ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΑΝΑΤΟΣ & ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΖΩΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΑΝΑΤΟΣ & ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΖΩΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ!


ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ: Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΛΑΣΗ

– Γέροντα, πως είναι η κόλαση;
– Θα σου πω μια ιστορία που έχω ακούσει: Κάποτε ένας απλός άνθρωπος παρακαλούσε τον Θεό να του δείξει πως είναι ο Παράδεισος και η κόλαση.

Ένα βράδυ λοιπόν στον ύπνο του άκουσε μια φωνή να του λέει: «Έλα, να σου δείξω την κόλαση».
Βρέθηκε τότε σε ένα δωμάτιο, όπου πολλοί άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι και στην μέση ήταν μια κατσαρόλα γεμάτη φαγητό.
Όλοι όμως οι άνθρωποι ήταν πεινασμένοι, γιατί δεν μπορούσαν να φάνε. Στα χέρια τους κρατούσαν από μία πολύ μακριά κουτάλα. Έπαιρναν από την κατσαρόλα το φαγητό, αλλά δεν μπορούσαν να φέρουν την κουτάλα στο στόμα τους. Γι’ αυτό άλλοι γκρίνιαζαν, άλλοι φώναζαν, άλλοι έκλαιγαν…

Μετά άκουσε την ίδια φωνή να τού λέει: «Έλα τώρα να σου δείξω και τον Παράδεισο».

Βρέθηκε τότε σε ένα άλλο δωμάτιο όπου πολλοί άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι ίδιο με το προηγούμενο και στην μέση ήταν πάλι μια κατσαρόλα με φαγητό και είχαν τις ίδιες μακριές κουτάλες. Όλοι όμως ήταν χορτάτοι και χαρούμενοι, γιατί ο καθένας έπαιρνε με την κουτάλα του φαγητό από την κατσαρόλα και τάιζε τον άλλον.
Κατάλαβες τώρα κι εσύ πώς μπορείς να ζεις από αυτήν την ζωή τον Παράδεισο;
Όποιος κάνει το καλό, αγάλλεται, διότι αμοίβεται με θεϊκή παρηγοριά. Όποιος κάνει το κακό υποφέρει και κάνει τον επίγειο παράδεισο επίγεια κόλαση.
Έχεις αγάπη, καλωσύνη; Είσαι άγγελος και, όπου πας ή σταθείς μεταφέρεις τον Παράδεισο. Έχεις πάθη, κακία; Έχεις μέσα σου τον διάβολο και, όπου πας ή σταθείς, μεταφέρεις την κόλαση.
Από εδώ αρχίζουμε να ζούμε τον Παράδεισο ή την κόλαση.

Πηγή: (από το βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ τ. Ε’΄», ΣΕΛ. 48. © ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ), Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: Η ΜΕΤΕΜΨΥΧΩΣΗ!


Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Η μετεμψύχωση βολεύει τους ανθρώπους, και ειδικά τους αθέους, τους απίστους. Είναι η μεγαλύτερη πονηριά του διαβόλου. Τους κρατά ο διάβολος στην ζωή της αμαρτίας, με τον λογισμό ότι η ψυχή έρχεται και ξανάρχεται σε αυτόν τον κόσμο.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ!


Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει. Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από τη μια ζωή στην άλλη. Είναι ένας αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα!

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΑΝΑΤΟΣ!


Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: Ήταν μία περίοδος, που με απασχολούσε πάρα πολύ το μέγα πρόβλημα του θανάτου, σε σημείο που να το σκέφτομαι συνεχώς. Πήγα, λοιπόν, μία ημέρα στον Γέροντα και του ζήτησα να μου εξηγήσει τι είναι ο θάνατος. Γέλασε και μου είπε: "Μα δεν υπάρχει θάνατος!

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

Η ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΕΜΜΥΔΙ

Στους Αδελφούς Καραμάζωφ περιλαμβάνεται μια λαϊκή ιστορία, σχετικά με μια ηλικιωμένη γυναίκα που δεν έζησε σωστά και μετά θάνατο βρέθηκε σε μια λίμνη από φωτιά. Ο φύλακας Άγγελός της προσπαθούσε να κάνει ό,τι μπορούσε για να την βοηθήσει. Η μόνη καλή πράξη όμως που θυμόταν ότι έκανε αυτή η γυναίκα όταν ζούσε, ήταν που είχε δώσει κάποτε από τον κήπο της ένα κρεμμύδι, σε μια ζητιάνα. Πήρε λοιπόν ο άγγελος το κρεμμύδι, είπε στη γυναίκα να πιαστεί απ' αυτό κι άρχισε να την τραβά έξω από τη λίμνη.
Μέσα στη λίμνη όμως δεν ήταν μόνη της. Όταν οι άλλοι είδαν τι συνέβαινε, μαζεύτηκαν τριγύρω και κρεμάστηκαν πάνω της με την ελπίδα να συρθούν κι αυτοί έξω μαζί της. Τότε όμως η γυναίκα, με τρόμο και αγανάκτηση, άρχισε να τους κλωτσά. «Αφήστε με», φώναξε. «Έμένα τραβά έξω, όχι εσάς. Δικό μου είναι το κρεμμύδι, όχι δικό σας». Τη στιγμή που το είπε αυτό, το κρεμμύδι έσπασε στα δύο και η γυναίκα έπεσε πίσω, μέσα στη λίμνη. Και εκεί μέσα καίγεται μέχρι σήμερα. 
Εάν η ηλικιωμένη γυναίκα έλεγε μόνο, «αυτό είναι το κρεμμύδι μας», δεν θα αποδεικνυόταν άραγε αρκετά δυνατό για να τους τραβήξει όλους έξω από τη φωτιά; Μόλις όμως είπε «είναι δικό μου, όχι δικό σας», έγινε κάτι λιγότερο από άνθρωπος. Με το να αρνηθεί το μοίρασμα, αρνήθηκε την προσωπικότητα της. Ο γνήσιος άνθρωπος, πιστός στην εικόνα της τρισυπόστατης Θεότητας, είναι αυτός που πάντοτε λέει όχι «εγώ», αλλά «εμείς», όχι «δικό μου» αλλά «δικό μας». 

Επίσκοπος Διοκλείας Kάλλιστος WARE, Το μυστήριο του ανθρωπίνου προσώπου. 

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΕΒΛΕΠΑ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ!

Πρό ἐτῶν, ἕνας νεαρός Ἱερεύς διηγήθηκε τά ἑξῆς τρομερά:
«Ἡ μητέρα μου, πού δέν ἤθελε ὁ γιός της νά γίνει παπᾶς, στόν τρίτο χρόνο ἀπό τή χειροτονία μου, πέθανε.
Στόν θάνατό της, ὡς ἱερεύς ἐγώ ὁ γιός της, δέν εἶχα δώσει μεγάλη σημασία. Ἔκανα ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα καί τίποτα περισσότερο ἀπ’ αὐτό.
Ἕνα ἀπογευματάκι, πρός τό σούρουπο, περνοῦσα ἔξω ἀπό τό Κοιμητήριο.
Σκέφθηκα λοιπόν: “Δέν πάω νά τῆς ἀνάψω τό καντηλάκι;”
Πράγματι τό ἄναψα καί κάθισα σέ μιά πέτρα. Δέν εἶχα μαζί μου ὅμως πετραχήλι κι ἔτσι δέν τῆς διάβασα Τρισάγιο.
Σάν νά ζαλίστηκα ὅμως λίγο καί ξαφνικά νόμισα ὅτι ἄρχισαν νά ἀνοίγουν οἱ τάφοι, νά σηκώνονται τά νεκρά σώματα τῶν ἀνθρώπων καί νά φωνάζουν!…
— ΒΟΗΘΕΙΑ! ΒΟΗΘΕΙΑ, Ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου, βοήθεια…, Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, βοήθεια!… Λειτουργίες, προσευχές, Μνημόσυνα, Τρισάγια… ΒΟΗΘΕΙΑΑΑ, χριστιανοί!!!
Σέ λίγο τρομαγμένος βλέπω καί τήν μάνα μου:
— ΒΟΗΘΕΙΑ, γυιέ μου, μοῦ εἶπε, βοήθεια! Βοήθεια, τώρα πού εἶσαι παπᾶς, βοήθεια γιά ὅλους, βοήθεια, βοήθεια!!!…καί ἔπεσε ἐπάνω μου σπαράζοντας ἀπό κραυγές ἀπελπισίας, ζητώντας βοήθεια γιά τήν ψυχή της.
Τότε συνῆλθα τρομαγμένος… Εἶχε πλέον βραδιάσει… Ἔφυγα τρέχοντας… σχίσθηκαν καί τά ράσα μου… καί ἀπό τήν τρομάρα μου ὅλη τή νύχτα δέν κοιμήθηκα.
Τήν ἄλλη ἡμέρα τό πρωί εἶπα στήν πρεσβυτέρα μου: “Κοίταξε νά δεῖς. Γιά τρία χρόνια θά λειτουργῶ κάθε μέρα γιά τή μάνα μου, γιά ὅλους τούς πεθαμένους, γιά ὅσους εἶναι γραμμένοι ἐκεῖ, στό Κοιμητήριο, καί γιά ὅσα ὀνόματα κεκοιμημένων θά μοῦ δίνουν ἀπό δῶ καί πέρα”.
Ἔκανα χίλιες ἑκατό Λειτουργίες συνεχῶς, χωρίς διακοπή! Χίλια ἑκατό Μνημόσυνα μέ κόλλυβα, μέ Τρισάγια, μέ ὅ,τι ἔπρεπε· κάθε μέρα!
Πολλές φορές τίς νύχτες ἔβλεπα τίς ψυχές νά μοῦ λένε “εὐχαριστῶ”,ἄλλες γιατί ξεδίψασαν, ἄλλες γιατί δροσίστηκαν, ἄλλες γιατί χόρτασαν, ἄλλες γιατί ζεστάθηκαν μέσα στίς παγωνιές!
“Εὐχαριστῶ, ζεστάθηκα, παπά μου”, μοῦ ἔλεγαν, “κρύωνα, ζεστάθηκα, σ’ εὐχαριστῶ”. Ἄλλες μέ εὐχαριστοῦσαν, γιατί εἶδαν λίγο φῶς καί ἄλλες κρατοῦσαν «ψωμάκια στά χέρια…”.

Πρωτ. Στεφάνου Ἀναγνωστοπούλου (Ἐμπειρίες κατά τήν Θεία Λειτουργία)

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ: ΠΩΣ ΘΑ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΤΑ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΑ ΣΩΜΑΤΑ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ;

Μαρτυρία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, στον οποίον ο Θεός αποκάλυψε πώς θα αλλάξουν τα υλικά σώματα και θα αφθαρτοποιηθούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Ιησού Χριστού.
 
Μια μέρα, καθώς προσευχόταν (ο Άγιος Συμεών) με καθαρότητα και συνομιλούσε με τον Θεό, είδε πως ο αέρας άρχισε να φωτίζει το νου του, και ενώ ήταν μέσα στο κελί του, νόμιζε ότι βρισκόταν έξω, σ’ ανοιχτό χώρο. Ήταν νύχτα, που μόλις είχε ξεκινήσει.

Τότε άρχισε να φέγγει από ψηλά όπως το πρωινό ροδοχάραμα- ω των φρικτών οπτασιών του ανδρός!-, και το οίκημα κι όλα τ’ άλλα εξαφανίστηκαν, και νόμιζε ότι δεν ήταν καθόλου σε οίκημα. 
Τον συνέπαιρνε ολότελα θεία έκσταση αντιλαμβανόμενος καλά με τον νου του το φως εκείνο που του εμφανιζόταν.

Αυτό μεγάλωνε λίγο –λίγο κι έκανε τον αέρα να φαίνεται πιο λαμπερός κι αισθανόταν τον εαυτό του μ’ ολόκληρο το σώμα του να βρίσκεται έξω από τα γήινα...
Αλλά επειδή εξακολουθούσε να λάμπει ακόμη περισσότερο εκείνο το φως και του φαινόταν σαν ήλιος που μεσουρανώντας έλαμπε από ψηλά, αισθανόταν σαν να στέκεται στο μέσο του φωτός και ότι ολόκληρος ο εαυτός του μαζί με το σώμα του ήταν γεμάτος από χαρά και δάκρυα λόγω της γλυκύτητας που του προξενούσε η παρουσία του.

Παράλληλα έβλεπε ότι το ίδιο φως κατά τρόπο θαυμαστό ήρθε σε επαφή με το σώμα του και σιγά-σιγά διαπερνούσε τα μέλη του.

Η έκπληξη αυτής της οπτασίας τον απομάκρυνε από την προηγούμενη θεωρία και τον έκανε να αισθάνεται μόνο αυτό το εξαίσιο πράγμα που συνέβαινε μέσα του.

Έβλεπε, λοιπόν, ότι το φως εκείνο σιγά-σιγά εισχωρούσε σ’ ολόκληρο το σώμα του, την καρδιά και τα έγκατά του και τον έκανε ολόκληρο σαν φωτιά και φως. 

Και όπως προηγουμένως το οίκημα, έτσι και τώρα τον έκανε να χάσει την αίσθηση του σχήματος, της θέσεως, του βάρους και την μορφής του σώματος και σταμάτησε κα κλαίει. 

Τότε ακούει μια φωνή από το φως να του λέει: «Κατά τον ίδιο τρόπο είναι αποφασισμένο ν’ αλλάξουν οι Άγιοι που θα ζουν και θα βρίσκονται ακόμη εδώ κατά την ώρα της έσχατης σάλπιγγας, κι έτσι μεταμορφωμένοι θ’ αρπαγούν, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος».

Για πολλές ώρες όντας ο μακάριος σ’ αυτήν την κατάσταση, ανυμνώντας μυστικά και ακατάπαυστα το Θεό και κατανοώντας τη δόξα που τον περιέβαλλε και την αιώνια μακαριότητα που πρόκειται να δοθεί στου Αγίους, άρχισε να σκέφτεται και να μονολογεί μέσα του: «Άραγε θα ξαναγυρίσω πάλι στην προηγούμενη κατάσταση του σώματος μου ή θα ζήσω έτσι συνέχεια;»

Μόλις έκανε τη σκέψη αυτή, αμέσως αισθάνθηκε να περιφέρει το σώμα του σαν σκιά ή σαν πνεύμα. 

Καταλάβαινε ότι είχε γίνει, όπως είπαμε, ολόκληρος με το σώμα του φως χωρίς μορφή, χωρίς σχήμα και άϋλο. Και το μεν σώμα του το αισθανόταν ότι υπάρχει, πλην όμως χωρίς υλικές διαστάσεις και σαν πνευματικό. 

Αισθανόταν δηλαδή να μην έχει καθόλου βάρος ή όγκο κι απορούσε βλέποντας τον εαυτό του που είχε σώμα να είναι σαν ασώματος.

Και το φως που λαλούσε μέσα του, όπως και προηγουμένως, του έλεγε και πάλι:«Τέτοιοι θα είναι μετά την ανάσταση στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι άγιοι περιβλημένοι ασωμάτως με σώματα πνευματικά ή ελαφρότερα και λεπτότερα και πιο αιθέρια ή παχύτερα και βαρύτερα και πιο γεώδη, από τα οποία θα καθορισθεί για τον καθένα η στάση και η τάξη και η οικείωση με το Θεό».

Αυτά όταν άκουσε ο θεοπτικότατος και θεόληπτος Συμεών κι αφού είδε το ανέκφραστο θεϊκό φως κι ευχαρίστησε τον Θεό, που δόξασε το γένος μας και το έκανε μέτοχο της θεότητας και της βασιλείας Του, ξαναγύρισε πάλι στον εαυτό του και βρέθηκε ξανά μες στο κελί του στην προηγούμενη ανθρώπινη φυσική κατάσταση. 

Όμως με όρκους διαβεβαίωνε εκείνους με τους οποίους είχε θάρρος και φανέρωνε τα μυστικά του, ότι «για πολλές ημέρες αισθανόμουν αυτή την ελαφρότητα του σώματος χωρίς να καταλαβαίνω καθόλου ούτε κόπο, ούτε πείνα, ούτε δίψα».

Επειδή, λοιπόν, με αυτά ενωνόταν μόνο με το Πνεύμα κι ήταν γεμάτος από τα θεϊκά χαρίσματά Του- και φυσικά είχε καθαρίσει και ο ίδιος πλήρως το νου του-, έβλεπε οπτασίες και φρικτές αποκαλύψεις του Κυρίου όπως παλαιά οι Προφήτες. 

Έτσι, έχοντας αποστολική διάνοια, επειδή την ύπαρξή του κατηύθυνε και κινούσε το θείο Πνεύμα, είχε και το χάρισμα του λόγου που έβγαινε από τα χείλη του και, ενώ ήταν όπως κι εκείνοι αγράμματος, θεολόγησε και με τα θεόπνευστα συγγράμματα του διδάσκει τους πιστούς την ακρίβεια της ευσεβούς ζωής.

 Έχοντας ανέλθει σ’ ένα τέτοιο πνευματικό επίπεδο, αρχίζει να συγγράφει ασκητικούς λόγους κατά κεφάλαια για τις διάφορες αρετές και τα πάθη που αντίκεινται σ’ αυτές,

Από όσα αυτός έμαθε από την προσωπική του ασκητική ζωή και τη θεία γνώση που του δόθηκε, και περιγράφει με ακρίβεια τη μοναχική ζωή για όσους την ασκούν και έτσι γίνεται για τον ισραηλιτικό λαό των μοναχών ποταμός Θεού γεμάτος πνευματικά νερά.

Το κείμενο λήφθηκε από το βιβλίο: "Άγιος Συμεών Ο Νέος Θεολόγος", ο βίος του Αγίου, από τον Νικήτα Στηθάτο, κριτική έκδοση του Αρχιμ Συμεών Κούτσα, Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, σελ. 189-193.
Πηγή ηλεκτρ. κειμένου: oodegr.com 

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΝΕΟΙ;

– Γέροντα, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν τόσοι νέοι άνθρωποι;

– Κανείς δεν έχει κάνει συμφωνία με τον Θεό πότε θα πεθάνη. Ο Θεός τον κάθε άνθρωπο τον παίρνει στην καλύτερη στιγμή της ζωής του, με έναν ειδικό τρόπο, για να δώση την ψυχή του. Εάν δη ότι κάποιος θα γίνη καλύτερος, τον αφήνει να ζήση.

Εάν δη όμως ότι θα γίνη χειρότερος, τον παίρνει, για να τον σώση. Μερικούς πάλι που έχουν αμαρτωλή ζωή, αλλά έχουν την διάθεση να κάνουν καλό, τους παίρνει κοντά Του, πριν προλάβουν να το κάνουν, επειδή ξέρει ότι θα έκαναν το καλό, μόλις τους δινόταν η ευκαιρία.

Είναι δηλαδή σαν να τους λέη:

«Μην κουράζεσθε· αρκεί η καλή διάθεση που έχετε». Άλλον, επειδή είναι πολύ καλός, τον διαλέγει και τον παίρνει κοντά Του, γιατί ο Παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια.

Φυσικά οι γονείς και οι συγγενείς είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβουν αυτό. Βλέπεις, πεθαίνει ένα παιδάκι, το παίρνει αγγελούδι ο Χριστός, και κλαίνε και οδύρονται οι γονείς, ενώ έπρεπε να χαίρωνται, γιατί που ξέρουν τι θα γινόταν, αν μεγάλωνε;

Θα μπορούσε άραγε να σωθή; Όταν του 1924 φεύγαμε από την Μικρά Ασία με το καράβι, για να έρθουμε στην Ελλάδα, εγώ ήμουν βρέφος. Το καράβι ήταν γεμάτο πρόσφυγες και, όπως με είχε η μητέρα μου μέσα στις φασκιές, ένας ναύτης πάτησε επάνω μου. Η μάνα μου νόμισε ότι πέθανα και άρχισε να κλαίη.Μια συγχωριανή μας άνοιξε τις φασκιές και διαπίστωσε ότι δεν είχα πάθει τίποτε.

Αν πέθαινα τότε, σίγουρα θα πήγαινα στον Παράδεισο. Τώρα που είμαι τόσων χρονών και έχω κάνει τόση άσκηση, δεν είμαι σίγουρος αν πάω στον Παράδεισο. Αλλά και τους γονείς βοηθάει ο θάνατος των παιδιών. Πρέπει να ξέρουν ότι από εκείνη την στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο. Όταν πεθάνουν, θα ‘ρθούν τα παιδιά τους με εξαπτέρυγα στην πόρτα του Παραδείσου να υποδεχθούν την ψυχή τους.

Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό! Στα παιδάκια πάλι που ταλαιπωρήθηκαν εδώ από αρρώστιες ή από κάποια αναπηρία ο Χριστός θα πη: «Ελάτε στον Παράδεισο και διαλέξτε το καλύτερο μέρος». Και τότε εκείνα θα Του πουν: «Ωραία είναι εδώ, Χριστέ μας, αλλά θέλουμε και την μανούλα μας κοντά μας».

Και ο Χριστός θα τα ακούση και θα σώση με κάποιον τρόπο και την μητέρα. Βέβαια δεν πρέπει να φθάνουν οι μητέρες και στο άλλο άκρο. Μερικές μανάδες πιστεύουν ότι το παιδί τους που πέθανε αγίασε και πέφτουν σε πλάνη. Μια μητέρα ήθελε να μου δώση κάτι από τον γιο της που είχε πεθάνει, για ευλογία, γιατί πίστευε ότι αγίασε.

«Έχει ευλογία, με ρώτησε, να δίνω τα πράγματά του;» «Όχι,της είπα, καλύτερα να μη δίνης». Μια άλλη είχε κολλήσει την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ στον Εσταυρωμένο την φωτογραφία του παιδιού της που το είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί και έλεγε: «Και το παιδί μου σαν τον Χριστό έπαθε». Οι γυναίκες που κάθονταν και ξενυχτούσαν στον Εσταυρωμένο την άφησαν, για να μην την πληγώσουν. Τι να έλεγαν; Πληγωμένη ήταν. 

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Η ΨΥΧΗ ΜΙΑΣ ΚΟΠΕΛΑΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Το γεγονός αυτό συνέβη σε μια κωμόπολη του νομού Αχαΐας το 2007 και αποδεικνύει αναμφίβολα ότι κάθε φιλάνθρωπη πράξη που γίνεται εκ μέρους των συγγενών για την ψυχούλα των κεκοιμημένων, έχει αγαθή επίδραση και τους δίνει το θείο έλεος.
Η κοπέλα μιας αγροτικής οικογενείας, μορφωμένη και προικισμένη από τον Θεό με ψυχική και σωματική ωραιότητα, προσβλήθηκε από καρκίνο του ήπατος και τελικά την πήρε ο Θεός κοντά Του. Οι γονείς της, θεοσεβείς και με ακλόνητη πίστη, πόνεσαν μεν πολύ, αλλά τελικά εμπιστεύθηκαν το παιδί τους στα χέρια του θεού και ησύχασαν. Επειδή δε ανέκαθεν ήταν ελεήμονες, συνέχισαν ακόμη περισσότερο την ευλογημένη τακτική τους μετά την κοίμηση της κόρης τους.
Μια γνωστή τους κοπέλα είχε στην μικρή αυτή πολιτειούλα ένα μαγαζάκι και, όταν έσφαζαν κανένα ζώο, το πουλούσε εκεί. Επειδή είχε υποχρέωση στους ανθρώπους αυτούς η κρεοπώλης, διότι πολλές φορές την είχαν βοηθήσει ποικιλοτρόπως, μια ημέρα χάρισε στην μητέρα της κεκοιμημένης ένα εκλεκτό κομμάτι κρέας για τον σύζυγό της. Την ευχαρίστησε και, όταν πήγε στο σπίτι, όπως είπε χαρακτηριστικά, το πέταξε μέσα στην κατάψυξη του ψυγείου όπως ήταν.
Μετά από δύο ημέρες, πήγε στο σπίτι της μια φτωχούλα χήρα γυναίκα και είχε και παιδάκια και της ζήτησε βοήθεια. Η ελεήμων γυναίκα της έδωσε ό,τι μπορούσε και τελικά θυμήθηκε κι εκείνο το κρέας και ανοίγοντας το ψυγείο το έδωσε και της είπε:
- Πάρε αυτό και μαγείρεψέ το για τα παιδιά.
Μετά από μερικές μέρες, συνάντησε την κρεοπώλη, η οποία συγκινημένη αλλά και απορημένη της είπε τα εξής:
- Κυρία Μαρία μου, είδα στον ύπνο μου την κόρη σου. Έλαμπε από ομορφιά και χαρά! Την ρώτησα πώς περνάει και μου είπε: “Είμαι πολύ καλά και σε παρακαλώ να το πεις στην μητέρα μου, για να μην στενοχωριέται. Για το κρέας που έδωσες στην μητέρα μου, σ’ ευχαριστώ. Ευχαριστώ και την μητέρα μου. Να της πης πως από αυτό το κρέας έφαγα κι εγώ!”. Αυτό βέβαια το τελευταίο δεν μπόρεσα να καταλάβω τί σήμαινε.
Ακούγοντας αυτά η πονεμένη μητέρα, έμεινε άφωνη και γέμισαν τα μάτια της δάκρυα. Όταν συνήλθε, με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση, είπε:
- Είναι αλήθεια ότι όσοι έφυγαν από αυτή τη ζωή, ζουν! Το κρέας που μου έδωσες, παιδί μου, το έδωσα ελεημοσύνη σε μια φτωχούλα που μου ζήτησε βοήθεια. Την λυπήθηκα. Και να, η ελεημοσύνη έδωσε χαρά και στην ψυχή της κόρης μου και σου το αποκάλυψε.
Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ! Δίνε πάντα χαρά στο παιδάκι μου!...

Από το βιβλίο: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ουράνια μηνύματα
Θαυμαστά γεγονότα»
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ
ΔΩΡΙΔΑ 2009

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΚΑΤΕΛΗΞΑΝ: «ΙΔΟΥ ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΠΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ»

Μια ομάδα ψυχολόγων και ιατρών που εργάζονται  στο Technische Universität του Βερολίνου, ανακοίνωσαν σήμερα το πρωί ότι έχει αποδειχθεί από κλινικά πειράματα, η ύπαρξη κάποιας μορφής ζωής μετά το θάνατο.   Αυτή η εκπληκτική ανακοίνωση βασίζεται στα συμπεράσματα μιας μελέτης με τη χρήση μιας νέας ιατρικής μεθόδου μέσω της οποίας εποπτεύονται επιθανάτιες εμπειρίες.

Αυτή η αμφιλεγόμενη διαδικασία επαναλαμβάνεται σε περισσότερους από 944 εθελοντές στα τελευταία τέσσερα χρόνια, απαιτεί ένα σύνθετο μίγμα φαρμάκων συμπεριλαμβανομένων της επινεφρίνης και διμεθυλοτρυπταμινης, που προορίζονται να επιτρέπουν στον οργανισμό να επιβιώσει από την κατάσταση της διαδικασίας ανάνηψης του κλινικού θανάτου και χωρίς ζημιές.   Το σώμα μπαίνει σε μία κατάσταση προσωρινά σε κώμα και με ένα μείγμα φαρμάκων που φιλτράρονται στο οξυγόνο του αίματος κατά τη διάρκεια της ανάνηψης 18 λεπτά αργότερα.   Η εξαιρετικά μεγάλη διάρκεια ζωής της εμπειρίας κατέστη δυνατή με την ανάπτυξη ενός νέου καρδιοπνευμονικού (CPR) μηχανήματος που ονομάζεται AutoPulse. Αυτό το είδος της συσκευής έχει χρησιμοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, επαναφέροντας ανθρώπους που είχαν πεθάνει μεταξύ 40 λεπτών και μιας ώρας και είχαν επιθανάτιες εμπειρίες   Η ομάδα των επιστημόνων με επικεφαλής τον Δρ Berthold Ackermann, παρακολούθησε τις εργασίες και έχουν συντάξει τις μαρτυρίες των εθελοντών.   Αν και υπάρχουν κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις από το ένα άτομο στο άλλο, όλοι έχουν κάποιες αναμνήσεις από την περίοδο της κλινικού θανάτου και η συντριπτική πλειοψηφία περιγράφει πολλές παρόμοιες αισθήσεις.

Οι περισσότερες κοινές αναμνήσεις περιλαμβάνουν αίσθημα της απόσπασης από το σώμα, τα συναισθήματα της αιώρησης, συνολικής ηρεμίας, την ασφάλεια, τη ζεστασιά, την εμπειρία της απόλυτης διάλυσης, και την  συντριπτική παρουσία φωτός.   Οι επιστήμονες λένε ότι γνωρίζουν καλά ότι τα συμπεράσματά τους θα μπορούσαν να σοκάρουν πολλούς ανθρώπους, όπως και το γεγονός ότι δεν φαίνεται να υπάρχει καμία επίπτωση στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των εθελοντών σχετικά με τις αισθήσεις και τις εμπειρίες που περιγράφονται κατά τη τέλος του πειράματος.   Σύμφωνα με το worldnewsdailyreport.com οι εθελοντές υπολογίζονται να αποτελούνται από  Χριστιανούς, Μουσουλμάνους, Εβραίους, Ινδουιστές, Βουδιστές  και άθεους.


«Ξέρω ότι τα αποτελέσματά μας θα μπορούσαν να διαταράξουν τις πεποιθήσεις πολλών ανθρώπων», λέει ο Δρ. Ackermann. «Αλλά κατά κάποιο τρόπο, έχουμε μόλις απαντήσει σε ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας, έτσι ελπίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι θα είναι σε θέση να μας συγχωρήσουν. Ναι, υπάρχει ζωή μετά το θάνατο και αυτό μοιάζει να ισχύει για όλους. 

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

ΤΑ 23 ΤΕΛΩΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΛΩΝΙΣΜΟΣ

Τα 23 Τελώνια είναι 23 έλεγχοι που υφίσταται η ψυχή του ανθρώπου μετά το θάνατό του για συγκεκριμένα αμαρτήματα.

Σε κάθε έλεγχο εξετάζετε η ψυχή για ένα συγκεκριμένο αμάρτημα. Αν δεν έχει υποπέσει σ’ αυτό το αμάρτημα προχωρά στο επόμενο τελώνιο και...

αν κατορθώσει και περάσει και το εικοστό τρίτο τελώνιο φτάνει μπροστά στην Πύλη του Παραδείσου. Αν όμως έχει υποπέσει σ’ αυτό το αμάρτημα, τότε τα τελώνια αυτού του ελέγχου την αρπάζουν και την οδηγούν στο σκοτεινό Άδη, όπου περιμένει την Τελική Κρίση στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, για να οδηγηθεί τελικά στην Κόλαση.
 

1. το τελώνιο της κακολογίας
 2. το τελώνιο της ύβρης
 3. το τελώνιο του φθόνου
 4. το τελώνιο του ψέματος
 5. το τελώνιο του θυμού και της οργής
 6. το τελώνιο της υπερηφάνειας
 7. το τελώνιο της βλασφημίας
 8. το τελώνιο της φλυαρίας και της ανοησίας 
 
9. το τελώνιο του τόκου και του δόλου
 10. το τελώνιο της τεμπελιάς και του ύπνου
 11. το τελώνιο της φιλαργυρίας
 12. το τελώνιο της μέθης
 13. το τελώνιο της μνησικακίας
 14. το τελώνιο της μαγείας και της μαντείας
 15. το τελώνιο της λαιμαργίας
 16. το τελώνιο της ειδωλολατρίας
 17. το τελώνιο της ομοφυλοφιλίας 
 
18. το τελώνιο της φιλαρέσκειας
 19. το τελώνιο της μοιχείας
 20. το τελώνιο του φόνου
 21. το τελώνιο της κλεψιάς
 22. το τελώνιο της πορνείας
 23. το τελώνιο της ασπλαχνίας


Φοβερά οπτασία την οποία είδε ένας μοναχός ονομαζόμενος Γρηγόριος, ο οποίος για ένα διάστημα ήταν μαθητής του Αγίου Βασιλείου του νέου επί Βασιλέως Λέοντος σοφού κατά τον 9ον αιώνα.

Ο Άγιος Βασίλειος ο νέος ήταν πνευματικός Πατέρας του οσίου Γρηγορίου, ο οποίος είχε επίσης πολλά άλλα πνευματικά τέκνα μεταξύ των οποίων ήταν και μια ευλαβέστατη γυναίκα ονομαζόμενη Θεοδώρα η οποία υπηρετούσε τον
 Άγιο Βασίλειο σε όλη της τη ζωή.

Έφθασε δε ο καιρός του θανάτου της και απέθανεν εντός ολίγων ημερών. Εγώ δε (ο Γρηγόριος) ευρισκόμενος σε απορία ζητούσα να μάθω και ενοχλούσα τον Άγιο για να μου ειπή εάν εσώθη η Θεοδώρα και που ευρίσκεται. Ο Άγιος Βασίλειος μετά τις πολλές μου ενοχλήσεις, μου είπεν: “Τέκνον μου Γρηγόριε αύτη τη νύχτα πορεύομαι πρός την Θεοδώρα και έλθε και συ μαζί μού για να την ιδής.” Εγώ ασπάσθηκα την δεξιά του χείρα και πορεύθηκα να κοιμηθώ. Και γενόμενος σε έκσταση ευρέθηκα σε ένα ανηφορικό
 και στενό μέρος, και εκεί βλέπω ωραιότατα παλάτια εξαστράπτοντα και κτυπόντας την πόρτα παρουσιάσθηκαν δύο γυναίκες και μου λέγουν.

Αυτά τα παλάτια είναι του πατρός Βασιλείου ο οποίος πριν από λίγο πέρασεν από εδώ και πήγε να ιδή την Θεοδώρα η οποία βρίσκεται εδώ. Ακούωντας δε η Θεοδώρα το όνομα της, έτρεξε στην πόρτα, μ’ ενηγκαλίσθη και μου λέγει: “Ώ! τέκνον μου Γρηγόριε! Πως ήλθες εδώ; Μήπως απέθανες και ήρθες εδώ;” Εγώ της αποκρίθηκα: “Δεν απέθανα αλλά ευρίσκομαι ακόμη στο σώμα μου στον μάταιο εκείνο κόσμο. Οι ευχές όμως του πνευματικού μας Πατρός Βασιλείου με έφεραν εδώ να σε δω όπου πολύ επιθυμούσα και τον ενοχλούσα κάθε ημέρα για να μάθω πού ευρίσκεσαι, και εάν εσώθης. Και σε παρακαλώ να μου πής πέρι του χωρισμού της ψυχής από το σώμα, πόσους πόνους έχει και πως επέρασες από τα φοβερά τελώνια του αέρος, και τις
 εξετάσεις των πονηρών δαιμόνων. Διότι κι εγω μέλλω εντός ολίγου και κάθε άνθρωπος στο τέλος της ζωής του να διέλθωμεν.”

Και απεκρίθη η Θεοδώρα και του λέγει: “Ώ! τέκνον μου Γρηγόριε πως θα σου διηγηθώ τον φόβο και τον τρόμον εκείνης της ώρας του χωρισμού της ψυχής από του σώματος; Πως θα σου εξηγήσω τους πόνους και τις οδύνες του χωρισμού της ψυχής; Σου παριστάνω τέκνο μου να τεθή άνθρωπος γυμνός επάνω σε κάρβουνα και να διαλύεται έως ότου εξέλθη η ψυχή του.

Τόσον δριμείς και ανυπόφοροι είναι οι πόνοι του χωρισμού της ψυχής του αμαρτωλού όπως εγώ, του δε δίκαιου τέκνον μου Γρηγόριε δεν γνωρίζω.” Όταν βρισκόμουν στο κρεβάτι μου και ψυχομαχούσα έβλεπα γύρω μου τα πονηρά πνεύματα των δαιμόνων, άλλους μεν σαν μαύρους σκύλους, και εγαύγιζαν, άλλους δε σαν ταύρους μουγκρίζοντας και λυσσόντας στρέφοντας τα άγρια και άσχημα πρόσωπα τους κατ’ απάνω μου και με φοβέριζαν. Εγώ δε έστρεφα τα μάτια μου σε άλλο μέρος για να μην
 βλέπω την άσχημη μορφή τους και τον θόρυβο που έκαναν, αλλά ήταν αδύνατο, τέκνο μου Γρηγόριε να αποφύγω.

Και ενώ ήμουν σε τόσην στεναχώρια βλέπω ξαφνικά δύο νέους αστραπόμορφους με χρυσά μαλλιά, και στάθηκαν στα δεξιά του κρεβατιού μου, και ο ένας απ’ αυτούς άρχισε να φοβερίζη τους φοβερούς εκείνους δαίμονες λέγοντας: “Φύγετε παμμίαροι και αγριοπρόσωποι διότι δεν έχετε να κερδήσετε τίποτε α’ αυτή την ψυχή.”

Αυτοί δε έφεραν τις αμαρτίες μου όσας εποίησα από τα νιάτα μου, είτε σε λόγια, είτε σε πράξεις και εφώναζαν όλα τ’ αμαρτήματα μου ακόμη και όσα δεν έπραξα. Εγώ δε με φόβω και τρόμω επρόσμενα το θάνατο και εξαιφνής ήλθεν ο θάνατος σαν ένας νέος χονδρός και οργισμένος, σαν λιοντάρι, φορτωμένος διάφορα εργαλεία και είπαν σ’ αυτόν οι Άγγελοι· λύσαι τις αρθρώσεις του σώματος και μην της δώσης πολλούς πόνους διότι τ’ αμαρτήματα της είναι λίγα· τότε άρχισεν από τα πόδια και έλυε τις αρθρώσεις του σώματος μου, και τότε αισθανόμουν οτι νεκρωνόταν το σώμα μου, και τελικά ο τύρρανος εκείνος γέμισε ένα ποτήρι με πικρό περιεχόμενο, μου το πότισε και ευθής εξήλθεν η ψυχή μου από το σώμα μου, τότε την παράλαβαν οι δύο Άγγελοι και εγώ θαύμαζα για τα γινόμενα, διότι δεν ήξερα ότι συμβαίνουν αυτά στον καιρό του θανάτου στον ταλαίπωρο άνθρωπον.

Και οι Άγγελοι εξέταζαν τα καλά έργα που έκαμα στη ζωή μου, αν νήστευσα, αν πήγαινα εκκλησία και αν στεκόμουν με φόβο Θεού, αν τάϊσα τους πεινώντες, αν επισκέφθηκα ασθενείς, αν δεχόμουν ξένους στο σπίτι μου, αν έδωκα το καλό παράδειγμα στους άλλους, αν υπέμεινα βρισιές, αν απέφευγα όρκους, αν δεν βλασφημούσα, αν δεν καλλοπιζόμουν, και πολλά άλλα, τα εζύγισαν αυτά με τις αμαρτίες μου οι δε δαίμονες έτριζαν τα δόντια τους σε μένα και ορμούσαν να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων, και να με ρίξουν στον άχαρον Άδην.

Ξαφνικά ήλθεν ο πνευματικός μου Πατέρας Βασίλειος και είπε προς τους Αγγέλους: Κύριοι μου επειδή αυτή η ψυχή με υπηρέτησεν στη ζωή μου, παρακάλεσα τον Κύριον να την συγχωρέση και να τη σώση από τα χέρια των δαιμόνων,
 και οι Άγγελοι πετώντας αμέσως ανεβαίναμεν στον ουρανό ανατολικά, και ανεβαίνοντας συναντήσαμεν:

1. Το τελώνιο της καταλαλιάς


Εδώ υπήρχε μιά σύναξις μαύρων, και μας σταμάτησαν, και λυσσόντας σαν σκύλλοι ζητούσαν να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων. Και μάρτυς μου ο Κύριος τέκνον μου Γρηγόριε, μου εφανέρωσαν όσους κατέκρινα στη ζωή μου και όχι μόνο τ’ αληθινά αλλά με συκοφαντούσαν και έλεγαν πολλά ψέματα εναντίων μου. Οι δε Άγγελοι καταφρονήσαντες αυτούς, και πετώντας τις πτέρυγες τους ανεβαίναμεν στον ουρανό.

2. Τελώνιο της ύβρεως


Και ανεβαίνοντας λίγο συνατήσαμε το τελώνιο της ύβρεως, και εδώ πολυαγωνιζόμενοι οι Άγγελοι, με τις ευχές του Πατρός μας Βασιλείου, αναχωρίσαμεν και συνομιλούντες οι Άγγελοι έλεγαν· αληθινά μεγάλην ωφέλειαν βρήκε αυτή η ψυχή από τον Άγιον Βασίλειον.

3. Τελώνιον του φθόνου


Και ανεβαίνοντας εφθάσαμεν στο τελώνιο του φθόνου, και μη έχοντας τίποτα οι δαίμονες εναντίων μου επεράσαμεν ανενόχλητοι· αν και έτριζαν τα δόντια τους, οι αγριοπρόσωποι εκείνοι μαύροι να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων· και έτσι περάσαμε το τελώνιο τούτο.

4. Τελώνιον του ψεύδους


Και ανεβαίνοντας, σε πολύ ύψος φθάσαμεν στο τελώνιο του ψεύδους όπου εκεί πολύ πλήθος δαιμόνων με άσχημα πρόσωπα έτρεχαν κατ’ απάνω μου, κραυγάζοντας και λυσσόντας έφεραν πολλές αποδείξεις, και είχαν γραμμένα πολλές ανόητες λέξεις που έλεγα στην παιδική μου ηλικία μέχρι και τα πρόσωπα που τα έλεγα και ζητούσαν απολογία από τους Αγγέλους. Και οι Άγγελοι πληρώσαντες από τα του Αγίου Βασιλείου αναχωρήσαμεν.

5. Το τελώνιο του θυμού και της οργής


Και ανεβαίνοντας εφθάσαμεν στο τελώνιο του θυμού και της οργής, όπου εκεί πλήθος μαύρων λυσσόντας σαν σκύλλοι δάγκωναν ο ένας τον άλλον και κατατρώγονταν αναμεταξύ τους και σαν αγριόχοιροι ορμόντας εναντίων μου, έκαμναν τα σχήματα και τα καμώματα που έκανα όταν θυμονόμουν και όταν εκρατούσα έχθρα και μνησικάκουν με κανένα· και εδώ πληρώνοντας από τα του Αγίου Βασιλείου αναχωρήσαμεν.

6. Τελώνιον υπερηφάνειας

Και ανεβαίνοντας λίγον οι Άγγελοι εφθάσαμεν στο τελώνιο της υπερηφάνειας και ψάχνοντας πολλά οι δαίμονες δεν βρήκαν τίποτα να με κατηγορήσουν διότι ήμουν φτωχή και περνώντας ανενόχλητοι φθάσαμεν στο τελώνιο της βλασφημίας.

7. Τελώνιον της βλασφημίας

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της βλασφημίας, και αμέσως όταν μας είδαν οι δαίμονες έτρεξαν κατ’ απάνω μας τρίζοντας τα δόντια και βλασφημούντες, εγώ έτρεμα από τον φόβο μου και μου έλεγαν οτι βλασφήμησα τρείς φορές στη νεότητα μου· οι δε Άγγελοι εφεραν απόδειξη οτι εξομολογήθηκα και αναχωρήσαμεν αφήνοντας τους δαίμονες άπρακτους.

8. Τελώνιον της φλυαρίας και αστειολογίας

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιον της αστειολογίας και φλυαρίας και ζητούσαν οι δαίμονες να δώσω απολογίαν για τα αισχρόλογα, τις αστειολογίες και άσεμνα τραγούδια που έλεγα στη νεότητα μου και απορούσα πως τα θυμούνταν, ενώ εγώ από την πολυκαιρία τα ξέχασα· και πληρώνοντας οι Άγγελοι ανεχωρήσαμεν.

9. Τελώνιον του τόκου και δόλου


Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο του τόκου και του δόλου που εξετάζει τους τοκογλύφους και δόλιους, και χωρίς να βρουν τίποτα οι δαίμονες να αποδείξουν αναχωρήσαμεν.

10. Τελώνιον της οκνηρίας και του ύπνου

Και ανεβαίνοντας φθάσαμε στο τελώνιο της οκνηρίας όπου οι δαίμονες με εξέτασαν αν κοιμώμουν πολύ και βαριόμουν να σηκωθώ να προσευχηθώ ή να πάω στην εκκλησία ή αν μπορούσα να κάμω κανένα καλό και αμελούσα· και χωρίς να βρούν τίποτα αναχωρήσαμεν ανενόχλητοι.

11. Τελώνιον της φιλαργυρίας


Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της φυλαργυρίας στο οποίο υπήρχε πολύ σκοτάδι και ομίχλη· και εξετάζοντας οι δαίμονες και αφού δεν βρήκαν τίποτα επειδή ήμουν φτωχή, φύγαμεν ανενόχλητοι.

12. Τελώνιον της μέθης

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της μέθης, και ορμόντας οι δαίμονες σαν λύκοι αρπακτικοί κατ’ απάνω μας, εξέταζαν το κρασί που ήπια σ’ όλη μου τη ζωή· και με κατηγορούσαν οτι στο τάδε σπίτι ήπιες τόσα ποτήρια, στον τάδε γάμον εμέθυσες και όσα μου έλεγαν ήσαν αληθινά· και πληρώνοντας οι Άγγελοι αναχωρήσαμεν και ανεβαίνοντας οι Άγγελοι έλεγαν αναμεταξύ τους: “Μεγάλον κίνδυνον έχει η ψυχή εώς ότου περάσει τα ακάθαρτα τελώνια του αέρος”, και εγώ τους λέγω: “Ναι κύριοι μου, και νομίζω πως κανείς από τους ζωντανούς ανθρώπους δεν θα γνωρίζη το τι συμβαίνει μετά τον χωρισμό της ψυχής από τους δαίμονες του αέρος, και αλλοίμονο στους αμελείς το τι τους περιμένει.”, και οι Άγγελοι αποκρίθηκαν και είπαν: “Οι αγίες Γραφές αναλαμβάνουν όλα αυτά, αλλά οι ταλαίπωροι ανθρώποι σκοτεισμένοι από την πολυτέλεια, τροφές και ηδονές του κόσμου, τυφλόνονται και δεν πιστεύουν οτι θα πεθάνουν και δεν φροντίζουν να κάμνουν καλά έργα για την ψυχή τους· και αλλοίμονο στους αμελείς διότι τους αρπάζουν οι δαίμονες και τους ρίπτουν στον σκοτεινόν Άδην μέχρι της κρίσεως οπότε θα δικασθούν και θα απολάβη ο κάθε ένας οτι έπραξε.”

13. Τελώνιον της μνησικακίας


Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της μνησικακίας που εξετάζει αυτούς που έχουν έχθρα, και δεν συγχωρούν τους αδελφούς τους. Και ορμόντας οι δαίμονες κατ’ απάνω μου, εξέταζαν τα κατάστιχα τους, να βρούν κανένα πταίσιμο να με αρπάξουν· και χωρίς να βρούν φώναξαν σαν λυσσασμένα σκυλιά οτι ξεχάσαμεν να τα γράψουμεν, και αναχωρήσαμεν ανεβαίνοντας, και ρώτησα τους Αγγέλους πως γνωρίζουν οι δαίμονες τις αμαρτίες των ανρθώπων, και μου αποκρίθηκαν οι Άγγελοι: “Δεν γνωρίζεις, οτι μετά το βάπτισμα κάθε χριστιανός λαμβάνει έναν Άγγελο σαν φύλακα να τον φυλάει, και να τον οδηγή στο καλό, και να γράφη τα καλά του έργα· ομοίως δε τον ακολουθή και ένας διάβολος και γράφη τις κακές του πράξεις, και τις αναγγέλλει στο κάθε τελώνιο που ανήκει η αμαρτία και γι’ αυτό γνωρίζουν οι δαίμονες, και όταν η ψυχή χωρίση από τοσώμα και ανέρχεται στους ουρανούς την εξετάζουν δαίμονες σε κάθε τελώνιο και τούτο γίνεται στους ορθόδοξους χριστιανούς μόνο, στους δε απίστους και ασεβείς δεν υπάρχει καμιά εξέτασις.”

14. Τελώνιον της μαγείας και γοητείας


Ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της μαγείας και γοητείας. Εδώ οι δαίμονες ήσαν σαν άγρια ζώα· άλλοι είχαν μορφή σκύλλου, άλλοι σαν βόδια, άλλοι σαν φίδια, με άσχημη μορφή, αλλά με θείαν χάρην όταν με εξέτασαν δεν βρήκαν τίποτα, και ανεβαίνοντας ρώτησα τους Άγγελους με τι τρόπον μπορούν να σβήσουν από τα κατάστιχα των δαιμόνων τα αμαρτήματα των ανθρώπων, και οι Άγγελοι μου αποκρίθησαν: “Συγχωρούνται τα αμαρτήματα οταν ο άνθρωπος μετανοήση και εξομολογηθή στον πνευματικόν και κάμη τον κανόνα που του έβαλεν τότε εξαλείφονται τα αμαρτήματα από τα κατάστιχα των δαιμόνων· και λυσσώντας οι δαίμονες τους πολεμούν για να τους ρίψουν σε νέα αμαρτήματα. Γι’ αυτό η εξομολόγηση και η μετάνοια γίνονται αιτίες να συγχωρηθούν οι ανθρώποι και να περάσουν ελεύθερα τα εναέρια τελώνια. Αλλά πολλοί ανθρώποι λέγουν οτι τα εξομολογούνται στον Θεό· και άλλοι πάλι ζητούν να εύρουν πνευματικόν συγκαταβατικόν για να αποφύγουν τον κανόνα· Αλλά αυτή δεν είναι μετάνοια αλλά πονηρία και ο Θεός ου μυκτηρίζεται. Και όπως στην ασθένεια του σώματος εκλέγουμεν τον καλύτερον ιατρόν, έτσι πολύ περισσότερον στην ασθένεια της αθάνατης ψυχής να εκλέγουμε τον θεοφοβούμενον και αυστηρόν πνευματικό, και να τον έχει κανείς μέχρι τέλους της ζωής· αλλιώς πλανούνται οι ανθρώποι και δεν μπορούν να περάσουν τα τελώνια του αέρος.”

15. Τελώνιον της γαστριμαργίας και πολυφαγίας


Αυτά καθώς μου έλεγαν φθάσαμε στο τελώνιο της γαστριμαργίας και πολυφαγίας, όπου οι δαίμονες ήσαν πολύ χονδροί σαν τους χοίρους, δυνατοί και άγριοι, και έτρεξαν κατ’ απάνω μου, γαυγίζοντας, και μου φανέρωσαν τις πολυφαγίες που έκαμνα απο μικρήν ηλικία μέχρι που γέρασα, και οτι δεν νήστευα Τετάρτη και Παρασκευή μέχρι και τις 40στάς χωρίς εγκράτεια· και οι Άγγελοι φέρνοντας τα καλά μου έργα για πληρωμή αναχωρήσαμεν.

16. Τελώνιο της ειδωλολατρίας


Και φθάσαμεν στο τελώνιο της ειδωλολατρίας και διαφόρων αιρέσεων, και χωρίς να βρούν τίποτα οι δαίμονες αναχωρίσαμεν.

17. Τελώνιον της αρσενοκοιτίας


Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της αρσενοκοιτίας· και ο πρώτος αυτών καθόταν σαν φοβερός δράκωνταςαλλάσωντας μορφές πότε σαν αγριόχοιρος, πότε σαν ποντικός, πότε σαν θηριόψαρο και τριγύρω αυτού βρώμα και ανυπόφορη δυσσωδία και επλάγιαζε ασχημονώντας. Και επειδή δεν βρήκε τίποτα εναντίων μου, αναχωρήσαμεν, και μου έλεγαν οι Άγγελοι οτι πολλοί φθάνουν μέχρι εδώ ανεμπόδιστα, και για την αισχρήν αυτήν πράξιν, καταγκρεμίζονται στον σκοτεινόν και άχαρον Άδην.

18. Τελώνιον των χρωματοπροσώπων

Και μιλώντας φθάσαμεν στο τελώνιο το οποίον εξετάζει άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι καλλωπίζουν τα πρόσωπα τους με διάφορα χρώματα, και μυρωδικά και δεν ευχαριστούνται με το κάλλος που τους έδωσεν ο Θεός. Εγώ είχα χρωματισθή δυό φορές στη ζωή μου και οι δαίμονες εξέταζαν να με κρατήσουν οι Άγγελοι όμως επάλευαν με πολύν κόπον φέρνοντας τις καλές μου πράξεις, και κερδίζοντας αναχωρίσαμεν.

19. Τελώνιον της μοιχείας


Ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της μοιχείας το οποίον εξετάζει τους μοίχους και μοιχαλίδας· δηλαδή τους παντρεμένους οι οποίοι πηγαίνουν σε ξένες γυναίκες και μολύνουν το στεφάνι τους. Επίσης εδώ στο τελώνιον αυτό εξετάζονται και οι παρά φύσιν πράξαντες με τις γυναίκες τους. Αλλά επειδή εγώ δεν είχα ευθύνη από αυτά αναχωρίσαμεν χωρίς πρόβλημα.

20. Τελώνιον του φόνου και της εκτρώσεως

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στους τελωνάρχες του φόνου οι οποίοι εξετάζουν τους φονιάδες, μέχρι και τις γυναίκες που αποβάλλουν από την κοιλία τους βρέφη και μέχρι και αυτούς που αποφεύγουν την τεκνογονία· και από εδώ με την χάρην του Θεού αναχωρήσαμεν χωρίς πρόβλημα.

21. Τελώνιον της κλοπής


Και ανεβαίνοντας λίγο φθάσαμεν στο τελώνιο της κλοπής που εξετάζει τους κλέφτες και εξετάζοντας με καλά οι δαίμονες δεν βρήκαν τίποτα και αναχωρίσαμεν ανεμπόδιστα.

22. Τελώνιον της πορνείας


Και ανεβαίνοντας πολύ ψηλά φθάσαμεν στην θύρα του Ουρανού, όπου βρίσκεται το τελώνιο το οποίον εξετάζει τους πόρνους. Ο αρχηγός τους καθώταν σε υψηλό θρόνο και φορούσεν φόρεμα ραντισμένο με αφρούς και αίματα κάθε ακαθαρσίας πλυμμηρισμένον, το οποίον έγινε αυτό από τις ακαθαρσίες της πορνείας. Και ωρμόντας οι δαίμονες κατ’ απάνω μου με εκατηγορούσαν και έλεγαν πολλά ψέματα, και ετόλμησαν να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων και να με ρίψουν στον άχαρον Άδην. Οι δε Άγγελοι αντίλεγαν σ’ αυτούς, οτι είχα εξομολογηθή και παραίτησα από πολύν καιρόν αυτά. Και λέγοντας ψέματα οι δαίμονες έλεγαν οτι δεν τα εξομολογήθηκα ούτε κανόνα έλαβα από πνευματικόν, και οι Άγγελοι αναχώρησαν, τρίζοντας οι ακάθαρτοι δαίμονες τα δόντια τους. Και προχωρόντας μου λένε οι Άγγελοι οτι πολύ λίγοι περνούν από αυτό το τελώνιο. Οι περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται μέχρι εδώ πέφτουν στον σκοτεινόν και άχαρον Άδην.

23. Τελώνιον της ασπλαχνίας


Και ανεβαίνοντας λίγο φθάσαμεν στο τελώνιο της ασπλαχνίας, το οποίο εξετάζη τους σκληρόκαρδους και ανελεήμονες και εξετάζοντας με οι δαίμονες και χωρίς να με βρουν άσπλαχνη διότι ελεούσα τους φτωχούς, και καταντροπιασθέντες οι δαίμονες, αναχωρήσαμεν απ’ αυτούς.

Η πύλη του Ουρανού


Και ανεβαίνοντας χαρούμενοι φθάσαμεν στην πύλη του Ουρανού, η οποία ακτινοβολούσε και έλαμπε σαν καθαρό χρυσάφι και είχεν υπερθαύμαστην ωραιότητα, που δεν μπορεί γλώσσα ανθρώπου να την διηγηθή. Ο θυρωρός, ήταν ενας αστραπόμορφος νέος με χρυσά μαλλιά και μας δέχθηκε χαρούμενος δοξάζωντας τον Θεόν διότι περάσαμε τα εναέρια τελώνια των δαιμόνων.

Και περνώντας την πύλη του ουρανού είδαμεν πλήθος αστραπόμορφων νέων οι οποίοι ακτινοβολούσαν σαν τον ήλιο και χαίρονταν όλοι και ευφραίνονταν, για την σωτηρία μου· εμείς πορευθήκαμεν με αγαλλίαση και χαράν ανεκλάλητον για προσκύνησιν του αστραπόμορφου θρόνου του Θεού, και Σωρήρα Ημών Ιησού Χριστού. Και είδαμεν σύννεφα όχι σαν τα συνηθισμένα τα οποία παραμέριζαν για να περάσουμεν. Και είδαμεν άλλο σύννεφο λευκό και χρυσόμορφο από το οποίο εξέρχονταν αστραπές και παραμέρισε κι αυτό όπως τα άλλα και περνόντας αισθανθήκαμεν γλυκύτατην ευωδία από τον θρόνο του αοράτου Θεού. Και είδαμεν στο άμεσον ύψος αστραποβόλο τον θρόνο του Παντάνακτος Θεού. Εκεί είναι η χαρά των δικαίων και η Αιώνια αγαλλίαση. Κ’ είδαμεν εκεί πλήθος άπειρον αστραπόμορφων νέων, που φορούσαν πολύτιμα φορέματα με χρυσές ζώνες.

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΕΞΗΓΕΙ ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ

Μία μητέρα, της οποίας το είκοσι δύο ετών παληκάρι σκοτώθηκε σε δυστύχημα, πήγε στη Σουρωτή και είπε τον πόνο της στο Γέροντα, ο οποίος της απάντησε: “Αν ζούσε το παιδί σου μία ώρα παραπάνω, θα έχανε την ψυχή του. Γι’ αυτό το πήρε ο Θεός”.

Θυμάμαι με δέος την περίπτωση μιας μάνας που είχε χάσει το δεκαεξάχρονο παιδί της και ήρθε απαρηγόρητη στο Γέροντα, λίγο πριν την κοίμησή του.
Γόγγυζε και κατηγορούσε το Θεό για το κακό που τη βρήκε…
Είδα το Γέροντα ακίνητο! Βουβό! Αμίλητο, για λίγα λεπτά! Από τη μία, η απέραντη συμπόνια για τον πόνο της μάνας και από την άλλη, η οργή για το γογγυσμό της εναντίον του Θεού.
Ωστόσο, δεν άντεξε να υβρίζεται το όνομα του Θεού, και μάλιστα μπροστά σε τόσο κόσμο. Προκειμένου, λοιπόν, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να συνετιστούν και άλλοι, τη ρώτησε μπροστά σε όλους:
“Πόσες εκτρώσεις έχεις κάνει;“Δεκατρείς!” απάντησε εκείνη.
“Έτσι σπάραζες και τότε, όταν τα σκότωνες μόνη σου;” τη ρώτησε.
Η γυναίκα τα ‘χασε. Ο θρήνος κόπηκε αυτόματα. Από θύμα έγινε θύτης. Κι ήρθε σε συντριβή, με δάκρυα και πόνο…

Μαρτυρίες Προσκυνητών – Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, τόμος Β’, σελ.130

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ

«Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση».

Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει. Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη. Είναι ένας αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα, Όπως, όταν πάη κάποιος, ας υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο, οι δικοί του στενοχωριούνται, γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο, ή αν λείψη δέκα χρόνια, έχουν στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων, έτσι πρέπει να βλέπουν και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους πρόσωπα με τον θάνατο.

Αν πεθάνη, ας υποθέσουμε, κάποιος και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι νεώτεροι, να πουν: «Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε». Πονάει φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου, αλλά χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση.

Τι λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»[51]. Πόσες φορές λ.χ. θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε μήνα; Να σκεφθή ότι εκεί θα τον βλέπη συνέχεια. Μόνον όταν δεν έχη καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε. Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε και θέλουμε να συναντηθούμε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή γι' αυτόν.

Η μετά θάνατον ζωή -  Οι υπόδικοι νεκροί

- Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;

- Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαϊντά γιοκ», δηλαδή δεν ωφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ' αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.

Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.

- Γέροντα, πως είναι τώρα οι κολασμένοι;

- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα Κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.

- Και οι Άγιοι και ο ληστής;

- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, αλλά δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, αλλά δεν έχουν λάβει την τελική καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», παρατείνει - παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ

– Γέροντα, πολλοί Άγιοι έχουν δει ψυχές, όταν φεύγουν από το σώμα. Τί μορφή έχουν;

– Είναι σαν παιδάκια. Στην άλλη ζωή όλοι θα είναι όπως οι Άγγελοι· δεν θα υπάρχουν ούτε άνδρες ούτε γυναίκες ούτε γέροι ούτε γριές ούτε μωρά· όλοι θα είναι ένα φύλο, θα έχουν μια ηλικία.
Γι’ αυτό, και όταν δη κανείς ψυχές που φεύγουν από την ζωή, τις βλέπει κατά κάποιον τρόπο σαν μικρά παιδιά. Το πρόσωπό τους έχει τα χαρακτηριστικά του, αλλά είναι σαν μικρού παιδιού.
Όταν έμενα στο Κελλί του Τιμίου Σταυρού, επισκεπτόμουν καμμιά φορά τον ΓεροΦιλάρετο.
Ήταν ένα ευλαβέστατο γεροντάκι που έμενε σε ένα κοντινό Κελλί. Επί δεκαπέντε χρόνια, μέχρι που αρρώστησε και ο ίδιος, διακονούσε τον υποτακτικό του Πατέρα Βαρθολομαίο, που έπασχε από πάρκινσον. Την τελευταία φορά που πήγα στο Κελλί του, τον βρήκα πεσμένο κάτω. Είχε έναν μήνα που δεν έτρωγε τίποτε· έπινε μόνο λίγο νερό. Ούτε να ξαπλώση μπορούσε· κοιμόταν με τα παπούτσια, καθιστός και ακουμπισμένος στον τοίχο. Τα ρούχα του ήταν κολλημένα στο σώμα του και τα παπούτσια του γεμάτα υγρά, γιατί είχαν ανοίξει τα πόδια του και έβγαζαν αίμα και νερό. Αλλά αυτός αντιμετώπιζε όλη αυτήν την κατάσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτε. «Και αυτά, έλεγε, είναι ευλογία από τον Θεό». Τον σήκωσα λοιπόν και παρακάλεσα τον Πατέρα Βαρθολομαίο να μείνω το βράδυ στο Καλύβι τους, για να τους συμπαρασταθώ, αλλά εκείνος δεν δέχθηκε. Μου είπε να πάω την άλλη μέρα. Τα μεσάνυχτα όμως, την ώρα που έκανα κομποσχοίνι, τί να δώ! Βλέπω τον ΓεροΦιλάρετο με ένα φωτεινό πρόσωπο, ηλικίας περίπου δώδεκα χρόνων, να φεύγη στον Ουρανό μέσα σε ουράνιο φώς. Κατάλαβα ότι είχε αναπαυθή.
– Γέροντα, τις πρώτες σαράντα μέρες χρειάζεται να προσευχώμαστε περισσότερο για έναν κεκοιμημένο;
– Ναί, γιατί η ψυχή είναι ανήσυχη, επειδή δεν ξέρει πώς θα κριθή.

Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι ΣΤ’- Περί Προσευχής, σελ. 141-143

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

ΓΕΡΩΝ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ: ΟΠΤΑΣΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ

Όταν ήλθα στην Πάρο και έγινα μοναχός και κατόπιν Ιερέας και Πνευματικός, γράφει ο πατέρας Φιλόθεος Ζερβάκος, μετέβαινα με την ευλογία του Γέροντά μου Ιερόθεου και την άδεια του τότε Μητροπολίτη Παροναξίας κυρού Ιεροθέου στις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά και εξομολογούσα τους πιστούς και κήρυττα το λόγο του Θεού.
Κατά το έτος 1917-1918 πήγα στην πόλη Παροικία και κάποιος φιλόχριστος με το όνομα Πέτρος Μοστράτος με κάλεσε στο σπίτι του και αφού εξομολογήθηκε αυτός και η σύζυγός του, μου διηγήθηκε την παρακάτω κατανυκτική οπτασία, την οποία έγραψα για να δημοσιεύσω προς ωφέλεια των πιστών αναγνωστών Χριστιανών.
Είχα – μου είπε – δυό παιδιά, ένα γιο και μια θυγατέρα. Φρόντισα σαν πατέρας και τα έμαθα γράμματα και αφού τελείωσαν το Γυμνάσιο αποφάσισα να τα στείλω και τα δυο στην Αθήνα στο Πανεπιστήμιο. Η κόρη, αν και μικρότερη κατά δύο χρόνια, ξεπερνούσε κατά πολύ τον αδελφό της στα γράμματα, στην επιμέλεια, στην αγάπη, ευσέβεια, πίστη, σύνεση, φρόνηση και στις άλλες αρετές. Όταν της πρότεινα να πάει στο Πανεπιστήμιο μαζί με τον αδελφό της, μου είπε: πατέρα μου, πάντοτε σε όλα σου έκανα υπακοή, σε αυτό όμως δε θα σου κάνω.
Μου αρκούν τα γράμματα που έμαθα. Εγώ θέλω κόρη μου – της είπα – να σε στείλω να γίνεις επιστήμων. Κι εγώ πατέρα μου, μού απάντησε, θεωρώ ότι μεγαλύτερη επιστήμη για ένα κορίτσι δεν είναι άλλη από το να φυλάξει την εντολή του Θεού που λέει: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται», να αγαπήσει τους γονείς της, να τους υπηρετήσει και να τους βοηθήσει στα γηρατειά τους, όταν δεν έχουν άλλο παιδί, όπως εσείς, οι οποίοι τόσο κοπιάσατε για μένα, και όταν ήμουν μέσα στην κοιλιά της μητέρας μου, και όταν ήμουν νήπιο και κατόπιν μικρό κορίτσι, και μέχρι τώρα. Είναι αδύνατο να σας αφήσω και μάλιστα τώρα που γεράσατε.
Βλέποντας την επιμονή της, την άφησα και βλέποντας την αγάπη και την αφοσίωσή της, την περιποίηση και την φροντίδα που είχε σε μένα και στη μητέρα της, χαιρόμασταν και νομίζαμε ότι είμαστε ευτυχισμένοι και θα είμαστε για πάντα, και πολλοί μας καλοτύχιζαν, που είχαμε τόσο χαριτωμένη κόρη, και λησμονήσαμε ότι η χαρά και η διαρκής ευτυχία δεν βρίσκεται στην παρούσα πρόσκαιρη ζωή, αλλά στη μέλλουσα ζωή.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και αρρώστησε σοβαρά και οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι θα πεθάνει. Η χαρά μας μεταβλήθηκε σε ανείπωτη λύπη. Στην απελπισία μου κατέφυγα στην ταχυνή βοήθεια, στην ελπίδα και προστασία και καταφυγή των Χριστιανών, την Ευσπλαχνικότατη Μητέρα του Θεού, την Παναγία και Μεγαλόχαρη Ευαγγελίστρια.
Μπήκα στον ιδιόκτητο Ναό της, τον οποίο κληρονόμησα από τους γονείς μου, κοντά στο σπίτι μου και έπεσα γονυπετής μπροστά στην εικόνα και την παρακαλούσα με δάκρυα να σώσει την κόρη μου από το θάνατο, ή να πάρει το αγόρι μου και να μου αφήσει το κορίτσι, που ήταν τόσο καλό. Η Παναγία δε με άκουσε και πέθανε η κορούλα μου. Όταν πέθανε, εγώ και η σύζυγός μου ήμασταν απαρηγόρητοι, τίποτε άλλο δεν κάναμε, μόνο μέρα και νύχτα θρηνούσαμε τη δυστυχία μας.
Για 15 μέρες έμενα κλεισμένος με τη σύζυγό μου στο σπίτι μας , κλαίγοντας διαρκώς και αφού συμπληρώθηκαν 15 μέρες, πήγα στην Εκκλησία κοντά στο σπίτι μου και άναψα την καντήλα της Παναγίας και αφού θυμήθηκα ότι την παρακαλούσα να σώσει την κόρη μου και δεν την έσωσε, έσβησα την καντήλα και είπα με θυμό στην εικόνα της Παναγίας: επειδή δε με άκουσες Παναγία μου, και εγώ σου σβήνω την καντήλα, και πήγα στο σπίτι μου.
Μόλις ξάπλωσα στο κρεββάτι μου, ήρθαν δύο αστραπόμορφοι νέοι, με πήραν, με έβγαλαν από το σπίτι και περπατούσαμε σε μια πεδιάδα. Φοβήθηκα και τους είπα: που με πηγαίνετε; Σε πάμε, μου είπαν, να δεις την κόρη σου. Η κόρη μου, τους είπα, είναι 15 μέρες που πέθανε, δεν υπάρχει. Τότε με αυστηρό ύφος μου είπαν: άπιστε, ακόμα δεν πιστεύεις; Έλα να τη δεις. Και προχωρήσαμε λίγο και φτάσαμε σε ένα θαυμάσιο κήπο, που έμοιαζε με τον Παράδεισο. Στη μέση του Παραδείσου ήταν ένα μεγαλοπρεπέστατο ανάκτορο χτισμένο από χρυσό που λαμποκοπούσε. Μου έδειξαν μια μεγάλη χρυσή πύλη και μου είπαν: μπες από αυτή την πύλη στο ανάκτορο, εκεί θα δεις την κόρη σου.
Μόλις μπήκα από την πύλη, βλέπω μια απέραντη βασιλική αίθουσα. Στην αίθουσα εκείνη βρίσκονταν χιλιάδες παρθένοι, οι οποίες κάθονταν σε χρυσούς θρόνους και δεξιά και αριστερά ήταν λαμπάδες. Τα πρόσωπα των παρθένων άστραφταν πιο πολύ και από τον ήλιο, ενώ το φως των λαμπάδων και εν γένει οι θρόνοι των παρθένων, το κάλλος της αίθουσας και του ανακτόρου ήταν ανερμήνευτο και ακατανόητο.
Παρατηρώντας τις παρθένους, βλέπω την κόρη μου σε χρυσό θρόνο να αστράφτει από την ομορφιά, αλλά οι λαμπάδες της ήταν σβησμένες. Μόλις την είδα, την αναγνώρισα και τρέχω με χαρά να την αγκαλιάσω, να τη φιλήσω, αλλά μόλις πλησίασα, σηκώθηκε από το θρόνο και με αυστηρό βλέμμα με κοίταξε και μου λέει: φύγε από δω. Πώς τόλμησες και ήρθες εδώ να με ενοχλήσεις; Και με έβγαλε έξω από την αίθουσα και ξανακάθησε στο θρόνο της. Εγώ άρχισα να παραπονιέμαι και να της λέω: κόρη μου, γιατί δε με δέχεσαι; Δεν ξέρεις πόσο σε αγαπούσα; Εγώ παρακαλούσα την Παναγία να πεθάνει ο αδελφός σου για να ζήσεις εσύ και να σε έχω μαζί μου και εσύ με διώχνεις; Πάψε, μου λέει, να λες ότι με αγαπάς, διότι αν με αγαπούσες έπρεπε να χαιρόσουνα με την ευτυχία μου, για τη δόξα μου, την τιμή μου, και όχι να λυπάσαι.
Έπρεπε να ευχαριστείς τον Θεό και την Παναγία που με αξίωσαν να έχω τέτοια ευτυχία και δόξα, και όχι να γογγύζεις. Τότε της λέω: κόρη μου, γιατί οι λαμπάδες των άλλων παρθένων είναι αναμμένες, ενώ οι δικές σου σβηστές; Μου απάντησε: εσύ και η μητέρα μου τις σβήσατε με τα δάκρυά σας, κι αν δεν σταματήσετε να κλαίτε, να μη λέτε ότι είμαι κόρη σας. Αυτή τη στιγμή ξύπνησα και σκεφτόμουνα εκείνα τα μεγαλεία που είδα και τη δόξα των παρθένων και της κόρης μου και την ομορφιά που προκαλούσε αμηχανία. Έμεινα εκστατικός πολλή ώρα και αφού συνήλθα, διηγήθηκα στη σύζυγό μου τα όσα είδα και παρηγορήθηκα αρκετά.
Στο μεταξύ ξημέρωσε και τρέχω στην Εκκλησία και πέφτω γονατιστός μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και με δάκρυα μετανοίας και χαράς ζητούσα συγχώρεση. Παναγία μου, παρηγορήτριά μου και προστασία και δικιά μου και όλων των Χριστιανών, συγχώρεσέ με για τα άσκοπα και άπρεπα λόγια που σου είπα. Η μεγάλη θλίψη μου, μού προκάλεσε παραφροσύνη. Σε ευχαριστώ χίλιες φορές, σε ευχαριστώ και θα σε ευχαριστώ μέχρι το τέλος της ζωής μου και θα σου ανάβω το καντήλι μέρα και νύχτα.
Όταν επέστρεψα στο σπίτι μου, φόρεσα τα γιορτινά μου ρούχα και βγήκα στην αγορά χαρούμενος, περπατώντας στην κεντρική οδό της πόλης. Μόλις με είδαν οι άνθρωποι, έτρεξαν να με συλληπηθούν. Εγώ τους έλεγα: δε δέχομαι συλληπητήρια. Δέχομαι συγχαρητήρια.
Μερικοί φίλοι και γνωστοί άκουσα να ψιθυρίζουν και να λένε – τι κρίμα – ο μπάρμπα-Πέτρος τα έχασε από την πολλή λύπη. Εγώ τους πλησίασα και τους είπα: όχι, δεν τα έχασα, πριν να δω την κόρη μου τα είχα χάσει, αλλά τώρα που την είδα, είδα ότι ζει και βρίσκεται σε μεγάλη δόξα, τιμή και ευτυχία. Είναι στο χορό των παρθένων, έχω μεγάλη χαρά και θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχισμένο, γιατί έχω κόρη νύμφη του Ουράνιου Νυμφίου.