ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΟΤΑΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΔΕΧΤΗΚΑΝ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Ὁ Μιχαὴλ Η΄ Παλαιολόγος (1259-1282) ἐλευθέρωσε τὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους καὶ κατέλυσε τὴν Λατινοκρατία στὴν Ἀνατολή. Ὁ ἐκδιωχθείς ὅμως λατίνος αὐτοκράτορας ποὺ εἶχε καταφύγει στὴ Δύση προσπάθησε νὰ συνεννοηθεῖ καὶ νὰ πείσει τοὺς ἡγεμόνες τῆς Δύσεως γιὰ νὰ ἀνακαταλάβουν τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Μιχαὴλ βλέποντας τὴν κίνηση αὐτὴ καὶ γνωρίζοντας τὰ κατακτητικὰ σχέδια τοῦ βασιλείου τῆς Σικελίας, θεώρησε ὅτι θὰ ἀποσοβοῦσε τὸν κίνδυνο αὐτὸ καὶ θὰ ὠφελοῦνταν στὴν προσπάθειά του γιὰ βελτίωση τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας στὰ Βαλκάνια, μὲ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἦλθε, λοιπόν, σὲ συνεννόηση καταρχὴν μὲ τὸν Πάπα Οὐρβανὸ (Κλήμεντα Δ΄) καὶ κατόπιν μὲ τὸν Πάπα Γρηγόριο Ι΄.
Συνέταξε ἱστορικοδογματικὸ τόμο τὸ 1273 ἀναφερόμενο στὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, τὸν ὁποῖο ἀπέστειλε σὲ ὅλους τούς ἐπισκόπους καθὼς καὶ στοὺς ἁγιορεῖτες. Σ΄ αὐτὸν ἀνέλυε τοὺς λόγους οἱ ὁποῖοι ἐπέβαλαν τὴν ἕνωση.
Τὸ ἑπόμενο ἔτος 1274 συνῆλθε ἡ σύνοδος στὴν Λυὼν κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν· ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία εἰσήγαγε τὸ Filioque καὶ παραδέχθηκε τὸ πρωτεῖο καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα, δηλαδὴ ὑποδουλώθηκε στὸν Πάπα.
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωσὴφ στὶς 2 Σεπτεμβρίου 1275 παραιτεῖται ἀπὸ τὸν θρόνο, ἐνῶ ὁ Μιχαὴλ ἀνεβάζει σὲ αὐτὸν τὸν Ἰωάννη Βέκκο, μορφωμένο ἀλλὰ παλίμβουλο...ἄνδρα, πρώην ἄσπονδο ἐχθρό τῆς ἑνώσεως, ἐνῶ τώρα ὑπέρμαχο ὑποστηρικτή της.

Οἱ ἁγιορεῖτες ἀπέστειλαν στὸν αὐτοκράτορα δογματικὴ ἐπιστολὴ στὴν ὁποία μὲ σεβασμὸ ἀλλὰ καὶ μαχητικότητα ἀπάντησαν ὅτι ἡ ἕνωση δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἐφόσον οἱ λατίνοι παραμένουν στὶς αἱρετικὲς δοξασίες τους.
Ὁ λαὸς ἀκολούθησε τοὺς ἁγιορεῖτες καὶ δὲν δέχθηκε τὴν ἕνωση. Ὁ αὐτοκράτορας ποὺ πειζόταν ἀπὸ τὸν Πάπα τῆς Ρώμης γιὰ νὰ ἐφαρμόσει τοὺς ὅρους τῆς ἑνώσεως μεταχειρίστηκε βία γιὰ νὰ τὴν ἐπιβάλει. Ἐξορίες, δημεύσεις περιουσιῶν, φυλακίσεις καὶ κάθε εἶδος βασανιστηρίων τέθηκαν σὲ ἐνέργεια.

Οἱ ἑνωτικοί, δηλαδὴ οἱ ὑποστηρικτὲς καὶ ἀποδεχόμενοι τὴν ἕνωση, ἦλθαν στὸ Ἅγιον Ὅρος (1278-1282) καὶ προσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν διὰ τῆς βίας τὴν ἀπόφαση τῆς Λυῶνος. Οἱ ἁγιορεῖτες ἀντιστάθηκαν μὴ δεχόμενοι νὰ ἑνωθοῦν μὲ τοὺς Λατίνους καὶ νὰ προδώσουν τὴν Ὀρθοδοξία.

Ὁ χρονογράφος ἀναφέρει ὅτι τότε πολλοὶ «βασανίσθηκαν καὶ ἐτελειώθησαν διὰ μαρτυρικοῦ θανάτου». Εἰκοσιέξι μοναχοί τῆς Ἱ. Μονῆς Ζωγράφου κάηκαν ἀπὸ τοὺς ἑνωτικοὺς μέσα στὸν πύργο τῆς Μονῆς ὅπου εἶχαν καταφύγει.
Ὁ Πρῶτος του Ἁγίου Ὅρους Κοσμᾶς ἐπικεφαλῆς λαϊκῶν καὶ Μοναχῶν τῶν Καρυῶν ποὺ δὲν δέχθηκαν τὴν ἕνωση, ἀλλὰ ἀντίθετα ἔλεγχαν τοὺς ἑνωτικούς, μαρτύρησε.
Στὴν Μονὴ τῶν Ἰβήρων ἐπιβίβασαν πατέρες τῆς Μονῆς ἐπάνω σ΄ ἕνα πλοῖο τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ τὸ ὁδήγησαν ἀνοικτά τῆς Μονῆς, τὸ βύθισαν αὔτανδρο. Στὸ Βατοπαίδι ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα μοναστήρια βασάνισαν καὶ σκότωσαν μοναχοὺς καὶ λαϊκούς.

Μόνο ἡ Μ. Λαύρα καὶ ἡ Ξηροποτάμου δέχθηκαν τὴν ἕνωση καὶ τοὺς ἑνωτικούς. Ὁ συναξαριστὴς ἀναφέρει ὅτι κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας στὴν Μονὴ Ξηροποτάμου ὅταν συλλειτουργοῦσαν μὲ τοὺς ἑνωτικοὺς ἔγινε ἰσχυρὸς σεισμὸς καὶ γκρεμίστηκε τὸ μοναστήρι. Τὰ δὲ σαράντα μανιτάρια ποὺ φύτρωναν κατὰ τὴν πανήγυρη τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα κάθε χρόνο κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα δὲν ξαναβγῆκαν.


Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἄθως, ὅρος τὸ Ἅγιον»,
τοῦ Μητροπολίτου Κεντρώας Ἀφρικῆς Νικηφόρου

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ: ΤΑΦΗ Ή ΚΑΥΣΗ; ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ ΛΗΘΗ Ή ΑΙΩΝΙΑ ΜΝΗΜΗ;

του Μητροπολίτη Μεσογαίας Νικολάου

Υπάρχουν δυό βασικές αλήθειες για την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη σχετικά με τον άνθρωπο. Η πρώτη είναι ότι ο άνθρωπος έχει ψυχοσωματική οντότητα και η δεύτερη ότι η ψυχή του είναι αιώνια στη φύση της. Το σώμα του είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με την ψυχή του και η ψυχή με την θεική πραγματικότητα.
Η Εκκλησία δεν έχει μόνο διδασκαλία περί της ψυχής, αλλά βαθιά εμπειρία της. Δεν έχει απλά άποψη επί του θέματος έχει βίωση αληθείας. Η αποκάλυψή της δεν της προσφέρεται μόνον διδακτικά, αλλά της επαληθεύεται βιωματικά. Δεν λέει αυτό που ξέρει αλλά μεταγγίζει αυτό που ζεί. Όταν βλέπει τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, δεν αντικρίζει σ᾿ αυτόν μόνο το σώμα του η τη χρονική παρουσία του, αλλά βλέπει την εικόνα του Θεού να αντικατοπτρίζεται στην ψυχή του και διακρίνει την αιώνια διάστασή του. Αυτό πως να το αρνηθεί η Εκκλησία;
Άνθρωπος δεν είναι το σώμα, η υγεία, αυτό που βλέπουμε. Ούτε πάλι η ψυχή ως διάθεση, ως ψυχισμός, ως έκφραση των εγκεφαλικών λειτουργιών, ως φυσικό στοιχείο συμπεριφοράς – αυτό που αντιλαμβανόμαστε. Ο θησαυρός της ανθρώπινης υπόστασης είναι η ψυχή ως πρόσωπο, ως εικόνα της θεικής δόξης, ως αυτεξούσιο, ως δυνατότητα μετοχής στην αιωνιότητα, ως χάρις αυθυπέρβασης. Κάθε τι που σχετίζεται με την ψυχή αποτελεί ιερό γεγονός η στοιχείο έχει να κάνει με την σωτηρία, τον εξαγιασμό, την ένωση με τον Θεό, την βίωση της αιώνιας προοπτικής του ανθρώπου. Αυτό είναι το στοιχείο που, επειδή είναι υπαρκτό καθιστά τον άνθρωπο ιερό.
Η ψυχή μ᾿ αυτήν την έννοια, περιφρουρείται μέσα στο σώμα που το μεταμορφώνει σε ναό. Το σώμα που διαφυλάσσει το θησαυρό της ψυχής δεν είναι φυλακή. Ένα σώμα όμως που εν ζωή δεν το σεβαστήκαμε, ούτε καν φιλόζωα το διατηρήσαμε, που βιολογικά μεν το περιποιηθήκαμε στα εργαστήρια, ουσιαστικά όμως το καταστρέψαμε στην πρακτική της ζωής ένα σώμα στο οποίο η ιατρική δεν καλείται να θεραπεύσει μόνο τις συνέπειες της φυσιολογικής φθοράς επάνω του, αλλά και του ανορθόδοξου τρόπου και της αντίληψης ζωής μέσα του, ένα σώμα που η ίδια η ψυχή μας το αγνόησε, και αντί μαζί του να επιτελέσει τον ιερουργικό σκοπό της, ικανοποίησε τις φιλήδονες τάσεις και τις αμαρτωλές διαθέσεις της -και μάλιστα με την αποδοχή και νομική κάλυψη της κοινωνίας-, αυτό το σώμα είναι εύκολο αυτή η κοινωνία και ψυχή να θέλουν να το κάψουν για να ολοκληρώσουν το έργο τους και να εξαφανίσουν την ασέβειά τους.
Για την Εκκλησία τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Το σώμα, όσο ο άνθρωπος είναι εν ζωή, το βλέπει ως θυσιαστήριο. Γι᾿ αυτό και η βάναυση επέμβαση επάνω του και η υποταγή του στις ορμές, που δουλώνουν το αυτεξούσιο, δηλώνουν ασέβεια και αποτελούν βεβήλωση και αμαρτία. Η συντήρηση και τροφοδοσία του γίνεται πάντοτε με προσευχή -προσευχές της τραπέζης- η φροντίδα της υγείας του που συνδυάζεται με μυστήριο – το ευχέλαιο-, η αναπαραγωγή του με άλλο μυστήριο – το γάμο- και τέλος ο εξαγιασμός του επιτυγχάνεται με την μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού.
Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει, το σώμα του γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει και ο σεβασμός μας σ᾿ αυτό. Το λείψανο αποτελεί την ανάμνηση μίας ιερουργίας που μέσα του επιτελείτο – της σωτηρίας της ψυχής- και την υπόμνηση μίας άλλης που τώρα «αγνώστως» συνεχίζεται έξω από αυτό- της δόξης της ψυχής. Το σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την «ετέρα μορφή του» (Μαρκ. ιστ´ 12), την αναμόρφωσή του «εις το αρχαίον κάλλος». Αυτή είναι η αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με ιδιαίτερο σεβασμό και αισθήματα ιερά. Δεν καίμε τους ναούς, πολλώ δε μάλλον τους έμψυχους ναούς.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το σώμα είναι κάτι που δεν εγγίζεται και στο οποίο αρνούμεθα κάθε παρέμβαση. Το σώμα είναι το υποκείμενο στη φθορά στοιχείο του ανθρώπου. Η φυσική φθορά είναι η ισχυρότερη ίσως υπόμνηση της πτωτικής μας φύσεως. Κάθε βίαιη κίνηση που συνηγορεί στη συρρίκνωσή του, προσβάλλει και την ψυχή. Για τον λόγο αυτό, στο σώμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά, αναστέλλοντας την εξέλιξη της φθοράς, όταν και όσο μπορούμε. Η διαδικασία της πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξαναγκασμένη. Την αναλαμβάνει μόνον ο Θεός μέσα από τις συνθήκες που ο ίδιος προνοεί η η φύση μέσα από την ευθύνη που της έχει ανατεθεί. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος που η Εκκλησία μας αρνείται την καύση των νεκρών. Αφήνει στη φύση να αναλάβει την ευθύνη της φθοράς του σώματος. Δεν το καίει, αλλά το αφήνει να σβήσει. Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που η φύση επιτρέπει να μείνει κάποιο υπόλειμμα, αυτό έχει το λόγο του. Όταν και η φύση αρνείται την ολοσχερή διάλυσή του ανθρωπίνου σώματος, τότε η νομοθετημένη καύση του δεν είναι πράξη επιλήψιμης βίας;
Τα οστά υπαινίσσονται ότι τα σώματα έχουν μεν όλα μία ομοιότητα, αλλά έχουν και διαφορές. Άλλα είναι τα κοκαλάκια ενός μικρού παιδιού στη θέα τους και άλλα ενός ενήλικα. Άλλα ενός ανθρώπου και άλλα κάποιου ζώου. Όταν όμως καούν, η στάχτη εξομοιώνει τα πάντα. Και στην περίπτωση αυτή που διατηρείται και δεν σκορπίζεται, δεν διακρίνονται οι διαφορές, έχουν εξαλειφθεί για πάντα. Μαζί με τα χαρακτηριστικά του προσώπου, έχει εξαφανιστεί και η εικόνα του ανθρώπου μόλις δε σκορπιστούν και τα υπολείμματα της στάχτης,μαζί με τα ψήγματα του κοινωνικού σεβασμού, οριστικοποιείται και η διαγραφή κάθε ίχνους παρουσίας του. Ο υπαρκτικός θάνατος έχει προσυπογράψει τον φυσιολογικό.
Το υπόλειμμα του ανθρώπου δεν είναι η ισοπέδωση και η απουσία, αλλά η ταυτότητα και του είδους και του προσώπου και η παρουσία. Ο αγώνας να διατηρήσουμε τα οστά, τα λείψανα, ο,τι περισσότερο από τον άνθρωπο μπορούμε σ᾿ αυτόν τον κόσμο, ισοδυναμεί με την ανάγκη μας να διατηρηθεί όσο περισσότερο γίνεται το πρόσωπό του στον άλλο. Ο σεβασμός μας στα νεκρά λείψανα πιστοποιεί την πίστη μας στην αθάνατη ψυχή.
Οι νεκροί δεν είναι «πεθαμένοι» αλλά κεκοιμημένοι. Τοποθετούνται με σεβασμό στον τάφο, στραμμένοι προς ανατολάς με την προσδοκία της αναστάσεώς τους. Η Εκκλησία συνειδητά αρνείται τον όρο «νεκροταφεία» και επιμένει στον όρο «κοιμητήρια». Και το κάνει αυτό όχι για λόγους ψυχολογικού -για να μην αγριεύουμε- αλλά για λόγους καθαρά πνευματικούς: νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει) αλλά τετελειωμένος (που έχει τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. Τα οστά των νεκρών αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής τους, ενθύμηση της παρούσης καταστάσεώς τους, αλλά και υπόμνηση της μελλούσης προοπτικής μας. Αυτά με κανένα νόμο δεν καίγονται.
Η Εκκλησία δεν τιμά το σώμα και χωριστά την ψυχή, αλλά τον σύνδεσμο των δυό, τον άνθρωπο ως όλον. Στον κίνδυνο να ξεχαστεί ο άνθρωπος, επειδή δεν φαίνεται η ψυχή του, διατηρούμε το σώμα, που δεν μας την θυμίζει μόνο όταν λειτουργεί αλλά και όταν απλά υπάρχει. Η οριστική καταστροφή του σώματος, η καύση του, δεν είναι καύση νεκρού ανθρώπου -κάτι που καίγεται – αλλά προσπάθεια καύσης της ζωντανής ψυχής του, κάτι που δεν καταστρέφεται.
Η ψυχή ζεί. Αυτό φαίνεται από το ότι τα λείψανα έχουν ζωή όχι βιολογική βέβαια αλλά κάποιας μορφής πνευματική, που όμως διαπιστώνεται. Όταν έχουμε άτομα που η βίωσή τους της πνευματικής πραγματικότητος ήταν τόσο έντονη ώστε και από τότε που ζούσαν εν χρόνω την παχύτητα αυτού του κόσμου, αυτά να λειτουργούν στις συχνότητες του άλλου, τότε ο θάνατός τους είναι κοίμηση που αποτυπώνεται στα λείψανά τους. Είναι πολύτιμη εμπειρία της Εκκλησίας, διαρκώς επαληθευόμενη, ότι πλείστα όσα εξ αυτών εμφανίζουν ιδιάζουσα χάρι. Είναι γνωστό ότι συχνά τα λείψανα των αγιορειτών μοναχών αλλά και των άλλων εξαγιασμένων ανθρώπων που η ζωή τους τίμησε το σώμα και η ψυχή τους φανέρωσε μεγαλύτερη ευρωστία και ζωτικότητα από αυτό, διατηρούν μία εντυπωσιακή ευκαμψία για ώρες μετά θάνατον. Δεν κοκαλώνουν!
Αλλά και η αποδεδειγμένη ευωδία, το κέρινο χρώμα τους, η θαυματουργική χάρι τους η η φυσική αφθαρσία ολόσωμων αγίων, στοιχεία ασυνήθη και φυσικώς ανεξήγυτα, είναι αναμενόμενα φαινόμενα της πνευματικής πραγματικότητος. Αυτά τα λείψανα, για την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και συνείδηση, αποτελούν περιουσία πολυτιμότερη και από τη διδασκαλία της θησαυρούς αναγκαιότερους και από τα σκεύη της. Στα λείψανα των μαρτύρων της εδράζονται οι άγιες τράπεζές της. Αν αυτά κάψει, θα έχει ήδη θυσιάσει τα ιερά θυσιαστήριά της θα έχει καταστρέψει τα ζωτικά σπλάχνα της.
Η ψυχή υπάρχει, ζεί και αναγνωρίζει το σώμα της και μετά θάνατον. Βλέπει και μπορεί να αντικρύσει την καύση του. Άραγε θα την εγκρίνει; Η ίδια στην κατάσταση που είναι δεν βλάπτεται από τις δικές μας ενέργειες ούτε και όταν της καταστρέφουν το δικό της σώμα.
Η ασέβεια επάνω της όμως φθείρει εμάς. Το ηθικό κριτήριο σε μία τόσο καίρια απόφαση για την Εκκλησία είναι πνευματικό δεν έχει να κάνει με τις επιλογές μίας πεθαμένης κοινωνίας, μίας κοινωνίας που αρνείται την αθανασία της, αλλά με τις προτιμήσεις της αθάνατης ψυχής, της ψυχής που επιβεβαιώνει την αιωνιότητά της.
Αν μας ρωτούσαν πως θα προτιμούσαμε να φύγει απ᾿ αυτόν τον κόσμο κάποιος δικός μας: από εγκεφαλική αποπληξία, από καρδιακή ανακοπή, με παραμορφωτικά εγκαύματα, η να αποτεφρωθεί από ανάφλεξη και πυρκαγιά, έχω την εντύπωση πως ο τραγικότερος τρόπος θα ομολογούσαμε πως είναι ο τελευταίος.Είναι φυσικό στον άνθρωπο, όταν αποχαιρετά τον άνθρωπό του, να θέλει να αντικρύσει για τελευταία φορά την οικεία σ᾿ αυτόν όψη και όχι το αποτρόπαιο κατάντημά του σε απάνθρωπη, ανοίκεια και απρόσωπη στάχτη. Η λεπτή αγάπη των στιγμών εκείνων εκφράζεται ως ανάγκη να αγκαλιάσει κανείς, να φιλήσει, να χορτάσει το βλέμμα του, να εκδηλωθεί τρυφερά πάνω στο άψυχο σώμα. Αν μας πληγώνει η βία της φύσεως, πως εμείς επιλέγουμε τη βία του αυτεξουσίου μας; Όταν κάτι είναι πολύτιμο και το χάνουμε, προσπαθούμε να κρατήσουμε όσο περισσότερο απ᾿ αυτό μπορούμε. Ποτέ δεν νομοθετούμε τη βίαιη μείωση του τελευταίου ανεκτίμητου υπολείμματός του.
Η απόφαση ότι δεν έχουμε χώρο στα κοιμητήριά μας ισοδυναμεί με προσβολή. Αν δεν έχουμε, να δημιουργήσουμε χώρο. Η αγάπη δημιουργεί και χώρο και προϋποθέσεις. Η χρηστική ανάγκη ποτέ δεν είναι ουσιαστική και πάντα πιστοποιεί τη στενότητα του καρδιακού χώρου. Η ανάγκη του σεβασμού είναι πολύ μεγαλύτερη γι᾿ αυτόν που τον εκχωρεί παρά γι᾿ αυτόν που αποδέχεται.
Έτσι που βαδίζει η κοινωνία μας δεν θα έχει μόνον έλλειψη χώρου, αλλά και ανθρώπους δεν θα βρίσκει για να θάψουν, ίσως και να κάψουν, τους νεκρούς της. Στο απέραντο γηροκομείο του «πολιτισμένου» κόσμου μας, όπου οι νέοι τείνουν να γίνουν πολύ λιγότεροι από τους ηλικιωμένους και οι γεννήσεις πολύ πιο σπάνιες από τους θανάτους, θα υπάρχουν νεκροί και όχι νεκροθάφτες. Αντί να ενδιαφέρεται η κοινωνία μας για την αρχή της ζωής, π.χ. το δημογραφικό πρόβλημα, υπερ-απασχολείται με το τέλος, την καύση. Η ίδια νοοτροπία που αποφεύγει, τη γέννηση, δηλαδή τη ζωή, αυτή που απορρίπτει και τους γέρους, αυτή που προτείνει την ευθανασία, αυτή που η ίδια δεν αντέχει και τους νεκρούς αρνείται τη δημιουργία και επιλέγει την καύση. Αυτή υπογράφει το οριστικό τέλος του τέλους το τέλος του σκοπού το τέλος του ανθρώπου.
Αυτοί που αγνόησαν το δικαίωμα του ανθρώπου για το Θεό και πρόσβαλαν τα απαράγραπτα δικαιώματα του Θεού για τον άνθρωπο, αυτοί και μόνον μπορούν να επικαλούνται τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα για να νομιμοποιήσουν την ασέβειά τους στον άνθρωπο.
Η καύση των νεκρών δεν είναι ατομικό δικαίωμα του νεκρού πλέον ανθρώπου. Η διατήρηση του σώματός τους αποτελεί κοινωνική υποχρέωση σεβασμού και επιβιώσεως του προσώπου του. Είναι αδύνατο το θέλημα του ενός -και ας αποκαλείται αυτό δικαίωμα- να προσκρούει στην ανάγκη για σεβασμό του συνόλου. Δεν μπορεί να είναι δικαίωμα κάποιου να τον … κάψουμε εμείς! Το θέμα δεν είναι αν κάποιος επιθυμεί να καεί. Είναι αν η κοινωνία θα δεχθεί να τον κάψει.
Η κοινωνία με την καύση των νεκρών προσυπογράφει το δικό της τέλος: τον μηδενισμό της. Μία κοινωνία που δεν αντέχει τον άνθρωπο ούτε στην ασθένειά του, ούτε στην αδυναμία του, ούτε στον θάνατό του, μία κοινωνία που καίει τους νεκρούς της, μία κοινωνία που καταστρέφει και την ανάμνηση της ζωής και την ενθύμηση των μελών της -αυτό είναι τα λείψανα- μία κοινωνία που κάνει την αρχή του ανθρώπου τεχνητή και μηχανική και το τέλος του οριστικό και αμετάκλητο, μία κοινωνία που αρνείται την πνοή του αιώνιου και εγκλωβίζεται στην ασφυξία του εφήμερου, τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η κοινωνία με τη ζωή; Ακόμη και οι άθεοι υπογράμμιζαν την ανάμνηση των επίγειων θεών τους με ταριχεύσεις των σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν), η όπου αυτό δεν ήταν δυνατόν, με κατασκευές αγαλμάτων και ψεύτικων ομοιωμάτων.Φαίνεται πως το αποτέλεσμα του ανθρωπισμού χωρίς Θεό, του πολιτισμού χωρίς αξίες και του μηδενισμού χωρίς σκοπό, το αποτέλεσμα της σύγχυσης της αθείας, είναι η εξαφάνιση του ανθρώπου, η καύση και του τελευταίου υπολείμματός του. Η καύση των νεκρών οδηγεί στην καύση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Κατόπιν τούτων, δεν είναι ότι δεν της επιτρέπεται, αλλά η Εκκλησία αδυνατεί και αρνείται να δεχθεί μία απλώς χρηστική και καθόλου πειστική λύση ελάσσονος πρακτικής βαρύτητος και να θυσιάσει το βίωμα του σεβασμού της στη θεικότητα του προσώπου του κάθε ανθρώπου, πολλώ μάλλον του ανθρώπου που αυτή βάφτισε στη κολυμβήθρα της, τιμώντας ταυτόχρονα και την ψυχή και το σώμα του. Το μείζον δεν μπορεί να υποταχθεί στο έλασσον. Είναι αδύνατον όποιος πιστεύει στην Εκκλησία και αποδέχεται την πρόταση ζωής της, όποιος ζεί την πραγματικότητα της ψυχής, όποιος σέβεται τον άνθρωπο να μην τιμά και το σώμα. Το σώμα χρήζει μεγαλύτερης τιμής και σεβασμού από την κοινωνία μετά θάνατον απ᾿ όση περιποίηση και προστασία δέχθηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της ζωής του.


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΟΣΜΑΣ: Η ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΖΥΜΩΣΕΙ ΤΗΝ ΓΛΥΚΥΤΑΤΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΚΑΦΗ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΛΑΝΕΣ

Προς
το Χριστεπώνυμον Πλήρωμα
της καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως

Πρώτη Κυριακή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής σήμερα, αγαπητοί πατέρες και αδελφοί, Κυριακή της Ορθοδοξίας! Εορτή της μεγάλης μας μητέρας, της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας! Ημέρα γεμάτη δόξα, μεγαλείο και χαρά πνευματική.Ημέρα αναμνήσεως αγώνων και θριάμβων της πίστεώς μας. Ημέρα που φέρνει στο νου μας, την ηρωική και αγία αντίστασι των πιστών ορθοδόξων χριστιανών όλων των αιώνων, έναντι των δυνάμεων του σκότους και της πλάνης.

Αυτή την μεγάλη ημέρα θα ήθελα ως πνευματικός σας πατέρας να υπενθυμίσω στην αγάπη σας κάποιες αλήθειες, βασικές και σωτήριες, τις οποίες πολλοί σήμερα αγωνίζονται να αμβλύνουν, πρικαλώντας σε εμάς σύγχυσι, με αποτέλεσμα να κινδυνεύη να ματαιωθή και αυτή ακόμη η σωτηρία μας.
Πρώτα να υπογραμμίσω ότι την Εκκλησία την αποτελούν η κεφαλή της, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και όλοι οι χριστιανοί, όσοι ορθοδόξως βαπτίστηκαν στο όνομα της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος. Οι χριστιανοί, που συνέρχονται κατά τόπους, προσφέρουν στον Θεό δια των κανονικών επισκόπων και των ιερέων το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και κοινωνούν του παναγίου Σώματος και Αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δεν ορίζεται, αλλά βιώνεται. Αν θέλουμε να γνωρίσουμε την Ορθοδοξία, οφείλουμε να ακούσουμε εκείνο που είπε σήμερα ο Απόστολος Φίλιππος στον Απόστολο Ναθαναήλ, «έρχου και ίδε» (Ιωάν. α’, 47). Όποιος με ταπείνωσι και καθαρό λογισμό θελήσει να ζήση την Ορθοδοξία, θα πεισθή ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι αγία θεανθρώπινη κοινωνία, με κεφαλή της Αυτόν τον Θεάνθρωπο Κύριο.
Μέσα στην Εκκλησία μας ο άνθρωπος βρίσκει την «απωλεσθείσα», από το προπατορικό αμάρτημα, δυνατότητα να επανενωθή με τον Θεό και Λυτρωτή του, αλλά και με όλους τους ανθρώπους, σε μία ένωσι που δεν αναιρεί το πρόσωπο, ούτε το μαζοποιεί, διότι αυτή η ένωσις γίνεται κάτ' εικόνα της ενότητος της Αγίας Τριάδος:  ένας Θεός, τρία όμως διακεκριμένα πρόσωπα.
«Έξω από την Εκκλησία», υπογραμμίζει ο αείμνηστος και σοφός Γέροντας π. Γεώργιος Καψάνης, «ο άνθρωπος δεν ενούται με το Θεό και με τα τέκνα του Θεού με την ανιδιοτελή αγάπη, και γι’ αυτό διατελεί υπό το κράτος του διαβόλου, που είναι ο πατήρ του εγωισμού, της αυτάρκειας, της διαιρέσεως και της διασπάσεως». Άρα, έξω από την Εκκλησία δεν σώζεται ο άνθρωπος.
Μέσα στην ζώσα Ορθόδοξο Εκκλησία, ο χριστιανός δεν χάνει την προσωπικότητά του και την αξία του, αλλά είναι άξιος τιμής, είτε είναι πτωχός, αγράμματος και άσημος κατά κόσμον, είτε πλούσιος και εγγράμματος. Μέσα στην Εκκλησία «άνθρωπος εστί το περισπούδαστον του Θεού τέκνον καν δούλος ει, ουκ έστι ευκαταφρόνητος», κηρύσσει ο υμνητής της Εκκλησίας, ιερός Χρυσόστομος.
Όταν αναφέρουμε τον όρο Εκκλησία, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι εννοούμε μόνο την Ορθόδοξο Εκκλησία μας. Και τούτο διότι μόνον η Ορθοδοξία αποτελεί την Εκκλησία.
Η Εκκλησία του Σωτήρος Χριστού, η Ορθόδοξος Εκκλησία, στην οποία κατά χάρι Θεού όλοι ανήκουμε, είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. γ’, 15). Αυτή κρατεί την αλήθεια γνησία, ακεραία, όπως την εφανέρωσε ο ενανθρωπήσας Θεός στον κόσμο, όπως την διεφύλαξαν και την εστερέωσαν οι Άγιοι Απόστολοι, οι θεοφόροι Πατέρες, όπως την επίστευσαν, την εκήρυξαν και την έζησαν όλοι οι Άγιοί μας.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία, με αγώνες και ποταμούς αιμάτων που έχυσαν τα πιστά και άγια μέλη της, κρατεί και διαφυλάσσει την θεία αλήθεια ανόθευτη, αναλλοίωτη, αιώνια, χωρίς παραλλαγές και μετατροπές, ώστε η μία, η μόνη, η πάντοτε ανόθευτη αλήθεια του Τριαδικού μας Θεού, να προσφέρη στους πιστούς την αιωνία σωτηρία.
Πόσο ωραία μας διδάσκει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: «Εγώ εδιάβασα και περί ασεβών, αιρετικών και αθέων, τα βάθη της σοφίας ηρεύνησα∙ όλες αι πίστεις είναι ψεύτικες, τούτο εκατάλαβα αληθινόν, ότι μόνον η πίστις των ορθοδόξων χριστιανών είναι καλή και αγία».
Όποιος φέρει ετέρα διδαχή και αλλοιωμένη την άπαξ παραδοθείσα τοις αγίοις πίστιν (Ιούδα 3) εκπίπτει της κοινωνίας της πίστεως και κατά συνέπεια των αγίων Μυστηρίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Πως μπορεί να κοινωνή των Μυστηρίων του Χριστού αυτός που παραποιεί τη διδασκαλία της Εκκλησίας περί του Χριστού; Κοινωνία στα Μυστήρια χωρίς κοινωνία στην ορθή πίστι, «θα απετέλει όνειδος πνευματικής σχιζοφρένειας».
Άρα, όσοι ανήκουν σε άλλα εκτός Ορθοδοξίας δόγματα, δεν μπορούν να συμμετέχουν στα ορθόδοξα Μυστήρια, ούτε να συμπροσεύχονται με τους ορθοδόξους.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας, όσο επιεικής είναι στους ανθρώπους, που εν μετανοία ζητούν να ενταχθούν στη ζωή της και να επιμεληθούν τη σωτηρία τους, τόσο αυστηρή και ανυποχώρητη είναι στους συμβιβασμούς, στις αλλοιώσεις της αληθείας, στις υποκριτικές φιλοφρονήσεις, στα ψεύδη των εχθρών της αληθείας.
Ποιοί είναι, όμως, οι εχθροί της αληθείας;
Όλοι εκείνοι οι οποίοι γίνονται όργανα του μισόκαλλου εωσφόρου, αλλοιώνουν την θεία αλήθεια και ματαιώνουν την σωτηρία μας.
Ο διάβολος συμβούλευσε τον Αδάμ, αυτός μόνος, χωρίς τη χάρι του Θεού, να θελήση να γίνη Θεός. Πίστευσε ο Αδάμ αυτό το ψεύδος, αρνήθηκε την αλήθεια του Δημιουργού, και με τον εγωισμό του έγινε από θεοκεντρικός, ανθρωποκεντρικός∙ έχασε τον παράδεισο.
Έτσι και σήμερα∙ παρ’ ότι ο Λυτρωτής μας, με τη Σάρκωσί Του, το Πάθος Του και την Ανάστασί Του, μας χάρισε τη σωτηρία μας, μας χάρισε το ιερό Ευαγγέλιο, την αλάθητη Εκκλησία μας, μας υπέδειξε την οδό της σωτηρίας, πολλοί σήμερα θέλουν να μας περιπλέξουν στον εγωκεντρισμό τους, στον ανθρωποκεντρισμό τους, για να μας προσφέρουν χωρίς ορθόδοξη αλήθεια και ζωή χωρίς χάρι Θεού, τη σωτηρία.
Παράδειγμα, η ειδωλολατρία, η οποία μας προσφέρει, με τις επιταγές της νέας εποχής, την νεοειδωλολατρία και τον αποκρυφισμό, η φιλοσοφίαπου χωρίς Χριστό, θέλει να αντικαταστήση τον θείο λόγο με τον ανθρώπινο, αλλά και οι αιρέσεις που με μανία πολεμούν και θέλουν να διαστρέψουν την αλήθεια, να δώσουν πίστι στον άνθρωπο και όχι στον Θεό.
Τον Θεάνθρωπο Κύριο παραγνωρίζει και ο Παπισμός, που τοποθετεί σαν κέντρο και ορατή κεφαλή όλης της Εκκλησίας ένα άνθρωπο αιρεσιάρχη, εγωκεντρικό, τάχα άλαθητο, τον Πάπα.
Τον Θεάνθρωπο Κύριο, τον παραγνωρίζουν και οι Προτεστάντες, οι οποίοι απέρριψαν τον ένα Πάπα της Ρώμης για να γίνη ο κάθε Προτεστάντης Πάπας. Σε αυτούς ανήκουν οι Πεντηκοστιανοί, οι Ευαγγελικοί, οι Αντβενισταί, οι Σαββατισταί και άλλες πολλές ομάδες. Έτσι, ούτε ο παπισμός, ούτε ο προτεσταντισμός, που είναι αιρέσεις, δεν μπορούν ποτέ, εφ’ όσον παραμένουν αμετανόητοι,  να ονομασθούν Εκκλησίες.
Τέκνα του προτεσταντισμού είναι και οι δυστυχείς Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι λεγόμενοι Χιλιασταί. Συγκεντρώνουν στην πλανεμένη και αντίχριστη διδασκαλία τους, όλες τις πλάνες του κόσμου.
Να μην παραλείψουμε να αναφέρουμε και την παναίρεσι του Οικουμενισμού. Η αίρεσι αυτή, όργανο της νέας τάξεως πραγμάτων, θέλει να ζυμώση την γλυκυτάτη Ορθοδοξία μέσα στην ίδια σκάφη, μαζί με αιρέσεις και πλάνες, με αλλόθρησκες δοξασίες. Θέλει να δημιουργήση έναν Θεό, φυσικό δημιούργημα του ανθρώπου, χωρίς την ανόθευτη αλήθεια της Ορθοδοξίας μας και την υπακοή στο Ευαγγέλιο του Χριστού μας.
Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί, γνήσια τέκνα της παναγίας και μεγάλης μητέρας μας, της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Σήμερα, εορτή της Ορθοδοξίας, ας κοιτάξουμε με προσοχή τη μεγάλη μας μητέρα. «Ως πορφύραν και βύσσον, τα αίματα» φοράει η Εκκλησία μας. Είναι ματωμένη.  Ματωμένη από τα αίματα των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Μαρτύρων, των Ιερομαρτύρων, των Ομολογητών, των Οσίων, των Νεομαρτύρων.
Τρεις αιώνες των μεγάλων διωγμών, αρειανισμός, κακοδοξίες, αιρέσεις, σταυροφορίες και εικονομαχίες∙ τετρακόσια χρόνια τουρκικής κατοχής, διωγμοί στη Μικρά Ασία, διωγμοί στην Ρωσσία, στη Μέση Ανατολή, στην Κύπρο και στη Βόρειο Ήπειρο, ανέδειξαν πολλούς, αναρίθμητους ομολογητές. Αγίους, οι οποίοι έβαψαν τη γη με το αίμα του μαρτυρίου τους, επειδή ομολόγησαν την πίστι την Ορθόδοξο και δεν την επρόδωσαν.
Αιματωμένη, αλλά λάμπει, αστράφτει η Ορθοδοξία μας. Μαζί με όλους τους ομολογητάς και μάρτυρας της Εκκλησίας μας ας πορευθούμε, αγαπητοί, στην πορεία της ζωής μας. Ας τους γνωρίσουμε, ας τους ακολουθήσουμε, ας τους μιμηθούμε. Ας ζούμε και ας ομολογούμε «λόγοις και έργοις» την Ορθοδοξία μας.
Μη παρασυρώμαστε από φωνές κοσμικές, φαντασμαγορικές, εγωκεντρικές, φωνές χωρίς πίστι καθαρή, χωρίς ταπείνωσι, χωρίς Ορθόδοξη πίστι και ζωή. Ας απομακρύνουμε τους αιρετικούς από κοντά μας, όσο και αν εντυπωσιάζουν.
Μη φοβώμαστε. Όσο και αν πολεμούν οι εχθροί την Ορθοδοξία μας, δεν θα κατορθώσουν να την ξερριζώσουν από την καρδιά μας, να την απομακρύνουν από την Ελλάδα και τους Έλληνες, αν εμείς δεν θελήσουμε να την προδώσουμε.
Ζώντας μέσα στην αγκάλη της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας μας, θα λαμπρύνουμε την Ορθοδοξία μας. Έτσι, θα γίνουμε κι εμείς άξιοι της σωτηρίας και του Παραδείσου.
Το  εύχομαι  ολοψύχως.

Μετά  πατρικών  ευχών
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ  ΚΑΙ  ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ  ΚΟΣΜΑΣ

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΗΣ ΣΟΛΟΜΩΝΙΚΗΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Σε κάποιο χωριό της Χαλκιδικής, ένας οικογενειάρχης χριστιανός, συνεργεία του διαβόλου, εγκατέλειψε τον εκκλησιασμό και την μετοχή στην χάρι των μυστηρίων, και ακολούθως, από περιέργεια στην αρχή, ασχολήθηκε με τούς μάγους και την μαγεία, έως ότου κατάντησε και ό ίδιος μάγος αργότερα, ασχοληθείς συστηματικώς με την «Σολομωνική», το ομώνυμο σατανοβιβλίο της οποίας του έγινε σύμβουλος και αχώριστος φίλος.

Παραχωρήσει Θεού και προς σωτηρίαν του, τον βρήκαν μεγάλες συμφορές. Η ευλαβέστατη σύζυγος του δυσφορούσε και υπέφερε πολύ γι” αυτήν του την επίδοση στην μαγεία∙ τον παρακαλούσε να μετανοήσει, να παύση ασχολούμενος με τα μάγια και να επιστρέψει στην χάρι του Χριστού- εκείνος όμως δεν την ήκουε. Τότε εκείνη του δήλωσε ότι οι κακοτυχίες και τα βάσανα, πού τούς βρήκαν, ήταν τιμωρία από τον Θεό∙ ότι αυτή, ως πιστή χριστιανή, δεν μπορούσε πλέον να συζεί με έναν δαιμονολάτρη μάγο, και ότι ήταν διατεθειμένη να πάρει διαζύγιο.

Αυτή ή απειλή τον προβλημάτισε πολύ. Ήταν επιτυχημένος οικογενειάρχης, και τον ενδεχόμενο διαλύσεως τής οικογενείας και του διασυρμού του τον κατατρόμαξε.
Τότε προσέτρεξαν συγγενείς και φίλοι για να αποσοβήσουν το κακό∙ τον συμβούλεψαν όμως, ότι θα έπρεπε να παύση οριστικώς ασχολούμενος με την μαγεία, και ότι ή γαλήνη στην οικογένεια και ή λύτρωσης του από την επήρεια του διαβόλου θα μπορούσε να συντελεσθεί με την εξομολόγηση του σε έμπειρο πνευματικό, στις οδηγίες του όποιου θα έπρεπε να υπακούσει- και ως τοιούτον υπέδειξαν τον παπά Σάββα της Μικράς Αγίας Άννης, η φήμη του οποίου ήταν διαδεδομένη και στην Χαλκιδική.

Ήκουσε τις προσευχές της ευλαβεστάτης συζύγου ό Θεός, και τον λυπήθηκε και τον φώτισε να δεχθή καλόγνωμα τις συμβουλές των φίλων. Έτσι αναχώρησε για τον Άγιον όρος και για την καλύβα του παπά- Σάββα.
Τον δέχθηκε πατρικότατα εκείνος, και τον αποτέλεσμα προέκυψε θεοχαρίτωτο και σωτήριο∙ γιατί ειλικρινεστάτη υπήρξε ή εν μετανοίας και συντριβή καρδίας εξομολόγησις του και ή εκζήτησης συγχωρήσεως και θείου ελέους. Παρά ταύτα ό σοφός και άγιος πνευματικός τον κράτησε επί μία εβδομάδα, προς περαιτέρω νουθεσία, οικοδομή και εμπέδωση στην νέα πνευματική κατάσταση και εν Χριστώ ζωή.

Όταν ό πνευματικός έκρινε ότι ήταν πλέον καιρός να επανακάμψει στον κόσμο και την οικογένεια του, εκείνος ξέσπασε σε δάκρυα ευχαριστιών και ευγνωμοσύνης για την λύτρωσή του από τον κράτος του διαβόλου, για την συγχώρηση, για την πνευματική οικοδομή και για την επανένταξη του στην Εκκλησία και στον βασίλειο τής χάριτος του Χριστού. Κατ” εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε ότι είχε μεταφέρει προς επίδοση στον Γέροντα τον βιβλίο τής Σολομωνικής.
Το έβγαλε από τον τουρβά του και έκανε να το δώση, λέγοντας: «Πάρε το, Γέροντα∙ αυτό τον βιβλίο υπήρξε τον μέσον συνεργασίας μου με τον διάβολο και ή αιτία της ψυχικής μου καταστροφής. Εδώ πρέπει να μείνει περιφρονημένο και ανενέργητο∙ κάνε το ότι θέλεις».
Και ό πνευματικός: «Τί να τον κάνω αυτό τον βιβλίο, παιδί μου, στον καλύβι μου; Τώρα πού φεύγεις, κάψε το προσεκτικά σε κάποιο μέρος του δρόμου».

Πήρε τον μονοπάτι ό Χαλκιδικιώτης και, όταν σε κάμποση απόσταση βρέθηκε στην «Σπηλιά» -τοποθεσία πού έτσι είναι γνωστή από το αυτοκατασκεύαστο αρκετά μεγάλο βαθούλωμά της στην απότομη βραχοπλαγιά- κρίνοντας ότι ήταν κατάλληλο τον μέρος, έκανε υπακοή στην εντολή του πνευματικού, και στο κοίλο τής αγκάλης της άναψε φωτιά από φρύγανα και ξερόκλαδα και απόθεσε επάνω της τον σατανικό βιβλίο.
Το είδε να λαμπαδιάζει, και καταχάρηκε η ψυχή του, πού την είχε δέσμια στου διαβόλου την διάθεση και δράσι. Ανάδευσε μ” ένα κλαδί τα αποκαΐδια και τη στάχτη, έκανε τον σταυρό του και ξαναπήρε τον μονοπάτι, δοξάζοντας τον Θεό και για το απ’ αυτό ξεφόρτωμά του.

Λίγο παραπέρα συνάντησε τον πατέρα Ιλαρίωνα, υποτακτικό του πνευματικού, πού τον είχε στείλει για κάποια υπηρεσία στην Άγια Άννα. Τον ευχαρίστησε κι” αυτόν για την αγάπη πού του έδειξε, την φιλοξενία και τις περιποιήσεις, και τον παρακάλεσε να “πει στον Γέροντα ότι, κατά την υπόδειξί του, έκαψε στην Σπηλιά τον σατανικό βιβλίο. Αποχαιρέτισαν ό ένας τον άλλον και ό καθένας πήρε τον δρόμο του.

Όταν όμως ό πατήρ Ιλαρίωνα έφθασε στην Σπηλιά, άκουσε σπάνιους θορύβους και ακολούθως δέχθηκε σφοδρό λιθοβολισμό. Φοβήθηκε πάρα πολύ, αλλά, κατανοήσας την αιτία του πράγματος, επικαλέσθηκε την βοήθεια του Θεού και έσπευσε να απομακρυνθεί το ταχύτερο δυνατόν απ’” εκεί. Περίτρομος διηγήθηκε τον συμβάν συνεπεία τής καύσεως του σατανικού βιβλίου.
Οι λιθοβολισμοί αυτοί εξακολούθησαν να πραγματοποιούνται επ” αρκετό χρονικό διάστημα εναντίον των διερχομένων, ώστε να σκέπτονται οι μοναχοί πολύ, αν έπρεπε να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούν το μονοπάτι. Τούς ήταν όμως αδύνατο να ανοίξουν άλλο ή να κατασκευάσουν παράκαμψη σ” εκείνο τον σημείο, λόγω τού βραχώδους και τελείως αποκρήμνου του.

Τότε έκαναν κοινή σύναξη οι Αγιαννανίτες και οι Μικραγιαννανίτες ασκηταί, και εξ ομοφώνου αποφάσεως προσκόμισαν τον Τίμιο Σταυρό και άγια λείψανα και αφού τέλεσαν αγιασμό και αγίασαν την Σπηλιά και τον πέριξ χώρο, έκτισαν ένα μικρό προσκυνητάρι και τοποθέτησαν την Ιερή εικόνα τής Παναγίας Θεοτόκου.

Έτσι απελάθηκαν οι εμφωλεύοντας εκεί δαίμονες, πού, ώργισμένοι για την κατάκαυσι της βίβλου των, έξεδήλωναν κατ” αυτόν τον τρόπο τον μίσος των κατά των διερχομένων.

Έκτοτε και μέχρι σήμερον, όλοι σταθμεύουν για λίγο στην Σπηλιά, εν ευλαβεία προσκυνούν την εικόνα της Παναγίας, επικαλούνται την χάρι και την προστασία της, και άναμιμνήσκονται της άγιότητος και διακρίσεως τού αειμνήστου πνευματικού, της λυτρώσεως και σωτηρίας του Χαλκιδικιώτου χωρικού και της καύσεως της δαιμονοσολομωνικής του.

(Επί τη βάσει των σημειώσεων του αειμνήστου Υμνογράφου Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, τις οποίες έθεσαν ευγενώς στη διάθεση μου οι υποτακτικοί του).

Πηγή: Πόθος και Χάρις στον Άθωνα του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου σελ. 360-363

agioritikesmnimes.blogspot.gr

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

TO ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Δεκέμβριος του 2007! Εμφανώς καταβεβλημένος από την ασθένεια του, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος απευθύνεται για τελευταία φορά στο Πρωτοχρονιάτικο Μήνυμά του στο Ελληνικό Ορθόδοξο Έθνος σε μία ομιλία που έμελλε να μείνει στην Ιστορία…
Και το μήνυμά της ομιλίας συγκλονιστικό και τόσο επίκαιρο ειδικά σήμερα που το Έθνος βάλλεται από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Ολόκληρο το Πρωτοχρονιάτικο Μήνυμα είχε ως εξής:

Αγαπητά μου Παιδιά,
ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ που δεν τιθασεύεται, αυτό είναι η αέναη κίνηση του χρόνου. Το σήμερα γίνεται χθες εν ριπή οφθαλμού, και το αύριο σήμερα και χθες. Κι εμείς παρασυρόμεθα προς το τέρμα της πορείας μας, εκόντες άκοντες, παρακολουθούντες τα γεγονότα που περνούν από μπροστά μας, χωρίς αναστρέψιμη ελπίδα.
Αυτή είναι η μοίρα των θνητών. Κι αλλοίμονο σ' εκείνους που δεν έχουν ακόμη βρη την απάντηση στο πρόβλημα του θανάτου. Την απάντηση τη δίδει μόνο η χριστιανική πίστη.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΝΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. Κι εμείς συμπράττουμε σ' αυτό, άλλοι για το καλό και άλλοι για το κακό. Η ελευθερία μας είναι το κριτήριο της ευθύνης μας. Μακάριοι οι έχοντες προοπτική αιωνιότητας στη ζωή τους. Αλλοιώς είναι σάρκες, έκδοτοι σε πάθη ατιμίας, πρόθυμοι για κάθε τι που ευτελίζει την ύπαρξή μας.
Ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός αν κάθε άνθρωπος θυμόταν την θεία καταγωγή του και ευθυγράμμιζε τη ζωή του με τις αρχές που απορρέουν από αυτή. Δυστυχώς όμως αυτό δεν συμβαίνει.

ΚΑΘΕ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ συμβατική αφετηρία μιας νέας προσπάθειας. Κανείς ασφαλώς δεν θέλει να ζη σ” ένα κόσμο παρακμής, αντιφάσεων, αλληλοσυγκρουομένων συμφερόντων, αδικίας και αμοραλισμού.

Η κατάσταση δεν αλλάζει μαγικά και μηχανικά. Χρειάζονται να πολλαπλασιασθούν οι άνθρωποι που κάνουν Αντίσταση.
Που παραμένουν πιστοί στις παραδόσεις μας, στις αξίες μας, στην ιστορία μας και στους αγώνες μας. Οι αναθεωρητές πολύ κακή συγκυρία επέλεξαν για να γκρεμίσουν από τις καρδιές των Ελλήνων τα κάστρα των θυσιών.
ΣΤΑΘΗΤΕ ΟΛΟΙ ΟΡΘΙΟΙ στις επάλξεις σας και μη ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας.
Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του.
Το έχει κατ” επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ο,τι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ο,τι κινδυνεύει.

ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΤΟ 2008 – ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Με πατρική αγάπη και ευχές
Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ

Λίγες ημέρες νωρίτερα ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε σημειώσει μεταξύ άλλων στο Χριστουγεννιάτικο μήνυμά του:

«ΣΑΝ ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ ΣΑΛΠΙΣΜΑ ακούεται και πάλι σήμερα η φράση του Αγγέλου. Είναι σαν να καλεί τον άνθρωπο του 21ου αιώνα να ξυπνήσει από τον λήθαργο της χρησιμοθηρικής υλοφροσύνης και την κραιπάλη της πλασματικής αυτάρκειάς του. «Ξύπνα, άνθρωπε του 21ου αιώνα».
Ο Σωτήρας προκαλεί αλλά και προσκαλεί τον καθένα μας να αναθεωρήσει την πορεία του, να ξαναβρεί την ελευθερία του, να ξαναδεί το φάσμα της ζωής του μέσα από το λαμπρό φως της Αλήθειας Του.
«ΞΥΠΝΑ ΑΝΘΡΩΠΕ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ». Τα επιτεύγματά σου σε απεκοίμησαν και νόμισες ότι κατέκτησες τον κόσμο. Ευτέλισες και αυτά τα ιερά και όσια. Τα θεώρησες μύθους και θρύλους που τρέφουν τη φαντασία των μικρών παιδιών, χωρίς αντίκρυσμα στην προσωπική υπαρκτική οντότητά σου.
Κύτταξε όμως γύρω σου. Πόλεμοι αδελφοκτόνοι, πείνα και ασθένειες για τους αδύνατους, καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, διαφθορά, σκάνδαλα, διάσπαση της ενότητος του ανθρώπινου γένους, απουσία αγάπης, κυριαρχία των συμφερόντων.

Ένα τέτοιο κόσμο ετοίμασες για τα παιδιά σου, όπου και αυτή ηφύση συστενάζει και διαμαρτύρεται για τις καταχρήσεις σου. Δεν απέλιπαν βέβαια νησίδες ελπίδας. Είναι όμως τραγικά ολίγες, επιδεικτικά ανεπαρκείς».

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΛΑΡΙΣΗΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

Απόσπασμα συνέντευξης Μητροπολίτου Λαρίσης Ιγνατίου στο onlarissa.gr

Μιλήσατε για την ανάγκη διαπαιδαγώγησης και θέλω να συζητήσουμε για την παρέμβαση που κάνατε για το θέμα της προσευχής, όταν ο πρώην υπουργός Παιδείας είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο κατάργησής της στα σχολεία. Θέλω όμως να θέσω συνολικά το ζήτημα της παιδείας και τη σχέση που πρέπει αυτή να έχει με την Εκκλησία…

Για την προσευχή κατ’ αρχήν, εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος είναι δισύνθετος, δηλαδή αποτελείται από ψυχή και από σώμα. Την τροφή του σώματος εξυπακούεται προσπαθούμε να την παρέχουμε στα παιδιά μας και δόξα Τω Θεώ, την παρέχουμε. Την τροφή όμως της ψυχής, δεν μπορούμε να την αποστερήσουμε. Και δεν πρέπει να τη διδάξει μόνο το σπίτι, γιατί μπορεί σήμερα μία οικογένεια να πάσχει και να μην μπορεί να την παράξει. Να λείπει μία γιαγιά, να είναι πολύ απασχολημένοι οι γονείς, να μην είναι άνθρωποι της προσευχής, να είναι διαιρεμένο το ζευγάρι.

Μας ενδιαφέρει όμως τα παιδιά μας να μάθουν την προσευχή, διότι αυτή είναι μία χαρά πνευματική, όταν τρέφεται η ψυχή, την οποία κανείς δεν μπορεί να την αποτιμήσει, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το μέγεθος της αξίας της. Ο άνθρωπος όταν δεν προσεύχεται είναι σα να έχει κόψει τα φτερά του. Γι’ αυτό υπεραμυνόμαστε της προσευχής στα σχολεία.

Να σας πω όμως την αλήθεια και για το μάθημα των θρησκευτικών λυπούμαστε πάρα πολύ. Το έχουν καταντήσει να είναι ο φτωχός συγγενής ανάμεσα στα άλλα μαθήματα. Θέλουν προπάντων να το αποχρωματίσουν, να το απαξιώσουν και φαίνεται ολοκάθαρα ότι θα το επιτύχουν. Διότι βάλουν συστηματικά εναντίον μας, απαξιώνουν κάθε φορά τις θέσεις μας. Εμείς πάντως έχοντας τον άμβωνα, δε θα πάψουμε να υπεραμυνόμαστε του μαθήματος των θρησκευτικών. Τα ελληνόπουλα, τα παιδιά των ορθοδόξων πρέπει να μάθουνε την πίστη τους πάση θυσία και να ολοκληρώσουν έτσι το βάπτισμα τους και την κατήχηση που λάβανε. Διότι συμπληρώνεται το βάπτισμα και η κατήχισις όταν μάθουνε την πίστη τους. Να αποκτήσουνε μάλιστα και την αληθή θεογνωσία.

Μετείχα και σε πολλές από τις επιτροπές, επειδή ήμουν συνοδικός την προηγούμενη χρονιά. Ενώ φαινόταν ότι είχαν διάθεση να μας ακούσουν κι εμείς αναλισκόμασταν στο να γράφουμε κείμενα, να τους τα διαβάζουμε και να τους λέμε και μας ακούγαν τάχα ευχαρίστως, όμως βλέπουμε ότι αυτοί προχωρούν στο έργο τους, να διαλύσουν και να καταλύσουν αυτό τον άγιο θεσμό. Μακάρι όμως να είναι τέτοιες οι αντιστάσεις του Ελληνικού λαού, να σταθεί στο πλάι μας, ώστε να μπορέσουμε να το νικήσουμε αυτό.

Γιατί πρέπει πάση θυσία να προασπίσουμε την πίστη των παιδιών μας. Τα παιδιά μας βγαίνουν έξω σήμερα και θα συμφύρονται με παιδιά άλλων θρησκειών, άλλων δογμάτων, στην Ευρώπη και σε άλλα περιβάλλοντα. Να ξέρουνε την πίστη τους, γιατί η δική μας πίστη καθηλώνει, η δική μας πίστη είναι η αληθής ομολογία. Και δεν το πιστεύουμε αυτό χιμαιρικά, το πιστεύουμε εις βάθος και θέλουμε αυτό να το μεταδώσουμε στα παιδιά μας, ώστε να έχουν την πνευματική θωράκιση που χρειάζεται όταν θα βρεθούν απέναντι σε έναν μουσουλμάνο ή και ακόμη σε έναν αλλόδοξο χριστιανό ο οποίος έχει θολό το τοπίο της πίστεώς του.

Θεωρείτε ότι πορευόμαστε σε έναν διαχωρισμό κράτους – Εκκλησίας με μεθόδευση από τη πλευρά του κράτους;

Το μεθοδεύουν και το επαγγέλλονται, αλλά αυτό δεν φαίνεται να γίνεται στο άμεσο μέλλον, γιατί κανείς δεν το θέλει και δεν το θέλει και ο Ελληνικός λαός. Εμείς δεν υπεραμυνόμεθα των δικαιωμάτων που μας δίνει αυτή η σχέση, δηλαδή του προβαδίσματος σε διάφορα περιβάλλοντα του Επισκόπου ή του Ιερέως και λοιπά. Προπάντων, υπεραμυνόμεθα του γεγονότος ότι δε θέλουμε να βάλουμε στο περιθώριο την Εκκλησία. Αυτή που είναι η ψυχή του έθνους, που είναι ο ιστός. Ο Κολοκοτρώνης όταν μίλησε στην Πλάκα, στο γυμνάσιο, είπε «όταν πήραμε τα όπλα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος». Αυτή την πίστη καλούμαστε να υπερασπιστούμε.


Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ: ΑΝ ΟΛΟΙ ΑΡΝΗΘΟΥΝΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΓΟΝΑΤΙΣΟΥΝ ΣΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ ΕΣΥ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΜΗ ΓΟΝΑΤΙΣΕΙΣ, ΝΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥ Ο ΕΝΑΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΗΣ!

Toυ μακαριστού πρ. Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Γέρος πλέον ἐπίσκοπος, ποὺ βρίσκομαι στὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς μου, ὕστερα ἀπὸ πολύπλακτον καὶ περιπετειώδη βίον 40 ἐτῶν στὴν Πατρίδα σᾶς συνιστῶ παιδιά. Ἂν ἔρθη ἐποχὴ ποὺ θὰ ἀκούσωμε καὶ ἐμεῖς ὄχι στὸ θέατρο, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα διωγμός. Καὶ θ᾿ ἀκουστῆ ἡ λέξη διωγμὸς ἐναντίον τῶν πιστῶν χριστιανῶν, μὴ φοβηθεῖτε, μὴ δειλιάσετε. Ἐγὼ μὲν δὲν θὰ ζῶ πλέον, θὰ βρίσκομαι ὑπὸ τὸν τάφο, ἀλλὰ ἐσεῖς τὴν φωνὴν τῆς Νικομηδείας, τὴν φωνὴ τῶν μαρτύρων, θ᾿ ἀκούσετε νὰ φωνάζουν, ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρου διωγμός καὶ οἱ Ἐκκλησίες καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι θὰ ἐξαλείψουν τὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ κηρυχθῆ νέον εὐαγγέλιο. Καὶ ὅτι γίνεται στὴν Ἀλβανία καὶ ὅτι γίνεται σὲ χῶρες μακριά, θὰ γίνη καὶ στὴν Ἑλλάδα, προφητεύω. Ἀλλὰ ἕνα πράγμα νὰ ξέρετε πολὺ καλά, ὅτι δὲν θὰ νικήσουν οἱ ἂθεοι, ἀλλὰ οἱ πιστοί. Ἐσεῖς παιδιά μου ὅσο λίγα καὶ ἂν μείνετε μὲ τὸν Χριστό, μή φοβηθεῖτε, θὰ νικήσετε. Καὶ ἂν ἀκόμα παιδί μου, παιδὶ τοῦ Κατηχητικοῦ Σχολείου, παιδὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τοῦ Πόντου καὶ τῆς Μακεδονίας καὶ ἂν σ᾿ἀρνηθεῖ ἡ μάνα σου καὶ ὁ πατέρας καὶ μείνεις ἕνας μέσα στὴν Πτολεμαΐδα καὶ ἂν ὅλη ἡ κοινωνία τῆς Πτολεμαΐδος γονατίσει μπροστὰ στὸν διάβολο, ἐσὺ μὴ γονατίσεις, νὰ τὸν πολεμήσης καὶ σὺ ὁ ἕνας θὰ νικήσης.

(Απόσπασμα ομιλίας του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου σε μαθητάς & μαθήτριες των Κατηχητικῶν Σχολείων Πτολεμαΐδος 1978)

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

ΜΗΤΡΟΠ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ: «ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ» ΜΕΘΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

«Βιωματική» μέθοδος γιά τά Θρησκευτικά στά Σχολεῖα

Τό μάθημα πού διδάσκεται στά Σχολεῖα λέγεται Θρησκευτικά καί παραπέμπει στήν γνώση τῶν Θρησκειῶν. Δέν λέγεται μάθημα ἐκκλησιολογικό, γιά νά ἀναφέρεται στήν Ἐκκλησία καί τήν διδασκαλία της. Ὑπάρχει δέ διαφορά μεταξύ Ἐκκλησίας καί Θρησκείας, ἀφοῦ ἄλλη ἔννοια ἔχει ἡ λέξη Ἐκκλησία καί ἄλλη ἔννοια ἔχει ἡ λέξη Θρησκεία.
Ἔτσι, ἀπό τήν φύση του τό μάθημα δέν εἶναι κατηχητικό-ὁμολογιακό. Γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχει διαφορά μεταξύ κατήχησης καί θρησκευτικοῦ μαθήματος. Ἡ πρώτη εἶναι μύηση στήν ζωή καί τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μέ τά Κατηχητικά Σχολεῖα, πράγμα τό ὁποῖο εἶναι ἔργο καί σκοπός τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ τό δεύτερο εἶναι γνωσιολογικό μάθημα, πού εἶναι σκοπός τῶν Θρησκευτικῶν στά Σχολεῖα. Ἡ πρώτη εἶναι βίωμα πού δέν βαθμολογεῖται, ἐνῶ τό δεύτερο εἶναι γνώση πού βαθμολογεῖται.

Ἔτσι, τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν πού διδασκόταν πολλά χρόνια στά Σχολεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας εἶχε γνωσιολογικό χαρακτήρα καί δέν εἶχε καμμιά σχέση μέ τήν κατήχηση τῆς Ἐκκλησίας. Καί, ὅμως, τό τελευταῖο διάστημα ἀκουγόταν ἀπό ἐπίσημα χείλη ὅτι πρέπει νά ἀποδεσμευθοῦμε ἀπό τό κατηχητικό-ὁμολογιακό μάθημα πού γινόταν στά Σχολεῖα καί νά πᾶμε στό θρησκειολογικό μάθημα.
Διαβάζοντας τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν παρατηροῦμε ὅτι διακρίνεται ἀπό τήν θεματική παρουσίαση τῶν θεμάτων καί μέ αὐτόν τόν τρόπο γίνεται σύγχυση μεταξύ τῶν Θρησκειῶν. Εἶναι κυρίως διαθρησκειακό καί μερικοί τό χαρακτηρίζουν καί συγκρητιστικό.
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική χρησιμοποιοῦνται δύο μέθοδοι, ἡ μία εἶναι ἡ «διερευνητική» καί ἡ ἄλλη εἶναι ἡ «βιωματική». Ἡ τελευταία μέθοδος, ἡ «βιωματική» εἶναι κάτι πού μᾶς θυμίζει «κατηχητικό» τῶν Θρησκειῶν!
Τί θά πῆ βίωμα; Κατά τόν Μπαμπινιώτη, βίωμα εἶναι «ἡ προσωπική ἐμπειρία ἀπό κάτι καί ἡ ἐπίδρασή της στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί στή διαμόρφωση τῆς συμπεριφορᾶς του».
Πάντως, ἐνῶ τό προηγούμενο Ἀναλυτικό Πρόγραμμα ἔκανε λόγο γιά γνωσιολογική μέθοδο, δηλαδή προσέφερε γνώσεις, τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν κάνει λόγο γιά «βιωματική μέθοδο», προσφέροντας βιώματα.
Γιά νά γίνη αὐτό ἀντιληπτό θά χρησιμοποιήσω ἕνα παράδειγμα ἀπό τό πρόγραμμα Σπουδῶν τοῦ Λυκείου: «Μέ ἀφορμή ἕνα κομποσχοίνι καί μιά ἱστορία ἀπό τό γεροντικό (Ἀντώνιος Σουρόζ, 1996), οἱ μαθητές/μαθήτριες μελετοῦν τήν προσευχή ὡς ἐπικοινωνία καί τήν ἀδιάλειπτο προσευχή. Ἄν χρειάζεται, παρέχεται πληροφοριακό ὑλικό (π.χ. λ. «"κομποσχοίνι" στή Βικιπαίδεια, κ.ἄ.)».
Βεβαίως, αὐτό εἶναι σημαντικό, ἀλλά αὐτό θυμίζει τήν κατήχηση πού εἶναι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Τελικά τό νέο πρόγραμμα Σπουδῶν ἔχει πολλά μειονεκτήματα. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι ἡ «βιωματική» μέθοδος, ἡ ὁποία στό θέμα τῶν Θρησκευτικῶν συνίσταται στό «κατηχητικό» τῶν διαφόρων Θρησκειῶν. Χωρίς νά γίνη ἀντιληπτό ἀπό τούς πρωτεργάτες, ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος σέ μερικά σημεῖα ἀπό γνωσιολογική γίνεται βιωματική, δηλαδή προσφέρεται ἕνα κατηχητικό μάθημα!
Δέν εἶναι ἀντιφατικό, τό θά θέλης νά ἀποφύγης κάτι καί νά τό ὑποστηρίζης μέ θερμότητα;
Ν.Ι.

 Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου.
Εκκλησιαστική Παρέμβαση  Νοέμβριος 2016 parembasis.gr

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Ἔγινε στίς 19-26 Ἰουνίου στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ἡ Πανορθόδοξη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ὅπως ὀνομάστηκε. Γνωρίζω τό ἐνδιαφέρον Σας γιά νά μάθετε τά σχετικά μέ τήν Σύνοδο αὐτή, γιατί μέ ἐρωτούσατε σέ κατ᾽ ἰδίαν συναντήσεις, ἀλλά σᾶς ἔλεγα ὅτι θά ἀπαντήσω σέ ὅλους σας μέ μία γενική ἀπάντηση. Αὐτό πράττω τώρα κατά καθῆκον καί ὑποχρέωσή μου ὡς Ἐπίσκοπός σας.

1. Κατά πρῶτον ἔχω νά πῶ αὐτό πού ξέρετε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἐκφράζεται συνοδικά. Καί σεῖς οἱ Ἱερεῖς μέ τό ποίμνιό σας, τούς λαϊκούς χριστιανούς, κάνετε Σύνοδο καί τί... Σύνοδο!... «Θεία Λειτουργία» λέγεται ἡ Σύνοδος αὐτή καί λέγεται ἔτσι ἐπειδή εἶναι ἔργο τοῦ «λείτους», δηλαδή, τοῦ λαοῦ. Τό γνωρίζετε ὅτι χωρίς τό λαϊκό στοιχεῖο δέν μπορεῖτε νά τελέσετε θεία Λειτουργία. Αὐτή ἡ Σύνοδος, ἡ θεία Λειτουργία, εἶναι πραγματικά «Ἁγία καί Μεγάλη». «Ἁγία», γιατί σ᾽ αὐτήν μέ τήν ἰδική σας δέηση, τοῦ Ἱερέα τήν δέηση, τήν ὁποία συνοδεύουν καί οἱ πιστοί χριστιανοί μέ τό «Σέ ὑμνοῦμεν...», ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι μόνο στά Δῶρα, πού εἶναι πάνω στό ἅγιο Θυσιαστήριο, γιά νά τά μεταβάλει σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά καί σέ ὅλη τήν Σύναξη (τήν Σύνοδο) τῶν πιστῶν. Ἔτσι λέγεται στήν εὐχή τοῦ Καθαγιασμοῦ: «Κατάπεμψον τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον ἐφ᾽ ἡμᾶς καί ἐπί τά προκείμενα δῶρα ταῦτα». Καί εἶναι «Μεγάλη» Σύνοδος ἡ θεία Λειτουργία, γιατί παρά τό ὅτι στά χωριά σας μπορεῖ νά ἔχετε ἐκκλησίασμα μέ πέντε γιαγιές, ὅμως στήν θεία Λειτουργία παραστέκουν «χιλιάδες ἀρχαγγέλων καί μυριάδες ἀγγέλων...», ὅπως τό λέγουμε στήν σχετική εὐχή.
Πάντοτε, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία κάνει Συνόδους καί μάλιστα ἄργησε κατά πολύ στά τελευταῖα χρόνια νά συνέλθει σέ Σύνοδο. Γι᾽ αὐτό καί χαρήκαμε πολύ ὅταν ἀκούσαμε ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μας κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ συγκροτεῖ Πανορθόδοξο Σύνοδο. Ἔγινε ἡ Σύνοδος, στήν Ὁποία τήν Ἑλλαδική μας Ἐκκλησία ἐξεπροσώπευσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας μέ εἴκοσι πέντε περίπου Ἀρχιερεῖς, ἱερά Ἀντιπροσωπία αὐτή ὅλης τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν Ὁποία συνοδεύσαμε ὅλοι μας μέ τήν προσευχή μας καί τήν ἀγωνία μας.
Ἀκούστηκαν πολλά, θετικά καί ἀρνητικά, γιά τά λεχθέντα καί γραφέντα στήν Σύνοδο αὐτή καί καταθέτω καί ἐγώ τώρα, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἐλεύθερα καί ἐνσυνείδητα καί τήν ἰδική μου γνώμη.

2. Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀδελφοί μου Ἱερεῖς, μία Σύνοδος συνέρχεται γιά νά καταδικάσει μία αἵρεση καί γιά νά διευθετήσει βεβαίως διάφορα θέματα τάξεως καί πορείας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά κυρίως ἡ Ἐκκλησία μας μεριμνᾶ ἰδιαίτερα γιά τήν πίστη τῶν τέκνων της, τήν ὁποία διατυπώνει σαφῶς στίς Συνόδους Της, διαχωρίζοντάς την ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεση.
Ἀκούεται ἤδη ἀπό πολλά ἔτη γιά τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἕνα θρησκευτικό κατασκεύασμα, πού θέλει τήν ἑνότητα ὅλων, παρά τήν διαφορετικότητα τῶν δογμάτων. Τό βάθος τῆς αἱρέσεως αὐτῆς εἶναι στό συγκρητισμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν ὁποῖον ἐπολέμησαν μέ πάθος οἱ Προφῆτες της. Ναί! Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἀγῶνες κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀπό τήν αἵρεση δέ αὐτή, τήν ὁποίαν οἱ γνῶστες της τήν λέγουν, ὀρθῶς, «παναίρεση», ἔχουν ἐπηρεαστεῖ καί πολλοί ἰδικοί μας ὀρθόδοξοι. Μάλιστα δέ λέγουν ὅτι ὑπάρχουν καί κληρικοί, ἀνωτέρας μάλιστα βαθμίδος, οἱ ὁποῖοι ἐνθουσιάζονται ἀπό τά οἰκουμενιστικά κινήματα καί τά ὑποστηρίζουν στούς λόγους τους. Πάμπολλοι χριστιανοί μας εἶναι σκανδαλισμένοι ἀπό τά ἀκουόμενα οἰκουμενιστικά συνθήματα. Ὡς αἵρεση πάλι φέρεται καί ὁ Παπισμός. Ἐπειδή, λοιπόν, λόγω τῶν φιλοοικουμενιστῶν καί τῶν φιλοπαπικῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν χριστιανῶν μας, ὑπάρχει σύγχυση στόν ὀρθόδοξο χῶρο, θά ἔπρεπε – ἔτσι τό περιμέναμε – ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, μέ τό κῦρος της, νά ξεκαθαρίσει τά πράγματα καί νά ὁμιλήσει καθαρά περί τῶν δύο αὐτῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς μας καί νά ἀποτρέψει τόν πιστό ὀρθόδοξο λαό ἀπό αὐτές. Δέν τό ἔπραξε, παρά τό ὅτι τό ἐζήτησαν προσυνοδικά μετά πολλῆς ἐπιμονῆς καί παρακλήσεως πολλοί, κληρικοί καί λαϊκοί. Βέβαια οἱ πιστοί ὀρθόδοξοι γνωρίζουν ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεση, γιατί ἔχουμε περί αὐτοῦ τίς μαρτυρίες τῶν ἁγίων Πατέρων μας καί μάλιστα τοῦ μεγάλου Πατρός, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ• καί γιά τόν Οἰκουμενισμό πάλι γνωρίζουν οἱ πιστοί ὅτι εἶναι παναίρεση, ἀλλά λόγῳ τοῦ ἐπικειμένου κινδύνου καί τῆς διαφυλάξεως λοιπόν τοῦ πιστοῦ λαοῦ, θά περιμέναμε τήν καταδίκη τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης. Δέν τό εἴδαμε.

3. Ἀλλά, παραδόξως, δέν φαίνεται ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης νά καταδικάζει αἵρεσίν τινα, οὔτε νά ὁμιλεῖ περί αἱρέσεων, ἀντίθετα μάλιστα τίς αἱρέσεις καλεῖ «Ἐκκλησίας». Ἐδῶ, εὐλαβέστατοι Ἱερεῖς μου, θά σταθῶ, γιά νά κάνω μιά ξεκαθάριση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία». Εἶναι μιά λέξη πού σημαίνει γενικά τήν συγκέντρωση, τήν συνάθροιση, τήν σύναξη τῶν ἀνθρώπων. Ἐχρησιμοποιεῖτο ἀπό παλαιά ἡ λέξη αὐτή• ἔτσι καί οἱ παλαιοί ἔλεγαν «ἐκκλησία τοῦ Δήμου». Ὁ χριστιανισμός ἀπό τήν ἀρχή, γιά νά δηλώσει τήν πίστη του καί νά ἐκφράσει αὐτό πού ἔκανε, ἔλαβε ἄφοβα καί ἐλεύθερα κοσμικές καί πολιτικές ἐκφράσεις, ὅπως τίς λέξεις «κράτος», βασιλεία», «δύναμις», πού τίς ἀκοῦμε καί στήν θεία λατρεία («Ὅτι Σόν τό κράτος καί Σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα...»). Τήν σχέση μας ὅμως μέ τόν Θεό τήν ἐκφράζουμε μέ τήν λέξη «πίστη» ἤ ἀκόμη καλύτερα μέ τήν λέξη «ἐκκλησία». Ὄχι μέ τήν λέξη «θρησκεία». Ὅταν λέγουμε «πίστη» ἐννοοῦμε ὅλο τό βίωμά μας, ὅλη τήν σχέση μας μέ τόν Θεό. Ἐννοοῦμε ὅλη τήν ἱερή μας οἰκογένεια, πού τήν λέγουμε καί «Ἐκκλησία». Ὅταν λέγει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος «ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα» (Ἰακ. 5,15), δέν ἐννοεῖ τήν προσευχή πού γίνεται μέ πίστη, ἀλλά τήν προσευχή πού κάνει ἡ Ἐκκλησία (αὐτή λέγεται «πίστη»), γι᾽ αὐτό καί ἔχει τήν δύναμη νά σώζει. Ὅταν προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία ἐν Μυστηρίῳ ὁπωσδήποτε ἀκούεται, ἔστω καί ἄν εἶναι ἁμαρτωλός ὁ τελῶν τό Μυστήριο Ἱερεύς. Τό ἴδιο σημαίνει καί ἡ ἔκφραση «πάντες ἀπολαύετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως» = τῆς Ἐκκλησίας τό συμπόσιο, πού εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. Ἀλλά ἡ ἔκφραση «ἐκκλησία» εἶναι ἀκόμη πιό βαθειά καί πιό ἱερή γιά νά δηλώσει τήν Οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πατέρες καί ἀδελφοί μου, σαρκώθηκε καί ἦλθε στόν κόσμο γιά νά κάνει τήν Οἰκογένειά Του, ἥτις ἐστίν ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δέ εἶναι Μυστήριο καί δέν μπορεῖ νά ὁρισθεῖ μέ ὁρισμούς. Νοοῦμε ὅμως καί γευόμεθα τό μυστήριο αὐτό τῆς Ἐκκλησίας (ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητά του) στήν Θεία Λειτουργία• γι᾽ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος λέγει ὅτι Ἐκκλησία εἶναι τό «Θυσιαστήριον», ἡ Ἁγία Τράπεζα δηλαδή, πάνω στήν Ὁποία τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία. Ἀφοῦ λοιπόν αὐτό, ἡ Θεία Λειτουργία, εἶναι Ἐκκλησία, δέν μπορεῖ νά μετέχουν σ᾽ Αὐτήν ὅσοι δέν μετέχουν στήν Θεία Εὐχαριστία. Καί ἐπειδή μέ τούς Καθολικούς, τούς Προτεστάντες καί τούς ἄλλους ἑτεροδόξους χριστιανούς δέν μποροῦμε νά κοινωνήσουμε μαζί, ἄρα αὐτοί δέν δικαιοῦνται νά ὀνομάζονται μέ τόν ἱερό ὅρο «Ἐκκλησία». Αὐτοί εἶναι ἁπλῶς θρησκευτικές κοινότητες. Καί ὅμως ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης τίς ἐκάλεσε «Ἐκκλησίας». Βέβαια, ὅπως μᾶς εἶπαν στήν Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου καί οἱ Πατέρες Ἀρχιερεῖς τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας, οἱ μετασχόντες στήν Σύνοδο, ὁ ὅρος «Ἐκκλησία», πού ἐλέχθη γιά τούς ἑτεροδόξους, δέν χρησιμοποιήθηκε μέ τήν κυρία του, τήν δογματική ἔννοια, ἀλλά χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικῶς, μέ τήν ἔννοια τῆς θρησκευτικῆς κοινότητος. Ναί, ἀλλά ἡμεῖς στά θεολογικά κείμενά μας καί τίς θεολογικές ἐκφράσεις μας ἔχουμε ἄλλη ἔννοια περί «Ἐκκλησίας», αὐτήν πού παρουσιάσαμε παραπάνω. Καί ἐπειδή λοιπόν πρόκειται περί κειμένων Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πρέπει νά εἴμεθα πολύ ἀκριβεῖς στίς ἐκφράσεις μας. Μετά ἀπό μᾶς θά ἔλθουν ἄλλοι καί ἄλλοι καί θά βροῦν ἕτοιμη τήν χρήση τῆς ἔκφρασης «Ἐκκλησία» γιά τούς αἱρετικούς καί θά τήν χρησιμοποιήσουν λοιπόν αὐτοί περί τῶν αἱρετικῶν ἐλευθεριώτερον, μέ τήν σωστή μάλιστα δικαιολογία ὅτι ἡ ἔκφραση χρησιμοποιήθηκε προηγουμένως ἀπό Σύνοδο. Διά τοῦτο καί πολύ δικαίως ἔγινε ἐξέγερση ἰσχυρῶν θεολόγων κατά τῆς ἐκφράσεως αὐτῆς, τό νά ὀνομασθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι «Ἐκκλησίες», καί θεώρησαν αὐτήν λίαν ἡμαρτημένη διά συνοδικό μάλιστα κείμενο.

4. Ἀλλά ἡμεῖς οἱ Ἀρχιερεῖς κατά τήν Ἱεραρχίαν τοῦ Μαΐου ἐ.ἔ. δέν εἴχαμε διατυπώσει τοιαύτη λανθασμένη ἔκφραση. Γιατί λοιπόν παρηλλάγη τό κείμενό μας; Τό ἰδικό μας κείμενο τῆς ἀπόφασης τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου ἔλεγε: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς». Ἡ πρόταση αὐτή εἶναι ὀρθοδοξοτάτη. Ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό ὅλη τήν Ἱεραρχία μας καί αὐτήν τήν πρόταση ὤφειλε ἡ Ἀντιπροσωπία μας νά ὑποστηρίξει καί νά μήν παραλλάξει στήν Σύνοδο. Ὅμως ἡ πρόταση παρηλλάγη στήν ἑξῆς: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Ἡ φράση αὐτή εἶναι ἡμαρτημένη διά τόν λόγον πού εἴπαμε, ὅτι δηλαδή σ᾽ αὐτήν ὀνομάζονται οἱ ἑτερόδοξοι ὡς «Ἐκκλησίες». Ἡ ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» σημαίνει «αἱρετικές». Καί ἀφοῦ λοιπόν εἶναι αἱρετικές οἱ «ἐκκλησίες» αὐτές, πῶς τίς ἀποκαλοῦμε «ἀδελφές»; Ἀλλά ὁ ἰσχυρός θεολογικός νοῦς τοῦ καλοῦ Ποιμένος τῆς ἀγαπημένης μου πατρίδος, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ἀποκαλεῖ τήν ἔκφραση αὐτή σαφῶς «ἀντορθόδοξη»!

Θά προσπαθήσω, Πατέρες, νά σᾶς ἐξηγήσω μέ ἁπλότητα τό ἀντορθόδοξο πράγματι τῆς ἔκφρασης «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» μέ βάση τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου: Εἶναι μία ἔκφραση ἀντιφατική. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν πᾶσα ἀλήθεια καί δέν μπορεῖ νά πλανᾶται. Ἄν πλανᾶται δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἡ αἵρεση εἶναι πλάνη. Τό νά λέγουμε λοιπόν «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», τό νά συνάπτουμε, δηλαδή, αὐτά τά δύο ἀντίθετα, σημαίνει ὅτι δεχόμεθα πλάνη στήν Ἐκκλησία καί ἀλήθεια στήν αἵρεση! Τραγέλαφος! Ναί, αὐτό σημαίνει ἡ ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ὁμολογῶ ὅμως ὅτι ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἱεραρχίας μας διατυπώνοντας τήν ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» καί δεχομένη αὐτήν ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης, δέν ἤθελε νά ἐκφράσει τήν παραπάνω κακοδοξία, ἀλλά ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι σέ Συνοδικά κείμενα πρέπει νά ὑπάρχει ἡ ἀκρίβεια καί ἡ σαφήνεια. Δέν ἐπιτρέπεται σέ Συνοδικά κείμενα τοιαῦτες κακόδοξες ἐκφράσεις. Τό πρᾶγμα, κατά τήν ἔρευνα τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου, ἔχει μία προϊστορία. Στήν «Λουκάρειο Ὁμολογία», πού ἐγράφη ἤ υἱοθετήθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Λούκαρη, λέγεται κάπου ὅτι ἡ Ἐκκλησία στήν πορεία της μπορεῖ νά πλανηθεῖ καί ἀντί γιά τήν ἀλήθεια νά πεῖ ψεῦδος. Λέγει ἐπί λέξει ἡ σχετική πρόταση: «Ἀληθές καί βέβαιόν ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁμαρτάνειν τήν Ἐκκλησίαν καί ἀντί τῆς ἀληθείας τό ψεῦδος ἐκλέγεσθαι». Τό νόημα τῆς πλάνης τῆς προτάσεως αὐτῆς τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως διατυπώνεται ἀκριβῶς μέ τήν ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» τοῦ κειμένου τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, κατά παραποίηση τῆς πρώτης ὀρθοδοξοτάτης ἐκφράσεως τῆς Ἱεραρχίας μας. Ἡ Σύνοδος ὅμως τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1638 ἀναθεμάτισε τόν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη γιά τήν παραπάνω ἀντορθόδοξη ἔκφρασή του, ὅτι δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἁμαρτήσει καί νά πλανηθεῖ. Πάντως ἡ λανθασμένη ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» θά παραμείνει τώρα, ἄν ἀναγνωρισθεῖ ἡ Σύν¬οδος τῆς Κρήτης, ὡς ἐπίσημα γραμμένη σέ κείμενό της καί θά χρησιμοποιεῖται εὖ καί καλῶς καί λίαν ἐλευθέρως ὡς ἐπιτρεπτή καί ἔγκυρη. Ὅπως μᾶς εἶναι γνωστό, ἡ λέξη Ἐκκλησία δόθηκε γιά πρώτη φορά σέ χριστιανούς πού βρίσκονται ἔξω ἀπ᾽ αὐτήν τόν 20ο αἰ. μέ τό διάγγελμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦ ἔτους 1920. Ὁ Σεβασμιώτατος ἅγιος Ναυπάκτου εἰς κείμενόν του πρός τήν Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου ἐ.ἔ. παραπονεῖται δικαίως διά τό ὅτι ἡ νέα πρόταση μέ τήν ἐσφαλμένη ἔκφραση δέν ἐμελετήθη ἀπό τήν Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἱεραρχίας μας, ἀλλά ἔγινε «κατά τήν διάρκεια τῆς νύκτας τῆς Παρασκευῆς πρός Σάββατο», χαρακτηρίζει δέ τόν μέν συντάκτη τῆς πρότασης ὅτι «δέν γνωρίζει τήν δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», τήν δέ ἐπίμαχο φράση «διπλωματική καί ὄχι θεολογική». Εἶναι φράση πού διευκολύνει τήν αἵρεση καί παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, λέγουμε ἡμεῖς.

5. Στό τελικό κείμενο τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἱεραρχίας μας, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ πάλι ἀπό τόν Σεβασμιώτατο ἅγιο Ναυπάκτου, ὑπάρχει καί ἄλλο σοβαρό δογματικό καί ἐκκλησιολογικό λάθος. Γράφει τό κείμενο: «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Καί τήν πρώτη πρόταση τοῦ κειμένου αὐτοῦ ὁ ἅγιος Ναυπάκτου πάλι τήν εὑρίσκει «κακόδοξον καί ἀντορθόδοξον». Ναί! Εἶναι τοιαύτη ἡ πρόταση αὐτή γιατί ἐκφράζει τήν προτεσταντική ἄποψη περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ Λούθηρος καί οἱ μετ᾽ αὐτόν Καλβίνος καί Σβίγγλιος ἀποσπάστηκαν ἀπό τήν Ρώμη, γιά νά μή νομισθεῖ ὅτι εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀνέπτυξαν τήν θεωρία περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀόρατη Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνῆκαν πλέον αὐτοί, ἦταν κατ᾽ αὐτούς ἑνωμένη, ἐνῶ οἱ ἐπί γῆς ὁρατές Ἐκκλησίες (σέ μιά ἀπ᾽ αὐτές – τῆς Ρώμης – ἀνῆκαν πρῶτα αὐτοί) εἶναι διεσπασμένες καί προσπαθοῦν καί ἀγωνίζονται νά βροῦν τήν ἑνότητά τους. Καί ὁ ἰδικός μας ὀρθόδοξος θεολόγος Λόσσκυ ἐλέγχοντας τήν προτεσταντική αὐτή ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία χωρίζει τήν Ἐκκλησία σέ ὁρατή καί ἀόρατη, τήν παραλληλίζει μέ τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου, ὁ ὁποῖος ἐχώρισε τήν θεία ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τήν θεωρία αὐτή τῶν Προτεσταντῶν περί ὁρατῆς καί ἀοράτου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπόκειται στήν ἔκφραση τοῦ Συνοδικοῦ κειμένου πού κρίνουμε, «ξεκινοῦν – λέγει ὁ ἅγιος Ναυπάκτου – ἄλλες θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος». Ἄρα, ... πρέπει πολύ νά προσέξουμε.
Ἀλλά καί ἡ ἔκφραση τοῦ κειμένου τῆς Συνόδου «κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας...», εἶναι περίεργη. Θά πάω τώρα λίγο ἀλλοῦ τό θέμα, πατέρες, γιά νά νοήσετε τήν πλάνη τῆς ἔκφρασης. Σᾶς ἐρωτῶ, συλλειτουργοί μου ἀδελφοί: Γιατί τό θαῦμα τῆς Θείας Εὐχαριστίας τό καλοῦμε «μεταβολή» τῶν θείων Δώρων καί ὄχι «μετουσίωση»; Γιατί ἡ ἔκφραση «μετουσίωση» ὑπενθυμίζει τήν θεωρία τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη περί τῶν ἰδεῶν, περί τῶν ἀρχετύπων, πού εἶναι κατ᾽ αὐτούς ἡ οὐσία τῶν ἐπί γῆς πραγμάτων. Ἔτσι ὁ ὅρος «μετουσίωση» γιά τήν ἔκφραση τῆς θείας Εὐχαριστίας δηλώνει ὅτι μεταβάλλονται ὄχι αὐτά τά ἴδια τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, ἀλλά τά ἄνω ἀρχέτυπά τους, οἱ ἰδέες. Γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς, ἐπαναλαμβάνω, τό θαῦμα τῆς Θείας Λειτουργίας τό καλοῦμε «μεταβολή» καί «ὄχι μετουσίωση». Ὁμοίως τώρα καί ἡ ἔκφραση «ὀντολογική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας» μᾶς παραπέμπει κάπως σ᾽ αὐτήν τήν θεωρία τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη καί γι᾽ αὐτό δέν πρέπει νά τήν χρησιμοποιοῦμε περί τῆς Ἐκκλησίας, μήπως μᾶς κατηγορήσουν ὅτι μέ τήν ἔκφραση αὐτή προτεσταντίζουμε• ὅτι θέλουμε τάχα νά δηλώσουμε μέ τήν ἔκφραση αὐτή τήν πραγματική ἑνότητα τῆς ἀόρατης Ἐκκλησίας, ἔναντι τῆς ἐπί γῆς ὁρατῆς. Σ᾽ αὐτό πιθανόν νά δώσει ἀφορμή καί τό ἀμέσως ἀκολουθοῦν «παρά ταῦτα» στήν συνέχεια τοῦ λόγου.

6. Δέν σᾶς εἶπα, πατέρες μου Ἱερεῖς, γιά ὅλα τά θέματα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, ἀλλά γιά ἕνα μόνο, τό πιό σοβαρό ἴσως, γιατί εἶναι ἐκκλησιολογικό. Γιά τό κείμενο τῆς Συνόδου, στό ὁποῖο ἀναφέρεται τό θέμα αὐτό πού σᾶς ἔθιξα, τό ἐπιγραφόμενο «Σχέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ὁ λόγιος Σεβασμιώτατος ἅγιος Ναυπάκτου λέγει ἐπί λέξει στήν κατάθεσή του στά Πρακτικά τῆς Συνεδριάσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ μηνός Νοεμβρίου ἐ.ἔ.: «Ἐκεῖνο πού μπορῶ νά πῶ εἶναι ὅτι τό κείμενο αὐτό ὄχι μόνον δέν εἶναι θεολογικό, ἀλλά συγχρόνως δέν εἶναι καθαρό, δέν ἔχει καθαρές προοπτικές καί βάσεις, εἶναι διπλωματικό. Ὅπως ἔχει γραφῆ, διακρίνεται ἀπό μία διπλωματική δημιουργική ἀσάφεια. Καί ὡς διπλωματικό κείμενο δέν ἱκανοποιεῖ οὔτε τούς Ὀρθοδόξους οὔτε τούς ἑτεροδόξους». «Τό κείμενο ἔχει πολλά προβλήματα, παρά τίς μερικές γενικές καλές διατυπώσεις. Μάλιστα, ὅταν δημοσιευθοῦν τά Πρακτικά τῆς Συνόδου, ὅπου ἀποτυπώνονται οἱ αὐθεντικές ἀπόψεις αὐτῶν πού ἀποφάσισαν καί ὑπέγραψαν τά κείμενα, τότε θά φανῆ καθαρά ὅτι στήν Σύνοδο κυριαρχοῦσαν ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί κυρίως ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος, δηλαδή ἡ διολίσθηση ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος». «Πολλοί κατάλαβαν ὅτι τό κείμενο αὐτό γράφτηκε καί ἀποφασίσθηκε ἐν σπουδῇ καί δέν εἶναι ὁλοκληρωμένο, ἀφοῦ μάλιστα ὑπογραφόταν ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς τήν Κυριακή τό πρωΐ, κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας»!...
Οἱ περικοπές αὐτές τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἱεροθέου εἶναι πολύ σημαντικές καί πρέπει νά ληφθοῦν σοβαρά ὑπ᾽ ὄψιν καί νά μήν παραθεωρηθοῦν.

7. Μᾶς ἐρωτοῦν πολλοί: Θά ἀναγνωρίσουμε τήν Σύνοδο αὐτή; Αὐτό θά ἀποφασισθεῖ ἀπό ὅλους τούς Ἱεράρχας τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας πάντως κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ παρέχει ἄνεση λόγου γιά κάθε ἐκφραζομένη ἄποψη καί εἶναι δεκτικός ὅλων τῶν θέσεων. Τόν εὐχαριστοῦμε γι᾽ αὐτό. Πάντως ἀπό τήν ἱστορία τῶν Συνόδων γνωρίζουμε ὅτι στίς Οἰκουμενικές Συνόδους γίνονταν πολλές Συνεδριάσεις γιά πολλά χρόνια. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας ἀποφάσισε ὅτι τά κείμενα τῆς Συνόδου στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης μπορεῖ νά διαφοροποιηθοῦν σέ μερικά σημεῖα καί νά ἀναπτυχθοῦν ἀπό μία μελλοντική Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας καί νά τελειοποιηθοῦν καί νά ἔχουν ἔτσι μία πανορθόδοξη συμφωνία. Γιατί τώρα στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης δέν συμμετεῖχαν τέσσερα Πατριαρχεῖα, τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Ρωσίας, τῆς Βουλγαρίας καί τῆς Γεωργίας. Ἔτσι συνέβαινε στήν ἱστορία τῶν Συνόδων, ξαναλέμε. Γίνονταν πολλές συνεδριάσεις πού κρατοῦσαν πολλά χρόνια. Καί οἱ Συνεδριάσεις αὐτές θεωροῦνταν ἔπειτα ὡς μία Σύνοδος.

8. Ἴσως, πατέρες Ἱερεῖς, νά σᾶς φαίνονται λεπτομερῆ καί κάπως περίεργα αὐτά πού σᾶς εἶπα καί νά μέ κατηγορήσετε μάλιστα ὅτι ἡ μάχη δίνεται στίς λέξεις καί τίς ἐκφράσεις. Καί ὅμως, πατέρες μου, ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας ἐκφράζεται μέ τήν ἀκρίβεια τῶν λέξεων, πού εἶναι φορτισμένες μέ βαρύ θεολογικό νόημα. Καί ὅπως τό γνωρίζουμε, ἡ Ἐκκλησία μας ἔδωσε μεγάλες μάχες γιά τήν σωστή διατύπωση τῶν δογμάτων τῆς πίστης μας.
Ἔχουμε ἀνάγκη πολλῆς προσευχῆς καί συνέσεως. Ὄχι βεβιασμένες ἐνέργειες.

Θά περιμένω, ἀγαπητοί συλλειτουργοί μου ἀδελφοί, τίς ἐρωτήσεις, τίς ἀντιρρήσεις καί διαφωνίες Σας ἐπί τῶν λεχθέντων καί θά μιλήσουμε πάλι περί τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης. Εὔχεσθε καί ὑπέρ ἐμοῦ.

Μέ εὐχές καί ἀγάπη Χριστοῦ
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας