ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΛΟΥΚΑΡΙΣ: Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΠΟΥ ΠΑΛΕΨΕ ΓΙΑ ΝΑ ΑΦΥΠΝΙΣΕΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣ


Μια καλοκαιρινή ημέρα του 1638, κάποιοι ψαράδες στη Θάλασσα του Μαρμαρά αντίκρισαν ένα πτώμα να επιπλέει στο νερό. Κοιτώντας προσεκτικότερα, διαπίστωσαν με φρίκη ότι η στραγγαλισμένη σορός ανήκε στον οικουμενικό πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, την κεφαλή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αυτό έμελλε να είναι το τραγικό τέλος του Κύριλλου Λούκαρι, μιας εξέχουσας θρησκευτικής και πνευματικής φυσιογνωμίας του 17ου αιώνα που έμοιαζε θύμα μιας σκοτεινής εποχής ζυμώσεων και φανατισμένης μισαλλοδοξίας.
Ο μεγάλος ιεράρχης δεν έζησε αρκετά για να δει το όνειρο της ζωής του, την έκδοση της μετάφρασης της Αγίας Γραφής στην καθομιλουμένη ελληνική, να γίνεται πραγματικότητα. Ούτε το δεύτερο μεγάλο όνειρό του, την επιστροφή της Εκκλησίας στην «απλότητα του Ευαγγελίου», θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Σε πείσμα μάλιστα των τόσων αγώνων και των επίμονων προσπαθειών του.
Ο Κύριλλος ο Κρης δυστύχησε να ζήσει σε μια από τις σκοτεινότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, την οποία φώτισε ωστόσο με το ποιμαντικό και πνευματικό του έργο όταν ανέβηκε στον οικουμενικό πατριαρχικό θρόνο. «Ουδέποτε ίσως», εξομολογείται ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», «το αξίωμα του οικουμενικού πατριάρχη ανεδείχθη λαμπρότερο ή επί Κυρίλλου Α' του Λουκάρεως επί δώδεκα περίπου έτη εκ διαλειμμάτων πατριαρχήσαντος».
Ως μια από τις κορυφαίες μορφές της νεοελληνικής ιστορίας, ο πρώτος οικουμενικός πατριάρχης με πανεπιστημιακή μόρφωση και προοδευτικές ιδέες φρόντισε ιδιαίτερα για την πνευματική αναβάθμιση λαού και κλήρου, ιδρύοντας σχολεία και τυπογραφεία. Με τη δική του πρωτοβουλία, άρχισε να μεταφράζεται για πρώτη φορά η Καινή Διαθήκη στην απλή γλώσσα του λαού, γεγονός τολμηρότατο για τα χρόνια εκείνα.
Μέσα σε δεκάξι χρόνια, πέντε φορές κατέβηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και άλλες τόσες ξανανέβηκε, έπειτα από απαίτηση λαού και κλήρου, καθώς αμφότεροι αναγνώριζαν στο πρόσωπό του τον γνήσιο ποιμένα, τον φωτισμένο άνθρωπο και τον λόγιο συγγραφέα.
Οι εχθροί του πολλοί και ισχυροί και ο Λούκαρις έφτασε κάποια στιγμή να μοιάζει προδότης της Ορθοδοξίας, παραδεχόμενος στην «Ομολογία Πίστεως» κάποιες θέσεις επικινδύνως κοντά στο δόγμα των διαμαρτυρόμενων. Τον κατηγορούσαν τώρα πως ήταν κρυφο-προτεστάντης! Ο θεοσεβούμενος αυτός ορθόδοξος διαβαλλόταν ως αιρετικός, παρά την ευλάβειά του για την ορθόδοξη πίστη και τους τόσους αγώνες για τη διατήρησή της!
Οι έντονες ζυμώσεις και έριδες καθολικών και διαμαρτυρομένων στη Δυτική Ευρώπη και η προπαγάνδα αμφότερων στην Ανατολή προκάλεσαν ένα κλίμα ποικιλότροπων αντιδράσεων και επιδράσεων στα πνεύματα των ορθόδοξων θεολόγων 16ου και ιδίως 17ου αιώνα. Την ώρα που η Ορθόδοξη Εκκλησία συγκλονίζεται από τη σφοδρότητα των νέων κυμάτων και εκτίθεται στην ξενόφερτη θύελλα, κληρικοί και θεολόγοι οφείλουν όχι μόνο να πάρουν θέση, αλλά και να αγωνιστούν τις αντίπαλες δόξες.
Μέσα σε ένα τέτοιο ολότελα εχθρικό κλίμα έδρασε ο ευφυής και μορφωμένος Κύριλλος Λούκαρις, μελετώντας τις νέες θρησκευτικές ιδέες και διαμορφώνοντας το πλαίσιο μιας Ορθοδοξίας πιο κοντά στην απλότητα του πνεύματος της Αγίας Γραφής. Η μαχητική ορμή του θα αποτελέσει μια από τις πιο λαμπρές ποιμαντικές και πνευματικές εκδηλώσεις της Ορθοδοξίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, λειτουργώντας ως προδρομικό μήνυμα της εποχής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Η προσφορά του στα πράγματα τόσο της Εκκλησίας όσο και του ελληνικού έθνους ήταν αναντίρρητη...

Πρώτα χρόνια

Ο Κωνσταντίνος Λούκαρις που θα έμενε γνωστός με το θρησκευτικό του Κύριλλος ο Κρης γεννιέται στις 13 Νοεμβρίου 1572 στον ενετοκρατούμενο Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης «ἐκ γονέων περιφανῶν ἐλευθέρων, ἔν τε τῇ Πολιτείᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περιβλέπτων». Ο πατέρας του ήταν ιερέας και φρόντισε να λάβει ο γιος του καλή εκκλησιαστική παιδεία, στέλνοντάς τον να μαθητεύσει στο σχολείο του Μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης, δίπλα στον φωτισμένο ιερομόναχο Μελέτιο Βλαστό.
Ολοκληρώνοντας την εγκύκλια εκπαίδευση, ο μελετηρός και γερός στα γράμματα νεαρός μεταβαίνει το 1584 στη Βενετία για να ανοίξει τους ορίζοντές του. Εκεί θα τον πάρει υπό την προστασία του ο επίσκοπος Κυθήρων, Μάξιμος ο Μαργούνιος, ο οποίος χρημάτισε και δάσκαλός του. Το 1588 αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κρήτη λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε η οικογένειά του, έναν χρόνο μετά επέστρεψε ωστόσο στην Ιταλία και γράφτηκε στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου διδάχθηκε φιλοσοφία και θεολογία.
Τελειώνοντας τις σπουδές του στο σπουδαίο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ιταλίας, περιπλανήθηκε σε Ελβετία, Ολλανδία και Γερμανία, επέστρεψε όμως το 1592 στην Κρήτη και χειροτονήθηκε μοναχός στη Μονή Αγκαράθου. Την επόμενη χρονιά τον κάλεσε στην Αίγυπτο ο συγγενής και μέντοράς του Άγιος Μελέτιος Πηγάς, πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο οποίος τον χειροτόνησε διάκονο και πρεσβύτερο και τον ονόμασε πρωτοσύγκελλό του.
Έχοντας αποβάλει, σύμφωνα με το εθιμικό εκκλησιαστικό δίκαιο, το λαϊκό του όνομα Κωνσταντίνος, και αλλάζοντάς το στο εκκλησιαστικό Κύριλλος, στέλνεται από τον Μελέτιο το 1596 στην Πολωνία για να φροντίσει το δοκιμαζόμενο ορθόδοξο ποίμνιο. Ο Λούκαρις, ως έξαρχος του πατριάρχη της Αλεξάνδρειας, και ο Νικηφόρος Καντακουζηνός, ως έξαρχος του οικουμενικού πατριάρχη, στρατοπέδευσαν στο Μπρεστ της Πολωνίας για πέντε χρόνια προσπαθώντας να ανακόψουν την ιησουιτική εξάπλωση στη χώρα.
Μέσα στο εχθρικό κλίμα για την Ορθοδοξία, εργάστηκε πυρετωδώς για τα συμφέροντα των ορθοδόξων, κινδύνευε όμως να συλληφθεί και να θανατωθεί κατά τον διωγμό που εξαπέλυσε ο βασιλιάς Σιγισμούνδος Γ' εναντίον της Ανατολικής Εκκλησίας. Παρά τον αναγκαστικά περιορισμένο ρόλο του, κατέληξε σε μια σημαντική διαπίστωση: το βασικό μειονέκτημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έλεγε, ήταν το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο τόσο των λαϊκών όσο και της πλειονότητας των κληρικών, που τους έκανε να υστερούν απέναντι στον ρωμαιοκαθολικό κλήρο. Για να ισχυροποιήσει την επιρροή της Ορθοδοξίας στην Εκκλησία της Πολωνίας, πέρασε τα χρόνια του στο Μπρεστ αυξάνοντας τα σχολεία των ορθοδόξων κοινοτήτων και ιδρύοντας τυπογραφεία για να μορφώνεται ο λαός.
Ο «Μέγας Αρχιμανδρίτης και Έξαρχος», όπως ήταν επισήμως ο τίτλος του, πέρασε επίσης από Κρήτη και Χίο για να αντιπαρατεθεί με την προπαγάνδα των Ιησουιτών. Από την Πολωνία μετέβη το 1601 στις παραδουνάβιες χώρες για να στηρίξει και την εκεί Ορθοδοξία. Κι ενώ βρισκόταν στο Ιάσιο, έλαβε την επιστολή του Μελετίου που τον καλούσε να επανέλθει επειγόντως στην Αλεξάνδρεια για να του αφήσει τις τελευταίες υποθήκες και να του παραδώσει τον πατριαρχικό θρόνο...

Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος Λούκαρις

Ο Κύριλλος έφτασε στην Αλεξάνδρεια στις 11 Σεπτεμβρίου 1601 και δύο μέρες αργότερα πέθανε ο θείος του Μελέτιος Πηγάς. Ο Κύριλλος εξελέγη πατριάρχης Αλεξανδρείας σε ηλικία μόλις 29 ετών και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να συγκαλέσει Σύνοδο στο Κάιρο καταδικάζοντας τη δράση των καθολικών. Οι οποίοι είχαν προσεταιριστεί εντωμεταξύ τους Κόπτες θέλοντας να ξεθεμελιώσουν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο.
Σε μια χώρα όπως η Αίγυπτος όπου λιγόστευε σταθερά ο ορθόδοξος πληθυσμός, ο Λούκαρις στράφηκε στο κήρυγμα. Παρά τα είκοσι χρόνια που θα περάσει στον πατριαρχικό θρόνο της Αιγύπτου, οι πληροφορίες μας για τη δράση του είναι μάλλον πενιχρές. Διαπίστωσε για άλλη μια φορά, όπως εξομολογείται στις επιστολές της περιόδου, πως ο μεγαλύτερος εχθρός του ήταν η άγνοια του περιεχομένου των Ευαγγελίων από το σύνολο του ποιμνίου του, γι' αυτό και αφιερώθηκε ολόψυχα στην κατήχηση, λες και ήταν απλώς ιεροκήρυκας!
Από την αλληλογραφία του μάλιστα κατά τη διάρκεια της ποιμαντικής διακονίας του στην Εκκλησία της Αιγύπτου φαίνεται πως ο Κύριλλος είχε επηρεαστεί από τις θεμελιακές θρησκευτικές αρχές της Μεταρρύθμισης. Στις επιστολές που ανταλλάσσει με μεγάλους ευρωπαίους θεολόγους που διατηρούσαν μεταρρυθμιστικές τάσεις, εξομολογείται πως η Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρούσε πολλές εσφαλμένες συνήθειες, ενώ αλλού τονίζει πως η Εκκλησία έπρεπε να αντικαταστήσει τις δεισιδαιμονίες με την «απλότητα του Ευαγγελίου» και να βασιστεί στην αυθεντία των Γραφών και μόνο. Ο Λούκαρις ανησυχούσε σοβαρά για το γεγονός ότι η πνευματική εξουσία των πατέρων της Εκκλησίας θεωρούνταν ισοδύναμη με τα λόγια του Ιησού και των αποστόλων.
Παρά ταύτα, κατέφτασε στην Κύπρο στις αρχές του 1605 για να φέρει την ειρήνη στις εσωτερικές έριδες της τοπικής Εκκλησίας και το 1608 πήγε στην Ιερουσαλήμ και από κει στη Δαμασκό. Κάποια στιγμή μετέφερε την έδρα του Πατριαρχείου στο Κάιρο και ξεκίνησε αγώνα κατά της Καθολικής Εκκλησίας.
Όταν δεν συντηρούσε τα πατριαρχικά κτίρια και οικοδομούσε νέους ναούς στην Αίγυπτο, επιδιδόταν στο κήρυγμα του θείου λόγου. Ιδιαίτερη μέριμνα έλαβε και για να απαλλάξει το Πατριαρχείο από τα δυσβάσταχτα χρέη του, προσυπογράφοντας την επιβίωσή του...

Ο τραγικός πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

Ο Λούκαρις εξελέγη επιτηρητής του οικουμενικού θρόνου τον Φεβρουάριο του 1612, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, παραιτήθηκε όμως για να γλιτώσει από τις συνωμοσίες των αρχιερέων. Τα επόμενα 4 χρόνια θα τα περάσει στο Άγιο Όρος και τη Βλαχία, διαφωτίζοντας τον ορθόδοξο λαό και κλήρο και αμυνόμενος κατά των επιθέσεων του καθολικισμού της Ουνίας.
Για να το κάνει αυτό, έγραψε σε απλή γλώσσα δύο πραγματείες, μία κατά της Αρχής, του Πάπα της Ρώμης δηλαδή, και μία σε διαλογική μορφή («Ζηλωτής και Φιλαλήθης») όπου εξέθεσε τις σατανικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Ιησουίτες για να προσηλυτίσουν τους ορθοδόξους. Τον Οκτώβριο του 1615 επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου θα παραμείνει μέχρι την εκλογή του στον οικουμενικό θρόνο, ασχολούμενος κυρίως με την κατήχηση του λαού.
Ήταν σε αυτόν τον αγώνα του κατά των Ιησουιτών που αναζήτησε στήριξη στους προοδευτικούς προτεσταντικούς κύκλους με τους οποίους διατηρούσε επαφή. Αυτή του η σχέση με τους διαμαρτυρόμενους ήταν η αιτία να κατηγορηθεί ως οπαδός του Λουθήρου ή του Καλβίνου, ανάλογα με το κέντρο αποφάσεων της εκάστοτε επίθεσης! Ο Κύριλλος επιδίωκε απλώς να συνάψει στενότερους δεσμούς με τους προτεστάντες ως ανάχωμα στην εξάπλωση και τις επιθέσεις των καθολικών.
Αμέσως μετά τον θάνατο του πατριάρχη Τιμόθεου Β', η Σύνοδος του Πατριαρχείου τον εξέλεξε οικουμενικό πατριάρχη. Το ημερολόγιο έγραφε 4 Νοεμβρίου 1620 και από την πρώτη στιγμή οι καθολικοί κύκλοι θα τον πολεμήσουν με λύσσα. Διαδίδουν τη φήμη ότι με δική του εντολή είχε δηλητηριαστεί ο λατινόφρονας Τιμόθεος Β' και τον κατηγορούν, αυτόν, τον ορθόδοξο πατριάρχη, ως καλβινιστή!
Ιησουίτες και παπικοί έκαναν τα πάντα για να τον διαβάλουν. Εκείνος παρατηρεί σε επιστολή του: «Για να πετύχουν το στόχο τους, οι Ιησουίτες επιστράτευσαν κάθε μέσο, δόλο, συκοφαντία, κολακεία και, πάνω από όλα, δωροδοκία, η οποία ήταν το πιο αποτελεσματικό όπλο για την εξασφάλιση της εύνοιας των [Οθωμανών] μεγιστάνων».
Δυόμιση χρόνια αργότερα (Απρίλιος 1623) απομακρύνθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο κατηγορούμενος ότι προετοίμαζε επανάσταση των ελληνικών νησιών. Εξορίζεται σιδηροδέσμιος στη Ρόδο και ο νέος πατριάρχης Άνθιμος της Αδριανούπολης στέλνει τους ιερείς τους με σκοπό να τον πείσουν να υποβάλει κανονική παραίτηση.
Ο Κύριλλος αρνείται και λίγο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1623, με διαταγή μάλιστα του Μεγάλου Βεζύρη, επιστρέφει στη Βασιλεύουσα, όπου έγινε θριαμβευτικά δεκτός από τους χριστιανούς. Με τη λαϊκή και κληρική απαίτηση, επιστρέφει στον πατριαρχικό θρόνο και οι πιστοί πανηγυρίζουν.
Ο Λούκαρις ήταν αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει αυτή την καινούρια ευκαιρία για να μορφώσει τους ορθόδοξους κληρικούς και λαϊκούς εκδίδοντας μια μετάφραση της Αγίας Γραφής, καθώς και θεολογικά φυλλάδια. Φρόντισε να μεταφερθεί ένα πιεστήριο στην Κωνσταντινούπολη και το έθεσε μάλιστα στη δικαιοδοσία του βρετανού πρεσβευτή, για να το προστατεύσει. Το πατριαρχικό πιεστήριο κατέφτασε στη Βασιλεύουσα τον Ιούνιο του 1627, οι καθολικοί εχθροί του Λούκαρι τον κατηγόρησαν όμως ότι θα το χρησιμοποιούσε για πολιτικούς σκοπούς και τελικά οι οθωμανικές αρχές το κατάσχεσαν. Ο πατριάρχης έπρεπε τώρα να χρησιμοποιήσει τα πιεστήρια της Γενεύης.
Μέσα σε μια Ευρώπη που μαίνονταν οι θρησκευτικοί πόλεμοι και τόσο οι καθολικοί όσο και οι προτεστάντες προσπαθούσαν να προσεταιριστούν την Ορθόδοξη Εκκλησία και ειδικά τον πατριάρχη, ο Λούκαρις έγινε βορά στις διαθέσεις των ξένων χωρών. Τον ανεβοκατεβάζουν συνεχώς από τον θρόνο κατηγορώντας τον ως καλβινιστή για τη φιλική του στάση προς τους διαμαρτυρόμενους. Όταν μάλιστα ο Λούκαρις εκδίδει το 1631 την περιβόητη «Ομολογία» του, όλοι είναι σίγουροι πως είναι κρυφό-μεταρρυθμιστής, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος έχει αποδείξει με πράξεις και λόγους την πίστη του στην Ορθοδοξία.
Όπως ο βαθύτατος σεβασμός που έτρεφε στην Αγία Γραφή και την παιδαγωγική της δύναμη για τον απλό χριστιανό. Το πρώτο βιβλίο που παρήγγειλε ποτέ ήταν η μετάφραση των Ελληνικών Γραφών στην καθομιλουμένη ελληνική. Το ανέθεσε στον πολυμαθή μοναχό Μάξιμο Καλλιπολίτη τον Μάρτιο του 1629. Ακόμα και οι ορθόδοξοι κύκλοι θεωρούσαν απαράδεκτη τη μετάφραση των Γραφών, ο Λούκαρις όμως επέμενε. Ο Καλλιπολίτης πέθανε μάλιστα λίγο καιρό πριν παραδώσει το τελικό χειρόγραφο και ο ίδιος ο πατριάρχης επιμελήθηκε τη διόρθωση του κειμένου. Το έργο της ζωής του έμελλε να τυπωθεί αμέσως μετά τον θάνατό του το 1638.
Ήταν το σύγγραμμά του «Ομολογία Πίστεως» που εκδόθηκε στη Γενεύη που θα προσυπέγραφε την ηχηρή του πτώση. Το κείμενο είναι μια προσωπική δήλωση πεποιθήσεων, στην οποία αποδοκιμάζει τη λατρεία των εικόνων και την ύπαρξη αγίων ταγμάτων και ήθελε ο Κύριλλος να υιοθετήσει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Αμέσως μετά την κυκλοφορία της «Ομολογίας», ξεσπά ένα πρωτόγνωρο σε αγριότητα κύμα εναντίωσης κατά του πατριάρχη.
Πολλοί μητροπολίτες και προσωπικοί εχθροί του Λούκαρι προσπάθησαν να διαπραγματευτούν με τους Οθωμανούς τον πατριαρχικό θρόνο, πληρώνοντας το κατιτίς τους, αν και κανείς δεν μπόρεσε να βρει το παχυλό ποσό που χρειαζόταν. Ο Αθανάσιος Θεσσαλονίκης βρήκε τα χρήματα το 1634 και ο Λούκαρις εξέπεσε του αξιώματός του, αλλά σε έναν μήνα αποκαταστάθηκε στη θέση του.
Μετά ήρθε ο μητροπολίτης Βέροιας (σημερινό Χαλέπι), Κύριλλος Κονταρής, να τον εκθρονίσει εκ νέου, καταβάλλοντας το αλμυρό πατριαρχικό τίμημα στην Υψηλή Πύλη. Ο Λούκαρις εξορίζεται ξανά στη Ρόδο, έξι μήνες μετά επανέρχεται ωστόσο στα αξιώματά του!
Κι ενώ αυτό ήταν το μοτίβο της πατριαρχικής του διακονίας, το 1638 οι Ιησουίτες, οι καθολικοί κύκλοι της Κωνσταντινούπολης και οι ορθόδοξοι συνεργάτες τους κατηγόρησαν τον Λούκαρι για εσχάτη προδοσία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Ο ισχυρός προστάτης του Λούκαρι, ο βρετανός πρεσβευτής, είχε ήδη αναχωρήσει για το Λονδίνο και ο πατριάρχης έμεινε χωρίς ουσιαστική στήριξη απέναντι στα πανίσχυρα συμφέροντα των καθολικών. Πιστεύεται ότι ο Λούκαρις έδωσε ως δώρο στον βασιλιά Κάρολο Α’ τον περίφημο «Αλεξανδρινό Κώδικα», κτήμα τώρα του Βρετανικού Μουσείου, στον οποίο βασίστηκε η πρώτη μετάφραση της Βίβλου στα αγγλικά.
Ο σουλτάνος Μουράτ Δ' δεν θα έπαιρνε αψήφιστα τις φήμες κατά του Λούκαρι και διέταξε τον θάνατό του. Τον συνέλαβαν στις 22 Ιουνίου 1638 και τον έκλεισαν σε ένα κάστρο του Βοσπόρου. Στις 27 Ιουνίου τον έβαλαν σε μια βάρκα προσποιούμενοι πως ήθελαν να τον εξορίσουν και πάλι στη Ρόδο. Τον στραγγάλισαν μέσα στο νερό και τον έθαψαν πρόχειρα στην άμμο των ακτών, αν και τρεις μέρες μετά οι άνθρωποι του Κονταρή τον ξέθαψαν και πέταξαν τη σορό του στη θάλασσα για να μη βρεθεί από τους πιστούς οπαδούς του!
Το πτώμα του το βρήκαν κάποιοι ψαράδες και το παρέδωσαν σε κύκλο φίλων του, οι οποίοι το μετέφεραν κρυφά και το ενταφίασαν στη Μονή του Αγίου Ανδρέα, στην ομώνυμη βραχονησίδα του Κόλπου της Νικομήδειας. Ο Κύριλλος Κονταρής είχε πρωτοστατήσει πράγματι στη συνωμοσία κατά του φωτισμένου ιεράρχη, διαδίδοντας στην Υψηλή Πύλη ότι ο Λούκαρις είχε συμμαχήσει με τους Ρώσους και προετοίμαζε επανάσταση κατά των Οθωμανών τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και την υπόλοιπη υπόδουλη Ελλάδα. Η πραγματική επανάσταση όμως του Λούκαρι ήταν η διαπαιδαγώγηση του ελληνικού γένους και των ιεραρχών του, προλειαίνοντας το έδαφος για τη μεγάλη εθνεγερσία που κυοφορούνταν...
Τρία χρόνια αργότερα, το 1641, ο οικουμενικός πατριάρχης Παρθένιος Α' μερίμνησε για τη μεταφορά των λειψάνων του Λούκαρι στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο. Το 1975 τα οστά του αποδόθηκαν στη Μονή Αγκαράθου, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα. Η επίσημη αγιοκατάταξη του Κύριλλου Λούκαρι έγινε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας τον Οκτώβριο του 2009...

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: ΚΑΙ ΕΙΠΑΝ ΟΙ ΑΘΡΗΣΚΟΙ ΠΟΥ ΕΒΑΛΑΜΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΒΕΡΚΟ ΜΑΣ!


Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας, να μή μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί. 
Και βγήκαν ακόμη να' ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. 
 
Στρατηγός Μακρυγιάννης

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Η ΑΝΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Ανυπολόγιστης αξίας είναι και η καθαρώς πολεμική προσφορά της Εκκλησίας.

Το 1575 κήρυξε επανάσταση στη Μάνη ο Αρχιεπίσκοπος Επιδαύρου Μακάριος Μελισίδης, και το 1770 στο Αίγιο ο Μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος και στην Κόρινθο ο Μητροπολίτης Μακάριος Νοταράς.

Το 1600 και το 1609 έκανε επαναστατικό κίνημα ο Διονύσιος Φιλόσοφος, Μητροπολίτης Τρικάλων, ο οποίος τελικά βρήκε μαρτυρικό θάνατο στα Γιάννενα το 1611.

Το 1684 ο Μητροπολίτης Άμφισσας Φιλόθεος πολέμησε κοντά στην Κόρινθο με δικό του σώμα εναντίον των Τούρκων, όπου και τραυματίστηκε θανάσιμα.

Τον ίδιο χρόνο ο Μητροπολίτης Κεφαλλη­νίας Τιμόθεος Τυπάλδος συγκρότησε επανα­στατικό σώμα με 150 κληρικούς κι έλαβε μέ­ρος σε απελευθερωτικές προσπάθειες.

0ι Μητροπολίτες Σαλώνων Τιμόθεος, Θη­βών Ιερόθεος, Λάρισας Μακάριος, Εύβοιας Αμβρόσιος, διετέλεσαν οπλαρχηγοί.

Ο Παπαβλαχάχας ήταν αρχηγός των αρ­ματολών των Χασίων. Βρήκε, μάλιστα, τραγι­κό θάνατο από τον Αλή Πασά στα Γιάννενα.

Ο διάκος του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' Νικηφόρος Ρωμανίδης, αφού χειροτονήθη­κε ιερέας και χειροθετήθηκε και Αρχιμανδρί­της, υπηρέτησε και διακρίθηκε ως ναυμάχος κάτω από τις διαταγές του Α. Μιαούλη.

Ο Ησαΐας Σαλώνων κήρυξε την επανά­σταση στις 27.3.1821 στην περιφέρειά του, μέσα στο Μοναστήρι του οσίου Λουκά Βοιω­τίας.

Η Μονή του οσίου Λουκά, μετά τη σύ­σκεψη του Δεσπότη Σαλώνων στα μέσα του Μάρτη του 1821 με τους οπλαρχηγούς της περιφέρειας Αθ. Διάκο, κ.ά., έγινε κέντρο επαναστατικό και κατασκευής φυσεκιών.

Ο Δ. Υψηλάντης είχε το αρχηγείο του στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Πέτρας.

Ο Αρχιστράτηγος της Ρούμελης Γ. Καραϊ­σκάκης είχε τ' ορμητήριό του στη Μονή Προυσού της Ευρυτανίας.

Ο Ιερομόναχος Σεραφείμ από το Φανάρι Θεσσαλίας ηγήθηκε της επανάστασης των Αγραφιωτών.

Το Μοναστήρι του Ομπλού Πατρών ήταν στρατηγείο των επαναστατών της περιοχής.

Ο Άνθιμος Αργυρόπουλος, ιερομόναχος, δέχτηκε στο Μοναστήρι του την οικογένεια Μπότσαρη και την περιέθαλψε, μετά την άλω­ση του Σουλίου. Ο ίδιος στη Ζάκυνθο, κατά τον ιστοριογράφο Π. Χιώτη, όρκισε μέλη της Φιλικής Εταιρίας το Θ. Κολοκοτρώνη, τους Β. και Κ. Πετιμεζά και τον Νικηταρά. Εργάστηκε δε ως παράγοντας με ασυνήθιστο ζήλο για την ευόδωση της Επανάστασης.

Ο Χρύσανθος Πηγάς, Μητροπολίτης Μο­νεμβασίας και Καλαμάτας, το 1819 μπήκε στη Φιλική Εταιρία κι εργάστηκε εντατικά για την προετοιμασία της Επανάστασης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη σύλληψη του από τους Τούρκους, το κλείσιμο του στις φυλακές της Τρίπολης, όπου μαζί με άλλους φυλακισμένους Μητροπολίτες πέθανε κι αυτός από τις κακου­χίες της φυλακής.

Στη Φ. Εταιρία είχαν μυηθεί όλοι σχεδόν οι μητροπολίτες και πολλοί διακεκριμένοι ιερείς και μοναχοί και ιδιαίτερα οι αγιορείτες.

Την Επανάσταση του '21, όπως είναι γνωστό, την κήρυξε Μητροπολίτης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μέσα στο Μοναστήρι της άγιας Λαύρας. Έστω κι αν η ηρωική Καλαμά­τα, που κήρυξε την επανάσταση στις 23 του Μάρτη και που την ευλόγησαν 24 κληρικοί, διεκδικεί τα πρωτεία, γεγονός είναι ότι τα παλληκάρια της περιοχής ορκίστηκαν μέσα στην ιστορική Μονή.

Ο Διάκος, ο Παπαφλέσσας κι ο Σαμουήλ είναι ανεπανάληπτες κληρικές μορφές του 21.

Ο Υψηλάντης έλεγε για τον Παπαφλέσσα ότι «είναι το άλλο μου εγώ».

Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Υψη­λάντης ξεκίνησε τον απελευθερωτικό του αγώνα από την εκκλησία. Μέσα στον ι. ναό των Τριών Ιεραρχών του Ιασίου έλαβε το πολεμικό ξίφος από το Μητροπολίτη Μολδαυΐας Βενιαμίν Κωστάκη, ο οποίος ευλόγησε και τη σημαία του αγώνα του.

Ακόμα, πολλά Μοναστήρια καταστράφη­καν από τους Τούρκους γιατί λάβαιναν μέρος σ' απελευθερωτικά κινήματα. Αναφέρουμε μόνο ένα για παράδειγμα, τη Μονή Στροφά­δων που κατέστρεψε ο Σουλεϊμάν Β' (1520-60). Και γενικά οι Τούρκοι κάθε τόσο ζητούσαν από την Εκκλησία τις ευθύνες για κάθε απελευθερωτικό κίνημα. Αυτήν αιματοκυλού­σαν γιατί αυτήν θεωρούσαν πνευματική και εθνική Αρχή του Έθνους. Και μόνο αυτή η στάση των Τούρκων απέναντι στην Εκκλησία, της οποίας πολλές φορές σκότωναν τους φο­ρείς της, τα λέει όλα. Είναι χαρακτηριστική και η σχετική ομολογία του Μακρυγιάννη για την τεράστια προσφορά των Μοναστηριών στον αγώνα: «...Τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προ­πύργια της επανάστασής μας... Οι περισσότε­ροι καλόγεροι σκοτώθηκαν εις τον αγώνα». Η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν το Α και το Ω για το υπόδουλο γένος. Το ράσο κόλπωνε μέσα του τη ρωμιοσύνη και η ρωμιοσύνη κολπωνόταν μέσα στο ράσο. Αυτό δεν μπορεί να το ανα­τρέψει καμιά δύναμη. Η ρωμιοσύνη και η ορ­θόδοξη Εκκλησία και στην περίοδο της Τουρ­κοκρατίας πορεύτηκαν αντάμα το δρόμο του μαρτυρίου τους, το δρόμο της σταυρικής τους πορείας κι' επιβίωσαν χάρις στην πίστη τους στην Τριαδική Θεότητα. Χάρις στην ορθόδοξη παράδοση με τις άπειρες και παντοδύναμες διαστάσεις της. Μέσα από τη βυζαντινή εικόνα και το εκκλησιαστικό μέλος, μέσα από τα συ­ναξάρια των αγίων και μέσα από τη ζωή των αρχαίων ηρώων κρατήθηκε η ελληνική ψυχή όρθια ως ότου βρήκε τη δύναμη και τίναξε από πάνω της τον τουρκικό ζυγό. Όσες προπαγάν­δες κι αν θελήσουν ν' αλλοιώσουν αυτή την ιστορική πραγματικότητα δεν θα το κατορθώ­σουν, γιατί μιλούν τα ίδια τα γεγονότα.

Εδώ όμως πρέπει να σταματήσουμε, γιατί αν επεκταθούμε πιο πολύ σε πρόσωπα και σε γεγονότα, σχετικά με τη συμβολή της Εκκλη­σίας στον αγώνα της ελευθερίας του έθνους, δεν θα μας φτάσουν, όπως είπαμε και στην αρχή, τόμοι ολόκληροι.

Πιστεύουμε όμως ότι όσα δειγματικά ανα­φέραμε είναι ικανά να πείσουν κάθε αντικειμε­νικό κριτή, σχετικά με τον πρώτο ρόλο της Εκ­κλησίας κατά τη μακραίωνη τούρκικη σκλαβιά και κατά την εθνεγερσία του '21.

Θα 'ταν όμως παράλειψη κι εδώ αν στο κεφάλαιο αυτό δεν αναφέραμε δύο αντιπροσωπευτικές γνώμες Φιλελλήνων και ξένων πε­ριηγητών, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αντικειμενικότητά τους.

Ο Άγγλος Humphreys γράφει ότι «Ανάμεσα στους στρατιώτες βρίσκονταν και μεγά­λος αριθμός παπάδων. Αυτοί ήταν οι πρωτερ­γάτες του ξεσηκωμού».

Ο Κορσικανός Πρόξενος της Ολλανδίας στην Αθήνα Domenico Origone λέει πως «Οι Τούρκοι στην Αθήνα κάνουν τα πάντα για να συλλάβουν παπάδες, γιατί, όπως διαδίδεται, οι παπάδες είναι αρχηγοί των επαναστατών.

Ακόμα και το πιο καταπληκτικό: Το βιβλίο της Γ' Λυκείου της Τουρκίας γράφει: «ο Πατριάρχης και ο ανώτερος Κλήρος των Ρωμιών ήταν επικεφαλής του Έθνους των Γραικών σ' αυτή την Επανάσταση, μαζί με τους καλόγε­ρους».

Και μία ανάλογη βεβαίωση από τη μακρυνή Αμερική, η οποία παρά την απόστασή της, βοήθησε τον αγώνα υλικά και ηθικά.

Στις 16 Ιουνίου 1821 η εφημερίδα «Γκαζέττ» της Μασαχουσέτης πληροφορούσε τους αναγνώστες της ότι «...στο Μοριά ένοπλοι... με επικεφαλής τον ΚΛΗΡΟ εξεγέρθησαν εναντίον των Τούρκων....»

Και ας ξανατονιστεί ότι η συμβολή του κλήρου στον αγώνα ήταν βαθειά συνείδηση του γένους, που την έκφραζε και στα δημοτικά του τραγούδια.

Χαρά που τόχουν τα βουνά τα κάστρα περηφάνια, Γιατί γιορτάζει η Παναγιά γιορτάζει κι η Πατρίδα,

Σαν βλέπουν διάκους με σπαθιά παπάδες με τουφέκι, Σαν βλέπουν και τον Γερμανό της Πάτρας τον Δεσπότη να ευλογάει τ' άρματα να εύχεται τους λεβέντες.


Μιλούν τα γεγονότα 
ΕΚΚΛΗΣΙΑ -ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ - 21 
π. ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κ. ΚΑΛΙΦΗ 
Α' ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
 


ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΑΛΜΟΣ

Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΕΣ


Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

ΕΝΑ ΦΟΒΕΡΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΜΑΓΕΙΑΣ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

Από το βιβλίο «ΟΡΑΜΑΤΑ και ΘΑΜΑΤΑ» του τίμιου Χριστιανού αγωνιστή της Επανάστασης του 1821 Στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη, πολύτεκνου με 12 παιδιά. Σημειώνει με το ίδιο του το χέρι ανάμεσα στα πολλά άλλα, κι΄ αυτά τα παρακάτω:

«…Όταν θα βαρούσαμε τουφέκι με την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, βλέπει ένας άλλος αγωνιστής, Χριστιανός καλός, τις δύο του μηνός ξημερώνοντας, ότι βρέθηκε εις το περιβόλι μου αυτός κι΄ ένας λαμπροφορεμένος ώς Δεσπότης• καί παρουσιάστηκα κι΄ εγώ. Του λέγει αυτουνού του αγωνιστή ο Δεσπότης: «αυτόν που γλέπεις ( εμένα δηλαδή ) θα τον σώσω απο τον κίντυνον και θα τον βγάλω απο αυτείνη την μαγαρισά» ( πού κάποιοι του έχουν φτιάξει) καί παρουσιάζεται και μία στέρνα με μαγαρισές. 

Και σταύρωσε κι΄ έλαμψε ο τόπος!. Κι΄ ξύπνησε ο άνθρωπος, ήρθε και μου το είπε. Αφού τελειώσαμεν από τον κίντυνο, συμβρίσκομαι με την γυναίκα μου και γκαστρώνεται
.
Ώς τώρα σας έγραφα, αναγνώστες, Θεοτικά. Τώρα όμως θα σας γράψω και δαιμονικά συμβάντα:

Η γυναίκα μου αφού γκαστρώθη, επιάσαμεν μιάν φαγωμάρα κ  γκρίνια μεγάλη: με όλη την φαμελιά. Κι΄ άρχισε η γυναίκα νά σώνεται, κι΄ όλο έρευε. Ήφερα γιατρούς, τόσα πράματα! Καί σάπισαν και τα στήθια της, την πονούσαν, όπου δέν κοιμάτο νύχτα και ημέρα. 
Έρχεται ένας αγωνιστής από την Αίγυπτο, σάν έμαθε την πολιτική μεταβολή πού απόκτησε η πατρίδα Σύνταγμα, για ν’ απολάψει τα δίκαια του.

Αυτός ήτον μαζί μου εις τον αγώνα της πατρίδος. Βλέπει την φαμελιά μου σ’ αυτείνη την κατάστασιν, λέγει: 

«Αυτής, της έχουν κάμωμα δαιμονικό». 

Εγώ λέγω ότι αυτό δέν το πιστεύω• με βιάζει όμως να το πιστέψω… Μου λέγει λοιπόν: «το βράδυ θα ιδούμεν τί είναι, το βράδυ!». Έκατσε όλη μέρα μαζί μου• το βράδυ, τα μεσάνυχτα, με παίρνει εμένα, και παίρνω κι΄ άλλον έναν άνθρωπο, οτι φοβήθηκα μόνος μου, και κατεβαίνουμε εις το περιβόλι μου. Και γυμνώνεται αυτός,  καθώς τον έκαμε η μάνα του• κι΄ άρχισε, ώς μίαν ώρα να λέει κάτι ακατάληπτα (λόγια)… Είπε εκεί, είπε, είπε… τότε μας λέγει: «φέρτε μου ένα τσαπάκι». 

Καί σκάβει εις την πόρτα, όπου τρώμεν ψωμί από μέσα, και βγάζει ένα πράμα δεμένο: ένα πανί, δεμένο με πλήθος σπάγγους. Καί του κόβομε αυτά τα σκοινιά κ τ’ ανοίγομε• κ ήταν μέσα τρία πιρούνια μεγάλα, κι΄ ήταν πλήθος βελόνες, και υδράργυρος, και στάχτη, και κοκαλάκια από πεθαμένους, καί κομμάτια από τα σκουτιά της γυναικός μου και από τα δικά μου. Καί φαινόταν κι΄ εκείνα τα κομμάτια από τα σκουτιά μας που ήταν κομμένα και τρυπημένα… 
Καί τα πήρε και τα τσάκισε όλα αυτά τα καρφιά και τίς βελόνες, καί τ’ άλλα τάκαψε καί τα πέταξε έξω εις τα χωράφια. Και μετά άρχισε η γυναίκα μου ν’ αναλαβαίνει… Όμως τα στήθια της την πονούσαν ακόμα. 

Ήρθε ο καιρός, και κάνει δύο παιδιά, σερνικά. Βλέπω εις τον ύπνο μου: «αυτά να τα βαφτίσεις το Νέον έτος. Το ένα να το ειπείς Δημήτρη καί τ’ άλλο Γιώργη». Αυτό το είδαν καί άλλοι εις τον ύπνο τους. Καί τάβγαλα καθώς είδα, καί εις την βάφτισιν τους μαζώχτηκαν ένα πλήθος ανθρώπων. 
Καί ακολούθως σημειώνω την Ευσπλαχνία του Θεού.

Αφού τα γέννησε, ώς δεκαοχτώ ημέρες, ήτον η γυναίκα πολύ καλά – ξυπνάγει με μεγάλες φωτιές καί παραλογισμούς, πονούσαν τα στήθια της κ όλο της το σώμα, όσο πήγαινε: εις το χερότερον. Ήφερα – είχα τρείς γιατρούς, τους καλύτερους• έκαμεν αρκετές ημέρες, αδυνάτισε πολύ από τα αίματα, από πλήθος βδέλλες, κ γλυστήρια ( κλύσματα ) και γιατρικά• πλέον φρένιασε: ούτε μιλούσε, ούτε γνώριζε, ούτε μπορούσε να αισθανθεί να πάρει γιατρικόν. 

Σάν την είδαν οι γιατροί σ’ αυτείνη την κατάστασιν, απολπίστηκαν. Τότε μου λένε: «δέν είναι πλέον ελπίδος ! Και σου το λέμεν, ότι είσαι στρατιωτικός και δεν πάει να σε απελπίζουνε όλα αυτά• ότι τέτοιος είναι τούτος ο κόσμος, ( αυτά έχει η ζωή ) κι΄ ο Θεός είναι δυνατός !» και φύγανε. Κοντά τα μεσάνυχτα έρχεται ο Αλέξαντρος, γιατρός, συγγενής μου. Την είδε εις την ίδια κατάστασιν, σηκώθηκε κ’ έφυγε πολλά λυπημένος. Τότε κι΄ εγώ απολπίστηκα. 

Μαζώνω τα παιδιά μου, πηγαίνω εις τις εικόνες, κάνομεν τις μετάνοιες μας, και κλαίγαμε και έλεγα: 
«Κύριε! αυτά τα παιδιά ανήλικα είναι, και τόσον κόσμο εδώ μέσα, τί να τους κάμω εγώ ο δυστυχής;». 

(Γιόμωσε και το σπίτι ξένους ανθρώπους μέσα – έξω, καταφανίστηκε και το σπίτι μου, μια κι΄ όποιος είχε διάθεση μέ έκλεβε..).

Εκεί οπού έκανα την προσευκή μου με τα παιδιά μου, μού’ ρθε εις την ιδέα μου: (αύριο ξημέρωνε Κυριακή) άν ζήσει η γυναίκα μου ώς αύριο, να στείλω τα παιδιά εις την Εκκλησία απο μίαν λαμπάδα, να κάμουν την προσευκή τους – κι΄ ο Θεός άς γένει Έλεος εις αυτά που θα μείνουν ορφανά...
Σηκώθηκα, πήγα εις τήν άρρωστη, της έβαλα και δύο γυναίκες συγγενείς της, κι΄ ό,τι απαιτείται να της πιάσουνε ( κλείσουνε ) τα μάτια όταν της βγεί η ψυχή. Εγώ, λυπημένος κ μπαϊλντισμένος, τόσες ημέρες άυπνος, με πονούσε και το κεφάλι, είπα των γυναικών να σταθούν με τήν άρρωστη κι΄ εγώ να πέσω να κοιμηθώ ολίγον. 

Εκεί που πήγα εις την ταράτσα να κοιμηθώ, σήκωσα τα μάτια μου εις τον ουρανό, και περικαλούσα κι΄ έκλαιγα• και λέγω: «Βαγγελίστρα μου (Παναγία μου), πολλές φορές μ’ έσωσες κι’ εμένα και το σπίτι μου όλο (κι΄ εγώ στάθηκα αχάριστος). Καί  τώρα να μου βρεθείς, ότι είμαι χαμένος!»• κι΄ έγειρα. Την ίδιαν στιγμή οι γυναίκες αποκοιμήθηκαν και η άρρωστη ήταν μόνη της. 
Πηγαίνει ένα σύγνεφο και κατεβάζει την γυναίκα κάτω απο το στρώμα – και τέτοια λευτεριά πήρε που δέν την είχε ούτε όταν ήταν κορίτσι! 

Πήρε να ξημερώσει, μπήκα κ εγώ μέσα να ιδώ άν την συγύρισαν ( την πεθαμένη) καλά, ή όχι; Ανοίγοντας την πόρτα, μου λέγει: «άντρα, να πάς εις την Βαγγελίστρα!»• καί μου λέγει όλα αυτά τα συμβάντα.
Εγώ, αδελφοί, περικαλιόμουνα απ΄ έξω, Την ίδια ώρα έστειλα κι΄ ήρθαν οι παπάδες, διάβασαν, και σηκώθηκε εντελώς. Ήρθαν οι γιατροί, μου είπαν: «έγινε μεταβολή». Εγώ δέν τους είπα τίποτας από αυτά• τους πλέρωσα κ τους ευκαρίστησα. 

Κι΄ εγώ κι΄ η άρρωστη όμως, γνωρίζαμε τον αληθινό Γιατρό ! – 
Μετανογάγω όμως ( το ξεχνάω ) καί πάλε δέν πηγαίνω εις την Χάρη Της ( στο τάμα πού είχα στην Τήνο).
Σε δύο ημέρες, βλέπει ένας Χριστιανός εις τον ύπνο του οτι ήρθε ένας καλόγερος εις το σπίτι μου, και μιά μαυροφόρα, εις τον οντά που κοιμούμαι μόνος μου, και λέγει η γυναίκα ότι: «Εγώ δέν ήθελα να ματάρθω σ’ εσέναν, ο Γιάννης με παρακίνησε ( ήτον ο Άγιος Γιάννης ο Βαφτιστής), οτι σ’ έσωσα τόσες φορές καί δέν ήρθες εις το σπίτι Μου, Με γέλασες. Σου γιάτρεψε κι΄ ο Μονογενής Μου, κι΄ εγώ τον περικάλεσα κι΄ ήρθαμε καί σου γιατρέψαμε το ταίρι σου να μήν μείνουν αρφανά τόσα αδύνατα χελιδονάκια ( τα παιδιά σου ) καί γιάτρεψε ο Μονογενής Μου ( ο Χριστός ) το στήθος της κι΄ Εγώ το χέρι της, που θα πάγαινε ( πέθαινε ) από αυτά• καί της έβγαλε τόσα σάπια απο του καταραμένου ( σατανικά μάγια ) τις ενέργειες».
Τότε εγώ άρχισα να κλαίγω. Μου λέγει: 

«μήν κλαίς. Ξέρεις ποιός σε φυλάγει εσένα;» Ευθύς, είχε απο κάτω απο το ράσο της μιά λαμπάδα καί την σήκωσε απάνω κι΄ άναψε: «αυτό το Φώς του Αφεντός Μας ( Χριστού ) σε φυλάγει! Καί να’ ρθείς εις το σπίτι Μου». 

Έρχεται ο άνθρωπος την αυγή, μου λέγει όλα αυτά. 
Τότε εγώ αποφασίζω να πάγω καί να πάρω και το παιδί που το γιάτρεψε απο τις πληγές και τό’ ταξα να το πάρω να πάμεν – αρχινάγω κ συλλογιούμαι: «πού να πάρω παιδί !», φοβόμουν και την θάλασσα, δέν είχα και έξοδα εις το χέρι• καί δι’ αυτά όλα άρχισα να μετανογώ δια το παρόν, να μήν πάγω. Καί φοβόμουν καί την εξουσία, να μήν δημιουργηθούν καχυποψίες οτι πάγω να κάμω συνομωσίες (οτι είχα ζητήσει την άδεια όταν ήτον ο Λόντος υπουργός, κ δέν μου την έδωσε)• αυτά όλα μού’ φερναν δυσκολίες.
Την άλλη βραδυά βλέπει μιά γυναίκα την Χάρη Της ( την Παναγία ), τον Α-Γιάννη, τον Άγιον Σπυρίδωνα κ τον Άγιον Νικόλα, κ ήρθαν εις την κάμαρη, κ βαστούσα εγώ το παιδί εις τα χέρια• μου λέγει η Χάρη Της: «μήν παίρνεις το παιδί μαζί σου τώρα• κ μήν φοβάσαι απο αυτούς, δέν σου κάνουν τίποτας• κ μήν φοβάσαι κ την θάλασσα: θα σε πάρω Εγώ, κι΄ ο Γιάννης ( Άγιος Ιωάννης ), κι΄ ο Σπύρος κι΄ ο Νικόλας να σε πάμεν καί να σε φέρωμεν πίσω εις την οικίαν σου». 
Αφού έρχεται η γυναίκα κ μου λέγει αυτά (όσα εγώ συλλογιόμουν μόνος μου, μου τα λέγει αυτείνη!) – παίρνω έναν άνθρωπο, κατεβαίνω κάτω, ήταν καί το παπόρι δια να φύγει, μπήκα μέσα• έπεσα να κοιμηθώ απάνω (δέν μπορούσα κάτω εις τ’ αμπάρι) – μου λένε: «σήκω!». Εγώ έλπιζα οτι ήμαστε ακόμα εις τον Περαία, ανακατώνονταν οι άνθρωποι κ θα σηκώσουν σίδερο ( άγκυρα ) να φύγουμε – μου λένε: «σήκω, θα βγούμε εις την Σύρα!». 


Τηράγω, βλέπω Σύρα. Εβήκαμεν έξω, εις τους φίλους• έφαγα ψωμί• θέλανε να μου κάμουν τραπέζι άλλοι το βράδυ – είπα του παιδιού κρυφά κ’ έπιασε καΐκι• σε δύο ώρες πήγαμε εις την Τήνο• επήγα σ’ έναν κουμπάρο μου, έκατσα 23 ημέρες• πήγα εις την Χάρη Της, νήστεψα κ ξεμολογήθηκα να μεταλάβω.
Είπα των επιτρόπων να μου βάλουν ένα σκουτί να κοιμηθώ κάτω, εις την εκκλησίαν οπου φανερώθη η Χάρη Της• μού’ στρωσαν μπροστά εις την εικόνα. Η εκκλησιά είναι μεγάλη. Εκει μέσα, λέγω του ανθρώπου μου: «εσύ σύρε πέρα τις εικόνες καί κοιμήσου – καί άν θέλεις, δοξολόγα τον Θεόν καί την Χάρη Της • ει δέ, κοιμήσου• ό,τι θέλεις ακολούθα». Άρχισα εγώ να κάμω τις μετάνοιες μου καί την αμαρτωλή μου προσευκή εις τους Σωτήρας της πατρίδος μου καί θρησκείας μου κι’ εμένα του αμαρτωλού κι΄ όλης μου της οικογένειας μου.
Αφού άρχισα τις μετάνοιες μου κ την προσευκή μου καμπόση ώρα, πήγα εις την Χάρη Της να ασπαστώ, να κοιμηθώ ολίγον κ πάλε να σηκωθώ• άμα πήγα να ασπαστώ, κάνει έναν χτύπο η εικόνα, οπου δέν μπορώ να σας το παραστήσω! 

Ξυπνάγει ο άνθρωπος απο το πέρα μέρος, οπου τ’ άκουσε, ήρθε εκεί, «τί ήταν αυτό;» μου λέγει – μήτε εγώ ήξερα μήτε εκείνος. Μετάλαβα την αυγή. Πήγαινα, όσες μέρες στάθηκα: πήγαινα εις την Χάρη Της, λυτρωνόμουν. Καί καθόμουν με τους επιτρόπους κ πατέρες. Εκεί ήμουν τυχερός, δια της Φώτισής Της: πήρα καί μίαν εικόνα, (μεγέθους) όση είναι η Χάρη Της ασημένια, « Ο Ευαγγελισμός» οκτακοσίων 800 χρόνων• την είχαν πάγει απο την Κρήτη εις την Χάρη Της καί μου την δώσανε. Καί χωρίς να νιώσω την θάλασσα, γύρισα πίσω εις το σπίτι μου, με την Αγαθότητά Της καί με την Ευσπλαχνία Της.
Σημείωσα, αδελφοί, όσα μοναχός μου δοκίμασα καί είδα το Έλεός Της, καί όσα μου είπαν οι άνθρωποι. Καί θα σημειώσω κι΄ άλλα πολλά. Όποιος θέλει, άς πιστεύει – όποιος δέν θέλει, άς κάμει ό,τι αγαπάει.
Γυρίζοντας εις το σπίτι απο την Χάρη Της, εκείνον τον χτύπο οπου έκαμεν η εικόνα όταν πήγα να μεταλάβω, πάντοτες τον ακούγω εδώ εις τις εικόνες. Ήταν Σαρακοστή, νηστέψαμε καί κάμαμε το Ευκέλαιό μας (ότι Ευκέλαιον δέν συνήθιζα να κάνω – κι΄ είδα εις τον ύπνο μου τον Α-Γιώργη κ τον Άγιον Δημήτρη κ μου λένε: πρίν βαφτίσω τα δύο δίδυμα μωρά μου ότι«όταν θα μεταλαβαίνεις με όλους της φαμελιάς σου να κάνετε πρώτα το Ευκέλαιόν σας καί τότε να μεταλαβαίνετε». Απο τότε όποτε θα μεταλάβωμεν, κάνομεν πρώτα το Ευκέλαιόν μας. Το λοιπόν, ήμουν νηστεμένος να μεταλάβωμεν την αυγή.
(Έρχεται στο όνειρό μου) ένας ασκημο-άνθρωπος άγριος και μου παρουσιάζει μιά γριά να κάμω (μαζί της) την "επιθυμία" μου! 

Και τρωγόμουν με αυτόν τον αναθεματισμένο… Καί παρουσιάζεται η Χάρη Της (Παναγία) με τον Α-Γιάννη κ άλλους Αγίους καί σηκώνει το χέρι Της καί του λέγει: «καταραμένε! Νά’ χεις καί του Μονογενή Μου την κατάρα καί την δική Μου! Όπου ήρθες καί πειράζεις τον άνθρωπο!»

Κι΄ έσκασε (αυτός) κι΄ έγινε στάχτη...

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

Πα­να­γι­ώ­τη Στ. Μαυ­ρo­ει­δῆ
Ἱ­στο­ρι­κοῦ

Ἡ ἐ­νί­σχυ­ση τοῦ κύ­ρους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἡ βά­ση γι­ὰ τὴν ἀ­να­γέν­νη­ση τοῦ Ἔ­θνους. Αὐ­τὸ το­νί­ζει σὲ βα­ρυ­σή­μαν­τη ἐγ­κύ­κλι­ο ἐ­πι­στο­λὴ ποὺ ἀ­πέ­στει­λε πρὸς τοὺς Ἕλ­λη­νες στὶς 18 Ἀ­πρι­λί­ου 1819 ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στρι­ας.

Προ­φη­τι­κὸς ὁ λό­γος τοῦ Κυ­βερ­νή­τη τῆς Ἑλ­λά­δας ποὺ γρά­φε­ται δύ­ο χρό­νι­α, πρὶν ξε­σπά­σει ἡ Ἐ­πα­νά­στα­ση τῆς Πα­λιγ­γε­νε­σί­ας καὶ ἐν­νι­ὰ χρό­νια­ προ­τοῦ κλη­θεῖ νὰ κυ­βερ­νή­σει τὸ μι­κρὸ, ἀλ­λὰ ἐ­λεύ­θε­ρο Ἑλ­λη­νι­κὸ κρά­τος.

Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἀ­πευ­θύ­νε­ται στοὺς «ἀ­δελ­φούς του» Ἕλ­λη­νες, ὡς σὲ παι­δι­ὰ τῆς «Ἁ­γί­ας μας Μη­τέ­ρας Ἐκ­κλη­σί­ας». Τοὺς συ­νι­στᾶ νὰ ἀ­γα­ποῦν μό­νο τὸ κα­λὸ καὶ νὰ μὴν κοι­τά­ζουν μό­νο τὸ προ­σω­πι­κὸ συμ­φέ­ρον. Τοὺς λέ­ει νὰ βελ­τι­ώ­σουν τὴ ζω­ή τους καὶ νὰ ἑ­τοι­μα­σθοῦν γι­ὰ τὰ με­γά­λα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα ποὺ προ­σφέ­ρει ἕ­νας ἠ­θι­κὸς καὶ χρι­στι­α­νι­κὸς πο­λι­τι­σμός.

Τοὺς συ­νι­στᾶ ἀ­κό­μη νὰ καλ­λι­ερ­γή­σουν τὰ γράμ­μα­τα, δι­ό­τι ἔτ­σι θὰ γί­νουν οἱ πο­λί­τες ἄ­ξι­οι τοῦ σε­βα­σμοῦ καὶ τῆς ἐμ­πι­στο­σύ­νης τῆς Πο­λι­τεί­ας καὶ βαθ­μι­αί­ως ἡ Πο­λι­τεί­α θὰ μά­θει νὰ σέ­βε­ται καὶ νὰ ἀ­κού­ει καὶ νὰ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τοὺς πο­λί­τες της. Οἱ Ἕλ­λη­νες πρέ­πει νὰ ἀ­σχο­λη­θοῦν ἀ­πο­κλει­στι­κὰ μὲ τὴν ἠ­θι­κὴ καὶ ἀν­θρω­πι­στι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση, γι­α­τί χω­ρὶς αὐ­τὴν κά­θε ἄλ­λο ἀν­τι­κεί­με­νο μόρ­φω­σης εἶ­ναι μά­ται­ο καὶ κά­θε ἐρ­γα­σί­α ἐ­πι­κίν­δυ­νη. Καὶ ἡ ἠ­θι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση θὰ πρέ­πει νὰ ξε­κι­νή­σει, κα­τὰ τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α, ἀ­πὸ τὴν κα­τάρ­τι­ση τοῦ κλή­ρου.

Κα­τὰ τὴν ἄ­πο­ψή του, τὸ τε­ρά­στι­ο κῦρος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­νι­σχυ­μέ­νο μὲ τὴν κα­τάρ­τι­ση καὶ τὸ ἦ­θος τῶν κλη­ρι­κῶν της θὰ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἐγ­γύ­η­ση τῆς συ­νέ­χει­ας τοῦ Ἔ­θνους. Ἔτ­σι ἔ­βλε­πε ὁ Κυ­βερ­νή­της τὴν Ἑλ­λά­δα μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πα­ρά­δο­ση καὶ τὴν κλη­ρο­νο­μι­ά της. Καὶ πα­ρα­κά­τω γρά­φει πὼς τὸ Ἔ­θνος ὀ­φεί­λει ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὴ ἀ­φο­σί­ω­ση στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, γι­α­τί ἔτ­σι θὰ προ­ο­δεύ­σει.

Τὸ δεύ­τε­ρο ποὺ ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας συ­νι­στᾶ εἶ­ναι ἡ κα­τάρ­τι­ση τῶν νέ­ων σὲ θέ­μα­τα ἐ­πι­χει­ρή­σε­ων καὶ στὸ ἐ­λεύ­θε­ρο ἐ­πάγ­γελ­μα καὶ ἐμ­πό­ρι­ο. Καὶ συ­νι­στᾶ οἱ νέ­οι γι­ὰ τὴν ἠ­θι­κὴ ζω­ὴ νὰ με­τα­βαί­νουν στὴ Ρωσ­σί­α ὅ­που ἡ Ἐκ­κλη­σί­α συμ­βάλ­λει ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ στὴν εὐ­η­με­ρί­α τῆς χώ­ρας καὶ στὴν πρό­ο­δο τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ της. Ἀλ­λὰ ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὶς ἐ­πι­στῆ­μες, τὶς τέ­χνες καὶ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α στὸ ἐ­πι­χει­ρεῖν καὶ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν ἱ­κα­νο­τή­των στὸ ἐμ­πό­ρι­ο καὶ τὴν πα­ρα­γω­γή, συ­νι­στᾶ οἱ νέ­οι νὰ πᾶ­νε σὲ χῶ­ρες ποὺ δι­α­κρί­νον­ταν γι­ὰ τὶς ἐ­πι­δό­σεις τους στοὺς το­μεῖς αὐ­τοὺς ὅ­πως ἦ­ταν καὶ εἶ­ναι οἱ ΗΠΑ, ἡ Ἀγ­γλί­α καὶ ἡ Ἑλ­βε­τί­α.

Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­α­ς  θε­ω­ροῦ­σε ὅ­τι οἱ Ἕλ­λη­νες ἔ­χουν με­γά­λες ἱ­κα­νό­τη­τες στὸ ἐμ­πό­ρι­ο καὶ τοὺς συμ­βού­λευ­σε νὰ ἀ­να­πτυ­χθεῖ σὲ κά­θε μι­κρὴ Κοι­νό­τη­τα μί­α μα­γι­ὰ ἀ­πὸ χρή­μα­τα καὶ νὰ ἐ­πι­λε­γοῦν ἄν­θρω­ποι μὲ εὐ­αι­σθη­σί­ες, μὲ ἦ­θος κι ἱ­κα­νό­τη­τες γι­ὰ νὰ δι­α­χει­ρι­στοῦν τὴν πε­ρι­ου­σί­α αὐ­τὴ καὶ νὰ τὴν αὐ­ξή­σουν. Τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α λοι­πὸν στὶς ἐ­πι­χει­ρή­σεις ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας τὴν ἔ­βλε­πε ὡς πα­ράλ­λη­λη μὲ τὴν ἀ­φο­σί­ω­ση στὴ Ἐκ­κλη­σί­α καὶ μὲ τὴν ἀ­πό­κτη­ση δι᾿ αὐ­τῆς ἐν­τί­μου καὶ ὑ­γι­οῦς φρο­νή­μα­τος.

Τέ­λος, ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στρι­ας προ­ει­δο­ποι­εῖ ὅ­τι ἂν οἱ Ἕλ­λη­νες δὲν ἀ­κο­λου­θή­σουν αὐ­τὴ τὴ γραμ­μή, τῆς ἀ­φο­σί­ω­σης στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τῆς ἐ­πί­δο­σης στὴν ἐκ­παί­δευ­ση, στὶς ἐ­πι­στῆ­μες, τὶς τέ­χνες καὶ τὸ ἐμ­πό­ρι­ο, τό­τε οἱ θυ­σί­ες τους θὰ πᾶ­νε χα­μέ­νες καὶ δυ­στυ­χί­α θὰ προ­στε­θεῖ στὴν Ἑλ­λά­δα. Γι­α­τί ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ ἡ εὐ­η­με­ρί­α, κα­τὰ τὴ γνώ­μη του, ἔρ­χε­ται μὲ τὸ νὰ ἀ­παλ­λα­γεῖ ὁ Ἕλ­λη­νας ἀ­πὸ μά­ται­ες φι­λο­δο­ξί­ες καὶ ἀ­πὸ ἰ­δι­ο­τε­λῆ συμ­φέ­ρον­τα καὶ νὰ ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ στὰ συμ­φέ­ρον­τα μό­νο τῆς γε­νέ­θλι­ας γῆς του. Καὶ ὁ­λο­κλη­ρώ­νει τὴν ἐγ­κύ­κλι­ο ἐ­πι­στο­λὴ του το­νί­ζον­τας ὅ­τι ἐλ­πί­ζει πὼς δὲν θὰ ὑ­πάρ­ξει ὁ κίν­δυ­νος νὰ ἔ­χει καὶ ἄλ­λα δει­νὰ ἡ Πα­τρί­δα, δι­ό­τι «οἱ συ­νέ­πει­ες τῶν λα­θῶν τῶν προ­η­γου­μέ­νων γε­νε­ῶν με­τροῦν ἀ­κό­μη στὶς κε­φα­λὲς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἔ­θνους». Τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη συμ­βο­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στὴν ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ εὐ­η­με­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δος τὴν πα­ρα­δέ­χον­ται καὶ Τοῦρ­κοι εἰ­δι­κοὶ ἐ­πι­στή­μο­νες, ἀλ­λὰ τὴν ἀρ­νοῦν­ται οἱ δι­κοί μας «δι­α­νο­ού­με­νοι»… Ἀ­να­φέ­ρει ὁ κα­θη­γη­τὴς Ἀν­τνὰν Ἐκ­σιγ­κὶλ ὅ­τι σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὸ Ἰσ­λάμ, τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ ρό­λος ἦ­ταν ἀρ­νη­τι­κὸς στὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ Τουρ­κι­κοῦ Ἔθνους-κρά­τους, στὴν Ἑλ­λά­δα «ἡ Θρη­σκεί­α ἔ­παι­ξε ἕ­να ρό­λο μᾶλ­λον θε­τι­κὸ καὶ κα­θο­ρι­στι­κὸ στὴν ἀ­νά­πτυ­ξή της». Καὶ συμ­πλη­ρώ­νει: «Ἀ­να­λο­γι­σθεῖ­τε τοὺς πο­λυ­ά­ριθ­μους Ἕλ­λη­νες ἥ­ρω­ες ποὺ ἦ­ταν ἱ­ε­ρεῖς καὶ ἄν­θρω­ποι τῆς Θρη­σκεί­ας. Οἱ Τοῦρ­κοι δὲν ἔ­χουν κα­μμί­α ἀ­νά­λο­γη θρη­σκευ­τι­κὴ μορ­φὴ στὴν ἱ­στο­ρί­α τους».