ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: Η ΝΕΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΕΙ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ


Η νέα κυβέρνηση απογοητεύει τους Χριστιανούς πολίτες
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Θεολογίας του ΑΠΘ

Η παρούσα Κυβέρνηση προανήγγειλε ότι κάθε Υπουργός έχει λάβει από την κεντρική εξουσία έναν φάκελο με οδηγίες για το Πρόγραμμα που θα ακολουθεί στην άσκηση των συγκεκριμένων υπουργικών του καθηκόντων.
Θα ήταν πολύ σημαντικό να γνωρίζουν οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας, τι αναφέρεται στις οδηγίες αυτές για δύο πολύ σημαντικά θέματα που ταλανίζουν τα τελευταία χρόνια την κοινωνική ζωή του λαού μας: 

Το πρώτο θέμα είναι η  διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία, που ταλάνισε τον ελληνικό λαό επί (8) έτη και το άλλο η πρόσφατη αποκαθήλωση, από την τωρινή Κυβέρνηση, των αφισών που είχαν αναρτηθεί στους σταθμούς του ΜΕΤΡΟ από τα χριστιανικά Σωματεία και τις χριστιανικές Ενώσεις για τον σεβασμό της ζωής του αγέννητου παιδιού.
Ειδικότερα, το πρώτο θέμα αφορά, στην εισαγωγή στα σχολεία του πολυθρησκειακού Μαθήματος των Θρησκευτικών από τον ΣΥΡΙΖΑ (2016), με καταπάτηση της συνταγματικής, θεολογικής και παιδαγωγικής κανονικότητας.
Για την απόκλιση των Προγραμμάτων και της ύλης διδασκαλίας των Θρησκευτικών, η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων, η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς και άλλοι φορείς και γονείς προσέφυγαν από το (2016) στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), το οποίο εξέδωσε (4) ακυρωτικές αποφάσεις (2018) και (2019), οι οποίες, όμως, με ευθύνη της παρούσας Κυβέρνησης, δεν εφαρμόζονται.
Για την Ιστορία, η τωρινή Κυβέρνηση είχε υποσχεθεί πριν τις εκλογές διά της Προέδρου της Επιτροπής Παιδείας και νυν Υπουργού Παιδείας κ. Κεραμέως και πολλών Βουλευτών της ΝΔ ότι το μάθημα θα επανέλθει στη συνταγματική του κανονικότητα.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, ως Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως, απαντώντας στα μέλη του ΔΣ της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων, λίγο πριν τις πρόσφατες εκλογές (2019) στη Θεσσαλονίκη τόνισε ότι ο χαρακτήρας του Μαθήματος πρέπει να είναι Ορθόδοξος, αφού το έθνος μας είναι ορθόδοξο και ότι τα νέα Θρησκευτικά του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακατάλληλα για παιδιά.
Ήταν επομένως σαφές και από τις επερωτήσεις που γίνονταν στη Βουλή προεκλογικά, από την πλευρά των βουλευτών και ειδικά από την Επιτροπή Παιδείας της ΝΔ, και την πρόεδρό της κ. Κεραμέως ότι η ΝΔ θα εφάρμοζε το Σύνταγμα και τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Και, όμως, μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας Υπουργού Παιδείας ήλθε η αναπάντεχη απογοήτευση όλων και η διάψευση των ελπίδων για σεβασμό του Υπουργείου Παιδείας απέναντι στο Σύνταγμα και τις αποφάσεις του  ΣτΕ.
Η επιστροφή στα πριν από το 2016 Προγράμματα και βιβλία δεν έχει πραγματοποιηθεί, ενώ οι μαθητές στα σχολεία, με εντολή της Νέας Ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, διδάσκονται και φέτος τα ακυρωμένα από το ΣτΕ Προγράμματα και βιβλία των Θρησκευτικών.
Δεν γνωρίζουμε τον συμβουλευτικό ρόλο που έχουν στην μη συμμόρφωση στο ΣτΕ άλλα πρόσωπα, με υπεύθυνες θέσεις στο Υπουργείο που συνδέονται και με τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο.
Ωστόσο η κ. Κεραμέως, που έχει την πολιτική ευθύνη των αποφάσεων, με τη μέχρι τώρα στάση της, δείχνει ότι δεν προτίθεται να επαναφέρει το μάθημα στην πριν από το 2016 κατάσταση, διαφωνώντας ανοικτά με το ΣτΕ και με όλους τους υγιώς πιστεύοντας ορθόδοξους χριστιανούς της χώρας.
 Έτσι, τα ακυρωμένα Προγράμματα και Βιβλία (φάκελοι) συνεχίζουν, με δική της  ευθύνη,  να υπηρετούν την ανάπτυξη της πολυθρησκευτικής και ουδετερόθρησκης  συνειδήσεως των μαθητών, όπως ακριβώς είχε σχεδιαστεί από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
 Και η ερώτηση έρχεται φυσιολογικά: Θα το έκανε αυτό η Κυβέρνηση για τους Μουσουλμάνους και Εβραίους μαθητές;
Ως προς το δεύτερο θέμα του σεβασμού της ζωής του αγέννητου παιδιού, ο Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών κ. Καραμανλής πήρε αυτήν την περίεργη αντιδημοκρατική απόφαση, προς μεγάλη απογοήτευση πολλών πολιτών, να δώσει εντολή αποκαθήλωσης των αφισών που είχαν αναρτήσει πρόσφατα τα Ορθόδοξα χριστιανικά Σωματεία της Αθήνας στους σταθμούς του ΜΕΤΡΟ για ενημέρωση και ευαισθητοποίηση ένα ευρύ σύνολο νέων κυρίως ανθρώπων. 
Διότι εκτός των χριστιανικών και δημοκρατικών συνειδήσεων, ο κ. Υπουργός Μεταφορών προσέβαλε την Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία είχε ορίσει, με εγκύκλιό της τον Ιούλιο του 2019 «την Κυριακή μετά την Χριστού Γέννηση, ως ημέρα προστασίας του αγέννητου παιδιού».
Στην ίδια εγκύκλιο επισημαίνεται από την Ιερά Σύνοδο ότι «ο κάθε άνθρωπος, από την πρώτη στιγμή της γονιμοποιήσεώς του, ‘εξ άκρας συλλήψεως’ είναι μοναδικός και ανεπανάλληπτος και άξιος κάθε προστασίας. Το δικαίωμά του στη ζωή πρέπει να είναι αναφαίρετο και αδιαπραγμάτευτο».
Υπόψη ότι τα χριστιανικά σωματεία της Αθήνας, ακολουθώντας το συνοδικό πνεύμα της  απόφασης της Εκκλησίας τους, νόμιμα και με την άδεια των υπευθύνων, ανάρτησαν τις αφίσες στο ΜΕΤΡΟ.
Ούτε η Εκκλησία ούτε τα Ορθόδοξα Σωματεία θέλησαν να πιέσουν ή να φοβίσουν τους πολίτες ή να καταργήσουν τα δικαιώματα των γυναικών για άμβλωση, αλλά απλώς να υπενθυμίσουν την ευθύνη που έχουμε όλοι μας απέναντι στη ζωή, που είναι δώρο του Θεού.
Επειδή και τα δύο παραπάνω θέματα αφορούν σε απαράδεκτη καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολιτών, από τους δύο νέους Υπουργούς, Παιδείας και Μεταφορών, ήδη από τη διακυβέρνηση της χώρας, στο πρώτο μόλις εξάμηνο της θητείας της Κυβέρνησης, η ΝΔ αναμένεται να απαντήσει στους ψηφοφόρους της, γιατί δεν ακολουθεί, αλλά καταπατάει τις διαχρονικές αξίες της ίδιας της παρατάξεως.
Έτσι, αν μεν είναι εντολή και επιλογή της κεντρικής  διακυβέρνησης, να αναλάβει τις ευθύνες της.
Αν δεν είναι, όμως, να μεριμνήσει άμεσα για διορθωτικές κινήσεις στην κυβερνητική δράση των δύο Υπουργών.
Διότι αποφάσεις και λύσεις, όπως αυτές, για τόσο σημαντικά και κυρίαρχα στην επικαιρότητα, κατά τα τελευταία χρόνια, θέματα, πληγώνουν και αμαυρώνουν την ψυχή του Ελληνικού λαού αλλά και το όλο έργο της τωρινής Κυβέρνησης.
Η Κυβέρνηση είναι ανάγκη να γνωρίζει ότι ο Ελληνικός λαός πίστεψε όλα όσα με σοβαρότητα, είτε δημοσίως είτε ιδιωτικώς, διακήρυτταν, με τις εξαγγελίες και τις υποσχέσεις που έδιναν πριν τις εκλογές,  τόσο ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και νυν Πρωθυπουργός όσο και τα στελέχη της ΝΔ για την απόλαυση του δικαίου των πολιτών και την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων, όχι μόνον στα οικονομικά θέματα αλλά και στα πνευματικά, κοινωνικά και προσωπικά.
Και σκέπτεται κάθε πολίτης αυτού του τόπου: Δεν γνωρίζουν άραγε οι πολιτικοί ότι για να απολαμβάνουν τον σεβασμό των πολιτών πρέπει να λένε αυτά που εννοούν και στη συνέχεια να κάνουν αυτά που λένε.
Διότι και τους πολιτικούς, ως ανθρώπους, ενδιαφέρει η προσωπική πνευματική φθορά και βλάβη, που αφορά όλους μας, όταν δεν τηρούμε τις υποσχέσεις μας.
Έχει αποδειχθεί μάλιστα ότι, στην περίπτωση που δεν κρατάμε τον λόγο μας, το υποσυνείδητό μας καταγράφει ένα μείον στον εγκέφαλό μας και μας εντάσσει στην κατηγορία των αναξιόπιστων, ενώ, ταυτόχρονα, στο υποσυνείδητο, που πάντα λειτουργεί, μειώνεται η αυτοπεποίθησή μας και ο αυτοσεβασμός μας.
Δεν σταματά όμως η φθορά στο προσωπικό πλαίσιο.  Σε κοινωνικό επίπεδο, επίσης, οι άνθρωποι με τους οποίους επικοινωνούμε χάνουν την εμπιστοσύνη τους σε εμάς, νιώθουν ότι δεν μπορούν να βασίζονται πάνω μας.
Οι διαπροσωπικές μας σχέσεις, αντί να αναπτύσσονται και να στερεώνονται, συρρικνώνονται.
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιούμε ότι οι υποσχέσεις που δίνουμε στους άλλους είναι πρωτίστως συμφωνίες  με τον ίδιο μας τον εαυτό μας.
Το να κρατάμε τον λόγο μας είναι ζωτικής σημασίας για τον τρόπο που βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε την πνευματική ισορροπία του ίδιου του εαυτού μας.
Από ορθόδοξης θεολογικής πλευράς, η απομάκρυνσή μας από τη ζωή της ευθύτητας της ειλικρίνειας και της αλήθειας, μας οδηγεί σε ένα σίγουρο κομμάτιασμα του εαυτού μας και στην πνευματική μας φθορά.
Διότι ο ψυχικός μας κόσμος είναι πλασμένος από τον Θεό να ζει μέσα στην αλήθεια και στο φως και δεν ανέχεται ούτε αντέχει να γίνονται επιλογές κατάχρησης της ελευθερίας μας και να κινείται η ύπαρξή μας μέσα στην πλάνη και στο σκότος που φέρνει το επίπλαστο, η στολή της παραλλαγής, οι ψεύτικες συμβάσεις που αποφασίζει να φοράει η προσωπικότητα, όταν, με διάφορους τρόπους και για διάφορους λόγους εμπαίζει τους άλλους. 

Ορθόδοξη Αλήθεια, 29/01/2020

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ (ΠΕΘ) ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Οι θέσεις της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (ΠΕΘ)
για τη σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών

Η 30ή Ιανουαρίου, ημέρα εορτής των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, έχει καθιερωθεί, από το 1842, ως ημέρα εορτασμού των ελληνικών γραμμάτων σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης. Στα πρόσωπα των Τριών Μεγάλων Πατέρων, που προστατεύουν την παιδεία μας, τιμώνται και εορτάζουν όλοι οι λειτουργοί της. Παραδοσιακά, στα σχολεία την ημέρα αυτή πραγματοποιούνταν εκκλησιασμός των μαθητών και ομιλία εκπαιδευτικού με σχετικό περιεχόμενο. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια η μεγάλη και σημαντική αυτή γιορτή υποβαθμίστηκε, με αποκορύφωμα την ουσιαστική κατάργησή της από την προηγούμενη κυβέρνηση, και την καθιέρωση αργίας και δίωρων εκδηλώσεων την προηγούμενη μέρα. Πρόσφατα, η σημερινή ηγεσία του ΥΠΕΘ εξέφρασε την πρόθεση να επαναφέρει την ημέρα ως σχολική εορτή. Σε αυτή την κατεύθυνση η Υφυπουργός Παιδείας κ. Ζαχαράκη εξέδωσε για το θέμα, μια κατά βάση ορθή εγκύκλιο. Όμως, στη συνέχεια, ακολούθησε το «άδειασμα» της Υφυπουργού από την Υπουργό κ. Κεραμέως, με ανακοίνωση που εξέδωσε και με μια δεύτερη άστοχη εγκύκλιο και νομοθετική ρύθμιση που κατέθεσε. Προφανώς, η προχειρότητα και η έλλειψη διαλογικού πνεύματος από τους υπεύθυνους και τους συμβουλάτορες της Υπουργού, την οδήγησαν σε ένα νέο πολιτικό και επικοινωνιακό ατόπημα,αποδομώντας έτσι μια ορθή πρωτοβουλία.
Η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), την οποία η κ. Υπουργός δεν έχει δεχθεί ακόμη, ως επιστημονική ένωση των Θεολόγων Ελλάδας που είναι, για διάλογο, επισημαίνει το απλό, λογικό και αυτονόητο: Ότι δηλαδή η ημέρα των Τριών Ιεραρχών μπορεί και είναι ανάγκη, πλέον, να είναι μια σχολική εορτή, κατά την οποία, όπως άλλωστε και στις άλλες σχολικές εορτές, δεν γίνονται μαθήματα, αλλά εκδηλώσεις σχετικές με το νόημα της. Η γιορτή θα πρέπει να περιλαμβάνει, κατά το  πρώτο δίωρο του σχολικού προγράμματος, εκκλησιασμό των μαθητών, και, στη συνέχεια στο επόμενο δίωρο, μετά την επιστροφή στο σχολείο, σχετικές εκδηλώσεις για το ευρύ και πολυδιάστατο έργο και τη διδασκαλία των Τριών Προστατών Αγίων της Παιδείας, όπως προβολές ταινιών, καλλιτεχνικές δράσεις, ομιλίες και συζητήσεις, θεατρικά δρώμενα κ.ά. Μέσα από τις δραστηριότητες αυτές, οι μαθητές θα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν όχι μόνο τα πρόσωπα και τη δράση των Τριών Αγίων Ιεραρχών, αλλά και άλλων Αγίων των χριστιανικών γραμμάτων. Θα μπορούν επίσης να προσεγγίζουν, σε διαθεματικό πλαίσιο, μεγάλες μορφές δασκάλων και παιδαγωγών απο την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ειδικότερα, ο εορτασμός του 2021 θα μπορούσε να αφιερωθεί σε σημαντικές προσωπικότητες και δασκάλους του ελληνικού Διαφωτισμού, στους φωτιστές του γένους μας στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, για τους οποίους οι Τρεις Ιεράρχες αποτέλεσαν πρότυπα και πηγή έμπνευσης.
Τονίζουμε επίσης, ότι οι σχολικές γιορτές δεν είναι ευκαιρίες για χάσιμο χρόνου ή για διασκέδαση και ανάπαυλα, αλλά μέρες για να ψυχαγωγούνται, με όλη τη σημασία της λέξεως και να ανατροφοδοτούνται πνευματικά, με αληθινά πρότυπα γνώσης, επιστήμης και αρετής τόσο οι μαθητές όσο και οι δάσκαλοι. Σε μια περίοδο, μάλιστα, κατά την οποία υπάρχει πνευματική,  ηθική και κοινωνική κρίση και ακαρπία, η προβολή δασκάλων και προσωπικοτήτων του πνευματικού ύψους των Τριών Αγίων Ιεραρχών και του πνευματικού, επιστημονικού, κοινωνικού και πολιτισμικού έργου, που άφησαν στην ελληνική πνευματική παράδοση, ενισχύουν τις αρχές και τις αξίες και ομορφαίνουν και εμπλουτίζουν τόσο τη σχολική μόρφωση όσο και την ψυχή εκάστου/ης μαθητή/τριας. Με άλλα λόγια οι Τρείς Πατέρες της Ορθοδοξίας συμβάλλουν αποφασιστικά στην αρετοποιό διαπαιδαγώγηση των μαθητών, αφού, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, “πασῶν τῶν ἐπιστημῶνἀρετή ἀνωτέρα”.
Η ΠΕΘ συγχαίρει την Υπουργό Παιδείας κ. Κεραμέως για την κατάργηση της αργίας που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ.Την καλεί όμως και της προτείνει να αναθεωρήσει την τελευταία ρύθμιση και να προσδώσει, όχι μόνο σε ένα τμήμα της σχολικής ημέρας, αλλά σε ολόκληρη την ημέρα της 30ής Ιανουαρίου τον χαρακτήρα του σχολικού εορτασμού, με ένα πλαίσιο προγραμματικής οργάνωσης και ρύθμισης, όπου θα συμμετέχουν μαθητές και διδάσκοντες, και όπου η εορτή δεν θα τίθεται σε αμφιβολία ή υπό την κρίση ή την περιφρόνηση κανενός. Με τον τρόπο αυτό, θα προσφερθεί από το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας η αίσθηση και η βεβαιότητα ότι ο εορτασμός των Τριών Προστατών Αγίων της ελληνικής Παιδείας, με εκκλησιασμό και διδακτικές - μαθησιακές εκδηλώσεις, που θα έχουν επίκεντρο το πλούσιο και πολύπλευρο έργο των Ιεραρχών, μπορεί να αποτελέσει μια ημέρα πνευματικού προβληματισμού και ηθικοκοινωνικής μαθητείας. Η απόφαση της κ. Υπουργού να γίνονται μαθήματα μετά τον εορτασμό φανερώνει μία τάση υποτίμησης της ίδιας της Εορτής και αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να φανεί ως πρόθεση του Υπουργείου Παιδείας. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι το Υπουργείο ενδιαφέρεται, έτσι ώστε οι μαθητές, σύμφωνα και με τον σκοπό του ισχύοντος εκπαιδευτικού νόμου (1566/85, άρθρ. 1), «να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν αρμονικά το πνεύμα και το σώμα τους, να αποκτούν, μέσα από τη σχολική τους αγωγή, κοινωνική ταυτότητα και συνείδηση, να ενημερώνονται και να ασκούνται πάνω στη σωστή και ωφέλιμη για το ανθρώπινο γένος χρήση και αξιοποίηση των αγαθών του σύγχρονου πολιτισμού, καθώς και των αξιών της λαϊκής μας παράδοσης».
Είμαστε βέβαιοι ότι, με αυτό το περιεχόμενο, η εορτή θα έχει την επιδοκιμασία των μαθητών και των εκπαιδευτικών και θα μπορεί να αποτελεί μια εστία πνευματικής ακτινοβολίας για την παιδεία μας, προς όφελος όλων των Ελλήνων που αγαπούν, σέβονται και τιμούν τους Τρεις Αγίους Οικουμενικούς Φωστήρες.

Το ΔΣ της ΠΕΘ

http://thriskeftika.blogspot.com

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

ΧΑΣΤΟΥΚΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΑΥΡΗΝ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΠΟΧΙΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ


ΧΑΣΤΟΥΚΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΑΥΡΗΝ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
ΤΩΝ ΝΕΟΕΠΟΧΙΤΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

Τὸ Εὐρωπαϊκὸν Δικαστήριον Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἐκήρυξε παράνομον τὴν ὑποχρεωτικὴν συνεκπαίδευσιν Ὀρθοδόξων καὶ Ἀθέων
Ἀπὸ ἀπροσδόκητη μεριὰ (ἀπὸ τὴν μεριὰ τῶν ἀθέων) ἦλθε ἡ δικαίωση τῶν Ὀρθοδόξων ἀγωνιστῶν ἐκπαιδευτικῶν ποὺ ἐπιβραβεύθηκαν ἀπὸ τὸ ΣτΕ μὲ τὶς πρόσφατες ἀποφάσεις γιὰ τὴν ἀπαγόρευση μεικτῶν θρησκευτικῶν προγραμμάτων, ποὺ δὲν ἐξασφαλίζουν τὴν Ὀρθόδοξη κατάρτιση Ὀρθοδόξων μαθητῶν.

Στὴν ἀπόφαση Παπαγεωργίου καὶ ἄλλων κατὰ Ἑλλάδος, ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στὸ Στρασβοῦργο στὶς 31.10.2019, τὸ πρῶτο τμῆμα τοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἔκρινε ἀντίθετη μὲ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Σύμβαση τῶν Δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου τὴν ὑποχρεωτικὴ συνδιδασκαλία ἐνθέων καὶ ἀθέων. Ἐπιβεβαιώθηκε ἔτσι ἡ λογικὴ τῶν ἀποφάσεων 1749-1750 τοῦ ΣτΕ γιὰ ἀποκλειστικὰ ὀρθόδοξο χαρακτήρα τοῦ μαθήματος.
Τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων διευκρίνησε τὰ ἀκόλουθα:
Δυνάμει τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ πρώτου πρωτοκόλλου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως τῶν Δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου οἱ γονεῖς πρωτίστως εἶναι ἁρμόδιοι γιὰ τὴν ἐκπαίδευση καὶ διδασκαλία τῶν παιδιῶν τους. Οἱ γονεῖς μποροῦν νὰ ἀπαιτήσουν τὸ κράτος νὰ σέβεται τὶς θρησκευτικὲς καὶ πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Ἡ διατήρηση μιᾶς δημοκρατικῆς κοινωνίας ἐπιβάλλει τὸν σεβασμὸ τοῦ πλουραλισμοῦ στὴν ἐκπαίδευση. Αὐτὸ σημαίνει πρακτικὰ ὅτι ὁποιαδήποτε προσπάθεια συστέγασης ἑτεροτήτων, ὅπως εἶναι ἡ διαβόητη φρασεολογία τῶν ἀκυρωθέντων ἀπὸ τὸ ΣτΕ προγραμμάτων σπουδῶν, εἶναι παράνομη. Τὸ κράτος, συνεχίζει τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο, ἀπαγορεύεται νὰ διεξάγει προπαγάνδα ἤ προσηλυτισμό, ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς πεποιθήσεις τῶν θρησκευτικῶν καὶ πολιτικῶν πεποιθήσεων τῶν γονέων. Ὅταν τὸ Δικαστήριο λέει μιλᾶμε γιὰ σεβασμό, δηλ. «respect», ἐννο­οῦμε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸ ἀναγνωρίζω ἤ λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν. Αὐτὸς ὁ σεβασμὸς σὲ αὐτὲς τὶς πεποιθήσεις συνεπάγεται καὶ θετικὲς ὑποχρεώσεις, διατηρώντας ὡστόσο εὐρεῖα διακριτικὴ εὐχέρεια συμμόρφωσης μὲ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Σύμβαση τῶν Δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ Δικαστήριο τονίζει ὅτι ἡ σύμβαση τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου ἔχει ἐπικουρικὸ χαρακτήρα καὶ τὰ συμβαλλόμενα κράτη εἶναι πρωτογενῶς ἁρμόδια, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ δικαιώματα καὶ τὶς ἐλευθερίες ποὺ ἐξασφαλίζονται στὴν Σύμβαση. Ἄρα ὅλη ἡ παραφιλολογία περὶ ὑποχρεωτικῆς ἐπιβολῆς ἐξ Εὐρώπης ἑνὸς οὐδετερόθρησκου μαθήματος εἶναι ψευδής, γιατί, ὅπως τὸ ἴδιο τὸ δικαστήριο διαβεβαιώνει αὐτό, δὲν ἀνήκει στὴν ἁρμοδιότητά του, ἀλλὰ στὰ κράτη. Τὸ Δικαστήριο προσ­θέτει ὅτι τὰ κράτη διὰ τῆς δημοκρατικῆς νομιμοποιήσεώς τους εἶναι καλύτερα καταρτισμένα ἀπὸ ἕνα Διεθνὲς Δικαστήριο νὰ κρίνουν τὶς τοπικὲς ἀνάγκες καὶ συνθῆκες. Πρακτικά, ἐκεῖνο ποὺ τονίζει τὸ Δικαστήριο, εἶναι ὅτι δὲν μποροῦν νὰ ὑποχρεωθοῦν οὔτε οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ ὑποστοῦν προπαγάνδα ἀθεϊστική, οὔτε προπαγάνδα θρησκειολογισμοῦ, ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ ἄθεοι νὰ ἐκπαιδευθοῦν μὲ τὸ ζόρι στὴν Ὀρθοδοξία.
Διὰ τῆς δικῆς του ὁδοῦ καὶ φρασεολογίας τὸ Δικαστήριο ἐπιβεβαιώνει τὸ τοῦ Κυρίου: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν».
Ὡς πρὸς τὸ θέμα τῶν ἀπαλλαγῶν ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ μὴ ἐξαναγκάζονται οἱ μαθητὲς νὰ βρεθοῦν σὲ κατάσταση σύγκρουσης μεταξὺ τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης ποὺ δίνεται ἀπὸ τὸ Σχολεῖο καὶ τῶν θρησκευτικῶν καὶ πολιτικῶν πεποιθήσεων τῶν γονέων τους, διότι αὐτὲς οἱ πεποιθήσεις εἶναι θέματα τῆς προσωπικῆς συνειδήσεως τοῦ κάθε ἑνός.
Ἡ ἐλευθερία ποὺ κατοχυρώνεται μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ σύμβαση συμπεριλαμβάνει καὶ τὸ ἀρνητικὸ μέρος τῆς δυνατότητας κάθε ἀτόμου νὰ μὴ ἐκδηλώνει τὴν θρησκευτικὴ πίστη του ἤ τὴν ἀπουσία ὁποιασδήποτε θρησκευτικῆς πίστης.
Καταδικάζοντας τὴν Ἑλλάδα τὸ Δικαστήριο καταδίκασε τὴν ἔμμεση προσπάθεια τῆς προηγούμενης κυβέρνησης καὶ τῶν θεολόγων συνοδοιπόρων της νὰ ἐγκλωβίσουν τοὺς πάντες σὲ ἕνα ἑνιαῖο πρόγραμμα σπουδῶν ἀδιαφορώντας – γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν φρασεολογία τους- γιὰ τὴν ἑτερότητα τοῦ ὀρθοδόξου μαθητοῦ ἔναντι τοῦ ἑτεροδόξου καὶ ἀθέου ἤ ἀγνωστικιστοῦ, θεωρώντας ὅτι ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ μποῦν σὲ ἕνα κοινὸ μίξερ, γιὰ νὰ μὴ γίνονται δῆθεν διακρίσεις μαθητῶν. Αὐτὴ ἦταν ἡ παγίδα, μὲ τὴν ὁποία ἐξαπάτησαν καὶ πολλοὺς ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐντὸς τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ χώρου. Ἡ καθιέρωση ἀπὸ τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο τοῦ δικαιώματος στὴν ἀπαλλαγὴ ὄχι μόνον δὲν προσβάλλει τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, ὅπως διαδίδουν τὰ παπαγαλάκια τῶν νεοεποχίτικων θεολόγων, ἀλλὰ προστατεύει τὴν σοβαρότητα τοῦ μαθήματος καὶ τοῦ ὀρθοδόξου Θεολόγου ἀπὸ ἐκπτώσεις δῆθεν γιὰ λόγους δημοκρατίας. Τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο ἔδωσε ἕνα μάθημα ὅτι δημοκρατία καὶ ἀνθρώπινα δικαιώματα σημαίνει διάκριση τῶν ἑτεροτήτων καὶ ὄχι ἀψυχολόγητη καὶ ἀντιπαιδαγωγικὴ ὁμογενοποίησή τους.

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Η ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ


Η πολλαπλή αποδόμηση του πολυθρησκειακού μαθήματος Θρησκευτικών
Γράφει ο Κωνσταντῖνος Χολέβας- Πολιτικός Ἐπιστήμων

Άρκετά προβλήματα προξένησαν στούς μαθητές καί στίς μαθήτριες τά πολυθρησκειακά Θρησκευτικά, τά ὁποῖα εἰσήχθησαν στα Δημοτικά, Γυμνάσια καί Λύκεια με τίς ὑπουργικές ἀποφάσεις τοῦ κ. Νίκου Φίλη τό 2016 καί τοῦ κ. Κων. Γαβρόγλου τό 2017. Λίθοι, πλίνθοι καί κέραμοι ἀτάκτως ἐρριμμένα, ὅπως θά ἔλεγε καί ὁ ἀρχαῖος ἱστορικός Ξενοφῶν. Μία ἀνάμειξη δεκάδων θρησκειῶν, δοξασιῶν καί λαογραφικῶν πληροφοριῶν, οἱ ὁποῖες προκαλοῦσαν σύγχυση στόν μαθητή καί δέν οίκοδομοῦσαν. Εἶναι πλέον ἡ ὥρα νά ἀποσυρθοῦν οἱ λεγόμενοι φάκελοι, δηλαδή τά σχολικά βιβλία τοῦ συγκεκριμένου Προγράμματος Σπουδῶν ἀπό ὅλες τίς τάξεις.
Τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, ὅπως τό ὀνόμασαν οἰ σχεδιαστές του, ἤδη ἀποδομήθηκε ἀπό δικαστικές ἀποφάσεις καί ἀπό τίς ἀπόψεις ἐγκρίτων θεολόγων καί παιδαγωγῶν. Θυμίζω:

Μέ τίς ἀποφάσεις 660/2018 καί 926/2018 τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, δηλαδή τό Ἀνώτερο Ἀκυρωτικό Δικαστήριο τῆς χώρας, δέχθηκε τήν προσφυγή τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων καί μεμονωμένων γονέων, καί ἀκύρωσε τά πολυθρησκειακά Θρησκευτικά ὡς ἀντίθετα πρός τό Σύνταγμα, τούς Νόμους καί τήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου. Το Δικαστήριο ἔκρινε ὅτι τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ ἀκόμη καί ὡς μία μορφή προσηλυτισμοῦ εἰς βάρος τῶν μαθητῶν καί μαθητριῶν. Οἱ δικαστές μάλιστα ἔκριναν ὅτι δέν πρόκειται κἄν για θρησκειολογικό μάθημα, διότι στήν ἀμιγῆ θρησκειολογία, οἱ διαφορετικές θρησκεῖες παρατίθενται σέ ξεχωριστά κεφάλαια καί ὄχι ὅλες μαζί στό ἴδιο κεφάλαιο.
Μέ τίς νεώτερες ἀποφάσεις 1749/2019 καί 1750/2019 τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας (ΣτΕ) ἔκρινε τίς Ὑπουργικές ἀποφάσεις Γαβρόγλου γιά τά Θρησκευτικά ὡς ἄκυρες καί ἀντισυνταγματικές. Το Ἀνώτατο Δικαστήριο θεωρεῖ ὅτι μέ τήν καινούργια ὕλη τοῦ μαθήματος (σχεδόν ταυτόσημη μέ τήν ὕλη πού ὅριζε ὁ Νίκος Φίλης) παραβιάσθηκαν οἱ διατάξεις τοῦ Συντἀγματος γιά τόν σκοπό τῆς Ἐκπαιδεσύεως. Στό ἄρθρο 16, παρ. 2, τό Σύνταγμα καθορίζει ὡς σκοπό τῆς Παιδείας τήν ἀνάπτυξη ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Οἱ δικαστές ἔκριναν ὅτι ὁ συνταγματικός νομοθέτης ἐννοεῖ ἑλληνική ἐθνική συνείδηση, διότι τό κράτος μας εἶναι ἐθνικό κράτος τῶν Ἑλλήνων, καί Ὀρθὀδοξη θρησκευτική συνείδηση. Ἡ ὕλη τοῦ Νέου Προγράμματος Σπουδῶν ἀπορρίπτεται ὡς πολυθρησκειακή, διότι δέν ἀναπτύσσει τή συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων. Μάλιστα τό ΣτΕ ἐπικρίνει τούς σχεδιαστές τοῦ Νέου Προγράμματος Σπουδῶν, διότι σκοπίμως παρουσιάζουν μόνον τά κοινά σημεῖα διαφόρων θρησκειῶν καί δοξασιῶν καί ὄχι τίς διαφορές τους. Τό Δικαστήριο δηλώνει ἐμμέσως πλήν σαφῶς ὅτι δέν ὑπηρετεῖται ὁ σκοπός τῆς Παιδείας μας ὅταν ἰσοπεδώνεται ἡ θρησκευτική, ἐθνική καί πολιτιστική ταυτότητα τῶν μαθητῶν καί τῶν πολιτῶν. 
Στίς 31.10.2019 δημοσιεύθηκε ἡ σχετική ἀπόφαση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου, τό ὁποῖο ἑδρεύει στό Στρασβοῦργο. Τό ΕΔΔΑ, ἐκδικάζοντας μία προσφυγή τῆς Ἑνώσεως Ἀθέων τῆς Ἑλλάδος, ἔκρινε ὅτι καί ἀπό τό πολυθρησκειακό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν δικαιοῦται ὁ γονεύς νά ζητήσει ἀπαλλαγή τοῦ παιδιοῦ του, ὅταν ὑπάρχει παραβίαση τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Τό Δικαστήριο, λοιπόν, καταρρίπτει ἕνα ἀπό τά κυριώτερα ἐπιχειρήματα τῶν σχεδιαστῶν τῶν πολυθρησκειακῶν Θρησκευτικῶν, ὅτι δῆθεν στό μάθημά τους δέν θά ὑπάρχουν ἀπαλλαγές. Ἄρα προσθέτω ἐγώ, ἀφοῦ σέ ἕνα μάθημα Θρησκευτικῶν πάντα θά ὑπάρχουν ἀπαλλαγές ἀλλοθρήσκων καί ἑτεροδόξων, καλύτερα νά ἔχουμε ἕνα μάθημα Ὀρθοδόξου Χριστιανικοῦ πειεχομένου παρά ἕνα πολυθρησκειακό μάθημα, πού προκαλεῖ σύγχυση καί παρουσιάζει τόν Χριστό σάν ἕνα πρόσφυγα δάσκαλο!
Σέ ἐπίπεδο θεολογικῆς κριτικῆς ἐπισημαίνω ὅτι ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἐμφανίσεως τοῦ πολυθρησκειακοῦ Νέου Προγράμματος Σπουδῶν ἀντέδρασαν καί διεφώνησαν δύο γνωστοί Ἁγιορεῖτες λόγιοι. Ὁ (τώρα πλέον) μακαριστός Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, καί ὁ προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων Ἀρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης. 
Μάλιστα ὁ π. Βασίλειος κατέγραψε τήν κριτική σέ ἕνα βιβλίο, τό ὁποῖο ἐξεδόθη τό 2018 μέ τίτλο: Ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης. Ἐκεῖ παίρνει θέση ὑπέρ τοῦ ὁμολογιακοῦ μαθήματος μέ ἔμφαση στήν Ὀρθοδοξία ἀπορρἰπτοντας τό πολυθρησκειακό πείραμα. Γράφει μεταξύ ἄλλων: «Μέ τήν ὀρθόδοξη ἐμπειρία καί ζωή, τό ὁμολογιακό μάθημα εἶναι ἀνοικτό καί ἀπεριόριστο. Τό ἀνοικτό ἀνθρωπίνως εἶναι τό κλειστό καί ἀνυπόφορο. ἡ ὁποιαδήποτε ἐλευθερία του δέν μπορεῖ νά βγῆ ἔξω ἀπό τά ὄρια τῆς φθορᾶς τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου πού δέν χωροῦν τόν ἄνθρωπο». (1)
Ὁ γνωστός θεολόγος καί Ὁμότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας τοῦ Παντείου Πανεπιστημίου Χρῆστος Γιανναρᾶς προσεκλήθη τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2019 σέ θεολογική ἡμερίδα στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μέ ἀντικείμενο τά Θρησκευτικά στήν ἐκπαίδευση. Ἐκεῖ τόνισε ὅτι διαφωνεῖ μέ τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν γιά τά Θρησκευτικά, λέγοντας μάλιστα ὅτι μπορεῖ νά ἔχει ἀρνητικές συνέπειες γιά τά παιδιά τοῦ Δημοτικοῦ.
Ὀ σπουδαῖος παιδαγωγός, κορυφαῖος γλωσσολόγος καί πρώην Πρύτανις τοῦ ΕΚΠΑ Γεώργιος Μπαμπινιώτης ἔχει ταχθεῖ ἐπανειλημμένως ὑπέρ τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανικοῦ μαθήματος καί κατά τῶν θρησκειολογικῶν ἤ πολυθρησκειακῶν πειραματισμῶν. Τόν Δεκέμβριο τοῦ 2018 δήλωσε τά ἑξῆς στό περιοδικό CRASH: 
“Ερώτηση: ....Ποια νομίζετε ότι είναι η πρέπουσα διδασκαλία των Θρησκευτικών ώστε ο ελληνισμός να διατηρήσει την ορθόδοξη πίστη του;
Απάντηση: Έχω μιλήσει επανειλημμένως γι’ αυτό το θέμα. Απαραίτητο και ενδιαφέρον ακόμη και για τα ίδια τα παιδιά δεν είναι να μάθουν τι διδάσκουν τα διάφορα (φιλοσοφικά συνήθως) θρησκευτικά δόγματα, που είναι και πολλά και με πολύ δύσκολες αφηρημένες έννοιες. Σκοπός του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Εκπαίδευση είναι να μάθουν τι πρεσβεύει η επίσημη θρησκεία της πατρίδας τους, εν προκειμένω τί διδάσκει η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία μέσα από την Καινή Διαθήκη και την ορθόδοξη παράδοση των κολοσσών της σκέψεως που είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ιδίως οι Τρεις Ιεράρχες. Τι διδάσκει ο Βουδδισμός, ο Ισλαμισμός, ο Ινδουισμός, ο Κομφουκιανισμός, ο Ταoϊσμός, ο Σαμανισμός, κ.ά.- πέραν μιας γενικής βραχείας πληροφόρησης για τις κυριότερες από αυτές- δεν ενδιαφέρει τον Χριστιανό Έλληνα Ορθόδοξο μαθητή. Τα Θρησκευτικά - αναπόφευκτα και ορθώς- είναι μάθημα θρησκευτικής κατήχησης, διδάσκει δηλαδή στους μαθητές τα κύρια σημεία της χριστιανικής πίστης, δεν είναι μάθημα Θρησκειολογίας, που διδάσκεται περιορισμένα ακόμη και στις Θεολογικές Σχολές. 
Κάτι ακόμη: Η ορθόδοξη χριστιανική πίστη και η Ορθόδοξη Εκκλησία γενικότερα έχουν μακρά ιστορική παράδοση και σύνδεση με τον Ελληνισμό (Τρεις Ιεράρχες, Βυζάντιο, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Επανάσταση του 1821, Αντίσταση). Δεν είναι για τους Έλληνες απλά ένα θρησκευτικό δόγμα ανάμεσα σε άλλα, όπως συμβαίνει ιστορικά με κάποιες άλλες χώρες».
Εὔχομαι νά βρεθεῖ συντόμως ἡ καλύτερη λύση γιά τή διδασκαλία τῶν Ὀρθοδόξων - καί ὄχι πολυθρησκειακῶν- Θρησκευτικῶν στούς μαθητές καί τίς μαθήτριες τοῦ Δημοτικοῦ, τοῦ Γυμνασίου καί τοῦ Λυκείου μέ σεβασμό στό δικαίωμα τῶν ἀλλοθρήσκων καί τῶν ἑτεροδόξων νά ἀπαλλάσσονται, ἐάν καί ὅταν τό ἐπιθυμοῦν. 
(1). Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου Γοντικάκη, Προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ΄Ιβήρων: Ὀ Βασιλεύς τῆς Δόξης, ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων, 2018, σελ.65.

(Ἄρθρο στό περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Δεκεμβρίου 2019)

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΜΕ ΤΗ ΓΝΩΣΗ;


Συνδέεται η πίστη με τη γνώση;
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Θεολογίας ΑΠΘ

Η γνώση έναντι της πίστεως στην ορθόδοξη χριστιανική Πατερική Παράδοση δεν είναι ψεκτή, αλλά η πίστη είναι υψηλότερη. Η γνώση, καταρχάς, είναι εναντίον της πίστεως, ενώ η πίστη υπερβαίνει τους νόμους της γνώσεως.
Η γνώση, σε όλες τις φανερώσεις της, φυλάσσει τα όρια της φύσεως, ενώ η πίστη ενεργεί πάνω από τη φύση.

Η γνώση δεν μπορεί να γνωρίσει και να κάνει τίποτα, χωρίς εξέταση και έρευνα, ενώ η πίστη προσεγγίζει τα πάντα με απλότητα και καθαρή καρδία.
Η γνώση, με βάση τη δέσμευσή της από τη δύναμη του φόβου, απομακρύνεται από καθετί που βλάπτει και καταστρέφει την υλικότητα της φύσεως, ενώ η πίστη, επιτρέπει στον άνθρωπο να χρησιμοποιεί και να αντιμετωπίζει τα πράγματα του φυσικού κόσμου, στο πλαίσιο της ελευθερίας και της μη υποδουλώσεως σ΄ αυτήν.
Στον χώρο της παιδείας, κυρίως τα τελευταία χρόνια, κάτω από την ισχυρή επίδραση της Νεωτερικότητας και της Μετανεωτερικότητας αλλά και εντός μιας κοινωνίας ανθρώπων, που υπόκεινται συνήθως σε μια ισχυρή τάση εκκοσμίκευσης και σχετικισμού, τίθεται συχνά το δίλημμα ανάμεσα στην επιλογή της πίστης ή της γνώσης.
Ο Χριστιανισμός τους παροτρύνει να διατηρούν και να αυξάνουν την πίστη τους, η οποία είναι «ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων», ενώ ο Διαφωτισμός δίνει σχεδόν απόλυτη προτεραιότητα στην ορθολογική γνώση και στα υλικά πράγματα και αρνείται ή υποτιμά άμεσα ή έμμεσα την πίστη.
Η εκκλησιαστική παράδοση, στηριζόμενη στην πίστη, δέχεται το λογικό, αλλά πιστεύει και στο υπέρλογο, στο «ξένον και παράδοξον μυστήριον». Έτσι, κατά τον όσιο Ισαάκ τον Σύρο, είναι σαφές ότι αυτός που προσεγγίζει τη φωτιά κατακαίει τον εαυτό του και αυτός που θα βρεθεί σε ένα χείμαρρο νερού χάνει τη ζωή του.
Στην περίπτωση αυτή, η γνώση προτρέπει τον άνθρωπο να φυλάσσει και να μην παραβαίνει τους όρους της φύσεως. Ωστόσο, με την πίστη «νικούνται» οι όροι της φύσεως και αντιμετωπίζονται διαφορετικά, αφού ο άνθρωπος είναι βέβαιος ότι, διά της πίστεως, μπορεί να προκύψει προσωρινή αναστολή της ισχύος των φυσικών νόμων, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στην ιστορία.
Όλα αυτά είναι εναντίον της απολυτότητας της γνώσεως. Η γνώση εξετάζει από την αρχή το αποτέλεσμα των προσπαθειών του ανθρώπου και προτρέπει τον άνθρωπο να μην επιχειρήσει να κάνει κάτι, αν δεν έχει εξασφαλιστεί λογικά η επιτυχία του.

Η πίστη δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τα πάντα, εφόσον όλα είναι δυνατά και τίποτα δεν είναι αδύνατο, γι΄ αυτόν που πιστεύει στον Θεό.
Η γνώση εμπνέει τον φόβο και ο φόβος τον δισταγμό κι αυτός τη λογική έρευνα και η έρευνα τους τρόπους. Πολλές φορές, μάλιστα, όταν κυριαρχούν συνθήκες έκτακτες, γεμάτες από την αίσθηση της διακινδύνευσης, καταστάσεις όπου η γνώση και η σοφία δεν μπορούν να βοηθήσουν σε τίποτε, η πίστη προσφέρει στον άνθρωπο, όχι πνεύμα υποδουλώσεως στον φόβο, αλλά πνεύμα ελευθερίας, υπομονής και ελπίδας στον Θεό.
Στο ερώτημα, ωστόσο, αν συνάπτεται η γνώση με την πίστη και αν μπορεί να ενωθεί μ΄ αυτήν, η θεολογική παράδοση απαντά θετικά, υπογραμμίζοντας ότι η γνώση ολοκληρώνεται στην πίστη και αποκτά δύναμη να ανέλθει προς τα άνω και να φτάσει στην αίσθηση του υψηλότερου από κάθε αίσθηση και να δει τα ακατάληπτα στον νου και στη γνώση.
Για τη σχέση γνώσεως-πίστεως, ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος διδάσκει ότι η γνώση δεν είναι κατηγορητέα, αλλά «η πίστις υψηλοτέρα αυτής ἐστι».
Κάτω από ορισμένες πνευματικές προϋποθέσεις, όμως, «συνάπτεται η γνώσις τη πίστει», και γίνεται μ΄αυτήν ένα και με την πίστη ολοκληρώνεται και τελειώνεται.
Στην περίπτωση αυτή, πράγματι, «η γνώσις βαθμίς ἐστι δι΄ ης ανέρχεταί τις εις το ύψος της πίστεως». Και τότε λέμε ότι «η γνώσις ανέρχεται», προσανατολίζεται προς τον Θεό, συνδυάζεται με την πίστη και κάνει τον άνθρωπο να συνειδητοποιεί ότι η γνώση είναι «δόσις παρὰ Θεού τη φύσει των λογικών».
Όταν όμως, αντίθετα, «η γνώσις κατέρχεται» καταντά, από τον τρόπο και τη μορφή της χρήσεώς της, «εναντία τη πίστει» και ονομάζεται «ψιλή γνώσις, καθ΄ ότι γυμνή ἐστι πάσης θείας μερίμνης… και τελείως η μέριμνα αυτής εν τω κόσμω τούτω εστί».
Οι παρενέργειες που εμφανίζει στην προσωπικότητα του ανθρώπου η «ψιλή γνώσις», η χωρίς τη σύνδεση με την πίστη γνώση, κατά τον όσιο Ισαάκ, ενδιαφέρουν εξαιρετικά τη σύγχρονη κοινωνία και παιδεία, προκειμένου να κατανοήσουν ποιας μορφής πρότυπα είναι δυνατό να προκύψουν από έναν μονομερή γνωσιολογικό ή και γνωσιοκρατικό προσανατολισμό της παιδείας, που την διατηρεί μακράν του Θεού.
Τέτοιες είναι: ο πλουτισμός, η κενοδοξία, η κόσμηση του σώματος, η αμφισβήτηση της θείας πρόνοιας, η μικροψυχία, η λύπη, η απόγνωση, ο φόβος των δαιμόνων, ο φόβος του θανάτου, ο φόβος των παθών, η εκρίζωση της αγάπης, η εξέταση των εγκλημάτων των άλλων, ο δογματισμός, ο εγωισμός κ.ά.
Με βάση τα παραπάνω, διαπιστώνεται ότι η λογική και η ανθρώπινη γνώση -όπως και πολλά άλλα αγαθά- είναι δώρημα, που δωρίζεται από τον Θεό. Αυτή, όμως, δόθηκε ως τάλαντο εν εξελίξει, όπως και όλα τα άλλα χαρίσματα που λαμβάνει άνωθεν ο άνθρωπος.
Από αυτόν, επομένως, εξαρτάται η προς τα άνω εξέλιξη της γνώσεως. Αν συνδυαστεί με την πίστη και την ελπίδα προς τον Θεό, βοηθά την ανθρώπινη ύπαρξη να ανέρχεται, ακόμη περαιτέρω, στην τέλεια γνώση και να μετέχει στην αποκάλυψη των θείων θεωριών, ενώ, αν δεν συμπλέκεται με την πίστη, βλάπτει τον άνθρωπο, διότι συμβάλλει στο να κατέρχεται υπαρξιακά και να πορεύεται στο σκότος και στην πλάνη.


Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι γνώσεις που μαθαίνουν οι μαθητές στο σχολείο, δεν είναι προς το πνευματικό τους συμφέρον να αποκόπτονται και να απομονώνονται από το όλον της ύπαρξης, δηλαδή από την οντολογική τους υποδομή, που περιλαμβάνει και την πίστη, διότι τότε δημιουργούνται τεράστια ψυχικά κενά στους νέους και μελλοντικούς ενήλικες.
Αυτό που μπορεί να γίνεται, επομένως, είναι να δίνεται στους νέους η ευκαιρία, μέσα από την παιδεία που λαμβάνουν, να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν και την πίστη τους, έτσι, ώστε να την καταστήσουν βαθμίδα, πάνω στην οποία μπορούν να στηρίζονται, υπαρξιακά, προκειμένου να αναπτύσσεται, σταδιακά και αρμονικά, παράλληλα με όλες τις δυνάμεις της ψυχής τους, τόσο η πίστη όσο και η γνώση.
Με αυτή την μορφή ανάπτυξης, η σχολική γνώση καλλιεργείται, ολοκληρώνεται και μετατρέπεται βαθμιαία σε πνευματική γνώση, δηλαδή σε προσωπική και πνευματική σχέση προσέγγισης των νέων με τον Θεό της αγάπης και της αγαθοσύνης, τον συνάνθρωπο και την κτίση.
Η ορθόδοξη πίστη, άλλωστε, ποτέ δεν έθεσε εμπόδια στην ανάπτυξη της γνώσης. Αν υπάρχουν εμπόδια στη σχέση τους, αυτά έρχονται και εισέρχονται στην παιδεία, από την πλευρά όσων ελέγχουν τη γνώση.
Ωστόσο, είναι καλό να ακούμε τους σοφούς πνευματικούς συμβούλους της παραδόσεώς μας, που, μέσα από τις εμπειρίες τους, διδάσκουν ότι, χωρίς την παρουσία της πίστεως στη ζωή των νέων μας, τα υπαρξιακά και ψυχικά κενά πληθύνονται και τα πάθη αγριεύουν και δυναμώνουν.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να αποβαίνει δύσκολη η καλλιέργεια προτύπων αρετής, που είναι απαραίτητα τόσο για την συγκρότηση της κοινωνίας όσο και για την πνευματική καλλιέργεια, τον καταρτισμό και την οικοδομή εκάστου από τους νέους μας «εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού (Εφ. 4, 13).

Ορθόδοξη Αλήθεια, 20/11/2019

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΣΤΕ ΕΧΕΙ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΕΙ ΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ


Επειδή μετά την έκδοση των πρόσφατων δύο αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ για τα Θρησκευτικά (ΣτΕ 1749 και 1750/2019)

αλλά και των δύο αντίστοιχων πέρυσι (ΣτΕ 660/2018 και ΣτΕ 926/2018) κάποιοι, κυρίως θεολόγοι του ΚΑΙΡΟΥ και οι συντάκτες των ακυρωθέντων προγραμμάτων σπουδών, συνεχώς κινδυνολογούν ισχυριζόμενοι ότι ήρθε το τέλος του μαθήματος ή ότι η υποχρεωτικότητα του κλονίζεται και αυτό μετατρέπεται σε προαιρετικό, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε προς αυτούς και σε όλους τους αληθινά ενδιαφερόμενους, ότι οι σχετικές με το χαρακτήρα του μαθήματος αποφάσεις του ΣτΕ κάνουν ρητά λόγο για υποχρεωτικό μάθημα.
Η διδασκαλία ορθόδοξου χριστιανικού μαθήματος και η παρακολούθησή της είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές και την διαμορφωθείσα πλούσια νομολογία. Δεν θα παραπέμψουμε σε καμία από τις τέσσερις πρόσφατες προαναφερθείσες αποφάσεις του ΣτΕ αλλά σε μία παλαιότερη, την απόφαση ΣτΕ 2176/1998, που μεταξύ άλλων αναφέρει: «Επειδή, από τας προαναφερθείσας διατάξεις του Συντάγματος αλλά και της Συμβάσεως της Ρώμης, ερμηνευομένας εν συνδυασμώ μεταξύ των, εν όψει του γνωστού τοις πάσιν γεγονότος ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού πρεσβεύει την ορθόδοξο χριστιανική θρησκεία [βλ. ΣτΕ 3533/1986, βλ. επίσης ΣτΕ3356/1995], όπως τούτο άλλωστε μαρτυρείται και από την κατά τα εκτεθέντα, επίκλησιν εις αυτήν ταύτην την κεφαλίδα του Συντάγματος της Αγίας Τριάδος, αλλά και τον χαρακτηρισμόν, εις την προπαρατεθείσα διάταξιν του άρθρου 3 του Συντάγματος του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος ως "επικρατούσης θρησκείας" εις την Ελλάδα, συνάγεται, κατά τα ήδη κριθέντα [ΣτΕ 3356/95], ότι μεταξύ των σκοπών της παρεχομένης εις τα σχολεία παιδείας είναι και η "ανάπτυξις", εις τουλάχιστον επαρκή βαθμόν, της θρησκευτικής συνειδήσεως των ελληνοπαίδων συμφώνως προς τας αρχάς του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος, η διδασκαλία του οποίου είναι, ως εκ τούτου, υποχρεωτική, όπως είναι υποχρεωτική και η παρακολούθησις από τους μαθητάς, οι οποίοι ανήκουν εις την κατ' Ανατολάς Ορθόδοξον Χριστιανικήν Εκκλησίαν, του αντιστοίχου μαθήματος [βλ. και τας διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 1 εδαφ. α, 6 παρ. 2 εδαφ. β του ν. 1566/1985, ΦΕΚ Α 167 και 2 παρ. 2, 3 παρ. 3 και 4 του Π.Δ. 479/1995, ΦΕΚ Α 170]».
Αμέσως παρακάτω η ίδια απόφαση ορίζει τα σχετικά με τις απαλλαγές και λέει: «Εξυπακούεται βεβαίως ότι της παρακολουθήσεως του ως άνω μαθήματος απαλλάσσονται και δη χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, οι μαθηταί εκείνοι διά τους οποίους γίνεται αξιόπιστος δήλωσις, είτε υπ' αυτών των ιδίων, είτε υπό των γονέων τους, ότι είναι άθεοι, ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι και έχουν, ως εκ τούτου, πρόβλημα θρησκευτικής συνειδήσεως [ΣτΕ 3356/95], δοθέντος μάλιστα ότι η δήλωσις αυτή ουδόλως αντιβαίνει εις το άρθρον 13 του Συντάγματος διότι κατά τα επίσης ήδη κριθέντα [ΣτΕ 3356/95] δεν αποτελεί μέσον προς δίωξη του μαθητή λόγω των διαφόρων, ενδεχομένως, θρησκευτικών του πεποιθήσεων, οι οποίες πρέπει πάντως να είναι σεβαστές, αλλά, όλως αντιθέτως, αποβλέπει εις το να διευκολύνει τον μαθητήν να απολαύσει "ανεμπόδιστα" την ελευθερία της θρησκευτικής του συνειδήσεως και να διευκολύνει επίσης τους γονείς τους να ασκήσουν το αντίστοιχον, κατά τα εκτεθέντα, δικαίωμά τους».
Επομένως ήδη από το 1998 το ΣτΕ είχε αποφανθεί και για τον ορθόδοξο χριστιανικό χαρακτήρα του μαθήματος και για την υποχρεωτικότητά του και για το γεγονός ότι δικαίωμα απαλλαγής έχουν μόνον άθεοι, ετερόδοξοι και αλλόθρησκοι.
Αν και είχαν υπόψη τους αυτή και άλλες παρόμοιες δικαστικές αποφάσεις οι συντάκτες των «νέων» Προγραμμάτων Σπουδών επιχείρησαν να χτίσουν ένα πολυθρησκειακό μάθημα με την ψευδή υπόσχεση ότι αυτό θα αφορούσε όλους τους μαθητές ανεξαρτήτως θρησκεύματος και θα οδηγούσε σταδιακά στην πλήρη κατάργηση των απαλλαγών! Έτσι ήταν αναπόφευκτη από την πλευρά των θεολόγων εκπαιδευτικών αλλά και των ορθοδόξων γονέων η προσφυγή εκ νέου στο ΣτΕ, το οποίο επανέλαβε με τέσσερις αποφάσεις του την παλιά νομολογία, που είχε το ίδιο δημιουργήσει, στηριζόμενο στο ίδιο σκεπτικό και την ίδια ερμηνευτική προσέγγιση των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος.
Αντί συμμόρφωσης προς τις πολλαπλές αυτές δικαστικές αποφάσεις και παρά την επαναλαμβανόμενη ακύρωση του σχεδιασμού και των προγραμμάτων τους οι συντάκτες τους τώρα στράφηκαν στην ακατάπαυστη κινδυνολογία, μάλλον προσδοκώντας περισσότερο και από την Ένωση Αθέων την μετατροπή του μαθήματος σε προαιρετικό, ώστε να νιώσουν οι ίδιοι δικαιωμένοι για τις επιλογές και τις αντιλήψεις τους. Έχουν όμως πλέον χάσει κάθε λογικό, νομικό, θεολογικό και παιδαγωγικό επιχείρημα και απλώς φωνασκούν ατάκτως ή και συντεταγμένα – ακόμη και χθες επανέλαβαν τις γνωστές καταστροφολογίες τους σε ημερίδα στη Θεσσαλονίκη.
Το σημαντικό σε κάθε περίπτωση είναι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να αντιληφθεί την προϊστορία και την ουσία του προβλήματος και να μην εμπιστευθεί πρόσωπα που θα την εκθέσουν οδηγώντας το Υπουργείο σε νέες καταδικαστικές αποφάσεις και ακυρώσεις Υπουργικών Αποφάσεων. Αντιθέτως με ξεκάθαρο τρόπο πρέπει να προχωρήσει στην εφαρμογή των πολλών σχετικών δικαστικών αποφάσεων ικανοποιώντας έτσι και τις προσδοκίες της πλειονότητας όσων διδάσκουν το μάθημα των Θρησκευτικών, δασκάλων και θεολόγων, αλλά και των γονέων των μαθητών.
Ο χρόνος που κυλά πάντως, μαζί με το πέπλο σιωπής εκ μέρους της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας για το θέμα, γεννούν εύλογα πολλά ερωτηματικά για το τι σκέφτεται τελικά να πράξει η κυβέρνηση.

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΤΕΛΟΣ ΣΤΟ ΟΥΔΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ


Ηρακλής  Ρεράκης,  Καθηγητής  Πανεπιστημίου
Τέλος στο ουδετερόθρησκο σχολείο

Οι Αποφάσεις 1749 και 1750 (Σεπτέμβριος 2019) του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) τεκμηριώνουν τους λόγους, για τους οποίους ακυρώθηκαν τα πολυθρησκειακά θρησκευτικά:
1) Το ΣτΕ αποφάσισε ότι, με βάση τη διάταξη του άρθρου 16, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ως υποχρεωτική για την ελληνική Παιδεία την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως και τη διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος, που προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία, η διδασκαλία του μαθήματος δεν μπορεί παρά να απευθύνεται, αποκλειστικά, σε ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές.  Κατά τη δική μας ερμηνεία και σύμφωνα με τα συμφραζόμενα των Αποφάσεων, το «αποκλειστικά» σημαίνει ότι η ορθόδοξη διδασκαλία είναι υποχρεωτική μόνον για τους ορθόδοξους μαθητές. Αντίθετα, επιτρέπεται μεν η παρακολούθησή της και από τους άθεους, αλλόθρησκους και ετερόδοξους μαθητές, αλλά γι’ αυτούς και μόνον γι΄ αυτούς το μάθημα είναι προαιρετικό, δηλαδή είναι στην κρίση (τους) ή των γονέων τους, εάν θέλουν να το παρακολουθούν ή να ζητήσουν την απαλλαγή τους.

2) Το ΣτΕ διαπιστώνει ότι από τους στόχους, το περιεχόμενο και τις θεματικές του Νέου Προγράμματος Σπουδών, που τελικά ακύρωσε, προκύπτει ότι δεν αποβλέπει στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των ορθοδόξων χριστιανών μαθητών, διότι δεν περιέχει ολοκληρωμένη και διακριτή, έναντι άλλων δογμάτων και θρησκειών, διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού.
Σε άλλη συνάφεια, αναφέρει ότι η διδασκαλία, με σκοπό την ανάπτυξη της ορθόδοξης θρησκευτικής συνειδήσεως, αποτελεί αποστολή της Παιδείας και συνταγματική υποχρέωση του κράτους.
Γι΄ αυτό πρέπει να διδάσκεται επί ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως, να μην υποβαθμίζεται, κατά τη διδασκαλία και την εξέταση, σε σχέση με άλλα μαθήματα και να περιλαμβάνει, οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών.
 Πρέπει δηλαδή να διατηρεί ως προέχουσα μέριμνα, όχι την παροχή πληροφοριών ή την επεξεργασία γνώσεων ή την ανάπτυξη προβληματισμών ιστορικής, θρησκευτικής ή κοινωνιολογικής φύσεως, αλλά την καλλιέργεια της ορθόδοξης συνειδήσεως.
3) Το ΣτΕ, επίσης, προχώρησε στην ακύρωση του Προγράμματος, διότι σε αυτό αναφέρεται ότι το μάθημα των Θρησκευτικών απευθύνεται σε όλους τους μαθητές «ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή όχι δέσμευσή τους» και ότι «υπερβαίνει παρωχημένες πρακτικές ομολογιακής μονοφωνίας».
4) Το Πρόγραμμα ακυρώνεται, ακόμη, διότι δεν εφαρμόζει:
α) Τον επιβαλλόμενο συνταγματικό σκοπό  του άρθρου 16, ήτοι την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών.
β) Το άρθρο 13, που κατοχυρώνει ως απαραβίαστη την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, διότι θα έπρεπε να απευθύνεται, αποκλειστικά, στους ορθόδοξους μαθητές και να κατατείνει στην εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεώς τους.
γ) Το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (ΕΣΔΑ) για τα δικαιώματα του ανθρώπου, διότι προσβάλλει το δικαίωμα των γονέων να διασφαλίζουν τη μόρφωση των παιδιών τους, σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις.
δ) Τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγματος) και (άρθρο 14 της ΕΣΔΑ), διότι στερεί από τους ορθόδοξους μαθητές το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις τους, ενώ η νομοθεσία προβλέπει, για μαθητές Ρωμαιοκαθολικούς, Εβραίους και Μουσουλμάνους, τη δυνατότητα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών).
Με βάση τους παραπάνω λόγους ακυρώσεως, είναι σαφές ότι το ΣτΕ έπραξε το λογικό και το αυτονόητο, σύμφωνα με το νομικό καθεστώς της χώρας.
Τους λόγους αυτούς, όπως θα δούμε, τους γνώριζαν,  και τους προέβαλλαν, αντιστεκόμενοι στα Νέα πολυθρησκειακά Προγράμματα Φίλη - Γαβρόγλου, πολλοί σεβαστοί κληρικοί, θεολόγοι και λαϊκοί, από αυτούς που αντέδρασαν. Αντίθετα, προκλητική απείθεια και παραβατική συμπεριφορά, έδειξαν εκείνοι, που επεδίωκαν, να μην υπηρετούν τον συνταγματικό σκοπό της διδασκαλίας των Θρησκευτικών, αλλά αλλότριες σκοπιμότητες.
Τη διάθεση απόκλισης του μαθήματος από τις συνταγματικές αρχές έδειξε πολύ ενωρίς ο υπεύθυνος συντονιστής της συγγραφής του Προγράμματος, ο οποίος με άρθρα του, τότε, έθετε τα θεμέλια και τις φιλοσοφικές συντεταγμένες του σχεδίου που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί.
Πριν τη σύνταξη των Προγραμμάτων των Θρησκευτικών, άνοιξε τον χορό των συνταγματικών παραβιάσεων.
Με τις ιδεοληπτικές του αρχές συντόνιζε την κατάργηση του υπάρχοντος και πρόσφατα εγκριθέντος Ορθόδοξου μαθήματος των Θρησκευτικών (2003-2006), στην εκπόνηση του οποίου, μάλιστα, ήταν πάλι, τότε, συντονιστής ο ίδιος.
Τέσσερα χρόνια, μετά την ολοκλήρωση και την εφαρμογή του δικού του Προγράμματος (2003-2006), δηλαδή το 2010, ο ίδιος ακύρωνε τον εαυτό του και απέρριπτε το δημιούργημά του, επειδή, όπως ισχυριζόταν, ήταν ομολογιακό, μονοφωνικό, κατηχητικό και μη πλουραλιστικό.
Έτσι, οργάνωσε τη συγγραφή ενός πλουραλιστικού Προγράμματος, κατ’ αυτόν, με αναπλαισιωμένο τον θεολογικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα  και τη φυσιογνωμία του,  που θα το διαπερνούσε η θεολογία της πολυπολιτισμικότητας και με αυτήν θα σχεδιαζόταν το ουδετερόθρησκο σχολείο, «κομίζοντας μια άλλη μαρτυρία για την αλήθεια της ζωής του ανθρώπου και του κόσμου».
Για αυτήν την οντολογική μετάλλαξη του μαθήματος (αλλά και των μαθητικών συνειδήσεων) από ορθόδοξο σε πολυθρησκειακό υπήρξαν άπειρες αναποτελεσματικές αντιδράσεις από τον εκκλησιαστικό και θεολογικό χώρο, πριν αλλά και μετά την εφαρμογή των Προγραμμάτων στα σχολεία από τον κ. Φίλη (2016) (συνεδριάσεις και αποφάσεις Ιερών Συνόδων, Συνέδρια, ημερίδες, διαλέξεις, πορείες, συλλαλητήρια, άρθρα, πρακτικά συνεδρίων, δηλώσεις Αρχιερέων και πολιτικών κ.ά.).
Η έσχατη αντίδραση, μετά την επιβολή τους στα σχολεία, ήταν η κατ΄ ανάγκη προσφυγή στο ΣτΕ και στη συνέχεια η διά τεσσάρων αλλεπάλληλων Αποφάσεων του ΣτΕ ακύρωσή τους (2018 και 2019):
Μεταξύ πολλών που ακούστηκαν ή γράφτηκαν κατά την περίοδο αυτή, που εξέφραζαν τις αντιφάσεις που εμφάνιζαν αυτά τα Προγράμματα καθώς και τις μεγάλες πνευματικές ανατροπές, που πραγματοποιούσαν στις ψυχές των ορθόδοξων μαθητών, αναφέρουμε τη θέση που εξέφρασε ο Οικουμενικός Πατριάρχης το 2013, προκρίνοντας ένα «πρόγραμμα Χριστοκεντρικό», που να  «έχει ως βαθύτερο στόχο την πνευματική καλλιέργεια των μαθητών».
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος  Ιερώνυμος, επίσης, το 2012, εξέφρασε τις θέσεις του, θεωρώντας τον ομολογιακό (ενν. ορθόδοξο) χαρακτήρα του μαθήματος, ως αναγκαίο για την ταυτότητα των Ελλήνων:
Το 2016, επίσης, ο Αρχιεπίσκοπος, αφού μελέτησε τα νέα Προγράμματα των Θρησκευτικών  έγραφε σε Επιστολή του προς την πολιτική ηγεσία της χώρας:
«Είναι απαράδεκτα και επικίνδυνα, δεν θα αποδώσουν καρπούς, αλλά μεγάλη ζημιά στην Παιδεία και γενικότερα στην Κοινωνία μας.
 Το μάθημα των Θρησκευτικών δεν μετατράπηκε σε θρησκειολογία. Απλώς καταργήθηκε και πρόκειται πλέον για ένα μη θεολογικό μάθημα.
Το εκπαιδευτικό υλικό, όχι μόνο δεν βοηθά το παιδί μιας ορθόδοξης οικογένειας στη διαμόρφωση μιας συνεκτικής εικόνας για την Ορθοδοξία, αλλά κλονίζει  τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και του προκαλεί σύγχυση.
Τα καινούργια προγράμματα με έπεισαν ότι δεν πρόκειται για θρησκευτικά αλλά για επιχείρηση αλλοιώσεως της πίστεώς μας».
Ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος, επίσης, το 2017 ανέφερε: «Είναι άλλο πράγμα να μαθαίνει κανείς όλες τις θρησκείες και άλλο, να μην ξέρει ο ίδιος ποια είναι η δική του η θρησκεία… Πρώτα πρέπει να γνωρίσουμε το ποιοι είμαστε εμείς και τι πιστεύουμε και που πάμε. Να υποστηρίξουμε τον εαυτό μας, την παράδοσή μας, την Πίστη μας, και την Ελλάδα μας».
Το 2012, επίσης, οι αντιπρόσωποι των 20 Ιερών Μονών του Αγίου Όρους έγραφαν για το νέο Πρόγραμμα, σε επιστολή τους προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος: «Φρονούμεν ότι το Μάθημα των Θρησκευτικών θα έδει να είναι ομολογιακόν διά να είναι ανοικτόν, ειδάλλως θα είναι φυλακή».
Ο Μακαριστός Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους, Αρχιμ. π. Γεώργιος Καψάνης έγραφε, ακόμη, το ίδιο έτος προς την Ιερά Σύνοδο: «Τό νέο μάθημα των Θρησκευτικών δεν έχει πια Ορθόδοξο Χριστιανικό χαρακτήρα, δεν βοηθά τους μαθητάς να γνωρίσουν την Χριστιανική τους Πίστιν».
Ο Προηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους Αρχιμ. π. Βασίλειος Γοντικάκης, επίσης, έγραφε το ίδιο έτος προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, για ό, τι πάει να συντελεσθεί στο χώρο της Παιδείας μας με τα νέα Πιλοτικά Προγράμματα Σπουδών: «Ένοιωσα ότι κάτι ιερό και άγιο προδίδεται από το κεφάλαιο της Πίστεώς μας».
Πιστεύουμε ότι το ΣτΕ με τις τέσσερις αλλεπάλληλες ακυρωτικές του αποφάσεις ακύρωσε και φυσικά έδωσε το έναυσμα για την εξαφάνιση από τα ελληνικά σχολεία των μοναδικών αντιχριστιανικών Προγραμμάτων θρησκευτικών, που για πρώτη φορά, από τότε (1836) που θεσπίστηκε το ορθόδοξο μάθημα θρησκευτικών στην ελληνική παιδεία, γράφηκαν, εγκρίθηκαν, επιβλήθηκαν και ίσχυσαν δολίως και παρανόμως από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για μια τριετία (από το 2016 – 2019). Ελπίζουμε ότι η παρούσα Κυβέρνηση θα εφαρμόσει, καθώς είναι υποχρεωμένη, τις αποφάσεις του ΣτΕ και ότι θα αποκαταστήσει το μάθημα στην ορθόδοξη κανονικότητά του, σταματώντας την δόλια εκτροπή του σε όργανο αποορθοδοξοποίησης των νέων μας