ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2021

ΤΥΡΑΝΝΟΙ ΜΕ ΣΧΗΜΑ ΠΟΙΜΕΝΩΝ!

 Τύραννοι μὲ σχῆμα ποιμένων.
Γεώργος Κ. Τζανάκης, Ἀκρωτήρι Χανίων
 
Ζοῦμε καὶ βλέπουμε μὲ ὁδύνη τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Ἱεραρχίας καὶ τοῦ κλήρου νὰ συμπεριφέρονται σὰν ἰδιοκτῆτες τῆς πίστεως καὶ ἐσχάτως νὰ διατάζουν καὶ νὰ ἐπιτάσσουν ἐκβιαστικά τοὺς ἀνθρώπους νὰ προχωρήσουν σὲ ἱατρικὲς πράξεις, σὲ ἐμβολιασμοὺς καὶ ὅτι ἄλλο σχεδιάζουν καὶ παρουσιάζουν οἱ τύραννοι ποὺ ἐξουσιάζουν τὸν τόπο.
Τὸ τραγικὸ δὲν εἶναι μόνον ὅτι αὐτοὶ ἐπιμένουν νὰ παρουσιάζουν τὴν στάσι τους ὡς σύμφωνη «μέ τήν Ἁγιογραφική, Πατερική καί Κανονική διδασκαλία τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας» (ΔΙΣ 2021.07.20), ἀλλὰ ὅτι ὁ τρομοκρατημένος, ἐντελῶς ζαλισμένος καὶ σκοπίμως διεφθαρμένος καὶ ἀκατήχητος λαὸς δέχεται μὲ ἀνακούφισι αὐτὲς τὶς διαβεβαιώσεις.
Ὑιοθετοῦν ἀπολύτως τὴν κυβερνητικὴ προπαγάνδα καὶ τὴν ἐνισχύουν παρουσιάζοντάς την στὸν λαὸ ὡς θέσι τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα σύμφωνη μὲ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀπειλώντας ὅποιον δὲν ἀποδέχεται αὐτὰ ὡς ἀνυπάκουο στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
 
Μερικὰ παραδείγματα, ἀπὸ τὰ ἀμέτρητα, γιὰ ὅσους ἀμφιβάλλουν:
 Θεωροῦν τὰ ἐμβόλια ὡς «ως την αποκλειστική και επιστημονικά ελεγμένη λύση αναχαίτισης της εξάπλωσης του ιού». ΔΙΣ 13.7.2021 (1)
Ἐκβιάζουν λέγοντας ὅτι «Εδώ είναι το εμβόλιο, εκεί είναι ο τάφος. Διάλεξε και πάρε..."(2)
Συμφωνοῦν καὶ ἐπαυξάνουν στὸν κυβερνητικὸ ἐκβιασμὸ γιὰ ἀπώλεια τοῦ μισθοῦ ὅσων ἐργαζομένων δὲν ὑποκύπτουν στὸν ἐκβιασμὸ. Προτείνουν τὸν ὑποχρεωτικὸ ἐμβολιασμὸ τῶν ἱερέων: « Θὰ ἔπρεπε νὰ κόβεται ὁ μισθὸς σὲ ἐκεῖνον ποὺ μισθοδοτεῖται ἀπὸ τὸ κράτος καὶ δὲν κάνει τὸ καθῆκον του. Θὰ ἔλεγα ναὶ στὴν ὑποχρεωτικότητα ἐμβολιασμοῦ τῶν ἱερέων». (3)
«Πρέπει να είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός για κάθε ένα που δεν είναι στο σπίτι του και για κάθε εργαζόμενο που είναι στο δημόσιο» (4)
Θεωροῦν παλαβοὺς ὅσους δὲν εὐθυγραμίζονται μὲ τοὺς ἐκβιασμούς τους: «Ὅπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος αφού έχουμε και παπάδες οι οποίοι είναι παλαβοί». (5)
Διατάζουν καὶ δίνουν προθεσμίες νὰ ἐμβολιαστοῦν οἱ ἱερεῖς ἤ νὰ ὑποχρεωθοῦν νὰ κάνουν rapid test διαφορετικὰ θὰ ὑποστοῦν κυρώσεις: «όσοι δεν έχετε εμβολιαστεί να το πράξετε, είναι αυστηρώς υποχρεωτικό να διενεργούν κάθε εβδομάδα διαγνωστικό έλεγχο (rapid test) … Σε περίπτωση μη τήρησης θα υπάρχουν κυρώσεις».(6)
Καὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ διαβεβαιώνουν ὅτι εἶναι ἀποτελέσματα τῆς διδασκαλίας τοῦ   Χριστοῦ «Ὁ Χριστὸς ἐδίδαξε ἀγάπη καὶ ἡ ἁγάπη ἐκδηλώνεται διὰ τοῦ ἐμβολιασμοῦ» (7) καὶ ὅτι ἔτσι ἀκριβῶς θὰ ἔλεγε καὶ ὁ Χριστός ἄν ἦταν στὴ γῆ!!! «Σήμερα, λοιπὸν, ἄν ἦταν ὁ Χριστὸς πάνω στὴ γῆ θἀ ἔλεγε ὅλοι νὰ προσέχουν, νὰ ἐμβολιαστοῦμε». (8)
 
Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι ὀ σκοπίμως ἀκατήχητος λαός μας, ἔχωντας ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο βίωμα ἀκούει καὶ ἐνστερνίζεται ὅλα αὐτὰ καὶ λόγῳ ραθυμίας καὶ λόγῳ βολέματος ἐνίοτε, ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορὲς ἀπὸ μεγάλη ἐμπιστοσύνη στὸ τίμιο ράσο ποὺ ἀτιμάζουν κάποιοι πονηροὶ ποὺ τὸ φοροῦν σήμερα.
Ἔτσι μιλοῦσαν δίδασκαν καὶ ἔπρατταν οἱ ἅγιοι πατέρες; Ἐξουσιάζαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν πίστι τους; Διατάζανε σὰν τύραννοι; Ἐξελέγησαν γιὰ νὰ κυριαρχοῦν καὶ νὰ ἐξουσιάζουν καὶ νὰ ἐξαναγκάζουν τοὺς ἀνθρώπους; Ὑπάρχει περίπτωσις ὅσοι πράγματι ἀκολουθοῦν αὐτὸν ποὺ ἔλεγε τὸ «ὅστις θέλει»  καὶ ἐρώτησε τοὺς μαθητές του μήπως θέλουν καὶ αὐτοὶ νὰ φύγουν (Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα· μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν; Κατά Ἱωάννην ΣΤ΄67)  νὰ ἔχουν τέτοιες τυραννικές συμπεριφορές;  Τελικῶς εἴμαστε ἐλεύθεροι ἄνθρωποι ἤ εἴμαστε ὑποτεταγμένοι στὸν κάθε ἀρχομανὴ καὶ στὸν κάθε ἀνεπαρκή καὶ στὸν κάθε φιλόδοξο ποὺ ἀπλά ἔχει φορέσει ράσα καὶ παριστάνει τὸν ποιμένα; Το « Ὑμεῖς γὰρ ἐπ' ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί» (Πρὸς Γαλάτας 5, 13)  ἰσχύει ἤ εἶναι λόγια τοῦ ἀέρα γιὰ βλαμμένους; Ὅπου ὑπάρχει τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ὑπάρχει ἐλευθερία ἤ ἴσχύουν ὅσα λένε οἱ σύγχρονοι σατράπες τῆς ἐκκλησίας; Μήπως τὸ «Ὁ δὲ Κύριος τὸ Πνεῦμά ἐστιν· οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία». (Β Κορ. 3,17), τὸ ἔλεγε ὁ ἁπόστολος Παῦλος γιὰ πλάκα, ὁπότε τὰ σύγχρονα «στόματα τῆς ἐκκλησίας» τὸ ἀφήνουν στὴν ἄκρη καὶ διατάζουν δυναστικῶς ὅσα τοὺς ὑπαγορεύουν οἱ πολιτικοὶ πάτρωνές τους;
 
Ποτὲ δὲν συμπεριφερόταν ἔτσι οἱ, πράγματι, ἅγιοι Πατέρες. Ποτέ δὲν παρουσιαζόταν ὡς αὐθέντες ποὺ μιλοῦσαν σὲ ὑποταγμένους παρακατιανούς ἤ σαλαγοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους δίκην προβάτων. Τοὺς ἔλεγαν πάντα αὐτὸ ποὺ παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ τὸ συντήρησαν ζωντανὸ καὶ ἀναλοίωτο μέχρι τὶς μέρες τους:  
«Δὲν ἐξουσιάζουμε ἐμεῖς τὴν πίστι σας, ἀγαπητοί μου, οὔτε τυρανικῶς διατάσσουμε αὐτά. Ἔχουμε ἐκλεγεῖ γιὰ νὰ διδάσκουμε διὰ τοῦ λόγου, ὄχι γιὰ νὰ κυριαρχοῦμε σὲ ἄλλους ἤ νὰ ἐξουσιάζουμε. Βρισκόμαστε σὲ θέσι συμβούλων ποὺ προτρέπουν. Ὅποιος συμβουλεύει λέει αὐτὰ ποὺ ἔχει νὰ πεῖ καὶ δὲν ἀναγκάζει τὸν ἀκροατή, ἀλλὰ τὸν ἀφήνει κύριο νὰ ἀποφασίσῃ. Σὲ τοῦτο μόνο εἶναι ὑπεύθυνος, ἀν δὲν τεκμηριώσῃ αὐτὰ ποὺ λέει».  
«Οὐ κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀγαπητοὶ, οὐδὲ δεσποτικῶς ταῦτα ἐπιτάττομεν· εἰς διδασκαλίαν λόγου προεχειρίσθημεν, οὐκ εἰς ἀρχὴν οὐδὲ εἰς αὐθεντίαν· συμβούλων τάξιν ἐπέχομεν παραινούντων. Ὁ συμβουλεύων λέγει τὰ παρ' ἑαυτοῦ, οὐκ ἀναγκάζων τὸν ἀκροατὴν, ἀλλ' αὐτὸν ἀφίησι τῆς τῶν λεγομένων αἱρέσεως κύριον· ἐν τούτοις ἐστὶν ὑπεύθυνος μόνον, ἂν τὰ παραστάντα μὴ εἴποι».  ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ PG 62.87
 
Αὐτὰ ποὺ λέει ὁ Χρυσορρήμων, τί, εἶναι; Εἶναι λόγια ἁγίου ἤ λόγια τσαρλατάνου; Ἄν εἶναι λόγια ἁγίου –συχώρεσέ με ἅγιέ μου, γιατὶ ἐδὼ ποὺ φτάσαμε καὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ μπλέξαμε, ἄν τοὺς πιστέψουμε πρέπει νὰ κατεβάσουμε τὶς εἰκόνες σας ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες καὶ νὰ ἀπαγορευτοῦν τὰ λόγια σας- τότε τὰ λόγια τοῦ δεσπότη -κατ᾿ εὐφημισμὸν Χρυσοστόμου (ποὺ παραπάνω παρετέθησαν)- ποὺ ἐμμέσει στυγνῶς τὴν προπαγάνδα τῶν σημερινῶν τυραννίσκων, δὲν εἶναι λόγια τσαρλατάνου;
Καὶ ὅμως ἐπεκράτησαν οἱ τσαρλατάνοι καὶ ἐμμένουν σοβαροφανεῖς μὲ τὶς βαρύγδουπες μπουρδολογίες τους καὶ μὲ τὴν τυραννικὴ συμπεριφορά τους νὰ ὁδηγοῦν τοὺς πιστοὺς στὸν θάνατο -καὶ τὸν σωματικὸ ἑνίοτε καὶ τὸν πνευματικὸ- τὴν δὲ πίστι νὰ διαλύουν δηλώνοντας ὅτι δὲν κινδυνεύει.
Ὅτι καὶ νὰ μηχανευτοῦν, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ διαστρεβλώσουν τὴν ὑγιὴ διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας, ποτὲ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ξεπλύνουν τὸ ὅνειδος τῆς προδοσίας τῆς πίστεως ποὺ διέπραξαν, γιατὶ ἔφεραν τὸν φόβο μέσα στὴν ἐκκλησία, τὸν καλλιέργησαν στοὺς πιστοὺς ἀνθρώπους καὶ διέλυσαν ὅσα χρειάστηκαν αἰῶνες νὰ περάσουν στὶς ψυχές δηλαδὴ τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό καὶ στοὺς ἁγίους του.
 
 Διαιροῦν τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Εἰσάγουν νέα κριτήρια ἐκκλησιαστικότητος, νέες ἀρετές καὶ νέες ἁμαρτίες. Ἀρετὴ γι᾿ αὐτοὺς εἶναι νὰ εἶσαι ἕνα ἄβουλο ὑποτεταγμένο ἐνεργούμενο, μιὰ μαριονέτα στὰ χέρια τους, ὅπως εἶναι οἱ ἴδιοι στὰ χέρια τῶν δαιμονισμένων πολιτικῶν. Αὐτὸν τὸν τύπο πιστοῦ καλλιεργοῦν. Ἁμαρτία γι᾿ αὐτοὺς εἶναι νὰ μὴν κάνεις τὰ λεγόμενα ἐμβόλια τῶν δαιμονανθρώπων!!! Καὶ χρειάζονται ἐξορκισμοὶ σὲ ὅσους δὲν τὰ κάνουν, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψι ὑψηλῆς πνευματικῆς καταστάσεως ἱεράρχου. Μὲ αὐτὰ παραμυθιάζουν καὶ ἀποκοιμίζουν τὸν λαὸ, ἐνῷ οὐσιαστικῶς διαιροῦν τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας.
Ἡ πρώτη, ἡ βασικὴ, ἡ οὐσιαστικώτερη διαίρεσις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος εἶναι ὅταν χαθῇ ἡ ἀγάπη. Ὅλη ἡ πολιτεία, ὅλη ἡ συμπεριφορά, ὅλες οἱ πράξεις αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, εἴτε διδάσκουν, εἴτε ὀργανώνουν τὴν ἐκκλησία, εἴτε ἐκλέγουν τοὺς διαδόχους τους, εἴτε ἱερουργοῦν, εἴτε ἐξομολογοῦν δείχνει ἔλειψι ἀγάπης. Τὸ νοιώθεις, μυρίζει ἀπὸ μακρυά, ἐξ ἄλλου ὅλα ἀποπνέουν «ὁσμὴ ζωῆς εἰς ζωὴν καὶ ὁσμὴ θανάτου εἰς θάνατον» (Κορινθίους Β΄ 16). Γι᾿ αὐτὸ ἀπομακρύνεται ἀπὸ αὐτοὺς ὁ κόσμος. Τὸν ἄνθρωπο τοῦ θεοῦ, ποὺ ἔχει ἀγάπη, ὅλοι τὸν πλησιάζουν. Καὶ αὐτοὶ ποὺ (νομίζουν ὅτι) πιστεύουν καὶ αὐτοὶ ποὺ (νομίζουν ὅτι) δὲν πιστεύουν. Ὅπως γυρίζει τὸ λουλουδάκι πρὸς τὸν ἥλιο ἔτσι γυρίζουν καὶ οἱ ψυχὲς ὅπου ὑπάρχει ἁγιότης. Μιλάει στὸ ὄν τὸ ἔσωθεν τῆς ὑπάρξεως. Σ᾿ αὐτοὺς μόνον οἱ συμφεροντολόγοι, οἱ ἀρχοντιῶντες, οἱ φιλόδοξοι, οἱ καριερίστες, καὶ ὅσοι θέλουν κάτι νὰ κρύψουν κάτω ἀπὸ τὸ ράσο πλησιάζουν. Ἕνα δοῦναι καὶ λαβεῖν δαιμονικὸ. Μιὰ συναλλαγή, μιὰ διαρκὴς σιμωνία. Ἔτσι ψύχεται ἡ ἀγάπη. Ἡ Μητρόπολη, ἡ ἐνορία, τὸ μοναστήρι, ὁλόκληρη ἠ Ἐκκλησία γίνεται ἕνα ἵδρυμα, ἕνα σύστημα, μιὰ ἱδεολογία, μιὰ πυραμίδα ἐξουσίας, ὅπου ὅμως λείπει τὸ οὐσιαστικὸ, τὸ ἕν οὖ ἐστι χρεία, ἡ ἀγάπη. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη διαίρεσις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Ἡ δεύτερη διαίρεσις εἶναι ὅταν πράττωμε πράγματα ἀνάξια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Δὲν χρειάζεται νὰ ἀπαριθμήσουμε ὅσα ἔχουν γίνει τὶς τελευταίες δεκαετίες καὶ ἰδιαιτέρως τὰ τελευταία χρόνια (Κολυμπάρια, Οὐκρανία, οἰκουμενιστικὲς ἀθλιότητες, ὑγειονομικὸς διωγμός). Μὲ τοὺς τρόπους αὐτοὺς στὴν οὐσία χωρίζονται οἱ ταῦτα πράττοντες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
 
«Δύο γάρ εἰσι διαιρέσεις ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ· μία μὲν, ὅταν ψύξωμεν τὴν ἀγάπην, δευτέρα δὲ, ὅταν ἀνάξια τοῦ τελεῖν εἰς ἐκεῖνο τὸ σῶμα τολμήσωμεν· ἑκατέρως γὰρ χωρίζομεν ἑαυτοὺς τοῦ πληρώματος». ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ PG62 85
Μακάρι νὰ ἀκούσουν τὶ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος οἱ ρασοφοροῦντες αὐτουργοὶ τῶν ἀνοσιουργημάτων καὶ ὅσοι ἐπιπόλαια τοὺς ἀκολουθοῦν. Ὅσοι ἔτσι ἐνεργοῦν μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς τρόπους χωρίζουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας. «Ἑκατέρως γὰρ χωρίζομεν ἑαυτοὺς τοῦ πληρώματος». Ψέμματα λέει ὁ ἅγιος;
 
Καὶ ἄς βγαίνουν ὑποκριτικῶς κλαυθμηρίζοντας διάφοροι ποιμένες δῆθεν ἐνδιαφερόμενοι καὶ ἀγωνιῶντες γιὰ τὴν ἑνότητα. Τὴν ἑνότητα, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος, τὴν ἔχουν ἤδη διαταράξει οἱ ἴδιοι μὲ τὶς πράξεις τους. Ὅταν σπέρνεις τὸν φόβο, τρομοκρατεῖς τοὺς ανθρώπους, ψύχεις τὴν ἀγάπη, ὑπακοῦς δουλικά τοὺς ἀλητηρίους τῆς ἐξουσίας (9) ἔχεις ἤδη πλήξει τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Δουλειά τους ἦταν νὰ αὐξήσουν τὸ ποίμνιο καὶ ὄχι νὰ τὸ μειώσουν. Νὰ μαζέψουν τοὺς διασκορπισμένους καὶ ὄχι νὰ διαλύσουν καὶ αὐτοὺς ποὺ ὑπάρχουν, νὰ συνηγορήσουν καὶ ὄχι νὰ διαστρέψουν τὰ πατρώα δόγματα. Αὐτὸ πρέπει νὰ ἐξετάσωμε, καὶ νὰ δοῦμε τί προέκυψε ἀπὸ τὴν διαποίμανσι αὐτῶν τῶν ποιμένων:
«Οὐκοῦν ἐξετάσωμεν τί ἠμῖν ἐβλάστησε, προσθήκην τῶν ποιμνίων ἤ μείωσιν, συναγωγὴν τῶν διεσκορπισμένων ἤ τῶν συνεστώτων διάλυσιν, συνηγορίαν ἤ ἀνατροπὴν τῶν πατρώων δογμάτων». ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ PG45 1125
 
Βλέπετε ποὺ ἔφεραν τὰ πράγματα. Κλειστὲς ἐκκλησίες. Δὲν προσκυνοῦνται οἱ ἅγιες εἰκόνες. Ἀπαγορεύονται οἰ λιτανείες τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ λειψάνων ἐνῷ περιφέρονται τὰ διάφορα ξόανα τύπου Ἀμάλ σὲ ὅλη τὴν χώρα. Τὸ δόγμα ὑβρίζεται καὶ περιφρονεῖται. Ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι ποὺ ὑπερασπίζονται τὰ πάτρια διώκονται. Ὁπότε; Τί γίνεται μὲ αὐτούς τοὺς ποιμένες;
Οἱ ἅγιοι δὲν τοὺς καλοπιάνουν, οὔτε δικαιολογοῦν τὶς προδοσίες τους.
Ἄν ἡ σπουδὴ τοῦ ποιμένος ὁδηγεῖ στὸ καλύτερο, δηλαδὴ στὴν αὔξησι τῶν ποιμνίων, στὴν συναγωγὴ τῶν διασκορπισμένων καὶ στὴν ὑπεράσπισι τῶν πατρώων δογμάτων, τότε ὁ ποιμένας εἶναι προβατο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι λύκος. Ἀλλὰ ἄν συμβαίνει τὸ ἀντίθετο, δηλαδὴ τὸ ποιμνίον μειώνεται, διασκορπίζονται καὶ αὐτοὶ ποὺ ὑπάρχουν, ἀνατρέπονται τὰ πατρώα δόγματα τότε…
 
Ὁ Κύριος λέει: «Προσέχετε ἀπὸ τοὺς ψευδοπροφῆτες». Νὰ μὴν περνᾷ ἀπαρατήρητο τὸ στόμα ποὺ ἀκονίζει τὰ δόντια τῆς καινοτομίας καὶ κατασπαράζει τὸ ὑγιὲς σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ.  
«Εἰ μὲν οὖν πρὸς τὸ κρεῖττον ἡ σπουδὴ τοῦ προειρημένου βλέπει, πρόβατον πάντως, καὶ οὐχὶ λύκος ἐστίν· εἰ δὲ τὸ ἔμπαλιν, «Προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν», φησὶν ὁ Κύριος· μὴ λανθανέτω (=περνᾶ ἀπαρατήρητος) τὸ στόμα τὸ ἐπὶ λώβῃ (=ἀτίμωσις, ὕβρις) καὶ ἀφανισμῷ τεθηγμένον (θήγω = ἀκονίζω) τοῖς τῆς καινοτομίας ὀδοῦσι καὶ κατασπαράσσον τὸ ὑγιὲς σώμα τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας». ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ PG45 1125
 
Ὅλοι οἱ ἅγιοι τὸ ἴδιο λένε γιὰ τοὺς φιλάρχους αὐτοὺς σχίστες καὶ φθορεῖς ποιμένες.
Ἄν καὶ ἔχουμε ταχθῇ στὸ νὰ οἰκοδομοῦμε τοὺς ἄλλους, ἐμεῖς ποὺ δὲν οἰκοδομοῦμε, ἀλλὰ καὶ σχίζουμε τὸ ὑπάρχον ἐκκλησιαστικὸ σῶμα τί δὲν θὰ πάθουμε; Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ διαιρέσῃ τόσο τὴν ἐκκλησία ὅσο ἡ φιλαρχία καὶ τίποτα δὲν παροξύνει τόσο τὸν Θεό ὅσο τὸ νὰ διαιρῇται ἡ Ἐκκλησία.
«Εἰ δὲ καὶ ἄλλους εἰς τὸ οἰκοδομεῖν τετάγμεθα, οἱ μὴ οἰκοδομοῦντες, ἀλλὰ καὶ πρότερον σχίζοντες, τί οὐκ ἂν πάθοιεν; Οὐδὲν οὕτως Ἐκκλησίαν δυνήσεται διαιρεῖν, ὡς φιλαρχία· οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεὸν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι». ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ PG 62 85
 
Εἶναι παραθεολογικὰ ἐπιχειρήματα καὶ παραθεολογικὲς καὶ συνωμοσιολογικὲς ἀπόψεις ὅλα αὐτὰ ὅπως διατείνεται ἐπίσκοπος διακρινόμενος γιὰ «σοβαρὴ θεολογική σκέψι»;(10)
Βλέπετε, καταντήσαμε αὐτὰ ποὺ λένε οἱ ἅγιοι πατέρες νὰ θεωροῦνται παραθεολογία καὶ ὅσοι τὰ ἀσπάζονται νὰ λοιδωροῦνται καὶ νὰ διώκονται καὶ ἡ κάθε αὐθαιρεσία, καινοτομία ἤ ἀνοησία τοῦ κάθε ἱεράρχου νὰ ἀντιμετωπίζετε εὐλαβικὰ ὡς λόγος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπορῶ γιατί τόσοι ἱερεῖς, τόσοι θεολόγοι, τόσοι καλογέροι, ἁγιορεῖτες καὶ μὴ, σιωποῦν μπροστά σ᾿ αὐτὴν τὴν προδοσία τῆς πίστεως; Πρέπει νὰ βγαίνουμε ἐμεῖς, οἱ χοίροι, ποὺ ἀπλῶς σκάβουμε μές τὴ λάσπη ποὺ ζοῦμε νὰ παρουσιάζουμε μὲ ἀγωνία τὰ πολυτιμα μαργαριτάρια τῶν ἁγίων, μήπως καὶ βοηθηθοῦμε καὶ μεῖς καὶ οἱ γύρω μας; Δὲν εἶναι ἐπικίνδυνο αὐτό γιὰ τοὺς ἀνθρώπους; Δὲν θὰ ἔπρεπε αὐτοὶ νὰ ἀναλάβουν αὐτὸ τὸ βάρος;
Καὶ ὅμως δὲν μιλοῦν. Δὲν παίρνουν θέσι. Παρακολουθοῦν σὰν θεατές. Εἶναι σύνεσι αὐτό; Εἶναι σοβαρότης, νηφαλιότης καὶ ὑπευθυνότης, ὅπως παρουσιάζεται; (10) Εἶναι ταπείνωσις καὶ συναίσθησις τῶν ἱδίων ἁμαρτιῶν; Ἐδὼ γκρεμίζεται ἡ πίστις, ξεθεμελιώνεται τὸ οἰκοδόμημα καὶ σύ λὲς ὅτι στεναχωριέσαι γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου καὶ ἀσχολεῖσαι μόνο μὲ αὐτές; Ἐσὺ ἔπρεπε νὰ ἀγωνίζεσαι πρῶτος, νὰ φωνάξῃς, νὰ διαμαρτυρηθῇς -ποὺ εἶναι καὶ πολὺ πιὸ εὔκολο γιατὶ παλεύεις μὲ ὀφθαλμοφανὴ πράγματα- μὴπως καὶ σὲ λυπηθῇ ὁ Θεὸς καὶ συχωρέσει κάποιες ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σου. Ἄν φυσικὰ ἀντιλαμβάνεσαι καὶ αἰσθάνεσαι τὸ τί συμβαίνει.
Εἶναι ξεπεσμὸς νὰ αὐτοδικαιολογούμεθα μὲ τὸ πρόσχημα τοῦ φόβου. Ὅλοι φοβόμαστε γιὰ πολλά. Ἀλλὰ ἔχωμε καὶ τὰ παραδείγματα τῆς πίστεως τῶν ἁγίων μας καὶ τῶν προγόνων μας καὶ τῶν πατεράδων μας. Σὲ αὐτὰ νὰ στραφοῦμε, ἀπὸ κεῖ νὰ πιαστοῦμε, ἐκεῖ νὰ ἐλπίσουμε καὶ ὄχι στοὺς σημερινοὺς κληρικοὺς -ἐπισκόπους καὶ παπάδες- καὶ καλογήρους ποὺ, ὡς θύματα τοῦ ἀρχεκάκου, μετετέθησαν ἀπὸ τὴν πίστι γιατί φοβήθηκαν. Καὶ μετὰ τὴν ἀπρέπεια αὐτὴ ἔκαναν μεγαλυτέρα ἀπρέπεια ποὺ δείχνει ὅτι δὲν ἔχουν θάρρος σ᾿ αὐτὰ ποὺ (ἐμφανίζονται ὅτι) πιστεύουν, τὸ νὰ ἐκβιάζουν καὶ νὰ ἀναγκάζουν καὶ αὐτοὺς ποὺ δὲν θέλουν, νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν στὸν δρόμο τοῦ φόβου, τῆς ὑποταγῆς, καὶ τοῦ ξεπεσμοῦ.
 
«Εἰ δὲ καὶ ἀπρεπὲς τὸ ὅλως ἐπὶ τούτοις φοβηθέντας τινὰς τῶν ἐπισκόπων μεταθέσθαι, ἀλλὰ μᾶλλον ἀπρεπέστερον καὶ οὐ θαρρούντων οἷς πεπιστεύκασι τὸ βιάζεσθαι καὶ ἀναγκάζειν τοὺς μὴ βουλομένους». ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΕΙΑΝΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ (Berlin: De Gruyter, 1940, στὸ TLG: Historia Arianorum
Chapter 33, section 1, line 1)
 
Γεώργος Κ. Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων. 3/9/2021
 
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. https://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/44516-i-iera-synodos-systinei-tin-eleytheri-epilogi-tou-emvoliasmoy-os-tin-apokleistiki-lysi
2.ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ https://www.romfea.gr/ekklisia-ellados/44688-arxiepiskopos-ieronymos-edo-einai-to-emvolio-ekei-einai-o-tafos
3.ΔΩΔΩΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΥΝΕΝΕΤΕΥΞΙΣ  ΣΤΟΝ Status FM 107,7 https://www.youtube.com/watch?v=uH8qWH-FDu8&ab_channel=STATUSFM1077
4. ΔΩΔΩΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ https://www.lifo.gr/now/greece/mitropolitis-dodonis-hrysostomos-tragikes-kai-aparadektes-oi-eikones-stis-sygkentroseis
5. ΔΩΔΩΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ  https://www.lifo.gr/now/greece/mitropolitis-dodonis-hrysostomos-tragikes-kai-aparadektes-oi-eikones-stis-sygkentroseis
6. ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ 26. 8 2021 https://imd.gr/2021/08/%ce%b5%cf%80%ce%b5%ce%af%ce%b3%ce%bf%ce%bd-%ce%b5%ce%b3%ce%ba%cf%8d%ce%ba%ce%bb%ce%b9%ce%bf-%cf%83%ce%b7%ce%bc%ce%b5%ce%af%cf%89%ce%bc%ce%b1-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%b5%ce%bc%ce%b2/
7. ΔΩΔΩΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΥΝΕΝΕΤΕΥΞΙΣ  ΣΤΟΝ Status FM 107,7 https://www.youtube.com/watch?v=uH8qWH-FDu8&ab_channel=STATUSFM1077
https://www.youtube.com/watch?v=h5YWhSJfnWk&t=158s&ab_channel=ZANTETIMES.GR
8. «Ὁ γὰρ Παῦλος οὐκ εἶπεν «Οὐ γὰρ ἔστιν ἄρχων ἤ μὴ ἀπὸ Θεοῦ·», ἀλλὰ περὶ τοῦ πράγματος αὐτοῦ διαλέγεται λέγων «οὐ γὰρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μη ὑπὸ Θεοῦ» ... 660 Εἰ δέ τις ἀλητήριος παρανόμως εἰς ταύτην εἰσεκώμασεν, οὐ δήπου τοῦτον παρὰ Θεοῦ κεχειροτονῆσθαι φαμὲν, ἀλλὰ συγκεχωρῆσθαι» ΑΓΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ 78 657 660
9. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ https://www.romfea.gr/ieres-mitropoleis/45338-nafpaktou-opoios-se-kairo-pandimias-molynei-tous-allous-krinetai-me-to-epitimio-tou-fonou

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ: Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟ ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΕΟΛΟΓΗΤΟΣ!

 Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
 
Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟ 
ΒΛΑΣΦΗΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΕΟΛΟΓΗΤΟΣ
 
1. Θεολογική σύγχυση προκάλεσε ἡ συνοδική ἀπόφαση
 
Συνηθίσαμε πιά στίς καινοτομίες, στίς αἱρέσεις, στά σχίσματα, στίς ἔριδες. Τίποτε σταθερό καί καθολικά ἀποδεκτό. Τό Εὐαγγέλιο καί ἡ Πατερική Παράδοση ἐτέθησαν σέ ἀργία. Ὁ καθένας τά ἑρμηνεύει ὅπως θέλει καί ὅπως τόν εὐνοοῦν ἤ τοῦ ἐπιβάλλουν οἱ ἀνάγκες τῶν καιρῶν, τά συμφέροντα καί οἱ φιλοδοξίες του. Ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων, ἡ διαχρονική καί σταθερή πράξη τῆς Ἐκκλησίας ἀνατρέπονται. Τό ἄσπρο γίνεται μαῦρο, τό φῶς σκοτάδι, ἡ αἵρεση γίνεται ἐκκλησία, ὅπως καί τό σχίσμα, ὁ σοδομισμός νόμιμη καί μή ἐφάμαρτη διαφορετικότητα, τό Σάββατο γίνεται Κυριακή, τό ψεῦδος ἀλήθεια.
Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί σέ κάποιες ἀπό τίς ἑλληνόφωνες τοπικές ἐκκλησίες τά ἔχουν χάσει μέ τό θεολογικό κομφούζιο, τήν θεολογική σύγχυση, πού ἔχει προκαλέσει ἡ ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου νά ἑορτασθεῖ ἐφέτος τό Πάσχα, ἡ Ἀνάσταση, πρίν ἀπό τά μεσάνυκτα, νά ἀκουσθεῖ τό «Χριστός Ἀνέστη» τρεῖς ὧρες ἐνωρίτερα, γύρω στίς ἐννέα (21 μ.μ.), νά συντομευθεῖ ἡ ἀκολουθία, καί νά γίνει δεύτερη Θεία Λειτουργία μέσα στήν ἴδια ἡμέρα, νά διακοπεῖ ἐνωρίτερα ἡ νηστεία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ρυθμίσεις πού ἀντίκεινται στήν εὐαγγελική διδασκαλία, στίς ἀποφάσεις οἰκουμενικῶν συνόδων καί στήν διαχρονικά σταθερή Παράδοση καί πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Δικαιολογημένες ἀπόλυτα οἱ ἀντιδράσεις κάποιων, ἐλαχίστων ἐπισκόπων, πολλῶν εὐλαβῶν ἱερέων καί πλήθους πιστῶν, στούς ὤμους τῶν ὁποίων πέφτει νά σηκώσουν τό βάρος τῆς τήρησης τῶν παραδεδομένων, νά σηκώσουν τό βάρος τῆς ἡμέρας, ὅπως ἐπαινεῖ ἡ Ἐκκλησία ὅσους κληρικούς ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῶν καινοτομιῶν καί τῶν παρεκκλίσεων.
Ἀντί ὅμως οἱ ἀντιδράσεις νά ὁδηγήσουν σέ δεύτερες, ὀρθότερες, σκέψεις καί σέ διόρθωση τῶν ὁλοφάνερα λανθασμένων ἀποφάσεων, ξεσηκώθηκαν θεολογικοί «φωστῆρες», γιά νά ὑποστηρίξουν τήν καινοτομία καί νά ἐνισχύσουν τίς διενέξεις πρός μεγάλη χαρά τοῦ Διαβόλου πού ὑποκινεῖ πάντοτε ἀπό φθόνο τήν ἐναντίωση πρός τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Κείμενα ὑποστηρικτικά καί ἀναιρετικά τῆς καινοτομίας ἔχουν κατακλύσει τό Διαδίκτυο καί ἔχουν φέρει σέ ἀπόγνωση κληρικούς καί λαϊκούς, ὡς πρός τό νά κρίνουν ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια, ποιοί ἔχουν δίκαιο, οἱ καινοτόμοι ἤ οἱ παραδοσιακοί. Καί ἐνῶ φάνηκε πώς οἱ συνειδήσεις τῶν πιστῶν ἠρεμοῦν καί εὐαρεστοῦνται μέ ὅσα ἔγραψαν, διεμήνυσαν καί ἀποφάσισαν νά πράξουν ἐλάχιστοι ἐπίσκοποι, ὅπως ὁ πρώην Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος, ὁ Αἰτωλοακαρνανίας Κοσμᾶς, ὁ Κυθήρων Σεραφείμ, ἀκόμη καί ὁ Φιλίππων Στέφανος, αἰφνιδίως ἄνοιξαν κερκόπορτες στήν κανονική ἀλήθεια ὁ Πειραιῶς Σεραφείμ καί ἡ Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας, προφανῶς μέ ἀπόφαση τοῦ Ποιμενάρχη Ἰωήλ, ὑποστηρίζοντας τήν βλάσφημη καί ἀθεολόγητη καινοτομία. Δέν θά ἐπιχειρήσουμε τώρα ἀναίρεση τῶν ἡμαρτημένων τῶν δύο ἐπισκόπων, τά ἐπιχειρήματα τῶν ὁποίων ἐκλόνισαν κάποιους ἀσταθεῖς μέ καλαμώδη χαρακτήρα καί εὔκολη στίς ἐπιρροές φύση. Θά σημειώσουμε βασικούς μόνον θεολογικούς λόγους, γιά τούς ὁποίους δέν πρέπει νά γίνει ἀλλαγή τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τῆς Ἀνάστασης.
 
2. Ἡ τήρηση τῆς Παράδοσης εἶναι δόγμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
 
Τό πρῶτο βάθρο, ἡ πρώτη βάση τό πρῶτο θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο μέ σιγουριά καί βεβαιότητα στέκεται ὁ πιστός μετά τό Εὐαγγέλιο, εἶναι ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι ἀγνοοῦν τήν Παράδοση προτεσταντίζουν. Οἱ Προτεστάντες ἀπορρίπτουν τήν Παράδοση, δέχονται μόνον τήν Ἁγία Γραφή, τήν ὁποία ἑρμηνεύει ὁ καθένας κατά τό δοκοῦν, γι᾽ αὐτό καί διαλύθηκαν σέ χίλια κομμάτια. Εἶναι σαφέστατη καί ὑποχρεωτική ἡ σύσταση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου νά τηροῦν οἱ Χριστιανοί τίς Παραδόσεις· «Στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι᾽ ἐπιστολῆς ἡμῶν»[1]. Ὁ ἴδιος μάλιστα αὐστηρότερα ἀναθεματίζει ὅσους παραβαίνουν αὐτά πού παρέλαβαν, ἀκόμη καί ἄν τήν καινοτομία τήν παρουσιάσουν καί τήν διδάξουν ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό, πολύ περισσότερο ἄν τήν ἀποφασίσουν ἄνθρωποι, ὅπως ἡ Διαρκής Σύνοδος τοῦ Ἱερωνύμου, ἤ οἱ μητροπολίτες τοῦ Πειραιᾶ καί τῆς Ἔδεσσας· «Ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν ἀνάθεμα ἔστω. Ὡς προειρήκαμεν καί ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω»[2].
Ἄσχετα πρός τόν ἀκριβῆ χρόνο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, πού καί αὐτός δέν εὐνοεῖ τούς Σαββατιανούς καί Ἰουδαΐζοντες καινοτόμους τοῦ Ἱερωνύμου, ὅπως θά δοῦμε, τό κήρυγμα τῆς Ἀνάστασης, ἀκούσθηκε τό πρωί τῆς Κυριακῆς· τό ἄκουσαν πρῶτες οἱ μυροφόρες γυναῖκες ἀπό τούς Ἀγγέλους, τό μετέφεραν εἰς τούς Ἀποστόλους καί δι᾽ αὐτῶν εἰς ὅλον τόν κόσμο: «Τό φαιδρόν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα, ἐκ τοῦ ἀγγέλου μαθοῦσαι αἱ τοῦ Κυρίου μαθήτριαι, καί τήν προγονικήν ἀπόφασιν ἀπορρίψασαι τοῖς Ἀποστόλοις καυχώμεναι ἔλεγον. Ἐσκύλευται ὁ θάνατος, ἠγέρθη Χριστός ὁ Θεός, δωρούμενος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος» [3].
Θά μνημονεύσουμε ἀπό τό πλῆθος τῶν ἀναστάσιμων ὕμνων ἕνα ἀκόμη τροπάριο ἀπό τά ἀναστάσιμα Εὐλογητάρια πού μᾶς διδάσκει ὅτι τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἄκουσαν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ἀπό τόν Ἄγγελο τό «Χριστός Ἀνέστη». «Λίαν πρωΐ μυροφόροι ἔδραμον πρός τό μνῆμά σου θρηνολογοῦσαι· ἀλλ᾽ ἐπέστη πρός αὐτάς ὁ Ἄγγελος καί εἶπε· Θρήνου ὁ καιρός, πέπαυται, μή κλαίετε. Τήν Ἀνάστασιν δέ Ἀποστόλοις εἴπατε».
Ἔκτοτε μέχρι τήν ἀποφράδα ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐπί δύο χιλιάδες χρόνια, τό «Χριστός Ἀνέστη» ἀκούγεται πάντοτε τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή, πάλιν καί πολλάκις μετά τό μεσονύκτιο, καί οὐδέποτε πρίν ἀπό τό μεσονύκτιο. Θά ἀκουσθεῖ γιά πρώτη φορά ἐφέτος πρίν ἀπό τό μεσονύκτιο, σέ ἀντίθεση μέ ὅλα τά ἀρχαῖα καί σύγχρονα Τυπικά, τό Σαββαϊτικό, τό Στουδιτικό, τό Ἁγιορειτικό, τό Πατριαρχικό τῆς Κωνσταντινούπολης. Δέν ἔχουν πλέον κανένα φραγμό οἱ καινοτόμοι.
Καί ὅταν ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας ἡ Ἐκκλησία, βρέθηκε σέ παρόμοια σύγχυση μέ τήν σημερινή. Διαιρέθηκαν οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ θεολόγοι σέ ὑποστηρικτές τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καί σέ ἐχθρούς καί εἰκονομάχους. Καί ἀπό τίς δύο πλευρές διατυπώνονταν καί ἀνταλλάσσονταν θεολογικά ἐπιχειρήματα, πού δημιουργοῦσαν σύγχυση στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος πού ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα (787) καί καταδίκασε τούς Εἰκονομάχους, δέν ἀπέφυγε νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν διδασκαλία τους καί νά ἀναιρέσει τά ἐπιχειρήματά τους. Τό δυνατώτερο ὅμως ἐπιχείρημα τῆς Συνόδου πού τό προέταξε τῶν θεολογικῶν συζητήσεων ἦταν τό ὀρθόδοξο ἐπιχείρημα νά τηρηθεῖ ἡ Παράδοση. Ἡ τιμή πρός τίς Ἅγιες Εἰκόνες ἦταν αἰωνόβια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτή τήν παράδοση δέν μποροῦσε νά τήν ἀλλάξει ἡ Ἐκκλησία ἤ νά τήν ἀλλοιώσει. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἔλαβε χώρα καί κηρύχθηκε μετά τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου, γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ἡ ἑπόμενη μέρα ὀνομάσθηκε Κυριακή, ὡς σημαίνουσα τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἡ μία λοιπόν τῶν Σαββάτων, ἡ πρώτη μετά τό Σάββατο ἡμέρα, ἡ Κυριακή εἶναι συνώνυμη τῆς Ἀνάστασης· Κυριακή σημαίνει Ἀνάσταση. Πῶς λοιπόν ἐμεῖς θά τήν ἀναμίξουμε μέ τό ἑβραϊκό Σάββατο ἤ μέ τήν Παρασκευή τῶν Μουσουλμάνων;
Ἕνας ἀπό τούς λόγους πού ἀνάγκασαν τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο νά ὁρίσει τήν Κυριακή ὡς ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, καί μάλιστα κατά τρόπο πού νά μή συμπέσει ποτέ μέ τό ἑβραϊκό Πάσχα, ἦταν τό γεγονός ὅτι κάποιοι Ἰουδαΐζοντες Χριστιανοί γιόρταζαν τήν Ἀνάσταση, ὅταν γιόρταζαν καί οἱ Ἑβραῖοι τό δικό τους Πάσχα, τήν 14η τοῦ μηνός Νισάν, πού συνέπιπτε σέ ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος· ἦσαν οἱ γνωστοί Τεσσαρεσκαιδεκατίτες.
Ὅπως λοιπόν ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος προέταξε πάνω καί πρίν ἀπό τίς θεολογικές συζητήσεις τό δογματικό Ὀρθόδοξο ἐπιχείρημα τῆς Παράδοσης, ἔτσι καί οἱ ἁπλοϊκοί Ὀρθόδοξοι πιστοί, ἀλλά καί ὅσοι κληρικοί δέν ἔχουν ὑψηλή θεολογική μόρφωση ἀκολουθοῦν ἀναλογικά τόν δρόμο τῶν Ἁγίων Πατέρων, τηρώντας τήν σταθερή Παράδοση νά ἑορτάζεται ἡ Ἀνάσταση μετά τά μεσάνυκτα, ὥστε νά μή γίνουν συμμέτοχοι τῆς βλάσφημης, ἀντιευαγγελκῆς καί ἀντιπατερικῆς καινοτομίας τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἀνάστασης πρίν ἀπό τά μεσάνυχτα καί ἀναμείξουν ἔτσι Σάββατο καί Κυριακή, πρός μεγάλη χαρά τῶν Οἰκουμενιστῶν πού ἐργάζονται συστηματικά γι᾽ αὐτήν τήν ἀνάμειξη. Λέγει ἡ Σύνοδος στίς ἀποφάσεις της: «Τῇ παραδόσει τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐξηκολουθήσαμεν καί οὔτε ὕφεσιν οὔτε πλεονασμόν ἐποιησάμεθα, ἀλλ᾽ ἀποστολικῶς διδαχθέντες, κρατοῦμεν τάς παραδόσεις ἅς παρελάβομεν πάντα ἀποδεχόμενοι καί ἀσπαζόμενοι, ὅσαπερ ἡ ἁγία καθολική Ἐκκλησία ἀρχῆθεν τῶν χρόνων ἀγράφως καί ἐγγράφως παρέλαβεν... Ἡ γάρ ἀληθινή τῆς Ἐκκλησίας καί εὐθυτάτη κρίσις καινουργεῖσθαι ἐν αὐτῇ συγχωρεῖ οὐδέν, οὔτε ἀφαίρεσιν ποιεῖσθαι»[4]
 
3. Ὁ λειτουργικός χρόνος δέν καταργεῖ τόν φυσικό χρόνο. Συνυπάρχουν.
 
Δημιουργός τοῦ χρόνου καί τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Θεός, «ὁ καιρούς καί χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία θέμενος». Ἡ ἀρχή τοῦ χρόνου συμπίπτει μέ τήν ἀρχή τοῦ κόσμου, τοῦ ὁποίου ὁ χρόνος μετρᾶ τήν κίνηση. Ἡ ἱστορία τῆς πορείας τοῦ κόσμου παρακολουθεῖται ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι κύριος τοῦ κόσμου καί τοῦ χρόνου καί, ὅταν χρειασθεῖ, ἐπεμβαίνει στήν πορεία τῆς ἀθρώπινης ἱστορίας. Δέν ἀδιαφορεῖ γιά τά ἱστορικά γεγονότα καί πρόσωπα ὁ Θεός, γι᾽ αὐτό καί ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί στήν συνέχεια τους στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι γεμάτη ἀπό ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ μέσῳ ἱστορικῶν γεγονότων καί ἱστορικῶν προσώπων, ἡ μεγαλύτερη καί σπουδαιότερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, σαρκωθέντος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντος. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι τό σημαντικώτερο πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, «τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον» κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό. Ὅσα ἐπί τῆς γῆς ἐτέλεσε ἄλλαξαν τήν ἀνθρώπινη ἱστορία καί τήν ἐχώρισαν εἰς τά δύο, εἰς τήν πρό Χριστοῦ καί τήν μετά Χριστόν ἐποχή. Ἔχουν καταγραφῆ ὡς ἱστορικά γεγονότα, ἡ Γέννηση, ἡ Βάπτιση, ἡ διδασκαλία, τά θαύματα, ἡ Σταύρωση, ἡ Ἀνάσταση καί πλεῖστα ἄλλα, τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει κάθε χρόνο στόν ἐτήσιο ἑορτολογικό της κύκλο, φροντίζουσα χρονικά νά ὁρίζει τίς ἑορτές τους, ὅπως καί τίς ἑορτές στίς μνῆμες Ἁγίων, κατά τίς χρονικές ἡμερομηνίες πού ἐτελέσθησαν.
Ὅλες οἱ ἡμέρες τοῦ χρόνου εἶναι κατάφορτες ἀπό μνῆμες ἁγίων καί ἀπό ἱστορικές ἀναφορές στήν ἡμέρα τῆς κοίμησης ἤ τοῦ μαρτυρίου τους. Ἐξαγιάζεται ἔτσι καί ὁ χρόνος, καί ἀποκτᾶ νόημα ἡ πορεία τῆς ἱστορίας. Δίνει λοιπόν μεγάλη βαρύτητα στόν φυσικό χρόνο ἡ Ἐκκλησία· οὔτε τόν μειώνει, οὔτε τόν καταργεῖ. Γι᾽ αὐτό καί τιμᾶ ἰδιαίτερα τήν Κυριακή τῆς Ἀναστάσεως, κατά τήν ὁποία ὁ Χριστός ἐνίκησε τόν θάνατο καί συνέτριψε τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, πού εἶχαν συνασπισθῆ ἐναντίον Του.
Ἡ προσπάθεια κάποιων νά μεταφέρουν μέρος τῆς Κυριακῆς τό Σάββατο, ὥστε νά δικαιολογήσουν τήν συνοδική καινοτομία νά ἑορτασθεῖ ἡ Ἀνάσταση τό Σάββατο καί ὄχι τήν Κυριακή, δέν εὐοδοῦται, διότι ὁ λειτουργικός χρόνος δέν καταργεῖ τόν φυσικό χρόνο. Τό ἐπιχείρημα δηλαδή ὅτι λειτουργικά ἡ ἡμέρα ἀρχίζει ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς προηγούμενης εἶναι ἐν μέρει ἀληθινό καί δέν ἰσχύει γιά ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἐν μέρει καί ἐλάχιστα ἰσχυρό, διότι οἱ λειτουργικές ἐκδηλώσεις μετά τόν ἑσπερινό εἶναι ἐλάχιστες, ἐνῶ οἱ τῆς κύριας ἡμέρας εἶναι πολλαπλάσιες, μεταξύ δέ αὐτῶν ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πού ἀποτελεῖ τό κέντρο, τήν καρδιά τῆς νυχθήμερης λατρείας. Μετά τόν ἑσπερινό ἔχουμε μόνον τό ἀπόδειπνο, ἐνῶ μετά τήν ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτικοῦ, πού χωρίζει τήν παραμονή ἀπό τήν κύρια ἡμέρα ἔχουμε τίς ἀκολουθίες τῶν ὡρῶν, τῆς α´, τῆς γ´ καί τῆς στ´ ὥρας, τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, τήν κορυφαία καί κεντρική ἀκολουθία τῆς Θείας Λειτουργίας, καί τήν θ´ ὥρα πρό τοῦ ἑσπερινοῦ, μέ τήν ὁποία κλείνει ὁ νυχθήμερος λειτουργικός κύκλος. Τελέσαμε λοιπόν ποτέ τήν Θ. Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεοφανείων, τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τίς παραμονές αὐτῶν τῶν ἑορτῶν, ὥστε τώρα νά δικαιολογοῦμε τήν τέλεση τῆς ἀναστάσιμης Θ. Λειτουργίας τήν παραμονή τοῦ Πάσχα, μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ ἡμέρα ἀρχίζει ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς προηγουμένης; Ἀρχίζει μέ τόν ἑσπερινό, ἀλλά ὁλοκληρώνεται κατά τό μεγαλύτερο μέρος κατά τόν φυσικό ἀστρονομικό χρόνο, ἀπό τό μεσονύκτιο μέχρι τόν ἑσπερινό τῆς ἑπόμενης ἡμέρας, ἰδιαίτερα μέ τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ἀλλά καί αὐτή ἡ ἀρχή τῆς ἡμέρας ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς προηγουμένης δέν ἰσχύει γιά ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως π.χ. γιά τόν θεσμό τῆς νηστείας. Μποροῦμε π.χ. νά διακόψουμε τήν νηστεία τῆς Τετάρτης ἤ τῆς Παρασκευῆς μετά τόν ἑσπερινό αὐτῶν τῶν ἡμερῶν, ἄν ἀπό τόν ἑσπερινό ἀρχίζουν ἡ Πέμπτη καί τό Σάββατο; Ἤ πρέπει νά ἀρχίσουμε νά νηστεύουμε ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς Τρίτης καί τῆς Πέμπτης, ἄν μετά τόν ἑσπερινό ἀρχίζουν ἡ Τετάρτη καί ἡ Παρασκευή;
 
4. Ὁ ἀκριβής χρόνος τῆς Ἀνάστασης τίθεται μετά τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή.
 
Ὡς πρός τόν ἀκριβῆ χρόνο πού ἔγινε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ποῦμε ὅτι εἶναι θέμα λελυμένο στήν λειτουργική καί κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέχεται ὅτι, μολονότι δέν εἶναι γνωστή ἡ ἀκριβής χρονική στιγμή καί ὥρα τῆς Ἀνάστασης, ἐν τούτοις ἀπό τόν συνδυασμό ὅσων λέγουν καί περιγράφουν οἱ τέσσαρες εὐαγγελισταί προκύπτει ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε περί τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή ἤ λίγο μετά τό μεσονύκτιο, δηλαδή μεταφέροντας τόν χρόνο στό σημερινό ὡράριο μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε μεταξύ τῆς 11ης βραδυνῆς (23ης) τοῦ Σαββάτου καί τῆς 2ας πρωϊνῆς τῆς Κυριακῆς, μεταξύ δηλαδή 11 καί 2.
Ὁ χρονικός αὐτός προσδιορισμός τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως περί τό μεσονύκτιο εἶναι συνοδικά καί κανονικά κατοχυρωμένος, τόν ἀκολουθεῖ δέ καί ἡ λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὁρίζει ὅτι ἡ παννυχίδα τῆς Ἀναστάσεως ἄρχεται «περί ὥραν πέμπτην τῆς νυκτός, δηλαδή περί τήν 11ην πρό τοῦ μεσονυκτίου», ρυθμίζεται δέ ἔτσι ἡ ψαλμωδία τοῦ κανόνος καί ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν λοιπῶν, ὥστε τό «Χριστός Ἀνέστη» νά ἀκουσθεῖ ἀκριβῶς τήν 12ην τοῦ μεσονυκτίου, ἡ δέ λοιπή ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί τῆς Θείας Λειτουργίας ἐκτυλίσσονται στίς 2-3 μεταμεσονύκτιες ὧρες.
Ἀναλυτικῶς μέ τό θέμα τοῦ χρόνου τῆς Ἀναστάσεως ἀσχολήθηκε ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας (3ος αἰών), ὑποχρεωθείς νά ἀπαντήσει σέ ἐρώτηση ἐπισκόπου γιά τό πότε, ποιά ὥρα ἀκριβῶς, πρέπει νά σταματᾶ ἡ πρό τοῦ Πάσχα νηστεία. Τοῦ ἔγραφε ὁ ἐπίσκοπος ὅτι σέ κάποιες περιοχές βιάζονται καί διακόπτουν τήν νηστεία τό ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, «ἀφ᾽ ἑσπέρας», ἐνῶ ἀλλοῦ τήν διακόπτουν τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς, τά χαράματα, περιμένοντας νά λαλήσει ὁ πετεινός, «περιμένουσι τόν ἀλέκτορα». Δέν πρέπει ὅμως νά ὁρίσουμε τόν ἀκριβῆ χρόνο, ὥστε ὅλοι νά διακόπτουν τήν ἴδια ὥρα τήν νηστεία; Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἀπαντᾶ ὅτι τό νά ὁρισθεῖ ὁ ἀκριβής χρόνος τῆς Ἀναστάσεως, ἡ ἀκριβής ὥρα, εἶναι δύσκολο καί λανθασμένο, «δύσκολον καί σφαλερόν», διότι οἱ εὐαγγελισταί δέν μᾶς παραδίδουν μέ ἀκρίβεια τήν ὥρα τῆς ᾽Αναστάσεως· «μηδέν ἀπηκριβωμένον ἐν αὐτοῖς περί τῆς ὥρας, καθ᾽ ἥν ἀνέστη, φαίνεται». Μᾶς ὁμιλοῦν γιά διάφορες ἐπισκέψεις στόν τάφο σέ διαφορετικούς χρόνους, ἀλλά σέ ὅλες αὐτές τίς ἐπισκέψεις τῶν Μυροφόρων καί τῶν Ἀποστόλων λέγεται ὅτι ὁ Κύριος εἶχε ἤδη ἀναστηθῆ· «Διαφόρως μέν οἱ εὐαγγελισταί τούς ἐπί τό μνημεῖον ἐλθόντας ἀνέγραψαν κατά καιρούς ἐνηλλαγμένους καί πάντες ἀνεστηκότα τόν Κύριον ἔφασαν εὑρηκέναι». Πάντως κανένας εὐαγγελιστής δέν μᾶς εἶπε πότε ἀκριβῶς ἀναστήθηκε ὁ Χριστός· «Καί πότε μέν ἀνέστη, σαφῶς οὐδείς ἀπεφήνατο». Αὐτό στό ὁποῖο συμφωνοῦν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί εἶναι ὅτι ἀπό τό βράδυ ἀργά τοῦ Σαββάτου μέχρι τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς οἱ ἐπισκεφθέντες τόν τάφο τόν βρῆκαν κενό, ἄδειο, διότι ἤδη εἶχε ἀναστηθῆ ὁ Χριστός. Συμπερασματικά, ὁ Ἅγιος Διονύσιος λέγει ὅτι δέν πρέπει νά ἀκριβολογοῦμε «ποίαν ὥραν ἤ καί ποῖον ἡμιώριον ἤ ὥρας τέταρτον» ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ὥστε νά ἀρχίσουμε τήν χαρά καί τήν πανήγυρη τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτούς πού βιάζονται καί διακόπτουν τήν νηστεία πρό τοῦ μεσονυκτίου τούς μεμφόμεθα ὡς ἀμελεῖς καί ἀκρατεῖς, ἐνῶ ὅσους καθυστεροῦν καί περιμένουν τήν «τετάρτην φυλακήν τῆς νυκτός»[5], δηλαδή τό τέταρτο τρίωρο τῆς νύκτας, τό διάστημα ἀπό 3-6 τό πρωΐ, τούς ἐπαινοῦμε «ὡς γενναίους καί φιλοπόνους». Τούς ἐνδιαμέσους, αὐτούς δηλαδή πού κατέλυσαν μεταξύ τοῦ μεσονυκτίου καί τῆς αὐγῆς, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, οὔτε τούς μεμφόμεθα οὔτε τούς ἐπαινοῦμε, ἁπλῶς δέν τούς ἐνοχλοῦμε[6]. Μέ τούς ἐνδιαμέσους βέβαια αὐτούς δέν ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος Διονύσιος τούς σημερινούς Χριστιανούς οἱ ὁποῖοι, μόλις ἀκούσουν τό «Χριστός Ἀνέστη» στίς 12 τό μεσονύκτιο, χωρίς νά ἔχει τελειώσει ἡ Θ. Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως, φεύγουν ἀπό τόν Ναό καί τό ρίχνουν στό φαγοπότι. Ἐννοεῖ τό τελείωμα τῆς Θ. Λειτουργίας σύντομα μετά τά μεσάνυκτα. Γιά ὅσους ἀκολουθοῦν τήν κακίστη συνήθεια νά φεύγουν μετά τό «Χριστός Ἀνέστη» πρό τοῦ τέλους τῆς Θ. Λειτουργίας εἶναι πολύ αὐστηρός ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ὁ ὁποῖος σέ ὑποσημείωση στόν πθ´ κανόνα τῆς Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γράφει: «Βλέπεις ὅτι λέγουσι πρῶτον νά γίνεται ἡ λειτουργία καί ὕστερα νά πασχάζωμεν; Ὅθεν ἀξιοκατάκριτοι εἶναι καί πολλά κοιλιόδουλοι καί λαίμαργοι ἐκεῖνοι ὁποῦ βαστῶντες εἰς τούς κόλπους των αὐγά ἤ τυρί, εὐθύς ὁποῦ ἀκούσουν τό Χριστός ἀνέστη, τά χάπτουσιν εἰς τό στόμα, καί ἄς διορθώσουν τό ἄτοπον αὐτό ἀπό τώρα καί ὕστερα· ἀλλά καί οἱ γονεῖς δέν πρέπει νά ἀφίνουσι τά τέκνα των νά κάμνουν παρόμοιον ἄτακτον πρᾶγμα»[7].
Τήν σπουδαία αὐτή ἀνάλυση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, πού ἀποτελεῖ καί τόν πρῶτο ἀπό τούς τέσσερις κανόνες, στούς ὁποίους ἔχει διαιρεθῆ ἡ Κανονική του Ἐπιστολή πρός τόν ἐπίσκοπο Βασιλείδη, υἱοθέτησε καί ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ γνωστή ἐν Τρούλλω (690), ἡ ὁποία ὁρίζει μέ τόν ΠΘ´ (89ο) κανόνα της ὅτι πρέπει ἡ παύση τῆς νηστείας νά γίνεται μετά τό μεσονύκτιο τοῦ Σαββάτου πρός τήν Κυριακή, διότι, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου στόν ἐν λόγῳ κανόνα, ἀπό τήν εὐαγγελική διήγηση «συνάγεται ὅτι κατά τό μεσονύκτιον ἀνέστη ὁ Κύριος παρελθούσης τῆς στ´ ὥρας καί ἀρχομένης τῆς ζ´»[8]. Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών ἑρμηνεύοντας ἐπίσης τόν κανόνα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου παραπέμπει καί στόν πθ´ τῆς ἐν Τρούλλῳ συνόδου, λέγοντας ὅτι ἐπειδή, ἐκτός ἀπό τόν κανόνα, ἡ ὥρα τῆς Ἀναστάσεως ἀποσαφηνίσθηκε παλαιότερα κατά τό δυνατόν καί βάσει ἁγιογραφικῶν χωρίων (μολονότι τόν ἀληθῆ χρόνο γνωρίζει μόνον ὁ ἀναστάς Θεός) ὀφείλουμε νά ποῦμε ὅτι μέχρι τά μεσάνυκτα, μέχρι δηλαδή τήν ἕκτη ὥρα τῆς νύκτας, πρέπει νά νηστεύουμε· ἀπό τήν ἕβδομη ὅμως ὥρα, τήν πρώτη δηλαδή μεταμεσονύκτια, πού ἀρχίζει ἡ Κυριακή κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Χριστός (εἶναι δέ εὔλογο ἡ Ἀνάσταση νά ἔγινε ἤ κατά τήν ἑβδόμη ἤ κατά τήν ὀγδόη ὥρα) δέν πρέπει νά νηστεύουμε, γιά νά μή φανοῦμε ἀντίθετοι πρός τούς κανόνες πού ἀπαγορεύουν τήν νηστεία κατά τίς Κυριακές[9].
Καί τό Συναξάρι τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, προφανῶς γραμμένο ἀπό τόν Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, πού ἔγραψε ὅλα τά Συναξάρια τοῦ Πεντηκοσταρίου, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε περί τό μεσονύκτιο, λίγο πρίν ἤ λίγο μετά ἀπό αὐτό: «Ἡ δέ τοῦ Κυρίου ἀνάστασις γέγονεν οὕτω· τῶν στρατιωτῶν φυλασσόντων τόν τάφον περί μέσον νυκτός σεισμός γίνεται· κατελθών γάρ Ἄγγελος τόν λίθον τῆς τοῦ μνημείου θύρας ἀφίστησιν».
 
Ἐπίλογος. Αἰσχύνη τῶν ἐπισκόπων καί κληρικῶν ὁ φόβος τοῦ θανάτου
 
Εἶναι παράδοξο καί δυσεξήγητο γιά τούς πιστούς, τήν ὥρα πού ἡ Ἐκκλησία ψάλλει τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ θανάτου μέ τό «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας», νά βλέπει τήν πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων νά φοβοῦνται τόν θάνατο ἀπό τήν μετάδοση τοῦ Κορωνοϊοῦ καί νά ἀποφεύγουν νά ἑορτάσουν τήν Ἀνάσταση κατά τήν κεκανονισμένη ὥρα, σύμφωνα μέ τήν δισχιλιετῆ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἁρμόζει πράγματι ἐδῶ νά παραθέσουμε ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στό ὁμώνυμο ἔργο του: «Αἰσχύνη ποιμένι θάνατον δεδιέναι· ὅπου γε τοῦτο ὑπακοή ὁρίζεται, ἀδειλία θανάτου»[10]. Καί κατά τήν μετάφραση τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου στήν δική τους ἔκδοση τοῦ ἔργου: «Εἶναι ἐντροπή γιά τόν ποιμένα νά φοβᾶται τόν θάνατο, ἀφοῦ ἡ ὑπακοή χαρακτηρίζεται ἀκριβῶς ὡς ἀφοβία τοῦ θανάτου». Περισσότερο ξεδιάντροπη καί τώρα ἀποκαλυπτική εἶναι ἡ πολιτική ἡγεσία καί οἱ ἐπιλεγμένοι ἐκπρόσωποι τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, οἱ ὁποῖοι ἀφήνουν τούς ἀνοήτους νά πιστεύσουν ὅτι ὁ ἰός προσβάλλει τό μεσονύκτιο πού γίνεται ἡ Ἀνάσταση καί ὄχι τρεῖς ὧρες ἐνωρίτερα, ἐνῶ εἶναι κτυπημένοι οἱ ἴδιοι ἀπό τόν ἰό τῆς ἀπιστίας καί στρατευμένοι στόν παγκόσμιο σχεδιασμό ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του. Τήν δεύτερη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, τά ἀνοίγουν ὅλα, καί μόνο οἱ ἀνοικτές ἐκκλησίες καί τό «Χριστός Ἀνέστη» τούς ἐνοχλοῦν.
 
[1]. Β´ Θεσ. 2, 15.
[2]. Γαλ. 1, 8-9.
[3]. Ἀναστάσιμο ἀπολυτίκιο δ´ ἤχου.
[4] . Mansi 13, 409-412.
[5]. Γιά τό «τετάρτη φυλακή τῆς νυκτός» βλ. Ματθ. 14, 25 καί τά σχετικά ὑπομνήματα.
[6]. Βλ. τό κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς εἰς Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ὑπό Αγαπιου Ἱερομονάχου καί Νικοδημου Μοναχοῦ, Ἐκδοτικός Οἶκος «᾽Αστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 544-545 καί εἰς PG 10, 1272 ἑἑ.
[7]. Πηδάλιον, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 297, ὑποσημ. 2.
[8]. Αὐτόθι.
[9]. Βλ. Γ. Ραλλη-Μ. Ποτλη, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων, Ἀθῆναι 1854, τόμ. Δ´, σελ. 6-7: «...τό γάρ ἀληθές μόνος οἶδεν ὁ ἀναστάς Θεός... εἰκός δέ ἐστιν ἤ κατά τήν ἑβδόμην ἤ κατά τήν ὀγδόην ὥραν γενέσθαι τήν Ἀνάστασιν». Ἡ ζ´ καί ἡ η´ ὥρα τῆς νύκτας ἀντιστοιχοῦν στίς ὧρες μία καί δύο (1 καί 2) μετά τά μεσάνυχτα.
[10]. Λόγος εἰς τόν Ποιμένα ξζ´, σελ. 394.

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

ΠΕΘ: ΜΗ ΣΥΜΒΑΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΩΡΑΣ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ!

 ΠΕΘ: Μη συμβατή με την Λειτουργική τάξη της Εκκλησίας 
η αλλαγή της ημέρας και της ώρας του εορτασμού της Αγίας Αναστάσεως
 
Δελτίο Τύπου
 
Αισθανόμαστε την ανάγκη να εκφράσουμε τον θεολογικό προβληματισμό των μελών της Ενώσεώς μας, για το θέμα της μετακίνησης της ημέρας και της ώρας του εορτασμού της Αναστάσεως, από την Κυριακή (ώρα 00.00), στο Σάββατο (ώρα 21.00 - κατά τρεις ώρες ενωρίτερα).
Με την ανακοίνωση των θέσεών μας, δεν επιδιώκουμε να επιρρίψουμε ευθύνες σε κανέναν, αλλά, απλώς, να καταθέσουμε τις θέσεις της Ορθόδοξης Θεολογίας που υπηρετούμε και διδάσκουμε, ως προς την παραβίαση της κανονικής και λειτουργικής τάξεως της ορθοδόξου Εκκλησίας μας, κατά τον φετινό εορτασμό της Ανάστασης του Ιησού Χριστού, του Κυρίου και Θεού μας.
Χωρίς να είμαστε αντίθετοι στα υγειονομικά μέτρα της Πολιτείας, θεωρούμε ότι η μετακίνηση του καθιερωμένου, από την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.), εορτασμού της Αγίας Αναστάσεως, από την Κυριακή, την Ημέρα του Κυρίου, στο Μεγάλο Σάββατο, θα έχει μηδαμινό όφελος, από υγειονομικής πλευράς, θα προξενήσει, όμως, μέγιστη πνευματική ζημία στις συνειδήσεις των Ορθοδόξων πιστών της χώρας μας, που αποτελούν την μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών.
Η ρύθμιση και διατήρηση της εορτής των εορτών, κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες της Κυριακής και όχι το Σάββατο, δεν καθορίστηκε τυχαία από τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, αλλά, επειδή έτσι η Εκκλησία μας παρέμεινε και παραμένει πιστή στα θεολογικά κείμενα της Αγίας Γραφής και της Ιερἀς Παραδόσεώς μας.
Από πλευράς εκκλησιαστικής και κανονικής τάξεως, δεν δικαιολογείται ουδείς και για οιονδήποτε λόγο, να αλλάζει, κατά το δοκούν, την ορισθείσα, με θεία σοφία εδώ και αιώνες, κανονική και λειτουργική τάξη της Εκκλησίας. Επίσης, δεν επιτρέπονται παρερμηνείες και αλλαγές στη λειτουργική ζωή, διότι, αυτές, πέρα από το γεγονός ότι θεωρούνται ασέβεια, σκανδαλίζουν το λαϊκό ορθόδοξο αίσθημα, που συνδέεται με την πίστη και την ευσέβεια του ελληνικού λαού.
Όλα τα σχετικά κείμενα της Καινής Διαθήκης αναφέρουν ότι το Μέγιστο Θαύμα του Χριστιανισμού, η Αγία Ανάσταση του Χριστού, αναγγέλθηκε από τις Μυροφόρες στους Αποστόλους, κατά παραγγελία του Αγγέλου, τα χαράματα της Κυριακής: «λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων» (Μάρκ. 16, 1-8) - (Ματθ. 28, 1-8), «τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος» (Λουκ. 24, 1-8) - (Ιω. 20, 1-2).
Η παραμονή του Χριστού στον τάφο και στον Άδη  διήρκεσε τρεις ημέρες: Την Παρασκευή, το Σάββατο και την Κυριακή, την ημέρα, κατά την οποία και αναστήθηκε ο Κύριος και γι’ αυτό η Έγερσή του ονομάζεται «Τριήμερος Έγερσις» ή «Τριήμερος Ανάστασις» σε όλα τα λατρευτικά μας κείμενα.
Η ημέρα και η ώρα του εορτασμού της Λαμπρής, επομένως, σύμφωνα με την Πατερική Παράδοση, έπρεπε να τηρηθεί και φέτος, χωρίς παρεμβάσεις και αλλαγές. Διότι, τελικά, τι είναι πιο σημαντικό, η Ανάσταση του Χριστού ή η τήρηση της Κ.Υ.Α; Μπορεί δηλαδή να αλλάξει ώρα η τελετή της Ανάστασης του Κυρίου και Θεού μας αλλά δεν μπορεί να αλλάξει η Κ.Υ.Α;
Ο λόγος της τηρήσεως των μέτρων, λόγω του κινδύνου μεταδόσεως του ιού, που προβάλλεται, ουσιαστικά δεν ισχύει, διότι οι Χριστιανοί έχουν δείξει έως τώρα ότι είναι ευπειθείς και τηρούν, χωρίς παρεκτροπές, τα μέτρα προφυλάξεως.
Η άνευ σοβαρού λόγου, επομένως, επιβολή του εορτασμού, το Σάββατο και όχι την Κυριακή, την πραγματική εόρτιον ημέρα, που ορίζει το λειτουργικό τυπικό της Εκκλησίας, παραβιάζει την διά του Αποστόλου Παύλου διδασκαλία της Εκκλησίας, ο οποίος παραγγέλλει: «πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» (Όλα να γίνονται με κοσμιότητα, με ευπρέπεια και με τάξη) - (Α΄ Κορ. 14, 40) και «Στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι' ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Στέκεστε σταθεροί, και κρατάτε τις παραδόσεις που διδαχτήκατε είτε με λόγο είτε με επιστολή μας) – (Β΄ Θεσ. Β' 2, 15). 
Την τριήμερη Ανάστασή Του είχε προαναγγείλει στους μαθητές του ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, λέγοντας ότι θα σταυρωθεί, αλλά την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί: «᾿Απὸ τότε ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι δεῖ αὐτὸν ἀπελθεῖν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ πολλὰ παθεῖν ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ ἀποκτανθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι.» (Ματθ. 16, 21).
Το Σύμβολο της Πίστεώς μας, επίσης, έργο των θεοφόρων και θεοπνεύστων Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, το οποίο, μάλιστα, αναγιγνώσκεται τόσο σε όλες τις Λειτουργίες και τις Εορτές του έτους, όσο και τρεις φορές, κατά την τέλεση του Μυστηρίου του Βαπτίσματος αναφέρει: «Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα. Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρα κατὰ τὰς Γραφάς».
Θεολογικοί λόγοι, επομένως, δεν υπάρχουν για να στηρίξουν αυτήν την αλλαγή, αλλά το ακριβώς αντίθετο για να την αποτρέψουν.
Η αποφασισθείσα μεταφορά της ημέρας και κατ’ επέκταση και της ώρας του εορτασμού της Αναστάσεως δείχνει αταξία, και παρακοή έναντι της Λατρευτικής κανονικότητας της Εκκλησίας του Χριστού, αλλά, όμως πλήρη υπακοή και προσαρμογή στα μέτρα του Καίσαρος.
Στο πλαίσιο αυτό, αλγεινή εντύπωση, επίσης, προκαλεί η παράλειψη, από την Ακολουθία του Αναστάσιμου Εορτασμού, του ωραιότερου Όρθρου της Λατρείας μας, που είναι ο Όρθρος της Αναστάσεως, προκειμένου να μην παραβιαστεί το ωράριο απαγόρευσης της κυκλοφορίας!
Πιστεύουμε ότι, εάν υπήρχε καλή θέληση και πρόθεση, θα μπορούσε να βρεθεί τρόπος συνεννόησης, για να γίνουν σεβαστά αμφότερα, δηλαδή τόσο ο πατροπαράδοτος εορτασμός της Ανάστασης όσο και η εφαρμογή των προληπτικών και περιοριστικών μέτρων για τη μόλυνση με τον ιό.
Ο σεβασμός της εκκλησιαστικής παράδοσης και η μέριμνα για την τήρησή της θεωρούμε ότι αποτελεί καθήκον και υποχρέωση όχι μόνο των μελών της Εκκλησίας αλλά και των δημοκρατικά εκλεγμένων πολιτικών αρχών.
 Δεν γνωρίζουμε, εάν η Πολιτεία ενημερώθηκε για τις συνέπειες των προβλημάτων, που δημιουργεί η άκαμπτη στάση της για ό, τι αποτελεί το ιερότερο και σημαντικότερο γεγονός της Εκκλησίας μας, την Ανάσταση του Χριστού.
Αυτό που γνωρίζουμε καλώς είναι ότι θα έπρεπε να έχει υποχωρήσει, χάριν της Αναστάσεως και να αλλάξει εκείνη τα δικά της μέτρα, που, έτσι και αλλιώς, είναι προσωρινά και να αποφύγει την, εξ αιτίας των περιοριστικών της μέτρων, αλλαγή των, εδώ και 17 αιώνες, θεσπισθέντων της Ορθοδοξίας από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια 325 μ. Χ.) για τον εορτασμό της Θείας Αναστάσεως.
Άλλωστε, όταν όλοι γνωρίζουμε πως η Πολιτεία έχει κάνει μέχρι σήμερα, τόσες και τόσες φορές υποχωρήσεις και στραβά μάτια, έναντι άλλων φορέων, θεωρούμε πως η αναστολή και η παράταση των διατάξεων κυκλοφορίας, κατά ελάχιστες ώρες, έως και τις 02.00, το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, δεν επρόκειτο να δημιουργήσει επιπλέον προβλήματα.
Όμως, πρόβλημα συνειδήσεως και οντολογική απογοήτευση δημιουργεί η επιβολή της αλλαγής και η μη εύκαμπτη στάση της Πολιτείας, απέναντι στα θεσπέσια της Εκκλησίας, καθότι η Ανάσταση αποτελεί την κορυφαία στιγμή της Θείας Αποκαλύψεως, που είναι εκείνη που, κατ’ ουσία, διαφοροποιεί τον Χριστιανισμό από όλες τις θρησκείες.
Θα θέλαμε, λοιπόν, με όλο τον σεβασμό μας, να ζητήσουμε από εκείνους που αποφάσισαν αυτήν την αλλαγή, να κάνουν μία ακόμη προσπάθεια, προκειμένου να τηρηθεί η παράδοση της Εκκλησίας και να γίνει ο εορτασμός, όπως πάντοτε, από 23.00 έως 02.00 π. μ.
Εάν, παρά ταύτα, δεν πεισθεί η Πολιτεία να υποχωρήσει, και, τελικά, γίνουν το μεν Μεγάλο Σάββατο δύο Λειτουργίες, ενώ την Κυριακή καμία, προτείνουμε να βρεθεί έστω και την 11η ώρα, μια γόνιμη λύση.
Προς τούτο θα μπορούσε να μεριμνήσει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος να τελεσθεί κανονικά, ο Όρθρος και η Λειτουργία της Αναστάσεως, το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, όπως κάθε Κυριακή, που δεν ισχύουν τα μέτρα της Πολιτείας, οι Ακολουθίες, συνεπώς, που δεν θα τελεσθούν το μεσονύκτιο του Μεγάλου Σαββάτου, προκειμένου να μην μείνουν αλειτούργητοι οι Ναοί την ημέρα της Αγίας Αναστάσεως.
Το 2021, έτος εορτασμού των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, που, εκτός των άλλων, οι Έλληνες στη συνείδηση ζητούν ευκαιρίες για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους προς την Εκκλησία του Χριστού, ιδίως δε για το κομμάτι της Λατρευτικής της ζωής, για την αποφασιστική συνεισφορά της στη διατήρηση της Ελληνικής Ταυτότητας, δεν θα έπρεπε η ελληνική Πολιτεία μας να αντιμετωπίζει με τόση σκληρότητα και απολυτότητα την Πανήγυρη των Πανηγύρεων, την  Αγία Ανάσταση, που εορτάζεται από τον λαό μας ΜΙΑ μόνον φορά τον χρόνο.
Το θέμα αυτό, για την Εκκλησία μας, που είμαστε όλοι μας, δεν είναι ένα τυπικό ασήμαντο και ανούσιο θέμα, αλλά θέμα πίστεως και αληθείας. Πληροφορούμαστε, τόσο από τους μαθητές των σχολείων μας, όσο και από τα, ανά την Ελλάδα, Παραρτήματα της Ενώσεώς μας, τον προβληματισμό και τον σκανδαλισμό πλήθους πιστών για τη νέα αυτή ρύθμιση και μετακίνηση του εορτασμού του φετινού Πάσχα, που φαίνεται να επέβαλε η Πολιτεία. 
Το θέμα αυτό, επίσης, προβληματίζει τον Ιερό Σύνδεσμο Κληρικών Ελλάδος και, όπως μαθαίνουμε, πολλούς Αρχιερείς.
Η αλλαγή της ημέρας και της ώρας του εορτασμού της Ανάστασης, όμως, έχει και άλλες συνέπειες κανονικού χαρακτήρα, καθώς η τέλεση δύο Λειτουργιών την ημέρα του Σαββάτου, από τον ίδιο κληρικό, δεν συνάδει με την εκκλησιαστική λειτουργική και κανονική μας τάξη και παράδοση.
Παράλληλα, εξ΄ αιτίας της αλλαγής αυτής, δημιουργείται και άλλο πρόβλημα, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες μας, το Άγιο Φως, θα φτάσει στο Μετόχι του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, κατά τις 20.00, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να προλάβει να μεταφερθεί στους προορισμούς της χώρας και, συνεπώς, να μην μπορέσουν εκατομμύρια πιστών να λάβουν φέτος το ανέσπερο Φως της Αναστάσεως στις 21.00 που θα ακουστεί φέτος το «Δεύτε λάβετε Φως»!
Τέλος, αυτό που, πραγματικά, προξενεί απορία, λύπη και απογοήτευση σε όλους είναι η επιδεικνυόμενη ακραία αυστηρότητα, με την οποία επιβάλλονται τα μέτρα της πολιτείας στα θέματα της Εκκλησιαστικής Λατρείας, ως προς τις αποστάσεις μεταξύ των πιστών.
Παρά τις διαφορετικές προτάσεις της Εκκλησίας, οι ρυθμίσεις της Πολιτείας κάνουν λόγο για (25) τετραγωνικά αποστάσεις μεταξύ των πιστών εντός του ναού και για (10) τετραγωνικά, εκτός του ναού!!!
Και σ’ αυτό το σημείο, φαίνεται καθαρά η μεροληψία της Πολιτείας, έναντι της Εκκλησίας, όταν όλοι μας γνωρίζουμε καλώς ότι η Πολιτεία πολλάκις έχει κάνει στραβά μάτια και έχει ανεχθεί και συνεχίζει να ανέχεται, χωρίς αντιδράσεις και μέτρα, εδώ και (15) μήνες, το θέμα των αποστάσεων, που στην ουσία, με δική της ευθύνη, είναι σχεδόν μηδενικές μεταξύ των επιβατών στις αστικές και άλλες συγκοινωνίες καθώς και σε διάφορες πορείες, συνάξεις και συναθροίσεις!
  Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι σεβαστοί πολιτικοί μας και όλοι οι συνεργοί τους σε αυτές τις αποφάσεις οφείλουν να γνωρίζουν, ως Χριστιανοί που είναι και οι ίδιοι, ότι με τη στάση τους διαπράττουν ένα βαρύτατο παράπτωμα, διότι δείχνουν ότι, όχι απλώς δεν σέβονται, αλλά επιπρόσθετα, υποτιμούν και περιφρονούν την Αγία Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
   Ωφέλιμο είναι, πάντως, να γνωρίζουν όλοι όσοι επιδεικνύουν ασέβεια έναντι των πιστευμάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αυτό που ο ίδιος ο Χριστός είπε: «ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν» (Διότι με την σκληρή και αυστηρή κρίση, που κρίνετε, θα κριθείτε και με το ίδιον μέτρο, που μετράτε, θα μετρηθεί από τον Θεό και θα κριθεί και η δική σας ζωή και συμπεριφορά) (Ματθ. 7, 2).  
       
Το ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων
 
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Π. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΤΑΤΣΗΣ: ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΚΟΣΜΙΚΗΣ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑΣ!

Ἀνατροπὴ τῆς κοσμικῆς νοοτροπίας
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

Στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας συχνὰ βλέπουμε ἀνατροπὲς τῆς κοσμικῆς νοοτροπίας, ποὺ παραδόξως ἐμφανίζεται καὶ στὰ μέλη της. Δὲν ἰσχύουν πάντα αὐτὰ ποὺ ἰσχύουν στὴν κοινωνία καὶ στηρίζονται στὴ νομοθεσία τῶν πολιτικῶν, ἡ ὁποία ὑπηρετεῖ σκοπιμότητες καὶ συμφέροντα. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὴν παραβολὴ τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελώνα, ὅπου ὁ ἰδιοκτήτης ἔδωσε στοὺς ἐργάτες τὸ συμφωνημένο δηνάριο, χωρίς νὰ ὑπολογίζει τὶς ὧρες ἐργασίας τοῦ καθενός. Ὅ,τι ἔδωσε στοὺς πρώτους ποὺ πῆγαν πρωὶ- πρωὶ στὸ ἀμπέλι, τὸ ἴδιο ἔδωσε καὶ στοὺς ἐργάτες ποὺ πῆγαν στὶς ἐννιά, στὶς δώδεκα καὶ στὶς πέντε τὸ ἀπόγευμα. Γνώριζε ὁ ἰδιοκτήτης ὅτι οἱ πρῶτοι ἦταν χαλαροὶ καὶ ἀμελεῖς, ἐνῷ οἱ τελευταῖοι ἔδειξαν περισσότερη προθυμία γιὰ δουλειά.

Ἔχουμε πολλὰ παρόμοια παραδείγματα στὴν Ἐκκλησία. Βλέπουμε Μητροπολίτες ποὺ ἐπὶ δεκαετίες «ποιμαίνουν» τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀδράνεια, τὴν ἀδιαφορία, τὴν ἀπροθυμία καὶ τὴν ἀπαραίτητη ὑποκρισία! Τὰ πολλὰ ἐγκώμια τοὺς ἔχουν νεκρώσει, τὰ ὅποια ὁράματα ἔσβησαν, ὁ ἀρχικὸς ζῆλος ἀτόνησε καὶ χάθηκε καὶ ἔμειναν μόνο τὰ λαμπρὰ ἄμφια, τὸ δεσποτικὸ ὕφος καὶ οἱ ἐμφανίσεις στὶς πανηγύρεις καὶ τὶς ἐθνικὲς ἐπετείους. Σ’ αὐτοὺς ταιριάζει ἡ ρήση ὅτι οἱ πρῶτοι ἔγιναν ἔσχατοι, γιατί δὲν ἀξιοποίησαν τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν βάδισαν τὴν πνευματικὴ ὁδὸ, γιὰ νὰ γίνουν ἐκλεκτοί.

Πιὸ συχνὸ εἶναι τὸ φαινόμενο στὴν ἱερατικὴ οἰκογένεια. Πληθώρα οἱ κλητοί, ἐλάχιστοι οἱ ἐκλεκτοί. Εἶναι ἐπαγγελματίες λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου. Γι’ αὐτὸ σέρνονται καὶ δὲν πετοῦν. Εἶναι ἄνθρωποι τῆς καθημερινότητας, δίχως πνευματικὰ βιώματα, δίχως προσευχὴ καὶ κατάνυξη, παρόλες τὶς προτροπὲς πρὸς τὸ λαὸ νὰ «δεηθοῦν τοῦ Κυρίου», νὰ ζητήσουν τὸ ἔλεός του.

Οἱ Μητροπολίτες καὶ οἱ ἱερεῖς ποὺ ἀναφέραμε δὲν ἀξίζουν καμιᾶς ἀμοιβῆς. Τὸ δηνάριο εἶναι πολὺ γι’ αὐτούς. Καὶ ὅμως ἔχουν ἀπαιτήσεις, δραστηριοποιοῦνται πρὸς ἴδιον ὄφελος καὶ διαχειρίζονται αὐθαιρέτως τὰ δηνάρια τῆς Ἐκκλησίας! Ποῦ νὰ βρεῖς ἄκρη; Πῶς νὰ δράσεις, γιὰ νὰ σταματήσει τὸ κακό; Δὲν νομίζω ὅτι μπορεῖ ἀνθρώπινο χέρι νὰ διορθώσει κάτι. Ὅμως δὲν πρέπει νὰ ἀπελπιζόμαστε, γιατί τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ παρεμβαίνει συχνὰ καὶ χρησιμοποιεῖ τοὺς ἔσχατους μὲ ἁρμοδιότητα τῶν πρώτων καὶ παραθεωρεῖ τοὺς κλητοὺς ἀναθέτοντας ἔργο πνευματικὸ στοὺς ἐκλεκτοὺς κι ἂς εἶναι λίγοι καὶ δυσεύρετοι.

Πολλοὶ χριστιανοὶ ἐνοχλοῦνται, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὰ κακῶς κείμενα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπιλέγουν τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἀνοχή, ἐνῷ μέσα τους βρίσκονται σὲ ἀναβρασμό. Ξεχνοῦν ὅτι ὁ Χριστὸς τὰ φοβερὰ «οὐαὶ» τὰ εἶπε γιὰ τοὺς γραμματεῖς, τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς ὑπεύθυνους τῆς συναγωγῆς, θέτοντας πολλὲς φορὲς σὲ κίνδυνο τὴ ζωή του. Ποτὲ δὲν εἶχε συμβιβαστεῖ μὲ τὸ κρυμμένο ἄθλιο ἦθος τους καὶ ποτὲ δὲν εἶχε δεχτεῖ τὴν ὑποκριτική τους συμπεριφορά. Τοὺς ἔλεγχε δημοσίως, περιέγραφε τὰ φοβερὰ πάθη τους καὶ φανέρωνε στοὺς ἀνθρώπους τὸ ὀλέθριο ἔργο τους.

Εἶναι καθῆκον κάθε χριστιανοῦ νὰ ἀνησυχεῖ γιὰ τὰ ἀπαράδεκτα καὶ σκανδαλώδη ποὺ κατὰ καιροὺς ἐμφανίζονται στὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ διάκριση νὰ ἐλέγχει καὶ νὰ διαμαρτύρεται. Ἐδῶ πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ὅτι, ὅταν ἐλέγχουμε, δὲν καταδικάζουμε τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ τὶς πράξεις τους ποὺ ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μακάρι κάποτε νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σταματήσει ἡ ἄθλια συμπεριφορά τους. Μερικοὶ ὑποστηρίζουν μὲ ἀφέλεια ὅτι ὁ ἔλεγχος τῆς σκανδαλώδους συμπεριφορᾶς εἶναι ἕνα νέο σκάνδαλο! Ὄχι. Πρόκειται γιὰ πλάνη καὶ ἂς ὑποστηρίζουν αὐτὴ τὴν ἄποψη διάφοροι πνευματικοί, ποὺ ἀρέσκονται στὴν ἀκύμαντη καλοπέρασή τους καὶ στὴν καλὴ φήμη ποὺ ἔχουν ἀποκτήσει. Ἡ ἀδράνεια προφανῶς γιὰ τὰ κακῶς κείμενα δὲν εἶναι θεοφιλής. Εἶναι κατακριτέα.

Εἶναι χρήσιμο νὰ ξαναθυμηθοῦμε τὰ ὅσα ἔλεγε ὁ Χριστὸς στοὺς γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη συμπεριφορά τους καὶ τὴν προκλητικὴ ὑποκρισία τους. Τοὺς μιλοῦσε μὲ παρρησία καὶ τὸν ἄκουγε καὶ ὁ λαὸς ποὺ ἦταν θῦμα τους, ἀλλὰ δύσκολα μποροῦσε νὰ ἀντιδράσει. Τοὺς ἔλεγε ὅτι διδάσκουν τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι δὲν τὰ τηροῦν. Φορτώνουν στοὺς ἄλλους βαριὰ φορτία, ἐνῷ οἱ ἴδιοι δὲν κινοῦν οὔτε τὸ δάκτυλό τους. Τὰ ἔργα τους εἶναι πρὸς τὸ θεαθῆναι. Ἀγαποῦν τὴν πρωτοκαθεδρία. Ἀρέσκονται στοὺς δημόσιους ἀσπασμοὺς καὶ ἐπιδιώκουν τὴν προβολή. Θέλουν νὰ τοὺς προσφωνοῦν διδασκάλους καὶ πατέρες (Ματθ. κγ΄ 3-7). Ἀναφερόμενος ἐπίσης ὁ Χριστὸς στὴν ὑποκρισία τους χρησιμοποιεῖ δύο ἐκφραστικὲς καὶ συνάμα ἀποκαλυπτικὲς παρομοιώσεις: «Ἀλίμονό σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, ὑποκριτές, γιατί καθαρίζετε τὸ ἐξωτερικό τοῦ ποτηριοῦ καὶ τοῦ πιάτου, τὸ περιεχόμενό τους ὅμως προέρχεται ἀπὸ ἁρπαγὴ καὶ ἀδικία. Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισε πρῶτα τὸ ἐσωτερικό τοῦ ποτηριοῦ καὶ τοῦ πιάτου, γιὰ νὰ ἔχει ἀξία καὶ ἡ ἐξωτερική τους καθαρότητα. Ἀλίμονό σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, ὑποκριτές, γιατί μοιάζετε μὲ τάφους ἀσβεστωμένους, ποὺ ἐξωτερικὰ φαίνονται ὡραῖοι, ἐσωτερικὰ ὅμως εἶναι γεμᾶτοι κόκκαλα νεκρῶν καὶ κάθε λογῆς ἀκαθαρσία. Ἔτσι κι ἐσεῖς, ἐξωτερικὰ φαίνεστε εὐσεβεῖς στοὺς ἀνθρώπους, κι ἐσωτερικὰ εἶστε γεμᾶτοι ὑποκρισία καὶ ἀνομία» (Ματθ. κγ΄ 25-28). Καὶ συνεχίζει ὁ Χριστὸς τὸν δριμὺ ἔλεγχο λέγοντάς τους ὅτι κατατρώγουν τὰ σπίτια καὶ τὶς περιουσίες τῶν χηρῶν, ἔχουν διεστραμμένη διδασκαλία ποὺ ὁδηγεῖ στὸν ἀποκλεισμὸ ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καλλιεργοῦν τὸν φανατισμὸ στοὺς ὀπαδούς τους, προσκολλῶνται στὰ δευτερεύοντα καὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὰ οὐσιώδη (Ματθ. κγ΄ 23). Τοὺς ἀποκαλεῖ ἀκόμα τυφλοὺς ὁδηγούς, ποὺ περνᾶνε ἀπὸ τὸ στραγγιστήρι τὸ κουνούπι καὶ καταπίνουν ὁλόκληρη καμήλα (Ματθ. κγ΄ 24).

Οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ συνειδητοὶ χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀρνοῦνται κάθε ὁμοιότητα μὲ τοὺς γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους, νὰ διατηροῦν τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ νὰ ἐλέγχουν καθέναν ποὺ ἀμβλύνει τὸ ὀρθόδοξο ἦθος.

Ορθόδοξος Τύπος

http://aktines.blogspot.com

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Η "ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ" ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΜΗΧΑΝΙΑΝ ΤΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

 Ἡ «θεολογία τοῦ προσώπου»
εὐθύνεται διὰ τὴν ἀμηχανίαν τῶν Ἱεραρχῶν
Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος
 
Εἶναι πασιφανὲς ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν παροῦσαν κρίσιν, ποὺ δὲν εἶναι ὑγειονομικὴ ἀλλὰ πνευματικὴ εἰς τὴν βάσιν της, ὅπως κάθε κρίσις, δὲν εἶχεν ἀπάντησιν ἐπὶ τῆς οὐσίας. Δὲν ἐγνώριζε τί νὰ εἴπη. Πολλοὶ Ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβύτεροι ἐδήλωσαν τὴν ἀμηχανίαν των, ὅτι ὁ ἰὸς τοὺς εὗρεν «ἐν ὑπνώσει». Ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν ὑπάρχει μία ἑνιαία φωνή. Εὐτυχῶς, ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τουλάχιστον ἔθεσε τεῖχος ἔστω εἰς τὴν Θείαν Μετάληψιν, καθ’ ἥν στιγμὴν ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι εἴτε ἐδήλωναν ἄγνοιαν εἴτε ἐμφανῶς παρεδέχοντο ὅτι ἡ Θεία Μετάληψις μεταδίδει νοσήματα! 
Ὡστόσον, αὐτὴ ἡ στάσις τῆς ΔΙΣ δὲν περιέσωσε τὸ Μυστήριον τῆς Θ. Κοινωνίας, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ ἔβλαψεν, ἀποκόπτουσα τὴν Θείαν Μετάληψιν ἀπὸ τὴν Θείαν Λειτουργίαν, τὸν ἐκκλησιασμόν. Πιστοὶ ἐλάμβανον τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου μὴ συμμετέχοντες εἰς τὴν ἱερουργίαν αὐτοῦ, παρὰ τὴν σαφῆ εὐχὴν τοῦ τελοῦντος ἱερέως «καὶ κατάπεμψον τῷ Ἁγίῳ Σου Πνεύματι ἐφ’ ΗΜΑΣ καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα». Μία ἐπανάληψις λέξεων χωρὶς νόημα τελικά; Πῶς θὰ προσλάβωμεν τὰ Τίμια Δῶρα, ἂν δὲν μεταποιηθῶμεν ἐμεῖς; Τί εἴδους «Δεῖπνον» εἶναι ἐκεῖνο, ὅταν δὲν καθήμεθα εἰς «τράπεζαν», ἀπολαμβάνοντες τὸ πνευματικὸν «προδόρπιον» καὶ ἔπειτα τὸ «ἐπιδόρπιον» συνευωχούμενοι μετὰ τῶν «ἐνχριστωμένων» ἀδελφῶν, ἀλλὰ στεκόμεθα εἰς τὴν θύραν τοῦ «ἑστιατορίου» καταπίνομεν ταχέως τὸ παραγγελθὲν προϊὸν καὶ ἀποχωροῦ­μεν, ἀποκομμένοι ἀπὸ τὸν πλησίον καὶ ἄγευστοι «ὅτι Χριστὸς ὁ Κύριος», ἀφοῦ δὲν τὸν ὡμολογήσαμεν κατὰ τὴν προτροπὴν «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν»; Δὲν εἶναι αὐτὸ εἶδος ἐκπληρώσεως τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ Ἀντιχρίστου «χξστ΄» (=«Χριστὸς Ξένος Σταυροῦ», συμφώνως πρὸς κάποιους ἑρμηνευτὰς), ἀφοῦ εἴμεθα «ξένοι Σταυροῦ», καθὼς δὲν μετείχομεν εἰς τὴν Σταύρωσιν καὶ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν Θείαν Λατρείαν;
 
Εἶναι ὑγειονομικὴ ἢ πνευματικὴ ἡ παροῦσα κρίσις;
 
Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐπροβλημάτισε τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν, ποὺ ἐξέδιδεν ἀνακοινωθέντα «περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων», ἀλλὰ ὄχι καθαγιασμένων, διότι δὲν ἰσχύουν οἱ καθαγιασμοί, ἐάν… δὲν ἐκδοθῆ ΦΕΚ(!), διὰ νὰ παραλλάξωμεν ὀλίγον λόγους ποὺ εἶχαν ἀναφερθῆ πρὸ καιροῦ περὶ «ἀφορισμοῦ» τοῦ Πρωθυπουργοῦ. Διατί ὅμως δὲν τὴν ἐπροβλημάτισαν; Κατὰ τὴν περίοδον τῶν μνημονίων ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἐπανελάμβανεν ὅτι ἡ κρίσις εἶναι πνευματικὴ καὶ ὄχι ὑλική; (Ἐννοοῦσε ὅτι ἐγκαταλείψαμεν τὰς ἀξίας μας, μὴ ὅμως τονίζουσα τὴν βαθυτέραν αἰτίαν: κάθε κρίσις εἶναι πνευματική, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνευματικὸν ὄν, ὄχι μόνον χῶμα). Διατί δὲν τὸ ἔπραξε καὶ τώρα; Ἑρμηνεῖαι ποὺ ἀποδίδουν τὴν σιωπὴν εἰς ἐκβιασμοὺς τοῦ κράτους ἔναντι Ἱεραρχῶν, περιέχουν δόσεις ἀληθείας, ἀλλὰ ἐμεῖς ἂς ἀναζητήσωμεν τὴν ἄκρην τοῦ θεολογικοῦ νήματος. Μήπως καὶ τώρα κατὰ τὴν «ὑγειονομικὴν» κρίσιν δὲν ἐγκατελείψαμεν ὄχι μόνον τὰς ἀξίας μας, ἀλλὰ κάθε τί ποὺ μᾶς πραγματώνει ὡς ἀνθρώπους; Ἡ ἀπεμπόλησις ὄχι μόνον δημοκρατικῶν δικαιωμάτων διὰ τὴν ἐξάσκησιν τῶν «θρησκευτικῶν ἀναγκῶν», ἀλλὰ καὶ τῆς ἰδίας τῆς Λατρείας δὲν σημαίνει κατάργησιν τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου; Ἡ λατρεία εἶναι ἡ μόνη ποὺ μᾶς θυμίζει, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν πρᾶξιν μᾶς μεταμορφώνει εἰς… ἀνθρώπους, διότι ἄνθρωπος δὲν σημαίνει ἁπλὰ μία βιολογικὴ ὕπαρξις, ὅπως τὸ ζῶον, ἀλλὰ μία εἰς τὸ διηνεκές, αἰωνία κατὰ χάριν ζωὴ ἐν Χριστῷ.
Ὀφείλομεν νὰ ἐνθυμηθῶμεν ὅτι τόσα χρόνια μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον τὸ σύνθημα τῆς ἀνθρωπότητος ἦτο «ὄχι ξανὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως», διότι εἰς αὐτὰ συνέβαινε κάτι χειρότερον ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν πόλεμον. Εἰς τὴν μάχην ἦτο δυνατὸν νὰ ἀπωλέσης τὴν ζωήν σου εἴτε ἡρωϊκὰ εἴτε ἄδικα εἴτε… εἴτε… κ.λπ. Εἰς τὸ «στρατόπεδον» ὅμως δὲν ἦτο ἁπλῶς ὅτι ἀπηξιοῦτο ὁ τρόπος ζωῆς, ἀλλὰ ἐνεσαρκοῦτο («ἔμπαινε στὸ πετσὶ» κάθε ἀνθρώπου, ὡς λέγει ὁ λαὸς) ἕνας ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως: ὁ ἄνθρωπος ἔζη ὡς ζῶον, ἄνευ βουλήσεως, δικαιωμάτων, προσδοκιῶν! Εἰς τοιοῦτον σημεῖον ἔφθανεν αὐτὴ ἡ φρίκη, ὥστε ἀκόμη καὶ ὅσοι ἐγλύτωσαν ἀπὸ τοὺς «τόπους τῆς βασάνου» νὰ μὴ δύνανται νὰ συνέλθουν· εἶχε καταστεῖ δευτέρα φύσις των. Εἶναι ὅμως ἐπίσης γνωστὸν ὅτι κάποιοι ὀρθόδοξοι κληρικοί, ποὺ ἦσαν καὶ αὐτοὶ ἐκεῖ ἔγκλειστοι, δὲν «ἔχασαν τὴν συνείδησίν» των, ἐπειδὴ κρυφὰ συνηθροίζοντο δύο ἢ τρεῖς καὶ ἐτέλουν τὴν Θείαν Εὐχαριστίαν. Βεβαίως, συνεστέλλετο ὅλη εἰς μόνον τὴν εὐλόγησιν καὶ τὴν μετάληψιν, καθὼς δὲν ὑπῆρχεν ἑτέρα δυνατότης. «Ὁρίστε», θὰ ἀντιτείνη ἡ σημερινὴ Διοικοῦσα Ἐκκλησία, «εἰς καιροὺς ἐκτάκτου ἀνάγκης ὅλοι συμφωνοῦμε ὅτι συμβαίνει περιστολὴ τῆς Θείας Λατρείας». Αὐτὸ ὅμως εἶναι αὐτοπαγίδευσις, διότι εἴτε πρέπει νὰ παραδεχθῆ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ὅτι δὲν ζῶμεν εἰς Δημοκρατίαν, ἀλλὰ εἰς τυραννίαν, ἡ ὁποία αὐθαιρέτως ἐπιβάλλεται ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας (τί πράττει τότε δι’ αὐτὸ ἡ Ἱεραρχία;) εἴτε –ἐφ’ ὅσον ζῶμεν εἰς Δημοκρατίαν- ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τελέσεως ἄνευ ποιμνίου (ἢ ἀκόμη καὶ ἡ πλήρης διακοπὴ) τῆς Λατρείας ἦταν «δικτατορικὴ» πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας! Ὅ,τι καὶ ἂν συμβαίνη, εἰς ἀμφοτέρας τὰς περιπτώσεις σημαίνει ὅτι ἐπετράπη νὰ εἰσχωρήσουν καὶ πάλιν εἰς τὴν σύγχρονον Ἱστορίαν αἱ δυνάμεις ποὺ ἀπεκδύουν τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητά του καὶ τὴν οὐσιαστικὴν «ἀνθρωπιάν» του. Ἐπιστρέψαμεν εἰς συνθήκας «Ἄουσβιτς» (ὄχι τόσον βιωτικά, ὅσον ἀνθρωπολογικὰ) καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι συνένοχος!
Παραμένει ὅμως ἕνα διατί: Διατί ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία δὲν ἦτο εἰς θέσιν νὰ ἀντιμετωπίση τὴν παροῦσαν ἐπιδημίαν ὡς πνευματικὴν κρίσιν;
 
Ἡ «θεολογία τοῦ προσώπου» εἶναι ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ
 
Τὴν ζημίαν ἐποίησεν ἡ θεολογία περὶ προσώπου. Πῶς; Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι συνυφασμένον μὲ ἕνα δεύτερον ἐρώτημα: ἐφ’ ὅσον ἡ θεολογία περὶ προσώπου ὑπῆρχε καὶ κατὰ τὰ μνημόνια διατί μόνον τώρα ἐπιρρίπτομεν εὐθύνας εἰς αὐτήν; Ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος αὐτῆς τῆς «θεολογίας» εἶναι ὅτι διεχώρισε τὸ ἄτομον ἀπὸ τὸ πρόσωπον. Ἀκόμη καὶ Ἱεράρχαι ἢ ἁπλοὶ κληρικοὶ ἀνίδεοι καὶ «ἀδιάβαστοι» περὶ τὴν ψευδοθεολογίαν αὐτήν, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πολλάκις εἴμεθα αὐτήκοοι καὶ δυνάμεθα νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσωμεν, ἐπαναλαμβάνουν μὲ ὕφος αὐθεντίας καὶ ἐντελῶς ἀσυλλόγιστα ὅτι «ὁ ἄνθρωπος καλεῖται ἀπὸ ἄτομον νὰ γίνη πρόσωπον», ἄν καὶ 2000 ἔτη ἡ δογματικὴ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ὁμοφώνως δὲν ἔπαυσε νὰ διακηρύττη ὅτι «πρόσωπον, ἄτομον, ὑπόστασις ταὐτόν». Ὁ διχασμὸς τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως, ποὺ ἐπέφερεν αὐτὴ ἡ θεωρία, δὲν ἀνεδύθη ὡς πρόβλημα κατὰ τὰ μνημόνια, ὅπου ἐκρίνετο ἡ σχέσις τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρὸς κάτι ἐξωτερικόν, τὸ χρῆμα, ἀπεναντίας ἐνίσχυσε τὴν κακοδοξίαν αὐτὴν καθὼς πρόσωπον εἶναι ὅποιος σχετίζεται μὲ τὸν συνάνθρωπον ὄχι μὲ ἕνα ὑλικὸν ἀγαθόν. Εἰς τὴν παροῦ­σαν ἐπιδημίαν ὅμως τὸ διακύβευμα ἦτο ἡ ἰδία ἡ ἀτομικὴ ὕπαρξις, αὐτὴ ἔπρεπε νὰ διαφυλαχθῆ. Διὰ τὴν παραδοσιακὴν κατανόησιν προσώπου-ὑποστάσεως δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα: ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς συνεχίζει τὴν ζωὴν του, ὅπως καὶ πρὶν (λαμβάνων τὰ ἀπαιτούμενα μέτρα), διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως, μόνον αὐτὸς ποὺ διασώζεται ἐντός τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν ὁποίαν ἐπεκτείνει εἰς κάθε ἔκφανσιν τοῦ βίου του. Διὰ τὴν «θεολογίαν τοῦ προσώπου» ὅμως, ὑφίσταται πρόβλημα: πῶς θὰ διασωθῆ ὁ ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως, ἡ προτεραιότης τῆς «σχεσιακότητος», ὅταν τὰ μέτρα τὸ ἀπαγορεύουν; Τόσο σαθρὰ εἶναι αὐτὴ ἡ «θεολογία» ποὺ ἠναγκάσθη νὰ συμπεριλάβη ὡς «σχέσιν» τὴν «μὴ σχέσιν», τὴν ἀποστροφὴν τῆς κοινωνίας μὲ τὸν πλησίον. Ἡ «μὴ σχέσις» μετωνομάσθη «πραγματικὴ κοινωνία» μὲ τὸν συνάνθρωπον, διότι μόνον ἔτσι θὰ τὸν προφυλάξη, παραθεωροῦσα ὅτι ἐπαλινδρόμει πρὸς τὴν ἀτομικότητα, διότι προκειμένου νὰ διαφυλαχθῆ μὲ βεβαιότητα ὁ ἄλλος δὲν πρέπει πρῶτα ἐγὼ νὰ κολλήσω, ἑπομένως προτεραιότητα καθίσταμαι ΕΓΩ!
Τὸ σπουδαιότερον ὅμως εἶναι ὅτι ἡ «μὴ σχέσις», ἐφόσον ἐνδύεται θεολογικὸν μανδύαν θεοποιεῖται καὶ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ τεθῆ αὐτὴ ὑπεράνω ἀκόμη καὶ τῆς Θείας Λειτουργίας, διότι διὰ τοὺς «θεολόγους τοῦ προσώπου» ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι κατ’ ἐξοχὴν πλέγμα σχέσεων, ὄχι μεταμόρφωσις τοῦ ἀτόμου ἀλλὰ συσχετισμὸς προσώπων. Τοιουτοτρόπως, εὐκόλως ἀπεμπόλησαν τὴν εὐχαριστιακὴν σύναξιν χάριν τῆς «μὴ σχέσεως», δηλ. τῆς μεταλλαγμένης «θεολογίας τοῦ προσώπου», ἡ μὲ κάθε τρόπον διάσωσις τῆς ὁποίας ψευδοθεολογίας ἐκρίθη (ἀσυνειδήτως) σπουδαιοτέρα ἀκόμη καὶ αὐτῆς ταύτης τῆς Θείας Λειτουργίας!
Ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία διακατεχομένη ἀπὸ αὐτὴν τὴν περιρρέουσαν ψευδοθεολογίαν ἢ καὶ δεχομένη εἰσηγήσεις ἀπὸ θεολόγους ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ αὐτὴν δὲν εὗρε πρὸς ὥρας πρόβλημα ἀκόμη καὶ νὰ διακόψη τὴν λατρείαν, διότι αὐτὸ ὑπηγόρευε τὸ «ὑπέρτατον καθῆκον τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπον», εἰς τὴν πραγματικότητα ἡ κατανόησις τῆς ἀγάπης μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτῆς τῆς διχαστικῆς θεολογίας. Ὅταν ὅμως ἀπητήθη ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία νὰ ἐπαναδιακόψη τὴν λατρείαν, ἤρχισε νὰ τίθεται τὸ ἐρώτημα «ποιὸς ὁ ρόλος μιᾶς Ἐκκλησίας ἂν δὲν κάνει τίποτε;», διότι, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατανοεῖ ὅτι ἂν τῆς ἀπομείνη μόνον ὁ «λόγος» καὶ ὄχι ἡ ἱερουργία, τότε ἐμφανῶς πλέον θὰ ἔχη καταλήξει εἰς τὸν Προτεσταντισμόν, ἂν ὄχι εἰς μίαν ἄχρηστον διὰ τὴν Ἱστορίαν ἠθικολογίαν. Τότε ἦτο καὶ πάλιν ἡ «θεολογία τοῦ προσώπου» ποὺ ἐφεῦρε νέαν διέξοδον: ἀρκεῖ μόνον μία μικρὰ ἀντιπροσωπία, διὰ νὰ ἐκφράση τὸ σύνολον τῆς ἐνορίας, καθὼς ἄλλωστε ποτὲ δὲν εἶναι παροῦσα ὁλόκληρος ἡ κοινότης. Αὐτὰ μάλιστα ἐλέχθησαν ἀπὸ τὸν Σεβ. Περγάμου, ἐμβληματικὴν προσωπικότητα αὐτῆς τῆς θεολογίας, εἰς δημοσίαν συνέντευξίν του τὸν παρελθόντα Μάρτιον. Ἀποτέλεσμα ἦτο νὰ λειτουργοῦν οἱ ἱ. ναοὶ διὰ ἀρκετὸν διάστημα μόνον μὲ τὸν «παπὰ καὶ τὸν ψάλτη», ἀφοῦ ὁ ψάλτης ἦτο… «ἀντιπρόσωπος» τῆς ἐνορίας! (Ἆραγε ὁ «παπὰς» τί ἦτο, ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ;!) Ἐκυριολέκτουν πρὸς αὐτό, ὅπως ἐδήλωσε καὶ ὁ Σέβ. Ἀλεξανδρουπόλεως, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι δημοσίως, ὅτι δηλ. ἀρκεῖ ἕνα ἄτομον ἐκτὸς τοῦ ἱερέως, διὰ νὰ γίνη ἡ Θεία Λειτουργία! Ἡ συμβολικὴ κάποτε ἔκφρασις, ὅτι ἀρκεῖ ἕνα ἄτομον, ποὺ ἐχρησιμοποιεῖτο, διὰ νὰ ἀντιδιαστείλη τὴν Ὀρθόδοξον νοοτροπίαν ἀπὸ τὴν παπικήν, ὅπου ὁ παπικὸς πρέπει νὰ λειτουργῆ καθ’ ἑκάστην ἀκόμη καὶ μόνος του, κατέστη κυριολεκτικὰ ὡς «ἱκανὴ συνθήκη» ἀπολύτως φυσιολογικά, ὡς τὰ Τίμια Δῶρα νὰ ἦσαν ζήτημα τῆς ἐπιστήμης τῆς Χημείας! Ἠγνοήθη παντελῶς ἀκόμη καὶ ἡ παράδοσις τῶν Σκητέων, ὅπου τουλάχιστον μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα ἀπαιτεῖται ἡ συγκέντρωσις τῶν ἀσκητῶν εἰς τὸ Κυριακὸν διὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας.
Σημερινὴ κατάληξις αὐτῆς τῆς νοοτροπίας εἶναι νὰ θεωρῆται κατόρθωμα ὅτι ἐπετράπη ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς πιστῶν κατὰ τὰ Θεοφάνεια ἢ καὶ σύμφωνα μὲ τὰ μέτρα ποὺ ἀπεφασίσθησαν διὰ τὸ ἑπόμενον διάστημα. Ἀριθμὸς πιστῶν ἀνὰ τετραγωνικὰ μέτρα, ἐπιλογὴ πιστῶν, λίσται κρατήσεως θέσεων, ἐναλλαγὴ ποῖοι θὰ ἐκκλησιασθοῦν αὐτὴν τὴν Κυριακὴν καὶ ποῖοι τὴν ἑπομένην κ.ἄ. δὲν εἶναι μόνον ἀθεολόγητα ἀλλὰ ἀκατανόητα, ἐφ’ ὅσον ὄχι μόνον ἐτέθη «πλαφὸν» 50 ἀτόμων ἀνὰ ἱ. ναόν, ἀλλὰ ἐνῶ θὰ ἠδύναντο νὰ στέκωνται καὶ ἐκτὸς τοῦ ναοῦ αὐτὸ ἀπαγορεύεται! Εἶναι ὅμως κυρίως ἀθεολόγητα, διότι ὅπως δὲν τρώγει κανεὶς διὰ ἀντιπροσώπου, δὲν ἐκκλησιάζεται καὶ διὰ ἀντιπροσώπου! Ἡ θεωρία τοῦ Σεβ. Περγάμου εἶναι ἀνυπόστατος: μόνον οἱ «δι’ εὐλόγου αἰτίας» ἀπουσιάζοντες συγχωροῦνται, δὲν ἀντιπροσωπεύονται! Ἡ «μὴ σχέσις» εἴτε τὸ θέλουν εἴτε ὄχι εἶναι ἀναίρεσις τῆς σχέσεως καὶ καταδεικνύει πὼς ἡ ἰδία αὐτὴ ἡ «θεολογία» περιέχει ἀντιφάσεις, τὰς ὁποίας ἀπεκάλυψεν ἡ ἐπιδημία ποὺ ἐπέτρεψεν ὁ Θεός, ἴσως διὰ νὰ τοὺς ἐξάγη ἀπὸ τὴν πλάνην των. Ἔφθασαν εἰς σημεῖον νὰ λατρεύουν τὸ «πρόσωπον» καὶ ὄχι τὸν Θεόν, ἀπέχοντες ἀπὸ τὴν Θείαν Λειτουργίαν. Μήπως δὲν εἶναι αὐτὸ εἰδωλολατρία;
Ἐμεῖς πιστεύομεν ὅτι δὲν θὰ ἐπιτρέψη ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ποὺ κατέρχεται ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς τελέσεως τοῦ Φρικτοῦ Μυστηρίου νὰ μεταδοθῆ καμία ἀσθένεια, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸ συνέβαινε δὲν δυνάμεθα νὰ μὴ μετέχωμεν τῆς θείας Λειτουργίας, διότι δὲν ὑπάρχει τρόπος «ἀντικαταστάσεως» τῆς φυσικῆς μας παρουσίας. Ἔχομεν ὅμως μακρὰν ὁδὸν νὰ διανύσωμεν, ἕως ὅτου ἀντιληφθοῦν οἱ Ἱεράρχαι τὰ ἀτοπήματα, εἰς τὰ ὁποῖα τοὺς ὡδήγησε μία χρεωκοπημένη θεολογία, ποὺ κατέστησε τὸ πρόσωπον εἴδωλον!
 
Ορθόδοξος Τύπος