ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΑΥΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΑΥΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΚΟΛΛΥΒΩΝ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΤΗΡΩΝΟΣ

Ανάμνηση Θαύματος κολλύβων Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος 

Ο Ιουλιανός ο παραβάτης, γνωρίζοντας ότι οι χριστιανοί καθαρίζονται με τη νηστεία στη πρώτη εβδομάδα της αγίας Σαρακοστής - γι' αυτό την λέμε καθαρά εβδομάδα - θέλησε να τους μολύνει. Διέταξε λοιπόν, κρυφά, όλες οι τροφές στην αγορά να ραντισθούν με αίματα ειδωλολατρικών θυσιών.

Όμως με Θεία ενέργεια, φάνηκε στον ύπνο του τότε Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ευδοξίου, ο μάρτυρας Θεόδωρος και φανέρωσε το πράγμα. Παρήγγειλε να ενημερωθούν όλοι οι χριστιανοί, να μην αγοράσουν καθόλου τρόφιμα από την αγορά και για να αναπληρώσουν την τροφή να βράσουν σιτάρι και να φάνε τα λεγόμενα κόλλυβα, όπως τα έλεγαν στα Ευχάϊτα. Έτσι και έγινε και ματαιώθηκε ο σκοπός του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα. Και το Σάββατο τότε, ο ευσεβής λαός που διαφυλάχθηκε αμόλυντος στην καθαρά εβδομάδα, απέδωσε ευχαριστίες στον μάρτυρα.

Από τότε γύρω στα μέσα του Δ΄ αιώνα, η Εκκλησία τελεί κάθε έτος την ανάμνηση αυτού του γεγονότος σε δόξα Θεού και τιμή του μάρτυρα αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.
 

https://www.saint.gr

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ ΣΕ ΑΘΕΟ ΦΟΙΤΗΤΗ

Ο γιός του πρωτοπρεσβύτερου Σβιντίνσκι Νικόλαος, μόλις μπήκε στο πανεπιστήμιο, έχασε την πίστη του. Σταμάτησε να εκκλησιάζεται, να προσεύχεται. Παραμονές Χριστουγέννων του είπε η μητέρα του:

«Δεν θα πας στον πανηγυρικό εσπερινό; Αύριο είναι μεγάλη γιορτή».

Επηρεασμένος από το αθεϊστικό κλίμα, της απαντά:

«Τι να κάνω εγώ εκεί; Δεν έχω να κάνω τίποτα. Πολύς ο κόσμος, στρίμωγμα, δυσκολεύεσαι καλά-καλά να αναπνεύσεις. Αφησέ με μητέρα»

«Πρόσεξε παιδί μου, είναι βαριά τα λόγια σου» του είπε εκείνη με πόνο.

Το ίδιο βράδυ, το παληκάρι πήγε στη βιβλιοθήκη του και σήκωσε το χέρι για να πιάσει κάποιο βιβλίο. Ούρλιαξε από τον πόνο. Δεν μπορούσε ούτε να σηκώσει το χέρι, ούτε να κουνήσει τα δάκτυλα. Αισθάνθηκε στην μασχάλη του έναν όγκο, ο οποίος ολοένα μεγάλωνε. Όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Το πρωί πήγε ο γιατρός και τον εξέτασε. Είπε ότι είναι σοβαρή αρρώστεια και ότι πρέπει να περιμένουν να ωριμάσει ο όγκος κι ύστερα να γίνει η επέμβαση. Ο νεαρός υπέφερε. Μέσα στην αφόρητη ταλαιπωρία του σκέφτηκε νηφάλια το πότε άρχισε η ασθένεια…

Θυμήθηκε λέξη προς λέξη τη συζήτηση που είχε με την μητέρα του. Δεν είχε χάσει εντελώς την πίστη του. Η συνείδησή του αφυπνίσθηκε. Φώναξε τη μητέρα του και της ζήτησε εικόνα του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ. Ήταν σούρουπο. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, η μάνα ξύπνησε τρομαγμένη από τις φωνές του. Έτρεξε αμέσως στο κρεβάτι του και τον βρήκε καθιστό να κλαίει και να κάνει τον σταυρό του. Όλο το κρεβάτι και το πάτωμα ήταν λερωμένα από πύον.

«Μάνα»της είπε ο Νικόλαος,«πριν από λίγο ήρθε ο Άγιος Σεραφείμ που τον παρακαλούσα και μου είπε ότι αν δεν μετανιώσω κι αν δεν αλλάξω τρόπο ζωής, θα πεθάνω. Του είπα ότι μετανιώνω με όλη μου την καρδιά και ξαναγυρνώ στην εκκλησία μας.

Τότε ακούμπησε το χέρι του στο χέρι μου κι αμέσως έσπασε το απόστημα. Αμέσως αισθάνθηκα το χέρι μου καλά!»

Ο Νικόλαος εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και γράφτηκε στο Θεολογικό Σεμινάριο. Όταν αποφοίτησε έγινε μοναχός, παίρνοντας το όνομα Σεραφείμ. Αργότερα έγινε επίσκοπος Ντμιτρωφ, κοντά στην Μόσχα!

Από το βιβλίο του Μανώλη Μελινού »Άνθη Αγίας Ρωσίας»

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Η ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΜΕ ΤΗ ΜΑΓΕΜΕΝΗ ΚΟΡΗ

Μια κοπέλα ευγενής και ωραία, που καταγόταν από την Καππαδοκία, ήταν αρραβωνιασμένη.
Έπειτα μετάνιωσε η νέα και δεν τον ήθελε τον μνηστήρα. Αλλά για να μη την ενοχλεί εκείνος, έφυγε και πήγε στο Μοναστήρι, που ήταν Ηγουμένη η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, κοντά στην Κωνσταντινούπολη και εκεί μόνασε. Ο μνηστήρας της δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να την βγάλει από το Μοναστήρι. Ήταν μεθυσμένος από τον έρωτα.

Γι αυτό βρήκε ένα μεγάλο μάγο και του έταξε πολλά χρήματα, αν θα μπορούσε να καταφέρει τη νέα με τα μάγια του, να εγκαταλείψει το Μοναστήρι και να γίνει γυναίκα του. Ο μάγος εκεί στην Καππαδοκία έκανε τα μάγια του και η γυναίκα βγήκε από τις φρένες της. Γύριζε όλο το Μοναστήρι και φώναζε τον μνηστήρα με το όνομά του. Ορκιζόταν δε, ότι εάν δεν της ανοίξουν την πόρτα να πάει να τον βρει, θα πνιγόταν. Η Όσια Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, η Ηγουμένη την έβλεπε σ αυτήν την κατάσταση, έκλαιγε και έλεγε:
-Αλλοίμονο σε μένα την άθλια, διότι διά την αμέλεια των βοσκών αρπάζουν οι λύκοι τα πρόβατα. Αλλά, πονηρέ διάβολε, άδικα κοπιάζεις. Ο Χριστός δεν θα σε αφήσει να καταπιείς την αμνάδα μου.

Τότε συγκέντρωσε όλη την αδελφότητα και τις δίδαξε να φυλάσσονται από τις πανουργίες του δαίμονος. Διέταξε κατόπιν να νηστέψουν όλες όλη την εβδομάδα και να προσεύχονται. Να κάμνουν δε διά την πάσχουσα αδελφή κάθε μέρα χίλιες μετάνοιες. Έτσι προσεύχονταν η κάθε μία στο κελί της.
Την τρίτη νύχτα βλέπει η Αγία Ειρήνη εκεί, που προσευχόταν τα μεσάνυχτα, μπροστά της τον Μέγα Βασίλειο, που της είπε:
-Γιατί μας ονειδίζεις Ειρήνη, ότι αφήνομαι και γίνονται στην πατρίδα μας τα φοβερά και ανόσια μάγια; Όταν ξημερώσει, πάρε την άρρωστη μαθήτριά σου και να την πας εις τας Βλαχέρνας. Εκεί θα έλθει να την θεραπεύσει η Μητέρα του Δεσπότου Χριστού, που έχει τη δύναμη.

Ο Άγιος αμέσως έγινε άφαντος. Η Αγία πήρε την πάσχουσα και δύο αδελφές, τις εναρετώτερες και πήγε στον Ναό των Βλαχερνών. Εκεί προσευχόταν όλη την ήμερα με δάκρυα. Το μεσονύκτιο όμως από τον κόπο αποκοιμήθηκαν. Τότε βλέπει στον ύπνο της η Αγία πολύ λαό, που ετοίμαζαν τους δρόμους. Ήταν χρυσοφορεμένοι, ολόφωτοι και ραντίζανε με ευωδέστατα άνθη και θύμιαζαν. Η Αγία τους ρώτησε, γιατί έκαμναν τόση ετοιμασία. Εκείνοι αποκρίθηκαν.
-Η Μήτηρ του Θεού έρχεται. Ετοιμάσου και συ ν’ αξιωθείς να την προσκυνήσεις.

Τότε έφτασε η Παντάνασσα. Την ακολουθούσε πλήθος αμέτρητο αστραποφόρων, το δε θειο και σεβάσμιο πρόσωπο της έχυνε τόσο λάμψη, που δεν μπορούσε να το βλέπει άνθρωπος. Όταν είδε όλους τους εκεί αρρώστους η Παναγία, ήλθε και στην άρρωστη μαθήτρια της Ειρήνης. Η Ηγουμένη πέφτει στα πόδια της Παναγίας φοβισμένη και έντρομη. Άκουσε όμως ότι η Θεοτόκος φώναξε τον Μέγα Βασίλειο και τον ρώτησε για την Ειρήνη, τι χρειαζόταν. Εκείνος της εξέθεσε όλη την υπόθεση της νέας.
-Καλέστε την Αναστασία, είπε η Παναγία.

Η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια έφθασε αμέσως. Τότε η Θεοτόκος της είπε:
-Πηγαίνετε στην Καισαρεία με τον Βασίλειο, εξετάστε με επιμέλεια και να θεραπεύσετε αυτήν την κόρη της, διότι σε σένα ο Υιός και Θεός μου χάρισε αυτήν την χάριν.
Κατόπιν προσκύνησαν την Παναγία η Αγία Αναστασία και ο Μέγας Βασίλειος και αναχώρησαν εσπευσμένως να εκτελέσουν την εντολή. Άκουσε δε και η Όσια Ηγουμένη μια φωνή, που της έλεγε:
-Πήγαινε στο Μοναστήρι σου, εκεί θα θεραπευτεί.

Όταν η Χρυσοβαλάντου ξύπνησε, φανέρωσε και στις άλλες μοναχές το όραμα και αναχώρησαν χαρούμενες. Ήταν Παρασκευή και την ώρα του Εσπερινού μαζεύτηκαν όλες στο Ναό. Η Όσια τους διηγήθηκε την οπτασία και τις διέταξε να σηκώσουν μάτια και χέρια στον Ουρανό και να λέγουν από την καρδιά τους το Κύριε ελέησον.
Έπειτα από πολλή ώρα προσευχής με δάκρυα, φάνηκαν στον αέρα πετώντας η Αναστασία η Φαρμακολύτρια και ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος της είπε:
-Άπλωσε, Ειρήνη τα χέρια σου. Δέξου αυτά και μη μας ονειδίζεις άδικα.

Αυτό της το είπε, διότι η Όσια Χρυσοβαλάντου προσευχόταν στην εικόνα του και του έλεγε να διώξει τους Μάγους από την Καισάρεια. Άπλωσε τότε τα χέρια της και πήρε ένα δέμα, που ερχόταν από τον αέρα και το οποίον ζύγιζε τρεις λίτρες. Όταν όμως το έλυσε, βρήκαν μέσα διάφορα μαγικά: σπόγγους, τρίχες, μολύβια, δεσίματα και γραμμένα ονόματα δαιμόνων, ιδιαιτέρως όμως είχαν δύο μικρά αγαλματάκια από μολύβι. Το ένα ήτο του ανδρός το ομοίωμα και το άλλο της μοναχής. Ήταν δε το ένα με το άλλο κολλημένα, σαν να αμάρταναν. Οι μοναχές θαύμασαν και όλη την νύχτα ευχαριστούσαν την Θεοτόκο.

Το πρωί έστειλε η Ηγουμένη στις Βλαχέρνες δύο μοναχές και την πάσχουσα. Έδωσε συγχρόνως εις αυτές και τα προαναφερθέντα μαγικά, καθώς και λάδι με πρόσφορον, για να λειτουργήσει ο Προσμονάριος.
Αυτός μετά την θεία Λειτουργία έχρισε την άρρωστη από το λάδι της κανδήλας. Έπειτα έβαλε τα μαγικά επάνω στα αναμμένα κάρβουνα. Την ώρα δε που καιγόταν εκείνα, λύνονταν και τα αόρατα δεσμά της μοναχής. Ήλθε τότε στο μυαλό της και δόξαζε τον Θεό, που την απάλλαξε.
Όταν όμως διαλύθηκαν τελείως τα μολυβένια αγάλματα, έβγαιναν φωνές μεγάλες από τα κάρβουνα, όπως κάνουν οι χοίροι, όταν τους σφάζουν. Όσοι ήταν παρόντες και έβλεπαν και άκουγαν αυτά, φύγανε έντρομοι, δοξάζοντες τον Θεό, που κάμνει τέτοια θαυμάσια. Κατόπιν επέστρεψαν οι μοναχές στο Μοναστήρι και διηγιόνταν στις άλλες τα συμβάντα. 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Την συγκλονιστική αληθινή ιστορία αποκαλύπτει ο ίδιος στην επίσημη ιστοσελίδα των Αγίων Μετεώρων (agiameteora.net).

«Πριν από δώδεκα περίπου χρόνια ανήμερα τα Χριστούγεννα κίνησα με ανάμικτα συναισθήματα για πρώτη φορά για το Περιβόλι της Παναγιάς. Ήθελα να επισκεφθώ το γέροντα Παΐσιο, να δω από κοντά έναν Άγιο της εποχής μας, να εξακριβώσω τις διαφορές, να εντρυφήσω στις παραινέσεις του. Η αλήθεια είναι πως λίγο η ανθρώπινη περιέργεια, λίγο η ανθρώπινη αδυναμία που συνδέεται με τη προτέρα εξακρίβωση του τι πρόκειται να συμβεί ήταν οι πραγματικές αιτίες.
Το κρύο ήταν τσουχτερό και το Άγιο Όρος ήταν χιονισμένο. Ένας άγνωστος γέροντας ανέλαβε ως επίγειος άγγελος να με καθοδηγήσει μέχρι την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Η επιθυμία μου όμως να λάβω συγκεκριμένες απαντήσεις μ’ έκανε να πάρω μαζί με ένα δάσκαλο από τη Κοζάνη το μονοπάτι για την καλύβα του γέροντα στην Παναγούδα αμέσως μετά την ακολουθία του Εσπερινού.
Με πρόσωπο σκυμμένο, καρδιά θλιμμένη και βήματα βαριά προσέγγισα το κελί του γέροντα. Αναρωτιόμουν τι θα έπραττα αν, ως καρδιογνώστης κοιτούσε βαθιά μέσα στη ψυχή μου και έβλεπε τα λάθη, την αμαρτία, τις παραλείψεις, τα μίση, τις μικρότητες, τις κατακρίσεις, τον αληθινό ψυχικό πόλεμο. Στη σκέψη και μόνο πως ο γέροντας έχει τέτοια ικανότητα δείλιασα και με έπιασε ντροπή.
Αναθαρρούσα όμως και μονολογούσα μέσα μου. Ε! και τι έγινε, ο μόνος είμαι...
Μια άλλη φωνή ωστόσο, άγνωστη τότε, γνωστή τώρα σε εμένα απαντούσε. Υπάρχει λύση … Όσο και να επιχειρούσα να μην την ακούω και να την περιφρονώ τόσο αυτή δυνάμωνε. Υπάρχει λύση, φώναξα κάποια στιγμή χωρίς να το καταλάβω και ξάφνιασα τον συνοδοιπόρο μου δάσκαλο.

Με το που φθάσαμε στο κελί άρχισα να νιώθω κάπως περίεργα. Όλα, γύρω προκαλούσαν μια ηρεμία. Το χιονισμένο τοπίο, τα πουλιά, ο ήχος από το νερό στο ποτάμι. Βούρκωσα χωρίς να κλαίω. Οι σκέψεις περιστρέφονταν γύρω από την άγνωστη αυτή εσωτερική φωνή- παρόρμηση: «Υπάρχει λύση»!
«Καλώς τα καλόπαιδα». Με τη φωνή του γέροντα Παϊσίου επανήλθα στην πραγματικότητα.

Καθώς περνούσα το κατώφλι του Κελιού, μια ζεστασιά πρωτόγνωρη συγκλόνισε το είναι μου. Αληθινό άγγιγμα ψυχής. Ο γέροντας με κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν αρκετό για να απομακρυνθούν όλες οι επιφυλάξεις και να ανοίξει η καρδιά.
Το μικρό διάστημα που έμεινα κοντά στον ταπεινό γέροντα Παΐσιο αρκούσε για να αναθεωρήσω σιγά – σιγά πολλά πράγματα. Η αντίληψή μου για τον κόσμο μεταβλήθηκε. Και για πρώτη φορά ένιωθα την ανάγκη να ευχαριστήσω τον Θεό για όλα.

Η μικρή επικοινωνία με το γέροντα λειτούργησε μακροπρόθεσμα καταλυτικά. Εκεί στο Κελί της Παναγούδας βίωσα τη ζεστασιά των ποιμένων. Αφουγκράστηκα το άγγελμα των αγγέλων «επί γης ειρήνη». Έζησα τα Χριστούγεννα.
Χριστούγεννα μακριά από τα φώτα, τα γλυκά, τις ψεύτικες ευχές για ειρήνη, τα υποκριτικά γέλια, την ιδιοτελή καλοσύνη και την ελεγχόμενη αγάπη που απευθύνεται σ’ αυτούς που επιδιώκουμε να μας αγαπούν. Μακριά από το θαύμα των θαυμάτων, τη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού. Μακριά από την αληθινή πορεία και το μοναδικό σκοπό του ανθρώπου, δηλαδή τη σωτηρία του.

Σήμερα με βεβαιότητα μπορώ να φωνάξω πως ο Χριστός δύναται να γεννηθεί σε κάθε άνθρωπο. Τώρα ευθαρσώς μπορώ να διακηρύξω και να διαλαλήσω πως αρκεί να ανοίξουμε με ειλικρίνεια μια χαραμάδα στη ψυχή μας και τότε Αυτός θα φροντίσει τα υπόλοιπα. Μια μικρή χαραμάδα για να πλημμυρίσουμε ειρήνη, να γευθούμε καρπούς διαφορετικούς από αυτούς που μας σερβίρει εντέχνως η εκκοσμίκευση. Μια μικρή χαραμάδα για να αλλάξουν τα πάντα ριζικά. Μια μικρή χαραμάδα για να βροντοφωνάξουμε το...

«Χριστός γεννάται δοξάσατε».

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

ΝΕΑΡΟΣ ΣΚΟΠΙΑΝΟΣ ΜΙΛΗΣΕ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 18 ΧΡΟΝΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΟΡΓΟΫΠΗΚΟΟΥ!

Νεαρός Σκοπιανός μίλησε μετά από 18 χρόνια
μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Γοργοϋπηκόου!
Του Ηλία Προύφα

Το περιστατικό συνέβη πριν ακριβώς 10 ημέρες στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους και μου το διηγήθηκε χθες βράδυ Ιερομόναχος που ήταν παρών στο θαυμαστό αυτό γεγονός, ενώ αναφέρθηκε και δημόσια την περασμένη εβδομάδα σε θρησκευτική εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη.

  Μέσα στο σπίτι της, την Ιερά Μονή Δοχειαρίου στο Άγιο Όρος εκεί που καθημερινά ο σεβάσμιος Καθηγούμενος Γέροντας Γρηγόριος με την αδελφότητα της μονής ψάλουν τον παρακλητικό κανόνα στη χάρη της και μνημονεύουν εκατοντάδες ονόματα υπέρ υγείας και αναπαύσεως, ένας ακόμη συνάνθρωπος μας προσευχόμενος στο παρεκκλήσι της έλαβε στην πράξη την χάρη της Παναγίας Γοργοϋπηκόου η οποία γοργώς και προθύμως υπακούει και ελεεί όλους, όσοι την ευλαβούνται και την επικαλούνται με πίστη.

  Σύμφωνα με τη μαρτυρία, νεαρός Σκοπιανός 18 ετών από την πόλη Στρώμνιτσα της γειτονικής χώρας με πρόβλημα ομιλίας, μετέβη στην Ιερά Μονή του Δοχειαρίου για να προσκυνήσει τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Γοργοϋπηκόου. 
Η μετάβαση έγινε με γνωστό του από τη Θεσσαλονίκη ο οποίος μίλησε στην οικογένεια για την Ι.Μ Δοχειαρίου και την εικόνα της Παναγίας. Φθάνοντας το παιδί στη μονή και ευρισκόμενο μπροστά στην εικόνα της Γοργοϋπηκόου, χωρίς να έχει μιλήσει ποτέ στη ζωή του βγάζοντας μόνο άναρθρες κραυγές φώναξε στη γλώσσα του ''Μάνα Παναγία, δώσε μου την υγεία μου'' . 
Εκείνη την ώρα όλοι όσοι γνώριζαν την περίπτωση του νεαρού έμειναν έκπληκτοι με το συμβάν. Με το τέλος της δέησης που συνέχισε ατάραχος Δοχειαρίτης Ιερομόναχος, ο νεαρός Σκοπιανός γύρισε προς τους παρευρισκομένους που προσεύχονταν μαζί του και είπε ''Σας ευχαριστώ όλους σας, ήδη αισθάνομαι πάρα πολύ καλά''. 

Πρόκειται για μια ακόμη θαυμαστή ενέργεια της Παναγίας Γοργοϋπηκόου από τις τόσες πολλές που καθημερινά συντελούνται σε πιστούς τόσο στην Ελλάδα καθώς και το εξωτερικό οι οποίοι καθημερινά ψάλουν την παράκλησή της αναφωνώντας ''Εις τα πέρατα άπαντα, η θαυματουργός σου εικών τεθρύληται και νυν πάντες εν το στόματι, την Γοργοϋπήκοον προφέρουσι''.

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

ΚΑΝΤΗΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΒΟΥΝ ΜΟΝΑ ΤΟΥΣ ΣΕ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΝΑΟ ΣΤΟ ΜΠΟΥΡΟΥΝΤΙ

Θαυμαστά περιστατικά από το ιεραποστολικό κλιμάκιο της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους στο Μπουρουντί της Αφρικής.

Τό ἄνοιγμα τῶν θυρῶν τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητος προκάλεσε ἐντύπωση στούς διερχομένους. Μάλιστα μερικοί μᾶς ρωτοῦσαν:
«Γιατί τόσα χρόνια εἴχατε κλειστή τήν ἐκκλησία σας; Μποροῦμε κι ἐμεῖς νά ἐρχώμαστε ἤ εἶναι ἐκκλησία μόνο γιά εὐρωπαίους;
Ἀλλά μεγαλύτερη χαρά εἶχαν οἱ Ἅγιοί μας. Καί μᾶς τό ἀπέδειξαν. Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος τελέσαμε τόν ἑσπερινό. Μετά τό τέλος, ὡς συνήθως κάνουμε στό Ἅγιον Ὄρος, ἔσβησα ὅλα τά καντήλια (τό τέμπλο ἔχει 12) καί ἄφησα μόνο ἕνα τοῦ Χριστοῦ καί ἕνα στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου τοῦ ναοῦ. Συγκεκριμένα ἄφησα ἀναμμένο τό καντήλι τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας. Ἀφοῦ ἔσβησα τά ὑπόλοιπα ὅλα καί εὑρισκόμουν στό μέσον τοῦ ναοῦ γιά νά φύγω μαζί μέ τόν π. Ἰωσήφ, βλέπω μέ ἔκπληξη μου ὅτι τό καντήλι τῆς ἐνθρόνου Παναγίας, δίπλα ἀριστερά τοῦ τέμπλου, ὅπως κυττάζουμε ἀπέξω, ἔκαιγε.Ρώτησα τόν π. Ἰωσήφ μήπως ἐπῆγε ἐκεῖνος καί τό ἄναψε καί μοῦ εἶπε:
-«Ὄχι, ἐγώ δέν ἀσχολοῦμαι μέ τά καντήλια καί μόλις τώρα βγῆκα ἀπό τό Ἱερό».
Εἶπα μέ τόν λογισμό μου, ὅτι δέν ἐβύθισα καλά μέσα τό φυτίλι κι ἄναψε πάλι. Ἐπῆγα καί τό ἔσβησα. Φεύγοντας, εἶδα ἀπό μακριά ὅτι τά ἀναμμένα καντήλια ἦσαν τά δύο πρῶτα. Τό βράδυ 7,30 ἐπῆγα νά κάνω τό Ἀπόδειπνο.  Εἶδα παραδόξως ὅτι τά ἀναμμένα καντήλια ἦσαν τρία. Δηλαδή ἔκαιγε καί τό καντήλι τῆς Παναγίας τῆς ἐνθρόνου. Συγκινήθηκα, χάρηκα καί σκέφθηκα ὅτι ἡ Παναγία θέλει τό καντήλι της ἀναμμένο καί μετά τήν κάθε ἀκολουθία. Ἔκτοτε ἄφηνα, τρία καντήλια ἀναμμένα.
Μετά τήν Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῆς 14ης Δεκεμβρίου ἄφησα ὡς συνήθως τώρα τρία καντήλια νά καῖνε. Ἀφοῦ ἔκανα μία βόλτα καί ἔσβησα ὅλα τά ἄλλα, ἤμουν ἕτοιμος νά φύγω. Κυττάζω πάλι καί βλέπω νἆναι ἀναμμένο τό καντήλι τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ὑπέθεσα ὅτι δέν ἐβύθισα καλά τό φυτίλι μέσα καί γι᾿ αὐτό δέν  ἔσβησε. Ἐπῆγα γοργά καί τό ἔσβησα. Μέχρι νά στρέψω τά νῶτα μου καί νά ρίξω μιά τελευταία ματιά, τό καντήλι εἶχε ἀνάψει μόνο του. Ἔκτοτε τά ἀκοίμητα καντήλια ἔγιναν τέσσερα.
Τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, μετά τήν Θεία Λειτουργία, συνέβη πάλι τό ἴδιο περιστατικό μέ τό καντήλι τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέου. Ἄναψε μόνο του, παρότι δέν τό εἶχα σβήσει ἐγώ, ἀλλά ὁ νεοβάπτιστος Φίλιππος.
Βλέποντας τό θαῦμα ἐκεῖνος ἐξεπλάγη, διότι ἀξιώθηκε νά ἰδῆ τέτοια ὑπερφυῆ σημεῖα τῆς ἀμωμήτου Πίστεώς μας.

Από το βιβλίο: «ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ KAI ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΤΟΥ ΜΠΟΥΡΟΥΝΤΙ» – Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου (ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΚΟΛΟΥΕΖΙ ΚΟΓΚΟ 2006)

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

ΡΩΣΙΑ: ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 12ΧΡΟΝΟΥ ΑΓΟΡΙΟΥ

Ένα αγόρι δώδεκα ετών πέθανε στην ενορία του π. Αλεξίου στη Ρωσία. Στη ζωή του το παιδί αυτό ήταν ιδιαίτερα ήσυχο και το σκέπαζε ή χάρη του Θεού.
Ήταν σαν άγγελος και όλοι το θεωρούσαν έτσι. Παντού όπου στεκόταν μετέδιδε γαλήνη.
Αν σε μια παρέα ακουγόταν σφοδρή συζήτηση ή τσακωμοί, το παιδί στεκόταν σ’ αυτή σιωπηλά, χωρίς να πει ούτε μια λέξη! Αλλά από τα αγνά του μάτια πεταγόταν σαν ένα ουράνιο φώς και όταν οι μεγάλοι καταλάβαιναν ότι είναι δίπλα τους ό άγγελος αυτός, σταματούσαν αμέσως το μάλωμα. Και όταν γινόταν τελεία ησυχία στην παρέα, το παιδί χαμογελούσε αγνά και πήγαινε άλλου.
Οι άνθρωποι παρατηρούσαν ότι το παιδί αυτό δεν πήγαινε ασκόπως πέρα δώθε, όπως τα άλλα παιδιά, αλλά πήγαινε και στεκόταν εκεί που ήσαν τσακωμοί και σφοδρές συζητήσεις για να τις καθησυχάσει. Για να αποκατασταθεί κάπου ή ειρήνη ήταν αρκετό να παρουσιαστεί το παιδί αυτό, γι’ αυτό και το έλεγαν αγγελούδι τους. Και πραγματικά είχε αγγελική εμφάνιση. Τα μαλλάκια του, τα μάτια του, το χαμόγελο του το παρουσίαζαν σαν άγγελο. Όταν χαμογελούσε έλαμπε. Οι γονείς του ήσαν απλοί χωρικοί άνθρωποι και το υπεραγαπούσαν. Αλλά και όλοι στο χωριό υπεραγαπούσαν αυτό το αγόρι-το αγαπούσαν περισσότερο ακόμη και από τα δικά τους παιδιά.
Κάποτε στο χωριό έγινε μια μεγάλη πανήγυρη. Με την ευκαιρία της πανήγυρης αυτής, που κράτησε πολύ, οι χωρικοί κάτοικοι του χωρίου μέθυσαν. Μετά το μεθύσι έγιναν πολλές αμαρτίες και ασωτίες στο χωριό. Γι` αυτόν τον λόγο το παιδί, για το οποίο μιλήσαμε, αρρώστησε σοβαρά από στενοχώρια και σε λίγες μέρες πέθανε.
Όταν διαδόθηκε στο χωριό το νέο του θανάτου του παιδιού, τότε οι χωρικοί ξύπνησαν από τη μέθη της ασωτίας τους, σκέφτηκαν σοβαρά και ξέσπασαν σε θρήνο. Κάθε ένας κατηγορούσε τον εαυτό του για τον θάνατο τού παιδιού και θεωρούσε τον θάνατο του σαν μια τιμωρία για την δική του ακολασία. Γερόντισσες γυναίκες οδύρονταν γι` αυτό το κακό και όλο το χωριό συγκεντρώθηκε στο σπίτι των γονέων τού παιδιού με βαθειά μετάνοια για τις παραβάσεις τους.
Το αγόρι ήταν ξαπλωμένο στο φέρετρο σαν ζωντανό• ένα χαμόγελο ήταν στα χείλη του. Ήταν ένας σιωπηλός αλλά βαρύς έλεγχος των χωρικών για τα αμαρτήματα τους. Όσοι το κοίταζαν κατέβαζαν το κεφάλι τους από ντροπή και έκλαιγαν. Για μια ολόκληρη εβδομάδα, κατά την οποία όλοι έκλαιγαν για τις ασωτίες τους στην πανήγυρη, πού προκάλεσαν τον θάνατο τού παιδιού, δεν το έθαψαν.
Άρχισε όμως να παρουσιάζεται ή φθορά και πρασινωπά εξανθήματα εμφανίστηκαν στα χέρια του, χωρίς όμως να μυρίζει το σώμα τού νεκρού παιδιού. Τότε μετέφεραν το φέρετρο στην Εκκλησία και ό π. Αλέξιος Γκνεούσεβ άρχισε να ψάλλει την νεκρώσιμη Ακολουθία. Ό Άγιος Ιερέας με δυσκολία από τα κλάματα του έψαλλε την Ακολουθία.
Ή ώρα ήταν 5 μ .μ. όταν θα δινόταν ό τελευταίος ασπασμός. Είναι αδύνατον να περιγραφεί τί γινόταν στην Εκκλησία. Φωνές και κλάματα ακούγονταν. Κτυπούσαν τα στήθη τους. Κάθε ένας θυμούμενος τις ακολασίες του στην πανήγυρη, κατηγορούσε τον εαυτό του ως υπεύθυνο για τον θάνατο τού παιδιού. Ό π. Αλέξιος στεκόταν στο Ιερό Βήμα, προ τού θυσιαστηρίου, με υψωμένα τα χέρια του στον ουρανό και τόλμησε να κάνει την έξης προσευχή στον Θεό με φωνή ακουστή σε όλο το εκκλησίασμα:
«Θεέ μου, Θεέ μου! Βλέπεις ότι δεν έχω την δύναμη μέσα μου να δώσω τον τελευταίο ασπασμό σ’ αυτό το παιδί!, Μην επιτρέψεις σε εμέ, σε ένα γέροντα άνθρωπο, δούλο Σου και Ιερέα Σου, να αφήσω ντροπιασμένος αυτήν την Εκκλησία, γιατί ό εχθρός της ανθρωπότητας θα με περιπαίξει, τον υπηρέτη Σου, επειδή διέκοψα την Ακολουθία για την αδυναμία μου. Άλλα είναι πέρα από την δύναμη μου. Άκουσε τα βογγητά τού μετανοούντος λαού Σου. Δες την οδύνη των καρδιών αυτών των γονέων. Άκουσε, Κύριε, την αίτηση μου, την δέηση ενός γέροντα Ιερέα: Μη μας στερήσεις από όσα μας έδωσες για την διόρθωση μας, για την διδασκαλία μας και για την δόξα τού αγίου Σου ονόματος. Δεν μας είπες, Κύριε, ότι θα μας δώσεις ότι Σου ζητήσουμε με πίστη; Συ δεν είσαι, πολυέλεε Κύριε, που μας είπες, «Αιτείτε και δοθήσεται ύμίν…»; Ώ Δίκαιε Θεέ μου! Σ’ αυτήν την Εκκλησία δεν μπορεί κανένας να πλησιάσει αυτό το παιδί και να τού δώσει τον τελευταίο ασπασμό. Εγώ είμαι ένας γέροντας άνθρωπος. Και εγώ, επίσης, δεν έχω την δύναμη… ΤΩ Θεέ μου, σπλαχνίσου μας! Άκουσε μας, Κύριε και Θεέ μας…». Και σιώπησε… Σε λίγο ό Ιερέας έπεσε στα γόνατα μπροστά στο Θυσιαστήριο και φώναξε με δυνατή φωνή:
«Έτσι, Κύριε, έτσι, άλλα ανάστησε αυτό το παιδί, γιατί τίποτε δεν είναι αδύνατο σε Σένα. Συ είσαι ό Κύριος μας, ό Κυβερνήτης μας… Σε παρακαλώ, όχι με υπερηφάνεια, άλλα με ταπείνωση…». Τότε, σαν μια λάμψη αστραπής φάνηκε και ένας δυνατός κρότος ακούστηκε ως απάντηση στον γέροντα Ιερέα, τον γονατισμένο ενώπιον του Θυσιαστηρίου!…
Γυρίζοντας πίσω, ό Ιερέας είδε το αγόρι να είναι όρθιο στο φέρετρο και να κοιτάζει προς όλες τις διευθύνσεις. «Όταν ό Ιερέας είδε ότι το παιδί ήταν όρθιο στο φέρετρο, έπεσε πάλι στα γόνατα του μπροστά στο Θυσιαστήριο και κλαίοντας σιωπηλά, άρχισε να ευχαριστεί τον Θεό για το θαύμα. «Έπειτα σηκώθηκε και χωρίς να πει λέξη κατευθύνθηκε προς το φέρετρο. Γύρω από το φέρετρο γινόταν μια απερίγραπτη ενθουσιαστική ταραχή.
Με δυσκολία ό Ιερέας προχώρησε διά μέσου τού πλήθους στο φέρετρο, πήρε το παιδί στην αγκαλιά του, το έφερε στο Ιερό, το έβαλε σε μια καρέκλα και αυτός έπεσε στα γόνατα. «Έπειτα κοινώνησε το αναστημένο παιδί τα άχραντα Μυστήρια και μετά το παρέδωσε στους γονείς του, οι οποίοι το μετέφεραν στο σπίτι.
Ό π. Αλέξιος όμως δεν έφυγε από την Εκκλησία αμέσως. Ήταν τόση ή συγκίνηση του από το συμβάν, ώστε δεν μπορούσε να φύγει. Κάθισε στον Ναό και διάβασε τον Ακάθιστο στην Θεοτόκο. Κατόπιν, βαθειά συγκλονισμένος, παρέμεινε κλινήρης επί μία εβδομάδα. Μετά το θαύμα, ο Μπάτιουσκα Αλέξιος έζησε τρία ακόμη χρόνια. Το παιδί έζησε έξι ακόμη χρόνια μετά την ανάσταση του και πέθανε σε ηλικία δέκα οκτώ ετών.
Τόση είναι ή δύναμη της προσευχής! Τόση είναι ή τόλμη που έχει στο Θεό ένας Άγιος Ιερέας!

Βιβλ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΟΡΛΩΦΣΥ. ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΕΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΟΥ Κ ΑΙΩΝΟΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΟΥΛΑΤ. ΤΒΕΡ 1992.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΜΥΡΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: ΜΥΘΟΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ;

Ο Άγιος Δημήτριος στις πηγές αποκαλείται μεγαλομάρτυς φιλόπολις, σωσίπολις και μυροβλύτης. Μυροβλύτης γιατί ανέβλυζε μύρο από τον τάφο του, το οποίο ελάμβαναν οι πιστοί μέσα σε φιαλίδια που ήταν κατασκευασμένα από γυαλί, πηλό ή μολύβι, τα λεγόμενα κουτρούβια.
Το μύρο του Αγίου είναι το θαύμα του Θεού και η μεγάλη ευλογία του Μεγαλομάρτυρος προς τους πιστούς Χριστιανούς που επικαλούνται τις ακοίμητες πρεσβείες του. Υπάρχουν πολλές αυθεντικές μαρτυρίες για το Μύρο του Πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου. Παραθέτουμε ενδεικτικά τις ακόλουθες:

1) Δημήτριος Χρυσολωράς (τέλος 14ου – αρχές 15ου), σημειώνει ότι «το μύρο του Αγίου Δημητρίου δεν είναι νερό, διότι είναι παχύτερο από αυτό, ούτε ομοιάζει με τα υγρά που πηγάζουν από τη γη ή με παρασκευαζόμενα αρώματα, ούτε συγκρίνεται με αυτά. Είναι θαυμασιώτερο και από τα φυσικά και από τα παρασκευαζόμενα αρώματα».
2) Ιωάννης Καμενιάτης, εξιστορεί την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς (904 μ.Χ.) και αποκαλεί Μυροβλύτη τον Άγιο Δημήτριο.
3) Κωνσταντίνος Ακροπολίτης (Μέγας Λογοθέτης, συναξαριστής, ρήτωρ και επιστολογράφος) 1321 μ.Χ., αναφερόμενος σε θαύμα του Αγίου (θεραπεία οφθαλμών) τον χαρακτηρίζει Μυροβλύτη.
4) Ισίδωρος (1342-1396) και Γαβριήλ (1397-1416), Αρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης. Ο πρώτος ονομάζει τον Άγιο «Μυρορρόα» και ο δεύτερος «Μυροβλύτη».
5) Επιγραφή του 1284 μ.Χ. Βρέθηκε στο τέμενος Εσκί Σεράϊ και λέγει γιά το Ναό του Αγίου Δημητρίου «έχει εντός του μέγαν Μυροβλύτην».
6) Η λειτουργική παράδοση και ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας μετά το 10ο αιώνα με θαυμασμό και ευλάβεια αναφέρεται στον Μυροβλύτη Άγιο Δημήτριο.

Οι μαρτυρίες για το μύρο του Αγίου Δημητρίου είναι πολλές, μεγάλη όμως είναι και η χάρη που ελάμβαναν και λαμβάνουν μέχρι σήμερα όσοι γίνονται αποδέκτες της ευλογίας του Μύρου. Τα θαύματα που επιτελεί ο Άγιος (παλαιά και σύγχρονα) είναι πολλά και βαθύτατη η ευγνωμοσύνη των πιστών που θεραπεύονται ή βοηθούνται ποικιλοτρόπως.
Ο Μυροβλύτης και θαυματουργός Άγιος Δημήτριος, ανήκει όχι μόνον στη θεοφρούρητη πόλη, τη Θεσσαλονίκη, όπου διασώζεται ο πάνσεπτος Ναός του, κτίσμα του 5ου αιώνα, αλλά και στην Οικουμένη, η οποία τον τιμά και τον ευλαβείται με συγκινητικές εκδηλώσεις εδώ και δέκα επτά αιώνες.


Πηγή: dogma.gr 

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΙ Η ΧΗΡΑ ΜΕ ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΠΑΙΔΙΑ

Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1942, και ήμασταν στη Δράμα, στην ιδιαιτέρα μου πατρίδα. Η ξένη κατοχή ήταν βουλγάρικη. Οι στερήσεις, οι αρρώστιες και η πείνα είχαν πάρει τρομακτικές διαστάσεις και ο θάνατος θέριζε κάθε μέρα μικρούς και μεγάλους και ιδιαιτέρως τα παιδιά.
Μεταξύ των συγγενών μου είχα και μία μακρινή θεία, χήρα με πέντε παιδιά. Τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει οι κατακτητές πριν από έξι μήνες στις σφαγές της 29ης Σεπτεμβρίου τού1941.

Από τρόφιμα της είχαν απομείνει ένα δάκτυλο ελαιόλαδο και μία χούφτα καλαμποκάλευρο. Εκείνο, λοιπόν, το απόγευμα σκέφθηκε ότι αύριο, του Ευαγγελισμού, είχε έστω και κάτι λίγο για τροφή στα παιδιά: εκατό δράμια αλευράκι κι ένα δάκτυλο λαδάκι.

Ξαφνικά τα μάτια της έπεσαν πάνω στο σβησμένο καντήλι, που ήταν κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι. Και τότε μπήκε στο δίλημμα: Το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της ή στο εικονοστάσι με την εικόνα του Ευαγγελισμού; Αποφασιστικά όμως έκαμε τον σταυρό της και είπε στην Παναγία: “Παναγία μου! Εγώ θα Σου ανάψω το καντήλι, γιατί η μέρα που ξημερώνει είναι πολύ μεγάλη για την πίστη μας, αλλά και Σύ όμως ανάλαβε να μου θρέψης τα παιδιά”. Πήρε το λιγοστό λαδάκι και μ’ αυτό άναψε το καντήλι της Παναγιάς. Το ιλαρό του φως φώτισε το φτωχικό σπίτι και η καρδιά της γέμισε από γαλήνη. Αυτό τους συνόδευσε στη βραδινή τους προσευχή και στον ύπνο τους όλο εκείνο το αξέχαστο βράδυ.
Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία Λειτουργία, η θεία μου άνοιξε το ντουλάπι, για να πάρει το λιγοστό αλεύρι, και έμεινε άφωνη. Τί βλέπει; Το “λαδερό” γεμάτο λάδι μέχρι πάνω, και δύο σακούλες γεμάτες αλεύρι και μακαρόνια!…

Σταυροκοπήθηκε η γυναίκα πολλές φορές, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό και την Παναγία για το μεγάλο θαύμα, αλλά δεν είπε σε κανέναν τίποτα.

Για δύο χρόνια ούτε το λάδι άδειαζε από το μπουκάλι, ούτε και το αλεύρι “σώθηκε” ποτέ, παρά την καθημερινή τους χρήση για έξι στόματα, για ανταλλαγή με άλλα τρόφιμα και για κρυφή ελεημοσύνη. Αλλά και το καντήλι παρέμεινε από τότε μέρα-νύχτα αναμμένο, μαρτυρώντας με το άσβεστο φως του τη ζωντανή πίστη αυτής της ευλογημένης γυναίκας.

Πηγή: Από το βιβλίο «Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία» του Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Αναγνωστόπουλου.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ

ΑΠΟΣΤΑΓΜΑΤΑ ΣΟΦΙΑΣ
ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

Αποστάγματα σοφίας, χρήσιμα για όλους μας, από μεγάλες μορφές της ορθόδοξης πίστης

«Θα μας ζητηθεί να λογοδοτήσουμε όχι για κάθε λόγο και πράξη μας, αλλά και για κάθε χρόνο, ακόμη και για κάθε στιγμή και λεπτό της ώρας». Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος

«Βλέποντας ο Θεός ότι αυτά που κατορθώνεις εσύ με τη δύναμη τα αποδίδεις στον Θεό, και Αυτός με τη σειρά Του σου χαρίζει τα δικά Του, τα πνευματικά, τα θεία». Άγ. Μακάριος ο Αιγύπτιος

«Η νωθρότητα είναι σύζυγος του ύπνου και η οκνηρία, μητέρα της πείνας». Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος

«Γνώριζε ότι χωρίς πειρασμούς βρίσκεσαι μακριά από τον δρόμο του Θεού και δεν περπατάς στα ίχνη των αγίων». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος

«Αρχή της ραθυμίας είναι η αναβολή. Ας μην αναβάλλουμε, λοιπόν, για αύριο τη διόρθωσή μας, γιατί δεν ξέρουμε τι θα φέρει η αυριανή μέρα (Παροιμ. 27:1), ούτε να λέμε ότι θα νικήσουμε την κακή συνήθεια σιγά-σιγά, γιατί αυτό το σιγά-σιγά δεν θα φτάσει ποτέ». Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

«Η αμαρτία, πριν εμφανιστεί και πραγματοποιηθεί, σκοτίζει τον λογισμό και εξαπατά τον νου. Όταν όμως ολοκληρωθεί, τότε φανερώνει την απρέπειά της, προξενώντας διαρκή οδύνη στην ψυχή και αφαιρώντας την παρρησία της συνειδήσεως». Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

«Δεν είναι δυνατό να σωθεί κανείς, αν δεν κάνει τίποτα για τη σωτηρία του πλησίον του». Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

«Ακόμα κι αν ζεις ανώτερη πνευματική ζωή, δεν θα αποκτήσεις καμία παρρησία στον Θεό, εφόσον αδιαφορείς για τους αδελφούς σου που χάνονται». Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

«Δεν είναι το μαρτύριο, αλλά ο σκοπός που κάνει τον μάρτυρα». Άγ. Αυγουστίνος

«Τα θαύματα δεν είναι αντίθετα στη φύση, αλλά αντίθετα σε αυτό που ξέρουμε για τη φύση». Άγ. Αυγουστίνος

«Αν πιστεύεις ό,τι σου αρέσει από τον Λόγο του Θεού και απορρίπτεις ό,τι δεν σου αρέσει, δεν πιστεύεις στον Λόγο του Θεού, πιστεύεις στον εαυτό σου». Άγ. Αυγουστίνος

«Μην προσπαθείς να κατανοήσεις για να πιστέψεις. Πίστεψε για να κατανοήσεις». Άγ. Αυγουστίνος

«Μη φοβηθείς τους πειρασμούς διότι δι’ αυτών βρίσκεις τα πολύτιμα αγαθά. Προσευχήσου να μην εισέλθεις στους ψυχικούς πειρασμούς, αλλά για σωματικούς να ετοιμάζεσαι με όλη τη δύναμή σου, διότι χωρίς αυτούς δεν μπορείς να πλησιάσεις τον Θεό. Μέσα τους είναι αποτεθειμένη η θεία ανάπαυση. Όποιος αποφεύγει τους πειρασμούς των θλίψεων και όχι των επιθυμιών αποφεύγει την αρετή». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος

«Ο ασθενής στην ψυχή που διορθώνει τους άλλους είναι σαν τον τυφλό που δείχνει τον δρόμο σε άλλους». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος

«Να μην ξεχωρίζεις τον πλούσιο από τον φτωχό και να μη θέλεις να μάθεις τον άξιο από τον ανάξιο, αλλά να είναι για σένα όλοι οι άνθρωποι ίσοι στο αγαθό». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος

«Στους ανθρώπους είναι βδελυκτή η πτωχεία, στον Θεό όμως είναι πολύ περισσότερο βδελυκτή η υπερήφανη ψυχή και ο υψηλόφρων και επηρμένος νους. Στους ανθρώπους τιμάται ο πλούτος, από τον Θεό όμως τιμάται η ταπεινωμένη ψυχή!». Άγ. Ισαάκ ο Σύρος

«Λέγε συνεχώς μέσα στην καρδιά σου: Ο Χριστός είναι Αγάπη. Έτσι, θα αγαπάς όλους τους ανθρώπους, θυσιάζοντας, χάριν αυτής της Αγάπης, ό,τι έχεις ακριβό, ακόμα και την ίδια σου τη ζωή». Άγ. Ιωάννης Κροστάνδης

«Η καρδιά που δεν πιστεύει είναι ανήσυχος, αγχώδης, αδημονούσα. Η καρδιά που πιστεύει είναι το αντίθετο: ειρηνική, χαρωπή, στερεά σαν το διαμάντι». Άγ. Ιωάννης Κροστάνδης

«Να προτιμάς την κούραση απ’ την ξεκούραση». Άγ. Γεώργιος Καρσλίδης

«Η ψυχρότητα στην προσευχή είναι αποτέλεσμα κατακρίσεων, οργής και θυμού, κοσμικών ενδιαφερόντων και απασχολήσεων, σαρκικών ικανοποιήσεων και απολαύσεων… Φυλαχθήτε απ’ όλα αυτά και θα υποχωρήση». Άγ. Θεοφάνης ο Έγκλειστος

«Κάθε έργο εμποτίζεται με εκείνα τα αισθήματα με τα οποία πραγματοποιείται. Όσοι έχουν καθαρή καρδιά το αισθάνονται αυτό. Όπως ευωδιάζουν τ’ άνθη έτσι ευωδιάζουν τα έργα που γίνονται με καλή προαίρεση. Η ευωδία των καλών έργων υψώνεται προς τον ουρανό, όπως το θυμίαμα». Άγ. Θεοφάνης ο Έγκλειστος

«Κάθε αναφορά του νου και της καρδιάς προς τον Θεό είναι πραγματική προσευχή. Εάν καθώς εργάζεσθε ενθυμείσθε τον Θεό, αυτό αποτελεί προσευχή». Άγ. Θεοφάνης ο Έγκλειστος.

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΝΑ... ΓΕΜΙΣΜΑ!

Θά σού τό πώ, παιδί μου, γιά νά ένισχυθείς στήν πίστη ότι ό Κύριος δέν έγκαταλείπει τούς δικούς του, όταν αύτοί μέ απόλυτη έμπιστοσύνη στή στοργική Πρόνοιά Του άφήνουν τούς έαυτούς τους καί τις οίκογένειές τους στά χέρια Του...

Μέ τούτα τά λόγια άρχισε ό πατήρ 'Ιωάννης νά διηγείται σέ πνευματικό του παιδί τό περιστατικό έκείνο άπό τήν ιερατική του ζωή καί διακονία, όταν νέος άκόμα άρχιμανδρίτης γυρνούσε τά χωριά τού θεσσαλικού κάμπου ώς ιεροκήρυκας τής Μητροπόλεως.
-Πάνε χρόνια τώρα, άλλά τό γεγονός έκείνο δέν είναι δυνατόν νά σβήσει μέσα μου. Είναι κάτι πού θά τό θυμούμαι σ’ όλη μου τή ζωή.

Κι άρχισε νά διηγείται:

-Ήταν Κυριακή, Νοέμβρης μήνας, άν θυμάμαι καλά. Άπό τή Μητρόπολη μ’ έστειλαν νά λειτουργήσω σ’ ένα ήμιορεινό χωριό, κάπου στούς πρόποδες τού Κισσάβου. Ήξερα ότι έκεί εφημέριος είναι ένας πολύ εύσεβής ίερεύς, ό π. ’Εμμανουήλ. Τόν έβλεπα κάπου - κάπου στις ιερατικές μας συνάξεις. Διακρινόταν γιά τή σεμνότητα καί εύλάβειά του. Ήταν καί πολύτεκνος οικογενειάρχης. Πέντε παιδιά είχε. 

Έφτασα σχεδόν άχάραγα άκόμη στό χωριό. Ό ναός άνοιχτός. Ό π. ’Εμμανουήλ άναβε τά καντήλια. Πώς έκανε πού μέ είδε! «Καλώς ήλθες, πάτερ μου, στό χωριό μας. Σήμερα θά ’χουμε πατριαρχική λειτουργία μέ τήν παρουσία σου»! Τό ’λεγε, καί τό πρόσωπό του φωτιζόταν. Τί άνθρωπος!
Λειτουργήσαμε μαζί. Τόσο πού εύχαριστήθηκα! Συνδύαζε ό ίερεύς αύτός τήν άπλότητα μέ κάποια - πώς νά τό πώ; - έπισημότητα στή λειτουργία του. Μεγάλα πράγματα...
Όταν άπολύσαμε, μού λέει μέ τό φωτεινό του πρόσωπο:
-Πάτερ μου, δέν θά φύγεις. Σήμερα θά φάμε μαζί στό σπίτι.
Ήδη ή πρεσβυτέρα πήγε νά έτοιμάσει τό τραπέζι.
Δέν μπορούσα νά άρνηθώ. Καί μόνο ό τρόπος του μέ σκλάβωνε.
Πήγα στό σπίτι του. Όλα πρόδιδαν έσχατη φτώχεια. Δύο καμαρούλες όλο κι όλο, κι ένα καθιστικό, πού ήταν καί κουζίνα καί τραπεζαρία μαζί.

Τά παπαδοπαίδια - πέντε, όπως σού είπα - όλα τους χαριτωμένα, γελαστά, πρόθυμα. Τό μεγαλύτερο ώς δεκάξι -δεκαεφτά χρονών. Τό μικρότερο στήν αγκαλιά τής μάννας. Τά δύο άγοράκια, άφού πήραν τήν εύχή μου καί ζήτησαν τήν άδεια άπό τόν πατέρα τους, βγήκαν έξω στήν αύλή νά παίξουν. Ή μία άπό τις κόρες έψησε τόν καφέ καί τόν έφερε σεβαστικά, νά πιούμε μέ τόν παπα-Μανώλη. Έπειτα εύγενικά άποσύρθηκε στό διπλανό δωμάτιο. Ή άλλη, μικρότερη, έτρεχε πίσω άπό τή μαμά.

-Πάτερ Ιωάννη, μού λέει ό παπα-Μανώλης, όπως βλέπεις, φτώχεια μεγάλη έχουμε. Αλλά δόξα τω Θεώ. Τίποτε δέν μάς λείπει. Όλα μάς τά δίνει ό άγαθός Θεός. Μέρα - νύχτα Τόν ευχαριστούμε καί Τόν δοξάζουμε. Τί νά σού πω; Έγώ, πάτερ μου, συγκινούμαι πολύ μέ τις εύεργεσίες τού Θεού στό σπίτι μας. Έχουμε τέτοια χαρά έδώ μέσα, ένα γέμισμα νιώθουμε, δέν μπορώ νά σού τό έξηγήσω.

-Ή χάρις είναι, πάτερ μου, ή χάρις τού Θεού. Αύτή δίνει αύτό τό γέμισμα πού λές.

-Ναι, πάτερ. Αύτό είναι. Όπως τό είπες. Η χάρις.

Μού ’πε καί άλλα γιά τήν ιερατική του διακονία στό χωριό, μέχρι πού έφτασε ή ώρα γιά τό φαγητό. Ή πρεσβυτέρα φώναξε τά παιδιά καί όλοι βρεθήκαμε γύρω άπό τό τραπέζι.
Έμεινα έμβρόντητος. Στό τραπέζι ύπήρχε μία ψωμιέρα στό κέντρο μέ μιά λειτουργιά άπό τήν έκκλησία, καί στόν καθένα μπροστά ένα πιάτο μ’ ένα κεφτεδάκι μέσα. Τό δικό μου πιάτο είχε δύο. Τίποτε άλλο.

Τό μικρότερο άγόρι είπε τό «Πάτερ ημών»; «Τόν άρτον ήμών τόν έπιούσιον δός ήμίν σήμερον...». Έγώ εύλόγησα. Καθίσαμε.
Φάγαμε. Τί γεύμα ήταν έκείνο! Τί άπόλαυση! Δέν μπορώ νά σού πώ, παιδί μου. Άπόλαυση. Χαρά! Χορτασμός. Χορτασμός; Ξέρεις τί χορτασμός; Σά νά είχα φάει διπλή μερίδα άπ’ ό,τι συνήθως τρώμε. Κι όχι μόνο χορτασμός. Ένα... - πώς νά σού πώ; - ένα γέμισμα! Αύτό. Αύτό πού είπε ό π. ’Εμμανουήλ πρίν. Γέμισμα. Εύφροσύνη. Ηδονή. Συγκίνηση. Πώς νά σού τό περιγράφω, δέν ξέρω!

Έκανα τήν εύχαριστία στό τέλος. «Εύλόγησον τά περισσεύματα τής παρούσης τραπέζης...» - λίγα ψίχουλα ήταν - «καί πλήθυνον αύτά έν τώ οϊκω τούτω καί εις τόν κόσμον σου άπαντα». Καί καθώς τά παιδιά μέ κοίταζαν πού έλεγα τήν προσευχή, τά μάτια τους είχαν μιά τέτοια λάμψη, ζωηράδα, χαρά... Τί νά σού πώ, παιδί μου. Ένα... γέμισμα! 

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΥΒΟΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΡΩΣΣΟΥ

Η κεφαλή του Αγίου Ιωάννου του Ρώσσου αποτυπώθηκε στον τοίχο μιας οικίας και θρησκευτικό δέος κατέχει τους κατοίκους, οι οποίοι αδυνατούν να ερμηνεύσουν το παράδοξο αυτό φαινόμενο.
Η αγία μορφή ενεφανίσθη για πρώτη φορά πριν πέντε περίπου ημέρες στην οικία του Αναστασίου Παπαφράγκα ετών 54, γεωργού, και η πρώτη που την αντελήφθη ήταν η θυγατέρα του Στέλλα, η οποία ασχολείτο με το άσπρισμα του δωματίου. «Είδα ένα κεφάλι στον τοίχο, είπε έντρομη καθώς εξήλθε από την οικία της, είχε όμως λεπτά χαρακτηριστικά κι ένα χαμόγελο στοργικό».
Έτρεξαν αμέσως ο πατέρας της κι ο αδελφός της, έσπευσαν και οι γείτονες, οι οποίοι ανεγνώρισαν την κεφαλήν του Άγιου Ιωάννου του Ρώσσου. Σταυροκοπήθηκαν οι χωρικοί, συνεταράχθη η κωμόπολη και ειδοποιήθηκαν αμέσως και ο εφημέριος Παπα-Δημήτρης και ο Αστυνομικός Σταθμάρχης, οι οποίοι ανέφεραν τούτο, ο μεν ιερεύς στον Μητροπολίτην Χαλκίδος Γρηγόριο, ο δε Σταθμάρχης στον Διοικητή Χωροφυλακής Αντισυνταγματάρχη Παναγιωτόπουλο.
Μετέβησαν αμέσως στην κωμόπολη ο πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεως και ο Διοικητής της Χωροφυλακής, οι οποίοι, όπως δήλωσαν, είδαν την κεφαλήν του Αγίου Ιωάννου στον τοίχο, χωρίς όμως να εκφέρουν καμμία γνώμη.
Έν τω μεταξύ το δωμάτιον αυτό του χωρικού έχει μεταβληθεί εις τόπον προσκυνήματος, όπου συρρέουν οι κάτοικοι από τα γύρω χωριά. Πολλοί δε αφήνουν και χρήματα τα οποία μερίμνη επιτροπής που εσχηματίσθη υπό την προεδρίαν του ιερέως, κατατίθενται εις την εκκλησίαν του χωρίου.
Εγνώσθη ότι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χαλκίδος κ.κ. Γρηγόριος θα επισκεφθεί την οικία, για να διαπιστώσει και ο ίδιος το φαινόμενο, δήλωσε δε σχετικώς ότι:
«Τέτοια φαινόμενα υπάρχουν. Τίποτε δεν μπορούμε να διαψεύσουμε. Όλα είναι δυνατά και ο κόσμος πιστεύει. Από δικής μου πλευράς φρόντισα να αποφευχθεί η εκμετάλλευση. Το μόνο που θα επιτρέψω είναι να κτισθή εκεί ένα μικρό εκκλησάκι».
Σε ανάμνηση του θαύματος, στις 4 Σεπτεμβρίου 1966 θεμελιώθηκε, σε οικόπεδο το οποίο ευρίσκεται παραπλεύρως της οικίας, Ιερός Ναός προς τιμήν του Οσίου Ιωάννου, ο οποίος εγκαινιάσθηκε από τον Μητροπολίτη Χαλκίδος Χρυσόστομο Α’, την Κυριακή 8 Οκτωβρίου 1978, και στη συνέχεια έγινε ο ενοριακός Ιερός Ναός της δεύτερης ομώνυμης ενορίας του Βασιλικού Χαλκίδος.
Ο Ιερός Ναός πανηγυρίζει στις 27 Μαΐου, αλλά και την πρώτη Κυριακή εκάστου Σεπτεμβρίου, επέτειο της αγιοφανείας, με συμμετοχή χιλιάδων πιστών.

Πηγή: Επισκόπου Χρυσοστόμου (Τριανταφύλλου) Μητροπολίτου Χαλκίδος, «Ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος, πολύαθλος και πρωταθλητής της υπομονής», Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος. 

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗΣ: «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑΣ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕ ΝΑ ΣΗΚΩΘΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΗΡΙΚΗ ΚΑΡΕΚΛΑ»

Μια απίστευτη ιστορία έζησε ο Σταμάτης Σπανουδάκης. Όπως εξομολογήθηκε στην προσωπική του σελίδα στο facebook, ο Άγιος Σπυρίδωνας τον βοήθησε με έναν απίστευτο τρόπο μετά από μεγάλη περιπέτεια να σταθεί στα πόδια του!
 Ο γνωστός μουσικοσυνθέτης τους τελευταίους τρεις μήνες είχε κάποια κινητικά προβλήματα και βρισκόταν σε αναπηρικό καροτσάκι. Στις αρχές Αυγούστου προβληματίστηκε αν θα έπρεπε να ακυρώσει η όχι την συναυλία του στην Κέρκυρα. Το ένστικτο του όμως και η πίστη του στο Θεό, τον έκαναν να μην την ακυρώσει. Η συναυλία ήταν αφιερωμένη στη συμπλήρωση 300 ετών από το θαύματα του πολιούχου της Κέρκυρας  το 1716.
Ο Σταμάτης Σπανουδάκης τελικά πήγε στην Κέρκυρα με το αναπηρικό καροτσάκι με την επιθυμία να ακουστεί και το νέο του κομμάτι με τίτλο "η Κέρκυρα κι  ο Άγιος" που έγραψε για την περίσταση, σύμφωνα με την Espresso
Τον επισκέφιηκε στο ξενοδοχείο ο οστεοπλαστικός γιατρός Σπύρος Νίκας και κάνοντας τα πρώτα δειλά του βήματα έγινε το θαύμα... Κατάφερε να σταθεί όρθιος για 6 ολόκληρες ώρες! "Ήμουν 6 ώρες όρθιος. "Να το θαύμα του Άγιου Σπυρίδωνα  λέω μέσα μου".

Η συναυλία αναβλήθηκε λόγω κακοκαιρίας αλλά την επόμενη έγινε με απόλυτη επιτυχία και τον μουσικοσυνθέτη να ευχαριστεί τον Άγιο για όσα έκανε....

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

ΝΑ ΠΩΣ ΑΠΟ ΑΔΙΑΦΟΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΕΓΙΝΑ ΜΟΝΑΧΟΣ!

Δι’ ευχών των Αγίων πατέρων ημών… ελέησον ημάς», είπε ό ιερεύς και τελείωσε ή Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Προσκυνήσαμε τις εικόνες, πήραμε αντίδωρο και βγήκαμε στην αυλή της Μονής, περιμένοντας να κτυπήσει ή καμπάνα για την Τράπεζα. Ήμασταν αρκετοί επισκέπτες στη Μονή παρ’ όλο που ήταν αρχή ανοίξεως. Ό καιρός είχε μία ελαφριά ψύχρα και έναν πλούσιο ήλιο. Μου άρεσε να βλέπω μέσα στην πρωινή δροσιά τη θάλασσα στα πόδια μου και πάνω από το κεφάλι μου, τον γηραιό Άθωνα, που με τις βαθιές και απάτητες χαράδρες του κατέβαινε μέχρι το μοναστήρι, για να λειτουργηθεί κι αυτός.

Κοίταξα γύρω μου και προτίμησα μία θέση δίπλα σ’ ένα γηραιό μοναχό, που καθόταν κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο περιμένοντας την ώρα της Τραπέζης. Όλα εδώ έχουν τον δικό τους χρόνο. Κάθισα σιωπηλός, προσεκτικά, για να μην ταράξω την ησυχία του παππού, που με κλειστά τα μάτια κάτι σιγομουρμούριζε. Βυθίστηκα και εγώ στις σκέψεις μου, για τα ωραία που μας χαρίζει η κυρία Θεοτόκος μέσα στο Περιβόλι της. Μου ήταν όμως πρόκληση το παρατεινό­μενο ψαλμομουρμουρητό του παππού. Έστησα αυτί λοιπόν και σιγά-σιγά μπήκα και εγώ στον επαναλαμβανόμενο ρυθμό του. «Αγίω Πνεύματι, πάσα ή κτίσις καινουργείται, παλινδρομούσα εις το πρώτον…». Ήταν ό πρώτος ήχος και ή «βελόνα» είχε «κολλήσει» στους Αναβαθμούς. Ωραίο «κόλλημα», σκέφθηκα.

Το σιγόψαλλα και εγώ μερικές φορές. Γύρισε τότε ο παππούς και με κοίταξε. Χαμογέλασε και με ρώτησε: …
– Από πού’ είσαι εσύ;
- Από τις Καρυές, Γέροντα.
- Πάτερ μου, είναι τιμή για μας που μας έφερε ή Κυρά ή Παναγιά στο Περιβόλι της, και μας τα χαρίζει όλα απλόχερα. Να προσέχουμε να μη την στενοχωρούμε, και εσείς οι μικρότεροι με τις αταξίες σας, και εμείς οι γεροντότεροι με την ξεροκεφαλιά μας. Έχεις χρόνια μοναχός;
Τι να σας πω Γέροντα, δεν τα μετράω, άκουσα, καλή ώρα, έναν άλλον παλαιό μοναχό, ότι ό Θεός δεν τα μετράει τα χρόνια του μονά­χου, παρά μόνον τα ζυγίζει, και έτσι έκοψα το μέτρημα και φροντίζω να παίρνω βάρος.
Χαμογέλασε ό Γέροντας. Σοφός ό λόγος που άκουσες. Θέλεις ν’ ακούσεις και από έμενα κάτι για την σοφία της Παναγίας μας; Πώς με έφερε εδώ στο Περιβό­λι της;


- Αν θέλω λέει. Διψάω για ν’ ακούσω, απάντησα, αυξάνοντας την προσοχή μου.
- Ή καταγωγή μου είναι από το Άργος Ορεστικό -άρχισε ό παππούς- και έγινα μοναχός στα 22 μου χρόνια. Υπηρετούσα τότε, παιδί μου, στην Μ.Ο.Μ.Α., αν την ξέρεις; Ήταν μία τεχνική υπηρεσία του στρατού, στην οποία δούλευαν και πολίτες. Εγώ ήμουν οδηγός.  Βέβαια, ή ζωή μου δεν είχε καμία σχέση με την Εκκλησία. Καταλα­βαίνεις, μία ζωή κοσμική, καφενεία, σφαιριστήρια, γλέντια και όλα τα συνακόλουθα.
Μία μέρα, λοιπόν, οδηγώντας το φορτηγό με γεμάτο φορτίο, κατέβαινα από το Άργος Ορεστικό και είχα στο δεξί μου χέρι τον γκρεμό. Ήμουν μόνος, χωρίς συνοδηγό. Καθώς ήταν κατηφόρα με στροφές, θέλησα να μειώσω την ταχύτητα για να ελέγχω το όχημα. Πατώντας τα φρένα, βλέπω ότι δεν λειτουργούσαν. Με έπιασε πανι­κός. Προσπαθούσα, αλλά τίποτε. Προχώρησα μερικές στροφές του βουνού, προσπαθώντας να μειώσω την ταχύτητα, αλλά εις μάτην. Ή ταχύτητα αυξανόταν. Ό δρόμος ήταν χωματένιος, είχε λακκούβες, πέτρες απ’ το βουνό. Σε μία μεγάλη λακκούβα, που δεν μπόρεσα να αποφύγω, έγινε αυτό που φοβόμουν. Χάνω τον έλεγχο του τιμονιού και στρέφεται το φορτηγό προς τον γκρεμό. Με το που βλέπω τις μπροστινές ρόδες στον αέρα, κλείνω με τα χέρια τα μάτια μου, για να μη δω τον θάνατο μου και με κραυγή απελπισίας, φωνάζω: «Παναγία μου». Εκεί που είχα τα μάτια μου σφαλισμένα με τα χέρια, πάτερ μου, πώς συνέβη δεν ξέρω, αισθάνομαι ένα τράνταγμα. Κατεβάζω τα χέρια μου και τι λες ότι βλέπω; Βλέπω το φορτηγό σταματημένο στην άλλη πλευρά του δρόμου με κατεύθυνση προς τα πάνω. Έτρεμα ολό­κληρος. Δεν μπόρεσα να το συνειδητοποιήσω. Έκατσα λίγη ώρα να συνέλθω. Με τα πολλά, έλεγξα το φορτηγό και όλα λειτουργούσαν μία χαρά. Είπα το γεγονός σε μερικούς συναδέλφους, άλλοι μου είπαν «φοβερό πράγμα», άλλοι μισοκορόϊδευαν. Δεν το καλλιέργησα όμως μέσα μου περισσότερο, το προσπέρασα.
Το απόγευμα συνάντησα έναν φίλο μου, που ήταν πολύ της Εκκλησίας, αλλά δεν τον έκανα συχνά παρέα, γιατί τον περνούσα για ψιλοχαζό. Δεν πήγαινε σε καφενεία, ούτε σε άλλα μέρη, όπως όλοι οι φίλοι μας. Του είπα το γεγονός. Μεγάλη και συγκινητική, μου λέει, ή ιστορία σου. Ν’ ανάψεις ένα κερί, να προσευχηθείς και να ευχαριστήσεις τον Θεό. Μου πρότεινε, πριν πάμε μαζί στην εκκλησία να επισκεφθούμε μία οικογένεια που είχε ένα αυτιστικό, ένα καθυστερημένο παιδάκι, για να δώσουμε μία παρηγοριά. Δέχθηκα και πήγαμε. Φθάσαμε και κτυπήσαμε την πόρτα. Την είχα ακουστά αυτή την φουκαριάρα τη μάνα με το παιδί. Έλα, όμως, που το παιδάκι δεν ήταν καθυστερημένο. Με το που μπήκαμε στο σπίτι, πρώτος ο φίλος και εγώ πίσω του, μόλις με βλέπει το παιδί, σηκώνεται και άρχισε να φωνάζει με μία φωνή καθόλου παιδική, αλλά άγρια, βραχνή, με βρυχηθμό.

-Φύγε εσύ. Εσύ εκεί, φύγε από εδώ. Εξαφανίσου. Φύγε εσύ πού κάνεις παρέα με την μαυροφόρα.
Εγώ τα ‘χασα. Δεν καταλάβαινα τίποτε. Δεν μπορούσα να κατα­λάβω, για ποιο λόγο ξαφνικά οι φωνές, και για ποια μαυροφόρα λέει. Στεκόμουν με απορία. Γιατί φωνάζει αυτό το μικρό έξαλλο; Άρχισε τότε ό μικρός να μου πετά αντικείμενα. Ό,τι έβρισκε μπρο­στά του. Μπήκε στη μέση ο φίλος μου και φύγαμε βιαστικά. Εγώ ήμουν αμήχανος.
– Τι ήρθαμε εδώ, του λέω, και με βρίζει αυτό το μικρό; Πού με ξέρει και για ποια μαυροφόρα λέει;

Φύγαμε, λοιπόν, και πήγαμε στην εκκλησία. Άναψα το κερί μου, είπα ότι θυμόμουν από προσευχή, χαιρέτησα τον παπά και κίνησα για το σπίτι μου, γιατί είχε βραδιάσει. Μέσα μου, όμως αναλογιζό­μουν: – Τι είναι όλα αυτά; Για ποια μαυροφόρα λέει; Έτσι προβλη­ματισμένος καθώς πλησίαζα σπίτι μου, από την πλάγια μεριά πού ήταν όλο τοίχος, ενώ ήταν νύχτα προχωρημένη -υπόψη ότι αυτά έγιναν πριν την κατοχή, πού δεν υπήρχαν ούτε τηλεοράσεις, ούτε στα χωριά κινηματογράφοι- πάνω σ’ αυτόν τον τοίχο, λοιπόν ανοίγει ένα φως δυνατό και βλέπω. Τι λες να βλέπω; Βλέπω σαν σε κινηματογρά­φο ένα φορτηγό να κατεβαίνει από το βουνό, τον εαυτό μου να οδηγεί, να προσπαθεί να ελέγξει το όχημα, αυτό να τρέχει, να πέφτει στη λακκούβα, να χάνω τον έλεγχο, να στρέφεται το φορτηγό προς τον γκρεμό, να κλείνω τα μάτια μου, φωνάζοντας «Παναγία μου»… και ξαφνικά, στον ουρανό ψηλά, πάνω από τον γκρεμό, βλέπω μία πανύψηλη γυναίκα, με μαύρα ρούχα, να πιάνει το φορτηγό στον αέρα, όπως πιάνουμε εμείς ένα σπιρτόκουτο, να το γυρνά και να το βάζει στην αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου. Ήταν, αδελφέ μου, ή Κυρά μας ή Παναγία. Τότε αναγνώρισα το περιστατικό που μου συνέβη με το φορτηγό. Έπεσα κάτω αμέσως, συγκλονισμένος και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Τότε κατάλαβα το φοβερό που μου συνέβη. Σηκώνομαι μετά από ώρα, με δάκρυα και τρέχω και το λέω του παπά. Του είπα τα πάντα, και ειδικά το τελευταίο, που τα είδα όλα σε ταινία, και ειδικά για την ψηλή και όμορφη μαυροφόρα, που σταμάτησε το φορτηγό στον αέρα και ήμουν εγώ μέσα. Συγκλονίσθηκε ό παπάς όταν τ’ άκουσε όλα. Μεγάλο θαύμα, παιδί μου, να ευχαριστήσουμε και να δοξάσουμε τον Θεό και την Παναγία μας.
Τότε, πάτερ μου, συνειδητοποίησα μέσα μου, μου ήρθε κάτι σαν φωτισμός, ότι δεν είμαι για τον κόσμον αυτόν. Τέτοιο θαύμα μου έκανε η Παναγία μας και εγώ κάθομαι στον κόσμο; Που να πάω, όμως; Μου λέει, καλή ώρα ό παπάς, αν θες να ευχαριστήσεις τον Θεό και να σώσεις την ψυχή σου, να πας στο Περιβόλι της Παναγίας, σ’ αυτή που σε έσωσε. Έτσι, αδελφέ μου, ήρθα στο Άγιο Όρος και δοξάζω τον Θεό για την πανάγαθη Πρόνοια Του. Θα μπορούσα να πω κι εγώ, μαζί με τον Απόστολο Παύλο, «ουκ εγγυώμην απειθής τη ουρανίω οπτασία» (Πραξ. 26, 19).

Με συγκίνηση άκουσα την ιστορία του παππού και τα θαυμάσια της Κυράς μας της Παναγίας. Θέλησα να τον ρωτήσω για κάποιες απορίες μου, αλλά ακούσθηκε ή καμπάνα της Τραπέζης. Σηκωθήκαμε και μαζί με όλους τους πατέρες μπήκαμε στην Τράπεζα. Τον αναγνώ­στη δεν τον πολυπρόσεχα, γιατί έφερνα στο νου μου όλο το γεγονός που άκουσα και με είχε συγκλονίσει. Κρυφά λοξοκοίταζα την γαλή­νια μορφή του παππού. Περίμενα να γίνει προσευχή, να βγούμε και να ξανασυναντήσω τον Γέροντα. Τουλάχιστον να μάθω το Όνομα του. Μιλάγαμε τόση ώρα και δεν ήξερα πώς τον λένε. Κτύπησε το κουδούνι ο ηγούμενος, κάναμε προσευχή και αρχίσαμε να βγαίνουμε. Ό παππούς βγήκε από τους πρώτους. Μέχρι να βγω είχε εξαφανισθεί. Χρόνο δεν είχα να τον ψάξω, γιατί το καραβάκι έφευγε. Έτσι, πήρα τον ντορβά μου και κίνησα για την παραλία, ευχαριστώντας μέσα μου τον κτήτορα, το Βασιλόπουλο εκείνο που αγίασε, για την παρη­γοριά που μου έδωσε.
Αυτό, ήταν αγίου κέρασμα.

Καρυές, Σεπτέμβριος 2008
1. Μοναχός Παίσιος Καρεώτης
2. Πρωτάτον αριθ. 112