ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

ΕΩΣ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

 Έως την Κόλαση
-Διήγημα-
από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα
[στους ασυρματιστές του Θεού!]

“Την πήρα την απόφαση, ό,τι κι αν γίνει, θα πάω στο Όρος!” , είπε ο Βασίλης. Δεν κατάλαβε πως, βυθισμένος στο συλλογισμό του, τα τελευταία λόγια τα είπε δυνατά. Μα εκείνη ούτε καν πρόσεχε! Συνέχισε την απασχόληση της στον καθρέφτη, γιατί και απόψε πάλι θα 'βγαινε.... 
Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ. Μόλις έπαιρνε να σουρωπώνει, η μάνα του έφευγε. Και οι παρέες, άφθονες και ... ποικίλλες. Την όμορφη νέα χήρα, βλέπεις, την προτιμούσαν για παρέα όλοι οι “ελέυθεροι” στην πόλη. Έφτανε μια φευγαλέα ματιά να της ρίξει κανείς και να μείνει μαγνητισμένος απ’ τα “φαινόμενα κάλλη” της. Κι εκείνη, άλλωστε, δεν άντεχε πια με τη σκέψη του εδώ και δυο χρόνια “φευγάτου” άντρα της. Εκεινού η καρδιά, ξαφνικά μια νύχτα, σταμάτησε και πήγε για το “απάνω ταξίδι”, όπως έλεγε κι ένας θείος του ορφανού πια δεκαεννιάχρονου Βασίλη. 
Το άλλο πρωί, ο ήρεμος, αποφασισμένος πια, έφηβος, άφησε ένα σημείωμα στη μητέρα του, που κοιμόταν, φορτώθηκε ένα σακίδιο και κατηφόρισε για το σταθμό λεωφορείων.
Ο μεσήλικας ξερακιανός μοναχός μπήκε τελευταίος στην τράπεζα της Μονής. Κάθισε στην άκρη του πάγκου, απέναντι από δυο-τρεις επισκέπτες, δίπλα στον αρχοντάρη, τον γέροντα Αντώνιο. Οι φιλοξενούμενοι τον κοίταξαν περίεργα. Ο λόγος ήταν ότι το δεξί του χέρι ήταν μπανταρισμένο με γάζες, ενώ από πάνω ήταν δεμένο με ένα κομμάτι τριμμένου, πολυκαιρισμένου ράσου. Ο μοναχός αυτός τελείωσε το λιτό του γεύμα ταυτόχρονα με το τέλος της ανάγνωσης του ιερού κειμένου από τον αναγνώστη. Έπειτα αποσύρθηκε αθόρυβα. Οι επισκέπτες, σαν απόφαγαν, όλο περιέργεια, πήραν να ρωτάν τον αρχοντάρη για τον μοναχό αυτό. Ο αρχοντάρης, αφού τους είπε ότι αυτός ο μοναχός ονομαζόταν Βησσαρίων, τους υποσχέθηκε ότι μετά τον εσπερινό θα τους έλυνε τις απορίες.
Καθισμένοι οι τρεις φίλοι σε ένα πεζούλι στο προαύλιο της Μονής, κοιτάζοντας στο πέλαγος κι ενώ συζητούσαν για θέματα που τους εντυπωσίασαν στο μοναστήρι, είδαν χαρούμενοι τον μοναχό Αντώνιο να έρχεται κοντά τους. Ακόμη τους “έτρωγε” η περιέργεια για το γέροντα Βησσαρίωνα. “Τον πατέρα Βησσαρίωνα, παιδιά μου τον γνώρισα πριν από τριάντα περίπου χρόνια”, άρχισε να διηγείται ο αρχοντάρης. “Ήλθαμε στη Μονή την ίδια χρονιά. Το κοσμικό όνομά του ήταν Βασίλης. Αφού περάσαμε κι οι δυο το δοκιμαστικό στάδιο και δεχθήκαμε την κουρά της αγγελικής ζωής, εκείνος πήρε ευχή και έζησε υποτακτικός σ’ εναν άγιο γέροντα στα τρομερά “Καραούλια”. Επέστρεψε έξι χρόνια αργότερα, μετά την κοίμηση του γέροντά του, αλλά με δεμένο το χέρι του! Κάποτε τον ρώτησα γι’ αυτό και εκείνος μου είπε την φοβερή του ιστορία. Όταν πήγε στην Έρημο του Όρους, πληροφορήθηκε πως η χήρα μητέρα του αποδήμησε εις Κύριον.
Εκείνος φοβόταν για την κατάληξή της, επειδή είχε ζωή άστατη. Άρχισε λοιπόν να έχει αγωνία κι ερωτήματα. Πάντως, συνεχώς τη μνημόνευε, της έκανε μνημόσυνα, τρισάγια, προσευχές και δεήσεις για την ανάπαυσή της, μα ακόμη βασανιστικά ερωτήματα τον απασχολούσαν: Σώθηκε η μητέρα του; Αν δεν σώθηκε, τι μπορούσε να κάνει; Με τέτοιους λογισμούς απευθύνθηκε στον γέροντά του για να τον ρωτήσει. Έπεσε λοιπόν στα πόδια του και, με δάκρυα στα μάτια, τού μίλησε για τον επίγειο βίο της μητέρας του και ποιες ήταν μέχρι τότε οι ενέργειες του για τη σωτηρία της ψυχής της. Εκείνος του απάντησε πως αυτό που ζητούσε να μάθει, ήταν αδύνατο για τα ανθρώπινα μέτρα. Αλλά, του είπε εν τέλει, ότι θα παρακαλούσαν το Θεό, κι οι δύο μαζί, να τους πει πού βρίσκεται ή ψυχή της μητέρας του. Έπειτα, ο γέροντας έβγαλε τον Βησαρίωνα έξω από την καλύβη τους και του είπε να μείνει εκεί όρθιος, επτά ολόκληρες ήμερες προσευχόμενος, χωρίς να φάει τίποτε και ούτε να κινηθεί ή να καθίσει. Κι ο Βησαρίων έμεινε εκεί επτά μέρες και νύχτες, όρθιος, ακίνητος, διαρκώς ένδακρυς, προσευχόμενος να ελεήσει ό Θεός φωτίζοντάς τον με την αποκάλυψη της κατάστασης της ψυχής εκείνης. Ο γέροντάς του, έκανε ακριβώς το ίδιο μέσα στην καλύβη. Όταν έφθασε η νύχτα της έβδομης ημέρας, αρπάχθηκε ο νους του Βησαρίωνα στον ουρανό και σε έκσταση είδε τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. Είδε ότι πραγματικά οι ψυχές στον παράδεισο χαίρονται και στην κόλαση πονούν! Είδε στα αριστερά του, μία φοβερή λίμνη, έναν βόρβορο ακαθαρσίας, λάσπης, ανυπόφορης δυσωδίας, που έβραζε κοχλάζοντας. Μέσα σ’ αυτή τη λίμνη την “καιομένη του πυρός”, είδε να ξεχωρίζουν ανθρώπινες ψυχές. Πότε βυθίζονταν και πότε ανέβαιναν ψηλά, σαν να παίρνουν μια ανάσα και ξανά πάλι μέσα και ξανά έξω, αδιάκοπα. Κάποτε, μέσα στις τόσες δύστυχες ψυχές, αναγνώρισε και τη μάνα του. Ναι, την έβλεπε για λίγο από τους ώμους και πάνω κι αναρρίγησε. Κι εκείνη αναγνωρίζοντας το γιό της στην όχθη αυτής της “Γέεννας”, του φώναξε ξέπνοα: “Παιδί μου! Βοήθησέ με!”, και ξαναβυθίστηκε. Έπειτα ξαναφάνηκε για να φωνάξει ξανά: “έλεος! βοήθεια! βοήθεια!”. Πριν βυθιστεί πάλι στο βόρβορο, φώναξε στο γιο της: “Καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω!”. Ήταν τόση η θλίψη του Βησσαριώνα, όταν έβλεπε κι άκουγε αυτά, βούτηξε το χέρι του μέσα, την άρπαξε από τα μαλλιά και με δυσκολία την τράβηξε έξω! Έξω από τη λίμνη ο Βησσαρίων είδε κάτι σαν χρυσή κολυμβήθρα. Από κάποιο σημείο της, δίπλα σε βράχο, έτρεχε γάργαρο νερό μέσα στην κολυμβήθρα, χωρίς όμως ποτέ να γεμίζει. Πήρε τότε τη μάνα του αγκαλιά στα δυο του χέρια και την έβαλε σ’ αυτήν την κολυμβήθρα, όπου πλύθηκε, καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν χιόνι. Έπειτα, κάποιοι λευκοντυμένοι νέοι, που δεν τους είχε προσέξει νωρίτερα, της έδωσαν λευκό φόρεμα. Εκείνη τυλίχτηκε μ’ αυτό και έφυγε μαζί τους. Καθώς απομακρυνόταν ανάμεσά τους, στην αντίθετη από τη λίμνη κατεύθυνση, είδε να του γνέφει χαιρετώντας χαρούμενη. Αμέσως, μετά ο Βησσαρίων επανήλθε στα γήινα. Το χάραμα, μετά το τέλος της έβδομης νύχτας, ήταν εκεί, ορθός, έξω από την καλύβη, παρακαλώντας ακόμη το Θεό για τη σωτηρία της μητέρας του, ευγνωμονώντας ταυτόχρονα Εκείνον για την οπτασία. Λίγο μετά, ο γέροντάς του βγήκε από την καλύβη και τον ρώτησε τι είχε δει. Εκείνος ξέσπασε με λυγμούς σε ευχαριστίες στο Θεό για την ευσπλαχνία Του που έβγαλε τη μάνα του από τον Άδη. Το χέρι του όμως που βούτηξε στη φοβερή λίμνη του πυρός, μέχρι τον αγκώνα, ήταν καμένο και βρωμούσε απαίσια. Ο Βησσαρίων μου είπε ότι παρακάλεσε το γέροντά του, μετά απ’ αυτά, να του θεραπεύσει το χέρι του, όμως εκείνος αρνήθηκε να σβήσει εκείνο το “σημείον μέγα”, που αποτελούσε σημάδι του θαύματος! Ο γέροντας τού τόνισε πως το “σημείον” εκείνο ήταν η απόδειξη για το πόση δύναμη έχουν Θεία Λειτουργία, μνημόσυνα, τρισάγια, προσευχές με κομποσκοίνι και ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο. Έπειτα, ο άγιος Γέρων ασκητής έσκισε ένα κομμάτι από το ράσο του και του είπε: “Τύλιξε το χέρι σου μ’ αυτό. Ο τόπος τώρα θα ευωδιάζει. Και σε όσους αμφιβάλλουν, θα το ξετυλίγεις για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας”. Εγώ, όταν μου τα έλεγε αυτά ο αδελφός μου, είχα λογισμούς δυσπιστίας. Εκείνος με κατάλαβε και τράβηξε λίγο τη μια άκρη του ράσου. Παιδιά μου!”, έκανε κοιτώντας κατάματα τους ακροατές του ο αρχοντάρης, “δεν άντεξα την “βρώμα” εκείνη κι έφυγα μακριά. Τόσο φοβερή ήταν ή δυσοσμία. Το ράσο όμως εκείνου του κεχαριτωμένου Γέροντα ήταν ράσο αγιασμένο, γι’ αυτό κι ευωδίαζε!”.

Σημ.: Στηρίζεται σε αληθινό γεγονός [Θεωδώρητος, 6ος αι. μ.Χ.]

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΟΥ ΖΕΙ ΠΑΝΩ Σ' ΕΝΑ ΒΡΑΧΟ

Τη ζωή του στο Θεό φαίνεται πως έχει αφιερώσει εδώ και είκοσι χρόνια ένας μοναχός από τη Γεωργία, ο οποίος κατοικεί πάνω σε ένα βράχο, ζώντας μια αυστηρή ασκητική ζωή, μακριά από τα προβλήματα και τους πειρασμούς της σύγχρονης κοινωνίας.

Ο μοναχός Μάξιμος (Maxime Qavtaradze), μετά την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ και έχοντας περάσει κάποιο διάστημα στη φυλακή, αποφάσισε να αλλάξει τρόπο ζωής και να γίνει καλύτερος άνθρωπος.
Όπως είπε και ο ίδιος έπινε και ήταν χρήστης παράνομων ουσιών, αλλά μόλις βγήκε από τη φυλακή, ήξερε ότι ήταν ώρα για μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή του.
Ο 59χρονος άνδρας, ζει πάνω στο βράχο που ονομάζεται Katshki, πάνω στον οποίο είναι χτισμένη μια Εκκλησία. Στους πρόποδες του, υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια θρησκευτική κοινότητα.
Για να εγκαταλείψει το βράχο, πράγμα που κάνει μόνο δύο φορές την εβδομάδα, πρέπει να χρησιμοποιήσει μια σκάλα 40 μέτρων, η κατάβαση της οποίας διαρκεί περίπου είκοσι λεπτά. Όταν παραμένει για αρκετές μέρες στο βράχο, προμηθεύεται τα τρόφιμα απο ένα καλάθι που είναι δεμμένο με σχοινί.
Συχνά τον επισκέπτονται ιερείς ή άνθρωποι προβληματισμένοι και απογοητευμένοι από τις δυσκολίες της ζωής και τα προβλήματα, για να ζητήσουν τη βοήθειά του.
Τρέφονται, κοιμούνται , και προσεύχονται με τους ιερείς, γύρω στις επτά ώρες την μέρα. Ξυπνούν από τις δύο η ώρα τα ξημερώματα και βοηθούν στις δουλειές της Μονής.
Μέχρι τον 15ο αιώνα, όπου εισέβαλλαν οι Οθωμανοί στη Γεωργία, κατοικούσαν στυλίτες, ορθόδοξοι Χριστιανοί που ζούσαν πάνω σε βράχους για να αποφεύγουν τους πειρασμούς.
Για αρκετούς, αιώνες ο βράχος ήταν ακατοίκητος. Το 1944 ένα γκρουπ ορειβατών με επικεφαλής τον Alexander Japaridze, ανακάλυψαν τα ερείπια ενός παρεκκλησιού και τα οστά ενός στυλίτη.
Η ζωή που έχει επιλέξει ο άνδρας αυτός δεν είναι καθόλου εύκολη. Απαιτεί μεγάλες θυσίες και απομόνωση, αφοσίωση στην προσευχή και στο Θεό.
Λίγοι θα διάλεγαν να ακολουθήσουν αυτόν τον δύσκολο τρόπο ζωής. Ο μοναχός Μάξιμος, φαίνεται πως έχει βρει το νόημα της ζωής και τον πραγματικό του εαυτό τα τελευταία είκοσι χρόνια διαμονής στον βράχο Katshki.


Πηγή: Θεοδώρα Αβαγιανού

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ: Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΠΑΣΑΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ

Ο στάρετς Βαρσανούφιος
Ο στάρετς Βαρσανούφιος
Ο στάρετς Βαρσανούφιος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους αγίους γέροντες που έζησαν στην Όπτινα. Γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1845 στο Όρενμπουργκ. Καταγόταν από Κοζάκους γονείς και το κοσμικό του όνομα ήταν Παύλος Ιβάνοβιτς Πλεχάνωφ.
Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή του Πολότσκ και στη συνέχεια αποφοίτησε από τη στρατιωτική Ακαδημία του Όρενμπουργκ. Μετά έγινε αξιωματικός του τσαρικού στρατού κι έφτασε ίσαμε το βαθμό του συνταγματάρχη.

Κάποτε αρρώστησε από μιαν απλή πνευμονία, πού όμως παρά λίγο να τον οδηγήσει στο θάνατο. Την ώρα πού κατ’ εντολή του ένας στρατιώτης του διάβαζε το ευαγγέλιο έχασε τις αισθήσεις του. Και τότε είδε ξαφνικά ν’ ανοίγει ο ουρανός. Από το δυνατό φως και το φόβο του ταράχτηκε πολύ. Σε μια στιγμή συνειδητοποίησε το παρελθόν του, την αμαρτωλή ζωή του κι ένιωσε έντονη τη διάθεση για μετάνοια. Και μέσα σ’ αυτήν την έκσταση άκουσε μια φωνή να του λέει: «Να πας στην Όπτινα».

Η προαγωγή σε στρατηγό του τσαρικού στρατού
Μ’ όλο πού οι γιατροί του ήταν απαισιόδοξοι για την έκβαση της υγείας του, ό συνταγματάρχης Παύλος Πλεχάνωφ έγινε καλά και πήρε το δρόμο για την Όπτινα. Εκεί συνάντησε το στάρετς Αμβρόσιο, ό όποιος του έδωσε εντολή να γυρίσει πρώτα για να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες του και μετά να πάει στο μοναστήρι. Του έδωσε όμως προ­θεσμία τρεις μήνες. Αν καθυστερούσε περισσότερο, ή ψυχική του βλάβη θα ήταν μεγάλη. Ο Παύλος γύρισε στην Πετρούπολη, αλλά τα εμπόδια πού συνάντησε ήταν μεγάλα. Πρώτα του πρόσφεραν προαγωγή σε στρατηγό. Μετά του βρήκαν μια θαυμάσια σύζυγο, έπειτα ο περίγυρος άρχισε να του φέρνει εμπόδια και να προσπαθεί να τον μεταπείσει. Με δυσκολία κατόρθωσε ό Παύλος να ρυθμίσει τις εκκρεμότητες του και να φτάσει στην Όπτινα την τελευταία μέρα της τρίμηνης προθεσμίας του, για να βρει όμως το στάρετς Αμβρόσιο μέσα στο ναό, στο φέρετρο του.
Ο ηγούμενος π. Ανατόλιος τον παρέδωσε στην υποταγή του στάρετς Νεκταρίου. Κοντά του ό δόκιμος Παύλος πέρα­σε όλα τα στάδια της μοναχικής υπακοής, έγινε μοναχός με το όνομα Βαρσανούφιος και χειροτονήθηκε ιερομόναχος.
Στη διάρκεια του ρωσοϊαπωνικού πολέμου ό π. Βαρσανούφιος κλήθηκε να υπηρετήσει ως εφημέριος στο νοσοκομείο του Αγίου Σεραφείμ. Με το τέλος του πολέμου γύρισε στην Όπτινα και διαδέχτηκε ως προϊστάμενος της σκήτης το στάρετς Ιωσήφ.
Ο π. Βαρσανούφιος ήταν άνθρωπος με εξαιρετική μόρφωση, αρκετή ευφυΐα και ακέραιο χαρακτήρα. Ως προϊστάμενος της σκήτης βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις, πνευμα­τικές και σωματικές, στην οικοδομική ανανέωση και την εύρυθμη λειτουργία της. Συνδύαζε αρμονικότατα την αυστηρότητα με την επιείκεια και τη στοργική αγάπη προς τους αδελφούς της σκήτης. Δε δίσταζε να επιτιμά όταν το έκρινε απαραίτητο, ήταν όμως πολύ σπλαχνικός προς εκεί­νους πού μετανοούσαν. Όπως κι οι άλλοι γέροντες της Όπτινα ήταν κι αυτός μεγάλος ασκητής κι είχε το χάρισμα της προορατικότητας, πού το χρησιμοποιούσε ιδιαίτερα στην εξομολόγηση.

Το πρόβλημα της υγείας του
Πολλοί άνθρωποι πού επισκέπτονταν τον π. Βαρσανούφιο έγιναν χάρη στις προσευχές και τις συμβουλές του αληθινά παιδιά της Εκκλησίας. Ανάμεσα στα πνευματικά του παιδιά συγκαταλέγεται κι ό συγγραφέας Σέργιος Νείλος, πού έμεινε κοντά του στη σκήτη περίπου πέντε χρόνια κι ήταν υπεύθυνος για τα αρχεία του μοναστηριού.
Πολλά από τα πνευματικά του παιδιά τον ευλαβούνταν ιδιαίτερα, δεν έλειψαν όμως και κείνοι πού δεν τους άρεσε αυτή του ή πνευματική δραστηριότητα. Ό στάρετς αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες και πειρασμούς, ιδιαίτερα μετά την κοίμηση του προηγούμενου προϊσταμένου της σκήτης, του στάρετς Ιωσήφ.
Από το 1909 ό στάρετς Βαρσανούφιος αρρώσταινε όλο και πιο συχνά. Κι ακόμα συχνότερα άρχισε να μιλάει για το θάνατο του πού πλησίαζε. Γύρω στον Απρίλιο του ίδιου χρόνου ό π. Αλέξιος ο πορτάρης του ‘φερε ένα δέμα πού του είχε στείλει μια μοναχή. Τι είχε μέσα; “Ένα μεγάλο σχήμα των μοναχών. Ό στάρετς ποθούσε από καιρό να γίνει μεγαλόσχημος. Αυτό όμως το λογάριασε σημαδιακό.
- Αυτό είναι ένδειξη ότι το τέλος μου είναι κοντά, είπε.
‘Άφησε την τελευταία του πνοή στο Γκολουτβίνσκυ, την 1η Απριλίου του 1913. Ως το τέλος του είχε διαύγεια πνευματική. Προσευχόταν συνέχεια στο Χριστό και την Παναγία κι επικαλούνταν πολλούς αγίους, τους όποιους ευλαβούνταν ιδιαίτερα, καθώς και τους γέροντες της Όπτινα πού είχαν ήδη κοιμηθεί.
Τα τελευταία του λόγια ήταν για τον παράδεισο. Το σώμα του, καλυμμένο με το μεγάλο και αγγελικό σχήμα, τοποθετήθηκε στην εκκλησία του Γκολουτβίνσκυ, οπού έμεινε ως τις 6 Απριλίου, Σάββατο του Λαζάρου. Την ημέρα εκείνη ό επίσκοπος Τρύφων λειτούργησε κι εκφώνησε μια εμπνευσμένη και ζεστή ομιλία, λέγοντας ανάμεσα στ’ αλλά απευθυνόμενος, στο νεκρό:
«Ήξερες μόνο ν’ αγαπάς, μονό να ‘σαι καλός, παρ’ όλη τη θάλασσα του μίσους και των συκοφαντιών πού έπεσε επά­νω σου. Όλα τα δεχόσουν με υπομονή, όπως ό Ιώβ. Είμαι ό ίδιος μάρτυρας και το επιβεβαιώνω πώς λόγος κατάκρισης δεν ακούστηκε από σένα για κανέναν. . . Σαν ποιμενάρχης γνωρίζω Τι σημαίνουν τέτοιοι γέροντες για μας. 0ι συμβου­λές του ήταν πολύτιμες, γιατί τη μόρφωση του τη συμπλή­ρωνε με την εμπειρία και το ύψος της μοναχικής ζωής . . .»Το σώμα του, με εντολή της Ιεράς Συνόδου, μεταφέρθη­κε μετά με ειδικό τρένο μέχρι το Κόζελσκ, κι από κει τον κουβάλησαν κληρικοί στην Όπτινα στα χέρια τους. Στις 9 Απριλίου, Μεγάλη Τρίτη, έγινε ή κηδεία κι ή ταφή του στη σκήτη, παρουσία 21 ιερομόναχων, 4 διακόνων και πλήθους κόσμου.

Μοναχός Νικόλαος της Όπτινα
κατά κόσμον Γιουσούφ Αμπντούλ Ογλού
Ο Τούρκος διοικητής που έγινε μάρτυρας
Ένας άλλος κρυμμένος θησαυρός στο κοιμητήριο της Σκήτης είναι και ο μοναχός Νικόλαος, πιο γνωστός στους πατέρες με το υποκοριστικό όνομα «ο Τούρκος», λόγω της προφοράς του και της μελαχρινής του όψης. Την πραγματική του καταγωγή γνώριζαν μόνο οι πατέρες Αμβρόσιος, Ανατόλιος και η ελαχιστότητά μου, πού είχα το ευτύχημα να είμαι και ο πνευματικός του πατέρας.
Ο Γιουσούφ Ογλού ήταν κάποτε πασάς, στρατηγός και διοικητής των Τουρκικών Δυνάμεων. Ποιος θα το περίμενε ποτέ ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα τελείωνε την ζωή του όχι άπλα στην Ρωσία, αλλά, σε μοναστήρι σαν μοναχός, και μάλιστα σαν νεομάρτυρας; Πιστεύω ούτε και ο ίδιος.
Κατά την διάρκεια του Ρωσο – Τούρκικου πολέμου (1853-1856) ήταν διοικητής του Τούρκικου στρατού. Οι Τούρκοι υπέβαλλαν τους αιχμαλώτους σε φρικτά βασανιστήρια. Ο πασάς, πού σαν θεατής παρακολουθούσε από κοντά τα διαδραματιζόμενα, κυριολεκτικά θαύμαζε την αντοχή και την σταθερότητα των νεαρών αυτών Ρώσων στρατιωτών. Ρώτησε να μάθει, γιατί νέα παιδιά προτιμούσαν όχι απλώς να πεθάνουν με ένα τόσο φρικτό θάνατο, αλλά τον δέχονταν με χαρά, παρά να αρνηθούν την χριστιανική τους πίστη, για να χαρούν την ομορφιά της ζωής. Και επειδή φαίνεται, πώς ήταν άνθρωπος με καλή διάθεση, ζήτησε να γνωρίσει καλύτερα την χριστιανική πίστη.

Μια ήμερα φώναξε έναν Ορθόδοξο ιερέα και τον εβάπτισε στα κρυφά. Στην συνέχεια έφυγε για την Περσία. Οι Τούρκοι μόλις έμαθαν ότι πρόδωσε το Ισλάμ έψαχναν να τον σκοτώσουν. Τελικά τον συνέλαβαν ζωντανό και με αιχμηρά αντικείμενα – λεπίδες και ξυραφάκια – εχάραξαν σταυρούς σε όλο το μήκος της πλάτης και του στήθους του. Στο τέλος για να τον αποτελειώσουν του τσάκισαν ένα προς ένα όλα τα κόκκαλα. Μέσα σε αυτούς τους φρικτούς πόνους ο Γιουσούφ σωριάστηκε λιπόθυμος. Νομίζοντας τον για νεκρό τον πέταξαν τροφή στα σκυλιά. Ο Κύριος όμως τον προστάτευε. Ανάκτησε τις αισθήσεις του. Από το μέρος εκείνο έτυχε να διαβαίνουν Ρώσοι έμποροι και τον περιμάζεψαν. Εκείνος τους είπε πώς του επιτέθηκαν ληστές. Από συμπόνια τον έφεραν μαζί τους στον Καύκασο και τον παρέδωσαν σε μια ευσεβή γυναίκα να τον φροντίσει. Έγινε καλά. Άλλα ήταν πλέον αγνώριστος. Σε όλη του την ζωή παρέμεινε διπλωμένος στα δύο. Ντυμένος φτωχικά και με ένα μπαστούνι στο χέρι κατάφερε και πέρασε στην Οδησσό. Από εκεί ταξίδευσε σε όλα τα προσκυνήματα της Ρωσίας μέχρι πού τα βήματα του τον οδήγησαν στην Όπτινα.
Κατά την παραμονή του εδώ αρρώστησε και οι πατέρες τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της Μονής. Επειδή ρωσικά λίγα ήξερε, ζήτησε να του φέρουν κάποιον πού να μιλάει τα γαλλικά, γιατί ήθελε να εξομολογηθεί. Την εποχή αυτή, αν και ζούσα έγκλειστος, κάνοντας υπακοή δέχθηκα να τον εξομολογήσω.
Αφού μου εξιστόρησε όλη του την ζωή, στο τέλος με ύφος αυστηρό, ζήτησε, όσο ακόμη βρισκόταν στην ζωή, να μην εκμυστηρευθώ σε κανένα το παραμικρό γεγονός πού είχε σχέση με την ζωή του. Μέσα σε λίγο χρόνο ανέκτησε την υγεία του και αμέσως μετά έγινε η κουρά του σε μοναχό με το όνομα Νικόλαος.

Το θαύμα στον τάφο του
Ήταν ένας άνθρωπος ασυνήθιστος: πάντοτε σιωπηλός, ντροπαλός ,φιλάσθενος τους απόφευγε όλους. Σαν άλλος μαγνήτης, σε τραβούσε, χωρίς να το θέλεις, να τον αγαπήσεις. Ποτέ δεν επήγαινε στα κελλιά των πατέρων ούτε την ημέρα, πολύ περισσότερο την νύχτα. Αξιώθηκε από τον Θεό, όπως ο όσιος Ανδρέας, να αρπαγεί στον παράδεισο και να ιδεί τα σκηνώματα των δικαίων σαν αμοιβή για όλα όσα υπέφερε στην ζωή του για τον Χριστό.
Δεν θα το λησμονήσω ποτέ, όταν κάποια ημέρα ενώ περπατούσαμε μαζί, γύρισε και μου είπε:
- Γέροντα, δεν ακούς κάτι;
- Όχι! Τίποτα. Τι είναι; Τι ακούς;
- Δεν ακούς τους αγγέλους να ψάλλουν; Ω, Τι ωραία μελωδία! Τι ευτυχία! Τι χαρά!
Εγώ δεν άκουγα τίποτα. Και εκείνος μέσα στην απλότητα του έμεινε κατάπληκτος με την κουφαμάρα μου.
Έζησε στην Σκήτη μόνο δύο χρόνια. Στις 18 Αυγούστου 1893, αρρώστησε χωρίς ελπίδα ανάρρωσης. Εκοιμήθη σε ηλικία 65 χρονών. Όταν οι πατέρες ετοίμαζαν το σώμα του για την ταφή βρέθηκαν μπροστά σε ένα θέαμα πού έκαμε το αίμα στις φλέβες τους να παγώσει. Όλο του το σώμα ήταν μια πληγή , ακρωτηριασμένο, στιγματισμένο από μαχαιρώματα. Ήταν ένας αληθινός μάρτυρας του Χριστού. Και το πιο παράξενο: μέχρι σήμερα στο μονοπάτι πού οδηγεί στον τάφο του δεν έχει φυτρώσει ούτε το ελάχιστο χορταράκι! Καθαρό, ελεύθερο στους διαβάτες! Για όσους επιθυμούν να προσκυνήσουν στον τάφο του.

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ: ΜΙΑ ΘΕΪΚΗ ΤΙΜΩΡΙΑ ΣΕ ΜΟΝΑΧΟ!

Τό ἔτος 1988, μετά ἀπό ὀκτώ ἀκριβῶς χρόνια, ἀπό τήν ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου  ἀπό τόν τάφο του, ὁ πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων Διόδωρος διώρισε νέον ἡγούμενο τῆς μονῆς τοῦ Χοζεβᾶ, τόν ἱερομόναχο Συνέσιο, ἀφοῦ ἐν τῶν μεταξύ εἶχε κοιμηθῆ ὁ προηγούμενος ἡγούμενος π. Ἀμφιλόχιος.

Τότε ὁ π. Συνέσιος ἦτο ἡλικίας 24 ἐτῶν. Τό 1980 ἦλθε στήν μονή Χοζεβᾶ καί ἕνας διάκονος ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω, μέ τό ὄνομα Νικηφόρος. Ἀλλά οὔτε ὁ π. Συνέσιος, οὔτε καί ὁ διάκονος εἶχαν εὐλάβεια στόν ὅσιο Ἰωάννη καί συχνά περιφρονοῦσαν καί κακολογοῦσαν τόν Ἅγιο.
Κάποια ἡμέρα, πού εἶχαν ἔλθει στήν Μονή πολλοί ρουμᾶνοι προσκυνητές, ὁ ἡγούμενος π. Συνέσιος ἐμάλωσε ἄγρια τον π. Ἰωαννίκιο, μαθητή τοῦ ὁσίου Ἰωάννου, διότι ἔφερε πολλούς ἀνθρώπους νά προσκυνήσουν τό λείψανο τοῦ Ὁσίου καί ἀκόμη τούς ἔδωσε μερικά βιβλία μέ τόν τίτλο «Πνευματική τροφή» βιβλίο πού ἔγραψε ὁ ὅσιος καί περιέχει ποιήματά του καί διδασκαλίες του. Ἐξ αἰτίας τῆς ὀργῆς καί νοερᾶς ταραχῆς του ὁ π. Συνέσιος άπηγόρευσε στόν π. Ἰωαννίκιο νά γράφη κάτι γιά τόν μακαριστό Γέροντά του, λέγοντας ὅτι τό σῶμα του μυρίζει ἄσχημα καί πρέπει πάλι νά ταφῆ.

Τότε ὁ π. Ἰωαννίκιος ἀναστέναξε βαθειά καί εἶπε:
-Δέν θά συμπληρωθοῦν σαράντα ἡμέρες καί σύ ὁ ἴδιος μέ τόν μαθητή σου Νικηφόρο, θά ἰδῆτε ἐάν ὁ ὅσιος Ἰωάννης εἶναι ἤ ὄχι ἅγιος.

Τήν δεύτερη ἡμέρα τό πρωΐ ὁ ἡγούμενος Συνέσιος μπῆκε στήν ἐκκλησία, ἔχοντας κομμένη τήν γενειάδα του. Ὅταν ὁ π. Ἰωαννίκιος τόν ἐρώτησε τί συμβαίνει, ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
-Αὐτή τήν νύκτα ἦλθε ἕνας μοναχός σέ μένα, μέ κτύπησε σκληρά καί ἔβαλε στό κελλί μου φωτιά, ἀλλά δέν ὑπῆρχε κάτι εὔφλεκτο στό κελλί μου, ἐκτός ἀπό τήν γενειάδα μου.

Κατόπιν, μέσα στό διάστημα  τῶν 40 ἡμερῶν, αὐτός ὁ μοναχός, ὁ ὁποῖος μπῆκε στό κελλί τοῦ π. Συνεσίου, μέ κλειδωμένη τήν πόρτα κι αὐτός δέν ἦταν ἄλλος ἀπό τόν ὅσιο Ἰωάννη, ἐρχόταν καί τόν κτυποῦσε κάθε νύκτα, μέχρις ὅτου ὁμολογήση τό σφάλμα του καί διορθώση τόν λογισμό του. Μετά ὁ ἡγούμενος ἐπίστευσε στόν ὅσιο, προσευχήθηκε καί ζήτησε νά τόν συγχωρήση.

Ὅλο αὐτό τό διάστημα ὁ διάκονος Νικηφόρος, παρότι ἐγνώριζε ὅλα αὐτά πού συνέβαιναν στόν ἡγούμενο, συνέχιζε νά καταδικάζει καί περιφρονεῖ τόν ὅσιο Ἰωάννη. Τότε ὁ π. Ἰωαννίκιος τόν συμβούλευσε νά εἶναι πολύ προσεκτικός μέ τούς ἁγίους τοῦ Θεοῦ γιά νά μή τιμωρηθῆ κι αὐτός ἀπό τόν Ἅγιο.

Ὁ Νικηφόρος ὅμως δέν ἤθελε νά βαδίσει τήν σωστή καί εὐθεία ὁδό καί ἡ τιμωρία τοῦ Ἁγίου δέν ἄργησε νά ἔλθη. Μετά ἀπό μερικές ἡμέρες αὐτός ὁ διάκονος ἄρχισε νά πηγαίνει στούς βεδουΐνους, νά τρώγει μαζί τους καί νά κοιμᾶται στίς καλύβες τους. Μετά ἀπό ἕξι μῆνες ὁ Νικηφόρος ἔφυγε ἀπό τήν Ἱεριχώ, ἀποσχηματίσθηκε καί δέχθηκε τήν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ καί ὠνομάσθηκε Μουσταφᾶς. Καί τό χειρότερο ἀκόμη νυμφεύθηκε μία χήρα ἀράβισσα μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε καί δύο παιδιά.
Μετά ἀπό ὅσα συνέβησαν στόν ἡγούμενο π. Συνέσιο καί στόν διάκονο Νικηφόρο, τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἔστειλε ἕνα νέον ἡγούμενο, τόν π. Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος προερχόταν ἀπό τήν μονή τοῦ ἁγίου Σάββα.

Ὁ νέος ἡγούμενος π. Ἀντώνιος δέν ὕβριζε τόν ὅσιο Ἰωάννη, ἀλλά οὔτε καί τόν τιμοῦσε σάν ἅγιο, δεδομένου ὅτι τόν θεωροῦσε σάν ἕνα ἁπλό καλόγερο. Ἀλλά ὁ Πανάγαθος Θεός, γιά τήν ἀγάπη του πού εἶχε πρός τούς ἀνθρώπους, ἐλέησε καί τόν ἡγούμενο νά τόν βοήθησε νά πιστεύσει στήν ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου καί ἔτσι νά λυτρωθῆ ἀπό τήν ἀπιστία του.

Κάποια ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὅταν ὁ π. Ἀντώνιος ἦλθε στήν ἐκκλησία γιά τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, προσκύνησε πρῶτα τά Λείψανα τῶν Ἁγίων τῆς ἐκκλησίας καί μετά ἐπῆγε καί προσκύνησε καί τό ὁλόσωμο Λείψανο τοῦ ὁσίου Ἰωάννου.

Ἀφοῦ προσκύνησε τά Ἅγια λείψανα, ἐπῆγε στό ἀναλόγιο καί ἐρώτησε τούς Πατέρας:
-Ποιός ἐράντισε μέ ἄρωμα τήν λειψανοθήκη μέ τό σῶμα τοῦ πατρός Ἰωάννου;

Οἱ Πατέρες τοῦ ἀπήντησαν ὅτι δέν ἔκανε κανείς αὐτό τό ἔργο. Ὁ ἡγούμενος στενοχωρήθηκε καί ἐκάλεσε τούς ἄλλους Πατέρες νά ἔλθουν δίπλα στήν λειψανοθήκη τοῦ Ὁσίου γιά νά αἰσθανθοῦν κι αὐτοί τήν εὐωδία. Τότε ὁ π. Ἰωαννίκιος εἶπε ὅτι ἔτσι εύωδιάζει πάντοτε ἡ Λειψανοθήκη τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου. Μετά ὁ ἡγούμενος εἶπε:
Δέν εἶναι δυνατόν, διότι ἐγώ μέχρι τώρα πρώτη φορά αἰσθάνθηκα αὐτή τήν ὡραία εὐωδία.

Καί ὁ λόγος εἶναι ὅτι ὁ ἡγούμενος, ἐπειδή δέν ἐπίστευε ἀκράδαντα, δέν εἶχε ποτέ προσκυνήσει τό Σκήνωμα τοῦ Ὁσίου, ὁπότε δέν εἶχε αἰσθανθῆ καί καμμία εὐωδία.Ἀλλά, ὅταν ταπεινώθηκε καί προσκύνησε τόν ὅσιο Ἰωάννη, κατά τρόπο θαυμαστό ἀξιώθηκε νά μεταλάβη αὐτῆς τῆς θείας δωρεᾶς, πού πηγάζει σάν πηγή ἀπό τό ἅγιο σῶμα του.

Τήν δεύτερη ἡμέρα, μετά ἀπό ὅσα συνέβησαν, ἦλθε μία ὁμάδα ἑλλήνων προσκυνητῶν. Μαζί τους εἶχαν κι ἕνα ἄνδρα δαιμονισμένο καί δεμένον μέ ἁλυσίδες. Αὐτός πολλές φορές ἔσπαζε τίς ἁλυσίδες του, ἔφευγε ἀπό τά χέρια τῶν σωματοφυλάκων του καί πολλοί πού τοῦ ἔδειχναν τήν ἀγάπη τους, τούς κτυποῦσε ἄσχημα.

Ὅταν πλησίαζαν στό μοναστήρι, τά δαιμόνια ἀλλάλαζαν δυνατά καί αὐτοί πού τά ἄκουγαν, ἐξεπλήττοντο. Ἔλεγαν:
-Τί ἔχεις μ᾿ἐμᾶς, Ἰωάννη; Δέν μᾶς διώχνεις!  Δέν μπορεῖς νά μᾶς βασανίσεις!  Δικός μας εἶναι! Ἄφησέ μας! Μή μᾶς κτυπᾶς!

Μέ πολλή δυσκολία κατάφεραν νά τόν φέρουν στήν ἐκκλησία καί, ὅταν τόν ἄγγιξαν στό Λείψανο τοῦ Ὁσίου, ὁ δαιμονισμένος οὔρλιαξε καί ἔκαμε σάν ἕνα ἄγριο θηρίο. Μετά ἔπεσε κάτω σάν νεκρός καί ἐπί μία περίπου ὥρα δέν ἐκινεῖτο, ἀλλά ἵδρωνε ἀργά ἀργά.
Βλέποντας τό θαῦμα αὐτό ὁ π. Ἀντώνιος ἔτρεξε νά εἰδοποιήσει τόν π. Ἰωαννίκιο γιά νά ἰδῆ καί νά σημειώσει τό θαῦμα, διότι εὑρισκόταν στήν σπηλιά τοῦ ὁσίου Γέροντός του Ἰωάννου.

από το βιβλίο: «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ – ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥΣ» – Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

ΜΟΝΑΧΟΣ ΗΡΩΔΙΩΝ, Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ- Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΤΗΤΑΣ!

 Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΤΗΤΑΣ
Ὁ μοναχὸς Ἡρωδίων, διὰ Χριστὸν σαλός
 
Μία περιγραφὴ κάποιας συνάντησης μὲ ἕναν ἄνθρωπο τῆς «ἄλλης» λογικῆς, ὡς ἐπίλογος αὐτῆς τῆς μεταξύ μας συνάντησης, ἴσως ἀποτελεῖ τὸν καλύτερο πρόλογο γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸ Θεό:
 
Ἤδη ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ ἔπρεπε νὰ πᾶμε καὶ στὸν π. Ἠρωδίωνα· ἕναν ρουμάνο ποὺ ἢ ἦταν σαλὸς διὰ Χριστὸν ἢ δὲν ἦταν ἄνθρωπος. Σὲ δέκα λεπτὰ φθάσαμε στὸν… σκουπιδότοπό του. Ὁ ἥλιος εἶχε ἤδη δύσει. Σ᾿ ἕνα ἐρείπιο γεμάτο σκουπίδια συναντοῦμε ἕνα νέο ἥρωα. Ὀγδόντα δύο ἐτῶν, ὄρθιος στὸ κούφωμα μίας πόρτας… χωρὶς πόρτα.
Τὰ πόδια του κρατοῦσαν κόντρα στὸ ἕνα της δοκάρι. Ἡ μέση του ἀκουμποῦσε στὸ ἄλλο. Τὰ χέρια του στηρίζονταν στὸ πρῶτο. Ὧρες ὁλόκληρες περνοῦσε ἔτσι. Ὁ ἴδιος δίχως ζωστικό. Μία μάλλινη φανέλα κι ἕνα κουρελιασμένο παντελόνι κάλυπταν τὸ ἐξαγιασμένο σῶμα του. Ἡ καλύβη του γεμάτη σκουπίδια. Δὲν ἔβλεπες δάπεδο. Ἕνα στρῶμα ἀπὸ κονσέρβες, κουκούτσια, σακοῦλες, τάπες, καπάκια ἀπὸ μπουκάλια, φλοῦδες, ὅ,τι μποροῦσε κανεὶς νὰ φαντασθεῖ, πάχους τριάντα ἑκατοστῶν καὶ πάνω, ἀποτελοῦσε τὸ πολύτιμο χαλὶ στὸ μυστηριῶδες… παλατάκι του καὶ ἀσφαλῶς τὸ στρῶμα του, ἂν βέβαια κοιμόταν ὁριζόντιος. Στοὺς τοίχους του τὰ ἀποτυπώματα χυμένων καφέδων καὶ τὰ ζουμιὰ πεταγμένων πορτοκαλάδων καί, ἀντὶ γιὰ κατοικίδια ζῶα, ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ ζωΰφια, μυγάκια, κατσαρίδες καὶ ποντίκια.
 
- Εὐλογεῖτε, γέροντα, εἶπε χαρούμενος ὁ ἁπλοϊκὸς συνοδοιπόρος μου.
- Ὁ Κύριος, ἀπαντᾶ νηφάλιος ὁ ἡρωικὸς ἀσκητής, χωρὶς νὰ δείχνει καθόλου ἐνοχλημένος γιὰ τὸν οἰκολογικὸ περίγυρό του.
- Σοῦ φέραμε λίγες εὐλογίες, κάτι νὰ φᾶς, συνεχίζει δίχως ἐνδοιασμὸ ὁ μοναχὸς φίλος μου.
- Ὤ! καλοὶ πατέρες, πολὺ εὐχαριστῶ. Σᾶς εὐχαριστῶ. Καλοὶ πατέρες. Πολὺ εὐχαριστῶ, ἀπαντᾶ ἐκεῖνος.
 
Καὶ παίρνοντας τὴν σακούλα μὲ τὶς εὐλογίες καὶ συνεχίζοντας νὰ ἐπαναλαμβάνει αὐτὲς τὶς προτάσεις, μὲ ἰδιάζουσα δύναμη καὶ ἐκφραστικότητα, πετοῦσε τὶς ντομάτες καὶ τὰ ροδάκινα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας στοὺς τοίχους τῆς καλύβης του. Τὰ χυμένα ζουμιά τους ἀποτυπώνουν τὴν δική μου ἀπορία πού, σκυμμένος μὴ μὲ πάρουν τὰ βόλια, προσπαθοῦσα νὰ καταλάβω τὴ λογικὴ τῆς εὐγνωμοσύνης του καί, ἐντελῶς ξαφνιασμένος, νὰ ἀποτυπώσω τὸ περιεχόμενο τῆς ἰδιότυπης μοναχικῆς προοπτικῆς του.
Ἀφοῦ ἔσπασε τὰ μακαρόνια καὶ τὰ ἔχυσε ἀπὸ τὸ περίβλημά τους, ἀφοῦ σκόρπισε τὰ μπισκότα ὅσο πιὸ μακριὰ μποροῦσε, φωνάζοντας «νὰ φᾶνε τὰ πουλάκια· νὰ φᾶνε τὰ πουλάκια», ἄρχισε νὰ μιλάει γιὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα καὶ ἐν μέσῳ ἀσυνάρτητων κραυγῶν νὰ δοξάζει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
 
Εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ νυχτώνει. Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ χάναμε τὸ θέαμα. Θὰ χάναμε αὐτὸ ποὺ ὁ π. Ἠρωδίων ἔδειχνε. Μέσα ὅμως στὴ νύχτα τὰ δικῆς μου λογικῆς εἶχα ἀρχίσει νὰ ὑποψιάζομαι λίγο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔκρυβαν τὰ σκουπίδια, τὰ ἀκαταλαβίστικα λόγια καὶ φυσικὰ ἡ ἐντελῶς ἀκατανόητη λογικὴ ἑνὸς σαλοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Θυμήθηκα τὸν ἀββᾶ Ἰσαὰκ πού, ἀναφερόμενος σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἡρωϊκοὺς ἁγίους ποὺ ζοῦν «ἐν ἀταξίαις, εὔτακτοι ὄντες», κατακλείει· «ταύτην τὴν ἄνοιαν ἀξιώσει ἡμᾶς ὁ Θεὸς φθᾶσαι». Ἄραγε αὐτὴ εἶναι ἡ λογικὴ γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦσε ὁ π. Παΐσιος;
Γύρισα πίσω γιὰ μία τελευταία κλεφτὴ ματιά. Τὸ ἄσχημο ἀπὸ τὴν φύση του καὶ ἄγριο ἀπὸ τὸν τρόπο του πρόσωπό του ἔλαμπε ὑπερβατικὰ ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἦταν τόση ἡ λάμψη του ποὺ ὑποχρέωνε τὰ πήλινα μάτια μου καὶ τὴν «μὴ ὁρῶσα» καρδιά μου σὲ ἀσυνήθιστες ὁράσεις ἄλλου εἴδους καὶ ἄλλου κόσμου. Ἡ μυστηριώδης ὄψη του μένει ἀκόμη βαθειὰ χαραγμένη στὴν μνήμη μου.
Ἔφυγα καὶ ξαναβυθίστηκα στὰ σκουπίδια τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἐκεῖνος ἔμεινε πατώντας πάνω στὰ σκουπίδια τῆς λογικῆς αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τὸν σκεπτόμουν καὶ θαύμαζα τὴν ἀντοχὴ καὶ τὸν ἡρωισμό του. Μέχρι σήμερα, ἐνῶ ἀντιλαμβάνομαι τὴν ἀξία καὶ τὸ μεγαλεῖο της λογικῆς του, δὲν μπορῶ νὰ συλλάβω τὴν δομή της. Σίγουρα ἡ λογικὴ εἶναι μεγαλύτερη ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν διὰ Χριστὸν σαλότητα. Ἴσως ὅμως καὶ ὁ σταυρός της νὰ εἶναι τελικὰ βαρύτερος ἀπὸ τὸν σταυρὸ τοῦ π. Ἠρωδίωνα.
Πάνω στὸ πανεπιστήμιο τῶν σκουπιδιῶν καὶ τῆς σαλότητος, τόλμησα νὰ προβάλω τὴν λογική, τὴν αἴγλη καὶ τὴν φινέτσα τῆς νωπῆς τότε ἐμπειρίας μου στὸ Harvard καὶ τὸ ΜΙΤ. Τότε ἄρχισαν τὰ σκουπίδια νὰ εὐωδιάζουν σὰν λουλούδια, τὰ ζωύφια νὰ μεταμορφώνονται σὲ πουλάκια, οἱ ξεσχισμένες σακκοῦλες σὲ πτυχία καὶ δημοσιεύματα· καὶ ὁ π. Ἠρωδίων πολὺ πιὸ «ἔξυπνος», πολὺ πιὸ πετυχημένος ἀπὸ τοὺς Νομπελίστες καθηγητές μου! Ἡ λογική τους ἐμοίαζε μὲ ἀγωνιστικὸ αὐτοκίνητο· ἡ λογικὴ τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητος μὲ πύραυλο. Τὸ πρῶτο τρέχει μέχρι 320 χλμ. τὴν ὥρα. Τὸ δεύτερο ἀπὸ 29.000 χλμ. τὴν ὥρα καὶ πάνω. Τὸ πρῶτο κινεῖται ὁριζόντια. Τὸ δεύτερο κατακόρυφα. Στὴν μία περίπτωση, ἂν ὑπερβεῖς τὸ ὅριο, γκρεμοτσακίζεσαι. Στὴν δεύτερη, ἂν τὸ ξεπεράσεις, ἐκτοξεύεσαι· ξεπερνᾶς τὴν βαρύτητα τῆς γής· διαφεύγεις· ἐλευθερώνεσαι. Οἱ πρῶτοι, οἱ λογικοί, ὅσο κι ἂν τρέχουν πατᾶνε στὴν γῆ. Ὁ π. Ἠρωδίων ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο χωρὶς νὰ τὴν ἔχει ἀκουμπήσει. Χωρὶς νὰ τὸν ἔχει ἀκουμπήσει…
 
πηγή: Νικολάου, μητρ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς, «Ἄνθρωπος μεθόριος», ἐκδ. Μελωδικὸ Καράβι, 2005

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΝΑ ΚΛΑΙΩ ΚΑΙ ΝΑ ΛΥΠΑΜΑΙ;

Ένας αδελφός έκανε συνεχώς αυτή την προσευχή στο Θεό:
- Κύριε, δεν έχω φόβο Θεού!
Στείλε μου λοιπόν κεραυνό ή καμιάν άλλη τιμωρία ή αρρώστια ή δαιμόνιο, μήπως κι έτσι έρθει σε φόβο η πωρωμένη μου ψυχή.Άλλοτε πάλι παρακαλούσε κι έλεγε:
- Ξέρω πώς έχω πολύ αμαρτήσει ενώπιόν Σου, Δέσποτα, και πώς είναι αναρίθμητα τα σφάλματά μου. Γι αυτό και δεν τολμώ να Σου ζητήσω να με συγχωρέσεις. Αν όμως είναι δυνατόν, συγχώρεσέ με για την ευσπλαχνία Σου. Αν πάλι είναι αδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στη ζωή αυτή και μη με κολάσεις στην άλλη. Κι αν είναι και τούτο ακόμη αδύνατον, στείλε μου εδώ ένα μέρος της τιμωρίας και αλάφρωσέ μου εκεί την κόλαση. Άρχισε μόνο από τώρα να με τιμωρείς. Αλλά τιμώρησέ με σπλαχνικά, όχι με την οργή Σου, Δέσποτα.
Έτσι λοιπόν μετανοούσε έναν ολόκληρο χρόνο κι αυτά έλεγε με δάκρυα ικετευτικά, ολόθερμα και ολόψυχα, λιώνοντας και τσακίζοντας σώμα και ψυχή με νηστεία και αγρυπνία και άλλες κακουχίες.
Μια μέρα καθώς καθόταν καταγής, όπως συνήθιζε, θρηνώντας και φωνάζοντας σπαραχτικά, από την πολλή του λύπη, νύσταξε κι αποκοιμήθηκε.

Και να! Παρουσιάζεται μπροστά του ο Χριστός και του λέει με φωνή γεμάτη ιλαρότητα:
- Τι έχεις, άνθρωπέ μου; Γιατί κλαίς έτσι;Ο αδελφός Τον αναγνώρισε και αποκρίθηκε έντρομος:
- Γιατί έπεσα, Κύριε!
- Έ, σήκω!
- Δεν μπορώ, Δέσποτα, αν δεν μου δώσεις το χέρι Σου!Τότε Εκείνος άπλωσε το χέρι Του, έπιασε τον αδελφό και τον σήκωσε.- Γιατί κλαις, άνθρωπέ μου; Γιατί είσαι λυπημένος; του ξαναλέει ο Κύριος με απαλή και ιλαρή πάλι φωνή.
- Δεν θέλεις, Κύριε, να κλαίω και να λυπάμαι, απάντησε ο αδελφός, πού τόσο πολύ Σε πίκρανα, αν και απόλαυσα τόσα αγαθά από Σένα;
Εκείνος άπλωσε ξανά το χέρι Του, τ΄ ακούμπησε στο κεφάλι του αδελφού και του είπε:
- Μη λυπάσαι πιά. Γιατί αν έδωσα το αίμα μου για σένα, πολύ περισσότερο θα δώσω συγχώρηση και σε σένα και σε κάθε άλλη ψυχή που γνήσια μετανοεί.Μόλις συνήλθε ο αδελφός από την οπτασία, ένιωσε την καρδιά του γεμάτη χαρά. Έτσι πληροφορήθηκε πώς ο Θεός τον ελέησε. Κι από τότε ζούσε με πολλή ταπείνωση, ευχαριστώντας Τον.


Από το βιβλίο,"Μικρός Ευεργετινός", Μεταφρασμένος στη Δημοτική
ΚΟΖΑΝΗ Μάρτιος 2006

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΠΟΝΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ!

Οι τρεις φιλόπονοι μοναχοί

Διηγήθηκε κάποιος ὅτι τρεῖς φιλόπονοι ἄνθρωποι, φίλοι μεταξύ τους, ἔγιναν μοναχοί.

Ὁ πρῶτος διάλεξε σὰν ἔργο του νὰ εἰρηνεύει τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν ἐχθρικὲς σχέσεις μεταξύ τους, σύμφωνα μὲ τὸν Εὐαγγελικὸ λόγο:

«Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί».

Ὁ δεύτερος νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς ἀρρώστους καὶ ὁ τρίτος ἔφυγε γιὰ νὰ ἡσυχάσει στὴν ἔρημο.

Ὁ πρῶτος λοιπόν, ἂν καὶ κόπιασε γιὰ νὰ σταματήσει τὶς διαμάχες τῶν ἀνθρώπων, δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς θεραπεύσει ὅλους καί, ἐπειδὴ ἔπεσε σὲ ἀκηδία, πῆγε σ᾿ αὐτὸν ποὺ ὑπηρετοῦσε τοὺς ἀρρώστους καὶ τὸν βρῆκε κι αὐτὸν νὰ παραμελεῖ τὸ ἔργο του, καθὼς δὲν ἐπαρκοῦσε νὰ ἐφαρμόσει πλήρως τὴν ἐντολή.

Συμφώνησαν λοιπὸν καὶ οἱ δυὸ καὶ πῆγαν νὰ δοῦν τὸν ἐρημίτη. Τοῦ ἐξέθεσαν τὴ θλίψη τους καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς πεῖ τί κατόρθωσε αὐτός.

Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔμεινε ἀμίλητος γιὰ λίγο, ἔριξε κατόπιν νερὸ στὴ λεκάνη καὶ τοὺς λέει:

«Προσέξτε τὸ νερό».

Ἦταν βέβαια ταραγμένο.

Μετὰ ἀπὸ λίγο τοὺς λέει πάλι:

«Προσέξτε καὶ τώρα πῶς ἔγινε τὸ νερό».

Καὶ μόλις πρόσεξαν τὸ νερό, βλέπουν σὰν σὲ καθρέπτη τὰ πρόσωπά τους.

Τοὺς λέει λοιπὸν τότε:

«Έτσι εἶναι κι αὐτὸς ποὺ ζεῖ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους. Ἐξαιτίας τῆς ταραχῆς δὲν βλέπει τὰ σφάλματά του. Ὅταν ὅμως ἡσυχάσει καὶ προπαντὸς στὴν ἔρημο, τότε βλέπει τὰ ἐλαττώματα τοῦ ἑαυτοῦ του».

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΗΣΑΪΑΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ: Η ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΛΟΓΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΠΟ!

Λένε για τον Αββά Ησαΐα, πως πήγε κάποτε σε κάποιο κτηματία, που αλώνιζε τα σπαρτά του, και κρατώντας ένα ζεμπίλι του είπε. – Δος μου, νάχεις την ευχή μου, λίγο σιτάρι. Κι’ αυτός τον κοίταξε καλά-καλά και του απάντησε. -Γιατί να σου δώσω Γέροντα; μήπως ήλθες κι’ εσύ να με βοηθήσεις στο θέρο; – Όχι, του απάντησε εκείνος. -Τότε πως ζητάς να σου δώσω σιτάρι; του λέει ο κτηματίας. – Όποιος λοιπόν δεν θερίζει, δεν έχει δικαίωμα σε τίποτα; του απάντησε ο Γέροντας. -Ναι, Γέροντά μου, σε τίποτε απολύτως, του είπε ο κτηματίας.

Ύστερα από αύτη τη συζήτηση έφυγε ο Αββάς. Οι αδελφοί λοιπόν που τον είδαν να πηγαίνει προς τ’ αλώνι, τρέξανε κοντά του κι’ αφού του έβαλαν μετάνοια τον ρώτησαν· -Γιατί το έκανες αυτό, Γέροντα; Και τους αποκρίθηκε εκείνος· -Το έκανα, για να το έχουμε όλοι μας σαν παράδειγμα, πως οποίος δεν κοπιάσει, δεν μπορεί να περιμένει από το Θεό καμιά ανταμοιβή.

Ένας άλλος Γέροντας ησύχαζε μέσα στην έρημο· κι’ ως δώδεκα μίλια μακρυά από τη νερομάνα που υδρεύονταν. Κάποτε λοιπόν που πήγαινε να γεμίσει τ’ ασκιά του παρακουράσθηκε και είπε με το νου του: Γιατί να κάνω άσκοπα τόσο κόπο και δεν έρχομαι να μείνω κάπου έδώ κοντά στο νερό;

Την ώρα λοιπόν που έκανε τον λογισμό αυτό, αισθάνθηκε πως κάποιος τον ακολουθούσε. Και γυρίζοντας, είδε πραγματικά έναν, που ερχόταν από πίσω του και που μετρούσε τα βήματα του· και τον ρώτησε ο Γέροντας· ποιός είσαι του λόγου σου και τί κάνεις εδώ; – Άγγελος του Κυρίου είμαι, και μ’ έστειλε, για να μετρώ τα βήματά σου και να δώσω ανάλογα και την ανταμοιβή σου. Και λέγοντας αυτά χάθηκε από εμπρός του.

Ο Γέροντας λοιπόν από τη στιγμή εκείνη, αναπτερώθηκε, και πήρε κουράγιο, κι’ αποφάσισε να δείξει μεγαλύτερη προθυμία στο κόπο. Πήγε λοιπόν παραμέσα ακόμη στην έρημο, και πέντε μίλια ακόμη μακρύτερα από τη νερομάνα.

Μα και για τον Αββά Χαιρήμονα, που έμενε σε Σκήτη, λένε πως η σπηλιά, που χρησιμοποιούσε, ήταν σαράντα ολόκληρα μίλια μακρυά από την Εκκλησία, και δώδεκα μίλια από το νερό και από το έλος, που έκοβε τα βούρλα για τα πλεκτά του.

Κι’ όμως ο Γέροντας καθόλου δεν υπολόγισε, ούτε τον κόπο που έκανε, για να κουβαλά το νερό και τα βούρλα. Ούτε και φοβήθηκε την απόσταση από την Εκκλησιά, παρά πήγαινε τακτικότατα, κάθε Κυριακή, στην Ιερά Σύναξη…

ΟΣΙΟΣ ΗΣΑΪΑΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ: ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΗΣΥΧΑΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΛΙ!

 
Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα:

«Πῶς πρέπει νὰ ἡσυχάζει κανεὶς μέσα στὸ κελί;»

Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας:

«Τὸ νὰ ἡσυχάζει κανεὶς στὸ κελὶ σημαίνει νὰ ἐκθέτει συνεχῶς τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐπιστρατεύει ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ ἀντιστέκεται σὲ κάθε λογισμὸ ποὺ σπέρνει ὁ ἐχθρός, γιατὶ αὐτὸ σημαίνει ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο».

Καὶ εἶπε ὁ ἀδελφός:

«Τί σημαίνει κόσμος;»

«Κόσμος εἶναι -ἀπάντησε ὁ Γέροντας- τὸ νὰ διασπᾶται κανεὶς σὲ πολλὲς καὶ διάφορες ὑποθέσεις.

Κόσμος εἶναι τὸ νὰ ἐνεργοῦν οἱ ἄνθρωποι τὰ ἀντίθετα πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ ἱκανοποιοῦν τὰ σαρκικά τους θελήματα.

Κόσμος εἶναι τὸ νὰ νομίσει κανεὶς ὅτι μένει παντοτινὰ στὴ ζωὴ αὐτή.

Κόσμος εἶναι νὰ φροντίζει γιὰ τὸ σῶμα πρὸς βλάβην τῆς ψυχῆς καὶ νὰ καυχιέται γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἀφήνει πίσω του.

Κι αὐτὰ δὲν τὰ εἶπα ἀπὸ μόνος μου, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ὁ Ἀπόστολος εἶναι ποὺ τὰ λέει:

Μὴν ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο μήτε ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου».

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ!

Ἕνας ἀδελφὸς ζοῦσε σὲ κοινόβιο, κρατώντας αὐστηρὴ ἄσκηση.

Ὅταν μερικοὶ ἀδελφοὶ τῆς Σκήτης ἄκουσαν γι᾿ αὐτόν, ἦρθαν νὰ τὸν δοῦν καὶ μπῆκαν στὸν τόπο, ὅπου ὁ ἴδιος ἐργαζόταν.

Ἐκεῖνος ἀφοῦ τοὺς ἀσπάστηκε, στράφηκε πίσω καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται.

Οἱ ἀδελφοὶ βλέποντας αὐτὸ ποὺ ἔκανε τοῦ λένε: «Ἰωάννη, ποιὸς σοῦ ἔδωσε τὸ σχῆμα ἢ ποιὸς σὲ ἔκανε μοναχὸ καὶ δὲν σοῦ δίδαξε νὰ παίρνεις ἀπ᾿ τοὺς ἀδελφοὺς τὸ ἐπανωφόρι καὶ νὰ τοὺς λές: εὐχηθεῖτε ἢ καθῖστε;»

Τοὺς ἀπαντᾶ:

«Ὁ Ἰωάννης ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν εὐκαιρεῖ γι᾿ αὐτά».

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΑΒΒΑΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΡΗΜΙΤΕΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ!

Κάποτε κάποιοι Γέροντες πῆγαν στὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο καὶ τὸν παρακάλεσαν θερμὰ νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τοὺς ἐρημῖτες μοναχούς, καὶ μάλιστα γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν συναπαντήματα μὲ ἄλλους ἀνθρώπους.

Τότε ὁ Γέροντας εἶπε:

«Ὅταν ἡ παρθένος μένει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα της, πολλοὶ ζητοῦν νὰ τὴ μνηστευθοῦν, ὅταν ὅμως παντρευθεῖ, δὲν ἀρέσει σὲ ὅλους, ἄλλοι τὴ βρίσκουν ψεγάδια καὶ ἄλλοι τὴν ἐπαινοῦν, καὶ δὲν τιμᾶται, ὅπως πρῶτα, ὅταν ἦταν κρυμμένη. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ θέματα τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ κοινοποιοῦνται, δὲν μποροῦν νὰ ἱκανοποιήσουν ὅλους».

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

ΓΕΜΑΤΗ ΚΟΥΠΑ

Ένας πολυάσχολος άνθρωπος του καιρού μας, αποφάσισε κάποτε να επισκεφθεί έναν σοφό ερημίτη. Ήθελε να ηρεμήσει λίγο από το άγχος που τον βασάνιζε. Και να ζητήσει τις συμβουλές του γέροντα. Τον συνάντησε σε μια φτωχική καλύβα.
- Καλημέρα, είπε χαιρετώντας τον ερημίτη. Ξέρετε, έκανα πολύ δρόμο για να έλθω εδώ...
- Κάθισε, τον διέκοψε ο γέροντας. Άσε με να σου βάλω λίγο τσάι .
- Έχω περάσει πολλά χρόνια σπουδάζοντας σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού..., άρχισε να αυτοσυστήνεται ο επισκέπτης.
- Ας πιούμε πρώτα λίγο τσάι, επέμεινε ο γέροντας.
- Τώρα διευθύνω μια μεγάλη επιχείρηση..., συνέχισε να περιαυτολογεί ο ξένος.
- Πιστεύω ότι το τσάι θα σας αρέσει πολύ, είπε ο ερημίτης συνεχίζοντας να γεμίζει την κούπα του επισκέπτη του.
- Μα εσείς την ξεχειλίσατε, πάτερ· το τσάι χύνεται απ’ έξω! παρατήρησε ενοχλημένος ο ξένος.

- Κι εσύ μοιάζεις μ’ αυτήν την ξεχειλισμένη κούπα ! απάντησε τότε ο σοφός γέροντας. Αν δεν αδειάσεις έστω λίγα από αυτά που κουβαλάς, πώς θα αφήσεις να στάξει μέσα σου κάτι από τα λίγα πράγματα πού ξέρω.

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙ ΤΟ ΑΒΑΤΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ


Η Νέα Τάξη Πραγμάτων είναι έτοιμη να εισβάλλει στο Ορθόδοξο "Βατικανό", στο προπύργιο της Ορθοδοξίας, καθώς το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, στην τελευταία συνεδρίασή του στο Πουσάν της Νοτίου Κορέας, αποφάσισε την κατάργηση του άβατου στο "Περιβόλι της Παναγιάς". Ένα άβατο που σεβάστηκαν ακόμα και οι Οθωμανοί Τούρκοι.

Πρόκειται για μια κατά μέτωπο επίθεση ενάντια στο σκληρό πυρήνα της Ορθοδοξίας, καθώς οι νεοταξίτικες δυνάμεις επιχειρούν να χτυπήσουν τους Φρουρούς της Ζώσας και Αληθινής θρησκείας.

Την είδηση δημοσίευσε η εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», που αναφέρει ότι αποφασίσθηκαν επίσης «διοργανώσεις πορειών προς όλα τα θρησκευτικά κέντρα του πλανήτου, ιδιαιτέραν αναφοράν εις το Άγιον Όρος, εις την Πάτμον και την Ρόδον, ανακήρυξις ιερών βουνών, ελευθερία εις όλας τας χώρας των θρησκευτικών πεποιθήσεων και ανέγερσις ναών, διοργάνωσις ειδικών χώρων εις τας Ι. Μονάς διά την πραγματοποίησιν Συνεδρίων, κατάργησις της Ι. Παραδόσεως».

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εφημερίδα, υπεγράφησαν 16 Συμφωνίες των Χριστιανικών «Εκκλησιών» και 16 άλλες, μετά των άλλων θρησκειών.

Τρεις από τις Συμφωνίες των Χριστιανικών «Εκκλησιών» αφορούν και στο Άγιον Όρος:

7η Συμφωνία:
Αλλαγή διαρρυθμίσεως εις Ιεράς Μονάς και διοργάνωση Συνεδρίων εντός αυτών όπως ήδη γίνεται διά ποίηση (εκφώνηση ποιημάτων) και εορτάς Ισημερίας, κατάργηση πολλαπλών Ακολουθιών εις Ιεράς Μονάς.

8η Συμφωνία:
Κατάργησις ΑΒΑΤΩΝ σε διάφορα μέρη του πλανήτη κόσμου των Χριστιανικών “Εκκλησιών” καθώς και διαφόρων θρησκειών.

16η Συμφωνία:
Διεξαγωγή κοινών Ακολουθιών μεταξύ Χριστιανικών «Εκκλησιών» και κοινής Λατρευτικής Ακολουθίας, μεταξύ «Εκκλησιών» με μήνυμα διά την Νέαν Εποχήν.

Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (Αγγλ. 
World Council of Churches, συντομογρΠΣΕ) είναι μια οικουμενική χριστιανική οργάνωση, της οποίας σκοπός είναι η προώθηση της "χριστιανικής ενότητας". Αποτελεί κοινωνία 340 εκκλησιών, από τις οποίες οι 157 είναι μέλη του, και αντιπροσωπεύει πάνω από 550 εκατομμύρια Χριστιανούς, σε περισσότερες από 100 χώρες.

Ιδρύθηκε τις 23 Αυγούστου 1948, και στα ιδρυτικά μέλη του συμπεριλαμβάνονταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, η Εκκλησία της Ελλάδος και η Εκκλησία της Κύπρου.
Σήμερα συγκεντρώνει τις περισσότερες Ορθόδοξες, και έναν αριθμό Προτεσταντικών εκκλησιών, όπως την Αγγλικανική Εκκλησία, πολλές Λουθηρανικές, Μεθοδικές και Μεταρυθμισμένες, και μερικές Βαπτιστικές και Πεντηκοστιανές εκκλησίες. Επίσης συμμετέχουν Παλαιοκαθολικές, καθώς και ένα ευρύ φάσμα ενωμένων και ανεξάρτητων εκκλησιών.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αν και δεν είναι εκκλησία-μέλος, συνεργάζεται στενά με το ΠΣΕ, στο οποίο αποστέλλει παρατηρητές και εκπροσώπους. Από την Ελλάδα, εκτός από την Εκκλησία της Ελλάδος, στο ΠΣΕ συμμετέχει και η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία.