ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

ΓΙΑΤΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ; ΑΡΚΕΙ ΑΥΤΟ;

Οι ημέρες της τεσσαρακοστής περνούν. Νηστεία, προσευχή, προσοχή, επιμονή, ιερές ακολουθίες. Όλα συνάδουν ώστε να βγεις μετά από σαράντα ημέρες πιο καθαρός, πιο ιερός, πιο άνθρωπος. Εσύ προσπαθείς. Κάποιες φορές πέφτεις, δεν αντέχεις να σταθείς στο ύψος των περιστάσεων, δεν μπορείς να ανταπεξέλθεις στις προσδοκίες Του και όμως πάλι σηκώνεσαι. Σηκώνεσαι πιάνοντας γερά το πετραχήλι του πνευματικού σου. Σηκώνεσαι καθώς παραδέχεσαι την ανεπάρκειά σου, τα λάθη σου, την πτώση σου.
 
Καθώς σηκώνεσαι από κάθε πτώση διαπιστώνεις ότι το να σηκωθείς τελικά δεν ήταν δύσκολο. Δύσκολο σου παρουσιαζόταν όταν είχες πέσει. Τώρα που είσαι πάλι όρθιος βλέπεις πίσω και αηδιάζεις με την δειλία σου, βλέπεις πίσω και νιώθεις την ευσπλαχνία του Θεού που σε σήκωσε, που δεν σε άφησε κάτω, που σου έδωσε το χέρι του, σε φώτισε και δεν έμεινες κάτω στην αμαρτία, στη απογοήτευση, στην μωρία του εγωισμού.
 
Μία νεκρός και μία αναστημένος, πορεύεσαι όλη σου την ζωή, κυρίως αυτήν όμως την περίοδο της τεσσαρακοστής που η συνείδηση λεπτύνει, που η προσπάθεια μεγαλώνει, που η αγωνία σου για την ύπαρξή σου γιγαντώνεται.
 
Η σαράντα ημέρες όμως τελειώνουν και αυτές τις ημέρες της κατάνυξης, της μετάνοιας, της προετοιμασίας σου τις διαδέχεται μία εβδομάδα. Η Μεγάλη Εβδομάδα.
Μεγάλη Εβδομάδα διότι σε αυτήν την εβδομάδα πραγματώνονται μεγάλα γεγονότα. Γεγονότα που άλλαξαν τον κόσμο, που άλλαξαν την ιστορία, που αλλάζουν και εσένα.
Η πορεία της επίγειας πορείας Του φτάνει στο τέλος. Ο Τέλειος επιτέλους θα μας προσφέρει την τελειότητα που βρίσκεται στο φαινομενικό Του τέλος.
Τα γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδος που διαβάζονται στα ιερά ευαγγέλια, είναι γεμάτα από την ευσπλαχνία Του, είναι γεμάτα από την εμπάθειά μας.
Ο Χριστός, έρχεται στην γη. Είναι Άνθρωπος. Διδάσκει. Θαυματουργεί. Ελεεί. Συγχωρεί. Αγαπά. Προδίδεται. Σταυρώνεται. Ανασταίνεται. Συνεχίζει να Αγαπά…

Το μεγαλείο του Θεού μας είναι ότι μας αγαπά ελεύθερα και μας αφήνει ελεύθερους να Τον αγαπήσουμε ή όχι.
 
Στην Μ. Εβδομάδα πολλοί άνθρωποι θα πάνε στις εκκλησιές. Πολλοί άνθρωποι που όλο τον χρόνο αδιαφορούσαν για την αγάπη του Χριστού, για όλα αυτά που μας έδωσε και μας δίνει, έρχονται να προσκυνήσουν τον Εσταυρωμένο.
 
Άνθρωποι που ποτέ τους ίσως δεν έχουν διαβάσει την Αγία Γραφή, που ποτέ τους ίσως δεν είχαν το κουράγιο να ακούσουν τα δώδεκα ευαγγέλια, που ποτέ τους δεν μίλησαν με ιερέα, που ποτέ τους ίσως δεν εκκλησιάστηκαν Κυριακή…έρχονται για να ασπαστούν τον Εσταυρωμένο, έρχονται για να πάρουν μέρος στην λιτανεία του επιταφίου, έρχονται για να πούνε το βράδυ της Αναστάσεως το «Χριστός ανέστη».
 
Κόσμος πολύς. Οι ιερείς δεν βλέπουν γνώριμα πρόσωπα. Διαπιστώνουν ότι ενώ όλοι αυτοί είναι ενορίτες τους δεν τους γνωρίζουν. Δεν τους γνωρίζουν όχι γιατί δεν θέλουν οι ίδιοι αλλά γιατί δεν θέλουν εκείνοι. Δεν θέλουν αυτοί οι άγνωστοι ενορίτες να γίνουν οικείοι των ποιμένων τους, δεν θέλουν να έχουν σχέση με παπάδες, με αυτά τα παράξενα μαυροφορεμένα πλάσματα. Προτιμούν να έρχονται μία φορά τον χρόνο και να συναντιούνται μόνο με τον Εσταυρωμένο. Ίσως διότι μόνο αυτόν θεωρούν αυθεντικό, γνήσιο, καθαρό, Πατέρα και Αδελφό τους και πολλές φορές δεν έχουν άδικο. Όμως από την άλλη κανένας ιερέας δεν ανταγωνίζεται τον Χριστό, κανείς δεν μπορεί να τολμήσει να συγκριθεί μαζί Του…όλοι δούλοι του και διάκονοι στο έργο Του.
Είναι δύσκολο να πεις ότι αυτοί οι άνθρωποι διακατέχονται μόνο από έναν επιφανειακό συναισθηματισμό που οι ημέρες εκείνες της Μεγάλης Εβδομάδος προσφέρουν. Ίσως είναι μία ευκαιρία, ίσως είναι η ευκαιρία τους να γνωρίσουν την Αλήθεια, την Εκκλησία, τον πραγματικό Χριστό και όχι τον κινηματογραφικό Χριστό.
 
Δυστυχώς η πλειονότητα των ανθρώπων αυτών που προσέρχονται στους ιερούς ναούς μόνο κατά τις τελευταίες ημέρες της Μ. Εβδομάδος θα αρκεστούν απλά στο να φιλήσουν τον Εσταυρωμένο, στο να διεκδικήσουν να κρατήσουν κάποιο λάβαρο ή και τον σταυρό στην λιτανεία του επιταφίου, στο να περάσουν κάτω από τον επιτάφιο, στο να εισβάλουν από την Ωραία Πύλη για να πάρουν πρώτοι το Άγιο Φως, στο να ακούσουν το «Χριστός Ανέστη» και μετά να αναχωρήσουν για το σπίτι τους. Και αυτό για το υπόλοιπο της «χριστιανικής ζωής» τους.
 
Βεβαίως κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει για αυτό που κάνουνε. Όμως δεν θα πρέπει και κανείς να τους επαινέσει.
Η Μεγάλη Εβδομάδα δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι είναι η αρχή και το τέλος της προσπάθειάς μας να γνωρίσουμε τον Χριστό.
Χωρίς προσωπικό αγώνα, χωρίς καθαρή ζωή, χωρίς μετάνοια, χωρίς προσευχή πως μπορεί κάποιος να βιώσει όλα αυτά τα Θεία γεγονότα αληθινά και όχι επιφανειακά;
Οι ύμνοι, οι παραδόσεις, τα λόγια, οι «θεατρικές» λατρευτικές παρεμβάσεις μπορεί να κάνουν κάποιους-ες ακόμα και να δακρύσουν. Γιατί όμως δακρύζουν; Για αυτά που έγιναν ή για αυτά που γίνονται; Δακρύζουν για όλα αυτά που κάνανε οι άνθρωποι τότε στον Χριστό ή για αυτά που Του κάνουμε σήμερα;
Ο Χριστός έπαθε από τους ανθρώπους τότε αλλά συνεχίζει να παθαίνει και σήμερα και τώρα…
 
…Δάκρυσε άνθρωπε, δάκρυσε και κλάψε όχι για τον Ιούδα και τους σταυρωτές του Κυρίου αλλά για τους σημερινούς Ιούδες για τους σύγχρονους σταυρωτές Του. Κλάψε και θρήνησε για την δική σου προδοσία, για τα δικά σου μαστιγώματα, τους εμπτυσμούς και το αγκάθινο στεφάνι που προσφέρεις με τη ζωή σου στον Χριστό.
Πλησίασε τον Εσταυρωμένο ταπεινά, εν μετανοία, όπως ο ληστής εκείνος πάνω στον σταυρό. Σταύρωσε και εσύ τον εαυτό σου εκείνη την ώρα που τα χείλη σου ακουμπούνε το σταυρωμένο Πανάγιο Σώμα Του και πες μέσα στην καρδιά σου το «Μνήσθητι Κύριε όταν έλθεις εν τη Βασιλεία Σου…».
 
Η Μεγάλη Εβδομάδα ίσως είναι η ευκαιρία να μαλακώσει η καρδιά μας. Μην μαλακώσει όμως η καρδιά μας απλά μέχρι κάποια εξωτερικά δάκρυα διότι αυτά τα δάκρυα θα κρύψουν μόνο για λίγο την αποτυχία μας να ζήσουμε μέσα στο φως της Αγάπης Του.
Ας αφήσουμε την καρδιά μας να γεμίσει με την παρουσία Του. Ας αφήσουμε τον κόσμο να λέει τα δικά του και εμείς ας ακούσουμε τον Λόγο. Ας τολμήσουμε να περάσουμε όχι κάτω από τον επιτάφιο –αυτό τίποτα δεν θα μας ωφελήσει- αλλά να περάσουμε κάτω από το πετραχήλι ενός πνευματικού!
 
Οι άσωτοι ας σωφρονιστούν, οι ακόλαστοι ας συνέλθουν, οι μνησίκακοι ας συγχωρέσουν, οι αμαρτωλοί ας μετανοήσουν.
Η Μεγάλη Εβδομάδα δεν θα ήταν τίποτα από μόνη της εάν δεν υπήρχε μετά από αυτήν η Ανάσταση.
Όλοι σχεδόν Τον πρόδωσαν, όλοι Τον εγκατέλειψαν, όμως Αυτός δεν άφησε κανέναν πίσω, δεν άφησε κανέναν ο οποίος ήθελε να συν-χωρεθεί, ασυγχώρητο. Όλους τους αγκάλιασε. Όλους μας αγάπησε. Μας αγάπησε πριν καν έρθουμε στην ύπαρξη.
 
Το θέμα είναι εμείς εάν τον αγαπούμε ή απλά τον λυπούμαστε για αυτά που πέρασε εκείνες τις ημέρες των θείων παθών και μετά τον βάζουμε και πάλι στο περιθώριο της ζωής μας. Είμαστε άραγε διατεθειμένοι να αλλάξουμε; Είμαστε άραγε διατεθειμένοι να ζήσομε όπως θέλει Εκείνος και όχι όπως μας βολεύει;
Ο Χριστός δεν περιορίζεται μόνο στην Μεγάλη Εβδομάδα, δεν περιορίζεται στον σταυρό και στον τάφο. Δεν περιορίζεται μέσα στους συναισθηματισμούς ή στους θρησκευτικούς βερμπαλισμούς που θα παρατηρηθούν και πάλι εφέτος.
Ο Χριστός είναι η Ζωή.
Ο Χριστός είναι η Αλήθεια.
Ο Χριστός είναι η Αγάπη.
Ο Χριστός Ανέστη…ας μην Τον αναζητούμε λοιπόν μόνο πάνω στον Σταυρό και στον θάνατο, αλλά ας Τον αναζητούμε στην Ζωή…και θα μας αποκαλυφθεί πριν καν Τον υποψιαστούμε.
 
αρχιμανδρίτης Παύλος Παπαδόπουλος

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

ΚΑΘΕ ΠΟΤΕ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΟΥΜΕ;

Ένα πολύ μεγάλο ζήτημα είναι κάθε πότε πρέπει να κοινωνούμε; Πολλοί κοινωνούν μια φορά το χρόνο, άλλοι δύο φορές, άλλοι περισσότερες.  
Ποιούς απ’ αυτούς θα επιδοκιμάσουμε; Όσους μια φορά, όσους πολλές ή όσους λίγες φορές μεταλαβαίνουν; Ούτε τους μία ούτε τις πολλές ούτε τους λίγες, μα εκείνους που πλησιάζουν στο άγιο Πoτήριo με καρδιά αγνή, με βίο ανεπίληπτο. Αυτοί ας κοινωνούν πάντα. Οι άλλοι, οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, ας μένουν μακριά από τα άχραντα Νυστέρια, γιατί αλλιώς κρίμα και καταδίκη, ετοιμάζουν για τον εαυτό τους.  
О Άγιος απόστολος λέει: «Όποιος τρώει τον άρτο και πίνει το πoτήριo τους Κυρίου με τρόπο ανάξιο, γίνεται ένοχος αμαρτήματος απέναντι στο σώμα και στο αίμα τους Κυρίου, προκαλώντας την καταδίκη τους» (А’ Κoρ. 11:27, 29). Θα τιμωρηθεί, δηλαδή, τόσο αυστηρά, όσους και οι σταυρωτές τους Χριστού, αφού κι εκείνοι έγιναν ένοχοι αμαρτήματος απέναντι στο σώμα Тoυ.  
Πολλοί από τους πιστούς έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο περιφρονήσεως των αγίων Мυστηρίων, ώστε, ενώ είναι γεμάτοι από αμέτρητες κακίες και δεν διορθώνουν καθόλου τον εαυτό τους, κοινωνούν στις γιορτές απροετοίμαστοι. Мη γνωρίζοντας ότι προϋπόθεση της θείας Κοινωνίας δεν είναι η γιορτή, αλλά, καθώς είπαμε, η καθαρή συνείδηση.  
Και όπως αυτός που δεν αισθάνεται κανένα κακό στη συνείδησή τους, πρέπει καθημερινά να προσέρχεται στη θεία Κοινωνίας, έτσι κι αυτός που είναι φορτωμένες αμαρτήματα και δεν μετανοεί, πρέπει να μην κοινωνεί ούτε στη γιορτή. Гι’ αυτό και πάλι σας παρακαλώ όλους να μην πλησιάζετε στα θεία Νυστέρια έτσι απροετοίμαστοι κι επειδή το απαιτεί η γιορτή, αλλά, αν κάποτε αποφασίσετε να λάβετε μέρος στη θεία Λειτουργία και να κοινωνήσετε, να καθαρίζετε καλά τον εαυτό σας, από πολλές μέρες πριν, με τη μετάνοια, την προσευχή, την ελεημοσύνη, τη φροντίδα για τα πνευματικά πράγματα.  

Πηγή: dogma.gr 

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ: ΓΙΑΤΙ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΠΟΙΕΣ ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΕΣ ΚΡΥΒΕΙ;

Μεγάλη Σαρακοστή, ονομάζεται η νηστεία που προηγείται του Πάσχα. Την λέμε Μεγάλη για να την ξεχωρίζουμε από την νηστεία που προηγείται των Χριστουγέννων, η οποία χαρακτηρίζεται «Μικρή» επειδή είναι ελαφρότερη. Σαρακοστή ονομάζεται επειδή γίνεται εις ανάμνηση της σαρανταήμερης νηστείας του Χριστού στην έρημο.
Η Μεγάλη Σαρακοστή καθιερώθηκε τον 4ο αιώνα. Η αρχική της διάρκεια ήταν έξι εβδομάδες, ενώ αργότερα προστέθηκε και μία έβδομη. Έτσι στην εποχή μας η Μεγάλη Σαρακοστή ξεκινά την Καθαρά Δευτέρα και τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο.
Σε όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, τελείται στην εκκλησία μας η Προηγιασμένη Ακολουθία. Σε αυτήν οι πιστοί μπορούν να λάβουν Θεία Κοινωνία, η οποία όμως έχει προαγιασθεί την προηγουμένη Κυριακή. Γι’ αυτό τον λόγο ονομάζεται η Ακολουθία αυτή Προηγιασμένη.
Τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια η ακολουθία αυτή ετελούντο σχεδόν καθημερινά, καθ’ όλη την διάρκεια της Σαρακοστής. Στις μέρες μας, όπως είπαμε, έχει περιορισθεί η τέλεση της κάθε Τετάρτη και Παρασκευή της Μεγάλης Σαρακοστής.
Κάποιες ημέρες της Μεγάλης Σαρακοστής έχουν ξεχωριστή σημασία και δική τους σημειολογία.
Το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας της νηστείας είναι αφιερωμένο στο θαύμα των κόλλυβων του μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος. Θαύμα που βοήθησε τους Χριστιανούς της Κωνσταντινούπολης, να τηρήσουν την νηστεία, που προσπάθησε με δόλια μέσα να μολύνει ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Ιουλιανός ο Παραβάτης.
Ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης είδε σε όνειρο τον μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο, ο οποίος του φανέρωσε τις προθέσεις του Ιουλιανού και τον συμβούλεψε αντί των αρτύσιμων φαγητών να φτιάξουν και να φάνε ως τροφή, οι χριστιανοί, κόλλυβα. Έτσι φτιάχνοντας και μοιράζοντας κόλλυβα, θυμόμαστε και τιμούμε κάθε χρόνο το θαύμα του μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου.
Η  A’ Κυριακή των νηστειών, είναι η Κυριακή της Ορθοδοξίας. Γιορτάζουμε την αναστύλωση των αγίων και σεπτών εικόνων από την αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Θεοδώρα το 843μ.Χ.
Η B’ Κυριακή των νηστειών είναι αφιερωμένη στην μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (14ος αιώνας). Ο Άγιος Γρηγόριος υπήρξε κορυφαίος διδάσκαλος των ορθοδόξων δογμάτων και πολέμιος των αιρέσεων.
Η Γ’ Κυριακή των νηστειών, είναι η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως. Αυτή η ημέρα είναι αφιερωμένη στον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό, το σύμβολο της πίστης μας. Ημέρα που οι πιστοί παίρνουν δύναμη να συνεχίσουν την πορεία τους, την νηστεία, που θα τους οδηγήσει στην Ανάσταση του Κυρίου.
Η Δ’ Κυριακή των νηστειών, είναι ημέρα που τιμάται η μνήμη του Αγίου Ιωάννη, συγγραφέα της Κλίμακας. Η κλίμακα είναι ένα βιβλίο με ομιλίες του Αγίου Ιωάννη. Αντικείμενο των ομιλιών αυτών είναι τα σκαλοπάτια της πνευματικής ανάβασης των Μοναχών, μέσα από την προσωπική τους άσκηση.
Η ημέρα Τετάρτη της 5ης εβδομάδας της Μεγάλης Σαρακοστής είναι η Τετάρτη του Μεγάλου Κανόνος. Συγγραφέας και συνθέτης του Μεγάλου Κανόνα είναι ο Άγιος Πατέρας μας Ανδρέας, ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Μέσα στα 250 τροπάρια που τον απαρτίζουν, έχει συγκεντρώσει τις ιστορίες από τον Αδάμ έως και την Ανάληψη του Κυρίου. Καλεί δε κάθε έναν από εμάς, να παραδειγματιζόμαστε από αυτές, να μιμούμαστε τα καλά και να αποφεύγουμε τα άσχημα που έπραξαν οι πρόγονοι μας.
Την Παρασκευή της ίδιας εβδομάδας είναι ο Ακάθιστος Ύμνος. Ημέρα αφιερωμένη στην Παναγία που στέκει πάντα βοηθός των Χριστιανών σε περιόδους ειρήνης ή πολέμου. Εορτάζουμε τα θαύματα που έκανε η Παναγία προστατεύοντας την Βασιλεύουσα από λαούς που ήθελαν να την κυριεύσουν. Μετά από μια τέτοια νίκη ο λαός της Κωνσταντινούπολης, όρθιος (ακάθιστος) ευχαρίστησε την Θεομήτορα ψάλλοντας. Θυμούμενοι αυτό το γεγονός, ευχαριστούμε κι εμείς με την σειρά μας την Παναγία ψάλλοντας όρθιοι.
Η Ε’ Κυριακή των νηστειών, είναι αφιερωμένη στην μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Η Οσία, από ηλικία 12 ετών ακολουθούσε έναν ιδιαίτερα έκλυτο βίο. Σε ηλικία 30 ετών, ήρθε σε επαφή με τον Χριστιανισμό, μετανόησε και προσκύνησε. Την υπόλοιπη ζωή της, 47 έτη, ασκήτεψε στην έρημο. Την ημέρα αυτή καλούνται όλοι να μιμηθούν το παράδειγμα της και να έρθουν πιο κοντά στον Χριστό μετανοώντας για τις αμαρτίες τους.
Το Σάββατο πριν την Μεγάλη Εβδομάδα είναι το Σάββατο του Λαζάρου. Ημέρα αφιερωμένη στο θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου από τον Χριστό.
Τελευταία Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής, είναι η Κυριακή των Βαΐων. Είναι ημέρα αφιερωμένη στην θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα από την Βηθανία. Τότε ο λαός υποδέχθηκε το Χριστό με επευφημίες και με «βάϊα φοινίκων», από τα οποία πήρε και το όνομα της αυτή η ημέρα.

Στη διάρκεια της Σαρακοστής, δεν επιτρέπεται η κατανάλωση κανενός ζωικού προϊόντος. Εξαίρεση αποτελούν η ημέρα του Ευαγγελισμού στις 25 Μαρτίου και η Κυριακή των Βαΐων, οπότε και επιτρέπεται η βρώση ψαριών.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

«ΕΙΜΑΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΞΙΟΣ, ΠΩΣ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΗΣΩ;»

Ὁ τί­τλος αὐ­τός εἶ­ναι ἕ­νας ὅ­ρος πού ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας χρη­ση­μο­ποίη­σε γιά τούς χρι­στια­νούς ἐ­κεί­νους πού πρό­βαλ­λαν καί προ­βάλ­λουν καί ἀ­κού­ου­μεν καί σή­με­ρα συ­χνά πυ­κνά νά προ­βάλ­λε­ται αὐ­τή ἡ δι­και­ο­λο­γί­α «Εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λός, καί ἀ­νά­ξιος πῶς νά κοι­νω­νή­σω;» Καί μέ τήν πρό­φα­ση αὐ­τή στε­ροῦν­ται τῆς ζω­ῆς καί δέν συμ­με­τέ­χουν στό με­γά­λο αὐ­τό Δεῖ­πνο τοῦ Κυ­ρί­ου, πού κα­τά τόν θεῖ­ο Χρυ­σό­στο­μο «Μέ­νουν ἄ­γευ­στοι καί παν­τε­λῶς ἀ­μέ­το­χοι τοῦ ἁ­για­σμοῦ καί τῆς μα­κα­ρι­ό­τη­τος». 
Με­ρι­κοί ἀ­πό ἀ­μέ­λεια καί ἄλ­λοι ἀ­πό ἄ­γνοι­α, ζη­μι­ώ­νον­ται ἀ­φάν­τα­στα, ἐ­πι­κα­λού­με­νοι μι­ά «ἐ­πι­ζή­μιον εὐ­λά­βεια», τήν ὁ­ποί­αν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ ἅ­γιος, «πα­γί­δα καί βρό­χον ἔρ­γον τοῦ πο­νη­ροῦ δι­α­βό­λου». 
Στά ὑ­πο­μνή­μα­τά του, ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, στό κα­τά Ματ­θαῖ­ον καί Ἰ­ω­άν­νην εὐ­αγ­γέ­λια, ἀ­να­φέ­ρε­ται στό θέ­μα μέ τά ἑ­ξῆς:« Ναί μέν μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νά πεῖ», «εἶ­ναι γραμ­μέ­νον· ὥ­στε ὅς ἄν έ­σθί­η τόν ἄρ­τον τοῦ­τον ἤ πί­νη τό πο­τή­ριον τοῦ­το ἀ­να­ξί­ως, ἔ­νο­χος ἔ­σται τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου»(Α΄ Κορ.ι­α΄27), «Ἐ­γώ λοι­πόν ἐ­ξέ­τα­σα καί βρῆ­κα τόν ἑ­αυ­τό μου ἀ­νά­ξιο, καί δέν κοι­νω­νῶ». Σ’ αὐ­τόν πού λέ­γει αὐ­τά θά ἀ­κού­σει. «Πό­τε θά γί­νεις ἄ­ξιος, πό­τε θά στα­μα­τή­σεις νά γλυ­στρᾶς στήν ἁ­μαρ­τί­α; Πό­τε θά πα­ρα­στή­σεις τόν ἑ­αυ­τό σου κα­θα­ρό ἐ­νώ­πιον τοῦ Χρι­στοῦ ὅ­ταν συ­νε­χῶς φο­βᾶ­σαι ὅ­τι θά πέ­σεις; Θά πρέ­πει νά γνω­ρί­ζεις ὅ­τι πο­τέ δέ θά στα­μα­τή­σεις νά γλυ­στρᾶς καί νά πέ­φτεις σέ κά­τι, ἑ­πο­μέ­νως δέν ἔ­χεις δί­και­ο.»Συ­νε­χί­ζον­τας στό ἴ­διο θέ­μα ὡς ἑ­ξῆς: «Δέ θά μπο­ροῦ­σε κά­ποι­ος νά ἔ­χει τε­λεί­ως κα­θα­ρήν τήν ψυ­χήν του ἔ­στω κι’ ἄν εἶ­ναι ἀ­πό τούς πιό προ­σε­κτι­κούς καί ἐρ­γα­τι­κούς στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, ἀ­φοῦ εἶ­ναι γραμ­μέ­νο:«Ποι­ός μπο­ρεῖ νά καυ­χη­θεῖ ὅ­τι ἔ­χει ἁ­γνήν τήν ψυ­χή του; ὅ­ταν αὐ­τός πού φταί­ει καί στό πιό μι­κρό εἶ­ναι ἔ­νο­χος καί πα­ρα­βά­της ὅ­λων»; Κα­νέ­νας λοι­πόν δέ μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φύ­γει τήν ἁ­μαρ­τί­α ὅ­σο προ­σε­κτι­κός καί ἄ­γρυ­πνος ἄν εἶ­ναι, για­τί ὑ­πάρ­χει καί ἡ κα­τά νοῦν ἁ­μαρ­τί­α, καί ποι­ός μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα νά τήν ἀ­πο­φύ­γει; Ἡ ἀ­να­μαρ­τη­σί­α μό­νο στό Θε­ό ἀ­νή­κει. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ φύ­ση μας, καί ἄν θέ­λα­με μό­νοι μας νά σω­θοῦ­με δέ θά μπο­ροῦ­σα­με, ἄν δέν μᾶς ἔ­σω­ζε ἡ ἀ­γά­πη καί εὐ­σπλα­χνί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. 
Καί ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος στήν ὁ­μι­λί­α του «στά Σε­ρα­φείμ» ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στούς ἀ­κρο­α­τές του λέ­γει:«Γνω­ρί­ζω ὅ­τι ὅ­λοι μας βρι­σκό­μα­στε κά­τω ἀ­πό ἐ­πι­τί­μια, ( γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας) καί κα­νέ­νας δέν μπο­ρεῖ νά καυ­χη­θεῖ ὅ­τι ἔ­χει ἀ­γνήν ψυ­χή, ἀλ­λά αὐ­τό δέν εἶ­ναι τό τρο­με­ρό, ὅ­τι δέν ἔ­χο­μεν κα­θα­ρή ψυ­χή
Τό τρο­με­ρό εἶ­ναι ὅ­τι ἐ­νῶ γνω­ρί­ζο­μεν ὅ­τι δέν ἔ­χο­μεν κα­θα­ρή ψυ­χή, δέν πη­γαί­νο­μεν σ’ Ἐ­κεῖ­νον πού δύ­να­ται νά κα­θα­ρί­σει τήν ψυ­χή μας.» 
Ὁ δέ Νι­κό­λα­ος Κα­βά­σι­λας συ­στή­νει: 
«Δέν πρέ­πει νά ἀ­πέ­χου­μεν ἀ­πό τήν τρά­πε­ζα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­σο χρει­ά­ζε­ται μέ τή δι­και­ο­λο­γί­α ὅ­τι δέν εἴ­μα­στε κα­θό­λου προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι γιά τά μυ­στή­ρια, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά κα­θι­στοῦ­με τήν ψυ­χή ἀ­σθε­νέ­στε­ρη καί χει­ρό­τε­ρη ἀ­πό κά­θε πλευ­ρά.­.. Καί νά μήν ἀ­πο­φεύ­γουν τό θε­ρα­πευ­τή προ­φα­ζι­ζό­με­νοι τήν ἀ­σθέ­νεια, γιά τήν ὁ­ποί­α ἔ­πρε­πε νά τόν ἀ­να­ζη­τοῦν» 
Νο­μί­ζω ὅ­τι χρει­ά­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρη δι­ευ­κρί­νι­ση γιά νά ἀν­τι­λη­φθοῦν οἱ χρι­στια­νοί ὅ­τι ὅ­σο καί νά προ­σπα­θή­σουν μό­νοι τους δέ θά κα­τα­φέ­ρουν νά ἀ­παλ­λα­χθοῦν ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, για­τί κα­νέ­νας γεν­νη­μέ­νος ἀ­πό γυ­ναί­κα δέν μπό­ρε­σε μό­νος του νά γί­νει ἀ­να­μάρ­τη­τος. Ἄν μπο­ροῦ­σε νά ἐ­λευ­θρω­θεῖ μό­νος του ­ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, δέ θά ἐρ­χό­ταν καί νά σαρ­κω­θεῖ ὁ Θε­ός γιά νά τόν κα­θα­ρί­σει.
Θά με­τα­φέ­ρω ἐ­δῶ ἕ­να κεί­με­νο, ἀ­πό τήν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, στήν πρώ­την ἐ­πι­στο­λή τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, στό στί­χο 7 ὡς 8, τοῦ πρώ­του κε­φα­λαί­ου, γιά πε­ρισ­σό­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση. Για­τί πρέ­πει νά μά­θει ὁ χρι­στια­νός ὅ­τι ἄν δέν προ­σέλ­θει στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη δέ μπο­ρεῖ νά κα­θα­ρι­σθεῖ ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α. 
Λέ­γει λοι­πόν ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος: «Ἀλ­λ’ ἐ­δῶ ἤ­θε­λεν ἀ­πο­ρή­ση τι­νάς. Πῶς ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής οὗ­τος ‘­Ἰ­ω­άν­νης λέ­γει ὅ­τι τούς πε­ρι­πα­τοῦν­τας ἐν τῷ φω­τί χρι­στια­νούς, τό αἷ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν; 
Ὁ γάρ ἐν τῷ φω­τί πε­ρι­πα­τῶν δέν ἁ­μαρ­τά­νει.’­Ἐ­άν γάρ ἁ­μαρ­τά­νη, δέν πε­ρι­πα­τεῖ πλέ­ον εἰς τό φῶς; ἀλ­λά εἰς τό σκό­τος, κα­θώς εἶ­πεν ἀ­νω­τέ­ρω. (δη­μι­ουρ­γῆ­ται ἐ­δῶ μιά ἀ­πο­ρί­α
ὅ­ταν λέ­γει ὅ­τι τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ κα­θα­ρί­ζει αὐ­τούς πού περ­πα­τοῦν μέ­σα στό φῶς, ἀλ­λά αὐ­τοί πού περ­πα­τοῦν μέ­σα στο φῶς δέν ἀ­μαρ­τά­νουν. Για­τί τό εἶ­πεν αὐ­τό ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής;) Ἡ λύ­σις τῆς ἀ­πο­ρί­ας εἶ­ναι, κα­τά τόν ἱ­ε­ρόν Μη­τρο­φά­νη, ὅ­τι εἶ­πε τοῦ­το ὁ θε­ο­λό­γος, ἀ­πο­βλέ­πον­τας εἰς τήν ἀ­σθέ­νειαν τῆς ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως καί γνώ­μης, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­αν ἡ­μεῖς νι­κώ­με­νοι, θέ­λον­τες καί μή θέ­λον­τες ἁ­μαρ­τά­νο­μεν. ‘­Ἐ­πει­δή μέ τό νά ἔ­χω­μεν τρε­πτήν φύ­σιν, ἀ­κο­λού­θως τῆ τρε­πτό­τη­τι ταύ­τη, με­τα­βαλ­λό­με­θα ἀ­πό τά κα­λά εἰς τά κα­κά, κάν ἀ­πό κα­κά πά­λιν ἐ­πι­στρέ­φω­μεν εἰς τά κα­λά. Δια­τί δέν εἰ­με­θα δυ­να­τοί νά μέ­νω­μέν πάν­το­τε εἰς τήν αὐ­τήν κα­τά­στα­σιν, ἀλ­λά, ἡ πρός ἄ­το­πον πρά­ξιν πί­πτο­μεν ἡ πρός ἀ­παί­σιον λό­γον. Εἰ δέ καί ἀ­πό τά δύ­ο ταῦ­τα φυ­λα­χθῶ­μεν, ὅ­μως ἀ­πό τάς προ­σβο­λᾶς καί συν­δυα­σμούς τῶν πο­νη­ρῶν καί αἰ­σχρῶν λο­γι­σμῶν, δέν ἠμ­πο­ροῦ­μεν τε­λεί­ως νά μεί­νω­μεν ἐ­λεύ­θε­ροι, Καί διά ταῦ­τα πάν­τα ἀ­να­μαρ­τη­σί­αν νά κα­τορ­θώ­σω­μεν εἰς τήν ζω­ήν μας δέν δυ­νά­με­θα, μέ τό νά πο­λε­μού­με­θα πάν­το­τε ἀ­πό τά πά­θη καί ἀ­πό τόν ἐ­χθρόν μας δι­ά­βο­λον. Καί ὁ­ποῖ­ος εἰ­πῆ πώς εἶ­ναι ἀ­να­μάρ­τη­τος, αὐτός ψεύ­δε­ται καί ἀ­πα­τᾶ τόν ἑ­αυ­τόν του, δια­τί ὁ τοι­οῦ­τος εἶ­ναι πι­α­σμέ­νος ἀ­πό τήν ὑ­πε­ρη­φά­νειαν καί μά­την καυ­χᾶ­ται με­γα­λορ­ρη­μο­νῶν, ἐ­πει­δή ὁ Κύ­ριος εἶ­πεν, ὅ­τι ὅ­ταν κά­μω­μεν ὅλας τάς ἐν­το­λάς, νά λέ­γω­μεν ὅ­τι «δοῦ­λοι ἀ­χρεῖ­οι ἐ­σμέν ὅ­τι ὅ ὠ­φεί­λο­μεν ποι­ῆ­σαι πε­ποι­ή­κα­μεν» (Λούκ. 17,10). 
«Ὀ­σω γάρ γί­νε­ταί τι­νας φω­τει­νό­τε­ρος μέ τά τοῦ φω­τός ἔρ­γα του, καί ὅ­σον πλη­σιά­ζει πρός τό ἀ­λη­θι­νόν καί πρῶ­τον φῶς τόν Θε­όν, τό­σον πε­ρισ­σό­τε­ρον αἰ­σθά­νε­ται καί γνω­ρί­ζει τάς ἁ­μαρ­τί­ας του τάς ὁ­ποί­ας δέν ἔ­βλε­πε πρό­τε­ρον. 
Ἐ­πει­δή λοι­πόν κα­νέ­νας, ὅ­σον καί ἄν εἶ­ναι ἅ­γιος καί ὅ­σον καί ἄν πε­ρι­πα­τῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐν­το­λῶν καί τῆς α­ρε­τῆς, δέν εἶ­ναι τρό­πος νά φυ­λα­χθῆ ἀ­να­μάρ­τη­τος ἐν τῆ πα­ρού­ση ζω­ῆ, ἀλ­λά πί­πτει εἰς κά­ποι­α τι­νά συγ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα κα­θ’ ὁ ἄν­θρω­πος. Διά τοῦ­το λέ­γει ἐ­δῶ ὁ θε­ο­λό­γος, ὅ­τι τό αἷ­μα τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ ὁ­πού ἐ­χύ­θη διά τήν σω­τη­ρί­αν τῶν ἀν­θρώ­πων, αὐ­τό κα­θα­ρί­ζει ἡ­μᾶς ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν, ὅ­ταν καί ἡ­μεῖς ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ­μεν αὐ­τήν καί με­τα­νο­ή­σω­μεν. Ἀλ­λά καί ὅ­ταν με­τα­λαμ­βά­νω­μεν τό πα­νά­γιον αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ με­τά φό­βου καί συν­τε­τριμ­μέ­νης καρ­δί­ας, πι­στεύ­ο­μεν ὅ­τι αὐ­τό μας γί­νε­ται εἰς ἄ­φε­σιν τῶν τοι­ού­των συγ­γνω­στῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των, ὁ­πού ἐ­πρά­ξα­μεν ἑ­κου­σί­ως ἤ ἀ­κου­σί­ως, ἐν γνώ­σει ἤ ἐν α­γνοί­α κα­τά τι­νά πε­ρί­στα­σιν καί ἀν­θρώ­πι­νην ἀ­σθέ­νειαν». 
Δέν εἶ­ναι ὅ­λα τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα θα­νά­σι­μα.Ὑ­πάρ­χουν ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού δέν μᾶς χω­ρί­ζουν ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἁ­μαρ­τή­μα­τα ὅ­μως τά ὁ­ποῖ­α μᾶς ἀ­κο­λου­θοῦν κα­τά πό­δας. Αὐ­τά τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού δέν ἐμ­πο­δί­ζουν ἀ­πό τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, εἶ­ναι τά λε­γό­με­να συ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α εὔ­κο­λα ἀ­πα­λεί­φον­ται· αὐ­τό βε­βαι­ώ­νει καί ὀ Ἰ­ω­άν­νης στήν ἐ­πι­στο­λή του.(Α΄. Ἰ­ω­άν. 4, 16) 
Ὁ ἅ­γιος Ἀ­να­στά­σιος Ἀν­τι­ο­χεί­ας λέ­γει: «Οὐ­κο­ϋν, εἰ μέν μι­κρά τι­νά καί ἀν­θρώ­πι­να καί συγ­χώ­ρη­τα πταί­ο­μεν, οἶ­ον δι­ά γλώσ­σης, δι’ ἀ­κο­ῆς δι’ ὀ­φθαλ­μῶν κλε­πτό­με­νοι, κε­νο­δο­ξί­ας, λύ­πης, θυ­μο­ῦ, ἤ τι­νός τῶν τοι­ού­των, κα­τα­μεμ­φό­με­νοι ἑ­αυ­τούς καί ἐ­ξο­μο­λο­γού­με­νοι τῷ Θε­ῶ, οὕ­τω τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων με­τέ­χο­μεν, πι­στεύ­ον­τες ὅ­τι εἰς κά­θαρ­σιν τῶν τοι­ού­των, ἡ με­τά­λη­ψις τῶν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων γί­νε­ται».
Λοι­πόν, ἄν σφάλ­λου­με γι­ά κά­ποι­α μι­κρά καί ἀν­θρώ­πι­να πού εὔ­κο­λα συγ­χω­ροῦν­ται, ὅ­πως μέ τή γλῶσ­σα, τήν ἀ­κο­ή, καί μέ τά μά­τια πού κλέ­πτουν καί μᾶς ὁ­δη­γοῦν στήν κε­νο­δο­ξί­α, τή λύ­πη,τό θυ­μό, ἤ καί κά­ποι­α ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά, ὅ­ταν αὐ­το­κα­τη­γο­ρού­με­θα καί ἐ­ξο­μο­λο­γού­μα­στε στό Θε­ό καί συμ­με­τέ­χου­με τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων πι­στεύ­ου­με στήν κά­θαρ­σιν ὅ­λων αὐ­τῶν μέ τή με­τά­λη­ψη τῶν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων. 
Καί ὁ σο­φός Νι­κό­λα­ος Κα­βά­σι­λας, ὁ ἑρ­μη­νευ­τής τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, σχο­λι­ά­ζον­τας τήν ἐκ­φώ­νη­ση τοῦ λει­τουρ­γοῦ ἱ­ε­ρέ­α,«Τά ἅ­για τοῖς ἁ­γί­οις», γρά­φει: «­.­..Σάν νά λέ­γει, (ὁ ἱ­ε­ρέ­ας) ἰ­δού ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς πού βλέ­πε­τε. Λοι­πόν τρέ­ξα­τε νά με­τα­λά­βε­τε, ἀλ­λά ὄ­χι ὅ­λοι, μό­νον ὅ­σοι εἶ­ναι ἅ­γιοι. Δι­ό­τι τά ἅ­για στέλ­λον­ται μό­νο στούς ἁ­γί­ους. Ἁ­γί­ους δε, λέ­γει ἐ­δῶ τούς τε­λεί­ους στήν ἀ­ρε­τή, ἀλ­λά καί ἐ­κεί­νους πού βι­ά­ζον­ται νά φθά­σουν καί δέν ἔ­φθα­σαν ἀ­κό­μη. Δι­ό­τι καί αὐ­τοί πού ἀ­γω­νί­ζον­ται γιά τήν τε­λει­ό­τη­τα δέν ἐμ­πο­δί­ζον­ται νά με­τέ­χουν τῶν μυ­στη­ρί­ων καί ἁ­γι­ά­ζον­ται καί εἶ­ναι ἀ­π’ αὐ­τή τήν ἄ­πο­ψη ἅ­γιοι ὅ­πως καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α λέ­γε­ται ἁ­γί­α» Ὁ ἴ­διος πά­λιν ἐ­ρω­τᾶ:«Τί λοι­πόν; Κά­θε ἁ­μαρ­τί­α νε­κρώ­νει τόν ἄν­θρω­πο; Καί ἀ­παν­τᾶ «Κα­θό­λου, ἀλ­λά μό­νον ἡ θα­νά­σι­μη ἁ­μαρ­τί­α, (χω­ρί­ζει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α), γι’ αὐ­τό καί λέ­γε­ται πρός θά­να­το.» 
«Γι’ αὐ­τό καί οἰ βα­πτι­σμέ­νοι, ἐ­άν δέν ἔ­χουν πέ­σει σέ θα­νά­σι­μη ἁ­μαρ­τί­α, ὥ­στε νά χω­ρι­σθοῦν ἀ­πό τόν Χρι­στό καί νά ὑ­πο­στοῦν θά­να­το, δέν ἐμ­πο­δί­ζον­ται νά κοι­νω­νοῦν τά ἄ­χραν­τα μυ­στή­ρια καί νά με­τέ­χουν τοῦ ἁ­για­σμοῦ μέ τήν πρά­ξη καί τά λό­για σάν ζων­τα­νά ἀ­κό­μη μέ­λη καί ἑ­νω­μέ­να μέ τήν κε­φα­λή.» 
Ἐ­κεῖ­νο πού χω­ρί­ζει τόν χρι­στια­νό ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι οἱ ἁ­μαρ­τί­ες, ὅ­πως λέ­γει ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας. Ὁ μο­να­δι­κός καί συ­νε­χής ἁ­γώ­νας κά­θε ἀν­θρώ­που πού πο­θεῖ τήν ἕ­νω­σή του μέ τόν Χρι­στό, εἶ­ναι κα­τά τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. 
Μέ ὅ­λα αὐ­τά πού γρά­φτη­καν έ­δῶ, μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με ὅ­τι
 
α) Δέν ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος στόν κό­σμο αὐ­τό, πού μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φύ­γει τε­λεί­ως τήν ἁ­μαρ­τί­α, για­τί δέν ἔ­χει φύ­ση στα­θε­ρή, ἀλ­λά με­τα­βαλ­λό­με­νη καί σέ κά­ποι­α στιγ­μή ὅ­σο προ­σε­κτι­κός κι’ ἄν εἶ­ναι κά­που θά πέ­σει. 
β)Δέν χω­ρί­ζουν τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τό Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­λα τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα πα­ρά μό­νον τά Θα­νά­σι­μα 
γ)Ἄν δέν κοι­νω­νή­σει ὁ χρι­στια­νός τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου δέν μπο­ρεῖ νά ζεῖ πνευ­μα­τι­κά, για­τί στε­ρεῖ­ται τῆς ζω­ῆς. 
δ) Θά πρέ­πει νά ἀ­φή­σου­με κα­τά μέ­ρος τήν πρό­φα­ση «εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λός», ἀλ­λά κά­θε φο­ρά πού ἁ­μαρ­τά­νου­με νά τρέ­χου­με στόν ἐ­ξο­μο­λο­γη­τή­ρι νά κα­θα­ρι­ζό­μα­στε καί νά συμ­με­τέ­χου­μεν συ­χνά στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, για­τί «τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ θά μᾶς κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α». 
Ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­πό ἄ­γνοι­α ἤ ἀ­μέ­λεια, προ­φα­σι­ζό­μα­στε ὅ­τι εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοί καί ἀ­πο­φεύ­γου­μεν τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, τό­τε ἀ­πο­μα­κρύ­νου­μεν τόν ἑ­αυ­τό μας ἀ­πό τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή καί στε­ρού­μα­στε τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­να­γέν­νη­σης. 
Ὁ Κύ­ριος σί­γου­ρα βλέ­πει τίς πιό πά­νω ἀ­δυ­να­μί­ες μας καί μᾶς συγ­χω­ρεῖ. Χρει­ά­ζε­ται ὅ­μως καί ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο νά τίς ἀ­να­γνώ­ρι­ζει καί νά προ­σπα­θεῖ ὅ­σο μπο­ρεῖ νά τίς πε­ρι­ο­ρί­ζει μέ ἕ­να συ­νε­χή ἀ­γώ­να ἐ­ναν­τί­ον ὅ­λων τῶν ἀ­δυ­να­μι­ῶν του καί νά φρον­τί­ζει νά ζεῖ πάν­το­τε βί­ον κα­θα­ρό καί ἀ­κα­τη­γό­ρη­το συ­νο­δευ­ό­με­νον μέ ἔρ­γα ἀ­γά­πης καί δι­και­ο­σύ­νης.

Χαραλάμπους Νεοφύτου 
Πρεσβυτέρου
 

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

EΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ- ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Πρέπει να ερωτά ο πνευματικός κατά την εξομολόγηση; 

Είναι και αυτό ένα τέχνασμα του πονηρού. Πολλοί προσερχόμενοι για να εξομολογηθούν, ζητούν από τον πνευματικό να τους ρωτήσει περί των αμαρτιών τους. Είναι όμως δυνατόν ο εξομολόγος να μπει στη διαδικασία, να ρωτήσει καθένα προσερχόμενο στο μυστήριο, περί διαπράξεως όλων των αμαρτημάτων; Κι εκτός τούτου, εάν μπει στη διαδικασία ερωτήσεων, για ποια από τα πολλά αμαρτήματα θα πρέπει να ερωτήσει; Κι αν κάποιος εξομολογούμενος ακούγοντας περί διαφόρων αμαρτημάτων σκανδαλισθεί, ποιος ευθύνεται γι' αυτό; Μπορεί ο εξομολογούμενος να μην έχει υποψιασθεί ποτέ στη ζωή του για κάποιο αμάρτημα και από τα ερωτήματα του εξομολόγου να μπει στον πειρασμό μιας νέας περιπέτειας, νέων αμαρτημάτων! Ακόμη πρέπει να γνωρίζει ο εξομολογούμενος, ότι ο κάθε πνευματικός εξομολόγος δεν είναι διορατικός, για να βλέπει στα βάθη των καρδιών των εξομολογούμενων, αλλά κρίνει κάθε φορά αναλόγως της μετανοίας του εξομολογούμενου. Ο εξομολόγος δεν ρωτά, αλλά περιμένει ν’ ακούσει τη μετάνοια και τη συντριβή του εξομολογουμένου.
Ο εξομολογούμενος δεν προσπαθεί κατά την εξομολόγηση να εξαπατήσει τον πνευματικό. Κάτι τέτοιο δείχνει εκ μέρους του τη ρηχότητα, με την οποία πλησιάζει το μυστήριο της μετανοίας, οπότε ούτε αποτέλεσμα θετικό θα υπάρξει, ούτε προκοπή στη μετάνοια θα κάνει. Τότε θεωρείται δώρον άδωρον να εξομολογηθεί κάποιος, εάν σκέπτεται να καλύψει τα αμαρτήματά του. Για την επιτυχία της εξομολογήσεως ο εξομολογούμενος θα πρέπει να ανοίγει τον εαυτό του, με την τελωνική μετάνοια και όχι με τη φαρισαϊκή υποκρισία. Για τον λόγο αυτό υπάρχουν λογιών – λογιών εξομολογήσεις. Πολλοί πιστοί εξερχόμενοι από το εξομολογητήριο αισθάνονται να πετούν και άλλοι να σέρνονται, ή να αισθάνονται χειρότερα απ’ όταν μπήκαν. Η τελευταία κατάσταση δείχνει, ότι ο εξομολογούμενος ή δεν ήταν αληθινά προετοιμασμένος για εξομολόγηση, ή ότι δεν έκανε καθαρή εξομολόγηση. Πολύ σημαντικό ρόλο κατά την εξομολόγηση παίζει η προετοιμασία για το εσωτερικό καθάρισμα της ψυχής μας. Ή αποφασίζουμε να καθαρισθούμε και να σωθούμε, ή αν δεν σκεπτόμαστε σοβαρά την σωτηρία μας, τότε κινδυνεύουμε μα χαθούμε.
Κάποιοι εκ των πιστών, αφελώς, πιστεύουν ότι όσο πιο πολύ καθίσει κάποιος κοντά στον πνευματικό του, κατά την ώρα γης εξομολογήσεως, τόσο πιο καλή μετάνοια κάνει, ή αν ο εξομολόγος τον κρατήσει πολύ λίγο, τότε δεν έγινε καλή εξομολόγηση. Αυτά είναι ανεπίτρεπτά πράγματα και δεν πρέπει να απασχολούν τους αληθινούς πιστούς μας. Ο πνευματικός, εάν με την παραπάνω θεωρία κρατούσε τον ένα εξομολογούμενο στο εξομολογητήριο πάνω από μία ώρα, θα έπρεπε για όλη του τη ζωή να εξομολογούσε μόνο λίγα άτομα. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί εκ των πραγμάτων. Πλατειασμοί και συζητήσεις κατά την ώρα του μυστηρίου της εξομολογήσεως δεν επιτρέπονται. Για την κατάσταση αυτή ευθύνεται πρωτίστως ο πνευματικός.
Η εξομολόγηση πρέπει να είναι λακωνική. Όχι λεπτομέρειες και εισηγήσεις λεπτομερειών των αμαρτημάτων. Υπάρχει κίνδυνος να σκανδαλισθεί ο πνευματικός μας. Να γίνεται η εξαγόρευση κι έπειτα στο τέλος, ή όταν κρίνει ο πνευματικός, να διακόπτεται ο εξομολογούμενος, για να παίρνει το κατάλληλο φάρμακο, δηλ. την καλή και ωφέλιμη συμβουλή. Για τον λόγο αυτό οι συζητήσεις με τον πνευματικό, εκείνες τουλάχιστον που εντάσσονται στη σφάιρα των πνευματικών συμβουλών, επί γενικών θεμάτων ζωής, μπορούν να απαντώνται σε κοινές συνάξεις πιστών μετά των πνευματικών τους και όχι εν ώρα εξομολογήσεως. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η καθυστέρηση κατά το μυστήριο, εξυπηρετούνται πολλοί άνθρωποι κι έτσι δεν ταλαιπωρείται και ο εξομολόγος. ..."

Ένας πνευματικός εξομολόγος ή πολλοί;
 

Στην καθ’ ημάς Ορθόδοξη Εκκλησία είθισται ο εξομολόγος να είναι ένα συγκεκριμένο ιερατικό πρόσωπο. Κι αυτό συμβαίνει για έναν συγκεκριμένο λόγο. Ο προσερχόμενος πιστός έχοντας έναν πνευματικό πατέρα, που τις περισσότερες φορές ταυτίζεται με το πρόσωπο του γέροντα, δηλ του πνευματικού καθοδηγητού, εξομολογείται τα αμαρτήματα του και λαμβάνει τον πνευματικό του κανόνα. Με την τακτική της εξαγορεύσεως των αμαρτημάτων στον ίδιο πνευματικό, ο εξομολογούμενος μπορεί με τη Χάρη του Θεού να μετανοήσει για τις αμαρτωλές πράξεις του και να ταπεινωθεί. Όταν επιλέγει όμως κανείς πολλούς πνευματικούς, συμβαίνει κάτι δαιμονικό. Εισηγείται ο παμπόνηρος διάβολος την τακτική αλλαγή των πνευματικών, για να μην υπάρχει δυσκολία στην εξαγόρευση. Αυτό αποτελεί μια καθαρή απάτη του διαβόλου, στην οποία υποπίπτει ο πιστός, προκειμένου να μη βάλει ποτέ του στη ζωή του αρχή μετανοίας. Έτσι το ίδιο αμάρτημα, επαναλαμβάνεται συνέχεια με την ίδια ή μεγαλύτερη συχνότητα, κι έτσι ο πιστός αντί να προκόπτει ,καταποντίζεται. Αλλά με την ύπαρξη πολλών πνευματικών συμβαίνει ακόμη κάτι πνευματικώς πονηρό. Αυτό είναι ότι οι άνθρωποι που θέλουν πολλούς πνευματικούς ψάχνουν να βρουν τη λύση που τους συμφέρει.
Η μετάνοια πραγματοποιείται καλύτερα, όταν υπάρχει ένας πνευματικός εξομολόγος. Η τακτική επαφή μαζί του τον καθιστά κοινωνό των αμαρτιών και των παθών του εξομολογουμένου και με την φώτιση του Θεού ο εξομολόγος δίδει το κατάλληλο φάρμακο για τη κάθε περίπτωση της αμαρτίας. Μερικοί εκ των πιστών σκέπτονται πονηρά και αμαρτωλά κι ως προς αυτό το θέμα: Επιλέγουν δηλ. έναν πνευματικό μεγάλο, αξιόλογο και φωτισμένο με φήμη, κι έναν άλλο «ρεζέρβα», για να εξομολογούνται κάποια μεγαλύτερα αμαρτήματα, προκειμένου μα μην τους κακοχαρακτηρίσει ο μεγάλος, επιφανής και αξιόλογος πνευματικός !!! Μεγάλη πλάνη.
Τονίζουμε ότι ο πνευματικός πρέπει να είναι ένα και συγκεκριμένο πρόσωπο, στο οποίο να κάνουμε υπακοή. Ο πνευματικός μας πρέπει να θεωρούμε, ότι είναι η παρουσία του Χριστού στη ζωή μας. Όπως κάθε άνθρωπος έχει έναν φυσικό πατέρα που τον γέννησε, έτσι πρέπει να υπάρχει κι ένας πνευματικός πατέρας που θα τον αναγεννά και θα τον οδηγεί ανά πάσα στιγμή, από τη ζωή της απωλείας εξ αιτίας των αμαρτιών, στη ζωή της μετανοίας και της επιστροφής στη ζωή του Παραδείσου..."

Ποια πρέπει να είναι η συχνότητα της εξομολογήσεως; 

Πολλοί εκ των πιστών ερωτούν, πόσο τακτικά πρέπει να προσέρχονται στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Κανόνας στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν υπάρχει. Ισχύει όμως το εξής: Κάθε φορά που αμαρτάνει ο πιστός, οφείλει να προσέρχεται στον πνευματικό του και να εξομολογείται. Το θέμα αυτό ας το παραλληλίσουμε με το ακόλουθο παράδειγμα: Το ρούχο που φοράμε και μας αρέσει, όταν λερώσει, το πετάμε ή το πλένουμε; Σίγουρα το πλένουμε, για να το ξαναφορέσουμε. Έτσι συμβαίνει και με το μυστήριο της εξομολογήσεως. Λερώνεται η ψυχή μας, δεν την πετάμε, αλλά την φροντίζουμε. Με την εξομολόγηση την ψυχή την πλένουμε και την καθαρίζουμε. Η ψυχή του κάθε ανθρώπου επιζητά μονίμως την καθαρότητά της.
Η ψυχή πρέπει να είναι ήρεμη, με συνείδηση καθησυχασμένη και όχι ταραγμένη. Πολλές πράξεις και λόγια κάνουν βαριά την ψυχή. Η συσσώρευση αμαρτημάτων κάνει τον άνθρωπο νευρικό, απότομο, οξύ και αλλοπρόσαλλο. Για τον λόγο αυτό η τακτική επαφή με τον πνευματικό ωφελεί τα μέγιστα στην συμφιλίωση της ψυχής με το Θεό, με τον εαυτό της, και με τους ανθρώπους γύρω της.
Ένας άνθρωπος που για πρώτη φορά προσεγγίζει το μυστήριο της μετανοίας, καλόν θα είναι μέχρι να μάθει να εξομολογείται καθαρά και σωστά, να συχνάζει πιο τακτικά στο μυστήριο. Δεν γίνεται με την πρώτη εξομολόγηση να εξαντλήσει ο πνευματικός όλα τα πνευματικά θέματα ειδικότερα δε, να μεταφέρει στον εξομολογούμενο όσα είναι αναγκαία από την διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Απαιτείται εκ μέρους του πνευματικού και του εξομολογούμενου υπομονή και επιμονή. Τότε μόνον κερδίζει κάποιος στην πνευματική ζωή, όταν κάνει υπομονή και ταυτόχρονα υπακοή στο λόγο του πνευματικού. Σίγουρα ο αρχάριος θα αρχίσει με λίγα πράγματα, με έναν μικρό κανόνα, π.χ με μία μικρή προσευχή, με λίγη νηστεία. Όταν όμως, υπακούοντας ταπεινά στον πνευματικό του, θα κατακτά με τη Χάρη του Θεού πνευματική γνώση περί της ορθοδόξου ζωής, τότε από μόνος του θα επιζητά τα περισσότερα και τα ανώτερα. Εδώ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα του νεογέννητου παιδιού. Όπως το μωρό αρχικά και για αρκετό διάστημα δεν τρέφεται με καμιά άλλη τροφή εκτός του γάλακτος, που δεν είναι άλλο από την εύπεπτη πνευματική συμβουλή, που του παρέχει διακριτικά ο πνευματικός του. Σιγά –σιγά, όσο το μωρό αρχίζει να μεγαλώνει, αυξάνει η πνευματική δόση, όχι μόνον η ποσότητα της τροφής του, αλλά και η ποιότητα της.
Κατά την εξομολόγηση χρειάζεται ιδιαιτέρως προσοχή της πνευματικής τροφής. Άλλο είναι να δείχνουν εξωτερικά οι άνθρωποι τι μπορούν να κάνουν, κι άλλο το πως μπορούν να το κάνουν. Στο σημείο αυτό πρέπει να προσέχουν ιδιαίτερα οι πνευματικοί πατέρες. Μπροστά στον υπέρμετρο ζήλο αρχαρίων πνευματικών τους τέκνων πρέπει να προβάλλουν τη διάκριση, που χαράσσει την πορεία της μεσαίας οδού, της επιλεγόμενης και βασιλικής. Οι αρχάριοι στην πνευματική ζωή και ιδιαίτερα εκείνοι οι οποίοι σε μεγάλη ηλικία πλησιάζουν την Εκκλησία χρειάζονται ιδιαίτερη μεταχείριση. Κι αυτό, γιατί ο διάβολος ζηλεύει τον άμετρο ζήλο τους και τους χτυπάει αργότερα με την ραθυμία, την οκνηρία και την αμέλεια.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρεται σε κάποιον, που πήγε κι έγινε υποτακτικός στο Άγιον Όρος. Ο έμπειρος, διακριτικός γέροντας στον οποίο υποτάχθηκε, από την πρώτη στιγμή που είδε τον αρχάριο δόκιμο μοναχό, του έβαλε έναν ελαφρύ κανόνα, για να τον σαγηνεύσει στην πνευματική ζωή. Όμως ο αρχάριος στο κελί του, εμπιστευόμενος τη δική του προαίρεση, ενώ είχε κανόνα για τριάντα μετάνοιες, εκείνος θεώρησε ότι ο κανόνας είναι μικρός. Έτσι έκανε τρεις χιλιάδες στρωτές εδαφιαίες γονυκλισίες. Τη δεύτερη μέρα έκανε το ίδιο. Την Τρίτη όμως μέρα δεν έκανε τίποτα γιατί λύγισε. Ο διάβολος πέτυχε και τον πλάνησε. Με το παραπάνω παράδειγμα αποδεικνύεται, ότι για την προκοπή στην πνευματική ζωή, χρειάζεται οπωσδήποτε η υπακοή σε ότι μας συμβουλεύει ο πνευματικός και σε ό,τι μας βάζει ως κανόνα. Η εφαρμογή αυτών των κανόνων είναι αρκούντως ικανή για τη σωτηρία μας.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται εκ μέρους του εξομολογούμενου, ποτέ να μην αφήσει τον εαυτό του να κρίνει τον πνευματικό του, για τον κανόνα που του βάζει. Επίσης προσοχή χρειάζεται στο να μην εξαγορεύεται ο προσωπικός κανόνας σε κάποιο άλλο πρόσωπο, σε συζήτηση, δήθεν , πνευματικού περιεχομένου. Ο κανόνας πρέπει να γνωρίζει ο καθένας, είναι προσωπικό του μυστικό. Ποτέ δεν πρέπει να εξαγορεύουμε σε τρίτους, τι και πόσο κανόνα έχουμε. Αυτό είναι μία παγίδα, που μας στήνει ο διάβολος. Μας βάζει εύκολα να ανακοινώνουμε τους κανόνες μας, τους κόπους μας, τις νηστείες μας κι έτσι αρχίζει μέσα στην ψυχή μας να καλλιεργείται η οίηση, η υπερηφάνεια, ο κομπασμός και η κρίση, ότι κάτι κάναμε. Αποτέλεσμα αυτής της αναφοράς είναι να μας οδηγεί η μεθοδεία του διαβόλου στην αμέλεια, στην καταλαλιά, στην κατάκριση και στην απραξία. Ακόμη απαιτείται προσοχή, στην περί του πνευματικού-εξομολόγου μας κρίση μας σε άλλα πρόσωπα. Όσο καλός κι αν είναι ο πνευματικός μας, ή όσο αυστηρός, ή όσο επιεικής, ή όσο σκληρός, ή ο,τιδήποτε άλλο ως χάρισμα, ή ως μειονέκτημά του έχει, ας παραμένει μέσα μας.
Πολλοί συνηθίζουν να θεωρούν τους πνευματικούς τους ανώτερους από όλους τους άλλους εξομολόγους. Αυτό δεν πρέπει να γίνεται, διότι θέτουν σε κίνδυνο, όχι μόνο τους ίδιους τους εαυτούς τους, αλλά κάνουν τον διάβολο να λυσσάει και να μάχεται περισσότερο τον πνευματικό τους. Ακόμη κάποιοι πιστοί αυτοπροβάλλονται, λέγοντας και διαφημίζοντας ότι είναι πνευματικά παιδιά μεγάλων πνευματικών πατέρων, για να τους σέβονται και να τους υπολήπτονται οι άλλοι. Πρόκειται περί ενός ατάκτου και πλανεμένου φαινομένου, που δυστυχώς αντί να αγιάζει αυτούς που έτσι καυχώνται, τους κρημνίζει, όχι μόνον πνευματικά, αλλά σωτηριολογικά. Τι κι αν ο πνευματικός τους είναι αγιασμένος, «μέγας» και «στάρετς», όταν οι ίδιοι ποτέ τους δεν βάζουν αρχή μετανοίας και δεν αγωνίζονται; Μήπως θα τους σώσει μόνο η γνωριμία με τους αγίους πνευματικούς πατέρες; Όχι μόνον να σχετιζόμαστε με πνευματικούς γέροντες και γερόντισσες, αλλά να προσπαθούμε να μιμούμαστε τη ζωή του Κυρίου μας, που εμπνέει όλους αυτούς. Κάποιοι πάλι εκ των πιστών, έχουν μια επιδερμική σχέση με τον πνευματικό τους. Το μυστήριο της μετανοίας για την κατηγορία αυτή των πιστών ισχύει, ή μάλλον τίθεται σε ενέργεια μόνο κατά τις παραμονές μεγάλων Δεσποτικών Εορτών, όπως είναι το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Τότε πλησιάζουν τον πνευματικό και μάλιστα κατά τις παραμονές, μία ή δύο μέρες προ της Θείας Μεταλήψεως και ζητούν την συγχωρητική ευχή για να μεταλάβουν. Αυτού του είδους η σχέση δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην αληθινή πνευματική ζωή. Πρόκειται για ένα σχήμα «προκάτ» πνευματικής επαφής, εφήμερης, διαρκεί δε μόνο για λίγες ώρες προ της Θείας Κοινωνίας και μετά επιστρέφει στον προηγούμενο ρυθμό ζωής, βουτηγμένης στις ίδιες και πάλι αμαρτίες, χωρίς την απαιτούμενη μετάνοια. 
Τέλος, υπάρχει και μία άλλη κατηγορία πιστών, που δεν ζητούν ούτε καν να εξομολογηθούν, αλλά ζητούν μόνο να τους διαβάσει κάποιος πνευματικός την συγχωρητική ευχή. Αυτής της κατηγορίας οι πιστοί δεν έχουν το σθένος να ομολογήσουν ότι είναι αμαρτωλοί. Αυτή η κατηγορία πιστών κρύβεται πίσω από το δάκτυλο της. Έχει φτιάξει ένα δικό της κάστρο γύρω από το πρόσωπό της και δεν επιδέχεται κανένα δυναμικό γκρέμισμα αυτού. Είναι εκείνοι που συνήθως λένε στον πνευματικό: Δεν έχω κάνει τίποτα πάτερ, διαβάστε μου μία ευχή. Η ευχή όμως της εξομολογήσεως έχει σχέση με κάποιον, που συναισθάνεται ότι είναι αμαρτωλός. Άρα, εάν ζητούμε εκ των προτέρων να μας διαβάσει ο πνευματικός την ευχή, απέχουμε τελείως από τη συντριβή και τη μετάνοια. Εάν δεν έχουμε αμαρτίες και άρα δεν είμαστε αμαρτωλοί, γιατί μα μας διαβάσει ο εξομολόγος ευχή για να κοινωνήσουμε; Για την κατηγορία αυτή των πιστών πρέπει να σημειώσουμε, ότι πρόκειται περί μιας δαιμονικής εκ προοιμίου πλάνης, που οδηγοί τους ανθρώπους αυτούς δε βεβαία πνευματική απώλεια. Για κανέναν από τους ανθρώπους που ζουν πάνω στον πλανήτη γη δεν υφίσταται το αναμάρτητο. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί, οπότε όλοι μας έχουμε ανάγκη από συντριβή, μετάνοια και εξομολόγηση. Ο διάβολος όμως προκειμένου οι άνθρωποι να μη σωθούν, τους δελεάζει για να μη βάλουν ποτέ αρχή μετανοίας, ποτέ να μην αναγνωρίσουν προηγουμένως τα αμαρτήματα τους, τα λάθη τους, τα πάθη τους. Για το λόγο αυτό εργάζεται συστηματικά όλο το εικοσιτετράωρο, ώστε να μας πείσει να μην πλησιάσουμε ποτέ το μυστήριο της εξομολογήσεως. Συνεπώς πετυχαίνει τις περισσότερες φορές να κρατάει στα χέρια του πολλούς ανθρώπους. Κάθε φορά που αμαρτάνουν οι άνθρωποι, φορεί ο διάβολος ένα προσωπείο, προκειμένου να δείξει ότι αυτό που πράττουν ως αμαρτία είναι καλό, αναγκαίο, αναπόφευκτο, σωστό και πρέπον. Το ίδιο συμβαίνει κι αν ακόμη ξεφύγουν από το διάβολο μερικοί άνθρωποι και έρθουν στο μυστήριο της εξομολογήσεως, χωρίς να ομολογήσουν τα αμαρτήματά τους. Κάποιοι πάλι τα αποκρύπτουν, ή συμβαίνει κάποιες φορές δαιμονικά να επιμένουν ενώπιον του Θεού και του πνευματικού τους, ότι η τάδε αμαρτία τους δεν είναι αμαρτία, αλλά αρετή! Αυτά κάνει ο διάβολος.
Κάποτε μου έλεγε κάποιο δυστυχισμένο παιδί, που εσύναπτε, ζούσε προγαμιαίες σχέσεις, εξ επηρείας καθαρά του διαβόλου, ότι δεν είναι αμαρτία αυτού του είδους η σχέση, αλλά ότι πράττει ορθά, αφού ικανοποιούνται από την πράξη και οι δύο, εννοώντας, το αγόρι και το κορίτσι. Δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι έκανε αμαρτία. Δεν τον άφηνε ο διάβολος να το ομολογήσει. Γιατί αν ομολογούσε ότι αμάρτανε, θα τον έχανε ο διάβολος από τους οπαδούς του. Αυτό κάνει ο χαιρέκακος διάβολος. Προσπαθεί το άσπρο να το κάνει μαύρο. Κι αυτό το πετυχαίνει άριστα, ιδιαιτέρως σήμερα που οι άνθρωποι είναι «μπερδεμένοι»..." 

Ποιά η διαφορά του γέροντος, της γερόντισσας και πνευματικού εξομολόγου;
 

Στην Ορθόδοξη Παράδοσή μας, εκτός των κληρικών, δηλ. των ιερέων, επισκόπων, πρεσβυτέρων και διακόνων, που τελούν τα αγιαστικά μυστήρια των πιστών, υπάρχει και μια άλλη τάξη των γερόντων ή γεροντισσών. Η τελευταία αυτή τάξη, έχει την αρχή της στην μοναστηριακή παράδοση. Στο μοναστήρι όταν ο μοναχός ή η μοναχή έχει προβλήματα πνευματικής φύσεως, σπεύδει ανά πάσα στιγμήν στο γέροντά του να καταθέσει τους λογισμούς του, προκειμένου να λάβει μια συμβουλή. Σήμερα οι ρόλοι του Γέροντος και του Πνευματικού –Εξομολόγου συμπίπτουν.
Έτσι εξομολόγος και γέροντας συμβαίνει να είναι το ίδιο πράγμα. Στην πρώτη όμως Εκκλησία, έτσι- όπως διαβάζουμε στα Γεροντικά- (=πνευματικές ιστορίες μοναχών), φαίνεται ότι ο γέροντας ήταν ένα χαρισματικό πρόσωπο, που μπορούσε να μην ήταν και ιερέας, οπότε ούτε εξομολόγος, αλλά ήταν οπωσδήποτε μια χαριτωμένη από το Θεό πνευματική προσωπικότητα. Ο γέροντας προσευχόμενος, άκουγε τα προβλήματα των ανθρώπων και τους συμβούλευε με το φωτισμό του Θεού, ποιο δρόμο να ακολουθήσουν. Η επικοινωνία εκείνη με το γέροντα ήταν μόνο σε επίπεδο συζήτησης και πνευματικής συμβουλής και δεν είχε καμιά σχέση με την άφεση των αμαρτιών. Την άφεση των αμαρτιών πάντοτε την έδιδε ο πνευματικός εξομολόγος και κανείς άλλος.
Αυτό συμβαίνει και σήμερα, όταν πολλοί άνθρωποι που ασχολούνται με τα πνευματικά θέματα τότε καταφεύγουν κάποιες φορές σε κάποιο ασκητή γέροντα, στο Αγίον Όρος ή αλλαχού, για να λάβουν μια πνευματική συμβουλή. Πάντως σήμερα, όπως και προηγουμένως σημειώσαμε, οι ρόλοι των γερόντων και των πνευματικών ταυτίζονται και δεν ξεχωρίζονται. Κάποιος δηλαδή εξομολόγος μπορεί να είναι ταυτόχρονα και γέροντας, ή κάποιος εξομολόγος να δέχεται μόνο της εξαγόρευση των αμαρτημάτων και να μη δίδει συμβουλές. Η τελευταία τάξη τηρείται κυρίως στις σλαβικές χώρες, ιδιαιτέρως δε στη Ορθόδοξη Ρωσία. Για τον λόγο αυτό, στην Ορθόδοξη Ρωσία υπάρχει μεγάλο ρεύμα γερόντων (στα σλαβικά μπάτουσκα= γέροντας, πατέρας, ή μάτριουσκα=γερόντισσα, μητέρα)..."

Απόσπασμα από το βιβλίο «Eξομολόγηση, Για μια καλή προετοιμασία»
του Πρεσβυτέρου Θεμιστοκλέους Στ.Χριστοδούλου,
εκδόσεις Ομολογία, Αθήνα 2008.

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ: ΙΣΤΟΡΙΑ, ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ

Αιώνες τώρα η Εκκλησία έχει συμπεριλάβει στη λατρεία της και σ’ ό,τι επιτελείται, κάθε πρόσφορο μέσο που συντελεί είτε στην πρόσληψη του μηνύματός της από τους πιστούς, είτε στη μετάδοση των μηνυμάτων της προς αυτούς. Ένα απ’ αυτά τα μέσα είναι οι καμπάνες.

Οι καμπάνες της εκκλησίας, έλκουν την καταγωγή και την ονομασία τους από την περιοχή της Καμπανίας, της Ιταλίας, καθώς εκεί βρίσκονταν τα κατάλληλα μέταλλα για την παρασκευή καμπανών.
Οι καμπάνες εμφανίσθηκαν στη Δύση τον 6ο αιώνα και αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και στην Ανατολή. Σήμερα δε νοείται Ορθόδοξος Ναός χωρίς καμπάνες, αφού θεωρούνται απαραίτητο και αναπόσπαστο τμήμα της λατρείας.
Σε κάθε περίσταση της Χριστιανικής ζωής και λατρείας, οι καμπάνες χρησιμοποιούνται για να επισημάνουν την έναρξη κάποιας Ιεράς Ακολουθίας, είτε πρόκειται για τακτικές ιερές ακολουθίες όπως του Εσπερινού, του Όρθρου, της Θείας Λειτουργίας της Ιεράς Αγρυπνίας, κ.λ.π., είτε για έκτακτα γεγονότα όπως η αναγγελία της εκδημίας ενός αδελφού ή κάποια φυσική καταστροφή, ή την έναρξη του κατηχητικού, ή την άφιξη του Επισκόπου στο Ναό κ.λ.π.
Οι καμπάνες χτυπούν πάντοτε στον ίδιο ρυθμό; Με τον ίδιο σκοπό;
Η απάντηση είναι πως όχι. Το Ορθόδοξο ήθος διαπερνά και επηρεάζει ακόμη και τον τρόπο κρούσεως των καμπανών ανάλογα με την περίπτωση.
Έτσι κατά την παραμονή και την κυρία ημέρα μιας μεγάλης Δεσποτικής ή Θεομητορικής Εορτής οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα, όπως χαρμόσυνα χτυπούν όταν εορτάζει ο Άγιος της Ενορίας, του Ναού, όταν ψάλλεται η Δοξολογία προς τον Θεό, όταν επισκέπτεται για να χοροστατήσει και να ιερουργήσει ο Επίσκοπος, ο ιστάμενος εις τύπον και τόπον Χριστού, όταν εορτάζονται οι Εθνικές Εορτές ούτως ώστε και δι’ αυτού του τρόπου, της κρούσεως των καμπανών, να τονιστεί το γεγονός και να ευφρανθούν οι πιστοί στο άκουσμα των κωδονοκρουσιών.
Αντίθετα, όταν συμβαίνουν πένθιμα γεγονότα, όπως κατά την Μεγάλη Παρασκευή, της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδας, ή κατά την εκδημία κάποιου προσώπου, τότε ο ήχος των καμπανών προσαρμόζεται στον πένθιμο χαρακτήρα του γεγονότος και καλεί σε συμμετοχή και συμπαράσταση τους πιστούς.
Υπάρχουν θα λέγαμε και κάποιοι σταθεροί «κώδικες» κωδονοκρουσιών με κάποιες ίσως μικρές παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή και από ενορία σε ενορία. Για παράδειγμα, όταν τελείται ο Εσπερινός και την άλλη μέρα δεν πρόκειται να τελεσθεί Θεία Λειτουργία χτυπά το λεγόμενο «μονοκάμπανο»,  δηλαδή χτυπά μόνο η μία από τις καμπάνες.
Ομοίως συμβαίνει και τα πρωινά που τελείται ο Όρθρος άνευ Θείας Λειτουργίας. Όταν, ωστόσο, τελείται ο Εσπερινός και την άλλη μέρα ξημερώνει μια γιορτή και θα τελεσθεί Θεία Λειτουργία τότε χτυπά το λεγόμενο «διπλοκάμπανο» , δηλαδή χτυπούν τουλάχιστο οι δύο από τις τρεις καμπάνες του ναού, σε πιο έντονο και χαρούμενο ρυθμό, για να «ειδοποιήσουν» με έμφαση τους πιστούς ότι αύριο ο ναός θα «λειτουργήσει».
Ομοίως συμβαίνει και όταν τελείται η ακολουθία του Όρθρου και μετά απ’ αυτήν θα τελεσθεί η Θεία Λειτουργία.
Τότε, μάλιστα, έχουμε τρεις κωδονοκρουσίες. Μία στην αρχή του Όρθρου, μία περίπου στον μέσον του Όρθρου αμέσως μετά την ανάγνωση του Συναξαρίου και προ των καταβασιών, και η «τρίτη» λεγόμενη «καμπάνα» κατά τη Δοξολογία.
Ασφαλώς η Εκκλησία δεν χρησιμοποιεί τις καμπάνες απλώς και μόνο να γνωστοποιήσει στους πιστούς μια ακολουθία, μια τελετή, ένα γεγονός. Αυτό θα μπορούσε να το πράξει ιδίως στην εποχή μας και μ’ άλλα μέσα.
Η Εκκλησία συνεχίζει να χτυπά και θα χτυπά τις καμπάνες, γιατί η κρούση τους συμβολίζει και είναι το στόμα του Θεού, της Εκκλησίας, που μιλά στα τέκνα της και τα καλεί να προσέλθουν στο Ναό, στον οίκο του Πατρός τους να προσευχηθούν, να ξεκουραστούν πνευματικά, να γιατρευτούν, να δυναμώσουν, να ενθαρρυνθούν, να παρηγορηθούν, να ευχαριστηθούν, να κλάψουν, να χαρούν, να κατακτήσουν την ελπίδα, να κερδίσουν τη Σωτηρία τους.
Είναι αλήθεια ότι στις ημέρες μας οι καμπάνες χτυπούν ηλεκτρονικά, κάτι που δεν είναι πάντα κακό, και ανάμεσα στα προγράμματα κωδονοκρουσιών υπάρχει ένα πρόγραμμα που ονομάζεται «Αδάμ».
Τί σημαίνει άραγε αυτό; Σημαίνει κάτι το συγκλονιστικό. Ενθυμούμαστε ότι μετά την παρακοή τους οι Πρωτόπλαστοι κρύφτηκαν από το Θεό Γεν.κεφ3 στιχ.8-9, αλλά ο Κύριος ο Θεός φώναξε τον Αδάμ και του είπε: «Αδάμ που ει;» δηλαδή «Αδάμ, που είσαι;» Έτσι λοιπόν κάθε φορά που χτυπούν οι καμπάνες ο Θεός φωνάζει στον καθένα μας. «Αδάμ που είσαι;» Μας καλεί κοντά του, μας καλεί να τον πλησιάσουμε, να τον επισκεφθούμε.

π. Χαραλάμπους Παπαδοπούλου, Θεολόγου

Πηγή: dogma.gr

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ

Το μάτιασμα (η βασκανία) είναι ένα φαινόμενο που η Εκκλησία μας παραδέχεται την ύπαρξη του. Κανείς δε μπορεί να ξεχάσει την αείμνηστη Γεωργία Βασιλειάδου στην ταινία η κυρά μας η μαμή, που ήταν εξειδικευμένη... στο ξεμάτιασμα. «Στα όρη στα άγρια βουνά. Στα ξύλα στα λαγκάδια...» έλεγε η γνωστή ηθοποιός και όλοι γίνονταν αυτομάτως καλά. Τι είναι, όμως, το μάτιασμα και πώς γλιτώνουμε από αυτό;

Πρόκειται για την περίπτωση που κάποιος με φθόνο, με μίσος, για εκδίκηση, θέλει το κακό ενός προσώπου κι έτσι παρακινεί το διάβολο να βλάψει τούτο το πρόσωπο. Το ίδιο αποτέλεσμα συμβαίνει κι όταν κανείς με λόγια στείλει κάποιον στον διάβολο.
Κι εδώ όμως συμβαίνει κάτι παρόμοιο με όσους τυραννιούνται από προλήψεις και τρέχουν στους διάφορους μάγους και αγύρτες. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανεχτεί τον πόνο και θέλει γρήγορα να απαλλαγεί απ’ αυτόν. Παράλληλα έχει την εντύπωση ότι για ό,τι κακό του συμβαίνει δεν φταίει αυτός αλλά κάποιοι άλλοι. Δεν θέλει δηλαδή να αναλάβει τις ευθύνες του για τίποτα, π.χ. Δεν πήγε καλά το συνοικέσιο; Του έκαναν μάγια! Δεν πήγε καλά η δουλειά; Τον γλωσσόφαγαν! Έχει πονοκέφαλο; Τον μάτιασαν κ.ο.κ.
Ποια θέση όμως παίρνει η Εκκλησία μας για το ξεμάτιασμα;
Κατ’ αρχήν τους πιστούς που ζουν τακτική πνευματική και μυστηριακή ζωή και που με πίστη φέρουν τον Τίμιο Σταυρό, δεν τους πιάνει κανένα «μάτι».
Όταν υπάρξει βασκανία, τότε μοναδική ισχυρή δύναμη κατά της δαιμονικής ενέργειας είναι οι ειδικές ευχές του ιερέα, η ειλικρινής Εξομολόγηση και η Θεία Μετάληψη.
Ακόμη βοηθούν μαζί με τη δύναμη της προσευχής και τα αγιαστικά μέσα που η ίδια η Εκκλησία μας χορηγεί.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να καταφεύγουμε στις ξεματιάστρες, οι οποίες με παράξενες και πολλές φορές με βλάσφημες ευχές ή «προσευχές», επιχειρούν να υποκαταστήσουν τον ιερέα.
Κάποια τυχόν βελτίωση από ένα τέτοιο ξεμάτιασμα είναι βέβαιο τέχνασμα του διαβόλου, ο οποίος αποσκοπεί να μας τραβήξει μακριά από τη σωτήρια χάρη της Εκκλησίας μας και να μας δέσει ως δούλους πίσω από μία πλανεμένη ξεματιάστρα.

Η προσευχή

Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.

Δόξα σοι ο Θεός ημών, δόξα σοι. Βασιλεύ ουράνιε, παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν, και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος, και σώσον, Αγαθέ, τας ψυχάς ημών.

Δόξα Πατρί, και Υιώ και αγίω Πνεύματι. Καί νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Παναγία Τριάς, ελέησον ημάς, Κύριε, ιλάσθητι ταίς αμαρτίαις ημών. Δέσποτα, συγχώρησον τας ανομίας ημίν. Άγιε, επισκεψαι και ίασαι τας ασθενείας ημών, ένεκεν του ονόματός σου, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον.

Δόξα Πατρί, και Υιώ και αγίω Πνεύματι. Καί νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, έλθετω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών, και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.

Δι’ ευχών των άγιων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΟΥΝ

Τα μυστήρια όλα, όπως και κάθε ένα ξεχωριστά, δεν μπορούν να θεωρηθούν αποκομμένα από την φυσική και ιστορική πραγματικότητα, ούτε ως αφηρημένες ή μαγικές πράξεις.
Αντίθετα τα χριστιανικά μυστήρια δεν γίνονται «μηχανιστικά» αλλά προάγουν την ζωή μέσα στα φυσικά πλαίσια και με βάση την προκοπή και τη συνεργία του μέλους. Πρέπει δηλαδή να γίνει κατανοητό πως αν δεν ενεργοποιηθεί η θέληση του ανθρώπου, τα μυστήρια δεν μπορούν να πραγματώσουν κανένα από τα έργα της τελείωσης. Με αυτή την προοπτική κατανοείται η χρήση των υλικών στοιχείων, τα οποία μεταβάλλονται και καθαγιάζονται, λαμβάνοντας ειδικό νόημα και περιεχόμενο. Τα μυστήρια τελικά είναι υπεύθυνα για την διαρκή καθαίρεση των δαιμονικών δυνάμεων, η οποία επιτελείται μέσα από την εκκλησιαστική δομή του σώματος της εκκλησίας, προς θεραπεία, πρόοδο και θρίαμβο κατά των δαιμονικών δυνάμεων.
Τα Μυστήρια είναι επτά: Tο βάπτισμα, το χρίσμα, η θεία ευχαριστία, η ιερωσύνη, η μετάνοια, (εξομολόγηση), το ιερό ευχέλαιο και ο γάμος. Ειδικότερα:

ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

Είναι το Μυστήριο της εισόδου του ανθρώπου στην Εκκλησία. Με το Βάπτισμα γίνεται η μύηση στο Χριστό και στην Εκκλησία. Συνήθως γίνεται στην παιδική ηλικία. Ο ιερέας βυθίζει το παιδί τρεις φορές στο νερό, μία στο όνομα του Πατρός, μία στο όνομα του Υιού και μία στο όνομα του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η κίνηση του βυθίσματος, συμβολίζει την τριήμερη ταφή και ανάσταση του Κυρίου. Συμβολίζει όμως και τον θάνατο του παλαιού ανθρώπου και την ανάσταση και γέννηση του καινούργιου στο καινούργιο Βασίλειο του Θεού. Το Βάπτισμα το καθιέρωσε ο ίδιος ο Κύριος με την εντολή που έδωσε στους μαθητές του να πάνε και να κάνουν μαθητές του τους ανθρώπους πάντων των λαών και να τους βαπτίσουν στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος. (Ματθ. 28,19).

ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ

Δεύτερο Μυστήριο που τελείται την ίδια ώρα με το βάπτισμα είναι το ΧΡΙΣΜΑ. Χρίεται ο νεοφώτιστος με Άγιο Μύρο στα κύρια μέρη του σώματος (μέτωπο, αυτιά, στήθος, πλάτη, χέρια, πόδια ) και δέχεται τα χαρίσματα και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Άγιο Μύρο είναι μια σύνθεση από λάδι και διάφορες αρωματικές ουσίες που συμβολίζουν τα διάφορα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Παρασκευάζεται και καθαγιάζεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και μοιράζεται σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ

Είναι το Μυστήριο των Μυστηρίων. Το καθιέρωσε ο Κύριος στο Μυστικό Δείπνο, μπροστά στους μαθητές του. Το ψωμί και το κρασί, δύο απλά στοιχεία με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού και γίνονται τροφή για τους πιστούς. Mε τη Θεία Κοινωνία ενωνόμαστε με το Χριστό και ο Χριστός ενώνεται μαζί μας και γινόμαστε μέτοχοι της αιώνιας ζωής.

Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ

Με το Μυστήριο αυτό, ένας απλός χριστιανός ξεχωρίζεται από τους άλλους πιστούς και αναλαμβάνει τη διακονία της σωτηρίας του λαού του Θεού. Λαμβάνει το δώρο του Αγίου Πνεύματος και της Αποστολικής διαδοχής και συνεχίζει την ιερωσύνη του Χριστού στην Εκκλησία. Ο ιερέας γίνεται πατέρας πνευματικός. Προσεύχεται για μας. Μας βαφτίζει, μας μεταδίδει τα μυστήρια και την ευλογία του Θεού, μας διδάσκει για το Θεό και μας βοηθάει στις δύσκολες στιγμές της ζωής μας. Φυσικά και εμείς θα πρέπει να προσευχόμαστε και να τιμούμε τους ιερείς μας, ως Πατέρες.

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Το μυστήριο της συμφιλίωσης και της αγάπης. Η μετάνοια είναι το ιερό μυστήριο που αποκαθιστά την πνευματική υγεία της ψυχής, όταν αυτός που μετανιώνει ειλικρινά για τ’ αμαρτήματά του και τα εξομολογείται στον πνευματικό της Εκκλησίας λειτουργό, λαμβάνει άφεση αμαρτιών, γινόμενος και πάλι φίλος και τέκνο αγαπητό του Θεού. Το μυστήριο αυτό επαναλαμβάνεται, ανάλογα με τις πνευματικές ανάγκες των πιστών. Έτσι σκοπός του μυστηρίου είναι η θεραπεία των τραυμάτων της πτώσης των ανθρώπων με την άφεση των αμαρτιών. Η εξουσία αυτή -της άφεσης των αμαρτιών- εδόθη από τον Χριστό στους Αποστόλους του και αυτοί στους διαδόχους τους Επισκόπους (Ιωανν. 20,12-24). και δια μέσου αυτών τοίς πρεσβυτέροις. Δια του Μυστηρίου τούτου παρέχεται δραστική ίαση και διόρθωση των πνευματικών νοσημάτων.  Μετανοιωμένος ο πιστός χριστιανός, ομολογεί τις αμαρτίες του στον ιερέα και εκείνος με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος τον συγχωρεί και τον βοηθάει να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με το Θεό.

ΙΕΡΟ ΕΥΧΕΛΑΙΟ

Είναι ένα προαιρετικό μυστήριο στο οποίο παρακαλούμε τον Κύριο να θεραπεύσει τις ψυχικές και σωματικές αρρώστιες. Μέσω του ευλογημένου λαδιού οι πόνοι και τα βάσανα ενώνονται με αυτά του Χριστού και συγχωρούνται οι αμαρτίες.

Ο ΓΑΜΟΣ

Ένας άνδρας και μια γυναίκα άγνωστοι μεταξύ τους, αποφασίζουν να προχωρήσουν στο δρόμο της κοινής ζωής. Στην αρχή αυτού του δρόμου η Εκκλησία παρακαλεί το Θεό να τους ευλογήσει για να στεριώσουν μια χριστιανική οικογένεια. Τα δαχτυλίδια που τους ευλογεί, συμβολίζουν την αγάπη τους και την ελεύθερη δέσμευση που έχουν μεταξύ τους. Τα στέφανα συμβολίζουν την ευλογία και την συναδελφικότητα στο βασίλειο του Θεού. Τέλος το κοινό ποτήριο συμβολίζει τον κοινό αγώνα και τις κοινές προσπάθειες που έχουν να κάνουν στη ζωή τους και ότι η συζυγική και οικογενειακή ζωή τότε μπορεί να υφίσταται και να δημιουργεί προκοπή και χαρά όταν το ανδρόγυνο συμμετέχει στο Ποτήριον της Θείας Κοινωνίας.


(Από την έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας που έχει τίτλο: «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΑΤΗΧΗΣΗ» – δια μεγάλους προσερχομένους στο άγιο Βάπτισμα – και την επιμελήθηκε ο θεολόγος κ. Γεώργιος Κομιώτης, Πρόεδρος της Δ.Ε. της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων Παραρτήματος Νομού Ηλείας).

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΔΩΡΟ ΚΑΙ ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΕΙ;

Όλοι γνωρίζουμε ότι το αντίδωρο είναι ένα μικρό κομμάτι από το πρόσφορο που δίδεται από τους ιερείς στους πιστούς μετά την Θεία Λειτουργία. Τι ακριβώς συμβολίζει όμως;
Το αντίδωρο είναι μικρό κομμάτι από την προσφορά που ύψωσε ο λειτουργός ιερέας στην αγία Πρόθεση, από την οποία βγήκε ο «αμνός», που μεταφέρεται στην αγία Τράπεζα για να μεταβληθεί σε Σώμα Χριστού. Βγαίνει από τα πρόσφορα που προσεκόμισαν και προσέφεραν οι πιστοί, προκειμένου να τελεσθεί η Θεία Λειτουργία, γι’ αυτό και ονομασία πρόσφορο, από το ρήμα προσφέρω. Πρώτα εξάγεται ο αμνός που συμβολίζει το σώμα του Ιησού Χριστού. Δεύτερον εξάγεται η τριγωνική μερίδα της Θεοτόκου. Τρίτον εξάγονται οι μερίδες των εννέα ταγμάτων, δηλαδή πάντων και πασών των αγίων της Εκκλησίας. Τέταρτον εξάγεται η μερίδα υπέρ του οικείου επισκόπου και πέμπτον εξάγονται οι μερίδες των ζώντων και κεκοιμημένων, της θριαμβεύουσας και της στρατευμένης Εκκλησίας (πρόκειται για μαργαρίτες, μικρά δηλ. ψίχουλα). Τα υπόλοιπα των προσφόρων που προσκομίζονται στην Πρόθεση είναι αυτά που ονομάζουμε Αντίδωρα.
Το μοιράζει ο ιερέας στο τέλος της Θ. Λειτουργίας σε όσους δεν κοινώνησαν. Δηλαδή αντί του Δώρου (Θεία Κοινωνία) που έλαβαν όσοι εκοινώνησαν, οι μη κοινωνήσαντες λαμβάνουν το «αντίδωρο».
Το μέγεθος των Αντιδώρων κατά τη Θεία Λειτουργία δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά τέτοιο που να επαρκεί ώστε να διανέμεται σε όσους δεν μετέλαβαν των αχράντων Μυστηρίων. Η Εκκλησία ορίζει ο πιστός να λαμβάνει κάθε φορά Δώρο, δηλ. το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Η ίδια δεν επιθυμεί όμως και εκείνοι που δεν είναι προετοιμασμένοι για τη μετοχή του Δώρου, να φεύγουν απ’ αυτήν χωρίς να λαμβάνουν κάτι. Είναι το Αντίδωρον μια πράξη αγάπης και φιλανθρωπίας για όλους εκείνους του αναξίους της μετοχής. Και μπορεί το Αντίδωρο να μην είναι το ίδιο Σώμα του Χριστού, όμως είναι άρτος «ηγιασμένος» γιατί σφραγίστηκε ολόκληρος με τη λόγχη και δέχθηκε από το λειτουργούντα και προσκομίζοντα Ιερέα τα άγια λόγια.
Το Αντίδωρο τρώγεται εκείνη την ώρα που λαμβάνεται από τον ιερέα και ο πιστός καλείται να είναι νηστικός. Λαμβάνοντας μόνος του κανείς το Αντίδωρο στερείται της ευκαιρίας να λάβει την ευλογία του Λειτουργούντος Ιερέως.
Επειδή το πρόσφορο θεωρείται το σώμα της Παναγίας, για αυτό το σχήμα του προσφόρου είναι στρογγυλό, ομοιάζοντας με την κοιλιά της Παναγίας απ’ την οποία εξάγεται ο Χριστός, ομοίως και το Αντίδωρο συμβολίζει το σώμα της Αειπαρθένου Παναγίας.
Ο ιερέας όταν μοιράζει το Αντίδωρο στους πιστούς λέει την ευχή: «Ευλογία Κυρίου και έλεος έλθοι επί σε», σε κάθε χριστιανό που προσέρχεται. Και με την ευχή αυτή προσφέρει μία ακόμη ευλογία, στις άλλες δύο που είναι αυτό τούτο το Αντίδωρο και ο ασπασμός του χεριού του.
Δεν έχει σημασία να κρατήσεις αρκετά αντίδωρα, για να τρως ένα κάθε πρωί, θεωρώντας ότι έτσι μεταλαμβάνεις κάθε ημέρα. Το Αντίδωρον είναι αντί της μετοχής των αχράντων Μυστηρίων στη συγκεκριμένη μέρα, χρόνο και τόπο τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας. Μαζί με τον εκκλησιασμό έρχεται ή το Δώρο, ή το Αντίδωρον.

Πηγή: dogma.gr


ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Πολλοί πιστοί ζητούν, κατά την στιγμή που λαμβάνουν την προσωπική τους μερίδα Αντιδώρου από τον Ιερέα, να λάβουν και άλλα περισσότερα Αντίδωρα γιατί θέλουν να μεταλαμβάνουν από αυτό όλες τις ημέρες της εβδομάδας που δεν μπορούν να μετέχουν στην Εκκλησία.
Κάποιοι πιστοί σε περιόδους νηστείας βαστούν το λεγόμενο «τριήμερο» και δεν τρώνε για τρεις ημέρες τίποτε άλλο παρεκτός του Αντιδώρου κάθε πρωί ή κατά Θ΄ Ώρα, δηλ. στις 3 μ.μ. Όλες αυτές είναι ευλογημένες συνήθειες που προέρχονται από την εκτίμηση της σημασίας και της αξίας που έχει ο ευλογημένος αυτός άρτος της προσφοράς. 

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ;

Η Αγία μας Εκκλησία όρισε και κάποια ιδιαίτερα Σάββατα να είναι αφιερωμένα εξαιρετικά στις μνήμες των κεκοιμημένων μας και μάλιστα «των απανταχού της Οικουμένης», τα οποία ονομάζει Ψυχοσάββατα.
Η «δέησις υπέρ των κεκοιμημένων τω Σαββάτω των ψυχών» είναι γνωστή ως Ψυχοσάββατο. Η δέησις γίνεται κατά τον εσπερινό της Παρασκευής στον οποίο μνημονεύονται όλες οι ψυχές των κεκοιμημένων μας «απ’ αρχής και μέχρι των έσχατων» όπως αναφέρει και η εκτενής συναπτή.
Ο άγιος Νεκτάριος αναφέρει σχετικά: «Η ημετέρα Εκκλησία από της ιεράς ταύτης διδαχθείσης παραδόσεως μακράν του να νομίζη τα εαυτής τέκνα καθαρά από παντός ρύπου, ειδυϊά την ανθρωπίνην ασθένειαν, ου γαρ έστιν άνθρωπος, ος ζήσεται και ουχ αμαρτήσει, εύχεται, παρακαλεί, καθικετεύει τον φιλάνθρωπον Θεόν υπέρ των κοιμηθέντων τέκνων αυτής, θεωρεί δε τα μνημόσυνα ως αναπόφευκτον υποχρέωσιν των ζώντων προς τους κεκοιμημένους. διό ου μόνον δι’ ένα έκαστον επιτελεί μνημόσυνα, αλλά και δύο γενικά ενιαύσια μνημόσυνα περί τε των εν ξένη γη αποθανόντων, και περί των μη νενομισμένων τυχόντων…».
Στο Τυπικό της μονής Σωτήρος Χριστού Μεσσήνης υπάρχει η σημείωσις σχετικά με τα Ψυχοσάββατα: «Πρέπει λοιπόν να γνωρίζωμε ότι το εσπέρας της Παρασκευής κατά το οποίο ψάλλομε τον εσπερινό του Σαββάτου της Απόκρεω μετά την ακολουθία του εσπερινού και την ευχή που δίνει ο ιερέας κατά την απόλυση, βγαίνουμε από το ναό ψάλλοντας τον ψαλμό:
«Ο κατοικών εν βοήθεια του Υψίστου», κι αφού όλοι οι αδελφοί φτιάξομε ένα χορό προ του Τιμίου Σταυρού ψάλλομε τον νεκρώσιμο κανόνα κατά τον οποίο εναλλάσσονται ο ιερέας με το διάκονο. Και μετά το πέρας ολοκλήρου της ακολουθίας κατά το σύνηθες, μαζί με την απόλυση, τρώγομε και τα κόλλυβα. Και μετά από αυτά αρχίζουμε την προσευχή. Το ίδιο κάνουμε και το Σάββατο προ της Πεντηκοστής».
Η αγάπη προς τους κεκοιμημένους οδήγησε την Ορθόδοξη Εκκλησία στην καθιέρωση ιδιαίτερης ημέρας της εβδομάδας σ’ αυτούς. Έτσι το Σάββατο, ως επίσης και τα δύο Ψυχοσάββατα αφιερώνονται στη μνήμη τους. Όλες αυτές οι ημέρες οι προς τιμή των κεκοιμημένων συνδέονται με προσευχές υπέρ αναπαύσεως αυτών.
«Το Ψυχοσάββατο μας υπενθυμίζει τη διάσταση της αιώνιας ζωής, που φωτίζει και την επίγεια. Το Ψυχοσάββατο μάς υπενθυμίζει την υποχρέωση να θυμόμαστε τους νεκρούς μας και να προσευχόμαστε γι’ αυτούς». Επίσης μας φέρνει στο νου και τους επίκαιρους στίχους του νεοέλληνα ποιητή Γεωργίου Δροσίνη:
Μήπως ότι θαρρούμε βασίλεμα γλυκοχάραμα αυγής είναι πέρα;
Κι αντί να έρθει μια νύχτ’ αξημέρωτη ξημερώνει μια αβράδιαστη μέρα;
Μήπως ειν’ αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
ό,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν’ αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;

Πόσα και ποια είναι τα Ψυχοσάββατα;
Ψυχοσάββατα στην εκκλησιαστική μας παράδοση υπάρχουν δύο. Το ένα είναι το Σάββατο προ των Απόκρεω και το δεύτερο, το Σάββατο προ της Πεντηκοστής. Επίσης στη Βόρειο Ελλάδα υπάρχει κι ένα τρίτο καθιερωμένο ως Ψυχοσάββατο που πιθανόν έχει να κάμει με τους εορτασμούς του πολιούχου της πόλεως Θεσσαλονίκης, Αγίου Δημητρίου. Στη λειτουργική μας Παράδοση έχουμε εκτός της Μεγάλης Εβδομάδας του Κυρίου μας κι άλλες εβδομάδες, ή άλλους κύκλους μεγάλων εορτών που τείνουν να μοιάσουν προς τη Μεγάλη Εβδομάδα του Πάσχα. Αυτή είναι μία μιμητική καλή πράξη που άρχισε πολύ παλαιά και είναι θα λέγαμε η γενεσιουργός μητέρα όλων των άλλων μεγάλων εορτών, σε υμνογραφία και νηστεία. Έτσι της εορτής του Αγίου Δημητρίου προηγείται Μεγάλη Εβδομάδα που καθιερώθηκε τελευταίως ανελλιπώς, κάθε χρόνο στην αγιοτόκο Θεσσαλονίκη, προνοία του οικείου Παναγιωτάτου Μητροπολίτου.
Το Σάββατο που προηγείται της Εβδομάδας του Αγίου Δημητρίου, υπάρχει ως τρίτο Ψυχοσάββατο για το οποίο κάναμε λόγο παραπάνω. Επίσης εκτός των παραπάνω ψυχοσαββάτων σε ορισμένα μέρη, κυρίως στην κεντρική Ελλάδα και σ’ αυτή την πρωτεύουσα των Αθηνών συνηθίζονται και άλλα δύο Σάββατα να αφιερώνονται στους κεκοιμημένους, αποκαλούμενα κι αυτά ως Ψυχοσάββατα. Αυτά είναι το Σάββατο μετά το Ψυχοσάββατο της Απόκρεω δηλ. Το Σάββατο της Τυρινής κι επίσης το αμέσως επόμενο Σάββατο της πρώτης εβδομάδος των Νηστειών, το λεγόμενο Ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων.
Το πρώτο Ψυχοσάββατο, το μετά την Κυριακή του Ασώτου Σάββατον λέγεται «Σάββατον των ψυχών» ή «Ψυχοσάββατον», διότι κατ’ αυτό η αγία μας Εκκλησία τελεί μνημόσυνα υπέρ πάντων των κεκοιμημένων. Σχετικά αναφέρει το εκκλησιαστικόν βιβλίον που λέγεται Τριώδιον: «Εξ αυτών των Αποστολικών Διαταγών εν βιβλίω, έλαβεν η του Χριστού Εκκλησία την συνήθειαν του επιτελείν τα λεγόμενα τρίτα και ένατα και τεσσαρακοστά και λοιπά μνημόσυνα των κεκοιμημένων.
Επειδή δε πολλοί κατά καιρούς απέθανον άωρα ή εις ξενιτείαν, ή εις θάλασσαν, ή εις όρη και κρημνούς, ίσως δε και πένητες όντες ουκ ηξιώθησαν των διατεταγμένων μνημοσυνών. Διά τούτο φιλανθρώπως οι θείοι Πατέρες κινούμενοι, εθέσπισαν σήμερον μνημόσυνον κοινόν πάντων των απ’ αιώνος ευσεβώς τελευτησάντων χριστιανών, ίνα και όσοι των μερικών μνημοσυνών ουκ έτυχον συμπεριλαμβάνωνται εις το κοινόν τούτο κακείνοι.
Προς τούτοις, επειδή αύριον ποιούμεν την ανάμνησιν της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, και επειδή οι κεκοιμημένοι ουδέ εκρίθησαν, ουδέ έλαβον έτι την τελείαν αντάμειψιν ευκαίρως ακαίρως μνημονεύει σήμερον των ψυχών η Εκκλησία και, εις το άπειρον έλεος του Θεού θαρρούσα, δέεται ίνα ελεήση τους αμαρτωλούς. Ότι δε απάντων κοινώς των τεθνεώτων η μνήμη ενθυμίζει τον κοινόν θάνατον και εις ημάς εν καιρώ αρμοδίω και διεγείρει προς μετάνοιαν, τούτο έστι τρίτον αίτιον του παρόντος μνημόσυνου». Τα ίδια γράφει το Ωρολόγιον και για το Ψυχοσάββατον της Πεντηκοστής.
Το δεύτερο Ψυχοσάββατον είναι ετήσιον μνημόσυνον υπέρ των ψυχών των κεκοιμημένων και η Εκκλησία μας το τελεί εννέα ημέρες μετά την Ανάληψη του Σωτήρος Χριστού, δηλ. το Σάββατο προ της Πεντηκοστής του Πάσχα. «Κατά την ημέραν ταύτην μνήμην ποιείται η Εκκλησία πάντων των από Αδάμ ευσεβώς κοιμηθέντων, δέεται υπέρ αυτών και αιτείται παρά Χριστού του Θεού του αναληφθέντος εις τους ουρανούς και εν δεξί καθεσθέντος του Πατρός, όπως εν ώρα της κρίσεως απολογίαν αγαθήν δώσωσιν αυτώ τω πάσαν κρίνοντι την γην, τύχωσι της εκ δεξιών αυτού παραστάσεως εν χαρά, εν μερίδι δικαίων και εν κλήρω φωτεινώ αγίων και γίνωσιν άξιοι της ουρανίου βασιλείας κληρονόμοι».
Ο άγιος Νεκτάριος σημειώνει σχετικώς «Η Εκκλησία δεομένη υπέρ όλων αυτών που κοιμήθηκαν ευσεβώς, από Αδάμ μέχρι σήμερα, εύχεται όχι μόνο βέβαια υπέρ των χριστιανών διότι κανείς χριστιανός δεν υπήρχε από Αδάμ μέχρι του Χριστού, αλλά δέεται για κάθε ψυχή ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους που έζησε ενάρετα, είτε σύμφωνα με το νόμο, είτε εν ακροβυστία εύχεται (ενν. Η Εκκλησία) στα τροπάρια, ώστε κάθε άνθρωπος που διέπραξε σωστά τα του βίου και προς τον Θεό μετέστη, να τον αξιώσει ο Θεός της ουρανίου Βασιλείας Του».
«Διά της παρούσης διατεταγμένης ακολουθίας υπέρ των ευσεβώς κοιμηθέντων, η Εκκλησία διακηρύττει ότι οι τελειωθέντες ενάρετοι άνδρες από Αδάμ μέχρι Χριστού, είναι άξιοι του θείου ελέους και παρακαλεί το Θεό γι’ αυτούς, ώστε να τους δώσει κατά την ημέρα της κρίσεως «ευπρόσδεκτον απολογίαν».
Το φρόνημα αυτό της Εκκλησίας, το οποίο γνωρίζουμε από τους αποστολικούς χρόνους, είναι πολύ ορθό και δίκαιο διότι, αφού ο Κύριος ήλθε για να σώσει τον κόσμο, συνεπάγεται ότι επρόκειτο να σώσει κι όλους, όσους πέρασαν το βίο τους ενάρετα προ της ελεύσεως αυτού (ενν. του Χριστού)• διότι η έλλειψις αρετής στον κόσμο δεν προκάλεσε την ανάγκη της ενσάρκου οικονομίας του Υιού του Θεού, αλλά η έλλειψις της αγαθής σχέσεως προς το Θεό και το μεσότοιχο της έχθρας που αποτελούσε διαχωριστικό μεταξύ Θεού και ανθρώπου και το οποίο ο Υιός του Θεού ήλθε να γκρεμίσει. Αιτία λοιπόν της ελεύσεως του Υιού του Θεού στη γη ήταν η συμφιλίωσις του Θεού με τον άνθρωπο κι όχι η έλλειψις αρετής…».
Ο ίδιος ο άγιος Νεκτάριος για το δεύτερο Ψυχοσάββατο αναφέρει: «Η ακολουθία των κεκοιμημένων τοποθετήθηκε πολύ κατάλληλα, μετά την Ανάληψη του Σωτήρος, διότι δι’ αυτής ο Κύριος ανερχόμενος στους κόλπους του Πατρός κι αφού έλαβε κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη, έγινε Κύριος και των ζώντων και των νεκρών.

Η Εκκλησία λοιπόν θέλοντας αφ’ ενός μεν να ομολογήσει τον Ιησού Χριστό ζώντων και νεκρών εξουσιαστή, αφ’ ετέρου δε (θέλοντας ενν.) να ανακηρύξει την πίστη της στη δευτέρα Παρουσία, συνέταξε την ακολουθία υπέρ των κεκοιμημένων».