ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΙΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΙΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΝΗΦΩΝ: ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ Ή ΟΧΙ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΣΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΣΠΙΤΙΑ!

Σ' ένα χριστιανικό τραπέζι εξαρτάται από τους χριστιανούς η παρουσία ή όχι των αγγέλων! Κάποτε, καθώς περνούσε έξω από ένα σπίτι, είδε από τ’ ανοιχτό παράθυρο το νοικοκύρη να κάθεται στο τραπέζι και να τρώει με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Φαίνονταν πολύ φτωχοί. 
Παρατήρησε όμως, ότι δίπλα σε καθένα από τα μέλη της οικογένειας παραστεκόταν κι από ένας ωραίος και λαμπροφορεμένος νέος. 
- Άλλο και τούτο! μονολόγησε παραξενεμένος ο όσιος. Οι καθισμένοι είναι φτωχοί. Τι λέω φτωχοί; Πάμφτωχοι. Και οι όρθιοι, οι διακονητές τους, είναι λαμπροφορεμένοι!

Την απορία του έλυσε ο Κύριος, που του εξήγησε το παράδοξο θέαμα: Οι νέοι εκείνοι ήταν άγγελοι. Αυτοί στέλνονται από το Θεό για να παραστέκουν τους χριστιανούς την ώρα του φαγητού. Αν, τρώγοντας λένε λόγια ωφέλιμα και κατανυκτικά, οι άγγελοι χαίρονται και ευφραίνονται μαζί τους.

Αν όμως ακουστεί στο τραπέζι αισχρολογία ή κατάκριση, παρευθύς, όπως ο καπνός διώχνει τις μέλισσες, έτσι και ο κακός λόγος διώχνει τους αγγέλους του Θεού. Και μόλις φύγουν οι άγιοι άγγελοι, έρχεται ένας ζοφερός δαίμονας και κυλιέται ανάμεσα στους φλύαρους και λοίδορους συνδαιτημόνες, σκορπίζοντας γύρω του καπνιά και δυσωδία.

Από τα λόγια λοιπόν και τις συζητήσεις των χριστιανών στο τραπέζι, εξαρτάται η παρουσία είτε των αγγέλων του φωτός είτε των πνευμάτων του σκότους.

Από τον βίο του Οσίου Νήφωνος Επισκόπου Κωνσταντιανής

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

ΓΕΡΩΝ ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ: Η ΡΟΥΜΑΝΑ ΧΩΡΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ

Ένα χειμωνιάτικο πρωϊνὸ ὁ περίφημος ρουμάνος ασκητὴς Κλεόπας ᾿Ιλίε βρισκόταν στὸ ῾Ιερό ἑνὸς μοναστηριακού Ναού καὶ διάβαζε γονατιστὸς τὴν ᾿Ακολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως.
 
Μετά απὸ λίγη ὥρα μπῆκε στὴν ᾿Εκκλησία γιὰ νὰ προσευχηθή μιὰ γυναίκα ποὺ εἶχε ἔρθει στὸ Μοναστήρι απὸ τὸ βράδυ.
«Προσκυνούσε όλες τὶς εἰκόνες καὶ ἔκανε παντού μετάνοιες,διηγεῖται ὁ π. Κλεόπας. Δὲν γνώριζε ὅτι κάποιος ἦταν μέσα στὴν ᾿Εκκλησία. Την παρατηρούσα συνεχῶς απὸ τὴν ῾Ωραία Πύλη. ᾿Εκείνη, ἀφού προσκύνησε τὶς εἰκόνες, γονάτισε στὸ μέσον τῆς ᾿Εκκλησίας, ὕψωσε τὰ χέρια της καὶ ἔλεγε ἀπὸ τὴν καρδιά της αυτά τὰ λόγια:
— Κύριε, μὴ μὲ ἐγκαταλείπης! Κύριε, μὴ μὲ ἐγκαταλείπης!
Εἶδα τότε ἕνα λαμπρὸ κίτρινο φῶς γύρω της καὶ τρόμαξα! ῾Η γυναίκα ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ προσευχόταν σιωπηλά.

῾Η φωτεινὴ νεφέλη ποὺ τὴν περιέλουζε, μεγάλωσε περισσότερο καὶ μετὰ σιγὰ-σιγὰ ἐξαφανίστηκε. ᾿Αφοῦ ἔσβησε τὸ θεῖο φῶς,σηκώθηκε στὰ πόδια της καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία.
῏Ηταν μιὰ ἁπλὴ γυναίκα ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριά μας.
 
᾿Ιδοὺ λοιπόν, ποιὸς ἔχει τὸ δῶρο τῆς προσευχῆς! Να που οἱ λαϊκοὶ ξεπερνοῦν καμμιὰ φορὰ τους Μοναχούς!᾿Εγὼ ἔκανα μετά προσκομιδή καὶ από την μεγάλη μου συγκίνηση άρχισα να κλαίω καὶ ἔτρεμα μὲ τὰ χαρτιὰ μνημονεύσεως στὸ χέρι. Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσοι υπάρχουν ἐκλεκτοὶ σ᾿ αυτόν τον κόσμο!».
 
Μοναχοῦ Σεραφείμ, Χαρίσματα καὶ Χαρισματοῦχοι,τ.Γʹσελ.217-218, ᾿Εκδόσεις ῾Ιερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, ᾿Ωρωπὸς ᾿Αττικῆς 1990.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΚΥΡΙΕ, ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΣΟΥ ΜΕΣΑ ΜΟΥ!


Κάποιος Γέροντας ζοῦσε μόνος στὴ μονὴ τῶν Μονιδίων καὶ ἡ παντοτινή του προσευχὴ ἦταν ἡ ἑξῆς:
«Κύριε, δὲν ἔχω τὸν φόβο σου μέσα μου, γι᾿ αὐτὸ στεῖλε μου κάποιον κεραυνὸ ἢ κάποια ἄλλη δύσκολη περίσταση, ἢ ἀρρώστια ἢ δαίμονα, μήπως ἔστω καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο φοβηθεῖ ἡ πωρωμένη μου ψυχή».
Αὐτὰ ἔλεγε καὶ συνέχιζε νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεό.
«Ξέρω ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὲ συγχωρήσεις. Γιατὶ ἁμάρτησα πολὺ σὲ σένα, Δέσποτα, ἀλλ᾿ ἂν εἶναι δυνατὸν λόγῳ τῆς εὐσπλαχνίας σου, συγχώρεσέ με. Ἂν ὅμως αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει, τιμώρησέ με ἐδῶ στὴ γῆ, Δέσποτα, καὶ ἐκεῖ μὴ μὲ παιδεύσεις, ἀλλ᾿ ἐὰν καὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, τιμώρησέ με ἐδῶ κατὰ ἕνα μέρος καὶ ἐκεῖ ἀνακούφισέ με, ἔστω καὶ λίγο, ἀπὸ τὴν τιμωρία τῆς κόλασης. Ἄρχισε ἀπὸ τώρα νὰ μὲ παιδεύεις, ἀλλὰ ἂς μὴν περιπέσω στὴν ὀργή σου, Δέσποτα».

Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιμονὴ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο μὲ ἀσταμάτητα δάκρυα, μὲ πολλὴ ταπείνωση στοὺς λογισμούς του καὶ μὲ νηστεῖες παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ καὶ σκεπτόταν:
«Άραγε τί νὰ σημαίνει ὁ λόγος ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται;»

Καὶ κάποια ἡμέρα ἐνῷ καθόταν κατὰ γῆς θλιμμένος καὶ θρηνοῦσε κατὰ τὴ συνήθειά του, νύσταξε, καὶ νά, τοῦ παρουσιάσθηκε ὁ Χριστὸς μὲ ἱλαρὸ πρόσωπο καὶ μὲ γλυκιὰ φωνὴ τοῦ εἶπε:
«Τί ἔχεις, ἄνθρωπε, γιατί τόσο κλαῖς;»
Τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος: «Ἐπειδὴ ἔπεσα, Κύριε».
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ποὺ τοῦ ἐμφανίσθηκε τοῦ λέει: «Σήκω ἐπάνω».
Ἀποκρίθηκε τότε ὁ πεσμένος στὴ γῆ: «Δὲν μπορῶ, ἂν δὲν μοῦ δώσεις τὸ χέρι σου».
Καὶ ἅπλωσε Ἐκεῖνος τὸ χέρι του καὶ τὸν σήκωσε καὶ τοῦ λέει πάλι μὲ καλοσύνη:
«Γιατί κλαῖς, ἄνθρωπέ μου, γιατί τόσο λυπᾶσαι;»
«Και δὲν θέλεις, Κύριε, -ρωτᾷ ὁ ἀδελφός-νὰ κλάψω καὶ νὰ λυπηθῶ ποὺ τόσο σὲ πίκρανα;»
Τότε ὁ Κύριος ἅπλωσε τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ, τὸ ἀγκάλιασε καὶ τοῦ λέει:
«Μη θλίβεσαι, ὁ Θεὸς θὰ εἶναι βοηθός σου ἀπὸ δῶ καὶ πέρα. Ἐπειδὴ ἐσὺ πόνεσες, δὲν θὰ στρέφεται πιὰ ἡ λύπη μου ἐναντίον σου. Ἐφόσον γιὰ σένα ἔχω χύσει τὸ αἷμα μου, δὲν θὰ δείξω πολὺ περισσότερο τὴ φιλανθρωπία μου καὶ σὲ σένα καὶ σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ μετανοεῖ;»

Ὁ ἀδελφὸς συνῆλθε κατόπιν ἀπὸ τὴν ὀπτασία καὶ ἔνιωσε τὴν καρδιά του πλημμυρισμένη ἀπὸ χαρά, γιατὶ βεβαιώθηκε ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἐλέησε καὶ ἔζησε σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ μὲ πολλὴ ταπείνωση εὐχαριστώντας τὸν Θεό.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΝΑ ΚΛΑΙΩ ΚΑΙ ΝΑ ΛΥΠΑΜΑΙ;

Ένας αδελφός έκανε συνεχώς αυτή την προσευχή στο Θεό:
- Κύριε, δεν έχω φόβο Θεού!
Στείλε μου λοιπόν κεραυνό ή καμιάν άλλη τιμωρία ή αρρώστια ή δαιμόνιο, μήπως κι έτσι έρθει σε φόβο η πωρωμένη μου ψυχή.Άλλοτε πάλι παρακαλούσε κι έλεγε:
- Ξέρω πώς έχω πολύ αμαρτήσει ενώπιόν Σου, Δέσποτα, και πώς είναι αναρίθμητα τα σφάλματά μου. Γι αυτό και δεν τολμώ να Σου ζητήσω να με συγχωρέσεις. Αν όμως είναι δυνατόν, συγχώρεσέ με για την ευσπλαχνία Σου. Αν πάλι είναι αδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στη ζωή αυτή και μη με κολάσεις στην άλλη. Κι αν είναι και τούτο ακόμη αδύνατον, στείλε μου εδώ ένα μέρος της τιμωρίας και αλάφρωσέ μου εκεί την κόλαση. Άρχισε μόνο από τώρα να με τιμωρείς. Αλλά τιμώρησέ με σπλαχνικά, όχι με την οργή Σου, Δέσποτα.
Έτσι λοιπόν μετανοούσε έναν ολόκληρο χρόνο κι αυτά έλεγε με δάκρυα ικετευτικά, ολόθερμα και ολόψυχα, λιώνοντας και τσακίζοντας σώμα και ψυχή με νηστεία και αγρυπνία και άλλες κακουχίες.
Μια μέρα καθώς καθόταν καταγής, όπως συνήθιζε, θρηνώντας και φωνάζοντας σπαραχτικά, από την πολλή του λύπη, νύσταξε κι αποκοιμήθηκε.

Και να! Παρουσιάζεται μπροστά του ο Χριστός και του λέει με φωνή γεμάτη ιλαρότητα:
- Τι έχεις, άνθρωπέ μου; Γιατί κλαίς έτσι;Ο αδελφός Τον αναγνώρισε και αποκρίθηκε έντρομος:
- Γιατί έπεσα, Κύριε!
- Έ, σήκω!
- Δεν μπορώ, Δέσποτα, αν δεν μου δώσεις το χέρι Σου!Τότε Εκείνος άπλωσε το χέρι Του, έπιασε τον αδελφό και τον σήκωσε.- Γιατί κλαις, άνθρωπέ μου; Γιατί είσαι λυπημένος; του ξαναλέει ο Κύριος με απαλή και ιλαρή πάλι φωνή.
- Δεν θέλεις, Κύριε, να κλαίω και να λυπάμαι, απάντησε ο αδελφός, πού τόσο πολύ Σε πίκρανα, αν και απόλαυσα τόσα αγαθά από Σένα;
Εκείνος άπλωσε ξανά το χέρι Του, τ΄ ακούμπησε στο κεφάλι του αδελφού και του είπε:
- Μη λυπάσαι πιά. Γιατί αν έδωσα το αίμα μου για σένα, πολύ περισσότερο θα δώσω συγχώρηση και σε σένα και σε κάθε άλλη ψυχή που γνήσια μετανοεί.Μόλις συνήλθε ο αδελφός από την οπτασία, ένιωσε την καρδιά του γεμάτη χαρά. Έτσι πληροφορήθηκε πώς ο Θεός τον ελέησε. Κι από τότε ζούσε με πολλή ταπείνωση, ευχαριστώντας Τον.


Από το βιβλίο,"Μικρός Ευεργετινός", Μεταφρασμένος στη Δημοτική
ΚΟΖΑΝΗ Μάρτιος 2006

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

ΔΙΗΓΗΣΗ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑ ΑΡΣΕΝΙΟ

Ο Μέγας Αρσένιος (4ος -5ος αἰώνας), ὁ ἀρνητής κάθε σωματικῆς ἀπολαύσεως, εἶχε τήν συνήθεια νά διηγεῖται στούς πατέρες ὠφέλιμες ἱστορίες καί ὀπτασίες του, τίς ὁποῖες ἀπέδιδε σέ ἄλλα πρόσωπα, γιά ν’ ἀποφύγει ὁ ἴδιος τήν κενοδοξία.

''Κάποτε'', διηγήθηκε ὁ ὅσιος, ''ἕνας ἡλικιωμένος μοναχός, ἐνῶ καθόταν στό κελλί του, ἄκουσε ἀγγελική φωνή νά τοῦ λέει: 

''- Βγές ἔξω, νά σοῦ δείξω τήν ἀξία τῶν ἔργων τῶν ἀνθρώπων.

''Βγῆκε ὁ μοναχός καί ἀκολούθησε τόν ἄγγελο σέ κάποιο τόπο, ὅπου ἕνας ἄνθρωπος ἔκοβε ξύλα. Ὅταν τελείωσε, τά ἔδεσε καί προσάθησε νά τά σηκώσει, ἀλλά δέν μπόρεσε. Ἄφησε τότε κάτω τό δεμάτι, πρόσθεσε κι ἄλλα ξύλα καί διαρκῶς συνέχιζε νά προσθέτει. 

''Προχώρησαν πιό κάτω, καί δείχνει ὁ ἄγγελος στό μοναχό ἄλλον ἄνθρωπο, πού ἀντλοῦσε νερό ἀπό ἕνα πηγάδι μέ τρύπιο κουβά. Καί ὅπως ἦταν φυσικό μέχρι ν’ ἀνεβάσει τόν κουβά, τό νερό χυνόταν ὅλο.

''Πιό πέρα βλέπουν ἕνα μεγάλο ναό. Δυό καβαλάρηδες, κρατώντας ὁριζόντια ἕνα τεράστιο ξύλο, προσπαθοῦσαν γιά πολύ ὥρα νά μποῦν μέσα. Δέν τά κατάφεραν ὅμως, γιατί, οὔτε ἔσκυβαν οὔτε τό ξύλο ἄφηναν.

''-Ἄκουσε τώρα πῶς ἐξηγοῦνται αὐτά, εἶπε ὁ ἄγγελος.

Αὐτοί πού βαστούσαν τό ξύλο, συμβολίζουν ὅσους πιστεύουν, πώς εἶναι δίκαιοι. Κι ἔτσι,γιά τήν ὑπερηφάνειά τους, μένουν ἔξω ἀπό τόν παράδεισο. 

Ἐκεῖνος πού ἔβγαζε νερό μέ τό τρύπιο δοχεῖο, καλλιεργεῖ βέβαια τίς ἀρετές, νηστεία, προσευχή, ἐλεημοσύνη, ἀλλά εἶναι ἀνθρωπάρεσκος. Κι ἐπειδή τοῦ ἀρέσουν ἡ ἐπίδειξη κι ὁ ἕπαινος τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτό δέν θά ἔχει καθόλου μισθό. 

Ἐκεῖνος, τέλος, πού δέν μποροῦσε νά σηκώσει τά ξύλα, συμβολίζει καθένα πού ἔχει πολλές ἁμαρτίες, κι ἀντί νά τίς ἀποβάλει μέ τή μετάνοια, προσθέτει κι ἄλλες''.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῶν Ἀγγέλων» (σελ.138-140) Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου,Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2007

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Ο ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΠΕΙΡΟΣ ΘΕΟΣ

Ό παπα-Γιώργης, ιερεύς σε κάποιο χωριό της πατρίδος μου, έλεγε κάποτε ότι τον κατέτρωγε ή απορία πώς είναι άπειρος ο Θεός και πώς είναι άπειρος στα ιδιώματα Του, όπως: άπειρος στην σοφία Του, στην παντοδυναμία Του, στην πανταχού παρουσία Του, στην παγγνωσία Του, στην αγαθότητα Του, στην αγάπη Του... άπειρος!!! άπειρος!!! αυτή ή στοχαστική και επίμονη απορία τον κατέτρωγε μέρα-νύχτα. 
Σε μια γιορτή του αγίου Δημητρίου, τον κάλεσε ο ιερεύς του διπλανού χωρίου να συλλειτουργήσει μαζί του, για να λαμπρυνθεί "έτι περισσότερο" το πανηγύρι του Ναού. Πράγματι πήγε και προΐστατο της Θείας Λειτουργίας ως φιλοξενούμενος, αλλά και ως έχων τα πρεσβεία της χειροτονίας.

Άρχισε ή Θεία Λειτουργία και ήλθε ή ώρα της αγίας Αναφοράς με τις εκφωνήσεις: «Στώμεν καλώς...» του ιερέως και «Ελεον ειρήνης...» των ιεροψαλτών. και ακολούθησε ή τριαδική αναφορά: «Ή Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού...» και ή απάντησης του λαού δια των ιεροψαλτών: «και μετά του πνεύματος σου...» και ευθύς αμέσως υψώνοντας τα χέρια του ο λειτουργός παπα-Γιώργης προς τον Παντοκράτορα του τρούλου του Ναού εκφώνησε το «Άνω σχώμεν τάς καρδίας...» και τότε, σ' αυτή την στάσι κοκάλωσε!

Μετά το «Έχομεν προς τον Κύριον ..» και βλέποντας ο συλλειτουργός του την "μαρμάρωσι" του, κατάλαβε ότι κάτι θα του συνέβη, όχι όμως κακό. Τον έπιασε απαλά και τον έβαλε μέσα στο Άγιο Βήμα κατεβάζοντας συγχρόνως και τα χέρια του κάτω αφήνοντας τον, όπως μέσα του πληροφορήθηκε, στην έκσταση του και συνέχισε την Θεία Λειτουργία μόνος.
 
Στον Καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων συνήλθε ο παπα-Γιώργης, επανήλθε στη θέση του και συνέχισε κανονικά μέχρι το τέλος την Θεία Λειτουργία.

Στις επίμονες ερωτήσεις του συλλείτουργου του πατρός' Ιωάννη, απαντούσε ότι "δεν θυμάται τίποτα".

Με αφορμή το βιβλίο «Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία», μου εξομολογήθηκε ο παπα-Γιώργης την δική του εμπειρία για πρώ τη φορά, με την παράκληση να σεβασθώ την ανωνυμία του.

«Με το "Άνω σχώμεν τάς καρδίας..." ένοιωσα και είδα με τα μάτια της ψυχής μου να αρπάζονται όλες οι καρδιές των εκκλησιαζόμενων χριστιανών μαζί με την δική μου και ως αστραπή να εισέρχονται σε μια απέραντη ανοιχτή ουράνια αγκαλιά του Θεού.
 

Μα ήταν τόσο ανοιχτή αυτή ή αγκαλιά του Θεού Πατρός, όσο όλοι οι ουρανοί των ουρανών μαζί και πιο πλατειά...και όσο ανήρχοντο κατά εκατομμύρια οι καρδιές των ορθοδόξων χριστιανών τόσο και πιο πολύ πλάταινε και άνοιγε αυτή ή άπειρη σε άνοιγμα αγκαλιά του Θεού...και τότε ένοιωσα; βίωσα; κατάλαβα; δεν ξέρω. 

Ήρθε όμως στη ψυχή μου κάτι, πού είχα ξεχάσει "και τούτο μόνον καταληπτόν ή ακαταληψία αυτού..." και δεν χόρταινα να το απολαμβάνω μέχρις ότου συνήλθα στον Καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων.

Αλήθεια! Ποιος ήμουν εγώ ο χωριάτης παπάς, πού ο Θεός καταδέχτηκε να μου λύση την απορία της ψυχής μου;

Από τότε φροντίζω, όσο μπορώ, γιατί είμαι αμαρτωλός, να μη βγω άπ' αυτή την ασύνορη αγκαλιά του Θεού Πατρός και να πεθάνω μέσα σε αυτήν!!!! Ό Θεός ας με συγχώρεση»!!!
 

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΣΕΣΜΕ: "ΘΕΟΣ ΕΙΣΑΙ, ΟΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΚΑΝΕΙΣ"


Κάποιος ιερεύς, προ του 1940, καθώς μου διηγείτο ένας εγγονός του, πήγε ένα πρωινό, πού ήταν γιορτή, στην Εκκλησία, για να λειτουργήσει.

Τα καντήλια ήταν όλα σβηστά, γιατί από κάποιο σπασμένο τζάμι έμπαινε αέρας. Τα είχε σβήσει όλα, ακόμα και το ακοίμητο καντήλι. Στενοχωρήθηκε ο παππούλης, γιατί ήταν ευλαβής. Ψάχνεται για σπίρτα, δεν είχε. Κοιτάζει στο παγκάρι, κοιτάζει στα ντουλάπια, ψάχνει από δω, ψάχνει από κει, δεν βρίσκει τίποτα. Του ‘ρθαν δάκρυα στα μάτια, γιατί έπρεπε να πάει πάλι πίσω στο σπίτι. Ήταν όμως χειμώνας, έβρεχε, φυσούσε δυνατός αέρας, παγωμένος βοριάς, επικρατούσε μεγάλη κακοκαιρία…

Ξαφνικά λοιπόν, γυρίζει πίσω του, κοιτάζει… το θυμιατό ήταν αναμμένο! ‘ Υπήρχαν μέσα κάρβουνα ολοκόκκινα!(Την παλαιά εποχή είχαν κάρβουνα. Τα πρόλαβα κι εγώ βέβαια. Είχαμε ένα μικρό μαγκάλι, άναβε ο καντηλανάφτης από πολύ πρωί τα κάρβουνα, κοκκίνιζαν αυτά και παίρναμε έπειτα με τη μασιά, βάζαμε στο θυμιατό και πάνω σ’ αυτό ρίχναμε το θυμίαμα.) 
Αφού είδε λοιπόν το θυμιατό αναμμένο και το κοίταζε με έκπληξη, έβαλε ένα χαρτάκι, το άναψε, μ’ αυτό άναψε ένα κερί και με το κερί άναψε πρώτα το ακοίμητο καντηλάκι και υστέρα όλα τ’ άλλα καντήλια. Κάθε τόσο γύριζε και κοίταζε το θυμιατό. και έλεγε:

Μπρε, μπρε, μπρε, τι θαύματα κάνει ο Θεός! Όταν θέλει, κάνει θαύματα!… τι θαύμα ήταν πάλι τούτο! Ήρθε κατόπιν ο ψάλτης, άρχισε ο Όρθρος, το θυμιατό παρέμενε ολοκόκκινο! Στην ενάτη ωδή, την «Τιμιωτέραν», το παίρνει για να θυμιάση και βλέπει μέσα από το θυμιατό να βγαίνουν ευώδεις στήλες καπνού, σαν να είχε ρίξει μέσα θυμίαμα!

- Μα, εγώ, λέει, δεν έβαλα θυμίαμα! Κύριε, ελέησον! Τέλος πάντων, είπε, και, γυρνώντας προς την Αγία Τράπεζα, πρόσθεσε:

- Θεός είσαι, ό,τι θέλεις κάνεις! Σε λίγο ήρθε ο εγγονός του.

- Μην το πειράξεις, του λέει, καθόλου το θυμιατό. Άφησέ το έτσι, γιατί ο Θεός ό,τι θέλει κάνει, αγοράκι μου, ό,τι θέλει κάνει!…

Καλά, παππού, είπε το παιδάκι. Όσες φορές λοιπόν χρειάστηκε να θυμιατίσει από την Πρόθεση μέχρι το τέλος της Θείας Λειτουργίας, το θυμιατό ήταν ολοκόκκινο, με αναμμένα τα κάρβουνα και πάντοτε έτοιμο για θυμιάτισμα, έβγαζε από μόνο του και μπροστά στα μάτια του εγγονού θυμίαμα ευώδες! 
Μόλις το έπαιρνε, έβγαιναν ευωδέστατοι καπνοί μυρίων αρωμάτων, οι όποιοι απλώνονταν σε ολόκληρο τον Ναό. Όλος ο Ναός ευωδίαζε! Έκανε εντύπωση και στους χριστιανούς και, όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, του έλεγαν:

- «Ε, παπά μου, πού το βρήκες αυτό το καλό θυμίαμα; Στον εγγονό του είπε τα εξής:

- Μην το πεις πουθενά, μόνο όταν πεθάνω. Θεός είναι, ό,τι θέλει κάνει. Θεός είναι, ό,τι θέλει κάνει!… Αυτά έλεγε ο παπα Γιάννης από τον Τσεσμέ…

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΄΄ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ΄΄ ΤΟΥ ΠΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ 

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

Κάποιο βράδυ ένας ιερέας, πήγε κάπως αργά στην εκκλησία, γιατί είχε ξεχάσει κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να το πάρει, ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ήταν σκοτεινά. Από την Ωραία Πύλη, την οποία είχε ξεχάσει ανοιχτή {δεν είχε τραβήξει την κουρτίνα), βλέπει έναν αστραφτερό Άγγελο με ξίφος πύρινο στο χέρι, να στέκεται δίπλα στην Αγία Τράπεζα! Τρόμαξε τόσο πολύ, που τράπηκε σε φυγή! Φοβήθηκε! Φτάνοντας στον Νάρθηκα (ο Ναός ήταν μεγάλος), ακούστηκε μία φωνή: "Στάσου!" Στάθηκε, λοιπόν, κοκκάλωσε, μαρμάρωσε!

Μη φοβάσαι, του είπε πολύ γλυκά η φωνή. Είμαι ο Άγγελος - φύλακας του Ναού. Όταν μία Τράπεζα σε έναν Ναό καθαγιάζεται και γίνεται Αγία, ο Κύριος, ο Παντοκράτωρ, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων, τοποθετεί έναν ακοίμητο Άγγελο - φύλακα δίπλα στην Αγία Τράπεζα.

Σε όλη αυτή τη διάρκεια που έλεγε ο Άγγελος αυτά στον ιερέα, αυτός ήταν ακίνητος στον Νάρθηκα και άκουγε έντρομος, με την πλάτη προς το Ιερό.

Και συνέχισε με ακόμη πιο γλυκιά φωνή ο Άγγελος:

Έλα, γύρισε, κλείσε σε παρακαλώ την Ωραία Πύλη, που ξέχασες ανοιχτή.

(Ο Άγγελος είπε στον ιερέα "σε παρακαλώ". Πόσοι από εμάς λέμε στον συνάνθρωπο μας "σε παρακαλώ;" Πόσοι;).

Γύρισε ο ιερέας, (του είχε φύγει ο φόβος, μέσα του βασίλευε γαλήνη) και δεν είδε πλέον τον Άγγελο. Προχώρησε διστακτικά, αλλά τώρα χωρίς φόβο, με σεβασμό. Με δέος έπιασε την κουρτίνα της Ωραίας Πύλης και σιγά - σιγά την έκλεισε.

Μέσα του όμως άρχισε να αναρωτιέται: "Μην ήταν φαντασία μου; Μήπως ονειρευόμουν; Μήπως έχω παραισθήσεις;".

Ως απάντηση, όμως, άκουσε μυριάδες Αγγελικές φωνές να ψάλλουν το "Άξιον εστί". Δεν άντεξε στο άκουσμα της γλυκιάς αυτής αγγελικής ψαλμωδίας και λιποθύμησε! Έπεσε κάτω!
Όταν ύστερα από λίγο συνήλθε, πήγε σπίτι του και δεν μίλησε σε κανέναν. Μετά από 15 χρόνια διηγήθηκε το συμβάν, λίγο πριν πεθάνει.
Έτσι, σε κάθε Ναό, δίπλα στην Αγία Τράπεζα, υπάρχει ένας Άγγελος, που εμείς δεν τον βλέπουμε, αλλά εκείνος μας παρακολουθεί σιωπηλά !!!