ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

ΠΩΣ ΟΙ ΒΑΥΑΡΟΙ ΑΦΑΝΙΣΑΝ ΤΑ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Οι 300 διάσπαρτοι σε όλη την πρωτεύουσα ναοί και ναΐσκοι που γλύτωσαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, αλλά ξεπουλήθηκαν με νομοθετική ρύθμιση στις αρχές του 1835.

Όποιος αναζητήσει, με ιστορική συνέπεια, τα βαθύτερα αίτια και τις συνθήκες που οδήγησαν στην καταστροφή και στον αφανισμό δεκάδων εκκλησιών των Αθηνών και στο ξεπούλημά τους μαζί με τα οικόπεδά τους, αναμφισβήτητα θα φτάσει στην εποχή όταν προετοιμαζόταν η ανακήρυξη των Αθηνών ως πρωτεύουσας και Βασιλικής Καθέδρας του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου. Στις σημαντικές δοσοληψίες, συνεννοήσεις και δεσμεύσεις μεταξύ της επίσημης Πολιτείας, όπως την εξέφραζαν κυρίως το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας και διάφορες Αρχές, όπως η νομαρχία, και οι γηγενείς Αθηναίοι, όπως εκφράζονταν μέσω της Δημογεροντίας, αφού ακόμη δεν είχε συσταθεί ο Δήμος Αθηναίων. Οι περιστάσεις ήταν κρίσιμες, οι οικονομικές συνθήκες ασφυκτικές, οι απαιτήσεις για εξεύρεση καταλυμάτων και κατοικιών υπερβολικές, όπως και η αδυναμία υλοποίησης των φιλόδοξων σχεδιασμών.

 Η βαυαρική αντιβασιλεία, με εξαιρετικά μεθοδευμένο και τεχνοκρατικό τρόπο,
προσπάθησε να αρπάξει όχι μόνο την εκκλησιαστική περιουσία, αλλά και τους ναούς, ενοριακούς, κτητορικούς, μοναστηριακούς και κοινοτικούς, με τα οικόπεδά τους (εκκλησιόπεδα). Η πόλη των Αθηνών ήταν κατάσπαρτη με περισσότερους από τριακόσιους (300) ναούς και ναΐσκους. Ο αριθμός και η θέση των θρησκευτικών αυτών μνημείων προκαλούσαν τον φθόνο όχι μόνο των ξένων που είχαν κατακλύσει τη διοίκηση, αλλά και Ελλήνων κερδοσκόπων, οι οποίοι αναζητούσαν κέρδη ακόμη και στο μικρότερο τεμάχιο γης της πρωτεύουσας που αναγεννιόταν. Ετσι, αργά, μεθοδεύτηκε ο αφανισμός του σημαντικότερου ίσως δικτύου βυζαντινών εκκλησιών των Βαλκανίων αλλά και της Ευρώπης. Μνημείων τα οποία επιβίωσαν στα χρόνια της δουλείας, για να αφανιστούν όταν πλέον η πατρίδα ελευθερώθηκε!
Ως προς τα οικόπεδα των εκκλησιών (εκκλησιόπεδα), τα οποία έφεραν επ' αυτών -σε καλή ή κακή κατάσταση- μικρούς και μεγάλους ναούς, μνημειώδες είναι το υπόμνημα που συνυπέγραψαν οι δημογέροντες Ιωάννης Βλάχος και Γεώργιος Μεταξάς στις 28 Οκτωβρίου 1834. 

Οι συνθήκες

Αποδίδει τόσο την πραγματικότητα της εποχής όσο και τις συνθήκες που διαμορφώνονταν για την τύχη τους. Ανέφεραν πως για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της διοίκησης, που μεταφερόταν από το Ναύπλιο στην Αθήνα, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν οικογένειες και ενορίες ολόκληρες και να κατεδαφιστούν σπίτια για να ανοιχτούν οι δρόμοι. Υποτίθεται πως η κυβέρνηση θα φρόντιζε να αποκαταστήσει όσους ξεσπιτώνονταν. Οι τελευταίοι είχαν συμφωνήσει και υπογράψει τα έγγραφα, με τα οποία η Κοινότητα των Αθηνών δεσμευόταν έναντι της Αντιβασιλείας για την παραχώρηση γης, που απαιτούσε το σχέδιο της πόλης.
Η Κοινότητα θεωρούσε ιδιοκτησία της τα οικόπεδα των εκκλησιών και είχε την άποψη ότι τα ελεύθερα και αχρησιμοποίητα θα μπορούσαν να καλύψουν μέρος των αναγκών των κατοίκων. «Εις όλα της γης τα Κράτη οι Ναοί εκτός τινών εξαιρέσεων... θεωρούνται ως ιερά κοινοτική περιουσία» έγραφαν οι δημογέροντες, τονίζοντας πως οι Αθηναίοι χριστιανοί με δικά τους χρήματα ίδρυσαν ή συντήρησαν τους ναούς. Επισήμαιναν ακόμη το γεγονός ότι οι Τούρκοι αναγνώριζαν τις εκκλησίες ως κοινοτική περιουσία. Αντέδρασαν, λοιπόν, όταν πληροφορήθηκαν πως η Αντιβασιλεία κατέτασσε στα εθνικά κτήματα τα οικόπεδα των ναών και κάλεσαν την κυβέρνηση να διαχωρίσει τα μοναστηριακά κτήματα από τους ενοριακούς ναούς, όπως έκανε ο πρώτος δημοτικός νόμος.

Ο χειμώνας 1834-35 ήταν σκληρός. Δεκάδες οικογένειες γηγενών παρέμεναν άστεγες, όταν οι Βαυαροί και οι πολυπληθείς ακολουθίες τους, οι κρατικοί υπάλληλοι και οι στρατιωτικοί, καταλάμβαναν όσα ακίνητα ήταν όρθια στην πόλη αλλά και όσα κτίζονταν προχείρως και πυρετωδώς. «Λαός ερημωμένος, ηκρωτηριασμένος και τάλας από τας καταστρεπτικάς τύχας ενός φονικού τοσοχρονίου πολέμου... ήλπισε να επαναπαυθή εις τους σωρούς των πενιχρών του ερειπίων» σημείωναν οι Αθηναίοι, τονίζοντας πως ο φτωχός κάτοικος της πόλης δεν έβρισκε «σπιθαμήν γης... διά να κλίνη την πτωχήν κεφαλήν του». Εκλιπαρούσαν να τους αποδοθούν τα εκκλησιόπεδα προς αποκατάσταση πολιτών, ζητώντας ταυτοχρόνως και προκαταβολικώς συγγνώμη από τον νομάρχη, διότι θα επέτρεπαν στους άστεγους συμπολίτες τους να κάνουν κατάληψη!

 
Φυσικά προκλήθηκε αναστάτωση. Ο νομάρχης (Σ. Σκούφος), ο υπουργός Εκκλησιαστικών (Ι. Ρίζος) και ο υπουργός Οικονομικών (Ν. Γ. Θεοχάρης) θορυβήθηκαν, γνωρίζοντας πως τα εκκλησιόπεδα δεν μπορούσαν παρά να είναι δημοτική περιουσία. Την κατάσταση, για λογαριασμό του προέδρου της Αντιβασιλείας Αρμανσμπεργκ, ανέλαβε να «καθαρίσει» (αρχές 1835) ο Ιωάννης Κωλέττης. Συγκάλεσε σύσκεψη συμβούλων των τριών συναρμόδιων υπουργείων (Οικονομικών, Εσωτερικών, Εκκλησιαστικών) και κατατέθηκε πρόταση νομοθετικής ρύθμισης εντός 24 ωρών! Ακολούθησαν μυστικές διαβουλεύσεις, και απορρίφθηκαν όσες από τις εισηγήσεις θα ευνοούσαν την επιβίωση ή την αναστήλωση των εκκλησιών. Εν τέλει, όταν ο Όθων είχε μεταβεί στη Βαυαρία για να παντρευτεί την Αμαλία (1836), η Αντιβασιλεία εξέδωσε διάταγμα με τον μάλλον παραπλανητικό τίτλο «περί των εκκλησιαστικών κτημάτων».

 
Ο τίτλος


Το μυστικό βρισκόταν στον τίτλο με τον οποίο είχε εισαχθεί προς συζήτηση το θέμα στο Συμβούλιο της Αντιβασιλείας. Η απόφαση λαμβανόταν «διά τας ερειπωμένας εκκλησίας και τα παρεκκλήσια των Αθηνών», ενώ στο διάταγμα που εκδόθηκε παραλήφθηκε η αναφορά στα παρεκκλήσια, περιλήφθηκαν όμως στις διατάξεις του! 

Οι «κατερειπωμένες» εκκλησίες, όπως αναφέρει, κατατάχθηκαν σε τρεις κατηγορίες: α) μοναστηριακές, β) ενοριακές και γ) ιδιωτικές. Τις πρώτες αναλάμβανε να εκποιήσει το κράτος, χρησιμοποιώντας το προϊόν της εκποίησης στην ανέγερση πανεπιστημίου. Οι δεύτερες, οι ενοριακές, παραχωρούνταν στον Δήμο Αθηναίων προκειμένου να τις εκποιήσει και να χρησιμοποιήσει τα χρήματα για την ανέγερση ναών. Όσο για τους ιδιώτες (κτήτορες), καλούνταν εντός 40 ημερών να καταθέσουν αποδεικτικά της ιδιοκτησίας τους, αλλιώς θα την έχαναν. Δηλαδή, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα εκποιούνταν το σύνολο των από τον πόλεμο ναών, των παρεκκλησίων ή των ιδιωτικών ναΐσκων. Τίποτα δεν άφησαν στην τύχη του οι Βαυαροί. Είχαν φροντίσει ήδη να δημιουργήσουν το περίφημο «Εκκλησιαστικόν Ταμείον», το οποίο διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο, και παρά τον τίτλο του, δεν υπαγόταν στην εξουσία της Εκκλησίας. Κανείς ωστόσο δεν σκεπτόταν τρόπους διάσωσης και αναστήλωσης ναών και ναΐσκων, που αποτελούσαν ιερή παρακαταθήκη από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τις άγνωστες εν πολλοίς μεθοδεύσεις, καθώς και τα χαμένα μνημεία, καθένα ξεχωριστά, θα συνεχίσουμε να τα παρουσιάζουμε στην καθημερινή μας στήλη «Λες και ήταν Χθες».

Από τον Ελευθέριο Σκιαδά
Από το περιοδικό «δ» της «Κυριακάτικης Δημοκρατίας»

Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΤΟΝ ΣΥΚΟΦΑΝΤΟΥΝ

Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Και μόνο το όνομα Κωνσταντίνος ν’ ακουσθεί, συγκινεί κάθε χριστιανική καρδιά, όχι μόνο σήμερα αλλά από πολλά χρόνια πριν, διό­τι συνδέεται με τους θρύλους της φυλής, ότι “πάλι με χρόνια με και­ρούς πάλι δικά μας θάναι”. Συγκινεί, διότι ο πρώτος που έφερε το όνομα ο Κωνσταντίνος ο Α’ ο Μέγας, υπήρξε όχι μόνο ένας από τους μεγαλύτερους άνδρες της παγκόσμιας ιστορίας αλλά κάτι παραπά­νω.Υπήρξε Άγιος.
Κι όταν ακούσουν την λέξη Άγιος, αρχίζουν να διαμαρτύρονται οι κράχτες της αθεΐας και της απιστίας. Είναι Άγιος; Στρατηγός, ναι είναι, Βασιλιάς και Αυτοκράτορας ναι. Μέγας ναι είναι, αλλά Άγιος; Όχι, δεν είναι Άγιος λένε. Γιατί δεν είναι Άγιος; Διότι, λέ­νε, ότι ο Μ. Κωνσταντίνος έκανε εγκλήματα, ότι σκότωσε τον γιο του τον Κρίσπο, ότι σκότωσε την δεύτερη γυναίκα του την Φαύστα, και συνεπώς δεν πρέπει να ονομάζεται Άγιος.***

Τι έχουμε ν’ απαντήσουμε σ’ αυτούς, που πολεμούν τον Μ. Κωνσταντίνο, μόνο και μόνο επειδή υπήρξε Χριστιανός; Αν δεν ήταν Χριστιανός, αλλ’ ήταν ειδωλολάτρης, όπως ο Ιουλιανός ο παραβά­της, που πρόδωσε την Εκκλησία, τότε θα τον δόξαζαν. Ενώ ο Κωνσταντίνος, που υποστήριξε την πίστη την Ορθόδοξη και έθεσε γερά θεμέλια, μισείται και συκοφαντείται από τους εχθρούς του Χριστού.

Απαντάμε: Λησμονούν ή αγνοούν αυτοί, ότι στην πίστη μας υπάρ­χει ένα μεγάλο πράγμα, που λέγεται: Μετάνοια. Ένα δάκρυ του αμαρτωλού ο,τιδήποτε κι αν έχει διαπράξει, ένα δάκρυ στο μυστήριο της Εξομολόγησης συγχωρεί όλα τα αμαρτήματα. Αν δεν υπήρχε η μετάνοια, άδειος θα ήταν ο Παράδεισος, δεν θα είχαμε εορτολόγιο, δεν θα είχαμε Αγίους, διότι δεν υπάρχει άγιος που δεν έκλαψε και δεν μετανόησε για τα αμαρτήματά του. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τον Παράδεισο, αγαπητοί, παρά μόνο η θύρα της μετανοίας. Και ο αγ. Κωνσταντίνος δεν γεννήθηκε Άγιος, έγινε Άγιος. Διέπραξε σφάλματα, ναι, αλλά μετανόησε. Μην ξεχνάτε, ότι ανατράφηκε μέσα στο περιβάλλον των απανθρώπων Διοκλητιανού και Γαλέριου, κι όμως διαφωνούσε με όλους αυτούς.

Είναι Άγιος, διότι η παρουσία του μέσα στον κόσμο είναι φως Χριστού. Φως είναι η κλήση του, η οποία μοιάζει καταπληκτικά με την κλήση του απ. Παύλου γι’ αυτό κι αναφέρεται στο Απολυτίκιό του. Όπως ο απ. Παύλος κλήθηκε από τον Χριστό δι’ οράματος όταν βάδιζε την οδό της Δαμασκού και είδε φως υπέρλαμπρο και άκουσε φωνή: Σαούλ-Σαούλ τί με διώκεις; Έτσι και τον άγιο Κωνσταντίνο τον εκάλεσε δι’ οράματος. Οράματος ιστορικού που αναφέρουν οι σύγχρονοί του ιστορικοί1. Ποιό είναι το όραμα; Όταν έφθασε έξω από την Ρώμη την 28ηΟκτωβρίου του έτους 312 και ο στρατός του αντιπάλου του ήταν τριπλάσιος και η ήττα του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν βεβαία, εκεί όπως καθόταν στενοχωρημένος, είδε μέρα μεση­μέρι σημείο μέγα: Είδε τα άστρα του ουρανού να σχηματίζουν Σταυ­ρό, και κάτω από τον Σταυρό είδε σύνθημα: «Εν Τούτω Νίκα» (In hoc vinca). Και από την ώρα εκείνη πείσθηκε πως το μέλλον της ανθρωπότητας ανήκει στο Χριστό. Τότε θέσπισε το λάβαρο που προηγείτο της στρατειάς του και με το σήμα αυτό, το «Εν Τούτω νί­κα», νίκησε τον Μαξέντιο και εισήλθε στη Ρώμη και διεκήρυξε σε όλη την πόλη, ότι η νίκη αυτή δεν ανήκει στις λεγεώνες του αλλά ανήκει στον Τίμιο Σταυρό.

Φως είναι τα Διατάγματά του. Το πρώτο διάταγμα τον Φεβρουά­ριο του 313 ήταν να σταματήσει τους διωγμούς. Για φανταστείτε, 300 χρόνια κράτησε ο διωγμός εναντίον των Χριστιανών. Απαγορευόταν να είναι κάποιος Χριστιανός. Και μόνον η λέξη Χριστιανός ήταν αιτία καταδίκης, δεν εξέταζαν τίποτε άλλο, είσαι Χριστιανός; Τελεί­ωσε, δήμευση περιουσίας, μαρτύρια αφάνταστα, φρικτά βασανιστή­ρια. Πόσοι μάρτυρες; 12 εκατομμύρια μάρτυρες. Για 300 χρόνια παρακαλούσαν οι χριστιανοί: Κύριε, δος μας ειρήνη, και έδωσε, και η ειρήνη ήρθε στον κόσμο μέσω του εκλεκτού οργάνου της θείας Προνοίας2, ο οποίος ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος.

Πώς λοιπόν να μην τον τιμήσουμε; Και μόνο για το διάταγμα αυτό που υπέγραψε με τα άγια του χέρια, έπρεπε να τον τιμήσουμε. Φως ακόμη είναι η ευγένεια της ψυχής του και η αμνησικακία του. Λένε, πως κάποτε εχθροί του ειδωλολάτρες, αποκεφάλισαν ένα άγαλ­μά του. Όταν του το κατήγγειλαν σήκωσε τα χέρια του, έπιασε το κεφάλι του και είπε, εδώ είναι το κεφάλι μου, δεν μου λείπει τίποτα, μη τους τιμωρήσετε. Άλλοτε έλεγε: εάν δω ένα κληρικό να αμαρτάνει, εγώ θα τον σκεπάσω με την χλαμύδα μου για να μη βλέπουν οι άνθρωποι τα αμαρτήματά του και αυτό δείχνει τον πόθο του για την Εκκλησία ώστε να μην υπάρχουν σκάνδαλα.
Κατήργησε την λατρευτική προσκύνηση του εκάστοτε Ρωμαίου αυτοκράτορα, ο οποίος εθεωρείτο και ελατρεύετο ως ο επί γης Θεός.

Φως ακόμη είναι η Νομοθεσία του. Για πρώτη φορά παρουσιάσθη­κε νομοθεσία χριστιανική. Το όραμά του ήταν σπάνιο, τι όραμα; Να φτιάξει κράτος χριστιανικό, παγκόσμιο και να το προσφέρει ως προσφορά – ευχαριστία στο Χριστό για να το αγιάσει και να το θεώσει, γι’ αυτό και εικονίζεται κρατώντας στο χέρι του μία σφαίρα, τον κό­σμο δηλαδή. Κι όπως ο πατριάρχης Αβραάμ άκουσε τη φωνή του Θε­ού που του είπε, έξελθε εκ της χώρας σου και να εγκατασταθείς σε χώρα μακριά που θα σου δείξω (Γένεσις 12, 1), έτσι κι ο άγ. Κωνσταντίνος εξήλθε εκ της αρχαίας Ρώμης, της πόλης του εγκλήματος της βαμμένης με τα αίματα των αθώων Χριστιανών και έχτισε νέα Ρώμη στον Βόσπορο, που αργότερα, μετά την αγία Κοίμησή του αξίως και δικαίως ονομάσθηκε Κωνσταντινούπολις. Και από εκεί έλαβε μέτρα που απέβλεπαν στην ανύψωση της πνευματικής στάθμης και τον αγιασμό του λαού.

Ποιά μέτρα; Έκλεισε όλα τα νυχτερινά κέντρα διαφθοράς. Υ­πήρχαν κέντρα που μαζευόντουσαν γυναίκες κάτω από την προστα­σία των αισχρών θεοτήτων, κέντρα της Αφροδίτης, κέντρα του Βάκ­χου, τα έκλεισε όλα. Έκλεισε τα μαντεία, κατήργησε τους μάγους που εκμεταλεύοντο τον λαό και τον απατούσαν. Απαγόρευσε την βλαστήμια. Όλα τα συγχωρώ είπε, ένα όμως δεν το συγχωρώ, την βλαστήμια. Όποιος βλαστημήσει το όνομα του Χριστού, αυτός αμέσως θα συλλαμβάνεται και θα εξορίζεται.

Ετίμησε με διάταγμα την Κυριακή ημέρα. Την ανακήρυξε ημέρα λαμπρή και μεγάλη, απαγόρευσε να υπάρχουν καταστήματα ανοιχτά. Ιπποδρόμια, κέντρα διασκέδασης κλειστά, αργία τα πάντα.
Υποστήριξε τους μικροκτηματίες, τους εργάτες, έλαβε μέτρα κα­τά της τοκογλυφίας και κάθε αδικίας, ήταν ο πρώτος που υποστήριξε τα ανθρώπινα δικαιώματα, προστάτεψε τις χήρες και τα ορφανά, έδειξε ειδικό ενδιαφέρον για την κοινωνική πρόνοια.
Προστάτεψε την Ορθόδοξη Πίστη. Κι όταν παρουσιάσθηκε ο αιρεσιάρχης Άρειος και άνοιξε το βρωμερό του στόμα εναντίον του Κυ­ρίου μας Ιησού Χριστού, για να πει, ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αληθινός ομοούσιος με τον Πατέρα, τότε ο άγ. Κωνσταντίνος έδωσε εντολή να συγκληθεί η Α’ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας για να συντάξουν το Πιστεύω, και παρουσιάσθηκε και ο ίδιος εκεί στην συνέλευση των Ιεραρχών, όχι ως Αυτοκράτωρ – Πλανητάρ­χης Ανατολής και Δύσης, με εγωισμό, αλλά με ταπείνωση και ασπα­ζόταν τα χέρια των Αγίων Αρχιερέων πολλοί των οποίων είχαν πά­νω στα σώματά τους νωπά τα στίγματα του μαρτυρίου. Ερωτηθείς για το θέμα, μη γνωρίζοντας όμως θεολογία είπε το εξής ωραίο: Σέβο­μαι αυτό που δεν γνωρίζω.
Ενίσχυσε τις ιεραποστολές, επί των ημερών του οι Αρμένιοι έγι­ναν χριστιανοί, οι Ίβηρες επίσης, το φως του Χριστού έφθασε μέχρι την Ινδία.
Με εντολή του βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός και χτίστηκαν οι πρώτοι Ναοί στα Ιεροσόλυμα.
Υπήρξε ιδρυτής και θεμελιωτής μιας Αυτοκρατορίας Χριστια­νικής που κράτησε χίλια εκατό χρόνια.


Τέλος, αγαπητοί, όταν κατάλαβε πως πλησιάζει το επίγειο τέλος του, ενώπιον μιας ομηγύρεως Επισκόπων εξομολογήθηκε τα αμαρτήματά του και έκλαψε, και μετά βαπτίσθηκε σε ηλικία περίπου 63 ετών και δεν φόρεσε πια την αυτοκρατορική χλαμύδα, τα βασιλικά και λαμπρά ενδύ­ματα, αλλά μόνο την λευκή στολή του βαπτίσματος και ομολόγησε, πως τώρα αισθάνεται όντως Αυτοκράτωρ. Κοινώνησε τα άχραντα Μυστή­ρια, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, και αγνός και καθαρός, χαίρων και προσευχόμενος επορεύθη στην ουράνια Βασιλεία.

Αγαπητοί, κι αν ακόμη αγνοήσουμε όλα τα παραπάνω, τα κριτή­ρια της Αγιότητός του για την Εκκλησία μας είναι τα εξής δύο: α) Η θεοπτία και η Χάρις που είχε ο Άγιος, όπως προαναφέραμε και β) Η μετά θάνατον θαυματουργία του.

Είναι αλήθεια πως μετά την αγία κοίμησή του, το ιερό λείψανο ενταφιάσθηκε με βασιλικές τιμές στο νάρθηκα του Ναού των Αγίων Αποστόλων, όπου ευωδίασε και μυρόβλυσε και πολλά θαύματα ετέλεσε3.

Ίσως πουν μερικοί, αυτά τα λέ­νε οι χριστιανοί δεν ξέρουμε αν είναι αλήθεια. Αγαπητοί, έστω και αν κάποιοι δεν πιστεύουν, τα κριτήρια της αγιότητός του είναι αυτά τα δύο και μόνον αυτά. Έτσι με την σφραγίδα του Θεού ο άγιος Κων­σταντίνος είναι Άγιος και Ισαπόστολος. Η ιστορία τον ανέδειξε Μέγα και η Εκκλησία Άγιο.

Με ευχές και αγάπη
Αρχιμ. Μελέτιος Στάθης
Εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίας Βαρβάρας Άνω Πατησίων
και συνεργάτης της Συνοδικής Επιτροπής της Εκκλησίας επί των αιρέσεων. 

*** Η αλήθεια είναι η εξής: Όταν ο Μ. Κωνσταντίνος ήταν Καίσαρας στη Δύση, η Ρώμη ανέ­δειξε Αυτοκράτορα τον σκληρό και χριστιανομάχο Μαξέντιο, ο οποίος για να καλύψει τα δυτι­κά του νώτα, επειδή φοβόταν τον Κωνσταντίνο, τον ανάγκασε να χωρίσει την σύζυγό του Μινερβίνα και να νυμφευθεί την Φαύστα, μια πολύ φιλόδοξη και πανούργα γυναίκα, η οποία όμως ήταν αδελφή του Μαξέντιου, για να τον ελέγχει. Αυτή βλέποντας τον πρωτότοκο γιο του Κων­σταντίνου, τον Κρίσπο, να διακρίνεται στις μάχες και να προορίζεται για διάδοχος, ήθελε με κάθε τρόπο να τον εξοντώσει, και να προωθήσει στην εξουσία τους δικούς της τρεις γιους. Συκοφάντησε λοιπόν τον Κρίσπο, ότι προσπάθησε να την βιάσει και να σκοτώσει τον πατέρα του για να πάρει την εξουσία σαν νέος Αβεσσαλώμ. Δυστυχώς η σκευωρία της Φαύστας ήταν τόσο πειστική και οι συκοφαντίες της τόσο αριστοτεχνικές, ώστε και οι στρατηγοί και ο Κωνστα­ντίνος έπεσαν στην δαιμονική παγίδα. Και επέτρεψαν σύμφωνα με τους νόμους, να θανατωθεί ο Κρίσπος. Όταν έμαθε το γεγονός η βασιλομήτωρ αγία Ελένη, η οποία βρισκόταν μακριά, έλεγξε αυστηρά τον αυτοκράτορα γιο της για την απόφαση αυτή. Ο Κωνσταντίνος διέταξε εξ αρχής εξονυχιστικές έρευνες, από τις οποίες αποκαλύφθηκε, ότι είχε πέσει θύμα της εγκλημα­τικής πλεκτάνης της συζύγου του Φαύστας και του περιβάλλοντός της. Τότε διέταξε αμέσως να θανατωθεί και αυτή. Οι δύο αυτοί φόνοι προσώπων της οικογενείας του συγκλόνισαν τον Κων­σταντίνο, ο οποίος μέχρι το τέλος της ζωής του αναστέναζε και θρηνούσε γι’ αυτό και ζητούσε να τον συγχωρήσει ο Θεός. Ακόμη για να δείξει δημόσια την μετάνοιά του έστησε τον ανδριά­ντα του Κρίσπου με την επιγραφή: «Τω ηδικημένω υιώ μου».

1. Λακτάντιος (De mort pers., 44), Ευσέβιος (Εκκλ. Ιστ. Θ’, 9.1-11, Σωκράτης (Εκκλ. Ιστ. Α’, 2.5-10), Σωζόμενος (Εκκλ. Ιστ. Α’ ,1) κ.ά. Βλ. Θ.Η.Ε. Τόμ. 8 σ. 14.

2. Ο άγιος Νεκτάριος στο βιβλίο του: «Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι» γράφει, ότιο άγ. Κωνσταντίνος και η αγία Ελένη ήταν τα χέρια της Θείας Πρόνοιας. Βλ. Π. Σωτήρχου. Ο Γενάρχης της Ρωμιοσύνης, Εκδ. Αρμός, σ. 13.
3. Μέγας συναξαριστής της Εκκλησίας Τόμος Ε’ σ. 538.

Πηγή: ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ   www.egolpion.com

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Π. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΣΟΥΡΟΣ: ΠΟΙΟΙ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΑΝ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΝΑΟΥΣ;

Πρωτοπρ. Κυριακού Τσουρού
Γραμματέως της Σ. Ε. επί των αιρέσεων

Πολλά από τα «νεοεθνικά» ρεύματα, που δραστηριοποιούνται και στην Ελλάδα, ισχυρίζονται συχνά, ότι oι χριστιανοί κατέστρεψαν τους ναούς, τα ιερά και τα αγάλματα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, καταστρέφοντας, έτσι, έργα τέχνης και μνημεία πολιτισμού. Για να στηρίξουν αυτό τον ισχυρισμό τους, επιστρατεύουν μεμονωμένα περιστατικά και προβάλλουν περιπτώσεις ακραίας συμπεριφοράς ως την επίσημη γραμμή της Χριστιανικής Εκκλησίας κατά της αρχαίας θρησκείας.
«Η Ορθοδοξία κατέστρεψε τους ναούς μας», λένε1. Σε ερώτηση: «Τι πρόσφερε η Ορθοδοξία στους Έλληνες;», δίδεται η απάντηση: «Την καταστροφή όλων των ναών, των έργων τέχνης και των βιβλιοθηκών»2. Οι χριστιανοί «έκαψαν όσα βιβλία δεν τους βόλευαν, βεβήλωσαν τα ελληνικά ιερά, κομμάτιασαν τα αγάλματα, γκρέμισαν τους ελληνικούς ναούς, καταλήστεψαν τον εθνικό πληθυσμό»3. Σε συκοφαντικό άρθρο κατά του Χριστιανισμού, υποστηρίζεται για τους χριστιανούς, ότι «Η πρώτη τους κίνηση ήταν να καταστρέφουν τους ναούς και τα αγάλματα των Ελλήνων στερώντας έτσι τον κόσμο από ανεπανάληπτα δημιουργήματα της αρχαίας τέχνης, για να μη μείνει ίχνος από τη "βδελυρή θρησκεία των ειδώλων"»4. Υπήρχε, λένε, ένα κατευθυντήριο «σχέδιο», το οποίο κατηύθυνε τις «χριστιανικές μάζες» ώστε να καταστρέψουν ό,τι ελληνικό. «Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε εμείς οι Έλληνες», γράφουν, «ότι τα ακρωτηριασμένα αγάλματα που θαυμάζουμε σήμερα στα μουσεία, οι ερειπωμένοι ναοί μπροστά στους οποίους εκστασιάζονται οι καλλιτεχνικές φύσεις και οι αρχαιόφιλοι... δεν είναι παρά τα φτωχικά λείψανα τρομερoύ μακελλειoύ που σπάραξε την ελληνική χώρα (και όχι μόνο αυτή) από τον 4ο ως τον 6ο τουλάχιστο αιώνα της χρονολογίας μας»5.

Συχνά, για να ενοχοποιήσουν το Βυζάντιο, επικαλούνται τις επιδρομές του Αλάριχου κατά της Ελλάδος το 396 μ.Χ. και τις καταστροφές που προξένησε στους αρχαίους ναούς6. Όμως, ένα τέτοιο «επιχείρημα» αποδεικνύεται έωλο,«δείγμα της πιο χονδροειδούς προπαγάνδας ή άγνοιας» εκ μέρους των «νεοεθνικών». Και τούτο διότι, αποκρύπτουν ότι ο Αλάριχος δεν ήταν Βυζαντινός αλλά Γότθος, όπως και οι μοναχοί που τον συνόδευαν στις καταστροφές ήταν αιρετικοί αρειανοί, τους οποίους ο ίδιος ο Θεοδόσιος είχε καταδιώξει ένα χρόνο πρίν7.

Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπήρξαν, κατά την πορεία της επικράτησης του Χριστιανισμού, και περιπτώσεις ανεξέλεγκτης εκδικητικής συμπεριφοράς των επί αιώνες καταδιωκομένων Χριστιανών κατά των θρησκευτικών συμβόλων των πρώην διωκτών τους. Ή, ακόμη, και αυστηρές αυτοκρατορικές αποφάσεις εναντίον εκπροσώπων της αρχαίας ειδωλολατρικής θρησκείας ή νόμοι που επέβαλλαν το κλείσιμο των ειδωλολατρικών ναών. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β' υπέγραψε και νόμο με εντολή καταστροφής ναών και ιερών της αρχαίας θρησκείας. Όμως, όλα αυτά, δεν ήταν ούτε μια γενικευμένη τακτική έναντι των αρχαίων ναών, ούτε πολύ περισσότερο η στάση της Εκκλησίας.
Ο Χριστιανισμός αρχίζει να επικρατεί στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι: από τότε και στο εξής καταστράφηκαν οι αρχαίοι ναοί ή μήπως πολλοί απ' αυτούς ήταν ήδη κατεστραμένοι ή εγκαταλελειμμένοι; Γιατί, για να μιλήσει κανείς για καταστροφές αρχαίων ναών από τους χριστιανούς προ του Μ. Κωνσταντίνου είναι εξ ολοκλήρου παράλογο.
Σ' αυτό το ερώτημα έχουν απαντήσει ειδικοί και εγκρατείς των ιστορικών πραγμάτων επιστήμονες. Εμείς εδώ θα περιοριστούμε να επιστρατεύσουμε κείμενα που προέρχονται από τους ίδιους τους οπαδούς και εκπροσώπους του σύγχρονου πολυθεϊσμού, μέσα από τα οποία αποδεικνύεται περίτρανα, ότι πολλοί ναοί και Ιερά της αρχαίας ελληνικής θρησκείας είχαν υποστεί ολοκληρωτικές καταστροφές και βανδαλισμούς αιώνες πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού.

Και πρωτίστως, θα επικαλεσθούμε κείμενα επιφανούς εκπροσώπου του «Υπάτου Συμβουλίου των Ελλήνων Εθνικών», ο οποίος καίτοι τάσσεται μ' εκείνους που ισχυρίζονται, ότι oι χριστιανοί κατέστρεψαν τα αρχαία μνημεία, εν τούτοις, ομολογεί, καταγράφοντας Ιστορικά γεγονότα, ποια ήταν πράγματι η κατάσταση των αρχαίων ελληνικών Ιερών μερικούς αιώνες πριν ο Χριστιανισμός εδραιωθεί, ως η επικρατούσα θρησκεία. Και βεβαίως, η γνώμη του είναι ιδιαιτέρως βαρύνουσα, γι' αυτό θα μεταφέρουμε εδώ αυτούσια τα δικά του κείμενα.

Ο συγγραφέας, λοιπόν, στο τρίτομο έργο του «Υπέρ της των Ελλήνων νόσου», τόμ. Γ', «Η συρρίκνωση της αρχαίας ψυχής», (ο τρίτος τόμος του βιβλίου φέρει τόν υπότιτλο «Ες έδαφος φέρειν»), μας πληροφορεί ότι ήδη από τον 3ο π. Χ. αιώνα αρχίζει η καταστροφή ελληνικών πόλεων και ιερών από επιδρομείς. Επικαλούμενος τον Κυρ. Σιμόπουλο, γράφει ότι πρώτοι οι Αιτωλοί, τον 3ο π.Χ. αιώνα, «απογύμνωσαν ή κατέστρεψαν τα ιερά και τους τόπους λατρείας που αποτελούσαν τον κυριότερο συνδετικό ιστό, τον θρησκευτικό δεσμό μεταξύ των κρατουπόλεων... Το 219 π. Χ. ο στρατηγός της αιτωλικής Συμπολιτείας Σκόπας, κυριεύει το Δίον την ιερή πόλη των Μακεδόνων και καταστρέφει τα πάντα. Γκρεμίζει όλα τα κτίσματα, πυρπολεί και τους χώρους λατρείας. Τα ίδια και στο ιερό της Δωδώνης από τον στρατηγό των Αιτωλών Δωρίμαχο. Καταπάτησε κάθε ιερό και όσιο γράφει ο Πολύβιος»8.
Στην συνέχεια, ο Φίλιππος με τους Μακεδόνες του, σε αντίποινα, «πυρπόλησαν και κατεδάφισαν τα ιερά και ανέτρεψαν η κατέστρεψαν 2.000 ανδριάντες». Και δεν περιορίστηκαν μόνο στην Αιτωλία, αλλά προχώρησαν και στην Αττική, το 200 π. Χ., όπως εξιστορεί ο Λίβιος, όπου «Κατέστρεψαν και τα μνημεία και ανέσκαψαν τους τάφους διασκορπίζοντας τα οστά των νεκρών»9.
Ακολουθούν οι επιδρομές των Ρωμαίων, που κράτησαν δύο ολόκληρους αιώνες και έφεραν πράγματι «ες έδαφος» πόλεις, ναούς, ιερά και αγάλματα σε ολόκληρη την Ελλάδα. Το 194 π. Χ., ο Τίτος Φλαμίνιος, μετά την νίκη του κατά του Φιλίππου,«στέλνει καραβιές ολόκληρες από κλεμμένα μαρμάρινα και χάλκινα αγάλματα για να κοσμήσουν το θρίαμβο του στη Ρώμη»10.

Το 189 π.Χ., «ο Μάρκος Φούλβιος Νοβιλίορ λεηλατεί σύμφωνα με την καταγραφή του Πολύβιου την Αμβρακία συμπεριλαμβανομένων και των Ιερών της και στέλνει σα λάφυρα στη Ρώμη, αγάλματα, επιγραφές και θησαυρούς»11. Το 181 π.Χ., «η Σύγκλητος είχε ρίξει στην πυρά τα έργα των Πυθαγορείων»12.

Το 87 π.α.χ.χ.13, «ο άξεστος Σύλλας, καταστρέφει την Αθήνα που είχε συμπαραταχθεί με τον Μιθριδάτη, και αμέτρητα αγάλματα, πίνακες ζωγραφικής και θησαυροί, γίνονται αντικείμενα λεηλασίας και μεταφέρονται στη Ρώμη, συμπεριλαμβανομένης της ονομαστής βιβλιοθήκης του Απελλικώνος και του περίφημου πίνακα του Ζεύξιδος... Ο ίδιος άρπαγας στρατοκράτης ήταν επίσης αυτός που άρπαξε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς του Αλαλκομένειου ιερού της Βοιωτίας, έβαλε χέρι στα ιερά της Επιδαύρου... της Ολυμπίας και των Δελφών»14.

Το 55 π.α.χ.χ., «ο φοβερός Βέρρης... λεηλάτησε τα καλλιτεχνήματα και τους θησαυρούς όλης της νότιας Ελλάδας, έκλεψε το χρυσό από τον Ναό της Αθηνάς στην Αθήνα... άρπαξε από την Τένεδο το λατρευτικό άγαλμα του τοπικού ημίθεου Τέννητος, καταλήστεψε τον πανάρχαιο Ναό της Ήρας στη Σάμο, το Ναό της Αρτέμιδος στην Πέργαμο, λεηλάτησε όλα τα μνημεία της Ασπένδου στην Παμφυλία»15.
«Ο Αύγουστος... κλέβει από την Τεγέα και μεταφέρει στη Ρώμη το περίφημο άγαλμα της Αλέας Αθηνάς... Ο Καλιγούλας διάλεγε ελληνικές προτομές και πρόσταζε να τις αποκεφαλίζουν και να προσθέσουν σε αυτές το δικό του κεφάλι... Ο Νέρωνας, κλέφτης επίσης πεντακοσίων χάλκινων γλυπτών από τους Δελφούς...»16.

Συμπερασματικά, ο εν λόγω συγγραφέας μας πληροφορεί ότι οι Ρωμαίοι «μέσα σε λιγώτερο από δύο αιώνες τη μετέτρεψαν (την Ελλάδα) σε ερειπωμένη επαρχία τους, σε μια χώρα όπου "οι λίθοι μόνον" θύμιζαν "τη σεμνότητα και το μέγεθος της Ελλάδος" (Δίων Χρυσόστομος)». Και καταλήγει: «ο Παυσανίας (σσ. 2ος μ. Χ. αι.) ουσιαστικά θα δει και θα περιγράψει μια χώρα ερειπωμένη και ολιγάνθρωπη, της οποίας αρκετές πόλεις είναι ήδη έρημες, τα δε ιερά είναι κατά πλειοψηφία χορταριασμένα και με γκρεμισμένες τις στέγες... Ο Ρωμαίος ποιητής Γιουβενάλλης... θα γράψει επίσης και τα εξής:... Σήμερα δεν μπορείς να αρπάξεις από αυτούς, όταν πατήσεις το φτωχό τους τόπο, τίποτε άλλο από μερικά βόδια και φοράδες, τους εφέστιους Θεούς από το σπιτικό τους και κανένα περίεργο άγαλμα,αν έχει μείνει κανένα στα ιερά τους...»17.
Αυτά εξιστορεί με εθνικό πόνο ο εκπρόσωπος του Τ.Σ.Ε.Ε. και μας βρίσκει συμπάσχοντας, γιατί έχει απόλυτο δίκιο. Όμως, πως συμβιβάζονται όλα αυτά μ' εκείνα τα «αποφθεγματικά» που ακούσαμε πιο πάνω, ότι οι χριστιανοί «έκαψαν όσα βιβλία δεν τους βόλευαν, βεβήλωσαν τα ελληνικά ιερά, κομμάτιασαν τα αγάλματα, γκρέμισαν τους ελληνικούς ναούς, καταλήστεψαν τον εθνικό πληθυσμό», και ότι η Ορθοδοξία προσέφερε «Την καταστροφή όλων των ναών, των έργων τέχνης και των βιβλιοθηκών»;
Παρόμοιες «ομολογίες» συναντάμε και σε άλλα περιοδικά. Επιλεκτικά μεταφέρουμε εδώ δύο ακόμη αντιπροσωπευτικά κείμενα που προέρχονται από περιοδικά του «νεοεθνικού» νεοπολυθεϊστικού «χώρου»: «Οι πληροφορίες που παραδίδουν ο Παυσανίας, ο Στράβων και ο Πολύβιος για τις εκτεταμένες επιχειρήσεις αρπαγής ελληνικών έργων τέχνης εντυπωσιάζουν, όσον αφορά στους αριθμούς και την αξία των μνημείων, που μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Πεντακόσια αγάλματα από τους Δελφούς, τρεις χιλιάδες από τη Ρόδο και εκατοντάδες γλυπτά και έργα ζωγραφικής από την Κόρινθο έγιναν λεία κατακτητών. Ό,τι είχε απομείνει μέχρι την επικράτηση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Βυζαντίου, έγινε στόχος για καταστροφή από το νέο μισελληνικό καθεστώς, με την ανοχή και τις ευλογίες του οποίου «αλώνιζαν» ορδές βαρβάρων και λαφυραγωγούσαν, ό,τι εύρισκαν στο δρόμο τους. Εκτός απ' αυτούς όμως και οι χριστιανοί του ελλαδικού χώρου δεν ήταν άμοιροι μιαρών πράξεων. Όχι μόνον κατέστρεφαν κτήρια και ακρωτηρίαζαν αγάλματα, αλλά πωλούσαν "δι' ολίγα τάλλαρα" τα τεμάχιά τους σε ξένους επισκέπτες»18.

Τα ίδια επαναλαμβάνει και άλλο περιοδικό του «χώρου»: «Η λεηλασία του Ελληνικού πολιτισμού προσλαμβάνει δραματικές διαστάσεις επί Νέρωνος, ο οποίος "Πεντακόσιας θεών τέ αναμίξ αφείλετο και ανθρώπων εικόνας χαλκάς" (Παυσανίας, Φωκικά 71). Μεταξύ των κλοπιμαίων ήσαν και η πασίγνωστη Κόρη του Anzio, η Κασσάνδρα, ο έρως του Πραξιτέλους, ο θνήσκων Γαλάτης, ο ο Απόλλων του Σκόπα, η «εύκνημα» Αμαζόνα του Στρογγυλίωνος και ένα μικρό άγαλμα του Αλεξάνδρου, το οποίο είχε επιχρύσωση... Οι αυτοκράτορες και οι πλούσιοι Ρωμαίοι, αφού πρώτα έσβηναν τα επιγράμματα από τις βάσεις των αγαλμάτων, έκοβαν τα κεφάλια και στη θέση τους έβαζαν το μαρμάρινο ομοίωμα του δικού τους κεφαλιού»19.

Ας σημειωθεί, ότι η μαρτυρία του Παυσανία πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαιτέρως βαρύνουσα, αφού το έργο του «Περιήγησις της Ελλάδος», έχει γραφεί μεταξύ των ετών 160 και 180 μ. Χ.

Αυτά, λοιπόν, μας πληροφορούν οι ίδιοι οι εκπρόσωποι των ελληνικών «νεοεθνικών» ρευμάτων, οι όποιοι στη συνέχεια καταγγέλλουν τον Χριστιανισμό ως τον μοναδικό διώκτη και καταστροφέα αρχαίων ναών, αγαλμάτων και βιβλιοθηκών. Δηλαδή, οι Ρωμαίοι δεν κατέστρεψαν τους αρχαίους ναούς αφήνοντας «μόνον τους λίθους»; Οι ρωμαίοι αυτοκράτορες δεν αποκεφάλιζαν τα αγάλματα για να αντικαταστήσουν τις κεφαλές τους με τα ομοιώματα των δικών τους «άμυαλων» κεφαλών; Δεν έκαψαν βιβλία και βιβλιοθήκες20, δεν έφεραν «ες έδαφος» τα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης, αλλά και αυτόν το ίδιο τον ελληνικό πολιτισμό; Και όλα αυτά τα έκαναν μόνον οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες και οι χριστιανοί; Αν είναι δυνατόν αυτό να λέγεται ιστορία και αντικειμενικότητα!
Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι Χριστιανοί, μέχρι και τις ημέρες του Μ. Κωνσταντίνου, όχι μόνον βρίσκονταν κάτω από φρικτούς και αιματηρούς διωγμούς, που ανέδειξαν 11 εκατομμύρια μάρτυρες της Πίστεως μέσα στους τρεις πρώτους χριστιανικούς αιώνες, αλλά και αποτελούσαν τον 4ο μ. Χ. αιώνα το 5% μόνον του πληθυσμού της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ποσοστό που δεν άλλαξε σημαντικά ακόμη και τους πρώτους χρόνους μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού. Διερωτάται κανείς: άραγε τον 4ο αιώνα, που άρχισε να επικρατεί ο Χριστιανισμός, όλοι αυτοί οι κατεστραμένοι ναοί, τα ιερά, και τα αγάλματα είχαν πάλι ανακατασκευαστεί;
Η ιστορική αλήθεια όμως είναι ότι, όσοι σώζονται από τους αρχαίους ναούς οι περισσότεροι το οφείλουν στο γεγονός ότι πέρασαν στη χρήση των Χριστιανών. Αν σώζεται σήμερα ο Παρθενώνας το σπουδαιότερο αρχαιοελληνικό μνημείο ο ναός του Ηφαίστου (Θησείο), το Ερεχθείο, το ωρολόγιο του Κυρρήστου και τόσοι άλλοι ναοί στον Ελλαδικό χώρο και έξω απ' αυτόν, αυτό οφείλεται στο ότι μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς. Πολλά δε από τα αριστουργήματα τέχνης που διασώθηκαν και κυρίως αγάλματα, οφείλουν τη διάσωση τους στη μεταφορά τους στην Κωνσταντινούπολη για τη διακόσμησή της.

Παρατηρεί ο κ. Ιωάν. Τσέντος: «Οι Βυζαντινοί φύλασσαν όλους αυτούς τους θησαυρούς ευλαβικά, και τους θεωρούσαν στολίδι της πρωτεύουσάς τους, πράγμα που αποδεικνύει πρώτον μεν ότι δεν έτρεφαν αυτό το υποτιθέμενο μίσος προς ό,τι το αρχαίο, αλλά θεωρούσαν αυτά τα αγάλματα μέρος της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, και δεύτερον ότι είχαν την αισθητική που τους επέτρεπε να εκτιμήσουν την ομορφιά και την αξία τους... δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς πως όποιο μνημείο τον αρχαίου ελληνικού πολιτισμού σώζεται σήμερα στην Ελλάδα, οφείλει τη σωτηρία του στην προστατευτική ασπίδα τον Βυζαντίου»21.

Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να καταλογισθεί η ευθύνη των σημερινών ερειπίων αρχαίων ναών στους Χριστιανούς. Μήπως δεν υπάρχουν σήμερα και αναρίθμητοι Χριστιανικοί ναοί ερειπωμένοι ή εξαφανισμένοι; Από τα μέσα του 4ου αι. έως και τον 6ο αι. μ. Χ., μόνο στην Αθήνα και τα περίχωρα, υπήρχαν είκοσι δύο χριστιανικές Βασιλικές. Πολλές απ' αυτές είναι γνωστές σήμερα μόνον από τα ερείπιά τους. Ασφαλώς οι παλαιοχριστιανικές αυτές Βασιλικές δεν οφείλουν την ερήμωσή τους σε αντιχριστιανικούς διώκτες και καταστροφείς. Ο χρόνος, η φθορά, τα φυσικά φαινόμενα συνετέλεσαν στην ερήμωσή τους, καίτοι οι χριστιανοί που τις οικοδόμησαν, όχι μόνον υπήρχαν τότε για να τους χρησιμοποιήσουν στη λατρεία τους, αλλά και αποτέλεσαν πλέον το μόνο θρησκευτικό στοιχείο της Ελλάδος. Ως παραδείγματα μερικών από τις πολλές ερειπωμένες παλαιοχριστιανικές Βασιλικές, που δεν υπάρχουν σήμερα, αναφέρομε τις Βασιλικές της Αγ. Τριάδος (δυτικά του Παρθενώνα), του Ασκληπιείου (νότια του βράχου της Ακρόπολης), του Αγ. Διονυσίου του Αρεοπαγίτη (δυτικά της Ακρόπολης), του Ιλισσού (ανατολικά των Στηλών του Ολυμπίου Διός Αρδηττού), του Ολυμπιείου (βόρεια των Στήλων του Ολυμπίου Διός), της Παναγιάς της Πέτρας (στον Ιλισσό) κ.α.22.

Θέλουν να αγνοούν, δηλαδή, οι σύγχρονοι «παγανιστές» ότι οι περισσότεροι αρχαίοι ναοί, όπως και οι παλαιοχριστιανικοί αργότερα, καταστράφηκαν από κατακτητές, από πολεμικές συγκρούσεις, από λεηλασίες και πυρκαγιές, από σεισμούς και θεομηνίες και άλλα φυσικά φαινόμενα.
Οι ισχυρισμοί όμως των σημερινών πολυθεϊστών, αποδεικνύονται μεροληπτικοί, αντιϊστορικοί, προκατειλημμένοι, και αστήρικτοι. Γενικεύουν αυθαίρετα ακραία και μεμονωμένα περιστατικά και διαστρεβλώνουν βάναυσα την ιστορική αλήθεια. Επαναλαμβάνομε, ότι δεν αρνούμαστε περιπτώσεις βίαιης συμπεριφοράς και φανατισμού από μέρους του Χριστιανικού όχλου και καταστροφές ναών και αγαλμάτων. Υπάρχουν περιπτώσεις που οι καταπιεσμένοι Χριστιανοί κατέστρεψαν αρχαίους ναούς και αγάλματα. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να γενικοποιούμε τα πράγμα τα και να αποδίδουμε την φυσική φθορά της αρχαιοελληνικής θρησκείας και των ιερών της σε μια τακτική και σ' ένα «σχέδιο» του Χριστιανισμού για την επικράτησή του.
Όπως σημειώνει ο κ. Ιωάν. Τσέντος, «είναι εντελώς σαφές ότι κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενον να υπήρξαν εκείνη την εποχή και κάποιες εκδηλώσεις φανατισμού. Ο ισχυρισμός όμως ότι οι χριστιανοί και το Βυζάντιο προέβησαν φερ' ειπείν σε συστηματική καταστροφή των αρχαίων αγαλμάτων, αποτελεί ασύστολο ψεύδος»23.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος παρατηρεί:«Οπωσδήποτε, οι καταστροφές των ειδωλολατρικών ναών στην Ελλάδα δεν οφείλονταν σε θρησκευτικές συγκρούσεις. Η Ελλάδα είχε σε πολύ μεγάλο βαθμό ρημάξει και καταστραφεί, πριν την αναγνώριση του χριστιανισμού ως θρησκείας, όταν ακόμη οι χριστιανοί ήσαν θύματα μεγάλων διωγμών ή και δεν είχαν καν εμφανισθεί στην ιστορία. Ήδη στην ελληνιστική εποχή, δεν είναι λίγες οι πόλεις που είχαν μετατραπεί σε μικρή ομάδα χαμόσπιτων, με σπασμένα αγάλματα και ερειπωμένους ναούς».
«Το μαντείο της Δωδώνης είχε σταματήσει προ πολλού να λειτουργεί και ήταν ερείπια, μας πληροφορεί ο Στράβων στα Γεωγραφικά του, τα οποία είχαν ήδη ολοκληρωθεί περίπου το 7 π.Χ. Ο Στράβων, επισημαίνει μάλιστα ότι όχι μόνο το μαντείο της Δωδώνης, αλλά και όλα τα άλλα μαντεία της Ελλάδος είχαν ουσιαστικά σβήσει στα χρόνια του»24.
Ο καθηγητής κ. Βασ. Μπακούρος σημειώνει: «Όπως αποδεικνύει η έγκυρη επιστημονική έρευνα με βάση αρχαιολογικά ευρήματα (...., βλ. Ν. Παπαχατζή, Η θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1996) τα περισσότερα ειδωλολατρικά ιερά ή ναοί δεν καταστράφηκαν ούτε μετασκευάστηκαν σε χριστιανικά τεμένη, απλώς εγκαταλείφθηκαν»25.
Και ο π. Γεώργ. Μεταλληνός υπογραμμίζει: «Τις παρατηρούμενες καταστροφές αποδίδουν οι αρχαιολόγοι στους σεισμούς, τις βαρβαρικές επιδρομές (4ο - 6ο αι.) και την εγκατάλειψη. Τα αρχαία μνημεία των Αθηνών και των Δελφών έμειναν απείραχτα από τους χριστιανούς. Η μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες δείχνει περίτρανα τη συνείδηση της ιστορικής συνέχειας. Όσο και αν αυτό δεν ικανοποιεί τους σημερινούς αρχαιολάτρες26».
Σε επιστολή του προς τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, ο αρχαιολόγος Άγγ. Χωρέμης γράφει: «Αυτό που πράγματι έγινε είναι καταστροφές και ακρότητες σε τοπικό επίπεδο, από φανατικούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες, κυρίως εναντίον αγαλμάτων αρχαίων θεοτήτων με συνηθέστερο το φαινόμενο της ρινοκοπής και καταστροφής των προσώπων. Οι άνθρωποι αυτοί εξαγρίωναν τον όχλο, πράγμα όχι δύσκολο, αν σκεφτούμε ότι μόλις 75-80 χρόνια χώριζαν την εποχή αυτή από τους φοβερούς διωγμούς των Διοκλητιανού και Γαλερίου (+311) και 55-60 χρόνια από τον "ηπιότερο" διωγμό τον Λικινίου (310-324), τον εξαγριωμένο αυτόν όχλο τον εξαπέλυαν να κάψει και να καταστρέψει ο,τιδήποτε "εθνικό" εύρισκε μπροστά του. Αυτό όμως ουδέποτε υπήρξε πολιτική τον Μεγάλου Θεοδοσίου και, όταν έγινε, προσπάθησε να το σταματήσει και να το θεραπεύσει»27.
Κλείνομε την σύντομη αυτή επισκόπηση με τις επισημάνσεις του κ. Θαν. Παπαθανασίου, σε εμπεριστατωμένη μελέτη του δημοσιευμένη στο περιοδικό «Σύναξη». Μεταξύ των άλλων, γράφει: «σε όλο το σώμα των ιερών κανόνων... απουσιάζουν απολύτως κανόνες που να επιβάλλουν τον "εκχριστιανισμό" των εθνικών και σχεδόν απολύτως κανόνες που να επιτάσσουν την καταστροφή των παγανιστικών ιερών». Για τις διατάξεις νη' και πδ' της Συνόδου της Καρθαγένης (419 μ.Χ.), με τις οποίες ζητείται από τους βασιλείς να εξαλείψουν «τα εγκαταλείμματα των ειδώλων τα κατά πάσαν την Αφρικήν», παρατηρεί ότι «πρόκειται για τοπικού χαρακτήρα πρωτοβουλία, που αφορούσε συγκυρίες της λατινικής Εκκλησίας στη Βόρεια Αφρική». Η ίδια σύνοδος, εξ' άλλου, ζητούσε από τους επισκόπους να καταστρέψουν και τα «χριστιανικά ναΐδρια», που είχαν ανεγερθεί αυθαίρετα από δεισιδαίμονες χριστιανούς (κανών πγ')28.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι εθελοτυφλούν, οι σύγχρονοι «εθνικοί», προσπαθώντας επίμονα να βρουν οργανωμένο «σχέδιο» των Χριστιανών για την καταστροφή των αρχαίων ναών και μεθοδεύσεις.


1. Περιοδ. «Διϊπετές», τ. 31, σ. 34δ.
2. Στο ίδιο, τ. 43, σ. 36.
3. Περιοδ. «Άβατον», τ. 6, σ. 44.
4. Μάρ. Πλωρίτης, εφημ. «Το Βήμα», 11.6.2000.
5. Περιοδ. «Διϊπετές», τ. 27, σσ. 2627. Βλ. και περιοδ. «Απολλώνειο Φως», τ. 70, σ. 66.
6. Βλ. Στεφ. Μυτιληναίου, Ο Μονοθεϊσμός στην αρχαία Ελλάδα..., σσ. 11 εξ.
7. Βλ. περισσότερα και αναίρεση αυτού του ισχυρισμού στο Στ. Φανού, Οδηγός βιβλίων για την αρχαία Ελλάδα, τόμ. Β', σσ. 318 εξ.
8. Βλ. Ρασσιά, Υπέρ της των Ελλήνων νόσου, τόμ Β', Η συρρίκνωση της αρχαίας ψυχής, σ. 50.
9. Αυτόθι, από το βιβλίο του Κυρ. Σιμόπουλου, Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Ύποτέλεια, Αθήνα, 1990.
10. Αυτόθι, σ. 58.
11. Αυτόθι, σ. 60.
12. Αυτόθι.
13. Πριν. απαρχήν. χριστιανικής. χρονολογίας.
14. Αυτόθι, σ. 61, (υπογραμμίσεις δικές μας).
15. Αυτόθι.
16. Αυτόθι, σ. 62.
17. Αυτόθι, σσ. 6263, (και δικές μας υπογραμμίσεις).
18. Μάρ. Μαμανέα, Η λεηλασία μιας αμύθητης καλλιτεχνικής κληρονομιάς. Η αργυρολογία και απολιτισιά των Ρωμιών, περιοδ. «Δαυλός», τ. 241, σσ. 155-534.
19. Βασ. Μισύρη, Οι βάρβαροι κτυπάνε την Ελλάδα, «Ές έδαφος φέρειν», περιοδ. «Ιχώρ», τ. 27, σ. 52.
20. Για την τύχη των Βιβλιοθηκών, βλ. άρθρο: Έκαψαν οι Χριστιανοί την περίφημη Βιβλιοθήκην της Αλεξάνδρειας από μένος, μίσος και λύσσαν κατά της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας;, περιοδ. «Εκ του περισσού της καρδίας», διμην. περιοδικόν φυλλάδιον Ι. Ν. Αγ. Στεφάνου Ν. Ιωνίας, τ. 28.
21. Ιωάν. Τσέντου, Χριστιανισμός και αρχαία ελληνική τέχνη, περιοδ. «Ακτίνες», τ. 624, σσ. 256257.
22. Βλ. ένθετο του περιοδικού «Τόλμη», «Παλαιοχριστιανικές Βασιλικές Αθηνών». Και π. Βασ. Γεωργόπουλου, Οι νεοπαγανιστικές φαντασιώσεις και τα ιστορικά δεδομένα, μέρη Η' και Θ', εφημερ. «Στύλος Ορθοδοξίας», α.φ. 89, 90.
23. Ένθ. ανωτ. σ. 255.
24. Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη Αρχιεπ. Αθηνών, Ελληνισμός προσήλυτος. Η μετάβαση του Ελληνισμού από την αρχαιότητα στο χριστιανισμό, σ. 111.
25. Βασ. Μπακούρου, Απάντηση σε επιστολές, περιοδ. «Τρίτο Μάτι», τ. 93, ένθετο σ. 9.
26. π. Γεωργ. Μεταλληνού, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, σ. 132.
27. Αυτόθι, σ. 158.
28. Θαν. Παπαθανασίου, (Αυτο)Κριτική ερμηνεία της καταστροφής παγανιστικών ιερών από χριστιανούς, περιοδ. «Σύναξη», τ. 69, σ. 63.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2008, ΤΕΥΧΟΣ 53

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

Πα­να­γι­ώ­τη Στ. Μαυ­ρo­ει­δῆ
Ἱ­στο­ρι­κοῦ

Ἡ ἐ­νί­σχυ­ση τοῦ κύ­ρους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἡ βά­ση γι­ὰ τὴν ἀ­να­γέν­νη­ση τοῦ Ἔ­θνους. Αὐ­τὸ το­νί­ζει σὲ βα­ρυ­σή­μαν­τη ἐγ­κύ­κλι­ο ἐ­πι­στο­λὴ ποὺ ἀ­πέ­στει­λε πρὸς τοὺς Ἕλ­λη­νες στὶς 18 Ἀ­πρι­λί­ου 1819 ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στρι­ας.

Προ­φη­τι­κὸς ὁ λό­γος τοῦ Κυ­βερ­νή­τη τῆς Ἑλ­λά­δας ποὺ γρά­φε­ται δύ­ο χρό­νι­α, πρὶν ξε­σπά­σει ἡ Ἐ­πα­νά­στα­ση τῆς Πα­λιγ­γε­νε­σί­ας καὶ ἐν­νι­ὰ χρό­νια­ προ­τοῦ κλη­θεῖ νὰ κυ­βερ­νή­σει τὸ μι­κρὸ, ἀλ­λὰ ἐ­λεύ­θε­ρο Ἑλ­λη­νι­κὸ κρά­τος.

Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἀ­πευ­θύ­νε­ται στοὺς «ἀ­δελ­φούς του» Ἕλ­λη­νες, ὡς σὲ παι­δι­ὰ τῆς «Ἁ­γί­ας μας Μη­τέ­ρας Ἐκ­κλη­σί­ας». Τοὺς συ­νι­στᾶ νὰ ἀ­γα­ποῦν μό­νο τὸ κα­λὸ καὶ νὰ μὴν κοι­τά­ζουν μό­νο τὸ προ­σω­πι­κὸ συμ­φέ­ρον. Τοὺς λέ­ει νὰ βελ­τι­ώ­σουν τὴ ζω­ή τους καὶ νὰ ἑ­τοι­μα­σθοῦν γι­ὰ τὰ με­γά­λα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα ποὺ προ­σφέ­ρει ἕ­νας ἠ­θι­κὸς καὶ χρι­στι­α­νι­κὸς πο­λι­τι­σμός.

Τοὺς συ­νι­στᾶ ἀ­κό­μη νὰ καλ­λι­ερ­γή­σουν τὰ γράμ­μα­τα, δι­ό­τι ἔτ­σι θὰ γί­νουν οἱ πο­λί­τες ἄ­ξι­οι τοῦ σε­βα­σμοῦ καὶ τῆς ἐμ­πι­στο­σύ­νης τῆς Πο­λι­τεί­ας καὶ βαθ­μι­αί­ως ἡ Πο­λι­τεί­α θὰ μά­θει νὰ σέ­βε­ται καὶ νὰ ἀ­κού­ει καὶ νὰ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τοὺς πο­λί­τες της. Οἱ Ἕλ­λη­νες πρέ­πει νὰ ἀ­σχο­λη­θοῦν ἀ­πο­κλει­στι­κὰ μὲ τὴν ἠ­θι­κὴ καὶ ἀν­θρω­πι­στι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση, γι­α­τί χω­ρὶς αὐ­τὴν κά­θε ἄλ­λο ἀν­τι­κεί­με­νο μόρ­φω­σης εἶ­ναι μά­ται­ο καὶ κά­θε ἐρ­γα­σί­α ἐ­πι­κίν­δυ­νη. Καὶ ἡ ἠ­θι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση θὰ πρέ­πει νὰ ξε­κι­νή­σει, κα­τὰ τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α, ἀ­πὸ τὴν κα­τάρ­τι­ση τοῦ κλή­ρου.

Κα­τὰ τὴν ἄ­πο­ψή του, τὸ τε­ρά­στι­ο κῦρος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­νι­σχυ­μέ­νο μὲ τὴν κα­τάρ­τι­ση καὶ τὸ ἦ­θος τῶν κλη­ρι­κῶν της θὰ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἐγ­γύ­η­ση τῆς συ­νέ­χει­ας τοῦ Ἔ­θνους. Ἔτ­σι ἔ­βλε­πε ὁ Κυ­βερ­νή­της τὴν Ἑλ­λά­δα μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πα­ρά­δο­ση καὶ τὴν κλη­ρο­νο­μι­ά της. Καὶ πα­ρα­κά­τω γρά­φει πὼς τὸ Ἔ­θνος ὀ­φεί­λει ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὴ ἀ­φο­σί­ω­ση στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, γι­α­τί ἔτ­σι θὰ προ­ο­δεύ­σει.

Τὸ δεύ­τε­ρο ποὺ ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας συ­νι­στᾶ εἶ­ναι ἡ κα­τάρ­τι­ση τῶν νέ­ων σὲ θέ­μα­τα ἐ­πι­χει­ρή­σε­ων καὶ στὸ ἐ­λεύ­θε­ρο ἐ­πάγ­γελ­μα καὶ ἐμ­πό­ρι­ο. Καὶ συ­νι­στᾶ οἱ νέ­οι γι­ὰ τὴν ἠ­θι­κὴ ζω­ὴ νὰ με­τα­βαί­νουν στὴ Ρωσ­σί­α ὅ­που ἡ Ἐκ­κλη­σί­α συμ­βάλ­λει ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ στὴν εὐ­η­με­ρί­α τῆς χώ­ρας καὶ στὴν πρό­ο­δο τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ της. Ἀλ­λὰ ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὶς ἐ­πι­στῆ­μες, τὶς τέ­χνες καὶ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α στὸ ἐ­πι­χει­ρεῖν καὶ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν ἱ­κα­νο­τή­των στὸ ἐμ­πό­ρι­ο καὶ τὴν πα­ρα­γω­γή, συ­νι­στᾶ οἱ νέ­οι νὰ πᾶ­νε σὲ χῶ­ρες ποὺ δι­α­κρί­νον­ταν γι­ὰ τὶς ἐ­πι­δό­σεις τους στοὺς το­μεῖς αὐ­τοὺς ὅ­πως ἦ­ταν καὶ εἶ­ναι οἱ ΗΠΑ, ἡ Ἀγ­γλί­α καὶ ἡ Ἑλ­βε­τί­α.

Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­α­ς  θε­ω­ροῦ­σε ὅ­τι οἱ Ἕλ­λη­νες ἔ­χουν με­γά­λες ἱ­κα­νό­τη­τες στὸ ἐμ­πό­ρι­ο καὶ τοὺς συμ­βού­λευ­σε νὰ ἀ­να­πτυ­χθεῖ σὲ κά­θε μι­κρὴ Κοι­νό­τη­τα μί­α μα­γι­ὰ ἀ­πὸ χρή­μα­τα καὶ νὰ ἐ­πι­λε­γοῦν ἄν­θρω­ποι μὲ εὐ­αι­σθη­σί­ες, μὲ ἦ­θος κι ἱ­κα­νό­τη­τες γι­ὰ νὰ δι­α­χει­ρι­στοῦν τὴν πε­ρι­ου­σί­α αὐ­τὴ καὶ νὰ τὴν αὐ­ξή­σουν. Τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α λοι­πὸν στὶς ἐ­πι­χει­ρή­σεις ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας τὴν ἔ­βλε­πε ὡς πα­ράλ­λη­λη μὲ τὴν ἀ­φο­σί­ω­ση στὴ Ἐκ­κλη­σί­α καὶ μὲ τὴν ἀ­πό­κτη­ση δι᾿ αὐ­τῆς ἐν­τί­μου καὶ ὑ­γι­οῦς φρο­νή­μα­τος.

Τέ­λος, ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στρι­ας προ­ει­δο­ποι­εῖ ὅ­τι ἂν οἱ Ἕλ­λη­νες δὲν ἀ­κο­λου­θή­σουν αὐ­τὴ τὴ γραμ­μή, τῆς ἀ­φο­σί­ω­σης στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τῆς ἐ­πί­δο­σης στὴν ἐκ­παί­δευ­ση, στὶς ἐ­πι­στῆ­μες, τὶς τέ­χνες καὶ τὸ ἐμ­πό­ρι­ο, τό­τε οἱ θυ­σί­ες τους θὰ πᾶ­νε χα­μέ­νες καὶ δυ­στυ­χί­α θὰ προ­στε­θεῖ στὴν Ἑλ­λά­δα. Γι­α­τί ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ ἡ εὐ­η­με­ρί­α, κα­τὰ τὴ γνώ­μη του, ἔρ­χε­ται μὲ τὸ νὰ ἀ­παλ­λα­γεῖ ὁ Ἕλ­λη­νας ἀ­πὸ μά­ται­ες φι­λο­δο­ξί­ες καὶ ἀ­πὸ ἰ­δι­ο­τε­λῆ συμ­φέ­ρον­τα καὶ νὰ ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ στὰ συμ­φέ­ρον­τα μό­νο τῆς γε­νέ­θλι­ας γῆς του. Καὶ ὁ­λο­κλη­ρώ­νει τὴν ἐγ­κύ­κλι­ο ἐ­πι­στο­λὴ του το­νί­ζον­τας ὅ­τι ἐλ­πί­ζει πὼς δὲν θὰ ὑ­πάρ­ξει ὁ κίν­δυ­νος νὰ ἔ­χει καὶ ἄλ­λα δει­νὰ ἡ Πα­τρί­δα, δι­ό­τι «οἱ συ­νέ­πει­ες τῶν λα­θῶν τῶν προ­η­γου­μέ­νων γε­νε­ῶν με­τροῦν ἀ­κό­μη στὶς κε­φα­λὲς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἔ­θνους». Τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη συμ­βο­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στὴν ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ εὐ­η­με­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δος τὴν πα­ρα­δέ­χον­ται καὶ Τοῦρ­κοι εἰ­δι­κοὶ ἐ­πι­στή­μο­νες, ἀλ­λὰ τὴν ἀρ­νοῦν­ται οἱ δι­κοί μας «δι­α­νο­ού­με­νοι»… Ἀ­να­φέ­ρει ὁ κα­θη­γη­τὴς Ἀν­τνὰν Ἐκ­σιγ­κὶλ ὅ­τι σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὸ Ἰσ­λάμ, τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ ρό­λος ἦ­ταν ἀρ­νη­τι­κὸς στὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ Τουρ­κι­κοῦ Ἔθνους-κρά­τους, στὴν Ἑλ­λά­δα «ἡ Θρη­σκεί­α ἔ­παι­ξε ἕ­να ρό­λο μᾶλ­λον θε­τι­κὸ καὶ κα­θο­ρι­στι­κὸ στὴν ἀ­νά­πτυ­ξή της». Καὶ συμ­πλη­ρώ­νει: «Ἀ­να­λο­γι­σθεῖ­τε τοὺς πο­λυ­ά­ριθ­μους Ἕλ­λη­νες ἥ­ρω­ες ποὺ ἦ­ταν ἱ­ε­ρεῖς καὶ ἄν­θρω­ποι τῆς Θρη­σκεί­ας. Οἱ Τοῦρ­κοι δὲν ἔ­χουν κα­μμί­α ἀ­νά­λο­γη θρη­σκευ­τι­κὴ μορ­φὴ στὴν ἱ­στο­ρί­α τους».