ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ: ΕΑΝ ΘΕΛΕΙ Ο ΘΕΟΣ!


Σε ένα μεγάλο εμπορικό καράβι, υπήρχε και ένα Χριστιανόπουλο, το οποίο πάντα έλεγε: 
- Εάν θέλει ο Θεός, θα φτάσουμε στον προορισμό μας. 
Κάποια μέρα, ρωτήθηκε ο καπετάνιος από κάποιον ναύτη, πότε θα έφταναν στον προορισμό τους. Εκείνος τον απάντησε, προσδιορίζοντας ημέρα και ώρα. Πετάχτηκε τότε το Χριστιανόπουλο και είπε: 
- Εάν θέλει ο Θεός. 
- Άντε φεύγα από εδώ, εσύ με τον Θεό σου... Πάντα αυτό μας λες...
Η μηχανή δουλεύει κανονικά και εμείς θα κανονίσουμε πότε θα φτάσουμε..., τον παρατήρησε έντονα ο καπετάνιος. 
Κάποτε είχαν φτάσει στην Νέα Υόρκη. Έμειναν εκεί μια μέρα και θα αναχωρούσαν την επομένη. 
Κάποιος ναύτης, ρώτησε τον καπετάνιο: 
- Καπετάνιε, πότε θα αναχωρήσουμε αύριο; 
- Έξι το πρωί, απάντησε εκείνος. 
- Εάν θέλει ο Θεός, τον διέκοψε το Χριστιανόπουλο. 
Ο καπετάνιος τότε τον αγριοκοίταξε και τον έβρισε. 
Έφυγε ο μικρός και προχώρησε παραπέρα και πέφτει από μια κάθετη σκάλα του καραβιού και έσπασε και τα δύο του πόδια. Άρχισαν τότε οι άλλοι ναύτες να γελούν και να του λένε: 
- Γιατί δεν σε φύλαξε τώρα εσένα ο Θεός και σου έσπασε και τα 2 σου πόδια; Ο μικρός δεν μπορούσε να ταξιδέψει μαζί τους και εισήχθη σε νοσοκομείο της Αμερικής. 
Την άλλη μέρα το πρωί έφυγε το καράβι, αλλά το βράδυ έπιασε φωτιά και κάηκε όλο το πλήρωμα! 
Τους συνδυασμούς που κάνει ο Θεός για να βοηθήσει έναν άνθρωπο, δεν μπορεί να τους φανταστεί η ανθρώπινη σοφία, γι' αυτό και πρέπει να έχει ο άνθρωπος, απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό... 

Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας



Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

ΚΑΘΕ ΕΜΠΟΔΙΟ ΣΤΗ ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ


Τον παλιό καιρό, ένας βασιλιάς σκέφτηκε να κάνει το εξής: άφησε έναν τεράστιο βράχο στη μέση του δρόμου και στη συνέχεια κρύφτηκε παρακολουθώντας αν κάποιος θα τον μετακινούσε.
Από το σημείο εκείνο πέρασαν ορισμένοι από τους πλουσιότερους εμπόρους και τους αυλικούς του, αλλά όλοι απλά περπατούσαν γύρω από τον βράχο. Πολλοί μάλιστα κατηγορούσαν τον βασιλιά που δεν φρόντιζε να κρατά τον δρόμο καθαρό, αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα για να βγάλει τον βράχο από τη μέση.
Κάποια στιγμή, πέρασε από εκεί ένας χωρικός που κουβαλούσε ένα φορτίο με λαχανικά. Πλησίασε τον βράχο, άφησε κάτω το φορτίο του και προσπάθησε να τον μετακινήσει στην άκρη του δρόμου. Μετά από πολύ κόπο, τελικά τα κατάφερε. Αφού πήρε ξανά το φορτίο, πρόσεξε ότι στο σημείο που ήταν πριν ο βράχος υπήρχε ένα πορτοφόλι. Το πορτοφόλι περιείχε πολλά χρυσά νομίσματα και ένα σημείωμα από τον βασιλιά που έγραφε ότι το χρυσάφι ανήκει σε εκείνον που θα μετακινούσε τον βράχο από τον δρόμο.

Ο χωρικός έμαθε κάτι που πολλοί από εμάς δεν καταλαβαίνουμε: κάθε εμπόδιο που παρουσιάζεται στη ζωή μας αποτελεί μια ευκαιρία για να γίνουμε καλύτεροι.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Η ΟΑΣΗ (Η ΟΡΑΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ)!


Κάποτε κάποιος νεαρός μόλις έφτασε σε μια Όαση στη μέση της Ερήμου της Ιουδαίας, συνάντησε τον γέρο Ελισαίο και τον ρώτησε:

-Τι είδους άνθρωποι ζουν σ’ αυτόν τον τόπο, γέροντα;
 
-Τι είδους άνθρωποι ζούσαν στον τόπο σου, παιδί μου; Ρώτησε με τη σειρά του ο γέροντας.

– Μια κοινωνία εγωιστών και κακών, απάντησε ο νεαρός, είμαι χαρούμενος που έφυγα από κοντά τους.

-Τους ίδιους θα βρεις κι εδώ, παιδί μου, απάντησε στοχαστικά ο γέρο Ελισαίος.


Την ίδια μέρα πέρασε από την Όαση να πιει νερό και να ξεκουραστεί ένας άλλος νεαρός και ρώτησε τον γέρο Ελισαίο:
- Γέροντα, τι είδους άνθρωποι ζουν εδώ;

Ο γέροντας απάντησε με την ίδια ερώτηση:
-Τι είδους άνθρωποι ζουν στον τόπο από τον οποίο έρχεσαι, παιδί μου;

Ο νεαρός απάντησε:
- Μια θαυμάσια ομάδα ανθρώπων, φιλική, ειλικρινής, φιλόξενη. Είναι πολύ λυπηρό που πρέπει να τους αφήσω.

-Τον ίδιο τύπο ανθρώπων θα συναντήσεις κι εδώ, είπε ο γέρο Ελισαίος.

Ο μικρός εγγονός του που άκουσε τις συνομιλίες τον ρώτησε σαν έμειναν οι δυο τους:
-Παππού, πώς γίνεται να δώσεις τόσο διαφορετικές απαντήσεις στην ίδια ερώτηση;

Κι ο γέρο Ελισαίος απάντησε:
- Άκου, παιδί μου. Ο καθένας μας, κουβαλά στην καρδιά του τις εικόνες που βλέπουν τα μάτια της ψυχής του. Αυτός, που δε διέκρινε τίποτε καλό στα μέρη από όπου πέρασε, δεν θα βρει ούτε κι εδώ κάτι καλό. Εκείνος που συνάντησε φίλους εκεί, θα βρει κι εδώ.  Κι αυτό διότι στην πραγματικότητα ό,τι εκπαιδεύσαμε τα μάτια της ψυχής μας να αναζητούν, αυτά και θα βρίσκουν. 
Ακόμα, ο καλοπροαίρετος άνθρωπος θα δοξάσει τον Θεό για ότι βλέπει πως του έχει δώσει Εκείνος και ο κακοπροαίρετος θα Τον βλασφημήσει για ότι δεν του έχει δώσει. 
Αυτό που συμφέρει όλους μας είναι να μάθουμε να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του Θεού! Μέσα από το πρίσμα της αγάπης Του να περνάμε τους πάντες και τα πάντα, και να είμαστε ευγνώμονες... Τότε μόνο θα ειρηνεύσουμε πραγματικά!

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

ΜΟΝΟ Ο ΘΕΟΣ ΤΟ ΞΕΡΕΙ!

«Μόνο ο Θεός το ξέρει!»

Κάποτε ζούσε σ’ ένα χωριό κάποιος φτωχός γέροντας, ο οποίος είχε ένα όμορφο άλογο που τον βοηθούσε στις γεωργικές του ασχολίες και το οποίο ήταν τόσο όμορφο και δυνατό, ώστε ήταν γνωστό σε όλη τη γύρω περιοχή.

Κάποια μέρα, ένας πρίγκιπας που εντυπωσιάστηκε από τη φήμη και το παρουσιαστικό του αλόγου, θέλησε να το αγοράσει, προσφέροντας στον γέροντα ένα υπέρογκο ποσό. Αυτός, όμως, αρνήθηκε να πουλήσει το αγαπημένο του άλογο, µε το οποίο είχε δεθεί τόσα χρόνια, και επέστρεψε στο χωριό του.

-«Μα καλά είσαι ανόητος;» ρωτούσαν οι συγχωριανοί του.

«Πούλα το άλογο για το καλό σου,
θα πιάσεις πολλά χρήματα και θα είσαι ευτυχισμένος!»
-«Ααα, εμένα το άλογο με βοηθά στην εργασία μου…
Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό;» απαντούσε ο γέροντας,
«Μόνο Ο Θεός το ξέρει!»

Οι μέρες περνούσαν και το άλογο παρέμενε αχώριστη συντροφιά του γέροντα.
Ένα πρωί ξύπνησε και είδε ότι το άλογό του είχε φύγει.
Οι συγχωριανοί του μαζεύτηκαν για να του εκφράσουν τη λύπη τους:
-«Τι μεγάλο κακό που σε βρήκε, τώρα ποιος θα σε βοηθά στις δουλειές σου;
Ήσουν ανόητος που δεν πούλησες το άλογο.
Τώρα δεν έχεις ούτε τα χρήματα, ούτε το άλογο».
Ο γέροντας με τη χαρακτηριστική ηρεμία του απαντούσε:
-«Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό; Μόνο Ο Θεός το ξέρει!»
Οι χωριανοί απομακρύνονταν νομίζοντας ότι του γέρου του έχει σαλέψει..

Ύστερα από λίγες μέρες το άλογο επέστρεψε στη μάντρα του γέροντα, μαζί µε μερικά άλλα πανέμορφα άγρια άλογα που είχε συναντήσει στο δάσος.
Μαζεύτηκαν ξανά οι συγχωριανοί και του έλεγαν:
-«Τι τυχερός που είσαι! Σου έτυχε μεγάλο καλό,
αφού τώρα έχεις περισσότερα άλογα να σε βοηθούν.»
Ο γέροντας τους απάντησε:
-«Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό.. Μόνο Ο Κύριος γνωρίζει!
Πάντως, είμαι ευχαριστημένος που το άλογό μου γύρισε.
Οι συγχωριανοί του τον κοιτάζανε πάλι περιφρονητικά.
Μετά από λίγες μέρες, ο γιος του, καβαλικεύοντας ένα από τα άλογα,
έπεσε κι έσπασε τα πόδια του, μένοντας ανήμπορος.
Μαζεύτηκαν πάλι οι χωριανοί λέγοντας:
-«Τι κακό που σε βρήκε! Με τα άλογα που ήρθαν, έχασες τελικά το δεξί σου χέρι στις δουλειές – τον γιο σου – που υποφέρει τώρα από τους πόνους
και ίσως υποφέρει για όλη του τη ζωή.»
Ο γέρος απαντούσε πάλι:
-«Ποιος ξέρει … μόνο Ο Θεός γνωρίζει τι είναι καλό και τι κακό!»


Δεν πέρασε μια βδομάδα από αυτό το ατύχημα και μια γειτονική χώρα κήρυξε τον πόλεμο στη χώρα του. Πέρασε, λοιπόν, και από την πόλη του ο στρατός και επιστράτευσε όλους τους νέους άντρες της πόλης.
Δεν πήραν, φυσικά, τον γιο του, που είχε σπασμένα πόδια,
κι έτσι δεν έλαβε μέρος στις άγριες μάχες που ακολούθησαν.
Ήρθαν πάλι οι συγχωριανοί και έλεγαν:
-«Είσαι πολύ τυχερός, αφού οι γιοι όλων μας πάνε να σκοτωθούν στον πόλεμο, ενώ εσύ θα έχεις τον γιο σου πάντα κοντά σου.»
Και ο γέροντας τούς απάντησε με τρυφερότητα:
-«Εμείς οι άνθρωποι δεν ξέρουμε ποτέ αρκετά, για να κρίνουμε αν κάτι είναι ευλογία ή συμφορά. Ακόμη αδελφοί μου δεν το καταλάβατε:
Μόνο Ο Θεός γνωρίζει το καλό και το κακό μας!!»

Πρέπει λοιπόν να δείχνουμε απόλυτη εμπιστοσύνη Στον Θεό μας, όχι στα λόγια αλλά έμπρακτα! Υπάρχει άραγε περίπτωση αν αφεθούμε όπως ένα μικρό παιδί στο Θέλημά του, να νιώσουμε ποτέ θλίψη, άγχος , στενοχώρια;


Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

Π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΠΟΚΟΣ: ΟΤΑΝ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΘΟΤΑΝ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΜΑΣ

ΟΤΑΝ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΘΟΤΑΝ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΜΑΣ
π. Δημητρίου Μπόκου

Κατά το Μάιο του 1929, τα λίγα χωράφια του χωριού και τα αμπέλια του κινδύνευαν να καταστραφούν τελείως από την επιδρομή αμέτρητων παμφάγων ακρίδων. Τρόπος να τις διώξουν δεν υπήρχε, ούτε μέσο να τις καταστρέψουν. Τα χτήματα ήταν στην απόλυτη κυριαρχία της φοβερής ακρίδας. Όλοι οι χωρικοί έβλεπαν με δέος, πόνο και απελπισία την επικείμενη καταστροφή. Μόνο ο πανάγαθος Θεός μπορούσε να βοηθήσει με το άπειρο έλεός του και με τις ικεσίες της προστάτιδάς μας Παναγίας της Πυρσόγιαννης.

Το ίδιο απόγευμα οι κάτοικοι του χωριού, με πρώτο τον ιερέα παπα-Ηλία Παπακώστα, πηγαίνουν ασθμαίνοντας να φέρουν τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας για να γλυτώσει η Χάρη της τα χτήματα από την ολική καταστροφή και εξαφάνιση.
Όλο το βράδυ έψαλαν με κατάνυξη και με ιδιαίτερη προσοχή τη μεγάλη Παράκληση και πουρνό-πουρνό, ψάλλοντας σε όλο τον δρόμο το «Εν τη Γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε…», τη μετέφεραν στο χωριό μας και στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Γονατιστοί μέσα στο ναό έψαλαν τη μεγάλη Παράκληση και πήραν Αγιασμό, για να ραντίσουν τα δοκιμασμένα από τη λαίλαπα των ακρίδων χτήματα. Στο τέλος όλο το χωριό με επικεφαλής τον ιερέα παπα-Ηλία Παπακώστα, ψάλλοντας συνεχώς και ικετεύοντας, έφεραν τη θαυματουργή Εικόνα έξω από τον Ναό του Αγίου Μηνά, με πρόσωπο προς τα χτήματα και προσεύχονταν για να κάνει το θαύμα η Παναγία μας.

Και ω των θαυμασίων σου, Μητέρα του Θεού, Μητέρα της ψυχής μας και προστασία όλων! Οι ακρίδες, σύννεφα ολόκληρα, φεύγοντας από τα χτήματα, έπεφταν στον Σαραντάπορο ποταμό και πνίγονταν. Η φωνή απελπισίας, η θερμή ικεσία και παράκληση των συγχωριανών εισακούσθηκε. Η Παναγία μας, η προστάτις όλων των πονεμένων, έσωσε για μια ακόμη φορά το χωριό μας. Δοξασμένο ας είναι το άγιο όνομά της!

(Ελεύθερη παράθεση από το βιβλίο: Νικολάου Τσίπα, Σεργιάνισμα στους χώρους και στην ιστορία της Πυρσόγιαννης).

Τέτοια γινόντουσαν τις εποχές που οι άνθρωποι είχαν μονάχα τον γείτονα και τον Θεό. Τον γείτονα για τα πέρα-δώθε, τον Θεό για τα δύσκολα. Είτε χαρά είχαν είτε λύπη, εκεί θα έτρεχαν. Έλεγαν π.χ. οι Φαρασιώτες της Καππαδοκίας, οι συμπατριώτες του αγίου Παϊσίου: «Εμείς στην πατρίδα μας τί θα πει γιατρός δεν ξέραμε. Στον Χατζεφεντή τρέχαμε (στον άγιο Αρσένιο, που τους διάβαζε κάποια ευχή και γίνονταν καλά). Στην Ελλάδα μάθαμε από γιατρούς, αλλ' αν τα πούμε αυτά εδώ στους ντόπιους, τους φαίνονται παράξενα».
Ο Θεός, η Παναγία και οι Άγιοι, ήταν η απαντοχή τους, η παρέα, το αποκούμπι τους. Μ’ αυτούς τα λέγανε, μ’ αυτούς τρωγόντουσαν νύχτα και μέρα. Στον Θεό λέγαν την καλημέρα τους με το που άνοιγαν τα μάτια τους, σ’ αυτόν και την καληνύχτα τους. Ο μεγάλος Μακρυγιάννης διηγείται πως μάλωσε κάποτε, φτωχό παιδί, με τον Αϊ-Γιάννη τον Πρόδρομο, πικραμένος από την ανθρώπινη κακία. Και μια με τις απειλές, μια με τα παρακάλια, έκαμα, λέει, τις συμφωνίες μου με τον άγιο, να με βοηθήσει αυτός να προκόψω, κι εγώ να του φτιάξω καινούργια την εκκλησία του.
Ο ατίθασος Καραϊσκάκης είχε την Παναγία την Προυσιώτισσα, την «Κυρά της Ρούμελης», σαν μάνα του. Στο μοναστήρι της είχε τη μόνιμη κατοικία του. Της μιλούσε με απόλυτη οικειότητα. Με τη γνωστή του αμετροέπεια, χαριεντίζονταν μαζί της με απλότητα, όταν ασήμωσε την εικόνα της, μετά από μια θεραπεία του από τους πυρετούς και τις θέρμες που τον τσάκιζαν αδιάκοπα: «Γυναίκα δεν είσαι και συ, Μεγαλόχαρη; Έπρεπε, βλέπεις, να σου τάξω μπιχλιμπίδια για να με κάνεις καλά!»
Αυτά δείχνουν σχέση. Οικεία, ζεστή σχέση. Ο Θεός, οι άγιοι, μα ιδιαίτερα η Παναγία, δεν ήταν κάποιοι ξένοι, άγνωστοι, μα σπιτικοί, οι δικοί τους άνθρωποι. Μέλη της οικογένειάς τους. Δεν βάδιζαν μόνοι τον τραχύ δρόμο της ζωής τους, αλλά παρέα με τους αγίους τους, «συν πάσι τοις αγίοις». Οικοδέσποινα, νοικοκυρά σε κάθε σπίτι, είχαν πάντα τη Μεγαλόχαρη. Σε κάθε συμφορά, την Παναγιά καλούσαν πρώτη-πρώτη να συνδράμει. Δεν ήταν γάμος και χαρά, που να μη ζητήσουν με τα όμορφα τραγούδια τους να παρευρεθεί κι εκείνη στη χαρούμενη συντροφιά τους.

-  Έλα Θεέ και Παναγιά με τον Μονογενή σου,
κι ευλόγα μας τούτ’ την δουλειάν, που ’ναι ’πο την βουλήν σου…
Δεν ήταν πόνος και καημός, που δεν θα τον ακουμπούσαν στα πόδια της πιο πονεμένης μάνας του κόσμου. Τα δάκρυα της Παναγιάς για τον μοναχογιό της, γίνονταν βάλσαμο και παρηγοριά, ένα με τα δικά τους δάκρυα. Έσμιγε το πικρό μοιρολόι τους με τον θρήνο της Μεγάλης Μάνας τους.

-  Άρχοντες, αφουγκράστε μου της Δέσποινας τον θρήνον,
πώς κλαίει τον Μονογενή εις τον Σταυρόν εκείνον…
Δεν έβαζαν ψωμί στο στόμα τους, αν δεν καλούσαν Χριστό και Παναγιά συντροφιά στο τραπέζι τους, αχώριστους συνδαιτυμόνες τους.
-  Σε τουτ’ την τάβλα που ’μαστε, σε τούτο το τραπέζι,
τον Άγγελο φιλεύουμε και το Χριστό κερνάμε
και την Παρθένα Δέσποινα διπλά την προσκυνάμε,
να μας χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου,
ν’ ανοίξω τον Παράδεισο, να μπω να σεργιανίσω,
να δω τους πλούσιους πώς περνούν και τους φτωχούς τί κάνουν…

Και η Παναγιά; Να μη συντρέχει, όταν τ’ αγαπημένα της παιδιά την προσκαλούν; Να μη σκοτώνεται να τα σκεπάσει, όταν απελπισμένα τη φωνάζουν; Σχέση αγάπης, βλέπεις, είναι αυτή, αμφίδρομη, πώς να φανεί αδιάφορη; Αισθάνεται μάνα κι αυτή για όσους αισθάνονται παιδιά της. Ξεχειλίζει ο μητρικός της πόθος για μας.
Εμείς όμως; Σήμερα που δεν μας νοιάζει ο γείτονας και τον Θεό δεν τον ντρεπόμαστε μήτε τον θέλουμε, που νοιώθουμε τάχα δυνατοί και άτρωτοι στον, παρά ταύτα, ετοιμόρροπο τενεκεδένιο μας παράδεισο, θα παραμείνουμε αδιάφοροι σε μια τέτοια μητέρα; Που καταδέχεται να μας θεωρεί, όχι κάποιους μακρινούς, αλλά καταδικούς της οικείους, λατρεμένους της συγγενείς; Πού θα ξαναβρούμε μια τέτοια αγάπη;
«Συγγενούς οικειότητος μη επιλάθη, Δέσποινα…»

Εορτή Κοιμήσεως Θεοτόκου
Αύγουστος 2018

Α ν τ ι ύ λ η
Ι. Ναός Αγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα
Τηλ. 26820-25861/23075/6980.898.504

Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΙΑΣ ΑΠΛΗΣ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος Σελέντης ἀνέφερε: «Μ’ ἔμαθε νά προσεύχωμαι κατανυκτικά καί μέ δάκρυα μία ἁπλῆ γυναικούλα, πού κατοικοῦσε στό Πέραμα Πειραιῶς καί τήν ἀποκαλοῦσαν περιφρονητικά ὄχι μέ τ’ ὄνομά της, ἀλλά μέ τό παρατσούκλι “ἡ Αὐγουλοῦ”, γιατί πούλαγε φρέσκα αὐγά, νά ἐξοικονομήση τόν “ἄρτον τόν ἐπιούσιον”.

Ὡς περιοδεύων πέρασα μιά μέρα ἀπ’ τό φτωχικό της σπίτι, γιά νά εἰσπράξω μιά συνδρομή γιά τό περιοδικό ΖΩΗ. Ἡ ἴδια ἀπουσίαζε καί βρισκόταν ἐκεῖ τό παιδί της, πού διήρχετο τήν ἐφηβεία. Ἔκαιγε τό καντήλι στό εἰκονοστάσι κι ἔκανα στό παιδί τήν πρότασι ἄν ἤθελε μέχρι νά ᾽λθη ἡ μητέρα του νά προσευχηθοῦμε λιγάκι. Κάπως ἀδιάφορα κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του καί εἶπε ἄς προσευχηθοῦμε. Ὅταν τελειώσαμε τήν προσευχή, μοῦ λέει κάπως χαριτολογώντας: Α, ἐσύ δέν ξέρεις νά προσευχηθῆς! Ἐγώ κατεπλάγην ἀπ’ τήν τολμηρή αὐτή παρατήρησι καί τόν ρώτησα νά μοῦ ἐξηγήση, πῶς κατά τή γνώμη του πρέπει νά προσεύχεται ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός; Ἐγώ, κύριε, μοῦ λέει δέν ξέρω Θεολογία, ἀλλά βλέπω τό παράδειγμα τῆς μητέρας μου, πού ὅταν προσεύχεται κραυγάζει συνεχῶς “Κύριε Ἐλέησον”, πέφτει συνεχῶς σέ μετάνοιες, κτυπάει τό στῆθος της καί τρέχουν ποτάμι τά δάκρυά της!

Μετά ἀπ’ αὐτή τήν ἀφήγησι, μεγάλωσε ἡ ἐπιθυμία μου νά γνωρίσω αὐτή τήν ὑπέροχη γυναῖκα καί νά διδαχθῶ κάτι ἀπ’ τή χαρισματική προσευχή της.
Ἐκείνη τή μέρα δέν ἦλθε κι ἀποχώρησα. Μιά ἄλλη μέρα πέρασα νά τή συναντήσω καί βρέθηκα μπροστά σέ μιά συγκλονιστική σκηνή προσευχομένου ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας της, ὅπως ἔμαθα, ἦταν ἕνας μέθυσος κι ἀχαΐρευτος, πού τῆς ἔπαιρνε ὅ,τι οἰκονομοῦσε ἀπ’ τά αὐγά καί μπεκρόπινε. Ἐκείνη τή μέρα κατά τήν ὁποία πῆγα, ἀπ’ τό μεθύσι του τήν εἶχε ξυλοκοπήσει, τῆς εἶχε πάρει τά χρήματα καί τῆς εἶχε πετάξει τήν Καινή Διαθήκη μέσα στό πηγάδι! Ἐγώ δέ, τή βρῆκα γονατιστή στό πηγάδι νά προσεύχεται καί νά λέη: Χριστέ μου καί Παναγία μου Μεγαλόχαρη, τό βιβλίο μέ τά ἱερά γράμματα, τό ὁποῖο ἔρριξε ὁ ἄνδρας μου στό πηγάδι δέν τό ἔκανε ἀπό ἀσέβεια, ἀλλά ἦταν μεθυσμένος. Κάνε Παναγία μου τά ἱερά αὐτά Γράμματα, πού θά λειώσουν καί θά γίνουν ἕνα μέ τό νερό, νά τά πιῆ ὁ ἄνδρας μου, νά μετανοήση, νά ἐξομολογηθῆ καί νά σωθῆ, νά μήν πάη στήν κόλασι, Χριστουλάκη μου, γιατί ὁ κόσμος μέ ἔχει γιά καλή, ἐνῶ ἐγώ ἡ τρισάθλια ἔχω πολλά ἀθεράπευτα πάθη κι ἁμαρτίες!


Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΝΙΟΥ

Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας.
Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.
Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απ’ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε.
Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από ‘κει. Μα αυτός... Αυτός ήταν διαφορετικός. 
Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γι’ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή.
Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει...

- Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο.

Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να ‘ρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:
- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:

- Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του ‘φυγε όλη η αντάρα του μυαλού του. Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.

- Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.
- Κόπιασε, γιέ μου, να ξαποστάσεις.

Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού. Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.
- Πάλι λιβάνι γιαγιά;
- Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.
- Και σαν τι λες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη.
- Και τα εννοείς;
- Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται.
- Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.

- Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της. Μέρα – νύχτα το διάβαζε.
Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ‘ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:

- Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας. Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός.
- Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες;

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.

Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιο Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ‘ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον.Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε... και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόδαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε:
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ‘ χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;
- Ορίστε;
- Εκκλησία πας;
- Δεν καταλαβαίνω...
- Την προσευχή σου την κάμεις;
- Τι εννοείς, γιαγιά;
- Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;
- Θαρρώ πως δε με κατάλαβες.

- Αχ παιδάκι μου, εσύ δεν εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε... την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές. Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει.
  
 
Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη.
Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα. Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ ‘ ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια (πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του 'ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».

- Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΣ ΚΥΡΙΟΣ

Κάποτε ένας απογοητευμένος άνθρωπος περιφερόμενος τους λοφίσκους που περιέβαλαν την πόλη του, συνάντησε έναν βοσκό που έβοσκε το κοπάδι με τα πρόβατά του.Βλέποντάς τον ο βοσκός να είναι αναστατωμένος τον ρώτησε:
-Τι σε απασχολεί, φίλε μου;

-Αισθάνομαι μεγάλη μοναξιά, του απάντησε.

-Κι εγώ μόνος είμαι, αλλά δεν νιώθω θλίψη, είπε ο βοσκός.

-Ίσως, γιατί σε συντροφεύει ο Θεός! Του αποκρίθηκε με έναν τόνο μάλλον ειρωνικό.

-Το μάντεψες, είπε ο βοσκός αδιαφορώντας για τον ειρωνικό του τόνο.

-Βλέπεις την πόλη μας; συνέχισε ο βοσκός, βλέπεις τα σπίτια ; Bλέπεις τα παράθυρά τους;

-Όλα τα βλέπω, απάντησε ο άνθρωπος.

-Τότε δεν πρέπει να απελπίζεσαι, συνέχισε ο βοσκός. Ο ήλιος είναι ένας αλλά κάθε παράθυρο της πόλης και το πιο μικρό και απόκρυφο, κάθε μέρα λούζονται στου ήλιου το φως. Είσαι απελπισμένος μάλλον επειδή το «παράθυρό» σου παραμένει ερμητικά κλειστό!

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

ΤΕΛΙΚΑ ΧΤΙΖΟΥΜΕ ΓΕΦΥΡΕΣ ΄Η ΦΡΑΧΤΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ ΜΑΣ;

Κάποτε, δύο αδέλφια που ζούσαν σε γειτονικές φάρμες, μάλωσαν. Ήταν το πρώτο σοβαρό ρήγμα στη σχέση τους. Για 40 χρόνια, εργάζονταν μαζί ως γεωργοί, μοιράζονταν χωρίς κανένα πρόβλημα τα γεωργικά μηχανήματα, και συνεργάζονταν αρμονικά για την εμπορία των προϊόντων τους.

Όμως, η συνεργασία τους διακόπηκε απότομα. Η διένεξη ξεκίνησε από μια μικρή παρεξήγηση, εξελίχθηκε σε μια σημαντική διαφορά, και τελικά κατέληξε σε ανταλλαγή πικρών κουβέντων.

Ένα πρωί κάποιος χτύπησε την πόρτα του μεγαλύτερου αδελφού. Εκείνος άνοιξε και αντίκρισε έναν άνθρωπο με την εργαλειοθήκη ενός ξυλουργού.
«Ψάχνω για δουλειά λίγων ημερών» είπε. «Ίσως έχετε ανάγκη για κάποιες μικροεργασίες και θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος».
«Πράγματι», απάντησε ο μεγαλύτερος αδελφός. «Έχω μια δουλειά για σένα. Βλέπεις εκείνο το απέναντι αγρόκτημα; Αυτός είναι ο γείτονάς μου. Στην πραγματικότητα, είναι ο μικρότερος αδερφός μου. Μέχρι την περασμένη εβδομάδα υπήρχε ένα χωράφι ανάμεσα μας. Όμως, έσκαψε με την μπουλντόζα του μέχρι το ανάχωμα του ποταμού και τώρα υπάρχει ένα ποταμάκι ανάμεσα μας. Λοιπόν, μπορεί να κατάφερε να μ’ εκνευρίσει, αλλά εγώ θα κάνω κάτι χειρότερο. Βλέπεις αυτή τον σωρό με ξύλα στο στάβλο; Θέλω να φτιάξεις ένα ψηλό φράχτη. Δεν θέλω να ξαναδώ το πρόσωπό του».
«Νομίζω ότι καταλαβαίνω την κατάσταση. Πιστεύω ότι μπορώ να τα καταφέρω και ότι στο τέλος θα ευχαριστηθείς με τη δουλειά μου», απάντησε ο ξυλουργός.

Ο μεγαλύτερος αδελφός έπρεπε να πάει στην πόλη για να τελειώσει κάποιες δουλειές. Έτσι, βοήθησε τον ξυλουργό να μεταφέρει τα ξύλα, και έφυγε για την πόλη.

Ο ξυλουργός εργάστηκε σκληρά κατά τη διάρκεια της μέρας. Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, όταν ο γεωργός επέστρεψε, ο ξυλουργός είχε μόλις τελειώσει τη δουλειά του.

Τα μάτια του αγρότη γούρλωσαν από αυτό που αντίκρισε. Δεν είχε κατασκευαστεί ο φράχτης που είχε ζητήσει. Αντί για τον φράχτη, υπήρχε μια γέφυρα από την μια μεριά του ρέματος μέχρι την άλλη.

Εκείνη την ώρα, είδε από την άλλη μεριά της γέφυρας να έρχεται προς το μέρος του ο γείτονας, ο μικρότερος αδελφός του. Όταν τον πλησίασε, άπλωσε τα χέρια του και αναφώνησε:«Είσαι ο καλύτερος αδελφός που θα μπορούσα να είχα. Μετά από όλα όσα έχω κάνει και έχω πει εναντίον σου, εσύ έχτισες μια γέφυρα ανάμεσα μας».
Τα δύο αδέλφια αγκαλιάστηκαν, μετανιωμένα για ό,τι είχε συμβεί ανάμεσα τους. 


Γύρισαν και είδαν τον ξυλουργό να σηκώνει την εργαλειοθήκη και να την κρεμάει στον ώμο του.
«Όχι, μην φεύγεις, περίμενε! Μείνε λίγες ημέρες. Έχω κι άλλες εργασίες για σένα», είπε ο μεγαλύτερος αδελφός.
«Θα ήθελα πολύ να μείνω» είπε ο ξυλουργός, «αλλά έχω να χτίσω κι άλλες γέφυρες»!

ΜΙΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μην το βάζετε κάτω, για όλους έχει και για όλους υπάρχει.
 Αρκεί να ξυπνάτε το πρωί και να λέτε “Δόξα Το Θεό που υπάρχει κάποιος στη γη να αγαπάει το παιδί μου”.

Έμεινα μόνος μου με ένα μωρό 13 μηνών…

Με λένε Μάνο και έχασα τη γυναίκα μου πριν 5 χρόνια από καρκίνο. Αναγκάστηκα να σταθώ όρθιος με το ζόρι σχεδόν με τη βία, για να μην καταλήξει να μεγαλώνει τη κόρη μου η 80χρονη γιαγιά της-η μητέρα μου-και αργότερα στα ιδρύματα. Για να μην χάσω το παιδί μου όπως έχασα τον παιδικό μου έρωτα.

Τη γυναίκα μου τη γνώρισα στο Λύκειο και όλοι έλεγαν πως μόλις έφευγα φαντάρος η σχέση μας θα τελείωνε. Τελικά διαψεύσαμε και τους άλλους και τον εαυτό μας. Εκείνη πήγε Πανεπιστήμιο, εγώ πήγα φαντάρος, πήρε το πτυχίο της, γύρισα και έπιασα δουλειά και ήμασταν ακόμα μαζί. Παντρευτήκαμε από έρωτα και γίναμε γονείς από επιλογή. Η κόρη μου ήταν το καλύτερο δώρο που μου είχε κάνει ποτέ. Δυστυχώς δεν προλάβαμε να το χαρούμε…

Ξεκίνησε με έναν απλό πυρετό και ύστερα με φρικτούς πόνους στα γόνατα. Οι εξετάσεις έδειξαν ξεκάθαρα:
Καρκίνος. Της έλεγα πως θα το ξεπεράσουμε αλλά δεν το πίστευα στα αλήθεια. 

Ήξερα πως θα φύγει και εκείνη το ήξερε. Έκανε τα πάντα για να αργήσει να μπεί στο νοσοκομείο για να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά μου και κοντά στο παιδί μας. Γιατί ήξερε πως αν έμπαινε δεν θα ξανα έβγαινε. Πράγματι, όταν πια δεν γινόταν αλλιώς και έπρεπε να νοσηλευτεί, μπήκε στο νοσοκομείο και δεν ξαναβγήκε. Οι φαρμακευτικές αγωγές δεν την έπιαναν, κάθε μέρα η κατάστασή της χειροτέρευε. Της πήγαινα φωτογραφίες της μικρούλας αλλά στο τελευταίο στάδιο δεν είχε όραση. “Περπατάει;” με ρωτούσε. “Ναι” της έλεγα και χαμογέλαγε. “Έφυγε” ένα μεσημέρι, εκείνα τα 5 λεπτά που κατέβηκα στο περίπτερο να πάρω νερό. 

Δεν ήθελε να πεθάνει στα χέρια μου για να μην με τραυματίσει μια ζωή. Ακόμα και στον θάνατο με αγαπούσε…

Γύρισα σπίτι. Τί θες να σου πω; Ότι η μικρούλα μου κατάλαβε τί είχε γίνει, με πήρε αγκαλιά και δεν με άφηνε όλη νύχτα να κουνήσω βήμα από δίπλα της; Ότι την ώρα της ταφής, χαιρετούσαμε τη μαμά της μαζί, κάνοντας “γεια” με το χεράκι της; Τις μέρες έκανα τον κλόουν και τα βράδια έκλεινα τα φώτα, άναβα το καντήλι της κι έκλαιγα. Πολλά βράδια παρακάλεσα Τον Θεό να έρθει να με πάρει μα το πρωί που το κοριτσάκι μου ξυπνούσε και ζητούσε γάλα, το μετάνιωνα. 

Υπήρχαν στιγμές που την είχα μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ. Όταν η μικρή μου έκανε σπασμούς από το πυρετό, όταν τη βαφτίσαμε, όταν πήγε πρώτη μέρα σε παιδικό σταθμό, όταν με έπαιρναν οι δασκάλες της να πάω να τη πάρω επειδή έβγαλε μέσα στη μέση της χρονιάς άγχος αποχωρισμού, όταν με έδιωξαν και έπιασα ότι να’ ναι δουλειά γιατί φοβήθηκα μη μείνει νηστική η μικρή μου. Μην τυχόν δεν έχω να της προσφέρω τα απαραίτητα. Πέρασαν έτσι 6 χρόνια.

Σήμερα είναι ολόιδια η μαμά της και στέκομαι περήφανος στο πλάι της, περήφανος που παρά τη τραγωδία που ζήσαμε για καιρό, έμεινε κάτι πολύ σπουδαίο από τον έρωτά μας, αυτόν που κανείς δεν πίστευε πως θα κρατήσει. Η κόρη μου ξέρει πως η μαμά της πέθανε από καρκίνο. Της έχω πεί όλη την αλήθεια. Περάσαμε πολύ δύσκολα στην αρχή αλλά και πιο μετά. Όταν μένεις μόνος σου με ένα παιδί, κάθε μέρα σου φαίνεται σαν να είναι κολλημένη στην αρχή, σαν να μην υπάρχει ποτέ το παρακάτω. Σαν να σταματάει ο χρόνος. 

Περάσαμε Πρωτοχρονιές με κλάματα, Χριστούγεννα με θλίψη, καλοκαίρια κλεισμένοι στο διαμέρισμά μας γιατί δεν είχα χρήματα να πάμε ούτε μέχρι το εξοχικό μας που ήταν κλειστό για χρόνια, σχεδόν από το θάνατο της γυναίκας μου. Δεν είναι εύκολο αλλά ξεπερνιέται. Κάποια στιγμή ξεπερνιέται. Θέλει να αφήσεις τον χρόνο και το παιδί να κάνουν τη δουλειά τους. Σπουδαία δουλειά η κόρη μου, έγινε η κινητήριος δύναμή μου και ο λόγος που δεν ακολούθησα τη γυναίκα μου. Μην το βάζετε κάτω, για όλους έχει και για όλους υπάρχει. Αρκεί να ξυπνάτε το πρωί και να λέτε “Δόξα Το Θεό που υπάρχει κάποιος στη γη να αγαπάει το παιδί μου”.

Μάνος

ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΓΙΑ ΟΛΑ ΕΧΟΥΜΕ ΧΡΟΝΟ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

ΤΟ ΧΑΛΙ ΠΟΥ ΤΟ ΠΑΤΟΥΣΑΝ ΟΛΟΙ

Ένα παραμύθι για τα προσωπικά όρια..

Μια φορά κι έναν καιρό στα βάθη της Περσίας ήταν το πιο όμορφο, το πιο πολύτιμο, το πιο ακριβό και ξεχωριστό χαλί του κόσμου. Το διακοσμούσαν παραστάσεις που περιέγραφαν τη χαρά της ζωής και ήταν κατασκευασμένο από μετάξι και ίνες από χρυσό και ασήμι. Ο ιδιοκτήτης του, ένας έμπορος χαλιών, ήταν τόσο περήφανος για το απόκτημά του, που αντί να το κρεμάσει, όπως και όλα τα άλλα χαλιά, το έστρωσε στην είσοδο, για να το καμαρώνει ο ίδιος αλλά και για να είναι το πρώτο πράγμα που θα έβλεπε ο κάθε πελάτης την ώρα που θα έμπαινε στο μαγαζί του.

Έτσι η φήμη για την ομορφιά του χαλιού εξαπλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης και χιλιάδες κόσμου συνέρρεαν στο κατάστημα, για να θαυμάσουν αυτό το μοναδικό χαλί. Ο έμπορος ούτε για μια στιγμή δε διανοήθηκε να το πουλήσει, όμως κατάφερε να πουλήσει αμέτρητα χαλιά σε πολύ ακριβές τιμές.

Η προσφορά λοιπόν του χαλιού μας ήταν τεράστια. Ένιωθε να το πλημμυρίζει η ευτυχία, γιατί έκανε πάμπλουτο και τον ιδιοκτήτη του και την οικογένειά του, έκανε όμως χαρούμενους και χιλιάδες ανθρώπους, που θαυμάζοντας ένα τέτοιο σπάνιο αντικείμενο τέχνης γέμιζαν τα μάτια τους και τις ψυχές τους με απίστευτη ομορφιά.

Δυστυχώς η ευτυχία του καταστηματάρχη και του χαλιού δεν κράτησαν για πάντα. Με την πάροδο του χρόνου, επειδή όλοι το πατούσαν ασταμάτητα χωρίς να σκεφτούν ότι κι αυτό ήταν φθαρτό και θα μπορούσε να καταστραφεί, άρχισε να λερώνεται, να ξεθωριάζει και να ξεφτίζει.

Τότε το κυρίευσε ο πανικός και προσπαθούσε συνέχεια να φαίνεται πιο όμορφο, τεντωνόταν και φώναζε σε κάθε επισκέπτη: «Σε παρακαλώ, πέρασε, μπορείς να με κάνεις ό τι θέλεις, πάτα με κι άλλο!». Νόμιζε το δύστυχο ότι όσο πιο πολύ το πατούσαν, όσο πιο πολλά πρόσφερε στους ανθρώπους, τόσο πιο πολύ θα το αγαπούσαν και θα γίνονταν κι αυτοί αλλά και το ίδιο ευτυχισμένοι.

Η πραγματικότητα όμως ήταν άλλη. Μπορεί να συνέχιζαν να το πατάνε, έπαψαν όμως να του δίνουν και σημασία κι αυτό, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειές του, φθειρόταν ολοένα και η αρχική αγαλλίασή του μετατρεπόταν σε δυσαρέσκεια, θυμό και φόβο που το δηλητηρίαζαν κάθε λεπτό της ημέρας. Ο έμπορος έπαψε φυσικά να είναι περήφανος γι’ αυτό και το κοίταζε με περιφρόνηση στην αρχή και με θυμό στη συνέχεια, γιατί οι πελάτες είχαν λιγοστέψει πολύ και ο ίδιος, όντας και πολύ επιπόλαιος, είχε φτωχύνει ξανά.

Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε μια μέρα, όταν ένας πελάτης μπαίνοντας στο μαγαζί είπε: «Τι το θέλεις αυτό το παλιόχαλο στην είσοδο του μαγαζιού σου; Αυτό το ξεφτισμένο και ξεθωριασμένο κουρέλι είναι για πέταμα!». Το κακόμοιρο το χαλί μας λοιπόν, έχοντας χάσει όλη του την ομορφιά, διαλυμένο και βαθύτατα δυστυχισμένο, κατέληξε πεταμένο στη γωνιά μιας σκοτεινής και υγρής αποθήκης, παρέα με τα ποντίκια που κι αυτά δεν το σεβάστηκαν και το ροκάνιζαν καθημερινά δίνοντάς του ακόμα μεγαλύτερο πόνο.

Έτσι συμβαίνει και με τις ζωές μας. Όταν συνέχεια «γινόμαστε χαλί να μας πατήσουν», πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα προσφέρουμε την ευτυχία και στον εαυτό μας και στους άλλους πετυχαίνουμε συνήθως το αντίθετο. Αυτοί που τους προσφέρουμε ασταμάτητα παύουν να αναγνωρίζουν την αξία μας, τους βλάπτουμε κακομαθαίνοντάς τους κι εμείς καταλήγουμε φθαρμένοι και διαλυμένοι.

 Νίκη Ορφανουδάκη

Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΙΝΔΟΥΙΣΤΗ ΜΟΝΑΧΟΥ

Αρχιμ. Συμεών Αναστασιάδη,
Εφημέριου Γεν. Νοσοκομείου Θεσ/νίκης "Αγ. Παύλος"
Ι.Μ. Καλαμαριάς

Θα προσπαθήσω να περιγράψω μια εμπειρία που έζησα περίπου πριν από ένα χρόνο. Είναι κάποια πράγματα που με λόγια δεν μπορείς να τα εκφράσεις.


Δυσκολεύτηκα να πάρω μολύβι και χαρτί και να αρχίσω να γράφω.

Δεν ήξερα αν θα βρω τα κατάλληλα λόγια, αν θα μπορέσω να μεταδώσω αυτό που έζησα με λέξεις• ήταν για μένα κάτι συγκλονιστικό, γι' αυτό άργησα και να το δημοσιεύσω.

Ήταν ένα όμορφο απόγευμα του Σεπτέμβρη του 2016 στην όμορφη και μαρτυρική Κύπρο μας.

Η θεία Λέλα, που με φιλοξενούσε, και ένα φιλικό ζευγάρι ο Πανίκος και η Λάουρα σκέφθηκαν να με βγάλουν μια βόλτα σε ένα από τα πλέον όμορφα παραθαλάσσια θέρετρα της περιοχής τους.

Δεν είχα λόγο να διαφωνήσω. Ετοιμάστηκα και σύντομα βρεθήκαμε σε ένα κυριλέ χώρο ενταγμένο αρμονικά σε ένα φυσικό περιβάλλον απείρου κάλλους όπου το μάτι σου χανότανε στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας.

Αφού τακτοποιηθήκαμε και παραγγείλαμε τα σχετικά μας πλησίασε ένας κατάμαυρος σερβιτόρος και με σπαστά αγγλικά αλλά συνάμα με ευγενικό τρόπο με ρώτησε τι ακριβώς είμαι. Απ' ό,τι φαίνεται του είχα κάνει εντύπωση, μάλλον δεν είχε ξανά δει Ορθόδοξο Ιερέα.

Γι' αυτόν ήμουν ένα θέαμα παράξενο: ράσο, μούσι, μαλλί, οπότε με πλησίασε για να λύσει την απορία του. Του εξήγησα ότι είμαι από την Ελλάδα και ότι είμαι Ορθόδοξος Ιερέας.

Έδειξε να χάρηκε και μου απάντησε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νεπάλ αλλά έκανε μοναχός 8 χρόνια στα Ιμαλάϊα από τα δώδεκά του.

Του είπα ότι έχουμε και μεις μοναχισμό και ότι έκανα και εγώ μοναχός στον Όλυμπο. Έφυγε προς στιγμή και σκέφθηκα ότι δόθηκε τέλος στην γνωριμία μας.

Σε λίγο όμως επανήλθε, ήθελε να ρωτήσει περισσότερα πράγματα για την Ορθοδοξία. Δεν ήξερε καλά Αγγλικά, προσπαθήσαμε ωστόσο να συνεννοηθούμε. Ξανά έφυγε, άλλωστε ήταν σε ώρα υπηρεσίας. Χάρηκα όμως που έδειξε ενδιαφέρον. Σε λίγο επανήλθε. Αυτή τη φορά με ξάφνιασε.

Άρχισε να μου λέει για την ασκητική ζωή που επί οκτώ χρόνια έκανε στα Ιμαλάϊα. Οι διηγήσεις του για τις εμπειρίες του με τους θεούς του Ινδουισμού μου θύμισαν τις δικές μας περιγραφές των δαιμονίων. Μου έδειξε σε φωτογραφία στο κινητό του τον πνευματικό του δάσκαλο για τον οποίο ήταν πάρα πολύ περήφανος και ευγνώμων.

Πραγματικά η όψη του πνευματικού του δασκάλου με τρόμαξε πολύ αλλά δεν του το φανέρωσα για να μην τον προσβάλλω. Μιλούσε με πολύ αγάπη για τον «Γέροντά» του. Οκτώ χρόνια μοναχικής ζωής στα Ιμαλάϊα του έκανε τυφλή υπακοή!

Την ώρα που μου μιλούσε έγειρε ελαφρά προς το μέρος μου για να μιλάμε πιο κοντά ο ένας στον άλλο και να μην ενοχλούμε έτσι την υπόλοιπη παρέα.

Καθώς μιλούσαμε τον ακούμπησα στην πλάτη, εκείνος πήρε το χέρι μου και το έβαλε στο κεφάλι του. Κατάλαβα ότι ήθελε να τον ευλογήσω, του έκανα το χατίρι, μου έχει τύχει άλλωστε και σε μουσουλμάνους αυτή η επιθυμία, δεν με ξένισε. Μόλις τον ακούμπησα στο κεφάλι του κλείνει τα μάτια του και αυτοσυγκεντρώνεται. Ακούω να ψελλίζει κάτι σαν προσευχές• έκανε επίκληση στο «θεό» Σίβα.

Έχοντας συνέχεια το χέρι μου στο κεφάλι του δεν έχασα την ευκαιρία, άρχισα και εγώ χαμηλόφωνα να λέω τις δικές μας προσευχές. Αίφνης τα μάτια του γύρισαν ανάποδα, παραξενεύτηκα αλλά δεν τα 'χασα, έδειχνε να είναι αλλού.

Σκέφθηκα ότι αν αρχίσει να ουρλιάζει κανένα δαιμόνιο από μέσα του την βάψαμε, το κέντρο ήταν γεμάτο θαμώνες πολυτελείας, τι θα έκανα αν συνέβαινε κάτι τέτοιο; Στο παρελθόν είχα διαβάσει εξορκισμούς αλλά τώρα δεν είχα ούτε πετραχήλι ούτε ευχολόγιο. Η παρέα μου άρχισε λίγο να «παγώνει».

Το μόνο σίγουρο ήταν ότι αρχίσαμε ένα είδος ιεροτελεστίας που με κανένα τρόπο δεν μπορούσα να το σταματήσω από μέρους μου, έπρεπε να συνεχίσω την προσευχή και όπου έβγαινε.

Άρχισε να περνά η ώρα, η παρέα μου μού ψιθύρισε ότι απασχολώ έναν εργαζόμενο και ότι μπορεί να βρει τον μπελά του από τον προϊστάμενο του.

Το ήξερα, είχαν δίκιο αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Το πρόσωπό του αλλοιωνόταν χωρίς να ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει, μόνο προσευχόμουν και παρατηρούσα ότι άλλαζε συνέχεια μορφές.

Η ώρα περνούσε και εγώ άρχισα να αισθάνομαι στα άκρα των δακτύλων μου κάτι σαν μούδιασμα, σαν ηλεκτρικό ρεύμα μικρής τάσης, ήταν αδύνατον να σταματήσω όμως εδώ που φτάσαμε.

Τι ήταν πάλι κι αυτό που περνούσα; Μόνο αυτό δεν περίμενα να ζήσω εκείνο το απόγευμα. Εγώ είχα βγει απλώς για ένα ρόφημα, ανέμελος και άνετος, ποιος να περίμενε κάτι τέτοιο...

Έλεγα συνέχεια την ευχή στον Ιησού, στην Υπεραγία Θεοτόκο, όσες προσευχές και όσους ψαλμούς του Δαυίδ ήξερα από έξω. Ο Ινδουιστής άρχισε κάποια στιγμή να λυγίζει αργά και σταθερά. Έπεσε στα γόνατα και ήταν σαν να με προσκυνούσε. Μας πλησιάζει ο προϊστάμενος του, φοβάμαι ότι θα μας κάνει παρατήρηση. Ευτυχώς ήταν Κύπριος.

Με πλησιάζει και μου λέει στο αυτί «Πάτερ δείξ' του τη δύναμη του Θεού μας, εκεί στα Ιμαλάϊα το τρέλαναν το παιδί, βάλ' του μυαλό!». Έγνευσα θετικά χωρίς να μιλήσω και απομακρύνθηκε. Φαινόταν ότι ήξερε καλά την ιστορία του σερβιτόρου. Μου έφυγε ένα βάρος, είχα την συναίνεση του προϊσταμένου οπότε μπορούσα να συνεχίσω. Επίκληση αυτός, επίκληση εγώ, στα δαιμόνια αυτός, στον αληθινό Θεό εγώ! Εκεί που ήταν στα γόνατα πέφτει ακόμη πιο κάτω και γίνεται ένα με το έδαφος. Περιττό να σας πω, το θέαμα για τον περίγυρο ίσως να άγγιζε τα όρια ταινίας τρόμου.

Η παρέα μου αισθάνθηκε άβολα «μας κοιτάζουν» μου λένε αλλά εγώ τι να έκανα, έπρεπε να συνεχίσω... Είχαμε γίνει όπως φαίνεται θέαμα στους εργαζομένους και στους θαμώνες, ένα παράξενο θέαμα. Κάποια στιγμή συνειδητοποιώ ότι η παρέα στο διπλανό τραπέζι έχει καρφώσει τα μάτια της πάνω μας γεμάτη απορία και αμηχανία! Φοβήθηκε φαίνεται βραδιάτικα από το παράδοξο θέαμα –σε ένα κοσμικό κέντρο δύο τρελοί να κάνουν πράγματα ανεξήγητα– οπότε σηκώνονται και βιαστικά αλλάζουν τραπέζι και όσο μπορούσαν πιο μακριά μας. Μου ήρθε να γελάσω όμως κρατήθηκα.

Είχαν δίκιο οι άνθρωποι, αφού κι εγώ δεν ήξερα τι ακριβώς θα ακολουθούσε. Φανταστείτε το σκηνικό: ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα από πάνω έως κάτω, μουσάτος και μακρομάλλης να είναι εδώ και ώρα με ένα μαύρο γκαρσόνι βραδιάτικα κάνοντας παράξενα πράγματα και τελικά να τον ρίχνει κατάχαμα! Δεν ήταν Κύπριοι ούτε Ρώσοι για να διακρίνουν τον Ορθόδοξο κληρικό, μάλλον δεν ήξεραν καν τι είμαι.

Πολλοί Ευρωπαίοι αγνοούν την ύπαρξη της Ορθοδοξίας και δεν έχουν δει ποτέ τους Ορθόδοξους ιερείς. Μπορεί να νόμιζαν ότι είμαι μουσουλμάνος τζιχαντιστής ίσως και επικίνδυνος με τόσα που γίνονται τελευταία ή ακόμη και μάγος. Ποιος ξέρει η φαντασία τους τι παιχνίδια τους έπαιξε. Τα λόγια του προϊσταμένου όμως μου δίνουν κουράγιο, συνεχίζω ακάθεκτος, έπρεπε να του δείξω τη δύναμη του Τριαδικού Θεού, να δώσω τη μαρτυρία του Θεανθρώπου.

Σε λίγο πλησιάζει με χαρά το διπλανό άδειο πλέον τραπέζι μια άλλη παρέα Ευρωπαίων. Εσύ είσαι που το λες, μόλις κάθισαν στο τραπέζι και έπεσε το βλέμμα τους πάνω μας πετάχτηκαν σαν ελατήρια και έφυγαν κι αυτοί μακριά μας. Πάλι μου ήρθε η διάθεση να γελάσω, αλλά εγώ τη δουλειά μου! Η αλήθεια είναι ότι μέχρι να τελειώσουμε δεν τόλμησε άλλος να καθίσει στο διπλανό τραπέζι παρ' ότι υπήρχε ζήτηση στο μαγαζί. Μπορεί να κράτησε όλο το σκηνικό 30-40 λεπτά. Δεν με ενδιέφερε η ώρα, ήμασταν και οι δύο αλλού. Με ενδιέφερε η μαρτυρία, η ομολογία, η ιεραποστολή, το μυστήριο που γινόταν εκείνη τη στιγμή μέσα μας και γύρω μας. 

Ο Ινδουιστής έτσι όπως ήταν κάτω στο έδαφος σηκώνει αργά το κεφάλι του και το βάζει στα πόδια μου όπως θα έκανε ένας πιστός σκύλος στο αφεντικό του. Κάθισε λίγο σε αυτή τη στάση και σε λίγο άνοιξε τα μάτια του. Είχε ένα ήρεμο και χαρούμενο πρόσωπο, φίλησε το δεξί μου χέρι όπως θα έκανε ένας πιστός χριστιανός και μας έσκασε ένα υπέροχο χαμόγελο δείχνοντας με την έκφραση του προσώπου του μια άπειρη ευγνωμοσύνη. Του χαμογελώ και εγώ. Οι φίλοι μου επιτέλους ανάσαναν, χαλάρωσαν. Με ευχαριστεί. Τον ρωτάμε για ποιο λόγο με ευχαριστεί, τι ακριβώς ένιωσε όλη αυτή τη διάρκεια; Μας απαντά ότι με λόγια δεν μπορεί να εκφράσει αυτό που έζησε. Η παρέα μου επιμένει και με τα λίγα αγγλικά του προσπαθεί να μας εξηγήσει.

«Είστε πάρα πολύ τυχεροί που κάνετε παρέα με έναν τόσο μεγάλο Γκουρού! Όταν μπήκατε στο μαγαζί παρ' όλο που φοράει μαύρα ρούχα, εγώ είδα να βγάζει από μέσα του φως και αυτό το φως γέμισε όλο το μαγαζί». «Και τι ένιωθες μέσα σου τόση ώρα;». «Δεν μπορώ να σας το περιγράψω με λόγια». «Μα πες μας κάτι για να καταλάβουμε». «Μια δύναμη βγήκε από το χέρι του και μπήκε μέσα μου, μέσα στο σώμα μου και πήγε παντού και καθάρισε βαθιά μέσα μου κάθε κακό που υπήρχε, από κάθε κακό που είχα κάνει. Νιώθω πάρα πολύ καλά, είναι πάρα πολύ μεγάλος Γκουρού, αυτό είχαν να το νιώσω από τα Ιμαλάϊα, δεν το έχω ξανά νιώσει από τότε ούτε περίμενα ότι κάποιος θα μπορούσε να με κάνει να το νιώσω. Ο φίλος σας έχει πάρα πολύ μεγάλη δύναμη είναι πάρα πολύ μεγάλος Γκουρού. Μου έφυγε από μέσα μου ένα πολύ μεγάλο βάρος, το βάρος του κακού!» μας έλεγε συνέχεια. 

Έλεγε αυτά τα λόγια και πετούσε από χαρά και δέος. Προσπαθήσαμε να του εξηγήσουμε ότι δεν ήταν δική μου η δύναμη που αισθάνθηκε αλλά του Χριστού. Δεν ήθελε να το παραδεχθεί, το αρνιότανε. «Η δύναμη έβγαινε από τον ίδιο όχι από τον Χριστό». Του εξηγούσαμε ότι αυτή η δύναμη προέρχεται από την Ιερωσύνη, ότι την δίνει ο Χριστός στον ιερέα αλλά ήταν αδύνατον να καταλάβει την έννοια της Ιερωσύνης, ή δεν είχε ανάλογες παραστάσεις ή τα αγγλικά του ήταν ελάχιστα και δεν μπορούσε να καταλάβει τι του λέγαμε. Επέστρεψε στην εργασία του αφού πρώτα υποκλίθηκε και μου φίλησε το χέρι.

Φεύγοντας με κοιτούσε στα μάτια, σκέφθηκα να ανταλλάξουμε email δεν ήθελα να διακόψουμε την επικοινωνία μας. Όποτε μου έγραφε με αποκαλούσε «Γκουρού» μέχρι που του έμαθα να με αποκαλεί «πατέρα». Η θεία Λέλα είχε πλάκα. Την επόμενη μέρα με φωνάζει κοντά της και με παρακαλεί «Πάτερ μου μήπως θα ήταν καλό τα λόγια που είπες εχθές στον Ινδουιστή να μου τα πεις και σε μένα να φύγει το κακό από μέσα μου;». Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι αυτό που έγινε εχθές ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο και μοναδικό. Ότι αυτή είναι βαπτισμένη και χρειάζεται τα μυστήρια της Εκκλησίας μας, την προσευχή, την εξομολόγηση και την Θεία Κοινωνία. Δεν ξέρω αν κατάλαβε.

Πάντως η εμπειρία ήταν συγκλονιστική. Κανένας μας δεν θα μπορέσει να την ξεχάσει. Ο Ινδουιστής μου θύμισε τους Μάγους από την Περσία. Ο αληθινός Θεός του φανερώθηκε επειδή είχε καλή διάθεση. Εμένα πάλι μου φανέρωσε την δύναμη που έχουμε μέσα μας όλοι οι ιερείς αλλά την αγνοούμε. Με προβλημάτισε, με έκανε να σκέφτομαι πιο σοβαρά αυτό που είμαι.

Μήνες μετά έτυχε να επισκεφθώ πάλι την Κύπρο αλλά από την διαμετρικά αντίθετη πλευρά, δεν θα πήγαινα καθόλου προς την πόλη που έμενε. Μόλις το έμαθε πήρε όλα τα μέσα που μπορούσε να χρησιμοποιήσει και ήρθε και με βρήκε. Ήθελε να συνεχίσουμε τη γνωριμία μας. Ήθελε να μάθει περισσότερα για την Ορθόδοξη Εκκλησία και την πνευματικότητά της.

Μακάρι κάποια μέρα να μπορέσω να τον πάω στο Άγιον Όρος, είμαι σίγουρος ότι ο Θεός θα του δείξει σημεία και θα ασπασθεί εύκολα την Ορθόδοξη Πίστη. Προς το παρόν έχουμε κρατήσει μια επικοινωνία.

Είχα δίλημμα αν θα έπρεπε να δημοσιοποιήσω το περιστατικό. Ίσως κάποιοι να θεωρήσουν ότι θέλω να προβάλλω τον εαυτό μου ή κάποιοι άλλοι να αμφισβητήσουν τελείως το γεγονός. Δεν με νοιάζει τι θα σκεφθεί ο καθένας εγώ ήθελα να καταγράψω το γεγονός όπως το ζήσαμε και μπορούν να το πιστοποιήσουν και οι μάρτυρες που ήταν μπροστά. Αλλά σκέφθηκα και το άλλο, γράφονται τόσες και τόσες σαβούρες στο διαδίκτυο γιατί να μην καταγραφεί ένα περιστατικό ζωντανό, των ημερών μας, που δείχνει το μεγαλείο και την δόξα της Ιερωσύνης! Η Ιερωσύνη που είναι ο Χριστός παρατεινόμενος στους αιώνες!

Βλέπω δυστυχώς Έλληνες «Ορθοδόξους» που διστάζουν να σου φιλήσουν το χέρι, ντρέπονται να κάνουν την κίνηση και βλέπεις ο Ινδουιστής να θαυμάζει το μεγαλείο της Ιερωσύνης και να φιλάει με σεβασμό το χέρι σου. Είναι ένα μεγάλο μάθημα για τους πιστούς, ακόμη μεγαλύτερο μάθημα για τους ιερείς για να ξέρουν τι δύναμη έχουν μέσα τους.

Είναι μια ιστορία που έπρεπε να δημοσιευτεί προς δόξα του μεγάλου και αληθινού και μοναδικού Τριαδικού Θεού! Αυτώ η δόξα και το Κράτος εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν!