ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

ΑΠ' ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος που η ψυχή του ήταν γεμάτη καλοσύνη. Όταν πέθανε, όλοι υπέθεσαν ότι θα πήγαινε κατευθείαν στον Παράδεισο, αφού θεώρησαν ότι ήταν η μόνη επιλογή για έναν καλό άνθρωπο σαν κι αυτόν. Και πράγματι εκεί πήγε. Εκείνο τον καιρό όμως, ο Παράδεισος δεν ήταν καθόλου οργανωμένος και δεν λειτουργούσε στη εντέλεια. Η γραμματεία ήταν ανεπαρκής, και η κοπέλα που τον υποδέχτηκε έριξε μια βιαστική ματιά στην λίστα με τα ονόματα που είχε μπροστά της. Δεν βρήκε το όνομά του, οπότε τον έστειλε κατευθείαν στην Κόλαση.
Στην Κόλαση κανείς δεν ελέγχει ποιος μπαίνει. Ο άνδρας πήγε και παρέμεινε στην Κόλαση …
Μερικές μέρες αργότερα, ο Εωσφόρος όρμησε από τις πύλες του Παραδείσου, για να ζητήσει εξηγήσεις από τον Άγιο Πέτρο. «Αυτό που κάνατε ήταν απαράδεκτο!» είπε.
Ο Άγιος Πέτρος ρώτησε τον Εωσφόρο γιατί ήταν τόσο θυμωμένος, και ο οργισμένος Εωσφόρος του απάντησε: «Στείλατε αυτόν τον άνθρωπο κάτω στην Κόλαση, και αυτός με υπονομεύει διαρκώς! Από την αρχή που ήρθε, ενδιαφερόταν για τους άλλους ανθρώπους, τους άκουγε και τους μιλούσε με αγάπη. Η κατάσταση άλλαξε στην Κόλαση. Τώρα όλοι μοιράζονται μεταξύ τους τα συναισθήματά τους, αγκαλιάζονται και ενδιαφέρονται ο ένας για τον άλλον. Όμως στην Κόλαση δεν πρέπει να είναι έτσι! Πάρτε τον πίσω στον Παράδεισο!».

Ζήσε τη ζωή σου με τόση αγάπη στην καρδιά σου, ώστε ακόμα και αν βρεθείς σε κάποια «κόλαση», να την μεταβάλεις σε κομμάτι του Παραδείσου!…

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

ΠΕΘΑΝΕ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΟΔΕΣΤΟΣ ΤΟΝ ΓΥΡΙΣΕ ΠΙΣΩ!

Από τον αγαπητό πνευματικό αδελφό Θεόδωρο

Κολλήσαμε τις ψυχές μας στα επερχόμενα λες και αυτό θα μας δώσει το προειδοποιητικό μήνυμα της σωτηρίας μας. Σήμερα με τηλεφώνησε η γυναίκα μου. Γιατρός στο επάγγελμα. Μόλις είχε δει ένα ασθενή με πολύ σοβαρό θέμα. Ο άνθρωπος είχε πέσει θύμα σοβαρότατου τροχαίου. Χωρίς να το έχει προκαλέσει ο ίδιος. Διεράγει το μισό του κρανίο. Της έδειξε τη συραφή που ξεκινούσε απ' το ένα μάτι και κατέληγε στο πίσω μέρος της κεφαλής. 'Εκανε ένα μήνα στην εντατική και όλοι τον είχαν ξεγραμμένο. Οι γιατροί όταν συνήλθε έμειναν έκπληκτοι. Του είπαν 1 περίπτωση στο εκατομύριο ήταν να ζήσει.

Η γυναίκα μου κατάλαβε αμέσως ότι είχε μπροστά της περίπωση θαύματος. Του ζήτησε ευθέως να της πει ποιος άγιος τον έσωσε. Ο άνθρωπος αυτός της είπε ότι μετά τη σύγκρουση ένιωσε την ψυχή του να φεύγει από το σώμα του. Βρέθηκε σε ένα ατελείωτο τόπο σαν πράσινο λιβάδι όπου βρισκόταν αμέτρητες ψυχές. Περίμεναν όλες την κρίση και μία μία κατευθυνόταν προς δύο πόρτες και ανάλογα με την αντίστοιχη κρίση έμπαιναν στη δεξιά ή αριστερή πόρτα. Όταν ήρθε και η δική του σειρά τοποθετήκε μπροστά απ' τις πόρτες και περίμενε την απόφαση.

Μέσα του αισθανόταν ότι η απόφαση θα έβγαινε για την αριστερή πόρτα. Λίγο πριν όμως ακουστεί αυτή η φρικτή απόφαση εμφανίστηκε ένας άγιος που του είπε.

"Παρακάλεσα και προσευχήθηκα πολύ στο Θεό για σένα. Να σου δώσει λίγο διάστημα ζωής ακόμη, να προλάβεις να μετανοήσεις γιατί είσαι άνθρωπος καλής προαίρεσης. Είμαι ο άγιος Μόδεστος που τιμάται στο χωριό σου. Να ξέρεις ότι σε φυλάνε οι προσευχές των γονέων σου (ο πατέρας του ήταν ιερέας), που εσφάγησαν απ' τους Τούρκους μέσα στην εκκλησία του χωριού.
Να γυρίσεις πίσω και να τους τιμήσεις στο υπόλοιπο της ζωής, που θα σου χαρίσει ο Κύριος εργαζόμενος την αρετή με διαρκή μετάνοια . Δεν ξέρεις πόσο διάστημα θα σου χαρίσει ο Κύριος και πότε θα σε ξανακαλέσει για να βγεί η απόφαση που δεν βγήκε σήμερα. Πήρες παράταση μετανοίας. Μη χάσεις αυτή την ευκαιρία με ανέμελη ζωή".

Ο άνθρωπος συγκλονίστηκε και του ζήτησε τι θα μπορούσε να κάνει για να τον ευχαριστήσει. Αυτός του απάντησε ότι δεν πρέπει να ευχαριστεί τον ίδιο, αλλά όσο ζει να δοξάζει Κύριο το Θεό του. Και πρόσθεσε ότι καλό θα ήταν να ολοκληρώσει το σπίτι του (την εκκλησία του), που είχε παραμεληθεί απ' τους συγχωριανούς του.

Και τώρα αυτός ο άνθρωπος ασχολείται με την ανακαίνιση της εκκλησίας και σε όποιον τον ρωτάει γιατί το κάνει αυτό διηγείται την ιστορία του ωφελώντας πολλές ψυχές.

Επομένως, η ουσία είναι να αντιληφθούμε, ότι ο δρόμος για τη σωτηρία μας είναι τα έργα της αρετής και η διαρκής μετάνοια και ας μη περιμένουμε προειδοποιητικά μηνύματα για να το πράξουμε.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

ΓΕΡΩΝ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΒΙΤΑΛΗΣ: "ΠΗΓΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΑ"

             

O γέροντας Νεκτάριος για πρώτη φορά μιλά για την μεταθανάτια εμπειρία του...
Το θαυμαστό γεγονός έζησε ο γέροντας Νεκτάριος στηv Καμαρίζα Λαυρίου Αττικής-Ιερός Ναός Αγίου Νεκταρίου.


Ο γέροντας κατά την ακολουθία της Αποκαθήλωσης ένιωσε αδιαθεσία και μέσα σε λίγα λεπτά έχασε την επαφή με τον περιβάλλον.
Έσπευσαν γιατροί από το πλήθος των προσκυνητών και διαπίστωσαν ότι έχει πεθάνει. Πανικόβλητοι οι διακονητές του παρήγγειλαν το φέρετρο και ειδοποιήθηκαν Ιερείς για να τον ντύσουν.....

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗΣ: «ΠΕΘΑΝΑ ΣΕ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΣΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΗΛΘΑ ΣΤΗ ΖΩΗ»

Ένας χρήστης του διαδικτύου μοιράστηκε την τρομακτική εμπειρία του, αυτή της νεκρανάστασης… Ο χρήστης, ο οποίος ανέβασε την ιστορία του στη πλατφόρμα συζητήσεων Reddit, όπου αφηγήθηκε την στιγμή που βίωσε έναν καρδιακό θάνατο, και αυτό που είδε πριν την ανάνηψή του από το παραϊατρικό προσωπικό.

«Πριν μερικά χρόνια, πέθανα σε αυτοκινητιστικό ατύχημα», γράφει «συγκρούστηκα μετωπικά με έναν μεθυσμένο οδηγό, που τη γλίτωσε με μερικές γρατζουνιές. Δεν πέθανα αμέσως. Καθόμουν εκεί, με πολλαπλά κατάγματα και αιμορραγία. Θυμάμαι τα σωστικά συνεργεία να προσπαθούν μανιωδώς να με απεγκλωβίσουν από την άμορφη μάζα που είχε μετατραπεί το αυτοκίνητό μου.

Καθώς άρχιζα να κουράζομαι, άρχισα να αισθάνομαι ότι «γλιστράω» και να χάνω τις αισθήσεις μου. Θυμάμαι που άρχισα να σκέφτομαι «αυτό ήταν. Έτσι θα πεθάνω. Έρχεται η αιώνια ανυπαρξία». Κατά παράξενο τρόπο, ένιωσα γαλήνια.

Ήταν σαν να μη συνέβαινε και κάτι συγκλονιστικό, αν και ήξερα ότι ήταν. Όλα θόλωσαν, ένιωσα πιο «ζωντανός»από ποτέ. Ήταν η πιο καθαρή, ανόθευτη ευαισθητοποίηση. Είναι αρκετά δύσκολο να το εξηγήσω, δεν ήταν κάτι που είχα βιώσει ή αισθανθεί κατά το παρελθόν. Ο μόνος τρόπος για να το θέσω, είναι ότι το μυαλό μου, η ύπαρξή μου ήταν ελεύθερη και με πλήρη γνώση…».

Ακολούθως, περιγράφει ότι τα μέλη του σωστικού συνεργείου, τον επανάφεραν στη ζωή: «Καθώς αισθανόμουν έναν «καθαρό» τρόμο, ξαφνικά βρέθηκα να παρασύρομαι πίσω στη ζωή. Συνήλθα στο πίσω μέρος ενός ασθενοφόρου. Είχα ξυπνήσει και βρισκόμουν σε μια φοβερή κατάσταση που ο νους μπορεί να βιώσει.

Ήμουν έξαλλος και βρισκόμουν σε πανικό. Οι νοσηλευτές μου είπαν ότι ήμουν νεκρός για ενάμιση περίπου λεπτό… Που να με πάρει! Η αποκατάσταση της υγείας μου έγινε με αργούς ρυθμούς, έπειτα από πέντε μήνες. Ήμουν τόσο «σπασμένος», ηττημένος και σε κατάθλιψη», καταλήγει.

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΜΕΤΑΝΟΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΙΑΣ

Είναι φοβερό το γεγονός, αλλά αληθινό. Κάποιοι χριστιανοί φοιτητές του Πανεπιστημίου το διηγήθηκαν πολύ εντυπωσιασμένοι, όταν ήρθαν στην Παναγιά για να προσκυνήσουν. Είπαν συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον:

“- Είχαμε έναν καθηγητή, που φαινόταν πολύ καλός και μελιστάλακτος. Επειδή μας φερόταν ήπια, τον συμπαθούσαμε. Τον βλέπαμε δε μερικές φορές να έρχεται και στην Εκκλησία και να κοινωνάει. Μετά από αυτά, πιστεύαμε πως ήταν καλός χριστιανός. Όμως μας περίμενε μεγάλη έκπληξη , για να μην πούμε φρίκη!

Κάποια μέρα μάθαμε ότι αρρώστησε βαριά. Αποφασίσαμε να τον επισκεφτούμε. Πήγαμε σπίτι του σε μια μοναχική βίλλα σε αριστοκρατικό προάστιο, αλλά η γυναίκα του σχεδόν μας έδιωξε , ταραγμένη και ενοχλημένη. Ενώ δε μας μιλούσε από την πόρτα, ακούγονταν μέσα στο σπίτι γαυγίσματα και ουρλιαχτά. Μερικοί το σχολίασαν και είπαν:

- Αυτοί οι πλούσιοι και τρανοί, πολλές φορές τα σκυλιά τους τα βάζουν μέσα στο σπίτι και ζουν μαζί τους. Δεν έχουν καταλάβει ότι τα ζώα πρέπει να ζουν στους κήπους ή στα κτήματα. Αυτός είναι ο προορισμός τους.

Τέλος πάντων , φύγαμε απογοητευμένοι. Όταν όμως μάθαμε ότι τον καθηγητή μας τον πήγαν στο νοσοκομείο ετοιμοθάνατο, αποφασίσαμε να τον επισκεφθούμε εκεί. Αγοράσαμε και λουλούδια και σε λίγο ανεβαίναμε τις σκάλες του νοσοκομείου που οδηγούσαν σε ειδικές σουίτες, ιδιαίτερα πολυτελή δωμάτια για τους οικονομικά ισχυρούς. Καθώς πλησιάζαμε , πάλι σκυλιά ακούγαμε , πάλι ουρλιαχτά. Ένας είπε αγανακτισμένος:

- Κι εδώ σκυλιά; Ούτε στο νοσοκομείο δεν τ’ αποχωρίζονται;

Εκείνη τη στιγμή έβγαινε από ένα διαμέρισμα η προϊσταμένη , η οποία έτυχε να είναι γνωστή ενός φοιτητή της συντροφιάς μας. Μας ρώτησε ποιόν θέλαμε και όταν άκουσε το όνομα, ταράχθηκε και μας λέει:

- Φύγετε! Φύγετε γρήγορα! Αυτά τα γαυγίσματα και τα ουρλιαχτά που ακούτε είναι από αυτόν! Δεν υπάρχουν σκυλιά. Έχει φοβερή αγωνία και επιθετικότητα. Σηκώνεται και παλεύει με αόρατους για μας εχθρούς. Οι νοσοκόμες αρνούνται να μπουν στο δωμάτιό του. Μάθαμε ότι ανήκε σε μια σκοτεινή αίρεση, που είναι αντίχριστη και αντίθεη. Εκεί θεό έχουν τον μαμωνά (το χρήμα) και την ανθρώπινη δόξα.

- Μα αυτός κοινωνούσε!... , παρατήρησε ένας από μας.

- Ίσως γι’ αυτό η ευθύνη του είναι μεγαλύτερη. Ήθελε να κοροϊδέψει τον Θεό και τους ανθρώπους αλλά “ο Θεός ου μυκτηρίζεται” ,παρατήρησε η προϊσταμένη λυπημένη , και συνέχισε:

- Τώρα , οι δαίμονες , που έχουν δικαιώματα επάνω του, απαιτούν την ψυχή του!... Κάντε του λίγη προσευχή, παιδιά μου, να τον ελεήσει ο Θεός, μας προέτρεψε φιλάνθρωπα.

Φύγαμε από κει πολύ προβληματισμένοι . Καταλάβαμε πολύ καλά όλοι πως δεν πρέπει να παίζουμε με την ψυχή μας και την σωτηρία μας”.

Πηγή: «ΝΕΩΤΕΡΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑ & ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ» ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΜΟΝΑΣΤΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ ΔΩΡΙΔΑ 2007

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

«ΚΟΡΗ ΜΟΥ, ΝΑ ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»


Σ’ ένα από τα μεγάλα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας συνέβη το εξής περιστατικό. Η μητέρα μιας κοπέλας, καλή και ευσεβής, έφυγε για την αιώνια Βασιλεία του Θεού. Πράγματι, ήταν μια γνήσια χριστιανή σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής της. 

Την Κυριακή, εκτός αν ήταν άρρωστη, πρωί-πρωί ξεκινούσε για την Εκκλησία κι εκεί η καθαρή και φιλόθεη ψυχή της πραγματικά συναντούσε κι ερχόταν σε επικοινωνία με τον Θεό. Συχνά-πυκνά κοινωνούσε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, που της έδινε ζωή και δύναμη. 

Και η κόρη της καλή κοπέλα ήταν, αλλά μετά τον θάνατο της μητέρας της αραίωσε τον εκκλησιασμό και δεν πήγαινε τακτικά στην Εκκλησία. Κι αν πήγαινε, πήγαινε προς το τέλος. Και για να δικαιολογηθεί στη συνείδησή της, που την έτυπτε, προφασιζόταν ότι είχε πολλές δουλειές, την φροντίδα των ζώων και δεν την έφθανε ο χρόνος. Οι συνηθισμένες προφάσεις, ενώ, όταν θέλει ο άνθρωπος, βρίσκει λύσεις για όλα. 

Έτσι συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση και η ψυχή της όσο πήγαινε και πάγωνε, όπως ένα κάρβουνο, όταν το βγάλεις έξω από την φωτιά σβήνει και παγώνει! Ένα βράδυ όμως, κατ’ ευδοκίαν Θεού ,έγινε η άνωθεν παρέμβαση. Δηλαδή της εμφανίστηκε στον ύπνο της η κεκοιμημένη μητέρα της μέσα σε άπλετο φως και της είπε στοργικά τα εξής αξιοπρόσεκτα λόγια: 

- Κόρη μου, να πηγαίνεις την Κυριακή στην Εκκλησία. Εμείς εδώ επάνω, εκείνη την ώρα είμαστε όλοι κάτω από τον Παντοκράτορα και χαιρόμαστε όταν βλέπουμε κάποιον δικό μας να έρχεται στην Εκκλησία να δοξολογεί τον Θεό! 

Και πρόσθεσε: 

- Να πηγαίνεις παιδί μου πρωί, ν’ ακούς τα ωραία λόγια του Όρθρου και όχι στην τρίτη καμπάνα. 

Αυτό το θεόσταλτο όνειρο συγκλόνισε την κόρη. Από τότε κάθε Κυριακή πρωί-πρωί πηγαίνει πρόθυμα στην Εκκλησία. Έχει πια την βεβαιότητα ότι θα παίρνει κι εκείνη την ευλογία του Παντοκράτορα, αλλά και την ευχή της μανούλας της. 

«ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ουράνια μηνύματα. Θαυμαστά γεγονότα»
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ
ΜΟΝΑΣΤΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Ο ΠΑΠΑΣ, Ο ΑΘΕΟΣ ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΑΣ

Σ’ ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί ζούσε προ ετών ένας ιερέας ευλαβέστατος. Η ψυχούλα του ήταν γεμάτη στοργή για το ποίμνιό του και ειδικά για τους πονεμένους. Έφτασε όμως η μέρα που δοκιμάστηκε κι εκείνος και πόνεσε πολύ.

Η κόρη του, μια εξαιρετική κοπέλα, είχε παντρευτεί πρόσφατα μ’ ένα νοικοκυρεμένο παληκάρι. Έφτασε, λοιπόν, ο καιρός να φέρει στον κόσμο το πρώτο παιδάκι της. 
Κατά τον τοκετό όμως, πέθανε! Πήγε Μάρτυρας να συναντήσει τον Πλάστη της, αφήνοντας πολύ πόνο πίσω της.

Ο ιερέας πατέρας της πόνεσε κι αυτός πολύ στο χωρισμό, αλλά με ακλόνητη Πίστη στο Θεό πρόσφερε δοξολογία στο άγιο όνομά Του. Την αγάπη του δε, για την θυγατέρα του εξέφραζε με θερμές προσευχές για την ψυχή της και με κρυφές ελεημοσύνες.

Ο ιερέας είχε έναν αδελφό καπετάνιο που, απόμαχος πια της θάλασσας, είχε γίνει στεριανός για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Είχε δημιουργήσει περιουσία κι απολάμβανε πλέον τους κόπους του. Δυστυχώς όμως ήταν σχεδόν άπιστος, παρ’ όλο που είχε καλή καρδιά. Τα βραδάκια, όταν μαζεύονταν στο φιλόξενο σπίτι του παπά μαζί με μερικούς φίλους, κάποιους αγαθούς νησιώτες που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην εκκλησία, έπιναν το ζεστό τους φασκόμηλο και κουβέντιαζαν. Ο καπετάνιος ένα βράδυ ειρωνεύτηκε τον ιερέα και του είπε:

– Σιγά καημένε παπά, μην υπάρχει άλλη ζωή και σε βλέπει η κόρη σου τι λέμε και τι κάνουμε!

Ο ιερέας με πραότητα προσπάθησε να τον βοηθήσει ν’ αποβάλει την απιστία, γιατί ήξερε πως κατά βάθος υπέφερε η ψυχή του μέσα στη θανατερή παγωνιά της. Εκείνος όμως δε φάνηκε να επηρεάζεται.

Ένα βράδυ, λοιπόν, ο ιερέας βλέπει τη θυγατέρα του στον ύπνο του. Ήταν ολόφωτη. Λευκοντυμένη, χαρούμενη, και του λέει: “Πατέρα, σ’ ευχαριστώ για όλα. Για την αγάπη σου, τις προσευχές σου, και τις ελεημοσύνες που κάνεις για την ψυχή μου. Πες, σε παρακαλώ, και στον θείο μου (τον καπετάνιο) ότι τον ευχαριστώ για το ψάρι που μού ’στειλε!”.

Αυτά είπε κι ενώ χαμογελούσε αγγελικά, τ’ όνειρο έσβησε…

Ο ιερέας, όταν σηκώθηκε το πρωί, αισθανόταν μεγάλη χαρά και συγκίνηση.

Το βράδυ διηγήθηκε τ’ όνειρο στη συντροφιά. Όλοι συγκινήθηκαν, μόνο ο καπετάνιος κοιτούσε δύσπιστα τον αδελφό του. Όταν όμως του είπε ότι η ανιψιά του τον ευχαριστεί για το ψάρι που της έστειλε, κι ότι δεν μπορεί να εξηγήσει αυτά τα λόγια της, ο καπετάνιος τινάχθηκε όρθιος. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Απ’ το στόμα του βγήκε η κρυφή Πίστη της καρδιάς του:

– “Θεέ μου!”, ψιθύρισε και μια κοίταζε τον ένα και μια τον άλλον σαστισμένος.

Όλοι τον ρώτησαν τι συνέβαινε. Γιατί τόση ταραχή, γιατί τόση συγκίνηση; Εκείνος, όταν συνήλθε κάπως, ξανακάθησε στην καρέκλα του και χωρίς να εμποδίζει τα δάκρυά του να τρέχουν στο ηλιοψημένο πρόσωπό του, τους είπε με ταπεινή φωνή: “- Ναι, είναι αλήθεια, ζουν οι ψυχές και μας βλέπουν! Ανήμερα στην κηδεία της ετοιμαζόμουν να κατέβω στην εκκλησία, όπου θα την διαβάζατε. Είχα πολύ πόνο μέσα μου. Το ξέρεις, παπά, πόσο αγαπούσα αυτή τη θυγατέρα σου. Ήταν πάντα άγγελος…
Εκείνη τη στιγμή έφθασε ένας φίλος μου ψαράς κάτω απ’ τον πέρα γιαλό. Τούχα πει πως, όταν έπιανε καλό ψάρι να μου τό ’φερνε κι εγώ θα το πλήρωνα όσο-όσο. Εκείνη όμως τη στιγμή με νευρίασε η παρουσία του, καθώς κρατούσε το ροφό κρεμασμένο στο πλάι του. Του είπα λοιπόν απότομα:
– Δε θέλω ψάρια σήμερα, δεν θέλω τίποτε. Σήμερα κηδεύω την ανηψιά μου!

Ο άνθρωπος όταν τ’ άκουσε πάγωσε και με κοίταζε αμίλητος. Τον λυπήθηκα και του είπα:

– Όμως, να, στο πληρώνω και συ δώστο σε κανένα φτωχό για την ψυχή της!

Εκείνος πήρε τα χρήματα, με συλλυπήθηκε κι έφυγε γρήγορα. Το περιστατικό αυτό δεν τό ’πα σε κανέναν και το είχα ξεχάσει. Αλλά η ψυχούλα της δεν το ξέχασε και μού ’στειλε τις ευχαριστίες της”, είπε και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα δάκρυά του. Μετά χαμογέλασε γλυκά, μα τόσο γλυκά! Μέσα σ’ αυτό το χαριτωμένο χαμόγελο ο ιερέας διέκρινε το γλυκοχάραμα της αναγεννημένης Πίστεώς του. Η νύχτα της απιστίας έφυγε…

– “Δοξασμένο τ' όνομά Σου Πολυέλεε Κύριε”, ψιθύρισε ο ιερέας και τον αγκάλιασε με το βλέμμα του…

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

ΟΡΑΜΑ ΕΝΟΣ ΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΞΕΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Ένας παντρεμένος άνθρωπος που είχε παιδιά και δούλους και άφθονο πλούτο, ήταν πολύ ελεήμων και φιλόξενος. Μία νύκτα, αφού εδείπνησε, κοιμήθηκε και το πρωί τον εβρήκαν ξαπλωμένο στη γη, ψυχρό, αναίσθητο, σαν να ήταν πεθαμένος. Οι συγγενείς του τον εσήκωσαν, τον έβαλαν στο στρώμα, κάνοντάς του διάφορες γιατρειές και ζεσταίνοντάς τον για να αναζήση, αλλά μάταια εκοπίαζαν. Μετά από πολλές ημέρες ήλθε στον εαυτό του και ερωτήθηκε από τους συγγενείς του να τους ειπεί τί έπαθε και πού βρισκόταν τόσες ημέρες νεκρός. Εκείνος δεν αποκρινόταν, μόνο έκλαιγε απαρηγόρητα και ακατάπαυστα και, μέχρι του θανάτου του, δεν είπε τίποτε σε κανέναν. Όταν πλησίαζε το τέλος, εκάλεσε τον μεγαλύτερο γιο του και του είπε τα εξής μπροστά σε όλους: 

«Αγαπητό μου παιδί, αυτή την τελευταία εντολή σου δίνω προστακτικά και σε διατάζω να την τηρής αυστηρά, όσο μπορείς. Να δίνεις ελεημοσύνη στους πτωχούς και να έχεις πολλή συμπάθεια στους ξένους και οδοιπόρους. Να τους περιποιείσαι στο σπίτι σου με πολλή αγάπη, να τους υπηρετής πρόθυμα και να τους δίνεις άφθονα, όσα χρειάζονται, καθώς είδες να κάνω και εγώ μέχρι τώρα. Διότι η φιλοξενία είναι η πιο ευπρόσδεκτη στον Θεό απ' όλες τις αρετές και όποιος την εκτελεί επιμελώς, για την αγάπη του Θεού, ευρίσκει πολύ μισθό στην ουράνια Βασιλεία Του. Και για να παρακινηθήτε όλοι οι συγγενείς μου σ' αυτή την φιλόθεη πράξη της καλωσύνης και συμπαθείας προς τους ξένους και πτωχούς, την τελευταία αυτή ημέρα μου θα σας διηγηθώ την φοβερή οπτασία που είδα, όταν με ευρήκατε ωσάν αποθαμμένον προ ετών, κάτω στο πάτωμα του σπιτιού μας. 

Γνωρίζετε ότι από την νεότητά μου είχα πολλή ευλάβεια στην Υπεραγία Θεοτόκο και κάθε ημέρα της εδιάβαζα εγκώμια και ευχές. Γι' αυτό μου τον πόθο και την αγάπη που είχα με όλη μου την ψυχή και την καρδιά, με αξίωσε ο Δεσπότης, με τις δικές της πρεσβείες, να απολαύσω πολλές δωρεές και χάριτες, μα προπαντός για τη συμπάθεια που είχα για τους πτωχούς και ξένους, καθώς εσείς το ξέρετε, υποδεχόμενος τον καθένα με αγάπη και παρέχοντας άφθονα, όλα τα χρειαζόμενα. 

Την νύκτα εκείνη που είδα την οπτασία, άκουσα φωνή που εφώναξε με το όνομά μου λέγοντας: «Σήκω από το κρεβάτι και ακολούθησέ με». «Όταν σηκώθηκα, μ' έπιασε βίαια εκείνος που με φώναξε από το χέρι και με ωδήγησε σ' ένα μεγάλο λιβάδι. Τότε αυτός έγινε άφαντος και εγώ μόνος μου, μη ξέροντας τι να κάνω, άκουσα πίσω μου ξαφνικά φοβερές φωνές και ταραχές. Γυρίζοντας πίσω βλέπω ένα άπειρο πλήθος δαιμόνων και ήρχοντο κατεπάνω μου να με αρπάξουν ως θηρία ανήμερα. Εγώ, καθώς τους είδα, όσο μπορούσα, έτρεχα με ασυγκράτητο φόβο έως ότου έφθασα σε ένα σπίτι και μπαίνοντας μέσα έκλεισα την πόρτα. Αλλά αυτοί την έσπασαν και μπήκαν μέσα να μ' αρπάσουν. Αλλά για να καταλάβεις καλλίτερα, άκουσε και αυτά. Είναι τώρα τρία χρόνια αφ' ότου επήρα ένα ξένο εδώ στο σπίτι μου, από το βράδυ της εορτής των Αγίων Πάντων για να τον φιλοξενήσω, κατά την συνήθειά μας. Φθάνοντας στο σπίτι, ευρήκα και άλλον ξένο, που είχε κρατήσει η μητέρα σου, κατά το πρόσταγμά μου που της είχα δώσει, να υποδέχεται και φιλοξενή τον καθένα ως άγγελο Κυρίου και σε λίγο έφερε άλλον έναν και ο αδελφός σου. Τότε εγώ εδοκίμασα μεγάλη χαρά που αξιώθηκα να υποδεχθώ και φιλοξενήσω στο σπίτι μου αυτούς τους τρεις ξένους κατά τον τύπο της Παναγίας Τριάδος. Τους εφίλευσα πλουσιοπάροχα, όσο μου ήταν δυνατόν, κατά την συνήθειά μου. 

Όταν λοιπόν, επανέρχομαι στην οπτασία, μπήκαν μέσα οι δαίμονες, άρχισα να φωνάζω στον Κύριο να μ' ελεήση με τις πρεσβείες της Παναχράντου Μητρός Του. Τότε βλέπω τρεις ωραίους άνδρες και μου λέγουν: «Μη φοβάσαι διότι εμείς ήλθαμε να σε βοηθήσουμε». Αφού έδιωξαν τους δαίμονες μ' ερώτησαν, εάν τους ήξερα. Εγώ τους είπα: «Όχι, Κύριοί μου, δεν σας γνωρίζω». Οι δε αποκρίθηκαν: «Εμείς είμεθα εκείνοι οι τρεις ξένοι που εφίλευσες στο σπίτι σου με πλούσια και αβραμιαία καρδιά και μας έστειλε ο Κύριος προς βοήθειά σου, να σε ανταμείψουμε για την πολλή αγάπη που μας έδειξες, και να οπού σε ελυτρώσαμε από τα χέρια των δαιμόνων». Αφού είπαν αυτά έγιναν άφαντοι. 

Εγώ ευχαρίστησα τον Θεό και φοβούμενος να βγω έξω μήπως με πειράξουν πάλι, έμεινα λίγη ώρα μέσα στο σπίτι. Μετά από λίγο έκανα το σημείο του Σταυρού και βγήκα έχοντας την ελπίδα μου στον Κύριο. Αφού εβάδισα λίγο, είδα να τρέχουν πίσω μου οι δαίμονες λέγοντας τα εξής: Ας τρέξουμε τώρα να τον πιάσουμε μήπως και μας φύγη». Εγώ φοβήθηκα και τρέχοντας περισσότερο, εφώναξα στην Θεοτόκο: «Παναγία Θεοτόκε, βοήθησέ με». Έτσι τρέχοντας έφθασα σ' ένα πύρινο ποτάμι, που ήταν γεμάτο φίδια και άλλα φοβερά θηρία του Άδου. Το σώμα τους ήταν όλο χωμένο μέσα στις φλόγες και μόνο το στόμα τους είχαν έξω ανοιχτό, ωσάν να πεινούσαν και ήθελαν να με φάγουν. Οι δαίμονες που με κυνηγούσαν, με φώναζαν να πέσω μέσα στο ποτάμι η θα με ρίξουν εκείνοι. Εγώ τότε εκύταζα τριγύρω, εάν υπάρχη κάποια άλλη διέξοδος, οπότε και βλέπω ένα πολύ στενό γεφύρι ως μια σπιθαμή και τόσο ψηλό, ώστε μου φαινόταν πως έφτανε στον ουρανό. Μη ξέροντας τι να κάνω απ' αυτά τα τρία, δηλαδή να πέσω στο ποτάμι, όπου φοβόμουν την φωτιά και τους δράκοντες, να μείνω στην εξουσία των δαιμόνων, που ήταν χειρότερο ή να ανέβω το γεφύρι; Προτίμησα το τρίτο. Έτσι ανέβαινα τα σκαλιά ένα-ένα με πολύ φόβο και κίνδυνο να πέσω κάτω στις φλόγες. Οι πονηροί δαίμονες με ακολουθούσαν με φωνές και απειλές. Όταν ήμουν στην κορυφή του γεφυριού, έφθασαν και οι δαίμονες και εγώ τότε με δάκρυα εβόησα προς την Θεοτόκο: «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθησέ με». Τότε, ευρέθηκε ενώπιόν μου η φιλεύσπλαχνη Μητέρα της ελεημοσύνης και μου έδωσε το δεξί της χέρι λέγοντας: Μη φοβάσαι, αγαπημένε δούλε μου. Επειδή εσύ μου διάβαζες εγκώμια και προσευχές και αγαπούσες τους φτωχούς, τους ελαχίστους αδελφούς του Υιού και Δεσπότου μου, γι' αυτό ήλθα και εγώ να σε βοηθήσω στην ανάγκη σου». Αφού μου είπε αυτά με εκράτησε από το χέρι και, ώ του θαύματος! σε μια στιγμή μ' έφερε στο σπίτι μου και μπήκε η ψυχή μου στο σώμα μου, ενώ εσείς με θεωρούσατε ως πεθαμένο. 

Λοιπόν παιδί μου, να μη αμελήσης και εσύ την υπηρεσία αυτή προς την Μητέρα του Παντοδυνάμου Θεού, την Πανάχραντη Θεοτόκο, αλλά κάθε ώρα να την υμνολογής, να την δοξάζεις, όπως πρέπει και όπως μέχρι τώρα έκανα και εγώ ο πατέρας σου. Έτσι θα την έχεις βοήθεια σε κάθε σου ανάγκη. Αυτό είναι το πρώτο πρόσταγμά μου που σου παραγγέλλω. Το δεύτερο είναι, όπως σου προείπα, βίαζε τον εαυτό σου, όσο μπορείς να αγαπάς τους ξένους, τους πτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά, να τους δίνεις όλα τα αναγκαία, εάν θέλεις ν' απολαύσης σ' αυτόν τον κόσμο κάθε αγαθό και να κληρονομήσης και την αιώνια Βασιλεία του Θεού!».

Αυτά, αφού είπε ο αοίδιμος σ' όλους τους παρευρισκομένους να ευλαβούνται την Θεομήτορα και να βοηθούν τους πτωχούς, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού. Ο γυιός του, ενθυμούμενος σ' όλη την ζωή του τις πατρικές συμβουλές, εξήσκησε ενάρετη πολιτεία και μετά το τέλος της επιγείου ζωής του, αξιώθηκε της ουρανίου μακαριότητος. 

Εκ του βιβλίου "Ψυχωφελείς οπτασίες και διηγήσεις γιάτην άλλη ζωή" 
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: ΕΡΧΟΜΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ...

Η ιστορία που ακολουθεί πρόκειται για ένα αληθινό περιστατικό που συνέβη στον γνωστό συγγραφέα και αγιογράφο, Φώτη Κόντογλου...
"Ένα βράδυ, την Δευτέρα του Πάσχα, το 1964… , περασμένα μεσάνυχτα, λίγο πριν κοιμηθώ, βγήκα στο μικρό περιβολάκι που έχουμε πίσω από το σπίτι μας, και στάθηκα για λίγο, κοιτάζοντας τον σκοτεινό ουρανό με τα άστρα.

Ένας αγιασμένος γέροντας, μου είχε πει μια φορά, πως γύρω από αυτές τις ώρες ανοίγουν τα ουράνια…
Θα στεκόμουνα εκεί πέρα μονάχος ως το ξημέρωμα. Σαν να μην είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό με τη γη. Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στο σπίτι και ανησυχήσουνε που έλειπα, και γι’ αυτό μπήκα μέσα και ξάπλωσα.
Δε με είχε θολώσει καλά – καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, και βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο με αλλόκοτη όψη.
Ήτανε κατακίτρινος, σαν πεθαμένος, μα τα μάτια του ήτανε ανοιχτά και με έβλεπε τρομαγμένος. Το πρόσωπο του ήτανε σαν μάσκα, σαν μούμια, με το πετσί του σαν γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, και κολλημένο στο νεκροκέφαλο με όλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σαν λαχανιασμένος.
Στο ένα χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, που δεν κατάλαβα τι ήτανε, και με τ’ άλλο έσφιγγε το στήθος του, λες και πονούσε.
Εκείνο το πλάσμα μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω. Το κοίταζα, και με κοίταζε, δίχως να μιλήσει, σαν να περίμενε να το γνωρίσω. Και στ’ αλήθεια, μ’ όλο που ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν να μου είπε μια φωνή στο μυαλό μου:
–Είναι ο τάδε …


Μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιός ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε το στόμα του κι αναστέναξε. Μα η φωνή του σαν να ερχότανε από πολύ μακριά, σα να ‘βγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.
Έβλεπα πως βρισκότανε σε μια μεγάλη αγωνία. Τα χέρια του, τα πόδια του, τα μάτια του, όλα φανερώνανε πως βασανιζότανε. Απάνω στην απελπισία μου, πήγα κοντά του να τον βοηθήσω, μα εκείνος μου έκανε νόημα με το χέρι του να σταματήσω, νά μή πλησιάσω…
ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ…


Άρχισε να βογκάει, με τέτοιον τρόπο, που πάγωσα. Έπειτα μου λέγει:
«Δεν ήρθα, αλλά με ” στείλανε…” Εδώ, ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σε μεγάλη ζάλη. Παρακάλεσε τον Θεό να με λυπηθεί. Θέλω να πεθάνω, μα δεν μπορώ.
Αχ! Όσα έλεγες Φώτη, βγήκαν αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πριν πεθάνω, που ήρθες στο σπίτι μου και μιλούσες για θρησκευτικά; Ήτανε και δύο άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σαν κι εμένα. Εκεί που μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε…
Σαν έφυγες μού είπανε:
Κρίμα, να έχει τέτοιο μυαλό ό Φώτης, και να πιστεύει στις ανοησίες που πιστεύουνε οι γριές!
Μια άλλη μέρα, σού είχα πει, όπως και πολλές άλλες φορές:
«Βρέ Φώτη, μάζευε λεφτά, θα πεθάνεις στην ψάθα. Βλέπεις εγώ, πόσα λεφτά έχω, και πάλι θέλω κι άλλα». Τότε μου είπες:
«Έχεις κάνει συμβόλαιο με τον Χάρο πως θα ζήσεις τόσα χρόνια που θέλεις, για να καλοπεράσεις στα γηρατειά σου;»
Σου λέγω εγώ: «Θα δεις πόσο χρονών θα πάγω! Τώρα είμαι 75. Θα περάσω τα εκατό. Έχω εξασφαλίσει τα παιδιά μου, ο γιος μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ’ έναν πλούσιο από την Αβησσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε και παραέχουμε…
Όχι σαν κι εσένα, που ακούς αυτά που λένε οι παπάδες…
” Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών “. Τι θα βγάλεις από τα ” Χριστιανά τέλη”; Λεφτά, παρά, να έχεις στην τσέπη σου, και μη σε μέλει. Εγώ να δώσω ελεημοσύνη; Και γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; Για να τους τρέφω εγώ; Αμ βάζουνε εσάς και ταΐζετε τους τεμπέληδες, για να πάτε στον Παράδεισο… Χα ! Χα !
Εγώ ξέρεις πως είμαι γιός παπά, και τα γνωρίζω καλά αυτά τα κόλπα. Μα να τα πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ Φώτη μου, που έχεις τέτοια σπουδή, και να πας χαμένος. Εσύ, όπως πάς, θα πεθάνεις πριν από μένα, θα πάρεις στον λαιμό σου και την οικογένειά σου.
Μα εγώ, σου λέγω και σου υπογράφω, σαν γιατρός που είμαι, πως θα ζήσω εκατόν δέκα χρόνια!…».
Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δω κι από κει, σαν να ψηνότανε σε καμιά σχάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από το στόμα του: « Αχ! Αχ! Ωχ! …”
Ησύχασε για λίγο και ξαναείπε:
«Αυτά έλεγα, μα σε λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα, κι έχασα το στοίχημα!
Τι ταραχή! Τι τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μια βούλιαζα και μια ανέβαινα απάνω και φώναζα:
Έλεος! Έλεος!
Μα κανένας δε μ’ άκουγε. Ένα ρεύμα με κλωθογύριζε σαν να ήμουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ως τα τώρα, και τι τραβώ. Τι αγωνία είναι αυτή! Όλα όσα έλεγες βγήκαν αληθινά. Το κέρδισες το στοίχημα!
Εγώ, τότε, που βρισκόμουνα στον κόσμο που ζεις, ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει να μιλώ και να μ’ ακούνε όλοι, να κοροϊδεύω την θρησκεία, να συζητώ για χειροπιαστά πράγματα…
ΕΚΕΙ ΕΣΤΙ, Ο ΒΡΥΓΜΟΣ ΤΩΝ ΟΔΟΝΤΩΝ… ( Ματθ. ιγ΄ 42 )
Τώρα όμως βλέπω πως χειροπιαστά είναι εκείνα που τα έλεγα τότε παραμύθια και χαρτοφάναρα. Χειροπιαστή είναι η αγωνία που βρίσκομαι.
Άχ! Τούτος θα είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θα είναι ο βρυγμός των οδόντων…»
Απάνω σ’ αυτά, χάθηκε από τα μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τα βογγητά του, που κι εκείνα σβήσανε σιγά – σιγά. Με πήρε λίγο ο ύπνος, μα σε μια στιγμή, κατάλαβα να με σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τα μάτια μου, και τον βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη την φορά ήτανε ακόμα πιο φριχτός και πιο μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα μικρό παιδάκι, μ’ ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, που το κουνούσε πέρα δώθε.
Άνοιξε το στόμα του και μου είπε:
«Σε λίγη ώρα θα ξημερώσει και θα ‘ρθουνε να με πάρουνε, εκείνοι που με στείλανε…» Του λέγω:
«Ποιοι σε στείλανε»;
Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια δίχως να καταλάβω τίποτα. Ύστερα μου λέγει:
«Εκεί που βρίσκομαι, είναι κι άλλοι πολλοί από εκείνους που σε περιπαίζανε για την πίστη σου, και τώρα καταλάβανε πως οι εξυπνάδες δεν περνούνε παραπέρα από το νεκροταφείο. Είναι και κάποιοι άλλοι που τους έκανες καλό, κι αυτοί σε κακολογούσανε. Κι όσο τους συγχωρούσες, τόσο αυτοί γίνονταν χειρότεροι.
Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί να τον κάνει η καλοσύνη να χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει να νιώθει τον εαυτόν του νικημένο.
Τούτοι εδώ, βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από μένα, και δεν μπορούνε να βγούνε από την σκοτεινή φυλακή τους για να έρθουνε να σε βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται με την μάστιγα της αγάπης, όπως έλεγε ένας άγιος…
»Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος από ότι τον βλέπαμε! Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψη μας. Τώρα καταλάβαμε πως η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας ψευτιά και απάτη.
»Εσείς που έχετε στην καρδιά σας τον Χριστό, και που για σάς ο λόγος Του είναι αλήθεια, η μοναχή αλήθεια, εσείς κερδίσατε το Μεγάλο Στοίχημα, που μπαίνει ανάμεσα στους πιστούς και στους άπιστους, αυτό το στοίχημα που το έχασα εγώ ο ελεεινός, και χάθηκα, και τρέμω κι αναστενάζω, και δεν βρίσκω ησυχία.

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

ΜΙΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ 20ΧΡΟΝΗΣ

                       

              Ο μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος 
μιλά για μία συγκλονιστική μεταθανάτια εμπειρία 20χρονης.

Αν θέλετε να ακούσετε αμέσως την περιγραφή πηγαίνετε στο 2:30 του βίντεο.

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

ΑΓΡΙΟΚΡΕΜΜΥΔΑ

Ήταν κάποτε μια γριά γυναίκα, η οποία στη ζωή της δεν είχε κάνει κανένα καλό. Όταν πέθανε, ο άγγελός της την πήγε στο θρόνο του Θεού, μα στο βιβλίο των πράξεών της δεν υπήρχε καμία καλοσύνη κι έτσι ο δρόμος της ήταν για την κόλαση. Ο άγγελός της στενοχωρήθηκε αφάνταστα. Αναζήτησε στις πιο κρυφές σημειώσεις του βιβλίου του καθενός, μήπως και βρει κάποια καλή πράξη και αναγκάσει το Θεό που είναι γεμάτος αγάπη να την πάρει στον Παράδεισο.
               
Ψάχνοντας, λοιπόν, βρήκε ότι κάποτε όταν η γρια σκάλιζε τον κήπο της, ήρθε ένας ζητιάνος που της ζήτησε ελεημοσύνη. Η γριά δεν ήθελε να δώσει τίποτα, αλλά ο ζητιάνος ήταν πολύ επίμονος. Τότε, αφού νευρίασε, η γριά τράβηξε μια αγριοκρεμμύδα και την πέταξε στο ζητιάνο, για να απαλλαγεί από την παρουσία του. Ο άγγελος χάρηκε και είπε στο Θεό το συμβάν. Τότε Αυτός του είπε: "Πάρε μια αγριοκρεμμύδα κι αν μπορέσει η γρια να κρατηθεί απ' αυτήν και βγει από την κόλαση, ας τη φέρεις στον Παράδεισο".

Ο άγγελος χάρηκε αφάνταστα, πήρε μια αγριοκρεμμύδα και κατηφόρισε στην κόλαση. Ρώτησε πού βρίσκεται η γρια και της είπε τα ευχάριστα. Η γρια καταχάρηκε και αρπάχτηκε από την αγριοκρεμμύδα που κρατούσε ο Άγγελος και άρχισε να βγαίνει από την κόλαση. Τότε συνέβη το εξής παράδοξο. Από τα πόδια της γριάς άρχισαν να κρεμιόνται κι άλλοι κολασμένοι για να ξεφύγουν από τον τόπο της βασάνου. Όμως η γριά άρχισε να τους σπρώχνει φωνάζοντας: "Δικιά μου είναι η αγριοκρεμμύδα, δεν έχετε θέση μαζί μου!". Ο άγγελος την παρακαλούσε να δείξει αγάπη, αλλά η γριά ήταν αμετάπειστη. Κλωτσούσε τις άλλες ψυχές και φώναζε! Τότε η αγριοκρεμμύδα έσπασε και η γρια και όλες οι άλλες ψυχές ξαναγύρισαν στην κόλαση.

Ο άγγελος δάκρυσε και έφυγε...

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

ΕΜΠΕΝ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

Ο Νευροχειρούργος του πανεπιστημίου Χάρβαρντ Έμπεν Αλεξάντερ, ένας από τους εγκυρότερους πρώην σκεπτικιστές για την ζωή μετά τον θάνατο, ξύπνησε από κώμα 7 ημερών και μίλησε λέγοντας ότι … πήγε και ήρθε! Αυτή την εμπειρία του περιγράφει στο βιβλίο του «Απόδειξη Παραδείσου» (Proof of Heaven).

Σε μια πολύκροτη εκπομπή του ABC channel που έσπασε σε θεαματικότητες κάθε ρεκόρ, ο καθηγητής Νευροχειρουργικής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Έμπεν Αλεξάντερ περιέγραψε το Ταξίδι από το οποίο επέστρεψε, λέγοντας ότι ήρθε από πολύ μακριά…

Στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, στα «κεντρικά» της Βοστόνης, με τους πιο έγκυρους του κόσμου νευροχειρούργους και νευροψυχίατρους για ομάδα θεραπόντων, οι νοσοκόμες εξέταζαν το σώμα του νευροχειρούργου Αlexander που είχε υποστεί βαριά βακτηριακή μηνιγγίτιδα, επανειλημμένως, ανοίγοντας τα βλέφαρα και φωτίζοντας τα μάτια του Alexander με τον πιο εκτυφλωτικό φακό.
Και ο ίδιος όμως ο κορυφαίος καθηγητής, από την ώρα που ξύπνησε, όπως και στην συνέντευξή του στο ABC, δηλώνει ότι «Δεν Ήταν Εκεί». Το Ταξίδι που πήγε στον Παράδεισο, επιμένει ότι ήταν αληθινό.

Ο καθηγητής Νευροχειρουργικής του Χάρβαρντ, που ήδη εξέδωσε το βιβλίο του «Απόδειξη Παραδείσου», (Proof of Heaven), απέδειξε, όταν επανήλθε στις αισθήσεις του, ότι ο εγκέφαλος του δεν είχε καμία δυνατότητα ούτε να σκεφτεί, ούτε να ονειρευτεί, ούτε να θυμηθεί, ή να σχηματίσει πλάνα και εικόνες, όπως αυτά που έφερε μαζί του ο Alexander γυρνώντας απ’ το κώμα!

Υποστηρίζει τώρα, ότι υπάρχουμε πέρα από το σώμα μας και γνωρίζουμε πέρα από τον εγκέφαλο μας. Προτρέπει μάλιστα την σύγχρονη Επιστήμη να αλλάξει αντίληψη για την Αντίληψή μας, και περιγράφει τον παράδεισο …«Δεν είχα γλώσσα, ούτε καμιά από τις γήινες αναμνήσεις μου. Δεν είχα αίσθηση του σώματος μου καθόλου, αλλά βρέθηκα σε μια κατάφυτη κοιλάδα από μια άλλη διάσταση, αλλά υπερ-πραγματική.

Ο καθηγητής νευροχειρουργικής του πιο έγκυρου στο κόσμο Κέντρου Γνώσης της Ιατρικής, του Χάρβαρντ, που λόγω ειδικότητας είναι ο καθ’ ύλην αρμόδιος να γνωρίζει τις λειτουργίες, τα όρια και τους μηχανισμούς κάθε νευρώνα του ανθρώπινου εγκεφάλου, έχει ήδη αποδείξει με το παράδειγμα του, σε επιστημονικούς όρους ότι, η Εμπειρία κ η Ανάμνηση, με τις Εικόνες Ζωντανές αφότου ξύπνησε απ’ το κώμα, είναι απολύτως αδύνατον να συνέβησαν σε ανθρώπινο εγκέφαλο με τόσο μολυσματική βακτηριακή μηνιγγίτιδα η οποία είχε εξαφανίσει, από τον δικό του εγκέφαλο.

Ο Δρ. Αλεξάντερ εξήγησε στην εκπομπή του ABC το «περιστατικό του εαυτού του», λέγοντας ότι τα εγκεφαλογραφήματα έδειχναν απολύτως νεκρές τις περιοχές του εγκεφάλου που προσδίδουν συνείδηση, σκέψη, μνήμη και κατανόηση:

«..Γνωρίζω ότι πολλοί θα το αποδώσουν σε παραίσθηση, αλλά εγώ επιστημονικά αποδεικνύω ότι δεν ήταν ούτε όνειρο ούτε παραίσθηση, ούτε μυθοπλασίες, και προσωπικά γνωρίζω ότι Έχει συμβεί, αλλά Έξω από το Μυαλό μου».

«…Οι παραισθήσεις, στις οποίες αποδίδαμε ως σκεπτικιστές την εξήγηση από τις περιγραφές ασθενών με Επιθανάτιες Εμπειρίες, απαιτούν τη λειτουργία κάποιου ελάχιστου, βασικού να μη τι άλλο, συγχρονισμού στο φλοιό του εγκεφάλου. Στη δική μου περίπτωση, τα επίπεδα της γλυκόζης που με μια βακτηριακή μηνιγγίτιδα πέφτουν από 100 στο 80 – 60, και με μια επιθετική μηνιγγίτιδα φτάνουν στο 20, σε μένα είχαν φτάσει στο 1. Κανένας ασθενής δε θα θυμόταν τίποτα σ αυτά τα επίπεδα, ούτε ο εγκέφαλος θα ήταν ικανός να τα παράξει».Στο πιο επιστημονικό Ταξίδι στο Παράδεισο που άκουσαν οι άνθρωποι ποτέ, ο δρ Αλεξάντερ περιγράφει: «Ήμουν μια κουκίδα Επίγνωσης χωρίς να κουβαλάω καμία από τις γήινες εμπειρίες μου, ούτε το σώμα μου. Στην αρχή, (πριν φτάσω στον Παράδεισο) βρέθηκα ένα κατασκότεινο περιβάλλον με κάποιου τύπου ‘καλωδίωση’. Σαν να θυμάμαι ρίζες, και διακλαδώσεις, και εκεί νομίζω ότι έμεινα για πολύ καιρό, θα έλεγα, για χρόνια».


« … Ελευθερώθηκα από εκείνο το πανέμορφο σπειροειδές λευκό φως που εξέπεμπε μια απίστευτα συγκλονιστική μελωδία που με εισήγαγε στη Φωτεινή Κοιλάδα …»

Σαν σκηνή από παιδικό παραμύθι ο Dr.Alexander θυμάται μια νεαρή γυναίκα να εμφανίζεται διάσπαρτα στον Χωροχρόνο (.. “να τσουλάει μπροστά του στον Χώρο και τον Χρόνο”..!) και χωρίς λόγια να του μιλά:

«Με κοίταζε, και χωρίς καμία λέξη καταλάβαινα ( τηλεπαθητικά ) αμέσως ότι μου έλεγε, έπαιρνα το μήνυμα μόνο από το κοίταγμά της: “.. “Είσαι αγάπη, είσαι εκλεκτός, δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι …”

Κι όμως ναι, ο τόσο αυστηρός ακαδημαϊκά καθηγητής του Χάρβαρντ, θυμάται, και περιγράφει επιστημονικά στην μαρτυρία της δικής του Επιθανάτιας Εμπειρίας, τη νεαρή γυναίκα να ίπταται πάνω σ ένα φτερό πεταλούδας! Ενδιαφέρον έχει η περιγραφή του Αλεξάντερ για τον Θεό. Τον αντιλήφθηκε μέσα από μια σφαίρα κρυστάλλινου φωτός.

«Ο Θεός …», λέει χαρακτηριστικά, « …ήταν μια απέραντη παρουσία αγάπης, ήταν το όλον της αιωνιότητας και της υπαρκτής συνείδησης. Αλλά ήταν αυτή η σφαίρα κρυστάλλινου φωτός ο απαραίτητος μετασχηματιστής, σαν ένας μεταφραστής που ήταν απαραίτητος για να υπάρξει το Άπλετο Φως του Θείου και Απίστευτου …»

Το ενδιαφέρον είναι ότι στα εξονυχιστικά τεστ αντιληπτότητας, μνήμης και κάθε άλλης εγκεφαλικής λειτουργίας που περίμεναν τον Δόκτορα όταν γύρισε από … το κώμα,- για τα γήινα-, του έδειξαν, αμέσως μόλις ξύπνησε στην ΜΕΘ (και αυτό χαρακτηρίζεται επιστημονικά απρόβλεπτο, ή και θαύμα, γιατί δεν υπήρχαν πιθανότητες ο εγκέφαλός του να επανέλθει), και μια σειρά από φωτογραφίες γνωστών και άγνωστων στην ζωή του μέχρι πριν από το ατύχημα.

Αναγνώρισε την βιολογική του αδελφή, – που ποτέ όσο ζούσε πριν το νοσοκομείο δεν είχε συναντήσει γιατί ήταν υιοθετημένος-, στο πρόσωπο της νεράιδας του απ’ τον Χωροχρόνο. Τώρα, με πλήρως αποκατεστημένη την λειτουργία του εγκέφαλου του,- τόσο θεαματικά που σκίζουν πτυχία στο Χάρβαρντ!, o Alexander προκαλεί την Επιστήμη, να αλλάξει κι αυτή με τη σειρά της, μυαλά!

«Είναι πια ξεκάθαρο για την Σύγχρονη Γνώση ότι πρέπει να αναποδογυρίσουμε το πλάνο και να το δούμε από την άλλη πλευρά,» λέει.

« …Η συνειδητότητα υπάρχει σε μια πολύ πιο πλούσια μορφή , ελεύθερη και ανεξάρτητη από τον εγκέφαλο, γιατί πηγάζει από την συνείδηση των ψυχών μας οι οποίες είναι αιώνιες, και το γεγονός ότι η Επίγνωση, η Συνείδηση, η Ψυχή, το Πνεύμα μας, δεν εξαρτώνται από την ύπαρξη του εγκεφάλου στο φυσικό σύμπαν. Στην πραγματικότητα η συνειδητότητα απελευθερώνεται σε πολύ πιο πλούσια επίγνωση όταν είμαστε Εκτός …»

Υ.Γ Το γεγονός αυτό είναι μια κοσμική εμπειρία ενός ανθρώπου που βίωσε όπως λέγει την έννοια του Παραδείσου. Εμείς, χωρίς να τον αμφισβητούμε, ως Χριστιανοί ορθόδοξοι έχουμε αδιαμφισβήτητες εμπειρίες αγίων γερόντων που από την εδώ ζωή τους μετέχουν των γεγονότων του Παραδείσου, δεχόμενοι ουράνιες επισκέψεις ή ζώντας ουράνιες καταστάσεις και αφήνουμε ως τέλος την εμπειρία του μακαρίου Αποστόλου Παύλου που είναι καταγεγραμμένη στο ιερό Ευαγγέλιο (Β΄ Κορ. ιβ΄ 2­4). 

http://www.agioritikovima.gr/perizois/37329-empen-aleksante