ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΗΣ ΣΟΛΟΜΩΝΙΚΗΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Σε κάποιο χωριό της Χαλκιδικής, ένας οικογενειάρχης χριστιανός, συνεργεία του διαβόλου, εγκατέλειψε τον εκκλησιασμό και την μετοχή στην χάρι των μυστηρίων, και ακολούθως, από περιέργεια στην αρχή, ασχολήθηκε με τούς μάγους και την μαγεία, έως ότου κατάντησε και ό ίδιος μάγος αργότερα, ασχοληθείς συστηματικώς με την «Σολομωνική», το ομώνυμο σατανοβιβλίο της οποίας του έγινε σύμβουλος και αχώριστος φίλος.

Παραχωρήσει Θεού και προς σωτηρίαν του, τον βρήκαν μεγάλες συμφορές. Η ευλαβέστατη σύζυγος του δυσφορούσε και υπέφερε πολύ γι” αυτήν του την επίδοση στην μαγεία∙ τον παρακαλούσε να μετανοήσει, να παύση ασχολούμενος με τα μάγια και να επιστρέψει στην χάρι του Χριστού- εκείνος όμως δεν την ήκουε. Τότε εκείνη του δήλωσε ότι οι κακοτυχίες και τα βάσανα, πού τούς βρήκαν, ήταν τιμωρία από τον Θεό∙ ότι αυτή, ως πιστή χριστιανή, δεν μπορούσε πλέον να συζεί με έναν δαιμονολάτρη μάγο, και ότι ήταν διατεθειμένη να πάρει διαζύγιο.

Αυτή ή απειλή τον προβλημάτισε πολύ. Ήταν επιτυχημένος οικογενειάρχης, και τον ενδεχόμενο διαλύσεως τής οικογενείας και του διασυρμού του τον κατατρόμαξε.
Τότε προσέτρεξαν συγγενείς και φίλοι για να αποσοβήσουν το κακό∙ τον συμβούλεψαν όμως, ότι θα έπρεπε να παύση οριστικώς ασχολούμενος με την μαγεία, και ότι ή γαλήνη στην οικογένεια και ή λύτρωσης του από την επήρεια του διαβόλου θα μπορούσε να συντελεσθεί με την εξομολόγηση του σε έμπειρο πνευματικό, στις οδηγίες του όποιου θα έπρεπε να υπακούσει- και ως τοιούτον υπέδειξαν τον παπά Σάββα της Μικράς Αγίας Άννης, η φήμη του οποίου ήταν διαδεδομένη και στην Χαλκιδική.

Ήκουσε τις προσευχές της ευλαβεστάτης συζύγου ό Θεός, και τον λυπήθηκε και τον φώτισε να δεχθή καλόγνωμα τις συμβουλές των φίλων. Έτσι αναχώρησε για τον Άγιον όρος και για την καλύβα του παπά- Σάββα.
Τον δέχθηκε πατρικότατα εκείνος, και τον αποτέλεσμα προέκυψε θεοχαρίτωτο και σωτήριο∙ γιατί ειλικρινεστάτη υπήρξε ή εν μετανοίας και συντριβή καρδίας εξομολόγησις του και ή εκζήτησης συγχωρήσεως και θείου ελέους. Παρά ταύτα ό σοφός και άγιος πνευματικός τον κράτησε επί μία εβδομάδα, προς περαιτέρω νουθεσία, οικοδομή και εμπέδωση στην νέα πνευματική κατάσταση και εν Χριστώ ζωή.

Όταν ό πνευματικός έκρινε ότι ήταν πλέον καιρός να επανακάμψει στον κόσμο και την οικογένεια του, εκείνος ξέσπασε σε δάκρυα ευχαριστιών και ευγνωμοσύνης για την λύτρωσή του από τον κράτος του διαβόλου, για την συγχώρηση, για την πνευματική οικοδομή και για την επανένταξη του στην Εκκλησία και στον βασίλειο τής χάριτος του Χριστού. Κατ” εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε ότι είχε μεταφέρει προς επίδοση στον Γέροντα τον βιβλίο τής Σολομωνικής.
Το έβγαλε από τον τουρβά του και έκανε να το δώση, λέγοντας: «Πάρε το, Γέροντα∙ αυτό τον βιβλίο υπήρξε τον μέσον συνεργασίας μου με τον διάβολο και ή αιτία της ψυχικής μου καταστροφής. Εδώ πρέπει να μείνει περιφρονημένο και ανενέργητο∙ κάνε το ότι θέλεις».
Και ό πνευματικός: «Τί να τον κάνω αυτό τον βιβλίο, παιδί μου, στον καλύβι μου; Τώρα πού φεύγεις, κάψε το προσεκτικά σε κάποιο μέρος του δρόμου».

Πήρε τον μονοπάτι ό Χαλκιδικιώτης και, όταν σε κάμποση απόσταση βρέθηκε στην «Σπηλιά» -τοποθεσία πού έτσι είναι γνωστή από το αυτοκατασκεύαστο αρκετά μεγάλο βαθούλωμά της στην απότομη βραχοπλαγιά- κρίνοντας ότι ήταν κατάλληλο τον μέρος, έκανε υπακοή στην εντολή του πνευματικού, και στο κοίλο τής αγκάλης της άναψε φωτιά από φρύγανα και ξερόκλαδα και απόθεσε επάνω της τον σατανικό βιβλίο.
Το είδε να λαμπαδιάζει, και καταχάρηκε η ψυχή του, πού την είχε δέσμια στου διαβόλου την διάθεση και δράσι. Ανάδευσε μ” ένα κλαδί τα αποκαΐδια και τη στάχτη, έκανε τον σταυρό του και ξαναπήρε τον μονοπάτι, δοξάζοντας τον Θεό και για το απ’ αυτό ξεφόρτωμά του.

Λίγο παραπέρα συνάντησε τον πατέρα Ιλαρίωνα, υποτακτικό του πνευματικού, πού τον είχε στείλει για κάποια υπηρεσία στην Άγια Άννα. Τον ευχαρίστησε κι” αυτόν για την αγάπη πού του έδειξε, την φιλοξενία και τις περιποιήσεις, και τον παρακάλεσε να “πει στον Γέροντα ότι, κατά την υπόδειξί του, έκαψε στην Σπηλιά τον σατανικό βιβλίο. Αποχαιρέτισαν ό ένας τον άλλον και ό καθένας πήρε τον δρόμο του.

Όταν όμως ό πατήρ Ιλαρίωνα έφθασε στην Σπηλιά, άκουσε σπάνιους θορύβους και ακολούθως δέχθηκε σφοδρό λιθοβολισμό. Φοβήθηκε πάρα πολύ, αλλά, κατανοήσας την αιτία του πράγματος, επικαλέσθηκε την βοήθεια του Θεού και έσπευσε να απομακρυνθεί το ταχύτερο δυνατόν απ’” εκεί. Περίτρομος διηγήθηκε τον συμβάν συνεπεία τής καύσεως του σατανικού βιβλίου.
Οι λιθοβολισμοί αυτοί εξακολούθησαν να πραγματοποιούνται επ” αρκετό χρονικό διάστημα εναντίον των διερχομένων, ώστε να σκέπτονται οι μοναχοί πολύ, αν έπρεπε να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούν το μονοπάτι. Τούς ήταν όμως αδύνατο να ανοίξουν άλλο ή να κατασκευάσουν παράκαμψη σ” εκείνο τον σημείο, λόγω τού βραχώδους και τελείως αποκρήμνου του.

Τότε έκαναν κοινή σύναξη οι Αγιαννανίτες και οι Μικραγιαννανίτες ασκηταί, και εξ ομοφώνου αποφάσεως προσκόμισαν τον Τίμιο Σταυρό και άγια λείψανα και αφού τέλεσαν αγιασμό και αγίασαν την Σπηλιά και τον πέριξ χώρο, έκτισαν ένα μικρό προσκυνητάρι και τοποθέτησαν την Ιερή εικόνα τής Παναγίας Θεοτόκου.

Έτσι απελάθηκαν οι εμφωλεύοντας εκεί δαίμονες, πού, ώργισμένοι για την κατάκαυσι της βίβλου των, έξεδήλωναν κατ” αυτόν τον τρόπο τον μίσος των κατά των διερχομένων.

Έκτοτε και μέχρι σήμερον, όλοι σταθμεύουν για λίγο στην Σπηλιά, εν ευλαβεία προσκυνούν την εικόνα της Παναγίας, επικαλούνται την χάρι και την προστασία της, και άναμιμνήσκονται της άγιότητος και διακρίσεως τού αειμνήστου πνευματικού, της λυτρώσεως και σωτηρίας του Χαλκιδικιώτου χωρικού και της καύσεως της δαιμονοσολομωνικής του.

(Επί τη βάσει των σημειώσεων του αειμνήστου Υμνογράφου Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, τις οποίες έθεσαν ευγενώς στη διάθεση μου οι υποτακτικοί του).

Πηγή: Πόθος και Χάρις στον Άθωνα του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου σελ. 360-363

agioritikesmnimes.blogspot.gr

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ;

Ακούραστος ο γέρο – Πέτρος καθάριζε κρεμμύδια στην πανήγυρη της Παναγίας για την εσπερινή τράπεζα. Θα έρχονταν πατέρες και ψαλτάδες από την έρημο να στολίσουν την αγρυπνία.
Και πως έκανε ο γέρο -Πέτρος άμα ξεκινούσε τα μέγιστα ανοιξαντάρια του Κουκουζέλη και το Θεοτόκε Παρθένε του Μπερεκέτη!

Και όλο σκούνταγε τον Δανιήλ τον Εκκλησιαστικό να κουνήσει ακόμα πιο δυνατά τον χορό και τον πολυέλαιο.

-Ω Θεέ μου, και πως θα είναι στον παράδεισο, ακούγονταν η φωνή του γέρο-καλόγερου.

Παρότι το στασίδι του ήταν μπροστά στα γεροντικά, εκείνος με ευλογία του ηγουμένου στεκόταν σε εκείνα των αρχαρίων, στο στασίδι που στάθηκε όταν πρωτόρθε στο μοναστήρι. Ώρες όρθιος στην Εκκλησία, όμοιο Χερουβείμ που λάτρευε με σεβασμό τον Θεό Του.

-Και δεν μου λες, παππού, τι είναι η Παναγιά για τον κόσμο; ρώτησε ο Πατήρ Υπάτιος τον γέροντα.

Ο γέρο – Πέτρος άφησε τα κρεμμύδια και το μαχαίρι μεμιάς και πήρε ύφος σοβαρό σαν να έβγαζε λόγο.

– Εγώ πατέρες γράμματα δεν ξέρω να τα πω όμορφα και δουλεμένα. Μα αυτή η ιστορία είναι πέρα ως πέρα αληθινή.

Σε μένα την είπαν ταπεινοί μοναχοί του Όρους που ποτέ δεν φιλιώθηκαν με το ψέμα.

«Το λοιπόν κάποτε στον Παράδεισο μπροστά στην όμορφη πόρτα του καθόταν ο Άγιος Πέτρος και καλοδεχόταν τα παιδιά του Θεού που είχαν κερδίσει τη Βασιλεία.

Σαν νύχτωσε, ο Άγιος έκλεινε τα θυρόφυλλα και μετρούσε στα τεφτέρια του πόσοι είχανε μπει στον Παράδεισο. Ύστερα έβαζε τα ονόματά τους πλάϊ σε εκείνους που ήδη ήταν μέσα από καιρό και έβρισκε τον αριθμό.

Το άλλο πρωΐ μετρούσε πάλι τους παραδεισένιους ανθρώπους και πήγαινε να ανοίξει την πόρτα. Μα για καιρό έβλεπε τούτο το παράδοξο. Ενώ αποβραδίς είχε μετρήσει πως αυτοί που είχαν μπει στον Παράδεισο ήταν δέκα, την άλλη μέρα μετρούσε άλλους 3 παραπάνω.

Μα πως γίνεται αυτό σκεφτόταν.

– Μια και δυο πηγαίνει στον αφέντη τον Χριστό και του λέει αυτό που τον απασχολεί.

-Να φυλάξεις βάρδια είπε ο Χριστός και ο Άγιος έσκυψε το κεφάλι και γύρισε στο διακόνημά του.

Το ίδιο βράδυ ο απόστολος του Θεού φύλαξε κατά την προσταγή του Χριστού και σαν ξημέρωσε είχε έτοιμη απάντηση

– Λοιπόν, είπε ο Κύριος

Το βράδυ… Κύριε… που κλείνει ο Παράδεισος ανεβαίνει η Μάνα Σου στα τείχη και βάζει τους ανθρώπους από εκεί.

Άμα τελείωσε την διήγησή του ο γέρο Πέτρος έκανε τον σταυρό του και μετά οι άλλοι μοναχοί. 

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ (ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ)

Διδασκαλίες του Μέγα Αντωνίου
(από το Γεροντικό)

Είπε ο αββάς Αντώνιος:
«Εγώ δεν φοβάμαι πια τον Θεό, αλλά τον αγαπώ, γιατί η αγάπη διώχνει πέρα τον φόβο».

* * *

«Η ζωή και ο θάνατος της ψυχής εξαρτάται από τον πλησίον. Αν κερδίσουμε τον αδελφό, τον θεό κερδίζουμε, ενώ αν σκανδαλίσουμε τον αδελφό, στον Χριστό αμαρτάνουμε».

* * *


Ρώτησε κάποιος τον αββά Αντώνιο:
"Τι αν φυλάξω, θα είμαι αρεστός στον Θεό;"
Και απάντησε ο Γέροντας:
"Τήρησε αυτά που θα σου παραγγείλω:
Όπου κι αν πάς, τον Θεό να΄χεις μπρός στα μάτια σου πάντοτε.
Ό,τι κι αν κάνεις, να στηρίζεται στη μαρτυρία των θείων Γραφών.
Και σ΄όποιον τόπο κι αν κατοικείς, μη μετακινείσαι εύκολα από κει.
Αυτές τις τρεις παραγγελίες κράτησέ τες και σώζεσαι".

* * *

Ο αββάς Αντώνιος κάποια φορά βυθίζοντας βαθιά τη σκέψη του, ζήτησε να μάθει τα κρίματα του Θεού:
«Κύριε, είπε, πώς μερικοί ζούν λίγα χρόνια και πεθαίνουν, ενώ άλλοι φτάνουν στα βαθιά γεράματα;
Γιατί κάποιοι ζουν μέσα στη φτώχεια και άλλοι πλουτίζουν;
Και πώς συμβαίνει άδικοι να πλουτίζουν και δίκαιοι άνθρωποι να ΄ναι φτωχοί;»
Άκουσε τότε μια φωνή να του λέει:
«Αντώνιε, τον εαυτό σου πρόσεχε. Αυτά είναι κρίματα Θεού και δεν σου συμφέρει να τα μάθεις».

* * *

Πήγαν κάποιοι στον αββά Αντώνιο και του είπαν:
 "Πές μας κάποιο λόγο πώς να σωθούμε".
Και ο Γέροντας τους λέει:
"Ακούσατε τί λέει η Γραφή; Σας αρκεί αυτή".
Aλλά αυτοί είπαν:
"Θέλουμε και από σένα, πάτερ, να ακούσουμε".
Και ο Γέροντας τους είπε:
"Το Ευαγγέλιο λέει: Άν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το άλλο".
"Δεν μπορούμε -του λένε- να το κάνουμε αυτό".
"Εάν δεν μπορείτε να στρέψετε και το άλλο -λέει ο Γέροντας- υπομείνετε τουλάχιστον το ράπισμα στο ένα".
 "Ούτε αυτό μπορούμε", του απαντούν.
Ξαναμιλάει ο Γέροντας:
 "Εάν ούτε αυτό μπορείτε, μην ανταποδίδετε τα ίσα".
Λένε πάλι:
 "Ούτε αυτό μπορούμε".
Τότε ο Γέροντας γυρνάει και λέει στον μαθητή του:
"Κάνε τους λίγο κουρκούτι, γιατί είναι άρρωστοι. Εάν το ένα δεν μπορείτε και το άλλο δεν θέλετε, τί να σας κάνω;"

* * *

Είπε ο αββάς Αντώνιος: «Είδα όλες τις παγίδες του εχθρού -του διαβόλου- απλωμένες πάνω στη γη. Και στέναξα και είπα: Ποιος άραγε μπορεί να τις προσπεράσει; Και άκουσα φωνή να μου λέει: Η ταπεινοφροσύνη». 

* * *

Είπε πάλι: «Είναι μερικοί που έλιωσαν τα σώματά τους με την άσκηση, επειδή όμως τους έλειπε η διάκριση, βρέθηκαν μακριά από τον Θεό».

* * *

«Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών, χωρίς να δοκιμάσει πειρασμούς (=δοκιμασίες). Βγάλε από τη μέση τους πειρασμούς και τότε κανείς δεν θα υπάρχει που να σώζεται.»

* * *

"Αυτός που χτυπάει τη μάζα του σιδήρου, πιο μπροστά βάζει στο μυαλό του τι πρόκειται να κάνει, δρεπάνι, μαχαίρι, τσεκούρι;
Έτσι και εμείς οφείλουμε να έχουμε στο μυαλό μας ποια αρετή επιδιώκουμε, για να μην πάει χαμένος ο κόπος μας".

* * *

Κάποιος που κυνηγούσε στην έρημο άγρια ζώα, είδε τον αββά Αντώνιο να αστειεύεται με τους αδελφούς και σκανδαλίστηκε. Θέλοντας δε ο γέροντας να τον διδάξει ότι είναι ανάγκη πού και πού να συγκαταβαίνει κανείς στους αδελφούς, τού λέγει: «Βάλε μια σαϊτα στο τόξο σου και τέντωσέ το». Το έκαμε εκείνος. Τού λέγει: «Τέντωσέ το πιο πολύ». Και το τέντωσε. Και πάλι τού λέγει: «Ακόμη πιο πολύ». Τού απαντά τότε ο κυνηγός: "Αν το τεντώσω υπερβολικά, θα σπάσει το τόξο». Και ο γέροντας τού λέει: «Έτσι και στο έργο του Θεού. Αν τεντώσουμε υπερβολικά τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς, θα σπάσουν και αυτοί. Πρέπει λοιπόν πού και πού να συγκαταβαίνουμε στους αδελφούς». Και έφυγε πολύ ωφελημένος από τον γέροντα. Οι δε αδελφοί, στηριγμένοι, έφυγαν και πήγαν στον τόπο τους. 

* * *

Πήγαν κάποτε μερικοί γέροντες στον αββά Αντώνιο και ήταν ο αββάς Ιωσήφ μαζί του. Και θέλοντας ο γέροντας να τους δοκιμάσει, τους πρόβαλε ένα ρητό της Γραφής και άρχισε, από τους πιο νέους, να τους ρωτά για το νόημά του. Και καθένας απαντούσε κατά τη δύναμή του. Ο δε γέροντας έλεγε στον καθένα: «Δεν το βρήκες». Ύστερα από όλους, λέει στον αββά Ιωσήφ: «Εσύ τί έχεις να πεις πάνω σ' αυτό το ρητό;» Αποκρίνεται εκείνος: «Δεν ξέρω». Λέει λοιπόν ο αββάς Αντώνιος: «Πάντως ο αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο, γιατί είπε, "δεν ξέρω".» 

* * *

Είπε ο αββάς Αντώνιος: «Έρχεται καιρός που οι άνθρωποι θα παραλογίζονται. Και αν δουν κάποιον να μη παραλογίζεται, θα ξεσηκωθούν εναντίον του, λέγοντας: "Εσύ είσαι παράλογος". Και αυτό θα συμβεί, γιατί δεν θα είναι όμοιός τους».

* * *

Κάποιοι αδελφοί πήγαν στον αββά Αντώνιο και του ανέφεραν ένα ρητό από το Λευιτικό. Βγήκε λοιπόν ο γέροντας στην έρημο και τον ακολούθησε ο αββάς Αμμωνάς κρυφά, γνωρίζοντας τη συνήθειά του. Ο γέροντας απομακρύνθηκε πολύ, στάθηκε για προσευχή και φώναξε δυνατά: «Θεέ μου, στείλε μου τον Μωυσή να μου εξηγήσει αυτό το ρητό». Και ακούστηκε φωνή, που μιλούσε μαζί του. Είπε λοιπόν ο αββάς Αμμωνάς: «Τη φωνή που μιλούσε μαζί του, την άκουσα. Αλλά το νόημα του λόγου δεν το έμαθα». 

* * *

Τρεις από τους πατέρες είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν κάθε χρονιά στον μακάριο Αντώνιο. Και οι μεν δύο τον ρωτούσαν σχετικά με τους λογισμούς και τη σωτηρία της ψυχής. Ο άλλος όμως σιωπούσε πάντα, μη ρωτώντας τίποτε. Μετά λοιπόν από πολύ καιρό, του λέγει ο αββάς Αντώνιος: «Τόσο καιρό έρχεσαι εδώ και τίποτε δεν με ρωτάς». Και εκείνος του αποκρίνεται και του λέγει: «Μου αρκεί μόνο να σε βλέπω, πάτερ». 

* * *

Έλεγαν μερικοί για τον αββά Αντώνιο, ότι τον φώτιζε σε όλα το Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν ήθελε να μιλά, εξαιτίας των ανθρώπων. Γιατί και όσα γίνονταν στον κόσμο και όσα έμελλαν να συμβούν, τα γνώριζε. 

* * *

Κάποιοι αδελφοί πήγαν στον αββά Αντώνιο να του αναφέρουν τα οράματα που έβλεπαν, και να πληροφορηθούν απ΄αυτόν εάν πρόκειται για αληθινά οράματα ή τα δημιουργούν οι δαίμονες.

Αυτοί είχαν ένα γαϊδουράκι που τους ψόφησε στον δρόμο. Μόλις έφθασαν στον Γέροντα, πρόλαβε και τους είπε:

- "Πώς ψόφησε το γαϊδουράκι στον δρόμο;"

- "Πού το ξέρεις, αββά;" τον ρώτησαν.

Κι εκείνος τους είπε:

- "Οι δαίμονες μου το φανέρωσαν".

- "Μά κι εμείς -είπαν- γι΄αυτό το θέμα ήρθαμε να σε ρωτήσουμε, γιατί βλέπουμε οράματα και πολλές φορές βγαίνουν αληθινά. Αλλά μη τυχόν πέφτουμε σε πλάνη;"

Και ο Γέροντας παίρνοντας ως παράδειγμα αυτό που συνέβη με τον όνο, τους πληροφόρησε ότι προέρχονται από τους δαίμονες. 

* * *

Κάποιος αδελφός είπε στον αββά Αντώνιο:

- "Προσευχήσου για μένα".

Και ο Γέροντας του λέει:

- "Ούτε εγώ σε σπλαχνίζομαι ούτε ο Θεός, εάν σύ ο ίδιος δεν σπεύσεις με ζήλο να ζητήσεις από τον Θεό".

* * *

Είπε επίσης ότι ο Θεός δεν επιτρέπει να ΄ρθουν οι μεγάλοι πειρασμοί στη γενιά αυτή όπως στις παλαιότερες, γιατί γνωρίζει ότι είναι αδύναμοι και δεν αντέχουν. 

* * *

Είπε πάλι: «Γνωρίζω μοναχούς, που ύστερα από πολλούς κόπους, έπεσαν και τους σάλεψαν τα λογικά, επειδή στήριξαν ελπίδες στον εαυτό τους και δεν λογάριασαν τη θεία εντολή, που λέει: "Επερώτησον τον πατέρα σου και αναγγελεί σοι" (Δευτερονόμιον 32,7)». 

* * *

Κάποιος αδελφός που απαρνήθηκε τον κόσμο, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, κράτησε όμως λίγα για τον εαυτό του και πήγε στον αββά Αντώνιο. Όταν το ΄μαθε αυτό ο Γέροντας του λέει:

"Εάν θέλεις να γίνεις μοναχός, πήγαινε στο τάδε χωριό, αγόρασε κρέας, τύλιξέ το στο σώμα σου γυμνό και έλα κατόπιν εδώ".

Έκανε ο αδελφός όπως του υπέδειξε, αλλά τα σκυλιά και του πουλιά ξέσχισαν το σώμα του.

Όταν γύρισε στον Γέροντα, τον ρώτησε να μάθει εάν έγιναν τα πράγματα όπως τον συμβούλεψε.

Και καθώς εκείνος του έδειχνε το καταξεσχισμένο σώμα του, του λέει ο άγιος Αντώνιος:

"Εκείνοι που απαρνούνται τον κόσμο και θέλουν να έχουν χρήματα, έτσι κατακόπτονται από τους δαίμονες που τους πολεμούν".

* * *

Είπε ο αββάς Αντώνιος: "Νομίζω πώς το σώμα έχει μία φυσική κίνηση που έχει γίνει ένα μ΄αυτό, αλλά δεν ενεργεί χωρίς τη συγκατάθεση της ψυχής, σημειώνει μόνο στο σώμα μια απαθή κίνηση. Υπάρχει όμως και άλλη κίνηση που προέρχεται από το ότι τρέφουμε και περιποιούμαστε το σώμα με φαγητά και ποτά. Και η θερμότητα του αίματος που οφείλεται σ΄αυτά, διεγείρει το σώμα σε ενέργεια.

Γι΄αυτό και έλεγε ο Απόστολος: "Μη μεθάτε με κρασί που οδηγεί στην ασωτεία".

Αλλά και ο Κύριος, όταν έδινε εντολές στους μαθητές του, είπε: "Προσέχετε μη σκληρύνουν οι καρδιές σας μέσα στην κραιπάλη και στη μέθη".

Υπάρχει όμως και μια άλλη κίνηση σ΄αυτούς που αγωνίζονται πνευματικά. Αυτή προέρχεται από την δολιότητα και τον φθόνο των δαιμόνων.

Ώστε πρέπει να γνωρίζουμε ότι τρεις σωματικές κινήσεις υπάρχουν. Μια η φυσική, η άλλη από απροσεξία στις τροφές και η τρίτη από τους δαίμονες".

* * *

Σε κάποιον αδελφό που έμενε στο κοινόβιο του αββά Ηλίτ, συνέβη κάποτε ένας πειρασμός. Γι΄αυτό τον έδιωξαν από κει και πήγε κοντά στον αββά Αντώνιο, στο όρος. Αφού έμεινε ο αδελφός κοντά του κάποιο χρονικό διάστημα, τον έστειλε ο αββάς στο κοινόβιο απ΄όπου είχε φύγει. Εκείνοι όμως μόλις τον είδαν, τον ξανάδιωξαν και ο αδελφός γύρισε πάλι στον αββά Αντώνιο και του είπε:

- "Δεν θέλησαν να με δεχθούν, πάτερ".

Τον έστειλε πάλι ο Γέροντας και τους μήνυσε το εξής:

- "Ένα καράβι ναυάγησε μέσα στο πέλαγος, έχασε το φορτίο του και με κόπο πολύ έφθασε στη στεριά. Και εσείς ό,τι σώθηκε και έφθασε στη στεριά, θέλετε να το καταποντίσετε;"

Κι εκείνοι όταν άκουσαν ότι ο αββάς Αντώνιος τον έστειλε, ευθύς τον δέχθηκαν.

* * *

Κάποιοι αδελφοί από τη σκήτη ξεκίνησαν να επισκεφθούν τον αββά Αντώνιο. Μπήκαν λοιπόν σ΄ένα καράβι για να πάνε και σ΄αυτό βρήκαν έναν άλλο Γέροντα, που ήθελε κι αυτός να πάει εκεί. Δεν τον γνώριζαν όμως αυτόν οι αδελφοί. Καθισμένοι λοιπόν μέσα στο καράβι ανέφεραν μεταξύ τους αποφθέγματα Πατέρων ή ρητά από τη Γραφή και από ανάμεσα για το εργόχειρό τους. Ο Γέροντας έμενε εντελώς σιωπηλός. Σαν βγήκαν στο λιμάνι, παρατήρησαν ότι και ο Γέροντας πήγαινε προς τον αββά Αντώνιο.
Κι όταν έφτασαν εκεί τους είπε ο αββάς Αντώνιος: "Καλή συνοδία βρήκατε τον Γέροντα αυτόν". Και στον Γέροντα είπε: "Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου, αββά". Και ο Γέροντας του απαντά: "Καλοί βέβαια είναι, αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα, και όποιος θέλει μπαίνει στον στάβλο και λύνει το γαϊδούρι".
Και αυτό το είπε, γιατί ό,τι ερχόταν στο στόμα τους, το έλεγαν.

* * *

Είπε ο αββάς Αντώνιος:

"Έχοντας το φόβο του Θεού ζωντανό στη σκέψη μας, να θυμόμαστε πάντοτε το θάνατο.

Να μισήσουμε τον κόσμο και όλα τά του κόσμου, να μισήσουμε κάθε σαρκική ανάπαυση, να απαρνηθούμε στη ζωή αυτή, για να ζήσουμε με τον Θεό. Να θυμάστε τι υποσχεθήκατε στον Θεό. Γιατί αυτό θα μας το ζητήσει την ημέρα της κρίσεως.

Ας δοκιμασθούμε λοιπόν με την πείνα, τη δίψα και τη γύμνια.

Ας αγρυπνήσουμε, ας πενθήσουμε, ας στενάξουμε με την καρδιά μας.

Ας ερευνήσουμε αν γίναμε άξιοι του Θεού. Να αγαπήσουμε τη θλίψη, για να βρούμε τον Θεό.

Να καταφρονήσουμε τη σάρκα, για να σωθεί η ψυχή μας".

* * *

Όταν ο αββάς Αντώνιος ασκήτευε στην έρημο, έπεσε κάποτε σε ακηδία και σε μεγάλη σύγχυση των λογισμών του και έλεγε στον Θεό:
"Κύριε, θέλω να σωθώ αλλά δεν μ΄αφήνουν οι λογισμοί μου. Τι να κάνω με τη θλίψη μου αυτή; Πώς να σωθώ;"
Κάποια φορά λοιπόν βγήκε λίγο προς τα έξω και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του να κάθεται και να κάνει εργόχειρο.
Μετά από λίγο άφηνε το εργόχειρο, σηκωνόταν και προσευχόταν, και ξανά καθόταν και συνέχιζε να πλέκει το σχοινί του.
Ύστερα πάλι σηκωνόταν για προσευχή.
Ήταν άγγελος Κυρίου που είχε σταλεί για να διορθώσει τον Αντώνιο και να του δώσει σιγουριά και άκουσε τον άγγελο να του λέει:

"Κάνε κι εσύ το ίδιο και θα σωθείς".

Και ο Αντώνιος όταν τ΄άκουσε, πήρε μεγάλη χαρά και κουράγιο. Και έτσι κάνοντας, προχωρούσε στο έργο της σωτηρίας του.
 

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

ΕΝΑΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΡΩΤΗΣΕ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΤΙΘΟΗ!

Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Τιθόη:
«Πώς να φυλάξω την καρδιά μου;».
Του λέγει ο γέρων: «Πώς να φυλάξουμε την καρδιά μας,
όταν είναι ανοιγμένες η γλώσσα και η κοιλιά μας;».

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

ΕΝΑ ΚΟΚΚΟ ΣΟΥΣΑΜΙ ΑΠΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΓΝΩΡΙΣΕΙ ΠΟΝΟ!

Ένα κόκκο σουσάμι από σπίτι που δεν έχει γνωρίσει πόνο 

Λένε για μια γυναίκα που της πέθανε ο γιος της, πως γύρευε τρόπο να τον γυρίσει πίσω κοντά της, μέχρι που τα βήματά της την έφεραν σε κάποιον ερημίτη που ζούσε σε μια σπηλιά.
– Τι μπορείς να κάνεις για να μου τον φέρεις πίσω; τον ρώτησε.

Εκείνος αντί να της εξηγεί ότι είναι παράλογα αυτά που του ζητά, ήρεμα της λέει:
– Αν μου φέρεις ένα κόκκο σουσάμι από σπίτι που δεν έχει γνωρίσει πόνο τότε κι εγώ θα εξαφανίσω τον δικό σου.

Η γυναίκα ξεκίνησε την αναζήτηση. Πήγε στη πόλη και έπιασε να ρωτάει ένα ένα τα σπίτια.
Όμως όπου κι αν πήγαινε έπαιρνε την ίδια απάντηση:
– Μα τι ζητάς καλή μου; Εδώ να δεις τι μας τρέχει!

Της έλεγαν τι περνούσαν κι εκείνη, έτσι καλόκαρδη που ήταν, έμενε και τους παράστεκε στον πόνο τους.
Έφευγε από το ένα σπίτι, πήγαινε στο διπλανό. Ζητούσε το μαγικό σουσάμι, της έλεγαν τα δικά τους βάσανα, αυτή έμενε, τους βοηθούσε, μέχρι που τέλειωσαν όλα τα σπίτια, τα ξενοδοχεία, τα καταστήματα.
Δεν χρειάστηκε να γυρίσει στον ερημίτη.
Βοηθώντας τους άλλους να τα βγάλουν πέρα με τον πόνο τους, ξέχασε τον δικό της.
Έτσι κι εμείς!

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΘΕΟΣ ΔΕΧΕΤΑΙ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Ο ΘΕΟΣ ΔΕΧΕΤΑΙ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ!
(Διδασκαλίες από το Γεροντικό)

ΕΝΑΣ αρχάριος Μοναχός πήγε στενοχωρημένος στον Όσιο Ποιμένα.
- Έπεσα σε μεγάλο σφάλμα, Αββά, του εξομολογήθηκε, και θέλω τουλάχιστον τρία χρόνια για να μετανοήσω.
- Είναι πολλά, του είπε ο Όσιος.
- Είναι αρκετοί τρεις μήνες, τότε;
- Και τόσο είναι πολύ, αποκρίθηκε ο Όσιος. Εγώ σου λέω πως, αν ειλικρινά μετανοήσεις και πάρεις σταθερή απόφαση να μην επαναλάβεις ποτέ το ίδιο σφάλμα, σε τρεις μέρες σε δέχεται η αγαθότητα του Θεού. 

* * *
  
ΑΛΛΟΣ Αδελφός ρώτησε τον ίδιο Γέροντα, αν ο Θεός εύκολα συγχωρεί τις αμαρτίες του ανθρώπου.
- Πώς είναι δυνατόν να μην συγχωρεί, τέκνον μου, Εκείνος που δίδαξε την μακροθυμία στους ανθρώπους; Δεν παραγγέλλει στον Πέτρο να συγχωρεί εκείνον που του σφάλλει «έως εβδομηκοντάκις επτά», δηλαδή επ' άπειρον; αποκρίθηκε ο Γέροντας.

* * *
  
ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος πάλι ρώτησε: 
- Τι ακριβώς είναι μετάνοια;
- Η μη επανάληψη της ίδιας αμαρτίας, αποκρίθηκε ο Όσιος Ποιμήν.

* * *
  
ΕΝΑΣ Αδελφός εξομολογήθηκε στον Αββά Σισώη: 
- Έπεσα, Πάτερ. Τί να κάνω τώρα;
- Σήκω. του είπε με τη χαρακτηριστική του απλότητα ο Άγιος Γέροντας.
- Σηκώθηκα, Αββά, μα πάλι έπεσα στην καταραμένη αμαρτία, ομολόγησε με θλίψη ο Αδελφός.
- Και τί σ' εμποδίζει να ξανασηκωθείς;
- Ως πότε; ρώτησε ο Αδελφός.
- Έως ότου σε βρεί ο θάνατος ή στην πτώση ή στην έγερση. Δεν είναι γραμμένο «όπου ευρώ σε εκεί και κρινώ σε»; εξήγησε ο Γέροντας. Μόνο εύχου στον Θεό να βρεθείς την τελευταία σου στιγμή σηκωμένος με την αγία μετάνοια.

* * *

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ πήγε με βαριά καρδιά στον Πνευματικό του και εξομολογήθηκε:
- Ο λογισμός με βασανίζει, Γέροντα, να εγκαταλείψω τον αγώνα, αφού, και ύστερα από την επιστροφή μου στο Χριστό και την μετάνοιά μου, δεν μπορώ ακόμη να βγάλω από πάνω μου όλες τις αδυναμίες.
- Μου θυμίζεις, μ’ αυτά που μου λες, κάτι που συνέβη πριν κάμποσο καιρό σ' ένα φίλο μου αγρότη, είπε ο Πνευματικός. Έλα, κάθισε εδώ κοντά, παιδί μου, να σου διηγηθώ τη μικρή του ιστορία. 
Ο νέος άκουγε πάντοτε μ' ενδιαφέρον τα χαριτωμένα αυτοσχέδια ανέκδοτα του αγαθού Γέροντα: 

"Ο φίλος μου, που λες, είχε ένα χωράφι στην άκρη του χωριού, που είχε μείνει χρόνια ακαλλιέργητο. Κι ήταν πια γεμάτο αγκάθια και τριβόλια. Μια καλή χρονιά όμως, σκέφτηκε να το σπείρει. Αλλά έπρεπε πρώτα να καθαριστεί. Έστειλε λοιπόν τον μεγάλο του γιο να κάνει την δουλειά αυτή. Μα σαν είδε το παλληκάρι εκείνα τα πελώρια αγκάθια και τα αγριοβότανα, έπεσε σε απελπισία.
- Δεν γίνεται να φτιάξει ποτέ τούτο το χωράφι, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. Πώς να ξεριζώσω τόσα αγριόχορτα;
Έτσι έπεισε για τα καλά τον εαυτό του πώς ήταν αδύνατο να γίνει η δουλειά. Ξάπλωσε κάτω από ένα θάμνο και κοιμήθηκε. Σαν ξύπνησε ήταν πια μεσημέρι. Έριξε το νυσταγμένο βλέμμα του στην αγριάδα και τρόμαξε. Έμεινε καρφωμένος στη θέση του ως το βράδυ χωρίς να κάνει τίποτε. Το ίδιο και την άλλη μέρα και την τρίτη. Χασμουριόταν, στριφογύριζε τεμπέλικα, έπεφτε στον ύπνο, ξύπναγε. Μόνο δουλειά δεν αποφάσιζε να κάνει.
- Τίποτε δεν έκανες τόσες μέρες, του είπε θυμωμένος ο πατέρας του σαν πήγε και είδε πως ο γιος του δεν είχε βγάλει ούτε ένα αγκάθι.
- Βαραίνει η ψυχή μου πατέρα, ομολόγησε ο νέος, σαν γυρίζω και βλέπω πόση δουλειά με περιμένει και δεν μπορώ να πάρω απόφαση να αρχίσω.
Κι εκείνος τότε πολύ σοφά του απάντησε:
- Αν κάθε μέρα, παιδί μου, καθάριζες τόση γη όση πιάνεις με το μπόι σου σαν ξαπλώνεις και κοιμάσαι, θα κόντευες τώρα να τελειώσεις.
Ντροπιασμένος για την τεμπελιά του ο γιος, έβαλε τότε αμέσως σε πράξη τη συμβουλή του πατέρα του. Σε λίγο, είδε με τα μάτια του πως δεν ήταν ακατόρθωτο να καθαρίσει το χέρσο χωράφι". 

Μιμήσου τον κι εσύ, παιδί μου. Κι όταν ξανάρθεις, θα μου πεις, αν στ' αλήθεια είναι τόσο δύσκολο να ξεριζώσεις με υπομονή τα πάθη της ψυχής σου. Ο νέος έφυγε με καινούργια δύναμη από τήν εξομολόγηση, αποφασισμένος να συνεχίσει τον καλό αγώνα.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΡΩΤΗΣΕ Ο ΑΒΒΑΣ ΜΩΥΣΗΣ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΣΙΛΟΥΑΝΟ!

Ρώτησε ο Αββάς Μωυσής τον Όσιο Σιλουανό:
 Είναι δυνατόν στον άνθρωπο να βάζη κάθε μέρα αρχή; ρώτησε ο Αββάς Μωϋσής τον Όσιο Σιλουανό.
— Αν είναι εργάτης της αρετής, αποκρίθηκε ο Γέρων, όχι μόνο κάθε μέρα, αλλά και κάθε ώρα και κάθε στιγμή μπορεί να βάζη αρχή. 

(από το Γεροντικό)

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ: ΤΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ!

ΤΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
"Μια αληθινή πατερική ιστορία, που μας διδάσκει τον λογισμό
της αδελφικής αγάπης και την έμπρακτη εφαρμογή του!"


Μια μέρα, κάποιοι προσκυνητές από την πόλη πήγαν σε ένα χωριό με ασκητές μοναχούς, να δουν τον Αββά Μακάριο, που ζούσε εκεί. Μαζί τους κουβάλησαν ένα καλάθι γεμάτο σταφύλια για να του το δώσουν. 

Όταν έφτασαν, κάθισαν αρκετή ώρα κοντά του, άκουσαν τις πολύτιμες συμβουλές του και ωφελημένοι ψυχικά ξεκίνησαν για την πόλη. 

-Αυτά είναι για σένα, Αββά, του είπαν φεύγοντας. Τα σταφύλια μάθαμε πως σου αρέσουν πολύ. Κράτησέ τα σε παρακαλούμε. 

Ο Αββάς Μακάριος ευχαρίστησε τους προσκυνητές και τους ξεπροβόδισε με χαμόγελο. 
"Τί όμορφα μυρωδικά σταφύλια ήταν αυτά. Δώρο σπάνιο! Σίγουρα θα είναι και πολύ γλυκά...", σκέφτηκε ο Αββάς. Και έκαμε να δοκιμάσει. 
Μα σαν έσκυψε, αντίκρισε απ' το παραθυράκι της καλυβούλας του τους άλλους ασκητές που κι αυτοί ήταν το ίδιο φτωχοί. 
"Δεν είναι σωστό να τα κρατήσω εγώ, σκέφτηκε, ενώ και οι άλλοι πατέρες δεν έχουν δοκιμάσει καθόλου σταφύλια. Θα τα πάω στον Αββά Πέτρο, είναι γέροντας και θα του αρέσουν πολύ".
Τα παίρνει λοιπόν και τα δίνει στον Αββά Πέτρο, που ήταν πράγματι ο γεροντότερος στη σκήτη. 

-Ε, Αββά. Μου έφεραν αυτά τα σταφύλια και σκέφτηκα πως σου αρέσουν πολύ. Θα 'θελα να κάνεις αγάπη και να τα κρατήσεις, είπε καλοσυνάτα ο Αββάς Μακάριος. 
-Ευχαριστώ, Αββά, ο Θεός να σ' ευλογεί, αποκρίθηκε ο γέροντας. 

Κι ο Αββάς Μακάριος πήρε τον δρόμο για το καλυβάκι του. Ο Αββάς Πέτρος πήρε τα σταφύλια και έκαμε να δοκιμάσει κι αυτός. 
"Μα, για στάσου, σκέφτηκε, οι άλλοι Αββάδες δεν έχουν δοκιμάσει καθόλου. Ξέρω πως τα σταφύλια αρέσουν πολύ στον Αββά Ισίδωρο". 
Χωρίς να το πολυσκεφτεί πήρε κι αυτός το καλάθι και του το πήγε. 

-Γέροντα, μου έφεραν αυτά τα σταφύλια. Κάνε αγάπη και κράτησέ τα. Ξέρω πως σου αρέσουν πολύ, είπε ο Αββάς Πέτρος προσφέροντας το δώρο του στον Αββά Ισίδωρο. 
-Ο Θεός να σ' ευλογεί, αποκρίθηκε εκείνος και τα δέχτηκε. 

Μα ούτε και ο τρίτος Αββάς κράτησε τα λαχταριστά σταφύλια. 
"Δεν είναι σωστό να τα κρατήσω", είπε ο Αββάς Ισίδωρος και τα πήγε στον επόμενο.
Και κείνος σε άλλον. 
Μέχρι το τέλος της ημέρας το καλάθι με τα σταφύλια είχε περάσει απ' όλα τα φτωχικά καλυβάκια και κανείς δεν το είχε κρατήσει, γιατί σκεφτόταν πως κάποιος άλλος το είχε περισσότερο ανάγκη.
Όταν έφτασαν τα σταφύλια και στην τελευταία καλυβούλα, ο μοναχός που έμενε εκεί σκέφτηκε:  
"Αυτά τα σταφύλια είναι αμαρτία να τα κρατήσω εγώ. Αρέσουν πολύ στον Αββά Μακάριο". 
Και του τα πήρε στο καλύβι του.

-Αββά, συμπάθα με, μα ξέρω πως αυτά τα σταφύλια σου αρέσουν, κάνε αγάπη να τα κρατήσεις!

Τότε ο Αββάς Μακάριος βλέποντας το καλάθι απείραχτο με όλα τα σταφύλια, έτσι όπως το είχε πάρει από την αρχή της ημέρας, δόξασε τον Θεό, αφού η Σκήτη είχε τέτοιους μοναχούς, που διακρίνονταν για τέτοια αδελφική αγάπη και ευσπλαχνία!
Μα, να, κάποιοι άλλοι μοναχοί φάνηκαν τώρα στον δρόμο. Ήρθαν από πολύ μακριά να πάρουν κι αυτοί την ευχή του Γέροντα. 
Τότε εκείνος με χαρούμενο πρόσωπο τους είπε:

-Ελάτε, παιδιά μου, ελάτε να ξεκουραστείτε και να φάτε απ’ τα πιο γλυκά και ευλογημένα σταφύλια του κόσμου! Αυτά είναι "τα σταφύλια της Αγάπης"!

Και τότε τους διηγήθηκε προς πνευματική ωφέλεια την ιστορία τους.


(από το Γεροντικό) 

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΤΥΦΛΟΣ

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΤΥΦΛΟΣ 

Γέροντα έχω πρόβλημα, πουλάω μικροπράγματα έξω στο δρόμο για να ζήσω, αλλά συνέχεια μια παρέα μικρών παιδιών μου τα κλέβουν και με χτυπάνε στο κεφάλι και γελάνε μαζί μου! Είμαι πολύ αμαρτωλός γέροντα για αυτό συμβαίνει αυτό! 

Θυμωμένος ο Γέροντας απαντάει: Τα παλιόπαιδα, σα δε ντρέπονται πλέον δεν σέβεται κανείς τίποτα σε αυτή την εποχή. Να φωνάξουμε την αστυνομία.  

Και του απαντάει ο Τυφλός: Τι λες γέροντα; Δεν με νοιάζει για τα πράγματα που με κλέβουν, ούτε για το ότι με κοροϊδεύουν και με χτυπάνε, με ενοχλεί που αυτά τα κακόμοιρα παιδάκια γεμίζουν αμαρτίες και μαυρίλα στην ψυχούλα τους εξαιτίας μου…. που είμαι τυφλός. Εγώ ευθύνομαι για τις πράξεις τους και εύχομαι στον Κύριο να μη τους τα καταλογίσει αυτά σαν αμαρτία… και αρχίζει να κλαίει! 

Ο γέροντας μένει άφωνος, σκέφτεται πως απέναντι του έχει ένα Άγιο και πως αυτός σκέφτηκε σαν κοσμικός και όχι σαν πνευματικός… και άρχισε να κλαίει ο γέροντας πιο δυνατά από τον τυφλό και του φώναζε… Άγιε του Θεού να προσεύχεσαι εσύ για μένα... εκείνη την ώρα γέμισε ευωδία όλο το μοναστήρι που την ευωδία (παρουσία δηλαδή της Θείας Χάρης) την αισθάνθηκαν όλοι οι παρευρισκόμενοι και διήρκησε τρεις μέρες ασταμάτητα!!!

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΖΩΣΙΜΑΣ: ΝΑ ΤΟΥ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΗ ΑΓΑΠΗ!

Τι να κάνω με αυτόν τον άνθρωπο; Να του επιβληθώ με τη βία; Να τον βρίσω; Να τον χτυπήσω; Να τον αγνοήσω;

Κι απαντά ο Γέροντας Ζωσιμάς «Να του επιβληθείς με την ταπεινή αγάπη! Με την ταπεινή αθόρυβη αγάπη θα μπορέσεις να υποτάξεις όλο τον κόσμο! Η ταπείνωση, η γεμάτη αγάπη και διάκριση, είναι φοβερή δύναμη. Τίποτε παρόμοια με αυτή δεν υπάρχει! Πρόσθεσε και την προσευχή σου… Αυτό θα κάνεις!

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΕΠΟΥΔΙΤΣΑ

Για την ευχή και την αλεπουδίτσα 

Στην Αίγυπτο όπου υπήρχαν στη βαθιά χριστιανική αρχαιότητα πολλά μεγάλα μοναστήρια, ζούσε ένας μοναχός που ήταν φίλος με έναν αγράμματο απονήρευτο αγρότη-φελάχο. Μια μέρα ο φελάχος είπε στο μοναχό: 

«Κι εγώ λατρεύω το Θεό που δημιούργησε αυτό τον κόσμο! Κάθε απόγευμα χύνω σε μια γαβάθα κατσικίσιο γάλα και το βάζω κάτω από ένα φοίνικα. Το βράδυ ο Θεός έρχεται και πίνει το γαλατάκι μου. Του αρέσει πάρα πολύ! Ούτε μια φορά δεν έμεινε κάτι στη γαβάθα». 

Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο μοναχός, δε μπόρεσε να μη γελάσει. Καλόψυχα και κατανοητά εξήγησε στο φίλο του ότι ο Θεός δε χρειάζεται κατσικίσιο γάλα.
Όμως ο αγρότης επέμενε με πείσμα στο δικό του.
Τότε ο μοναχός πρότεινε την επόμενη νύχτα να παρακολουθήσουν κρυφά τι συμβαίνει, όταν αφήσουν τη γαβάθα με το γάλα κάτω από τον φοίνικα. 

Το είπαν και το έκαναν: 

τη νύχτα ο μοναχός κι ο αγρότης κρύφτηκαν κοντά και στο φως του φεγγαριού σύντομα είδαν ότι μια αλεπουδίτσα είχε πλησιάσει κρυφά τη γαβάθα κι έγλειφε όλο το γάλα ώσπου να την αφήσει πεντακάθαρη. 

Αυτή η αποκάλυψη χτύπησε τον αγρότη σαν κεραυνός! «Ναι», παραδέχτηκε συντετριμμένος, «τώρα το βλέπω, δεν ήταν ο Θεός!»
Ο μοναχός προσπάθησε να καθησυχάσει τον αγρότη κι άρχισε να εξηγεί ότι ο Θεός είναι Πνεύμα, ότι είναι απόλυτα διαφορετικός σε σχέση με τον κόσμο μας, ότι οι άνθρωποι Τον γνωρίζουν με ιδιαίτερο τρόπο… Όμως ο αγρότης στεκόταν μπροστά του με το κεφάλι κάτω και μετά άρχισε να κλαίει κι έφυγε για την καλύβα του. 

Ο μοναχός πήγε κι αυτός στο κελί του. Όμως όταν πλησίασε είδε με κατάπληξη έναν άγγελο στην πόρτα να του φράζει το δρόμο. Ο μοναχός τρομαγμένος έπεσε στα γόνατα κι ο άγγελος είπε: 

«Αυτός ο απλός άνθρωπος δεν είχε ούτε παιδεία ούτε σοφία ούτε μόρφωση για να λατρέψει το Θεό διαφορετικά απ’ ό,τι έκανε. Κι εσύ με τη σοφία και τη μόρφωσή σου του πήρες αυτή τη δυνατότητα. Θα πεις ότι χωρίς αμφιβολία έκρινες σωστά; Όμως ένα πράμα δεν ξέρεις, ω σοφέ: ο Θεός βλέποντας την ειλικρινή καρδιά αυτού του αγρότη, κάθε βράδυ έστελνε στο φοίνικα την αλεπουδίτσα για να τον καθησυχάσει και να δεχτεί τη θυσία του». 

Απόσπασμα από το βιβλίο “Σχεδόν Άγιοι”
του Αρχιμ. Τύχων Σεβκούνωβ

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΚΑΠΟΙΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΑΝΤΩΝΙΟ

Ούτε αυτό το μπορούμε
Από το γεροντικό

Επισκέφτηκαν κάποιοι αδελφοί τον αββά Αντώνιο και του λέγουν:
-Ειπέ μας γέροντα, κάποιο λόγο, πως να σωθούμε;
Τους λέει ο γέροντας:
– Ακούσατε την Γραφή; Αρκετή είναι για σας.
Αυτοί όμως είπας:
-Θέλομε ν’ ακούσωμε και από σένα, πάτερ.
Κι ο γέροντας τους λέει:
– Το Ευαγγέλιο λέει, ΄«αν κάποιος σε ραπίσει στη δεξιά σιαγόνα, στρέψε του και την άλλη».
Αυτοί του λένε:
-Ούτε αυτό το μπορούμε.
Τους λέει ο γέροντας:
-Αν δεν μπορείτε να στρέψετε και την άλλη,  υπομείνατε τουλάχιστον τη μία.
Αυτοί του λένε:
– Ούτε αυτό το μπορούμε.
Τους λέει ο γέροντας:
– Αν ούτε αυτό δεν μπορείτε, μην ανταποδίδετε όσα δεχθήκατε.
Και είπαν:
– Ούτε αυτό το μπορούμε.
Λέει λοιπόν ο γέροντας στο μαθητή του: Φτιάξ’ τους λίγο τραχανά γιατί είναι άρρωστοι.
Και σ’ αυτούς λέει:
-Αν αυτό δεν μπορείτε να το κάνετε κι εκείνο δεν το θέλετε, τι να σας κάνω; Χρειάζονται προσευχές.

ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ
Διμηνιαίο φυλλάδιο Ορθοδόξου διδαχής
Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης
Έτος Α’ – 2002 – Ιούλιος – Αυγουστος

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΑΝ ΔΕΧΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΣΟ ΕΥΚΟΛΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ!


Γεροντικό: Ένας νέος ρώτησε τον εξομολόγο του, αν πραγματικά, όπως του έλεγαν, δεχόταν ο Θεός τόσο εύκολα την μετάνοια του ανθρώπου.
- Αν κατά λάθος σκιστεί κάπου το παλτό σου, παιδί μου, του είπε εκείνος, το βγάζεις και το πετάς σαν άχρηστο;
- Όχι, δα, έκανε ο νέος. Το ράβω και το επιδιορθώνω, όσο βέβαια δέχεται επιδιόρθωση.
- Αν λοιπόν εσύ λυπάσαι το φόρεμά σου κι εύκολα δεν το πετάς, πως δεν θα λυπηθεί ο Θεός το πλάσμα Του και δεν θα κάνει ότι είναι δυνατό για να το διορθώσει; είπε ο καλός Γέροντας κι ανάπαυσε τον νέο.