ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΛΟΥΚΑΡΙΣ: Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΠΟΥ ΠΑΛΕΨΕ ΓΙΑ ΝΑ ΑΦΥΠΝΙΣΕΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣ


Μια καλοκαιρινή ημέρα του 1638, κάποιοι ψαράδες στη Θάλασσα του Μαρμαρά αντίκρισαν ένα πτώμα να επιπλέει στο νερό. Κοιτώντας προσεκτικότερα, διαπίστωσαν με φρίκη ότι η στραγγαλισμένη σορός ανήκε στον οικουμενικό πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, την κεφαλή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αυτό έμελλε να είναι το τραγικό τέλος του Κύριλλου Λούκαρι, μιας εξέχουσας θρησκευτικής και πνευματικής φυσιογνωμίας του 17ου αιώνα που έμοιαζε θύμα μιας σκοτεινής εποχής ζυμώσεων και φανατισμένης μισαλλοδοξίας.
Ο μεγάλος ιεράρχης δεν έζησε αρκετά για να δει το όνειρο της ζωής του, την έκδοση της μετάφρασης της Αγίας Γραφής στην καθομιλουμένη ελληνική, να γίνεται πραγματικότητα. Ούτε το δεύτερο μεγάλο όνειρό του, την επιστροφή της Εκκλησίας στην «απλότητα του Ευαγγελίου», θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Σε πείσμα μάλιστα των τόσων αγώνων και των επίμονων προσπαθειών του.
Ο Κύριλλος ο Κρης δυστύχησε να ζήσει σε μια από τις σκοτεινότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, την οποία φώτισε ωστόσο με το ποιμαντικό και πνευματικό του έργο όταν ανέβηκε στον οικουμενικό πατριαρχικό θρόνο. «Ουδέποτε ίσως», εξομολογείται ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», «το αξίωμα του οικουμενικού πατριάρχη ανεδείχθη λαμπρότερο ή επί Κυρίλλου Α' του Λουκάρεως επί δώδεκα περίπου έτη εκ διαλειμμάτων πατριαρχήσαντος».
Ως μια από τις κορυφαίες μορφές της νεοελληνικής ιστορίας, ο πρώτος οικουμενικός πατριάρχης με πανεπιστημιακή μόρφωση και προοδευτικές ιδέες φρόντισε ιδιαίτερα για την πνευματική αναβάθμιση λαού και κλήρου, ιδρύοντας σχολεία και τυπογραφεία. Με τη δική του πρωτοβουλία, άρχισε να μεταφράζεται για πρώτη φορά η Καινή Διαθήκη στην απλή γλώσσα του λαού, γεγονός τολμηρότατο για τα χρόνια εκείνα.
Μέσα σε δεκάξι χρόνια, πέντε φορές κατέβηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και άλλες τόσες ξανανέβηκε, έπειτα από απαίτηση λαού και κλήρου, καθώς αμφότεροι αναγνώριζαν στο πρόσωπό του τον γνήσιο ποιμένα, τον φωτισμένο άνθρωπο και τον λόγιο συγγραφέα.
Οι εχθροί του πολλοί και ισχυροί και ο Λούκαρις έφτασε κάποια στιγμή να μοιάζει προδότης της Ορθοδοξίας, παραδεχόμενος στην «Ομολογία Πίστεως» κάποιες θέσεις επικινδύνως κοντά στο δόγμα των διαμαρτυρόμενων. Τον κατηγορούσαν τώρα πως ήταν κρυφο-προτεστάντης! Ο θεοσεβούμενος αυτός ορθόδοξος διαβαλλόταν ως αιρετικός, παρά την ευλάβειά του για την ορθόδοξη πίστη και τους τόσους αγώνες για τη διατήρησή της!
Οι έντονες ζυμώσεις και έριδες καθολικών και διαμαρτυρομένων στη Δυτική Ευρώπη και η προπαγάνδα αμφότερων στην Ανατολή προκάλεσαν ένα κλίμα ποικιλότροπων αντιδράσεων και επιδράσεων στα πνεύματα των ορθόδοξων θεολόγων 16ου και ιδίως 17ου αιώνα. Την ώρα που η Ορθόδοξη Εκκλησία συγκλονίζεται από τη σφοδρότητα των νέων κυμάτων και εκτίθεται στην ξενόφερτη θύελλα, κληρικοί και θεολόγοι οφείλουν όχι μόνο να πάρουν θέση, αλλά και να αγωνιστούν τις αντίπαλες δόξες.
Μέσα σε ένα τέτοιο ολότελα εχθρικό κλίμα έδρασε ο ευφυής και μορφωμένος Κύριλλος Λούκαρις, μελετώντας τις νέες θρησκευτικές ιδέες και διαμορφώνοντας το πλαίσιο μιας Ορθοδοξίας πιο κοντά στην απλότητα του πνεύματος της Αγίας Γραφής. Η μαχητική ορμή του θα αποτελέσει μια από τις πιο λαμπρές ποιμαντικές και πνευματικές εκδηλώσεις της Ορθοδοξίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, λειτουργώντας ως προδρομικό μήνυμα της εποχής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Η προσφορά του στα πράγματα τόσο της Εκκλησίας όσο και του ελληνικού έθνους ήταν αναντίρρητη...

Πρώτα χρόνια

Ο Κωνσταντίνος Λούκαρις που θα έμενε γνωστός με το θρησκευτικό του Κύριλλος ο Κρης γεννιέται στις 13 Νοεμβρίου 1572 στον ενετοκρατούμενο Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης «ἐκ γονέων περιφανῶν ἐλευθέρων, ἔν τε τῇ Πολιτείᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περιβλέπτων». Ο πατέρας του ήταν ιερέας και φρόντισε να λάβει ο γιος του καλή εκκλησιαστική παιδεία, στέλνοντάς τον να μαθητεύσει στο σχολείο του Μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης, δίπλα στον φωτισμένο ιερομόναχο Μελέτιο Βλαστό.
Ολοκληρώνοντας την εγκύκλια εκπαίδευση, ο μελετηρός και γερός στα γράμματα νεαρός μεταβαίνει το 1584 στη Βενετία για να ανοίξει τους ορίζοντές του. Εκεί θα τον πάρει υπό την προστασία του ο επίσκοπος Κυθήρων, Μάξιμος ο Μαργούνιος, ο οποίος χρημάτισε και δάσκαλός του. Το 1588 αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κρήτη λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε η οικογένειά του, έναν χρόνο μετά επέστρεψε ωστόσο στην Ιταλία και γράφτηκε στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου διδάχθηκε φιλοσοφία και θεολογία.
Τελειώνοντας τις σπουδές του στο σπουδαίο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ιταλίας, περιπλανήθηκε σε Ελβετία, Ολλανδία και Γερμανία, επέστρεψε όμως το 1592 στην Κρήτη και χειροτονήθηκε μοναχός στη Μονή Αγκαράθου. Την επόμενη χρονιά τον κάλεσε στην Αίγυπτο ο συγγενής και μέντοράς του Άγιος Μελέτιος Πηγάς, πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο οποίος τον χειροτόνησε διάκονο και πρεσβύτερο και τον ονόμασε πρωτοσύγκελλό του.
Έχοντας αποβάλει, σύμφωνα με το εθιμικό εκκλησιαστικό δίκαιο, το λαϊκό του όνομα Κωνσταντίνος, και αλλάζοντάς το στο εκκλησιαστικό Κύριλλος, στέλνεται από τον Μελέτιο το 1596 στην Πολωνία για να φροντίσει το δοκιμαζόμενο ορθόδοξο ποίμνιο. Ο Λούκαρις, ως έξαρχος του πατριάρχη της Αλεξάνδρειας, και ο Νικηφόρος Καντακουζηνός, ως έξαρχος του οικουμενικού πατριάρχη, στρατοπέδευσαν στο Μπρεστ της Πολωνίας για πέντε χρόνια προσπαθώντας να ανακόψουν την ιησουιτική εξάπλωση στη χώρα.
Μέσα στο εχθρικό κλίμα για την Ορθοδοξία, εργάστηκε πυρετωδώς για τα συμφέροντα των ορθοδόξων, κινδύνευε όμως να συλληφθεί και να θανατωθεί κατά τον διωγμό που εξαπέλυσε ο βασιλιάς Σιγισμούνδος Γ' εναντίον της Ανατολικής Εκκλησίας. Παρά τον αναγκαστικά περιορισμένο ρόλο του, κατέληξε σε μια σημαντική διαπίστωση: το βασικό μειονέκτημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έλεγε, ήταν το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο τόσο των λαϊκών όσο και της πλειονότητας των κληρικών, που τους έκανε να υστερούν απέναντι στον ρωμαιοκαθολικό κλήρο. Για να ισχυροποιήσει την επιρροή της Ορθοδοξίας στην Εκκλησία της Πολωνίας, πέρασε τα χρόνια του στο Μπρεστ αυξάνοντας τα σχολεία των ορθοδόξων κοινοτήτων και ιδρύοντας τυπογραφεία για να μορφώνεται ο λαός.
Ο «Μέγας Αρχιμανδρίτης και Έξαρχος», όπως ήταν επισήμως ο τίτλος του, πέρασε επίσης από Κρήτη και Χίο για να αντιπαρατεθεί με την προπαγάνδα των Ιησουιτών. Από την Πολωνία μετέβη το 1601 στις παραδουνάβιες χώρες για να στηρίξει και την εκεί Ορθοδοξία. Κι ενώ βρισκόταν στο Ιάσιο, έλαβε την επιστολή του Μελετίου που τον καλούσε να επανέλθει επειγόντως στην Αλεξάνδρεια για να του αφήσει τις τελευταίες υποθήκες και να του παραδώσει τον πατριαρχικό θρόνο...

Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος Λούκαρις

Ο Κύριλλος έφτασε στην Αλεξάνδρεια στις 11 Σεπτεμβρίου 1601 και δύο μέρες αργότερα πέθανε ο θείος του Μελέτιος Πηγάς. Ο Κύριλλος εξελέγη πατριάρχης Αλεξανδρείας σε ηλικία μόλις 29 ετών και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να συγκαλέσει Σύνοδο στο Κάιρο καταδικάζοντας τη δράση των καθολικών. Οι οποίοι είχαν προσεταιριστεί εντωμεταξύ τους Κόπτες θέλοντας να ξεθεμελιώσουν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο.
Σε μια χώρα όπως η Αίγυπτος όπου λιγόστευε σταθερά ο ορθόδοξος πληθυσμός, ο Λούκαρις στράφηκε στο κήρυγμα. Παρά τα είκοσι χρόνια που θα περάσει στον πατριαρχικό θρόνο της Αιγύπτου, οι πληροφορίες μας για τη δράση του είναι μάλλον πενιχρές. Διαπίστωσε για άλλη μια φορά, όπως εξομολογείται στις επιστολές της περιόδου, πως ο μεγαλύτερος εχθρός του ήταν η άγνοια του περιεχομένου των Ευαγγελίων από το σύνολο του ποιμνίου του, γι' αυτό και αφιερώθηκε ολόψυχα στην κατήχηση, λες και ήταν απλώς ιεροκήρυκας!
Από την αλληλογραφία του μάλιστα κατά τη διάρκεια της ποιμαντικής διακονίας του στην Εκκλησία της Αιγύπτου φαίνεται πως ο Κύριλλος είχε επηρεαστεί από τις θεμελιακές θρησκευτικές αρχές της Μεταρρύθμισης. Στις επιστολές που ανταλλάσσει με μεγάλους ευρωπαίους θεολόγους που διατηρούσαν μεταρρυθμιστικές τάσεις, εξομολογείται πως η Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρούσε πολλές εσφαλμένες συνήθειες, ενώ αλλού τονίζει πως η Εκκλησία έπρεπε να αντικαταστήσει τις δεισιδαιμονίες με την «απλότητα του Ευαγγελίου» και να βασιστεί στην αυθεντία των Γραφών και μόνο. Ο Λούκαρις ανησυχούσε σοβαρά για το γεγονός ότι η πνευματική εξουσία των πατέρων της Εκκλησίας θεωρούνταν ισοδύναμη με τα λόγια του Ιησού και των αποστόλων.
Παρά ταύτα, κατέφτασε στην Κύπρο στις αρχές του 1605 για να φέρει την ειρήνη στις εσωτερικές έριδες της τοπικής Εκκλησίας και το 1608 πήγε στην Ιερουσαλήμ και από κει στη Δαμασκό. Κάποια στιγμή μετέφερε την έδρα του Πατριαρχείου στο Κάιρο και ξεκίνησε αγώνα κατά της Καθολικής Εκκλησίας.
Όταν δεν συντηρούσε τα πατριαρχικά κτίρια και οικοδομούσε νέους ναούς στην Αίγυπτο, επιδιδόταν στο κήρυγμα του θείου λόγου. Ιδιαίτερη μέριμνα έλαβε και για να απαλλάξει το Πατριαρχείο από τα δυσβάσταχτα χρέη του, προσυπογράφοντας την επιβίωσή του...

Ο τραγικός πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

Ο Λούκαρις εξελέγη επιτηρητής του οικουμενικού θρόνου τον Φεβρουάριο του 1612, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, παραιτήθηκε όμως για να γλιτώσει από τις συνωμοσίες των αρχιερέων. Τα επόμενα 4 χρόνια θα τα περάσει στο Άγιο Όρος και τη Βλαχία, διαφωτίζοντας τον ορθόδοξο λαό και κλήρο και αμυνόμενος κατά των επιθέσεων του καθολικισμού της Ουνίας.
Για να το κάνει αυτό, έγραψε σε απλή γλώσσα δύο πραγματείες, μία κατά της Αρχής, του Πάπα της Ρώμης δηλαδή, και μία σε διαλογική μορφή («Ζηλωτής και Φιλαλήθης») όπου εξέθεσε τις σατανικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Ιησουίτες για να προσηλυτίσουν τους ορθοδόξους. Τον Οκτώβριο του 1615 επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου θα παραμείνει μέχρι την εκλογή του στον οικουμενικό θρόνο, ασχολούμενος κυρίως με την κατήχηση του λαού.
Ήταν σε αυτόν τον αγώνα του κατά των Ιησουιτών που αναζήτησε στήριξη στους προοδευτικούς προτεσταντικούς κύκλους με τους οποίους διατηρούσε επαφή. Αυτή του η σχέση με τους διαμαρτυρόμενους ήταν η αιτία να κατηγορηθεί ως οπαδός του Λουθήρου ή του Καλβίνου, ανάλογα με το κέντρο αποφάσεων της εκάστοτε επίθεσης! Ο Κύριλλος επιδίωκε απλώς να συνάψει στενότερους δεσμούς με τους προτεστάντες ως ανάχωμα στην εξάπλωση και τις επιθέσεις των καθολικών.
Αμέσως μετά τον θάνατο του πατριάρχη Τιμόθεου Β', η Σύνοδος του Πατριαρχείου τον εξέλεξε οικουμενικό πατριάρχη. Το ημερολόγιο έγραφε 4 Νοεμβρίου 1620 και από την πρώτη στιγμή οι καθολικοί κύκλοι θα τον πολεμήσουν με λύσσα. Διαδίδουν τη φήμη ότι με δική του εντολή είχε δηλητηριαστεί ο λατινόφρονας Τιμόθεος Β' και τον κατηγορούν, αυτόν, τον ορθόδοξο πατριάρχη, ως καλβινιστή!
Ιησουίτες και παπικοί έκαναν τα πάντα για να τον διαβάλουν. Εκείνος παρατηρεί σε επιστολή του: «Για να πετύχουν το στόχο τους, οι Ιησουίτες επιστράτευσαν κάθε μέσο, δόλο, συκοφαντία, κολακεία και, πάνω από όλα, δωροδοκία, η οποία ήταν το πιο αποτελεσματικό όπλο για την εξασφάλιση της εύνοιας των [Οθωμανών] μεγιστάνων».
Δυόμιση χρόνια αργότερα (Απρίλιος 1623) απομακρύνθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο κατηγορούμενος ότι προετοίμαζε επανάσταση των ελληνικών νησιών. Εξορίζεται σιδηροδέσμιος στη Ρόδο και ο νέος πατριάρχης Άνθιμος της Αδριανούπολης στέλνει τους ιερείς τους με σκοπό να τον πείσουν να υποβάλει κανονική παραίτηση.
Ο Κύριλλος αρνείται και λίγο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1623, με διαταγή μάλιστα του Μεγάλου Βεζύρη, επιστρέφει στη Βασιλεύουσα, όπου έγινε θριαμβευτικά δεκτός από τους χριστιανούς. Με τη λαϊκή και κληρική απαίτηση, επιστρέφει στον πατριαρχικό θρόνο και οι πιστοί πανηγυρίζουν.
Ο Λούκαρις ήταν αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει αυτή την καινούρια ευκαιρία για να μορφώσει τους ορθόδοξους κληρικούς και λαϊκούς εκδίδοντας μια μετάφραση της Αγίας Γραφής, καθώς και θεολογικά φυλλάδια. Φρόντισε να μεταφερθεί ένα πιεστήριο στην Κωνσταντινούπολη και το έθεσε μάλιστα στη δικαιοδοσία του βρετανού πρεσβευτή, για να το προστατεύσει. Το πατριαρχικό πιεστήριο κατέφτασε στη Βασιλεύουσα τον Ιούνιο του 1627, οι καθολικοί εχθροί του Λούκαρι τον κατηγόρησαν όμως ότι θα το χρησιμοποιούσε για πολιτικούς σκοπούς και τελικά οι οθωμανικές αρχές το κατάσχεσαν. Ο πατριάρχης έπρεπε τώρα να χρησιμοποιήσει τα πιεστήρια της Γενεύης.
Μέσα σε μια Ευρώπη που μαίνονταν οι θρησκευτικοί πόλεμοι και τόσο οι καθολικοί όσο και οι προτεστάντες προσπαθούσαν να προσεταιριστούν την Ορθόδοξη Εκκλησία και ειδικά τον πατριάρχη, ο Λούκαρις έγινε βορά στις διαθέσεις των ξένων χωρών. Τον ανεβοκατεβάζουν συνεχώς από τον θρόνο κατηγορώντας τον ως καλβινιστή για τη φιλική του στάση προς τους διαμαρτυρόμενους. Όταν μάλιστα ο Λούκαρις εκδίδει το 1631 την περιβόητη «Ομολογία» του, όλοι είναι σίγουροι πως είναι κρυφό-μεταρρυθμιστής, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος έχει αποδείξει με πράξεις και λόγους την πίστη του στην Ορθοδοξία.
Όπως ο βαθύτατος σεβασμός που έτρεφε στην Αγία Γραφή και την παιδαγωγική της δύναμη για τον απλό χριστιανό. Το πρώτο βιβλίο που παρήγγειλε ποτέ ήταν η μετάφραση των Ελληνικών Γραφών στην καθομιλουμένη ελληνική. Το ανέθεσε στον πολυμαθή μοναχό Μάξιμο Καλλιπολίτη τον Μάρτιο του 1629. Ακόμα και οι ορθόδοξοι κύκλοι θεωρούσαν απαράδεκτη τη μετάφραση των Γραφών, ο Λούκαρις όμως επέμενε. Ο Καλλιπολίτης πέθανε μάλιστα λίγο καιρό πριν παραδώσει το τελικό χειρόγραφο και ο ίδιος ο πατριάρχης επιμελήθηκε τη διόρθωση του κειμένου. Το έργο της ζωής του έμελλε να τυπωθεί αμέσως μετά τον θάνατό του το 1638.
Ήταν το σύγγραμμά του «Ομολογία Πίστεως» που εκδόθηκε στη Γενεύη που θα προσυπέγραφε την ηχηρή του πτώση. Το κείμενο είναι μια προσωπική δήλωση πεποιθήσεων, στην οποία αποδοκιμάζει τη λατρεία των εικόνων και την ύπαρξη αγίων ταγμάτων και ήθελε ο Κύριλλος να υιοθετήσει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Αμέσως μετά την κυκλοφορία της «Ομολογίας», ξεσπά ένα πρωτόγνωρο σε αγριότητα κύμα εναντίωσης κατά του πατριάρχη.
Πολλοί μητροπολίτες και προσωπικοί εχθροί του Λούκαρι προσπάθησαν να διαπραγματευτούν με τους Οθωμανούς τον πατριαρχικό θρόνο, πληρώνοντας το κατιτίς τους, αν και κανείς δεν μπόρεσε να βρει το παχυλό ποσό που χρειαζόταν. Ο Αθανάσιος Θεσσαλονίκης βρήκε τα χρήματα το 1634 και ο Λούκαρις εξέπεσε του αξιώματός του, αλλά σε έναν μήνα αποκαταστάθηκε στη θέση του.
Μετά ήρθε ο μητροπολίτης Βέροιας (σημερινό Χαλέπι), Κύριλλος Κονταρής, να τον εκθρονίσει εκ νέου, καταβάλλοντας το αλμυρό πατριαρχικό τίμημα στην Υψηλή Πύλη. Ο Λούκαρις εξορίζεται ξανά στη Ρόδο, έξι μήνες μετά επανέρχεται ωστόσο στα αξιώματά του!
Κι ενώ αυτό ήταν το μοτίβο της πατριαρχικής του διακονίας, το 1638 οι Ιησουίτες, οι καθολικοί κύκλοι της Κωνσταντινούπολης και οι ορθόδοξοι συνεργάτες τους κατηγόρησαν τον Λούκαρι για εσχάτη προδοσία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Ο ισχυρός προστάτης του Λούκαρι, ο βρετανός πρεσβευτής, είχε ήδη αναχωρήσει για το Λονδίνο και ο πατριάρχης έμεινε χωρίς ουσιαστική στήριξη απέναντι στα πανίσχυρα συμφέροντα των καθολικών. Πιστεύεται ότι ο Λούκαρις έδωσε ως δώρο στον βασιλιά Κάρολο Α’ τον περίφημο «Αλεξανδρινό Κώδικα», κτήμα τώρα του Βρετανικού Μουσείου, στον οποίο βασίστηκε η πρώτη μετάφραση της Βίβλου στα αγγλικά.
Ο σουλτάνος Μουράτ Δ' δεν θα έπαιρνε αψήφιστα τις φήμες κατά του Λούκαρι και διέταξε τον θάνατό του. Τον συνέλαβαν στις 22 Ιουνίου 1638 και τον έκλεισαν σε ένα κάστρο του Βοσπόρου. Στις 27 Ιουνίου τον έβαλαν σε μια βάρκα προσποιούμενοι πως ήθελαν να τον εξορίσουν και πάλι στη Ρόδο. Τον στραγγάλισαν μέσα στο νερό και τον έθαψαν πρόχειρα στην άμμο των ακτών, αν και τρεις μέρες μετά οι άνθρωποι του Κονταρή τον ξέθαψαν και πέταξαν τη σορό του στη θάλασσα για να μη βρεθεί από τους πιστούς οπαδούς του!
Το πτώμα του το βρήκαν κάποιοι ψαράδες και το παρέδωσαν σε κύκλο φίλων του, οι οποίοι το μετέφεραν κρυφά και το ενταφίασαν στη Μονή του Αγίου Ανδρέα, στην ομώνυμη βραχονησίδα του Κόλπου της Νικομήδειας. Ο Κύριλλος Κονταρής είχε πρωτοστατήσει πράγματι στη συνωμοσία κατά του φωτισμένου ιεράρχη, διαδίδοντας στην Υψηλή Πύλη ότι ο Λούκαρις είχε συμμαχήσει με τους Ρώσους και προετοίμαζε επανάσταση κατά των Οθωμανών τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και την υπόλοιπη υπόδουλη Ελλάδα. Η πραγματική επανάσταση όμως του Λούκαρι ήταν η διαπαιδαγώγηση του ελληνικού γένους και των ιεραρχών του, προλειαίνοντας το έδαφος για τη μεγάλη εθνεγερσία που κυοφορούνταν...
Τρία χρόνια αργότερα, το 1641, ο οικουμενικός πατριάρχης Παρθένιος Α' μερίμνησε για τη μεταφορά των λειψάνων του Λούκαρι στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο. Το 1975 τα οστά του αποδόθηκαν στη Μονή Αγκαράθου, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα. Η επίσημη αγιοκατάταξη του Κύριλλου Λούκαρι έγινε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας τον Οκτώβριο του 2009...

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ;

ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ;
 Του πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
«Μόνο ο Ιω. Καποδίστριας, λόγω των ουσιαστικών σχέσεών του με την Ορθοδοξία, τήρησε εφεκτική στάση…»

«Oι πολιτικοί Ηγέτες μας έμαθαν να στηρίζουμε «την πάσαν ελπίδα μας», στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα τα σημερινά αποκαλυπτήρια της Ενωμένης Ευρώπης και την απογοήτευση του Έθνους, με εξαίρεση τους συνειδησιακά ταυτισμένους μαζί της, τη «δυτική παράταξη» των ευρωπαϊστών».

Το μελέτημά μας αυτό δεν έχει την πρόθεση να είναι a priori καταδικαστικό και απορριπτικό, αλλά κυρίως ερμηνευτικό και αναθεωρητικό κάποιων παγιωμένων και αμετακίνητων θέσεων, που επιβλήθηκαν στο Έθνος, αναπαραγόμενες μέσω της σχολικής παιδείας. Επιδιώκει να διεισδύσει στο φαινόμενο του φιλελληνισμού-παράγοντα μεγάλης σημασίας στο αγωνιζόμενο για την παλιγγενεσία του Ελληνικό Έθνος κατά τη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821). Στόχος της είναι να συμβάλει σε μια ρεαλιστικότερη αποτίμηση των όρων Φιλελληνισμός και Φιλέλληνες. Την ευστοχότερη σημασιοδότηση των όρων αυτών προσφέρει η κορυφαία σήμερα -κατά την δική μου εκτίμηση- έκφραση της ελληνικής λεξικογραφίας, το «Λεξικό» της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» του καθηγητού Γεωργίου Μπαμπινιώτη: Φιλελληνισμός: «Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αναπτύχθηκε σε ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική, και αποσκοπούσε στην ηθική και υλική ενίσχυση των Ελλήνων πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821». Φιλέλληνας: «Κάθε ξένος, που υποστήριξε την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ενδεχομένως αγωνίσθηκε ο ίδιος στο πλευρό των επαναστατών»1. Όταν δεν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, τα πράγματα οδηγούνται στην άρνηση, που εξέφρασε στο θέμα αυτό ο μακαρίτης Κυριάκος Σιμόπουλος, που συνοψίζεται στον απόλυτο αφορισμό του: «Φιλελληνισμός του 1821: ένας ξενόφερτος μύθος»2. Πρόκειται για ατεκμηρίωτη υπερβολή η, ως κάποιο σημείο, ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια; Αυτό θα ανιχνευθεί στη συνέχεια.

Ποιά ήσαν τα αίτια του Φιλελληνισμού

Με το θέμα έχουν ασχοληθεί πολλοί ερευνητές, ευσύνοπτα όμως τα απαριθμεί ο αείμνηστος διδάσκαλός μας Νικόλαος Τωμαδάκης3: Ο θαυμασμός προς τον αρχαίο κόσμο, το ομόθρησκο των Ελλήνων (η χριστιανικότητα), η διεθνής φιλανθρωπία, ο φιλελευθερισμός, ο ρομαντισμός, προσωπικές φιλοδοξίες και η ζωτικότητα του Νέου Ελληνισμού. Οι ερευνητές του θέματος συγκλίνουν στην προτεραιότητα του πνεύματος του ρομαντισμού4. Η συμπαράσταση στην Ελληνική Επανάσταση θα εκδηλωθεί όχι μόνο με λόγια, αλλά και με συγκεκριμένες ενέργειες: εράνους η και με αποστολή εθελοντών.
Οι κινήσεις όμως αυτές του ευρωπαϊκού και αμερικανικού κόσμου χρειάζονται ως ένα βαθμό την απομύθευσή τους. Διότι γίνεται και εκ πρώτης όψεως φανερό, ότι ο ρομαντισμός των τρεφομένων από τα μέσα του 18ου αι. με αναφορές στην εύκλεια των κλασικών χρόνων και το κλασικό ιδεώδες, κυρίως στον γερμανικό χώρο, οδηγούσαν σε ένα φιλελληνισμό, παράγωγο του δικού τους οράματος για την ελευθερία, και στην ουσία, «άσχετο τόσο προς την αρχαιότητα, όσο και με την σύγχρονη Ελλάδα»5. «Με τη σημαία του φιλελληνισμού οι Γερμανοί μάχονταν για τη δική τους ελευθερία»6.
Η έξαρση του ρομαντικού συναισθηματισμού όμως είχε και την αρνητική πλευρά της. Οι κατερχόμενοι στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, όχι σπάνια, απογοητεύονταν από την άμεση επαφή με τους επαναστατημένους Έλληνες, διότι δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν σ’ αυτούς την εικόνα των αρχαίων, που είχε κατασκευάσει η Δύση7. Άλλωστε την αναμφισβήτητη φιλική τους διάθεση περιόριζε σημαντικά η σχέση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία, που υποστασίωνε μια κοινωνία διαμετρικά διαφορετική προς τις δυτικές κοινωνίες, διαμορφωμένες στο πλαίσιο άλλων χριστιανικών -και στην ουσία αποχριστιανοποιημένων παραδόσεων. Η Ορθοδοξία, ως πίστη και ζωή δεν έπαυσε ποτέ να είναι το πρόβλημα των Δυτικοευρωπαίων8. Κατά τον Γ. Ιακωβάτο, (1813-1882), ρωμηό πολιτευτή της εποχής, «ο ξένος ποτέ δεν ωφέλησε  ἡ εναντία γνώμη δείχνει πως και Ρωμαίοι και ξένοι, και ταξειδιώταις και μη ταξειδιώταις, δεν καταλαβαίνανε τι πάει να πη έθνος ένα σώμα, και ξεχωριστά το Ρωμαίικο δια τη θρησκεία του, τον τόπο του, τα ήθη του και τη ζωή του»9. Ακόμη και για τον ιδρυτή της Ιονίου Ακαδημίας (1824) και βαπτισμένο Ορθόδοξο10, λόρδο Φρειδερίκο-Δημήτριο Γκίλφορδ11, θα δηλώσει απερίφραστα: «Ο μιλόρδος αγάπαε τους Έλληνες (=τους αρχαίους) περισσότερο από τους Ρωμαίους (=τους νέους)   μάλιστα εκεινών των παλαιών η αγάπη τον έκαμε ν’ αγαπήση εμάς τους νέους. Δια τούτο οι σκοποί του δεν επροερχόντανε από αρχή να δώση μέσα να ελευθερωθή το γένος, δια τούτο δεν του ήρεσε να το ιδή ελεύθερο  μόνε ήθελε να αισθάνεται τη λύπη να του χαϊδεύη το ζυγό, δια να παρηγοριέται μοναχός του με ταις ευεργεσίαις, που του έκανε. Ο Μιλόρδος, με όση καλή καρδιά και αν είχε, εγεννήθηκε Ιγγλέζος κ’ ετούτο φθάνει»12. Ο Ευρωπαίος δηλαδή είναι αδύνατο να δει τους Έλληνες διαφορετικά, έστω και αν γίνει Ορθόδοξος!
Η εντύπωση για τον Φιλελληνισμό και τους Φιλέλληνες, που διεμόρφωσε ο ελληνικός κόσμος ακριβώς στο σημείο αυτό χωλαίνει, όταν μάλιστα δεν διαθέτει τις ρωμαίικες, ορθόδοξες δηλαδή, προϋποθέσεις του Ιακωβάτου και των ομοφρόνων του Ορθοδόξων.
Οι κάθε είδους φιλελληνικές εκδηλώσεις εκλαμβάνονται ως κατάφαση και αποδοχή ολόκληρης της ελληνικότητας, συνεπώς όχι μόνο της κλασικής αρχαιότητας, αλλά και της σύγχρονης ορθόδοξης Ελλάδας, με όλο τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό της13. Ας αφήσουμε δε, ότι «η φιλελληνική κίνηση, που συγκλόνιζε ακόμη και τις λαϊκές μάζες, δεν είχε καμμιά σχέση με την Ελλάδα, αλλ’ αποτελούσε διαμαρτυρία κατά του δικού τους απολυταρχισμού»14. Εξ άλλου, στην έκφραση φιλελληνικών διαθέσεων δεν έλειπαν και ιδιοτελείς στόχοι, που τις ενσάρκωναν άνεργοι στρατιωτικοί και κάθε είδους τυχοδιώκτες. Δεν είναι, βέβαια, δυνατόν να απολυτοποιηθεί αυτή η θέση, αλλά δεν παύει να τεκμηριώνεται άπό πολλά παρόμοια περιστατικά15.
Είναι όμως πάλι γεγονός, ότι «είτε προφάσει είτε αληθεία» (Φιλιπ.1,18) η μεγάλη πλειοψηφία –και κατ’ αυτόν τον αποδομητή Σιμόπουλο- των ευρωπαϊκών λαϊκών μαζών «στάθηκε ομόφωνα στο πλευρό του μαχόμενου Ελληνισμού. Η Ελληνική Επανάσταση γι’ αυτές δεν ήταν μια πτυχή του Ανατολικού Ζητήματος, που απασχολούσε τα ανακτοβούλια και τους διπλωμάτες. Άγγιξε συναισθηματικά ευρύτερα στρώματα, έγινε σύμβολο και οραματισμός»16. Ο Φιλελληνισμός των Ξένων, πάντως, ιδία των κρατικών παραγόντων η όσων τελούσαν σε άμεση εξάρτηση από τις δυτικές κυβερνήσεις, εξυπηρετούσε, κατά κύριο λόγο, τα ξένα κρατικά συμφέροντα. Ακόμη και στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, όχι σπάνια, το ίδιο ίσχυε, με την έννοια, ότι τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα ήταν μια ανυπέρβλητη πρόκληση ανθρωπιάς, αγνοώντας όμως την ελληνορθόδοξη πραγματικότητα, ενεργούσαν με βάση τα δικά τους διαφέροντα, μετακενώνοντας, μαζί με την οποιαδήποτε βοήθεια, τα δικά τους πολιτισμικά δεδομένα στην καθ’ ημάς Ανατολή. Διατυπώθηκε και η αξιοπρόσεκτη θέση, ότι «ο φιλελληνισμός ίσως ήταν παγίδα της αποκοπής των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας, από τους νόμιμους δεσμούς τους με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία»17.

Μια αδυναμία με συνέπειες

 Ότι ο Φιλελληνισμός των ξένων, εις την πραγματικότητα, εξυπηρετούσε , κατά κανόνα, τα δικά τους συμφέροντα, δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί. Ούτε όμως μπορεί και να χαρακτηρισθεί ως κάτι «μεμπτόν». Αυτό επισημαίνει ο Σπ. Μαρκεζίνης στην «Ιστορία» του18, αναφερόμενος σε μια εγγενή αδυναμία του Έθνους μας, που είναι το μόνιμο αδύνατο σημείο της εξωτερικής μας πολιτικής. Πρόκειται για την ευπιστία μας και τη στήριξη των εθνικών μας στόχων και ελπίδων στους κατά φαντασίαν, συνήθως, «Φιλέλληνες», με επίκεντρο τις ξένες Κυβερνήσεις. Μειονέκτημα αυτό της πολιτικής μας ηγεσίας, που αναζητεί φιλέλληνες, διότι δεν μπορούμε να σταθούμε χωρίς αυτούς! Ας μη λησμονούμε την μακρά πίστη του Γένους μας στη μεγάλη Χριστιανική Δύναμη, το «ξανθόν γένος», ποικιλοτρόπως νοούμενο, που θα απελευθέρωνε τους «ραγιάδες»19. Αυτό όμως γέννησε τη νεώτερη ξενομανία μας20. Έτσι όμως, αφ’ ενός μεν ευνοούμε τις πολιτικές επιδιώξεις των ξένων, αφ’ ετέρου δε καθιστάμεθα άμεσα η έμμεσα όργανά τους.
Είναι γεγονός, ότι ο ακαταλληλότερος χώρος για την αντικειμενική εκτίμηση και αναγνώριση φιλελληνισμού και φιλελλήνων είναι η κρατική διπλωματία. Όταν λείπει ο ρεαλισμός, κραταιώνεται η ξενομανία και η επιδίωξη της ξένης «προστασίας». Εξ άλλου, η απόδοση του τίτλου «φιλέλλην» σε ισχυρές συμμαχικές πολιτικές προσωπικότητες, συνήθως εξυπηρετούσε, και όχι μόνο το ’21, σκοπιμότητες κάθε είδους χωρίς αντίκρυσμα στην πραγματικότητα. Τον 19ο και κυρίως τον 20ον αι. θα γίνει καθαρά αντιληπτό πως από την ξενομανία φθάνουμε κατ’ ευθείαν στην μεταβολή μας σε «δορυφόρους» των Μεγάλων21. Αυτή την αναπόφευκτη εκτροπή στην κατανόηση του φιλελληνισμού επισημαίνει και ο δόκιμος και στην Ιστορία, μακαριστός π. Ιω. Ρωμανίδης: Κατά την προπαγάνδα των Νεογραικών, λέγει, «όλος ο κόσμος, και κυρίως η Ευρώπη και η Αμερική, είναι πλήρης από φιλέλληνες, οι οποίοι θαυμάζουν τόσον πολύ τους σημερινούς αρχαίους Έλληνας, ώστε να ζητούν οι ίδιοι την ευκαιρίαν να βοηθήσουν την μικράν, αλλ’ έντιμον και ένδοξον Ελλαδίτσαν να προοδεύση και να γίνη πάλιν ένδοξος». Κατά τον ίδιον όμως «δεν υπάρχουν οι φιλέλληνες της νεογραικικής μυθολογίας και ονειροπολήσεως»22. Και καταλήγει: «Δυστυχώς ο μύθος των ξένων φιλελλήνων είναι μία ψυχολογική ανάγκη του Γραικύλου, ο οποίος φοβείται να είναι κράτος χωρίς μανούλαν και πατερούλην. Ο Γραικύλος θέλει όχι συμμάχους, αλλά γονείς… δια την προστασίαν του νηπίου Έλληνος»23. Δεν είναι άλλωστε ούτε άγνωστη, αλλ’ ούτε και αδύνατη, η μετάπτωση από την συμμαχία στη δουλεία.
Σε κάθε εποχή η ανάθεση των προβλημάτων του Έθνους στους οιουσδήποτε Ξένους είναι δείγμα παρακμής. «Ξενοφοβία» και «ξενομανία» συνιστούν την ιδεολογική πόλωση του ελληνικού 19ου αιώνα. Κάτι ανάλογο διαπιστώνεται στις ημέρες μας με την αποκάλυψη του αληθινού προσώπου της Ενωμένης Ευρώπης, στην οποία οι πολιτικοί Ηγέτες μας έμαθαν να στηρίζουμε «την πάσαν ελπίδα μας», με αποτέλεσμα τα σημερινά αποκαλυπτήρια της Ενωμένης Ευρώπης και την απογοήτευση του Έθνους, με εξαίρεση τους συνειδησιακά ταυτισμένους μαζί της, τη «δυτική παράταξη» των ευρωπαϊστών.

Η ανακήρυξη των φιλελλήνων

 Ο χαρακτηρισμός των Ξένων ως φιλελλήνων γίνεται σε δύο επίπεδα, το επίσημο πολιτικό-διπλωματικό και το ευρύτερο λαϊκό. Η κρατική ηγεσία χαρακτηρίζει ξένα ηγετικά πολιτικά πρόσωπα ως φιλέλληνες, ανώτερους υπαλλήλους ενός συμμάχου Κράτους η προσωπικότητες του επιστημονικού η του οικονομικού χώρου, που με τη στάση και τις ενέργειές τους ωφέλησαν με ιδιάζοντα τρόπο το Έθνος. Η πρόκριση αυτή διαχέεται στο ευρύ στρώμα του λαού με τα υπάρχοντα μέσα πληροφόρησης και επικοινωνίας. Το βασικό κριτήριο στις περιπτώσεις αυτές είναι η παροχή ωφελείας στους αγώνες και τις ανάγκες του Έθνους. Σπάνια όμως στις περιπτώσεις αυτές ελέγχονται, η μπορούν να ελεγχθούν, τα αληθινά κίνητρα των τιμωμένων προσώπων. Η κρατική εξουσία, συνήθως, στις αποφάσεις της κινείται διπλωματικά, υπεισέρχονται δε διάφοροι αθέατοι παράγοντες και σκοπιμότητες παντός είδους, που καλύπτονται με το γνωστό επιχείρημα: «δια το συμφέρον του Έθνους». Έτσι δεν είναι περίεργο να «κατασκευάζονται» συχνά φιλέλληνες, ως αποτέλεσμα αποφάσεων αυθαιρέτων και σκοπίμων. Οι οποιοιδήποτε όμως Ξένοι ποτέ δεν παύουν να επιδιώκουν ο,τι ευνοεί πρώτιστα αυτούς τους ιδίους και την πολιτική της Χώρας τους. Σπανιώτατα θυσιάζει κάποιος τα δικά του ατομικά η κρατικά συμφέροντα για τα συμφέροντα των άλλων, και μάλιστα των μικρών, που στηρίζονται στη βοήθειά του. Άρα από την συμμαχική συνεργασία ως τον κατ’ ουσίαν φιλελληνισμό υπάρχει μεγάλη απόσταση. Και είναι γεγονός, ότι στα δύο πρώτα χρόνια του αγώνα υπήρξε γνησιότερος φιλελληνισμός, ως ανθρωπισμός, που από το 1823 και ως το τέλος του Αγώνα δίνει τη θέση του σε πράκτορες, κατασκόπους και τυχοδιώκτες24.
Έτσι οδοί της ελληνικής πρωτεύουσας έχουν αφιερωθεί σε κατασκόπους η Μισέλληνες25. Από τις πιο αινιγματικές μορφές Φιλελλήνων είναι ο Λόρδος Βύρων (1788-1824). Οι γνώμες γι’ αυτόν διχάζονται. Στο λεξικό Μπαμπινιώτη καταξιώνεται: Ο λόρδος Μπάϋρον υπήρξε από τους γνωστότερους (φιλέλληνες), άλλοι, όπως ο Απ. Βακαλόπουλος, τον βλέπουν πολύ θετικά περιγράφοντας το τέλος του με έντονο συναισθηματισμό26. Ο Γ. Ιακωβάτος, αλλά και άλλοι, δεν διστάζουν να παρουσιάσουν τα σκοτεινά του σημεία, που γνώριζαν οι σύγχρονοί του. «Ο Μπάϋρον αγάπαε την Ελλάδα –γράφει ο επτανήσιος Ιακωβάτος- επειδή η σκλαβιά της τον έκαμε ποιητή/στιχουργό (sic). Μπορούμε να καταδεχθούμε υμνητή μας τον υμνητή της Βενετιάς;»27.
Ας μη λησμονούμε, ότι η ελληνική θέση για τον ρόλο του Μπάϋρον είναι εκείνη, που διετύπωσε ο Σπυρίδων Τρικούπης για εκείνον στον επικήδειό του (20.4.1824) και έψαλαν αργότερα ο Δ. Σολωμός και ο Α. Κάλβος29. Πρέπει όμως να ομολογήσουμε, ότι την πληρέστερη αναφορά στον Μπάϋρον (σελίδες 35-199)30 έχει ο Σιμόπουλος, με αξιοποίηση όλων των γνωστών πηγών. Το συμπέρασμά του: «Τον έκλαψαν οι Έλληνες τον Bayron. Ήταν αρκετό που πέθανε στον τόπο τους. Δεν υποψιάζονταν, εκτός από ελαχίστους, μέσα στη φωτιά του πολέμου, το ρόλο του στις εσωτερικές πολιτικές και στρατιωτικές διεργασίες και τους ανταγωνισμούς των Δυνάμεων» (σ.192). Του επιρρίπτεται δε μεγάλο μέρος της ευθύνης του εμφυλίου, που έγινε «με τις ευλογίες και τη δραστήρια συμμετοχή του Byron» (σ.193). Οι γνώμες, συνεπώς, γι’ αυτόν ποικίλλουν. Και είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Δεν μπορούμε όμως να αρνηθούμε, ότι όλοι οι ούτως η άλλως χαρακτηριζόμενοι Φιλέλληνες προκάλεσαν το διεθνές πολιτικό ενδιαφέρον για τον Αγώνα και έτσι στο σύνολό τους ωφέλησαν, στην αρχή τουλάχιστον, την ελληνική υπόθεση.

Η ισχυρότερη επιβεβαίωση του κανόνα

Οι Μισσιονάριοι του Προτεσταντισμού συνιστούν παράδειγμα σαφέστατο αμφιλεγομένου Φιλελληνισμού. Η κίνηση αυτή των Προτεσταντικών Ομολογιών εμφανίστηκε στον ιστορικό ελλαδικό χώρο παράλληλα με την έναρξη της ελληνικής Επαναστάσεως31, αναπτύσσοντας εκπαιδευτική και ιατρική δραστηριότητα, που εξυπηρετούσε φυσικά τους στόχους τους32. Λόγω των ελλείψεων του Ελλαδικού πολιτειακού χώρου γίνονταν πανηγυρικά δεκτοί από την Πολιτεία και τα κρατικά όργανα. Αρκεί να λεχθεί ότι ο L. Kork33 και ο Isaak Lowndes34, αντίστοιχα, στην ελεύθερη Ελλάδα και την Κέρκυρα, ανέλαβαν υπεύθυνες θέσεις στην εκπαίδευση35. Μόνο ο Ιω. Καποδίστριας, λόγω των ουσιαστικών σχέσεών του με την Ορθοδοξία, τήρησε εφεκτική στάση απέναντί τους, που δεν παρέλειπαν να σχολιάζουν επικριτικά οι κορυφαίοι του Μισσιοναρισμού36. Τη στάση της Πολιτείας απέναντί τους συμμεριζόταν και μια όχι μικρή μερίδα του Λαού. Δεν ήταν λίγες δε οι φορές, που ονομάζονται ακόμη και σήμερα «φιλέλληνες»37 για την προσφορά τους στο ελληνικό Έθνος. Εν τούτοις οι Μισσιονάριοι, ως βρετανοί η αμερικανοί πολίτες, παρέμεναν πάντα «υπέρμαχοι του αγγλοσαξωνικού πολιτικού και πολιτιστικού μοντέλου της χώρας τους», παρουσίαζαν δε στην ελληνική κοινωνία την περισσότερο αρνητική όψη του ευρωπαϊκού Προτεσταντισμού»38.
Ο Λαός εν τούτοις και ο Κλήρος, που διαθέτουν αλάνθαστο συλλογικό κριτήριο, όσο περισσότερο ήσαν συνδεδεμένοι με την ελληνορθόδοξη παράδοση, δεν άργησαν να αντιληφθούν τα σχέδιά τους. Γι’ αυτό τους διέστελλε39 από τους αληθινούς φιλέλληνες, που ανταποκρίνονταν στις πραγματικές ανάγκες τους χωρίς στο ελάχιστο αντάλλαγμα κάθε είδους και χωρίς να θεωρούν αναγκαίο να τελούν σε συμφωνία με την πολιτική της χώρας τους για την μικρή και αδύναμη Ελλάδα.
Αγγλοαμερικανούς τους αποκαλούσε ο Λαός, επιβεβαιώνοντας με ρεαλισμό και αποτιμώντας τη δράση και τους στόχους τους. Και αυτό, διότι γρήγορα έγινε αντιληπτό, ότι δεν προσέφεραν κατ  οὐσίαν βοήθεια στους εμπερίστατους Έλληνες, αλλά επεδίωκαν τον εκπροτεσταντισμό και εκδυτικισμό της Ελλάδος40 με την επέκταση σ’ αυτήν της θρησκευτικής πίστης τους και του πνεύματος των κοινωνιών τους. Ο στόχος τους δηλώνεται απερίφραστα στην υπηρεσιακή αλληλογραφία τους. Ο αμερικανός μισσιονάριος E. Robertson σε μια σπουδαία Report του εκθέτει τους λόγους, δια τους οποίους οι μισσιονάριοι πρέπει να θέσουν υπό την καθοδήγησή τους όσο το δυνατόν περισσότερα σχολεία στην Ελλάδα για την αύξηση της επιρροής τους στη νέα γενεά. Στη συνείδηση των μαθητών τους θα μείνουν έτσι, πάντα ως φίλοι και ευεργέτες των Ελλήνων και θα μένουν πρόθυμοι (οι μαθηταί) να δέχονται την καθοδήγησή τους και στην υπόλοιπη ζωή τους! Αν αυτό δεν είναι «εσωτερική άλωση», τι άλλο μπορεί να είναι;41
Παραγνωρίζοντας τον ιστορικά επιβεβαιωμένο δυναμισμό της λαϊκής Ορθοδοξίας, έκαναν εκείνο που αυτοί θεωρούσαν ωφέλιμο για τον ελληνικό Λαό, σύμφωνα με το πρόγραμμά τους, επιδιώκοντας να τον προσαρμόσουν στα δικά τους μέτρα. Δεν προσέφεραν, συνεπώς, την ζητουμένη βοήθεια, αλλά τις δικές τους προκατασκευασμένες λύσεις. Γι’ αυτό και ο Λαός, με την πρακτική ψυχολογική του δύναμη, τους αντιμετώπιζε ως όλο, βλέποντάς τους ως κάτι παρέμβλητο και ξένο, χαράσσοντας μια στάση απέναντί τους, που ισχύει για τους Ορθοδόξους ως σήμερα. Γι’ αυτό στα χείλη του Λαού οι χαρακτηρισμοί «αμερικανοί» και «αγγλοαμερικανοί», πέρα του εθνογραφικού περιεχομένου τους προσέλαβαν και ομολογιακό χαρακτήρα. Ο Λαός και ο Κλήρος, ιδίως από το 1830 κ. ε., έβλεπαν τους μισσιοναρίους ως εκπροσώπους του ιδίου κόσμου και ως φορείς του ιδίου πνεύματος, απλώς ως ξένο σώμα42. Γι’ αυτό και οι Μισσιονάριοι, ως όλο, έμειναν στη συνείδηση του Λαού, ως σφήνα στον κορμό του43.
Είναι δε πλέον γνωστό στην έρευνα, ότι οι θρησκευτικές επιδιώξεις των μισσιοναρίων στην Ελλάδα έβαιναν παράλληλα με τις επιδιώξεις της δυτικής πολιτικής στον μεσογειακό χώρο44. Μέχρις ενός σημείου μπορούσαν να διακηρύσσουν, ότι δεν προπαγάνδιζαν μια συγκεκριμένη ομολογία. Άλλωστε στην καλβινίζουσα παράταξη του Προτεσταντισμού ανήκαν σχεδόν όλοι οι Μισσιονάριοι. Δεν θα μπορούσαν όμως να πείσουν, ότι δεν ενεργούσαν και ως εκπρόσωποι του έθνους τους, υποστηρίζοντας την πολιτική του, έστω και αν προφασίζονταν ότι αδιαφορούσαν για τα πολιτικά. Δεν έπαυαν να είναι οι Προτεστάντες Μισσιονάριοι Άγγλοι η Αμερικανοί.
Είναι εκπληκτική η διαπίστωση του ειδικού στο χώρο της Ιεραποστολής P. Kawerau για τους αμερικανούς μισσιοναρίους: «Αληθινή θρησκεία της Βίβλου και αμερικανικός πολιτισμός ήταν κατά βάση το αυτό … Εξάπλωση της Βίβλου, λοιπόν, σήμαινε συγχρόνως εξάπλωση αμερικανικών τάσεων και τρόπου ζωής, των οποίων συνισταμένη ήταν η ελευθερία … Εκείνος, που δεχόταν την υπεροχή της Αμερικής, θάπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήσαν το δημιουργημένο από τον Θεό όργανο, με το οποίο Εκείνος μπορούσε να επιτύχει τους σκοπούς Του. Φορέας δε αυτών των σκοπών ήταν η Ιεραποστολή»45. Ο δυτικός μεσσιανισμός σ’ όλη την μεγαλοπρέπειά του!
Είναι πολύ σωστή, λοιπόν, στο σημείο αυτό η γνώμη του καθηγητού Χρ. Γιανναρά: «Δεν φαίνεται να διερωτηθήκαμε ποτέ, γιατί οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις δεν αρκούνται στην οικονομική και πολεμική τους ισχύ, αλλά προσπαθούν και εξοδεύουν για τον χρησιμοθηρικό διεθνισμό της γλώσσας τους και τη διάδοση της παιδείας τους σε όλες τις χώρες και την ενίσχυση των ιεραποστολών τους»46. Προετοιμάζοντας την σημερινή πορεία προς την νεοεποχίτικη πανθρησκεία, οι κυρίαρχες παγκόσμιες δυνάμεις είχαν κατανοήσει, ότι ο «εκδυτικισμός» του κόσμου και εν προκειμένω της Ορθόδοξης Ανατολής, προσφέρει σταθερά την δυνατότητα για την πολιτική παγκοσμιοποίηση47. Μια ιδιαίτερη, αλλά σημαντική περίπτωση, ιδιοτελούς μισσιοναριστικού «φιλελληνισμού» υπήρξε τον 19ο αιώνα ο αμερικανός μισσιονάριος Jonas King48. Η σύγκρουσή του με την Ελληνική Δικαιοσύνη μετά την κατάδειξη της προσηλυτιστικής του δράσης, απέδειξε περίτρανα την συμπόρευση και συνεργασία μισσιοναρισμού και αμερικανικής δικαιοσύνης και πολιτικής49, με την επέμβαση της τελευταίας υπέρ του Μισσιοναρίου και την ήττα της Ελληνικής Πολιτείας.

Για την υπέρβαση της μυθοπλασίας

Για την υπέρβαση της μυθοπλασίας είναι ανάγκη το Έθνος μας να μην εθίζεται στην αποδοχή των οιωνδήποτε μύθων και στο χώρο του «Φιλελληνισμού». Πόσο μάλλον που, ως ελέχθη, εθιζόμεθα έτσι στην εναπόθεση των εθνικών μας ελπίδων στους οιουσδήποτε ξένους. Η συνειδητοποίηση του εγγενούς αυτού πάθους μας απαιτεί όμως ωριμότητα. Από ένα παρόμοιο, μάλιστα, μύθο για το «ξανθό γένος», που έτρεφε για μακρό χρόνο το Έθνος, μας αποσυνέδεσε από το 1774, μετά την συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός50. Βλέποντας την πορεία της διεθνούς πολιτικής, κατενόησε ότι το Έθνος για την ανεξαρτησία του έπρεπε να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις, ρίχνοντας το βάρος στην ελληνορθόδοξη παιδεία. Αυτό ακριβώς θα ενστερνισθεί αργότερα και ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης51. «Ας, μη φθάσουμε, λοιπόν, στην ακραία παραδοχή, ότι «οι φιλέλληνες εζημίωσαν την Ελλάδα»52, η ότι ούτε φίλους, ούτε αδελφούς είχε ποτέ η Ελλάδα. Μόνο εχθρούς και καταφρονητές»53. Εν τούτοις, απέναντι σε μια τέτοια γενίκευση κορυφώνεται ο σπαραγμός του Μακρυγιάννη: «Ότι μας έφαγαν οι ξένοι ως γλάροι»!54. Είναι όμως αναγκαία και μια άλλη εξ ίσου σημαντική υπέρβαση.
Πηγή της περί φιλελλήνων μυθολογίας είναι η ματαιοδοξία μας, ότι ο ελληνικός πολιτισμός και ο δυτικός πολιτισμός ταυτίζονται55, μια πεποίθηση που ριζώνει στον Αδαμάντιο Κοραή. Κατά την εύστοχη όμως παρατήρηση του π. Ιω. Ρωμανίδη56, αναζητώντας και «πλάθοντας» φιλέλληνες ο σύγχρονος «γραικύλος», αντί να αποκτήση όργανον, γίνεται «όργανον» αυτός. «Οι ξένοι, κατά τον ίδιο, καλό γνώστη της δυτικής κοινωνίας, εκλαμβάνουν (το ελληνικό φιλότιμο) ορθώς ως δουλοπρέπειαν αδυνάτου και ως μορφήν φαινομενικής μεγαλοψυχίας». Το αποτέλεσμα; «Το δουλοπρεπές φιλότιμον του Γραικύλου, εν συνδυασμώ με επίδειξιν συμμαχικής αφοσιώσεως, εμποιεί μάλλον ανησυχίαν παρά εμπιστοσύνην»57. Αυτού οδηγεί συνήθως η στερουμένη την ελληνορθόδοξη «λεβεντιά» ελληνική πολιτική και διπλωματία.
Ο Ρωμηός γνωρίζει, ότι «συμμαχία είναι συνεργασία πολιτική, οικονομική και στρατιωτική, μέσω της οποίας κάθε κράτος προστατεύει τα ιδικά του συμφέροντα και τα συμφέροντα των συμμάχων, εφ’ όσον τα συμφέροντα αυτά ταυτίζονται με τα ιδικά του συμφέροντα»58.
Ένα ακροτελεύτιο ερώτημα: Δεν υπάρχουν, λοιπόν, αληθινοί φιλέλληνες; Υπάρχουν οπωσδήποτε, αλλά είναι ανάγκη να αναγνωρίζονται με αντικειμενικότητα, κάτι που προϋποθέτει γνήσια και αυθεντικά κριτήρια. Ο όρος «φιλέλλην» στην τρέχουσα χρήση έχει σχετική σημασία. Φιλέλληνας η φιλοάγγλος η φιλοαμερικανός, είναι σε τελευταία ανάλυση εκείνος, που αποδέχεται ένα Λαό πολιτισμικά ολόκληρο και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του και στα αιτήματά του χωρίς να επιβάλει τις δικές του λύσεις. Φιλέλληνες είναι έτσι, οι Ξένοι, που αψηφώντας την πολιτική και τα συμφέροντα της Χώρας τους, αγκάλιασαν την Ελληνική Επανάσταση, προσφέροντας σ’ αυτήν τα πάντα, όσα διέθεταν, ακόμη και τη ζωή τους. Με τον τρόπο αυτό απέδειξαν, ότι ταυτίσθηκαν με την Ελλάδα και το Λαό της, υπερβαίνοντας την ιδιότητά τους ως ξένων. Είναι όλοι εκείνοι, που τελικά έγιναν τόσο φίλοι της Ελλάδος, σ’ όλους τους τομείς της δράσης τους, ώστε να προστρέξουν στην ελληνική περιπέτεια ως Φιλέλληνες, για να ανυψωθούν τελικά σε Έλληνες.

Σημειώσεις:

Γ. Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1998, σ. 1905. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην αρχαία χρήση του ο όρος «φιλέλλην» συσχετίζεται και με εκ γενετής Έλληνες, με την έννοια του φιλοπάτριδος. (Πλατ. Πολ. 470ε και Ξενοφ. Αγησ.7,4: «καλόν Έλληνα όντα φιλέλληνα είναι»), Henry Lidel- Robert Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Έκδοση «Ι. Σιδέρης, τ. 4, σ. 539. 2. Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξενοκρατία-Μισελληνισμός και ιδιοτέλεια…, Αθήνα 1990, σ. 462 επ. Θετική προσέγγιση στου: Αποστ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού…, τ. Ε , Θεσσαλονίκη 1980, σ. 568-578 («Ο φιλελληνισμός μέσα στο πλαίσιο των μεγάλων ευρωπαϊκών ιδεολογικών ρευμάτων»), και σ. 579-609. («Η φιλελληνική κίνηση κατά χώρες). 3. Ν. Β. Τωμαδάκη, Περί των αιτίων του Φιλελληνισμού, Αθηνά , τ. 59 (1955), σ. 4-13. 4. Το «φιλελληνικό κίνημα» ήταν ένα παρακλάδι του ριζοσπαστισμού, η ριζοσπαστική του πλευρά, που απέρριπτε την αστική εκβιομηχάνιση, τον ρασιοναλισμό και τη Γαλλική Επανάσταση και περιλάμβανε στους κόλπους του φιλελεύθερους διανοουμένους, πολιτικούς και κοινωνικούς επαναστάτες, χριστιανούς ανθρωπιστές, σκεπτικιστές και άθεους» (Κυρ. Σιμόπουλος, οπ. π., σ. 466). 5. Σημαντική για την προοδευτική ανάπτυξη του φιλελληνικού ρεύματος είναι η διδακτορική διατριβή του αειμνήσου π. Αντωνίου Γ. Αλεβιζοπούλου, Η φιλελληνική κίνησις και αι πρώται εν Γερμανία Ελληνικαί Κοινότητες, Αθήναι 1979, με πλούσια βιβλιογραφία (σ. 237-255). Πρβλ. Κυριάκου Σιμόπουλου, οπ. π., σ. 465. 6. Κυριάκου Σιμόπουλου, στο ίδιο. 7. Αυτό εδήλωσε λ.χ. ο άγγλος μισσιονάριος Isaac Lowndes το 1820 κατά την διέλευσή του από την Κόρινθο. 8. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και Ρωμηοσύνη (Έλεγχος θέσεων της Δυτικής Ιστοριογραφίας) στο: Του ιδίου, Ελληνισμός Μετέωρος, Αθήνα 1992, σ. 74-86. 9. ΑΤΙ, Χ149α, φ. 30α. (Για το Αρχείο των Αδελφών Ιακωβάτων βλ. Κ.Γ. Μπόνη, Αρχείου Σύμμικτα. Τακτοποίησις και μελέτη του Αρχείου των Οίκων (sic) Τυπάλδων -Ιακωβάτων εν Ληξουρίω της Νήσου Κεφαλληνίας. Ανατ. από τον Β Τόμο της Επετηρίδος Επιστημονικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1970, σ. 553-626. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Αρχείο των Αδελφών Τυπάλδων-Ιακωβάτων και η σημασία του, στο: π. Γ.Δ. Μεταλληνού-Βαρβ. Καλογεροπούλου–Μεταλληνού, Αρχείον της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης …, τ. Α , Αθήνα 2003, σ. 21 επ. 10. Το 1792. Βλ. Kallistos Ware, The fifth Earl of Guilford (1766-1827) and his secret Convertion to the Orthodox Church, στον τόμο: D. Baker (ed.) The orthodox Churches and the West (=Studies in Church History, vol. 13) Oxford 1976, σ. 256 f. 11. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ο κόμης Φρειδερίκος-Δημήτριος Γκίλφορδ και η ιδεολογική θεμελίωση των θεολογικών σπουδών της Ιονίου Ακαδημίας, Επιστ. Επετ. Θεολ. Σχολής του Πανεπ. Αθηνών, τ. 27 (1986), σ.25-54. 12. Γεωργίου Τυπάλδου-Ιακωβάτου, Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας (εκδ. Σπ.Ι. Ασδραχάς, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη ΣΠ. 37, Αθήνα 1982), σ. 9. Πρβλ. Πολιτική και Θεολογία, οπ. π., σ. 211. 13. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδη, Ρωμαιοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη2002, σ. 80/1. 14. Κυρ. Σιμόπουλος, οπ. π., σ. 468. 15. Στο ίδιο, σ. 470. 16. Στο ίδιο, σ. 483. 17. Μαρία Μαντουβάλου, Ρωμαίος-Ρωμιός και Ρωμιοσύνη, στο περιοδ. Μαντατοφόρος, τευχ. 22(1983),σ. 53. 18. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ιστορία της συγχρόνου Ελλάδος, τ. 1 (1920-1922), Πάπυρος, Σειρά Β , Αθήνα 1973, σ. 16. 19. Βλ. Αλεξ. Στ. Καριώτογλου, Η περί του Ισλάμ και της πτώσεως αυτού ελληνική χρησμολογική γραμματεία…, Αθήναι 1982, σ.162 επ. Πρβλ, π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Χρησμολογικές απηχήσεις στα Οράματα και Θάματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη, στον τόμο του Γ.Δ. Μεταλληνού, Ορθοδοξία και Ελληνικότητα, Αθήνα 1987, σ. 87-163.  20. Σπ. Μαρκεζίνη, οπ.π., σ. 15,17. 21. Στο ίδιο, σ.15. 22. Οπ. π., σ.216. 23. Στο ίδιο, σ.217. 24. Κυριάκου Σιμόπουλου, οπ.π., σ. 483. 25. Στο ίδιο, σ.485 επ., 501, 505 κ. 26. Για το τέλος του Μπάϋρον βλ. Απ, Βακαλοπούλου, Ιστορία …, τ. ΣΤ , Θεσσαλονίκη 1982, σ. 629 επ.  27. ΑΤΙ, Χφο 149α, σ. 30α. Αναφέρεται στο ποίημα του Byron, The Glaour, A fragment of a Turkish Tale, London 1813, σ.14. Τον κατηγορεί για φιλοτουρκισμό. (Πολιτική και Θεολογία, οπ.π., σ. .209/ 210.  28. Στον «Ύμνο» του. 29. Λυρικά, Ωδή 1η.  30. Κυριάκου Σιμόπουλου, Πως είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα το ’21, τομ. Γ , Αθήνα 1981: Ωφέλησε η έβλαψε την Επανάσταση ο Βύρων; 31. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν τον ιθ  αἰ., Αθήνα 2004. Αντώνιος Λ. Σμυρναίος, Στα ίχνη της ουτοπίας. Το «Φιλελληνικόν Παιδαγωγείον» Σύρου και η Προτεσταντική Ομογενοποίηση της Οικουμένης κατά τον 19ον αιώνα, Αθήνα 2006. Πόλλη Θανηλάκη, Αμερική και Προτεσταντισμός. Η «Ευαγγελική Αυτοκρατορία και οι οραματισμοί των Αμερικανών Μισσιοναρίων για την Ελλάδα τον 19ον αιώνα, Αθήνα 2005. Κυρίως για την παρουσία των Προτεσταντών Μισσιοναρίων στα Ιόνια Νησιά, βλ. Δημ. Γ. Μεταλληνός, Βρετανική Διπλωματία και Ορθόδοξη Εκκλησία στο Ιόνιο Κράτος, Κέρκυρα 2013, σ. 55 επ. Στα έργα αυτά βρίσκεται εκτενής βιβλιογραφία. 32. Βλ. στου π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 94 επ. 33. Στο ίδιο, σ. 76. 34. Στο ίδιο, σ. 78. 35. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …,σ. 400 επ. 36. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, «Η κατ’ Ανατολήν Δύσις». Ο «μετακενωτικός ρόλος των Δυτικών Μισσιοναρίων στο Ελληνικό Κράτος», στο: Του Ιδίου: «Παράδοση και Αλλοτρίωση», Αθήνα 1986 (με επανεκδόσεις), σ. 279 επ. 37. Βλ. π. Γεωργίου Δ. Δράγα, Ιωνάς Κιγκ (1792-1869), Αμερικανός Ιεραπόστολος, Φιλέλλην, εκπαιδευτικός, Θεολόγος, Αθήναι 1972, Πρβλ. άρθρο στην Θ.Η.Ε. τ. 7(1965) στ. 581 (Ν.Θ. Μπουγάτσος). 38. Δ. Γ. Μεταλληνός, Βρετανική Διπλωματία…, οπ. π., σ. 56. 39. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …, σ. 362 επ., 367 επ. 40. Την «εκφράγκευσή της βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …, σ.104. 41. P. E. Shaw, American contacts with the Eastern Churches (1820-1870), Chicago 1937, σ. 171-178. 42. Αυτό ίσχυε, φυσικά, και για το ρωμαιοκαθολικό στοιχείο, που είχε όμως πολύ παλαιότερη παρουσία στην Ελλάδα. 43. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 106 επ.44. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 107 επ. «Η κατά Ανατολήν Δύσις», σ. 271 επ. 45. P. Kaverau, Amerika und die orientalischen Kirchen, Berlin 1958, σ. 203. 46. Χρ. Γιανναρά, Η Νεοελληνική ταυτότητα, Αθήνα 1978, σ.82. 47. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ορθόδοξη Οικουμενικότητα και Παγκοσμιοποίηση, στο: Του Ιδίου, Στα μονοπάτια της Ρωμηοσύνης, Αθήνα 2008, σ. 407-418. 48. Βλ. παραπάνω, σημ. 37. 49. Βλ. εκτενή αναφορά στην περίπτωση αυτή στου π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ξένη παρέμβαση στην Ελληνική Δικαιοσύνη τον 19ον αιώνα, στο «Αντιχάρισμα» στον Καθηγητή Ιω. Κ. Παπαζαχαρίου, Αθήνα 1994, σ. 469-496. 50. Βλ. Απ. Ε. Βακαλοπούλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ , Θεσσαλονίκη 1973, σ. 431. 51. Πρόκειται για ουσιαστική καμπή στην πορεία προς την εξέγερση. Αλλά και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα «Οράματα και θάματα» «ξανθό γένος δέχεται ότι δεν είναι η Ρωσία, αλλά ο ίδιος ο Ελληνισμός. Βασ. Σφυρόερα, Σημειώσεις από την ανάγνωση των Οραμάτων του Μακρυγιάννη, στο περιοδικό «Διαβάζω», αρ. 101/5.9.84, σ.77. 52. Κυριάκος Σιμόπουλος, σ. 480. 53. Στο ίδιο, σ.481. 54. Απομνημονεύματα, εκδ. Βαγιανάκη, τομ. Β , σ. 162. 55. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδη, Ρωμαιοσύνη, οπ. π., σ. 80. 56. Στο ίδιο, σ. 218. 57. Στο ίδιο, σ. 217. 58. Στο ίδιο, σ. 219.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΥΔΩΝΙΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΤΣΕΤΕΣ

Ο μητροπολίτης Κυδωνιών Γρηγόριος (Αναστάσιος Αντωνιάδης ή Σαατσόγλου ή Ωρολογάς) γεννήθηκε στη Μαγνησία το 1864. 
Ξεκίνησε ως ιεροκήρυκας, υπηρέτησε ως μητροπολίτης σε τρεις μητροπόλεις και εργάστηκε με ζήλο για το ποίμνιό του και για τα εθνικά θέματα. Ως μητροπολίτης Κυδωνιών συνεργάστηκε στενά με τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο.
Το 1902 ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε μητροπολίτης στη Στρωμνίτσα και κινδύνεψε πολλές φορές από το βουλγαρικό κομιτάτο. Έγιναν πολλές απόπειρες δολοφονίας του αλλά το ποίμνιό του ήταν εκείνο που τον προστάτευσε.
Η εθνική του δράση ενοχλούσε την τουρκική κυβέρνηση, η οποία ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να τον απομακρύνει. Ο πατριάρχης τότε τον μετέθεσε στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) το 1908, όπου ο ανήσυχος ιεράρχης συνέχισε την εθνική του δράση αλλά και το κοινωνικό του έργο. Το 1918 κατηγορήθηκε από τους Τούρκους για εσχάτη προδοσία, δικάστηκε δύο φορές από το Στρατοδικείο Σμύρνης σε πολυετή φυλάκιση και κλείστηκε στις φυλακές. Αποφυλακίστηκε στις 19 Μαΐου 1919, όταν μπήκε στις Κυδωνίες ο Ελληνικός Στρατός. Όμως είχε πλέον έναν άλλο μεγάλο εχθρό απέναντί του. Αυτός ήταν ο ύπατος αρμοστής Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης, το πιο μισητό πρόσωπο στους Σμυρνιούς, ο οποίος κυνήγησε και αυτόν όπως και όλους τους ιεράρχες.
Τον Αύγουστο του 1922 μετά την αποχώρηση των ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών από τις Κυδωνίες, ο Γρηγόριος εισηγήθηκε στη Δημογεροντία την αναχώρηση και τη μεταφορά των κατοίκων τους στη Μυτιλήνη, για να γλιτώσουν τη σφαγή από τους Τούρκους. Δυστυχώς οι υποδείξεις του δεν έγιναν αποδεκτές διότι ο Στεργιάδης είχε απαγορεύσει την φυγάδευση των κατοίκων στην Ελλάδα.
Το δράμα άρχισε στις 22 Αυγούστου 1922 όταν οι τσέτες, ο άτακτος τουρκικός στρατός, κατέσφαξε κοντά στην κωμόπολη Φράνελι του Αδραμυττηνού Κόλπου 4.000 Έλληνες κατοίκους των Κυδωνιών.
Ο Γρηγόριος, παρά τους εξευτελισμούς που υφίστατο από τις τουρκικές αρχές, προσπαθούσε και αγωνιζόταν να σώσει και να θρέψει το ποίμνιό του. Όταν στις 15 Σεπτεμβρίου πληροφορήθηκε τη σφαγή του μητροπολίτη Μοσχονησίων Αμβροσίου και των 6.000 κατοίκων τους από τους Τούρκους, ο Γρηγόριος φυγάδευσε στη Μυτιλήνη με αμερικανικά πλοία και με την εγγύηση του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού 20.000 Έλληνες από τις 35.000 που κατοικούσαν τις Κυδωνίες. Στις 30 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι τον συνέλαβαν, τον φυλάκισαν, τον βασάνισαν φρικτά και στις 3 Οκτωβρίου τον εκτέλεσαν, μαζί με ιερείς και προκρίτους της περιοχής…

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Η ΑΝΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Ανυπολόγιστης αξίας είναι και η καθαρώς πολεμική προσφορά της Εκκλησίας.

Το 1575 κήρυξε επανάσταση στη Μάνη ο Αρχιεπίσκοπος Επιδαύρου Μακάριος Μελισίδης, και το 1770 στο Αίγιο ο Μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος και στην Κόρινθο ο Μητροπολίτης Μακάριος Νοταράς.

Το 1600 και το 1609 έκανε επαναστατικό κίνημα ο Διονύσιος Φιλόσοφος, Μητροπολίτης Τρικάλων, ο οποίος τελικά βρήκε μαρτυρικό θάνατο στα Γιάννενα το 1611.

Το 1684 ο Μητροπολίτης Άμφισσας Φιλόθεος πολέμησε κοντά στην Κόρινθο με δικό του σώμα εναντίον των Τούρκων, όπου και τραυματίστηκε θανάσιμα.

Τον ίδιο χρόνο ο Μητροπολίτης Κεφαλλη­νίας Τιμόθεος Τυπάλδος συγκρότησε επανα­στατικό σώμα με 150 κληρικούς κι έλαβε μέ­ρος σε απελευθερωτικές προσπάθειες.

0ι Μητροπολίτες Σαλώνων Τιμόθεος, Θη­βών Ιερόθεος, Λάρισας Μακάριος, Εύβοιας Αμβρόσιος, διετέλεσαν οπλαρχηγοί.

Ο Παπαβλαχάχας ήταν αρχηγός των αρ­ματολών των Χασίων. Βρήκε, μάλιστα, τραγι­κό θάνατο από τον Αλή Πασά στα Γιάννενα.

Ο διάκος του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' Νικηφόρος Ρωμανίδης, αφού χειροτονήθη­κε ιερέας και χειροθετήθηκε και Αρχιμανδρί­της, υπηρέτησε και διακρίθηκε ως ναυμάχος κάτω από τις διαταγές του Α. Μιαούλη.

Ο Ησαΐας Σαλώνων κήρυξε την επανά­σταση στις 27.3.1821 στην περιφέρειά του, μέσα στο Μοναστήρι του οσίου Λουκά Βοιω­τίας.

Η Μονή του οσίου Λουκά, μετά τη σύ­σκεψη του Δεσπότη Σαλώνων στα μέσα του Μάρτη του 1821 με τους οπλαρχηγούς της περιφέρειας Αθ. Διάκο, κ.ά., έγινε κέντρο επαναστατικό και κατασκευής φυσεκιών.

Ο Δ. Υψηλάντης είχε το αρχηγείο του στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Πέτρας.

Ο Αρχιστράτηγος της Ρούμελης Γ. Καραϊ­σκάκης είχε τ' ορμητήριό του στη Μονή Προυσού της Ευρυτανίας.

Ο Ιερομόναχος Σεραφείμ από το Φανάρι Θεσσαλίας ηγήθηκε της επανάστασης των Αγραφιωτών.

Το Μοναστήρι του Ομπλού Πατρών ήταν στρατηγείο των επαναστατών της περιοχής.

Ο Άνθιμος Αργυρόπουλος, ιερομόναχος, δέχτηκε στο Μοναστήρι του την οικογένεια Μπότσαρη και την περιέθαλψε, μετά την άλω­ση του Σουλίου. Ο ίδιος στη Ζάκυνθο, κατά τον ιστοριογράφο Π. Χιώτη, όρκισε μέλη της Φιλικής Εταιρίας το Θ. Κολοκοτρώνη, τους Β. και Κ. Πετιμεζά και τον Νικηταρά. Εργάστηκε δε ως παράγοντας με ασυνήθιστο ζήλο για την ευόδωση της Επανάστασης.

Ο Χρύσανθος Πηγάς, Μητροπολίτης Μο­νεμβασίας και Καλαμάτας, το 1819 μπήκε στη Φιλική Εταιρία κι εργάστηκε εντατικά για την προετοιμασία της Επανάστασης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη σύλληψη του από τους Τούρκους, το κλείσιμο του στις φυλακές της Τρίπολης, όπου μαζί με άλλους φυλακισμένους Μητροπολίτες πέθανε κι αυτός από τις κακου­χίες της φυλακής.

Στη Φ. Εταιρία είχαν μυηθεί όλοι σχεδόν οι μητροπολίτες και πολλοί διακεκριμένοι ιερείς και μοναχοί και ιδιαίτερα οι αγιορείτες.

Την Επανάσταση του '21, όπως είναι γνωστό, την κήρυξε Μητροπολίτης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μέσα στο Μοναστήρι της άγιας Λαύρας. Έστω κι αν η ηρωική Καλαμά­τα, που κήρυξε την επανάσταση στις 23 του Μάρτη και που την ευλόγησαν 24 κληρικοί, διεκδικεί τα πρωτεία, γεγονός είναι ότι τα παλληκάρια της περιοχής ορκίστηκαν μέσα στην ιστορική Μονή.

Ο Διάκος, ο Παπαφλέσσας κι ο Σαμουήλ είναι ανεπανάληπτες κληρικές μορφές του 21.

Ο Υψηλάντης έλεγε για τον Παπαφλέσσα ότι «είναι το άλλο μου εγώ».

Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Υψη­λάντης ξεκίνησε τον απελευθερωτικό του αγώνα από την εκκλησία. Μέσα στον ι. ναό των Τριών Ιεραρχών του Ιασίου έλαβε το πολεμικό ξίφος από το Μητροπολίτη Μολδαυΐας Βενιαμίν Κωστάκη, ο οποίος ευλόγησε και τη σημαία του αγώνα του.

Ακόμα, πολλά Μοναστήρια καταστράφη­καν από τους Τούρκους γιατί λάβαιναν μέρος σ' απελευθερωτικά κινήματα. Αναφέρουμε μόνο ένα για παράδειγμα, τη Μονή Στροφά­δων που κατέστρεψε ο Σουλεϊμάν Β' (1520-60). Και γενικά οι Τούρκοι κάθε τόσο ζητούσαν από την Εκκλησία τις ευθύνες για κάθε απελευθερωτικό κίνημα. Αυτήν αιματοκυλού­σαν γιατί αυτήν θεωρούσαν πνευματική και εθνική Αρχή του Έθνους. Και μόνο αυτή η στάση των Τούρκων απέναντι στην Εκκλησία, της οποίας πολλές φορές σκότωναν τους φο­ρείς της, τα λέει όλα. Είναι χαρακτηριστική και η σχετική ομολογία του Μακρυγιάννη για την τεράστια προσφορά των Μοναστηριών στον αγώνα: «...Τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προ­πύργια της επανάστασής μας... Οι περισσότε­ροι καλόγεροι σκοτώθηκαν εις τον αγώνα». Η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν το Α και το Ω για το υπόδουλο γένος. Το ράσο κόλπωνε μέσα του τη ρωμιοσύνη και η ρωμιοσύνη κολπωνόταν μέσα στο ράσο. Αυτό δεν μπορεί να το ανα­τρέψει καμιά δύναμη. Η ρωμιοσύνη και η ορ­θόδοξη Εκκλησία και στην περίοδο της Τουρ­κοκρατίας πορεύτηκαν αντάμα το δρόμο του μαρτυρίου τους, το δρόμο της σταυρικής τους πορείας κι' επιβίωσαν χάρις στην πίστη τους στην Τριαδική Θεότητα. Χάρις στην ορθόδοξη παράδοση με τις άπειρες και παντοδύναμες διαστάσεις της. Μέσα από τη βυζαντινή εικόνα και το εκκλησιαστικό μέλος, μέσα από τα συ­ναξάρια των αγίων και μέσα από τη ζωή των αρχαίων ηρώων κρατήθηκε η ελληνική ψυχή όρθια ως ότου βρήκε τη δύναμη και τίναξε από πάνω της τον τουρκικό ζυγό. Όσες προπαγάν­δες κι αν θελήσουν ν' αλλοιώσουν αυτή την ιστορική πραγματικότητα δεν θα το κατορθώ­σουν, γιατί μιλούν τα ίδια τα γεγονότα.

Εδώ όμως πρέπει να σταματήσουμε, γιατί αν επεκταθούμε πιο πολύ σε πρόσωπα και σε γεγονότα, σχετικά με τη συμβολή της Εκκλη­σίας στον αγώνα της ελευθερίας του έθνους, δεν θα μας φτάσουν, όπως είπαμε και στην αρχή, τόμοι ολόκληροι.

Πιστεύουμε όμως ότι όσα δειγματικά ανα­φέραμε είναι ικανά να πείσουν κάθε αντικειμε­νικό κριτή, σχετικά με τον πρώτο ρόλο της Εκ­κλησίας κατά τη μακραίωνη τούρκικη σκλαβιά και κατά την εθνεγερσία του '21.

Θα 'ταν όμως παράλειψη κι εδώ αν στο κεφάλαιο αυτό δεν αναφέραμε δύο αντιπροσωπευτικές γνώμες Φιλελλήνων και ξένων πε­ριηγητών, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αντικειμενικότητά τους.

Ο Άγγλος Humphreys γράφει ότι «Ανάμεσα στους στρατιώτες βρίσκονταν και μεγά­λος αριθμός παπάδων. Αυτοί ήταν οι πρωτερ­γάτες του ξεσηκωμού».

Ο Κορσικανός Πρόξενος της Ολλανδίας στην Αθήνα Domenico Origone λέει πως «Οι Τούρκοι στην Αθήνα κάνουν τα πάντα για να συλλάβουν παπάδες, γιατί, όπως διαδίδεται, οι παπάδες είναι αρχηγοί των επαναστατών.

Ακόμα και το πιο καταπληκτικό: Το βιβλίο της Γ' Λυκείου της Τουρκίας γράφει: «ο Πατριάρχης και ο ανώτερος Κλήρος των Ρωμιών ήταν επικεφαλής του Έθνους των Γραικών σ' αυτή την Επανάσταση, μαζί με τους καλόγε­ρους».

Και μία ανάλογη βεβαίωση από τη μακρυνή Αμερική, η οποία παρά την απόστασή της, βοήθησε τον αγώνα υλικά και ηθικά.

Στις 16 Ιουνίου 1821 η εφημερίδα «Γκαζέττ» της Μασαχουσέτης πληροφορούσε τους αναγνώστες της ότι «...στο Μοριά ένοπλοι... με επικεφαλής τον ΚΛΗΡΟ εξεγέρθησαν εναντίον των Τούρκων....»

Και ας ξανατονιστεί ότι η συμβολή του κλήρου στον αγώνα ήταν βαθειά συνείδηση του γένους, που την έκφραζε και στα δημοτικά του τραγούδια.

Χαρά που τόχουν τα βουνά τα κάστρα περηφάνια, Γιατί γιορτάζει η Παναγιά γιορτάζει κι η Πατρίδα,

Σαν βλέπουν διάκους με σπαθιά παπάδες με τουφέκι, Σαν βλέπουν και τον Γερμανό της Πάτρας τον Δεσπότη να ευλογάει τ' άρματα να εύχεται τους λεβέντες.


Μιλούν τα γεγονότα 
ΕΚΚΛΗΣΙΑ -ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ - 21 
π. ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κ. ΚΑΛΙΦΗ 
Α' ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
 


ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΑΛΜΟΣ