ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΧΩΡΑΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ;


Μη διαμαρτύρεσαι λέγοντας: Πού είσαι Θεέ μου; Προσεύχομαι και δεν μου αποκάλυψες ποτέ τον εαυτό σου, δεν μου έδωσες ούτε μία χαρά, δεν μου πραγματοποίησες κανένα από τα όνειρά μου. Σου ζητάω υγεία, μου δίνεις αρρώστια. Σου ζητάω βοήθεια, μου δίνεις θάνατο. Σου ζητάω αρετή, μου δίνεις πόνο. Τι Θεός είσαι;
Όχι! Μη σκεφθείς ποτέ έτσι. Ο Θεός ξέρει πότε η καρδιά σου θα είναι χωρητική. Εάν ακόμη δεν πήρες κάτι, σημαίνει ότι δεν χωράει η καρδιά σου. Η καρδιά σου είναι στουμπωμένη, όπως όταν βάζεις πολλά πράγματα μαζί και τα πιέζεις, για να μη μείνει καθόλου κενό αέρος. Ούτε αέρας δεν μπορεί να χωρέσει στην καρδιά σου, και θέλεις να χωρέσει ο Θεός, τον οποίο δεν χωρούν ολόκληροι οι ουρανοί;
"Μόλις δώ, παιδί μου, την κατάλληλη στιγμή, σε βεβαιώ ότι δεν θα καθυστερήσω ούτε ένα δευτερόλεπτο να σου πραγματώσω τους πόθους σου, τις λαχτάρες σου, τα θεϊκά σου όνειρα. Αμέσως θα το κάνω."
Ο οδοντίατρος σου κάνει ένεση και περιμένει να μουδιάσεις για να σε εγχειρήσει. Εάν σου κάνει αμέσως την εγχείρηση, θα πεταχτείς από τον πόνο και μπορεί να σπάσει και το δόντι σου. Έτσι και ο Θεός περιμένει την κατάλληλη στιγμή, για να έρθει να σου φωτίσει την διάνοια, να σου χαρίσει όλο τον παράδεισο. Αυτό που νοσταλγούσες ένα, δύο, τρία, πέντε, είκοσι, πενήντα χρόνια, θα το πάρεις σε μια στιγμή. Η μετάνοια δεν πάει ποτέ χαμένη, και δεν χάνεις τίποτε όταν την ασκείς.

Κείμενο του Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, ενός μεγάλου σύγχρονου νηπτικού πατέρα της εκκλησίας μας.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ ΚΑΙ Η ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ


Ο άνθρωπος ζη κάθε ημέρα μέσα σε ένα τρελό μεθύσι, σε μάι ευφροσύνη, σε μία ικανοποίηση, σε μία «ευτυχία» και «ανάπαυσι», σε μία ευαρέσκεια και αυτάρκεια. Κάθε ημέρα αναπαύεται σε ένα στρώμα το οποίο προέρχεται από τις ποικίλες αμαρτίες του, στην πραγματικότητα όμως πίνει και τρώει τον ευατό του, ζυμώνει το είναι του με τον εαυτό του.

Διότι, ποιος θα μπορούσε να επιζήσει και στον μεγαλύτερο πόνο, αν δεν είχε κάποια χαρά; Έχω την χαρά της γυναικός μου, την χαρά της ελπίδος, της αναγνωρίσεώς μου, του χρήματός μου, ποικίλες χαρές. Κάθε φορά βρίσκω και κάτι. Μπορεί να διαβάσω ένα περιοδικό και να με απορροφήση πέντε ώρες. Αυτή η απορρόφησις είναι μία μέθη άνευ οίνου. Γνωρίζομε όμως ότι δεν είναι δυνατόν ο πιστός να έχει αληθινή ευφροσύνη χωρίς δάκρυα και αληθινή χαρά χωρίς λύπη. Δεν είναι δυνατόν επίσης να υπάρχει κατα Θεόν λύπη, δηλαδή μετάνοια αληθινή, άνευ της χαρμονής, άνευ της χαράς του Χριστού, άνευ της παρουσίας Του. Η λύπη είναι κατά Θεόν όταν είναι χαρμολύπη, και η χαρά είναι αληθινή, όταν βγαίνει από τα δάκρυα της μετανοίας.

Είναι λοιπόν δυνατόν ο άνθρωπος να χαίρεται, να έχει χίλιες δύο ικανοποιήσεις, επιθυμίες ή ενέργειες, να είναι ή να φαίνεται χαρούμενος, αλλά η χαρά του να είναι ψευδής, αν δεν υπάρχει ο οίνος των δακρύων. Μόνον τα δάκρυα δίνουν την αληθινή μέθη. Αλλά και όσα δάκρυα δεν χαρίζουν την μέθη, την χαρά, την ευτυχία, είναι ψευδή, εγωπαθή, μειονεκτικά, αρρωστημένα, δαιμονιώδη, δεν είναι πνευματικά. Τα δάκρυα δεν έχουν αυτά καθ’ εαυτά σημασία. Η σημασία τους έγκειται  στην μέθη την οποία προκαλούν, η δε μέθη ελέγχεται για το γνήσιό της από το αν προέρχεται από τον αληθινό οίνο. Γι’ αυτό ο αββάς Ησαΐας λέγει, έως πότε θα έχω χαρές χωρίς δάκρυ μετανοίας; Και έως πότε τα μάτια μου θα βγάζουν δάκρυα, χωρίς να έχω μεθύσι, χωρίς να είμαι χαρούμενος;

Πόσες φορές εμείς μετανοούμε και δεν έχουμε χαρά! Είναι βέβαιο τότε ότι θα ξαναπέσουμε. Πόσες φορές εξομολογούμεθα και δεν πυρπολείται και δεν μεθάει η καρδιά μας! Προφανώς, είναι ψεύτικος αυτός ο οίνος. Πόσες φορές πιστεύουμε ότι βρήκαμε την αλήθεια ή την χαρά, αλλά δεν έχουμε τον οίνο, το δάκρυ το πνευματικό! Έως πότε λοιπόν θα είναι ψεύτικη η χαρά μου, η λύπη μου, ψεύτικες οι μετάνοιές μου, όλες οι προσφορές μου και οι θυσίες μου για τον Θεό; Εώς πότε θα αμελώ και θα ζω αυτή την ψευδότητα;

Έχω μεθύσι, αλλά δεν έχω οίνο, δεν έχω δάκρυ, διότι η σκληρότητα της καρδιάς μου, που επαχύνθη, που ελιπάνθη, εξήρανε τους οφθαλμούς μου. Από την καρδιά βγαίνουν όλα. Όταν είναι σκληρή η καρδιά, τί να βγάλουν τα μάτια;

Είναι η περιπέτεια της ζωής μας, λόγω των ποικίλων φροντίδων και ενδιαφερόντων μας. Κάθε φορά δηλαδή κάτι μας απασχολεί, κάτι γυαλίζει στα μάτια μας ως επιθυμία. Σήμερα με απασχολεί να πετύχω αυτό, αύριο να διαμορφώσω το μοναστήρι μου κατά τον καλύτερο τρόπο. Κάθε φορά κάτι σαν σαράκι τρώει και σκληραίνει την ρίζα της καρδιάς μου και εν συνεχεία της κεφαλής μου και με αχρηστεύει.

Ο περισπασμός της διανοίας και της καρδιάς είναι η οριστική αχρήστευσις του ανθρώπου. Η φροντίδα, όπως λέγει και η Αγία Γραφή, οδηγεί σε αδιέξοδα. Επιθυμώ και δεν έχω. Επιθυμώντας και μη έχοντας, ή επιδιώκω περισσότερο την πραγματοποίηση τους, ή αναζητώ άλλους ορίζοντες, για να μπορώ να έχω δικό μου μεθύσι, δική μου χαρά. Έτσι, περιπίπτω σε έναν περισπασμό της καρδιάς, ζω από εδώ και από εκεί, ζω παντού, δεν ζω όμως την δική μου ύπαρξη. Το αποτέλεσμα αυτών των ποικίλων απασχολήσεων και περισπασμών είναι να ξεχνάω τα πάντα. Ξεχνάω ότι δεν έχω οίνο, ξεχνάω την λήθη που γεννιέται μέσα μου.

Τί σημαίνει λήθη; Έχω, λόγου χάριν, λήθη του τάδε προσώπου, σημαίνει ότι το πρόσωπο αυτό είναι ανύπαρκτο για μένα. Επομένως όταν ο αββάς Ησαΐας λέγει «ο περισπασμός της καρδιάς μου εποίησέ μοι λήθην» σημαίνει ότι το αποτέλεσμα της λήθης είναι μέσα μου, εγώ είμαι ο τόπος της απουσίας του Θεού. Οι φροντίδες μου και οι επιθυμίες μου με τα οποία ζω, μου απομακρύνουν τον Θεόν· γίνομαι ως άθεος εν τω κόσμο.

«Έως την ώρα του σκότους». Επειδή έχω μεθύσια, ζω νομίζοντας ότι έχω Θεόν, μέχρι την ώρα που θα γλιστρήσω μέσα στο σκοτάδι. Πλησιάζει η τελευταία στιγμή της ζωής μου, κατά την οποία «ουκ έστιν ο μνημονεύων σου», και ακόμη δεν ανεκάλυψα ότι ζω χωρίς Θεόν.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα της χαράς χωρίς δάκρυ και των δακρύων χωρίς χαρά.

από το βιβλίο: ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ
αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου 
εκδ.:ΙΝΔΙΚΤΟΣ

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ

Αιμιλιανός Προηγούμενος Σιμωνοπετρίτης (1934 - 9 Μαΐου 2019)

Αιμιλιανός Προηγούμενος Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας
του ιερομονάχου Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου

Ο Γέροντας αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός, κατά κόσμον Αλέξανδρος Βαφείδης, Καθηγούμενος της καθ΄ ημάς Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας από το 1973 εως το 2000, γεννήθηκε στην Νίκαια Πειραιώς το 1934 από ευσεβείς γονείς, η καταγωγή του όμως εχει μικρασιατικές ρίζες. Η εκ πατρός γιαγιά του Ευδοξία ήταν Κωνσταντινουπολίτισσα, ο δε παππούς του Αλέξανδρος κατήγετο από την Σηλυβρία της Θράκης και εφοίτησε στην περιώνυμη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το έτος 1906 μετοίκησαν στα Σήμαντρα της ευλογημένης γης της Καππαδοκίας, όπου εχρημάτισαν δημοδιδάσκαλοι για τις ανάγκες του ελληνισμού, και στην Ελλάδα ήλθαν μετά την μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Έγγαμοι όντες, επολιτεύοντο ως μοναχοί, αγρυπνούντες και προσευχόμενοι. Χαρακτηριστικο είναι οτι η γιαγιά εκοιμήθη ως μοναχή με το όνομα Ευταξία, η δε μητέρα του ως μοναχή Αιμιλιανή. 

.......Ο Γέροντας εκληρονόμησε από τον παππού τα πνευματικά και σωματικά χαρίσματα του και από την γιαγιά του ανεξάλειπτα πνευματικά βιώματα. Παιδιόθεν έφερε εντός του τον πόθο της αφιερώσεως και επιδιδόταν στην μελέτη του Ευαγγελίου και πολλών πατερικών βιβλίων, καθώς και στην αδιάλειπτη ευχή του Ιησού, απ΄ όπου αρυόταν αυθεντικές απαντήσεις και θείες εμπνεύσεις για την πορεία της ζωής του.


.......Έλαβε την πρωτοβάθμιον εγκύκλιο παιδεία στα Σήμαντρα Χαλκιδικής, όπου είχε εγκατασταθή η γιαγιά του, ενώ την δευτεροβάθμιον στην Νίκαια Πειραιώς, όπου διέμεναν οι γονείς του, με άριστη πάντοτε επίδοση. Τις σπουδές του συνέχισε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αρχικώς στην Νομική Σχολή επί δύο έτη, εν συνεχεία δε στην Θεολογική, για να λάβη ανάλογη με τις εφέσεις της ψυχής του μόρφωση.

.......Κατά την διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών, με ομάδα ομογνωμόνων και ομοφρονούντων φίλων του από τα γυμνασιακά χρόνια ανέπτυξε σπουδαία δράση, οργανώνοντας κατηχητικά, ομιλίες και άλλες εκδηλώσεις, όπου ανεδείχθησαν τα ψυχικά, πνευματικά, ηγετικά και οργανωτικά χαρίσματά του. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές, λόγω της παρεχομένης εκείνη την εποχή αγωγής και κατευθύνσεως, εσκέπτετο την ιερωσύνη, με απώτερον σκοπό την εξωτερική ιεραποστολή. Έκρινε όμως ότι θα ήταν καλύτερο να αρχίση την προετοιμασία για τον σκοπό αυτό σε ένα μοναστήρι. Απευθύνεται τότε προς τον μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονύσιο, που μόλις είχε αναλάβει τα ποιμαντικά του καθήκοντα και είχε φήμη φιλομονάχου επισκόπου. 

Η κουρά του Γέροντα Αιμιλιανού ως μοναχού

.......Ήλθε στα Τρίκαλα το 1960 και ανέθεσε τα καθ΄ εαυτόν στον ποιμενάρχη, ο οποίος την 9η Δεκεμβρίου 1960 τον έκειρε μοναχό με το όνομα Αιμιλιανός. Ως μοναχός ενεγράφη στο Μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Αγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου. Την 11η του ιδίου μηνός ο σεβασμιώτατος τον χειροτονεί διάκονο στον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Τρικάλων και εν συνεχεία τον αποστέλλει σε διάφορες μονές των Μετεώρων, οι οποίες διήρχοντο τότε περίοδο λειψανδρίας, έως ότου τον εχειροτόνησε ιερέα στην Ιερά Μονή Βυτουμά, κατά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το έτος 1961.

.......Μετά την εις Πρεσβύτερον χειροτονία του εγκατεβίωσε στην Ιερά Μονή Αγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου, όπου και παρέμεινε επί ένα τετράμηνο, έως τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Στον έρημο και απομονωμένο εκείνον τόπο έζησε σε πλήρη μόνωση και ησυχία, εκζητώντας εμπόνως και εκτενώς τον Θεόν, «τον λυτρούμενον από καταιγίδος και ολιγοψυχίας». Ο Κύριος, εν τη προνοία του, έγινε ευήκοος εις τας μυστικός κραυγάς του, επεφάνη εις τον δούλον του και μεταμορφώνοντας την ύπαρξή του εν τω φωτί, του απεκάλυψε «οδούς ζωής».

.......Εστράφη πλέον με όλον του τον πόθο και τις δυνάμεις στην μοναχική ζωή και μέσα από τα εναπομείναντα λείψανά της οραματίζεται με ανυπέρβλητο θάρρος και πτεροφυά ελπίδα την αναβίωση και ανακαίνιση της.

Ηγούμενος του Μεγάλου Μετεώρου και πολύπλευρη δραστηριότητά του στην Μητρόπολη Τρίκκης

.......Στο τέλος του 1961, έχοντας και ο μητροπολίτης Τρίκκης τον ίδιο πόθο για την μοναχική ζωή, τον μετεκάλεσε από το Δούσικο και τον κατέστησε ηγούμενο στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Μεγάλου Μετεώρου. Εκεί, μόνος κατ΄ αρχάς, παρά το πάντοτε εύθραυστον της υγείας του, ενισχύοντας τον εαυτόν του με μεγαλόθυμον υπομονή, αόκνως καλλιεργεί την ασκητική, μυστική και μυστηριακή ζωή. Αγρυπνεί, προσεύχεται αδιαλείπτως και επιδίδεται σε εμβριθέστατη και διαρκή μελέτη πατερικών, ασκητικών και εκκλησιαστικών έργων. Με ακόρεστη δίψα αναζητεί, ευρίσκει και ερευνά κάθε κείμενο που αναφέρεται στην οργάνωση και λειτουργία του ορθοδόξου μοναχισμού και μάλιστα του κοινοβιακού, εμβαθύνοντας στους μοναχικούς θεσμούς της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και στα τυπικά διακεκριμένων αρχαίων μονών.

Ενώ η πολιτεία του ήταν καθαρώς ασκητική, την 1η Ιανουαρίου του 1962 ο μητροπολίτης του έδωσε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου και του ανέθεσε την διακονία του κηρύγματος, της εξομολογήσεως και της διαπαιδαγωγήσεως της νεότητος στην επαρχία του, ορίζοντας τον προϊστάμενο στον θεομητορικό ναό αγίας Επισκέψεως Τρικάλων. Ήρεμος, εύχαρις πάντοτε και προσηνής, ιεροπρεπής και αρχοντικός, λειτουργεί σχεδόν καθημερινώς, έκτοτε και μέχρι της ασθενείας του, ζει και ζωογονείται εκ του Άρτου της ζωής. «Θεόν φέρων εν τοις σπλάγχνοις του και θεϊκαίς αστραπαίς εξαστράπτων», εξέρχεται εκ των σπηλαίων του ως λύχνος καιόμενος και φαίνων τοις πιστοίς, σαγηνεύοντας τον λαό του Θεού με τα πνευματέμφορα κηρύγματα του και καταρτίζοντας αυτόν «εν πάση σοφία και συνέσει πνευματική».

Στα εξομολογητήρια τον περιεκύκλωνε πλήθος νέων και παιδιών, χάριν των οποίων προσέφερε αφειδώς κόπο, χρόνο, δάκρυα, προσευχή, «έτι δε και την εαυτού ψυχήν». Νέα περίοδος άρχισε από τούδε στην ζωή του σεβαστού Γέροντος. Δεν είναι πλέον μόνος. Γίνεται «πατήρ» διά πολλούς «υιούς και θυγατέρας του Θεού», ζει και αισθάνεται ως αληθής απόστολος. Η ζωή του είναι αφιερωμένη στα τέκνα του μετά πάσης ελευθερίας, χωρίς να αναμένη ποτέ, έως τέλους, ούτε την ελάχιστη ανταπόδοση και ανταπόκριση. Εκ του πλήθους αυτών αρκετοί σκέπτονται την μοναχική ζωή και, συν τω χρόνω, εδημιουργήθη ο πρώτος πυρήνας της αδελφότητος της Μονής του Μετεώρου, ενώ άλλοι στρέφονται στον κλήρο η στην οικογενειακή ζωή, όλοι πάντως ως μία ευρύτερη πνευματική οικογένεια με κέντρο το μοναστήρι.

Το 1963 εγκαταστάθηκαν στο Μεγάλο Μετέωρο οι δύο πρώτοι μοναχοί, και από το σχολικό έτος 1965-66 πλειάς μαθητών του γυμνασίου πολιτεύονται πλέον ως δόκιμοι πλησίον του. Την 6η Αυγούστου 1966 ο Γέροντας του, μητροπολίτης Διονύσιος, τον έκειρε μεγαλόσχημο μοναχό. Η ζωή του Μετεώρου και η πορεία του νεαρού, πλην όμως χαρισματούχου τέκνου του, κατευφραίνουν εμφανώς την καρδιά του σεβασμιωτάτου και την γεμίζουν με χρηστές ελπίδες. Στην άρχή της θεμελιώσεως της μοναχικής ζωής στα Μετέωρα συμβουλεύεται και συνάπτει πνευματικούς δεσμούς με σύγχρονες του οσιακές μορφές: Αθανάσιον Χαμακιώτη, παπα-Δημήτρη Γκαγκαστάθη, Αμφιλόχιον Πάτμου, Φιλόθεον Ζερβάκο, Σίμωνα Αρβανίτη, Δαμασκηνόν Κατρακούλη. Την ίδια περίοδο συνδέεται με τους διαπρεπείς νυν Σέρβους ιεράρχας και φοιτητάς τότε του Πανεπιστημίου Αθηνών, πνευματικά τέκνα του αγίου Γέροντος και στύλου της σερβικής Εκκλησίας μακαριστού π. Ιουστίνου Πόποβιτς, τον οποίον θα επισκεφθει στην Σερβία (1976), ως Καθηγούμενος πλέον της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας. Την ίδια εποχή ο Γέροντας άρχισε και τις προσκυνηματικές του πορείες στο Άγιον Όρος, για να συλλέξει πλούτον πνευματικής εμπειρίας. Γνωρίζεται τότε με τον αείμνηστο Γέροντα Παΐσιο και, φθάνοντας μέχρι την ακρώρεια του Άθωνος, συναντά τον μέγα αθλητή της υπακοής παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτη. Έκτοτε, μεταξύ των δύο ανδρών αναπτύσσεται ιδιαιτέρα πνευματική σχέση, για την οποία ο οσιωθείς παπα-Εφραίμ έλεγε συχνά: «Βρήκα τον απολεσθέντα Γέροντά μου, έναν άλλο Γέρο-Ιωσήφ, τον χρυσόγλωσσο και σεβαστό Γέροντα Αιμιλιανό».

Το 1968, με την κουρά των νεαρών τότε υποτακτικών, απαρτίζει την αδελφότητά του Μετεώρου και, με βαθειά προνοητικότητα η καλύτερα προόραση, θέτει τις βάσεις της κοινοβιακής ζωής. Με το διορατικό του βλέμμα εξ αρχής εκλέγει και προκρίνει ως διάδοχό του τον μαθητή τότε Γυμνασίου Εμμανουήλ Ράπτη, τον σημερινόν Καθηγούμενον της Ιεράς Μονής μας πανοσιολογιώτατον αρχιμανδρίτην Ελισσαίον.Κατά το έτος 1972, μετά από πολυετή δοκιμασία και δυσκολίες, είναι έτοιμος ο πρώτος πυρήνας της γυναικείας μοναστικής αδελφότητος, η οποία με Προεστώσα την νυν Γερόντισσα Νικοδήμη εγκατεστάθη προσωρινά στην Ιερά Μονή Αγίων Θεοδώρων, εγγύς των Μετεώρων.Ενώ η γυναικεία αδελφότης ήταν ακόμη στα σπάργανα, ο σοφός Γέροντας ετοίμαζε τον εσωτερικό Κανονισμό της -πνευματική διαθήκη και το μόνο γραπτό κείμενο του-, που σε τελική μορφή παρεδόθη στις αδελφές την 5η Μαΐου 1975, όταν πλέον είχαν εγκατασταθεί οριστικά στο σημερινό Μετόχι.

Εκλογή του ως Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας

.......Μετά την αδόκητη προς Κύριον εκδημία του μακαριστού μητροπολίτου Διονυσίου τον Ιανουάριο του 1970, την ανάγκη εξασφαλίσεως περισσότερον ήσυχου και καταλλήλου μοναστικού τόπου για την αδελφότητα, μακριά από τον θόρυβο και τον τουρισμό, καθώς και την επίμονη παράκληση της εν λειψανδρία τότε ευρισκομένης Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, τέλη του 1973, η αδελφότης του Μετεώρου μεταφυτεύεται στο Αγιώνυμον Όρος. Επειδή η θέση του ηγουμένου στην Ιερά Μονή ήτο κενή λόγω κοιμήσεως του μακαριστού αρχιμανδρίτου Χαραλάμπους, ο Γέροντας την 25η Νοεμβρίου 1973 εκλέγεται από τους παλαιούς αδελφούς της Ιεράς Μονής, κατά τα αγιορείτικα τυπικά, Καθηγούμενος της Μονής και ακολούθως ενθρονίζεται την 17η Δεκεμβρίου από την Ιερά Κοινότητα. Την εγκατάσταση της Μετεωριτικής συνοδίας στον Ιερό Άθωνα εχαιρέτισαν οι Αγιορείται Πατέρες με πολλές ελπίδες. Και όντως ακολούθησαν και άλλες συνοδίες, ώστε να αυξηθούν κατά πολύ οι μοναχοί στο Άγιον Όρος.

.......Ο σεβαστός Γέροντας, συγχρόνως με την αγρυπνητική ζωή του, την Θεία Λειτουργία και τα λοιπά καθήκοντά του, επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση της εσωτερικής ζωής της νέας αδελφότητος. Με σοφία και διάκριση προσλαμβάνει την αγιορείτικη παράδοση με τα υπάρχοντα τυπικά της, θέτει και την προσωπική του σφραγίδα -«στοίχων τοις θείοις Κανόσι» των αγίων Πατέρων, τους οποίους τόσο πολύ αγάπησε και με διακαή δίψα και κόπο έφερε και πάλι στο φως- και δημιουργεί το τυπικό της Μονής. Εκκεντρίζει με σεβασμό και αγάπη στην πείρα των παλαιών γερόντων τον νεανικό ενθουσιασμό, την αφοσίωση και τον ζήλο των νεωτέρων μοναχών, αυξάνοντας κατα πολύ την αδελφότητα. Με την εν γένει χρηστή διοίκησή του και την πατρική διαποίμανση ανώρθωσε το κύρος και προέβαλε την μακραίωνα παράδοση της παλαιφάτου αυτής Ιεράς Μονής.

Οργάνωση και ενίσχυση των μετοχιών της Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας στην Ελλάδα και το εξωτερικό

......Μετά την τακτοποίηση της συνοδίας του στο Άγιον Όρος, ενδιαφέρεται πατρικώς για την εγκαταβίωση της συμπηχθείσης γυναικείας αδελφότητος στην Ορμύλια Χαλκιδικής την 5η Ιουλίου του 1974, στο παλαιό Βατοπαιδινό μετόχι Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, το οποίο αγοράσθηκε από την Ιερά Μονή μας, και με την έγκριση του επιχωρίου επισκόπου και την συνδρομή της Ιεράς Κοινότητος κατέστη και λειτουργεί έκτοτε ως Μετόχιον αυτής.

.......Μύριους κόπους και πόνους κατέβαλε για την ανακαίνιση του ερειπωμένου και μικρού αυτού Μετοχίου, του οποίου κατηξιώθη να γίνη σοφός και μεγαλόφρων κτίτωρ, διότι τα πάντα έπρεπε να αρχίσει εκ του μηδενός. Εξασφαλίζοντας την απαραίτητη για την ησυχία πέριξ του Μετοχίου έκταση, άρχισε το 1980 την κτιριακή ανοικοδόμηση, «ευδοκία και χάριτι Θεού» αλλά και με την συνδρομή του πιστού λαού, ώστε σε μία περίπου δεκαπενταετία αναπτύχθηκε ένα μεγάλο Κοινόβιο. Απερίγραπτη ήταν η χαρά και η συγκίνηση του κατά την θεμελίωση του Καθολικού του Μετοχίου την 14η Σεπτεμβρίου 1980 από τον μητροπολίτη Κασσανδρείας κυρό Συνέσιο, στο σεπτό πρόσωπό του οποίου συνήντησε τον διακριτικό και νουνεχή επίσκοπο. Το Μετόχι, την 25η Οκτωβρίου 1991 διά Σιγιλιώδους Πατριαρχικού Γράμματος της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, έλαβε Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή αξία.

Ακολουθώντας το παραδείγμα των Πατέρων, των βοηθούντων τους εν ανάγκαις και ασθενείαις συνανθρώπους, ιδρύει το 1982 πλησίον του Μετοχίου το Κέντρον πνευματικής και κοινωνικής συμπαραστάσεως «Παναγία η Φιλανθρωπινή» -κληροδότημα του αειμνήστου καπετάν Ιωάννου Χατζηπατέρα-, το οποίο λειτουργεί με την εποπτεία και φροντίδα της γυναικείας αδελφότητος, ως ταπεινή και ανιδιοτελής προσφορά στον λαό της περιοχής.

.......Ο Γέροντας θεωρούσε ως Σιμωνόπετρα και όλα τα Μετόχια της: την Ανάληψη στην Αθήνα, τον Άγιο Χαράλαμπο στην Θεσσαλονίκη, τον Όσιο Νικόδημο στον Πεντάλοφο Γουμενίσσης. Και στην Γαλλία τον Άγιο Αντώνιο, την Μεταμόρφωση και την Αγία Σκέπη. Για όλα έδειξε ενδιαφέρον, στοργή και συμπαράσταση, διότι πολλοί συγκομίζονται εκεί, βρίσκοντας την Εκκλησία τόσο κοντά τους.

.......Ιδιαίτερη πρόνοια και επιμέλεια έδειξε για τους προστρέχοντας εις αυτόν ετεροδόξους αλλοδαπούς, πολλούς εκ των όποιων εκατήχησε, εβάπτισε και έκειρε. Ανάμεσα τους ξεχωριστή θέση κατέχουν οι αρχιμανδρίται π. Πλακίδας Deseille και π. Ηλίας Ragot, μαζί με τις συνοδίες τους. Από αυτές, κατά το διάστημα 1979 έως 1984 και με την διαρκή καθοδήγηση και συμπαράσταση του Γέροντος, γεννήθηκαν, όπως αναφέραμε, τα τρία Μετόχια της Σιμωνόπετρας στην Γαλλία: ένα άνδρωο, του Αγίου Αντωνίου, και δύο γυναικεία, της Αγίας Σκέπης και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, τα οποία αποτελούν φυτώρια του Ορθοδόξου μοναχισμού στην Δύση.

.......Από το 1980 μετέβη μερικές φορές στα Μετόχια της Γαλλίας, για να κατευθύνει και να ενισχύσει τις νέες αδελφότητες. Επισκέφθηκε τότε και τον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Essex Αγγλίας, με τον οποίον συνδέθηκε με αμοιβαία αγάπη και βαθειά πνευματική σχέση. Το 1988 μάλιστα παρέστη στις εκεί τελετές αγιοποιήσεως του Γέροντος Σιλουανού και των εγκαινίων του ομωνύμου ναού του, ενώ το 1993, λίγο προ της κοιμήσεως του Γέροντος Σωφρονίου, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του να ευλόγηση την τελευταία κατοικία του στην νεόκτιστη κρύπτη. Ο Γέροντας συμμετείχε ως Καθηγούμενος στα κοινά του Αγίου Όρους στις συνάξεις των ανωτάτων θεσμικών οργάνων του, της Δισενιαυσίου Ιεράς Συνάξεως και της Εκτάκτου Διπλής Ιεράς Συνάξεως, με την πείρα δε και διάκριση του συνέβαλε προθύμως στην διευθέτηση πολλών αγιορείτικων υποθέσεων. Εκπροσώπησε επίσης πολλές φορές το Άγιον Όρος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην Ελληνική Πολιτεία και αλλού, ως μέλος Ιεροκοινοτικών Επιτροπών και εξαρχικών αποστολών.

.......Εργαζόμενος κυρίως ως πνευματικός πατήρ της Μονής του και της αδελφότητος του εν Ορμυλία Ιερού Μετοχίου, τον περισσότερο χρόνο του διέθετε τόσο στην πληροφορία της διακονίας αυτής, όσο και στην εντρύφηση της μοναχικής ζωής στην φιλτάτη του μόνωση και ησυχία. Η αγάπη του όμως για τον λαό του Θεού και την Εκκλησία τον έκανε να ανταποκρίνεται ενίοτε και στις προσκλήσεις των κατά τόπους αρχιερέων η και άλλων φορέων, για ομιλίες η συμμετοχή του σε θεολογικά-μοναχικά συνέδρια στην Ελλάδα, στην Κύπρο ή άλλου, προς καταρτισμόν του χριστεπωνύμου πληρώματος.

.......Προορώμενος τον Κύριον ενώπιον του διά παντός, αντιπαρήρχετο με πολλήν φυσικότητα και απόλυτον ηρεμία και χαρά κάθε δυσκολία, δεχόμενος τα πάντα ως θεία ευλογία. Με την αυτή διάθεση δέχθηκε και την μεγάλη πυρκαϊά του Αυγούστου του 1990, η οποία κατέκαυσε το Άγιον Όρος και απείλησε σοβαρά την Μονή μας.

Απόσυρση του Γέροντα Αιμιλιανού στο μετόχι της Ορμύλιας

.......Στις αρχές του 1995 ένας μόνιμος κλονισμός της υγείας του υποχρέωσε τον σεβαστό Γέροντα να αποσυρθεί σταδιακώς από τα ηγουμενικά καθήκοντά του και να εγκατάλειψη το περιπόθητο μοναστήρι του και το πεφιλημένο του Άγιον Όρος. Το έτος 2000 ο σεπτός Πατήρ παρέδωσε την σκυτάλη της ηγουμενίας στον νύν Καθηγούμενον της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας πανοσιολογιώτατον αρχιμανδρίτην Ελισσαίον, ο οποίος με υϊικόν σεβασμό συνεχίζει το έργο του και ο ίδιος εφησυχάζει στο Μετόχι της Ορμύλιας, «ανταναπληρών τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί αυτού, υπέρ του σώματος του Χριστού, ο έστιν η Εκκλησία», με πολλή υπομονή και καρτερία.

.......Από τον πλούσιον πνευματικόν αμητόν του Γέροντος ελάχιστα κείμενα είδαν το φως της δημοσιότητος κατά τις ημέρες της δράσεως του, διότι ο ίδιος, έχοντας ως μόνον σκοπό τον καταρτισμό και την οικοδομή των πνευματικών του τέκνων ή του ποιμνίου της Εκκλησίας, απέφευγε ταπεινοφρόνως την έκδοσή τους.

.......Ο λόγος του Γέροντος Αιμιλιανού χαρακτηρίζεται από την βιωματική προσέγγιση των θεμάτων, την βαθειά ανάλυση των νοημάτων και το πηγαίον της εκφράσεως. Οι κατηχήσεις του αποτελούν πολύτιμη κληρονομιά και παρακαταθήκη για τους μοναχούς του. Κρατήρ πεπληρωμένος «οίνου άκρατου», ο οποίος με την επ΄ εσχάτων σιωπή του κατέστη «περικεχρυσωμένος και περιηργυρωμένος», διαφυλάσσεται από τις δύο αδελφότητες ως τιμαλφέστατον κειμήλιο και εκχέεται στην Εκκλησία του Θεού ως διακονία αγάπης.

.......Την καταγραφή των πολυπληθών κατηχήσεων και ομιλιών του ανέλαβε η γυναικεία αδελφότης του Μετοχίου Όρμυλίας, η οποία και προέβη στην έκδοσή τους το έτος 1995, εγκαινιάζοντας την σειρά «Κατηχήσεις και Λόγοι». Στα πλαίσια της σειράς αυτής έχουν κυκλοφορήσει τέσσερεις τόμοι: Σφραγίς Γνήσια (1995), Ζωή εν Πνεύματι (1998), Αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω (1999), Θεία Λατρεία - Προσδοκία και όρασις Θεού (2001). Παράλληλα με την ελληνική έκδοση, οι Κατηχήσεις μεταφράζονται στην γαλλική, αγγλική, ρουμανική, ρωσική και σερβική γλώσσα.

.......Η δημοσίευση συνόλου του πνευματικού έργου του πολυφθόγγου Πατρός αποτελεί φροντίδα υϊικής αγάπης και αιωνίου ευγνωμοσύνης των τέκνων του, και αναμένεται να καλύψη σε πολλούς τόμους ποικιλία θεμάτων: ομιλίες και κηρύγματα, ερμηνεία ασκητικών Πατέρων (αββά Ησαΐου, Ησυχίου πρεσβυτέρου, Γρηγορίου Σιναΐτου, Μαξίμου του Ομολογητού, οσίου Θαλασσίου, οσίου Θεογνώστου), ερμηνεία μοναστικών κανόνων (Αντωνίου του Μεγάλου, αγίου Αυγουστίνου, αγίου Μακαρίου, αγίου Παχωμίου), μοναχικοί θεσμοί και πρακτική ζωή (μοναχισμός, μοναχικός κανών, η ζωή του μονάχου, σχέσεις Γέροντος και υποτακτικού), ερμηνεία βίων αγίων (οσίου Νείλου του Καλαβρού, οσίου Ρωμύλου), ερμηνείες Βιβλικών, υμνολογικών και θεολογικών κειμένων (ψαλμών, προφητειών, ύμνων, κ.ά.).

.......Η ηγουμενία του Γέροντος στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας αξιολογείται ήδη ως μία από τις ευλογημένες περιόδους της νεωτέρας ιστορίας της Μονής, για την οποία η ιδία σεμνύνεται, συμπίπτει δέ, θεομητορική προστασία, με την ευρύτερη αθρόα επάνδρωση και ακτινοβολία συνόλου του Αγίου Όρους. Όπως το διατυπώνει όμως ο ίδιος, «η μοναστική αδελφότης του Κοινοβίου, ζώσα με τον ίδιον αυτής ρυθμόν, ζη ουσιαστικώς εν τη Εκκλησία διά την Εκκλησίαν, ως η καρδία η μέλος τι σώματος, και δεν εκτιμάται από την ανάπτυξιν δραστηριότητος αλλά, κυρίως, από την εραστικήν αναζήτησιν του Θεού. Ούτως οι μοναχοί αποβαίνουν θεοειδείς, ελκύοντες και τους άλλους προς την θείαν ζωήν»

(Τυπικόν Ιερού Κοινοβίου Ορμυλίας).

ΕΚΟΙΜΗΘΗ Ο ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ


Σάββατο 27 Μαΐου 2017

ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΟΝΙΖΟΥΜΕ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ, ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ!

Γέροντας Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης: Ποτέ δέν τονίζουμε σέ κάποιον τήν ἀδυναμία του, τό πρόβλημά του. Ποτέ δέν τοῦ ὑπενθυμίζουμε τήν κακία του, τήν ἁμαρτία του. Μόνον τόν ἔπαινο χρησιμοποιοῦμε, ἀλλά τόν εὐγενῆ ἔπαινο, ὄχι τόν ἀφελῆ.

Διότι ὁ ἄνθρωπος οὐδέποτε διορθώνεται μέ ὀνειδισμό, ὅπως καί μέ παρατήρηση. Πρέπει νά εἶναι πολύ ἅγιος, γιά νά δεχθῆ νά διορθωθῆ μέ τόν ὀνειδισμό, τήν ὑπόδειξι ἤ τήν παρατήρησί σου. Ἀλλά, ἐάν ἦταν τόσο ἅγιος, δέν θά εἶχε αὐτό τό ἐλάττωμα, γιά τό ὁποῖο χρειάσθηκε νά τοῦ κάνης παρατήρησι ἐσύ.

Αφοῦ λοιπόν τό ἔχει, τό μόνο πού χρειάζεται, εἶναι ὁ ἄκρος σεβασμός σου, γιά νά μπορέση κάποτε νά ταπεινωθῆ καί νά διορθωθῆ, βλέποντας τήν δική σου εἰρήνη, πραότητα, ταπείνωσι, ἀγάπη, μακροθυμία, χρηστότητα, ἐπιείκεια, γλυκύτητα… Μόνον ὅποιος ἔχει αὐτές τίς ἀρετές μπορεῖ νά διορθώση κάποιον ἄλλον. Ας μην ονειδίζουμε λοιπόν τον άλλον και του υπενθυμίζουμε το ελάττωμά του. Αυτό απαιτεί η αξιοπρέπειά μας, η ευγένειά μας και η στοιχειώδης φιλαδελφία μας. 

«Νηπτική ζωή καί ἀσκητικοί κανόνες»

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΤΙ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΟΤΑΝ ΛΕΜΕ ΟΤΙ ΤΑ ΧΟΥΓΙΑ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΟΥΝ;

Η  παροιμία λέγει ότι τα χούγια δεν αλλάζουν μέχρι να πεθάνει ο άνθρωπος. Αυτή στην ουσία έχει δύο έννοιες.
Πρώτον, εκφράζει ότι εμείς οι άνθρωποι τόσο πολύ αγαπάμε τα χούγια μας, τις συνήθειές μας, ώστε οι ίδιοι δεν θέλουμε να τις βγάλουμε, όχι ότι δεν βγαίνουν οι συνήθειες. Τις αγαπάμε τις συνήθειές μας, τις υποστηρίζουμε, μας αρέσουν και προτιμούμε καλύτερα να μας σφάξουν παρά να αλλάξουμε μία συνήθειά μας. Παρατηρήστε, όταν θελήσουν να μας αλλάξουν κάποια συνήθειά μας, κάποια σκέψη μας, κάποια γνώμη μας, πως αμέσως αντιδρούμε. Αμέσως ταραζόμαστε, γιατί την αγαπάμε την συνήθειά μας, όχι ότι αυτή δεν αλλάζει. Ίσα ίσα που η Αγία Γραφή λέγει ότι και ο ηλικιωμένος Νικόδημος η οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να ξαναγεννηθεί λαμβάνοντας το βάπτισμα. Η Αγία Γραφή λέγει ότι καρδίαν καινή δίνει ο Θεός, κάνοντάς μας ανάπλαση του νου, του βαθυτέρου είναι μας, και έτσι γινόμεθα καινούργιοι ημέρα τη ημέρα. Επομένως, αλλάζει ο άνθρωπος.
Δεύτερον, εκείνα που πράγματι δεν αλλάζουν είναι τα σωματικά και ψυχικά ιδιώματα του ανθρώπου –αμφότερα φυσικά είναι-, στα οποία χωράει ένα πράγμα, η δική μας κατάφασις: τα δέχομαι και προχωράω. Εγώ παραδείγματος χάριν, πάω στο μοναστήρι αγράμματος και θέλω να παρουσιάζομαι ως εγγράμματος. Τότε είναι φυσικό να αποτύχω. Διότι, εάν δεν έμαθα γράμματα μέχρι της ηλικίας των δεκατεσσάρων, δεκαπέντε χρόνων, μετά δεν μπορώ να μάθω. Δεν μπορώ να αποκαταστήσω την άγνοιά μου με μεταγενέστερες σπουδές, διότι θα γίνω χειρότερος. Να παραδεχτώ λοιπόν την αγραμματωσύνη μου και να πάω στο μοναστήρι ως αγράμματος. Εάν θελήσω να εξομοιωθώ με τους μορφωμένους, θα χάσω την ειρήνη μου. Υπάρχουν πολλά φυσικά ιδιώματα.
Εκ φύσεως είμαι εξωστρεφής ή νωθρός ή έξυπνος ή αφελής ή ζωηρός ή σοβαρός ή έχω τούτο το κακό ή το καλό. Μεταβολή βέβαια σε αυτά γίνεται• αύξηση, πρόοδος, μείωσις γίνεται, αλλά όχι τελεία αλλαγή. Αυτά αποτελούν το περιεχόμενο που μας χάρισε ο Θεός, επί τη βάσει του οποίου θα προχωρήσουμε, και το οποίο θα χρησιμοποιήσουμε ως αντάλλαγμα, για να πάρουμε την χάρη του Θεού. Όταν λοιπόν λέμε, τα ανθρώπινα «χούγια» δεν αλλάζουν, εννοούμε: ή ότι δεν θέλουν οι άνθρωποι αλλαγή, ή ότι πρόκειται περί φυσικών και ψυχικών ιδιοτήτων του ανθρώπου. Αυτά δεν μας εμποδίζουν στον δρόμο μας.
Αυτά είναι το χωράφι, το οποίο πρέπει να καλλιεργήσουμε• δεν χρειάζεται να αλλάξουν αυτά, μόνον να τα προσφέρουμε στην υπηρεσία του Θεού. Εγώ θα προσφέρω την χαρά μου, εσύ την εξυπνάδα σου, ο άλλος την μόρφωσή του. Να τα προσφέρω όμως σαν σκύβαλα, διότι τίποτε δεν είναι, πεταγμένα πράγματα είναι, αν και είναι αγαθά, και τότε μπορώ θαυμάσια να προχωρήσω. Τα «χούγια», και μάλιστα τα πνευματικά, δεν αλλάζουν, επειδή εμείς δεν θέλομε. Εμείς τα ράβουμε επάνω στην ψυχή μας με την μεγάλη εκείνη βελόνα και με την κάμιλο, με το χονδρό δηλαδή σχοινί, με το παλαμάρι του θελήματος. Και επειδή είναι τόσο δύσκολο να αλλάξει το «χούγι» του ανθρώπου, αφού το αγαπάει, γι’ αυτό είναι φρόνιμο να μην θέλουμε να αλλάζουμε τους άλλους, τον εαυτό μας όμως να τον αλλάζουμε. Λόγου χάριν, θα δεις ότι ο άλλος είναι τεμπέλης. Μη θέλεις να αλλάξει. Θα διαπιστώσεις ότι ο διπλανός σου είναι πολυλογάς. Δέξου τον όπως είναι.
Τί μπορείς μόνον να κάνεις; Όταν δεις τα παπούτσια του, κλείσε την πόρτα σου και μη μιλάς, ώστε να κτυπήσει και να αναγκασθεί να φύγει. Ή βλέπεις ότι ο άλλος είναι υβριστής• φωνάζει, νευριάζει. Όταν σε πλησιάσει, πες στον εαυτό σου: Τώρα θα έρθουν τα σύννεφα, οι βροντές, οι αστραπές• θα αρχίσουν οι φωνές, οι θυμοί. Να το περιμένεις αυτό, και να μη θέλεις να αλλάξει. Να μη λες: Μα, καλόγερος και να θυμώνει; Διότι από την ώρα εκείνη διακυβεύεται η δική σου ζωή. Όπως, όταν αμαρτάνει ο άλλος τον δικαιολογούμε και λέμε ότι άνθρωπος είναι, το ίδιο να λέμε και για το «χούγι» των άλλων. Αλλά, όταν αμαρτάνουμε εμείς, να λέμε: Δεν μπορεί να αμαρτάνει ο άνθρωπος που γεννήθηκε από το Πνεύμα το Άγιον, διότι η αμαρτία είναι χωρισμός από τον Θεόν. Άλλα θα πούμε για τον εαυτό μας και άλλα για τους άλλους.

Και όντως, είναι αφελέστατος και αποτυχημένος, όποιος συλλάβει έστω και απλώς την ιδέα να αλλάξει τους άλλους. Αποτυγχάνει καθημερινά, όταν θελήσει να επιφέρει κάποια αλλαγή στον άλλο και ιδίως στην γνώμη του άλλου. Θα θυμάστε το περιστατικό από το Ευαγγέλιο, που πήγαν στον Χριστό δύο αδέλφια και του είπαν: Χώρισέ μας το χωραφάκι μας, σε παρακαλούμε. Τί τους απάντησε; Δεν είναι δουλειά μου. (Λουκ.12.3-14) Γιατί; Διότι θα ερχόταν σε σύγκρουση με την θέληση του ενός εξ αυτών. Ουδέποτε ήρχετο ο Χριστός σε σύγκρουση. Μία φορά μόνον το έκανε, με τους Φαρισαίους, με τα «ουαί». Έριχνε απλώς τον λόγο, την διδασκαλία του, τα δίχτυα του, και μάλιστα πώς; Με παραβολές• γιατί, εάν θα μιλούσε ανοιχτά, θα συγκρουόταν με τις ιδέες τους, με τις αντιλήψεις τους. Ο άνθρωπος πάντοτε καταλαβαίνει αυτό που θέλει. Τα έλεγε λοιπόν κεκαλυμμένα, και τα καταλάβαιναν όσοι ήθελαν• όσοι δεν ήθελαν, έλεγαν μόνον, τί ωραία που μιλάει! Μέλι και γάλα βγαίνει από το στόμα του. Έτσι τους κέρδιζε όλους…

Χαρισματική Οδός
Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου
εκδ. Ίνδικτος

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΚΑΙ ΑΝ ΕΓΩ ΚΟΥΡΑΖΟΜΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΟΥ!


Και αν εγώ κουράζομαι στην προσευχή μου, στην παράστασή μου ενώπιον του Θεού, και αν εγώ αγνοώ τον Θεό, και αν νυστάζω ή δεν καταλαβαίνω ή μου φεύγουν τα λόγια της προσευχής ή ζω μέσα σε χίλια σκοτάδια, είμαι βέβαιος ότι μέσα στην άγνοιά μου, στην αορασία μου, σε αυτό το σκότος μου είναι παρών ο Θεός. Ο Θεός με ακούει, ο Θεός με βλέπει, ο Θεός παρίσταται.
Ας μη θέλω εγώ να Τον απολαμβάνω. Ας θέλω- να το πούμε έτσι- να με απολαμβάνει ο Θεός. Ας θέλω να με χαίρεται ο Θεός. Είτε κοιμάμαι είτε είμαι ξύπνιος, είτε ζώ είτε πεθαίνω, είτε είμαι ολόκληρος μια ζωντάνια ενώπιον του Θεού είτε είμαι ένας νεκρός, ο,τιδήποτε και άν είμαι, αυτό που έχει σημασία είναι να παρίσταμαι ενώπιόν του. 
Επομένως, ασκητικότητα, πάλεσμα ασκητικό, σημαίνει να κάθομαι ενώπιον του Θεού... Να μη ζητάω εγώ να δω τον Θεό, αλλά να με βλέπει ο Θεός.

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗ: ΜΙΣΟΣ, ΕΞΟΥΔΕΝΩΣΗ, ΖΗΛΕΙΑ, ΓΟΓΓΥΣΜΟΣ

Ο άνθρωπος για να έχει πνευματική ζωή, να έχει το φως στη ζωή του, πρέπει να έχει τελεία επικοινωνία με το περιβάλλον του.

Από τη στιγμή που δεν έχει αυτή την απλή, την φυσική, την άνετη εγκατάλειψη και παράδοση του εαυτού του στον άλλον, και επομένως την βίωση του άλλου ως οικείου μέλους, δεν μπορεί να έχει Θεόν.

Γι’ αυτό σκοτίζεται η ψυχή, όταν κλονίζεται η σχέση της με τον Θεό.

Μίσος
 
Πως όμως κλονίζεται; Με το να μισεί τον πλησίον του. Το μισώ τον πλησίον έχει κατά κύριον λόγο ενεργητική έννοια και σημαίνει, κτυπώ, αρνούμαι, επιτίθεμαι εναντίον του άλλου. Εκφράζει την επιθετική διάθεση της ψυχής. Αντί να έχω φυσική σχέση με τον άλλον, να τον βάζω στην καρδιά μου, έχω το μίσος, που είναι μία έξοδος του άλλου από την καρδιά μου και από την ζωή μου.

Μίσος λοιπόν είναι να βλέπω ως έτερον τον άλλον, να τον πετάω έξω από την καρδιά μου, να μην το θεωρώ ως είναι μου. Αντί να δω ότι ο άλλος είμαι εγώ, βλέπω ότι είναι κάτι διαφορετικό. Αυτό μπορεί να είναι φυσικό για τους ανθρώπους του κόσμου, αλλά για μας, που είμαστε σώμα Χριστού, είναι αφύσικο.

Το μίσος είναι εκ των μεγάλων αμαρτημάτων, διότι είναι απόρροια μεγάλης εμπαθείας και δείχνει ότι ο άνθρωπος δούλεψε πολλά χρόνια στην αμαρτία και τα πάθη, και έχει σκληρυνθεί τόσο πολύ η καρδιά του, ώστε κατά κάποιο τρόπο έγινε ανώμαλη και όχι μόνο δεν μπορεί να αγαπήσει, αλλά και μισεί. Χρειάζεται πολύ δάκρυ για να αποβάλλει κάποιος το μίσος. Δεν είναι υπόθεση μιας αποφάσεως απλώς ή αγώνος μιας μέρας. Όταν μισώ κάποιον, δεν μπορώ να πω, αποφασίζω να μην τον μισώ. Μπορώ να πω, αποφασίζω να μην τον χτυπήσω, να μην τον βλάψω, αλλά για να μην τον μισώ πλέον, χρειάζεται μια εσωτερική κάθαρσις. Το μίσος προς τον πλησίον φανερώνει μεγάλο βάθος πάθους, γι’ αυτό και συσκοτίζει την ψυχή.

Εξουδένωση
 
Πως αλλιώς κλονίζεται η σχέση με τους άλλους; Με την εξουδένωση. Με το να ταπεινώνεις τον άλλον. Με το να τον κρίνεις. Όταν όμως κρίνω τον άλλον, τον βγάζω πάντοτε μικρό, μηδαμινό, τίποτα. Είναι τόσος ο εγωισμός του ανθρώπου, ώστε τίποτε δεν μπορεί να σταθεί ενώπιον της κρίσεώς του, ούτε ένας Θεός, πόσο μάλλον ένας άνθρωπος. Το να θεωρώ τον άλλον ως κατώτερο, περισσότερο όμως το να το εκφράζω, είναι κεφαλαιώδες αμάρτημα.

Ζήλεια
 
Άλλη μορφή σχέσεώς μας με τους ανθρώπους, η οποία διαταράσσει την ειρήνη και την ενότητα, είναι η ζήλεια με όλες τις έννοιες. Ζηλεύω κάποιον από αγάπη, τον θεωρώ δικό μου και ενώνομαι αναπόσπαστα μαζί του. Η ένωση αυτή δεν είναι εν τω σώματι του Χριστού, είναι μία υποβίβαση του σώματος του Χριστού σε ανθρώπινη σχέση. Είναι επίσης μία πλήρης μοιχική εσωτερική ενέργεια.

Αν πάρουμε την ζήλεια με την έννοια ότι ζηλεύω αυτόν τον άνθρωπο και τον απωθώ, τότε η ζήλεια είναι έκφραση εσωτερικής αδυναμίας αλλά και ανώμαλης αγάπης. Δηλαδή τον αγαπώ κατά τρόπο εγωιστικό και αποκλειστικό, πιστεύω ότι έχω δικαιώματα στη ζωή του και ότι αυτός έχει υποχρεώσεις απέναντί μου, ότι πρέπει να μου δίνει λογαριασμό για το που πηγαίνει και τι κάνει.

Η ζήλεια λοιπόν είναι διαταραχή των σχέσεών μας λόγω περισσής εσωτερικής ψυχικής ενέργειας. Ζήλεια είναι κάθε στροφή προς τον άλλον, που ξεκινάει από κάτι υπερβολικό, από έναν ζήλο, από μία ζέση, από μία βράση. Επομένως ζήλος μπορεί να είναι το ενδιαφέρον μου, η αγάπη μου, η φροντίδα μου να τον σώσω, να τον βοηθήσω να βγει από την αμαρτία, να γίνει παιδί του Θεού. Αυτή η ζέσις είναι ένας αφύσικος εσωτερικός οργασμός, μία αφύσικη πνευματική συσσωμάτωση.

Γογγυσμός
 
Το αντίθετο της ζήλειας είναι ο γογγυσμός, ο οποίος επίσης προέρχεται από αδυναμία της ψυχής. Γογγύζω σημαίνει διαμαρτύρομαι, αρνούμαι, παραπονούμαι, είμαι στενοχωρημένος, δεν ικανοποιούμαι. Αυτόν τον γογγυσμό τον εκφράζω στο περιβάλλον μου, στα γραπτά μου, στην προσευχή μου. Ζητώ λόγου χάριν, κάτι από τον άλλον, ή προσδοκώ ή απαιτώ κάτι. Δεν μου το δίνει όμως, γιατί και αυτός είναι απορροφημένος από τον δικό του αγώνα και πόθο, από την δική του σκέψη, αμαρτία, χαρά, από τη δική του ακολασία, αγιότητα ή αρετή. Τότε πέφτω σε έναν γογγυσμό, διότι περιθωριοποιούμαι στην σκέψη του. Προσεύχεται αυτός, νομίζω ότι με αφήνει μοναχό μου. Ενδιαφέρεται για μένα, νομίζω ότι δεν το έκανε από αγάπη ή ότι το έκανε ελλιπές.

Ο γογγυσμός είναι το ανικανοποίητο που νοιώθουμε στη ζωή μας και προέρχεται από ένα μειονεκτικό εγώ. Η ζήλεια προέρχεται από ένα εγώ υπερτροφικό, ενώ η εξουδένωση από ένα εγώ αυτοτρεφόμενο και αυτοδυναμούμενο άνευ Θεού, που βλέπει τον άλλον κατώτερο, μηδαμινό. Το μίσος είναι η διαφοροποίηση, η απώθηση του άλλου από την ύπαρξη μας.

Aπό το βιβλίο «ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ» ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΒΒΑ ΗΣΑΪΑ ΓΕΡ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ