ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Ο ΑΓΑΘΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ


Ένας αγαθότατος Ερημίτης γειτόνευε με κάποιον τεμπέλη μοναχό, που βαριόταν να δουλέψει και για να ζήσει πήγαινε κρυφά στην καλύβη του γείτονά του και του έκλεβε τα πράγματα.
Ο Ερημίτης το είχε καταλάβει, αλλά δεν έκανε ποτέ του λόγο γι’ αυτό στον ένοχο.
- Για να κάνει τέτοια πράξη, θα έχει πολλή ανάγκη ο αδελφός, έλεγε συχνά στον εαυτό του ο αγαθός Γέροντας.
Δούλευε όμως σκληρά για να καταφέρει να ζήσει και μ’ όλο τούτο εστερείτο, γιατί ο κλέφτης, παίρνοντας για κουταμάρα την σιωπή του, είχε εντελώς αποθρασυνθεί και δεν του άφηνε σχεδόν ούτε ψωμί να φάει.
Έφθασε η ώρα να κοιμηθεί ο Ερημίτης και οι αδελφοί της σκήτης μαζεύτηκαν γύρω του να πάρουν την ευχή του. Ανάμεσά τους ο ετοιμοθάνατος είδε εκείνον που τόσα χρόνια τον είχε κάνει να υποφέρει με τις κλεψιές του. Του έγνεψε να πάει κοντά του και, όταν εκείνος πλησίασε, πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά του κι άρχισε να τα φιλά.
- Ευχαριστώ τα χέρια αυτά, έλεγε, που έγιναν αφορμή να βρω σήμερα τον Παράδεισο.

Αν μάθεις πως κάποιος σε μισεί και σε κακολογεί - λέει ένας από τους Πατέρες - μην του κρατάς κακία. Αν μπορείς μάλιστα στείλε του ένα δώρο. Έτσι θα έχεις το θάρρος να πεις στον Χριστό την ώρα της Κρίσεως: -Άφες, Δέσποτα, τα οφειλήματά μου, καθώς και εγώ άφησα τα οφειλήματα του πλησίον μου.


(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 64-64)

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑΣ ΔΗΜ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ: ΟΙ ΑΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΟΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΔΡΟΓΥΝΟ ΠΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΟΤΑΝ!


Ήταν ένας γέροντας και πήγαινε, μαζί με τον υποτακτικό του, από το ασκηταριό τους στην πόλη. Στον δρόμο πέρασαν από ένα χωριό που είχε μια Εκκλησία. Εκεί είδε ο υποτακτικός έναν διάβολο να κάθεται πάνω στο καμπαναριό.
Προχώρησαν πιο κάτω και συνάντησαν μια καλύβα. Εκεί ο υποτακτικός είδε 100 σατανάδες, γύρω από την καλύβα.
Προβληματίστηκε. «Τί γίνεται εδώ;», αναρωτήθηκε.
Δεν άντεξε και ρώτησε τον γέροντά του:
- Γέροντα, γιατί στο καμπαναριό υπήρχε ένας διάβολος και στην καλύβα υπάρχουν 100 σατανάδες;
Και ο γέροντας τού είπε:
- Γιατί όσοι μπήκαν στην Εκκλησία, μπήκαν απροετοίμαστοι και δεν προσευχόταν κανένας τους. Έτσι ένας διάβολος ήταν αρκετός να τους φέρνει όλους πέρα. Στην καλύβα όμως αυτή, είναι ένα αντρόγυνο που προσεύχεται, γι' αυτό και βλέπεις τόσους σατανάδες!

Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας

ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑΣ ΔΗΜ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ: ΔΕΝ ΚΟΡΟΪΔΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΓΕΛΙΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ!


Κάποιος ερημίτης καθότανε έξω από το κελί του, που βρισκότανε ψηλά σε ένα βράχο και έβλεπε απέναντι στον κάμπο, το ποτάμι να έχει φουσκώσει. Εκείνη την ημέρα έβρεχε καταρρακτωδώς, είχε κατεβάσει πολύ νερό, με αποτέλεσμα να διακοπεί το πέρασμα από μία γέφυρα που υπήρχε εκεί.
Σε μια στιγμή βλέπει κάποιον, που είχε την ανάγκη να περάσει απέναντι. Τον βλέπει να γονατίζει και να προσεύχεται στο Θεό, για να τον βοηθήσει να περάσει απέναντι. Μπροστά σε αυτό το θέαμα, ο ερημίτης σήκωσε και αυτός τα χέρια του στον ουρανό και προσευχήθηκε γι' αυτόν.
Μετά από πολλή ώρα σηκώνεται ο άνθρωπος, κάνει το σταυρό του και μπαίνει μέσα στο ποτάμι, αλλά το ποτάμι τον παρέσυρε και τελικά πνίγηκε!
Ο ερημίτης σοκαρίστηκε! Για πολλή ώρα δεν μπορούσε να συνέλθει...
«Γιατί δεν εισακούστηκαν οι προσευχές μας;», αναρωτήθηκε.
Μετά από λίγο έρχεται κάποιος άλλος άνθρωπος στο ποτάμι, κάνει τον σταυρό του, μπαίνει στο ποτάμι και περνάει απέναντι!
Κόκκαλο ο ερημίτης!
«Πού είναι η δικαιοσύνη του Θεού;», αναρωτήθηκε.
Γονατίζει τότε και λέει:
- Δεν σηκώνομαι από εδώ, Κύριε, αν δεν μου πεις πώς σκέφτηκες και ενήργησες έτσι!
Ο Θεός είναι αγαθός και συγκαταβαίνει στην αδυναμία του ανθρώπου. Έτσι του στέλνει έναν άγγελο, για να τον διαφωτίσει.
- Τί κάνεις εδώ, γέροντα; Γιατί προσεύχεσαι;
- Να για κάτι που είδα και σκανδαλίστηκα, και του ανάφερε τα περιστατικά που είδε στο ποτάμι.
Ο άγγελος τότε του λέει:
- Αυτός που δεν πνίγηκε, προσευχότανε και άλλες φορές και θα συνέχιζε να προσεύχεται. Αυτός που πνίγηκε, προσευχήθηκε μόνο τώρα που είχε ανάγκη. Ούτε προσευχότανε, αλλά και ούτε θα προσευχότανε στο μέλλον.
Δεν κοροϊδεύεται και δεν γελιέται ο Θεός. Όποιος προσεύχεται και θυμάται τον Θεό μόνο στην ανάγκη του, ο Θεός δεν τον ακούει. Ακούει εκείνους που προσεύχονται καθημερινώς και βρίσκονται εν μετανοία.

Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ!


Ήταν κάποιος Γέροντας που έτρωγε καθημερινά τρία παξιμάδια. Τον επισκέφθηκε κάποιος αδελφός και όταν κάθησαν να φάνε, έβαλε και για τον αδελφό τρία παξιμάδια. Είδε κατόπιν ο Γέροντας ότι ο αδελφός είχε ανάγκη να φάει περισσότερο και τού ’φερε άλλα τρία. Αφού χόρτασαν και σηκώθηκαν, κατέκρινε ο Γέροντας τον αδελφό και του είπε: «Δεν πρέπει, αδελφέ, να υπηρετούμε τη σάρκα μας». Ο αδελφός έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και έφυγε.
Την επόμενη ημέρα όταν έφθασε η ώρα για φαγητό, έβαλε ο Γέροντας τα τρία παξιμάδια για τον εαυτό του. Αλλά αφού τα έφαγε, αισθάνθηκε πάλι να πεινά αλλά συγκρατήθηκε. Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο έπαθε και άρχισε να αισθάνεται εξάντληση. Κατάλαβε τότε ο Γέροντας ότι τον εγκατέλειψε ο Θεός και ρίχνοντας τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, άρχισε να παρακαλεί μετά δακρύων για την εγκατάλειψη που του έγινε. Και βλέπει έναν άγγελο που του είπε: «Αυτό σου συνέβη, επειδή κατέκρινες τον αδελφό. Να ξέρεις λοιπόν ότι αυτός που μπορεί να εγκρατεύεται ή να κάνει κάποιο άλλο καλό, δεν το κάνει με δική του δύναμη, αλλά η αγαθότητα του Θεού είναι που ενισχύει τον άνθρωπο».
Έλεγαν οι Γέροντες τίποτε δεν είναι χειρότερο από την κατάκριση.

Από το γεροντικό

Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΝΑ ΣΚΕΠΑΖΟΥΜΕ ΤΟ ΣΦΑΛΜΑ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ!

Νά σκεπάζουμε τό σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ...
Από το Γεροντικό

Πήγε κάποτε ο αββάς Αμμωνάς σε κάποιον τόπο για να γευματίσει. Εκεί κοντά ήταν κι ένας αδελφός που είχε κακή φήμη. Συνέβη μάλιστα να πάει και να μπει στο κελί του αδελφού η γυναίκα για την οποία τον κακολογούσαν. Οι κάτοικοι της περιοχής μόλις το έμαθαν, ξεσηκώθηκαν και πήραν την απόφαση να διώξουν τον μοναχό από το κελί. Όταν πληροφορήθηκαν ότι ο επίσκοπος Αμμωνάς βρισκόταν στην περιοχή τους, πήγαν και τον παρακάλεσαν να πάει μαζί τους. Σαν τα έμαθε αυτά ο αδελφός, πήρε τη γυναίκα και την έκρυψε μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι. Κατέφθασε το πλήθος και ο αββάς Αμμωνάς αντιλήφθηκε τι συνέβη αλλά χάριν του Θεού σκέπασε το γεγονός. Μπήκε λοιπόν στο κελί του αδελφού, κάθισε πάνω στο πιθάρι και διέταξε να ερευνήσουν το κελί. Όταν όμως έψαξαν και δεν βρήκαν τη γυναίκα, τους είπε ο αββάς Αμμωνάς:
«Τι συμβαίνει λοιπόν; Ο Θεός να σας συγχωρήσει». Και αφού προσευχήθηκε, απομάκρυνε τον κόσμο. Έπιασε τότε από το χέρι τον αδελφό και του είπε: «Πρόσεχε την ψυχή σου, αδελφέ». Και με τον λόγο αυτόν έφυγε.

Κάποιος αδελφός της Σκήτης έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά Μωϋσή αλλ’ αυτός δεν θέλησε να πάει. Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: «Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι». Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε με άμμο. Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: «Τι είναι αυτό, πάτερ;» «Οι αμαρτίες μου, απαντά ο Γέροντας, που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου».
Όταν τα’ άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν.

Ρώτησε ένας αδελφός τον αββά Ποιμένα: «Εάν δω κάποιο σφάλμα του αδελφού μου, είναι καλό να το σκεπάσω;» Κι ο Γέροντας απάντησε: «Όποια ώρα σκεπάσουμε το σφάλμα του αδελφού μας, σκεπάζει και ο Θεός το δικό μας. Κι όποια ώρα θα φανερώσουμε του αδελφού το σφάλμα, θα φανερώσει και ο Θεός το δικό μας».

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

ΠΩΣ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΣ; ΟΧΙ ΕΓΩ, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ!

-Πως τα κατάφερες; -Όχι εγώ...Ο Χριστός.

" Μπήκα πριν λίγα χρόνια στο νοσοκομείο Καβάλας για αφαίρεση χολής. Δίκλινος ο θάλαμος, δίπλα μου ο Παναγιώτης από τη Θάσο, ένας άνδρας γύρω στα σαράντα σοβαρός και ολιγομίλητος στην αρχή.
Το απόγευμα στην επίσκεψη των ιατρών παρατηρώ τα πόδια του γεμάτα λακκούβες, εμφανώς παραμορφωμένα.
Ακούω τον διάλογο:
-Πως τα κατάφερες;
-Όχι εγώ...Ο Χριστός.
Αργότερα αφού γνωριστήκαμε μου λέει:
-Από μαθητής γυμνασίου μπήκα στις ουσίες. Στην δευτέρα λυκείου έπαιρνα ήδη ηρωίνη. Δεν έβρισκα κανένα λόγο για να ζω. Έβριζα συνέχεια τον Θεό γιατί με έφερε σ αυτόν τον κόσμο. Για είκοσι περίπου χρόνια η ζωή μου δεν είχε κανένα νόημα.
Μερικές φορές γυρνούσα αργά στο σπίτι και έβλεπα την φουκαριάρα την μάνα μου γονατιστή να κλαίει μπροστά στα εικονίσματα. Την έβριζα και την περιγελούσα.
Έκανα αρκετές αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας.
Μια μέρα ετοίμαζα παραγάδια στο ψαροκάικο του δίδυμου αδελφού μου. Εκείνος ήταν στο τιμόνι. Ο ουρανός πεντακάθαρος. 
Γυρίζω το κεφάλι μου ψηλά και λέω από μέσα μου: 
"Γιατί με αφήνεις και τυραννιέμαι;;"
Βλέπω ένα μικρό σύννεφο να πλησιάζει 
προς το σκάφος.
Όταν βρέθηκε ακριβώς από πάνω μου 
είδα τη μορφή του Χριστού.
 Όχι όπως την ήξερα μέχρι τότε αλλά με λευκά σχεδόν μαλλιά, καταγάλανα μάτια κι εγώ να χάνομαι μέσα τους....
Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα μου απάντησε σε όλα τα ερωτήματα όλων αυτών των χρόνων που έζησα την κόλαση...
Οι απαντήσεις έρχονταν κατευθείαν στο στήθος μου...
δεν κουνούσε τα χείλη.....
Έφυγε ήρεμα όπως ήλθε....
Όταν συνήλθα παρατήρησα μία λίμνη από δάκρυα μου, να έχει δημιουργηθεί μπροστά στα πόδια ...
Αργότερα είδα μια εικόνα της Αποκάλυψης από την Πάτμο 
και ήταν όπως ακριβώς Τον είδα......
Από εκείνη την μέρα καθάρισα....
Αργότερα πήγα στο Άγιο Όρος 
και τα εξομολογήθηκα όλα.....

(Αληθινή ιστορία...
Ο Παναγιώτης ζει ακόμα στον Λιμένα 
της Θάσου...)

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Η ΚΥΡΑ ΦΩΤΕΙΝΙΩ ΚΑΙ ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ

Η κυρά Φωτεινιώ και το Άκτιστο Φως

Πριν δέκα χρόνια, δώδεκα χρόνια γνώρισα μία Ψυχή. Μία Αγία Ψυχή. Θα πούμε ένα όνομα για να κρατήσουμε πάλι το προσωπικό δεδομένο. Την λένε Φωτεινιώ…Ή εγώ την λέω Φωτεινιώ.
Η κυρά Φωτεινιώ ήρθε με οικογένεια στο σπίτι της μητέρας μου, εκεί που φιλοξενούμουνα τότε, γιατί δεν είχα σπίτι και είχανε τακτοποιήσει τότε το χώρο – καλοσύνη της η μητέρα μου – είχε κάνει ένα μικρό Αρχονταρίκι με τα Εικονίσματά μας, με το Καντήλι, με τα κεράκια μας, με τα Άγια Λείψανα και είχαμε ένα μικρό καναπέ που με χωρούσε εμένα.
Τον ανοίγαμε και κοιμόμουνα το βράδυ και το πρωί τον μαζεύαμε και στολιζόταν και ήτανε σαν μικρό Αρχονταρίκι, που μπορούσα εγώ να ακούσω κάποιον λογισμό ή κάποιος να με συμβουλευτεί ή να ακούσει μια γνώμη, κάπως κατ' ιδίαν.
Ήρθαν λοιπόν ένα απόγευμα αυτό το ζευγάρι, τέσσερα άτομα και έφεραν μαζί τους την κυρά Φωτεινιώ. Θα ταν εξηντατριό, εξήντα τεσσάρων χρονών. Μια μικρόσωμη γυναίκα αλλά με πολύ φωτεινό Πρόσωπο. Και μου λέει: «Πάτερ μου, έμαθα οτι είστε από το Σινά. Και μου συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό και ήρθα να ρωτήσω εσάς, γιατί φοβούμαι ότι δεν μπορώ να τα πω στον καθένα αυτά που μου συμβαίνουν». Λέω: «Ευχαρίστως, κυρία Φωτεινή μου. Περάστε».
Καθίσαμε λοιπόν στο μικρό Αρχονταρίκι και άρχισε να μου διηγείται ότι γεννήθηκε κάπου στη Στερεά Ελλάδα και στα εφτά της χρόνια ορφάνεψε. Έπεσε δυστυχώς σε άπληστους θείους οι οποίοι διαμέλισαν εν μια νυκτι την περιουσία της και την σφετεριστήκανε και την κακομεταχειριζόντουσαν.
Αυτή η κακομοίρα, μικρή και ευαίσθητη, προσκολλήθηκε στη γειτόνισά της, την κυρά-παπαδιά η οποία ήταν και αυτή χήρα και είχε τρία κορίτσια. Ευτυχώς, η μεγάλη της είχε προλάβει να πάει στην Ακαδημία να γίνει δασκάλα και έτσι βγάζαν τα προς το ζειν. Αλλά επειδή ήταν νοικοκυρές, είχε μάθει η παπαδιά και τα άλλα κορίτσια και μάθαινε και την Φωτεινιώ, να κεντάνε προίκες για τις πλούσιες κοπέλλες, – τότε δεν υπήρχαν οι μηχανές και δεν υπήρχαν τα έτοιμα ενδύματα. Έτσι λοιπόν κεντούσαν τα μονογράμματα στα σεντόνια, στις μαξιλαροθήκες, στις πετσέτες και κάναν άλλα κεντήματα. Και βγάζαν τα προς το ζειν.
Δίπλα με την παπαδιά που καθόταν όλη την μέρα η Φωτεινιώ από τα εφτά της χρόνια, την άκουγε να προσεύχεται. Μα η παπαδιά μέσα στους Ψαλμούς που έλεγε, έλεγε και κάτι: «Φχαριστώ Συ. Φχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω.»
Την άκουγε να το λέει συνέχεια και σαν πεδούλα η κυρά Φωτεινιώ την ρώτησε: «Θειά παπαδιά, γιατί συνέχεια λες ευχαριστώ; Γιατί λες, Ευχαριστώ Συ Κύριε;» Λέει: «Τι να πω άλλο παιδί μου; Μας έδωσε τόσα αγαθά ο Θεός και μας έχει καλά και με την Χάρη του Θεού Τον γνωρίζουμε. Μόνο ευχαριστώ μπορώ να Του πω. Τίποτε άλλο δεν μπορώ να ζητήσω».
Έτσι, η Φωτεινιώ μεγάλωσε και ενστερνίστηκε αυτή την Ευχή. Σαν να μην ήξερε άλλη Ευχή και σαν να μην ήξερε άλλη Προσευχή, ό,τι της συνέβαινε έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε». Έμεινε μέχρι τα δεκαεφτά της χρόνια να κοιμάται στους θείους της στο σπίτι και το πρωί, πρωί-πρωί να φεύγει και να πηγαίνει στης κυρα-παππαδιάς και να της δίνει και εκείνη ένα χαρτζιλίκι, έτσι ώστε να μην χρεώνει τους θείους της για τα δικά της έξοδα.
Στα δεκαεφτά της χρόνια, πήγε μια εκδρομή σε ένα Μοναστήρι, μαζί με την κυρα-παππαδιά και με την Ενορία, στην Βόρεια Ελλάδα σε ένα γυναικείο Μοναστήρι και πόθησε η κακομοίρα να γίνει μοναχή. Της άρεσε τόσο πολύ αυτή η ζωή που κατανενυγμένη ζήτησε να γίνει. Όμως έπρεπε να έχει γονείς να την αφήσουν, γιατί ήταν ανήλικη.
Και έτσι γυρίζοντας βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα δυσάρεστο γεγονός, οτι οι θείοι της για να την ξεφορτωθούν της είχαν βρει ένα γαμπρό, ο οποίος φυσικά δεν θα ήταν και σόι αφού δεν ζήταγε προίκα. Έτσι λοιπόν σε ένα χρόνο, άρον άρον την παντρέψανε. Η κακομοίρα όμως αντιμετώπιζε το πρόβλημα, οτι αυτός είχε καφενείο και δυστυχώς μάθαινε να πίνει και ήταν και έπινε και άλλες ουσίες εκεί στο καφενείο και τα πράγματα δυσκόλεψαν.
Γέννησε όμως, του χάρισε τρία παιδιά: ένα αγόρι, τον Φάνη και δύο κορίτσια. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους να σας πω. Αλλά θυμάμαι ότι είχε τρία παιδιά. Και η κακομοίρα προσπαθούσε να τα αναθρέψει με νουθεσία Κυρίου.
Αυτός όμως όποτε γύριζε από το καφενείο μεθυσμένος ή το παιδί το ένα ήταν άρρωστο ή γκρίνιαζε, προσπαθούσε να τα μαλώσει και να τα δείρει και αυτή η κακομοίρα έβαζε τον εαυτό της μπροστά και έτρωγε αυτή το ξύλο. Έτσι εκτός από τις βρισιές που δεχόταν, αυτή έτρωγε και το ξύλο, έτρωγε και κάνα παιδάκι ξύλο. Και η κακομοίρα πάντοτε με την Ευχή «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Ποτέ δεν παραπονέθηκε.
Στα τέσσερα πέντε χρόνια του γάμου της, επειδή δεν πήγαινε καλά η επιχείρηση του άντρα της, τα ξαδέλφια του του είπανε: «’Ελα σε μας στην Πρωτεύουσα του νομού να βρούμε ένα καφενείο να βάλουμε το βιος μας με το βιος σου να κάνουμε ένα μεγάλο καφενείο». Όντως έτσι έγινε.
Βρήκαν και ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού, που είχε ένα πηγάδι και μια μικρή στάνη και μπορούσαν να επιβιώσουνε και οι δυο φτωχικά και όντως κάναν το καφενείο μεγαλύτερο αλλά σιγά σιγά ο καφενές έγινε καφετέρια, η καφετέρια έγινε καφέ-μπαρ και σιγά σιγά έγινε νυκτερινό κέντρο…
Με πεταλουδίτσες, με διάφορα τυχερά παιγνίδια. Γυρνούσε αργά ο Ανέστης, δεν του άρεσε πια η κυρά Φωτεινιώ, φώναζε, την έλεγε «μούχλα», την έλεγε «πανούκλα», την έλεγε «χολέρα». Την έβριζε, την ταπείνωνε. Εκείνη πάντοτε με ταπείνωση και πολύ καρτερία έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε»
Δεκαοχτώ χρόνια πέρασε αυτό το μαρτύριο. Δεν την αφήναν να πάει στην Εκκλησία και μου έλεγε με δάκρυα: «Παίρναν, παππά μου, τα παπούτσια μου και τα ρίχναν στο πηγάδι ή τα ρίχναν στη κοπριά για να μην μπορώ να πάω. Πώς θα πάω; Ξυπόλητη; Και τα έβγαζα, τα έπλενα και μετά τα φορούσα». Και λέω: «Τον χειμώνα, κυρά Φωτεινιώ; Βρεμένα τα φορούσες;» «Όχι» λέει, «τα άλειφα και με λίγο λάδι να μην με λέει η γειτονιά ανοικοκύρευτη. Και πήγαινα στην Εκκλησία και δεν με ένοιαζε.»
Έτσι λοιπόν μετά από δεκαοχτώ χρόνια δύσκολης ζωής, μια μέρα ήταν Καθαρή Δευτέρα, είχε έρθει ο κυρ-Ανέστης από βραδίς στο σπίτι, κατά τις τέσσερις το πρωί τα χαράματα και κοιμόταν, εκείνη ετοίμασε το πρωί τα καλαθάκια για τα παιδιά της, τα μπουγαλάκια τους με τα νηστίσιμά τους για να πάνε να γιορτάσουν τα κούλουμα έξω στην ύπαιθρο, σηκώνεται μπουρινιασμένος ο κυρ-Ανέστης και λέει: «Φάνη σήκω. Και ετοίμασε την ψησταριά, γιατί θα βάλουμε να ψήσουμε κρέας και να χορτάσουμε. Σήμερα κάλεσα τα παιδιά που είναι κλειστή η ταβέρνα να πιούμε και να φάμε όλοι μαζί.»
Και τόλμησε η κακομοίρα η κυρά Φωτεινιώ να πει: «Βρε Ανέστη μου, σήμερα είναι Καθαρά Δευτέρα. Οι Χριστιανοί όλοι νηστεύουν και τιμάνε την αρχή της Σαρακοστής, που στην Μεγάλη Βδομάδα ο Χριστός μας σταυρώθηκε για την Σωτηρία μας. Τι θα κάνουμε; Σαν τους Εβραίους να φάμε Καθαρά Δευτέρα κρέας;» «Ρε, εσύ θα με πεις, πανούκλα, Εβραίο, εσύ θα με πεις…» και εκεί που άρχισε να την φωνάζει και να την βρίζει, πέταγε τα πράγματα από το σαλόνι του στο σπίτι του, έσπαγε τα πράγματα και όπως πηγαίνει να την χτυπήσει…τον επισκέπτεται ο Κύριος εν βραχίονι υψηλό και πέφτει κατάχλωμος κάτω.
Άρχισε να τρέμει, μαζευτήκαν τα παιδιά, άρχισε ο γιός να φωνάζει στην μάνα του «Εσύ φταις ρε μάνα γιατί τον σκότωσες τον πατέρα μας. Τι του έκανες;»…Ήταν κατάσταση τραγική. Ήταν και τεράστιος ο κυρ-Ανέστης. Ήρθαν οι γείτονες. Τον βάλαν στο κρεβάτι και όταν ήρθε ο γιατρός το μόνο που διαπίστωσε ήταν ότι, δυστυχώς, είχε υποστεί ημιπληγία, είχε αγγιχτεί το κέντρο της ομιλίας του, είχε στραβώσει το στόμα του και το δεξί του χέρι και το δεξί του πόδι είχαν παραλύσει.
Οκτώμισι χρόνια τον διακονούσε με υπομονή, χωρίς να λέει τίποτε παρά μόνο: «Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Τα παιδιά της την βασάνιζαν, την γιουχάρανε, την κοροιδεύανε, της κάναν τα ίδια, εκείνη υπέμενε λέγοντας πάντοτε: «Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Μούγκριζε καμιά φορά ο κυρ-Ανέστης. Λέω: «Πώς τα κατάφερνες κυρά Φωτεινιώ;» «Τι να ‘κανα;» λέει «πάτερ μου.» Στην αρχή δεν καταλάβαινα. Κι όταν πήγα μια φορά κοντά του, τότε με το αριστερό του χέρι, που ήταν το μόνο γερό, μου έπιασε την κοτσίδα και με κοπάναγε.
Και δεν με άφησε πάρα μόνο μετά από μισή ώρα, όταν κουράστηκε το χέρι του. Τότε μόνο ησύχασε.» «Και το έκανες αυτό συχνά κυρά Φωτεινιώ;» «Ε, Δόξα τω Θεώ. Όχι πολύ συχνά. Κάνα δυο φορές την εβδομάδα. Λίγο να ξεκουράζεται. Γιατί ο καημένος έχει άγχος». Και δεν τον κατέκρινε. Δόξα τω Θεώ, έλεγε. Και της τραβούσε τα μαλλιά μόνο δυο φορές την εβδομάδα. Τέλος πάντων.
Μια Παραμονή των Θεοφανείων μετά τα οκτώμισι χρόνια, ήταν οι Μεγάλες Ώρες. Και αφού η κακομοίρα πήρε τον Αγιασμό πήγε σπίτι της γρήγορα γρήγορα να ευπρεπίσει το σπίτι της, να ετοιμάσει το καντήλι της, να θυμιάσει γιατί θα περνούσε ο παπα-Βασίλης να αγιάσει το σπίτι. Και όντως πέρασε ο παπα-Βασίλης. Και άγιασε το σπίτι. Και ήθελε – δεν ήθελε ο κυρ-Ανέστης τον διάβασε μια Ευχή, μουγκρίζοντας ο κυρ-Ανέστης γιατί δεν αγαπούσε τους παπάδες, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, πού να πάει να σηκωθεί αφού ήταν παράλυτος; Τον διάβασε ο παπάς όμως και έφυγε.
Στο κατόπι όμως του παπα-Βασίλη, έρχεται ο Θεοφάνης. Ο Φάνης. Ο γιος. Και αρχίζει και φωνάζει: «Τι βρωμοκοπάει εδώ σαν τα νεκροταφεία; Και εσείς και τα νεκροταφεία σας. Άντε πάλι, μούχλα, εσύ. Πάλι θύμιασες; Και με τα θυμιατά σου τι βρήκαμε; Να, πίσω πάμε. Και τι ωφεληθήκαμε εμείς με τα θυμιατά σου;» και με τα νεύρα του, πετάει το καντήλι, πετάει τις εικόνες, ρίχνει τα κεριά και βγαίνει η κακομοίρα έξω για να δει τι γίνεται στο σαλόνι από την κουζίνα, γιατί είχε ανοίξει φύλλο και ετοίμαζε πίτες, γιατί θα 'ρχόντουσαν την άλλη μέρα να την ευχηθούν και εκείνη και τον γιό της και να μην την δουν ανοικοκύρευτη και εκεί στα νεύρα του παίρνει τον πλάστη από τα χέρια της και της τον κοπανάει στο κεφάλι.
Η κακομοίρα από τον πόνο λιποθύμισε και έπεσε κάτω. Και ήρθαν οι γειτόνισσες να την συνεφέρουν, της βάλαν και μια σακούλα με πάγο στο κεφάλι και όταν συνήλθε σε καμιά ώρα και είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη, τρόμαξε. Είχε ένα καρούμπαλο τόσο μεγάλο σαν αβγό στο μέτωπό της. Και είχε αρχίσει να μελανιάζει όλη η δεξιά πλευρά. «Πάτερ μου, στεναχωρήθηκα. Πώς θα πάω στην Εκκλησία με το καρούμπαλο; Πώς θα πάω μελανιασμένη; Τι θα λέει η γειτονιά για τα παιδιά; Καλά ο άντρας σου. Αλλά τα παιδιά; Θα με κουτσομπολεύουν και θα στεναχωριούνται».
«Τι έκανες, καλέ κυρά Φωτεινιώ;» «Έβαλα όλη τη νύχτα κομπρέσα, παπά μου και είπα το πρωί να πω στην κόρη μου να μου δώσει λίγο από εκείνες τις πούδρες που βάζουνε να καλύψω το μελάνιασμα. Αλλά με το καρούμπαλο, τι θα έκανα; Σκέφτηκα, λέει, να βάλω ένα φακιόλι, ένα μαντήλι και να κάνω έτσι όπως κάνουν οι ευσεβείς και να πάω στη άκρη. Να μην πάω στην θέση που πήγαινα στην Εκκλησία.» «Και το ‘κανες, κυρά Φωτεινιώ»; Λέει: «Ναι. Σηκώθηκα πρωί πρωί».
Σηκώθηκε η κακομοίρα, τακτοποίησε το σπίτι της, άλλαξε τον κυρ-Ανέστη, τον ξύρισε, τον έπλυνε, τον ετοίμασε, άναψε το Καντήλι της, θύμιασε και έφυγε τροχάδι για την Εκκλησία. «Μα σαν μπήκα, λέει, παπά μου μες στην Εκκλησία, ένα Ουράνιο Φως είδα μες στην Εκκλησία. Ένα φως που έφεγγε και τα πολυέλαια ήταν σβηστά» Λέω: «Και τι χρώμα είχε αυτό το Φως, κυρά Φωτεινιώ»; «Λευκογάλαζο, παπά μου. Άστραφτε το Φως». «Κι εγώ, παρόλο που έκανε κρύο έξω τσουχτερό αισθανόμουνα μια θερμότητα. Μια θερμότητα και μια δροσιά. Και η καρδιά μου άνοιγε. Και έλεγα. «Ευχαριστώ συ, Κύριε».
Πήγα λοιπόν στη ακριανή πόρτα που είναι στα αριστερά, κει που κάθονται οι γυναίκες για να μπορώ να ατενίσω τον Παντοκράτορα, να χαίρομαι, να παρηγοριέμαι. Και όσο προχωρούσε η Λειτουργία τόσο αυτό το Φως αύξαινε. Και όχι μόνο αύξαινε, παπά μου, αλλά έπεφτε και μια χρυσόσκονη και άστραφτε όλο αυτό το Φως, σαν να είχε χιλιάδες μυριάδες αστέρια. Και σαν κοιτάω τον Παντοκράτορα, τι να δω παπά μου;
Είχε…Έβγαινε Αυτό το Φως από το Φωτοστέφανο του Χριστού μας, από το Πρόσωπό Του, τα χεράκια Του, το Άγιο Ευαγγέλιο…και κάλυπτε τον κόσμο. Και όσοι ήταν στην Εκκλησία, άλλους τους έλουζε το Φως και έμπαινε μέσα τους το Φως και γινόντουσαν όλοι μια λαμπάδα. Φωτεινή. Γαλαζόασπρη. Στους άλλους δεν έμπαινε μέσα τους το Φως, όμως τους θώπευε.»
Και την ρώτησα: «Ήρθε και σε σένα το Φως; Ήρθε στη γωνιά σου, στην γωνίτσα σου το Φως;» «A! Αμ, καλοήρθε παπά μου. Ήρθε.» «Πώς το αισθάνθηκες, κυρά Φωτεινή;» «Σαν ένα χέρι που με θώπευε. Με άγγιζε από το μέτωπο, με χάιδευε στους ώμους, στα μπράτσα και στις παλάμες. Και μετά με πήγαινε αριστερά. Και το ίδιο πράγμα. Και άνοιξε η καρδιά μου παπά μου και άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυά μου μετά.
Και όχι μόνον αυτό. Αλλά το Χέρι Αυτό μου επούλωσε τις πληγές, μού έκλεισε τις πληγές όλες. Τριανταπέντε χρόνια πληγές που είχα. Τα βρισίδια, τους ξυλοδαρμούς, τους βιασμούς, το ξύλο, την ταπείνωση…όλα μου τα επούλωσε ο Χριστός. Τίποτε δεν αισθανόμουνα. Αισθανόμουνα μια απέραντη ευφορία.
Αλλά και κάτι άλλο, παπά μου. Με κλειστά τα μάτια, έβλεπα τα γινούμενα στη Λειτουργία. Έβλεπα τα πάντα. Έβλεπα την Μεγάλη Είσοδο, είδα τους Πατέρες, είδα τη Λειτουργία όλη. Την έζησα στον Παράδεισο…Ξαφνικά όμως είδα τις γυναίκες να αρχίσουν να κινούνται και κατάλαβα ότι πάμε για να κοινωνήσουμε.
Ήρθε η ώρα της Θείας Κοινωνίας. Ετοιμάστηκα. Και όπως κοίταζα να δω το τσεμπέρι μου, τι να δω; Το Χέρι μού είχε κάνει καλά και το καρούμπαλο! Δεν είχα ούτε καρούμπαλο! Είχε φύγει το καρούμπαλο. Και με μεγάλη χαρά ότι δεν θα εκτεθώ στην γειτονιά, στάθηκα στη σειρά. Αλλά είπα να δω, κι έτσι δεξιά να δω, ποιος Κοινωνάει; Ο παπά-Βασίλης που ήρθε και μας άγιασε ή ο παπα-Γιάννης; και ξαφνικά, παπά μου…Ούτε ο παπα-Βασίλης ήτανε. Ούτε ο παπα-Γιάννης.
Ένας Δεσπότης… Μα τι Δεσπότης…Τι χρυσά Άμφια φορούσε! Τι διαμάντια και μπριλάντια είχαν πάνω τα ρούχα Του! Άστραφτε ολόκληρος! Και φορούσε μια Κορώνα…Όχι σαν Αυτές των Δεσποτάδων. Μια Βασιλική Κορώνα. Που άστραφταν χιλιάδες τα μπριλάντια και τα διαμάντια. Και πάνω στην Κορώνα Του είχε Αγγέλους. Μα και δίπλα Του είχε δύο Παραστάτες Αγγέλους που κρατούσαν το Μάκτρο.
Με έπιασε τρόμος. Τα Χέρια Του, το Πρόσωπό Του, έφεγγαν σαν τον Ήλιο. Και κρατούσε μια χρυσή λαβίδα. Αλλά δεν είχε μέσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, είχε ένα κάρβουνο αναμμένο. Και η δόλια, λέω, η κακομοίρα, τι θα κάνω; Πώς θα Κοινωνήσω το κάρβουνο; Φαίνεται τέτοια Τυπικά έχουν σήμερα. Άλλος Δεσπότης ήρθε και άλλες συνήθειες έχουν. Και τι να κάνω εγώ; Και πώς θα καώ; Και θα βάλω τις Φωνές στον κόσμο;»
«Και τι έκανες, βρε κυρά Φωτεινιώ; Δεν Κοινώνησες;» «Όχι» λέει. «Προφασίστηκα ευγένεια. Και πήγα στην άκρη και έλεγα: «Περάστε. Περάστε και εσείς.» Ε. Περάσανε καμιά εικοσιπενταριά που ήταν στην ουρά…Μετά δεν είχε άλλο “περάστε”. Έπρεπε να μπω εγώ στη σειρά». «Τι έκανες, κυρά Φωτεινιώ»; «Τι έκανα λέει; Πλησίασα και κοιτάζοντας χαμηλά μην μπορώντας να δω το Πρόσωπο του Δεσπότη, ακόμα και τα παπούτσια Του παπά μου χρυσά ήτανε. Και οι ΑΓΓΕΛΟΙ ΔΙΠΛΑ Του σαν να μην πατούσαν στη γη.
Και είπα: «ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΥ. Άντε, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ. Ας Είσαι ΕΣΥ και ας καώ. ΕΣΥ να είσαι και ας καώ. Κι εγώ θα Κοινωνήσω. Έκλεισα τα μάτια μου, έβαλα το Μάκτρο (κόκκινο ύφασμα που κρατάμε κάτω από το στόμα μας κατά την Θεία Μετάληψη) κάτω από το στόμα μου και άνοιξα το στόμα μου». «Κοινώνησες, κυρά Φωτεινιώ»; «Κοινώνησα παπά μου». «Κάηκες κυρά Φωτεινιώ»; «Όχι, παπά μου. Δροσίστηκε η Ψυχή μου. Άνοιξε η Καρδιά μου.
Και άρχισα να λέω από την καρδιά μου: «Ευχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Σε Ευχαριστώ, Συ Κύριε. Και άρχισα φαίνεται να το λέω δυνατά και ξαφνικά ακούω τη φωνή του παπα-Βασίλη να μου λέει: «Κυρά Φωτεινιώ, είσαι καλά»; Και ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι μπροστά στον παπά-Βασίλη που κρατούσε το Άγιο Ποτήριο και σκέπαζε με το Μάκτρο.
Και λέω: «Παναγία μου, θα ρεζιλευτώ»….και πήγα στην άκρη και σκεφτόμουνα: «Όλα αυτά που είδα, παπά μου, ήταν αληθινά; Λες να ‘ταν φαντασία; Μα είδα τον Δεσπότη, είδα τους Αγγέλους, είδα τόσα πράγματα, κοινώνησα, είμαι τρελή»; Μόλις τελείωσε ο Αγιασμός και πήγα σπίτι μου, μπήκα αμέσως στην αποθηκούλα να αλλάξω τα ρούχα μου, για να βάλω τα ρούχα του σπιτιού και να βάλω την ποδιά μου να ετοιμάσω το φαγητό. Και σαν ντύθηκα, κάτι μου μύριζε το σπίτι.
Και μπαίνω μέσα στο σαλόνι και τι να δω; Η μικρή μου θυγατέρα κρατούσε ένα θυμιατό και θύμιαζε τις Εικόνες. Στη θέση Τους οι Εικόνες, ευπρεπισμένο το καντηλάκι μου, αναμένα τα κεράκια μου και δίπλα στην Παναγία ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια. Και μου λέι η κόρη μου: «Χρόνια πολλά, μάνα. Σήμερα μεγάλη ημέρα. Είπαμε να θυμιάσουμε, μιας και σου αρέσει να θυμιάζεις το σπίτι. Αλήθεια, μας έφερες αντίδωρο»; κι εγώ έμεινα… και σκεφτόμουν: “τριανταεφτά χρόνια σε αυτό το σπίτι δεν μου ζητήσανε ποτέ Αντίδωρο”.
Και απαντούσα στην κόρη μου: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»! Κι έρχεται και ο γιός μου από το κατόπι μου στο πλάι και σκύβει ταπεινά και μου φυλάει το χέρι και μου λέει: «Συχώρα με μάνα. Συχώρα με.» Και εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω».
Και ακούω τον Ανέστη να μου φωνάζει και μπαίνω βιαστική να δω μήπως ήθελε κάτι και τον βλέπω καθήμενο στο κρεβάτι του και μου έκανε σινιάλο με το αριστερό του χέρι. Και σαν τον είδα είχε μια ιλαρότητα το πρόσωπό του και μια γλυκύτητα τα μάτια του. Και του δίνω το χέρι μου, νομίζοντας θέλει να καθίσει και αυτός αρχίζει και μου το φιλούσε.
Μέσα και έξω, παπά μου μού το φιλούσε κλαίγοντας και μού ‘λεγε με το μισό του στόμα: «Συγχώρα με, Φωτεινιώ. Συγχώρα με να χαρείς». Και έρχεται πίσω το παιδί…Και εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω» και έρχεται το παιδί μου πάλι και με φιλάει στο μέτωπο εκεί που ήταν το καρούμπαλο και μου λέει: «Συχώρα με, μάνα. Δεν θα το ξανακάνω. Την Ευχή σου να χω, μάνα». Κι εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!
Κι εδώ σταμάτησε η διήγηση της κυρά Φωτεινιώς. Για είκοσι λεφτά πλάνταξε στο κλάμα. Κι αφού συνήλθε με ρώτησε με μια παιδική απλότητα, σαν μικρό κοριτσάκι ένοχο: «Πάτερ μου, είμαι κουζουλή; Τρελάθηκα; Λες να με κλείσουν στο Δρομοκαίτειο; Λες να είμαι για δέσιμο και είδα τόσες φαντασίες; Λες να είμαι τρελή; Τι θα πεις, Πάτερ; Τι γνώμη έχεις; Είμαι κουζουλή; Κουζουλάθηκα»; Κι εγώ απάντησα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν για την ύπαρξή σου, κυρά Φωτεινιώ, τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!
Η κυρά Φωτεινιώ δεν ήταν ο Άγιος Χρυσόστομος, ούτε ο Άγιος Νείλος, ούτε ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ούτε ο Μέγας Παΐσιος. Ήταν μια Ψυχή σαν κι εσάς, σαν κι εμάς. Απλώς έμαθε καλά στην καρδιά της να λέει: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω» και ο Θεός την πλήρωσε πλουσιοπάροχα.
Θα σας πω και την έκβαση γιατί ξέρω πως θα χαρείτε. Σήμερα, χήρα πια η κυρά Φωτεινιώ, είναι Μοναχή και πηγαίνουν τα παιδιά της και της φιλούν το χέρι και το μέτωπο…Και εκείνη κάθεται εκεί και αφουγκράζεται και θυμάται τον Δεσπότη Χριστό, που την κοινώνησε με την χρυσή Λαβίδα το Τίμιο Φρικτό Σώμα και Αίμα Του.
Είθε η Χάρις του Θεού να λαβώσει την Καρδιά μας με την Άπειρη αγάπη Του και να μας διδάξει από τα κατάβαθα, τα τρίσβαθα της καρδιάς μας, αναβαθμίζοντας την δική μας παιδική Προσευχή σε ευχαριστηριακή, να λέμε κι εμείς, δίνοντας το μπόλι της καρδίας και του σώματος: “Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω, πάντων ένεκεν».

Η κυρα Φωτεινιώ και το άκτιστο φως – π. Αρσένιος Σιναΐτης – 
Δημήτρια 2016, Πηγή: Θυσαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας


Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Η ΕΛΠΙΔΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ

Η ΕΛΠΙΔΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ

Κάποιος Χριστιανός σ’ ένα χωριό είχε ένα μικρό περιβολάκι. Το καλλιεργούσε κι από ό,τι του απέδιδε, κρατούσε τόσα μόνο, όσα του χρειάζονταν να συντηρείται φτωχικά. Τα υπόλοιπα τα έδινε στους φτωχούς ελεημοσύνη. Μα κάποτε ο διάβολος, για να τον εμποδίσει από το καλό, άρχισε να σπέρνει ζιζάνια στην ψυχή του. Του ψιθύριζε λοιπόν στον νου:
- Βάλε λίγα χρήματα στην άκρη για τα γεράματά σου. Μπορεί να σου έρθει και καμιά αρρώστια και να μην είσαι σε θέση να εργάζεσαι. Παρασύρθηκε ο άνθρωπος από τους λογισμούς του και περιόρισε σιγά-σιγά τις ελεημοσύνες του για να κάνει οικονομίες. Με τον καιρό γέμισε ένα μικρό κιούπι με χρυσά νομίσματα. Όταν το έθαψε ικανοποιημένος σ' ένα λάκκο του περιβολιού του, για να το έχει στα γεράματά του, του ήρθε ξαφνικά βαριά αρρώστια και σάπισε το πόδι του. Ξέθαψε έτσι το κιούπι πολύ γρήγορα για να ξοδεύει τις οικονομίες του σε γιατρούς και φάρμακα, χωρίς ωφέλεια όμως. Το πόδι χειροτέρευε κι οι γιατροί πήραν την απόφαση να το κόψουν.
Την παραμονή της ημέρας που ορίσθηκε η οδυνηρή εγχείρηση, πήρε κοντά στο κρεββάτι του ο κηπουρός το κιούπι του κι άρχισε να μετρά και να ξαναμετρά τα τελευταία υπολείμματα της οικονομίας του, που θα έδινε την επομένη στους γιατρούς, για να τον αφήσουν χωρίς πόδι. Είχε τώρα πικρά μετανοήσει που στήριξε πιο πολύ τις ελπίδες του στα χρυσά νομίσματα, παρά στον Κύριό του και Τον παρακαλούσε μ’ όλη του την ψυχή να τον συγχωρέσει. Καθώς προσευχόταν κι εκλαιγε, παρουσιάστηκε μπροστά του άγιος Άγγελος.
- Τα χρήματα που σύναξες, στερώντας τα από τους φτωχούς, σου χρησίμευσαν σε τίποτα; τον ρώτησε με αυστηρή φωνή.
- Όχι, κύριέ μου. Αναγνωρίζω πως έσφαλα. Ω, αν τύχω συγγνώμης, δεν θα ξαναπέσω στο ίδιο σφάλμα. Μόνο η ελπίδα στον Θεό είναι σταθερή και βεβαία, φώναξε ο δυστυχής μ’ όλο τον πόνο της ψυχής του.
Τότε ο αγαθός Άγγελος άγγιξε το πονεμένο πόδι και αμέσως το έγιανε. Το πρωί που πήγαν οι γιατροί με τα χειρουργικά τους εργαλεία να τον ακρωτηριάσουν, τον βρήκαν υγιέστατο να σκάβει το μικρό του περιβόλι.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

Η ΧΗΡΑ ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΛΑΘΙ


Ζούσε, κάποτε, σ’ ένα χωριό μία χήρα πολύ φτωχιά με το μοναχογιό της. Για να μεγαλώσει το παιδί της ξενοδούλευε κι επειδή έβαλε σ’ αυτό όλο το μεράκι της, άπ’ τον καημό της αποφάσισε να το σπουδάσει. Πήγε, λοιπόν, κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στην Παναγία κι έλεγε: «Παναγία μου, αξίωσέ με εμένα την αμαρτωλή να σπουδάσω το μοναχογιό μου». Έτσι με χίλιες στερήσεις και προσευχές κατάφερε η φτωχή χήρα να σπουδάσει το γιό της γιατρό.
Κάποια μέρα, με το δίπλωμα στην τσάντα ξεκίνησε ο γιατρός να επισκεφτεί τη μάνα του, που είχε πιά γεράσει, για να την ευχαριστήσει. Η μάνα τον υποδέχτηκε με πολλή χαρά και με βαθιά ευγνωμοσύνη στην Παναγία, που την αξίωσε να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής της.
Την άλλη μέρα, Κυριακή, πηγαίνει και ξυπνάει το γιό της και του λέει: «Σήκω, γιέ μου, να πάμε να ευχαριστήσουμε την Παναγία για την προκοπή σου. Ο γιατρός όμως της αρνήθηκε να πάει στην εκκλησία, γιατί δεν πίστευε, όπως είπε, στα λόγια της και τα θεωρεί ξεπερασμένα.
Η μάνα φαρμακώθηκε, δεν είπε τίποτε, μόνο πήγε μονάχη της κι έκλαψε μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης με ευχαριστία αλλά και πόνο. Όταν γύρισε στο σπίτι, ο γιός της, ο γιατρός, τη ρώτησε: «Ε μάνα, τι κατάλαβες απ’ τα λόγια της εκκλησίας, εσύ, αγράμματη γυναίκα;» Η χήρα δεν απάντησε, μόνο έπιασε ένα καλάθι από την αποθήκη και του λέει: «Γιε μου, το πρωί δεν με άκουσες να ρθείς μαζί μου στην εκκλησία. Συγχωρεμένος να είσαι. Τώρα, όμως, θέλω να μου κάνεις μία άλλη χάρη και μη μου την αρνηθείς. Θέλω να πάρεις το καλάθι και να πας στο ποτάμι να μου φέρεις νερό. «Μα με το καλάθι να σου φέρω νερό, μάνα; Τόσο τα ’χεις χαμένα»; λέει εκείνος. «Πήγαινε εσύ για το χατίρι μου, του απαντάει εκείνη, κι ο,τι θέλει ας γίνει».
Παραξενεμένος ο γιατρός πηγαίνει στο ποτάμι, βουτάει μέσα το καλάθι, το βγάζει και γυρίζει στο σπίτι με το καλάθι άδειο. «Να, μάνα, το καλάθι σου, όπως μου το ’δωσες. Σου την έκανα την χάρη. Βλέπεις εσύ να έχει νερό μέσα;», λέει ο γιατρός. «Ευχαριστώ, γιέ μου, που μ’ άκουσες. Βλέπεις όμως εσύ το καλάθι όπως σου το ’δωσα»; Απαντάει η μάνα. «Έ ναί, μόνο που είναι βρεγμένο». «Βλέπεις λοιπόν, γιέ μου, ότι δεν είναι το ίδιο, όπως σου το ’δωσα; Το πήρες στεγνό, κατάξερο και μου το ’φερες μουσκεμένο. Έτσι κι εγώ πηγαίνω αγράμματη στην εκκλησία, δεν φέρνω τη σοφία της, αλλά είμαι δροσισμένη άπ’ τη χάρη της και αυτό με συντηρεί τόσα χρόνια και κατάφερα με τη χάρη Της να σε σπουδάσω.
Τότε κατάλαβε ο γιατρός ότι ο Θεός «εμώρανε την σοφίαν του κόσμου τούτου… και τα μωρά του κόσμου εξελέξατο…» κι έβαλε μετάνοια στη μάνα του και πήγαν ύστερα μαζί στην εκκλησία κι ευχαρίστησαν την Παναγία.

π. Ευέλθοντος Χαραλάμπους
Πηγή: Περιοδικό«Παρά την Λίμνην»

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

ΚΥΡΙΕ ΜΗ ΜΕ ΕΛΕΗΣΕΙΣ!

Kύριε μη με ελεήσεις…

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε σε κάποιο χωριό της πατρίδος μας ένας νέος, που από μικρός είχε τον πόθο να γίνει ασκητής. Υπήρχαν όμως κάποιες δυσκολίες: Ήταν αγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο βραδύνους και με οικογενειακές υποχρεώσεις.
Όμως στην ηλικία των 40 περίπου ετών μπόρεσε να πραγματοποιήσει τη κρυφή του αγία επιθυμία. Έφυγε από το χωριό του και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπο κατέληξε σε ένα ερημονήσι, όπου βρήκε ένα γέρο ασκητή που του ανέπαυε την καρδιά και έγινε υποτακτικός του.
Με έκπληξη λοιπόν παρατηρούσε ότι: όταν προσευχόταν ο Γέροντάς του έλαμπε ολόκληρος, και ιδιαιτέρως όταν παρακλητικά και μετά δακρύων έλεγε «Κύριε, ελέησόν με».
Ο Γέρων-ασκητής ήταν και αυτός αγράμματος, αλλά οι συμβουλές του ήταν πολύτιμες και γεμάτες σοφία και όλη του η πνευματική προσπάθεια συγκεντρώνετο στο πως να μάθει να προσεύχεται και ο υποτακτικός του με το «Κύριε, ελέησόν με».
Την τελευταία ημέρα της ζωής του ο Γέροντας ασκητής χάρισε στον υποτακτικό του το τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, έκανε τον σταυρό του και λέγοντας τρεις φορές «Κύριε, ελέησόν με», «Κύριε, ελέησόν με», «Κύριε, ελέησόν με» η οσιακή του ψυχή πέταξε στον ουρανό.
Μετά την κοίμηση και ταφή του Γέροντος του ο εν λόγω υποτακτικός ζούσε πλέον ολομόναχος στο ερημονήσι ως ασκητής και ησυχαστής μέσα σε μια σπηλιά, ακολουθώντας το ίδιο τυπικό προσευχής και κανόνων που παρέλαβε από τον Γέροντά του. Έτσι πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δει ποτέ του άνθρωπο.
Με το πέρασμα όμως των ετών και με την βραδυγλωσσία και βραδύνοια που τον διέκρινε, μπέρδευε τα λόγια της Ευχής προσευχόμενος έλεγε «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Η καρδιά του όμως ήταν δοσμένη ολόκληρη στον Θεό, για αυτό και δάκρυα έτρεχαν άφθονα από τα γεροντικά του μάτια, όταν μέρα-νύχτα προσευχόταν με κατάνυξη και συντριβή, επαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές το «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Κάποια ανοιξιάτικη μέρα ένα καράβι άραξε κοντά στο ερημονήσι. Ένας από τους επιβάτες του ήταν και ο επίσκοπος της επαρχίας εκείνης και ο καπετάνιος για να τον ξεκουράσει και να τον ευχαριστήσει τον πήρε με μια βάρκα κα πήγαν στο νησί για να περπατήσουν.
Αντίκρυσαν εκεί ένα μονοπάτι το οποίο ακολούθησαν και έφτασαν μπροστά σε μια σπηλιά όπου από μέσα άκουσαν την πονεμένη προσευχή του ασκητού που έλεγε συνεχώς «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Προχώρησε ο επίσκοπος και είδε ένα σκελετωμένο γέροντα ασκητή, με μάτια βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες τους, να είναι γονατιστός και ολόλαμπρος’ να προσεύχεται και να κλαίει.
Ο δεσπότης με πολλή συστολή προσπάθησε να του πει οτι αυτή η προσευχή του δεν είναι σωστή και πρέπει να λέει «Κύριε, ελέησόν με».
Ταράχθηκε ο ασκητής πιστεύοντας, ότι 30 τόσα χρόνια έκανε κακό στη ψυχή του και ξέσπασε σε κλάμματα ικετεύοντας τον επίσκοπο να τον μάθει να λέει σωστά την προσευχή. Κι εκείνος με δέος προσπάθησε για αρκετή ώρα να του «στρώσει» τη γλώσσα στο να λέει «Κύριε, ελέησόν με».
Φεύγοντας ο επίσκοπος τον συνόδευσε ο ασκητής μέχρι την ακροθαλασσιά, επαναλαμβάνοντας μαζί του το «Κύριε, ελέησόν με», για να μην το ξεχάσει.
Το καράβι έφυγε και ο ασκητής το παρακολουθούσε με το βλέμμα του λέγοντας συνεχώς «Κύριε, ελέησόν με».
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο ερημίτης ξέχασε το «Κύριε, ελέησόν με», σάστισε και ζαλίστηκε!!!
– Και τώρα τι θα γίνω; και ξέσπασε σε δάκρυα.
Στην απελπισία του πετάει στην θάλασσα το κουρελιασμένο ράσο του και βαδίζει πάνω σε αυτό προς το καράβι.
-Φάντασμα, φάντασμα…! φώναζαν τρομαγμένοι οι ναύτες.
Με τις φωνές ανέβηκε ο δεσπότης στο κατάστρωμα και είδε τον ασκητ
ή να του φωνάζει:
– Τι να λέω; Τι να λέω δεσπότη μου;
Και εκείνος με συγκίνησι του απάντησε:
– Ότι έλεγες να λες παιδί μου! Αυτή είναι η καλύτερη προσευχή για την ψυχή σου. Συγχώρεσέ με και κάνε και για μένα ένα σταυρό!

Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη,
διασκευή από “Το βιβλίο της ζωής”, τ. Α’ Πειραιάς 1987, σελ. 25
Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου “Η «Ευχή» μέσα στον κόσμο”
Πειραιάς 2007 σελίδες 20-22

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΦΑΩ ΠΙΤΑ!

Ο Θεός δεν θέλει να φάω πίτα!!

Κάποιος Γέροντας αρρώστησε βαριά και του κόπηκε η όρεξη. Ο υποτακτικός του, για να τον ευχαριστήσει, τον παρακάλεσε να του επιτρέψει να του φτιάξει μια μικρή πίτα. Μπροστά στην επιμονή του νέου, υποχώρησε ο Γέροντας και τον άφησε. Από την βιασύνη του ο υποτακτικός έκανε λάθος κι αντί για μέλι έριξε στην πίτα λινέλαιο, που μεταχειρίζονταν στο εργόχειρό τους.
Μόλις έβαλε λίγο στο στόμα του ο Γέροντας, κατάλαβε το λάθος του υποτακτικού, αλλά για να μην τον λυπήσει, δεν είπε τίποτε. Βίασε τον εαυτό του να φάει, αλλά ήταν αδύνατον. Το λινέλαιο έχει αηδιαστική γεύση. Βλέποντάς τον ανόρεκτο ο νέος, τον πίεζε να φάει. Για να τον πείσει, έβαλε κι αυτός λίγο στο στόμα του, λέγοντας:
- Είναι πολύ ωραίο. Να, τρώω κι εγώ.
Μα αμέσως κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει κι έβαλε τις φωνές:
- Αλίμονο, σε θανάτωσα, Αββά. Και δεν μου έλεγες τίποτε τόση ώρα;
- Μην στενοχωριέσαι, παιδί μου, του είπε με καλοσύνη ο Όσιος. Αν ήθελε ο Θεός να φάω πίτα, θα είχες βάλει μέσα μέλι.

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Η ΑΓΑΠΗ Η ΜΕΓΑΛΗ!

Ἡ αγάπη η μεγάλη...

Κάποτε δυὸ ἀδελφοὶ μιᾶς Σκήτης κατέβηκαν στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ διαθέσουν τὰ ἐργόχειρά τους.
Ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν ὅμως παρασύρθηκε ἀπὸ μιὰ γυναῖκα καὶ ἔπεσε στὴν ἁμαρτία τῆς πορνείας.
Ἀπελπισμένος λοιπὸν πῆγε στὸν ἀδελφό του καὶ τοῦ εἶπε:
– Κοίταξε νὰ δῆς, ἐγὼ δυστυχῶς ἔπεσα σὲ ἁμαρτία, δὲν γυρίζω πίσω. Πήγαινε μόνος σου.
Ὁ ἄλλος ἀδελφός, ποὺ ἦταν ἁγνὸς νέος, ταράχθηκε στὸ ἄκουσμα τῆς ἁμαρτίας, στὴν ὁποία εἶχε πέσει ὁ ἀδελφός του. Δὲν τὸ ἔδειξε ὅμως, καὶ μάλιστα ἔκανε κάτι πάρα πολὺ μεγάλο.
Γιὰ νὰ ἁρπάξη τὸν ἀδελφὸ ἀπὸ τὰ νύχια την απελπισία προσποιήθηκε ὅτι καὶ αὐτὸς ἔκανε τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ὅτι ἔπεσε δηλαδὴ στὴν ἁμαρτία.
– Ἂς πᾶμε τώρα, ἔτσι κι ἀλλιῶς κι ἐγὼ ἔπεσα, κι ἐσὺ ἔπεσες, ἂς πᾶμε πίσω, ἂς κοπιάσουμε καὶ οἱ δυὸ μαζὶ καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὅπως εἶναι καὶ ἀγαθὸς καὶ οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, θὰ δῆ τὴ μετάνοιά μας καὶ θὰ μᾶς συγχωρήση.
Ἐσὺ θὰ βοηθῆς ἐμένα, ἐγὼ θὰ βοηθῶ ἐσένα καὶ ἔτσι θὰ κάνουμε τὸν ἀγῶνα μας, θὰ κάνουμε τὸν κανόνα μας καὶ θὰ σωθοῦμε. Ἂς μὴν ἀπελπιστοῦμε!
Πείσθηκε ὁ ἄλλος. Ἀφοῦ κι ὁ ἀδελφὸς ἔπεσε, ἔ, σκέφθηκε, θὰ εἴμαστε οἱ δυὸ μας.
Πῆγαν, ἔπεσαν καὶ οἱ δυὸ μαζὶ γονατιστοὶ μπροστὰ στὸν Πνευματικό καὶ ἐξομολογήθηκαν ὅτι ἔκαναν μαζὶ τὴν ἁμαρτία.
Καὶ τιμωρήθηκαν αὐστηρότατα ἀπὸ τοὺς πατέρες ἐκεῖ καὶ τοὺς Γεροντάδες τῆς ἐρήμου.
Μαζὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ κανονίστηκε καὶ ὁ ἁγνὸς νέος.
Μιὰ νὐκτα, ὅπως προσευχόταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους Γέροντες, ἔξω στὴν ἔρημο, ἄκουσε φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ νὰ λέγη τὰ ἑξῆς:
– Γιὰ τὴ μεγάλη ἀγάπη καὶ τὴ θυσία τοῦ ἀθώου, συγχωρῶ καὶ τὸν ἔνοχο!
Ὕστερα ἀπὸ τὴν διαβεβαίωσι αὐτή, οἱ πατέρες ἔλυσαν καὶ τοὺς δύο ἀπὸ τὸ ἐπιτίμιο, χωρὶς νὰ μάθουν ποτὲ ποιὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς ἔνοχος.

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ!


Υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζουνται για τη σωματική υγεία τους, για το ψωμί τους, για το κορμί τους, μα για την ψυχή του κανένας δεν νοιάζεται. Και κείνοι οι γραμματιζούμενοι που έχουνε χρέος να φροντίζουνε νύκτα - μέρα για την πνευματική υγεία του, αυτοί ίσια - ίσια συνεργούνε στην πνευματική του αρρώστεια, δίνονατάς του τροφή βλαβερή, ξένη για το στομάχι του. Σε τούτο έχουνε μεγάλο κρίμα, επειδής αντίς οδηγοί, γίνονται πλανευτές του λαού τους, για να χορτάσουνε την κενοδοξία τους και για να φανούνε έξυπνοι και προοδευτικοί. Γίνουνται προδότες της φυλής τους και βοηθάνε τους οχτρούς της, που τους συγχαίρουνε πονηρά για το λάκκο που ανοίγουνε να πέσει μέσα ο Ελληνισμός και να χαθεί. Γιατί πρέπει να καταλάβουμε πως ο Ελληνισμός δεν χάνεται μονάχα σαν χάσει την πολιτική ελευθερία του, αλλά σαν χάσει την πνευματική ελευθερία του. Στα χρόνια της σκλαβιάς, όσοι αλλαξοπιστούσανε, το έθνος τους λογάριαζε για χαμένους. Μα τώρα τί είναι άλλο από αλλαξόπιστοι όσοι αρνιούνται τη μάννα τους και το σπίτι τους και καταφρονάνε τα δικά τους και θέλουνε να τα θάψουνε, και να πάρουν αισθήματα και φερσίματα ξένα ολότελα στον χαραχτήρα τους;

Φώτης Κόντογλου Από το βιβλίο «Η πονεμένη Ρωμιοσύνη», 1963.

Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

ΤΟ ΦΤΕΡΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΕ ΝΑ ΦΟΡΤΩΘΕΙ Η ΚΑΜΗΛΑ


ΤΟ ΦΤΕΡΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΕ ΝΑ ΦΟΡΤΩΘΕΙ Η ΚΑΜΗΛΑ

Το φτερό που δεν άντεξε να φορτωθεί η καμήλα, μια διδακτική ιστορία για τον πόνο που μπορεί να προκαλέσουμε στον πλησίον μας.

Πολλές φορές μας ερεθίζουν οι υπερβολικές αντιδράσεις των πλησίον μας, αγαπητών και όχι μόνο. Κάνουμε ένα μικρό σχόλιο, ένα αστείο και ξαφνικά ο άνθρωπός μας κλαίει ή εξεγείρεται.
Ένας θρύλος της ερήμου αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που μετακινούνταν από την Όαση και άρχισε να φορτώνει την καμήλα του. Έβαλε τα χαλιά, τα κουζινικά, τα μπαούλα με τα ρούχα … και η καμήλα ανεχόταν τα πάντα.
Καθώς έφευγε θυμήθηκε ένα όμορφο μπλε φτερό που ο πατέρας του τού είχε δωρίσει. Αποφάσισε να το πάρει και το έβαλε πάνω στην καμήλα. Αυτοστιγμεί το ζώο κατέρρευσε κάτω από το βάρος του φτερού και πέθανε.
«Η καμήλα μου δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος του φτερού» πρέπει να σκέφτηκε ο άνθρωπος.

Μερικές φορές πιστεύουμε το ίδιο για τον πλησίον μας, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι το αστείο μας μπορεί να ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι του πόνου.

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

ΠΟΣΟ ΖΥΓΙΖΕΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ;

«Κορόιδευε ένας άθεος έναν ἱεροκήρυκα μιά μέρα, λέγοντάς του:
—Μας μιλᾶτε κάθε τόσο γιά φορτίο ἁμαρτιῶν καί τά παρόμοια. Πιστέψτε με, ὅμως, ὅτι προσωπικά δέν νοιώθω κανένα τέτοιο βάρος. Ἀλήθεια, πόσο ζυγίζει ἡ ἁμαρτία;

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πολύ ψύχραιμα, ἀπάντησε τότε:
—Δέν μου λέτε, ἄν βάλετε πάνω σ’ ἕνα νεκρό μιά πέτρα ἑκατό κιλῶν, θά τή νοιώση;

—Ὄχι, ἀπάντησε ἀπορημένος ὁ ἄθεος, γιατί εἶναι νεκρός.

—Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ σᾶς, κατέληξε ὁ ἱεροκήρυκας. Ἔξω ἀπό τή Χάρι τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι “νεκρός στίς παραβάσεις καί τά παραπτώματα”(Ἐφ 2, 1). Γι’ αὐτό δέν νοιώθετε τό βάρος τῆς ἁμαρτίας».

Ο ΓΕΡΩΝ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ ΚΑΙ Ο ΜΙΧΑΗΛΟΣ (ΜΙΣΑ)


O γέρων Μελχισεδέκ ερημίτης στα βουνά τής Κεντρικής Ρωσίας τού 18ου αιώνος, νέος ακόμα έγινε δεκτός ώς δόκιμος στο μικρό και απομονωμένο μοναστήρι του Σωφρονίου στην Ουκρανία.

Δεν έμεινε όμως για πολύ καιρό εκεί. Λόγω των αντιμοναχικών διαταγμάτων του Μεγάλου Πέτρου και της Αυτοκράτειρας Άννας, ο μοναχισμός του έπεσε σε παρακμή και οι καλύτεροι μοναχοί, λόγω της κριτικής που ασκούσαν στο καθεστώς, εδιώκοντο ακόμα και από τους αδελφούς τους.



Στο μοναστήρι τού Σωφρονίου είχαν αναθέσει στον γέροντα να περιποιείται τα οικιακά ζώα (πουλερικά, χήνες κ.α) και αυτά συνδέθηκαν τόσο πολύ μαζί του – όπως αναφέρει ο Ιλαρίων – όταν αυτός έφυγε από το Μοναστήρι, έπεσαν στη γούρνα και πνίγηκαν.

Ο γέρων Μελχισεδέκ ασκούσε όμως ασυνήθιστη εξουσία και στα άγρια ζώα. Μία ημέρα, τον επισκέφθηκε μία αρκούδα από το δάσος. Έσκυψε το κεφάλι της προς το μέρος του κι εκείνος τής πέρασε στον λαιμό ένα κόκκινο κολάρο. Ήταν ένα εκπληκτικό θέαμα να βλέπης τον Μιχαήλο (ή Μίσα, όπως αποκαλούσε ο γέροντας την αρκούδα) ένα τεράστιο θηρίο, γερασμένο, με ψαρό το τρίχωμα του κι ένα κόκκινο κολάρο περασμένο στον λαιμό, να περιμένη στωικά, όρθιο στην πόρτα του κελλιού, τον Γέροντα να τού δώση φαγητό.

H αρκούδα αυτή είχε τη συνήθεια να επισκέπτεται τον Γέροντα κάθε ημέρα την ώρα τού γεύματος του. Σπανίως δε αργούσε για το συσσίτιο της, κάθε ημέρα ερχόταν ακριβώς μία ώρα που γευμάτιζε ο Γέροντας. Και περίμενε στην πόρτα με θαυμαστή υπομονή, μέχρις ότου ο ασκητής την πλησιάσει κρατώντας το περίσσευμα του φαγητού του. Μόλις έτρωγε, ο Μιχαήλος, έπαιρνε πάλι τον δρόμο για το δάσος.

Ζώντας σ΄εκείνη την έρημο ο Γέρο Μελχισεδέκ (τότε πατήρ Μάξιμος) υπέμενε για ένα μακρύ διάστημα τις διώξεις των αδελφών, που τού αρνήθηκαν κι αυτήν ακόμα την τροφή.

Αλλά ο πολυεύσπλαγχνος Θεός δεν τον ξέχασε. Τού έστειλε για παρηγοριά μία αγριόχηνα. Κάθε άνοιξη, χωρίς καθυστέρηση, αυτή πήγαινε στο ερημητήριο του και γεννούσε εκεί τ΄αυγά της. Καθόταν εκεί και τα κλωσσούσε, μέχρι να εμφανιστούν τα μικρά της. Έφευγε δε, μόνο όταν πλησίαζε ο χειμώνας για να πάει σε θερμότερα κλίματα.

Καθώς περνούσε ο καιρός, οι επιθέσεις των αδελφών γίνονταν όλο και πιο σκληρές, ώσπου τού ζήτησαν να φύγη από εκείνον τον τόπο. Την παραμονή αναχωρήσεως του συνέβη το εξής περιστατικό: η χήνα, σαν να διαισθάνθηκε τον αποχωρσμό της από τον προστάτη της, άρχισε να κράζη αλλόκοτα και να πετάη με αγωνία από την μιά μεριά στην άλλη, συνεχώς. Και ύστερα, ξαφνικά, ώρμησε με τα χηνάκια της, προς τα πάνω, πάνω από τον πύργο τής Εκκλησίας.

Έμειναν εκεί στον αέρα, ώρα πολλή κάνοντας κύκλους. Και ύστερα, από εκείνο το μεγάλο ύψος, αφέθηκε να πέση πάνω στον τρούλλο τής Εκκλησίας. Ακολούθησαν και τα χηνάκια. Έπεσαν κι αυτοί πάνω στον τρούλλο και σκοτώθηκαν.

Ο π. Μητροφάνης, ένας από τους υποτακτικούς τού Γέροντα, είχε καταγράψει την σημαντική επιβολή του στα άγρια ζώα και ειδικά στην αρκούδα, τον Μίσα. Μία ημέρα, ένας ευεργέτης του γέροντα Μελχισεδέκ θέλησε να τον επισκεφθή. Ο γέρων, που είχε το προορατικό χάρισμα, είπε στον Μητροφάνη:

– Ο ευεργέτης μας θα έρθη να μας επισκεφθή. Ίσως συναντήσει την αρκούδα στο δρόμο και πάθει κακό.

Ο Μητροφάνης έτρεξε προς τα εκεί και, όντως, η αρκούδα είχε φθάσει στο δρόμο και ήταν έτοιμη να χυμήξη στον επισκέπτη. Μόλις όμως είδε τον Μητροφάνη, το ζώο έκανε μεταβολή και έφυγε.

Όταν ο επισκέπτης έφθασε στο κελλί τού Γέροντα, τού είπε:

– Τώρα, Γέροντα, αντιλαμβάνομαι και πιστεύω ότι ο Θεός είναι μαζί σου. Τώρα, πριν από λίγο καιρό, που κινδύνευσε η ζωή μου, άρχισα να φωνάζω συνεχώς «Κύριε με τις προσευχές τού Γέροντα Μελχσεδέκ, σώσε με !» και ο Θεός με έσωσε από το θηρίο.

Μετά τον θάνατο τού γέροντα Μελχισεδέκ, η αρκούδα δεν ξαναφάνηκε σ΄εκείνα τα μέρη.