ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΑΥΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΑΥΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΝΕΑΡΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ!

Ήταν μία κόρη ονομαζόμενη Μαρία. Ο πατέρας ης ήταν χριστιανός και εζήτει να την υπανδρεύσει εκείνη δεν ήθελε, θέλουσα να φυλάξει παρθενία. Την έβαλε σ' ένα μοναστήρι γυναικείο και την παρέδωκε της ηγουμένης να την έχει ως παιδί της. Και αφού πέθανε ο πατήρ της, έγινε άλλος αφέντης στην χώρα εκείνη, όστις βγήκε μία ημέρα και πήγε στο μοναστήρι οπού ήταν η Μαρία. Και ευθύς οπού την είδε ο αφέντης, ετρώθη η καρδιά του έρωτα σατανικό και γυρίζοντας στο σπίτι του έστειλε γράμματα στην ηγουμένη και της έλεγε: Αμέσως να μου στείλεις την Μαρία, διότι την είδα και με είδε, με ηγάπησε και την ηγάπησα. Διαβάζει το γράμμα η ηγουμένη, κράζει την Μαρία και της λέγει: Παιδί μου, τί καλό είδες στον πασά και τον κοίταξες με αγάπη; Κοίταξε τί μου γράφει εδώ! Λέγει η Μαρία: Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε. Τον κοίταξα με άλλον σκοπό και είπα: Άρα, Θεέ μου, ταύτη την δόξα οπού έχει εδώ τούτος ο πασάς, θα την έχει και στον άλλον κόσμο; Και αυτός με κοίταξε με διαβολικό σκοπό. Εγώ αν ήθελα υπανδρεία...., με υπάνδρευε και ο πατέρας μου και έπαιρνα χριστιανό.

Τότε γράφει η ηγουμένη στον πασά: Καλύτερα σου στέλνω το κεφάλι μου, παρά τη Μαρία. Στέλνει πάλιν ο πασάς και λέγει της ηγουμένης: Ή να μου στείλεις τη Μαρία, ή έρχομαι και την παίρνω μόνος μου και καίω το μοναστήρι. Το ήκουσε η Μαρία και λέγει της ηγουμένης: Όταν έλθουν οι απεσταλμένοι, στείλε τους στο κελί μου και εγώ τους αποκρίνομαι. Ήλθαν οι απεσταλμένοι στο κελί της Μαρίας, και τους ρώτησε τι θέλουν. Της είπαν εκείνοι: Μας έστειλε ο πασάς να σε πάρουμε, διότι είδε τα μάτια σου και τα ορέχθηκε. Τους είπε να περιμένουν να υπάγει στην εκκλησία. Τότε παίρνει ένα μαχαίρι και ένα πιάτο, και πηγαίνει στον Ιησού Χριστό εμπρός και λέγει: Κύριέ μου, μου έδωκες τα μάτια τα αισθητά διά να πηγαίνω στον καλό δρόμο, και εγώ να πηγαίνω με το θέλημά μου στον κακό δεν είναι πρέπον. Και επειδή αυτά τα αισθητά θα μου βγάλουν τα νοητά, ιδού οπού τα βγάνω διά την αγάπη σου, διά να φύγω από το βόρβορο της αμαρτίας. Και ευθύς βάζει το μαχαίρι μέσα στο μάτι της και το βγάνει στο πιάτο. Επήγε εμπρός και στην Παναγία και βγάζει και το άλλο της μάτι και τα βάνει μαζί. Τότε τα στέλνει του πασά και αφού τα είδε ο πασάς, γύρισε ευθύς ο σατανικός έρως σε κατάνυξη και σηκώνεται ευθύς και πηγαίνει στο μοναστήρι, και παρακαλεί τις καλογραίας να υπάγουν να κάμουν δέηση στον Θεό, να γιατρευτεί η Μαρία. Πηγαίνουν πάραυτα όλες μαζί με τον πασά και πέφτοντας κατά γης παρεκάλουν τον Κύριο και την Θεοτόκο να δώσει το φως της Μαρίας. Εφάνη η Θεοτόκος τότε ως αστραπή στην Μαρία και της λέγει: Χαίρε, Μαρία! Επειδή προτίμησες να βγάλεις τα μάτια σου για την αγάπη του Υιού και την ιδική μου, ιδού πάλι έχε τα μάτια σου και πλέον πειρασμός να μη σου συμβεί. Βλέποντας δε το θαύμα οι παρόντες εχάρησαν πολύ και εδόξασαν τον Θεό και την Παναγία. Έπειτα ο πασάς αφιέρωσε πολύ χρυσό στο μοναστήρι και επήρε συγχώρηση από τις καλογραίας και αναχώρησε και έκαμε καλά και εσώθη. 

Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

ΡΟΔΟΣ: ΔΑΚΡΥΣΕ Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ

Σύμφωνα με μαρτυρίες πιστών εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο ναΰδριο που βρίσκεται επί της οδού Ηλία Βενέζη στη Ρόδο δάκρυσε με αποτέλεσμα να υπάρξει μεγάλη προσέλευση πιστών.
Όταν άνοιξε η εκκλησία στις 8 το πρωί όπως γίνεται κάθε μέρα, διαπιστώθηκε ότι στην κεντρική εικόνα και από το μάτι του Αρχαγγέλου κυλούσε ένα δάκρυ που έφθανε μέχρι τη μέση της εικόνας.

Στο σημείο κλήθηκε ο αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Πόκκιας που είδε και ο ίδιος τι είχε συμβεί, ενώ στη συνέχεια το γεγονός διαδόθηκε σε όλη την πόλη με αποτέλεσμα πλήθος κόσμου να σπεύδει στο σημείο για να ανάψει ένα κεράκι και να προσκυνήσει.


Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΩΛΗ!

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ (Ο ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ)

Ο Άγιος Θεόδωρος γεννήθηκε το έτος 1774 στο Νεοχώριο του Βυζαντίου. Είχε καλούς χριστιανούς γονείς, που φρόντισαν για τη χριστιανική ανατροφή των παιδιών τους, αφού μάλιστα ξέρομε θετικά ότι ο ένας αδελφός του αγίου Θεοδώρου, ο Γρηγόριος, έγινε επίσκοπος Αδριανουπόλεως.
Μικρός ο Θεόδωρος θέλησε να γίνει ζωγράφος και γι’ αυτό ήλθε σαν μαθητής κοντά σε ξακουσμένο ζωγράφο, που δούλευε στο παλάτι του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά εκεί ποιος ξέρει τι πιέσεις δέχτηκε, ώστε λύγισε η ψυχική του αντοχή στην ηλικία που βρισκότανε, κι έτσι αλλαξοπίστησε. Δεν πέρασαν όμως πολλά χρόνια και συνήλθε. Κατάλαβε το βαρύ αμάρτημα, στο οποίο έπεσε. Αφορμή έγινε μια βαρειά επιδημία, που έπεσε στην Πόλη και τον έκαμε να σκεφθεί το θάνατο, το Θεό, την ψυχή του, την άλλη ζωή. Έτσι το χαμένο πρόβατο ζήτησε το δρόμο της επιστροφής. Δραπέτευσε από τα ανάκτορα, με ξένα ρούχα. για να μη τον γνωρίσουν, με μια στάμνα στον ώμο, με μουτζουρωμένο το πρόσωπο, βγήκε από το παλάτι, κατέβηκε στη θάλασσα, εκεί βρήκε ένα χιώτικο καράβι και ήρθε, κατά θέλημα Θεού, στη Χίο, που στάθηκε γι’ αυτόν ο τόπος της ψυχικής αναγέννησης, του πνευματικού του καταρτισμού, της μεγάλης μετανοίας του και της αποφάσεως του να δώσει και τη ζωή του για το Χριστό, που άθελα κατά την παιδική του ηλικία αρνήθηκε.
Εκεί στη Χίο, στο μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου, διάβασε πολλά βιβλία και είδε την αγάπη, που έτρεφαν για τον Χριστό οι άγιοι, ώστε έδιναν και τη ζωή τους για το Σωτήρα τους. «Εγώ που τον αρνήθηκα, έλεγε ο άγιος Θεόδωρος, θα πρέπει χίλιες φορές να αποθάνω, για να ξεπλύνω το αμάρτημα μου με το αίμα μου». Και πήρε τη μεγάλη απόφαση.

Τα μαρτύρια από τους Οθωμανούς

Αποφάσισε να παρουσιασθεί στους Τούρκους και να δηλώσει μόνος του ότι μετανοιώνει, που έγινε μωαμεθανός και ότι είναι χριστιανός, αποφασισμένος και να αποθάνει για την πίστη του. Δεν παρουσιάστηκε στις τουρκικές αρχές της Χίου, για να μη ενοχοποιήσει όλους που βρίσκονταν στο μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου. Γι’ αυτό ήρθε στη Μυτιλήνη. Τον συνόδευσε ένας μοναχός από το μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου, που παρέμεινε στη Μυτιλήνη μέχρι που μαρτύρησε ο Άγιος. Αυτός ο μορφωμένος κληρικός περιέγραψε και το μαρτύριο του.
Παρουσιάστηκε, λοιπόν, ο Άγιος Θεόδωρος στις τουρκικές αρχές και δήλωσε πως είχε μια πίστη που ήτανε χρυσός και του την πήρανε οι Τούρκοι και του έδωκαν μια πίστη που ήτανε μπακίρι (χαλκός). Και τώρα τους την δίνει πίσω, για να πάρει την πρώτη πίστη του. «Είμαι χριστιανός, είπε, και θα αποθάνω χριστιανός».

Στην αρχή τον νόμισαν τρελλόν

Σύντομα όμως κατάλαβαν ότι μιλούσε σοβαρά, αποφασισμένος να αντιμετωπίσει και το θάνατο, για να κρατήσει την πίστη του. Προσπάθησαν με υποσχέσεις, και με απειλές να τον μεταπείσουν. Τον φυλάκισαν. Επέτρεψαν σε άγριους Τούρκους να έρχονται νύχτα μέρα στη φυλακή και να τον βασανίζουν, όπως μπορούσαν φρικτότερα. Κι εκείνος έμεινε ακλόνητος. Προσευχόταν και επέμενε στην πίστη του. Και ο Θεός του έδινε θάρρος και δύναμη.
Όταν είδαν ότι δεν πρόκειται να αλλάξει γνώμη ο άγιος, αποφάσισαν να τον θανατώσουν με απαγχονισμό. Τον κρέμασαν έξω από το φρούριο, κάπου εκεί όπου είναι σήμερα το Ε’ Δημοτικό Σχολείο, ίσως και λίγο παραπάνω. Στις 17 Φεβρουαρίου του έτους 1795 παρέδωκε την ψυχή του στο Θεό, στον οποίο προσέφερε και τη ζωή του, με θάνατο φρικτό, μαρτυρικό.
Το άγιο λείψανο του έμεινε κατά διαταγή των Τούρκων τρεις ημέρες κρεμασμένο στην αγχόνη. Κατόπιν με άδεια των τουρκικών άρχων το παρέλαβαν πενήντα πρόκριτοι Μυτιληναίοι και το έθαψαν στο προαύλιο της Παναγίας Χρυσομαλλούσης. Έπειτα από τρία χρόνια, όταν θέλησαν να κάμουν την ανακομιδή των λειψάνων του, είδαν με έκπληξη και θαυμασμό ότι το σώμα είχε διατηρηθεί ακέραιο. Το παρέλαβαν τότε με πολλή ευλάβεια και το έκρυψαν στην κρύπτη του Μητροπολιτικού ναού, όπου βρισκότανε μέχρι το 1832. Τότε έγινε το θαύμα της διασώσεως της πόλεως από τη θανατηφόρο πανώλη. Από τότε, όπως αναφέραμε, το άγιο λείψανο βρίσκεται στη θέση, που είναι σήμερα στο Μητροπολιτικό ναό της Μυτιλήνης, σαν θησαυρός πολύτιμος, σαν φρουρός του νησιού μας.

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΩΛΗ

Φανερώθηκε ο νεομάρτυρας στον τότε Πρωτοσύγκελο Καλλίνικο, Άγιος Θεόδωρος του Βυζαντίου. Τούρκοι και Έλληνες με κάθε τρόπο ομολογούσαν το θαύμα και φανέρωναν την ευγνωμοσύνη τους στο Θεό και τον προστάτη Άγιο.  O Άγιος παρήγγειλε να μαζέψει τους χριστιανούς για να κάνουν αγρυπνία στο Μητροπολιτικό ναό και να βγάλουν και το λείψανο του από την κρύπτη του ναού.

Το 1832 μ.Χ. μάστιζε φοβερή θανατηφόρος αρρώστια, η πανώλη, τον πληθυσμό της Μυτιλήνης.
Οι θάνατοι κάθε μέρα γινότανε και περισσότεροι. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να σκορπιστούν στους γύρω λόφους ελπίζοντας ότι έτσι θα αποφύγουν τη μετάδοση της αρρώστιας. Και οι αρχές της πόλεως αφήκαν τα γραφεία τους στην πόλη και κατέφυγαν και αυτές στα βουνά. Όλα τα μέτρα όμως που έπαιρναν, ήταν ανίσχυρα να σταματήσουν την αρρώστια και το θάνατο. Η κυβέρνηση έστειλε συνεργεία γιατρών από την Κωνσταντινούπολη και φάρμακα, που πάλι δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Αλλά ό,τι δεν κατόρθωσαν οι ανθρώπινες προσπάθειες, το έκαμε η χάρη του Θεού με τις προσευχές του Αγίου Θεοδώρου.

Σταμάτησε το θανατικό από την πανώλη

Σ’ αυτές τις κρίσιμες μέρες και μάλιστα τη νύχτα της Παρασκευής της α΄ εβδομάδας των Νηστειών, φανερώθηκε ο Άγιος στον τότε Πρωτοσύγκελλο Καλλίνικο, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Μυτιλήνης και αργότερα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και του παρήγγελε να ειπεί στο Μητροπολίτη να μαζέψει τους χριστιανούς από τις εξοχές, όπου είχαν καταφύγει, να κάνουν αγρυπνία στο Μητροπολιτικό ναό και να βγάλουν και το λείψανο του από την κρύπτη του ναού. Ο Πρωτοσύγκελλος δεν έδωσε σημασία στο όνειρο, αλλά μετά από μια εβδομάδα, και πάλι νύκτα της Παρασκευής, βλέπει το ίδιο όνειρο ζωηρότερα, και αυστηρότερον τον Άγιο.
Αμέσως αυτή τη φορά έτρεξε και ανακοίνωσε στο Μητροπολίτη την εντολή του αγίου. Ο Μητροπολίτης αμέσως συνάντησε τον Τούρκο Διοικητή και του ζήτησε την άδεια να επιτρέψει να ειδοποιήσει με κάθε μέσο τους χριστιανούς, να έλθουν στο ναό και να παρακαλέσουν όλοι τον Θεό να σωθούν απ’ την αρρώστια. Οι Τούρκοι γιατροί, που ήρθαν απ’ την Κωνσταντινούπολη, αντέδρασαν. Δεν ήθελαν να γίνει συγκέντρωση από φόβο να μη μεταδοθεί η αρρώστια περισσότερο. Όμως ο Διοικητής βλέποντας ότι ο κόσμος πέθαινε, παρ’ όλα τα μέτρα που είχαν πάρει οι γιατροί, έστω και αν είχαν απομακρυνθεί από τα σπίτια τους οι κάτοικοι, έδωκε την άδεια για συγκέντρωση και αγρυπνία.
Όλοι οι χριστιανοί με πίστη και ελπίδα έτρεξαν στο ναό, που γέμισε μέσα, έξω και τους γύρω δρόμους. Έκλαψαν, παρακάλεσαν το Θεό, και ζήτησαν και τη βοήθεια του Αγίου, που έμαθαν ότι φανερώθηκε με όνειρο στον Πρωτοσύγκελλο. Ξημέρωσε και προσευχότανε. Τις πρωινές ώρες ο Μητροπολίτης και ο Πρωτοσύγκελλος κατέβηκαν στην κρύπτη του ναού, έβγαλαν με ευλάβεια το λείψανο του Αγίου Θεοδώρου και έκαμαν μια σύντομη λιτανεία γύρω στο ναό.
Από εκείνη την ώρα δεν πέθανε κανείς Χριστιανός ή Τούρκος από την πανώλη. Η πόλη ονόμασε τον Άγιο Θεόδωρο «Πολιούχο», δηλαδή προστάτη της πόλεως και του νησιού της Λέσβου. Τούρκοι και Έλληνες με κάθε τρόπο ομολογούσαν το θαύμα και φανέρωναν την ευγνωμοσύνη τους στο Θεό και τον προστάτη Άγιο.
Από τότε το σεπτό λείψανο του αγίου δεν το ξανάβαλαν στην κρύπτη του ναού, αλλά το τοποθέτησαν φανερά και για τους Τούρκους στη θέση του Μητροπολιτικού ναού, που βρίσκεται σήμερα και αποτελεί, όπως λέγει και το απολυτίκιο του αγίου, «θησαυρόν τιμαλφή» για την Λέσβο.
Σαν πολιούχος ο Άγιος Θεόδωρος προστάτεψε την Λέσβο και κατά τον τελευταίο πόλεμο του 1940 μ.Χ., που ενώ οι Ιταλοί βομβάρδιζαν διαφόρους στόχους, όπως τον ασύρματο της πόλεως, που ήταν στη Νεάπολη, τα εργοστάσια Σουρλάγκα στον κόλπο της Γέρας, στο λιμάνι το πλοίο «Αρντένα», καμιά βόμβα δεν πέτυχε το στόχο της και πολλές απ’ αυτές βυθίστηκαν στο έδαφος χωρίς να εκραγούν.
Σε ανάμνηση του θαύματος της διασώσεως του πληθυσμού της πόλεως από την πανώλη, από το έτος 1936 μ.Χ., με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου, καθιερώθηκε νέα γιορτή στη Μυτιλήνη την Δ’ Κυριακή από το Πάσχα, κατά την οποία γίνεται με μεγάλη λαμπρότητα και με συμμετοχή χιλιάδων λαού η λιτάνευση του σεπτού λειψάνου του Αγίου. 

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥΡΚΟΥ

Πριν από χρόνια ένα ζευγάρι από την Τουρκία και συγκεκριμένα από την περιοχή της Αντιοχείας, μετανάστευσε στο Παρίσι όπου βρήκαν δουλειά και εγκαταστάθηκαν στα Banlieue, δηλαδή στα προάστια του Παρισιού. Το ζευγάρι ονομάζεται Εσάτ και Σεβίμ Αλντιντάρογλου. Στο σπίτι αυτό των Αλντιντάρογλου στο Παρίσι παρατηρείτε συρροή επισκεπτών όχι μόνο από την Γαλλία αλλά και από το εξωτερικό, καθώς πολλοί επισκέπτες έρχονται να δούναι ένα αξιοπερίεργο για αυτούς γεγονός.
Το γεγονός αυτό, που χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο τον τουρκικό τύπο σαν θαύμα, είναι πως μια ελληνορθόδοξη βυζαντινή εικόνα της Παναγίας που είχαν βρει στην Αντιόχεια και την οποία είχαν πάρει μαζί τους οι Αλντιντάρογλου αν και μουσουλμάνοι, άρχισε να αναβλύζει δάκρυα από τα μάτια της Παναγίας.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του ζευγαριού την εικόνα αυτή τους την είχε χαρίσει το 2006 ένας ορθόδοξος μοναχός από τον Λίβανο. Από την πρώτη στιγμή που την πήραν αισθάνθηκαν την μεγάλη αγιότητα της και μια πρωτόγνωρη αίσθηση ανάπαυσης στο σπίτι τους.
Όταν μετανάστευσαν στο Παρίσι την πήραν με ευλάβεια μαζί τους και όταν την τοποθέτησαν σε ένα ξεχωριστό μέρος στο νέο τους σπίτι, όπως ομολόγησαν, η εικόνα της Παναγίας άρχισε να δακρύζει. Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα ανάμεσα στους Τούρκους αλλά και σε άλλους χριστιανούς.
Η εικόνα της «Παρθένας Παναγίας», όπως την έχει ονομάσει το τουρκικό ζευγάρι, έγινε γρήγορα τόπος προσκυνήματος και μάλιστα, όπως αναφέρετε, έχει αποκτήσει θαυματουργικές ιδιότητες.
Το γεγονός έγινε γρήγορα ευρύτερα γνωστό και επισκέπτες προσκυνητές από την Γερμανία και το Βέλγιο άρχισαν να καταφτάνουν στο σπίτι των Τούρκων για να προσκυνήσουν την ελληνορθόδοξη βυζαντινή εικόνα της Παναγίας.
Ο Εσάτ Αντιντάρογλου διηγείται πως πριν από λίγο καιρό είχε έρθει να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας μια παντρεμένη γυναίκα που δεν μπορούσε να κάνει παιδί και το είχε μεγάλο καημό γιατί ο γάμος της κινδύνευε με χωρισμό.
Η γυναίκα αυτή γονάτισε και προσευχήθηκε επί αρκετή ώρα κάτω από τη εικόνα της Παναγίας. Μετά από λίγες μέρες η γυναίκα αυτή κατασυγκινημένη τηλεφώνησε τους Αλντίντάρολγου και τους είπε ευτυχισμένη ότι είχε γίνει θαύμα και περίμενε παιδί.
Για τους δύσπιστους παραθέτουμε την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας στο σπίτι του Τούρκου στο Παρίσι, καθώς και το δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας Hürriyet, με τον χαρακτηριστικό τίτλο : «Bir Türk ün evinde Meryem mucizesi», δηλαδή, «Το θαύμα της Παναγίας στο σπίτι ενός Τούρκου»!



Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ

Την Κυριακή των Βαΐων, στην Κέρκυρα η μεγάλη εορτή της χριστιανοσύνης, τιμάται μαζί με την ανάμνηση του θαύματος του Αγίου Σπυρίδωνος, σύμφωνα με το οποίο ο Άγιος του νησιού, έσωσε τους κατοίκους, από τη θανατηφόρο επιδημία της πανώλης το 1630.
Κάθε χρόνο, αυτή την ημέρα, μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, σε ένδειξη ανάμνησης και τιμής στον Άγιο Σπυρίδωνα, τελείται μεγάλη λιτανεία σε όλη την παλαιά πόλη της Κέρκυρας και διαβάζεται ευχή δεητική στο σημείο όπου βρίσκονταν τα παλαιά τείχη της πόλης και ο μη σωζόμενος σήμερα ναός του Αγίου Αθανασίου.

Σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, το 1630 με θαυματουργική επέμβαση του Αγίου Σπυρίδωνος σώθηκε η Κέρκυρα από πανώλη, από τη φοβερή θανατηφόρα λοιμική νόσο. Η αρρώστια, όπως αναφέρουν ιστορικές πηγές, ξεκίνησε στην Κέρκυρα τον Οκτώβριο του 1629. Μεταδόθηκε από ένα πλοίο που έφτασε στην Κέρκυρα από την Ιταλία. Η ασθένεια έπληττε την Ιταλία και όλα τα Ιόνια Νησιά. Τα Χριστούγεννα του 1629 εντοπίστηκαν τέσσερα κρούσματα στην Κέρκυρα και όσο ο καιρός περνούσε τόσο αυτά πολλαπλασιάζονταν. Παρά τα αυστηρά μέτρα που έλαβαν οι υγειονομικές αρχές, το κακό δεν υποχωρούσε. Οι άνθρωποι κατέφυγαν στις πρεσβείες του Αγίου Σπυρίδωνος. Την μεγαλύτερη και ύστατη ελπίδα. Πράγματι, όπως γράφεται, ο Άγιος δεν έμεινε ασυγκίνητος από τις παρακλήσεις και τις προσευχές των ανθρώπων. Λίγο καιρό πριν τις ημέρες του Πάσχα πολλοί ασθενείς τον έβλεπαν στον ύπνο τους να τους ευλογεί και να τους χαρίζει την υγεία. Επίσης, οι νυκτερινοί σκοποί του Παλαιού Φρουρίου έβλεπαν τη νύχτα ένα φως υπερκόσμιο να αιωρείται, πάνω από το ναό του Αγίου. Σιγά, σιγά, μέρα με τη μέρα, τα κρούσματα ελαττώθηκαν μέχρι που έπαυσαν οριστικά την ημέρα των Βαΐων του 1630. Οι Κερκυραίοι απέδωσαν τη διάσωσή τους σε θαύμα του Αγίου και καθιέρωσαν από τότε την ημέρα αυτή λιτάνευση του ιερού λειψάνου. Η λιτανεία της ημέρας αυτής έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια από όλες τις άλλες και η πορεία της καλύπτει την περίμετρο της μεταβυζαντινής πόλης της Κέρκυρας.

Ο Άγιος Σπυρίδωνας γιορτάζεται στην Κέρκυρα τέσσερις φορές τον χρόνο σε ανάμνηση των θαυμάτων για τους κατοίκους του νησιού. Την Κυριακή των Βαΐων σε ανάμνηση του 1630 όπου έσωσε το νησί από τη χολέρα. Το Μεγάλο Σάββατο, που γίνεται η λιτανεία σε ανάμνηση της σωτηρίας του νησιού από τον λοιμό το 1550. Την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου σε ανάμνηση της σωτηρίας του νησιού από μία θανατηφόρα χολέρα το 1673 και στις 11 Αυγούστου σε ανάμνηση της λύσης της πολιορκίας του νησιού από τους Τούρκους το 1716.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ!

Φρίκη, τρόμος και πανικός κυριεύουν τα δαιμόνια, όταν βρεθούν μπροστά στο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, τη θεία Κοινωνία. 

Γι' αυτό πάντοτε οι δαιμονισμένοι σπαράζουν και χτυπιούνται ελεεινά, όταν πλησιάσουν στα τίμια Δώρα, πράγμα που δε συμβαίνει πριν από τον καθαγιασμό και τη μεταβολή τους. Είναι και τούτο μια συνεχής και περίτρανη απόδειξη, ότι η θεία Κοινωνία είναι πράγματι Σώμα και Αίμα Χριστού.

Στο βίο του αγίου Ευτυχίου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (6ος αι.), υπάρχει ένα σχετικό περιστατικό.

Στην περιοχή της Αμάσειας, όπου είχε για ένα διάστημα εξοριστεί, βρισκόταν ένα γυναικείο μοναστήρι, που λεγόταν «της Φλαβίας». Μερικές λοιπόν από τις μοναχές έφεραν στον άγιο ένα πεντάχρονο κοριτσάκι, που είχε κυριευθεί από δαιμόνιο, και δεν πλησίαζε καν τη θεία Κοινωνία˙ όταν το πήγαιναν να κοινωνήσει, φώναζε, χτυπιόταν, κλωτσούσε και αποστρεφόταν με αηδία και τρόμο τα άχραντα Μυστήρια.

Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή. Ο άγιος θα λειτουργούσε και θα κοινωνούσε τους πιστούς. Είπε λοιπόν να φέρουν και το κοριτσάκι. Πράγματι, το έφεραν και με πολλή βία το ανάγκασαν να δεχτεί στο στόμα του τη θεία Κοινωνία. Αμέσως όμως έβγαλε μιαν άγρια κραυγή και Την έφτυσε χάμω!

Έφριξαν όλοι. Άφησαν το έξαλλο κοριτσάκι να φύγει, ενώ ο άγιος μάζεψε με το στόμα του από το έδαφος το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Παρήγγειλε, ωστόσο, να του ξαναφέρουν το δαιμονισμένο πλάσμα την άλλη μέρα.

Όταν ήρθε, ο άγιος προσευχήθηκε και έχρισε όλα του τα μέλη με άγιο έλαιο. Ύστερα δοκίμασε να το μεταλάβει πάλι. Το κορίτσι, αφού αναστέναξε βαθιά, κοινώνησε άφοβα και ήρεμα. Μόλις κατάπιε τη θεία Κοινωνία, άφησε μιαν άγρια κραυγή, και αμέσως το πονηρό πνεύμα βγήκε από το στόμα του.

Από τη στιγμή εκείνη το κοριτσάκι θεραπεύθηκε οριστικά, και όλοι δόξαζαν τον Κύριο για τη δύναμη και τη φιλανθρωπία Του.


«Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» - Ι.Μ. Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Ο ΑΓΓΕΛΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ: «ΑΓΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ, ΑΓΙΟΣ ΙΣΧΥΡΟΣ, ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΤΟΣ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΗΜΑΣ»

Tον 5ο αιώνα μ.Χ. βασίλευε στην Κωνσταντινούπολη ο Θεοδόσιος ο Μικρός. Ευλαβής ο αυτοκράτορας, μα στα χρόνια του ξεφύτρωναν η μία μετά την άλλη οι αιρέσεις. Συχνά αυτές πλανούσαν απ’ τη σωστή πίστη και τον ευσεβή λαό αλλά ακόμη και τους άρχοντες και τους ιερείς.

Τώρα βγήκανε κάποιοι που λέγανε πως στον Αγγελικό Ύμνο που λέμε κάθε τόσο οι πιστοί, στο «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς» πρέπει, τάχα, να προσθέσουμε και τις λέξεις «ο σταυρωθείς δι’ ημάς».

Αρκετοί πιστοί παρασύρθηκαν. Πολλοί άλλοι μπερδεύτηκαν. Οι λέξεις δεν τους φαινότανε κακές, αντίθετα και σωστές ήταν και την αλήθεια φανέρωναν… Άλλοι πάλι λέγανε πως το σωστό ήταν να λέγεται ο Ύμνος όπως τους τον μάθανε οι πιο παλιοί και να μην προσθέσουν τίποτα. Κι έτσι υπήρχε απορία και διαμάχη.....

Προσεύχονταν γι’ αυτό κι οι Επίσκοποι κι ο Αυτοκράτορας και οι πιστοί. Κι ο Θεός έδειξε πώς έπρεπε, σωστά να Τον υμνούνε: Επέτρεψε κι έγινε ένας φοβερός σεισμός. Όλος ο λαός, άρχοντες και βασιλιάς και Πατριάρχης βγήκαν στους δρόμους. Πήραν σταυρούς και λάβαρα, εικόνες και εξαπτέρυγα κι εκεί, έξω από τη Βασιλεύουσα, κάνανε λιτανεία. Με δάκρυα προσεύχονταν στον Θεό να σώσει την Πόλη, να σώσει τις ζωές τους.

Ο σεισμός ασταμάτητος συνεχιζότανε…

Κι εκεί, μπροστά στα μάτια ολονών έγινε το θαύμα: Ένα παιδάκι, απ’ αυτά που ακολουθούσαν τη λιτανεία, ξαφνικά, αρπάχτηκε – σαν από αόρατα χέρια – κι άρχισε ν’ ανεβαίνει στον ουρανό. Σταμάτησαν όλοι, σαστισμένοι κι αμίλητοι στράφηκαν προς τα πάνω κι έβλεπαν το θαυμαστό σημείο.
Χάθηκε στον ουρανό το παιδί. Τι έγινε; Πώς έγινε; Τι να σήμαινε άραγε αυτό;
«Κύριε ελέησον!» ήτανε η προσευχή σ’ όλων τα χείλη. «Κύριε ελέησον!».
Πέρασε ώρα. Και να, σαν να ‘τανε καθισμένο σ’ ένα σύννεφο, σιγά-σιγά κατέβηκε ξανά το παιδί και στάθηκε ανάμεσά τους.

Εκεί, μπροστά σε όλους, μπροστά στον Πατριάρχη και τον Αυτοκράτορα είπε με δυνατή φωνή:
– Στον ουρανό, οι αγγελικοί χοροί ψάλλουνε τον Τρισάγιο Ύμνο, ασταμάτητα, χωρίς τις λέξεις «ο σταυρωθείς δι’ ημάς». Παντού στον ουρανό αντηχεί το «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς».
Και λέγοντας τα τελευταία λόγια, άφησε την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Την ίδια στιγμή σταμάτησε κι ο σεισμός.

ΘΕΪΚΗ ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΠΟΤΗΡΙΟ

Τον περασμένο αιώνα στη Μικρασία έζησε ένας άγιος αλλά αφανής λευίτης, ο π. Ιωάννης.
Ήταν έγγαμος, οικογενειάρχης, από το Γκέλβερι της Καππαδοκίας. Τις καθημερινές εργαζόταν στα χωράφια, ενώ τις Κυριακές και τις γιορτές λειτουργούσε στην εκκλησία.
Στη Θεία Λειτουργία σχεδόν πάντοτε ξεσπούσε σε δάκρυα και αναστεναγμούς. Την ώρα μάλιστα του καθαγιασμού η κατάνυξη του κορυφωνόταν. Οι ψάλτες έψαλλαν το «Σε υμνούμεν...» όσο πιο αργά μπορούσαν, αλλά εκείνος καθυστερούσε πέντε, δέκα, δεκαπέντε λεπτά ή και περισσότερο.
Έτσι κι εκείνοι επαναλάμβαναν τον ύμνο μέχρι πέντε ή έξι φορές. Τελικά, πλησίασαν κάποτε τους επιτρόπους και τους είπαν το πρόβλημά τους. Εκείνοι με τη σειρά τους το διαβίβασαν στο λειτουργό.

-Πάτερ Ιωάννη, συχνά καθυστερείς την ώρα του καθαγιασμού. Οι ψάλτες και ο λαός έξω σε περιμένουν πολλή ώρα. Δεν μπορείς να λες πιο σύντομα την ευχή, για να μη γίνεται χασμωδία;

-Πως θα γίνει αυτό;

-Είναι εύκολο. Εκεί που είσαι πεσμένος μπρούμυτα, να σηκώνεσαι, να σταυρώνεις τα τίμια Δώρα, να λες την ευχή και να τελειώνεις.

-Την ευχή τη γνωρίζω, είναι γραμμένη και στη φυλλάδα, αλλά δεν μπορώ.

-Γιατί δεν μπορείς, πάτερ; Συγχώρεσε μας, αλλά δεν είναι δύσκολο!

-Αυτό δεν εξαρτάται από μένα, απάντησε ο π. Ιωάννης. Μόλις αρχίσω να διαβάζω την ευχή, η αγία τράπεζα κυκλώνεται από θεϊκή φωτιά που φτάνει τα δυο-τρία μέτρα ύψος.

Έτσι δεν μπορώ να πλησιάσω για να σφραγίσω τα τίμια Δώρα. Με πιάνει φόβος και τρόμος. Δεν ξέρω τι να κάνω. Πέφτω στο έδαφος, κλαίω, αναστενάζω και ικετεύω τον Κύριο να παραμερίσει τις φλόγες για να συνεχίσω.

Ύστερα σηκώνω τα μάτια. Αν έχουν χαθεί οι φλόγες, σηκώνομαι και σφραγίζω τα τίμια Δώρα. Αν όχι, τότε συνεχίζω την ικεσία με δάκρυα και στεναγμούς μέχρι να σβήσει η φωτιά ή να βρεθεί άλλος τρόπος, που θα μου επιτρέψει να μην καώ. Πότε-πότε σβήνει η φωτιά και γίνονται όλα όπως πρίν. Άλλοτε πάλι χωρίζουν οι φλόγες δεξιά κι αριστερά σχηματίζοντας καμάρα, οπότε κάνω το τόλμημα, πλησιάζω τρέμοντας και σφραγίζω τα τίμια Δώρα.

Ακούγοντας οι χριστιανοί αυτά τα εξαίσια δεν τον ενόχλησαν άλλη φορά. Ήταν άλλωστε πολύ ευλαβής και εξαιρετικά κατανυκτικός όταν λειτουργούσε. Γι' αυτό στην ενορία του εκκλησιάζονταν πιστοί κι από γειτονικά χωριά, που περπατούσαν ώρες για να φτάσουν.

Μερικές φορές έρχονταν στη λειτουργία χίλιοι και περισσότεροι πιστοί. Και όλοι αυτοί κατανύγονταν κι έκλαιγαν. Στο τέλος μάλιστα της θείας αυτής μυσταγωγίας, το δάπεδο της εκκλησίας ήταν βρεγμένο από τα δάκρυά τους, λες και κάποιος είχε ρίξει νερό!

Από το βιβλίο «Θαύματα και Αποκαλύψεις»

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ ΟΜΟΛΟΓΕΙ: "ΜΕ ΧΕΙΡΟΥΡΓΗΣΕ Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ"

Πρόκειται για ένα γεγονός στο οποίο αναφέρονται στοιχεία και ονόματα υπαρκτά και μάλιστα σοβαρών και έγκριτων επιστημόνων. Το εν λόγω περιστατικό, συνέβη στον π. Δανιήλ Σάπικα, κάτοικο Αθηνών, Αρχιμανδρίτη και γιατρό.

Το 1976 αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών, και το 1978 χειροτονήθηκε κληρικός. Το 1992 αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών, και το 1992 εκλέγεται ενεργό μέλος τής Ακαδημίας Επιστημών Νέας Υόρκης. Μάλιστα είναι και ο πρώτος Ορθόδοξος κληρικός μέλος τής Ακαδημίας Επιστημών.
Στις 19.2.01 σε πανηγυρική εκδήλωση ενώπιόν του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, εκπροσώπου τού Προέδρου τής Ελληνικής Δημοκρατίας και μελών τής Κυβέρνησης, τού απονεμήθηκε πλατινένιος κόττινος για τις υπηρεσίες του στον Οικουμενικό Ελληνισμό. Διηγείται ο ίδιος…

Στις 22 Απριλίου 1994 εισήχθη στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο με 4,5 κιλά εμπύημα δεξιού ημιθωρακίου, με συμπτώματα απολύτου άπνοιας, αδυναμία βάδισης, 41,5 πυρετό, ενώ υπέστην και διαβητικό σοκ αγνώστου αιτιολογίας… Μέσα από ένα σύννεφο έβλεπα και άκουγα τα συμβαίνοντα μέσα στο χειρουργείο, και το βάσανο το μεγάλο ήταν, ότι, σαν γιατρός γνώριζα πολύ καλά την κρίσιμη κατάστασή μου…
Γνώριζα, ότι το ποσοστό κατάληξης (θανάτου μου) ήταν γύρω στο 95%. Και δεν είχα άδικο. Μάλιστα ήμουν και επιεικής στην κρίση μου, γιατί ή ιατρική ομάδα πού αποτελείτο από τον Ιωάννη Μπελένη διευθυντή τού Ευαγγελισμού, τον καθηγητή Χρυσόστομο Μελισσινό διευθυντή πνευμονολογικής κλινικής στο Νοσοκομείο Υγεία, και με την Ειρήνη Μπατάλη αναισθησιολόγο να φοβάται να μου δώσει νάρκωση για τον κίνδυνο ανακοπής τής καρδιάς λόγω βάρους μου, συζητούσαν δυνατά γιατί δεν πίστευαν ότι άκουγα τα λεγόμενά τους… Τούς άκουγα να μου δίνουν ζωή μόνο 2% !…

“Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε, έλεγαν, γιατί οι πιθανότητες ζωής είναι ελάχιστες, με ποσοστό κατάληξης 98%! Έτσι κι αλλιώς καταδικασμένος είναι…”

Εκείνη την ώρα ένιωσα μόνος, κατάμονος… Έκανα με κόπο τον σταυρό μου και προσευχήθηκα στον προστάτη μου, τον Ταξιάρχη…

”Ταξιάρχη μου, Αρχάγγελε Μιχαήλ, μη με αφήνεις, μη με εγκαταλείπεις. Εσένα μόνο έχω τώρα, σ’ εσένα εμπιστεύομαι την ζωή μου…”! Ένας μεταλλικός θόρυβος διέκοψε την νοερά προσευχή μου. Φοβήθηκα ότι με την κίνηση των χεριών μου έριξα κάποιο εργαλείο, και προσπάθησα να γυρίσω το κεφάλι μου προς την κατεύθυνση τού θορύβου.

Και τότε… ώ Θεέ μου!

Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο Ταξιάρχης, με την πανοπλία του και το σπαθί στο δεξί χέρι του, στεκόταν πλάι μου, χαμογελαστός και ολοζώντανος ”Δανιήλ, είμαι εδώ, μου είπε. Δεν σε εγκατέλειψα. Σέ προστατεύω. Εγώ θα σε χειρουργήσω, και θα γίνεις καλά. Μη φοβάσαι!“
Ήταν τα λόγια του Αρχαγγέλου, και καθώς μου μιλούσε ακούμπησε το ξίφος στο στήθος μου!…

Σε λίγο ήλθε o καθηγητής Μπελένης. ”Άς προσευχηθούμε μαζί πάτερ Δανιήλ, μού είπε, και με την βοήθεια τού Θεού όλα θα πάνε καλά“. Και πράγματι πήγανε!
Ή εγχείρηση πέτυχε. Το χέρι τού γιατρού πού το οδηγούσε ό Αρχάγγελος, είμαι βέβαιος γι’ αυτό, μού ξανάδωσε πάλι την ζωή πού είχε αρχίσει να φεύγει από μέσα μου. Και σήμερα, όχι για πρώτη φορά, ήλθα και πάλι εδώ, στο πανελλήνιο προσκύνημα των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στο Μανταμάδο τής Λέσβου, για να ευχαριστήσω τον Αρχάγγελο τού Θεού Μιχαήλ, για την σωτηρία μου…”

Απόσπασμα από το τριμηνιαίο δελτίο επικοινωνίας ” Ό Ταξιάρχης”, τού Ιερού προσκυνήματος Ταξιαρχών Μανταμάδου τής Λέσβου

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΤΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΖΗΤΙΑΝΑ!

Τοιχογραφία ἀπό τό Καθολικό τῆς Ι. Μ. Ἄνω Ξενιᾶς
Καταρρακτώδης ἔπιπτε ἡ βροχή ἐπί τοῦ δασώδους ὄρους ἐκεῖνο τό πρωινό τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1998, κατακλύζουσα τόν ἀθέατον θύλακα, εἰς τάς παρυφάς τοῦ ὁποίου, ἐπί πλατώματος ἱκανοῦ σχηματίζοντος ἀχειροποίητον ἐξώστην, ἔκειτο μονή ἀρχαία, κτισμένη κατά πώς ἔλεγον οἱ παλαιοί τήν ἐποχή τῶν Μακεδόνων.

Καθημαγμένη ὑπό τῆς φθορᾶς τοῦ χρόνου, ἕνεκα τῆς καταστροφικῆς μανίας τῶν κατακτητῶν κατά τό πρόσφατον καί ἀπώτερον παρελθόν καί τῆς ἐπελθούσης ἐρημώσεως, ἀνέθαλλεν πάλιν ὑπό τάς ἀόκνους προσπαθείας τοῦ διανύοντος τήν πέμπτην δεκαετίαν τοῦ βίου του ἡγουμένου καί τῆς περί αὐτόν συναχθείσης σμικρᾶς ἀδελφότητος. Ἀλλά ἀληθινός κτήτωρ καί προστάτις τῆς μονῆς ἦτο ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, εἰς τήν ὁποίαν ἦτο ἀφιερωμένο τό Καθολικόν, τό διασωθέν τοῦ ἐμπρησμοῦ μέ δικήν της θαυματουργόν παρέμβασιν· τοῦτο δέ διηγοῦντο πολλάκις οἱ αὐτόπται μάρτυρες, εἷς προβεβηκώς ἤδη ἀδελφός τῆς μονῆς καί κάτοικοι τοῦ παραπλησίου χωρίου. 

 Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἡ θύρα τῆς μονῆς παρέμεινε κεκλεισμένη· προσκυνητές, πέραν τῶν Κυριακῶν καί μεγάλων ἑορτῶν, σπανίως διέσχιζον τόν κακοτράχαλον χωματόδρομον, ὁ ὁποῖος ἕνωνε τήν ἐσχατιάν τοῦ ὄρους μέ τό σμικρόν χωρίον, τό ὁριοθετοῦν τόν κόσμον· πολλῷ δέ μᾶλλον δέν ἀνεμένετό τις νά ἀποτολμήσῃ, ἐν μέσῳ τῆς θυέλλης, τοιαύτην ἀνάβασιν. Μετά τήν πρωινήν ἀκολουθίαν, ὁ ἡγούμενος ἡτοιμάζετο νά μεταβῇ εἰς τήν πόλιν διά τήν ἐξυπηρέτησιν ἐπειγούσης ἀνάγκης, ὡστόσον ἀνέβαλλεν τήν ἀναχώρησίν του ἀναμένων ὅπως κοπάσῃ ἡ κακοκαιρία. Ἀνησύχει δέ μᾶλλον οὐχί διά τόν καιρόν ἀλλά μήπως δέν ἐπαρκέσουν τά χρήματα, καθότι ἅπαντα εἶχον δαπανηθῆ διά τάς ἐργασίας τῆς ἀνοικοδομήσεως, ὑπελείπετο δέ μεγάλον χρέος εἰς τόν μαραγκόν, ὅστις καλῇ τῇ πίστει εἶχε κατασκευάσει τάς θύρας καί τά παράθυρα. Διά τήν ἀνακούφισιν τοῦ χρέους εἶχε συνεννοηθεῖ μέ φίλον του ἱερέα τῆς πρωτευούσης τοῦ νομοῦ, ὅπως μεταφέρωσι τήν ἐφέστιον εἰκόνα τῆς μονῆς, ἀναπαριστῶσαν τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, διά νά τελέσωσι ἱεράν ἀγρυπνίαν κατά τήν ἑορτήν τῶν Εἰσοδίων, συνδυάζοντες, κατά συνήθη παλαιάν καί ἁπανταχοῦ τακτικήν, τόν ἁγιασμόν τῶν πιστῶν μετά τῆς οἰκονομικῆς ἐνισχύσεως. 

Πλησίαζε ἡ μεσημβρία, ὅταν ἠκούσθη ὁ κώδων τῆς ἐξώθυρας, εἷς δέ τῶν μοναχῶν ἔσπευσεν νά ἀνοίξῃ. Ἔξωθεν αὐτῆς, ἀσκεπής ὑπό τήν βροχήν, ἀνέμενεν ἄγνωστος ἀνήρ. - Θέλω νά προσκυνήσω τήν Παναγιά, εἶπε, γιατί μέ ἔσωσε ἀπό βέβαιον θάνατον. ἀδελφός ἄνοιξε τό Καθολικόν καί τόν ἄφησε νά προσευχηθῇ ἐνώπιον τῆς παλαιᾶς εἰκόνος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ὅταν ἐκεῖνος ἐξῆλθε, τόν ὡδήγησε εἰς τό μικρόν ἀρχονταρίκιον καί ἀπεσύρθη διά νά ἑτοιμάσῃ τό κέρασμα. Ὄταν ἐπέστρεψε μέ τόν δίσκον, εἶδε εἰς τό τραπέζι ἕναν σωρόν ἀπό χαρτονομίσματα.
 - Αὐτά εἶναι γιά τό μοναστήρι, εἶπε ὁ ἄγνωστος, καί σᾶς παρακαλῶ, θά ἤθελα νά ὁμιλήσω μέ τόν ἡγούμενον. Ἔτρεξε τό καλογέρι νά τόν φωνάξῃ.
 - Γέροντα, ἦλθε ἕνας ξένος, πρώτη φορά τόν βλέπω. Θέλει νά σᾶς μιλήσει καί ἔχει φέρει ἕνα μάτσο χιλιάρικα! 
 Σταυροκοπήθηκε ὁ ἡγούμενος, καί ἐντός ὀλίγων λεπτῶν εἰσῆλθε εἰς τό ἀρχονταρίκιον. Μετά τό καλωσόρισμα καί τάς ἀρχικάς συστάσεις, εἰσῆλθεν ὁ ξένος εἰς τόν σκοπόν τῆς ἐπισκέψεώς του.
 - Ἅγιε ἡγούμενε, μέ τήν ἐκκλησίαν δέν εἶχον ποτέ πολλάς σχέσεις, πιστεύω ὅμως εἰς τόν Θεόν καί εἰς τήν Παναγίαν. Ἦλθον σήμερα ἐδῶ ἐπειδή ἡ Παναγιά μέ διέσωσε ἀπό ἀτύχημα καί μοῦ ὑπέδειξε ἡ ἴδια νά ἔλθω. 
- Πῶς ἔγινε τοῦτο; 
- Τό ἁμάξι μου διαλύθηκε ὁλοσχερῶς, λογικά ἔπρεπε νά εἶχα σκοτωθεῖ, ἀλλά σώθηκα δίχως τήν παραμικράν ἀμυχήν. Ἡ Παναγιά μέ ἔσωσε, προσευχήθηκα δέ παρακαλώντας την νά μοῦ ὑποδείξῃ τρόπους εὐχαριστίας. Τήν εἶδα εἰς τόν ὕπνον μου, μοῦ ἔδειξε τήν μονήν σας, δέν ἤξερα ὅτι ὑπάρχει μοναστήριον ἐδῶ. Δυσκολεύτηκα νά εὕρω τόν δρόμον, διά τοῦτο συγχωρήσατέ με πού ἦλθα σέ ἀκατάλληλον ὥραν. Ὁρίστε, πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές, μία μικρή εὐχαριστία πρός τήν Παναγία.
 - Μήν ἀπολογεῖσθε, ὁποτεδήποτε κτυπήσει κανείς τήν θύραν τοῦ ἀνοίγουμε, διότι εἶναι μουσαφίρης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τήν δοξάζουμε καί τήν εὐχαριστοῦμε μαζί σας διά τήν θαυμαστήν διάσωσίν σας. Εὐχαριστοῦμε καί σᾶς διά τήν βοήθειαν· ξέρετε, τό μοναστήριον ἦτο σχεδόν κατεστραμμένον καί προσπαθοῦμε νά τό ἀναστήσουμε.
 - Ἅγιε ἡγούμενε, αὐτός εἶναι ὁ δεύτερος λόγος, διά τόν ὁποῖον ἦλθα σήμερα, δίχως ἀναβολήν. Ἤ μᾶλλον ὁ κύριος λόγος. Ἐπί τοῦτο ζήτησα νά σᾶς ὁμιλήσω προσωπικῶς.
 - Δηλαδή; 
- Εἶδα τήν Παναγιά στόν ὕπνον μου, ὅπως σᾶς εἶπα, ἡ ὁποία μοῦ ὑπέδειξε τό μοναστήριον. Μοῦ εἶπε δέ καί τό ἑξῆς: «Νά πεῖς στόν ἡγούμενο νά μή μέ κάνει ζητιάνα!». Δέν τό εἶδα μίαν μόνον φοράν, ἀλλά καί δεύτερη καί τρίτην· ἡ τελευταία ἦτο ἐψές τό βράδι. Διά τοῦτο δέν ἀνέβαλλα ἄλλο καί ἦλθα σήμερον μέ τά χρήματα. 
- Ξέρετε, ἀναγκαζόμαστε νά στηριζόμαστε εἰς τήν βοήθειαν τοῦ κόσμου, διά τήν ἀποπεράτωσιν τῶν ἔργων... οἱ πόροι τῆς μονῆς εἶναι πενιχροί καί δέν ἐπαρκοῦν, οἱ δέ ἀνάγκες πολλές καί μεγάλες... χρωστᾶμε καί .... 
- Πόσα χρωστᾶτε; Θά τά δώσω ἐγώ. Τήν Παναγιά, ὅμως, ἡγούμενε, μή τήν κάνεις ζητιάνα!
 - Εἶναι πολλά... εἶπε μέ πικρίαν ὁ ἡγούμενος.
 - Πόσα πολλά;
 - Πέντε ἑκατομμύρια.
 - Θά τά φέρω σέ ὀλίγες ἡμέρες. 
Παρῆλθον μερικές ἑβδομάδες καί μίαν πρωίαν τοῦ Νοεμβρίου ἐνεφανίσθη καί πάλιν ὁ θεόσταλτος ξένος εἰς τήν μονήν τῆς Ξενιᾶς. Ἔφερε μαζί του, ὅπως εἶχεν ὑποσχεθεῖ, τό ποσόν εἰς τό ἀκέραιον. Ἐπανέλαβε δέ εἰς τόν ἡγούμενον: 
«-Νά μή κάνεις τήν Παναγιά ζητιάνα». Καί ὡς κομήτης, ὅπως ἐφάνη οὕτω καί ἐξηφανίσθη. 
Ἐνωρίτερα εἰς τόν Ὄρθρον, ὑπό τό τρεμάμενον φῶς τῶν κανδῆλων, εἶχε ἀναγνωσθεῖ: «Τῇ ΙΒ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, τοῦ Ἐλεήμονος. Ἰωάννης πένησι δοὺς καὶ σκορπίσας, Ὢ ποῖα Χριστῷ νῦν παρεστὼς λαμβάνει! ᾬχετο ἀκτεάνων δυοκαιδεκάτῃ Ἐλεητής».

π. Χερουβείμ Βελέτζας

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΑΥΜΑ!

Ένα πραγματικό γεγονός που το διηγείται επιβάτης σε αεροπλάνο που επέστρεφε από τους Αγίους Τόπους στις 29 Αυγούστου του 2003.

Ήταν χαράματα Παρασκευής, 29 Αυ­γούστου του 2003. Φεύγαμε με βαριά καρδιά από την Ιερουσαλήμ, με κατεύ­θυνση προς Τελ Αβίβ και από εκεί για Αθήνα.

Είχαμε περάσει υπέροχα. Την προηγούμενη, είχαμε γιορτάσει Πανηγυρικά την Κοίμηση της Παναγίας μας στον Τάφο Της, αφού στα Ιεροσόλυμα η Κοίμη­ση εορτάζεται 13 ημέρες μετά, στις 28 Αυγούστου.

Ζήσαμε μία πρωτόγνωρη, μοναδι­κή εμπειρία. Το πανηγύρι ήταν μεγα­λοπρεπές, πλούσιο, γενναιόδωρο προς πάντας. Αργά το απόγευμα ετοιμάσαμε τις βαλίτσες μας, το βράδυ λάβαμε μέ­ρος στην αγρυπνία στον Πανάγιο Τάφο και αμέσως μετά, γρήγορα στο πούλμαν που μας περίμενε ακριβώς έξω από την παλαιά Πόλη.

O καιρός ήταν καλός. O ουρανός έναστρος και μέσα σε μία γλυ­κιά ησυχία απολαμβάναμε την Πόλη φωτισμένη. Είχαμε στυλώσει τα μάτια μας στα τείχη της, αγκαλιάζοντας νοερά όλα τα Πανάγια Προσκυνήματα, κλείνο­ντας τα ερμητικά μέσα στην καρδιά μας. Ένα σχεδόν αδιόρατο ελαφρύ χαμόγελο πρόδιδε την κούραση των ημερών, αλλά και την βαθιά ευγνωμοσύνη μας προς τον Θεό για όσα ζήσαμε. Η ευχαρίστηση μας ήταν τόση, που δεν κλονίστηκε κα­θόλου από την παρατεταμένη αναμονή, ούτε από τον εξαντλητικό έλεγχο των Ισραηλινών στο αεροδρόμιο.

Όταν επιτέλους επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο – εάν θυμάμαι καλά ήταν ένα δικινητήριο Airbus – πρόσεξα ότι τα φώτα του τρεμόπαιζαν συνεχώς και δεν σταθεροποιούνταν σε μία συγκεκριμέ­νη φωτεινότητα. Σκέφθηκα ότι κάποιο καλώδιο δεν κάνει καλή επαφή και βυ­θίστηκα στο κάθισμα μου.

Όταν ξεκί­νησε η τροχοδρόμηση, τα πρόβλημα στα ηλεκτρικά έγινε πιο έντονο, ενώ παράλ­ληλα ακούγονταν και ο χαρακτηριστι­κός ήχος μικρών, πολλαπλών βραχυκυ­κλωμάτων. Δεν έδωσα σημασία· τα φώτα έσβησαν, απογειωθήκαμε και, όταν ξανά­ναψαν το πρόβλημα υφίστατο σε μικρό­τερο βαθμό. Καθόμουν με τη μητέρα μου στην αριστερή πλευρά του αεροσκάφους, μπροστά από το φτερό, ενώ φίλοι και γνωστοί κάθονταν σε κοντινές θέσεις.

Μετά από περίπου 20 λεπτά ακούσαμε έναν δυνατό θόρυβο και το αεροπλάνο άρχιζε να τρέμει και να κινείται δεξιά και αριστερά, σαν να «κοσκινίζει», όπως εύστοχα παρατήρησε κάποιος φίλος. O πιλότος είπε πρώτα στα εβραϊκά και με­τά στα αγγλικά να παραμείνουμε με τις ζώνες μας δεμένες, το ίδιο έκαναν αμέσως και οι αεροσυνοδοί Αρχικά δεν δώσαμε σημασία, ώσπου κοίταξα το φτερό και είδα την τουρμπίνα να φλέγεται και να εκσφενδονίζει κομμάτια από πυρωμένο σίδερο!

Μετά από ένα καθησυχαστικό πρόλογο, την έδειξα στη μητέρα μου και στους γύρω φίλους. Όλοι μας είχαμε ταξιδέψει πολλές φορές με αεροπλάνο, αλλά ήταν η πρώτη φορά που βλέπαμε φλεγόμενο κινητήρα. Σφιχθήκαμε κάπως αλλά κρύψαμε επιμελώς την ανησυχία μας, σιωπώντας. Κάποιοι από εμάς όπως έμαθα αργότερα, λέγαμε νοερά την Ευχή. Μετά από αρκετά λεπτά έγινε νέα ανακοίνωση που μας πληροφορούσε για την απώλεια του αριστερού κινητήρα και ότι θα προσπαθήσουμε να φθάσουμε στα Ελευθέριος Βενιζέλος με τον άλλον.

Δεν πέρασαν άλλα είκοσι λεπτά όταν ακούστηκε ένας λιγότερος δυνα­τός θόρυβος από τη δεξιά πλευρά και νοιώσαμε όλοι τις ίδιες έντονες δονήσεις του αεροσκάφους, αναμεμιγμένες με αναταράξεις. Κάποιοι που κάθονταν μπροστά από το δεξί φτερό φώναξαν «πήρε φωτιά η τουρμπίνα»! Το μέχρι τότε ήπιο και, μάλλον ευχάριστο κλίμα, του θαλάμου αντικαταστάθηκε σύντομα από πανικό. Το αεροσκάφος έχανε διαρκώς και απότομα ύψος και ακουγόταν ένας θόρυβος σαν σφύριγμα, που μετά θυμήθηκα ότι τον άκουγα στις ταινίες, όταν έπεφταν οι βόμβες των αεροπλάνων.

Οι αεροσυνοδοί, που μόλις είχαν ξεκίνησε να προσφέρουν αναψυκτικά, ασφάλισαν τρέχοντας τα καροτσάκια τους στις κατάλληλες θέσεις· κάθισαν γρήγορα κα προσδέθηκαν κρατώντας το κεφάλι τους κοντά στα γόνατα. Αρκετοί καρδιοπαθείς και ηλικιωμένοι έπαιρναν τα χάπια τους δύο-δύο.

Μεταξύ συζύγων, γίνονται δημόσιες εξομολογήσεις για το πότε απάτησε ο ένας τον άλλον και με ποιόν και ζητούσαν συγχώρεση. Γιαγιάδες και παππούδες απεκάλυπταν στα παιδιά τους ότι τους αδίκησαν στη διαθήκη τους και ζητούσαν συγχώρεση και εκείνα την έδιναν, αλλά και τη ζητούσαν με τη σειρά τους για παλιές άπρεπες συμπεριφορές. Φίλοι ομολογούσαν ότι με αφορμή το τάδε περιστατικό είχαν πει ψέματα και συκοφαντήσει αλλήλους….

Όλα τα παραπάνω μαζί με τη συνεχή και απότομη απώλεια ύψους, τις ασυ­νήθιστες αναταράξεις και τη σιγή του πιλότου έκαναν βαριά την ατμόσφαιρα. Σαν να μην έφθανε αυτό, κάποιος από την παρέα φώναξε «είχε δίκιο ο τάδε», ενθυμούμενος τα λόγια ενός μοναχού, που του είχε πει, παρουσία τρίτων, πριν από λίγες ήμερες ότι η Ελλάδα θα θρηνήσει μεγαλύτερο αριθμό νεκρών από ό,τι το Πάσχα – αναφερόμενος στο δυστύχη­μα λίγο πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα στα Τέμπη – μόνο που αυτή τη φορά θα είναι στη θάλασσα. Είχαμε αρχίσει να ανησυχούμε σοβαρά…

Το αεροπλάνο άρχισε να παίρνει κλίση καταλάβαμε ότι προσπαθεί να στρίψει και σκέφθηκα ότι θα επιστρέφαμε στο Τελ Αβίβ η ότι θα πηγαίναμε στην Κύ­προ. Σε λίγο σηκώθηκε μία αεροσυνοδός και πήγε βιαστικά να ασφαλίσει κάποια αντικείμενα που έπεφταν.

Τη σταμάτησα και τη ρώτησα τι ακριβώς συνέβαινε. Η πρώην χαμογελαστή και γλυκομίλητη κοπέλα είχε γίνει κατάχλωμη και είχε χά­σει τη φωνή της. Ο φόβος κυριαρχούσε στην έκφραση του προσώπου της, στα σφιγμένα δόντια και κορυφώνονταν στα ματιά της.

Τη ρώτησα εάν είχαμε χάσει και τους δυο κινητήρες και απάντησε με νεύμα καταφατικά. «Και τώρα τι θα γίνει; Πώς θα το αντιμετωπίσουμε;», ξανα­ρώτησα. Έπαψε να με κοιτάζει στα μάτια, το βλέμμα της έγινε μακρινό, σαν να κοιτούσε το κενό, κινούσε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά, ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα, σαν όλα να είχαν τελει­ώσει και έκανε να φύγει. Τη συγκράτη­σα έντονα από το χέρι φωνάζοντας «Πέφτουμε;» και εκείνη μου έγνεψε πολλές φορές καταφατικά, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη και έτρεξε να προσδεθεί πάλι στο κάθισμα της, κρατώντας σφιχτά το κεφάλι στα γόνατα. Πήραμε όλοι βα­θιά ανάσα και προσπαθούσαμε όσο το δυ­νατόν ψύχραιμα να συνειδητοποιήσουμε τα συμβαίνοντα.

Το πέπλο της μελαγχολίας έσκισε η δυνατή φωνή ενός ρασοφόρου: «Μην φοβάστε, αδελφοί μου, ας προσευχηθούμε, δεν θα αφήσει ο Θεός!». Οι ιερείς έβαλαν πετραχήλι και άρχισαν να διαβάζουν, κά­ποιοι λαϊκοί έλεγαν νοερά την Ευχή και οι υπόλοιποι χωρίστηκαν σε δυο ομάδες – τη δεξιά και την αριστερή πτέρυγα του θαλάμου των επιβατών – και άρχισαν δειλά να ψάλουν οι μεν την Παράκλη­ση της Παναγίας, οι δε τους Χαιρετι­σμούς. Αναθέσαμε την ελπίδα μας στον Θεό και αισθανθήκαμε πολύ καλύτερα ξελαφρώσαμε.

Οι αλλόθρησκοι επιβάτες, υπερβολικά φοβισμένοι σε σύγκριση μ’ εμάς, νόμι­ζαν ότι τραγουδούσαμε και μας κοίταζαν σαν να ήμασταν τρελοί. Η παρήγορη όμως αυτή ψυχική ανάταση διεκόπη λί­γο αργότερα, όταν έκανε ανακοίνωση με τρεμάμενη φωνή ο πιλότος: «όπως ήδη καταλάβατε, πριν από λίγη ώρα χάσαμε και το δεύτερο κινητήρα ανεφλέγη. Ρί­ξαμε τα καύσιμα και θα προσπαθήσουμε να επιστρέψουμε στο Μπεν Κουριόν (το αεροδρόμιο του Τελ Αβίβ), αλλά…» του ήρθε ένας κόμπος στον λαιμό και στα­μάτησε απότομα. Προς στιγμήν πάγωσε το αίμα μας. Όπως και να το κάνουμε, αλλιώς είναι να υποθέτεις βάσιμα πώς οδεύεις σε κάτι δυσάρεστο και αλλιώς είναι να σου το επιβεβαιώνουν επισήμως!

Μετά τις πρώτες αμήχανες στιγμές, συνε­χίσαμε όλοι μαζί να προσευχόμαστε από το σημείο που είχαμε σταματήσει, άλλοι την Ευχή, άλλοι την Παράκληση, άλλοι τους Χαιρετισμούς. Μού έκανε εντύπωση ότι προσεύχονταν θερμά και όσοι έδειχναν στο παρελθόν να μην πιστεύουν…

Προσπάθησα να φερθώ ψύχραιμα σε σημείο που κατηγορήθηκα για αναισθησία. Εξήγησα ήρεμα, με την ελπίδα να δώσω κουράγιο και σε κάποιους που έκλαιγαν: «Κάποτε όλοι θα πεθάνουμε αυτό δεν αλλάζει. Τι μας μένει τότε; Το πόσα χρό­νια θα ζήσουμε και το πώς θα τα ζήσου­με.

Όλοι μας θέλουμε να ζήσουμε πολλά χρόνια, εάν όμως ο Θεός αποφάσισε να πεθάνουμε σήμερα, ούτε αυτό αλλάζει· έξαλλου, δεν υπάρχει κάτι που να μπορούμε να κάνουμε ανθρωπίνως για να σωθούμε και δεν το κάνουμε.

Άρα, εάν πάρουμε ως δεδομένο ότι σήμερα θα κληθούμε σε απολογία, τι πρέπει να μας ενδιαφέρει; Το σε ποιά κατάσταση βρίσκε­ται η ψυχή μας. Τώρα θα μού πείτε: «είμαι σε άσχημη κατάσταση, αλλά, εάν είχα και άλλα χρόνια, θα μετανοούσα!»

Αυτή όμως η φιλοσοφική σκέψη δεν είναι της παρούσης, είναι μάλλον ένας ευσεβής πό­θος, γιατί είπαμε ότι παίρνουμε ως δεδομένο ότι παραδίδουμε σήμερα. Άρα τι μάς μένει να κάνουμε; Να προσευχηθούμε ειλικρινά και να ζητήσουμε με θερμή συγχώρεση των αμαρτιών μας. Όμως πρέπει να έχουμε την ελπίδα μας στο έλεος του Θεού, γιατί: ο Θεός από την άπειρη αγάπη Του για εμάς, δεν θα επέτρεπε ποτέ να γίνει κάτι προς ζημία της ψυχής μας, δηλαδή, εάν μάς πάρει σήμερα, αυτό θα πει ότι θα μας πάρει στην καλύτερη στιγμή μας.
Οι περισσότεροι από εμάς εξομολογηθήκαμε και κοινωνήσαμε μόλις χθες στη εορτή της Παναγίας, άρα είμαστε κατά το δυνατόν έτοιμοι. σκεφθείτε να φεύγαμε εντελώς απροετοίμαστοι; Όσοι ήρθαμε εδώ, δεν ήρθαμε για τουρισμό αλλά για προσκύνημα· λέτε ο Κύριος και η Παναγία, που ήρθαμε στην εορτή Της, να μάς αφήσουν έτσι;

Οι αναταράξεις συνεχίζονταν πάλι έντονες. Ήμασταν χαμηλά, άρχισαν να διακρίνονται τα νησιά με τα χαρακτηριστικά τους και μακριά η στεριά. Ξαφνικά σηκώθηκε όρθιος ο ίδιος ρασοφόρος, που καθόταν μπροστά δεξιά και μάς είχε παροτρύνει να προσευχηθούμε – δεν γνωρίζω εάν ήταν μοναχός η Ιερομόναχος (θυμάμαι μόνο την ψηλόλιγνη μορφή του το ιλαρό του προσώπου και τη μακριά του γενειάδα) και είπε με δυνατή και γεμάτη σιγουριά φωνή και δακρυσμένα μάτια «Παιδιά μου, σάς παρακαλώ, πιστέψτε με βλέπω την Παναγία μας μπροστά μου θεόρατη και κρατάει το αεροπλάνο από την κοιλιά- θα σωθούμε, θα σωθούμε!» και ξεσπώντας σε δάκρυα: «ας προσευχηθούμε να την ευχαριστήσουμε».

Όλοι οι επιβάτες πήραμε κουράγιο και αρχίσαμε να ψέλνουμε, δυνατά αυτή τι φορά, χαρμόσυνα την Παράκληση. Μέχρι και οι αεροσυνοδοί κατάλαβαν από τι γλώσσα του σώματος ότι κάτι ευχάριστο συμβαίνει και αναθάρρεψαν κοιτώντας απορημένες.

Σε λίγη ώρα φάνηκαν καθαρά τα κτήρια του Τελ Αβίβ- ήμασταν ήδη πολύ χαμηλά. Έμεναν λίγες μόλις στιγμές… Άρχισαν να μπαίνουν λογισμοί αμφιβολίας στο μυ­αλό μου: «Άραγε η πρόσκρουση θα γίνει στη στεριά η θα πέσουμε στη θάλασσα;», μα προσπαθούσα να τους διώξω με την προσευχή: «Πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τη απιστία. Γεννηθήτω το θέλημα Σου. Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ήμας.»

Σε λίγο φάνηκε το αεροδρόμιο. Ο διά­δρομος ήταν στρωμένος με αφρό και κα­τά μήκος του ήταν παρατεταγμένα πολλά νοσοκομειακά. Άλλο αεροπλάνο δεν φαι­νόταν, προφανώς μάς είχαν δώσει προ­τεραιότητα. Μας φάνηκε ότι κατεβαίνα­με με μεγάλη ταχύτητα σε σχέση με τις άλλες φορές, μάς χώριζαν λίγα μόλις μέ­τρα από το έδαφος.

Όταν έγινε η επαφή, το αεροπλάνο σταμάτησε κατά θαυμαστό τρόπο σε μόλις 50 μέτρα, χωρίς κανένας μας να κινηθεί από τη θέση του, έστω και κατ’ ελάχιστον. Τουρμπίνες δεν είχε, για να τις θέσει σε ανάστροφη λειτουρ­γία, ώστε να φρενάρει, και το φρένο στις ρόδες θα έπρεπε να είναι πολύ απότομο – πράγμα πολύ επικίνδυνο – για να στα­ματήσουμε μόλις σε 50 μέτρα, και ακόμα και τότε θα έπρεπε λόγω αδράνειας να πεταχτούμε όλοι προς τα μπροστά! (Εδώ φρενάρει κανείς λίγο με το αυτοκίνητο και με μικρές ταχύτητες και το σώμα του πηγαίνει μπροστά).

Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν έγινε. Το αεροπλάνο δεν σταμάτησε σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής, αλλά σαν να εναποτέθηκε μα­λακά στο έδαφος!

Όλοι αρχίσαμε, γεμάτοι ανακούφιση, τα ευχαριστήρια: «Δόξα Σοι Κύριε», «Σε ευχαριστώ Παναγία μου», «Ας είναι ευλογημένο το Όνομα Σου, Κύριε».

Μόνο τις αεροσυνοδούς είχε πιάσει νευ­ρική κρίση. Για τουλάχιστον πέντε λεπτά η μία άνοιγε ένα γιαούρτι, έτρωγε μία κουταλιά, το πέταγε και έπαιρνε άλλο, η άλλη ανοιγόκλεινε συνεχώς κάποια μεταλλικά συρτάρια, η άλλη έτρεμε και χτυπούσαν τα δόντια της.

Μετά από λίγο αποβιβαστήκαμε και συνοδεία αστυνομικών, ιατρών και νο­σοκόμων πήγαμε σε ένα σαλόνι, όπου κάποιους προσπαθούσαν να τους συνε­φέρουν και στους υπόλοιπους πρόσφε­ραν ένα αναψυκτικό. Από την ένταση είχε στεγνώσει το στόμα μας, αλλά ποιος νοιαζόταν;

Ήμασταν ζωντανοί μόνο αυτό μετρούσε! Σε λίγο ήρθε άλλο αεροσκάφος να μάς πάει στην Αθήνα, όπου και φθάσα­με ασφαλώς. Βέβαια μάς περίμεναν δημο­σιογράφοι και κάμερες. Ένας φίλος μου τηλεφώνησε με αγωνία να δει εάν είμαι καλά, γιατί είδε ένα trailer στις πρωινές ειδήσεις μεγάλου καναλιού για την πτή­ση μας, αλλά μετά το θέμα αποσιωπήθηκε επιμελώς.

Από εκείνη τη στιγμή, όλοι μας χάσαμε το ενδιαφέρον μας για τις λεπτομέρειες. Δεν φώναζε κανείς, δεν διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση, για τις βαλίτσες, για τις δημοσίως εξομολογηθείσες βα­ριές αμαρτίες, για τίποτα.

Βαδίζαμε στη γη, αλλά το μυαλό και η καρδιά μας ήταν γεμάτα ευγνωμοσύνη, κατά τη δύναμη του καθενός προσκολλημένα σε Εκείνον που μάς επιβεβαίωσε τόσο περίτρανα και πάλι την αγάπη Του. Ξέραμε ότι ζούσαμε μέσα στην πρόνοια του Θεού και αισθανόμασταν απέραντη χαρά και ανεκλάλητη ευγνωμοσύνη γι αυτό.

Και οι επόμενες ήμερες πέρασαν έτσι. Έβλεπα καθετί ως δημιούργημα του Θεού, το αγαπούσα και το θαύμαζα. Είχα πάψει να θυμώνω και να αναλώνομαι σε δευτερεύοντα πράγματα. Προσπαθούσα να ανταποκριθώ στην Αγάπη του Θεού με επιεική συμπεριφορά, μην κρίνοντας και, οπού μπορούσα, βοηθώντας τους άλλους. Δυστυχώς, μετά από μία περί­που εβδομάδα, ξαναμπήκα στη ρουτίνα τής καθημερινότητας. Ντρέπομαι που το αναφέρω, αλλά δεν κατάφερα να συγκρατήσω μέσα μου εκείνη την πρωτόγνωρη ειρήνη, την προσευχή, την ευγνωμοσύνη, την αγάπη.

Αυτά το πέρα για πέρα πραγματικό γε­γονός, με έκανε να βλέπω τα πράγματα λίγο διαφορετικά, να προσπαθώ να βγω από το καβούκι του εγωκεντρισμού μου και της παράλογης λογικής μας, που τα βάζει όλα σε κουτάκια και θέλει να τα εξηγεί με νόμους και κανόνες. Ο φόβος του τέλους επιχαχύνει τη συνειδητοποίηση των λαθών, ωθεί σε συναίσθηση…

Η ευγνωμοσύνη που νοιώθει κανείς την άπειρη αγάπη Του Θεού μαλακώνει την καρδιά του, τον λιώνει, τον κάνει να αγαπάει δια του Θεού τους αδελφούς του και την κτίση και παράλληλα φοβάται μήπως με κάποια πράξη του λυπήσει τον Θεό και χάσει αυτό που αρχίζει να γεύεται η καρδιά του και σκιρτά, αυτό που φτιάχτηκε να αναζητά η ψυχή του την δια της αγάπης δωρεάν παρεχόμενης ένωσης της με τον Θεό.

(Αποφάσισα να γράψω αυτή τη μοναδική για μένα εμπειρία κατά παράκληση ενός αγαπητού αδελφού «προς δόξαν Θεού» και πνευματική τόνωση των αδελφών. Παρακαλώ, συγχωρέστε τον προσωπικό τόνο της διήγησης, αλλά ήθελα να αποδώσω τα γεγονότα και τα συναισθήματα ακριβώς, όπως τα ζήσαμε.
Ευχαριστώ για την κατανόηση σας.)
Προσκυνήτρια, Α.Π.

panagiamegalohari

http://www.pronews.gr