ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΖΩΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΖΩΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΪΣΙΟΥ

Διηγείτο η αδελφή του Γέροντα Χριστίνα:
Ήρθα μία φορά στο Στόμιο να δω τον Γέροντα και του έφερα και δύο γάτες, γιατί είχε πολλά ποντίκια, σκέτη μάστιγα.
"Πάτερ Παΐσιε", λέω, "σου έφερα τις γάτες να ησυχάσεις από τα ποντίκια".

Την επόμενη φορά που επισκέφτηκα την Μονή, βλέπω μπαίνοντας στην κουζίνα ένα σκεύος και να τρώνε μαζί γάτες και ποντίκια. Λέω, "Γέροντα, εγώ σου έφερα τις γάτες να φάνε τα ποντίκια και συ τα ταΐζεις όλα μαζί;".

Μου λέει, "Άστα ευλογημένη, κρίμα και αυτά, όλοι τα κυνηγάνε και τα σκοτώνουν, πλάσματα του Θεού είναι κι αυτά!".

Ο Όσιος Παΐσιος (Μαρτυρίες - περιστατικά - διδαχές)
Ενωμένη Ρωμιοσύνη, σελ. 202

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΜΕ ΤΑ ΖΩΑ

Η επικοινωνία του Γέροντος Παϊσίου με τα ζώα
εκ του νέου βιβλίου ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Εντύπωση έκανε στους Κονιτσιώτες και η επικοινωνία που είχε ο «Καλόγερος» με τα ζώα. Μία Κυριακή, μετά την Θεία Λειτουργία, ο Πατήρ Παΐσιος είχε αποσυρθεί στο κελλί του, όταν ακούσθηκαν τρομαγμένες φωνές. Βγήκε έξω, και τι να δει; Μία μεγάλη αρκούδα είχε μπει στο Μοναστήρι από την πύλη. Την πλησίασε και της είπε: «Τώρα πρέπει να φύγεις, επειδή οι άνθρωποι φοβούνται. Αύριο να έρθεις, όχι όμως από εδώ, αλλά από το  κάτω μέρος». Η αρκούδα σηκώθηκε στα δυο της πόδια και έφυγε προς το βουνό. Κάθε Δευτέρα επτά-οκτώ αρκούδες πήγαιναν στην πίσω πλευρά της Μονής, έξω από το μαγειρείο, και ο Πατήρ Παΐσιος τους έριχνε τα αποφάγια που είχαν αφήσει οι επισκέπτες το Σαββατοκύριακο.

Μια μέρα ένα παιδί, βλέποντας τον τάφο που είχε ανοίξει ο Όσιος, του είπε:
- Πάτερ, ο τάφος δεν έχει ανοιχθεί πολύ, θέλει κι άλλο σκάψιμο.
- Πήγαινε στην αποθήκη να φέρεις φτυάρι και κασμά, να τον σκάψουμε πιο βαθιά, είπε εκείνος.
Μπαίνοντας το παιδί στην αποθήκη, είδε να ξεδιπλώνονται μπροστά του δύο φίδια και τρόμαξε. Ο Πατήρ Παΐσιος όμως πήγε από πίσω του, το έπιασε από τον ώμο και του είπε:«Είναι αθώα, Γιώργο, τα φίδια, μη φοβάσαι». Και στα φίδια είπε: «Πηγαίνετε πίσω, δεν βλέπετε ότι ο Γιώργος σας φοβάται;». Τα φίδια υπάκουσαν και αμέσως γύρισαν πίσω και μαζεύτηκαν σε μία γωνιά.

Στο Στόμιο είχε πολλά φίδια, αλλά ο Όσιος δεν τα σκότωνε, ούτε άφηνε άλλους να σκοτώσουν φίδι. Τόση πνευματική ευαισθησία είχε, που ούτε μυρμήγκι δεν ήθελε να πατήσει. Σε ένα παιδί, που μάθαινε την τέχνη του ξυλουργού, είπε μια φορά:
- Παναγιώτη, πρόσεχε να μην πατήσεις κανένα μυρμήγκι.
- Ε, Πάτερ, τόσα μυρμήγκια υπάρχουν, απάντησε το παιδί.
-         Εσύ να προσέχεις, του επανέλαβε.

Μια μέρα, το καλοκαίρι του 1960, ο Όσιος είδε έναν λαγό να τρώει φασολάκια στον μικρό κήπο που είχε φτιάξει σε πεζούλια κάτω από το Μοναστήρι. Πήγε σιγά σιγά πίσω από τον λαγό, άνοιξε το ζωστικό του και τον έπιασε μέσα. Τον πήρε πάνω στο Μοναστήρι, τον κούρεψε στο μέτωπο, του ζωγράφισε με κόκκινο χρώμα έναν σταυρό και έπειτα τον άφησε ελεύθερο λέγοντας: «Άντε, να πας στην ευχή του Θεού κι άλλη φορά να μην τρως τα φασολάκια 
· έχεις τόσα χόρτα να φας, τόσα έχει δώσει ο Θεός». Ύστερα έλεγε στους κυνηγούς.
- Προσέξτε μη σκοτώσετε τον λαγό μου. Έχει έναν σταυρό στο μέτωπο για να τον αναγνωρίζετε κι εσείς!
- Προλαβαίνεις, Πάτερ Παΐσιε, να δεις αν έχει σταυρό ο λαγός; Ο λαγός φεύγει βολίδα, έλεγαν οι κυνηγοί.
-         Θα τον δείτε, θα τον δείτε, απαντούσε, και έτσι τους εμπόδιζε να κυνηγούν κοντά στο Μοναστήρι.

Φιλία είχε και με τα ζαρκάδια. Όταν πήγαινε για ξύλα στο δάσος, εκείνα τον αναγνώριζαν από το χτύπημα του τσεκουριού και τον πλησίαζαν. «Έλα, να δεις τα ζαρκάδια, είπε μια μέρα σε έναν κυνηγό. Και σε παρακαλώ πολύ, μη σκοτώσεις κανένα από αυτά τα ζώα». Ο κυνηγός πλησίασε και έκπληκτος είδε πέντε-έξι ζαρκάδια να βόσκουν κοντά του. Έλεγε μετά: «Το πιο ωραίο θέαμα είναι να δείτε τον Καλόγερο παρέα με ζαρκάδια!»

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΙΑΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια οικογένεια βοσκών. Είχαν όλα τα πρόβατά τους μαζί σ’ ένα μαντρί. Τα τάιζαν, τα φρόντιζαν και τα βοσκούσαν.

Κάπου κάπου, τα πρόβατα προσπαθούσαν να το σκάσουν.

Ερχόταν τότε ο πιο γέρος βοσκός και τους έλεγε:

«Α, πρόβατα ασυνείδητα και αλαζονικά, δεν ξέρετε ότι εκεί έξω ο κάμπος είναι γεμάτος κινδύνους; Μονάχα εδώ βρίσκετε άφθονο νερό, φαγητό, και προπαντός, προστασία από τους λύκους».

Γενικά, αυτό αρκούσε για να φρενάρει τις τάσεις «ελευθερίας» των προβάτων.

Μια μέρα γεννήθηκε ένα διαφορετικό πρόβατο. Ας πούμε πως ήταν ένα μαύρο πρόβατο. Είχε επαναστατικές διαθέσεις και ξεσήκωνε τους συντρόφους του να το σκάσουν προς την ελευθερία των λιβαδιών.

Πύκνωσαν οι επισκέψεις του γέρου βοσκού που πάσχιζε να πείσει τα πρόβατα για τους εξωτερικούς κινδύνους. Ωστόσο, τα πρόβατα ήταν ανήσυχα, και κάθε φορά που τα έβγαζαν από το μαντρί όλο και πιο δύσκολα τα μάζευαν.

Ώσπου μια νύχτα, το μαύρο πρόβατο τα έπεισε και το έσκασαν.

Οι βοσκοί δεν αντιλήφθηκαν τίποτα ως το ξημέρωμα, όταν είδαν το μαντρί σπασμένο και άδειο.

Όλοι πήγαν να κλάψουν μαζί με το γέροντα, τον αρχηγό της οικογένειας.

«Έφυγαν, έφυγαν!»
«Τα κακόμοιρα…»
«Και η πείνα;»
«Και η δίψα;»
«Και ο λύκος;»
«Τι θ’ απογίνουν χωρίς εμάς;»

Ο γέροντας έβηξε, ρούφηξε την πίπα του και είπε:
«Αλήθεια, τι θ’ απογίνουν χωρίς εμάς; Και το χειρότερο είναι…
Τι θ’ απογίνουμε εμείς χωρίς αυτά;»….


Χόρχε Μπουκάϊ

Ο ΕΧΘΡΟΣ- ΜΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Το άλογο ζούσε ελεύθερο στο δάσος. Μια μέρα το πλησίασε ο άνθρωπος.

«Εσύ είσαι», του είπε, «το πιο υπερήφανο, το πιο γρήγορο, το πιο όμορφο απ’ όλα τα ζώα. Καλπάζεις, ο άνεμος παίρνει τη χαίτη σου, και όλοι σε θαυμάζουν. Ο λύκος τρέμει τα δυνατά σου πόδια, η αλεπού ζηλεύει την εξυπνάδα σου, το γεράκι δεν μπορεί να σε προφτάσει. Είσαι το πιο ευγενικό και το πιο μεγαλοπρεπές ζώο.»

Το άλογο χλιμίντριζε όλη αυτή την ώρα συγκαταβατικά.

«Θα έπρεπε εσύ να είσαι ο άρχοντας του δάσους, όμως… Υπάρχει το ελάφι.»

Το άλογο έστρεψε τη μουσούδα του απορημένο.

«Αυτό το ύπουλο κτήνος σε μισεί. Θέλει να σου κλέψει τη δόξα και το βασίλειο.
Πάει στις λίμνες, στα ποτάμια και στις πηγές και τα βρωμίζει με τις ακαθαρσίες του. Ποδοπατεί το χορτάρι για να μη βρεις να φας.»

Το άλογο ανήσυχο χτυπούσε την οπλή του στο έδαφος.

«Και έμαθα πως σχεδιάζει να φέρει στα κέρατα του το φίδι, όταν θα κοιμάσαι, για να σε εξοντώσει.»

Το άλογο ανασηκώθηκε στα πίσω του πόδια.

«Μην ανησυχείς, ω περιούσιο τετράποδο, υπάρχει λύση. Θα με αφήσεις να σου φορέσω σέλα και χαλινάρια, να σε καβαλικέψω, και μαζί θα πάμε να εξοντώσουμε το δόλιο ελάφι. Έτσι θα μείνεις ο μόνος και ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος.»

Το άλογο δέχτηκε. Ο άνθρωπος το καβαλίκεψε, πήρε και το πιστό του τσιράκι –το σκύλο- και άρχισαν το κυνήγι.

Σύντομα βρήκαν το ελάφι, το καταδίωξαν και το σκότωσαν.

Πάνω από το κουφάρι το άλογο έδειξε τα δόντια του ευχαριστημένο. Ζήτησε από τον άνθρωπο να κατέβει.

Εκείνος γέλασε και του έδωσε μια καμτσικιά.
«Δεν κατάλαβες. Τώρα εγώ είμαι αυτός που δίνει τις εντολές. Προχώρα, λοιπόν.»