τον αγαπούσαν. Ακόμη και τα φίδια που του ’χαν εμπιστοσύνη και δεν έφευγαν, όταν τον έβλεπαν. (Στην περιοχή της Καλύβης υπήρχαν πολλά φίδια, γιατί υπήρχαν πολλά νερά). 

Οι άλλοι δύο πατέρες της συνοδείας πολύ φοβούνταν τα φίδια, μα ο γερο-Παχώμιος τα πλησίαζε χαμογελαστός, τα έπιανε και τα έβγαζε έξω από το φράχτη τους. Μια μέρα, ενώ πήγαινε βιαστικός σε μια άλλη Καλύβη, στο δρόμο βρήκε ένα μεγάλο φίδι, το οποίο τύλιξε στη μέση του σαν ζώνη για να τελειώσει πρώτα τη δουλειά του και μετά να το βγάλει έξω από την περιοχή τους! 
O π. Ιάκωβος, τρόμαξε μόλις τον είδε και ο π. Παχώμιος πολύ παραξενεύτηκε απ’ αυτό. Μετά μου έλεγε: “Δεν ξέρω γιατί φοβάται τα φίδια. Εκείνος ο π. Ανδρέας φοβάται ακόμα και τους σκορπιούς” και συνέχισε: “Εγώ τους μαζεύω στη χούφτα μου τους σκορπιούς απ’ τα ντουβάρια και τους πετάω έξω απ’την Καλύβα. Τώρα που τρέμουν τα χέρια μου από το Parkinson, τα μεγάλα φίδια σβαρνίζοντας τα βγάζω έξω”. 
Τον ρωτάω: “Γιατί δε σε δαγκώνουν εσένα τα φίδια γερο-Παχώμιε;” για να μου απαντήσει: “Κάπου γράφει ο Ιησούς Χριστός σ’ ένα χαρτί “εάν έχεις πίστη πιάνεις και τα φίδια και τους σκορπιούς και δε σε πειράζουν”…

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΕΞΗΓΕΙ ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ

Μία μητέρα, της οποίας το είκοσι δύο ετών παληκάρι σκοτώθηκε σε δυστύχημα, πήγε στη Σουρωτή και είπε τον πόνο της στο Γέροντα, ο οποίος της απάντησε: “Αν ζούσε το παιδί σου μία ώρα παραπάνω, θα έχανε την ψυχή του. Γι’ αυτό το πήρε ο Θεός”.

Θυμάμαι με δέος την περίπτωση μιας μάνας που είχε χάσει το δεκαεξάχρονο παιδί της και ήρθε απαρηγόρητη στο Γέροντα, λίγο πριν την κοίμησή του.
Γόγγυζε και κατηγορούσε το Θεό για το κακό που τη βρήκε…
Είδα το Γέροντα ακίνητο! Βουβό! Αμίλητο, για λίγα λεπτά! Από τη μία, η απέραντη συμπόνια για τον πόνο της μάνας και από την άλλη, η οργή για το γογγυσμό της εναντίον του Θεού.
Ωστόσο, δεν άντεξε να υβρίζεται το όνομα του Θεού, και μάλιστα μπροστά σε τόσο κόσμο. Προκειμένου, λοιπόν, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να συνετιστούν και άλλοι, τη ρώτησε μπροστά σε όλους:
“Πόσες εκτρώσεις έχεις κάνει;“Δεκατρείς!” απάντησε εκείνη.
“Έτσι σπάραζες και τότε, όταν τα σκότωνες μόνη σου;” τη ρώτησε.
Η γυναίκα τα ‘χασε. Ο θρήνος κόπηκε αυτόματα. Από θύμα έγινε θύτης. Κι ήρθε σε συντριβή, με δάκρυα και πόνο…

Μαρτυρίες Προσκυνητών – Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, τόμος Β’, σελ.130

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Ο «ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ» ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΗΜΗ ΜΑΓΙΣΣΑ

Στο Γεωργίτσι της Μάνης, περί το 1850 ήταν μια διάσημη μάγισσα. Ήταν πληγή της περιοχής. Την έτρεμαν οι πάντες.
Κάποτε όμως, την συνάντησε ο άγιος μοναχός και ιεροκήρυκας Χριστόφορος Παπουλάκος. Της επετέθει με την μαγκούρα του και την τσάκισε στο ξύλο. Έκθαμβοι οι Μανιάτες κοίταζαν τον Γέροντα:

«Τι με κοιτάζετε;» τους λέει «και γιατί την φοβόσαστε αυτή την βρωμουναίκα; Να σας το πω εγώ. Φοβάσθε διότι λιγόστεψε η πίστη σας και παρατήσατε τον δρόμο του Χριστού. Διατί τάχα δεν την φοβούμαι εγώ; Ούτε πιο γερός από σας είμαι ούτε πιο νέος. Δεν είναι το μυαλό και τα χέρια, που μου έδωσαν την δύναμη να χτυπήσω με τούτο το ραβδί κατακέφαλα τον σατανά την ώρα που έκανε τα μάγια του, αλλ’ ο Χριστός.

Μονάχα όταν γυρίσετε στον Χριστό θα σπάσετε τις δαιμονικές κλωστές, με τις οποίες οι μάγισσες κυκλώνουν τα σπίτια σας και δένουν τους άνδρες σας και βασκαίνουν τα παιδιά σας.

Όμως τα μάγια της και οι δαίμονες, που την βοηθούν, στάθηκαν ανήμποροι να την γλυτώσουν απ’ το ραβδί μου…Αν πορευθείτε και σεις κατά τον λόγο του Χριστού, τότε η κλωστή που σας δένει θα κοπεί και το Γεωργίτσι θ’ ανασάνει ελεύθερο.

Ανάψατε όλα τα σβηστά καντήλια, που προσμένουν στα εξωκκλήσια και στ’ αφανησμένα μοναστήρια. Δράμετε όλοι στην Εκκλησία σας. Μονιάσετε. Κάμνετε δικόσας τον πόνο του διπλανού σας και αγρυπνήσατε στο προσκέφαλο του αρρώστου. Ταΐστε τους πεινασμένους, ποτίστε τους διψασμένους. Ντύσατε τους γυμνούς. Και τα μάγια θα σκορπιστούν στους τέσερις ανέμους.

Μάγια θα πει η λειψή πίστη. Οι μάγισσες δεν μπορούν να βάλουν το πόδι τους στον αγρό του Χριστού. Τα μάγια μόνο στα ρημαγμένα και παρατημένα χωράφια βλαστάνουν. Κανένα μη φοβάστε, εφ’ όσον στην καρδιά σας βρίσκεται ο Χριστός«. Η μάγισσα εν’ τω μεταξύ έφυγε σε άλλα χωριά και κρύφτηκε από το φόβο της!

Από το βιβλίο: «Ο Χριστός νικάει τα μάγια» του Αρχιμανδρίτη π.Παύλου Κ. Ντανά (Αγρίνιο 2014).

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ

Μια φορά πήγαν στον Γέροντα δύο γυναίκες Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τις έστειλαν για να δουν αν ο π. Γαβριήλ θα τις έφερνε στην οδό της αληθείας. Όταν μπήκαν στο κελί, ο π. Γαβριήλ, με ένα μυστηριώδες ύφος στη φωνή του, φώναξε:— Ήρθε το χαλάζι και βρήκε την πέτρα!
Μετά άρχισε να κλαίει για πολλή ώρα. Οι γυναίκες, μην αντέχοντας άλλο, τον ρώτησαν γιατί έκλαιγε.
— Πώς να μην κλαίω; Για όλους τους χριστιανούς η πόρτα της Βασιλείας των Ουρανών είναι ανοιχτή, όμως εγώ από τις αμαρτίες μου δεν μπορώ να μπω! Κι αυτοί οι Ιεχωβάδες, πέντε εκατομμύρια στον κόσμο, λένε ότι θα σωθούν μόνο 144 χιλιάδες. Αυτοί έχουν πιάσει όλες τις θέσεις, κι εμένα ποιος θα με βάλει μέσα;Οι γυναίκες τα έχασαν. Δεν ήξεραν τι ν’ απαντήσουν. Ύστερα τους μίλησε για την πλάνη στην οποία βρίσκονταν, τους δίδαξε την ορθή πίστη και, τέλος, έγιναν μοναχές στο μοναστήρι Μπόδμπε.


***********

Η Μτσχέτα και η γύρω περιοχή είναι γεμάτη με εκκλησίες και μοναστήρια, όπου οι προσκυνηματικές εκδρομές είναι συνηθισμένες. Μια μέρα η αυλή του μοναστηριού Σαμτάβρο γέμισε παιδικές φωνές. Η ανυπόμονη φύση των παιδιών τα έκανε να τρέχουν παντού. Οι δάσκαλοι δυσκολεύονταν να τα συμμαζέψουν. Ένα μόνο παιδί στεκόταν παράμερα. Πλησίασε την πόρτα της εκκλησίας, γύρισε αμέσως προς την πύλη για να βγει, και μετά πάλι, σαν κάποιος να το τραβούσε πίσω, κοίταζε την εκκλησία με βουρκωμένα μάτια. Ο π. Γαβριήλ καθόταν πάνω στις σκάλες και τα παρακολουθούσε όλα. Ξαφνικά έβαλε μια δυνατή φωνή και τα παιδιά από την τρομάρα τους μπήκαν στο ναό. Τότε ο Γέροντας είπε στην Ταμάρη που ήταν δίπλα του:
— Το παιδί αυτό που κάθεται μόνο του είναι Ιεχωβάς, όπως και οι γονείς του. Και βλέπεις τι κάνει ο Πονηρός; Δεν το αφήνει να μπει στην εκκλησία! Αλλά ούτε η χάρις του Κυρίου το αφήνει να βγει έξω.
Τότε ο Γέροντας το σταύρωσε, και το παιδί, σαν να ελευθερώθηκε από βαριές αλυσίδες, ξέγνοιαστο και χαρούμενο, μπήκε στο ναό. Αφού όλα τα παιδιά προσκύνησαν, βγήκαν ήρεμα από την εκκλησία. Ο π. Γαβριήλ, γελώντας, είπε τότε στην Ταμάρη:
— Ήρθαν αγριοκάτσικα και φεύγουν αρνιά!



**********

Ο π. Γαβριήλ δεν επέτρεπε στα πνευματικά του παιδιά να μιλάνε με αιρετικούς γιατί έτσι άνοιγαν επικοινωνία με το κακό. Μια μέρα, δύο Ιεχωβάδες πήγαν σε ένα γειτονικό μου σπίτι κι οι γείτονες κάλεσαν εμένα να τους μιλήσω. Τους μίλησα, αλλά αυτοί δεν ήθελαν να καταλάβουν τίποτα. Εγώ βιαζόμουν να πάω στον π. Γαβριήλ και τους άφησα. Στον Γέροντα δεν έκανα λόγο καθόλου γι’ αυτό. Κάποια στιγμή όμως μου είπε:
— Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να κάνεις κήρυγμα στους Ιεχωβάδες; Δεν είσαι απόστολος. Όποιος επιτρέπει σε αιρετικό να μπει στο σπίτι του, για να του μιλήσει για την ορθή πίστη, βάζει μέσα τον Πονηρό, και πώς μετά θα βγει από εκεί; Εσύ είχες καμιά ευλογία από ιερέα να κάνεις κήρυγμα; Όταν μιλάς με αιρετικούς, πρέπει να αποκαλύπτεις τα λάθη τους. Όμως εσύ άρχισες να μιλάς αλαζονικά, λέγοντας πως εμείς οι Ορθόδοξοι είμαστε πιο δυνατοί. Έτσι οδηγήθηκες από τον Πονηρό στην αμαρτία της περηφάνιας. «Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας υμών έμπροσθεν χοίρων, μηδέ καταπατήσωσιν αυτούς έν τοις ποσίν αυτών καί στραφέντες ρήξωσιν υμάς». Στους αιρετικούς δεν κάνει να μιλάς, γιατί τους δίνεις αφορμή να βλασφημούν περισσότερο τον Κύριο. Αν ο μουσουλμάνος τηρεί τις δέκα εντολές, θα τον ευλογήσει ο Θεός και θα του φανερώσει το δρόμο προς την αλήθεια και έτσι θα στραφεί προς την Ορθοδοξία. Όπως ο απόστολος Παύλος που τηρούσε τις εντολές της Παλαιάς Διαθήκης ειλικρινά, καρδιακά και όχι φαρισαϊκά. Κι ο Θεός τον ελέησε και τον ξεχώρισε.
Σ’ ένα πυκνό δάσος ζούσε μια φυλή. Οι άνθρωποι αυτοί, όταν χρειαζόταν, έφερναν βροχή με την προσευχή τους κι ότι άλλο ζητούσαν ο Θεός τούς το ικανοποιούσε. Στο τέλος τους έστειλε και δύο ιεραποστόλους, οι οποίοι όταν είδαν τα θαυμαστά που συντελούνταν απόρησαν και είπε ο ένας στον άλλον: «Βλέπεις αυτοί πόσα μεγάλα θαύματα κάνουν μόνοι τους; Αυτοί δεν προσκυνούν τον ήλιο, το φεγγάρι και τ’ άλλα είδωλα, αλλά προσεύχονται ενώπιον Εκείνου που δημιούργησε τον ήλιο, το φεγγάρι, τον ουρανό και όλα. Ο Θεός βλέπει την καθαρή καρδιά τους και γι’ αυτό ακούει τις παρακλήσεις τους. Γι’ αυτό έστειλε και μας εδώ, για να κηρύξουμε την αλήθεια και να τους βαπτίσουμε. Το γράφει το Ευαγγέλιο: «Ζητείτε και ευρήσετε»».


*********
 

Μια φορά έτυχε να περπατήσω στις παλιές περιοχές της Τιφλίδας. Προσπέρασα τους αρμένικους ναούς και μέσα μου τους κατηγόρησα ως αιρετικούς. Στη συνέχεια, επισκέφτηκα τον Γέροντα. Κάθισα αλλά δεν του είπα τίποτα. Εκείνος όμως είπε:
— Ναι, αλλά τι σου φταίει το Ετσμιαδζίνι; Όπως για μας είναι το Σβετιτσχοβέλι, έτσι γι’ αυτούς είναι το Ετσμιαδζίνι. «Ετσμιαδζίνι» σημαίνει «Ένας που ήρθε». Εκεί εμφανίστηκε ο Θεός, και είναι σπουδαίο και άγιο μέρος. Και πού ξέρεις πότε χτίστηκαν αυτοί οι ναοί; Μήπως τους έχτισαν πριν γίνουν οι Αρμένιοι μονοφυσίτες;  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ . Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ (1929-1995) Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΛΑΖΑΡΗ

Το διορατικό χάρισμα είναι ή δυνατότητα πού δίνει ο Θεός σε ορισμένους ανθρώπους είτε να βλέπουν τον εσωτερικό κόσμο των άλλων είτε να βλέπουν σε απόσταση αντικείμενα ή γεγονότα, να βλέ­πουν τι γίνεται πίσω από τον τοίχο ή πίσω απ' το βουνό. Και αυτό όχι μόνο επί γης σε οποιαδήποτε απόσταση, Και στην πιο μακρινή, αλλά και σε άλλον πλανήτη. Τα περιστατικά πού ακολουθούν φανερώνουν ότι ο Θεός είχε δώσει αυτό το χάρισμα στον Γέροντα Αμβρόσιο. 

*************

Μια μέρα, ξεκίνησαν για το Μοναστήρι από την Αθήνα δύο γυναίκες. Ή μία γνώριζε τον Γέροντα. Ή άλλη τον επισκεπτόταν για πρώτη φορά Και είχε στο πορτοφόλι τις φωτογραφίες των δύο αγοριών της. Είχε τη μεγάλη επιθυμία να τις ευλογήσει ο Γέροντας. Μόλις μπήκαν στο κελί του, μετά τον χαιρετισμό γύρισε Και της είπε, χωρίς άλλη κουβέντα:
-         Δώσε μου, να σου σταυρώσω τα κλαδάκια σου! ... 
    
*************

Μια Κυριακή, ο Γέροντας ήταν στο Μοναστήρι Και λειτουργούσε. Από το μέρος αυτό έβλεπε τη χειροτονία σε διάκονο ενός πνευματικού του παιδιού στην Κρήτη. Και την ώρα πού τελείωνε ή χειροτονία Και φώ­ναξε ο Επίσκοπος «Άξιος!», βγήκε ο Γέροντας από το Ιερό, στάθηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη Και είπε δυνατά:
- Άξιος! Άξιος! Άξιος! Οι άνθρωποι στο εκκλησίασμα ξαφνιάστηκαν, δεν ήξεραν τι να υποθέσουν, αλλά εκείνος μετά τους καθησύχασε:
Αυτή την ώρα χειροτονείται ένα δικό μου παιδί Και φώναξα κι εγώ, ήταν τα λόγια του. 

*************

Ένας άνδρας από τη Ρόδο συνήθιζε να γονατίζει από σεβασμό, όταν επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με τον Γέροντα. Άλλα μια μέρα πού τον είχε πάρει να ζητήσει ευχή για τον ίδιο Και για το παιδί του, τον άκουσε να ρωτά:
- Δεν μου λες, ποιος είναι πίσω σου, στο δεξιό μέρος; Ό άνθρωπος κοίταξε, αλλά δεν είδε κάποιον.
- Κανένας, Γέροντα.
- Κανένας, ε; Δεν είναι ο Κύριος;
Ό άλλος τότε πρόσεξε. Υπήρχε όντως στον τοίχο μία εικόνα του Κυ­ρίου εσταυρωμένου.
- Ναι, Γέροντα, ψέλλισε.
-Ε, απ' Αυτόν να ζητάς την ευχή Και την προστασία Και σ' Αυτόν να γονατίζεις Και να προσεύχεσαι, του απάντησε από το Δαδί εκείνος, πού, εννοείται, δεν ήξερε τίποτε για το πώς συμπεριφέρεται ο άνθρωπος ή για το πως είναι διαμορφωμένο το εσωτερικό του σπιτιού του.

*************

Κάποτε επισκέφτηκε το Μοναστήρι μια συντροφιά από τη Χαλκίδα. Μεταξύ αυτών ήταν και μία γυναίκα, ή οποία πολύ ευλαβείτο τον Γέ­ροντα. 
Κάποια στιγμή μπήκαν στο κελί του, περιγελώντας και αμφισβητώντας τον, ο άνδρας της κι ένας φίλος του. Ή γυναίκα περίμενε απ' έξω με μεγάλη ανυπομονησία. Όπως μπήκαν, έτσι και βγήκαν. Γελού­σαν και ειρωνεύονταν.
Αυτή απόρησε. Και μπήκε μέσα, να δείτε είχε συμβεί. Ό Γέροντας της είπε:
-         Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Ήρθαν χωρίς διάθεση. Κούτσουρα ήρθαν και κούτσουρα έφυγαν. 
     
*************

- Μια μέρα τον επισκέφθηκαν τέσσερις νέοι, τρεις Έλληνες Και ένας κα­τά το ήμισυ Έλληνας Και κατά το άλλο ήμισυ Γάλλος. Μπήκε πρώτος στο κελί του ο ένας Έλληνας, στον όποιο ο Γέροντας είχε μεγάλη αγάπη.
- Γέροντα, ευλογείτε. Έχω έλθει με κάποιους φίλους μου. Να περάσουν;
- Όχι. Να φέρεις τον Στέφανο πρώτα.
-Ποιόν Στέφανο; είπε ο άνθρωπος απορώντας και βγήκε να βεβαιωθεί. Επέστρεψε σε λίγο.
Δεν υπάρχει Στέφανος, Γέροντα.
Βρε, φέρε τον Στέφανο μέσα, έκανε χαμογελώντας ο παππούς, και μπήκε τελικά ο Έτιέν (έτσι λέγεται ο Στέφανος στα γαλλικά), έμει­νε για ώρα μόνος του με τον Γέροντα Και βγήκε έπειτα κλαίγοντας.
- Μου ανέλυσε όλη μου τη ζωή, από τότε πού γεννήθηκα μέχρι τώρα, πρόλαβε να πει ο άνθρωπος κι απομακρύνθηκε να μείνει μόνος με τις αποκαλύψεις πού του είχαν γίνει. 

*************

Ήταν κάποια γυναίκα πάμφτωχη σ' ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας Και είχε τρία παιδιά. Κατάφερε να τα μεγαλώσει με απίστευ­τες στερήσεις Και δυσκολίες, όμως με μια μοναδική αξιοπρέπεια. Ή κυρα-Βασιλική.
Πέθανε παραμονή της Παναγίας του 1998. Την επόμενη μέρα, 15 Αυγούστου, το φτηνό φέρετρο με τη σορό της ήταν πάνω στην καρότσα του μικρού αγροτικού ημιφορτηγού του ιερέα Και κατευθυνόταν προς το κοιμητήριο. Ακολουθούσαν μερικοί συγχωριανοί της Και συζη­τούσαν για τα βάσανα πού είχε περάσει, όταν ξάφνου ευωδίασε ο τό­πος· χιλιάδες άνθη Και λουλούδια να υπήρχαν, δεν θα μύριζαν τόσο. Παραξενεύτηκαν Και απόρησαν. Δεν είχαν εξήγηση.
Ανάμεσα σ' εκείνους πού τη συνόδευαν ήταν κι ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα Αμβρόσιου, πού λίγες μέρες μετά πήγε και του ανέφερε το γεγονός. Του είπε μόνο πώς μια γυναίκα πέθανε Και ευωδίασε ο τόπος. Εκείνος στην αρχή έμεινε σιωπηλός. Έπειτα μπήκε στο δωμάτιο του, έμεινε για λίγο και επέστρεψε.
- Αυτή αγίασε, απάντησε. Και ξέρεις τον λόγο; Γιατί ποτέ στη ζωή της δεν παραπονέθηκε. Τέτοιους ανθρώπους θέλει ο Θεός, για να γεμί­σει τον Παράδεισο Και να κάνει τη Δευτέρα Παρουσία. Κατάλαβες;

*************

Ένας γιατρός, μετά από κάποια επίσκεψη του στο Μοναστήρι, όπου είχε ακούσει τον Γέροντα να του λέει πολλά για τη ζωή του, αναρωτιό­ταν αν αυτά ήταν αληθινά ή του τα έλεγε για ευχές. Βγήκε έξω ζαλι­σμένος. Συνάντησε μια μοναχή και της εξέφρασε ψιθυριστά την αμφι­βολία του:
- Αδελφή, ο Γέροντας τα λέει αυτά προφητικά ή τα λέει για να τα πει;
- Μα, τι είναι αυτά πού ακούω; αναπήδησε ξαφνιασμένη ή μοναχή.
- Συγγνώμη, αλλά καμιά φορά μπαίνει μέσα μας ή αμφιβολία, είπε αυτός και επέστρεψε σε λίγο να πάρει την ευχή του πριν φύγει.
- Γεια σου, Γέροντα, ήρθα να σε χαιρετήσω και να φύγω.
- Ποιος είσαι εσύ; τον άκουσε τότε να του λέει.
- Τι ποιος είμαι, Γέροντα; Ό γιατρός είμαι, πού μιλάγαμε πριν από λίγο, είπε ο άνθρωπος και σκέφτηκε πώς ο παππούς είναι κουρασμένος ή πώς άρχισε να «πέφτει» Και δεν θυμάται.
- Και τι ήρθες να κάνεις εδώ; επέμενε ο Γέροντας.
- Να πάρω την ευχή σου.
-Όμως γιατί ήρθες σ' ένα Γέροντα πού τα λέει στην τύχη; είπε κοιτάζον­τάς τον κατευθείαν στα μάτια. Μα ξέρεις πώς όσα λέω δεν είναι δικά μου. Αυτός τα λέει. (Και του έδειξε την εικόνα του Κυρίου.) Δεν τα λέω εγώ.

*************

Ό Γέροντας αγαπούσε πολύ τα παιδιά Και λυπόταν, εάν κάποιο πο­νούσε ή υπήρχε περίπτωση να χαθεί.
Έτσι, όταν τον επισκέφθηκε κάπο­τε μια οικογένεια, γύρισε στον 12χρονο γιο και του είπε:
- Καλός είσαι. Πας στην εκκλησία;
- Πάω.
- Εξομολογείσαι;
- Εξομολογούμαι.
- Ά, καλά. 'Αλλά στα μπαράκια μην ξαναπάς. 
Πώς δεν πάει; επέμενε ο Γέροντας.
- Έχει πάει δύο φορές κι ετοιμάζεται να ξαναπάει. Κι όπως στράφηκε προς το παιδί, εκείνο είπε με συστολή:
-Έ... Γέροντα, με πήγαν, εγώ δεν...
- Όποτε άρχισε αυτός να τους νουθετεί και να λέει για τα νυχτερινά κέντρα πώς είναι ο τόπος ταφής των νέων. 
«Εκεί ο διάολος είναι ακρά­τητος Και σκορπά θάνατο», τόνισε χαρακτηριστικά.

*************

Ένα πούλμαν με εκδρομείς κατευθυνόταν προς τις κατασκηνώσεις του Παρνασσού.
Περνώντας από τη Μονή Δαδιού, έκαναν μια σύντομη στάση Και εκεί συνάντησαν τον Γέροντα.
Αφού προσκύνησαν την Πα­ναγία, τον πλησίασαν κι εκείνος τους μίλησε.
Επέμενε πολύ στη μετά­νοια, στην εξομολόγηση Και στη θεία Κοινωνία.
Κάποιος όμως απ' τους επισκέπτες άρχισε να βρίζει τους ιερείς Και να λέει μεταξύ άλλων:
- Εσείς οι παπάδες πρέπει να εξομολογείστε και να μετανοείτε, πού κάνετε τόσα.
Αλλά τότε ο Γέροντας γύρισε προς το μέρος του, χτύπησε τη μαγκούρα που κρατούσε στο έδαφος και του είπε έντονα:
- Εσύ τολμάς να μιλάς έτσι για τους παπάδες, πού πέθανε ο αδελφός σου και αδίκησες την οικογένεια του;
Ό άνθρωπος ταράχτηκε, κοκκίνισε, δεν άνοιξε πάλι το στόμα του και βγαίνοντας απ' το Μοναστήρι πήγε στην πηγή με το κρύο νερό πού τρέ­χει και δροσίζει τους περαστικούς, για να βρέξει το πρόσωπο του Και να συνέλθει.
Στο μεταξύ, ο Γέροντας πλησίασε κάποιον άλλον επισκέπτη, τον αγκάλιασε και του είπε:
-Εσύ είσαι καλός άνθρωπος. Έλα όμως να σου πω κάτι, να το διορ­θώσεις και τον πήρε παράμερα και τον συμβούλεψε.

*************

Πήγε ο Γέροντας σε κάποιο Μοναστήρι μ' ένα νέο ιερέα, πνευματικό του παιδί, για να προσκυνήσουν.
Στο αρχονταρίκι πού κάθισαν, υπήρχε μία παλιά φωτογραφία μοναχών της Μονής.
Την ώρα πού έπιναν τον καφέ έπιασε τη φωτογραφία και του είπε στο αυτί, δείχνοντας ένα μοναχό από τους 20 περίπου πού εικονίζονταν:
- Τους βλέπεις; Μόνο αυτός σώθηκε.

*************

Ένας άνδρας έκανε στη γυναίκα του για κάποια περίοδο μια ιδιαίτε­ρη γκριμάτσα, κοροϊδευτική, πού πολλές φορές μετά το ξεχνούσε. Φθά­νοντας μια μέρα στο Μοναστήρι, πήγε μπροστά του ο Γέροντας και άρχισε συνέχεια να του κάνει την ίδια γκριμάτσα, την οποία έκανε αυτός στη γυναίκα του.
- Σου αρέσει; τον ρώτησε μετά γελώντας.

*************

Το 1990, στη διάρκεια μιας θείας Λειτουργίας ζήτησε από ένα πνευματικό του παιδί πού τον είχε επισκεφθεί στο Μοναστήρι να διαβάσει κατά την ώρα της Προθέσεως τα ονόματα των ανθρώπων, τους οποίους ο συγκεκριμένος νέος (μετέπειτα κληρικός) είχε φέρει να διαβαστούν και ευλογηθούν - τους γνώριζε προσωπικά, "Άρχισε, λοιπόν, αυτός να τα διαβάζει.
Μόλις όμως έφτασε σε μια οικογένεια πού είχε 4 παιδιά Και περνούσε δυσκολίες, ο Γέροντας, χωρίς κανείς να τον έχει πληροφορήσει σχετικά, είπε ξαφνικά:
- Τώρα εδώ σταματάμε. Αυτός ο πατέρας και αυτή ή μάνα έχουν με­γάλη ανάγκη. Πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή. 'Ά, μεγάλη ανάγκη εδώ!

*************

Κάποτε, ένα άλλο πνευματικό του παιδί είχε τα ονόματα πού επρό­κειτο να διαβαστούν γραμμένα σ' ένα χαρτί, ζώντες και κεκοιμημένους. Όταν βγήκε ο Γέροντας στην Ωραία Πύλη, επειδή δεν έβλεπε καλά, του έδωσε το χαρτί να διαβάσει. Εκείνος ξεκίνησε με τους ζώντες. Όταν όμως τελείωσαν οι ζώντες, δεν έκανε μια παύση, ώστε να πει ο Ιερέας «έτι δεόμεθα υπέρ των κεκοιμημένων αδελφών...», αλλά πήγε αμέσως στους κεκοιμημένους.
- Στοπ! του φώναξε τότε ο Γέροντας, πού και δεν έβλεπε το χαρτί, ώστε να τους ξεχωρίζει, Και δεν γνώριζε κάτι για την κατάσταση του καθενός.
Κι αφού διάβασε τη δέηση υπέρ των κεκοιμημένων, έκανε νόημα στο πνευματικό του παιδί ν' αρχίσει να διαβάζει τα ονόματα τους.

*************

Μια φορά, ένας νέος επιστήμονας έδωσε χρήματα από τον μισθό του, πού μόλις είχε πάρει, σε κάποιον ο όποιος είχε ανάγκη. Δεν είπε πουθε­νά το παραμικρό για την ενέργεια του Και ξεκίνησε για το Μοναστήρι. Εκεί ο Γέροντας, μόλις τον είδε, του είπε:
- Αυτά πού έδωσες ή Παναγία θα στα δώσει πίσω. Ή Παναγία χαίρεται και ότι δίνεις θα στο επιστρέφει. Αυτό να ξέρεις στη ζωή σου.
Και πράγματι, το ίδιο ακριβώς ποσόν πού είχε προσφέρει ο άνθρω­πος το έλαβε πίσω μετά από δύο μέρες μ' έναν εντελώς αναπάντεχο τρό­πο από ένα «τυχαίο» κέρδος.

*************

Όταν νοσηλευόταν στον «Ευαγγελισμό», ένα πρωί ή νοσηλεύτρια του έφερε τα φάρμακα του. Όμως εκείνος έβρισκε αφορμή Και καθυστε­ρούσε να τα πάρει. Δεν έδειχνε απροθυμία, αλλά με γλυκό τρόπο το απέφευγε.
Αφού πέρασε μισή ώρα περίπου, έφθασε ή ίδια νοσηλεύτρια σε κατά­σταση πανικού Και ρώτησε το πνευματικό του παιδί, το όποιο βοηθούσε τον Γέροντα, αν πήρε τα χάπια του. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, είπε ανακουφισμένη:
- Ευτυχώς, γιατί ήταν άλλου ασθενούς. Έκανα λάθος Και αυτά πού του είχα φέρει ήταν βαριά φάρμακα. Τους έδωσε τα δικά του, Και αυτή τη φορά ο Γέροντας τα πήρε αμέ­σως, χωρίς να φέρει εμπόδιο.

*************

Κάποια φορά, εξηγούσε σε μια συντροφιά το σημείο στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, οπού αναφέρει ότι «είναι αδύνατον, μέσα στον διεφθαρ­μένο και πονηρό αυτό κόσμο, να μην έρθουν τα σκάνδαλα και οι πειρα­σμοί» (Κεφ. 12 ' ). Με το πού το άκουσε αυτό ένα πνευματικό του παιδί, του γεννήθηκε στο μυαλό ή απορία «γιατί είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα». Και μάλιστα τόσο έντονα το σκεφτόταν, ώστε έπαψε να πα­ρακολουθεί την εξήγηση του Ευαγγελίου. Άλλα τότε ο Γέροντας στα­μάτησε ξαφνικά τον λόγο, γύρισε προς το μέρος του Και του είπε με έμφαση, αφού είχε διαβάσει τη σκέψη του:
- Είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα γι' αυτούς τους λόγους.
Τους οποίους λόγους εξήγησε, λύνοντας έτσι την απορία του, Και μετά συνέχισε την ερμηνεία του Ευαγγελίου.
*************

Στο ίδιο Μοναστήρι, λίγο νωρίτερα είχαν συναντήσει την ώρα πού πήγαν να μπουν έναν άντρα γύρω στα 65 με 70, ο όποιος με το πού τον είδε του είπε:
- Την ευχή σου, Γέροντα.
- Εσύ τι κάνεις; τι είσαι εσύ εδώ; γύρισε αμέσως και τον ρώτησε εκείνος.
- Εγώ βοηθάω το Μοναστήρι Και μένω εδώ, αλλά δεν είμαι μοναχός.
- Όχι, να γίνεις μοναχός. Να βάλεις το ράσο, για να σωθείς.
- Γέροντα, εγώ τι να σωθώ; Εντάξει είμαι εδώ πέρα, βοηθάω τους Πατέρες κ.λπ.
- Ακούς τι σου λέω; Να βάλεις το ράσο σου, να μπεις στο Μοναστή­ρι, για να σωθείς.
-Έ, τι να βάλω εγώ σε τέτοια ηλικία; επέμενε ο άλλος.
Όποτε τον πλησίασε Και του είπε κάνοντας την κίνηση με την παλά­μη, βάζοντας την στον λαιμό του:
- Δεν μου λες, πόσους έσφαξες στην Κατοχή;
Ό άλλος κοκάλωσε. Άρχισε ν' αλλάζει χρώματα. Έσκυψε το κεφάλι Και 'ίσα πού μπόρεσε ν' αρθρώσει:
- Καλά, Γέροντα, ευλόγησαν.
Μετά πήγε πίσω από τον ιερέα πού συνόδευε τον Γέροντα και κάποια στιγμή τον ρώτησε με αγωνία:
- Ποιος είναι αυτός;
- Άστο τώρα. Κάνε ό,τι σου είπε και άστο. Μη μιλάς καθόλου, του είπε εκείνος.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΕΣΕΝΑ Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΘΑ ΣΕ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ· ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ.

Κάποιοι λαϊκοί, προσπαθώντας να εξηγήσουν με την λογική το διορατικό χάρισμα που ο Θεός είχε δώσει στον Πατέρα Παΐσιο, έψαχναν να βρουν τους τρόπους που ίσως χρησιμοποιούσε, ώστε να μαθαίνει κάποια πράγματα για τους ανθρώπους που θα τον επισκέπτονταν. Αλλά και τους λογισμούς αυτούς τους «έπιανε» μερικές φορές ο άνθρωπος του Θεού.

Ένας νεαρός, ο οποίος είχε σπουδάσει ηλεκτρονικός, ακούγοντας για τον Πατέρα Παΐσιο, υποπτευόταν ότι ο Όσιος είχε τοποθετήσει στην στέγη της Καλύβης του, στον φράχτη και στον γύρω χώρο κεραίες, μικρόφωνα και πομπούς, για να καταγράφει τις συνομιλίες των επισκεπτών και να παρουσιάζεται ύστερα ως διορατικός. Αποφάσισε λοιπόν να τον επισκεφθεί, για να ερευνήσει, αν θα μπορούσε τον χώρο.

Ενώ περίμενε έξω από τον φράχτη μαζί με άλλους είκοσι περίπου ανθρώπους και στεκόταν προς τα πίσω, βγήκε ο Όσιος, σήκωσε το χέρι του και δείχνοντάς τον φώναξε:
― Ε, παλληκάρι, έλα εσύ μπροστά, σε παρακαλώ!
― Σ’ εμένα μιλάτε; Ρώτησε εκείνος.
― Ναι, σ’ εσένα.

Ο Όσιος άνοιξε την πόρτα και αμέσως τον πήρε και πήγαν πίσω από το Καλύβι. «Κάθησε, Στυλιανέ», του είπε. Αυτό ήταν το πρώτο «χαστούκι» που δέχθηκε η λογική του νέου. Ο Όσιος κάθησε δίπλα του, του έδειξε την σκεπή και τον ρώτησε.
― Βλέπεις τίποτε περίεργο στην σκεπή μου;
― Όχι, είπε ο νέος κοιτάζοντας την σκεπή.
― Έχω μια κεραία κρυμμένη εκεί επάνω, είπε ο Όσιος και, πριν προλάβει εκείνος να συνέλθει, συνέχισε: Βλέπεις τίποτε περίεργο μέσα στους θάμνους;
― Όχι, απάντησε και πάλι ο νέος.
― Έχω, του είπε, κρυμμένο ένα μηχάνημα που γράφει αυτά που λένε οι άνθρωποι και μετά κοροϊδεύω τον κόσμο ότι κάνω θαύματα! Εσύ γιατί ήρθες; Εμένα τι με θέλεις τώρα;Ο νέος άρχισε να κλαίει.
― Μη στενοχωριέσαι, Στυλιανέ, του είπε τότε ο Όσιος. Οι καιροί είναι πονηροί, και καλά κάνεις που αμφισβητείς. Εσένα η αμφισβήτηση θα σε οδηγήσει στην πίστη· αυτός είναι ο δρόμος σου. Για κανόνα τώρα, πήγαινε και μοίρασε λουκούμι και νερό στους άλλους και έλα κάποια άλλη φορά να τα πούμε!

Εκ του βιβλίου Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ!

Ερχόμουνα για άλλη μια φορά στον Άγιον Όρος με συνοδεία φοιτητών μου του Αρχαιολογικού Ιωαννίνων. Στο πρόγραμμά μας ήταν και η επίσκεψη στον άγιο γέροντα Παΐσιο, που ασκήτευε στο Κουτλουμουσιανό κελλί «Παναγούδα». Έτσι κατεβήκαμε από την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου στο πυκνό και καταπράσινο δάσος της χαράδρας. Σε κάποιο ξέφωτο μια φραγμένη περιοχή τεσσάρων-πέντε στρεμμάτων φιλοξενεί το απλό σπίτι του πατρός Παϊσίου. Σταθήκαμε έξω από την απλή σιδερένια πόρτα. Περιμέναμε χτυπώντας κατά διαστήματα το κουδουνάκι, τραβώντας το σχοινί. Ξέραμε ότι έπρεπε να περιμένουμε πολλή ώρα. Ο γέροντας δεν άνοιγε αμέσως. Εξασκούσε με τον τρόπο του στην υπομονή τους επισκέπτες του. Και τους δοκίμαζε και λιγάκι. Έτσι έγινε και με εμάς…

Με κάποιο δέος φθάνουμε ως το κατώφλι του. Μας καλοδέχεται ένας λεπτός, χαμογελαστός άνθρωπος. Μας χαιρετά με απλότητα, χωρίς καμιά προσποίηση. Από την πρώτη στιγμή συναντηθήκαμε πνευματικά και συνεννοηθήκαμε. Σα να γνωριζόμαστε χρόνια. Η ομάδα των φοιτητών ήταν προετοιμασμένη γι αυτό. Γιατί είχε ακούσει πολλά και ήταν έτοιμη για όλα. Εκτός από ένα. Κι αυτό φάνηκε στην πρώτη αυτή συνάντηση. Όταν έξω στην αυλή ασπάσθηκαν το χέρι του πάτερ Παΐσιου, έμειναν ακίνητοι, αμήχανοι, άφωνοι, κοιτάζοντας αυτόν τον ισχνό και απλοϊκό μοναχό, με το φτωχό του ζωστικό και τον καλογερικό σκούφο, ήρεμος να τους υποδέχεται με χαμόγελο και με μια απλή φράση για τον καθένα. Είχαν ακούσει για γίγαντα του πνεύματος, για μεγάλο ασκητή, για τον οποίο πολλά θαυμαστά διηγούνταν στις συνάξεις των σαλονιών τους οι ευσεβείς φιλοαγιορείτες των πόλεων, αλλά αυτός που στέκονταν μπροστά μας ήταν ένας απλός, καλοκάγαθος γέροντας που δεν φαινόταν να έχει τίποτε το ιδιαίτερο. Στάθηκε απλά κοντά μας, μας κέρασε το καθιερωμένο λουκούμι, μας έφερε νερό σε κύπελλο από την κοντινή βρύση, μερικά μέτρα παραπέρα. Ανάλαφρος, με απλές και εύκολες κινήσεις, με ένα πρόσωπο γεμάτο φώς, οικείος και ζεστός. 

Τόλμησα τον πρώτο λόγο, έτσι, για να πω και κάτι.
- Πάτερ Παΐσιε, από την πυκνή βλάστηση που έχετε εδώ υποθέτω ότι θα περνάτε βαρύ και βροχερό χειμώνα, με πολλή υγρασία.
- Ναι, απάντησε απλά βλέποντάς με μέ σημασία, αλλά έρχεται και το καλοκαίρι.
Έτσι άρχισε η συζήτηση. Μια συζήτηση που ξεκίνησε απλά και συνηθισμένα για να αποκτήσει, όσο προχωρούσε η ώρα, άλλο περιεχόμενο. Γιατί ο γέροντας ήξερε ένα δρόμο ξεχωριστό για τους νέους. Με το δικό του απλό παιδαγωγικό σύστημα τους οδηγούσε, με τρόπο μαγικό, μέσα από πρωτοφανέρωτα μονοπάτια της σκέψης.

Τον ρώτησαν:
- Γέροντα, πως βλέπετε την πορεία του σημερινού κόσμου γενικά, το μέλλον του Ελληνισμού και το δρόμο που πορεύεται η Ορθοδοξία;

Απάντησε απλά:
- Όλα εξαρτώνται από τον αγώνα που κάνουμε όλοι μας να κρατήσουμε λίγο προζύμι. Καλό σημάδι η ανανέωση του Όρους. Είναι το προζύμι. Θα μας φυλάξει ο Θεός και θα μας λυπηθεί, κι ας μη το αξίζουμε. Αν ξέρω ότι έμεινε έστω και ένας Έλληνας Ορθόδοξος, δεν θα φοβηθώ. Θα έχω την ελπίδα μου στον Θεό. Τώρα θέλει πολλή προσευχή. Να στέλνουμε μηνύματα προς τα επάνω. Μόνο ο Θεός θα μας σώσει από τη μεγάλη πυρκαϊά που έζωσε την εποχή μας.

Τον ρώτησαν οι φοιτητές:
- Τί αξίζει περισσότερο, η ποσοτική ή η ποιοτική προσευχή.
- Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Η καρδιακή προσευχή αξίζει. Ο πόνος των άλλων να γίνεται πόνος δικός μας. Τότε δεν μπαίνει ζήτημα χρόνου.
Πάνω σ’ αυτό ο γέροντας θυμήθηκε το νεαρό ασυρματιστή, όταν στα χρόνια του πολέμου υπηρετούσε στο Αγρίνιο: Όταν λέει κανείς, τί κάνουν οι καλόγεροι με την προσευχή; Γιατί δεν βγαίνουν έξω να βοηθήσουν την κοινωνία; Είναι σα να λες στον ασυρματιστή στο στρατό, άσε τον ασύρματο και πιάσε το τουφέκι. Αλλά χωρίς τον ασύρματο χάνεται η επαφή και ο στρατός καταστρέφεται.

Μέσα στις πολλές ερωτήσεις και τούτη η κάπως αναπάντεχη.
- Πάτερ Παΐσιε, πώς βλέπετε την Ελλάδα στην Ευρώπη;Ο γέροντας σκέφθηκε πολύ πριν απαντήσει. Μίλησε αργά και με βαθύ στοχασμό.
- Τη σκλαβιά της Τουρκοκρατίας και την Κατοχή την αντέξαμε και την ξεπεράσαμε. Την πνευματική σκλαβιά και κατοχή πώς θα την ξεπεράσουμε;

Όσο προχωρούσε η συζήτηση, καταστάλαζε ανεπιφύλακτα η άποψή μου για την προσωπικότητά του. Τη σημειώνω εδώ με μια γραμμή: «Έχει απλότητα κι αλήθεια μέσα του. Τίποτε το επιτηδευμένο δεν υπάρχει σ’ αυτόν. Εκεί βρίσκεται το μεγαλείο του».
Πήρε να βραδιάσει κι έπρεπε να αφήσουμε τον γέροντα στην ησυχία του. Τα κασετοφωνάκια έκλεισαν αοράτως μέσα στα σακίδια των παιδιών, παρόλο που ο γέροντας μας έδωσε να καταλάβουμε ότι το είχε αντιληφθεί. Καθώς μας οδηγούσε στην εξωτερική πόρτα, ο μικρότερος των φοιτητών ξαφνικά ρώτησε:
- Πάτερ, λένε ότι δεν μπορεί κανείς να σας φωτογραφίσει, επειδή το φιλμ καίγεται!
Ο γέροντας κοντοστάθηκε.
- Τί είναι αυτά που διαδίδουν, παιδί μου; Εγώ μερικές φορές παρακαλώ να μη με φωτογραφίζουν, και ξέρω ότι με τη στάση μου στενοχωρώ τους ανθρώπους. Γιατί πρέπει να φροντίζουμε το πρόσωπο της ψυχής μας και όχι το σαρκικό. Αλλά δεν θέλω πάλι να μείνετε με τη σφαλερή εντύπωση. Ήρθατε και με επισκεφθήκατε με αγάπη, γι αυτό θέλω να σας το ανταποδώσω. Βγάλτε φωτογραφίες, αλλά για ένα μόνο λεπτό.
Πότε βγήκαν τόσες μηχανές από τα σακίδια των νεαρών, πότε άστραψαν τόσα φλας! Ο γέροντας στεκόταν με το χέρι ακουμπισμένο στην εξώπορτα και έλεγε με χαμόγελο:
- Τί βομβαρδισμός είναι αυτός!  Τί φωτιές ανάβουν! Μακάρι να άστραφτε έτσι το φως και η λάμψη της αγάπης στο σημερινό κόσμο!
Σκοτείνιαζε. Αλλά η εικόνα του γέροντα Παΐσιου έμεινε ολοζώντανη και ολοφώτιστη μέσα μας.

Αθανάσιος Παλιούρας, Καθηγητού Πανεπιστημίου


Πηγή: («Ορθόδοξη Εικόνα και Πρόσωπο» (απόσπασμα από τον Τόμο «Ορθοδοξία-Ελληνισμός, Πορεία στην Τρίτη Χιλιετία», της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου», Άγιον Όρος 1996)), Αγιορείτικες Μνήμες